[1.45] Σόλων Ἐξηκεστίδου Σαλαμίνιος πρῶτον μὲν τὴν σεισάχθειαν εἰσηγήσατο Ἀθηναίοις· τὸ δὲ ἦν λύτρωσις σωμάτων τε καὶ κτημάτων. καὶ γὰρ ἐπὶ σώμασιν ἐδανείζοντο καὶ πολλοὶ δι᾽ ἀπορίαν ἐθήτευον. ἑπτὰ δὴ ταλάντων ὀφειλομένων αὑτῷ πατρῴων συνεχώρησε πρῶτος καὶ τοὺς λοιποὺς τὸ ὅμοιον προὔτρεψε πρᾶξαι. καὶ οὗτος ὁ νόμος ἐκλήθη σεισάχθεια· φανερὸν δὲ διὰ τί.
Ἔπειτα τοὺς λοιποὺς νόμους ἔθηκεν, οὓς μακρὸν ἂν εἴη διεξιέναι, καὶ ἐς τοὺς ἄξονας κατέθετο.
[1.46] Τὸ δὲ μέγιστον, τῆς πατρίδος αὐτοῦ [Σαλαμῖνος] ἀμφισβητουμένης ὑπό τε Ἀθηναίων καὶ Μεγαρέων καὶ πολλάκις τῶν Ἀθηναίων ἐπταικότων ἐν τοῖς πολέμοις καὶ ψηφισαμένων εἴ τις ἔτι συμβουλεύσοι περὶ Σαλαμῖνος μάχεσθαι, θανάτῳ ζημιοῦσθαι, οὗτος μαίνεσθαι προσποιησάμενος καὶ στεφανωσάμενος εἰσέπαισεν εἰς τὴν ἀγοράν· ἔνθα τοῖς Ἀθηναίοις ἀνέγνω διὰ τοῦ κήρυκος τὰ συντείνοντα περὶ Σαλαμῖνος ἐλεγεῖα καὶ παρώρμησεν αὐτούς. καὶ αὖθις πρὸς τοὺς Μεγαρέας ἐπολέμησαν καὶ ἐνίκων διὰ Σόλωνα.
[1.47] ἦν δὲ τὰ ἐλεγεῖα τὰ μάλιστα καθαψάμενα τῶν Ἀθηναίων τάδε.
εἴην δὴ τότ᾽ ἐγὼ Φολεγάνδριος ἢ Σικινίτης
ἀντί γ᾽ Ἀθηναίου, πατρίδ᾽ ἀμειψάμενος·
αἶψα γὰρ ἂν φάτις ἥδε μετ᾽ ἀνθρώποισι γένοιτο·
Ἀττικὸς οὗτος ἀνὴρ τῶν Σαλαμιναφετῶν.
εἶτα·
ἴομεν ἐς Σαλαμῖνα μαχησόμενοι περὶ νήσου
ἱμερτῆς χαλεπόν τ᾽ αἶσχος ἀπωσόμενοι.
ἔπεισε δὲ αὐτοὺς καὶ τὴν ἐν Θρᾴκῃ χερρόνησον προσκτήσασθαι.
[1.48] ἵνα δὲ μὴ δοκοίη βίᾳ μόνον, ἀλλὰ καὶ δίκῃ τὴν Σαλαμῖνα κεκτῆσθαι, ἀνασκάψας τινὰς τάφους ἔδειξε τοὺς νεκροὺς πρὸς ἀνατολὰς ἐστραμμένους, ὡς ἦν ἔθος θάπτειν Ἀθηναίοις· ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς τάφους πρὸς ἕω βλέποντας καὶ ἀπὸ τῶν δήμων τοὺς χρηματισμοὺς ἐγκεχαραγμένους, ὅπερ ἦν ἴδιον Ἀθηναίων. ἔνιοι δέ φασι καὶ ἐγγράψαι αὐτὸν εἰς τὸν κατάλογον τοῦ Ὁμήρου μετὰ τὸν
Αἴας δ᾽ ἐκ Σαλαμῖνος ἄγεν δυοκαίδεκα νῆας
στῆσε δ᾽ ἄγων ἵν᾽ Ἀθηναίων ἵσταντο φάλαγγες.
***
[1.45] Το πρώτο που ο Σόλωνας, γιος του Εξηκεστίδη, από την Σαλαμίνα, εισηγήθηκε στους Αθηναίους ήταν η σεισάχθεια, η λύτρωση ανθρώπων και περιουσιών από τα χρέη τους. Γιατί, για να συνάψουν δάνειο, έβαζαν ενέχυρο τον ίδιο τους τον εαυτό, και δεν ήταν καθόλου λίγοι αυτοί που από ένδεια καταντούσαν δούλοι. Είναι γνωστό ότι πρώτος αυτός χάρισε τα εφτά τάλαντα που χρωστούσαν στον πατέρα του και παρακίνησε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Ο νόμος αυτός ονομάσθηκε σεισάχθεια, και ο λόγος είναι φανερός.
Στη συνέχεια θέσπισε και τους υπόλοιπους νόμους (που, βέβαια, θα μας πήγαινε πολύ μακριά, αν θέλαμε να τους παρουσιάσουμε όλους αναλυτικά) και τους ανέγραψε σε περιστρεφόμενους πίνακες.
[1.46] Το πιο σημαντικό όμως ήταν άλλο: Την ιδιαίτερη πατρίδα του [τη Σαλαμίνα] τη διεκδικούσαν Αθηναίοι και Μεγαρείς. Οι Αθηναίοι, ύστερα από πολλές ατυχίες που είχαν σ᾽ αυτούς τους πολέμους, αποφάσισαν με ψήφισμά τους να καταδικάζεται σε θάνατο όποιος θα τους πρότεινε πάλι πόλεμο για τη Σαλαμίνα. Ο Σόλωνας, κάνοντας τον τρελό, φόρεσε μια μέρα στεφάνι στο κεφάλι του και όρμησε στην αγορά. Εκεί, με τη βοήθεια κήρυκα, διάβασε στους Αθηναίους το ελεγειακό του ποίημα για τη Σαλαμίνα και τους ξεσήκωσε. Πήραν λοιπόν πάλι τα όπλα εναντίον των Μεγαρέων και νίκησαν χάρη στον Σόλωνα.
[1.47] Οι στίχοι που κυρίως άγγιξαν την ψυχή των Αθηναίων ήταν οι ακόλουθοι:
Κάλλιο ν᾽ αλλάξω πατρίδα και, αντίς Αθηναίος, Σικινίτης
ή Φολεγάντριος εγώ τότε να γίνω· γιατί
γρήγορα ο λόγος αυτός θ᾽ απλωθεί και για μένα στον κόσμο:
«Ειν᾽ Αθηναίος αρνητής της Σαλαμίνας κι αυτός.»
Και στη συνέχεια:
Στη Σαλαμίν᾽ ας τραβήξουμε, για το μυριάκριβο τούτο
ν᾽ αγωνιστούμε νησί, να ξεπλυθεί πια η ντροπή.
Τους έπεισε επίσης να προσαρτήσουν και τη Θρακική Χερσόνησο.
[1.48] Και για να μη θεωρηθεί ότι η Σαλαμίνα αποκτήθηκε μόνο δια της βίας, αλλά και γιατί αυτό ήταν το δίκαιο, άνοιξε μερικούς τάφους και έδειξε ότι οι νεκροί ήταν στραμμένοι προς την ανατολή, όπως ακριβώς συνήθιζαν να θάβουν τους νεκρούς οι Αθηναίοι· επίσης ότι και οι ίδιοι οι τάφοι ήταν στραμμένοι προς την ανατολή, και, ακόμη ότι στις επιγραφές που ήταν χαραγμένες επάνω τους δηλωνόταν και ο δήμος προέλευσης των νεκρών, κάτι που ήταν ιδιαίτερη συνήθεια των Αθηναίων. Μερικοί λένε επίσης ότι στον Κατάλογο του Ομήρου, ύστερα από τον στίχο:
Από την Σαλαμίνα ήρθ᾽ ο Αίαντας με δώδεκα καράβια,
ο Σόλωνας πρόσθεσε έναν δικό του στίχο:
που πήγε και τα έστησε στων Αθηναίων δίπλα τις φάλαγγες.
Ἔπειτα τοὺς λοιποὺς νόμους ἔθηκεν, οὓς μακρὸν ἂν εἴη διεξιέναι, καὶ ἐς τοὺς ἄξονας κατέθετο.
[1.46] Τὸ δὲ μέγιστον, τῆς πατρίδος αὐτοῦ [Σαλαμῖνος] ἀμφισβητουμένης ὑπό τε Ἀθηναίων καὶ Μεγαρέων καὶ πολλάκις τῶν Ἀθηναίων ἐπταικότων ἐν τοῖς πολέμοις καὶ ψηφισαμένων εἴ τις ἔτι συμβουλεύσοι περὶ Σαλαμῖνος μάχεσθαι, θανάτῳ ζημιοῦσθαι, οὗτος μαίνεσθαι προσποιησάμενος καὶ στεφανωσάμενος εἰσέπαισεν εἰς τὴν ἀγοράν· ἔνθα τοῖς Ἀθηναίοις ἀνέγνω διὰ τοῦ κήρυκος τὰ συντείνοντα περὶ Σαλαμῖνος ἐλεγεῖα καὶ παρώρμησεν αὐτούς. καὶ αὖθις πρὸς τοὺς Μεγαρέας ἐπολέμησαν καὶ ἐνίκων διὰ Σόλωνα.
[1.47] ἦν δὲ τὰ ἐλεγεῖα τὰ μάλιστα καθαψάμενα τῶν Ἀθηναίων τάδε.
εἴην δὴ τότ᾽ ἐγὼ Φολεγάνδριος ἢ Σικινίτης
ἀντί γ᾽ Ἀθηναίου, πατρίδ᾽ ἀμειψάμενος·
αἶψα γὰρ ἂν φάτις ἥδε μετ᾽ ἀνθρώποισι γένοιτο·
Ἀττικὸς οὗτος ἀνὴρ τῶν Σαλαμιναφετῶν.
εἶτα·
ἴομεν ἐς Σαλαμῖνα μαχησόμενοι περὶ νήσου
ἱμερτῆς χαλεπόν τ᾽ αἶσχος ἀπωσόμενοι.
ἔπεισε δὲ αὐτοὺς καὶ τὴν ἐν Θρᾴκῃ χερρόνησον προσκτήσασθαι.
[1.48] ἵνα δὲ μὴ δοκοίη βίᾳ μόνον, ἀλλὰ καὶ δίκῃ τὴν Σαλαμῖνα κεκτῆσθαι, ἀνασκάψας τινὰς τάφους ἔδειξε τοὺς νεκροὺς πρὸς ἀνατολὰς ἐστραμμένους, ὡς ἦν ἔθος θάπτειν Ἀθηναίοις· ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς τάφους πρὸς ἕω βλέποντας καὶ ἀπὸ τῶν δήμων τοὺς χρηματισμοὺς ἐγκεχαραγμένους, ὅπερ ἦν ἴδιον Ἀθηναίων. ἔνιοι δέ φασι καὶ ἐγγράψαι αὐτὸν εἰς τὸν κατάλογον τοῦ Ὁμήρου μετὰ τὸν
Αἴας δ᾽ ἐκ Σαλαμῖνος ἄγεν δυοκαίδεκα νῆας
στῆσε δ᾽ ἄγων ἵν᾽ Ἀθηναίων ἵσταντο φάλαγγες.
***
[1.45] Το πρώτο που ο Σόλωνας, γιος του Εξηκεστίδη, από την Σαλαμίνα, εισηγήθηκε στους Αθηναίους ήταν η σεισάχθεια, η λύτρωση ανθρώπων και περιουσιών από τα χρέη τους. Γιατί, για να συνάψουν δάνειο, έβαζαν ενέχυρο τον ίδιο τους τον εαυτό, και δεν ήταν καθόλου λίγοι αυτοί που από ένδεια καταντούσαν δούλοι. Είναι γνωστό ότι πρώτος αυτός χάρισε τα εφτά τάλαντα που χρωστούσαν στον πατέρα του και παρακίνησε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Ο νόμος αυτός ονομάσθηκε σεισάχθεια, και ο λόγος είναι φανερός.
Στη συνέχεια θέσπισε και τους υπόλοιπους νόμους (που, βέβαια, θα μας πήγαινε πολύ μακριά, αν θέλαμε να τους παρουσιάσουμε όλους αναλυτικά) και τους ανέγραψε σε περιστρεφόμενους πίνακες.
[1.46] Το πιο σημαντικό όμως ήταν άλλο: Την ιδιαίτερη πατρίδα του [τη Σαλαμίνα] τη διεκδικούσαν Αθηναίοι και Μεγαρείς. Οι Αθηναίοι, ύστερα από πολλές ατυχίες που είχαν σ᾽ αυτούς τους πολέμους, αποφάσισαν με ψήφισμά τους να καταδικάζεται σε θάνατο όποιος θα τους πρότεινε πάλι πόλεμο για τη Σαλαμίνα. Ο Σόλωνας, κάνοντας τον τρελό, φόρεσε μια μέρα στεφάνι στο κεφάλι του και όρμησε στην αγορά. Εκεί, με τη βοήθεια κήρυκα, διάβασε στους Αθηναίους το ελεγειακό του ποίημα για τη Σαλαμίνα και τους ξεσήκωσε. Πήραν λοιπόν πάλι τα όπλα εναντίον των Μεγαρέων και νίκησαν χάρη στον Σόλωνα.
[1.47] Οι στίχοι που κυρίως άγγιξαν την ψυχή των Αθηναίων ήταν οι ακόλουθοι:
Κάλλιο ν᾽ αλλάξω πατρίδα και, αντίς Αθηναίος, Σικινίτης
ή Φολεγάντριος εγώ τότε να γίνω· γιατί
γρήγορα ο λόγος αυτός θ᾽ απλωθεί και για μένα στον κόσμο:
«Ειν᾽ Αθηναίος αρνητής της Σαλαμίνας κι αυτός.»
Και στη συνέχεια:
Στη Σαλαμίν᾽ ας τραβήξουμε, για το μυριάκριβο τούτο
ν᾽ αγωνιστούμε νησί, να ξεπλυθεί πια η ντροπή.
Τους έπεισε επίσης να προσαρτήσουν και τη Θρακική Χερσόνησο.
[1.48] Και για να μη θεωρηθεί ότι η Σαλαμίνα αποκτήθηκε μόνο δια της βίας, αλλά και γιατί αυτό ήταν το δίκαιο, άνοιξε μερικούς τάφους και έδειξε ότι οι νεκροί ήταν στραμμένοι προς την ανατολή, όπως ακριβώς συνήθιζαν να θάβουν τους νεκρούς οι Αθηναίοι· επίσης ότι και οι ίδιοι οι τάφοι ήταν στραμμένοι προς την ανατολή, και, ακόμη ότι στις επιγραφές που ήταν χαραγμένες επάνω τους δηλωνόταν και ο δήμος προέλευσης των νεκρών, κάτι που ήταν ιδιαίτερη συνήθεια των Αθηναίων. Μερικοί λένε επίσης ότι στον Κατάλογο του Ομήρου, ύστερα από τον στίχο:
Από την Σαλαμίνα ήρθ᾽ ο Αίαντας με δώδεκα καράβια,
ο Σόλωνας πρόσθεσε έναν δικό του στίχο:
που πήγε και τα έστησε στων Αθηναίων δίπλα τις φάλαγγες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου