Γαμπρός του Μαρξ, ο Πωλ Λαφάργκ (1842-1911) υπήρξε κατά κάποιον τρόπο η αντιστροφή του. Ζυμωμένος με τη γέννηση του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Κινήματος, κυνηγημένος και εικονοκλάστης, αποκαθηλώνει τη θεμελιώδη ιδέα των εργατικών διεκδικήσεων και του μαρξιστικού οράματος: το δικαίωμα στη δουλειά. Πρόκειται —γράφει— για μια «παράξενη τρέλα» που διακατέχει τις εργατικές τάξεις των καπιταλιστικών χωρών. Η επανάσταση πρέπει ν’ αρχίσει με τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην τεμπελιά!
Το μεγάλο πρόβλημα της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι πια να βρουν παραγωγούς και να δεκαπλασιάσουν τις δυνάμεις τους, αλλά να ανακαλύψουν καταναλωτές, να τους ερεθίσουν τις επιθυμίες και να τους επιβάλουν πλαστές ανάγκες.
Όλα αυτά τα προϊόντα μας είναι νοθευμένα για να διευκολύνουν τη διοχέτευση και να συντομεύουν τη διάρκεια χρήσης τους. Η εποχή μας θα ονομαστεί η εποχή της νοθείας, όπως οι πρώτες περίοδοι της ανθρωπότητας ονομάστηκαν η εποχή του λίθου, του χαλκού, σύμφωνα με το χαρακτήρα της παραγωγής τους.
Όμως, το κάθε τι είναι ανίσχυρο τίποτα, τίποτα δεν είναι αρκετό ώστε να απορριφθούν τα βουνά από προϊόντα που στοιβάζονται, πιο ψηλά και πιο τεράστια από τις πυραμίδες της Αιγύπτου: Τότε επειδή υπάρχει πληθώρα εμπορευμάτων και έλλειψη αγοραστών, τα εργοστάσια κλείνουν και η πείνα μαστιγώνει τους εργατικούς πληθυσμούς με τον μυριόλουρο βούρδουλά της.’ Κι αυτοί οι εξαθλιωμένοι, που μόλις και μετά βίας έχουν τη δύναμη να στέκονται στα πόδια τους, πουλάνε δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες δουλειάς δυο φορές φτηνότερα απ’ όσο όταν είχαν ψωμί στο τραπέζι.
Όλα τα χρονιά, σε όλες τις βιομηχανίες, τα φαινόμενα ανεργίας επανέρχονται με την κανονικότητα των εποχών. Τη δολοφονική για τον οργανισμό εντατική δουλειά διαδέχεται η απόλυτη αργία, για δυο και τέσσερις μήνες· και όσο είναι το μεροδούλι, τόσο είναι και το μεροφάι.
Και οι φιλάνθρωποι της βιομηχανίας ολοένα επωφελούνται από τις περιόδους της ανεργίας. για να παράγουν σε καλύτερη τιμή. Αν οι βιομηχανικές κρίσεις ακολουθούν τις περιόδους της εντατικής δουλειάς με τον ίδιο απαρέγκλιτο τρόπο όπως η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, κουβαλώντας πίσω τους την υποχρεωτική ανεργία και τη δυστυχία χωρίς διαφυγή φέρνουν επίσης και την αμείλικτη χρεοκοπία. Όσο ο εργοστασιάρχης έχει πίστωση υποκύπτει στη λύσσα της δουλειάς, δανείζεται και ξαναδανείζεται για να προμηθεύει με πρώτη ύλη τους εργάτες. Παράγει χωρίς να λαμβάνει υπόψη του πως η αγορά ξεχειλίζει από την ποσότητα και πως αν τα εμπορεύματα δεν καταφέρουν να πωληθούν, τα γραμμάτιά τους θα λήξουν και θα διαμαρτυρηθούν.
Μέχρι εδώ, το καθήκον μου ήταν εύκολο, δεν είχα παρά να περιγράφω τα υπαρκτά βάσανα που όλοι γνωρίζουμε καλά, αλίμονο! Αλλά να πείσω το προλεταριάτο πως η συλλογιστική με την οποία έχουν μπολιάσει τη σκέψη του είναι διεφθαρμένη, πως η ξέφρενη δουλειά στην οποία έχει παραδοθεί από την αρχή του αιώνα είναι η πιο φρικτή θεομηνία που έχει ποτέ χτυπήσει την ανθρωπότητα, πως η δουλειά δεν θα γίνει ένα εύγευστο καρύκευμα της τεμπελιάς, μια ευεργετική άσκηση για τον ανθρώπινο οργανισμό, ένα χρήσιμο πάθος για τον κοινωνικό οργανισμό, παρά μόνο όταν θα είναι σοφά κανονισμένη και περιορισμένη σε τρεις ώρες την ημέρα, το πολύ -αυτό είναι ένα καθήκον δύσκολο, υπεράνω των δυνάμεών μου.
Οι φιλόσοφοι της Αρχαιότητας δίδασκαν την περιφρόνηση για τη δουλειά, αυτόν τον ατιμωτικό υποβιβασμό του ελεύθερου ανθρώπου- οι ποιητές υμνούσαν την τεμπελιά, αυτό το δώρο των Θεών:
Ο, Meliboe, Deus nobis haec otia fecit.
«Ω, Μελίβοια [αρχαία πόλη της Θεσσαλίας], κάποιος Θεός μας πρόσφερε αυτή την αργία», Βιργίλιος, Βουκολικά αρχαίοι φιλόσοφοι διαπληκτίζονταν σχετικά με την καταγωγή των ιδεών, αλλά συμφωνούσαν σ’ ό,τι αφορούσε τον αποτροπιασμό τους για τη δουλειά.
«Η φύση», λέει ο Πλάτων στην κοινωνική του ουτοπία, στην υποδειγματική Πολιτεία του, «η φύση δεν έχει δημιουργήσει ούτε υποδηματοποιούς ούτε σιδηρουργούς- παρόμοιες απασχολήσεις υποβιβάζουν τους ανθρώπους που τις εξασκούν σε άθλιους μισθοφόρους, ανώνυμους δυστυχισμένους που αποκλείονται, λόγω του ίδιου του επαγγέλματός τους, ακόμα και από τα πολιτικά δικαιώματα. Σ’ ό,τι αφορά στους εμπόρους που είναι συνηθισμένοι να λένε ψέματα και να εξαπατούν, τους ανεχόμαστε μέσα στην πόλη σαν ένα αναγκαίο κακό.
PAUL LAFARGUE, TO ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΤΕΜΠΕΛΙΑ
Το μεγάλο πρόβλημα της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι πια να βρουν παραγωγούς και να δεκαπλασιάσουν τις δυνάμεις τους, αλλά να ανακαλύψουν καταναλωτές, να τους ερεθίσουν τις επιθυμίες και να τους επιβάλουν πλαστές ανάγκες.
Όλα αυτά τα προϊόντα μας είναι νοθευμένα για να διευκολύνουν τη διοχέτευση και να συντομεύουν τη διάρκεια χρήσης τους. Η εποχή μας θα ονομαστεί η εποχή της νοθείας, όπως οι πρώτες περίοδοι της ανθρωπότητας ονομάστηκαν η εποχή του λίθου, του χαλκού, σύμφωνα με το χαρακτήρα της παραγωγής τους.
Όμως, το κάθε τι είναι ανίσχυρο τίποτα, τίποτα δεν είναι αρκετό ώστε να απορριφθούν τα βουνά από προϊόντα που στοιβάζονται, πιο ψηλά και πιο τεράστια από τις πυραμίδες της Αιγύπτου: Τότε επειδή υπάρχει πληθώρα εμπορευμάτων και έλλειψη αγοραστών, τα εργοστάσια κλείνουν και η πείνα μαστιγώνει τους εργατικούς πληθυσμούς με τον μυριόλουρο βούρδουλά της.’ Κι αυτοί οι εξαθλιωμένοι, που μόλις και μετά βίας έχουν τη δύναμη να στέκονται στα πόδια τους, πουλάνε δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες δουλειάς δυο φορές φτηνότερα απ’ όσο όταν είχαν ψωμί στο τραπέζι.
Όλα τα χρονιά, σε όλες τις βιομηχανίες, τα φαινόμενα ανεργίας επανέρχονται με την κανονικότητα των εποχών. Τη δολοφονική για τον οργανισμό εντατική δουλειά διαδέχεται η απόλυτη αργία, για δυο και τέσσερις μήνες· και όσο είναι το μεροδούλι, τόσο είναι και το μεροφάι.
Και οι φιλάνθρωποι της βιομηχανίας ολοένα επωφελούνται από τις περιόδους της ανεργίας. για να παράγουν σε καλύτερη τιμή. Αν οι βιομηχανικές κρίσεις ακολουθούν τις περιόδους της εντατικής δουλειάς με τον ίδιο απαρέγκλιτο τρόπο όπως η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, κουβαλώντας πίσω τους την υποχρεωτική ανεργία και τη δυστυχία χωρίς διαφυγή φέρνουν επίσης και την αμείλικτη χρεοκοπία. Όσο ο εργοστασιάρχης έχει πίστωση υποκύπτει στη λύσσα της δουλειάς, δανείζεται και ξαναδανείζεται για να προμηθεύει με πρώτη ύλη τους εργάτες. Παράγει χωρίς να λαμβάνει υπόψη του πως η αγορά ξεχειλίζει από την ποσότητα και πως αν τα εμπορεύματα δεν καταφέρουν να πωληθούν, τα γραμμάτιά τους θα λήξουν και θα διαμαρτυρηθούν.
Μέχρι εδώ, το καθήκον μου ήταν εύκολο, δεν είχα παρά να περιγράφω τα υπαρκτά βάσανα που όλοι γνωρίζουμε καλά, αλίμονο! Αλλά να πείσω το προλεταριάτο πως η συλλογιστική με την οποία έχουν μπολιάσει τη σκέψη του είναι διεφθαρμένη, πως η ξέφρενη δουλειά στην οποία έχει παραδοθεί από την αρχή του αιώνα είναι η πιο φρικτή θεομηνία που έχει ποτέ χτυπήσει την ανθρωπότητα, πως η δουλειά δεν θα γίνει ένα εύγευστο καρύκευμα της τεμπελιάς, μια ευεργετική άσκηση για τον ανθρώπινο οργανισμό, ένα χρήσιμο πάθος για τον κοινωνικό οργανισμό, παρά μόνο όταν θα είναι σοφά κανονισμένη και περιορισμένη σε τρεις ώρες την ημέρα, το πολύ -αυτό είναι ένα καθήκον δύσκολο, υπεράνω των δυνάμεών μου.
Οι φιλόσοφοι της Αρχαιότητας δίδασκαν την περιφρόνηση για τη δουλειά, αυτόν τον ατιμωτικό υποβιβασμό του ελεύθερου ανθρώπου- οι ποιητές υμνούσαν την τεμπελιά, αυτό το δώρο των Θεών:
Ο, Meliboe, Deus nobis haec otia fecit.
«Ω, Μελίβοια [αρχαία πόλη της Θεσσαλίας], κάποιος Θεός μας πρόσφερε αυτή την αργία», Βιργίλιος, Βουκολικά αρχαίοι φιλόσοφοι διαπληκτίζονταν σχετικά με την καταγωγή των ιδεών, αλλά συμφωνούσαν σ’ ό,τι αφορούσε τον αποτροπιασμό τους για τη δουλειά.
«Η φύση», λέει ο Πλάτων στην κοινωνική του ουτοπία, στην υποδειγματική Πολιτεία του, «η φύση δεν έχει δημιουργήσει ούτε υποδηματοποιούς ούτε σιδηρουργούς- παρόμοιες απασχολήσεις υποβιβάζουν τους ανθρώπους που τις εξασκούν σε άθλιους μισθοφόρους, ανώνυμους δυστυχισμένους που αποκλείονται, λόγω του ίδιου του επαγγέλματός τους, ακόμα και από τα πολιτικά δικαιώματα. Σ’ ό,τι αφορά στους εμπόρους που είναι συνηθισμένοι να λένε ψέματα και να εξαπατούν, τους ανεχόμαστε μέσα στην πόλη σαν ένα αναγκαίο κακό.
PAUL LAFARGUE, TO ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΤΕΜΠΕΛΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου