Συμφώνως με τον Πρόκλο :
«η ψυχή είναι μια οντότητα που βρίσκεται στη μέση μεταξύ των αληθινών και των γεννημένων όντων, και αποτελείται από το κράμα των μεσαίων γενών, και έχει διαιρεθεί σε έναν ουσιώδη αριθμό, και συνδέθηκε με όλες τις μεσότητες, και εναρμονίστηκε σύμφωνα με την διατονική αρμονία, και ζει ζωή μια και ταυτόχρονα διπλή, και είναι ικανή να γνωρίζει και με ένα τρόπο και με δυο τρόπους. Γιατί, αν προσθέσουμε σε αυτόν τον ορισμό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ψυχής, θα έχουμε τους ιδιαίτερους ορισμούς των θείων, των δαιμονικών και των επιμέρους ψυχών από την ίδια την ουσιώδη υπόσταση καθεμιάς. Και απέχουμε πολύ από το να πούμε ότι η ψυχή είναι εντελέχεια ενός φυσικού σωματικού οργανισμού ο οποίος έχει ζωή εν δυνάμει – όπως λέγει ο Αριστοτέλης. Γιατί αυτός ο ορισμός είπε που ανήκει η ψυχή και δεν είπε τι είναι η ψυχή, ούτε συμπεριέλαβε κάθε ψυχή (γιατί οι θείες ψυχές δεν ανήκουν σε σωματικούς οργανισμούς) ούτε αποφεύγει στο σφάλμα να χρησιμοποιήσει το οριζόμενο μέσα στον ορισμό. Γιατί αυτό που εν δυνάμει ζει είναι αυτό που εν δυνάμει έχει ψυχή.»[1]
Μάλιστα όσο αφορά την θέση της ψυχής ως ουσία ο μεν Πρόκλος μας εξηγεί πως :
«Η μαθηματική ουσία κατ’ ανάγκη δεν ανήκει στα πρώτα ούτε στα τελευταία όντα, τα οποία έχουν υποστεί την έσχατη διαίρεση σε πλήρη αντίθεση με την απλή ουσία, αλλά έχει λάβει τη μεσαία θέση ανάμεσα στις αμερείς, απλές, ασύνθετες και αδιαίρετες υποστάσεις και στις διαιρεμένες υποστάσεις που έχουν χαρακτηριστεί από κάθε λογής συνθέσεις και ποικιλόμορφες διαφοροποιήσεις. Γιατί ο αναλλοίωτος, μόνιμος και αδιάψευστος χαρακτήρας των συλλογισμών που την αφορούν δείχνει ότι αυτή υπερβαίνει τα ένυλα είδη.»[2]
ο δε Ιάμβλίχος :
«Η ουσία της ψυχής είναι άυλη καθαυτή, ασώματος, αγέννητη εντελώς και ανώλεθρη, έχοντας από τον εαυτό της την ύπαρξη και την ζωή της, εντελώς αυτοκινούμενη και αρχή της φύσης και όλων των κινήσεων. Αυτή λοιπόν, στον βαθμό που είναι τέτοια, έχει περιλάβει μέσα της την αυτεξούσια και την ανεξάρτητη ζωή. Και όσο δίνει τον εαυτό της σε όσα γεννιούνται και υποτάσσει τον εαυτό της στην κίνηση του σύμπαντος, τόσο άγεται από την ειμαρμένη και υποτάσσεται στις φυσικές ανάγκες. Και όσο πάλι αναπτύσει τη νοητική και πραγματικά ανεξάρτητη από όλα και αυτόβουλη ενέργεια της, τόσο πράττει εκούσια τα δικά της και με αλήθεια αγγίζει το θείο, το αγαθό και το νοητό με τα της αλήθειας.»[3]
Προς περισσότερη εξήγηση θα πούμε πως συμφώνως και με τον Ιεροκλή :
«Η λογική ουσία(=ψυχή=μαθηματική ουσία) έχοντας συμφυές σώμα παρά του δημιουργού οδηγήθηκε στο Είναι(=ύπαρξη), ώστε αυτή να μην είναι το συμφυές σώμα της αλλά ούτε να υπάρχει χωρίς αυτό, αλλά η ίδια να είναι ασώματη και ολόκληρο το είδος της να περατώνεται σε ένα συμφυές σώμα.»[4]
Βέβαια :
«Κάθε ήρωας είναι λογική ψυχή μετά φωτεινού σώματος και κάθε άνθρωπος ομοίως είναι λογική ψυχή μετά συμφυούς αθανάτου σώματος, και αυτό ήταν των Πυθαγορείων δόγμα, το οποίο αποκάλυψε αργότερα ο Πλάτωνα, παρομοιάζοντας κάθε ψυχή, θεία και ανθρώπινη, με την ενωμένη δύναμη ενός πτερωτού ζεύγους ίππων και του ηνιόχου.»[5]
Καθώς επίσης :
«το άυλο σώμα είναι ένα είδος ζωής που γεννά την ένυλη ζωή, από την οποία συμπληρώνεται ο θνητός άνθρωπος, που αποτελείται από την άλογη ζωή και το υλικό σώμα, και αποτελεί είδωλο (ο θνητός άνθρωπος), του άυλου ανθρώπου που έχει συσταθεί από λογική/μαθημτική ουσία και άυλο σώμα.»[6]
Να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο πως ο Ιεροκλής όταν αναφέρεται στο σώμα των ηρώων – όπου με την έννοια Ήρωες εννοεί και τις 3-εις τάξεις των κρειττόνων γενών – τους κατ’ ουσίαν Αγγέλους, Δαίμονες & Ήρωες – αναφέρει τη λέξη «φωτεινό», ενώ για το συμφυές σώμα της ανθρώπινης αΐδιας και αθάνατης λογικής ψυχής χρησιμοποιεί την λέξη «αθάνατο». Αυτό το κάνει για διευκρινίσει ότι δεν αναφέρεται στο θνητό σώμα, που στα κείμενα θεολογικά & φιλοσοφικά κείμενα που αποτελούν την θρησευτική παράδοση των Ελλήνων αναφέρεται με τη λέξη «οστράκινο», αλλά στο αθάνατο και συμφυές σώμα της λογικής ψυχής, στο «αυγοειδές».
- <Αὐγοειδής> = ἔφασκε δ᾽ οὖν παρ᾽ ἐκείνου καὶ ἐκεῖνο ἀκηκοέναι ὁ Ἰσίδωρος, ὡς ἔχει τι ἡ ψυχὴ αὐγοειδὲς ὄχημα λεγόμενον, ἀστροειδές τι καὶ ἀΐδιον. (Βλ. Λεξικό Σούδα)
- <Αὐγοειδές> = ἀστροειδές τι καὶ ἀΐδιον. ἔφασκε δὲ ὁ Ἰσίδωρος, ἐκεῖνο ἀκηκοέναι, ὡς ἔχει ἡ ψυχὴ αὐγοειδὲς ὄχημα. (Βλ. Λεξικό Ψευδο-Ζωναρά)
Για να γίνει δε κατανοητό το τι είναι το συμφυές αυγοειδές σώμα ή χιτώνας της αΐδιας και αθάνατης ψυχής, θα πούμε πως σύμφωνα με τον Πρόκλο – όταν αυτός εξηγεί για ποιες αιτίες συγκροτήθηκε ο άνθρωπος πριν από τα άλλα επιμέρους όντα – λέγεται πως :
«σύμφωνα με τον “Τίμαιο, 37c”, ο Κόσμος τούτος είναι άγαλμα των αϊδιων Θεών και ο δημιουργός είναι ο τελεστής του αγάλματος αυτού, που εμφύσησε σε αυτόν ζωή αμήχανον και τον έκανε νοήμον άγαλμα, που μέσω της κίνησής του δίνει χρησμούς σε όσους μπορούν να βλέπουν και μέσω των ουράνιων σημείων ανακοινώνει τα εσόμενα. Το άγαλμα αυτό το περιέβαλε με τον χαρακτήρα της ψυχής και τις περιφορές, στις οποίες έδωσε ο ίδιο ονόματα, και το έδεσε μαζί τους. Του έβαλε ολόγυρα φυλακτήρια και στο μέσο των κόλπων του εγκατέστησε τους νόες που προείπαμε, σαν σύμβολα, αν θέλει, των άτμητων και εννοειδών ιύγγων. Και αν όχι εκείνων επειδή είναι πιο ξενικές, τουλάχιστον των άμεσων προς τον Κόσμο θεϊκών αιτιών. Λένε άλλωστε ότι ο πόλος είναι σύμβολο του Κρόνου, για τούτο και είναι ταιριαστό που ονομάζεται άγκιστρο, σαν μίμηση αληθινά του “αγκυλομήτη” εκείνου νου. Της ζωογονικής θεάς πάλι το σύμβολο είναι ο άξονας, αποτύπωση της προόδου της σταθερής και απαρασάλευτης, ενώ απομένει για τον δημιουργό τον ίδιο εικόνα να είναι το σφοντύλι, που έχει το σχήμα εκείνου που μορφοποιεί την κίνηση περί τον εαυτό του και τον άξονα, του στραμμένου προς τον εαυτό του και προς τα αίτια από τα οποία προήλθε.»[7]
Μάλιστα όπως τονίζει ο Πρόκλος :
«Άλλοι ποιο απόρρητοι λόγοι λένε ότι ο δημιουργός είναι επικεφαλής του Κόσμου επιβαίνοντας στους πόλους και επιστρέφοντας το σύμπαν στον εαυτό του μέσω θείου έρωτα. Οι Πυθαγόρειοι, μάλιστα, θεωρούσαν σωστό να αποκαλούν τον πόλο σφραγίδα της Ρέας, ως την άρρητη και δραστήρια δύναμη της ζωογονικής θεότητας η οποία μέσω του πόλου προοδεύει στο σύμπαν, και το κέντρο φυλακή (φρουρά) του Διός, επειδή ο Δίας τοποθέτησε μέσα στους κόλπους του Κόσμου δημιουργική φρουρά και την εδραίωσε σταθερά γύρω από το κέντρο. Γιατί από την στιγμή που το κέντρο μένει σταθερό, το σύμπαν έχει αδιασάλευτη την τάξη του και ακατάπαυστη την περιφορά του, και τα πάντα διαφυλάσσουν τη σειρά τους αμετακίνητη. Και οι πολοκράτωρες Θεοί έχουν λάβει δύναμη που συνάγει τα διηρημένα και ενοποιεί τα πεπληθυσμένα, ενώ οι Θεοί που έχουν λάβει για κλήρο τους άξονες κινούν μαζί τις περιστροφές και τις ανακυκλώνουν αιώνια. Και αν πρέπει να πω και αυτό, τα κέντρα όλων των σφαιρών και οι πόλοι είναι σύμβολα των ιυγγικών θεών, έχοντας απεικονίσει το άγνωστο και ενωτικό τους σύνθημα, οι άξονες αποτυπώνουν τις συνοχές των διακόσμων και οι ίδιοι συνέχουν τις εγκόσμιες ολότητες και περιόδους, όπως τα νοητά κέντρα συνέχουν τις νοητικές, και οι ίδιες οι σφαίρες είναι εικόνες των τελεσιουργών Θεών, συνδέοντας την αρχή με το τέλος και υπερέχοντας από όλα τα σχήματα ως προς την απλότητα, την ομοιότητα και την τελειότητα.»[8]
Όμως και όσο αφορά τον άνθρωπο και την σχέση του με το σύμπαν ο Πρόκλος όταν αναλύει τον Πλατωνικό “Τίμαιο” μας λέγει:
«Μόνο ο Πλάτωνας, στον “Τίμαιο”, ακολουθώντας τους Πυθαγορείους, κάνει λόγο και για συναίτια των φυσικών πραγμάτων, δηλ. για το Είδος που είναι δεσμευμένο στην ύλη, το οποίο υπηρετούν τα πρωταρχικά αίτια στην γέννηση των όντων. Πριν από αυτά όμως διερευνά τα πρωταρχικά αίτια, το δημιουργικό, το υποδειγματικό και το τελικό αίτιο, και για τον λόγο αυτό τοποθετεί πάνω από το σύμπαν έναν δημιουργό νου, μια νοητή αιτία, μέσα στην οποία υπάρχει το σύμπαν πρωταρχικά, και το ύψιστο Αγαθό, το οποίο είναι τοποθετημένο πριν από τον δημιουργό νου, στη θέση του ποθητού. Γιατί καθώς αυτό κινείται από κάτι άλλο είναι εξαρτημένο από την δύναμη εκείνου που το κινεί, και ως εκ τούτου δεν είναι στην φύση του να παράγει, να τελειοποιεί ή να σώζει τον εαυτό του, αλλά για όλα αυτά χρειάζεται τη δημιουργική αιτία και από εκεί συνέχεται (συγκρατείται). Είναι φυσικό, λοιπόν, και τα συναίτια των φυσικών φαινομένων να είναι εξαρτημένα από τα αληθινά αίτια, από τα οποία έχουν παραχθεί (ἀφ᾽ ὧν παρῆκται : δημιουργικό αίτιο), με βάση τα οποία έχουν δημιουργηθεί από τον πατέρα των πάντων (πρὸς ἃ δεδημιούργηται : υποδειγματικό αίτιο), και για τα οποία έχουν γεννηθεί (ὧν ἕνεκα γέγονεν : τελικό αίτιο). Εύλογα, λοιπόν, όλα αυτά έχουν παραδοθεί από τον Πλάτωνα εξετασμένα με ακρίβεια, καθώς και τα υπόλοιπα δύο, το Είδος και το υλικό υποκείμενο (=υπόστρωμα), εξαρτημένα από αυτά. Για τούτο και ο αισθητός Κόσμος δεν είναι ίδιος με τους νοητούς ή νοητικούς Κόσμους, οι οποίοι έχουν λάβει υπόσταση με τα καθαρά Είδη, αλλά υπάρχουν σε αυτόν δύο πράγματα, το ένα ως Λόγος και Είδος, και το άλλο ως υπόστρωμα. Από αυτά είναι φανερό ότι δικαιολογημένα ο Πλάτωνας έχει παρουσιάσει όλες αυτές τις αιτίες την Κοσμογονίας, το ύψιστο Αγαθό, το νοητό υπόδειγμα, το ποιούν (=ποιητικό/ δημιουργικό αίτιο ή δημιουργός νου ή Ζευς), το Είδος και την υποκείμενη Φύση (=υπόστρωμα της Φύσης). Γιατί αν μιλούσε για νοητούς θεούς, θα παρουσίαζε σαν αίτιό τους μόνο το ύψιστο Αγαθό/Ένα. Γιατί μόνο από αυτή την αιτία προέρχεται ο νοητός αριθμός. Αν μιλούσε για νοητικούς θεούς, θα θεωρούσε ως αιτία το ύψιστο Αγαθό/Ένα και το νοητό. Γιατί το νοητικό πλήθος προέρχεται από τις νοητές Ενάδες και τη μια πηγή των όντων. Αν έκανε λόγο για τους υπερκόσμιους θεούς, θα τους παρήγαγε από τον καθολικό δημιουργό νου (=τον Δία), από τους νοητούς θεούς και από το αίτιο των πάντων. Γιατί, σε όλα όσα γεννιούνται από τα κατώτερα, εκείνο δίνει υπόσταση κατά τρόπο πρωταρχικό, απόρρητο και ανεπινόητο (=ασύλληπτο). Επειδή, όμως, θα κάνει λόγο για εγκόσμια πράγματα και για τον σύμπαντα Κόσμο, ο Πλάτωνας θα του δώσει ύλη και Είδος, το οποίο φτάνει σε αυτόν από τους υπερκόσμιους θεούς, θα τον εξαρτήσει από τον καθολικό δημιουργό νου (=τον Ζευς), θα τον εξομοιώσει με το “νοητό ζωντανό Ον” (=πλατωνικό υπόδειγμα ή Ορφικός Φάνης, που εμπεριέχει τα νοητά Είδη/Ιδέες), θα τον αναδείξει σε θεό μέσω της συμμετοχής του στο ύψιστο Αγαθό και έτσι θα κάνει τον σύμπαντα Κόσμο ένα νοήμονα έμψυχο και ευδαίμονα θεό. Αυτός είναι, λοιπόν, ο σκοπός στον οποίο υποστηρίζουμε ότι αποβλέπει ο πλατωνικός “Τίμαιος”, και τέτοιος, όπως τον περιγράψαμε. Καθώς, όμως, είναι τέτοιος, ορθά στην αρχή η τάξη του σύμπαντος παρουσιάζεται δια εικόνων, στην μέση έχει παραδοθεί ολόκληρη η Κοσμογονία και προς το τέλος τα μέρη και τα τέλη της δημιουργίας συνδέονται με τα σύνολα. Η επανάληψη, λοιπόν, της «Πολιτείας» και ο μύθος για την Ατλαντίδα παρουσιάζουν την επισκόπηση του Κόσμου μέσω εικόνων. Γιατί, αν τα συσχετίσουμε με την ένωση και το πλήθος των εγκόσμιων πραγμάτων, θα πούμε ότι η “Πολιτεία”, την οποία ανακεφαλαιώνει ο Σωκράτης, είναι εικόνα ένωσης, καθώς έχει θέσει ως σκοπό της “τὴν διὰ πάντων διήκουσαν κοινωνίαν” (=την κοινωνία-ομόνοια που ενώνει τα πάντα), ενώ εικόνα της διαιρέσεως και μάλιστα της αντίθεσης των δύο συστοιχιών του Κόσμου είναι ο πόλεμος των Ατλαντίνων προς τους Αθηναίους, τον οποίο αφηγείται ο Κριτίας. Αν τα συσχετίσουμε με την ουράνια και την υποσελήνια περιοχή, θα πούμε ότι η “Πολιτεία” είναι εικόνα του ουράνιου διάκοσμου – γιατί και ο Σωκράτης στην “Πολιτεία, 592.b” λέει ότι το υπόδειγμα της είναι εδραιωμένο στον ουρανό – , ενώ ο πόλεμος των Ατλαντίνων προς τους Αθηναίους είναι εικόνα της γενέσεως που υποστασιοποιείται δια εναντιώσεων και μεταβολής. Για αυτό, λοιπόν, τούτα προηγούνται της όλης μελέτης της Φύσεως. Στην συνέχεια έχει παρουσιαστεί το δημιουργικό αίτιο (27d.5 – 28c.5), το υποδειγματικό αίτιο (28c.5 – 29d.5) και το τελικό αίτιο του σύμπαντος (29d.6 – 30b.4). Κι ενώ αυτά προ-υπάρχουν, δημιουργείται το σύμπαν, και στο σύνολό και στα μέρη του : τεκταίνεται δηλ. το σωματοειδές καθώς τέμνεται από τα Είδη, από τις δημιουργικές τομές και από τους θείους αριθμούς. Παράγεται η Ψυχή του Κόσμου από τον δημιουργό νου και “πληροῦται Λόγων ἁρμονικῶν καὶ συμβόλων θείων καὶ δημιουργικῶν”. Συνυφαίνεται “τὸ ὅλον ζῷον κατὰ τὴν ἡνωμένην ἐν τῷ νοητῷ τοῦ κόσμου περιοχήν” (=Συνυφαίνεται το αισθητό σύμπαν όμοιο με τo εν τω νοητώ ενιαίο υπόδειγμα), και τα μέρη που υπάρχουν σε αυτό τακτοποιούνται κατάλληλα μέσα στο σύνολο, και τα σωματικά και τα ζωτικά. Γιατί και οι επιμέρους ψυχές εγκαθίστανται και τοποθετούνται περί τους ηγεμονικούς θεούς και γίνονται εγκόσμιες με τα οχήματά τους (41d.8 – 42e.4), μιμούμενες τους οδηγούς τους, και δημιουργούνται τα θνητά ζώα και λαμβάνουν ζωή από τους ουράνιους θεούς (42e.5 – 69a.5). Στο “69c.3 – 76e.7” έχει εξεταστεί και πως και για ποιες αιτίες συγκροτήθηκε ο άνθρωπος, και μάλιστα έχει εξεταστεί αυτός πριν από τα άλλα επιμέρους όντα, είτε επειδή η εξέταση του ανθρώπου ταιριάζει σε εμάς που έχουμε θέσει σαν σκοπό μας τη μελέτη του ανθρώπου και ζούμε σύμφωνα με αυτήν, είτε επειδή ο άνθρωπος είναι ένας μικρός Κόσμος και υπάρχουν μέσα σε αυτόν κατά τρόπο μερικό όλα όσα υπάρχου μέσα στον Κόσμο κατά τρόπο θείο και καθολικό. Γιατί υπάρχει μέσα μας ο νους κατ’ ενέργεια και ψυχή λογική, η οποία προήλθε από τον ίδιο πατέρα και την ίδια ζωοποιό θεά με την καθολική ψυχή, και όχημα αιθέριο ανάλογο με τον ουρανό, και σώμα γήινο συγκροτημένο από την ανάμειξη των τεσσάρων στοιχείων με τα οποία είναι σύστοιχο. Αν, λοιπόν, χρειαζόταν να μελετήσουμε το σύμπαν με πολλούς τρόπους, “καὶ ἐν τῷ νοητῷ καὶ ἐν τῷ αἰσθητῷ παραδειγματικῶς, εἰκονικῶς, ὁλικῶς, μερικῶς” (=και στο νοητό και στο αισθητό, ως εικόνα, ως ολότητα και ως μέρη), καλό θα ήταν να πραγματοποιηθεί πλήρως η μελέτη της φύσης του ανθρώπου κατά την εξέταση του σύμπαντος. Θα μπορούσες επιπλέον να πεις και τον εξής λόγο, ότι δηλ. κατά τη συνήθεια των πυθαγορείων θα έπρεπε να επισυνάψει στο αντικείμενο της μελέτης την αναφορά σε αυτό που πραγματοποιεί τη μελέτη. Γιατί, αφού κατέχουμε ποιος είναι ο Κόσμος, θα έπρεπε, πιστεύω, να προσθέσει κι εκείνο, ποιο δηλαδή είναι αυτό που τα εξετάζει αυτά και τα κατανοεί λογικά. Ότι και σε αυτό στόχευε, το δήλωσε προς το τέλος (90.d) λέγοντας ρητά ότι αυτός που πρόκειται να κατακτήσει τη ευδαίμονα ζωή “πρέπει να εξομοιώσει αυτό που κατανοεί με αυτό που κατανοείται”. Γιατί το σύμπαν είναι αεί ευδαίμων. Και το δικό μας σύνολο θα γίνει ευδαίμων, αν εξομοιωθεί με το σύμπαν. Γιατί έτσι θα αναχθεί προς την αιτία. Γιατί όποια σχέση έχει ο ενταύθα άνθρωπος με το σύμπαν, την ίδια σχέση έχει ο νοητός άνθρωπος, ο αυτοάνθρωπος, με το αυτόζωον (=πλατωνικό υπόδειγμα ή ορφικός Φάνης, που εμπεριέχει τα νοητά Είδη/Ιδέες). Επίσης, εκεί τα κατώτερα εξαρτώνται από τα ανώτερα και τα μέρη είναι χωριστά από τα σύνολα και είναι εδραιωμένα μέσα τους. Ως εκ τούτου, λοιπόν, όταν και ο εδώ άνθρωπος εξομοιώνεται με το σύμπαν, θα μιμηθεί το υπόδειγμά του με τον κατάλληλο τρόπο και θα γίνει κόσμιος λόγω της εξομοίωσης με τον Κόσμο και ευδαίμων λόγω της εξομοιώσεως με τον ευδαίμονα θεό.»[9]
Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει πως :
«σύμφωνα με το πυθαγόρειο δόγμα τα πράγματα (=όντα) είναι χωρισμένα σε τρία μέρη, στα νοητά, στα φυσικά και στα ενδιάμεσα τους, τα οποία συνηθίζουν να αποκαλούν μαθηματικά, και επειδή είναι δυνατόν να τα διακρίνει κανείς όλα μέσα σε όλα με τον ανάλογο τρόπο – γιατί μέσα στα νοητά προϋπάρχουν αρχηγικώς τα ενδιάμεσα, δηλ. τα μαθηματικά, και τα τελευταία, δηλ. τα φυσικά, και μέσα στα μαθηματικά υπάρχουν και τα άλλα δύο, ως εικόνες τα πρώτα και ως υποδείγματα τα τρίτα, και μέσα στα φυσικά, τέλος, υπάρχουν «ἰνδάλματα τῶν πρὸ αὐτῶν»[10] -, εύλογα λοιπόν και ο Τίμαιος, αφού έδωσε υπόσταση στην ψυχή, παρουσιάζει τις δυνάμεις, τους λόγους και τα στοιχεία δια των μαθηματικών ονομάτων, ενώ ο Πλάτων προσδιορίζει τις ιδιότητες της με βάση τα γεωμετρικά σχήματα και «αποδέχεται ότι οι αιτίες όλων αυτών προϋπάρχουν στο νοητό και στον δημιουργό νου αρχοειδώς”.»[11]
Είδαμε λοιπόν πως : ο άνθρωπος είναι ένας μικρός Κόσμος και υπάρχουν μέσα σε αυτόν κατά τρόπο μερικό όλα όσα υπάρχουν στον Κόσμο κατά τρόπο θείο και καθολικό. Γιατί υπάρχει εντός μας ο κατ’ ενέργεια νους και ψυχή λογική, η οποία προήλθε από τον ίδιο πατέρα και την ίδια ζωοποιό Θεά με την καθολική ψυχή, και όχημα αιθέριο ανάλογο με τον ουρανό, και σώμα γήινο συγκροτημένο από την ανάμειξη των τεσσάρων στοιχείων, με τα οποία είναι συγγενικό.
Μάλιστα όπως λέγει ο Πρόκλος:
«Πρέπει, λοιπόν, και εδώ να μιλήσουμε για τα μέρη του σώματος, για παράδειγμα για το κεφάλι, για τον θώρακα, για τα πόδια, και στην περίπτωση καθενός από αυτά για τα μέρη μέσα τους (γιατί και αυτά τα μέρη είναι οργανικά), και για την θνητή ψυχή, η οποία δημιουργεί μαζί με το σώμα το θνητό ζωντανό όν, το δημιούργημα των νέων θεών, και για τα μέρη της, τόσο τα γνωστικά όσο και τα ορεκτικά/επιθυμητικά. Γιατί αν συγκεντρώσουμε αυτά όπως πρέπει με τον συλλογισμό, θα έχει παρουσιαστεί καλά από εμάς ο λόγος περί ανθρώπου. Πρέπει, όμως, να εξετάσουμε εξαντλητικά και τον άνθρωπο έτσι, όπως κάναμε με τον σύμπαντα Κόσμο, επειδή και ο άνθρωπος είναι ένας μικρός Κόσμος. Γιατί έχει και ο άνθρωπος νου, λογική και σώμα θείο και θνητό, όπως έχει και το σύμπαν, και έχει διαιρεθεί κατά αναλογία προς το σύμπαν. Για αυτό και μερικοί συνηθίζουν να λένε ότι το νοητικό του μέρος αντιστοιχεί στην σφαίρα των απλανών, το θεωρητικό μέρος της λογικής στον Κρόνο, το πολιτικό της μέρος στον Ζεύς, και από το άλογο μέρος το θυμοειδές στον Άρη, το φωνητικό στον Ερμή, το επιθυμητικό στην Αφροδίτη, το αισθητικό στον Ήλιο, το φυτικό στην Σελήνη, και, τέλος, το αυγοειδές όχημα στον ουρανό και το θνητό σώμα στην υποσελήνια περιοχή. Προκειμένου, λοιπόν, να δεις και με επιμέρους τρόπο το σύμπαν, έχει συμπαραταχθεί με ολόκληρη τη φυσιολογία η αναφορά στον άνθρωπο.»[12]
Εν συνεχεία θα αναφέρουμε πως ο Πρόκλος μας λέγει ότι :
«Η φιλοσοφία στην λήθη και στην ανάμνηση των αΐδιων Λόγων αποδίδει την απομάκρυνση από τους θεούς και την επιστροφή αντίστοιχα. Ενώ οι Χαλδαίκοί Χρησμοί τις αποδίδουν στην λήθη και στην ανάμνηση των Πατρικών συμβόλων αντίστοιχα. Όμως και οι δύο επί της ουσίας συμφωνούν διότι η ψυχή έχει συσταθεί από τους ιερούς νοητικού Λόγους και από τα θεία σύμβολα. Εκ των οποίων οι μεν ιεροί Λόγοι προέρχονται εκ των νοητικών Ειδών/Ιδεών, τα δε Πατρικά σύμβολα προέρχονται εκ των θείων Ενάδων. Και είμαστε εικόνες των νοητικών ουσιών και αγάλματα των αγνώστων συμβόλων. Και όπως ακριβώς κάθε ψυχή είναι πλήρωμα όλων των Ειδών/Ιδεών και έχει λάβει υπόσταση από μία αιτία, έτσι μετέχει σε όλα τα σύμβολα μέσω των οποίων συνάπτεται με τον Θεό, ενώ η ύπαρξή της έχει καθοριστεί μέσα σε ένα, με το οποίο ολόκληρο το πλήθος που έχει μέσα της συνάγεται σε μια κορυφή.»[13]
Δηλαδή :
Η ψυχή έχει συσταθεί από :
- Τους προερχόμενους εκ των νοητικών Ειδών/Ιδεών ιερούς Λόγους.
- Τα προερχόμενα εκ των θείων Ενάδων θεία σύμβολα.
Ως ψυχές είμαστε :
- εικόνες των νοητικών ουσιών.
- αγάλματα των αγνώστων συμβόλων.
Επίσης ως ψυχές είμαστε :
- Πληρώματα όλων των Ειδών/Ιδεών υποστασιοποιημένα εκ μίας αιτίας.
- Μετέχουμε σε όλα τα Πατρικά σύμβολα μέσω των οποίων συνδεόμαστε με τον Θεό.
- Η ύπαρξή μας έχει καθοριστεί μέσα ένα, με το οποίο ολόκληρο το πλήθος που έχουμε μέσα μας συνάγεται σε μια κορυφή.
Εξ ου και συμφώνως με τον Πρόκλο :
«η ψυχή γίνεται υμνωδός των Θείων, κατά τον Χαλδαϊκό Χρησμό, καθώς προβάλλει τα άρρητα σύμβολα του Πατρός και προσφέρει στον Πατέρα αυτά, τα οποία τοποθέτησε ο Πατήρ μέσα της κατά την πρώτη εμφάνιση της ουσίας της. Τέτοιοι, λοιπόν, είναι οι νοεροί και αφανείς ύμνοι της αναγομένης ψυχής, που ανακινούν τη μνήμη των αρμονικών Λόγων, οι οποίοι φέρουν απόρρητες εικόνες των θείων δυνάμεων που έχει μέσα της η ψυχή.»[14]
Μάλιστα, συμφώνως με τον Πρόκλο, και όσο αφορά την ψυχή και τις θείες αυτής δυνάμεις :
«το της “Ψυχῆς βάθος” είναι τριμερές. Το ακρότατο μέρος της, που είναι ενωμένο με τα νοητά λέγεται νόηση. Το έσχατο, που γνωρίζει τα αισθητά δια της κοινής αίσθησης, λέγεται δόξα (δοξασία). Το δε μεσαίο, που εκ φύσεως πορεύεται άλλοτε ψηλά και άλλοτε χαμηλά, λέγεται διάνοια. Και μέχρι τούτα είναι ο άνθρωπος, δηλ. μέχρι τον νου, την διάνοια και την δόξα(σια). Μετά από αυτά βρίσκεται το ζώο (=το ζωώδες μέρος). Γιατί η φύση του ζωώδους μέρους είναι πολυποίκιλη, ενώ η φύση του ανθρώπου (=του ανθρώπινου μέρους) ανήκει στη θεϊκή περιοχή. Και η μεν επιθυμία είναι πολυκέφαλο θηρίο, ο δε θυμός λεοντώδης, ενώ ο Λόγος (=η λογική) είναι ο αληθινός άνθρωπος. Υπάρχει όμως και άλλος άνθρωπος θεϊκότερος, ο νοητικός, τον οποίον “αυτοάνθρωπο” λέγουν οι των Ειδών φιλοθεάμονες. Είναι λοιπόν τριών ειδών οι άνθρωπος. Άλλος είναι νοητικός και μονοειδής), άλλος λογικός τριμερής και τριδύναμος, ο δε αισθητικός πολύμορφος και παντοδαπός. Και αυτό που (συ)λογίζεται και στοχάζεται είμαστε εμείς. Κατέχουμε τα Είδη/Ιδέες με δύο τρόπους, μέσα στην ψυχή ανεπτυγμένα και χωρισμένα, και μέσα στον νου όλα μαζί. Και άλλος είναι ο κατά μέθεξη νους, που δικαιότερο είναι να τον αποκαλούμε νοητική φώτιση, και άλλος ο ουσιώδης. Κατά μέθεξη νους είναι αυτός τον οποίο έχει η ψυχή και ο οποίος αποτελεί κατοχή όλων των αγαθών που κατέρχονται στην ψυχή από τον νου. Και ο ουσιώδης νους είναι δυο ειδών, ένας αμέθεκτος και ένας άλλος μεθεκτός που τον καλούμε μερικό νου. Και έχουμε αυτόν τον νου όλοι από κοινού και καθένας χωριστά στον βαθμό που κάθένας τον έχει ολόκληρο. Και τα ψυχικά Είδη συμπληρώνουν την ουσία μας, ενώ τα νοητικά μας συμπληρώνουν και μας κοσμούν. Και τα νοητικά Είδη είναι ενωμένα, ενώ τα ψυχικά Είδη είναι διαιρεμένα. Έχουμε όμως και τον Θεο ως αυτόν που επιβαίνει στην νοητή Φύση.»[15]
Κατανοούμε λοιπόν πως συμφώνως και με τον θειότατο Πλωτίνο :
«ο άνθρωπος ταυτίζεται με την λογική ψυχή και, όταν συλλογιζόμαστε, είμαστε αληθινά εμείς, επειδή οι λογισμοί είναι ενέργειες της ψυχής. Πως σχετιζόμαστε με τον νου ; Ονομάζω νου όχι την έξη που έχει η ψυχή λόγω αυτού αλλά τον ίδιο τον νου. Αλλά ακόμα και ο νους που κατέχουμε είναι υπεράνω ημών. Τον κατέχουμε ο καθένας ξεχωριστά και όλοι από κοινού. Από κοινού, επειδή είναι ένας και αδιαίρετος και παντού ο ίδιος. Ο καθένας ξεχωριστά, επειδή ο καθένας τον κατέχει ολόκληρο στην πρώτη ψυχή. Έχουμε επίσης τα Είδη/Ιδέες με δύο τρόπους, στην ψυχή ανεπτυγμένα και η ξεχωριστά και στον νου όλα μαζί. Τον Θεό πως ; Ως μια αρχή η οποία ίπταται πάνω από την νοητή Φύση και από την όντως ουσία, ενώ εμείς είμαστε στην τρίτη θέση.»[16]
Μάλιστα :
«όταν είμαστε παιδιά, ενεργεί κυρίως η σύνθεση και πολύ λίγο φωτίζεται αυτή από ψηλά. Όταν αυτό το φως δεν ενεργεί πάνω μας, έχει στραμμένη την ενέργειά του προς τα επάνω. Ενεργεί πάνω μας, όταν κατεβαίνει προς το μέσον της ψυχής. Τι δεν είμαστε εμείς το ανώτερο μέρος ; Ναι, αλλά πρέπει να έχουμε συνειδητή αντίληψη αυτού, γιατί δεν χρησιμοποιούμε πάντοτε όσα κατέχουμε, αλλά μόνο όταν στρέψουμε το μέσο προς τα πάνω ή προς τα κάτω και όταν κάνουμε ενέργεια όσα διαθέτουμε δυνάμει.»[17]
Ο στροφή της ψυχής προς αυτόν τον νου, τον μεθεκτό νου που κατέχουμε όλοι από κοινού και ο καθείς ξεχωριστά, προς τον Διόνυσο – εξ ου και ο Πρόκλος λέγει πως «ο εντός μας νους είναι διονυσιακός, πραγματικό άγαλμα του Διονύσου»[18] – την καθιστά νοητική και μέσω αυτού θεάται τα νοητά – γι’ αυτό και ο Πρόκλος μας λέγει αφενός πως :
«ο Σωκράτης στον “Φαίδρο” λέγει πως ο επιμέρους νους θεάται τον “υπερουράνιο τόπο”. Γιατι αυτός είναι “ο κυβερνήτης της ψυχής“ όπως έχει ειπωθεί σωστά από τους προκατόχους μας.»[19],
αφετέρου όταν αναφέρεται στην «όντως ουσία», την νοητή, λέγει ότι :
«Λέγεται ουσία που υπάρχει πραγματικά, επειδή έχει μετάσχει στο πρωταρχικό ΟΝ. Γιατί σε όλα το είναι και το όντως είναι υπάρχει ως έκγονο της νοητής ουσίας. Γιατί, όπως το ένα προέρχεται από την πρώτη αρχή που βρίσκεται προ των νοητών, έτσι και η φύση της ουσίας προέρχεται από τα νοητά, γιατί εκεί βρίσκεται το “Εν-Ον”. Λέγεται ακόμη “θεατή από τον κυβερνήτη της ψυχής”, επειδή έλαβε μια νοητή υπεροχή σε σχέση με τους άλλους νοητικούς θεούς. Το νοητό αγαθό της, λοιπόν, το διασαφηνίζει από τον νου που την γνωρίζει. Και αυτό λοιπόντο νοητό, όπως ακριβώς και η όντως ΟΝ, έχει φτάσει σε αυτήν από τους ενιαίους Θεούς (=από τους νοητούς). Γιατί εκείνα είναι νοητά και πρωταρχικά αίτια όλων των νοητών κατά τρόπο πρωταρχικό και αμεθέκτως. Και συμπίπτουν αυτά το ένα με το άλλο, το όντως ΟΝ και το νοητό. Γιατί καθετί το νοητό είναι και πραγματικά ΟΝ και καθετί το πραγματικό ΟΝ είναι νοητό. Γιατί και ο νους είναι νοητός με βάση το ΟΝ που υπαρχει μέσα σε αυτόν, ενώ με βάση τη γνωστική του ικανότητα είναι νους. Γι΄ αυτό και κάθε νους χορηγεί τη γνώση, ενώ κάθε νοητό την ουσία. Όποιο από τα δύο υπάρχει πρώτα, αυτό φωτίζει και τους επόμενους διακόσμους. Το τρίτο λοιπόν, δηλαδή “το γένος της όντως επιστήμης”, γύρω από αυτή λέγεται ότι έχει εγκατασταθεί. Γιατί αυτά τα δύο αναβιβάζουν στην θέαση εκείνης της ουσίας, δηλαδή “ο νους ο κυβερνήτης της ψυχής” (είναι αυτός ο επιμέρους νους, ο υπεριδρυμένος των ψυχών, ο οποίος τις ανάγει στον πατρικό όρμο) και “η αληθινή επιστήμη” η οποία είναι η τελείωση της ψυχής. Γιατί αυτή ενεργεί γύρω από αυτή την ουσία σαν να χορεύει γύρω από το όντως ΟΝ μεταβατικά, ενώ ο νους τη θεάται χρησιμοποιώντας την απλή νόηση.»[20]
Μάλιστα ο Ερμείας λέγει πως :
«Οι παλαιοί κυρίως ψυχή καλούσαν την λογική ψυχή. Το ανώτερο αυτής το έλεγαν νου, ενώ το κατώτερο αυτή το ονόμαζαν όχι απλά ψυχή, αλλά άλογη ψυχή και θνητό είδος ζωής και δεύτερο ίχνος ζωής και άλογη ζωή, ή και εμψύχωση του πνεύματος και περί τα σώματα ζωή κα άλλα τέτοια. Κυρίως ψυχή αποκαλούσαν την λογική ψυχή, και κυρίως άνθρωπο την λογική ψυχή.»[21]
Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι :
«”Ψυχῆς βάθος” οι παλαιοί έλεγαν “τὰς τριπλᾶς αὐτῆς γνωστικὰς δυνάμεις φησί, νοεράς, διανοητικάς, δοξαστικάς”.»[22]
Δηλ. έχουμε :
- ”Ψυχῆς βάθος” = οι τριπλές γνωστικές δυνάμεις της ψυχής – νοητική, διανοητική, δοξαστική.
Αλλιώς ο άνθρωπος :
- Η Νόηση, γνωρίζει τα νοητά με τα οποία είναι ενωμένη.
- Η Διάνοια, γνωρίζει τα διανοητά και πορεύεται άλλοτε ψηλά και άλλοτε χαμηλά.
- Η Δόξα = γνωρίζει τα αισθητά δια της κοινής αίσθησης.
Εξ ου και ο Ερμείας μας λέγει πως :
«Η λογική ψυχή έχει δύο μέρη: τη διάνοια και την δόξα. Η διάνοια επίσης χωρίζεται σε κατώτερο μέρος που λέγεται διάνοια και το ανώτερο που λέγεται νους. Με αυτό το νου, γίνεται νοητική και για αυτό μερικοί την έχουν ονομάσει <εν δυνάμει νου>. Υπάρχει όμως και ένα άλλο μέρος, πιο πάνω από το νου, που ονομάζεται “Εν” της ψυχής, το οποίο είναι ίνδαλμα του υπερούσιου “Εν-Αγαθού” και ενίζει τη ψυχή. Με αυτό το ψυχικό “Εν”, η ψυχή θέλει τα αγαθά και επικοινωνεί με τους Θεούς.»[23]
Αυτές οι 3εις δυνάμεις ανήκουν στην λογική ψυχή, στον αληθινό άνθρωπο, ο οποίος δια αυτών θεάται συζύγως όλα τα νοητά με την απλή, ενοειδή και νοητική γνώση, εξετάζει τους ενδιάμεσους των όντων Λόγους με την επιστημονική και διανοητική των Ειδών/Ιδέών ανέλιξη και σύνθεση, διακρίνει δεόντως όλα τα «μη-όντα» που ωστόσο «γίνονται» (δημιουργούνται) και «καταστρέφονται» αεί, τα αισθητά, με την «δόξα» (=υποκείμενη γνώμη) και την «αίσθηση», «που απέχει τρείς θέσεις από την αλήθεια» και εφάπτεται των γνωστικών αντικειμένων μέσω των οικείων της οργάνων, τέλος δε γνωρίζει τα εικαστά που είναι είδωλα των αισθητών πραγμάτων μέσω της εικαστικής (=απεικονιστικής) δύναμης της.
Άλλωστε και ο Πλάτων στον «Τίμαιο», διακρίνει τις γνώσεις κατ’ αναλογία προς τα όντα, μας παραγγέλνει να κρίνουμε τα όντα με βάση την «νόηση» και τον «Λόγο», ενώ με την «δόξα» (=υποκείμενη γνώμη) και την «αίσθηση» τα «μη-όντα» που ωστόσο «γίνονται» (δημιουργούνται) και «καταστρέφονται» αεί. Και των μεν όντως Όντων οι λόγοι είναι αδιάψευστοι και αμετακίνητοι, ενώ οι Λόγοι αυτών στα οποία δεν έλαχε τέτοια φύση, αλλά κινούνται εν τη γενέσει, είναι εικαστικοί (=απεικαστικοί) και μετέχουν «τοῦ προστυχόντος» (=στην τυχαιότητα).
Εξ ου και ο Πρόκλος μας λέγει πως :
«ο Πλάτων στην “Πολιτεία” διαιρεί τα γνωστικά αντικείμενα και ξεχωρίζει τις γνώσεις και απονέμει κατά αντιστοιχεία τις γνώσεις στα γνωστικά αντικείμενα. Γιατί αφού χωρίσει τα όντα σε νοητά και αισθητά, και αφού χώρισε πάλι τα νοητά σε νοητά και διανοητά και τα αισθητά σε αισθητά και εικονικά, απέδωσε ως γνώση στα νοητά, που είναι τα πρώτα από τις τέσσερις κατηγορίες, τη νόηση, στα διανοητά την διάνοια, στα αισθητά την πίστη και στα εικονικά την εικασία. Και εμφανίζει την εικασία να έχει προς την αίσθηση την ίδια σχέση που έχει η διάνοια προς την νόηση. Γιατί η εικασία γνωρίζει τις εικόνες των αισθητών οι οποίες εμφανίζονται μέσα στα ύδατα και στις υπόλοιπες αντανακλάσεις επιφάνειες και έχουν την τελευταία σειρά μέσα στα όντα, αφού στην πραγματικότητα είναι εικόνες εικόνων, είδωλα ειδώλων,. Και η διάνοια παρατηρεί τις εικόνες των νοητών οι οποίες κατέβηκαν στο πλήθος και στη διαίρεση από τα πρώτα, απλά και αδιαίρετα Είδη για αυτό η γνώση της διάνοιας είναι εξαρτημένη από άλλες προγενέστερες υποθέσεις, ενώ η νόηση ανάγεται στην ίδια ανυπόθετη αρχή. Αν λοιπόν τα μαθηματικά Είδη δεν έλαβαν την αδιαίρετη υπόσταση που είναι καθαρή από κάθε διαίρεση και ποικιλία, ούτε όμως και την υπόσταση που αναγνωρίζεται από την αίσθηση και είναι ευμετάβλητη και εντελώς διαιρετή, είναι προφανές στον καθένα ότι ως προς την ουσία τους είναι διανοητά και ότι η διάνοια είναι η δύναμη που κυριαρχεί σε αυτά και τα αναγνωρίζει, όπως ακριβώς η αίσθηση είναι η δύναμη που αναγνωρίζει τα αισθητά και η εικασία τα εικονικά. Για αυτό και ο Σωκράτης ορίζει ότι η γνώση των μαθηματικών είναι αμυδρότερη από την πρωταρχική επιστήμη και καθαρότερη από την αντιληπτική ικανότητα της δοξασίας. Γιατί οι μαθηματικές επιστήμες είναι πιο αναπτυγμένες και πιο αναλυτικές από την ενατένιση της νόησης, ενώ οι συλλογισμοί τους είναι πιο σταθεροί και πιο αδιάψευστοι από τη δοξασία. Και η εκκίνησή τους από κάποιες υποθέσεις τις κάνει κατώτερες απο την πρωταρχική επιστήμη, ενώ η ενασχόλησή τους με αύλα Είδη κάνει τη γνώση τους τελειότερη από τη γνώση των αισθητών. Τη δύναμη, λοιπόν, που γνωρίζει όλα τα μαθηματικά την ορίζουμε έτσι σύμφωνα με τον Πλάτωνα. Είναι η διάνοια η οποία είναι τοποθετημένη πάνω από τη δοξασία και υπολείπεται της νοήσεως.»[24]
Υπάρχει όμως και η άλογη ψυχή, το θνητό μέρος μας, έτσι έχουμε :
- Λογική, ο αληθινός άνθρωπος = η αΐδια ψυχή λογική ψυχή.
- Άλογη ψυχή, θνητή ψυχή που αποτελείται εκ των εξής:
- Ο Θυμός (=το θυμικό) = είναι λεοντώδης.
- Η Επιθυμία (=το επιθυμητικό) = είναι πολυκέφαλο θηρίο. Εξ ου και την ανθρώπινη ουσία ο Πλάτων στο ένατο βιβλίο της “Πολιτείας” την παρομοιάζει με ένα ζωντανό πλάσμα που η φύση του είναι μείξη ανθρώπου, λιονταριού και ενός πολυκέφαλου θηρίου, που το εξωτερικό του το περιτυλίγει ολόκληρο, σαν θήκη και περίβλημα.[25]
Υπάρχει όμως και ανώτερος άνθρωπος, ο νοητικός. Έτσι έχουμε :
- Ο νοητικός άνθρωπος, ο «αυτάνθρωπος» που είναι μονοειδής.
- Ο λογικός άνθρωπος που είναι τριδύναμος : όπου οι 3-εις γνωστικές δυνάμεις της ψυχής είναι η νοητική, η διανοητική & η δοξαστική.
- Ο αισθητικός άνθρωπος = πολυειδής και παντοδαπός.
Εξ ου και ο Πορφύριος λέγει στην Μαρκέλα αφενός πως :
«εγώ δεν είμαι για σένα ο συγκεκριμένος χειροπιαστός άνθρωπος που τον αντιλαμβάνεσαι με τις αισθήσεις σου, αλλά ο τελείως απομακρυσμένος από το σώμα, ο αχρώματος και ασχημάτιστος, αυτός που τα χέρια δεν μπορούν να τον αγγίξουν και μόνο η διάνοια τον αγγίζει και μπορεί να τον συλλάβει. Και τις αρχές που είναι εγκατεστημένες μέσα μας δεν τις παίρνουμε από τα εξωτερικά πράγματα Παίρνουμε.»[26]
Αφετέρου ότι :
«Όσο για την σκιά μου και την ορατή εικόνα μου[27], ούτε η παρουσία της θα σε ωφελήσει ούτε η απουσία τους θα σε κάνει να πονέσεις, εσένα που ασκείσαι στην φυγή από το σώμα. Θα μπορούσες, μάλιστα, να με συναντήσεις με τρόπο καθαρό, σε μια απόλυτα αληθινή παρουσία μου και επικοινωνία μαζί σου, νύχτα και ημέρα, μέσα στο πιο καθαρό και κάλλιστο τρόπο επικοινωνίας, αν ασκηθείς στην άνοδο προς τον εαυτό σου, συγκεντρώνοντας όλες τις δυνάμεις σου που το σώμα έχει διασκορπίσει και κατακερματίσει σε ένα πλήθος μέλη, από την άλλοτε μεγάλη σε δύναμη και ισχύ ένωση. Θα συγκεντρώσεις και θα ενίσεις τις έμφυτες μέσα σου έννοιες, προσπαθώντας να βάλλεις σε τάξη αυτές που είναι συγκεχυμένες και να φέρεις στο φώς αυτές που είναι στο σκοτάδι. Από αυτά ξεκινώντας και ο θείος Πλάτων μας καλεί από τα αισθητά πρός τα νοητά.»[28]
Μιας και όπως λέγει ο ίδιος ο Πορφύριος :
«Η ψυχή περιέχει τους Λόγους όλων των πραγμάτων, αλλά ενεργεί σύμφωνα με αυτούς είτε επειδή καλείται προς την ενέργεια αυτή από κάτι άλλο είτε επειδή αυτή επιστρέφει τον εαυτό της προς εκείνους. Και όταν μεν καλείται από κάτι άλλο είναι σαν να αποδίδει τις αισθήσεις προς τα εξωτερικά πράγματα, όταν όμως διεισδύει στον εαυτό της καταλαμβάνεται από νοήσεις.»[29]
Ενώ ο Ιάμβλιχος λέγει πως :
«ο άνθρωπος που νοείται ως θεοποιημένος, αυτός που από πριν ήταν ενωμένος με τη θέα των Θεών, μπήκε σε μια άλλη ψυχή, στην περί το ανθρώπινης μορφής είδος προσαρμοσμένη ψυχή, και εγένετο μέσα στα δεσμά της ανάγκης και της ειμαρμένης.»[30]
Επί της ουσίας και συμφώνως με τον Πρόκλο:
«υπάρχει μια ψυχή που είναι ξεχωριστή από το σώμα και από κάπου αλλού, από ψηλά από τους θεούς, κατεβαίνει σε τούτον τον θνητό τόπο, και άλλη ψυχή που λαμβάνει υπόσταση μέσα στο σώμα και είναι αχώριστη από τα αντικείμενα στα οποία κατοικεί. Η δεύτερη εξαρτάται από την Ειμαρμένη, ενώ η πρώτη εξαρτάται από την πρόνοια των Θεών ως προς την ουσία της.»[31]
Δηλαδή όπως λέγει και ο Ιάμβλιχος :
«Ο άνθρωπος έχει δυο ψυχές. Η μία προέρχεται από το πρώτο νοητό και μετέχει στη δύναμη του δημιουργού, ενώ η άλλη παραδίδεται εκ της των ουρανίων περιφοράς και σε αυτήν επισέρπει (διεισδύει) η θεοπτική ψυχή. Καθώς, λοιπόν, αυτά έχουν έτσι, η ψυχή που από των κόσμων κατεβαίνει σε εμάς, παρακολουθεί τις περιόδους του Κόσμου, ενώ η από του νοητού νοητά είναι παρούσα. Και υπερέχει από της γενεσιουργό ανακυκλώσεως, και με αυτήν λαμβάνει χώρα η λύσις της ειμαρμένη και η προς τους νοητούς θεούς άνοδος, και η θεουργία που ανεβαίνει προς το αγέννητο επιτελείται με βάση αυτή τη ζωή.»[32]
Άλλωστε όπως λέγει και ο Πλωτίνος :
«η αληθινή ουσία βρίσκεται εν τω νοητό Κόσμο. Νους είναι το άριστο αυτού του Κόσμου. Εκεί βρίσκονται και οι ψυχές. Από εκεί άλλωστε ήρθαν και εδώ. Εκείνος ο Κόσμος έχει ψυχές χωρίς σώματα, ενώ τούτος τις ψυχές που γίνονται εντός σωμάτων και κατανεμήθηκαν στα σώματα. Εκεί είναι μαζί ο νους όλος και όχι διαχωρισμένος ούτε μερισμένος, και όλες μαζί οι ψυχές είναι στον Κόσμο ο οποίος είναι Αιωνιότητα, και όχι σε τοπική απόσταση. Ο Νους είναι πάντοτε αδιαχώριστος και όχι διαιρετός, αλλά η ψυχή είναι αδιαχώριστη και αδιαίρετη εκεί. Η φύση της όμως είναι να μερίζεται. Διότι η διαίρεση της είναι η απομάκρυνσή της από τον νου και η έλευση της στο σώμα. Εξ ου και λέγεται ότι η ψυχή είναι “μεριστή περί τα σώματα”, διότι κατ’ αυτό τον τρόπο απομακρύνεται και μερίζεται. Πως όμως είναι και μεριστή ; Δεν απομακρύνεται στο σύνολό της, αλλά υπάρχει κάτι από αυτήν το οποίο δεν έχει έρθει[33], το οποίο είναι εκ φύσεως ανεπίδεκτο μερισμού. Έτσι το “από την αμέριστη και και από την μεριστή περί τα σώματα ουσία” που λέγει ο Πλάτων στον “Τίμαιο” έχει το ίδιο νόημα με το ότι η ψυχή έρχεται εκ των άνω και αυτό που είναι κάτω και αυτό που είναι εννωμένο με τον νοητό Κόσμο, αλλά απορρέει μέχρι να φτάσει σε αυτά τα μέρη, όπως μια γραμμή από ένα κέντρο. Φτάνοντας σε αυτό το μέρος, βλέπει αυτό με το οποίο σώζει την φύση του όλου σε αυτό ακριβώς το μέρος. Διότι, ακόμη και εδώ κάτω, δεν είναι μόνο μεριστή, αλλά και αμέριστη. Αυτό, δηλ., το στοιχείο της, που διαιρείται, διαιρείται αδιαίρετα. Διότι δίνει, πράγματι, τον εαυτό της στο όλον σώμα και δεν διαιρείται με το να δίνεται όλη στο όλον, ενώ διαιρείται με το να είναι παρούσα σε κάθε μέρος.»[34]
Επεξηγηματικά θα ακολουθήσουμε τον Πλωτίνο στα όσα λέγει:
«Σε τι λογής υποκείμενο ανήκουν η ηδονή και η λύπη, ο φόβος και η εμπιστοσύνη, η επιθυμία και απέχθεια ; Είναι στην ψυχή, είναι στην ψυχή που χρησιμοποιεί το σώμα ή είναι σε κάτι τρίτο που αποτελείται από ψυχή και σώμα ; Αυτή η τελευταία ερώτηση γίνεται διπλή : μήπως στο ίδιο το μείγμα ; Μήπως σε κάτι διαφορετικό που προκύπτει από την ανάμειξή τους ; Τα ίδια ερωτήματα μπορούν να τεθούν και για τις πράξεις και τις δοξασίες που προκύπτουν από αυτά τα πάθη. Για τις σκέψεις και τις δοξασίες οφείλουμε να ψάξουμε αν όλες ή μόνο ένα μέρος τους ανήκουν στο ίδιο το υποκείμενο με τα πάθη. Επίσης οφείλουμε να σκεφτούμε και τις νοήσεις και το υποκείμενο στο οποίο ανήκουν. Τέλος, οφείλουμε να δούμε ποιο τμήμα του εαυτού μας κάνει όλη αυτή την ανάλυση, θέτει όλα αυτά τα ερωτήματα και τα επιλύει. Και, κατ’ αρχάς, σε ποιο υποκείμενο ανήκει το αισθάνεσθαι ; Από εδώ αρμόζει να ξεκινήσουμε, αφού τα πάθη είναι ή αισθήσεις ή δεν υπάρχουν χωρίς αυτές. Αλλά ως προς την ψυχή, κατ’ αρχάς, πρέπει να ερευνήσουμε αν η ψυχή είναι το “είναι” της ψυχής. Αν είναι έτσι, η ψυχή είναι κάτι το σύνθετο και δεν είναι παράλογο να παίρνει διάφορες μορφές, να αισθάνεται τα πάθη, στην περίπτωση που το λογικό της το επιτρέπει και, γενικότερα, να δέχεται τις χείριστες και τις βέλτιστες συνήθειες και διαθέσεις. Αλλά αν η ψυχή είναι ταυτόσημη με το “είναι” της, τότε είναι ένα Είδος. Δεν δέχεται εντός της καμία από τις ενέργειες που γεννά σε διαφορετικά από αυτήν υποκείμενα και έχει την ενέργειά της συμφυή και εντός της. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι ορθό να λέμε ότι είναι αθάνατη, γιατί το αθάνατο και άφθαρτο είναι απαθές, μοιράζεται στα άλλα “είναι”, αλλά δεν δέχεται τίποτα από αυτά, εκτός από αυτά που προηγούνται του ίδιου, από τα οποία δεν διαχωρίζεται και τα οποία υπερτερούν αυτού.»[35]
Εν συνεχεία :
«Ας εξετάσουμε τώρα την ψυχή μέσα στο σώμα, είτε υπάρχει πριν από αυτό ή απλώς εντός του και από αυτήν την ένωση ψυχής και σώματος “ονομάστηκε έμβιο το σύνολο”[36]. Αν το σώμα αποτελεί γι’ αυτήν χρηστικό όργανο, δεν υποχρεούται να προσλάβει τα σωματικά πάθη, όπως ο τεχνίτης δεν αισθάνονται όσα δοκιμάζουν τα εργαλεία του. Αλλά ίσως να πρέπει να αισθάνεται, ώστε να γνωρίζει μέσω των αισθήσεων όσα συμβαίνουν έξω από το σώμα για να το χρησιμοποιεί ως όργανο. Να χρησιμοποιεί ως όργανο. Να χρησιμοποιείς τα μάτια σου σημαίνει να βλέπεις. Αλλά ίσως να υπάρχει βλάβη και στο να βλέπεις και μπορεί να επιφέρει λύπη και πόνο και οτιδήποτε από τα συμβαίνοντα στο σώμα, επομένως και επιθυμία, όταν ζητείται η χρήση του οργάνου. Αλλά πως τα πάθη που έρχονται από το σώμα φτάνουν στην ψυχή ; το σώμα μπορεί να μεταδώσει κάτι από τον εαυτό του σε ένα άλλο σώμα, αλλά με ποιό τρόπο στην ψυχή ; Αυτό θα ήταν σαν να λέγαμε ότι, αν ένα πράγμα υφίσταται κάτι, και ένα άλλο διαφορετικό υφίσταται το ίδιο. Γιατί εφόσον το ένα είναι ο χρήστης και το άλλο το χρησιμοποιούμενο, είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Οπωσδήποτε αυτός που λέει ότι η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα ως όργανο τα διαχωρίζει. Αλλά πως ήταν μεταξύ τους προτού τα χωρίσει η φιλοσοφία ; Ήταν αναμεμειγμένα. Αλλά αν ήταν αναμεμειγμένα, υπήρχε ένα είδος μείγματος ή η ψυχή ήταν κάπως “διαπλεγμένη” μαζί με το σώμα ή ήταν ένα Είδος αχώριστο από την ύλη ή ήταν ένα Είδος που χειρίζεται την ύλη όπως ο κυβερνήτης το τιμόνι του, ή ένα μέρος της συνδέονταν έτσι, το άλλο αλλιώς – εννοώ ότι ένα μέρος είναι χωριστό, αυτό που χρησιμοποιεί το σώμα, και το άλλο αναμεμειγμένο με το σώμα, στο επίπεδο της χρήσης. Σε αυτή την περίπτωση, η φιλοσοφία οφείλει να στρέψει το χαμηλό μέρος προς το μέρος που είναι ο χρήστης του σώματος και αυτό εδώ να το απομακρύνει από το χρησιμοποιούμενο, ώστε, αν δεν υπάρχει απόλυτη ανάγκη, να μην το χρησιμοποιεί ποτέ καθόλου. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι αναμείχτηκαν. Με αυτή την ένωση, το χειρότερο μέρος βελτιώνεται και το καλύτερο μέρος χειροτερεύει. Το σώμα βελτιώνεται παίρνοντας τη ζωή, η ψυχή χειροτερεύει παίρνοντας θάνατο και αλογία. Με ποιο τρόπο σε μια ψυχή, από την οποία αφαιρέθηκε η ζωή, θα δίνονταν ως προσθήκη το αισθάνεσθαι ; Αντίθετα, δεχόμενο ζωή, το σώμα συμμετέχει στις αισθήσεις και στα πάθη που προκύπτουν από αυτές. Έτσι, του γεννάται η επιθυμία, γιατί το σώμα απολαμβάνει τα πράγματα που ποθεί. Νιώθει φόβο γι’ αυτό το ίδιο, επειδή είναι αυτό που θα στερηθεί τις ηδονές και θα καταστραφεί. Ας ερευνήσουμε και τον τρόπο ένωσης της ψυχής με το σώμα. Ίσως να μην είναι πιο πιθανή από όσο, για παράδειγμα, εκείνης μιας γραμμής και του λευκού χρώματος, δηλαδή δυο διαφορετικών φύσεων. Πρόκειται για μια διαπλοκή ; Η διαπλοκή δεν γεννά όμως συμπάθεια. Τα διαπλεκόμενα μπορεί να μην αισθάνονται τίποτε το ένα για το άλλο. Η ψυχή, όσο και αν διαχέεται μέσα στο σώμα, μπορεί να μην δοκιμάζει πάθη και να είναι σαν το φως, ιδίως αν τη σκεφτούμε να διαπλέκεται μέσα στο περιβάλλον από όπου διέρχεται. Η ψυχή δεν θα συναισθάνεται τα πάθη του σώματος, επειδή διαπλέκεται μαζί του, αλλά θα είναι εντός του σώματος όπως το είδος είναι στην ύλη. Αφού όμως είναι ουσία, η ψυχή θα είναι ένα Είδος ξεχωριστό από το σώμα, και είναι καλύτερα να τη σκεφτόμαστε ως χρήστη του σώματος. Είναι κάτι σαν το είδος που δίνουμε στον σίδερο για να κατασκευάσουμε έναν πέλεκυ. Τότε, είναι ο πέλεκυς ως ένωση σιδήρου και Είδους που πράττει, είναι ο σίδηρος ο προικισμένος με ένα κάποιο Είδος που πράττει ανάλογα με αυτό το Είδος. Επομένως, είναι στο σώμα που πρέπει να αποδώσουμε τα πάθη που μοιράζεται με την ψυχή, αλλά στο ζωντανό σώμα, δηλαδή “στο φυσικό οργανικό σώμα που κατέχει εν δυνάμει τη ζωή”. Ο Αριστοτέλης λέει ότι, αν είναι παράλογο “να ισχυριστούμε ότι η ψυχή υφαίνει”, είναι το ίδιο παράλογο να υποστηρίζουμε ότι αυτή επιθυμεί και υποφέρει. Όλα αυτά αναφέρονται στο ζωντανό πλάσμα. Αλλά τι είναι το ζωντανό πλάσμα ; Το ζωντανό πλάσμα, η ψυχή και το σώμα από κοινού ή κάτι τρίτο που προέρχεται από τα δυο άλλα ; Όπως και να έχει, η ψυχή πρέπει παραμένοντας απαθής, να είναι για το σώμα η αιτία των παθών ή να υποφέρει μαζί του – και αν υποφέρει μαζί του, τότε, είτε αισθάνεται το ίδιο είτε παρόμοιο πάθος με αυτό, όπως, επί παραδείγματι, σε μία επιθυμία του ζωντανού όντος αντιστοιχεί μια ενέργεια ή ένα πάθος στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής. Θα εξετάσουμε αργότερα με ποιο τρόπο υποφέρει το οργανικό σώμα. Ας ερευνήσουμε προς το παρόν με ποιο τρόπο πάσχει η ένωση ψυχής και σώματος και, για παράδειγμα, πως υποφέρει. Άραγε, υπάρχει μια διάθεση του σώματος, ώστε ένα τέτοιο πάθος να μεταδίδεται στις αισθήσεις και να καταλήγει στην ψυχή ; αλλά δεν έγινε ακόμη φανερό με ποιο τρόπο γεννάται η αίσθηση. Κατόπιν, μερικές φορές η λύπη αρχίζει από μια γνώμη ή μια κρίση που προλέγει κάτι κακό για μας ή για κάποιον από τους οικείους μας. Από εδώ ξεκινά η λυπηρή διάθεση που επηρεάζει το σώμα και όλο το ζωντανό ον. Αλλά δεν γνωρίζουμε αν στην ψυχή ή στην ένωση ψυχής και σώματος πρέπει να αποδώσουμε αυτή τη γνώμη. Επί πλέον, μια γνώμη για κάτι κακό δεν περικλείει διόλου το αίσθημα της λύπης. Αυτή η γνώμη μπορεί να υπάρχει χωρίς να προστίθεται διόλου η λύπη. Έτσι, μπορούμε να κρίνουμε ότι μας περιφρονούν χωρίς να οργιζόμαστε ή να συλλογιζόμαστε κάποιο αγαθό χωρίς να ξεσηκωνόμαστε από επιθυμία. Υπό ποια έννοια, λοιπόν, αυτά τα πάθη είναι κοινά στο σώμα και στη ψυχή ; Μήπως επειδή η επιθυμία προέρχεται από το επιθυμητικό, ο θυμός από το θυμικό και, γενικά, κάθε τάση από τις συνολικές ροπές ; Αλλά τότε τα πάθη δεν είναι πλέον κοινά στ σώμα και την ψυχή – ανήκουν ολοκληρωτικά στην ψυχή. Όχι, λένε, και στο σώμα επίσης, γιατί είναι αναγκαία μια ζέση του αίματος και της χολής και, γενικά, κάποια σωματική διάθεση για να ξυπνήσουν οι επιθυμία για το καλό δεν είναι κοινό πάθος αλλά ιδίον της ψυχής, όπως και πολλές άλλες επιθυμίες, η λογική εξέταση δεν τις αποδίδει όλες στην ένωση ψυχής και σώματος. Άλλα όταν ένας άνθρωπος έχει ερωτικές επιθυμίες, είναι αυτός που επιθυμεί, υπό άλλη έννοια, όμως, το επιθυμητικό μέρος της ψυχής που επιθυμεί. Υπό ποια έννοια ; Μήπως ο άνθρωπος αρχίζει να επιθυμεί και το επιθυμητικό ακολουθεί ; αλλά πως γίνεται να επιθυμεί ο άνθρωπος χωρίς να έχει ξυπνήσει το επιθυμητικό ;Επομένως, το επιθυμητικό αρχίζει ; αλλά πως γίνεται να αρχίζει, αν το σώμα δεν έχει λάβει προηγουμένως εκείνη ή τν άλλη διάθεση ; Ίσως όμως είναι καλύτερα να πούμε ότι αυτές οι δυνάμεις, με την παρουσία τους και μόνο, ωθούν αυτούς που τις έχουν, ενώ οι ίδιες παραμένουν ακίνητες και προσφέρουν μόνο τη δύναμη να πράττουν όσοι τις έχουν. Αν είναι έτσι, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, όταν ζωντανό ον πάσχει, η αρχή της ζωής της ένωσης είναι η ίδια απαθής στα πάθη και τις ενέργειες που ανήκουν μόνο στο ζωντανό ον, όμως δεν είναι διόλου η ψυχή, αλλά η ένωση που έχει τη ζωή, ή, τουλάχιστον, ή ζωή της ένωσης δεν είναι εκείνη της ψυχής, και δεν είναι διόλου το αισθητικό που αισθάνεται, αλλά η ύπαρξη που κατέχει αυτό το μέρος της ψυχής. Όμως, αν αίσθηση είναι μια κίνηση που διατρέχει το σώμα και καταλήγει στην ψυχή, πως γίνεται η ψυχή να μην αισθάνεται ;Υπάρχει αίσθηση χάρη στο αισθητικό τμήμα της ψυχής. Ποιος αισθάνεται τότε ;η ένωση. Αλά αν το αισθητικό δεν κινείται, πως μπορούμε να μιλήσουμε για σύνθεση, όταν δεν συνυπολογίζουμε την ψυχή και τα μέρη της ; Είναι γιατί, προκειμένου να υπάρχει αυτή η σύνθεση, η ψυχή, με την παρουσία της και μόνο, δεν δίναται η ίδια όπως είναι στη σύνθεση ή σε κάποιο από τα μέρη της, αλλά, από το ζωντανό σώμα και χάρη σε κάποιο είδος φωτισμού που του παρέχει, παράγει κάτι νέο, που είναι η φύση του έμβιου όντος. Σε αυτή τη φύση ανήκουν αισθήσεις και πάθη που αποδίδουμε στο έμβιο. Αλλά πως αισθανόμαστε εμείς ; Γιατί δεν είμαστε διόλου ξεχωριστοί από το έμβιο που σχηματίστηκε με αυτόν τον τρόπο, όπως δεν είμαστε ξεχωριστοί και από τα άλλα πολυτιμότερα στοιχεία που εισχωρούν στην όλη ουσία του ανθρώπου, η οποία σχηματίζεται από πολυάριθμα τέτοια στοιχεία. Όσο για το αισθάνεστε, οφείλει να αντιλαμβάνεται όχι τα αισθητά, αλλά τα αποτυπώματα που σχηματίζονται στο έμβιο λόγω της αίσθησης, τα αποτυπώματα αυτά είναι νοητά. Η εξωτερική αίσθηση είναι αντανάκλαση της αίσθησης της ψυχής, που είναι αληθέστερη και απαθέστερη θεώρηση των Ειδών. Από αυτά τα Είδη γεννιούνται οι σκέψεις, οι γνώμες και οι διανοητικοί όροι, από τις οποίες η ψυχή δέχεται την ηγεμονική θέση που έχει αυτή μόνο στο έμβιο. Εδώ κυρίως είμαστε οι εαυτοί μας. Όσα γίνονται προηγουμένως είναι και αυτά δικά μας, αλλά είναι πέρα από αυτό το σημείο που γινόμαστε εμείς, οι οποίοι διευθύνουμε το έμβιο εκ των άνω. Τίποτε δεν μας εμποδίζει να δώσουμε το όνομα έμβιο στο σύνολο που περιλαμβάνει τα κατώτερα αι μεικτά του σώματος μέρη και, πέρα από εκεί, ένα ανώτερο μέρος που είναι ο αληθινός άνθρωπος. Τα κατώτερα μέρη είναι, μέσα μας, “είναι λεοντώδες” και ”ποικίλον θηρίο”.»[37]
Κατανοούμε λοιπόν πως συμφώνως και με τον θειότατο Πλωτίνο :
«ο άνθρωπος ταυτίζεται με την λογική ψυχή και, όταν συλλογιζόμαστε, είμαστε αληθινά εμείς, επειδή οι λογισμοί είναι ενέργειες της ψυχής. Πως σχετιζόμαστε με τον νου ; Ονομάζω νου όχι την έξη που έχει η ψυχή λόγω αυτού αλλά τον ίδιο τον νου. Αλλά ακόμα και ο νους που κατέχουμε είναι υπεράνω ημών. Τον κατέχουμε ο καθένας ξεχωριστά και όλοι από κοινού. Από κοινού, επειδή είναι ένας και αδιαίρετος και παντού ο ίδιος. Ο καθένας ξεχωριστά, επειδή ο καθένας τον κατέχει ολόκληρο στην πρώτη ψυχή. Έχουμε επίσης και Είδη με δύο τρόπους, στην ψυχή ανεπτυγμένα και η ξεχωριστά και στον νου όλα μαζί. Τον Θεό πως ; Ως μια αρχή η οποία ίπταται πάνω από την νοητή Φύση και από την όντως ουσία, ενώ εμείς είμαστε στην τρίτη θέση. Η Ψυχή λέει η Πλάτων, αποτελείται “από μια αμέριστη ουσία” που έρχεται από άνωθεν “και από την μερισμένης περί τα σώματα”. Πρέπει να εννοήσουμε το “μεριστή περί τα σώματα” με τον ακόλουθω τρόπο : ότι διανέμεται σε όλη την έκταση ενώς σώματος, ανάλογα με το μέγεθος του όντος, ώστε και για όλο το σύμπαν υπάρχει μια ψυχή. Μπορούμε επίσης να το εννοήσουμε έτσι : φανταστείτε ότι είναι παρούσα στα σώματα επειδή τα φωτίζει. Δεν παράγει τα ζωντανά συνθέτοντάς τα από ένα σώμα και από την ίδια. Μένει ακίνητη και δεν δίνει από τον εαυτό της παρά μόνο είδωλά της, σαν πρόσωπα μέσα σε σε πολλά κάτοπτρα. Το πρώτο της είδωλο είναι η αίσθηση που υπάρχει στο σύνθετο δημιούργημα. Από την αίσθηση προέρχεται κάθε είδους ψυχή. Η μία παράγεται από την άλλη και καταλήγουν στην δύναμη της γεννήσεως και αυξήσεως και, κατόπιν, στην δύναμη να παράγουν και να επιτελούν κάτι διαφορετικό από την ψυχή, ενώ η παράγουσα ψυχή είναι στραμμένη προς το παραγόμενο πλάσμα.»[38]
Εξ ου και ο Πλωτίνος θα μας πει :
«Έτσι λοιπόν το εμείς χρησιμοποιείται με δύο τρόπους, είτε σημαίνοντας την ψυχή μαζί με το θηρίο είτε αυτό που υπερβαίνει το θηρίο. Θηρίο είναι το σώμα που πήρε ζωή. Άλλος είναι ο αληθινός άνθρωπος, ο καθαρός από κάθε θηριωδία, αυτός που κατέχει τις νοητικές αρετές, ο οποίος εδράζεται στην ίδια την ψυχή τη χωριστή από το σώμα. Χωριστή ήδη και αποχωριζόμενη ήδη από αυτήν εδώ τη ζωή, επειδή χωρίζεται ολοκληρωτικά από το σώμα, η ζωή του σώματος που φωτίζεται από αυτήν ακολουθ΄βντας την. Οι με νοητικές αρετές που προέρχονται από τη “συνήθεια” και στην “άσκηση” ανήκουν στη σύνθεση – το ίδιο και οι κακίες, ο φθόνος, η ζήλια και ο οίκτος. Και η φιλία ; Υπάρχει μια φιλία που ανήκει στη σύνθεση και μια που ανήκει στον εσωτερικό άνθρωπο.»[39]
Μάλιστα αφενός :
«όταν είμαστε παιδιά, ενεργεί κυρίως η σύνθεση και πολύ λίγο φωτίζεται αυτή από ψηλά. Όταν αυτό το φως δεν ενεργεί πάνω μας, έχει στραμμένη την ενέργειά του προς τα επάνω. Ενεργεί πάνω μας, όταν κατεβαίνει προς το μέσον της ψυχής. Τι δεν είμαστε εμείς το ανώτερο μέρος ; Ναι, αλλά πρέπει να έχουμε συνειδητή αντίληψη αυτού, γιατί δεν χρησιμοποιούμε πάντοτε όσα κατέχουμε, αλλά μόνο όταν στρέψουμε το μέσο προς τα πάνω ή προς τα κάτω και όταν κάνουμε ενέργεια όσα διαθέτουμε δυνάμει. Και τα θηρία πώς έχουν ζωή; Αν, όπως λέγεται, υπάρχουν εντός τους αμαρτωλές ανθρώπινες ψυχές, τότε το χωριστό τμήμα της ψυχής δεν ανήκει στα θηρία, αλλά παρευρίσκεται χωρίς να είναι παρόν σε αυτά. Η συναίσθησή τους έχει το είδωλο της ψυχής μετά του σώματος.[40] Και το σώμα είναι κάποια διαμορφωμένη ποιότητα του ειδώλου της ψυχής∙ αν, λοιπόν, δεν είναι μία ανθρώπινη ψυχή μέσα τους (στα θηρία), τότε είναι έλλαμψη από την καθολική (ψυχή) η ζωή που γίνεται σε αυτά.»[41]
αφετέρου :
«Αλλά αν η ψυχή είναι αναμάρτητη, τότε πως κρίνεται. Αυτή η θέση είναι αντίθετη προς όλα τα επιχειρήματα ότι, καθώς λένε, αυτή αμαρτάνει, διορθώνεται και υφίσταται τιμωρίες στον Άδη ή στο σώμα στο οποίο μετανσωματώνεται. Ας διαλέξουμε όποια λόγο επιθυμούμε και ίσως βρούμε ένα σημείο συμφωνίας. Ο λόγος που δέχεται ότι η ψυχή είναι αναμάρτητη θεωρεί ότι αυτή είναι κάτι το απλό, ώστε να ταυτίζεται με το Είναι της. Ο λόγος που δέχεται ότι η ψυχή αμαρτάνει προσθέτει σεαυτήν και εσυνδιάζει μαζί της μια άλλου είδους ψυχή, αυτή που πάσχει δεινά πάθη : τότε η ψυχή γίνεται σύνθεση από όλα τα στοιχεία της, και αυτό που υποφέρει, αμαρτάνει και τιμωρείται είναι το σύνολο της και όχι το απλό Είναι για το οποίο μιλάμε. Για τη σύνθεση αυτή ο Πλάτωνα λέει πως “είδαμε την ψυχή όπως βλέπουμε τον θαλάσσιο Γλαύκο”, αν θέλαμε να γνωρίσουμε τη φύση της, πρέπει να την τινάξουμε δυνατά, λέει, για να την καθαρίσουμε από τα επιπρόσθετα της και “να κοιτάξουμε την φιλία της για την σοφία και να δούμε με τι σχετίζεται και ποιες είναι οι συγγένειές της”. Η ζωη και οι ενέργεις της ψυχής είναι διαφορετικό πράγμα από αυτό που τιμωρείται. Ο χωρισμός και το αποτράβηγμα δεν γίνεται μόνο από το σώμα αλλά και από καθετί που έχει προστεθεί στην ψυχή. Αυτές οι προσθήκες γίνοτναι κατά τη γένεση, ή ορθά η γέννεση είναι η αρχή του άλλου είδους ψυχής. Εξηγήσαμε πως γίνεται η διαδικασία της γέννησης : η ψυχή, και κάτι άλλο βγαίνει από την ψυχή που κατεβαίνει όταν αυτή σκύβει προς τα κάτω. Τότε αφήνει την αντανάκλασή της; Η κατάβαση της δεν είναι αμαρτία ; Η κατάβαση είναι η έκλαμψη του κατώτερου μέρους και δεν είναι αμαρτία, όπως δεν είναι αμαρτία η σκιά του σώματος. Υπεύθυνο είναι το φωτιζόμενο αντικείμενο – αν δεν υπάρχει, η ψυχή δεν θα είχε τι να φωτίσει. Η κατάβαση και η υπόκλιση της σημαίνουν ότι το φωτιζόμενο αντικείμενο ζει από αυτή και χάρη σε αυτήν. Αφήνει λοιπόν να τη δεχτεί. Την αφήνει όχι επειδή την αποχωρίζεται, αλλά επειδή δεν είναι εκεί που είναι αυτή, αφού αυτή δίνεται όλη στην επίβλεψη του νοητου Κόσμου. Ο Όμηρος φαίνεται πως τη χωρίζει από τα είδωλο της όταν λέει σχετικά με τον Ηρακλή ότι τι είδωλό του είναι στον Άδη ενώ ο ίδιος ο Ηρακλής βρίσκεται ανάμεσα στους Θεούς, κατεχόμενος από αμφότερους τους λόγους. Είναι και στον Άδη και ανάμεσα στους Θεους, γι΄αυτό τον χώρισε σε δυο μέρη. Αλλά ο λόγος αυτός είναι πιθανός και κατά τον εξής τρόπο : ο Ηρακλής έχει πρακτικές αρετές και λόγω καλοκαγαθίας αξιόθηκε να είναι Θεός. Επειδή όμως ήταν πρακτικός και όχι θεωρητικός, οπότε και θα βρισκόταν ολόκληρος εκει ψηλά, βρίσκεται ψηλά, αλλά ένα μέρος του όμως είναι χαμηλά.»[42]
Βέβαια :
«Τι είναι αυτό που διεξήγαγε όλη αυτή την έρευνα, εμείς ή η ψυχή; Εμείς είμαστε μέσω της ψυχής. Yπό ποία έννοια μέσω της ψυχής ; Ερευνούμε, επειδή εμείς έχουμε ψυχή ; Όχι, επειδή εμείς είμαστε η ψυχή. Άρα αυτή κινείται ; Ναι, πρέπει να της αποδώσουμε μια κίνηση, όχι αυτή των σωμάτων, αλλά της δική της ζωής. Η νοητική ενέργεια είναι η δική μας ενέργεια, επειδή η ψυχή είναι νοητή και επειδή η νοητική ενέργεια είναι η τελειότερη ζωή της, είτε όταν η ψυχή ενεργεί νοητά είτε όταν ο νους ενεργεί πάνω μας, επειδή η νόηση είναι και ένα μέρος του εαυτού μας και αυτό προς το οποίο υψωνόμαστε.»[43]
Μάλιστα η ουσία της ψυχής έχει σύμφυτο τον θείο νόμο – μάλιστα ο Πορφύριος επεξηγεί πως υπάρχουν τρείς νόμοι:
«Πρώτος ο νόμος του Θεού, δεύτερος ο νόμος της ανθρώπινης φύσεως και τρίτος ο νόμος ο θετός νόμος των εθνών και των πόλεων. Ο νόμος της φύσης προσδιορίζει την έκταση των αναγκών του σώματος και, υποδεικνύοντας τι είναι απαραίτητο για αυτές τις ανάγκες, επικρίνει την έφεση προς τα μάταια και τα περιττά. Ο θετός νόμος, που ισχύει για τους διάφορους λαούς, είναι μια συμβατική ρύθμιση των αμοιβαίων κοινωνικών σχέσεων, στην βάση της γενικής παραδοχής των θεσπέσιων κανόνων. Ο θείος νόμος, τέλος, τοποθετήθηκε από τον νου μέσα στις έννοιες/νοήσεις των λογικών ψυχών, ένεκα σωτηρία των τελευταίων τούτων, και ανακαλύπτεται μέσα από την αλήθεια των εσωτερικών της σκέψεων.»[44]
Διευκρινίζει μάλιστα πως :
«Τον γνωρίζει μόνο ο νους, που τον αναζητά εντατικά και τον βρίσκει αποτυπωμένο στον εαυτό του, και τον παίρνει από αυτόν τροφή για την ψυχή του σαν να επρόκειτο για το σώμα του. Διότι πρέπει να θεωρήσουμε ότι σώμα του νοός είναι η λογική ψυχή, την οποία τρέφει ο νους, που μέσω του οικείου του φωτός οδηγεί στην αναγνώριση και παραδοχή τις εντός της λογικής ψυχής έννοιες τις οποίες χάραξε σε αυτή σύμφωνα με την αλήθεια του θείου νόμου. Ο νους, λοιπόν, γίνεται δάσκαλος, σωτήρας, τροφέας, φύλακας και αναγωγός, φθεγγόμενος μετά σιγής την αλήθεια, ξεδιπλώνει και δίνει στην ψυχή τον θείο νόμο και, στρέφοντας το όμμα προς τις εντός του εαυτού του νοητικές συλλήψεις, τον αναγνωρίζει εν τέλει αποτυπωμένο μέσα στην ψυχή προαιωνίως.»[45]
Αυτές, λοιπό τις 3εις δυνάμεις – που έχουμε ανφερεί στην αρχή του κειμένου –οι οποίες ανήκουν στην λογική & αϊδια ψυχή, στον αληθινό άνθρωπο, έχει παρομοιάσει στον «Φαίδρο» του ο Πλάτων με «σύμφυτης δύναμη ενός ζεύγους φτερωτών ίππων και του ηνιόχου τους». Μάλιστα η ψυχή, ο αληθινός άνθρωπος, ς δια αυτών θεάται συζύγως όλα τα νοητά με την απλή, ενοειδή και νοητική γνώση, εξετάζει τους ενδιάμεσους των όντων Λόγους με την επιστημονική και διανοητική των Ειδών/Ιδέών ανέλιξη και σύνθεση, διακρίνει δεόντως όλα τα «μη-όντα» που ωστόσο «γίνονται» (δημιουργούνται) και «καταστρέφονται» αεί, τα αισθητά, με την «δόξα» (=υποκείμενη γνώμη) και την «αίσθηση», «που απέχει τρείς θέσεις από την αλήθεια» και εφάπτεται των γνωστικών αντικειμένων μέσω των οικείων της οργάνων, τέλος δε γνωρίζει τα εικαστά που είναι είδωλα των αισθητών πραγμάτων μέσω της εικαστικής (=απεικονιστικής) δύναμης της.
Σχολιάζοντας δε ο Ερμείας και αναλύοντας περί αυτού μας λέγει :
In Platonis Phaedrum scholia 123.4 ` to In Platonis Phaedrum scholia 126.15 Αὐτὸς τοίνυν ὁ Πλάτων ἐν <Τιμαίῳ> φησὶν ὅτι ὁ δημιουργὸς συνιστὰς τὴν ψυχὴν ἁπλῶς, τουτέστι τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς, ἔλαβεν ἐκ τῶν γενῶν τοῦ ὄντος οὐσίαν, ταυτὸν θάτερον δηλονότι ὡς αὐτός φησιν, οὐσίαν μέσην, ἥτις μέση ἐστὶ τῆς τε <ἀμερίστου> οὐσίας καὶ τῆς περὶ τὰ σώματα μεριστῆς οὐσίας· μεριστὴ δὲ περὶ τὰ σώματά ἐστιν οὐσία ἡ ἄλογος ζωὴ καὶ ἡ φύσις καὶ αἱ ἐμψυχίαι· καὶ πάλιν ταυτὸν μέσον ὃ μέσον ἐστὶ τοῦ τε ἀμερίστου ταυτοῦ καὶ τοῦ περὶ τὰ σώματα μεριστοῦ ταυτοῦ· ὁμοίως δὴ καὶ θάτερον μέσον. Καὶ ταῦτα, φησὶ, τὰ τρία συγκερασάμενος τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς συνεστήσατο. Ἀλλὰ τὰς μὲν τῶν θείων ἐξ ἀκηράτων γενῶν, τὰς δὲ ἡμετέρας οὐκέτι· ἀκήρατα δέ φησιν οὐκέτι πάμπαν ἀλλὰ δεύτερα καὶ τρίτα κατεχεῖτο μίσγων. Αἱ δυνάμεις οὖν τῶν τριῶν τούτων οἱ ἵπποι εἰσὶ καὶ ὁ ἡνίοχος· καὶ ἡ μία δύναμις τῆς ψυχῆς ἡ οἰστικὴ τῶν τριῶν τούτων δυνάμεων ἡ ἰδέα ἐστὶν αὐτῆς. Ἡ μὲν οὖν τοῦ ὄντος, τουτέστι τῆς οὐσίας τοῦ ἑνὸς τῶν γενῶν, δύναμις ὁ ἡνίοχός ἐστιν, ἡ δὲ τοῦ ταυτοῦ δύναμις ὁ κρείττων τῶν ἵππων, ἡ δὲ τοῦ θατέρου δύναμις ὁ καταδεέστερος ἵππος. Ἐὰν τοίνυν νοήσωμεν δύο ἵππους καὶ ἡνίοχον καὶ συμφύσωμεν αὐτοὺς, ἡ μία δύναμις ἡ γεννητικὴ καὶ οἰστικὴ τοῦ τε ἡνιόχου καὶ τῶν ἵππων αὐτή ἐστιν ἡ ἰδέα τῆς ψυχῆς. Δύναμιν δὲ ἀκουστέον κατὰ τοὺς γεωμέτρας, ὡς εἰώθασι λέγειν τὴν εὐθεῖαν δύνασθαι τὸ τετράγωνον. Ἐν μὲν οὖν τῷ προτέρῳ λόγῳ περὶ τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς διείλεκται, ἥτις ἐν ἑαυτῇ εἶχε καὶ τὴν αὐτοκινησίαν καὶ τὴν ἀθανασίαν (ἓν γὰρ ἦν ἅμα ταῦτα τὰ τρία), ἐνταῦθα δὲ περὶ τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς λέγει· διαλέξεται δὲ ἑξῆς καὶ περὶ τῶν ἐνεργειῶν. Τριῶν οὖν τούτων ὄντων, οὐσίας αὐτοκινησίας ἀθανασίας, ἀνάλογον τούτοις εἰλημμέναι εἰσὶν ἐνταῦθα αἱ τρεῖς αὗται δυνάμεις, ἡ ἰδέα καὶ οἱ ἵπποι καὶ αἱ μερικώτεραι ζωαὶ τῶν ἵππων. Τῇ μὲν γὰρ μιᾷ οὐσίᾳ τῆς ψυχῆς, ἥτις ἑνιαίως ἔχει καὶ τὴν αὐτοκινησίαν καὶ τὴν ἀθανασίαν, ἀνάλογον εἴληπται ἡ ἰδέα τῆς ψυχῆς, ἥτις ἐστὶν ἡ μία δύναμις τῆς πάσης ψυχῆς οἰστικὴ τῶν τριῶν δυνάμεων τοῦ τε ἡνιόχου καὶ τῶν ἵππων. Τῇ δὲ αὐτοκινησίᾳ ἀνάλογον εἰλημμένοι εἰσὶν οἱ ἵπποι διὰ τὸ αὐτοκίνητον αὐτῶν. Τῇ δὲ ἀθανασίᾳ αἱ μερικώτεραι ζωαὶ τῶν ἵππων, τουτέστιν αἱ ἄνοδοι καὶ κάθοδοι τῆς ψυχῆς καὶ αἱ πτερορρυήσεις τε καὶ πτεροφυήσεις. Ἀλλὰ διὰ τί ἵππους κέκληκε τὴν τοῦ ταυτοῦ καὶ θατέρου δύναμιν, τὴν δὲ τῆς οὐσίας τοῦ ἑνὸς τῶν γενῶν δύναμιν ἡνίοχον; Ὅτι μὲν οὖν πάντα μετέχει ἀλλήλων, δῆλον· κατὰ δὲ τὸ ἐπικρατοῦν ἕκαστον λέγεται. Ἡ γὰρ οὐσία ἐστὶν ὃ εἰς τὴν σύστασιν παρελήφθη τῆς ψυχῆς τὸ ἀκρότατον καὶ τελειότατον, … καὶ κατ᾽ αὐτό γε τοῦτο τοῖς ἄλλοις ἐπιστατούσης· κινεῖσθαι οὖν ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν οὐσίαν οὐκ ἀναγκάζεται· τὰ δὲ λοιπὰ δύο, αἱ δυνάμεις τοῦ ταυτοῦ καὶ τοῦ θατέρου, ὡς ἐν κινήσει καὶ περιόδοις ὁρώμενα, ἵπποις ἀπεικάσθησαν· οἱ αὐτοὶ δέ εἰσι καὶ οἱ τροχοὶ τὸ ταυτὸν καὶ τὸ θάτερον· ὡς μὲν γὰρ ἐκπεριιόντες τὸ νοητὸν ἵπποι, ὡς δὲ ἀποκαθιστάμενοι τροχοί. Καὶ ὁ μὲν ἀμείνων τροχός ἐστιν ὁ τοῦ ταυτοῦ κύκλος ὁ περὶ τὰ νοητὰ στρεφόμενος καὶ τὴν ἀναγωγὸν ἔχων δύναμιν τῆς ψυχῆς, ὃς καὶ δι᾽ αὐτὸ τοῦτο εὔτροχος προσηγόρευται· ὁ δὲ ἕτερος θατέρου ὁ καὶ γενεσιουργὸς ὁ περὶ τὰ αἰσθητὰ καὶ δοξαστὰ στρεφόμενος, ὃς ὀρθὸς προσείρηται, ὅταν τὴν οἰκείαν ἔχῃ ἀρετὴν καὶ οὕτως ἔχων τοῦ ὀρθοῦ καὶ τῆς εὐθείας τὴν ἔνδειξιν ὅταν ἀδιαστρόφως ἀναγγείλῃ τὰ αἰσθητά· οἷον εἰ θελήσει τι ἡ δόξα τῶν αἰσθητῶν ἰδεῖν, ἐξάρχει μὲν ἡ προαίρεσις καὶ διεγείρει καὶ ἐντείνει τὸ πνεῦμα, τὸ δὲ εἰ τύχοι διὰ τῶν ὄψεων ἐκπέμπει τὰς ἀκτῖνας· αἳ δὲ προσβάλλουσι τῷ αἰσθητῷ, καὶ πάλιν δι᾽ αὐτῶν ἀνακάμψασα ἡ αἴσθησις ἀπαγγέλλει τῷ πνεύματι κἀκεῖθεν τῇ δόξῃ· καὶ οὕτως ἡ ἀνάκαμψις οὐκ ἔστιν ἀκριβῶς κύκλος, ἀλλ᾽ εὐθεῖα δίαυλον δραμοῦσα μιμεῖται τὸν κύκλον, καὶ ἔστι τὸ ὅλον τοῦτο ὀρθὸς κύκλος. Ὅταν δὲ διαστρόφως ἀναγγείλῃ, παντοίας λέγεται κλάσεις ἔχειν. Ἔχει δὲ οὗτος καὶ τὴν καταγωγὸν καὶ γενεσιουργὸν δύναμιν τῆς ψυχῆς, ἐπὶ δὲ τῶν θείων ψυχῶν τῶν προνοητικῶν τῶν δευτέρων … Ἔχει μὲν οὖν ὑγιῶς τὰ εἰρημένα, καὶ οὕτω δεῖ οἴεσθαι ἔχειν. Ἔστι δὲ καὶ οὕτω διαιρεῖν, καὶ ἡνίοχον μὲν λέγειν τὸ νοερὸν τῆς ψυχῆς, τουτέστι τὸν νοῦν, ταυτοῦ δὲ κύκλον καὶ ἀμείνονα ἵππον λέγειν τὴν διανοητικὴν ψυχὴν, θατέρου δὲ καὶ χείρονα ἵππον τὴν δοξαστικήν. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ ἡ διάνοια τοῦ θατέρου μετέχει καὶ ἡ δόξα τοῦ ταυτοῦ· πᾶν γὰρ ὃπερ ἂν λάβῃς τῆς ψυχῆς ἀμφοτέρων μετέχει. Κατὰ μὲν τὸ ἀκρότατον τῆς ψυχῆς θεωροῦντί σοι τοὺς ἵππους καὶ τὸν ἡνίοχον, ἡνίοχος μὲν ἔσται ἡ ἄκρα τῆς ψυχῆς ἕνωσις ἡ πρὸς τὰ νοητὰ καὶ τοὺς θεούς· ὁ δὲ ἀμείνων ἵππος ὅσπερ αὐτῆς ἀεὶ τῶν νοητῶν ἐφίεται· ὁ δὲ καταδεέστερος ὅσπερ μετὰ διαιρέσεως καὶ μεταβάσεως ἐφάπτεται τῶν νοήσεων. Καὶ ταῦτα μὲν εἰ ἐπὶ τῆς διανοητικῆς μόνης ψυχῆς ὁρῴης τόν τε ἡνίοχον καὶ τοὺς ἵππους· εἰ δέ γε ἐπὶ τῆς δοξαστικῆς, τὸν μὲν ἡνίοχον τὴν διάνοιαν ληψόμεθα, τὸν δὲ κρείττονα τῶν ἵππων τὴν δύναμιν τῆς δοξαστικῆς, ἥτις ἀεὶ ἐφίεται τῇ διανοίᾳ συντάττεσθαι, τὸν δὲ καταδεέστερον ἵππον ἥτις αὐτῆς δύναμις ἐφίεται τῆς γενέσεως καὶ τῆς τῶν δευτέρων προστασίας. Δυνατὸν δὲ καὶ κατὰ τὸ συναμφότερον, τὴν διάνοιαν καὶ τὴν δόξαν, ἐκλαβόντα τὸν ἡνίοχον, τῶν ἵππων τὸν μὲν ἀμείνω κατὰ τὸ διανοητικὸν μόνον τάξαι, τὸν δὲ καταδεέστερον κατὰ τὸ δοξαστικόν. Ἰστέον γὰρ ὡς τῆς ψυχῆς ἐπιδούσης ἑαυτὴν τοῖς κρείττοσι, καὶ ἡ δόξα ὅλην ἑαυτὴν ἐπιδίδωσι τῇ διανοίᾳ καὶ αὐτῆς εἶναι ἐθέλει, ἀποκαμοῦσα μέντοι ποτὲ καὶ καθ᾽ ἑαυτὴν ἐνεργῆσαι θέλει. Καὶ ταῦτα μὲν εἰ ἐπὶ μόνης τῆς λογικῆς ψυχῆς θεωροίημεν τοὺς ἵππους καὶ τὸν <ἡνίοχον>· ἐπειδὴ δὲ καὶ εἰς τοῦτο κάτεισιν ἡ ψυχὴ ὥστε λοιπὸν αὐτῇ προσυφαίνεσθαι καὶ τὸ ἄλογον, καὶ ἑκάτερον τῶν ἵππων ἀντιτείνειν ἐν τῷ προσυφανθέντι ἀλόγῳ εἴδει τῆς ψυχῆς, μηδὲ τούτους πα ρῶμεν. Τοὺς μὲν γὰρ προτέρους εἶχεν ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν αἰώνιον ἑαυτῆς ἀπὸ τοῦ δημιουργοῦ μόνου πρόοδον· οὓς δὲ νῦν μέλλω λέγειν, ἐκ τοῦ προσκειμένου θνητοῦ εἴδους τῆς ψυχῆς, οὓς ἀπὸ τῶν νέων θεῶν προσλαμ βάνει. Ἔσται τοίνυν ἡνίοχος μὲν κατὰ τὴν δόξαν, ὁ δὲ κρείττων τῶν ἵππων ὁ θυμὸς, ὁ δὲ καταδεέστερος ἡ ἐπιθυμία. Καὶ ὀρθῆς μὲν οὔσης τῆς δόξης τὸν μέσον καὶ ὀρθοδοξαστικὸν ἄνθρωπον καὶ μέσον ἡνίοχον ἀποτελεῖ, διεστραμμένης δὲ τὸν διάστροφον, καὶ ἔοικε τότε ἡνιόχῳ συρομένῳ ὑπὸ τῶν ἵππων. Οἱ μὲν οὖν πεπαιδευμένοι δοξαστικοὶ ἵπποι καὶ ὁ ἡνίοχος τὸν ἄκρον ἡμῖν πολιτικὸν ἀποτελοῦσιν, οἱ δὲ διανοητικοὶ τὸν θεωρητικόν. Ἀμείβονται δὲ οὗτοι οἱ ἵπποι καὶ ὁ ἡνίοχος καὶ κατὰ τὰς σφαίρας καὶ κατὰ τὰ στοιχεῖα καὶ κατὰ πᾶν εἶδος ζωῆς. Ἐν μὲν γὰρ τῇ ἡλιακῇ ἡλιακοί εἰσιν, ἐν δὲ τῇ διίᾳ δίιοι, καὶ ἐν τῇ ἀρεϊκῇ ἀρεϊκοί· καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν ἀεὶ κατὰ τὴν ἰδιότητα ἐκείνου τοῦ θεοῦ ἵστανται· ἐὰν μὲν κατὰ τὸ θεῖον εἶδος, θεῖοι, κατὰ δὲ τὸ ἀγγελικὸν ἀγγελικοὶ καὶ αὐτοὶ, ἐὰν δὲ κατὰ τὸ δαιμόνιον εἶδος τῆς ζωῆς ἱστῶνται, δαιμόνιοι καὶ αὐτοὶ γίνονται, ἐὰν δὲ κατὰ τὸ ἡρῷον, ἡρωικοὶ, καὶ ὁμοίως ἐπὶ πάντων. Ἀλλὰ τί βούλεται καὶ τὸ <ὑπόπτερον>; πρότερον δὲ τί σημαίνει τὸ πτερὸν ἴδωμεν. Πτερὸν δή ἐστι τῆς ψυχῆς ἡ ἀναγωγὸς αὐτῆς δύναμις, ἥτις κατὰ τὸν κρείττονα τῶν ἵππων μάλιστα ὁρᾶται· ὥσπερ δὴ αὐτὸν κατά τινα ἐπιβολὴν καὶ τροχὸν προσηγορεύομεν, μᾶλλον δὲ ταυτοῦ κύκλον, ἐπειδὴ ἐραστής ἐστι τοῦ καλοῦ καὶ ἐφίεται τῶν νοητῶν καὶ οὐδέποτε ἀντιτείνει τῷ ἡνιόχῳ ἀλλὰ καὶ συγκατορθοῖ καὶ συνεξαμαρτάνει. Ὁ δὲ ἄλλος ἵππος, ἡ καταγωγὸς καὶ γενεσιουργὸς αὐτῆς δύναμις, εἰς γῆν βρίθει καὶ ἀντιτείνει τῷ ἡνιόχῳ. Ἔχουσιν οὖν πάντες πτερά· πάντες γὰρ πάσας ἔχουσι τὰς δυνάμεις, καὶ ὁ ἡνίοχος καὶ οἱ ἵπποι· ἀλλ᾽ ἐπὶ μὲν τῶν θείων ψυχῶν ἀεὶ τὰ πτερὰ ἐγηγερμένα ἐστὶ καὶ εὔλυτα, διὸ καὶ πτερωτοὶ λέγονται, οὐχ ὑπόπτεροι· ἐπὶ δὲ ἡμῶν τῶν ἀνθρωπείων ψυχῶν οὐκ ἀεὶ ταῦτα τὰ πτερὰ προβεβλημένα ἔχομεν, ἀλλὰ ποτὲ μὲν μύοντα καὶ ἀργά … τὴν μὲν γὰρ δύναμιν αὐτῶν ἔχομεν, οὐδέποτε γὰρ ἀπόλλυμεν τὰς δυνάμεις, τὴν δὲ ἐνέργειαν οὐκ ἀεὶ ἔχομεν· διὸ ἐφ᾽ ἡμῶν οἰκειότερον τὸ ὑπόπτερον ὡς τὴν δύναμιν ἐχόντων, τὴν δὲ ἐνέργειαν οὐ πάντως, ἐπὶ δὲ τῶν θεῶν τὸ πτερωτὸν ὡσανεὶ ἐνεργοὺς καὶ τὰς δυνάμεις καὶ τὰς ἐνεργείας ἐχόντων. Διὸ καὶ ἑξῆς ἐπὶ τῆς ἡμῶν ψυχῆς φησι· <«πάλαι γὰρ ἦν πτερωτή.»> Βουλόμενος οὖν κοινὸν ποιῆσαι τὸν λόγον ἐπί τε τῶν ἡμετέρων ψυχῶν καὶ ἐπὶ τῶν θείων, τὸ <ὑπόπτερον> εἶπε. Πᾶσαι γὰρ αἱ ψυχαὶ ἔχουσι τὴν ἀναγωγὸν δύναμιν, εἰ καὶ αἳ μὲν ἀεὶ ἐνεργὸν αἳ δὲ ποτέ. ῍Η καὶ κυρίως ἂν λέγοιτο τὸ ὑπόπτερον ἐπί τε τῶν θείων καὶ τῶν ἡμετέρων ψυχῶν· ἐπὶ μὲν τῶν θείων ὅτι δὴ τὰ πτερὰ περὶ τὰς κοιλοτέρας αὐτῶν καὶ περιπεζίους δυνάμεις αἱ ἐνέργειαι ἀεὶ ἐνιδρυμέναι εἰσὶ τοῖς νοητοῖς, ἐπὶ δὲ τῶν ἡμετέρων τὸ ὅλον τοῦτο τὸ ὑπόπτερον ἁρμόζει, ἐπειδὴ κυρίως τὸ πτερωτὸν οὐκ ἔστιν ἀληθὲς ἐπ᾽ αὐτῆς, εἰ μὴ ποτέ.
Βέβαια :
«Ο Θείος Ιάμβλιχος αντιλαμβάνεται ως κυβερνήτη το “Έν” της ψυχής και ως ηνίοχο τον νου της. Χρησιμοποιεί τον όρο “θεατή” για να δηλώσει όχι ότι αντιλαμβάνεται τούτο το Νοητό με βάση την ετερότητα, αλλά ότι ενώνεται με αυτό και έτσι απολαμβάνει το Νοητό. Διότι αυτό δηλώνει ότι ο κυβερνήτης είναι ανώτερος από τον ηνίοχο και τους ίππους. Αφού το Ένα της ψυχής ενώνεται εκ φύσεως με τους Θεούς.»[46]
Επίσης :
«Το “εν” της ψυχής μπορεί και συνδέεται με τα πρώτα νοητά. Ο δε κατ’ ενέργεια νους είναι υπεριδρυμένος πάνω από την ψυχή και αεί θεάται τα Όντα[47], αλλά αυτό δεν συμβαίνει στην δική μας ψυχή. Αυτό συμβαίνει σε εμάς όταν στρεφόμαστε προς αυτόν τον νου. Η δε ύπαρξη της ψυχής, το “εν” της ψυχής , κυρίως ενθουσιά, όταν τo “της Αλήθειας” θεωρεί το “πεδίο”.»[48]
Δηλαδή :
«όταν η ψυχή στέκεται στην διανοητική της ικανότητα, αποκτά την επιστήμη των Όντων. Όταν δηλ. εδραιώσει τον εαυτό της στο νοητικό μέρος της ουσίας της, νοεί τα πάντα με απλές και αδιαίρετες συλλήψεις. Όταν, όμως, ανατρέξει στο “Ένα” της και συμπτύξει όλο το πλήθος που έχει μέσα της, ενθεαστικώς ενεργεί και συνδέεται με τις υπάρξεις που βρίσκονται υπεράνω του Νου. Γιατί παντού το όμοιο συνδέεται εκ φύσεως με το όμοιο, και κάθε γνώση μέσω της ομοιότητας αυτόν ο οποίος κατανοεί με αυτό που γίνεται κατανοητό, αυτόν ο οποίος αισθάνεται με αυτό που γίνεται αισθητό, αυτόν ο οποίος συλλογίζεται με αυτό που γίνεται αντιληπτό από τον συλλογισμό, αυτόν ο οποίος νοεί με αυτό που νοείται , ώστε συνδέει και το άνθος του Νου με αυτό που βρίσκεται πριν από τον Νου. Γιατί δεν είναι ο νους το κορυφαίο, αλλά η αιτία που βρίσκεται πάνω από τον Νου, έτσι και στις ψυχές το πρώτο είδος ενέργειας δεν είναι νοητικό αλλά θειότερο του νου. Και κάθε ψυχή και κάθε νους έχει δυο ειδών ενέργειες, άλλες ενιαίες και ανώτερες από τη νόηση, και άλλες νοητικές. Πρέπει, λοιπόν, να νοήσουμε εκείνο το νοητό σύμφωνα με τη φύση και την ύπαρξη του, κλείνοντας τα μάτια σε όλες τις άλλες ζωές και δυνάμεις. Γιατί, όπως προσεγγίζουμε τον Νου “νοειδεῖς γιγνόμενοι”, έτσι ενωειδής γινόμενοι ανατρέχουμε στην ένωση. Γιατί και ο οφθαλμός δεν βλέπει τον ήλιο αλλιώς παρά αφού γίνει ηλιοειδής, και όχι με το φως που προέρχεται από το πυρ. Από αυτό είναι φανερό ότι το να νοήσουμε εκείνο το νοητό δεν είναι νόηση. “Εάν”, λέει ο Χαλδαϊκός Χρησμός, “ἐπεγκλίνῃς σὸν νοῦν”, δηλαδή αν στηριχτείς σε νοητικές προσπάθειες για να έρθεις σε επαφή με εκείνο, και έτσι “ἐκεῖνο νοήσῃς”, το νοητό “σαν να νοείς κάτι συγκεκριμένο”, δηλαδή συλλαμβάνοντας το άμεσα σύμφωνα με το μέτρο κάποιου Είδους και κάποιας γνώσης, “δεν θα νοήσεις εκείνο”. Γιατί, ακόμα και αν αυτές οι νοήσεις είναι απλές, υπολείπονται από την ενιαία απλότητα του νοητού και οδηγούνται σε κάποιες κατώτερες νοητικές φύσεις οι οποίες προχώρησαν ήδη σε πλήθος. Γιατί κανένα γνωστικό αντικείμενο δεν αναγνωρίζεται από μια κατώτερη γνώση. Ούτε λοιπόν αυτό που βρίσκεται πάνω από τον Νου αναγνωρίζεται μέσω του νου. Γιατί με το που ο νους συλλάβει κάτι, λέει ότι αυτό που νοεί είναι έτσι και αλλιώς, πράγμα που είναι κατώτερο από το νοητό. Με το άνθος του νου που βρίσκεται μέσα μας νοούμε αυτό το νοητό που βρίσκεται εδραιωμένο στην κορυφή της πρώτης νοητής τριάδας[49], αλλά δεν μπορούμε να συνδεθούμε με το Ένα το οποίο δεν συντάσσεται με τίποτα και είναι αμέθεκτο. Γιατί ο πρώτος “Πατήρ” λέγεται ότι αρπάζει τον εαυτό του μακριά από τον νου και από τη «δύναμη», είναι αυτός που εξυμνείται ως θεός των πάντων. Όμως έχει ειπωθεί για τον πρώτο Πατέρα: “Και πρώτη δύναμη του ιερού Λόγου”, ποιος όμως είναι εκείνος που βρίσκεται πάνω από αυτόν και στον οποίο μετέχει και έτσι λέγεται ιερός ; Και αν αυτός που αποκαλύπτει κάποιον που είναι πιο άρρητος ονομάζεται Λόγος, πρέπει πριν από τον Λόγο να υπάρχει η σιγή που έδωσε υπόσταση στον Λόγο, και πριν από κάθε τι ιερό να υπάρχει η αιτία που το θεοποιεί. Έτσι, τα όσα βρίσκονται μετά τα νοητά είναι Λόγοι των νοητών που είναι “συν-αθροισμένα”, έτσι και ο Λόγος που βρίσκεται μέσα στα νοητά και που έλαβε υπόσταση οπό κάποια άλλη πιο άρρητη Ενάδα, είναι Λόγος της πάνω από τα νοητά σιγής. Και επειδή τα νοητά είναι απόκρυφα, ο Λόγος αυτός είναι σιγή. Άρα δεν είναι ίδιο το άνθος του νου της ψυχής και το άνθος ολόκληρης της ψυχής μας. Αντιθέτως, το ένα είναι το ενοειδέστατο μέρος της νοητικής ζωής μας, ενώ το άλλο είναι το “Εν” όλων των ψυχικών δυνάμεων μας που είναι πολύμορφες, μιας και δεν είμαστε μόνο νους αλλά και διάνοια και δόξα και προσοχή και προαίρεση, και πριν από αυτές τις δυνάμεις υπάρχει η ουσία που είναι μια και πολλή, διαιρετή και αδιαίρετη. Καθώς λοιπόν το “Ένα” είναι δυο ειδών, και καθώς το ένα είναι το άνθος της πρώτης δύναμής μας[50], ενώ το άλλο είναι το κέντρο ολόκληρης της ουσίας μας και των κάθε λογής δυνάμεως που υπάρχουν γύρω μας, μόνο το πρώτο μας συνδέει με τον Πατέρα των νοητών. Γιατί είναι νοητικό «Ένα” και νοείται και εκείνο από τον πατρικό νου με βάση το “Ένα” που αυτός έχει μέσα του. Μόνο το “Έν” όμως στο οποίο συγκλίνουν οι δυνάμεις της ψυχής μπορεί από την φύση του να μας φέρει κοντά σε εκείνο που βρίσκεται επέκεινα πάντων των όντως Όντων, καθώς ενοποιεί όλα όσα έχουμε εντός μας. Με αυτό είμαστε ως προς την ουσία μας ριζωμένοι μέσα σε εκείνο, ακόμα κι αν απομακρυνθούμε, δεν θα αποκοπούμε από την αιτία μας.»[51]
Δηλαδή :
«το άνθος» της αϊδιας και λογικής ψυχής διακρίνεται σε δύο είδη, σε αυτό του νου της ψυχής και σε αυτό ολόκληρης της ψυχής. Με το πρώτο η ψυχή αφενός συνδέεται με τον νοητό Πατέρα – τον Ορφικό Αιθέρα – με το «Έν-ΟΝ» κατά τον Πλάτωνα – που είναι το πρώτο μέλος της 1ης τριάδας των 3ων τριάδων των νοητών θεών ή αλλιώς με την πρώτη νοητή, υπερούσια, μεθεκτή & αυτοτελής Ενάδα/Αγαθότητα/Θεό και νοεί τον νου του (το πρώτο Ορφικό Ωό ή νοητό νου), αφετέρου η αϊδια & λογική ψύχη δύναται να νοεί τα πάντα με απλές και αμέριστες συλλήψεις. Με το δεύτερο άνθος η αϊδια & λογική ψύχη ενώνεται με τον πρώτο Θεό, με το αμέθεκτο & υπερούσιο Πλατωνικό Ένα ή Αγαθό ή Ορφικό Χρόνο που βρίσκεται υπεράνω ολόκληρης της βαθμίδας του Νου (=νοητό πλάτος = νοητοί Θεοί + νοητοί & νοητικοί Θεοί + νοητικοί Θεοί), πάνω δηλ. και από τον πρώτο νοητό Πατέρα της 1ης νοητής τριάδας (=Αιθέρα της τριάδα Αιθήρ-Χάος-Ωό) των 3ων νοητών τριάδων των Νοητών Θεών!
Άλλωστε συμφώνως και με τον Πρόκλο:
«Αφού την πρώτη και πρεσβύτερη (=ανώτερη) του Νου αρχή, η οποία είναι κρυμμένη σε άβατους χώρους, με ένθεη έμπνευση η πλατωνική φιλοσοφία ανακάλυψε και παρουσίασε αυτές τις τρείς αιτίες και μονάδες πέρα από τα σώματα, εννοώ την ψυχή, τον πρωταρχικό νου και την υπέρ Νου Ένωση, παράγει από αυτά σαν μονάδες τους οικείους αριθμούς, το ενοειδές δηλαδή, το νοητικό και το ψυχικό (γιατί πάσα μονάδα ηγείται απλήθους συστοιχού της), και συνδέει, όπως ακριβώς τα σώματα με τις ψυχές, έτσι λοιπόν και τις ψυχές με τα νοητικά είδη και αυτά τα τελευταία με τις Ενάδες των Όντων, ενώ όλα επιστρέφουν στη μία αμέθεκετη Ενάδα. Και ανεβαίνοντας μέχρι αυτή, πιστεύει ότι κατέχει την κορυφή της θεώρησης των πάντων και ότι αυτή η αλήθεια για τους Θεούς, αυτή που ασχολείται με τις Ενάδες των Ότων και μας παραδίδει τις προόδους και τις ιδιότητες τους και τη σύνδεση των Όντων με αυτές τις μονάδες και τις βαθμίδες των Ειδών, οι οποίες εξαρτώνται από αυτές τις ενιαίες υποστάσεις. Και η θεωρία που περιστρέφεται γύρω από τον νου και τα Είδη και τα γένη του Νου πιστεύει ότι είναι κατώτερη από την επιστήμη που πραγματεύεται τα θέματα των ίδιων των Θεών. Και ότι αυτή η τελευταία αγγίζει ακόμα και τα νοητά Είδη/Ιδέες και αυτά που μπορούν να αναγνωριστούν από την ψυχή μέσω της νοητικής συλλήψεως, ενώ εκείνη που υπερτερεί από αυτήν αναζητά μέσα στις άρρητες και άφθεγκτες υπάρξεις την μεταξύ τους διάκριση και την εμφάνισή τους από μια αιτία. Για αυτό πιστεύω τη νοητική ιδιότητα της ψυχής μπορεί να συλλάβει τα νοητικά Είδη/Ιδέες και τη διαφορά τους, και ότι η κορυφή του νοός, το “άνθος” και η ύπαρξη του συνάπτεται με τις Ενάδες των Όντων και μέσω αυτών με την ίδια την απόκρυφη Ένωση όλων των θείων Ενάδων. Γιατί, ενώ υπάρχουν σε εμάς πολλές αναγνωριστικές δυνάμεις, με αυτή μόνο από τη φύση μας ερχόμαστε σε επαφή με το θείο και μετέχουμε σε εκείνο. Γιατί ούτε με την αίσθηση είναι αντιληπτό το “θείο γένος” όπως επισημαίνει ο Πλάτων στον “Φαίδρο, 246.d”, αφού είναι εντελώς εξηρημένο όλων των σωματικών, ούτε από την δόξα και την διάνοια, αφού αυτές είναι διαμοιρασμένες και έρχονται σε επαφή με το πολύμορφα πράγματα, ούτε από τη “νόηση μετά Λόγου”, αφού του είδους οι γνώσεις αφορούν τα αληθινά όντα, ενώ η των Θεών ύπαρξη εποχείται στα Όντα όπως λέγει ο Πλωτίνος στις “Εννεάδες, 1.1.8.9, 2.5.5.10, 6.7.5.24” και έχει προσδιοριστεί από την Ένωση των πάντων. Απομένει, λοιπόν, αν μπορεί να γίνει με κάποιο τρόπο το θείο γνωστό, να είναι αντιληπτό από την ύπαρξη της ψυχής και από αυτήν να αναγνωρίζεται, καθ’ όσον είναι δυνατόν. Γιατί παντού υποστηρίζουμε ότι “τα όμοια αναγνωρίζουν τα όμοιά τους”. Από την αίσθηση το αισθητό, από την δόξα [αντίληψη] το δοξαστό [αντιληπτό], από την διάνοια το διανοητό και από τον νου το νοητό, ώστε και από το ένα το ενικότατο και από το άρρητο το άρρητον.»[52]
Εξ ου και ο Πρόκλος θα μας πει πως :
«Σωστά λέγει ο Πλάτων στον “Αλκιβιάδη, 133.b”, η ψυχή εισερχόμενη στον εαυτό θα δει και όλα τα άλλα και τον θεό. Και συγκεντρωμένη προς την ένωσή της και το κέντρο της ζωής, και ξεπερνώντας το πλήθος και την ποικιλία των κάθε είδους δυνάμεων που βρίσκονται σε αυτήν, ανεβαίνει στη ίδια την άκρα [=κορυφαία] “περιωπή” [=παρατηρητήριο] των Όντων όπως λέγει στον “Πολιτικό, 272.b” ο Πλάτων. Και όπως ακριβώς στις πιο ιερές τελετές λένε ότι οι μύστες [μυούμενοι] στην αρχή συναντούν πολυποίκιλα και πολυειδή αυτά τα γένη των θεών που έχουν προπορευτεί, ενώ, αν εισέλθουν ακλινείς [ατάραχοι] και προστατευόμενοι από τις τελετές, την ίδια τη θεία έλλαμψιν ακραιφνώς [=γνήσια] εγκολπώνονται και “γυμνοί”, όπως εκείνοι λένε, του θείου μεταλαμβάνουν, κατά τον ίδιο τρόπο και εν τη θεωρία των όλων η ψυχή η οποία κοιτάζει αυτά που βρίσκονται μετά από αυτήν, βλέπει τις σκιές και τα είδωλα των όντων, ενώ, αν στραφεί προς τον εαυτό της, ξεδιπλώνει τη δική της ουσία και τους δικούς της Λόγους (=λογικούς προσδιορισμούς). Και αρχικά, καθώς βλέπει μόνο τον εαυτό της, εμβαθύνει στην αυτογνωσία της και βρίσκει τον νου μέσα της και τις βαθμίδες των όντων, και προχωρώντας στο εσωτερικό της και περίπου στο άδυτο της ψυχής, εκεί “με κλειστά τα μάτια” (εξ ου και μύηση) παρατηρεί (εξ ου και εποπτεία) και “το γένος των θεών” και τις Ενάδες των όντως Όντων. Γιατί όλα υπάρχουν εντός μας με τρόπο ψυχικό και για αυτό από τη φύση μας τα γνωρίζουμε όλα, αφυπνίζοντας τις δυνάμεις που βρίσκονται εντός μας και τις εικόνες των πάντων. Και αυτό είναι το άριστον της ενέργειας, με ηρεμία δηλαδή των δυνάμεων να ανατείνουμε προς το ίδιο το θείο και να χορεύουμε γύρω από εκείνο, και όλο το πλήθος τη ψυχής αεί να το «συγκεντρώνουμε μαζί» προς την ένωση ταύτην, αφήνοντας όλα όσα μετά το “Ένα” είναι προσιδρυμένα [=προσκολλημένα] σε αυτό και συνάπτονται με το άρρητο και πάντων επέκεινα των. Γιατί μέχρι αυτό πρέπει να ανεβαίνει η ψυχή, έως ότου ολοκληρώσει την άνοδο της στην ίδια την αρχή των όντων. Όταν φτάσει εκεί και παρατηρήσει τον εκεί τόπο και εξηγήσει τα πλήθη των ειδών, εξετάζοντας τις ενιαίες μονάδες τους και τους αριθμούς τους, και αναγνωρίζοντας με τον νου πως κάθε τι εξαρτάται από τις δικές του Ενάδες, ας γνωρίζει ότι κατέχει πλήρως την επιστήμη των θείων, αφού παρατηρήσει, από τη σκοπιά την ενότητας, και τις προόδους των Θεών στα όντως Όντα και τις διακρίσεις των όντως Όντων με βάση τους Θεούς.»[53]
Εξ ου και η γνώση που οι παλαιοί συνήθιζαν να αποδίδουν στις ψυχές είναι ως εξής διαβαθμισμένη :
Η δοξασία [δόξα], που χαρακτηρίζει όσους μέσα από την εμπειρία τους εκπαιδεύονται στις πράξεις, και όσους ξεκινούν να απελευθερώνονται από τα ανθρώπινα και να ασχολούνται με τα όντως Όντα. Γιατί και η εκπαίδευση είναι κάθαρση της αμετρίας των παθών, και πολύ περισσότερο η πορεία από τη μετριοπάθεια στην απάθεια, όταν η λογική θέλει ακόμα να συμπάσχει, αλλά με μέτρο, και αποτινάσει όλα τα δεσμά των παθών.
Η επόμενη μορφή γνώσης, υψηλότερη, ξεκινάει από κάποιες αρχές που εκλαμβάνονται ως δεδομένες, γνωρίζει τις αιτίες και καταλήγει πάντα στα αναγκαία συμπεράσματα. Τέτοιος είναι ο συλλογισμός που ξεκινώντας από αναπόδεικτες αρχές ανακάλυψε την αριθμητική και τη γεωμετρία, οι οποίες είναι ανώτερες από την γνώση που στηρίζεται μόνο στην δοξασία, επειδή αυτές συλλογίζονται και καταλήγουν σε συμπεράσματα ξεκινώντας από αναπόδεικτες αρχές. Επειδή όμως σταματούν στις δικές τους αρχές παραλείπουν τις υψηλότερες αιτίες αυτών των αρχών, για αυτό λοιπόν αποδεικνύουν ότι υπολείπονται από την τελειότατη γνώση.
Ανεβαίνοντας σε ένα ανώτερο επίπεδο, βρίσκεται η τρίτη μορφή γνώσης που ανεβαίνει μέχρι το ανυπόθετο Ένα μέσα από όλα τα είδη, διαιρώντας κάποια, αναλύοντας κάποια άλλα, δημιουργώντας πολλά από το ένα και ένα από τα πολλά. Αυτή την γνώση ο Σωκράτης στην Πλατωνική “Πολιτεία, 534.e” την ονομάζει διαλεκτική ή διάνοια και την τοποθετεί πριν την νόηση/νου – την όρισε δε ως το “η διαλεκτική το επιστέγασμα των μαθηματικών – θριγκὸς τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτικὴ”, ενώ στην «Επινομίδα, 992.a» την αποκαλεί κοινό δεσμό τους – «δεσμὸς γὰρ πεφυκὼς πάντων τούτων εἷς ἀναφανήσεται διανοουμένοις». Γιατί από αυτή και ο γεωμέτρης και οποιοσδήποτε άλλος επιστήμονας θα πάρει την θεωρία για τις δικές του αρχές, θεωρία η οποία ξαναενώνει τις πολλές αρχές που διαιρέθηκαν από την μία αρχή των πάντων. Ότι το Ένα υπάρχει σε όλα τα όντα και ότι αντιστοιχεί στο σημείο της γεωμετρίας, στη μονάδα της αριθμητικής και στο πιο απλό στοιχείο κάθε επιστήμης, το αποδεικνύει κάθε επιστήμη παράγοντας από το απλό στοιχείο της όσο εμπίπτουν στον τομέα της. Όμως καθένα από αυτά τα απλά στοιχεία λέγεται και είναι μια συγκεκριμένη αρχή, ενώ η αρχή όλων των όντων είναι η γενική αρχή. Και μέχρι αυτό ανεβαίνει η ύψιστη των επιστημών.
Ανεβαίνοντας ένα ακόμη επίπεδο, βρίσκεται η τέταρτη μορφή γνώσης, πιο απλή από την προηγούμενη. Την γνώση αυτή, η οποία δεν χρησιμοποιεί πλέον συλλογιστικές μεθόδους, όπως τις αναλύσεις, τις συνθέσεις, τις διαιρέσεις ή τις αποδείξεις, αλλά ατενίζει τα όντως Όντα με απλές συλλήψεις και ενοράσεις, την εξυμνούν όσοι μπορούν να ενεργούν σύμφωνα με αυτήν, αποκαλώντας την πλέον με σεβασμό Νόηση και όχι επιστήμη. Άλλωστε η εντός μας νόηση είναι ανώτερη από την επιστήμη, μιας και είναι εκείνη με την οποία γνωρίζουμε τους “Όρους” οι οποίοι είναι εκείνες οι αρχές “ὧν οὐκ ἔστι λόγος”, είναι δηλαδή εκείνες οι αρχές οι οποίες δεν γίνονται αντιληπτές από τον συλλογισμό και την λογική απόδειξη αλλά από την νοητική ενόραση – μάλιστα οι Όροι διαφέρουν από τις υποθέσεις, στον βαθμό που οι υποθέσεις θεωρούνται ως δεδομένες από την ανθρώπινη σκέψη για να αποτελούν την αρχή του συλλογισμού, ενώ οι Όροι είναι από μόνοι τους δεδομένοι. Ο Πλάτων επίσης στον “Τίμαιο, 37.c” δηλώνει πως η νόηση και η επιστήμη είναι γνώσεις της ψυχής για τα όντα – “ὅταν δὲ αὖ περὶ τὸ λογιστικὸν ᾖ καὶ ὁ τοῦ ταὐτοῦ κύκλος εὔτροχος ὢν αὐτὰ μηνύσῃ, νοῦς ἐπιστήμη τε ἐξ ἀνάγκης ἀποτελεῖται”. Γιατί φαίνεται πως υπάρχει επιστήμη της ψυχής, εφόσον η ψυχή είναι γνώση. Και βέβαια υπάρχει και νόηση της ψυχής, εφόσον η ψυχή είναι εικόνα της όντως νοήσεως. Γιατί ο νους με το να ορά ή ορθά με το να είναι τα νοητά, μέσω μιας σύλληψης και επαφής με τα αντικείμενα της νόησής του γνωρίζει τόσο τον εαυτό του ως υποκείμενό που νοεί όσο και εκείνα που βρίσκονται εντός του, και για αυτό νοεί τι είναι εκείνα, και ταυτόχρονα νοεί ότι ο ίδιος τα νοεί, και έτσι γνωρίζει ποιος είναι ο ίδιος. Με το να μιμείται, λοιπόν, η ψυχή αυτόν όσο μπορεί, γίνεται και η ίδια νους, υπερβαίνονται την επιστήμη και αφήνοντας τις ποικιλόμορφες μεθόδους με τις οποίες διακοσμείτο προηγουμένως. Και ανυψώνοντας μόνο το όμμα της στα όντας Όντα, τα νοεί και η ίδια με την επαφή, όπως ο Νους. Όμως η ψυχή έρχεται σε επαφή με διαφορετικό ον κάθε φορά, ενώ ο νους έρχεται σε επαφή με όλα ταυτόχρονα. Γιατί “ο πατέρας των πάντων έδεσε την ψυχή με τη ειμαρμένη”, συνεπώς και για τον λόγο ότι η ψυχή είναι συνδεδεμένη με το ειμαρμένη, δεν δύναται να φτάσει πλήρως τον νου και να γίνει η ίδια νους, έτσι η νόησή της δεν είναι ταυτόχρονη και υπερ-χονική, όπως του νου, αλλά πάντα χρονική.
Ανεβαίνοντας ένα ακόμη επίπεδο, το ίστατο, βρίσκεται η πέμπτη μορφή γνώσης, η οποία επαινείται από τους θεολόγους των Ελλήνων που συνηθίζουν να επαινούν την γνώση που βρίσκεται πάνω από τον νου και να την κατονομάζουν ως μια μανία αληθινά ένθεη – βλέπε και “Συμπόσιο, 218.b” αλλά και “Φαίδρο, 245.b-c”. Και λένε ότι αυτή είναι το ”Ένα” της ψυχής και ότι δεν διεγείρει πλέον την νοητική δύναμη της ψυχής αλλά συνδέει την ψυχή άμεσα με το “Ένα”. Γιατί τα πάντα αναγνωρίζονται από το όμοιό τους : το αισθητό από το αισθητό, το επιστητό από την επιστήμη, το νοητό από τον νου, το Ένα από το ενιαίο. Γιατί, όπως είπαμε, όταν η ψυχή νοεί ακόμα, γνωρίζει τον εαυτό της και επίσης γνωρίζει μέσω της επαφής όσα νοεί. Όταν όμως υπερ-νοεί, αγνοεί και τον εαυτό της και εκείνα, και απολαμβάνει την ηρεμία που της παρέχει η σύνδεσή της με το Ένα, κλείνοντας τα όμματα στις γνώσεις, μένοντας άφωνη και σιωπηλή με μία εσωτερική σιωπή. Γιατί πως αλλιώς μπορεί να συνδεθεί με εκείνο που είναι το πιο ανέκφραστο από όλα, αν όχι κοιμίζοντας τους λόγους που έχει εντός της ; Γίνεται, λοιπόν, Ένα για να ορά το Ένα ή ορθά για να μην ορά το Ένα. Γιατί όταν ορά, θα δει το νοητό Ένα και όχι το Ένα που βρίσκεται πάνω από τον Νου (όχι το καθαυτό υπερούσιο Ένα), και θα νοήσει “κάποιο Ένα” και όχι το “αὐτοέν”. Όταν, λοιπόν, πραγματοποιεί αυτή την όντως θεϊκή ενέργεια της η ψυχής και πιστέψει μόνο στον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή στο “άνθος του νου”, και εξασφαλίσει στον εαυτό της μια ηρεμία όχι μόνο από τις εξωτερικές κινήσεις αλλά και από τις εσωτερικές και γίνει θεός όσο αυτό είναι δυνατόν στην ψυχή, τότε μόνο θα γνωρίσει όπως γνωρίζουν οι Θεοί τα πάντα με τρόπο άρρητο. Θα κατανοήσουμε ότι το θείο γνωρίζει τα πάντα αδιαίρετα και υπεραιωνίως, ότι τα όντως Όντα είναι αιώνια, ότι όσα γεννιούνται εξελίσσονται μέσα στον χρόνο και ότι μέσα στο Ένα δεν υπάρχει ούτε χρόνος ούτε αιώνας (αιωνιότητα)![54]
Για να γίνεί δε κατανοητό αφενός το γεργονός ότι η νόηση της ψυχής είναι άγαλμα του μεθεκτού νοός που κατέχουμε όλοι από κοινοί και ο καθείς από μόνος του στον βαθμό που τον έχει, ήτοι του Διονύσου, αφετέρου το γεγονός ότι ο νους μας είναι ο Διόνυσος, θα θυμίσουμε πως συμφώνως και με τον Πρόκλο :
«Τον δεσπότην μας τον Διόνυσο οι θεολόγοι πολλές φορές τον αποκαλούν «Οίνο» με βάση τα τελευταία του δώρα, όπως επί παραδείγματι ο Ορφέας στο απ. Νο. 202 λέγει : “Τη ρίζα του Οίνου από μονή που ήταν την έκαναν τριπλή” ή στο απ. Νο. 203 που λέγει ότι : “Του Οίνου όλα τα μέλη λάβε τα με προσοχή και φέρ’ τα μου ” ή ακόμη στο απ. Νο. 204 που λέγει “Ήταν οργισμένη με τον Οίνο, τον γιο του Διός”. Αν πάλι ο ίδιος ο θεός ονομάζεται έτσι, είναι φανερό ότι και οι πρώτες και οι ενδιάμεσες ενέργειές του θα μπορούσαν να πάρουν την ίδια ονομασία με την τελευταία, ώστε ο Σωκράτης του Πλατωνικού “Κρατύλου” αποβλέποντας σε τούτο ακριβώς το στοιχείο ονομάζει τον θεό “Διδοίνυσον”, ξεκινώντας από τον οίνο, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, μπορεί να δηλώσει όλες τις δυνάμεις του θεού. Όπως και στον Πλατωνικό “Φαίδρο” ο Σωκράτης ονομάζει τον μεγάλο Έρωτα με κοινή ονομασία τόσο για τον θεϊκό όσο και για τον σωματικό. Όταν λοιπόν περί οίνου πρέπει να σχηματίζουμε την εντύπωση για τον μερικό Νου. Πραγματικά, το «οιόνους» δεν είναι άλλο παρά το διαιρεμένο από το όλον και δεκτικό πλέον συμμετοχής νοητικό είδος, που γίνεται “οίον” [=μόνο] και μονάχο. Ο μεν πλήρης Νους, δηλαδή ο Ζευς, είναι τα πάντα και ενεργεί ως προς τα πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ο μερικός όμως, ο Διόνυσος, και δεκτικός συμμετοχής είναι τα πάντα, αλλά ενεργεί ως προς το ένα είδος, εκείνο που προβάλλεται σε αυτόν από όλα, το Ηλιακό, το Σεληνιακό ή το Ερμαϊκό. Τούτο λοιπόν το ιδιαίτερο και διαχωρισμένο από τα υπόλοιπα δηλώνει ο οίνος που σημαίνει τον «οίον» και «τινά» Νουν. Επειδή λοιπόν ολόκληρη η μεριστή δημιουργία είναι εξαρτημένη από την μονάδα του Διονύσου, διαιρώντας από τον καθολικό νου τους επιδεκτικούς συμμετοχής εγκόσμιους νόες, και το πλήθος των ψυχών από την μία ψυχή, και όλες τις αισθητές μορφές από τις δικές τους ολότητες, για αυτό και τον ίδιο τον θεό οι θεολόγοι τον προσονόμασαν «Οίνο», και ομοίως όλα τα δημιουργήματα του. Διότι όλα είναι γεννήματα του Νου και μετέχουν στην μεριστή διανομή του Νου άλλα από πιο μακριά και άλλα από πιο κοντά. Ανάλογα ενεργεί και ο οίνος όταν εισέλθει στα όντα. Στο σώμα, αφενός, κατά τον τρόπο του ειδώλου [ειδωλικώς], με εικασίες και φαντασία [φανταστικές εικόνες], και στα νοητικά, αφετέρου, κατά τον τρόπο που ενεργεί και δημιουργεί ο νους. Άλλωστε και στον διαμελισμό από τους Τιτάνες μόνο η καρδιά λέγεται ότι έμεινε αδιαίρετη, δηλαδή η αμέριστη ουσία του νου.» [55]
Μάλιστα ο Πρόκλος στον ύμνο του προς την Αθηνά λέγει εκτός των άλλων για την Αθηνά:
«εσύ που στον αιθέρα έσωσες ακέραιη την καρδιά του Βάκχου, ο οποίος κάποτε σπαράχτηκε από τα χέρια των Τιτάνων, και την πήρες και την έφερες στο πατέρα, για να αναβιώσει στον Κόσμο ένας νέος Διόνυσος από τη Σεμέλη σύμφωνα με τις άρρητες βουλές του πατέρα.»[56]
Με τον πλέον επεξηγηματικό τρόπο θα πούμε πως :
«η νοητική ουσία είναι αμέριστη (=αδιαίρετη), ενοειδής και αιώνια. Ενώ η σωματική μεριστή (=διαιρετή), πεπληθυσμένη και έχει λάβει υπόσταση μαζί με την έκταση του χρόνου. Αυτές, λοιπόν, είναι αντίθετες μεταξύ τους και χρειάζονται το μέσο που μπορεί να τις ενώσει και που είναι ταυτόχρονα διαιρετό και αδιαίρετο, σύνθετο και απλό, αιώνιο και γεννημένο. Τέτοια θεωρεί ο Πλάτων την ψυχική βαθμίδα, νοητή και ταυτόχρονα πρώτη ανάμεσα στα γεννημένα, αιώνια και χρονική, αδιαίρετη και διαιρεμένη. Άρα, αν πρέπει το σύμπαν να προικιστεί με νου, χρειάζεται και ψυχή. Γιατί αυτή είναι ο υποδοχέας του νου και μέσω αυτής εμφανίζεται ο νους στους σωματικούς όγκους του σύμπαντος και όχι επειδή ο νους χρειάζεται την ψυχή – γιατί τότε θα είναι κατώτερος από την ψυχή -, αλλά επειδή τα σώματα χρειάζονται την ψυχή, αν πρόκειται να συμμετάσχουν στον νου. Γιατί τα τελευταία και όχι τα πρώτα χρειάζονται τα σώματα. Γιατί τα πρώτα είναι αμέσως παρόντα παντού. Πρέπει, όμως, να καταλάβουμε και το εξής, ότι δηλαδή η ψυχή που συνδέει τον νου με το αισθητό πρέπει να είναι νοητική και όχι χωρίς νου. Γιατί πως είναι δυνατόν το στερημένο από νου να ενωθεί/συνευρεθεί με τον νου ; Αντιθέτως, ανάμεσα σε αυτά θα χρειαστεί κάποιο άλλο μέσο. Καθώς, όμως, είναι τέτοια, θα καθοδηγήσει ολόκληρο το σωματικό στοιχείο με φρόνηση και τάξη και θα μιμηθεί τον νου χορεύοντας γύρω του. Αν, λοιπόν, τα σύνολα είναι ανώτερα από τα μέρη, και τα αΐδια από όσα λαμβάνουν υπόσταση κατά χρόνο, και τα δημιουργικά αίτια από τα αποτελέσματα τους, πρέπει και ολόκληρος ο ουρανός να είναι θειότερος από όλα τα μέρη που υπάρχουν εντός του. Αν, λοιπόν, και κάποιοι ζωντανοί οργανισμοί μέσα στον Κόσμο συμμετέχουν εκ φύσεως στον νου, παρόλο που είναι επιμερισμένοι, υλικοί και φθαρτοί, τι πρέπει να πούμε για τον σύμπαντα Κόσμο ; Όχι ότι ολόκληρος στο σύνολό του αποκαλύπτει την παρουσία του νου σε αυτόν ; Γιατί θα έλεγε κανείς ότι το σχήμα, η τάξη και τα μέτρα των δυνάμεων του είναι εμφανείς αποδείξεις της εποπτείας του νου. Αν, όμως, ο νους εποπτεύει το σύνολο και κυβερνά το σύμπαν, πρέπει να υπάρχει στη μέση και μια νοητική ψυχή, η οποία θα διευθετεί και θα διοικεί τα σώματα, και θα είναι ταυτόχρονα ξεχωριστή από τα σώματα που διοικεί, και θα γεμίζει τα πάντα με ζωή, προκειμένου μέσω αυτής ο Κόσμος να στηρίζεται στον νου και ο νους να φωτίζει τον Κόσμο. Γιατί, αν θέλεις, μπορούμε να θυμηθούμε και όσα είναι γραμμένα στον “Φίληβο, 29a – 30d”, όπου ο Σωκράτης έλεγε, αποδεικνύοντας ότι ο Κόσμος έχει νου και ψυχή, πως το γήινο στοιχείο μέσα μας προέρχεται από του σύμπαν και το πυρ μέσα μας από το κοσμικό πυρ, και παρομοίως ο αέρας και το ύδωρ, και ότι είναι παράλογο τα κατώτερα που υπάρχουν σε εμάς να προϋπάρχουν στο σύμπαν, ενώ τα θειότερα, δηλαδή ο καθολικός νους και η καθολική ψυχή, να μην υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο αναλόγως στο σύμπαν. Γιατί είτε πρέπει να πούμε ότι κανένας ζωντανός οργανισμός δεν είναι προικισμένος με νου, είτε, αν υπάρχει ένας τέτοιος ζωντανός οργανισμός, είναι παράλογο πριν από το σύμπαν κάποιος άλλος ζωντανός οργανισμός να μετέχει στο νου. Γιατί το σύμπαν είναι πάντα τακτοποιημένο και, επειδή μένει σταθερό, βρίσκεται κοντά στην νοητική ουσία, ενώ στους επιμέρους ζωντανούς οργανισμούς υπάρχει πολλή αταξία και ανωμαλία. Άρα το σύμπαν είναι πολύ πιο τακτοποιημένο από τους επιμέρους ζωντανούς οργανισμούς. Άρα πρέπει να το χαρακτηρίσουμε προικισμένο με νου και ψυχή. Ο Πλάτων, λοιπόν, πολύ δαιμόνια θεωρεί τον νου διττό, ένα δημιουργικό που είναι αμέθεκτος, δηλ. δεν επιδέχεται συμμετοχή, και ένα μεθεκτός που είναι αχώριστος από το σώμα του Κόσμου – γιατί τα όντα που υπάρχουν μέσα σε άλλα και είναι έτσι συμπαραταγμένα με τα κατώτερά τους είναι εξαρτημένα από τα όντα που υπάρχουν μέσα στον εαυτό τους – και δίνει στο σύμπαν δύο ζωές, τη μία σύμφυτη και την άλλη χωριστή, προκειμένου ο Κόσμος να είναι ζώο [ζωντανός οργανισμός] λόγω της ζωής που υπάρχει μέσα του, και έμψυχος λόγω της νοητικής ψυχής, και νοήμων λόγω του ίδιου του νου«.[57]
Μάλιστα :
«ο Πλάτων αφού πείρε τον Κόσμο και τον χώρισε στα μέρη και μελέτησε μόνη της τη μάζα που κινείται ακανόνιστα και άτακτα, τη σταματά στα λόγια – όπως ακριβώς στους «Νόμους, 895.a», θέλοντας να παρουσιάσει ότι το αυτοκινούμενο είναι αίτιο κάθε κίνησης, σταμάτησε ολόκληρο τον ουρανό – και, αφού τη σταμάτησε, τοποθετεί ψυχή στο σύμπαν, η οποία διοχέτευσε ζωή και εμψύχωσε τον Κόσμο, και στην ψυχή νου, ο οποίος κυβερνά τον Κόσμο στραμμένος στον εαυτό του, εξαιτίας του οποίου το σύμπαν κινείται κυκλικά, εξαιτίας του οποίου είναι αεικίνητος ο σύμπας Κόσμος. Επειδή, όμως, όλα αυτά συμπληρώνουν ένα ζώο [ζωντανό οργανισμό] και μια φύση, έπρεπε να έχει λάβει προηγουμένως υπόσταση και η αιτία που τα συγκεντρώνει και τα ενώνει, και μάλιστα να είναι νοητική. Γιατί είναι έργο της νοητικής αιτίας να περιέχει αμέσως τα πάντα μαζί και να τα συγκεντρώνει στη συμπλήρωση του ενός. Για αυτό, λοιπόν, αφού έδωσε υπόσταση στον αμέθεκτο νου πριν τον μεθεκτό από τα κατώτερα νου και αφού υπέθεσε ότι μέσα σε αυτόν βρίσκονται οι αιτίες των πάντων, από εκεί παρήγαγε τους νόες, τις ψυχές και τα σώματα, με τα οποία συμπλήρωσε τον αισθητό Κόσμο. Από όσα έχουν ειπωθεί, είναι φανερό ότι ο σύμπαντα Κόσμος είναι ανάγκη να μετέχει σε μια νοητική ψυχή, αν θα συμμετάσχει στον νοητικό Νου. Αν προϋπάρχει μέσα στο σύμπαν μια νοητική ψυχή, πρέπει να υπάρχει και νους του σύμπαντος. Γιατί, καθώς υποστηρίζουμε ότι η ψυχή αυτή είναι νοητική, είναι ανάγκη αυτή να μετέχει και σε κάποιο Νου. Μήπως, λοιπόν, μετέχει μόνο στον καθολικό Νου ή σε κάτι που υπάρχει μέσα της από εκείνον ;; Όμως, αν και το σώμα του σύμπαντος συμμετείχε κατευθείαν στην πηγή των ψυχών και όχι μέσω της ψυχής που υπάρχει μέσα του, θα έπρεπε να δεχτούμε το ίδιο και στην περίπτωση της καθολικής ψυχής. Αν όμως υπάρχει η πηγή των ψυχών μέσα στον δημιουργό και αν υπάρχει και η ψυχή του σύμπαντος και το σύμπαν μέσω της δεύτερης συμμετέχει και στην πρώτη, τότε πρέπει οπωσδήποτε και η ίδια η ψυχή μέσω των νοών που επιδέχονται συμμετοχή να είναι εξαρτημένη από τον Νου που δεν επιδέχεται συμμετοχή – τον καθολικό νοητικό Νου – γιατί όποια σχέση έχει το σώμα του σύμπαντος προς την ψυχή του σύμπαντος, την ίδια σχέση έχει αυτή με τον νου. Γιατί αν γίνεται νοητική από το γεγονός ότι είναι ψυχή, θα έπρεπε κάθε ψυχή να είναι τέτοια. Αν, όμως, γίνεται νοητική λόγω της συμμετοχής στον Νου, είναι ανάγκη αυτή να μετέχει στον Νου που είναι ανάλογός της. Τέτοιος είναι όχι ο καθαυτό Νους ή νοητικός Νους αλλά ο ενδιάμεσος ανάμεσα στον καθαυτό Νου και στην ψυχή που έχει επίκτητη τη νόηση, ο οποίος είναι ένας συγκεκριμένος Νους και, επειδή είναι Νους και δεν γίνεται Νους, όπως η ψυχή, είναι ανώτερος από την ψυχή, ενώ, επειδή είναι ένας συγκεκριμένος Νους, είναι ανάλογός της. Γιατί ο καθαυτό Νους είναι ανώτερος από την συμπαράταξη με την ψυχή, επειδή είναι νους και δεν γίνεται νους επειδή είναι απολύτως νους. Αν, όμως, θυμηθούμε και το εξής, ότι δηλαδή κάθε μονάδα δίνει υπόσταση στο όμοιο με αυτή πλήθος, η θεϊκή στο θεϊκό, η ψυχική στο ψυχικό και ως εκ τούτου και η νοητική στο νοητικό, και ότι οι κατώτερες τάξεις μετέχουν στις προηγούμενες τους, είναι ανάγκη, αν ισχύουν αυτά, να υπάρχει κάποιος νους ολόκληρου του Κόσμου. Γιατί πρέπει η νοητική ψυχή να μετέχει σε κάποιον Νου. Αν, λοιπόν, πει κάποιος ότι μετέχει στον καθολικό νου, είναι παράλογο. Γιατί εκείνος δεν θα είναι ο δημιουργός των πάντων. Αν, όμως, συμμετέχει σε κάποιον άλλον, αυτός είναι ο Νους του Σύμπαντος και αυτός που κατεξοχήν επιδέχεται τη συμμετοχή των άλλων, αφού συμπληρώνει το σύμπαν μαζί με την ψυχή, ενώ ο καθολικός Νους επιδέχεται τη συμμετοχή των άλλων στον βαθμό που φωτίζει την ψυχή. Άρα, αν ένας Νους εποπτεύει το σύμπαν, το σύμπαν είναι προικισμένο με ψυχή. Και, αν το σύμπαν είναι προικισμένο με ψυχή, είναι προικισμένο και με τον δικό του Νου, τον Κοσμικό επιμέρους ή εγκόσμιου Νου. Πρέπει λοιπόν πρώτα να δούμε ποιος είναι αυτός ο νους και αν είναι ουσιώδης, υπερ-καθήμενος της ψυχής του Κόσμου, ή κάποια νοητική έξης της, και να συμπεράνουμε ότι είναι ουσιώδης πρώτα από την αναλογία – γιατί όποια σχέση έχει ο νους προς την ψυχή, αυτή τη σχέση έχει και η ψυχή προς το σώμα. Και η ψυχή δεν ανήκει στο σώμα σαν έξη του, οπότε δεν ανήκει και ο νους στην ψυχή έτσι – και έπειτα από την τελική αιτία. Γιατί λέει ότι η ψυχή λαμβάνει υπόσταση για τον νου και όχι το αντίστροφο. Αν, όμως, η ψυχή υπάρχει για τον νου και αν ο νους είναι το τελικό αίτιό της, ο νους δεν είναι έξη της ψυχής. Γιατί πουθενά η ουσία δεν λαμβάνει υπόσταση για την έξη. Και τρίτον επειδή ο δημιουργός δίνει υπόσταση σε αυτόν τον νου, ενώ στον νου που αποτελεί έξη δίνει υπόσταση η ψυχή κατά την κίνηση του κύκλου του «Ταύτου» γύρω από το νοητό, όπως λέγει ο ίδιος ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 37.c»». Γιατί κατά εκείνη την κίνηση “αναγκαστικά παράγεται ο νους και η επιστήμη”. Πως, λοιπόν, επρόκειτο ο δημιουργός να δίνει υπόσταση πριν από την ψυχή σε αυτόν τον νου στον οποίο δίνει υπόσταση η ψυχή ; Εκτός από αυτά που είναι ορθά, πρέπει να εννοήσουμε ότι μέσα στον δημιουργό υπάρχει «ψυχὴ βασιλικὴ» και «νοῦς βασιλικός«, όπως λέγει ο Σωκράτης στον πλατωνικό «Φίληβο, 30.d», με την μορφή της αιτίας, και με βάση αυτές τις πηγές των δύο αυτών γενών και τώρα βάζει νου στην ψυχή και ψυχή στο σώμα, όχι επειδή τα ανώτερα υπάρχουν μέσα στα κατώτερα ούτε επειδή ο νους χρειάζεται κάποια έδρα ή επειδή η ψυχή του Κόσμου υπάρχει μέσα σε κάτι – γιατί αυτά είναι ανάξια των καθολικών και θεϊκών ουσιών, λόγω των οποίων ο Κόσμος αποκαλείται από τον Πλάτωνα θεός ευδαίμων που θα υπάρξει κάποτε – αλλά επειδή κατανοούμε με δυο τρόπους τη φύση των πραγμάτων, δηλαδή είτε με βάση την πρόοδό τους είτε με βάση την επιστροφή τους. Και παρατηρώντας την πρόοδο ξεκινάμε από τα πρώτα και λέμε ότι τα αίτια υπάρχουν μέσα στα αποτελέσματα τους, ενώ παρατηρώντας της επιστροφή λέμε το αντίστροφο. Γιατί λέμε ότι τα αποτελέσματα υπάρχουν μέσα στα αίτια τους. Και ο Πλάτων, λοιπόν, στον «Τίμαιο, 36.d». παρουσιάζει τον δεύτερο τρόπο, τοποθετώντας το σώμα στην ψυχή και την ψυχή στον νου με βάση τον ίδιο συλλογισμό. Τώρα, όμως, μεταχειρίζεται τον τρόπο της προόδου και τοποθετεί νου στην ψυχή, επειδή ολόκληρη είναι νοητική και δεν μπορούμε να πάρουμε κανένα μέρος της που να μην έχει κυριαρχηθεί από τη νοητική φύση, και ψυχή στο σώμα, επειδή και αυτό στο σύνολό του μετέχει στην ψυχή και δεν μπορούμε να πάρουμε ούτε ένα μέρος του που να είναι άψυχο, αλλά και επειδή, αν ένα μέρος του στερηθεί την ιδιαίτερη ζωή του, μένει έμψυχο ως μέρος του σύμπαντος. Γιατί, όπως ακριβώς λέμε ότι η πρόνοια προχωρά παντού και βρίσκεται παντού, επειδή παρευρίσκεται στα πάντα και δεν αφήνει τίποτα έρημο από τον εαυτό της, κατά τον ίδιο τρόπο λέμε και ότι ο νους υπάρχει μέσα στην ψυχή επειδή τη φωτίζει ολόκληρη, και ότι η ψυχή υπάρχει στο σώμα επειδή παρευρίσκεται στο σύνολό του. Και όλα αυτά δεν τα λέει με άλλο τρόπο ο Πλάτων και με άλλο ο Ορφέας. Αλλά, αν πρέπει να το πούμε και αυτό, με αυτά γίνεται εμφανής και η σκέψη του μεγάλου Έλληνα θεολόγου. Γιατί η Ίπτα, που είναι η ψυχή του Κόσμου και έχει ονομαστεί έτσι από τον Ορφέα επειδή οι νοήσεις της πραγματοποιούνται με ταχύτατες κινήσεις, αλλά και λόγω της ταχύτατης περιφοράς του σύμπαντος, της οποίας είναι η αιτία, έβαλε λίκνο στο κεφάλι της και, αφού το στεφάνωσε με δράκοντα, “τὸν κραδιαῖον ὑποδέχεται Διόνυσον”[58]. Γιατί με το πιο θεϊκό μέρος της γίνεται υποδοχή της νοητικής ουσίας και υποδέχεται το «εγκόσμιο Νου». Και αυτός βγαίνει από τον μηρό του Διός και πηγαίνει σε αυτήν (γιατί ήταν ενωμένος εκεί) και, αφού βγήκε «μεθεκτὸς αὐτῆς» έγινε και «ἐπὶ τὸ νοητὸν αὐτὴν ἀνάγει», δηλ. στην πηγή του. Γιατί σπεύδει στην μητέρα των Θεών και στην Ίδη, από την οποία προέρχεται ολόκληρη η σειρά των ψυχών. Για’ αυτό λέγεται ότι η Ίπτα βοήθησε τον Ζευς που γεννούσε. Γιατί, όπως έχει ειπωθεί από τον Πλάτωνα στον «Τίμαiο, 30.b», «είναι αδύνατον να υπάρξει σε κάτι νους χωρίς ψυχή». Και αυτό είναι όμοιο με το Ορφικό : «γλυκό τέκνο του Διός αποκαλείτο«, δηλαδή ο κοσμικός Νους που είναι υιός του Διός και προέκυψε με βάση τον νου που έμεινε στον Ζευς. Έτσι, λοιπόν, και η «θεοπαράδοτος θεολογία» λέει ότι ο Κόσμος έχει συμπληρωθεί από αυτά τα τρία. Λέει, για παράδειγμα, η ψυχή για το «Δὶς ἐπέκεινα» του δημιουργήσαντος το σύμπαν : «Μετά τις πατρικές νοήσεις εγώ η ψυχή κατοικώ εμψυχώνοντας τα πάντα με θερμή πνοή», γιατί έβαλε : «νου στην ψυχή, και σε σώμα βραδύ τοποθέτησε εμάς ο πατέρας ανθρώπων και θεών». Κραυγάζει, λοιπόν η ψυχή ξεκάθαρα ότι σύμφωνα και με αυτήν ο δημιουργός είναι ο Ζευς. Γιατί για ποιόν άλλο έχουμε το θρυλημένο «πατέρας ανθρώπων και θεών», αν όχι για τον μέγιστο Δία;; Αλλά και ο Πλάτων το μαρτυρεί με τα λόγια του, όταν τον αποκαλεί πατέρα των θεών και διδάσκει ότι γεννά τις ψυχές και τις στέλνει εδώ για τη γένηση των ανθρώπων κατά την πρωταρχική ζωή.»[59]
Και προς ενίσχυση όλων αυτών ο Πρόκλος θα μας πει ότι
«Αφού, λοιπόν, ο Ορφέας τοποθέτησε πριν από ολόκληρη τη διαιρεμένη δημιουργία έναν δημιουργό ο οποίος αντιστοιχεί στον ένα πατέρα που γεννά την καθολική δημιουργία – τον Ζεύς, παράγει από αυτόν ολόκληρο το εγκόσμιο νοητικό πλήθος και τον αριθμό των ψυχών και τις σωματικές συστάσεις, καθώς αυτός γεννά όλα τούτα με ενωμένο τρόπο, ενώ οι θεοί γύρω από αυτόν διαιρούν και διαχωρίζουν τα δημιουργήματα του. Αλλά ο Ορφέας λέει ότι όλα τα άλλα δημιουργήματα του έχουν διαμελιστεί από τους διαιρετικούς θεούς και μόνο η καρδιά του παραμένει αδιαμοίραστη με πρόνοια της Αθηνάς. Γιατί, επειδή ο δημιουργός δίνει υπόσταση σε νόες, ψυχές και σώματα, αλλά οι ψυχές και τα σώματα δέχονται πάνω τους μεγάλη διαίρεση και διαμελισμό, ενώ ο νους μένει ενωμένος και αδιαίρετος μέσα σε ένα, αφού είναι τα πάντα και περιέχει όλα τα νοητά σε μία νόηση, λέει ο Ορφέας ότι μόνο η νοητική ουσία και ο νοητικός αριθμός έχει απομείνει διασωσμένος από την Αθηνά : “γιατί μόνο τη νοητική καρδιά άφησαν”, λέει ο Ορφέας, αποκαλώντας τη ρητώς νοητική, προφανώς είναι νους και νοητικός αριθμός, όχι όμως κάθε νους αλλά ο εγκόσμιος. Γιατί αυτός είναι η αδιαίρετη καρδιά, επειδή ο θεός που διαμελιζόταν ήταν ο δημιουργός αυτού του νου. Αποκαλεί, λοιπόν, ο Ορφέας τον Νου αδιαίρετη ουσία του Διονύσου, ενώ αποκαλεί γεννητικά όργανα του τη ζωή που διαιρείται στο σώμα και είναι φυσική και παράγει σπέρματα, για την οποία λέει επίσης ότι η Άρτεμις, που είναι επικεφαλής ολόκληρης της γέννησης μέσα στη φύση και ξεγεννά τους φυσικούς Λόγους, την απλώνει από ψηλά μέχρι τα υποχθόνια, ενδυναμώνοντας τη γόνιμη δύναμη της. Και αποκαλεί την ψυχική σύσταση όλο το υπόλοιπο σώμα του θεού, το οποίο και αυτό έχει διαιρεθεί: “Μοίρασαν σε επτά μέρη όλα τα μέλη του νέου”, λέει ο θεολόγος για τους Τιτάνες, όπως και ο Τίμαιος διαιρεί την ψυχή σε επτά μέρη. Μάλιστα, το ότι η ψυχή είναι απλωμένη σε ολόκληρο τον Κόσμο θα θυμίσει στους Ορφικούς τον διαμελισμό από τους Τιτάνες, λόγω του οποίου η ψυχή όχι μόνον καλύπτει ολόγυρα το σύμπαν, αλλά και είναι απλωμένη σε ολόκληρο το σύμπαν. Δικαιολογημένα, λοιπόν, και ο Πλάτωνας αποκάλεσε αδιαίρετη ουσία αυτή που βρίσκεται αμέσως πάνω από την ψυχή και, για να μιλήσουμε με συντομία, τον μεθεκτό από τις ψυχές Νου, ακολουθώντας τους ορφικούς μύθους και θέλοντας να είναι κάτι σαν ερμηνευτής των απορρήτων παραδόσεων.»[60]
----------------------
[1] Βλ. Πρόκλος «Εις Τίμαιον Πλάτωνος, βιβλίο Ε’, 3.254.13 – 3.254.27» :
in Ti 3.254.13 ` to in Ti 3.254.27 ψυχή ἐστιν οὐσία μέση τῆς ὄντως οὔσης οὐσίας καὶ γενέσεως, ἐκ τῶν μέσων συγκραθεῖσα γενῶν καὶ εἰς ἀριθμὸν διαιρεθεῖσα οὐσιώδη καὶ συνδεθεῖσα πάσαις ταῖς μεσότησι καὶ ἁρμοσθεῖσα διατονικῶς ζῶσά τε μίαν ζωὴν καὶ διπλῆν καὶ γνωστικὴ μοναχῶς τε καὶ διχῶς· τούτῳ γὰρ τῷ λόγῳ προστιθέντες τὰ ἴδια καὶ τοὺς ἰδίους ἕξομεν ὁρισμοὺς τῶν θείων ἢ δαιμονίων ἢ μερικῶν ψυχῶν ἀπ᾽ αὐτῆς τῆς ἑκάστων οὐσιώδους ὑποστάσεως, πολλοῦ δέοντες λέγειν <ἐντελέχειαν σώματος εἶναι ψυχὴν φυσικοῦ, ὀργανικοῦ, δυνάμει ζωὴν ἔχοντοσ>· οὗτος γὰρ ὁ λόγος οὔτε τινὸς εἰπὼν εἶναι τὴν ψυχὴν εἶπε, τί ἐστιν, οὔτε πᾶσαν περιέλαβεν (οὐ γάρ εἰσιν αἱ θεῖαι σωμάτων ὀργανικῶν), οὔτε διαφεύγει τὸ ὁριστὸν ἐν ἑαυτῷ παραλαμβάνειν· τὸ γὰρ δυνάμει ζῶν ἐστι τὸ δυνάμει ψυχὴν ἔχον.
[2] Βλ. Πρόκλος «Εις πρώτον Ευκλείδου Στοιχείων, 3.1 – 3.10» :
in Euc 3.1 ` to in Euc 3.10 Τὴν μαθηματικὴν οὐσίαν οὔτε τῶν πρωτίστων ἐν τοῖς οὖσι γενῶν οὔτε τῶν ἐσχάτων εἶναι καὶ παρὰ τὴν ἁπλῆν διῃρημένων, ἀναγκαῖον, ἀλλὰ τὴν μέσην χώραν ἀπειληφέναι τῶν τε ἀμερίστων καὶ ἁπλῶν καὶ ἀσυνθέτων καὶ ἀδιαιρέτων ὑποστάσεων καὶ τῶν μεριστῶν καὶ ἐν συνθέσεσιν παντοίαις καὶ ποικίλαις διαιρέσεσιν ἀφωρισμένων. τὸ μὲν γὰρ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ἔχον καὶ μόνιμον καὶ ἀνέλεγκτον τῶν περὶ αὐτὴν λόγων ὑπερανέχουσαν αὐτὴν ἀποφαίνει τῶν ἐν ὕλῃ φερομένων εἰδῶν,
[3] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Μακεδόνιο για την ειμαρμένη, 2.8.43.3 – 2.8.43.15»:
Anthologium 2.8.43.3 ` to Anthologium 2.8.43.15 Οὐσία ἐστὶν ἄϋλος ἡ τῆς ψυχῆς καθ᾽ ἑαυτήν, ἀσώματος, ἀγέννητος πάντῃ καὶ ἀνώλεθρος, παρ᾽ ἑαυτῆς ἔχουσα τὸ εἶναι καὶ τὸ ζῆν, αὐτοκίνητος παντελῶς καὶ ἀρχὴ τῆς φύσεως καὶ τῶν ὅλων κινήσεων. Αὕτη δὴ οὖν καθ᾽ ὅσον ἐστὶ τοιαύτη, καὶ τὴν αὐτεξούσιον καὶ τὴν ἀπόλυτον περιείληφεν ἐν ἑαυτῇ ζωήν. <Καὶ> καθ᾽ ὅσον μὲν δίδωσιν ἑαυτὴν εἰς τὰ γιγνόμενα καὶ ὑπὸ τὴν τοῦ παντὸς φορὰν ἑαυτὴν ὑποτάττει, κατὰ τοσοῦτον καὶ ὑπὸ τὴν εἱμαρμένην ἄγεται καὶ δουλεύει ταῖς τῆς φύσεως ἀνάγκαις· καθ᾽ ὅσον δὲ αὖ τὴν νοερὰν ἑαυτῆς καὶ τῷ ὄντι ἄφετον ἀπὸ πάντων καὶ αὐθαίρετον ἐνέργειαν ἐνεργεῖ, κατὰ τοσοῦτον τὰ ἑαυτῆς ἑκουσίως πράττει καὶ τοῦ θείου καὶ ἀγαθοῦ καὶ νοητοῦ μετ᾽ ἀληθείας ἐφάπτεται.
[4] Βλ. Ιεροκλής, «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 26.1.1 – 26.1.4» :
In aureum carmen 26.1.1 ` to In aureum carmen 26.1.4 Η λογικὴ οὐσία συμφυὲς ἔχουσα σῶμα παρὰ τοῦ δημιουργοῦ εἰς τὸ εἶναι παρῆλθεν, ὡς μήτε τὸ σῶμα εἶναι αὐτὴν μήτε ἄνευ σώματος, ἀλλ᾽ αὐτὴν μὲν ἀσώματον, ἀποπερα τοῦσθαι δὲ εἰς σῶμα τὸ ὅλον αὐτῆς εἶδος.
[5] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 26.2.2 – 26.3.1» :
In aureum carmen 26.2.2 ` to In aureum carmen 26.3.1 καὶ ἔστιν ἕκαστος ἥρως ψυχὴ λογικὴ μετὰ φωτεινοῦ σώματος καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁμοίως ψυχὴ λογικὴ μετὰ συμφυοῦς ἀθανάτου σώματος. καὶ τοῦτο τῶν Πυθαγορείων ἦν δόγμα, ὃ δὴ Πλάτων ὕστερον ἐξέφηνεν, ἀπεικάσας ξυμφύτῳ δυνάμει ὑποπτέρου ζεύγους τε καὶ ἡνιόχου πᾶσαν θείαν τε καὶ 26.3 ἀνθρωπίνην ψυχήν.
[6] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 26.5.4 – 26.6.1» :
In aureum carmen 26.5.4 ` to In aureum carmen 26.6.1 ζωὴ γάρ τίς ἐστι τὸ ἄϋλον σῶμα καὶ ζωῆς ἐνύλου γεννητικόν, δι᾽ ἧς τὸ θνητὸν ἡμῶν ζῷον συμπληροῦται ἐκ τῆς ἀλόγου ζωῆς καὶ τοῦ ὑλικοῦ σώματος συγκείμενον, εἴδωλον ὂν τοῦ ἀνθρώπου, 26.6 ὃς ἐκ λογικῆς οὐσίας καὶ σώματος ἀΰλου συνέστηκεν.
[7] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.184 – 368), 2. 212.21 – 213.11»:
in R 2.212.21 ` to in R 2.213.11 κατὰ τὸν <Τίμαιον> [ p. 37c ] ἄγαλμα τῶν ἀϊδίων ἐστὶν θεῶν ὅδε ὁ κόσμος, τελεστὴν μὲν εἶναι τοῦ ἀγάλματος τούτου τὸν δημιουργόν, ὃς ἔπνευσεν εἰς αὐτὸν ζωὴν ἀμήχανον ὅσην καὶ ἐποίησεν ἄγαλμα ἔννουν χρηματίζον διὰ τῆς αὐτοῦ κινήσεως τοῖς ὁρᾶν δυναμένοις καὶ διὰ τῶν ἐν οὐρανῷ σημείων τὰ ἐσόμενα λέγον· τῷ δὲ τῆς ψυχῆς χαρακτῆρι καὶ ταῖς περιφοραῖς, αἷς ὀνόματα αὐτὸς ἔθηκεν, περιέλαβεν αὐτὸ καὶ συνέδησεν· φυλακτήρια δὲ αὐτῷ περιῆψεν καὶ ἐν μέσοις ἥδρασεν τοῖς κόλποις τοὺς εἰρημένους νόας, οἷον αὐτῶν, εἰ βούλει, τῶν ἰΰγγων συνθήματα τῶν ἀτόμων καὶ ἑνοειδῶν· εἰ δὲ μὴ ἐκείνων ὡς ξενικωτέρων, ἀλλὰ τῶν γε προσεχῶν αὐτοῦ θείων αἰτίων. τοῦ μὲν Κρόνου τὸν πόλον εἶναί φασι σύμβολον· διὸ καὶ ἄγκιστρον οἰκείως εἴρηται, τὸν ἀγκυλομήτην ἐκεῖνον ὡς ἀληθῶς μιμούμενον νοῦν· τῆς δὲ ζωογόνου θεᾶς ὁ ἄξων, πρόοδον ἀποτυπούμενος μένουσαν ἀκλι[νῶς, καὶ] αὐτοῦ τοῦ δημιουργοῦ λοιπὸν [εἰκὼν ὁ σ]φόνδυλος, σχῆμα ἔχων τοῦ εἰδοπο[οῦντος τ]ὴν κίνησιν περὶ ἑαυτὸν καὶ τὸν ἄξονα, τοῦ πρὸς ἑαυτὸν ἐπεστραμμένου καὶ πρὸς τὰς αἰτίας ἀφ᾽ ὧν προῆλθεν.
[8] Βλ. Πρόκλος «Εις πρώτον Ευκλείδου Στοιχείων, 90.11 – 91.10» :
in Euc 90.11 ` to in Euc 91.10 ἄλλοι δὲ ἀπορρητότεροι λόγοι καὶ τὸν δημιουργὸν ἐφεστάναι τῷ κόσμῳ λέγουσιν τοῖς πόλοις ἐποχούμενον καὶ δι᾽ ἔρωτος θείου τὸ πᾶν ἐπιστρέφοντα πρὸς ἑαυτόν. οἱ δέ γε <Πυθαγόρειοι> τὸν μὲν πόλον σφραγίδα τῆς Ῥέας ἀποκαλεῖν ἠξίουν ὡς τῆς ζωογόνου θεότητος ἄρρητον καὶ δραστήριον δύναμιν εἰς τὸ πᾶν διὰ τούτου προιεμένης, τὸ δὲ κέντρον <Ζανὸς> φυλακήν, διότι δημιουργικὴν φρουρὰν ὁ Ζεὺς τοῖς κόλποις ἐντιθεὶς τοῦ κόσμου περὶ τὸ μέσον αὐ τὴν σταθερῶς ἥδρασεν. τοῦ γὰρ κέντρου μένοντος καὶ τὸ πᾶν ἀσάλευτον ἔχει τὴν διακόσμησιν καὶ ἄπαυστον τὴν περιφοράν, καὶ μένει πάντα φυλάττοντα τὴν ἑαυτῶν τάξιν ἀμετάστατον, οἵ τε πολοκράτορες θεοὶ συναγωγὸν τῶν διῃρημένων καὶ ἑνοποιὸν τῶν πεπληθυσμένων κεκλήρωνται δύναμιν, καὶ οἱ τοὺς ἄξονας λαχόντες συνελαύνουσι τὰς περιφορὰς καὶ διαιωνίως ἀνακυκλοῦσι. καὶ εἴ με δεῖ τοὐμὸν εἰπεῖν, τὰ μὲν κέντρα πασῶν τῶν σφαιρῶν καὶ οἱ πόλοι σύμβολα τῶν ἰυγγικῶν εἰσι θεῶν τὸ ἄγνωστον ἐκείνων καὶ ἑνωτικὸν ἀπεικονισμένοι σύνθημα, οἱ δὲ ἄξονες τὰς συνοχὰς τῶν ὅλων διακόσμων ἀποτυποῦνται καὶ αὐτοὶ συνεκτικοὶ τῶν ἐγκοσμίων εἰσιν ὁλοτήτων καὶ τῶν περιόδων, ὥσπερ ἐκεῖνα τῶν νοερῶν, αὐταὶ δὲ αἱ σφαῖραι τῶν τελεσιουργῶν θεῶν εἰκόνες εἰσὶν ἀρχὴν τέλει συνάπτουσαι καὶ πάντων σχημάτων ἁπλότητι καὶ ὁμοιότητι καὶ τελειότητι διαφέρουσαι.
[9] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.2.29 – 1.6.6» :
in Ti 1.2.29 ` to in Ti 1.6.6 μόνος δὲ ὁ Πλάτων τοῖς Πυθαγορείοις ἑπομένως παραδίδωσι μὲν καὶ τὰ συναίτια τῶν φυσικῶν πραγμάτων, τὸ πανδεχὲς καὶ τὸ ἔνυλον εἶδος, δουλεύοντα τοῖς κυρίως αἰτίοις εἰς γένεσιν· πρὸ δὲ τούτων τὰς πρωτουργοὺς αἰτίας διερευνᾶται, τὸ ποιοῦν, τὸ παράδειγμα, τὸ τέλος, καὶ διὰ ταῦτα νοῦν τε ἐφίστησι τῷ παντὶ δημιουργικὸν καὶ νοητὴν αἰτίαν, ἐν ᾗ πρώτως ἐστὶ τὸ πᾶν, καὶ τὸ ἀγαθόν, ἐν ἐφετοῦ τάξει τῷ ποιοῦντι προϊδρυμένον· ἐπεὶ γὰρ τὸ ὑπ᾽ ἄλλου κινούμενον ἤρτηται τῆς τοῦ κινοῦντος δυνάμεως, οὔτε παράγειν ἑαυτὸ δηλαδὴ πέφυκεν οὔτε τελειοῦν οὔτε σῴζειν, ἐν πᾶσι δὲ τούτοις τῆς ποιητικῆς αἰτίας δεῖται καὶ ὑπ᾽ ἐκείνης συνέχεται. καὶ οὖν καὶ τὰ συναίτια τῶν φυσικῶν ἐξηρτῆσθαι προσήκει τῶν ἀληθινῶν αἰτίων, ἀφ᾽ ὧν παρῆκται, πρὸς ἃ δεδημιούργηται παρὰ τοῦ πάντων πατρός, ὧν ἕνεκα γέγονεν. εἰκότως ἄρα τῷ Πλάτωνι πάντα ταῦτα μετ᾽ ἀκριβείας ἐξητασμένα παραδέδοται, καὶ ἀπὸ τούτων ἐξημμένα τὰ λοιπὰ δύο, τό τε εἶδος καὶ τὸ ὑποκείμενον· οὐ γάρ ἐστιν ὁ κόσμος οὗτος ὁ αὐτὸς τοῖς νοητοῖς ἢ νοεροῖς κόσμοις, οἵτινες ἐν εἴδεσι καθαροῖς ὑφεστήκασιν, ἀλλ᾽ ἔστιν ἐν αὐτῷ τὸ μὲν ὡς λόγος καὶ εἶδος, τὸ δὲ ὡς ὑποκείμενον. ἀλλὰ ταῦτα μὲν καὶ εἰσαῦθις ἐξέσται σκοπεῖν· ὅτι δὲ εἰκότως πάσας τὰς αἰτίας ταύτας ὁ Πλάτων παραδέδωκε τῆς κοσμοποιίας, ἐκ τούτων πρόδηλον, τὸ ἀγαθόν, τὸ νοητὸν παράδειγμα, τὸ ποιοῦν, τὸ εἶδος, τὴν ὑποκειμένην φύσιν· εἰ μὲν γὰρ περὶ νοητῶν διελέγετο θεῶν, τἀγαθὸν ἂν μόνον αἴτιον αὐτῶν ἀπέφαινεν· ἐκ γὰρ ταύτης μόνης τῆς αἰτίας ὁ νοητὸς ἀριθμός· εἰ δὲ περὶ νοερῶν, τό τε ἀγαθὸν ἂν καὶ τὸ νοητὸν αἴτιον τούτων ὑπέθετο· πρόεισι γὰρ τὸ νοερὸν πλῆθος ἔκ τε τῶν νοητῶν ἑνάδων καὶ τῆς μιᾶς τῶν ὄντων πηγῆς· εἰ δὲ περὶ τῶν ὑπερκοσμίων, παρῆγεν ἂν αὐτοὺς ἔκ τε τῆς δημιουργίας τῆς νοερᾶς καὶ ὁλικῆς κἀκ τῶν νοητῶν θεῶν καὶ τοῦ τῶν ὅλων αἰτίου· πάντων γάρ, ὧν τὰ δεύτερα γεννητικά, πρώτως ἐστὶ καὶ ἀρρήτως ἐκεῖνο καὶ ἀνεπινοήτως ὑποστατικόν· ἐπειδὴ δὲ περὶ ἐγκοσμίων διαλέξεται πραγμάτων καὶ περὶ κόσμου τοῦ ξύμπαντος, ὕλην τε αὐτῷ δώσει καὶ εἶδος ἀπὸ τῶν ὑπερκοσμίων θεῶν εἰς αὐτὸν ἐφῆκον καὶ τῆς ὅλης ἐξάψει δημιουργίας καὶ πρὸς τὸ νοητὸν ἀπεικάσει ζῷον καὶ θεὸν ἀποδείξει τῇ μετουσίᾳ τἀγαθοῦ, καὶ οὕτω δὴ θεὸν ἔννουν ἔμψυχον ἀποτελέσει τὸν ὅλον κόσμον. Σκοπὸς μὲν οὖν οὗτος, οὗ φαμεν στοχάζεσθαι τὸν Τίμαιον, καὶ τοιοῦτος, ὥσπερ εἴπομεν. τούτου δὲ ὄντος τοιούτου πρεπόντως ἐν ἀρχῇ μὲν δι᾽ εἰκόνων ἡ τοῦ παντὸς ἐπιδείκνυται τάξις, ἐν μέσοις δὲ ἡ σύμπασα κοσμοποιία παραδίδοται, πρὸς δὲ τῷ τέλει τὰ μερικὰ καὶ τὰ τέλη τῆς δημιουργίας συνυφαίνεται τοῖς ὅλοις· ἡ μὲν γὰρ τῆς Πολιτείας ἐπανάληψις καὶ ὁ περὶ τῆς Ἀτλαντίδος μῦθος τὴν δι᾽ εἰκόνων ἐμφαίνει τοῦ κόσμου θεωρίαν· εἴτε γὰρ εἰς τὴν ἕνωσιν καὶ τὸ πλῆθος ἀπίδοιμεν τῶν ἐγκοσμίων, τῆς μὲν ἑνώσεως εἰκόνα φήσομεν εἶναι τὴν Πολιτείαν, ἣν ὁ Σωκράτης ἀνακεφαλαιοῦται, τὴν διὰ πάντων διήκουσαν κοινωνίαν ὡς τέλος προστησαμένην, τῆς δὲ διαιρέσεως καὶ μάλιστα τῆς κατὰ τὰς δύο συστοιχίας ἀντιθέσεως τὸν τῶν Ἀτλαντίνων πρὸς Ἀθηναίους πόλεμον, ὃν ὁ Κριτίας ἱστορεῖ· εἴτε κατὰ τὸ οὐράνιον καὶ τὸ ὑπὸ σελήνην, τὴν μὲν Πολιτείαν ὁμοιοῦσθαι φήσομεν πρὸς τὴν οὐρανίαν διακόσμησιν—καὶ γὰρ ὁ <Σωκράτης> [rep. IX 592.B ] ἐν οὐρανῷ φησιν αὐτῆς τὸ παράδειγμα ἱδρῦσθαι—τὸν δὲ τῶν Ἀτλαντίνων πόλεμον τῇ γενέσει δι᾽ ἐναντιώσεως καὶ μεταβολῆς ὑφισταμένῃ. ταῦτα μὲν οὖν διὰ ταῦτα προηγεῖται τῆς ὅλης φυσιολογίας. Ἐπὶ δὲ τούτοις τό τε δημιουργικὸν αἴτιον παραδίδοται τοῦ παντὸς καὶ τὸ παραδειγματικὸν καὶ τελικόν· ὧν προϋπαρχόντων δημιουργεῖται τὸ πᾶν καθ᾽ ὅλον τε καὶ κατὰ μέρη· καὶ γὰρ τὸ σωματοειδὲς αὐτοῦ τεκταίνεται τοῖς εἴδεσι καὶ ταῖς δημιουργικαῖς τομαῖς καὶ τοῖς θείοις ἀριθμοῖς τεμνόμενον, καὶ ἡ ψυχὴ παράγεταί τε ἀπὸ τοῦ δημιουργοῦ καὶ πληροῦται λόγων ἁρμονικῶν καὶ συμβόλων θείων καὶ δημιουργικῶν, καὶ τὸ ὅλον ζῷον συνυφαίνεται κατὰ τὴν ἡνωμένην ἐν τῷ νοητῷ τοῦ κόσμου περιοχήν, τά τε μέρη τὰ ἐν αὐτῷ δεόντως ἐν τῷ ὅλῳ τάττεται, ὅσα τε σωματικὰ καὶ ὅσα ζωτικά· καὶ γὰρ ψυχαὶ μερικαὶ εἰσοικιζόμεναι τάττονται περὶ τοὺς ἡγεμόνας θεοὺς καὶ ἐγκόσμιαι γίνονται κατὰ τὰ ὀχήματα τὰ ἑαυτῶν, μιμούμεναι τοὺς ἡγουμένους αὐτῶν, καὶ τὰ θνητὰ ζῷα δημιουργεῖται καὶ ζῳοποιεῖται παρὰ τῶν οὐρανίων θεῶν· οὗ δὴ καὶ ἄνθρωπος ὅπη τε συνέστη καὶ δι᾽ οἵας αἰτίας τεθεώρηται, καὶ πρό γε τῶν ἄλλων οὗτος, <ἢ> διότι καὶ προσήκουσά ἐστιν ἡμῖν ἡ περὶ αὐτοῦ θεωρία τὸν ἀνθρώπου λόγον προβεβλημένοις καὶ κατὰ τοῦτον ζῶσιν, ἢ διότι μικρὸς κόσμος ὁ ἄνθρωπος καὶ ἔστι καὶ ἐν τούτῳ πάντα μερικῶς, ὅσα ἐν τῷ κόσμῳ θείως τε καὶ ὁλικῶς· νοῦς τε γάρ ἐστιν ἡμῖν ὁ κατ᾽ ἐνέργειαν, καὶ ψυχὴ λογικὴ προελθοῦσα ἐκ τοῦ αὐτοῦ πατρὸς καὶ τῆς αὐτῆς ζῳογόνου θεᾶς τῇ ὅλῃ, καὶ ὄχημα αἰθέριον ἀνάλογον τῷ οὐρανῷ, καὶ σῶμα γήινον ἐκ τῶν τεττάρων στοιχείων φυραθέν, οἷς καὶ σύστοιχόν ἐστιν. εἰ τοίνυν ἔδει πολλαχῶς θεωρῆσαι τὸ πᾶν καὶ ἐν τῷ νοητῷ καὶ ἐν τῷ αἰσθητῷ παραδειγματικῶς, εἰκονικῶς, ὁλικῶς, μερικῶς, εὖ ἂν ἔχοι καὶ ὁ περὶ ἀνθρώπου φύσεως λόγος ἐν τῇ τοῦ παντὸς θεωρίᾳ τελέως ἐξεργασθείς. εἴποις δ᾽ ἂν κἀκεῖνον ἔτι τὸν λόγον, ὅτι κατὰ τὸ <Πυθαγορικὸν> ἔθος ἔδει συνάψαι τῷ θεωρουμένῳ τὸν περὶ τοῦ θεωροῦντος λόγον· ἐπεὶ γὰρ ἔχομεν, τίς ὁ κόσμος, ἐχρῆν οἶμαι προσθεῖναι κἀκεῖνο, τί ποτέ ἐστι τὸ ταῦτα ἐπισκεπτόμενον καὶ λογικῶς κατανοοῦν. ὅτι δὲ καὶ πρὸς τοῦτο ἀπέβλεψεν, ἐδήλωσε πρὸς τῷ τέλει διαρρήδην εἰπών [90.D], ὅτι <δεῖ τῷ κατανοουμένῳ τὸ κατα νοοῦν ἐξομοιῶσαι> τὸν μέλλοντα τῆς εὐδαίμονος ζωῆς ἐπήβολον ἔσεσθαι· τὸ μὲν γὰρ ὅλον ἀεὶ εὔδαιμον· ἔσται δὲ καὶ τὸ ἡμέτερον εὔδαιμον ὁμοιωθὲν τῷ παντί· καὶ γὰρ πρὸς τὴν αἰτίαν οὕτως ἀναχθήσεται· ἐπεὶ γὰρ ὡς ὁ ἐνταῦθα ἄν θρωπος πρὸς τὸ πᾶν, οὕτω καὶ ὁ νοητὸς ἄνθρωπος πρὸς τὸ αὐτοζῷον, ἐκεῖ δὲ ἀεὶ τὰ δεύτερα τῶν πρώτων ἐξέχεται καὶ τὰ μέρη τῶν ὅλων ἐστὶν ἀνεκφοίτητα καὶ ἵδρυται ἐν αὐτοῖς, ὅταν καὶ ὁ τῇδε ἄνθρωπος ἀφομοιῶται τῷ παντί, μιμήσεται καὶ τὸ ἑαυτοῦ παράδειγμα τὸν προσήκοντα τρόπον, κόσμιος γενόμενος διὰ τὴν πρὸς τὸν κόσμον ὁμοιότητα καὶ εὐδαίμων διὰ τὴν πρὸς τὸν εὐδαίμονα θεὸν ἀπεικασίαν.
[10] Δηλ μέσα στα νοητά πράγματα/όντα προυπάρχουν αρχηγικώς τα μαθηματικά πράγματα/όντα και τα φυσικά πράγματα/όντα, μέσα στα μαθηματικά πράγματα/όντα υπάρχουν ως εικόνες τα νοητά πράγματα/όντα και ως υποδείγματα τα φυσικά πράγματα/όντα, τέλος δε μέσα στα φυσικά πράγματα/όντα υπάρχουν «ἰνδάλματα» τόσο των νοητών πραγμώτων/όντων όσο και των μαθηματικών πραγμώτων/όντων.
[11] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.8.13 – 1.8.27» :
in Ti 1.8.13 ` to in Ti 1.8.27 ἔτι δέ, ἐπειδὴ κατὰ τὸ <Πυθαγόρειον ἀρέσκον> τριχῆ τὰ πράγματα διῄρηται, εἴς τε τὰ νοητὰ καὶ τὰ φυσικὰ καὶ τὰ τούτων μέσα, ἃ δὴ καλεῖν εἰώθασι μαθηματικά, πάντα δὲ ἐν πᾶσιν ἔστι θεωρεῖν οἰκείως—καὶ γὰρ ἐν τοῖς νοητοῖς ἀρχηγικῶς προϋφέστηκε τά τε μέσα καὶ τὰ ἔσχατα, καὶ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς ἀμφότερά ἐστιν, εἰκονικῶς μὲν τὰ πρῶτα, παραδειγματικῶς δὲ τὰ τρίτα, καὶ ἐν τοῖς φυσικοῖς ἐστιν ἰνδάλματα τῶν πρὸ αὐτῶν—εἰκότως δήπου καὶ ὁ Τίμαιος τὴν te ψυχὴν ὑφι στὰς διὰ τῶν μαθηματικῶν ὀνομάτων ἐνδείκνυται τάς τε δυνάμεις αὐτῆς καὶ τοὺς λόγους καὶ τὰ στοιχεῖα, Πλάτων δὲ ἀπὸ τῶν σχημάτων τῶν γεωμετρικῶν τὰς ἰδιότητας αὐτῆς ἀφορίζεται καὶ τούτων ξυμπάντων ἐν τῷ νοητῷ καὶ δη μιουργικῷ νῷ τὰς αἰτίας ἀπολείπει προϋπαρχούσας ἀρχοειδῶς.
[12] Βλ. Πρόκλος «Εις Τίμαιον Πλάτωνος, βιβλίο Ε’ (συνέχεια), 3.354.28 – 3.355.19» :
in Ti 3.354.28 ` to in Ti 3.355.19 ῥητέον δ᾽ οὖν κἀνταῦθα περί τε τοῦ σώματος κατὰ μέρος, οἷον περὶ κεφαλῆς, περὶ θώρακος, περὶ σκελῶν, καὶ ἐφ᾽ ἑκάστου τούτων περὶ τῶν ἐν αὐτοῖς μορίων (ὀργανικὰ γὰρ καὶ ταῦτά ἐστι), καὶ περὶ τῆς θνητῆς ψυχῆς τῆς ἅμα τῷ σώματι τὸ θνητὸν ζῷον ποιούσης, τὸ δημιούργημα τῶν νέων θεῶν, καὶ περὶ τῶν μορίων αὐτῆς, τῶν τε γνωστικῶν καὶ τῶν ὀρεκτικῶν· ἐὰν γὰρ ταῦτα καλῶς τῷ λογισμῷ συνέλωμεν, ἔσται ἡμῖν ὁ περὶ ἀνθρώπου λόγος εὖ παραδεδομένος. δεῖ δὲ ὡς τὸν ὅλον κόσμον, οὕτω καὶ τὸν ἄνθρωπον ἐπισκέψασθαι τελείως, διότι καὶ μικρός ἐστι καὶ οὗτος κόσμος· ἔχει γὰρ καὶ νοῦν καὶ λόγον καὶ θεῖον σῶμα καὶ θνητόν, ὥσπερ τὸ πᾶν, καὶ διῄρηται ἀνὰ λόγον τῷ παντί. ὅθεν δὴ καὶ λέγειν <τινὲς> εἰώθασιν, ὡς τὸ μὲν νοερὸν αὐτοῦ τῇ ἀπλανεῖ τέτακται ἀνὰ λόγον, τοῦ δὲ λόγου τὸ μὲν θεωρητικὸν τῷ Κρόνῳ, τὸ δὲ πολιτικὸν Διί, τοῦ δὲ ἀλόγου τὸ μὲν θυμοειδὲς Ἄρεϊ, τὸ δὲ φωνητικὸν Ἑρμῇ, τὸ δὲ ἐπιθυμητικὸν Ἀφροδίτῃ, τὸ δὲ αἰσθητικὸν Ἡλίῳ, τὸ δὲ φυτικὸν Σελήνῃ, καὶ τὸ μὲν αὐγοειδὲς ὄχημα τῷ οὐρανῷ, τὸ δὲ θνητὸν τοῦτο τῷ ὑπὸ σελήνην. ἵν᾽ οὖν καὶ μερικῶς ἴδῃς τὸ ὅλον, ὁ περὶ ἀνθρώπου λόγος τῇ πάσῃ φυσιολογίᾳ συντέτακται.
[13] Βλ. Πρόκλος «Εκλογές εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 5.1 – 5.20» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 5.1 ` to Eclogae de philosophia Chaldaica 5.20 Ἡ φιλοσοφία τήν τε λήθην καὶ ἀνάμνησιν τῶν ἀιδίων λόγων αἰτιᾶται τῆς τε ἀποφοιτήσεως τῆς ἀπὸ τῶν θεῶν καὶ τῆς ἐπ᾽ αὐτοὺς ἐπιστροφῆς· τὰ δὲ λόγια, τῶν πατρικῶν συνθημάτων. Συνᾴδει δὲ ἀμφότερα· συνέστηκε γὰρ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τῶν ἱερῶν λόγων καὶ τῶν θείων συμβόλων· ὧν οἱ μέν εἰσιν ἀπὸ τῶν νοερῶν εἰδῶν, τὰ δὲ ἀπὸ τῶν θείων ἑνάδων· καὶ ἐσμὲν εἰκόνες μὲν τῶν νοερῶν οὐσιῶν, ἀγάλματα [τὰ] δὲ τῶν ἀγνώστων συνθημάτων. Καὶ ὥσπερ πᾶσα ψυχὴ πάντων μέν ἐστι πλήρωμα τῶν εἰδῶν, κατὰ μίαν δὲ ὅλως αἰτίαν ὑφέστηκεν, οὕτω καὶ πάντων μὲν μετέχει τῶν συνθημάτων, δι᾽ ὧν συνάπτεται τῷ θεῷ, ἀφώρισται δὲ ἡ ὕπαρξις ἐν ἑνί, καθὸ συνάγεται πᾶν τὸ ἐν αὐτῇ πλῆθος εἰς μίαν κορυφήν.
[14] Βλ. Πρόκλος «Εκλογές εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 1.17 – 1.24» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 1.17 ` to Eclogae de philosophia Chaldaica 1.24 Υμνῳ δὸς δὲ ἀποτελεῖται τῶν θείων ἡ ψυχή, κατὰ τὸ λόγιον, τὰ συνθήματα τοῦ Πατρὸς τὰ ἄρρητα προβαλλομένη καὶ προσφέρουσα αὐτὰ τῷ Πατρί, ἃ ἐνέθετο ὁ Πατὴρ εἰς αὐτὴν ἐν τῇ πρώτῃ παρόδῳ τῆς οὐσίας. Τοιοῦτοι γὰρ οἱ νοεροὶ καὶ ἀφανεῖς ὕμνοι τῆς ἀναγομένης ψυχῆς, ἀνακινοῦντες τὴν μνήμην τῶν ἁρμονικῶν λόγων οἳ φέ ρουσιν ἀπορρήτους εἰκόνας τῶν θείων ἐν αὐτῇ δυνάμεων.
[15] Βλ. Πρόκλος «υπόμνημα στις Εννέαδες του Πλωτίνου, 31.1».
[16] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.7.18 – 1.1.8.23» :
Enneades 1.1.7.18 ` to Enneades 1.1.8.23 Κωλύσει δὲ οὐδὲν τὸ σύμπαν ζῷον λέγειν, μικτὸν μὲν τὰ κάτω, τὸ δὲ ἐντεῦθεν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθὴς σχεδόν· ἐκεῖνα δὲ τὸ <λεοντῶδεσ> καὶ τὸ <ποικίλον> ὅλως <θηρίον>. Συνδρόμου γὰρ ὄντος τοῦ ἀνθρώπου τῇ λογικῇ ψυχῇ, ὅταν λογιζώμεθα, ἡμεῖς λογιζόμεθα τῷ τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα. Πρὸς δὲ τὸν νοῦν πῶς; Νοῦν δὲ λέγω οὐχ ἣν ἡ ψυχὴ ἔχει ἕξιν οὖσαν τῶν παρὰ τοῦ νοῦ, ἀλλ᾽ αὐτὸν τὸν νοῦν. ῍Η ἔχομεν καὶ τοῦτον ὑπεράνω ἡμῶν. Ἔχομεν δὲ ἢ κοινὸν ἢ ἴδιον, ἢ καὶ κοινὸν πάντων καὶ ἴδιον· κοινὸν μέν, ὅτι ἀμέριστος καὶ εἷς καὶ πανταχοῦ ὁ αὐτός, ἴδιον δέ, ὅτι ἔχει καὶ ἕκαστος αὐτὸν ὅλον ἐν ψυχῇ τῇ πρώτῃ. Ἔχομεν οὖν καὶ τὰ εἴδη διχῶς, ἐν μὲν ψυχῇ οἷον ἀνειλιγμένα καὶ οἷον κεχωρισμένα, ἐν δὲ νῷ ὁμοῦ τὰ πάντα. Τὸν δὲ θεὸν πῶς; ῍Η ὡς ἐποχούμενον τῇ νοητῇ φύσει καὶ τῇ οὐσίᾳ τῇ ὄντως,.
[17] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.11.1 – 1.1.11.15» :
Enneades 1.1.11.1 ` to Enneades 1.1.11.15 Παίδων δὲ ὄντων ἐνεργεῖ μὲν τὰ ἐκ τοῦ συνθέτου, ὀλίγα δὲ ἐλλάμπει ἐκ τῶν ἄνω εἰς αὐτό. Ὅταν δ᾽ ἀργῇ εἰς ἡμᾶς, ἐνεργεῖ πρὸς τὸ ἄνω· εἰς ἡμᾶς δὲ ἐνεργεῖ, ὅταν μέχρι τοῦ μέσου ἥκῃ. Τί οὖν; Οὐχ ἡμεῖς καὶ πρὸ τούτου; Ἀλλ᾽ ἀντίληψιν δεῖ γενέσθαι· οὐ γάρ, ὅσα ἔχομεν, τούτοις χρώμεθα ἀεί, ἀλλ᾽ ὅταν τὸ μέσον τάξωμεν ἢ πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐναντία, ἢ ὅσα ἀπὸ δυνάμεως ἢ ἕξεως εἰς ἐνέργειαν ἄγομεν.
[18] Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 133.1» :
in Cra 133.1 ` to in Cra 133.7 Οτι ὁ ἐν ἡμῖν νοῦς Διονυσιακός ἐστιν καὶ ἄγαλμα ὄντως τοῦ Διονύσου.
[19] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Δ’, 4.22.19 – 4.22.22» :
Theol Plat 4.22.19 ` to Theol Plat 4.22.22 ὁ δὲ ἐν τῷ Φαίδρῳ Σωκράτης τὸν μερικὸν νοῦν θεᾶσθαί φησι <τὸν ὑπερουράνιον τόπον·> ὁ γὰρ τῆς <ψυχῆς κυβερνήτης> οὗτός ἐστιν, ὡς καὶ τοῖς πρὸ ἡμῶν εἴρηται καλῶς.
[20] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Δ’, 4.42.18 – 4.43.22» :
Theol Plat 4.42.18 ` to Theol Plat 4.43.22 <Οὐσία> μὲν οὖν <ὄντως οὖσα> λέγεται, διότι τοῦ πρώτως ὄντος μετείληφεν. Πᾶσι γὰρ τὸ εἶναι καὶ τὸ ὄντως εἶναι τῆς νοητῆς οὐσίας πάρεστιν ἔκγονον. Ὡς γὰρ τὸ ἓν ἐκ τῆς πρωτίστης ἀρχῆς τῆς πρὸ τῶν νοητῶν, οὕτως ἡ τοῦ ὄντος φύσις ἀπὸ τῶν νοητῶν, ἐκεῖ γὰρ τὸ ἓν ὄν, ὡς καὶ ὁ Παρμενίδης μικρῷ πρότερον ἀνεδίδασκεν. <Ψυχῆς δὲ <κυβερνήτῃ θεατή,> διότι νοητὴν ἔλαχεν ὑπεροχὴν πρὸς τοὺς ἄλλους νοεροὺς θεούς. Τὸ τοίνυν νοητὸν αὐτῆς ἀγαθὸν ἀπὸ τοῦ νοῦ <τοῦ> γινώσκοντος αὐτὴν διασαφεῖ. Καὶ τοῦτο δὲ ἄρα τὸ νοητόν, ὥσπερ τὸ ὄντως ὄν, ἀπὸ τῶν ἑνιαίων εἰς αὐτὴν ἐφήκει θεῶν. Ἐκεῖνα γὰρ νοητὰ πρώτως καὶ ἀμεθέκτως καὶ πρωτουργὰ τῶν νοητῶν πάντων αἴτια· καὶ συντρέχει ταῦτα ἀλλήλοις, τό τε ὄντως ὂν καὶ τὸ νοητόν. Καὶ γὰρ πᾶν τὸ νοητὸν ὄντως ἐστὶν ὂν καὶ πᾶν τὸ ὄντως ὂν νοητὸν ὑπάρχει. Καὶ γὰρ ὁ νοῦς νοητός ἐστι κατὰ τὸ ὂν τὸ ἐν αὐτῷ, κατὰ δὲ τὸ γνωστικὸν νοῦς. Διὸ καὶ πᾶς μὲν νοῦς γνώσεώς ἐστι χορηγός, πᾶν δὲ τὸ νοητὸν οὐσίας· ὃ γάρ ἐστι πρώτως ἑκάτερον, τοῦτο καὶ τοῖς δευτέροις ἐπιλάμπει διακόσμοις. Τὸ τρίτον τοίνυν περὶ αὐτὴν λέγεται <τὸ τῆς ἀληθοῦς ἐπιστήμης γένοσ> ἱδρῦσθαι. Δύο γὰρ ταῦτα ἄνεισιν ἐπὶ τὴν ἐκείνης τῆς οὐσίας θεωρίαν, <νοῦς ὁ κυβερνήτησ> τῆς <ψυχῆσ> (ἔστι δὲ οὗτος ὁ μερικός, ὑπεριδρυμένος μὲν τῶν ψυχῶν, ἀνάγων δὲ αὐτὰς εἰς τὸν ὅρμον τὸν πατρικόν) καὶ ἡ <ἀληθὴς ἐπιστήμη,> ψυχῆς οὖσα τελειότης. Αὕτη μὲν οὖν περὶ ἐκείνην ἐνεργεῖ ὡς περιχορεύουσα τὸ ὂν μεταβατικῶς, νοῦς δὲ θεᾶται αὐτὴν ὡς ἁπλῇ νοήσει χρώμενος.
[21] Βλ. Ερμείας «Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδρο, 102.20 – 102.26» :
In Platonis Phaedrum scholia 102.20 ` to In Platonis Phaedrum scholia 102.26 Καὶ γὰρ ἄλλως κυρίως ψυχὴν εἰώθασιν οἱ παλαιοὶ καλεῖν τὴν λογικήν· τό τε γὰρ ὑπὲρ αὐτὴν νοῦν καλοῦσι, τό τε καταδεέστερον αὐτῆς οὐχ ἁπλῶς ψυχὴν, ἀλλ᾽ ἄλογον ψυχὴν καὶ θνητὸν εἶδος ψυχῆς καὶ δεύτερον ἴχνος ζωῆς καὶ ἄλογον ζωὴν, ἢ καὶ ἐμψυχίαν τοῦ πνεύματος καὶ περὶ τοῖς σώμασι ζωὴν καὶ τὰ τοιαῦτα· ἰδίως δὲ καὶ κυρίως ψυχὴν τὴν λογικήν. Καὶ γὰρ τὸν κυρίως ἄνθρωπον τὴν λογικὴν ψυχὴν ἀποκαλεῖ.
[22] Βλ. Πρόκλος «Εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 2.1 – 2.3» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 2.1 ` to Eclogae de philosophia Chaldaica 2.3 «Ψυχῆς βάθος» τὰς τριπλᾶς αὐτῆς γνωστικὰς δυνάμεις φησί, νοεράς, διανοητικάς, δοξαστικάς·
[23] Βλ. Ερμείας, στο «Σχόλια στον πλατωνικό «Φαίδρο, 84.25 – 84.32» :
In Platonis Phaedrum scholia 84.25 ` to In Platonis Phaedrum scholia 84.32 Τῆς δὴ λογικῆς ψυχῆς εἰσι μέρη δύο, τὸ μὲν διάνοια, τὸ δὲ δόξα· πάλιν δὲ τῆς διανοίας τὸ μὲν πεζότατον λέγεται καὶ κυρίως ἐστὶ διάνοια, τὸ δὲ ἀκρότατον ὃ καὶ νοῦς αὐτῆς λέγεται, καθὸ μάλιστα νοερὰ γίνεται ἡ ψυχὴ, ὃ καὶ <δυνάμει νοῦν> τινες ἐκάλεσαν. Ἄλλο δέ ἐστιν ὑπὲρ τοῦτο ὅ ἐστιν ἀκρότατον τῆς πάσης ψυχῆς καὶ ἑνικώτατον, ὃ πᾶσι τὰ ἀγαθὰ θέλει καὶ ἀεὶ ἑαυτὸ ἐπιδίδωσι τοῖς θεοῖς, καὶ ὅπερ ἂν ἐκεῖνοι βούλωνται τοῦτο ἕτοιμον ἐμποιεῖν· ὃ καὶ ἓν λέγεται τῆς ψυχῆς [ὃ] καὶ ἴνδαλμα φέρει τοῦ ὑπερουσίου ἑνὸς, πᾶσαν ἑνίζον τὴν ψυχήν.
[24] Βλ. Πρόκλος «Εις πρώτον Ευκλείδου Στοιχείων, 10.15 – 12.20» :
in Euc 10.15 ` to in Euc 12.20 Καὶ μέχρι τοῦδε ἐν ἡμῖν ἡ περὶ αὐτῆς ἀφωρίσθω διδασκαλία. μετὰ δὲ τοῦτο τί ποτ᾽ ἂν εἴη τὸ κριτήριον τῶν μαθημάτων θεωρήσωμεν καὶ προστησώμεθα καὶ τῆς τούτου παραδόσεως ἡγεμόνα τὸν <Πλάτωνα> διαιρούμενον ἐν πολιτείᾳ χωρὶς μὲν τὰ γνωστὰ χωρὶς δὲ τὰς γνώσεις καὶ συζύγως ἀπονέμοντα τοῖς γνωστοῖς τὰς γνώσεις. τῶν γὰρ ὄντων τὰ μὲν νοητὰ θέμενος τὰ δὲ αἰσθητά, τῶν δ᾽ αὖ νοητῶν τὰ μὲν νοητὰ πάλιν τὰ δὲ διανοητά, καὶ τῶν αἰσθητῶν τὰ μὲν αἰσθητὰ τὰ δὲ εἰκαστά, τοῖς μὲν νοητοῖς, ἃ δὴ τῶν τεττάρων ἐστὶ γενῶν πρώτιστα, γνῶσιν ἐφίστησι τὴν νόησιν, τοῖς δὲ διανοητοῖς διάνοιαν, τοῖς δὲ αἰσθητοῖς πίστιν καὶ τοῖς εἰκαστοῖς εἰκασίαν. καὶ τοῦτον ἔχουσαν τὸν λόγον ἀποφαίνει τὴν εἰκασίαν πρὸς τὴν αἴσθησιν, ὃν ἡ διάνοια πρὸς τὴν νόησιν· ἥ τε γὰρ εἰκασία τὰ εἴδωλα γιγνώσκει τῶν αἰσθητῶν ἔν τε ὕδασι φανταζόμενα καὶ τοῖς ἄλλοις κατόπτροις ἐσχάτην πως ἐν εἴδεσιν ἔχοντα τάξιν καὶ εἰδώλων ὄντως εἴδωλα γεγονότα, καὶ ἡ διάνοια τὰς τῶν νοητῶν εἰκόνας θεωρεῖ τὰς ἀπὸ τῶν πρώτων καὶ ἁπλῶν καὶ ἀμεριστῶν εἰδῶν εἰς πλῆθος καὶ διαίρεσιν ὑποβάσας, δι᾽ ὃ καὶ ταύτης μὲν ἡ γνῶσις ἀπ᾽ ἄλλων ὑποθέσεων ἤρτηται πρεσβυτέρων, ἡ δὲ νόησις ἐπ᾽ αὐτὴν ἄνεισι τὴν ἀνυπόθετον ἀρχήν. εἰ τοίνυν τὰ μαθηματικὰ μήτε τὴν ἀμέριστον ἔλαχεν ὑπόστασιν καὶ χωριστὴν ἀπὸ πάσης διαιρέσεως καὶ ποικιλίας μήτε τὴν αἰσθήσει γνωριζομένην καὶ πολὺ μετάβολον καὶ πάντη μεριστήν, παντί που καταφανές, ὅτι διανοητὰ μέν ἐστι κατὰ τὴν οὐσίαν, διάνοια δὲ αὐτῶν προέστηκεν ὡς κριτήριον, ὥσπερ τῶν αἰσθητῶν αἴσθησις καὶ εἰκασία τῶν εἰκαστῶν. ὅθεν δὴ καὶ ὁ Σωκράτης ἀμυδροτέραν μὲν τὴν τούτων γνῶσιν εἶναι διορίζεται τῆς πρωτίστης ἐπιστήμης, τρανεστέραν δὲ τῆς δοξαστικῆς ἐπιβολῆς. τὸ μὲν γὰρ ἀνειλιγμένον καὶ διεξοδικὸν τῆς θεωρίας πλεονάζον ἔχουσι τῆς νοήσεως, τὸ δὲ μόνιμον τῶν λόγων καὶ ἀνέλεγκτον ὑπερέχον τῆς δόξης. καὶ τὸ μὲν ἐξ ὑποθέσεως ὡρμημένον κατὰ τὴν ὕφεσιν ἔλαχον τῆς πρώτης ἐπιστήμης, τὸ δὲ ἐν ἀΰλοις εἴδεσιν ὑφεστὸς κατὰ τὴν τελειοτέραν τῶν αἰσθητῶν εἴδησιν. Τὸ μὲν οὖν κριτήριον τῶν μαθημάτων ἁπάντων τοιόνδε κατὰ τὸν νοῦν ἀφοριζόμεθα τοῦ <Πλάτωνοσ>, τὴν διάνοιαν δόξης μὲν ὑπεριδρύσασαν ἑαυτὴν, τῆς δὲ νοήσεως ἀπολειπομένην.
[25] Βλ. Πλάτων «Πολιτεία, 588.c.7 – 588.e.1» :
«Πλάσε λοιπόν μια μορφή θηρίου που να είναι ποικίλο και πολυκέφαλο, και να να έχει γύρω του κεφάλια ήμερων και άγριων ζώων, και να μπορεί να αλλάζει και να φανερώνει από το σώμα του όλες αυτές τις μορφές.
– Για τέτοια δουλειά, είπε, χρειάζεται ένας τεχνίτης πολύ επιτήδειος. Εν τούτοις όμως, αφού ο λόγος πλάθεται πολύ ευκολότερα από το κερί και τα παρόμοια του, ας πλάσουμε την εικόνα που λες.
– Πλάσε λοιπόν άλλη μια εικόνα λιονταριού και μια ανθρώπου. Η πρώτη εικόνα να είναι πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες δυο, και η δεύτερη μεγαλύτερη από την Τρίτη.
– Αυτά είναι ευκολότερα να γίνουν, είπε. Νάτα μάλιστα πλάσθηκαν.
– Αυτά λοιπόν που είναι τρία σύνδεσέ τα σε ένα μόνο, κατά τρόπο που να φαίνεται πως έχουν κοινή προέλευση και αποτελούν ένα ενιαίο όλο.
– και αυτό έγινε, είπε.
– Γύρω από αυτά τώρα και επάνω τους κάμε την εικόνα ενός ανθρώπου, κατά τρόπο που όποιος δεν μπορεί να δει τι υπάρχει μέσα, αλλά βλέπει, μονάχα ένα ζώο, άνθρωπο.»
Resp 588.c.7 ` to Resp 588.e.1 Πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου καὶ πολυκεφάλου, ἡμέρων δὲ θηρίων ἔχοντος κεφαλὰς κύκλῳ καὶ ἀγρίων, καὶ δυνατοῦ μεταβάλλειν καὶ φύειν ἐξ αὑτοῦ πάντα ταῦτα.
– Δεινοῦ πλάστου, ἔφη, τὸ ἔργον· ὅμως δέ, ἐπειδὴ εὐπλαστότερον κηροῦ καὶ τῶν τοιούτων λόγος, πεπλάσθω.
– Μίαν δὴ τοίνυν ἄλλην ἰδέαν λέοντος, μίαν δὲ ἀνθρώπου· πολὺ δὲ μέγιστον ἔστω τὸ πρῶτον καὶ δεύτερον τὸ δεύτερον.
– Ταῦτα, ἔφη, ῥᾴω, καὶ πέπλασται.
– Σύναπτε τοίνυν αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα, ὥστε πῃ συμπεφυκέναι ἀλλήλοις.
– Συνῆπται, ἔφη.
– Περίπλασον δὴ αὐτοῖς ἔξωθεν ἑνὸς εἰκόνα, τὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε τῷ μὴ δυναμένῳ τὰ ἐντὸς ὁρᾶν, ἀλλὰ τὸ ἔξω μόνον ἔλυτρον ὁρῶντι, ἓν ζῷον φαίνεσθαι, ἄνθρωπον.
[26] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 8.11 – 9.1» :
Ad Marcellam 8.11 ` to Ad Marcellam 9.1 ἆρ᾽ οὐχ, ὅτι μὲν σοὶ ἐγὼ οὐχ ὁ ἁπτὸς οὗτος καὶ τῇ αἰσθήσει ὑποπτωτός, ὁ δὲ ἐπὶ πλεῖστον ἀφεστηκὼς τοῦ σώματος, ὁ ἀχρώματος καὶ ἀσχημάτιστος, καὶ χερσὶ μὲν οὐδαμῶς ἐπαφητός, διανοίᾳ δὲ μόνῃ κρατητός; λαμβάνομεν δὲ οὐ παρὰ τῶν ἔξωθεν τὰ εἰς τὰ παρ᾽ αὐτῶν ἡμῖν ἐντεθειμένα· τοὐνδόσιμον δὲ μόνον ὥσπερ ἐν χορῷ εἰς ἀνάμνησιν ἡμᾶς ἄγον ὧν ἔχοντες παρὰ τοῦ δεδωκότος ἐπλανήθημεν.
[27] Εννοεί το αισθητό σώμα.
[28] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 10.1 – 10.11» :
Ad Marcellam 10.1 ` to Ad Marcellam 10.11 Τῆς μὲν οὖν ἐμῆς σκιᾶς καὶ τοῦ φαινομένου εἰδώλου οὔτε παρόντων ὠνήσω τι οὔτ᾽ ἀπόντων ἐπώδυνος ἡ ἀπουσία τῇ μελετώσῃ φεύγειν ἀπὸ τοῦ σώματος. ἐμοῦ δὲ καθαρῶς τύχοις ἂν μάλιστα καὶ παρόντος καὶ συνόντος νύκτωρ καὶ μεθ᾽ ἡμέραν σὺν καθαρῷ τε καὶ τῷ καλλίστῳ τῆς συνουσίας καὶ μηδὲ χωρισθῆναι οἵου τε ὄντος, εἰ μελετῴης εἰς σεαυτὴν ἀναβαίνειν συλλέγουσα ἀπὸ τοῦ σώματος πάντα τὰ διασκεδασθέντα σου μέλη καὶ εἰς πλῆθος κατακερματισθέντα ἀπὸ τῆς τέως ἐν μεγέθει δυνάμεως ἰσχυούσης ἑνώσεως. συνάγοις δ᾽ ἂν καὶ ἑνίζοις τὰς ἐμφύτους ἐννοίας καὶ διαρθροῦν συγκεχυμένας καὶ εἰς φῶς ἕλκειν ἐσκοτισμένας πειρωμένη· ἀφ᾽ ὧν ὁρμώμενος καὶ ὁ θεῖος Πλάτων ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ νοητὰ τὰς ἀνακλήσεις πεποίηται.
[29] Βλ. Πορφύριος «Αφορμές προς τα νοητά, 16.1 – 19.3» :
Sententiae ad intelligibilia ducentes 16.1 ` to Sententiae ad intelligibilia ducentes 19.3 Η ψυχὴ ἔχει μὲν πάντων τοὺς λόγους, ἐνεργεῖ δὲ κατ᾽ αὐτοὺς ἢ ὑπ᾽ ἄλλου εἰς τὴν προχείρησιν ἐκκαλουμένη ἢ ἑαυτὴν εἰς αὐτοὺς ἐπιστρέφουσα εἰς τὸ εἴσω· καὶ ὑπ᾽ ἄλλου μὲν ἐκκαλουμένη ὡς πρὸς τὰ ἔξω τὰς αἰσθήσεις ἀποδίδωσιν, εἰς δὲ ἑαυτὴν εἰσδῦσα πρὸς τὸν νοῦν ἐν ταῖς νοήσεσι γίνεται.
[30] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 10.5.7 – 10.5.11» :
Myst 10.5.7 ` to Myst 10.5.11 ὁ θεωτὸς νοούμενος ἄνθρωπος, ἡνωμένος τὸ πρόσθεν τῇ θέᾳ τῶν θεῶν, ἐπεισῆλθεν ἑτέρᾳ ψυχῇ τῇ περὶ τὸ ἀνθρώπινον μορφῆς εἶδος συνηρμοσμένῃ, καὶ διὰ τοῦτο ἐν τῷ τῆς ἀνάγκης καὶ εἱμαρμένης ἐγένετο δεσμῷ.
[31] Βλ. Πρόκλος «Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημί, 3».
[32] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 8.6.4 – 8.6.15» :
Myst 8.6.4 ` to Myst 8.6.15 Δύο γὰρ ἔχει ψυχάς, ὡς ταῦτά φησι τὰ γράμματα, ὁ ἄνθρωπος· καὶ ἡ μέν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρώτου νοητοῦ, μετέχουσα καὶ τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεως, ἡ δὲ ἐνδιδομένη ἐκ τῆς τῶν οὐρανίων περιφορᾶς, εἰς ἣν ἐπεισέρπει ἡ θεοπτικὴ ψυχή· τούτων δὴ οὕτως ἐχόντων ἡ μὲν ἀπὸ τῶν κόσμων εἰς ἡμᾶς καθήκουσα ψυχὴ ταῖς περιόδοις συνακολουθεῖ τῶν κόσμων, ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ νοητοῦ νοητῶς παροῦσα τῆς γενεσιουργοῦ κυκλήσεως ὑπερέχει, καὶ κατ᾽ αὐτὴν ἥ τε λύσις γίγνεται τῆς εἱμαρμένης καὶ ἡ πρὸς τοὺς νοητοὺς θεοὺς ἄνοδος, θεουργία τε ὅση πρὸς τὸ ἀγέννητον ἀνάγεται κατὰ τὴν τοιαύτην ζωὴν ἀποτελεῖται.
[33] Το άνθος της ψυχής.
[34] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 4η : Περί ουσίας ψυχής πρώτον, 4.1.1.1 – 4.1.1.22» :
Enneades 4.1.1.1 ` to Enneades 4.1.1.22 Εν τῷ κόσμῳ τῷ νοητῷ ἡ ἀληθινὴ οὐσία· νοῦς τὸ ἄριστον αὐτοῦ· ψυχαὶ δὲ κἀκεῖ· ἐκεῖθεν γὰρ καὶ ἐνταῦθα. Κἀκεῖνος ὁ κόσμος ψυχὰς ἄνευ σωμάτων ἔχει, οὗτος δὲ τὰς ἐν σώμασι γινομένας καὶ μερισθείσας τοῖς σώμασιν. Ἐκεῖ δὲ ὁμοῦ μὲν νοῦς πᾶς καὶ οὐ διακεκριμένον οὐδὲ μεμερισμένον, ὁμοῦ δὲ πᾶσαι ψυχαὶ ἐν αἰῶνι τῷ κόσμῳ, οὐκ ἐν διαστάσει τοπικῇ. Νοῦς μὲν οὖν ἀεὶ ἀδιάκριτος καὶ οὐ μεριστός, ψυχὴ δὲ ἐκεῖ ἀδιάκριτος καὶ ἀμέριστος· ἔχει δὲ φύσιν μερίζεσθαι. Καὶ γὰρ ὁ μερισμὸς αὐτῆς τὸ ἀποστῆναι καὶ ἐν σώματι γενέσθαι. <Μεριστὴ> οὖν εἰκότως <περὶ τὰ σώματα> λέγεται εἶναι, ὅτι οὕτως ἀφίσταται καὶ μεμέρισται. Πῶς οὖν καὶ <ἀμέριστοσ>; Οὐ γὰρ ὅλη ἀπέστη, ἀλλ᾽ ἔστι τι αὐτῆς οὐκ ἐληλυθός, ὃ οὐ πέφυκε μερίζεσθαι. Τὸ οὖν ἐκ <τῆς ἀμερίστου καὶ τῆς περὶ τὰ σώματα μεριστῆς> ταὐτὸν τῷ ἐκ τῆς ἄνω καὶ κάτω ἰούσης καὶ τῆς ἐκεῖθεν ἐξημμένης, ῥυείσης δὲ μέχρι τῶνδε, οἷον γραμμῆς ἐκ κέντρου. Ἐλθοῦσα δὲ ἐνθάδε τούτῳ τῷ μέρει ὁρᾷ, ᾧ καὶ αὐτῷ τῷ μέρει σῴζει τὴν φύσιν τοῦ ὅλου. Οὐδὲ γὰρ ἐνταῦθα μόνον μεριστή, ἀλλὰ καὶ ἀμέριστος· τὸ γὰρ μεριζόμενον αὐτῆς ἀμερίστως μερίζεται. Εἰς ὅλον γὰρ τὸ σῶμα δοῦσα αὑτὴν καὶ μὴ μερισθεῖσα τῷ ὅλη εἰς ὅλον τῷ ἐν παντὶ εἶναι μεμέρισται.
[35] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.1.1 – 1.1.2.13» :
Enneades 1.1.1.1 ` to Enneades 1.1.2.13 Ηδοναὶ καὶ λῦπαι φόβοι τε καὶ θάρρη ἐπιθυμίαι τε καὶ ἀποστροφαὶ καὶ τὸ ἀλγεῖν τίνος ἂν εἶεν; ῍Η γὰρ ψυχῆς, ἢ χρωμένης ψυχῆς σώματι, ἢ τρίτου τινὸς ἐξ ἀμφοῖν. Διχῶς δὲ καὶ τοῦτο· ἢ γὰρ τὸ μῖγμα, ἢ ἄλλο ἕτερον ἐκ τοῦ μίγματος. Ὁμοίως δὲ καὶ τὰ ἐκ τούτων τῶν παθημάτων γινόμενα καὶ πραττόμενα καὶ δοξαζόμενα. Καὶ οὖν καὶ διάνοια καὶ δόξα ζητητέαι, πότερα ὧν τὰ πάθη, ἢ αἱ μὲν οὕτως, αἱ δὲ ἄλλως. Καὶ τὰς νοήσεις δὲ θεωρητέον, πῶς καὶ τίνος, καὶ δὴ καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ ἐπισκοποῦν καὶ περὶ τούτων τὴν ζήτησιν καὶ τὴν κρίσιν ποιούμενον τί ποτ᾽ ἂν εἴη. Καὶ πρότερον τὸ αἰσθάνεσθαι τίνος; Ἐντεῦθεν γὰρ ἄρχεσθαι προσήκει, ἐπείπερ τὰ πάθη ἤ εἰσιν αἰσθήσεις τινὲς ἢ οὐκ ἄνευ αἰσθήσεως. Πρῶτον δὲ ψυχὴν ληπτέον, πότερον ἄλλο μὲν ψυχή, ἄλλο δὲ ψυχῇ εἶναι. Εἰ γὰρ τοῦτο, σύνθετόν τι ἡ ψυχὴ καὶ οὐκ ἄτοπον ἤδη δέχεσθαι αὐτὴν καὶ αὐτῆς εἶναι τὰ πάθη τὰ τοιαῦτα, εἰ ἐπιτρέψει καὶ οὕτως ὁ λόγος, καὶ ὅλως ἕξεις καὶ διαθέσεις χείρους καὶ βελτίους. ῎Η, εἰ ταὐτόν ἐστι ψυχὴ καὶ τὸ ψυχῇ εἶναι, εἶδός τι ἂν εἴη ψυχὴ ἄδεκτον τούτων ἁπασῶν τῶν ἐνεργειῶν, ὧν ἐποιστι κὸν ἄλλῳ, ἑαυτῷ δὲ συμφυᾶ ἔχον τὴν ἐνέργειαν ἐν ἑαυτῷ, ἥντινα ἂν φήνῃ ὁ λόγος. Οὕτω γὰρ καὶ τὸ ἀθάνατον ἀληθὲς λέγειν, εἴπερ δεῖ τὸ ἀθάνατον καὶ ἄφθαρτον ἀπαθὲς εἶναι, ἄλλῳ ἑαυτοῦ πως διδόν, αὐτὸ δὲ παρ᾽ ἄλλου μηδὲν ἢ ὅσον παρὰ τῶν πρὸ αὐτοῦ ἔχειν, ὧν μὴ ἀποτέτμηται κρειττόνων ὄντων.
[36] Βλ. Πλάτων «Φαίδρος, 246.c».
[37] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.3.1 – 1.1.7.21» :
Enneades 1.1.3.1 ` to Enneades 1.1.7.21 Αλλὰ γὰρ ἐν σώματι θετέον ψυχήν, οὖσαν εἴτε πρὸ τούτου, εἴτ᾽ ἐν τούτῳ, ἐξ οὗ καὶ αὐτῆς <ζῷον τὸ σύμπαν ἐκλήθη>. Χρωμένη μὲν οὖν σώματι οἷα ὀργάνῳ οὐκ ἀναγκάζεται δέξασθαι τὰ διὰ τοῦ σώματος παθήματα, ὥσπερ οὐδὲ τὰ τῶν ὀργάνων παθήματα οἱ τεχνῖται· αἴσθησιν δὲ τάχ᾽ ἂν ἀναγκαίως, εἴπερ δεῖ χρῆσθαι τῷ ὀργάνῳ γινωσκούσῃ τὰ ἔξωθεν παθήματα ἐξ αἰσθήσεως· ἐπεὶ καὶ τὸ χρῆσθαι ὄμμασίν ἐστιν ὁρᾶν. Ἀλλὰ καὶ βλάβαι περὶ τὸ ὁρᾶν, ὥστε καὶ λῦπαι καὶ τὸ ἀλγεῖν καὶ ὅλως ὅ τι περ ἂν περὶ τὸ σῶμα πᾶν γίγνηται· ὥστε καὶ ἐπιθυμίαι ζητούσης τὴν θεραπείαν τοῦ ὀργάνου. Ἀλλὰ πῶς ἀπὸ τοῦ σώματος εἰς αὐτὴν ἥξει τὰ πάθη; Σῶμα μὲν γὰρ σώματι ἄλλῳ μεταδώσει τῶν ἑαυτοῦ, σῶμα δὲ ψυχῇ πῶς; Τοῦτο γάρ ἐστιν οἷον ἄλλου παθόντος ἄλλο παθεῖν. Μέχρι γὰρ τοῦ τὸ μὲν εἶναι τὸ χρώμενον, τὸ δὲ ᾧ χρῆται, χωρίς ἐστιν ἑκάτερον· χωρίζει γοῦν ὁ τὸ χρώμενον τὴν ψυχὴν διδούς. Ἀλλὰ πρὸ τοῦ χωρίσαι διὰ φιλοσοφίας αὐτὸ πῶς εἶχεν; ῍Η ἐμέμικτο. Ἀλλὰ εἰ ἐμέμικτο, ἢ κρᾶσίς τις ἦν, ἢ ὡς <διαπλακεῖσα>, ἢ ὡς εἶδος οὐ κεχωρισμένον, ἢ εἶδος ἐφαπτόμενον, ὥσπερ ὁ κυβερνήτης, ἢ τὸ μὲν οὕτως αὐτοῦ, τὸ δὲ ἐκείνως· λέγω δὲ ἢ τὸ μὲν κεχωρισμένον, ὅπερ τὸ χρώμενον, τὸ δὲ μεμιγμένον ὁπωσοῦν καὶ αὐτὸ ὂν ἐν τάξει τοῦ ᾧ χρῆται, ἵνα τοῦτο ἡ φιλοσοφία καὶ αὐτὸ ἐπιστρέφῃ πρὸς τὸ χρώμενον καὶ τὸ χρώμενον ἀπάγῃ, ὅσον μὴ πᾶσα ἀνάγκη, ἀπὸ τοῦ ᾧ χρῆται, ὡς μὴ ἀεὶ μηδὲ χρῆσθαι. Θῶμεν τοίνυν μεμῖχθαι. Ἀλλ᾽ εἰ μέμικται, τὸ μὲν χεῖρον ἔσται βέλτιον, τὸ σῶμα, τὸ δὲ χεῖρον, ἡ ψυχή· καὶ βέλτιον μὲν τὸ σῶμα ζωῆς μεταλαβόν, χεῖρον δὲ ἡ ψυχὴ θανάτου καὶ ἀλογίας. Τὸ δὴ ἀφαιρεθὲν ὁπωσοῦν ζωῆς πῶς ἂν προσθήκην λάβοι τὸ αἰσθάνεσθαι; Τοὐναντίον δ᾽ ἂν τὸ σῶμα ζωὴν λαβὸν τοῦτο ἂν εἴη τὸ αἰσθήσεως καὶ τῶν ἐξ αἰσθήσεως παθημάτων μεταλαμβάνον. Τοῦτο τοίνυν καὶ ὀρέξεται—τοῦτο γὰρ καὶ ἀπολαύσει ὧν ὀρέγεται—καὶ φοβήσεται περὶ αὑτοῦ· τοῦτο γὰρ καὶ οὐ τεύξεται τῶν ἡδέων καὶ φθαρήσεται. Ζητητέον δὲ καὶ τὸν τρόπον τῆς μίξεως, μήποτε οὐ δυνατὸς ᾖ, ὥσπερ ἂν εἴ τις λέγοι μεμῖχθαι λευκῷ γραμμήν, φύσιν ἄλλην ἄλλῃ. Τὸ δὲ «διαπλακεῖσα» οὐ ποιεῖ ὁμοιοπαθῆ τὰ διαπλακέντα, ἀλλ᾽ ἔστιν ἀπαθὲς εἶναι τὸ διαπλακὲν καὶ ἔστι ψυχὴν διαπεφοιτηκυῖαν μήτοι πάσχειν τὰ ἐκείνου πάθη, ὥσπερ καὶ τὸ φῶς, καὶ μάλιστα, εἰ οὕτω, δι᾽ ὅλου ὡς διαπεπλέχθαι· οὐ παρὰ τοῦτο οὖν πείσεται τὰ σώματος πάθη, ὅτι διαπέπλεκται. Ἀλλ᾽ ὡς εἶδος ἐν ὕλῃ ἔσται ἐν τῷ σώματι; Πρῶτον μὲν ὡς χωριστὸν εἶδος ἔσται, εἴπερ οὐσία, καὶ μᾶλλον ἂν εἴη κατὰ τὸ χρώμενον. Εἰ δὲ ὡς τῷ πελέκει τὸ σχῆμα τὸ ἐπὶ τῷ σιδήρῳ, καὶ τὸ συναμφότερον ὁ πέλεκυς ποιήσει ἃ ποιήσει ὁ σίδηρος ὁ οὕτως ἐσχηματισμένος, κατὰ τὸ σχῆμα μέντοι, μᾶλλον ἂν τῷ σώματι διδοῖμεν ὅσα κοινὰ πάθη, τῷ μέντοι τοιούτῳ, <τῷ φυσικῷ, ὀργανικῷ, δυνάμει ζωὴν ἔχοντι>. Καὶ γὰρ ἄτοπόν φησι <τὴν ψυχὴν ὑφαίνειν λέγειν>, ὥστε καὶ ἐπιθυμεῖν καὶ λυπεῖσθαι· ἀλλὰ τὸ ζῷον μᾶλλον. Αλλὰ τὸ ζῷον ἢ τὸ σῶμα δεῖ λέγειν τὸ τοιόνδε, ἢ <τὸ κοινόν>, ἢ ἕτερόν τι τρίτον ἐξ ἀμφοῖν γεγενημένον. Ὅπως δ᾽ ἂν ἔχῃ, ἤτοι ἀπαθῆ δεῖ τὴν ψυχὴν φυλάττειν αὐτὴν αἰτίαν γενομένην ἄλλῳ τοῦ τοιούτου, ἢ συμπάσχειν καὶ αὐτήν· καὶ ἢ ταὐτὸν πάσχουσαν πάθημα πάσχειν, ἢ ὅμοιόν τι, οἷον ἄλλως μὲν τὸ ζῷον ἐπιθυμεῖν, ἄλλως δὲ τὸ ἐπιθυμητικὸν ἐνεργεῖν ἢ πάσχειν. Τὸ μὲν οὖν σῶμα τὸ τοιόνδε ὕστερον ἐπισκεπτέον· τὸ δὲ συναμφότερον οἷον λυπεῖσθαι πῶς; Ἆρα ὅτι τοῦ σώματος οὑτωσὶ διατεθέντος καὶ μέχρις αἰσθήσεως διελθόντος τοῦ πάθους τῆς αἰσθήσεως εἰς ψυχὴν τελευτώσης; Ἀλλ᾽ ἡ αἴσθησις οὔπω δῆλον πῶς. Ἀλλ᾽ ὅταν ἡ λύπη ἀρχὴν ἀπὸ δόξης καὶ κρίσεως λάβῃ τοῦ κακόν τι παρεῖναι ἢ αὐτῷ ἤ τινι τῶν οἰκείων, εἶτ᾽ ἐντεῦθεν τροπὴ λυπηρὰ ἐπὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλως ἐπὶ πᾶν τὸ ζῷον γένηται; Ἀλλὰ καὶ τὸ τῆς δόξης οὔπω δῆλον τίνος, τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ συναμφοτέρου· εἶτα ἡ μὲν δόξα ἡ περὶ τοῦ κακὸν τὸ τῆς λύπης οὐκ ἔχει πάθος· καὶ γὰρ καὶ δυνατὸν τῆς δόξης παρούσης μὴ πάντως ἐπιγίνεσθαι τὸ λυπεῖσθαι, μηδ᾽ αὖ τὸ ὀργίζεσθαι δόξης τοῦ ὀλιγωρεῖσθαι γενομένης, μηδ᾽ αὖ ἀγαθοῦ δόξης κινεῖσθαι τὴν ὄρεξιν. Πῶς οὖν κοινὰ ταῦτα; ῎Η, ὅτι καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καὶ ὁ θυμὸς τοῦ θυμικοῦ καὶ ὅλως τοῦ ὀρεκτικοῦ ἡ ἐπί τι ἔκστασις. Ἀλλ᾽ οὕτως οὐκέτι κοινὰ ἔσται, ἀλλὰ τῆς ψυχῆς μόνης· ἢ καὶ τοῦ σώματος, ὅτι δεῖ αἷμα καὶ χολὴν ζέσαι καί πως διατεθὲν τὸ σῶμα τὴν ὄρεξιν κινῆσαι, οἷον ἐπὶ ἀφροδισίων. Ἡ δὲ τοῦ ἀγαθοῦ ὄρεξις μὴ κοινὸν πάθημα ἀλλὰ ψυχῆς ἔστω, ὥσπερ καὶ ἄλλα, καὶ οὐ πάντα τοῦ κοινοῦ δίδωσί τις λόγος. Ἀλλὰ ὀρεγομένου ἀφροδισίων τοῦ ἀνθρώπου ἔσται μὲν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐπιθυμῶν, ἔσται δὲ ἄλλως καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸν ἐπιθυμοῦν. Καὶ πῶς; Ἆρα ἄρξει μὲν ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐπιθυμίας, ἐπακολουθήσει δὲ τὸ ἐπιθυμητικόν; Ἀλλὰ πῶς ὅλως ἐπεθύμησεν ὁ ἄνθρωπος μὴ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ κεκινημένου; Ἀλλ᾽ ἄρξει τὸ ἐπιθυμητικόν. Ἀλλὰ τοῦ σώματος μὴ πρότερον οὑτωσὶ διατεθέντος πόθεν ἄρξεται; Ἀλλ᾽ ἴσως βέλτιον εἰπεῖν καθόλου τῷ παρεῖναι τὰς δυνάμεις τὰ ἔχοντα εἶναι τὰ ἐνεργοῦντα κατ᾽ αὐτάς, αὐτὰς δὲ ἀκινήτους εἶναι χορηγούσας τὸ δύνασθαι τοῖς ἔχουσιν. Ἀλλ᾽ εἰ τοῦτό ἐστι, πάσχοντος τοῦ ζῴου τὴν αἰτίαν τοῦ ζῆν τῷ συναμφοτέρῳ δοῦσαν αὑτὴν ἀπαθῆ εἶναι τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ἔχοντος ὄντων. Ἀλλ᾽ εἰ τοῦτο, καὶ τὸ ζῆν ὅλως οὐ τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ τοῦ συναμφοτέρου ἔσται; ῍Η τὸ τοῦ συναμφοτέρου ζῆν οὐ τῆς ψυχῆς ἔσται· καὶ ἡ δύναμις δὲ ἡ αἰσθητικὴ οὐκ αἰσθήσεται, ἀλλὰ τὸ ἔχον τὴν δύναμιν. Ἀλλ᾽ εἰ ἡ αἴσθησις διὰ σώματος κίνησις οὖσα εἰς ψυχὴν τελευτᾷ, πῶς ἡ ψυχὴ οὐκ αἰσθήσεται; ῍Η τῆς δυνάμεως τῆς αἰσθητικῆς παρούσης τῷ ταύτην παρεῖναι αἰσθήσεται. Τί αἰσθήσεται; τὸ συναμφότερον; Ἀλλ᾽ εἰ ἡ δύναμις μὴ κινήσεται, πῶς ἔτι τὸ συναμφότερον μὴ συναριθμουμένης ψυχῆς μηδὲ τῆς ψυχικῆς δυνάμεως; ῍Η τὸ συναμφότερον ἔστω τῆς ψυχῆς τῷ παρεῖναι οὐχ αὑτὴν δούσης τῆς τοιαύτης εἰς τὸ συναμφότερον ἢ εἰς θάτερον, ἀλλὰ ποιούσης ἐκ τοῦ σώματος τοῦ τοιούτου καί τινος οἷον φωτὸς τοῦ παρ᾽ αὐτὴν δοθέντος τὴν τοῦ ζῴου φύσιν ἕτερόν τι, οὗ τὸ αἰσθάνεσθαι καὶ τὰ ἄλλα ὅσα ζῴου πάθη εἴρηται. Ἀλλὰ πῶς ἡμεῖς αἰσθανόμεθα; ῎Η, ὅτι οὐκ ἀπηλλάγημεν τοῦ τοιούτου ζῴου, καὶ εἰ ἄλλα ἡμῖν τιμιώτερα εἰς τὴν ὅλην ἀνθρώπου οὐσίαν ἐκ πολλῶν οὖσαν πάρεστι. Τὴν δὲ τῆς ψυχῆς τοῦ αἰσθάνεσθαι δύναμιν οὐ τῶν αἰσθητῶν εἶναι δεῖ, τῶν δὲ ἀπὸ τῆς αἰσθήσεως ἐγγιγνομένων τῷ ζῴῳ τύπων ἀντιληπτικὴν εἶναι μᾶλλον· νοητὰ γὰρ ἤδη ταῦτα· ὡς τὴν αἴσθησιν τὴν ἔξω εἴδωλον εἶναι ταύτης, ἐκείνην δὲ ἀληθεστέραν τῇ οὐσίᾳ οὖσαν εἰδῶν μόνων ἀπαθῶς εἶναι θεωρίαν. Ἀπὸ δὴ τούτων τῶν εἰδῶν, ἀφ᾽ ὧν ψυχὴ ἤδη παραδέχεται μόνη τὴν τοῦ ζῴου ἡγεμονίαν, διάνοιαι δὴ καὶ δόξαι καὶ νοήσεις· ἔνθα δὴ ἡμεῖς μάλιστα. Τὰ δὲ πρὸ τούτων ἡμέτερα, ἡμεῖς δὴ τὸ ἐντεῦθεν ἄνω ἐφεστηκότες τῷ ζῴῳ. Κωλύσει δὲ οὐδὲν τὸ σύμπαν ζῷον λέγειν, μικτὸν μὲν τὰ κάτω, τὸ δὲ ἐντεῦθεν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθὴς σχεδόν· ἐκεῖνα δὲ τὸ <λεοντῶδεσ> καὶ τὸ <ποικίλον> ὅλως <θηρίον>.
[38] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.7.18 – 1.1.8.23» :
Enneades 1.1.7.18 ` to Enneades 1.1.8.23 Κωλύσει δὲ οὐδὲν τὸ σύμπαν ζῷον λέγειν, μικτὸν μὲν τὰ κάτω, τὸ δὲ ἐντεῦθεν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθὴς σχεδόν· ἐκεῖνα δὲ τὸ <λεοντῶδεσ> καὶ τὸ <ποικίλον> ὅλως <θηρίον>. Συνδρόμου γὰρ ὄντος τοῦ ἀνθρώπου τῇ λογικῇ ψυχῇ, ὅταν λογιζώμεθα, ἡμεῖς λογιζόμεθα τῷ τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα. Πρὸς δὲ τὸν νοῦν πῶς; Νοῦν δὲ λέγω οὐχ ἣν ἡ ψυχὴ ἔχει ἕξιν οὖσαν τῶν παρὰ τοῦ νοῦ, ἀλλ᾽ αὐτὸν τὸν νοῦν. ῍Η ἔχομεν καὶ τοῦτον ὑπεράνω ἡμῶν. Ἔχομεν δὲ ἢ κοινὸν ἢ ἴδιον, ἢ καὶ κοινὸν πάντων καὶ ἴδιον· κοινὸν μέν, ὅτι ἀμέριστος καὶ εἷς καὶ πανταχοῦ ὁ αὐτός, ἴδιον δέ, ὅτι ἔχει καὶ ἕκαστος αὐτὸν ὅλον ἐν ψυχῇ τῇ πρώτῃ. Ἔχομεν οὖν καὶ τὰ εἴδη διχῶς, ἐν μὲν ψυχῇ οἷον ἀνειλιγμένα καὶ οἷον κεχωρισμένα, ἐν δὲ νῷ ὁμοῦ τὰ πάντα. Τὸν δὲ θεὸν πῶς; ῍Η ὡς ἐποχούμενον τῇ νοητῇ φύσει καὶ τῇ οὐσίᾳ τῇ ὄντως, ἡμᾶς δὲ ἐκεῖθεν τρίτους ἐκ <τῆς ἀμερίστου>, φησί, τῆς ἄνωθεν <καὶ> ἐκ <τῆς περὶ τὰ σώματα μεριστῆσ>, ἣν δὴ δεῖ νοεῖν οὕτω μεριστὴν περὶ τὰ σώματα, ὅτι δίδωσιν ἑαυτὴν τοῖς σώματος μεγέθεσιν, ὁπόσον ἂν ζῷον ᾖ ἕκαστον, ἐπεὶ καὶ τῷ παντὶ ὅλῳ, οὖσα μία· ἤ, ὅτι φαντάζεται τοῖς σώμασι παρεῖναι ἐλλάμπουσα εἰς αὐτὰ καὶ ζῷα ποιοῦσα οὐκ ἐξ αὐτῆς καὶ σώματος, ἀλλὰ μένουσα μὲν αὐτή, εἴδωλα δὲ αὐτῆς διδοῦσα, ὥσπερ πρόσωπον ἐν πολλοῖς κατόπτροις. Πρῶτον δὲ εἴδωλον αἴσθησις ἡ ἐν τῷ κοινῷ· εἶτα ἀπὸ ταύτης αὖ πᾶν ἄλλο εἶδος λέγεται ψυχῆς, ἕτερον ἀφ᾽ ἑτέρου ἀεί, καὶ τελευτᾷ μέχρι γεννητικοῦ καὶ αὐξήσεως καὶ ὅλως ποιήσεως ἄλλου καὶ ἀποτελεστικοῦ ἄλλου παρ᾽ αὐτὴν τὴν ποιοῦσαν ἐπεστραμμένης αὐτῆς τῆς ποιούσης πρὸς τὸ ἀποτελούμενον.
[39] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.10.5 – 1.1.10.15» :
Enneades 1.1.10.5 ` to Enneades 1.1.10.15 Διττὸν οὖν τὸ ἡμεῖς, ἢ συναριθμουμένου τοῦ θηρίου, ἢ τὸ ὑπὲρ τοῦτο ἤδη· θηρίον δὲ ζῳωθὲν τὸ σῶμα. Ὁ δ᾽ ἀληθὴς ἄνθρωπος ἄλλος ὁ καθαρὸς τούτων τὰς ἀρετὰς ἔχων τὰς ἐν νοήσει αἳ δὴ ἐν αὐτῇ τῇ χωριζομένῃ ψυχῇ ἵδρυνται, χωριζομένῃ δὲ καὶ χωριστῇ ἔτι ἐνταῦθα οὔσῃ· ἐπεὶ καί, ὅταν αὕτη παντάπασιν ἀποστῇ, καὶ ἡ ἀπ᾽ αὐτῆς ἐλλαμφθεῖσα ἀπελήλυθε συνεπομένη. Αἱ δ᾽ ἀρεταὶ αἱ μὴ φρονήσει, <ἔθεσι> δὲ ἐγγινόμεναι καὶ <ἀσκήσεσι>, τοῦ κοινοῦ· τούτου γὰρ αἱ κακίαι, ἐπεὶ καὶ φθόνοι καὶ ζῆλοι καὶ ἔλεοι. Φιλίαι δὲ τίνος; ῍Η αἱ μὲν τούτου, αἱ δὲ τοῦ ἔνδον ἀνθρώπου.
[40] Το είδωλο της ψυχής είναι η λεγόμενη άλογη-θνητή ψυχή
[41] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.11.1 – 1.1.11.15» :
Enneades 1.1.11.1 ` to Enneades 1.1.11.15 Παίδων δὲ ὄντων ἐνεργεῖ μὲν τὰ ἐκ τοῦ συνθέτου, ὀλίγα δὲ ἐλλάμπει ἐκ τῶν ἄνω εἰς αὐτό. Ὅταν δ᾽ ἀργῇ εἰς ἡμᾶς, ἐνεργεῖ πρὸς τὸ ἄνω· εἰς ἡμᾶς δὲ ἐνεργεῖ, ὅταν μέχρι τοῦ μέσου ἥκῃ. Τί οὖν; Οὐχ ἡμεῖς καὶ πρὸ τούτου; Ἀλλ᾽ ἀντίληψιν δεῖ γενέσθαι· οὐ γάρ, ὅσα ἔχομεν, τούτοις χρώμεθα ἀεί, ἀλλ᾽ ὅταν τὸ μέσον τάξωμεν ἢ πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐναντία, ἢ ὅσα ἀπὸ δυνάμεως ἢ ἕξεως εἰς ἐνέργειαν ἄγομεν. Τὰ δὲ θηρία πῶς τὸ ζῷον ἔχει; ῍Η εἰ μὲν ψυχαὶ εἶεν ἐν αὐτοῖς ἀνθρώπειοι, ὥσπερ λέγεται, ἁμαρτοῦσαι, οὐ τῶν θηρίων γίνεται τοῦτο, ὅσον χωριστόν, ἀλλὰ παρὸν οὐ πάρεστιν αὐτοῖς, ἀλλ᾽ ἡ συναίσθησις τὸ τῆς ψυχῆς εἴδωλον μετὰ τοῦ σώματος ἔχει· σῶμα δὴ τοιόνδε οἷον ποιωθὲν ψυχῆς εἰδώλῳ· εἰ δὲ μὴ ἀνθρώπου ψυχὴ εἰσέδυ, ἐλλάμψει ἀπὸ τῆς ὅλης τὸ τοιοῦτον ζῷον γενόμενόν ἐστιν.
[42] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.12.1 – 1.1.12.39» :
Enneades 1.1.12.1 ` to Enneades 1.1.12.39 Ἀλλ᾽ εἰ ἀναμάρτητος ἡ ψυχή, πῶς αἱ δίκαι; Ἀλλὰ γὰρ οὗτος ὁ λόγος ἀσυμφωνεῖ παντὶ λόγῳ, ὅς φησιν αὐτὴν καὶ ἁμαρτάνειν καὶ κατορθοῦν καὶ διδόναι δίκας καὶ ἐν Ἅιδου καὶ μετενσωματοῦσθαι. Προσθετέον μὲν οὖν ὅτῳ τις βούλεται λόγῳ· τάχα δ᾽ ἄν τις ἐξεύροι καὶ ὅπῃ μὴ μαχοῦνται. Ὁ μὲν γὰρ τὸ ἀναμάρτητον διδοὺς τῇ ψυχῇ λόγος ἓν ἁπλοῦν πάντη ἐτίθετο τὸ αὐτὸ ψυχὴν καὶ τὸ ψυχῇ εἶναι λέγων, ὁ δ᾽ ἁμαρτεῖν διδοὺς συμπλέκει μὲν καὶ προστίθησιν αὐτῇ καὶ ἄλλο ψυχῆς εἶδος τὸ τὰ δεινὰ ἔχον πάθη· σύνθετος οὖν καὶ τὸ ἐκ πάντων ἡ ψυχὴ αὐτὴ γίνεται καὶ πάσχει δὴ κατὰ τὸ ὅλον καὶ ἁμαρτάνει τὸ <σύνθετον> καὶ τοῦτό ἐστι τὸ διδὸν δίκην αὐτῷ, οὐκ ἐκεῖνο. Ὅθεν φησί· <τεθεάμεθα> γὰρ αὐτήν, <ὥσπερ οἱ τὸν θαλάττιον Γλαῦκον ὁρῶντεσ>. Δεῖ δὲ <περικρούσαντασ> τὰ προστεθέντα, εἴ περ τις ἐθέλει <τὴν φύσιν>, φησίν, αὐτῆς <ἰδεῖν, εἰς τὴν φιλοσοφίαν αὐτῆς ἰδεῖν, ὧν ἐφάπτεται καὶ τίσι συγ γενὴς οὖσά> ἐστιν ὅ ἐστιν. Ἄλλη οὖν ζωὴ καὶ ἄλλαι ἐνέργειαι καὶ τὸ κολαζόμενον ἕτερον· ἡ δὲ ἀναχώρησις καὶ ὁ χωρισμὸς οὐ μόνον τοῦδε τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ἅπαντος τοῦ προστεθέντος. Καὶ γὰρ ἐν τῇ γενέσει ἡ προσθήκη· ἢ ὅλως ἡ γένεσις τοῦ ἄλλου ψυχῆς εἴδους. Τὸ δὲ πῶς ἡ γένεσις, εἴρηται, ὅτι καταβαινούσης, ἄλλου του ἀπ᾽ αὐτῆς γινομένου τοῦ καταβαίνοντος ἐν τῇ νεύσει. Ἆρ᾽ οὖν ἀφίησι τὸ εἴδωλον; Καὶ ἡ νεῦσις δὲ πῶς οὐχ ἁμαρτία; Ἀλλ᾽ εἰ ἡ νεῦσις ἔλλαμψις πρὸς τὸ κάτω, οὐχ ἁμαρτία, ὥσπερ οὐδ᾽ ἡ σκιά, ἀλλ᾽ αἴτιον τὸ ἐλλαμπόμενον· εἰ γὰρ μὴ εἴη, οὐκ ἔχει ὅπῃ ἐλλάμψει. Καταβαίνειν οὖν καὶ νεύειν λέγεται τῷ συνεζηκέναι αὐτῇ τὸ ἐλλαμφθὲν παρ᾽ αὐτῆς. Ἀφίησιν οὖν τὸ εἴδωλον, εἰ μὴ ἐγγὺς τὸ ὑποδεξάμενον· ἀφίησι δὲ οὐ τῷ ἀποσχισθῆναι, ἀλλὰ τῷ μηκέτι εἶναι· οὐκέτι δέ ἐστιν, ἐὰν ἐκεῖ βλέπῃ ὅλη. Χωρίζειν δὲ ἔοικεν ὁ ποιητὴς τοῦτο ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους τὸ εἴδωλον αὐτοῦ διδοὺς ἐν Ἅιδου, αὐτὸν δὲ ἐν θεοῖς εἶναι ὑπ᾽ ἀμφοτέρων τῶν λόγων κατεχόμενος, καὶ ὅτι ἐν θεοῖς καὶ ὅτι ἐν Ἅιδου· ἐμέρισε δ᾽ οὖν. Τάχα δ᾽ ἂν οὕτω πιθανὸς ὁ λόγος εἴη· ὅτι δὴ πρακτικὴν ἀρετὴν ἔχων Ἡρακλῆς καὶ ἀξιωθεὶς διὰ καλοκἀγαθίαν θεὸς εἶναι, ὅτι πρακτικός, ἀλλ᾽ οὐ θεωρητικὸς ἦν, ἵνα ἂν ὅλος ἦν ἐκεῖ, ἄνω τέ ἐστι καὶ ἔτι ἐστί τι αὐτοῦ καὶ κάτω.
[43] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.13.1 – 1.1.13.18» :
Enneades 1.1.13.1 ` to Enneades 1.1.13.8 Τὸ δὲ ἐπισκεψάμενον περὶ τούτων ἡμεῖς ἢ ἡ ψυχή; ῍Η ἡμεῖς, ἀλλὰ τῇ ψυχῇ. Τὸ δὲ «τῇ ψυχῇ» πῶς; Ἆρα τῷ ἔχειν ἐπεσκέψατο; ῍Η ᾗ ψυχή. Οὐκοῦν κινήσεται; ῍Η κίνησιν τὴν τοιαύτην δοτέον αὐτῇ, ἣ μὴ σωμάτων, ἀλλ᾽ ἔστιν αὐτῆς ζωή. Καὶ ἡ νόησις δὲ ἡμῶν οὕτω, ὅτι καὶ νοερὰ ἡ ψυχὴ καὶ ζωὴ κρείττων ἡ νόησις, καὶ ὅταν ψυχὴ νοῇ, καὶ ὅταν νοῦς ἐνεργῇ εἰς ἡμᾶς· μέρος γὰρ καὶ οὗτος ἡμῶν καὶ πρὸς τοῦτον ἄνιμεν.
[44] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 25.1 – 25.9 :
Ad Marcellam 25.1 ` to Ad Marcellam 25.9 Τρεῖς δὲ νόμοι διακεκρίσθωσαν οἵδε· εἷς μὲν ὁ τοῦ θεοῦ, ἕτερος δὲ ὁ τῆς θνητῆς φύσεως, τρίτος δὲ ὁ θετὸς κατ᾽ ἔθνη καὶ πόλεις. ὁ μὲν οὖν τῆς φύσεως ἀφορίζων τὰ μέτρα τῶν χρειῶν τοῦ σώματος καὶ τὸ ἐν ταύταις δεικνὺς ἀναγκαῖον τὸ μάτην κἀκ περιττοῦ σπουδαζόμενον ἐλέγχει. ὁ δὲ θετός τε καὶ κατ᾽ ἔθνη διατεταγμένος κατὰ συνθήκην τὴν πρὸς ἀλλήλους κρατύνει κοινωνίαν διὰ τῆς πρὸς τὰ τεθέντα ὁμολογίας. ὁ δ᾽ αὖ θεῖος ὑπὸ μὲν τοῦ νοῦ σωτηρίας ἕνεκα ταῖς λογικαῖς ψυχαῖς κατὰ τὰς ἐννοίας διετάχθη, δι᾽ ἀληθείας δὲ τῶν ἐν αὐταῖς πεφασμένων εὑρίσκεται.
[45] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 26.6 – 27.1 :
Ad Marcellam 26.6 ` to Ad Marcellam 27.1 νοῦς δὲ αὐτὸν μόνος γινώσκει μεταλλεύων αὐτοῦ τὴν ἔρευναν καὶ τετυπωμένον ἐν αὑτῷ ἐξευρίσκει τροφήν τε ἀπ᾽ αὐτοῦ πορίζει τῇ ὥσπερ σώματι αὐτοῦ ψυχῇ· νοῦ γὰρ σῶμα ψυχὴν λογικὴν θετέον, ἣν τρέφει ὁ νοῦς τὰς ἐν αὐτῇ ἐννοίας, ἃς ἐνετύπωσε καὶ ἐνεχάραξεν ἐκ τῆς τοῦ θείου νόμου ἀληθείας, εἰς ἀναγνώρισιν ἄγων διὰ τοῦ παρ᾽ αὐτῷ φωτός· καὶ διδάσκαλος αὐτὸς γινόμενος καὶ σωτὴρ καὶ τροφεὺς καὶ φύλαξ καὶ ἀναγωγός, μετὰ σιγῆς μὲν φθεγγόμενος τὴν ἀλήθειαν, τὸν δὲ θεῖον αὐτῆς ἐξελίττειν νόμον διδοὺς διὰ τῆς εἰς αὐτὸν ἐμβλέψεως ἐν ταῖς εἰς αὐτὸν ἐπιβολαῖς ἐν αὐτῇ τετυπωμένον ἐξ ἀιδίου ἐπιγινώσκει.
[46] Βλ. Ερμείας, «Σχόλια στον πλατωνικό Φαίδρο, 150.24 – 28» :
In Platonis Phaedrum scholia 150.24 ` to In Platonis Phaedrum scholia 150.28 Ο θεῖος Ἰάμβλιχος κυβερνήτην τὸ ἓν τῆς ψυχῆς ἀκούει· ἡνίοχον δὲ τὸν νοῦν αὐτῆς· τὸ δὲ <θεατῇ> οὐχ ὅτι καθ᾽ ἑτερότητα ἐπιβάλλει τούτῳ τῷ νοητῷ ἀλλ᾽ ὅτι ἑνοῦται αὐτῷ καὶ οὕτως αὐτοῦ ἀπολαύει· τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸν κυβερνήτην τελειότερόν τι τοῦ ἡνιόχου καὶ τῶν ἵππων· τὸ γὰρ ἓν τῆς ψυχῆς ἑνοῦσθαι τοῖς θεοῖς πέφυκεν.
[47] Αυτός ο νούς είναι ο μεθεκτός νους του Κόσμου που μυθολογικά ονομάζουμε Διόνυσο
[48] Βλ. Ερμείας, «Σχόλια στον πλατωνικό Φαίδρο, 152.8 – 152.25» :
Τὸ γὰρ ἓν τῆς ψυχῆς τοῖς ἄκροις νοητοῖς ἑνοῦσθαι δύναται. Εἰ γὰρ καὶ ὁ ἐνεργείᾳ νοῦς ὁ ὑπεριδρυμένος αὐτῆς ἀεὶ θεᾶται τὰ ὄντα, ἀλλ᾽ οὐδὲν τοῦτο πρὸς τὴν ἡμῶν ψυχήν· ἡμῶν γάρ ἐστιν ὅταν πρὸς αὐτὸν στραφῶμεν· ἡ δὲ ὕπαρξις τῆς ψυχῆς, ὅ ἐστι τὸ ἓν αὐτῆς, κυρίως τότε ἐνθουσιᾷ, ὅταν τὸ <τῆς ἀληθείας> ἴδῃ <πεδίον>.
[49] Με την κορυφή της 1ης τριάδας των 3ων τριάδων των νοητών θεών : με τον Αιθέρα της τριάδα Αιθήρ-Χάος-Ωό. Δηλ. με τον νοητό Πατέρα – τον Ορφικό Αιθέρα –, με το «Ένα-ΟΝ» που είναι το πρώτο μέλος της 1ης τριάδας των 3ων τριάδων των νοητών θεών ή αλλιώς με την 1η νοητή Eνάδα/Αγαθότητα/Θεό.
[50] Της νόησης.
[51] Βλ. Πρόκλος «Εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 4.42 – 5.15» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 4.42 ` to Eclogae de philosophia Chaldaica 5.15 Ἱσταμένη ἡ ψυχὴ κατὰ τὸ διανοητικὸν τὸ ἑαυτῆς, ἐπιστήμων ἐστὶ τῶν ὄντων· ἐν δὲ τῷ νοερῷ τῆς οἰκείας οὐσίας ἑαυτὴν ἱδρύσασα, νοεῖ τὰ πάντα ταῖς ἁπλαῖς καὶ ἀμερίστοις ἐπιβολαῖς. Εἰς δὲ τὸ ἓν ἀναδραμοῦσα, καὶ πᾶν τὸ ἐν αὐτῇ συμπτύξασα πλῆθος, ἐνθεαστικῶς ἐνεργεῖ καὶ συνάπτεται ταῖς ὑπὲρ νοῦν ὑπάρξεσι· τῷ γὰρ ὁμοίῳ πανταχοῦ τὸ ὅμοιον συνάπτεσθαι πέφυκε, καὶ πᾶσα γνῶσις δι᾽ ὁμοιότητα συνδεῖ τῷ κατανοουμένῳ τὸ κατανοοῦν, τῷ μὲν αἰσθητῷ τὸ αἰσθητικόν, τῷ δὲ διανοητῷ τὸ διανοητικόν, τῷ δὲ νοητῷ τὸ νοητικόν, ὥστε καὶ τῷ πρὸ νοῦ τὸ ἄνθος τοῦ νοῦ. Ὡς γὰρ ἐν τοῖς ἄλλοις οὐκ ἔστι νοῦς τὸ ἀκρότατον, ἀλλ᾽ ἡ ὑπὲρ νοῦν ἄλλοις οὕτως ἐν ταῖς ψυχαῖς οὐκ ἔστι νοερὸν τὸ πρῶτον τῆς ἐνεργείας εἶδος, ἀλλὰ τοῦ νοῦ θειότερον· καὶ πᾶσα ψυχὴ καὶ πᾶς νοῦς ἐνεργείας ἔχει διττάς, τὰς μὲν ἑνοειδεῖς καὶ κρείττονας νοήσεως, τὰς δὲ νοητικάς. Δεῖ οὖν ἐκεῖνο τὸ νοητὸν καὶ κατ᾽ αὐτὸ τὸ ἐνιστάμενον καὶ τὴν ὕπαρξιν νοεῖν, μύσαντα κατὰ πάσας τὰς ἄλλας ζωὰς καὶ δυνάμεις. Ὡς γὰρ νοειδεῖς γιγνόμενοι τῷ νῷ πρόσιμεν, οὕτως ἑνοειδεῖς πρὸς τὴν ἕνωσιν ἀνατρέχομεν, ἐπ᾽ ἄκρῳ τῷ οἰκείῳ στάντες νῷ· ἐπεὶ καὶ ὀφθαλμὸς οὐκ ἄλλως ὁρᾷ τὸν ἥλιον ἢ γενόμενος ἡλιοειδής, ἀλλ᾽ οὐ τῷ ἐκ πυρὸς φωτί· ᾧ καὶ δῆλον ὅτι τὸ νοεῖν ἐκεῖνο μὴ νοεῖν ἐστιν. «Ἐὰν δέ», φησίν, ἐπεγκλίνῃς σὸν νοῦν», τοῦτ᾽ ἔστιν, ἐπερείσῃς ταῖς νοεραῖς ἐπιβολαῖς εἰς τὴν πρὸς ἐκεῖνο συναφήν, καὶ οὕτως «ἐκεῖνο νοήσῃς» τὸ νοητόν, «ὥς τι νοῶν», τοῦτ᾽ ἔστι, κατά τι μέτρον εἴδους καὶ γνώσεως ἐπιβλητικῶς, «οὐκ ἐκεῖνο νοήσεις»· κἂν γὰρ ὦσιν αἱ τοιαῦται νοήσεις ἁπλαῖ, ἀπολείπονται τῆς τοῦ νοητοῦ ἑνιαίας ἁπλότητος καὶ εἰς δευτέρας φέρονταί τινας νοερὰς <φύσεις> εἰς πλῆθος ἤδη προελθούσας. Οὐδὲν γὰρ γνωστὸν δι᾽ ἐλάττονος γιγνώσκεται γνώσεως· οὐ τοίνυν οὐδὲ τὸ ὑπὲρ νοῦν, διὰ νοῦ· ἅμα γὰρ νοῦς ἐπιβάλλει τινὶ καὶ τοιόνδε λέγει τὸ νοούμενον, ὅπερ ἐστὶ τοῦ νοητοῦ δεύτερον· ἀλλ᾽ εἰ ἐν τῷ ἄνθει τοῦ ἐν ἡμῖν νοῦ τὸ νοητὸν τοῦτο νοοῦμεν, ἐπ᾽ ἄκρῳ τῆς πρώτης νοητῆς τριάδος ἱδρυνθέν, τίνι ἂν ἔτι συναφθείη μὲν πρὸς τὸ ἕν, ὅ ἐστιν ἀσύντακτον πρὸς πάντα καὶ ἀμέθεκτον; εἰ γὰρ ὁ πρῶτος «Πατὴρ» ἁρπάζειν «ἑαυτόν» λέγεται τοῦ νοῦ καὶ τῆς «δυνάμεως», τίς ὁ μηδὲ οὕτως ἁρπάσαι δεηθεὶς ἑαυτόν, ἀλλ᾽ ὑπερηρμενος; εἰ δὲ καὶ περὶ τοῦ πρωτίστου Πατρὸς ἐν ἄλλοις εἴρηται· «καὶ δύναμιν πρώτην ἱεροῦ λόγου», τίς ὁ ὑπὲρ τοῦτον καὶ οὗπερ οὗτος μετέχων ἱερὸς λέγεται; καὶ εἰ ὁ ἐκφαίνων ἀρρητότερον ὄντα λόγος ὀνομάζεται, δεῖ πρὸ τοῦ λόγου τὴν τὸν λόγον ὑποστήσασαν εἶναι σιγήν, καὶ πρὸ παντὸς ἱεροῦ τὴν ἐκθεωτικὴν αἰτίαν. Ὡς οὖν τὰ μετὰ τὰ νοητὰ λόγοι τῶν νοητῶν εἰσι, συνηγμένων ὄντων, οὕτως ὁ ἐν ἐκείνοις λόγος, ἀπ᾽ ἄλλης ἀρρητοτέρας ἑνά δος ὑποστάς, λόγος μέν ἐστι τῆς πρὸ τῶν νοητῶν σιγῆς, τῶν δὲ νοητῶν σιγωμένων, σιγή. Μήποτε οὖν οὐκ ἔστι ταὐτὸν νοῦ ἄνθος καὶ πάσης ἡμῶν τῆς ψυχῆς ἄνθος· ἀλλὰ τὸ μέν ἐστι τῆς νοερᾶς ἡμῶν ζωῆς τὸ ἑνοειδέστατον, τὸ δὲ ἁπασῶν τῶν ψυχικῶν δυνάμεων ἕν, πολυειδῶν οὐσῶν· οὐ γάρ ἐσμεν νοῦς μόνον, ἀλλὰ καὶ διάνοια καὶ δόξα καὶ προσοχὴ καὶ προαίρεσις, καὶ πρὸ τῶν δυνά μεων τούτων οὐσία μία τε καὶ πολλὴ καὶ μεριστή τε καὶ ἀμερής. Διττοῦ τε τοῦ ἑνὸς πεφηνότος, καὶ τοῦ μὲν τῆς πρωτίστης ἡμῶν τῶν δυνάμεων ἄνθους ὄντος, <τοῦ> δὲ τῆς ὅλης οὐσίας κέντρου καὶ τῶν περὶ αὐτὴν ἁπασῶν παντοίων δυνάμεων, ἐκεῖνο μόνον ἡμᾶς συνάπτει τῷ πατρὶ τῶν νοητῶν· νοερὸν γάρ ἐστιν ἕν, νοεῖται δὲ καὶ ἐκεῖνο ὑπὸ τοῦ πατρικοῦ νοῦ κατὰ τὸ ἓν τὸ ἐν αὐτῷ· τὸ δὲ ἓν εἰς ὃ πᾶσαι αἱ ψυχικαὶ δυνάμεις συννεύουσιν αὐτῆς [ὃ] μόνον πέφυκε προσάγειν ἡμᾶς τῷ πάντων ἐπέκεινα τῶν ὄντων, καὶ αὐτὸ πάντων ὃν τῶν ἐν ἡμῖν ἑνοποιόν· καθὸ καὶ ἐρριζώθημεν κατ᾽ οὐσίαν ἐν ἐκείνῳ, καὶ τῷ ἐρρ ζῶσθαι κἂν προΐωμεν, οὐκ ἀποστησόμεθα τῆς ἑαυτῶν αἰτίας.
[52] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α, 1.14.5 – 1.15.21» :
Theol Plat 1.14.5 ` to Theol Plat 1.15.21 Ταύτην δὲ πρωτίστην τῶν ὅλων καὶ νοῦ πρεσβυτέραν ἀρχὴν ἐν ἀβάτοις ἀποκεκρυμμένην ἐνθέως ἀνευροῦσα καὶ τρεῖς ταύτας αἰτίας καὶ μονάδας ἐπέκεινα σωμάτων ἀναφήνασα, ψυχὴν λέγω καὶ νοῦν τὸν πρώτιστον καὶ τὴν ὑπὲρ νοῦν ἕνωσιν, παράγει μὲν ἐκ τούτων ὡς μονάδων τοὺς οἰκείους ἀριθμούς, τὸν μὲν ἑνοειδῆ τὸν δὲ νοερὸν τὸν δὲ ψυχικόν (πᾶσα γὰρ μονὰς ἡγεῖται πλήθους ἑαυτῇ συστοίχου), συνάπτει δὲ ὥσπερ τὰ σώματα ταῖς ψυχαῖς οὕτω δήπου καὶ <τὰς> ψυχὰς μὲν τοῖς νοεροῖς εἴδεσι, ταῦτα δὲ ταῖς ἑνάσι τῶν ὄντων, πάντα δὲ εἰς μίαν ἐπιστρέφει τὴν ἀμέθεκτον ἑνάδα. Καὶ μέχρι ταύτης ἀναδραμοῦσα, πέρας οἴεται τὸ ἀκρότατον ἔχειν τῆς τῶν ὅλων θεωρίας, καὶ ταύτην εἶναι τὴν περὶ θεῶν ἀλήθειαν, ἣ περὶ τὰς ἑνάδας τῶν ὄντων πραγματεύεται, καὶ τάς τε προόδους αὐτῶν καὶ τὰς ἰδιότητας παραδίδωσι καὶ τὴν τῶν ὄντων πρὸς αὐτὰς συναφὴν καὶ τὰς τῶν εἰδῶν τάξεις, αἳ τούτων ἐξήρτηνται τῶν ἑνιαίων ὑποστάσεων· τὴν δὲ περὶ νοῦν καὶ τὰ εἴδη καὶ τὰ γένη τοῦ νοῦ στρεφομένην θεωρίαν δευτέραν εἶναι τῆς περὶ αὐτῶν τῶν θεῶν πραγματευομένης ἐπιστήμης· καὶ ταύτην μὲν ἔτι νοητῶν ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ τῇ ψυχῇ δι᾽ ἐπιβολῆς γινώσκεσθαι δυναμένων εἰδῶν, τὴν δὲ ταύτης ὑπερέχουσαν ἀρρήτων καὶ ἀφθέγκτων ὑπάρξεων μεταθεῖν τήν τε ἐν ἀλλήλαις [αὐτῶν] διάκρισιν καὶ τὴν ἀπὸ μιᾶς αἰτίας ἔκφανσιν. Ὅθεν οἶμαι καὶ τῆς ψυχῆς τὸ μὲν νοερὸν ἰδίωμα καταληπτικὸν ὑπάρχειν τῶν νοερῶν εἰδῶν καὶ τῆς ἐν αὐτοῖς διαφορᾶς, τὴν δὲ ἀκρότητα τοῦ <νοῦ> καί, ὥς φασι, τὸ <ἄνθος> καὶ τὴν ὕπαρξιν συνάπτεσθαι πρὸς τὰς ἑνάδας τῶν ὄντων καὶ διὰ τούτων πρὸς αὐτὴν τὴν πασῶν τῶν θείων ἑνάδων ἀπόκρυφον ἕνωσιν. Πολλῶν γὰρ ἐν ἡμῖν δυνάμεων οὐσῶν γνωριστικῶν, κατὰ ταύτην μόνην τῷ θείῳ συγγίνεσθαι καὶ μετέχειν ἐκείνου πεφύκαμεν· οὔτε γὰρ αἰσθήσει <τὸ θεῶν γένος> ληπτόν, εἴπερ ἐστὶ σωμάτων ἁπάντων ἐξῃρημένον, οὔτε δόξῃ καὶ διανοίᾳ, μερισταὶ γὰρ αὗται καὶ πολυειδῶν ἐφάπτονται πραγμάτων, οὔτε <νοήσει μετὰ λόγου>, τῶν γὰρ ὄντως ὄντων εἰσὶν αἱ τοιαῦται γνώσεις, ἡ δὲ τῶν θεῶν ὕπαρξις <ἐποχεῖται> τοῖς οὖσι καὶ κατ᾽ αὐτὴν ἀφώρισται τὴν ἕνωσιν τῶν ὅλων. Λείπεται οὖν, εἴπερ ἐστὶ καὶ ὁπωσοῦν τὸ θεῖον γνωστόν, τῇ τῆς ψυχῆς ὑπάρξει καταληπτὸν ὑπάρχειν καὶ διὰ ταύτης γνωρίζεσθαι καθ᾽ ὅσον δυνατόν. <Τῷ γὰρ ὁμοίῳ> παντα χοῦ <φαμὲν τὰ ὅμοια γινώσκεσθαι>· τῇ μὲν αἰσθήσει δηλαδὴ τὸ αἰσθητόν, τῇ δὲ δόξῃ τὸ δοξαστόν, τῇ δὲ διανοίᾳ τὸ διανοητόν, τῷ δὲ νῷ τὸ νοητόν, ὥστε καὶ τῷ ἑνὶ τὸ ἑνικώτατον καὶ τῷ ἀρρήτῳ τὸ ἄρρητον.
[53] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α, 1.15.21 – 1.17.7» :
Theol Plat 1.15.21 ` to Theol Plat 1.17.7 Ὀρθῶς γὰρ καὶ ὁ ἐν Ἀλκιβιάδῃ Σωκράτης ἔλεγεν εἰς ἑαυτὴν εἰσιοῦσαν τὴν ψυχὴν τά τε ἄλλα πάντα κατόψεσθαι καὶ τὸν θεόν· συννεύουσα γὰρ εἰς τὴν ἑαυτῆς ἕνωσιν καὶ τὸ κέντρον τῆς συμπάσης ζωῆς καὶ τὸ πλῆθος ἀποσκευαζομένη καὶ τὴν ποικιλίαν τῶν ἐν αὑτῇ παντοδαπῶν δυνάμεων, ἐπ᾽ αὐτὴν ἄνεισι τὴν ἄκραν τῶν ὄντων <περιωπήν>. Καὶ ὥσπερ ἐν ταῖς τῶν τελετῶν ἁγιωτάταις φασὶ τοὺς μύστας τὴν μὲν πρώτην πολυειδέσι καὶ πολυμόρφοις τῶν θεῶν προβεβλη μένοις γένεσιν ἀπαντᾶν, εἰσιόντας δὲ ἀκλινεῖς καὶ ταῖς τελεταῖς πεφραγμένους αὐτὴν τὴν θείαν ἔλλαμψιν ἀκραιφνῶς ἐγκολπίζεσθαι καὶ <γυμνῆτας>, ὡς ἂν ἐκεῖνοι φαῖεν, τοῦ θείου μεταλαμβάνειν· τὸν αὐτὸν οἶμαι τρόπον καὶ ἐν τῇ θεωρίᾳ τῶν ὅλων εἰς μὲν τὰ μεθ᾽ ἑαυτὴν βλέπουσαν τὴν ψυχὴν τὰς σκιὰς καὶ τὰ εἴδωλα τῶν ὄντων βλέπειν, εἰς ἑαυτὴν δὲ ἐπιστρεφομένην τὴν ἑαυτῆς οὐσίαν καὶ τοὺς ἑαυτῆς λόγους ἀνελίττειν· καὶ τὸ μὲν πρῶτον ὥσπερ ἑαυτὴν μόνον καθορᾶν, βαθύνουσαν δὲ τῇ ἑαυτῆς γνώσει καὶ τὸν νοῦν εὑρίσκειν ἐν αὑτῇ καὶ τὰς τῶν ὄντων τάξεις, χωροῦσαν δὲ εἰς τὸ ἐντὸς αὑτῆς καὶ τὸ οἷον ἄδυτον τῆς ψυχῆς, ἐκείνῳ καὶ τὸ <θεῶν γένος> καὶ τὰς ἑνάδας τῶν ὄντων <μύσασαν> θεάσασθαι. Πάντα γάρ ἐστι καὶ ἐν ἡμῖν ψυχικῶς καὶ διὰ τοῦτο τὰ πάντα γινώσκειν πεφύκαμεν, ἀνεγείροντες τὰς ἐν ἡμῖν δυνάμεις καὶ τὰς εἰκόνας τῶν ὅλων. Καὶ τοῦτό ἐστι τὸ ἄριστον τῆς ἐνεργείας, ἐν ἠρεμίᾳ τῶν δυνάμεων πρὸς αὐτὸ τὸ θεῖον ἀνατείνεσθαι καὶ περιχορεύειν ἐκεῖνο, καὶ πᾶν τὸ πλῆθος τῆς ψυχῆς <συναγείρειν> ἀεὶ πρὸς τὴν ἕνωσιν ταύτην, καὶ πάντα ἀφέντας ὅσα μετὰ τὸ ἓν αὐτῷ προσιδρύεσθαι καὶ συνάπτεσθαι τῷ ἀρρήτῳ καὶ πάντων ἐπέκεινα τῶν ὄντων. Μέχρι γὰρ τούτου τὴν ψυχὴν ἀνιέναι θεμιτὸν ἕως ἂν ἐπ᾽ αὐτὴν ἀνιοῦσα τελευτήσῃ τὴν τῶν ὄντων ἀρχήν· ἐκεῖ δὲ γενομένην καὶ τὸν ἐκεῖ τόπον θεασαμένην καὶ κατιοῦσαν ἐκεῖθεν καὶ διὰ τῶν ὄντων πορευομένην καὶ ἀνελίττουσαν τὰ πλήθη τῶν εἰδῶν, τάς τε μονάδας αὐτῶν καὶ τοὺς ἀριθμοὺς διεξιοῦσαν καὶ ὅπως ἕκαστα τῶν οἰκείων ἑνάδων ἐξήρτηται νοερῶς διαγινώσκουσαν, τελεωτάτην οἴεσθαι τῶν θείων ἐπιστήμην ἔχειν, τάς τε τῶν θεῶν προόδους εἰς τὰ ὄντα καὶ τὰς τῶν ὄντων περὶ τοὺς θεοὺς διακρίσεις ἑνοειδῶς θεασαμένην.
[54] Βλ. Πρόκλος «Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημί, 27 – 32». Πβ. Πρόκλος, «Κατά Πλάτωνος Θεολογία, Βιβλίο Α’ , 12.1 – 32.15, 104.20 – 106.1, 114.25 – 125.2», «Σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος, 16. 1 – 23, 51.45 – 52.7, 71. 1 – 172, 88. 1 – 17», «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, βιβλίο Α’ [συνέχεια], 91.1 – 92.30 & 147. 1 – 25», «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, 69.1».
[55] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 182.1 -182.37» :
in Cra 182.1 ` to in Cra 182.37 Ὅτι τὸν δεσπότην ἡμῶν <Διόνυσον> οἱ θεολόγοι πολλάκις καὶ ἀπὸ τῶν τελευταίων αὐτοῦ δώρων <οἶνον> καλοῦσιν, οἷον <Ὀρφεύς> (frg 202)· <οἴνου δ᾽ ἀντὶ μιῆς τριπλῆν μετὰ ῥίζαν ἔθεντο>· καὶ πάλιν ( frg 203 )· <οἴνου πάντα μέλη κόσμῳ λαβὲ καί μοι ἔνεικε>· καὶ αὖθις ( frg 204 )· <οἴνῳ ἀγαιομένη κούρῳ Διόσ>. εἰ δὲ αὐτὸς ὁ θεὸς οὕτως καλεῖται, δῆλον ὅτι καὶ αἱ πρῶται καὶ αἱ μέσαι αὐτοῦ ἐνέργειαι οὕτως ἂν ὀνομάζοιντο, ὥσπερ ἡ τελευταία, ὥστε εἰς τοῦτο <νῦν> (p 406c) βλέπων ὁ Σωκράτης <Διδοίνυσον> καλεῖ τὸν θεὸν ἐκ τοῦ οἴνου ὁρμώμενος, ὅστις, ὡς εἴρηται, πασῶν ἐστι δηλωτικὸς τῶν τοῦ θεοῦ δυνάμεων· ὥσπερ καὶ ἐν <Φαίδρῳ> τὸν μέγαν Ἔρωτα κοι νῶς λέγει τόν τε θεῖον καὶ τὸν φιλοσώματον. ὁ οὖν οἶνος οὕτως κοινῶς ἐξακουόμενος τὴν ἰδιότητα τοῦ μερικοῦ νοῦ παρίστησιν ἡμῖν. τὸ γὰρ οἰόνουν οὐκ ἄλλο τί ἐστιν ἢ τὸ διῃρημένον ἀπὸ τοῦ ὅλου καὶ μετεχόμενον ἤδη νοερὸν εἶδος καὶ <οἶον> καὶ μόνον γενόμενον· ὁ μὲν γὰρ παντελὴς νοῦς πάντα τ᾽ ἐστὶν καὶ ἐνεργεῖ κατὰ πάντα ὡσαύτως· ὁ δὲ μερικὸς καὶ μετεχόμενος πάντα μέν, ἀλλὰ καθ᾽ ἓν εἶδος τὸ αὐτῷ πάντων προβεβλημένον, οἷον τὸ Ἡλιακὸν ἢ τὸ Σεληνιακὸν ἢ τὸ Ἑρμαϊκόν· τοῦτο δ᾽ οὖ<ν> τὸ ἴδιον καὶ διακριθὲν ἀπὸ τῶν λοιπῶν ὁ οἶνος ἐνδείκνυται, σημαίνων τὸν <οἶον> καὶ <τινὰ> νοῦν. ἐπειδὴ τοίνυν ἡ μεριστὴ δημιουργία πᾶσα τῆς Διονυσιακῆς ἐξήρτηται μονάδος, διαιροῦσα τοὺς μὲν μεθεκτοὺς ἐν τῷ κόσμῳ νόας ἀπὸ τοῦ ὅλου νοῦ, τὰς δὲ πολλὰς ψυχὰς ἀπὸ τῆς μιᾶς, τὰ δ᾽ εἴδη τὰ αἰσθητὰ πάντα ἀπὸ τῶν οἰκείων ὁλοτήτων, διὰ δὴ τοῦτο καὶ αὐτὸν τὸν θεὸν <οἶνον> προ<σ>ειρήκασιν οἱ θεολόγοι αὐτόν τε καὶ πάντα τὰ δημιουργήματα αὐτοῦ· πάντα γὰρ ἔκγονα τοῦ νοῦ, καὶ τὰ μὲν πορρώτερον τὰ δὲ ἐγγύτερον μετέχει τῆς μεριστῆς τοῦ νοῦ διανομῆς. ἀναλόγως οὖν ἐν τοῖς οὖσιν ὁ οἶνος ἐγγινόμενος ἐνεργεῖ, ἐν μὲν τῷ σώματι εἰδωλικῶς κατὰ οἴησιν καὶ φαντασίαν ψευδῆ, ἐν δὲ τοῖς νοεροῖς τὸ κατὰ νοῦν ἐνεργεῖν καὶ δημιουργεῖν, ἐπεὶ καὶ ἐν τῇ διασπαράξει τῶν Τιτάνων μόνη ἡ καρδία ἀδιαίρετος μεῖναι <λέγεται>, τουτέστιν ἡ ἀμερὴς τοῦ νοῦ οὐσία.
[56] Βλ. Πρόκλος «Ύμνος εις Αθηνάν πολυμήτιν, στ. 11 -15» :
H 7.11 ` to H 7.15 ἣ κραδίην ἐσάωσας ἀμιστύλλευτον ἄνακτος αἰθέρος ἐν γυάλοισι μεριζομένου ποτὲ Βάκχου Τιτήνων ὑπὸ χερσί, πόρες δέ ἑ πατρὶ φέρουσα, ὄφρα νέος βουλῇσιν ὑπ᾽ ἀρρήτοισι τοκῆος ἐκ Σεμέλης περὶ κόσμον ἀνηβήσῃ Διόνυσος·
[57] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος, τόμος Β΄ [συνέχεια], 1.402.15 – 1.40.20» :
in Ti 1.402.15 ` to in Ti 1.404.20 Ἡ μὲν νοερὰ οὐσία ἀμέριστός ἐστι καὶ ἑνοειδὴς καὶ αἰώνιος, ἡ δὲ τῶν σωμάτων μεριστὴ καὶ πεπληθυσμένη καὶ μετὰ τῆς χρονικῆς συνυφεστῶσα παρατάσεως. ἀπ᾽ ἐναντίας οὖν ἔχουσιν αὗται πρὸς ἀλλήλας καὶ δέονται μεσότητος τῆς συνάγειν αὐτὰς δυναμένης, μεριστῆς ἅμα καὶ ἀμερίστου, συνθέτου καὶ ἁπλῆς, αἰωνίου τε καὶ γενητῆς ὑπαρχούσης. τοιαύτην δὲ τὴν ψυχικὴν τάξιν ὁ Πλάτων ὑποτίθεται, νοη τὴν ἅμα καὶ πρώτην τῶν γιγνομένων, αἰώνιον καὶ ἔγχρονον, ἀμέριστον καὶ μεριστήν. εἰ ἄρα δεῖ τὸ πᾶν ἔννουν γενέσθαι, δεῖ καὶ ψυχῆς· ὑποδοχὴ γάρ ἐστιν αὕτη τοῦ νοῦ, καὶ δι᾽ αὐτῆς ὁ νοῦς ἐμφαίνεται τοῖς ὄγκοις τοῦ παντός, οὐχ ὅτι δεῖται τῆς ψυχῆς ὁ νοῦς· οὕτω γὰρ ἂν ἀτιμότερος εἴη τῆς ψυχῆς· ἀλλ᾽ ὅτι τὰ σώματα δεῖται τῆς ψυχῆς, εἰ μέλλοι νοῦ μεθέξειν. τὰ γὰρ ἔσχατα δεῖται τῶν σωμάτων, ἀλλ᾽ οὐ τὰ πρῶτα· ταῦτα γὰρ ἀμέσως πανταχοῦ πάρεστι. δεῖ τοίνυν κἀκεῖνο ἐννοεῖν, ὅτι τὴν ψυχὴν τὴν συνάπτουσαν τῷ αἰσθητῷ τὸν νοῦν νοερὰν εἶναι δεῖ καὶ οὐκ ἄνουν· πῶς γὰρ τὸ ἄνουν τῷ νῷ συνηρτῆσθαι δυνατόν; ἀλλὰ δεήσει καὶ τούτοις ἄλλης μεσότητος. τοιαύτη δὲ οὖσα τὸ μὲν σωματοειδὲς ἅπαν ἐμφρόνως ποδηγετήσει καὶ εὐτάκτως, μιμήσεται δὲ τὸν νοῦν χορεύουσα περὶ αὐτόν. εἰ τοίνυν τὰ ὅλα κρείττω τῶν μερῶν ἐστι καὶ τὰ ἀίδια τῶν κατὰ χρόνον ὑφισταμένων καὶ τὰ ποιοῦντα τῶν ἀποτελουμένων, δεῖ καὶ τὸν ὅλον οὐρανὸν θειότερον εἶναι πάντων τῶν ἐν αὐτῷ μερῶν. εἰ δὴ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τινὰ ζῷα μερικὰ ὄντα καὶ ἔνυλα καὶ ἐπίκηρα νοῦ μετέχειν πέφυκε, τί χρὴ φάναι τὸν σύμπαντα κόσμον; οὐχ ὅλον δι᾽ ὅλου τὴν εἰς αὑτὸν τοῦ νοῦ παρουσίαν ἐκφαίνειν; τὸ γὰρ σχῆμα καὶ τὴν τάξιν καὶ τὰ μέτρα τῶν δυνάμεων ἐναργῆ τεκμήρια φαίην ἂν εἶναι τῆς νοερᾶς ἐπιστασίας. εἰ δὲ νοῦς ἐφέστηκε τοῖς ὅλοις καὶ διακυβερνᾷ τὸ πᾶν, δεῖ καὶ ψυχὴν εἶναι νοερὰν ἐν μέσῳ, κοσμοῦσαν τὰ σώματα καὶ διοικοῦσαν καὶ χωριστὴν ἅμα τῶν διοικουμένων καὶ πάντα ζωῆς πληροῦσαν, ἵνα δι᾽ αὐ τῆς ὁ κόσμος ἐνστηρίζηται τῷ νῷ καὶ ὁ νοῦς ἐλλάμπῃ τὸν κόσμον· εἰ γὰρ βούλει, καὶ τῶν ἐν <Φιλήβῳ> [29] γεγραμμένων ἀναμνησθῶμεν, ἐν οἷς ἔλεγεν ὁ <Σωκράτησ> ἀποδεικνύς, ὅτι ἔννους ὁ κόσμος καὶ ἔμψυχος, ὅπως τό τε ἐν ἡμῖν γήϊνον ἐκ τοῦ παντός ἐστι, καὶ τὸ ἐν ἡμῖν πῦρ ἀπὸ τοῦ κοσμικοῦ πυρός, καὶ ὁ ἀὴρ ὡσαύτως καὶ τὸ ὕδωρ, καὶ ὡς ἄτοπον τὰ μὲν ἐν ἡμῖν χείρονα προϋπάρχειν ἐν τῷ ὅλῳ, τὰ δὲ θειότερα μὴ εἶναί πως ἀνάλογον καὶ ἐν τῷ παντί, νοῦν τὸν ὅλον καὶ ψυχὴν τὴν ὅλην· ἢ γὰρ οὐδὲν τῶν ζῴων ἔννουν ῥητέον, ἢ εἰ ἔστι τι ζῷον τοιοῦτον, ἄτοπον ἄλλο τι πρὸ τοῦ παντὸς νοῦ μετέχειν· τοῦτο μὲν γὰρ ἀεὶ τέτακται καὶ διὰ τὸ ὡσαύτως ἐγγυτέρω τῆς νοερᾶς ἐστιν οὐσίας, τοῖς δὲ μερικοῖς ζῴοις ὑπάρχει πολὺ τὸ ἄτακτον καὶ πλημμελές· καὶ πολλῷ ἄρα μᾶλλον τέτακται τῶν μερικῶν ζῴων τὸ πᾶν· ἔννουν ἄρα αὐτὸ καὶ ἔμψυχον ῥητέον. ὁ μὲν οὖν <Πλάτων> πάνυ δαιμονίως νοῦν τε ὑποτίθεται διττόν, τὸν μὲν ἀμέθεκτον καὶ δημιουργικόν, τὸν δὲ μεθεκτὸν καὶ ἀχώριστον— ἀπὸ γὰρ τῶν ἐν αὐτοῖς ὄντων τὰ ἐν ἄλλοις ὄντα καὶ συν τεταγμένα τοῖς ὑφειμένοις—καὶ τῷ παντὶ διττὴν ἐνδίδωσι ζωήν, τὴν μὲν σύμφυτον, τὴν δὲ χωριστήν, ἵνα καὶ ζῷον ὁ κόσμος ᾖ διὰ τὴν ἐν αὐτῷ ζωήν, καὶ ἔμψυχον διὰ τὴν νοερὰν ψυχήν, καὶ ἔννουν δι᾽ αὐτὸν τὸν πολυτίμητον νοῦν.
[58] Δηλαδή τον Διόνυσο που είναι η καρδιά του σύμπαντος!
[59] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος, τόμος Β΄ [συνέχεια], 1.404.21 – 1.408.26» :
in Ti 1.404.21 ` to in Ti 1.408.26 τὸ δὲ τοῦ Πλάτωνος πῶς οὐ θαυμαστόν; λαβὼν γὰρ τὸν κόσμον καὶ διελὼν αὐτὸν εἰς τὰ μέρη καὶ καθ᾽ ἑαυτὸ θεωρήσας τὸ πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως κινούμενον ἵστησιν αὐτὸ λόγῳ, καθάπερ καὶ ἐν <Νόμοισ> [X 895 A] τὸ αὐτοκίνητον αἴτιον πάσης κινήσεως ἀποφῆναι βουλόμενος ἔστησε τὸν ὅλον οὐρανὸν καὶ στήσας εἰσοικίζει ψυχὴν εἰς τὸ πᾶν, ἣ πολλὴν προχέασα ζωὴν ἐψύχωσε τὸν κόσμον, καὶ ἐπὶ τῇ ψυχῇ νοῦν, ὃς κυβερνᾷ τὸν κόσμον εἰς ἑαυτὸν ἐστραμμένος, δι᾽ ὃν τὸ πᾶν κύκλῳ κινεῖται, δι᾽ ὃν τέτακται τὸ ὅλον, δι᾽ ὃν ἀ<ει>κίνητός ἐστιν ὁ σύμπας κόσμος. ἐπειδὴ δὲ ταῦτα πάντα συμπληροῖ ζῷον ἓν καὶ μίαν φύσιν, ἔδει καὶ τὴν συναγωγὸν αὐτῶν καὶ ἑνωτικὴν αἰτίαν προϋφεστάναι, καὶ ταύτην νοεράν· τὸ γὰρ ἀθρόως καὶ ὁμοῦ τὰ ὅλα περιέχειν καὶ συνάγειν εἰς ἑνὸς συμπλή ρωσιν τῆς νοερᾶς ἐστιν αἰτίας ἔργον. διὰ δὴ ταῦτα πρὸ τοῦ μετεχομένου νοῦ τὸν ἀμέθεκτον ὑποστήσας καὶ ἐν αὐτῷ τὰς πάντων αἰτίας ὑποθέμενος ἐκεῖθεν καὶ νοῦς καὶ ψυχὰς καὶ σώματα παρήγαγεν, ἀφ᾽ ὧν τὸν αἰσθητὸν συνεπλήρωσε κόσμον. ὅτι μὲν οὖν ψυχῆς νοερᾶς ἀνάγκη μετέχειν τὸ πᾶν, εἰ νοῦ μεθέξει, δῆλον ἀπὸ τῶν εἰρημένων· αὕτη γὰρ ἔσται σύνδεσμος τῶν ἄκρων ὑπεναντίων ὄντων. ὅτι δὲ καὶ τὸ ἀντίστροφον ἀληθές, δεικτέον, οἷον ὅτι ψυχῆς νοερᾶς ἐν τῷ παντὶ προούσης ἀνάγκη καὶ νοῦν εἶναι τοῦ παντός· ἐπεὶ γὰρ τὴν ψυχὴν ταύτην νοερὰν εἶναί φαμεν, ἀνάγκη καὶ νοῦ μετέχειν αὐτήν. πότερον οὖν τοῦ ὅλου νοῦ μετέχει μόνον ἢ καὶ ἐν αὐτῇ τινὸς ὄντος ἀπ᾽ ἐκείνου; ἀλλ᾽ εἰ μὲν καὶ τὸ σωματικὸν αὐτόθεν τῆς πηγῆς ἀπέλαυε τῶν ψυχῶν καὶ μὴ διὰ τῆς ἐν αὐτῷ ψυχῆς, ἔδει κἀπὶ τῆς ὅλης ψυχῆς τὸ αὐτὸ ποιεῖν· εἰ δὲ ἔστι μὲν ἡ ἐν τῷ δημιουργῷ πηγὴ τῶν ψυχῶν, ἔστι δὲ καὶ ἡ τοῦ παντός, καὶ μετέχει τὸ πᾶν διὰ ταύτης καὶ ἐκείνης, δεῖ δήπου καὶ αὐτὴν τὴν ψυχὴν διὰ τῶν μεθεκτῶν νῶν εἰς τὸν ἀμέθεκτον νοῦν ἀνηρτῆσθαι πάντως· ἀνάλογον γὰρ ὡς τὸ σῶμα τοῦ παντὸς πρὸς τὴν ψυχήν, οὕτως αὕτη πρὸς νοῦν· καὶ γὰρ εἰ μὲν καθὸ ψυχὴ νοερὰ γίνεται, ἔδει πᾶσαν ψυχὴν εἶναι τοιαύτην, εἰ δὲ κατὰ τὴν νοῦ μέθεξιν, ἀνάγκη νοῦ μετέχειν αὐτὴν τοῦ συμμέτρου πρὸς αὐτήν. τοιοῦτος δέ ἐστιν οὐχ ὁ αὐτὸ νοῦς, ἀλλ᾽ ὁ μέσος τοῦ αὐτὸ νοῦ καὶ ψυχῆς τῆς ἐπίκτητον τὸ νοεῖν ἐχούσης, τὶς ὢν νοῦς καὶ τῷ μὲν εἶναι νοῦς, ἀλλὰ μὴ γίνεσθαι καθάπερ ἡ ψυχή, κρείττων ψυχῆς, τῷ δὲ τὶς εἶναι σύστοιχος πρὸς αὐτήν· ὁ γὰρ αὐτὸ νοῦς καὶ τῷ εἶναι νοῦς ἀλλὰ μὴ γίνεσθαι καὶ τῷ ἁπλῶς εἶναι νοῦς κρείττων τῆς πρὸς ψυχὴν συντάξεως. εἰ δὲ κἀκεῖνο ἐνθυμηθείης, ὅτι πᾶσα μονὰς ὅμοιον ἑαυτῇ ὑφίστησι πλῆθος, ἡ μὲν θεία θεῖον, ἡ δὲ ψυχικὴ ψυχικόν, ὥστε καὶ ἡ νοερὰ νοερόν, καὶ ὡς αἱ δεύτεραι τάξεις ἀεὶ μετέχουσι τῶν πρὸ αὐτῶν, ἀνάγκη τού των κειμένων εἶναί τινα τοῦ παντὸς κόσμου νοῦν· δεῖ γὰρ τὴν νοερὰν ψυχὴν νοῦ μετέχειν. εἰ μὲν δὴ τοῦ ὅλου μετέχει, φησί τις, ἄτοπον· οὐκ ἔσται γὰρ ἐκεῖνος πάντων δημιουργός· εἰ δὲ ἄλλου τινός, οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ παντὸς νοῦς καὶ ὁ κυρίως μεθεκτός, ὡς μετὰ τῆς ψυχῆς τὸ πᾶν συμπλη ρῶν, ὁ δὲ ὅλος οὕτω μετεχόμενός ἐστιν, ὡς ἐλλάμπων εἰς αὐτήν. εἴτε ἄρα νοῦς ἐφέστηκε τοῖς ὅλοις, ἔμψυχον τὸ πᾶν, εἴτε ἔμψυχον, καὶ ἔννουν ἐστί. <Διὰ δὴ τὸν λογισμὸν τόνδε νοῦν μὲν ἐν ψυχῇ, ψυχὴν δὲ ἐν σώματι συνιστὰς τὸ πᾶν συνετεκταί νετο> [30 B]. Δεῖ πρῶτον ἰδεῖν, τίς οὗτος ὁ νοῦς, καὶ πότερον οὐσιώδης ἐστίν, ὑπερκαθήμενος τῆς ψυχῆς, ἢ ἕξις νοερά τις αὐ τῆς, καὶ συλλογίσασθαι, ὅτι οὐσιώδης ἔκ τε τῆς ἀναλογίας— ὡς γὰρ νοῦς πρὸς ψυχήν, οὕτως ψυχὴ πρὸς σῶμα· ψυχὴ δὲ οὐκ ἔστι σώματος οὕτως ὡς ἕξις, οὐδὲ νοῦς ψυχῆς—καὶ ἐκ τῆς τελικῆς αἰτίας· διὰ γὰρ νοῦν ὑποστῆναί φησι τὴν ψυχήν, ἀλλ᾽ οὐκ ἔμπαλιν· εἰ δὲ νοῦ ἕνεκα ψυχή, νοῦς δὲ τὸ οὗ ἕνεκα, οὐκ ἔστιν ἕξις ὁ νοῦς· οὐδαμοῦ γὰρ ἡ οὐσία διὰ τὴν ἕξιν ὑφίσταται. καὶ τρίτον, ὅτι τοῦτον μὲν τὸν νοῦν ὁ δημιουργὸς ὑφίστησι, τὸν δὲ καθ᾽ ἕξιν ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν ταὐτοῦ κύκλου περὶ τὸ νοητὸν κίνησιν, ὡς αὐτὸς <ἐρεῖ> [37 C]· κατὰ γὰρ ἐκείνην <νοῦν ἐπιστήμην τε ἐξ ἀνάγκης ἀποτελεῖσθαι>. πῶς οὖν ὃν αὐτὴ ὑφίστησιν, ὁ δημιουργὸς ἔμελλεν ὑφιστάνειν πρὸ αὐτῆς; ἐπὶ δὲ τούτοις ὀρθῶς ἔχουσι λαβεῖν, ὅτι περ ἐν τῷ δημιουργῷ καὶ <ψυχὴ βασιλικὴ> καὶ <νοῦσ> ἦν <βασιλικόσ>, ὥς φησιν ὁ ἐν <Φιλήβῳ> [30 D] <Σωκράτησ>, κατὰ τὸν τῆς αἰτίας λόγον, καὶ κατὰ ταύτας τὰς πηγὰς τῶν διττῶν τούτων γενῶν καὶ νῦν νοῦν μὲν ἐν ψυχῇ, ψυχὴν δὲ ἐν σώματι τίθησιν, οὐ διότι τὰ βελτίονα ἐν τοῖς χείροσίν ἐστιν, οὐδ᾽ ὅτι δεῖταί τινος ἕδρας ὁ νοῦς, ἢ ὅτι ἔν τινί ἐστιν ἡ ψυχὴ τοῦ παντός— ἀνάξια γὰρ ταῦτα τῶν ὅλων ἐστὶ καὶ θείων οὐσιῶν, δι᾽ ἃς εὐδαίμων θεὸς ὁ κόσμος ἀποκαλεῖται—ἀλλ᾽ ὅτι διχῶς τὴν τῶν πραγμάτων φύσιν ἐπινοοῦμεν, ἢ κατὰ τὴν πρόοδον αὐ τῶν, ἢ κατὰ τὴν ἐπιστροφήν· καὶ τὴν μὲν πρόοδον θεωροῦντες ἀπό τε τῶν πρώτων ἀρχόμεθα καὶ τὰ αἴτια ἐν τοῖς ἀπ᾽ αὐτῶν εἶναι λέγομεν, τὴν δὲ ἐπιστροφὴν ἀνάπαλιν· ἐν γὰρ τοῖς αἰτίοις τὰ αἰτιατά φαμεν ὑπάρχειν. καὶ οὖν καὶ ὁ Πλάτων τὸν μὲν δεύτερον τρόπον παραδώσει <μικρὸν ὕστερον> [36 D], ἐν τῇ ψυχῇ τὸ σῶμα τιθεὶς καὶ ταύτην ἐν τῷ νῷ κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον, τὸν δὲ τῆς προόδου νῦν μεταχειριζόμενος νοῦν μὲν ἐν ψυχῇ τίθησιν, ὅτι πᾶσα νοοειδής ἐστι καὶ οὐδὲν ἔστι λαβεῖν αὐτῆς, ὃ μὴ κεκράτηται τῇ νοερᾷ φύσει, ψυχὴν δὲ ἐν σώματι, διότι καὶ τοῦτο καθ᾽ ὅλον ἑαυτὸ μετέχει ψυ χῆς καὶ οὐδὲν ἔστιν αὐτοῦ μόριον λαβεῖν ἄψυχον, ἀλλὰ καὶ τὸ τῆς οἰκείας παρῃρημένον ζωῆς ὡς τοῦ παντὸς μέρος ἐψύχωται· καθάπερ γὰρ τὴν πρόνοιαν πανταχοῦ προϊέναι λέγομεν καὶ εἶναι πανταχοῦ, διότι πᾶσι πάρεστι καὶ οὐδὲν ἔρημον ἀφίησιν ἑαυτῆς, κατὰ ταῦτα δὴ καὶ τὸν νοῦν ἐν ψυχῇ φαμεν ὡς ὅλην αὐτὴν περιλάμποντα, κἀν τῷ σώματι τὴν ψυχὴν ὡς ὅλῳ παροῦσαν αὐτῷ. καὶ οὐχ ὁ μὲν Πλάτων οὕτως, ὁ δὲ <Ὀρφεὺσ> [frg. 207] τρόπον ἕτερον· ἀλλ᾽ εἴ με δεῖ τοὐμὸν εἰπεῖν, διὰ τούτων καὶ ἡ τοῦ θεολόγου διάνοια γίγνεται καταφανής. ἡ μὲν γὰρ Ἵππα τοῦ παντὸς οὖσα ψυχὴ καὶ οὕτω κεκλημένη παρὰ τῷ θεολόγῳ τάχα μὲν ὅτι καὶ ἐν ἀκμαιοτάταις κινήσεσιν αἱ νοήσεις αὐτῆς οὐσίωνται, τάχα δὲ καὶ διὰ τὴν ὀξυτάτην τοῦ παντὸς φοράν, ἧς ἐστιν αἰτία, λίκνον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς θεμένη καὶ δράκοντι αὐτὸ περι στέψασα τὸν κραδιαῖον ὑποδέχεται Διόνυσον· τῷ γὰρ ἑαυτῆς θειοτάτῳ γίγνεται τῆς νοερᾶς οὐσίας ὑποδοχὴ καὶ δέχε ται τὸν ἐγκόσμιον νοῦν. ὃ δὲ ἀπὸ τοῦ μηροῦ τοῦ Διὸς πρόεισιν εἰς αὐτήν (ἦν γὰρ ἐκεῖ συνηνωμένος) καὶ προελθὼν καὶ μεθεκτὸς αὐτῆς γεγονὼς ἐπὶ τὸ νοητὸν αὐτὴν ἀνάγει καὶ τὴν ἑαυτοῦ πηγήν· ἐπείγεται γὰρ πρὸς τὴν μητέρα τῶν θεῶν καὶ τὴν Ἴδην, ἀφ᾽ ἧς πᾶσα τῶν ψυχῶν ἡ σειρά. διὸ καὶ συλλαμβάνειν ἡ Ἵππα λέγεται τίκτοντι τῷ Διί· ὡς γὰρ <εἴ ρηται πρότερον> [30 B], <νοῦν ἄνευ ψυχῆς ἀδύνατον παραγενέσθαι τῳ>, τοῦτο δὲ ὅμοιον τῷ παρ᾽ <Ὀρφεῖ γλυκερὸν δὲ τέκος Διὸς ἐξεκαλεῖτο>, τοῦτο δὲ ἦν ὁ κοσμικὸς νοῦς Δίιος ὤν, κατὰ τὸν ἐν τῷ Διὶ μείναντα προελθών. οὕτω δὴ καὶ ἡ <θεοπαράδοτος θεολογία> [Orph. frg. 294. 295] φησὶ συμπεπληρῶσθαι τὸν κό σμον ἐκ τῶνδε τῶν τριῶν· λέγει γοῦν ἡ Ψυχὴ περὶ τοῦ <Δὶς ἐπέκεινα> τοῦ δημιουργήσαντος τὸ πᾶν· <μετὰ δὴ πατρικὰς διανοίας Ψυχὴ ἐγὼ ναίω θέρμῃ ψυχοῦσα τὰ πάντα·> κατέθετο γὰρ <νοῦν μὲν ψυχῇ, ἐνὶ σώματι> <δ᾽> <ἀργῷ ἡμέας ἐγκατέθηκε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε> μονονουχὶ βοῶσα διαρρήδην, ὅτι καὶ ὁ κατὰ ταύτην δημιουργός ἐστι Ζεύς· περὶ τίνος γὰρ ἄλλου τοῦτο τεθρυλημένον ἔχομεν ἢ περὶ τοῦ μεγίστου <Διὸς τὸ πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε>; καὶ τοῦ Πλάτωνος τοῖς λόγοις <μαρτυροῦντοσ> [41], ὅταν θεῶν τε αὐτὸν πατέρα καλῇ καὶ τὰς ψυχὰς παραδιδῷ γεννῶντα καὶ εἰς ἀνδρῶν πέμποντα γένεσιν κατὰ τὸν πρώτιστον βίον.
[60] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος, τόμος Γ’, 2.145.11 – 2.146.22» :
in Ti 2.145.11 ` to in Ti 2.146.22 ἕνα τοίνυν ἐκεῖνος δημιουργὸν τῆς διῃρημένης πάσης ποιήσεως προστησάμενος ἀνὰ λόγον ὄντα τῷ ἑνὶ πατρὶ τῷ τὴν ὁλικὴν ἀποτίκτοντι δημιουργίαν ἀπὸ τούτου παράγει τό τε νοερὸν πλῆθος ὅλον τὸ ἐγκόσμιον καὶ τὸν τῶν ψυχῶν ἀριθμὸν καὶ τὰς σωματικὰς συστάσεις, αὐτοῦ μὲν ἡνωμένως πάντα ταῦτα γεννῶντος, τῶν δὲ περὶ αὐτὸν θεῶν διαιρούντων καὶ διακρινόντων τὰ δημιουργήματα αὐτοῦ. ἀλλὰ τὰ μὲν ἄλλα δημιουργήματα αὐτοῦ πάντα μεμερίσθαι φησὶν ὑπὸ τῶν διαι ρετικῶν θεῶν, μόνην δὲ τὴν καρδίαν ἀμέριστον εἶναι προνοίᾳ τῆς Ἀθηνᾶς· ἐπειδὴ γὰρ ὑφίστησι μὲν καὶ νοῦς καὶ ψυχὰς καὶ σώματα, ἀλλὰ ψυχαὶ μὲν καὶ σώματα δέχονται πολλὴν τὴν πρὸς ἑαυτὰ διαίρεσιν καὶ τὸν μερισμόν, νοῦς δὲ ἡνωμένος μένει καὶ ἀδιαίρετος ἐν ἑνὶ τὰ πάντα ὢν καὶ μιᾷ νοήσει τὰ ὅλα τὰ νοητὰ περιέχων, μόνην τὴν νοερὰν οὐσίαν καὶ τὸν νοερὸν ἀριθμὸν ἀπολελεῖφθαί φησιν ὑπὸ τῆς Ἀθη νᾶς σεσωσμένον· <μούνην γὰρ κραδίην νοερὴν λίπον>, φησίν, ἄντικρυς νοερὰν αὐτὴν προσαγορεύων. εἰ τοίνυν ἡ ἀμέριστος καρδία νοερά ἐστι, νοῦς ἂν εἴη δηλαδὴ καὶ νοερὸς ἀριθμός, οὐ μέντοι πᾶς νοῦς, ἀλλ᾽ ὁ ἐγκόσμιος· οὗτος γάρ ἐστιν ἡ καρδία ἡ ἀμέριστος, ἐπειδὴ καὶ τούτου δημιουργὸς ἦν ὁ μεριζόμενος θεός. τὸν μὲν δὴ νοῦν ἀμέριστον οὐσίαν τοῦ Διονύσου καλεῖ, τὸ δὲ γόνιμον αὐτοῦ τὴν μεριστὴν αὐτὴν περὶ τὸ σῶμα ζωὴν φυσικὴν οὖσαν καὶ σπερμάτων οἰστικήν, ἣν καὶ τὴν Ἄρτεμίν φησι τὴν πάσης προεστῶσαν τῆς ἐν τῇ φύσει γεννήσεως καὶ μαιευομένην τοὺς φυσι κοὺς λόγους ἄνωθεν διατείνειν ἄχρι τῶν ὑποχθονίων, δυναμοῦσαν αὐτῆς τὴν γόνιμον δύναμιν, τὸ δὲ λοιπὸν τοῦ θεοῦ σῶμα πᾶν τὴν ψυχικὴν σύστασιν, εἰς ἑπτὰ καὶ τοῦτο διῃρημένον <ἑπτὰ δὲ πάντα μέλη κούρου διεμοιρήσαντο>, φησὶν ὁ <θεολόγοσ> περὶ τῶν Τιτάνων, καθάπερ καὶ ὁ Τίμαιος εἰς ἑπτὰ διαιρεῖ μοίρας αὐτήν. καὶ τάχα ἂν τὸ διὰ παντὸς τοῦ κόσμου τεταμένην εἶναι τὴν ψυχὴν τοῦ Τιτανικοῦ μερισμοῦ τοὺς Ὀρφικοὺς ἀναμιμνήσκοι, δι᾽ ὃν οὐ μόνον ἡ ψυχὴ περικαλύπτει τὸ πᾶν, ἀλλὰ καὶ τέταται δι᾽ αὐτοῦ παντός. εἰκότως δὴ οὖν καὶ ὁ Πλάτων ἀμέριστον οὐσίαν ἀπεκάλεσε τὴν προσεχῶς ὑπὲρ ψυχὴν καὶ ὡς συντόμως εἰπεῖν τὸν μεθεκτὸν ὑπὸ ψυχῆς νοῦν, τοῖς <Ὀρφικοῖσ> ἑπόμενος <μύθοισ> καὶ οἷον ἐξηγητὴς <τῶν ἐν ἀπορρήτοις λεγομένων> εἶναι βουλόμενος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου