Είχε πει κάποτε ο Wittgenstein ότι θα μπορούσε να γραφεί ένα φιλοσοφικό βιβλίο μόνο με αστεία. Εννοούσε, κρίνουμε, τα ασύμβλητα νεύματα της γλώσσας, παράδοξα που τόσα αποκαλύπτουν, με την πρόδηλη παραβίασή της, για την λογική γραμματική της γλώσσας. Αν και, η βασανισμένη αυτή προσωπικότητα εννοούσε ως αστείο να επεξηγεί σε επιστολές του που εστέλλοντο στον ταχυδρομικό τομέα WC1 ότι αυτό δεν εννοεί αποχωρητήριο. Γελάσατε;
Πιο κοφτερός στα αστεία του ο Bertrand Russell, όταν κλήθηκε να εξηγήσει την λογική αρχή της υλικής συνεπαγωγής, ότι από ένα ψεύδος συνάγεται ο,τιδήποτε, με την ερώτηση: «δείξτε μας πώς από το ‘δύο και δύο ίσον πέντε συνεπάγεται ότι είστε ο Πάπας». Ο αξεπέραστος μαθηματικός λογικός, συγγραφέας του Principia Mathematica, απήντησε ευστρόφως: «Αν από κάθε σκέλος του αθροίσματος αφαιρέσουμε τρία, μένουμε με το αποτέλεσμα ότι δύο ίσον ένα. Ο Πάπας κι εγώ είμαστε δύο, άρα είμαστε ένα».
Το πιο αξεπέραστο, ωστόσο, φιλοσοφικό αστείο σερβιρίστηκε ο Οξφορδιανός φιλόσοφος της γλώσσας, συγγραφέας του ‘Doing Things with Words’ και του ‘Α Plea for Excuses’, o James Austin, όταν, σε διάλεξή του στην Αμερική, εξηγούσε ότι ‘σε πλείστες γλώσσες, δύο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση’. Αλλά, υπέδειξε εμφατικά, ‘δεν γνωρίζω καμμία γλώσσα στην οποία δύο καταφάσεις κάνουν μία άρνηση’. Ακούγεται αμέσως, από το βάθος της αίθουσας, ένα δύστροπο «yeah, yeah»…
«Πλακατζής» όπως ορίζει η εγγενής κοινωνικότητα του αστείου, εννοούμενο στην ετυμολογία του ως τρόπος του άστεως, χαριτωμένα παιγνιώδης λεκτική συμπεριφορά, δηλαδή, με τις δικές της μετα-νόρμες για το πώς επιβεβαιώνονται παραβιαζόμενες και περιπαιζόμενες οι γλωσσικές μορφές και νοηματικά πεδία, ίσως να μην ήταν ο χαμένος στον κόσμο των στοχασμών του, μάλλον στριφνός, Αυστριακός φιλόσοφος της γλωσσικής ανάλυσης. Ο αφορισμός του, ωστόσο, για την διδακτική φιλοσοφικότητα του χιούμορ αγγίζει κάτι πολύ πιο βαθύ από ό,τι η χαριτωμένη οξύνοια του ασκημένου στην μαθηματική λογική και τα λεξιπαίγνια των λογικών τύπων Μπέρτραντ Ράσελ, όταν η φιλοσοφία αυτοθωπεύεται για τους οξυδερκείς χειρισμούς του «συρού» στο… ξύρισμα των ωών. Δικαιούμαστε, ωστόσο, να περιμένουμε κάτι περισσότερο από το φιλοσοφικό χιούμορ, πέραν από λεξιπαικτικούς αστεϊσμούς πάνω σε φιλοσοφικές έννοιες; Φιλόσοφος, πάνω από όλα, ο Wittgenstein μιλά σοβαρά για τα αστεία όταν εξηγεί πώς έχουν τον τρόπο τους αυτά να υποδείξουν φιλοσοφικές αλήθειες μιλώντας αστεία για τα σοβαρά μας.
Γενική είναι η πεποίθηση, ότι οι φιλόσοφοι, χαμένοι σε βαθείς διαλογισμούς για σκοτεινά θέματα όπως το Όν και το Μηδέν, την Συνείδηση και το Νόημα της Ζωής, στερούνται χιούμορ. Εξετασθείς δεκάδες φορές σε φιλοσοφικά μαθήματα σε διάφορα Πανεπιστήμια, ο γράφων ομολογεί ότι το τελευταίο που σκέφθηκε ήταν να κάνει χιούμορ. Ίσως σκεπτόμενος το Μηδέν… στην βαθμολογία.
Κι όμως, παρά το γεγονός ότι ματαίως θα αναζητούσε κανείς το παραμικρό ίχνος χιούμορ σε έναν Mill ή έναν σκοτεινό Κant, όχι περισσότερον από το ‘θηρίον’ τον πεσσιμιστή Θουκυδίδη, που ωστόσο, σε ένα σημείο συλλαμβάνεται να εγέλασε, δείγματα προσφυή ευφυούς χιούμορ μπορούν να διακριβωθούν σε κείμενα του Αυγουστίνου, του Κίρκεγκωρ, του Σόπενάουερ, του Μαρξ, του Wittgenstein, ή του Russell, ακόμη και του τυπικού, μαθηματικού λογικού Boolos. Είναι, όμως, το χιούμορ στην φιλοσοφία, εξ αυτού φιλοσοφικό χιούμορ;
Primus ridere, deinde philosophari – Πρώτα το γελάν, ύστερον το φιλοσοφείν.
Δήλωσε, κάποτε, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ ότι μόνον εκείνοι με μια ισχυρά αίσθηση του χιούμορ μπορούν να μελετήσουν τον Έγελο. Ειρωνική έκφραση, αλλά που αναφέρεται στην προφανή ομοιότητα των νοηματικών μεταστροφών και εννοιακών μετατοπίσεων της διαλεκτικής με την εγγενή πολυσημία των αστείων. Εγγελών Έγελος; Παραδοξολογία, όσο κι αν ακούγεται, η αναζήτηση χιούμορ στον σκοτεινότερο των φιλοσόφων, παραπέμπει, ωστόσο, στην Εγελιανή «Λογική», στην ύψωση της άρνησης στην δεύτερη δύναμη για να μετατραπεί σε θέση, όπως ακριβώς ο Τρελλός του Σαίκσπηρ, στον τραγικό Βασιλέα Ληρ, αναγνωρίζει ότι είναι ένα απόλυτο Τίποτα για να οριστεί, έτσι, ως ένα συγκρεκριμένο «κάτι».
Με τον ίδιο τρόπο, στο άρθρο του για τον Σουρρεαλισμό, ο Walter Benjamin παρατηρεί ότι το αστείο ομοιάζει πιο κοντά στον πολιτικό αφού «εξαντλεί το είναι του στην επιφάνειά του», στην παράστασή του. Ο ανεστραμμένος κόσμος του αστείου, όχι τόσον με τον τρόπο του Μπαχτινικού «carnivalesque» και της «Εορτής των Τρελλών», όσον με την οπτική της «υπερπραγματικότητας», hyperreality, του Μπωντριγιάρ. Όντας μέσα σε όλα, το αστείο δεν βρίσκεται πίσω από τίποτε αφού το ‘πίσω’ δεν είναι παρά ένα τίποτε, απορροφώντας σε αυτό και την επιφανειακή πραγματικότητα της οποίας την επίφαση δήθεν αναδεικνύει. Επίφαση της αλήθειας κι αλήθεια της επίφασης βουλιάζουν η μιά στην άλλη, κι αυτό είναι το «αστείο» που ο φιλόσοφος δακτυλοδείχνει.
Η φιλοσοφία ως αστείο
Aν οι εορτάζοντες εαυτόν, ως ο Russell, βλέπουν στο χιούμορ την αυτοεπιβεβαιούμενη στο αστείο ανωτερότητα, ορισμένου σαν τέτοιο στον πλατωνικό Φίληβο και την Ρητορική του Αριστοτέλη, και βεβαίως, σε ποιόν άλλον από τον Hobbes στον Leviathan του, όπου ο ορισμός «αιφνίδια δόξα» (sudden glory), κοινός τόπος στις σύγχρονες θεωρίες, μετά τον Καντιανό ορισμό του αστείου ως «έκπτωση της προσδοκίας με μια ασύμβατη έκβαση», είναι η λογική, ή γλωσσολογική του θεωρία (πχ ο Ζαν Μορεάλ κι ο Βίκτωρ Ράσκιν) ώς κάποιου είδους κατηγορικού σφάλματος («incongruity theory»), σύγκρουση συνυπαρχόντων ασύμβλητων γλωσσικών κωδίκων, μια αιφνίδια ανατροπή των κοινωνικών μας νορμών, μια «αντιτελετουργία», οχληρή αποξένωση από το καθησυχαστικά δεδομένο οικείο των βεβαιοτήτων μας που, ωστόσο, μας καλεί σε μια βαθύτερη αναψηλάφηση του πιο πρωταρχικού ‘sensus connunis’ του κόσμου.
Εκεί, στην κένωση της εύκολης προσδοκίας, στο κενό ανάμεσα σε πρόβλεψη ή «παράσταση» και πραγματικότητα, ή στον μετεωρισμό της συνείδησης στον σταματημένο χρόνο της απορημένης, ανεσταλμένης προσμονής, το χιούμορ πραγματώνεται ταυτόχρονα ως συνάντηση του επιστημικού επιτεύγματος της αναγνώρισης, της λύσης του ‘κωμικού’ αινίγματος και της λυτρωτικής απελευθέρωσης του μουδιασμένου είναι: Το χιούμορ δηλαδή ως κοινωνικά ενταγμένη πρακτική φιλοσοφία, μια λυτρωτική απελευθέρωση που με ένα οργασμικό γέλιο φέρνει μια νέα αλήθεια στον τρόπο του είναι μας.
Ο βαθμός «μηδέν» του γέλωτος: χιούμορ και μηδενιστικές φιλοσοφίες
Κάθε πολιτική θεωρία είναι στην ουσία της λόγος περί των ορίων, και κάθε στοχασμός για τα όρια του λόγου είναι η πεμπτουσία της φιλοσοφίας. Κι εδώ συναντώνται, με τον δικό της η κάθε μια τρόπο, πολιτική και φιλοσοφία με το χιούμορ. Είναι λοιπόν σαν κήρυγμα πολιτικής χειραφέτησης ή απελευθερωτική των μελάγχολων αδιέξοδών μας φιλοσοφική θεραπεία ο γέλως του Νιτσεϊκού Ζαρατούστρα (1889), όταν, στο κεφάλαιο για τον ‘Ανώτερο Άνθρωπο’ υπογραμμίζει την αξία του γέλωτος ενάντια στα νεκρά βάρη του πολιτισμού και των παραδόσεών μας καλώντας για «τον γελώντα σίφουνα που θα φυσήξει σκόνη στα μάτια όσων το μαύρο και το μουχλιασμένο έχουν στο βλέμμα» (σ. 407). Είναι σε αυτή την «εύθυμη γνώση» που συνιστά ο γέλως κατά του εαυτού μας που ο Νίτσε ζητεί την ανέμελη απελευθέρωση από την άκριτη προσήλωση (αιχμηρή κυριολεξία εδώ ο ‘ήλος’) και δεσμωτική δέσμευση στις παραδεδομένες συμβάσεις και την διάνοιξη της δυνατότητας δημιουργίας νέων αξιών.
Aντίθετα από την μεταφυσική αισιοδοξία του Εγέλου που βρίσκει κάθε ασυμβατότητα να επιλύεται σε μια βαθύτερη σύνθεση ώστε «το πραγματικό να είναι λογικό», ο μηδενιστής επιλύει στην κατεύθυνση της παραίτησης από κάθε προσπάθεια λογικού συγκερασμού ή συμβιβασμού. Για τον μηδενιστή, ο κόσμος περιέχει άλυτες ασυμβατότητες κι η σύγκρουση ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδεατό είναι συνεχής και ασυμβίβαστη καλώντας για την αποδοχή του αγεφύρωτου διαζυγίου μας από την τελειότητα: όθεν, «ο Θεός είναι νεκρός, τίποτε δεν έχει σημασία ή αξία ή αλήθεια». Είμαστε κάτι αστείο.
Το αστείο σαν εκκεντρική συνύπαρξη ασυμβατοτήτων βρίσκει στην ίδια την οντολογική σύσταση του ανθρώπου, στην σημαντική φιλοσοφική μονογραφία του για το Χιούμορ, ο φιλόσοφος Simon Critchley (‘On Humour’, Routledge, London and New York, 2002). Εκκινώντας από το «αδύνατο του χιούμορ ως λογικής κατηγορίας για τον φιλόσοφο», ο Critchley διαβλέπει, ωστόσο, σε αυτό κάποια στοιχεία μιας φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, αφού τα ασύμβλητα που συνιστούν την λογική γραμματική του χιούμορ να μας αναπαριστούν ως όντα του ετερόκλητου ‘αναμεταξύ’, συστοιχώντας με την μοιρασμένη μας φύση ανάμεσα σε θηρία και αγγέλους, φύση και νόμο, το φυσικό και το μεταφυσικό, «between arts and arseholes». Απηχώντας τον στίχο του Pope για τον άνθρωπο ως «the glory, jest and riddle of the world», (δόξα, αστείο και αίνιγμα του κόσμου) ο Critchley βρίσκει στο χιούμορ με την μορφή του παιγνιώδους νεύματος – πώς αλλιώς – την εγγενή αντίφαση στην άνω θρώσκουσα ζωϊκότητά μας, το αμφίσημο κι αμφίβιο γεγονός ότι έχουμε σώματα αλλά και είμαστε τα σώματα αυτά, σωματικοί κι ασώματοι ένοικοι σ’ αυτά, αλλά τίποτα αποκλειστικά από τα δύο. Αναλογιστείτε την σωματικότητα ενός Καρδιναλίου, την ώρα που μεταρσιωμένος εκείνος ευλογεί τα πλήθη, να θυμίζει βροντερά την παρουσία της με ένα ηχηρό… «πέρδεσθαι». Γελούμε, εδώ, με την υπενθύμιση της διττής μας φύσης, όπως κι ο Ναπολέων που θυμόταν το «αστείο» όποτε αναζητούσε καρέκλα για να εναποθέσει κουρασμένος τα οπίσθιά του. Υψηλή προσδοκία και πραγματικότητα πιο συχνά συγκρούονται, αλλά μπροστά στο εγγενές αυτό «παράλογο» της ύπαρξής μας, αντίθετα από τον άπελπι παραιτημένο ηρωϊσμό του Καμύ, ο φιλόσοφος Thomas Nagel (“Absurd”, Journal of Philosophy 68: 1971) συνιστά τούτο να δώσει αφορμή στο χιούμορ, κι όχι στην αγωνία.
Φιλόσοφος της ειρωνείας, με ανοικτά πάντοτε τα ερωτήματα για την «κοσμική ειρωνεία» που περικλείει στην αναπάντητη εποχή των εισαγωγικών της το νόημα και την αξία ή σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης, έκλεισε κι ο Σωκράτης, στον Κρίτωνα, την δική του γήινη ύπαρξη ανάμεσα στους ανθρώπους σαν αστείο με γαργαλιστικά μετέωρη την συμπερασματική ‘ατάκα’, το punchline του.
Αν, δηλαδή, είναι καλύτερα για τους εταίρους του που θα συνεχίζουν την γήινη ύπαρξή τους, ή γι’ αυτόν που φεύγει στον θάνατο, διατηρώντας έτσι, ειρωνικά διαλεγόμενος μέχρι τέλους την φιλοσοφική ζωή του, το δικαίωμα να είναι αυτός, ο φιλόσοφος, που… θα γελάσει τελευταίος.
Πιο κοφτερός στα αστεία του ο Bertrand Russell, όταν κλήθηκε να εξηγήσει την λογική αρχή της υλικής συνεπαγωγής, ότι από ένα ψεύδος συνάγεται ο,τιδήποτε, με την ερώτηση: «δείξτε μας πώς από το ‘δύο και δύο ίσον πέντε συνεπάγεται ότι είστε ο Πάπας». Ο αξεπέραστος μαθηματικός λογικός, συγγραφέας του Principia Mathematica, απήντησε ευστρόφως: «Αν από κάθε σκέλος του αθροίσματος αφαιρέσουμε τρία, μένουμε με το αποτέλεσμα ότι δύο ίσον ένα. Ο Πάπας κι εγώ είμαστε δύο, άρα είμαστε ένα».
Το πιο αξεπέραστο, ωστόσο, φιλοσοφικό αστείο σερβιρίστηκε ο Οξφορδιανός φιλόσοφος της γλώσσας, συγγραφέας του ‘Doing Things with Words’ και του ‘Α Plea for Excuses’, o James Austin, όταν, σε διάλεξή του στην Αμερική, εξηγούσε ότι ‘σε πλείστες γλώσσες, δύο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση’. Αλλά, υπέδειξε εμφατικά, ‘δεν γνωρίζω καμμία γλώσσα στην οποία δύο καταφάσεις κάνουν μία άρνηση’. Ακούγεται αμέσως, από το βάθος της αίθουσας, ένα δύστροπο «yeah, yeah»…
«Πλακατζής» όπως ορίζει η εγγενής κοινωνικότητα του αστείου, εννοούμενο στην ετυμολογία του ως τρόπος του άστεως, χαριτωμένα παιγνιώδης λεκτική συμπεριφορά, δηλαδή, με τις δικές της μετα-νόρμες για το πώς επιβεβαιώνονται παραβιαζόμενες και περιπαιζόμενες οι γλωσσικές μορφές και νοηματικά πεδία, ίσως να μην ήταν ο χαμένος στον κόσμο των στοχασμών του, μάλλον στριφνός, Αυστριακός φιλόσοφος της γλωσσικής ανάλυσης. Ο αφορισμός του, ωστόσο, για την διδακτική φιλοσοφικότητα του χιούμορ αγγίζει κάτι πολύ πιο βαθύ από ό,τι η χαριτωμένη οξύνοια του ασκημένου στην μαθηματική λογική και τα λεξιπαίγνια των λογικών τύπων Μπέρτραντ Ράσελ, όταν η φιλοσοφία αυτοθωπεύεται για τους οξυδερκείς χειρισμούς του «συρού» στο… ξύρισμα των ωών. Δικαιούμαστε, ωστόσο, να περιμένουμε κάτι περισσότερο από το φιλοσοφικό χιούμορ, πέραν από λεξιπαικτικούς αστεϊσμούς πάνω σε φιλοσοφικές έννοιες; Φιλόσοφος, πάνω από όλα, ο Wittgenstein μιλά σοβαρά για τα αστεία όταν εξηγεί πώς έχουν τον τρόπο τους αυτά να υποδείξουν φιλοσοφικές αλήθειες μιλώντας αστεία για τα σοβαρά μας.
Γενική είναι η πεποίθηση, ότι οι φιλόσοφοι, χαμένοι σε βαθείς διαλογισμούς για σκοτεινά θέματα όπως το Όν και το Μηδέν, την Συνείδηση και το Νόημα της Ζωής, στερούνται χιούμορ. Εξετασθείς δεκάδες φορές σε φιλοσοφικά μαθήματα σε διάφορα Πανεπιστήμια, ο γράφων ομολογεί ότι το τελευταίο που σκέφθηκε ήταν να κάνει χιούμορ. Ίσως σκεπτόμενος το Μηδέν… στην βαθμολογία.
Κι όμως, παρά το γεγονός ότι ματαίως θα αναζητούσε κανείς το παραμικρό ίχνος χιούμορ σε έναν Mill ή έναν σκοτεινό Κant, όχι περισσότερον από το ‘θηρίον’ τον πεσσιμιστή Θουκυδίδη, που ωστόσο, σε ένα σημείο συλλαμβάνεται να εγέλασε, δείγματα προσφυή ευφυούς χιούμορ μπορούν να διακριβωθούν σε κείμενα του Αυγουστίνου, του Κίρκεγκωρ, του Σόπενάουερ, του Μαρξ, του Wittgenstein, ή του Russell, ακόμη και του τυπικού, μαθηματικού λογικού Boolos. Είναι, όμως, το χιούμορ στην φιλοσοφία, εξ αυτού φιλοσοφικό χιούμορ;
Primus ridere, deinde philosophari – Πρώτα το γελάν, ύστερον το φιλοσοφείν.
Δήλωσε, κάποτε, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ ότι μόνον εκείνοι με μια ισχυρά αίσθηση του χιούμορ μπορούν να μελετήσουν τον Έγελο. Ειρωνική έκφραση, αλλά που αναφέρεται στην προφανή ομοιότητα των νοηματικών μεταστροφών και εννοιακών μετατοπίσεων της διαλεκτικής με την εγγενή πολυσημία των αστείων. Εγγελών Έγελος; Παραδοξολογία, όσο κι αν ακούγεται, η αναζήτηση χιούμορ στον σκοτεινότερο των φιλοσόφων, παραπέμπει, ωστόσο, στην Εγελιανή «Λογική», στην ύψωση της άρνησης στην δεύτερη δύναμη για να μετατραπεί σε θέση, όπως ακριβώς ο Τρελλός του Σαίκσπηρ, στον τραγικό Βασιλέα Ληρ, αναγνωρίζει ότι είναι ένα απόλυτο Τίποτα για να οριστεί, έτσι, ως ένα συγκρεκριμένο «κάτι».
Με τον ίδιο τρόπο, στο άρθρο του για τον Σουρρεαλισμό, ο Walter Benjamin παρατηρεί ότι το αστείο ομοιάζει πιο κοντά στον πολιτικό αφού «εξαντλεί το είναι του στην επιφάνειά του», στην παράστασή του. Ο ανεστραμμένος κόσμος του αστείου, όχι τόσον με τον τρόπο του Μπαχτινικού «carnivalesque» και της «Εορτής των Τρελλών», όσον με την οπτική της «υπερπραγματικότητας», hyperreality, του Μπωντριγιάρ. Όντας μέσα σε όλα, το αστείο δεν βρίσκεται πίσω από τίποτε αφού το ‘πίσω’ δεν είναι παρά ένα τίποτε, απορροφώντας σε αυτό και την επιφανειακή πραγματικότητα της οποίας την επίφαση δήθεν αναδεικνύει. Επίφαση της αλήθειας κι αλήθεια της επίφασης βουλιάζουν η μιά στην άλλη, κι αυτό είναι το «αστείο» που ο φιλόσοφος δακτυλοδείχνει.
Η φιλοσοφία ως αστείο
Aν οι εορτάζοντες εαυτόν, ως ο Russell, βλέπουν στο χιούμορ την αυτοεπιβεβαιούμενη στο αστείο ανωτερότητα, ορισμένου σαν τέτοιο στον πλατωνικό Φίληβο και την Ρητορική του Αριστοτέλη, και βεβαίως, σε ποιόν άλλον από τον Hobbes στον Leviathan του, όπου ο ορισμός «αιφνίδια δόξα» (sudden glory), κοινός τόπος στις σύγχρονες θεωρίες, μετά τον Καντιανό ορισμό του αστείου ως «έκπτωση της προσδοκίας με μια ασύμβατη έκβαση», είναι η λογική, ή γλωσσολογική του θεωρία (πχ ο Ζαν Μορεάλ κι ο Βίκτωρ Ράσκιν) ώς κάποιου είδους κατηγορικού σφάλματος («incongruity theory»), σύγκρουση συνυπαρχόντων ασύμβλητων γλωσσικών κωδίκων, μια αιφνίδια ανατροπή των κοινωνικών μας νορμών, μια «αντιτελετουργία», οχληρή αποξένωση από το καθησυχαστικά δεδομένο οικείο των βεβαιοτήτων μας που, ωστόσο, μας καλεί σε μια βαθύτερη αναψηλάφηση του πιο πρωταρχικού ‘sensus connunis’ του κόσμου.
Εκεί, στην κένωση της εύκολης προσδοκίας, στο κενό ανάμεσα σε πρόβλεψη ή «παράσταση» και πραγματικότητα, ή στον μετεωρισμό της συνείδησης στον σταματημένο χρόνο της απορημένης, ανεσταλμένης προσμονής, το χιούμορ πραγματώνεται ταυτόχρονα ως συνάντηση του επιστημικού επιτεύγματος της αναγνώρισης, της λύσης του ‘κωμικού’ αινίγματος και της λυτρωτικής απελευθέρωσης του μουδιασμένου είναι: Το χιούμορ δηλαδή ως κοινωνικά ενταγμένη πρακτική φιλοσοφία, μια λυτρωτική απελευθέρωση που με ένα οργασμικό γέλιο φέρνει μια νέα αλήθεια στον τρόπο του είναι μας.
Ο βαθμός «μηδέν» του γέλωτος: χιούμορ και μηδενιστικές φιλοσοφίες
Κάθε πολιτική θεωρία είναι στην ουσία της λόγος περί των ορίων, και κάθε στοχασμός για τα όρια του λόγου είναι η πεμπτουσία της φιλοσοφίας. Κι εδώ συναντώνται, με τον δικό της η κάθε μια τρόπο, πολιτική και φιλοσοφία με το χιούμορ. Είναι λοιπόν σαν κήρυγμα πολιτικής χειραφέτησης ή απελευθερωτική των μελάγχολων αδιέξοδών μας φιλοσοφική θεραπεία ο γέλως του Νιτσεϊκού Ζαρατούστρα (1889), όταν, στο κεφάλαιο για τον ‘Ανώτερο Άνθρωπο’ υπογραμμίζει την αξία του γέλωτος ενάντια στα νεκρά βάρη του πολιτισμού και των παραδόσεών μας καλώντας για «τον γελώντα σίφουνα που θα φυσήξει σκόνη στα μάτια όσων το μαύρο και το μουχλιασμένο έχουν στο βλέμμα» (σ. 407). Είναι σε αυτή την «εύθυμη γνώση» που συνιστά ο γέλως κατά του εαυτού μας που ο Νίτσε ζητεί την ανέμελη απελευθέρωση από την άκριτη προσήλωση (αιχμηρή κυριολεξία εδώ ο ‘ήλος’) και δεσμωτική δέσμευση στις παραδεδομένες συμβάσεις και την διάνοιξη της δυνατότητας δημιουργίας νέων αξιών.
Aντίθετα από την μεταφυσική αισιοδοξία του Εγέλου που βρίσκει κάθε ασυμβατότητα να επιλύεται σε μια βαθύτερη σύνθεση ώστε «το πραγματικό να είναι λογικό», ο μηδενιστής επιλύει στην κατεύθυνση της παραίτησης από κάθε προσπάθεια λογικού συγκερασμού ή συμβιβασμού. Για τον μηδενιστή, ο κόσμος περιέχει άλυτες ασυμβατότητες κι η σύγκρουση ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδεατό είναι συνεχής και ασυμβίβαστη καλώντας για την αποδοχή του αγεφύρωτου διαζυγίου μας από την τελειότητα: όθεν, «ο Θεός είναι νεκρός, τίποτε δεν έχει σημασία ή αξία ή αλήθεια». Είμαστε κάτι αστείο.
Το αστείο σαν εκκεντρική συνύπαρξη ασυμβατοτήτων βρίσκει στην ίδια την οντολογική σύσταση του ανθρώπου, στην σημαντική φιλοσοφική μονογραφία του για το Χιούμορ, ο φιλόσοφος Simon Critchley (‘On Humour’, Routledge, London and New York, 2002). Εκκινώντας από το «αδύνατο του χιούμορ ως λογικής κατηγορίας για τον φιλόσοφο», ο Critchley διαβλέπει, ωστόσο, σε αυτό κάποια στοιχεία μιας φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, αφού τα ασύμβλητα που συνιστούν την λογική γραμματική του χιούμορ να μας αναπαριστούν ως όντα του ετερόκλητου ‘αναμεταξύ’, συστοιχώντας με την μοιρασμένη μας φύση ανάμεσα σε θηρία και αγγέλους, φύση και νόμο, το φυσικό και το μεταφυσικό, «between arts and arseholes». Απηχώντας τον στίχο του Pope για τον άνθρωπο ως «the glory, jest and riddle of the world», (δόξα, αστείο και αίνιγμα του κόσμου) ο Critchley βρίσκει στο χιούμορ με την μορφή του παιγνιώδους νεύματος – πώς αλλιώς – την εγγενή αντίφαση στην άνω θρώσκουσα ζωϊκότητά μας, το αμφίσημο κι αμφίβιο γεγονός ότι έχουμε σώματα αλλά και είμαστε τα σώματα αυτά, σωματικοί κι ασώματοι ένοικοι σ’ αυτά, αλλά τίποτα αποκλειστικά από τα δύο. Αναλογιστείτε την σωματικότητα ενός Καρδιναλίου, την ώρα που μεταρσιωμένος εκείνος ευλογεί τα πλήθη, να θυμίζει βροντερά την παρουσία της με ένα ηχηρό… «πέρδεσθαι». Γελούμε, εδώ, με την υπενθύμιση της διττής μας φύσης, όπως κι ο Ναπολέων που θυμόταν το «αστείο» όποτε αναζητούσε καρέκλα για να εναποθέσει κουρασμένος τα οπίσθιά του. Υψηλή προσδοκία και πραγματικότητα πιο συχνά συγκρούονται, αλλά μπροστά στο εγγενές αυτό «παράλογο» της ύπαρξής μας, αντίθετα από τον άπελπι παραιτημένο ηρωϊσμό του Καμύ, ο φιλόσοφος Thomas Nagel (“Absurd”, Journal of Philosophy 68: 1971) συνιστά τούτο να δώσει αφορμή στο χιούμορ, κι όχι στην αγωνία.
Φιλόσοφος της ειρωνείας, με ανοικτά πάντοτε τα ερωτήματα για την «κοσμική ειρωνεία» που περικλείει στην αναπάντητη εποχή των εισαγωγικών της το νόημα και την αξία ή σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης, έκλεισε κι ο Σωκράτης, στον Κρίτωνα, την δική του γήινη ύπαρξη ανάμεσα στους ανθρώπους σαν αστείο με γαργαλιστικά μετέωρη την συμπερασματική ‘ατάκα’, το punchline του.
Αν, δηλαδή, είναι καλύτερα για τους εταίρους του που θα συνεχίζουν την γήινη ύπαρξή τους, ή γι’ αυτόν που φεύγει στον θάνατο, διατηρώντας έτσι, ειρωνικά διαλεγόμενος μέχρι τέλους την φιλοσοφική ζωή του, το δικαίωμα να είναι αυτός, ο φιλόσοφος, που… θα γελάσει τελευταίος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου