Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

ΗΡΟΔΟΤΟΣ – Εισαγωγή στο έργο του

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
1.1.      Η δομή των Ιστοριών
1.1.1.     Κύριες ιδέες βάσει του προοιμίου[1]
Όποιος έχει τη χαρά να ασχολείται με τον Ηρόδοτο έχει στη διάθεσή του ένα στερεότυπο κείμενο κατανεμημένο σε εννέα βιβλία. Ο αριθμός παραπέμπει στις εννέα Μούσες και εκφράζει τον ποιητικό χαρακτήρα του έργου. Αυτή η κατανομή του κειμένου είχε πραγματοποιηθεί ήδη από τους αρχαίους φιλολόγους της Αλεξάνδρειας. Η λεπτομερής ταξινόμηση σε κεφάλαια καν υποκεφάλαια που καθιστά δυνατή την ακριβή παραπομπή σε παραθέματα ανάγεται σε νεότερες επεξεργασίες του κειμένου. Οι σύγχρονες εκδόσεις επισημαίνουν επιπλέον και τις διαφορετικές γραφές στη χειρόγραφη παράδοση. Επίσης υπάρχουν άφθονες μεταφράσεις, σχόλια, προλεγόμενα και επιλεγόμενα εισαγωγικού χαρακτήρα, και ασφαλώς επισκοπήσεις περιεχομένων και ευρετήρια -κάθε μέσο που συμβάλλει σε μια γρήγορη και ευθύβολη ενημέρωση. Το αποτέλεσμα αυτό ενισχύεται σημαντικά και με το γεγονός ότι το κείμενο είναι διαθέσιμο σε ηλεκτρονική μορφή. Την υποτιθέμενη εποχή της πρώτης καταγραφής του κειμένου, το τελευταίο τρίτο του 5ου αιώνα π.Χ., το έργο του Ηροδότου αποτελούσε ακόμα μια σε μεγάλο βαθμό ανοργάνωτη μάζα κειμένου με μοναδικό μνημειακό χαρακτήρα, που μπορούσε να μελετηθεί μόνο με ανάλωση μεγάλου μόχθου και χρόνου, ενώ ήταν αδιανόητο ότι κάποτε θα αφιερωνόταν σε αυτό το έργο ένας εντυπωσιακός αριθμός επιστημονικών εργασιών.

Έτσι λοιπόν η συνάντηση με τον Ηρόδοτο πραγματοποιείται για εμάς τους σύγχρονους μελετητές υπό την αιγίδα της σταθερής προόδου της επιστημονικής έρευνας. Όποιος όμως ασχοληθεί με την έρευνα θα συνειδητοποιήσει σύντομα πόσο αμφιλεγόμενη είναι η κατανόηση του Ηροδότου από την αρχαιότητα και εξής και πόσο καθορίζεται από προκατειλημμένες απόψεις και προσδοκίες, γεγονός που αφορά τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη δομή του έργου. Απόψεις σχετικά με οργανωμένες αφηγηματικές ενότητες εντός του κειμένου, όπως οι σύντομες νουβέλες ή τα εκτενέστερα τμήματα που συνήθως χαρακτηρίζονται Λόγοι, αλλά και προσδιορισμοί κεντρικών μερών και παρεκβάσεων, στοχασμοί για την εσωτερική πολυπλοκότητα και ενότητα του κειμένου δεν πρέπει να θεωρούνται αυτονόητοι, αλλά προκύπτουν ως αποτέλεσμα ενδελεχούς ερμηνευτικής εργασίας. Αλλά και όλες οι κρίσεις σχετικά με τις προθέσεις του συγγραφέα, την πολιτική του θέση, τις εθνογραφικές του περιγραφές και τον τρόπο της ιστορικής του φιλοσοφίας εξαρτώνται από εκτιμήσεις οι οποίες σφραγίζονται από την εξίσου πλούσια και αντιφατική ιστορία της ηροδότειας ερμηνείας.
 
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: όποιος πάρει στα χέρια του το έργο του και το διαβάσει με εγρήγορση υποκύπτει εύκολα στη γοητεία του αφηγητή που απλώνει ένα δίχτυ συναρπαστικών ιστοριών και παράξενων περιγραφών, ρεαλιστικών παρουσιάσεων και τραγικών σκηνών που σαγηνεύουν τον αναγνώστη. Ωστόσο, απαιτείται αρκετός χρόνος έως ότου μπορέσουν να διαγραφούν σταθερότερα περιγράμματα και κατευθυντήριες γραμμές μέσα στην πλούσια σε εναλλαγές αφήγηση, με τις πολλές διακλαδώσεις, αναδρομές και παρεκβάσεις, και έως ότου μπορέσει να διαφανεί ένα σαφέστερο αρχιτεκτονικό σχέδιο μέσα από την περίπλοκη αφηγηματική δομή. Όταν όμως οξυνθεί η ματιά μας, τότε κερδίζει σε προγραμματική σημασία και το προοίμιο που μας κληροδότησε ο Ηρόδοτος μαζί με το έργο του.
 
Στο έργο του Ηροδότου προτάσσεται ένα προοίμιο, όπου ο συγγραφέας συστήνεται με το όνομά του και λογοδοτεί για τους στόχους του. Ονομάζει το έργο του ἱστορίης ἀπόδεξις, μια παρουσίαση της «Ιστορίας», και με τον όρο αυτό εννοείται η «διερεύνηση», η ερευνητική εργασία του διανοητή. Το κείμενο του προοιμίου είναι εκτενές: «ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό εκθέτει εδώ τις έρευνές του, για να μην ξεθωριάσει με τα χρόνια ό, τι έγινε από τους ανθρώπους, μήτε έργα μεγάλα και θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους, να σβήσουν άδοξα ιδιαίτερα γίνεται λόγος για την αιτία που αυτοί πολέμησαν μεταξύ τους».
 
Η διαμόρφωση της πεποίθησης ότι στις Ιστορίες του Ηροδότου υπόκειται ένα σε μεγάλο βαθμό ενιαίο σύστημα ιδεών στηρίζεται στη θεώρηση του προοιμίου ως κλειδιού για την κατανόηση του συνολικού έργου. Καταρχήν πρέπει να υπογραμμιστούν τρεις κύριες απόψεις.
  1. Σε ένα συγχρονικό επίπεδο εξέτασης, ο Ηρόδοτος σκιαγραφεί στις Ιστορίες του μια εικόνα των διαφορετικών τρόπων ζωής εκείνων των εθνοτήτων που, σύμφωνα με τις γνώσεις του, κατοικούν στην οικουμένη, εικόνα που είναι δομημένη με μια σχετική συνέπεια. Ταυτόχρονα, η γνώση επίκαιρων θεωριών για τον άνθρωπο και την εξέλιξή του σε πολιτισμική και πολιτική οντότητα κυριαρχεί στην παρουσίαση, χωρίς όμως να έρχονται στο προσκήνιο τα ίδια τα θεωρήματα.
  2. Σε ένα διαχρονικό επίπεδο εξέτασης, ο Ηρόδοτος σταθεροποιεί τις ιδέες του σχετικά με τις διακυμάνσεις στην ιστορία των ανθρώπων και των λαών, των πόλε- ών τους και των μεγάλων ηγεμονικών δομών. Πίσω από το ποικιλόχρωμο πλήθος των ιστοριών με μια προσεκτικότερη εξέταση προβάλλει με σαφήνεια αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί ως φιλοσοφία της ιστορίας του Ηροδότου: ο σχεδιασμός μιας λογικής τάξης στις ιστορικές εξελίξεις και στις δυνάμεις που τις θέτουν σε κίνηση.
  3. Με σταθερή θεματική πυκνότητα και δραματοποίηση καταλήγει ο ανταγωνισμός Ελλήνων και βαρβάρων στη μεγάλη αντιπαράθεση των Περσικών Πολέμων του 480/79 π.Χ. Οι κύριοι παράγοντες που διακρίνει ο Ηρόδοτος ότι δρουν στην ιστορική διαδικασία έρχονται ολοένα και με μεγαλύτερη σαφήνεια στο φως. Στη λογοτεχνική τιθάσευση αυτού του αχανούς υλικού ο ιστορικός κινήθηκε με βάση το επικό πρότυπο και προσέδωσε στο έργο του ομηρικές διαστάσεις, ενώ η παρουσίαση της ευθύνης και της μοίρας των εμπλεκόμενων στους Περσικούς Πολέμους αλλά και στα προη­γούμενα γεγονότα τον ανέδειξε ομοϊδεάτη και σύγχρονο των μεγάλων τραγικών.
Με την παρουσίαση των Περσικών Πολέμων ως παραδειγματικής περίπτωσης της παγκόσμιας ανθρώπινης ιστορίας ο Ηρόδοτος ανοίγει, σε μια κρίσιμη εποχή, μια ξεκάθαρη προοπτική: η εξέταση της ιστορίας προσφέρει τη δυνατότητα να αποκτήσουμε ένα σταθερό σημείο αναφοράς, από όπου μπορούμε να ρίξουμε το βλέμμα μας, πέρα από τα μεγάλα στρατόπεδα, στα φοβερά γεγονότα του λεγόμενου Πελοποννησιακού Πολέμου, τα οποία υπερβαίνουν κάθε είδους σύμβαση. Με τον τρόπο αυτό οι Ιστορίες συσχετίζονται συγκεκριμένα με το παρόν του συγγραφέα τους και του κοινού του, το οποίο, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του παρελθόντος, μαθαίνει να δημιουργεί πρότυπα και να αναγνωρίζει τις προειδοποιήσεις για την εκάστοτε περίσταση. Είναι κάθε άλλο παρά συμπτωματικό το γεγονός ότι η εξέλιξη της ιστορίας από τον Θουκυδίδη ακολουθεί τον Ηρόδοτο όχι μόνο στην αξίωση πραγμάτευσης της σημαντικότερης έως εκείνο το σημείο πολεμικής σύρραξης στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά επιπλέον, με την ανάλυση των γεγονότων του δικού της παρόντος, διευρύνει με συνέπεια τις δυνατότητες «ιστορικής» εξέτασης που είχαν καθιερωθεί από το έργο του Ηροδότου. Μέσα όμως από το πέπλο της ομοιογενούς μυθοπλαστικής του τέχνης και της ευχάριστης αφήγησής του παρέχει ήδη ο Ηρόδοτος μια γενική εξέταση της ιστορικής διαδικασίας. Έτσι λοιπόν, προλαμβάνοντας τον θουκυδίδειο αφορισμό, μπορούν να αναγνωριστούν ως «κτήμα ές άεί» ακόμα και οι Ιστορίες του Ηροδότου.
 
1.1.2. Η κυριαρχία στην Ασία και η δομή των Ιστοριών[2]
Η ακατανίκητη γοητεία και οι κίνδυνοι της εξουσίας, ο τρόπος με τον οποίο εμπλέκονται σε αυτήν οι μεγάλοι αυτού του κόσμου και συγχρόνως χάνουν το σωστό μέτρο για τη διαφύλαξη της δύναμής τους, καθώς και οι αντίπαλοι εναντίον των οποίων στρέφονται και αποτυγχάνουν – αυτά τα ζητήματα αποτελούν την κεντρική θεματική των Ιστοριών. Ο Ηρόδοτος τα παρουσιάζει χρησιμοποιώντας το παράδειγμα Ελλήνων τυράννων και στρατηγών καθώς και περιπτώσεις αρκετών βασιλέων των «βαρβάρων». Καμιά όμως μορφή κυριαρχίας δεν συγκρινόταν με το βασίλειο των Περσών, το οποίο είχε ιδρύσει ο Κύρος και είχε καταστεί αχανές μετά την κατάληψη της Βαβυλώνας (539 π.Χ.), και στο οποίο ο Καμβύσης (525 π.Χ.) είχε προσαρτήσει την Αίγυπτο. Ο Δαρείος στάθηκε ικανός να επεκτείνει την κυριαρχία του έως την Κυρηναϊκή στη Λιβύη και έως τη Θράκη και τη Μακεδονία στην Ευρώπη. Ο στρατός του όμως ηττήθηκε στον Μαραθώνα (490 π.Χ.), όπου στόχος ήταν να τιμωρηθούν οι Αθηναίοι για την υποστήριξη που πρόσφεραν στην επανάσταση των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας (499 π.Χ.), ενώ και ο Ξέρξης, ο συνεχιστής του Δαρείου, στη μεγαλεπήβολη εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας υπέστη ολοκληρωτική ήττα κατά γη και κατά θάλασσα (480 π.Χ. στη Σαλαμίνα και 479 π.Χ. στις Πλαταιές και τη Μυκάλη). Είναι κατανοητό το γεγονός ότι, σε μια εξιδανικευμένη ανασκόπηση από την ελ­ληνική πλευρά, οι Περσικοί Πόλεμοι παρουσιάστηκαν ως παγκόσμια σύρραξη μεταξύ της Ασίας και της Ευρώπης, σύρραξη στην οποία η Ασία συσχετίστηκε με μια ιμπεριαλιστική βασιλική κυριαρχία και υποδουλωμένους λαούς, ενώ η Ευρώπη με τους Έλληνες ως προασπιστές της ελευθερίας, οι οποίοι υπακούουν μόνο στα προγονικά παραγγέλματα και αρνούνται να υποταχθούν σε κάποια ξένη δύναμη. Οι Πέρσες του Αισχύλου, η αρχαιότερη από τις σωζόμενες τραγωδίες (παραστάθηκε το 472 π.Χ.), προσέδωσαν από την αθηναϊκή προοπτική κανονιστική ισχύ στην αντίληψη αυτή.
 
Ο Ηρόδοτος όμως είχε επίγνωση ότι η αντίληψη για τους Περσικούς Πολέμους ως αγώνα μεταξύ Ασίας και Ευρώπης δεν ήταν αρκετή, γιατί, σε σύγκριση με τα γεγονότα της γνωστής από τον μύθο προϊστορίας γύρω από τον Τρωικό Πόλεμο (πρβ. I 1-5, 2), η γεωπολιτική συγκυρία είχε αλλάξει εκ βάθρων. Τα σύνορα ανάμεσα στις ηπείρους, νευραλγικό σημείο των οποίων αποτελούσε ο Ελλήσποντος, δεν χώριζαν πλέον τις σφαίρες επιρροής του ελληνικού και του βαρβαρικού κόσμου. Μια νέα συγκυρία δημιουργήθηκε όταν οι βασιλείς της Ασίας περιόρισαν την ελευθερία των ελληνικών πόλεων που βρίσκονταν στην ήπειρό τους, ενώ ταυτόχρονα οι ηγετικές δυνάμεις της Ελλάδας συνασπίστηκαν μαζί τους. Έτσι ο Ηρόδοτος αποφάσισε να σηματοδοτήσει την αρχή μιας ολέθριας πορείας με τη βασιλεία του Κροίσου (πρβ. ιδιαίτερα I 5, 3· 6, 2· 83), που πρώτος είχε περιορίσει την ελευθερία των Ελλήνων και ταυτόχρονα είχε συμμαχήσει με τη Σπάρτη. Καθώς ο Κροίσος ανατράπηκε από τον Πέρση Κύρο, και οι ηγέτες του βασιλείου των Περσών επρόκειτο εφεξής να διαδραματίσουν βασικό ρόλο για τις τύχες του ελληνικού κόσμου, προέκυψε η ευκαιρία να αποτελέσουν κύριο θέμα της παρουσίασης οι πράξεις εκείνων των βασιλέων της Ασίας που είχαν τόσο δυσάρεστες συνέπειες για τους Έλληνες.
 
Η προσπάθεια αυτών των ηγετών να υποδουλώνουν συνεχώς νέες πόλεις και χώρες προσφέρει τη δυνατότητα να γίνει αναφορά, στα κατάλληλα σημεία κάθε φορά, σε διάφορα αξιοπερίεργα ή στην ιστορία των πόλεων και των χωρών που έρχονται αντιμέτωπες με αυτή την επεκτατική δύναμη και ταυτόχρονα να εντοπίζονται τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία τους σε σύγκριση με τον επιτιθέμενο. Έτσι ο Ηρόδοτος, μέσα από μια εξίσου απλή όσο και αποτελεσματική αφηγηματική αρχή, έχει την ευκαιρία να συμπλέξει τα πεπραγμένα (res gestae) των Περσών βασιλέων με εκτενείς περιγραφές σχετικά με τις δικές τους χώρες και τις χώρες των αντιπάλων τους και σχετικά με τους γείτονές τους, έως τις εσχατιές της Οικουμένης. Αυτό ισχύει τόσο για τις βαρβαρικές χώρες όσο και για τις περιοχές που κατοικούνται από Έλληνες. Μέσα από ένα πλήθος αναδρομών τα νήματα της αφήγησης απλώνονται έως τα βάθη της μυθικής εποχής, ενώ από την άλλη πλευρά η περιορισμένη θεώρηση σε γεγονότα της περιόδου που ακολουθεί τα αμυντικά κατορθώματα των Ελλήνων (μετά το 480-479 π.Χ.) πραγματοποιούν μια στροφή στο παρόν του Ηροδότου. Τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας των πέντε βασιλέων – Κροίσου, Κύρου και Καμβύση, Δαρείου και Ξέρξη- καθίστανται κατά αυτόν τον τρόπο ακρογωνιαίοι λίθοι μιας αφηγηματικής κατασκευής που περιλαμβάνει ολόκληρο τον κόσμο και αξιοποιεί τα συμβάντα των προηγούμενων εποχών.
 
Διατρέχοντας αυτό το περίπλοκο αφηγηματικό έργο, σημαντικές επισημάνσεις αποτελούν οι μεγάλες μετατοπίσεις στις δομές της εξουσίας ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, οι οποίες εκδηλώνονται με την υπέρβαση των ορίων του Ελλησπόντου. Με τη βοήθειά τους το έργο μπορεί, σε μια πρώτη προσέγγιση, να διαιρεθεί σε τρία μεγάλα μέρη. Το πρώτο περιλαμβάνει την εποχή πριν από την Ιωνική Επανάσταση (η άμεση προϊστορία της οποίας αρχίζει στο V 28) και, ξεκινώντας από την ανάπτυξη του παγκόσμιου βασιλείου των Περσών, παρουσιάζει τα ήθη και τα έθιμα των γνωστών λαών της οικουμένης και την ιστορία της κυριαρχίας τους, στον βαθμό ασφαλώς που είχαν δημιουργήσει κάποια. Αυτό το τμήμα των Ιστοριών είναι σχεδόν αποκλειστικά προσανατολισμένο στο. μη ελληνικό μέρος του κόσμου, δημιουργεί όμως και μερικές γέφυρες με την Ελλάδα και δεν αφήνει να ξεχαστεί το γεγονός ότι η Σπάρτη και η Αθήνα αποτελούσαν εκείνες τις δυνάμεις που θα ευθύνονταν αργότερα για την αποτυχία της μεγάλης επίθεσης των Περσών. Το δεύτερο κύριο μέρος των Ιστοριών ξεκινά από την Ιωνική Επανάσταση και οδηγεί στην κλιμάκωση της σύγκρουσης μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων και φτάνει έως τις συνέπειες της μάχης του Μαραθώνα και τον θάνατο του Δαρείου (V 28-VII 4). Είναι κατεξοχήν προσανατολισμένο στην άμεση αντιπαράθεση με το βασίλειο των Περσών, σε μεγάλες όμως παρεκβάσεις εισάγει στην εξέταση την ελληνική ιστορία στο προσκήνιο αυτής της αντιπαράθεσης. Με το τελευταίο τμήμα, το οποίο καταλαμβάνει περίπου το ένα τρίτο της συνολικής έκτασης του έργου (VII 5-ΙΧ 122), την εκστρατεία των ετών 480/79 π.Χ. καν την αποτυχία της, συμπυκνώνονται η δραματικότητα και η ένταση της παρουσίασης. Μια μόνο εκτενής παρενθήκη συμπεριλαμβάνει στον μεγάλο πόλεμο και τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στη Δύση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται και η μάχη στην Ιμέρα, στην οποία ένας συνασπισμός υπό την ηγεσία των Συρακούσιων μπόρεσε να επικρατήσει επί των Καρχηδονίων και των συμμάχων τους. Κατά τα άλλα οι παρεκβάσεις στο τελευταίο τμήμα του έργου παραμένουν λιγοστές. Περισσότερο όμως στο δεύτερο κύριο μέρος διαφαίνονται ήδη ορισμένες γραμμές που συνδέουν τους Περσικούς Πολέμους με τη μεταγενέστερη εποχή έως τα χρόνια έναρξης του Πελοποννησιακού Πολέμου[3].
 
1.2. Επισκόπηση των Ιστοριών[4]
1.2.1. Οι λαοί της Οικουμένης και το μεγάλο βασίλειο των βαρβάρων (11-V 27)
Ο Ηρόδοτος αρχίζει με μια εξέταση των πρώτων συγκρούσεων μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, τις οποίες αντλεί από τους εγχώριους μύθους, ταυτόχρονα όμως συμπεριλαμβάνει την προοπτική των ιστορικά συνειδητοποιημένων βαρβάρων: στην εξέταση αυτή η συμμετοχή στο αμοιβαίο άδικο, το οποίο είχαν κλιμακώσει οι Έλληνες με τον Τρωικό Πόλεμο, παρουσιάζεται πραγματικά σημαντική (I 1-5,2). Ωστόσο, ο Ηρόδοτος αντιπαραθέτει σε αυτή τη θεώρηση μια άλλη, ικανή να ερμηνεύσει καλύτερα το πρόσφατο παρελθόν, χρησιμοποιώντας όχι αποκλειστικά την παράδοση του θεϊκά εμπνευσμένου ποιητή. Στη θεώρηση αυτή ο Κροίσος αποδεικνύεται -όπως ήδη διαπιστώσαμε παραπάνω- ο πρώτος που καταπίεσε τους Έλληνες στην Ασία, ενώ παράλληλα συνήψε συμμαχία με μια ηγετική δύναμη της Ελλάδας, τη Σπάρτη (I 5,3′ 6,2). Μετά την παρουσίαση του Κροίσου ακολουθεί μια μικρή αναδρομή στην παλαιότερη ιστορία των Λυδών (I 7-25). Σε αυτήν επισυνάπτεται η εκτενής ι­στορία του Κροίσου, η οποία φτάνει έως την ανατροπή του από τον Κύρο (I 26-92). Πρόκειται για μια καταστροφή που προκάλεσε ο ίδιος ο Κροίσος, όταν θέλησε απερίσκεπτα να διευρύνει τα σύνορα της επικράτειάς του και να επεκταθεί πέρα από τον ποταμό Άλυ. Το τέλος του Λυδικού Λόγου αποτελείται από μια εξέταση των μνημείων και των εθίμων των Λυδών (I 93-94).
 
Στην ιστορία του Κροίσου έχουν ενταχθεί παρεκβάσεις για τον ελληνικό κόσμο. Καταρχήν ο Αθηναίος πολιτικός Σόλων συναντά τον βασιλιά των Λυδών και του προτείνει τη σοφία του αυτοπεριορισμού (I 29-33). Στη συνέχεια ο Κροίσος, κατά την αναζήτηση συμμάχων, ενημερώνεται για την Αθήνα και τη Σπάρτη (I 56,1). Έτσι προκύπτει η ευκαιρία να παρουσιαστούν για πρώτη φορά οι μελλοντικοί πρωταγωνιστές της αντίστασης κατά των Περσών και ταυτόχρονα να γίνει μια ανασκόπηση της ιστορίας τους έως τη μυθική εποχή, κατά την οποία εμφανίζονται ήδη ως ηγέτες των Ιώνων και των Δωριέων (I 56-68). Η Σπάρτη θα συμμαχήσει με τον Λυδό βασιλιά, στην έκτακτη πολεμική ανάγκη όμως εναντίον του Κύρου δεν μπορεί να του συμπαρασταθεί εγκαίρως (I 82-83).
 
Αν το πρώτο εκτενές μέρος των Ιστοριών βρίσκεται υπό τον αστερισμό της ακμής και της πτώσης του Λυδού Κροίσου, τώρα πλέον κυριαρχεί η μορφή του ιδρυτή του βασιλείου των Περσών. Αρχικά πρέπει να αποσαφηνιστεί με ποιον τρόπο κατέλαβε ο Κύρος την εξέχουσα θέση του και πώς ανέτρεψε τον τελευταίο βασιλιά των Μήδων, τον γαμπρό του Κροίσου, τον Αστυάγη. Για τον σκοπό αυτό εξιστορείται σε μια αναδρομή η παλαιότερη ιστορία των Μή­δων (I 95-106), η οποία, μαζί με τον Λυδικό Λόγο, παρουσιάζει, σε δύο παράλληλα νήματα, τα βασίλεια στην Εγγύς Ανατολή. Σε αυτήν επισυνάπτεται η ιστορία της παράξενης παιδικής ηλικίας του Κύρου και του προορισμού του να αναλάβει τη βασιλεία. Φτάνει έως την ανατροπή του βασιλιά των Μήδων, ο οποίος, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήταν παππούς του Κύρου (I 107-130). Ο ιστορικός ολοκληρώνει την αφήγηση του σχετικά με τον τρόπο εμφάνισης του Κύρου στη σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας ρίχνοντας μια ματιά στα έθιμα των Περσών (I 131-140).
 
Η επόμενη ολοκληρωμένη αφηγηματική ενότητα αφιερώνεται στον μεγάλο κατακτητή και φτάνει έως τον θάνατο του βασιλιά (I 141-216). Αρχικά, η υποδούλωση των ελληνικών και μη ελληνικών φύλων της Δυτικής Μικράς Ασίας προσφέρει τη δυνατότητα της καλύτερης εξέτασής τους αλλά και τη δημιουργία μιας σχέσης με την ελληνική Δύση (I 141-176). Στη συνέχεια, επανέρχονται στο προσκήνιο οι εκστρατείες που πραγματοποιήθηκαν υπό την αρχηγία του Κύρου για την επέκταση της κυριαρχίας του στο εσωτερικό της Ασίας. Υπογραμμίζεται επίσης η εκστρατεία εναντίον της Βαβυλώνας, την οποία αναλαμβάνει ο Κύρος για να κληρονομήσει τους Ασσύριους και Βαβυλώνιους βασιλείς. Η εκστρατεία αυτή προσφέρει την αφορμή για μια λεπτομερέστερη περιγραφή των αξιοπερίεργων της Βαβυλώνας και των εθίμων των κατοίκων της περιοχής, καθώς και για μια πολύ αποσπασματική αναδρομή στα γεγονότα της κατάκτησής της από τον Κύρο (I 177-200). Με τα επόμενα σχέδιά του ο Κύρος εκτέθηκε σε μεγάλους κινδύνους. Με τη διάβαση του ποταμού Αράξη ξεπέρασε ένα όριο, το οποίο επρόκειτο να αποβεί μοιραίο γι’ αυτόν. Κατά την αντίληψη του Ηροδότου, το όριο αυτό αποτελεί το βόρειο σύνορο της Ασίας. Η Τόμυρις, η άγρια αρχηγός των Μασσαγετών πέραν του ποταμού, κατάφερε στον Κύρο ένα θανάσιμο πλήγμα (I 201-214). Η ιστορία της εποχής του Κύρου τελειώνει με μια περιγραφή των εθίμων αυτού του άγριου και ελεύθερου λαού (I 215-216).
 
Ο Ηρόδοτος συνδέει αμέσως την παρατήρηση ότι επόμενος στη σειρά διαδοχής ήταν ο Καμβύσης με την παραπομπή στην εκστρατεία του τελευταίου εναντίον της Αιγύπτου (II 1), που αποτελεί την αφορμή για λεπτομερή περιγραφή της χώρας, των κατοίκων και των πράξεων των ηγετών της. Ο ιστορικός εξετάζει αρχικά το φυσικό περιβάλλον της χώρας, που καθορίζεται αποφασιστικά από τον Νείλο (II 2-34), καθώς και τα έθιμα και τα πολιτισμικά επιτεύγματα των κατοίκων (II 35-98). Στην εξέταση αυτή προσδίδεται ιδιαίτερος ρόλος στη θρησκεία, και ο Ηρόδοτος διαπιστώνει ότι η κυρίαρχη στους Έλληνες αντίληψη σχετικά με την ύπαρξη και τις σφαίρες επιρροής των θεών, καθώς και στοιχειώδεις μορφές του θρησκευτικού τυπικού έχουν επηρεαστεί από την Αίγυπτο. Η ιστορία των Φαραώ, η οποία καταλαμβάνει στη συνέχεια το δεύτερο μισό της περιγραφής της Αιγύπτου (II 99-182), αποτελεί τη διεξοδικότερη, κατά πολύ, αναδρομή στις Ιστορίες και λειτουργεί ως ένα χρονολογικό αντέρεισμα ολόκληρου του έργου. Επιμερίζεται σε δύο τμήματα, τα οποία διαιρούνται από μια παρεμβαλλόμενη εξέταση σχετικά με την ηλικία της ανθρωπότητας και την προϊστορία, όταν πάνω στη γη κυριαρχούσαν ακόμη οι θεοί (II 142-146). Η νεότερη ιστορία, η οποία χαρακτηρίζεται από αυξανόμενες επαφές με τον ελληνικό κόσμο, βρίσκεται υπό τον αστερισμό της Δυναστείας των Σαϊτών (II 147-182) και τελειώνει με την απώλεια της κυριαρχίας λόγω της κατάκτησης της χώρας από τον Καμβύση. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι γνωρίζει την παλαιότερη ιστορία (II 99-141) αποκλειστικά μέσω των πληροφοριών των ιερέων. Αρχίζει με την πρώτη ανθρώπινη βασιλεία επί γης, η οποία υπολογίζεται σε μια διάρκεια 11.340 ετών (II 142, 2). Όσο παράξενη και αν φαίνεται αυτή η ιστορία με βάση τα σημερινά δεδομένα της αιγυπτιολογικής έρευνας, εντούτοις ασχολείται με ένα κεντρικό θέμα των Ιστοριών: τη δημιουργία και τη διαφύλαξη, την απειλή και την παροδική απώλεια μιας μεγάλης ηγεμονίας.
 
Με την κατάκτηση της Αιγύπτου αρχίζει στη συνέχεια η ιστορία του Καμβύση, η οποία σκιαγραφεί το πρότυπο ενός κυκλοθυμικού και καχύποπτου τυράννου (III 1-66). Η κατακτητική του βουλιμία δεν σταματά στα σύνορα του κόσμου, εντούτοις η εκστρατεία του εναντίον των ευσεβών Αιθιόπων στη νότια Μεσόγειο αποτυγχάνει οικτρά. Τελικά, η παράλογη οργή του δεσπότη καταστρέφει την ίδια του την οικογένεια και προκαλεί κατ’ αυτόν τον τρόπο την κατάληψη της εξουσίας από τους Μήδους μάγους. Η περσική κυριαρχία που είχε ιδρύσει ο Κύρος απειλείται να τερματιστεί πρόωρα, γεγονός που φυσικά συνειδητοποιεί ο βασιλιάς μόλις την ώρα του θανάτου του. Εντούτοις, οι μάγοι ανατρέπονται και ο Δαρείος προετοιμάζει τον δρόμο για τον θρόνο με δόλο και δυναμισμό (III 67-87). Ο Ηρόδοτος τον παρουσιάζει ως ευφυή και προικισμένο με οργανωτικές ικανότητες· η προσπάθεια του να κατακτήσει νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές και μεγαλύτερες περιοχές για την άσκηση εξουσίας, ιδωμένη σε βάθος χρόνου, επρόκειτο να έχει μοιραίες συνέπειες. Προς το παρόν όμως η ματιά του Ηροδότου στο περσικό βασίλειο -το οποίο σταθεροποιήθηκε χάρη στον Δαρείο- και στις φορολογικές περιφέρειές του προσφέρει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να κάνει λόγο για τις ανατολικές και βόρειες απομακρυσμένες περιοχές (III 88-119), από τις οποίες γίνονται αντικείμενο ιδιαίτερης πραγμάτευσης η Ινδία και το νότιο τμήμα της Αραβίας (III 98-106· 107-113). Λίγο νωρίτερα, στο πλαίσιο της ιστορίας του Καμβύση, η συνορεύουσα με τη Μεσόγειο βόρεια Αραβία και η χώρα των Αιθιόπων είχαν (παρουσιαστεί στο πλαίσιο της περιγραφής της νότιας Μεσογείου (III 5-9· 17-25).
 
Μια επιδέξια παρεκβατική σκηνοθεσία συνδέει στη συνέχεια την εποχή του Δαρείου άλλη μια φορά με την εποχή του Καμβύση: πρόκειται για την ιστορία σχετικά με το τέλος του τυράννου Πολυκράτη στη Σάμο και τη συνακόλουθη επέκταση της περσικής κυριαρχίας σε αυτό το νησί. Ένα πρώτο μέρος της αφήγησης αυτής είχε ήδη παρατεθεί στην ιστορία του Καμβύση (III 39-60). Εκεί, εξιστορούνταν πώς η Σπάρτη, τον καιρό της τυραννίδας του Πολυκράτη, είχε αναμειχθεί στις εσωτερικές διαφορές στη Σάμο, γεγονός που ο Ηρόδοτος το εκλαμβάνει ως εκστρατεία εναντίον της Ασίας (πρβ. III 39,1· 56, 2). Τώρα εξιστορείται η ανατροπή του ισχυρού τυράννου και η κατάκτηση του νησιού από τους Πέρσες (III 120-149). Στην περιγραφή αυτή συνυφαίνεται και η ιστορία του γιατρού Δημοκήδη από τον Κρότωνα, ο οποίος έστρεψε για πρώτη φορά την κατακτητική διάθεση του Δαρείου εναντίον της Ελλάδας και της Δύσης (III 129- 138). Στο τέλος, η αφήγηση σχετικά με τον τρόπο κατάπνιξης από τον Δαρείο μιας εξέγερσης των Βαβυλωνίων επαναφέρει για άλλη μια φορά στο επίκεντρο της πραγμάτευσης την κατακτημένη από τον Κύρο μητρόπολη της Ανατολής (III 150-160). Κατ’ αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται η εξέταση της εμβέλειας της κυριαρχίας που επέτυχε ο Δαρείος, ο οποίος γνώριζε ταυτόχρονα πώς να τη σταθεροποιήσει (III 88-160).
 
Ο βασιλιάς σύντομα παρασύρθηκε από την επιθυμία να επεκτείνει τα σύνορα της εξουσίας του πέρα από την Ασία, σε μια στρατιωτική περιπέτεια που επρόκειτο να δώσει ένα μάθημα σχετικά με την αποτυχία αλαζονικών δραστηριοτήτων και παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη μεταγενέστερη αποτυχία της εκστρατείας του Ξέρξη: την εκστρατεία εναντίον των Σκυθών. Προτού όμως εκτεθεί η ιδιάζουσα πορεία της (IV 83-144), ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί το γεγονός της εκστρατείας ως αφορμή, για να ασχοληθεί εκτενώς με τους Σκύθες και τους γείτονές τους (IV 1-82). Και εδώ -όπως στην περίπτωση της Αίγυπτου- το φυσικό περιβάλλον της χώρας παίζει σημαντικό ρόλο για την κατανόηση των ιδιαίτερων ηθών των κατοίκων. Ως άγριοι νομάδες, οι οποίοι παρ’ όλα αυτά αναπτύσσουν μέσω της βασιλικής οργάνωσης και της πολεμικής φύσης τους τα πλεονεκτήματα μιας κρατικής δομής, οι Σκύθες αποτελούν για την πολεμική μηχανή του Δαρείου έναν ακαταμάχητο αντίπαλο.
 
Κάπως πιο επιτυχημένη πορεία είχε η ταυτόχρονη εκστρατεία στη Λιβύη, της οποίας ηγείτο ο Αρυάνδης. Η εκστρατεία προκλήθηκε από τις διαφορές των Ελλήνων κατακτητών στις πόλεις της Κυρηναϊκής. Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί την εκστρατεία αυτή ως αφορμή αφενός για να αφηγηθεί την ιστορία της ίδρυσης και ανάπτυξης της Κυρήνης έως την τρέχουσα αναταραχή (IV 145-167) και αφετέρου για να ασχοληθεί με τη χώρα και τους λαούς της Λιβύης (IV 168- 199). Στη συνέχεια περιγράφεται η ίδια η εκστρατεία η οποία οδήγησε στην υποδούλωση της Κυρηναϊκής στο περσικό κράτος (IV 200-205). Ενώ η δύναμη του βασιλιά μετακινούνταν στα νότια της Μεσογείου από την Αίγυπτο προς τη Λιβύη, εντούτοις στη Σκυθία, βόρεια του Ίστρου (Δούναβη), επρόκειτο να τεθούν τα πρώτα όρια στην επεκτατική του πολιτική. Ωστόσο, ο στρατηγός του Δαρείου κατάφερε στη συνέχεια να επεκτείνει την κυριαρχία του περσικού κράτους από τον Ελλήσποντο έως τη Θράκη και τη Μακεδονία (V I- 17). Στη συνέχεια όμως η Ιωνική Επανάσταση επρόκειτο να ανατρέψει την πολιτική συγκυρία: γιατί, με την υποστήριξη που πρόσφερε στην επανάσταση αυτή ένα στρατιωτικό σώμα των Αθηναίων (και των Ερετριέων), η Ελλάδα ήρθε σε μετωπική σύγκρουση για πρώτη φορά με το αχανές βασίλειο των βαρβάρων.
 
1.2.2. Η όξυνση της σύγκρουσης με τους βαρβάρους. Από την Ιωνική Επανάσταση έως τα επακόλουθα της μάχης του Μαραθώνα (V28-VII4)
Αν ο Ηρόδοτος στο πρώτο μέρος του έργου του οδηγεί το κοινό του έως τα πέρατα της Οικουμένης και το αφήνει να φαντάζεται το όριο του χρόνου έως εκεί που είναι δυνατόν να φτάσει η ανθρώπινη μνήμη, τώρα η προοπτική του εστιάζεται σε ένα χρονικό διάστημα που περιλαμβάνει δύο δεκαετίες και επικεντρώνεται στην αντιπαράθεση των Ελλήνων με την αυτοκρατορία του Δαρείου. Από τη δίψα για εξουσία και προσωπικά οφέλη των Περσών και Ιώνων ηγεμόνων, προπάντων των Μιλησίων Αρισταγόρα και Ιστιαίου, και από εσωτερικές διαφορές των Ναξίων προέκυψε η Ιωνική Επανάσταση (V 28-38). Όπως κάποτε ο Κροίσος, πριν από τη μοιραία μάχη του εναντίον του Κύρου, πήρε πληροφορίες για την Αθήνα και τη Σπάρτη, προκειμένου να βρει έναν ικανό σύμμαχο, έτσι τώρα ο Αρισταγόρας ταξιδεύει στην Ελλάδα, για να αναζητήσει συμμάχους. Ο Ηρόδοτος εκμεταλλεύεται κατ’ αναλογία την ευκαιρία, ώστε να προβεί σε μια ανασκόπηση της νεότερης ιστορίας των δύο δυνάμεων και μας πληροφορεί με ποιον τρόπο επιβλήθηκε στη Σπάρτη ο Κλεομένης και οδήγησε την πατρίδα του στην κορυφή της Ελλάδας, με ποιον τρόπο εγκαθιδρύθηκε στην Αθήνα, μετά την ανατροπή της τυραννίδας, ένα πολίτευμα με ίσα δικαιώματα των πολιτών στη δημόσια συνέλευση και με ποιον τρόπο ενεπλάκη αμέσως η νέα κυρίαρχη ηγεμονική δύναμη σε μεγάλους πολέμους (V 39-97). Συγχρόνως μια εκτενής αναδρομή μάς παρουσιάζει εντυπωσιακά και την ιστορία της Κορίνθου υπό την τυραννίδα των Κυψελιδών (V 92). Όσο η Σπάρτη αρνούνταν να αναμιχθεί στη Μικρά Ασία, οι Αθηναίοι πείστηκαν στην εκκλησία του δήμου να στηρίξουν τους Ίωνες. Στο γεγονός αυτό αναγνώρισε ο Ηρόδοτος την καθοριστική αφορμή για τους κατοπινούς Περσικούς Πολέμους (V 97, 3), α­φού οι Αθηναίοι, κατά την περίοδο της αλλαγής μετά την ανατροπή του τυράννου Ιππία, είχαν υπαχθεί στην προστασία του Μεγάλου Βασιλιά της Περσίας, παρόλο που λίγο αργότερα δεν θέλησαν να το παραδεχτούν (V 73′ 96).
 
Τώρα πλέον ο Ηρόδοτος παρουσιάζει την πορεία της Ιωνικής Επανάστασης έως την αποτυχία της (V 98-VI 30). Οι επαναστατημένοι κατάφεραν αρχικά να πυρπολήσουν τις Σάρδεις, την έδρα της περσικής σατραπείας, ωστόσο στα παράλια, κοντά στην Έφεσο, υπέστησαν μια πρώτη ήττα. Οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν τους Ίωνες (V 103,1). Η επανάσταση όμως επεκτάθηκε και περιέλαβε ακόμα και τις ελληνικές πόλεις στην Κύπρο. Ωστόσο, ο διπλός αγώνας, κατά γη και κατά θάλασσα, έκρινε τη μάχη για τη νήσο υπέρ των Περσών, παρά την επιτυχία του ιωνικού στόλου. Η επιστροφή στην Μικρά Ασία έθεσε τέλος και στην αποστασία του Αρισταγόρα (V 98-126). Μια δεύτερη ναυμαχία στη Λάδη, στα παράλια της Ιωνίας, απέβη μοιραία για τους εξεγερμένους και προκάλεσε την καταστροφή της Μιλήτου και το τέλος του Ιστιαίου (VI 1-30).
 
Ο Δαρείος όμως διέπραξε το καθοριστικό σφάλμα να περάσει από την άμυνα στην ανοικτή αντιπαράθεση με την Ελλάδα (VI 31-47). Ωστόσο, ο στρατηγός του Μαρδόνιος απέτυχε παταγωδώς κατά την παράκαμψη του όρους Άθω, αν και η υποδούλωση της νήσου Θάσου καθιστούσε ήδη σαφές ότι ο πολεμικός σκοπός του Μεγάλου Βασιλιά δεν περιοριζόταν μόνο στην τιμωρία της Αθήνας και της Ερέτριας, αλλά, κατά την άποψη του Ηροδότου, προσανατολιζόταν στην καθυπόταξη της Ελλάδας. Με την αποστολή πρέσβεων, οι οποίοι επρόκειτο να απαιτήσουν γῆν καί ὕδωρ ως ένδειξη της υποταγής όλων των νησιών και των πόλεων της ηπειρωτικής χώρας, προαναγγέλλει ο Δαρείος τις εκτεταμένες κυριαρχικές του βλέψεις (VI48-49).
 
Η αποστολή αυτών των πρέσβεων προσφέρει εκ νέου την ευκαιρία στον Ηρόδοτο να στρέψει το βλέμμα του στην Ελλάδα (VI 48-93). Στο προσκήνιο έρχονται τόσο οι αιματηρές αντιπαραθέσεις Αθήνας και Αίγινας όσο και η αντιδικία Κλεομένη και Δημάρατου για την κυριαρχία στη Σπάρτη. Η σύγκρουση αυτή οδηγεί στην εξορία του Δημάρατου και την παραφροσύνη και τον θάνατο του Κλεομένη. Προηγουμένως γνώρισε οδυνηρά και το Άργος τη δύναμη της Σπάρτης. Ο ελληνικός κόσμος σπαράσσεται από εσωτερικές έριδες, ενώ παράλληλα πλανάται η απειλή της γενικής επίθεσης των στρατηγών του Δαρείου. Αξιοθαύμαστο ήταν το επίτευγμα των Αθηναίων, που μπόρεσαν να αποκρούσουν την επίθεση των στρατευμάτων υπό την ηγεσία του Δάτη και του Αρταφέρνη στον Μαραθώνα, αν και ήταν μόνοι τους και είχαν την υποστήριξη μόνο ενός στρατιωτικού σώματος από τις Πλαταιές, καθώς η προσδοκώμενη βοήθεια από τη Σπάρτη έφτασε πολύ αργά (VI 94-120). Μια σειρά επεισοδίων σχετικά με το θλιβερό τέλος του Μιλτιάδη, του περίφημου νικητή του Μαραθώνα, και την άνοδο της οικογένειας των Αλκμεωνιδών ολοκληρώνει το δεύτερο κύριο μέρος των Ιστοριών (VI 121-140). Η ιστορία του Δαρείου, η οποία τελειώνει με τον θάνατο του ηγέτη (VII 1-4), συμπληρώνεται με την περιγραφή των τελευταίων προετοιμασιών του για μια μεγάλη επίθεση εναντίον των επαναστατημένων Αιγυπτίων και εναντίον των Ελλήνων, καθώς και με την παρουσίαση του αγώνα του Ξέρξη για την αναγνώρισή του ως μελλοντικού διαδόχου του θρόνου.
 
1.2.3. Η κορύφωση των Περσικών Πολέμων και η κληρονομιά τους (VII5- IX122)
Με την περιγραφή των πρώτων, διστακτικών ακόμη, πολεμικών σχεδίων του Ξέρξη, του μεγάλου πολεμικού συμβουλίου και της τελικής απόφασης για πόλεμο, απώτατος σκοπός του οποίου επρόκειτο να γίνει η παγκόσμια κυριαρχία (VII 5-18), αρχίζει ένα γεγονός που υπερβαίνει κάθε έως τότε μέτρο σε πολεμικά επεισόδια και δεσπόζει πλέον ολοκληρωτικά στην παρουσίαση. Η περαιτέρω διαίρεση της έκθεσης ακολουθεί την πορεία της εκστρατείας. Πρώτα εξιστορούνται η συγκέντρωση του τεράστιου στρατεύματος και η διάβαση του Ελλήσποντου που συνοδεύεται από πολλούς οιωνούς (VII 26- 58). Στη συνέχεια ακολουθούν η επιθεώρηση του στρατού στον Δορίσκο της Θράκης (VII 59-105) και η πορεία του ως τη Θέρμη, όπου συναντώνται ο στρατός ξηράς και ο στόλος και προωθούνται τάχιστα στα σύνορα της Θεσσαλίας (VII 105-130). Έως το σημείο αυτό η προσοχή εστιάζεται αποκλειστικά στην πελώρια στρατιωτική χιονοστιβάδα που κινείται εναντίον της Ελλάδας. Από εδώ όμως και πέρα η εστίαση αλλάζει.
 
Ο Ξέρξης πληροφορείται τώρα ποιοι κάτοικοι της Ελλάδας, αρχής γενομένης από τους Θεσσαλούς, ήταν πρόθυμοι να παραδώσουν στους πρέσβεις του γῆν καί ὕδωρ και να δηλώσουν έτσι τη θέλησή τους για συμμαχία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η προσοχή εστιάζεται αμέσως στη βούληση για ελευθερία και στις τύχες εκείνων των Ελλήνων που είχαν συνασπιστεί με όρκο κατά του εχθρού (VII 131-132). Ο Ηρόδοτος παρουσιάζει τώρα σε μια αναδρομή την κατάσταση των Ελλήνων, όταν είχαν έρθει αντιμέτωποι με την πρόθεση του Ξέρξη να τους υποδουλώσει. Στην αρχή απαντά ένα επεισόδιο το οποίο φωτίζει τον ηρωισμό που καλλιεργείται στη Σπάρτη, και στη συνέχεια εξιστορείται η απόφαση των Αθηναίων να αμυνθούν από θαλάσσης. Στο σημείο αυτό εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Θεμιστοκλής, ο μεταγενέστερος νικητής της Σαλαμίνας (VII 134- 144).
 
Στη συνέχεια ο Ηρόδοτος διευρύνει την προοπτική: λαμβάνοντας υπόψη τη δύναμη του εχθρού, οι Έλληνες αναζητούν συμμάχους για τον αμυντικό τους αγώνα. Οι ελπίδες στρέφονται στην κινητοποίηση του Άργους, στον τύραννο των Συρακουσών Γέλωνα, στον στόλο των Κερκυραίων και σε στρατιωτικά σώματα από την Κρήτη (VII 145-171). Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις, η αναζήτηση συμμάχων αποβαίνει άκαρπη. Έτσι, προκύπτει η ευκαιρία να συμπεριληφθεί το σκηνικό του Ελληνισμού της Δύσης στους Περσικούς Πολέμους και να συνδεθεί -σε έναν αφηγηματικό συγχρονισμό- η μάχη στην Ιμέρα της Σικελίας με τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Εκεί, στην Ιμέρα, βρίσκονταν αντιμέτωπες οι δυνάμεις των ηγετών των Συρακουσών και του Ακράγαντα αφενός και ένας συνασπισμός ξένων αφετέρου, που υποστήριζε τον τύραννο της Ιμέρας, και του οποίου ηγείτο ο βασιλιάς της Καρχηδόνας Αμίλκας. Οι μάχες της Ιμέρας και της Σαλαμίνας υποτίθεται ότι έλαβαν χώρα την ίδια ημέρα (VII 166). Με αυτόν τον συγχρονισμό καθίσταται σαφές και στην ελληνική Δύση το σενάριο μιας βίαιης απειλής, το οποίο, μαζί με τα κατακτητικά σχέδια του Ξέρξη, παρουσιάζει πραγματικά ολόκληρη την Οικουμένη να επιτίθεται κατά της Ελλάδας. Ύστερα από αυτή τη σημαντική παρέκβαση, τα επεισόδια της οποίας μάς επιτρέπουν να διακρίνουμε τον επερχόμενο ανταγωνισμό των δύο δυνάμεων, της Αθήνας και της Σπάρτης, στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν την ηγεμονία στην Ελλάδα, η περιγραφή επιστρέφει στην προέλαση του Ξέρξη.
 
Με την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον των υπερασπιστών που είχαν παραταχθεί στις Θερμοπύλες και με την τοποθέτηση των μονάδων του στόλου κοντά στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο προετοιμάζονται οι πρώτες αποφασιστικές πολεμικές επιχειρήσεις (VII 172-201). Στη συνέχεια, οι σκληρές μάχες στις Θερμοπύλες (VII 202-239) και στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο (VIII 1-26) αποτελούν μια πρώτη δραματική κορύφωση των Περσικών Πολέμων. Ο Ηρόδοτος παρηγορεί με εξαιρετική δεξιοτεχνία τον αναγνώστη για την έκβαση και των δύο μαχών (οι οποίες κατά την αντίληψή του έχουν απόλυτα παράλληλη πορεία), τουτέστιν την εγκατάλειψη των θέσεων από τους υπερασπιστές και τη συνακόλουθη προώθηση του Ξέρξη βαθιά στην Ελλάδα, περιγράφοντας σκηνές οι οποίες φωτίζουν τον ηρωισμό των Ελλήνων και επιτρέπουν να διαφανεί η μελλοντική καταστροφή των Περσών.
 
Οι περιγραφές της εκστρατείας του Ξέρξη προς την Αθήνα και της δυσχερούς θέσης των υπερασπιστών στη Σαλαμίνα οδηγούν τώρα στην κορύφωση της εχθρικής απειλής. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτές τις δύσκολες μέρες, δεν λείπουν θαυμαστά σημάδια που δίνουν ελπίδα (VIII 27-55). Η μεγάλη ναυμαχία στη Σαλαμίνα, όπου επιβάλλεται η στρατηγική του Θεμιστοκλή, προκαλεί την αποφασιστική καμπή στον πόλεμο (VIII 56-96), και η οπισθοχώρηση του Ξέρξη προσφέρει μια οικτρή εικόνα της άλλοτε τόσο υπερήφανης εχθρικής δύναμης (VIII 97-129). Ο Μαρδόνιος βεβαίως βρίσκεται ακόμα στην ξηρά με ισχυρό στρατό και προετοιμάζεται για νέα επίθεση την ερχόμενη άνοιξη (VIII 130-ΙΧ 18). Ωστόσο, θα χάσει τη ζωή του στη φοβερή μάχη των Πλαταιών. Και αυτός είχε υπερβεί ένα καθοριστικό όριο, όταν πολέμησε, παρά τις προειδοποιήσεις, πέραν του ποταμού Ασωπού. Ο Σπαρτιάτης Παυσανίας όμως, ο οποίος διοικούσε τους υπερασπιστές, έδρεψε τους καρπούς της νίκης (IX 19-89). Την ίδια μέρα, ο ομόλογός του Λεωτυχίδης πέτυχε με τον στόλο μια νίκη στη Μυκάλη, στην ακτή της Μικράς Ασίας. Η προώθηση των Ελλήνων έφτασε ως τον Ελλήσποντο, το σύνορο με την προσβολή του οποίου είχε ξεκινήσει η συμφορά (IX 90-106).
 
Οι Ιστορίες δεν έχουν σε καμιά περίπτωση θριαμβευτικό τόνο αντιθέτως, τα τελευταία επεισόδια δημιουργούν μάλλον διφορούμενα αισθήματα. Το αναγνωστικό κοινό βιώνει σε αυτά, παράλληλα με τη στρατιωτική, και μια ηθική καταστροφή του Μεγάλου Βασιλιά (IX 107-113). Ταυτόχρονα, καθίσταται σαφές ότι οι νικητές, με επικεφαλής τους Αθηναίους, με την απροκάλυπτη ηγεμονική τους πολιτική βαδίζουν στα βήματα των αντιπάλων (IX 114-121). Η ακαταμάχητη γοητεία και η αμφισημία της εξουσίας καθορίζουν λοιπόν την παρουσίαση του Ηροδότου έως την τελική σκηνή, με μια αναδρομή έως τις μέρες που ξεκίνησε ο Κύρος την ίδρυση ενός μεγάλου βασιλείου (IX 122).
 
Αυτό που είχε αναγγελθεί με το προοίμιο τηρείται πιστά από τη δομή των Ιστοριών. Η αντιπαράθεση του ξένου με τον οικείο κόσμο καταγράφει τα αξιομνημόνευτα δημιουργήματα των ανθρώπων ως πράξεις και έργα, ή, με σύγχρονη ορολογία, τα περιγράφει από ιστορική και ανθρωπολογική- εθνογραφική σκοπιά. Η αντιπαράθεση καταλήγει στην αντιπαλότητα, τα νήματα των μεμονωμένων ιστοριών εκβάλλουν σε ένα καθοριστικό πολεμικό γεγονός. Όταν από τιμώνται σωστά οι αιτίες του και παρουσιάζονται καλύτερα οι πρωταγωνιστές του, τότε η έκθεση αποκτά ένα ιστορικοφιλοσοφικό βάθος, και τα πρόσωπά της μια διαχρονική σημασία: η συγκεκριμένη ιστορία που αντιπροσωπεύουν γίνεται καθολικό παράδειγμα της ιστορικής διαδικασίας.
----------------
[1] Για την ερμηνεία και τη σημασία του προοιμίου πρβ. Bomitz 1968, 164 κ.ε., Drexler 1972, 3 κ.ε., Meier 1980, 370 κ.ε., Schuller 1991, 94 κ.ε. Δεν είναι απολύτως βέβαιο αν ο Ηρόδοτος αυτοσυστηνόταν ως κάτοικος της Αλικαρνασσού ή των Θουρίων, μιας νέας αποικίας των Αθηναίων στην Κάτω Ιταλία’ πρβ. σχετικά και για περισσότερες παραπομπές Asheri I 1988, IX κ.ε., XVII κ.ε., 261 κ.ε.
[2] Για τον ρόλο των πέντε μεγάλων κατακτητών βασιλέων -των Κροίσου, Κύρου, Καμβύση, Δαρείου και Ξέρξη- ως ακρογωνιαίων λίθων στη δομή των Ιστοριών πρβ. Cobet 1971, 165 κ.ε.· για τη σημασία της νέας πολιτικής συγκυρίας που δημιουργήθηκε με τη βασιλεία του Κροίσου βλ. Lombardo 1990, 193 κ.ε.
[3] Για την ενότητα του τμήματος που πραγματεύεται τον Ξέρξη πρβ. Hagel 1968′ για τη σχέση του έργου με τον επίκαιρο Πελοποννησιακό Πόλεμο πρβ. Fomara 1971α για την έννοια της παρέκβασης πρβ. Cobet 1971.
[4] Για τη δομή των Ιστοριών από μια «αναλυτική» σκοπιά πρβ. Jacoby 1913, ιδ. στήλες 283-326 με περίπλοκα σχήματα. Στο πνεύμα μιας ισχυρότερης «ενωτικής» άποψης πρβ. Myres 1953 με σχεδιάγραμμα της δομής, 118 κ.ε., και ιδιαίτερα Immerwahr 1966, 79-147.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου