Το «εγώ» ως ο «σκεπτόμενος», αναζητώντας όλο και περισσότερη ασφάλεια, βρίσκει καταφύγιο σε μια ιδέα που την ονομάζει «Θεό» και «θρησκεία». Αλλά αυτή η ιδέα δεν είναι θρησκεία, είναι απλώς προέκταση του ίδιου του εγωισμού του, είναι προβολή του εαυτού του, κι αυτό δεν μπορεί να γίνει δέκτης εκείνου που είναι η Αλήθεια.
Οι πιο πολλοί από μας θέλουμε να είμαστε κάποιοι σ’ αυτόν ή στον άλλο κόσμο. Η επιθυμία να συνεχίσουμε την ύπαρξή μας σ’ έναν άλλο κόσμο, με διαφορετική μορφή, εξακολουθεί να είναι αυτοπροβολή, είναι και πάλι λατρεία του «εγώ»· και μια τέτοια προβολή σίγουρα δεν είναι θρησκεία.
Η θρησκεία είναι κάτι πολύ πλατύτερο, πολύ βαθύτερο από τις προβολές του «εγώ»· και τελικά και η πίστη σας είναι αυτοπροβολή του «εγώ» σας. Τα ιδανικά σας, είτε εθνικά είτε θρησκευτικά, είναι αυτοπροβολές σας, και το ν’ ακολουθείτε τέτοιες προβολές είναι προφανώς ικανοποίηση του «εγώ» κι επομένως εγκλωβισμός του νου σε μια πίστη, σε ένα ιδανικό, που δεν είναι κάτι πραγματικό.
Η Πραγματικότητα εμφανίζεται μόνο όταν ο νους είναι ακίνητος, όχι εξαναγκασμένος να είναι ακίνητος. Οπότε δεν πρέπει να υπάρξει πειθάρχηση του νου να είναι ακίνητος. Όταν πειθαρχείτε τον εαυτό σας είναι απλώς προβολή της επιθυμίας σας να είστε σε κάποια ιδιαίτερη κατάσταση. Θρησκεία είναι η κατανόηση του «σκεπτόμενου» και της σκέψης, πράγμα που σημαίνει κατανόηση των σχέσεων στην πράξη.
Θρησκεία είναι η κατανόηση στην πράξη της επαφής μας με καθετί και όχι η λατρεία κάποιας ιδέας, όσο ικανοποιητική κι αν είναι, όσο παραδοσιακή κι αν είναι, όποιος κι αν την έχει πει. Θρησκεία είναι η κατανόηση της ομορφιάς, η κατανόηση του βάθους και του μεγέθους της σημασίας όσων κάνουμε στις σχέσεις μας. Επειδή σε τελευταία ανάλυση η ζωή είναι σχέσεις· ζω σημαίνει έχω σχέσεις, αλλιώς δεν υπάρχεις. Δεν μπορείς να ζεις στην απομόνωση. Έχεις σχέση με τους φίλους σου, με την οικογένειά σου, με τους συναδέλφους σου. Ακόμα κι αν αποσυρθείς σε ένα βουνό, έχεις σχέση με εκείνον που σου φέρνει φαγητό· έχεις σχέση με την ιδέα που η απόσυρσή σου είναι προβολή της.
Ζω σημαίνει υπάρχω, πράγμα που είναι οι σχέσεις· και αν δεν κατανοήσουμε τις σχέσεις, δεν υπάρχει κατανόηση της Πραγματικότητας.
Τώρα: επειδή οι σχέσεις είναι επώδυνες, δημιουργούν ανησυχίες, κι αλλάζουν διαρκώς οι απαιτήσεις τους, δραπετεύουμε απ’ αυτές σ’ εκείνο που ονομάζουμε «Θεό», σ’ εκείνο που νομίζουμε ότι είναι η αναζήτηση της Πραγματικότητας. Ο αναζητητής δεν μπορεί να αναζητήσει το πραγματικό. Μπορεί μόνο να αναζητήσει τα δικά του ιδανικά, τα οποία είναι προβολές του εαυτού του. Έτσι, αληθινή θρησκεία είναι οι σχέσεις μας και η κατανόηση που έχουμε γι’ αυτές και τίποτε άλλο, γιατί σ’ αυτές τις σχέσεις με οποιονδήποτε και οτιδήποτε στη ζωή εμπεριέχεται ολόκληρη η σημασία της ύπαρξής μας. Στις σχέσεις −ανεξάρτητα αν είναι με ανθρώπους, με τη φύση, με τα δέντρα, με τ’ άστρα, με ιδέες, με την Πολιτεία− βρίσκεται ολόκληρο το ξεσκέπασμα του σκεπτόμενου και της σκέψης, πράγμα που είναι ο άνθρωπος, που είναι ο νους.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, που θα υποδεχτεί την Πραγματικότητα, όχι που θα αναζητήσει την Πραγματικότητα, που θα «ακούσει» τη φωνή του Αιώνιου, ό,τι κι αν είναι αυτό το Αιώνιο, πρέπει να κατανοήσει τις σχέσεις.
Παρόλο που ο νους ίσως να θέλει να έχει μόνιμη ησυχία, μόνιμη γαλήνη, μόνιμη μακαριότητα ή ό,τι άλλο σας αρέσει, υπάρχει μια τέτοια μόνιμη κατάσταση; Αν υπάρχει, τότε θα πρέπει να υπάρχει κι ένα μονοπάτι προς αυτήν, οπότε κάποιες πρακτικές, κάποια «πειθαρχία», μια μέθοδος διαλογισμού είναι πράγματα απαραίτητα για να πετύχουμε αυτή την κατάσταση. Αν, όμως, το κοιτάξουμε αυτό λίγο πιο προσεκτικά και βαθιά, θα ανακαλύψουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα μόνιμο. Ο νους, όμως, απορρίπτει αυτό που είναι γεγονός, επειδή αναζητά κάποια μορφή ψυχολογικής ασφάλειας και μέσα από την ίδια του την επιθυμία προβάλλει την ιδέα της Αλήθειας σαν να είναι κάτι μόνιμο, απόλυτο, κι έπειτα προχωράει κι εφευρίσκει μονοπάτια για να τον οδηγήσουν εκεί. Αυτή η σκόπιμη επινόηση έχει πολύ μικρή σημασία για τον άνθρωπο που θέλει πραγματικά ν’ ανακαλύψει τι είναι αληθινό και τι όχι.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, μονοπάτι προς την Αλήθεια, γιατί η Αλήθεια πρέπει να ανακαλύπτεται κάθε λεπτό. Δεν είναι το τελικό αποτέλεσμα συσσωρευμένων εμπειριών. Αντίθετα, πρέπει πρώτα να πεθάνουν μέσα σου όλες οι εμπειρίες σου, γιατί εκείνο που τις συσσωρεύει, που τις αποθηκεύει, είναι ο εαυτός, το «εγώ»· το «εγώ» που ακατάπαυστα αναζητά τη δική του ασφάλεια, τη δική του μονιμότητα και ατέλειωτη συνέχιση.
Οποιοσδήποτε νους που η σκέψη του πηγάζει απ’ αυτή την επιθυμία της αυτοδιαιώνισης, από την επιθυμία να αποκτήσει κάτι, να πετύχει κάτι, είτε σ’ αυτό τον κόσμο είτε στον άλλο, είναι καταδικασμένος να εγκλωβιστεί σε ψευδαισθήσεις κι επομένως θα υποφέρει.
Ενώ αν ο νους αρχίσει να κατανοεί τον εαυτό του, έχοντας επίγνωση της δικής του δραστηριότητας, παρατηρώντας τις δικές του κινήσεις, τις δικές του αντιδράσεις, αν είναι ικανός να αφήσει να πεθάνει μέσα του η επιθυμία να είναι ψυχολογικά ασφαλής, κι έτσι να είναι ελεύθερος από το παρελθόν, από το παρελθόν που είναι η συσσώρευση των δικών του επιθυμιών και εμπειριών, από το παρελθόν που είναι η διαιώνιση του «εγώ», του εαυτού, του «είμαι», τότε βλέπεις ότι δεν υπάρχουν καθόλου μονοπάτια για την Αλήθεια, αλλά μόνο αδιάκοπη ανακάλυψη κάθε λεπτό.
Σε τελευταία ανάλυση εκείνο που συσσωρεύει, εκείνο που αποθησαυρίζει, που έχει συνέχεια, είναι το «εγώ», ο εαυτός, που είναι το αποτέλεσμα του χρόνου. Είναι αυτή η εγωκεντρική μνήμη του «εγώ» και του «δικού μου» −η περιουσία μου, η αρετή μου, τα προσόντα μου, τα πιστεύω μου− που αναζητάει ψυχολογική ασφάλεια και επιθυμεί να έχει συνέχεια. Ένας τέτοιος νους επινοεί όλα εκείνα τα μονοπάτια που δεν έχουν κανένα αντίκρισμα στην πραγματικότητα.
Δυστυχώς, άνθρωποι που έχουν δύναμη, εξουσία, σε αυτοεπονομαζόμενες φιλοσοφικές ή πνευματικές οργανώσεις εκμεταλλεύονται άλλους ανθρώπους λέγοντας ότι υπάρχουν διαφορετικά μονοπάτια, τα απόκρυφα, τα μυστικιστικά και ούτω καθεξής. Από τη στιγμή που κάποιος τα καταλάβει όλα αυτά ανακαλύπτει από μόνος του ότι δεν υπάρχουν μονοπάτια για την Αλήθεια. Μόνο όταν ο νους μπορέσει να αφήσει να πεθάνουν ψυχολογικά γι’ αυτόν όλα όσα έχει συσσωρεύσει για τη δική του ασφάλεια, μόνο τότε αρχίζει να υπάρχει γι’ αυτόν η Πραγματικότητα.
Οι πιο πολλοί από μας θέλουμε να είμαστε κάποιοι σ’ αυτόν ή στον άλλο κόσμο. Η επιθυμία να συνεχίσουμε την ύπαρξή μας σ’ έναν άλλο κόσμο, με διαφορετική μορφή, εξακολουθεί να είναι αυτοπροβολή, είναι και πάλι λατρεία του «εγώ»· και μια τέτοια προβολή σίγουρα δεν είναι θρησκεία.
Η θρησκεία είναι κάτι πολύ πλατύτερο, πολύ βαθύτερο από τις προβολές του «εγώ»· και τελικά και η πίστη σας είναι αυτοπροβολή του «εγώ» σας. Τα ιδανικά σας, είτε εθνικά είτε θρησκευτικά, είναι αυτοπροβολές σας, και το ν’ ακολουθείτε τέτοιες προβολές είναι προφανώς ικανοποίηση του «εγώ» κι επομένως εγκλωβισμός του νου σε μια πίστη, σε ένα ιδανικό, που δεν είναι κάτι πραγματικό.
Η Πραγματικότητα εμφανίζεται μόνο όταν ο νους είναι ακίνητος, όχι εξαναγκασμένος να είναι ακίνητος. Οπότε δεν πρέπει να υπάρξει πειθάρχηση του νου να είναι ακίνητος. Όταν πειθαρχείτε τον εαυτό σας είναι απλώς προβολή της επιθυμίας σας να είστε σε κάποια ιδιαίτερη κατάσταση. Θρησκεία είναι η κατανόηση του «σκεπτόμενου» και της σκέψης, πράγμα που σημαίνει κατανόηση των σχέσεων στην πράξη.
Θρησκεία είναι η κατανόηση στην πράξη της επαφής μας με καθετί και όχι η λατρεία κάποιας ιδέας, όσο ικανοποιητική κι αν είναι, όσο παραδοσιακή κι αν είναι, όποιος κι αν την έχει πει. Θρησκεία είναι η κατανόηση της ομορφιάς, η κατανόηση του βάθους και του μεγέθους της σημασίας όσων κάνουμε στις σχέσεις μας. Επειδή σε τελευταία ανάλυση η ζωή είναι σχέσεις· ζω σημαίνει έχω σχέσεις, αλλιώς δεν υπάρχεις. Δεν μπορείς να ζεις στην απομόνωση. Έχεις σχέση με τους φίλους σου, με την οικογένειά σου, με τους συναδέλφους σου. Ακόμα κι αν αποσυρθείς σε ένα βουνό, έχεις σχέση με εκείνον που σου φέρνει φαγητό· έχεις σχέση με την ιδέα που η απόσυρσή σου είναι προβολή της.
Ζω σημαίνει υπάρχω, πράγμα που είναι οι σχέσεις· και αν δεν κατανοήσουμε τις σχέσεις, δεν υπάρχει κατανόηση της Πραγματικότητας.
Τώρα: επειδή οι σχέσεις είναι επώδυνες, δημιουργούν ανησυχίες, κι αλλάζουν διαρκώς οι απαιτήσεις τους, δραπετεύουμε απ’ αυτές σ’ εκείνο που ονομάζουμε «Θεό», σ’ εκείνο που νομίζουμε ότι είναι η αναζήτηση της Πραγματικότητας. Ο αναζητητής δεν μπορεί να αναζητήσει το πραγματικό. Μπορεί μόνο να αναζητήσει τα δικά του ιδανικά, τα οποία είναι προβολές του εαυτού του. Έτσι, αληθινή θρησκεία είναι οι σχέσεις μας και η κατανόηση που έχουμε γι’ αυτές και τίποτε άλλο, γιατί σ’ αυτές τις σχέσεις με οποιονδήποτε και οτιδήποτε στη ζωή εμπεριέχεται ολόκληρη η σημασία της ύπαρξής μας. Στις σχέσεις −ανεξάρτητα αν είναι με ανθρώπους, με τη φύση, με τα δέντρα, με τ’ άστρα, με ιδέες, με την Πολιτεία− βρίσκεται ολόκληρο το ξεσκέπασμα του σκεπτόμενου και της σκέψης, πράγμα που είναι ο άνθρωπος, που είναι ο νους.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, που θα υποδεχτεί την Πραγματικότητα, όχι που θα αναζητήσει την Πραγματικότητα, που θα «ακούσει» τη φωνή του Αιώνιου, ό,τι κι αν είναι αυτό το Αιώνιο, πρέπει να κατανοήσει τις σχέσεις.
Παρόλο που ο νους ίσως να θέλει να έχει μόνιμη ησυχία, μόνιμη γαλήνη, μόνιμη μακαριότητα ή ό,τι άλλο σας αρέσει, υπάρχει μια τέτοια μόνιμη κατάσταση; Αν υπάρχει, τότε θα πρέπει να υπάρχει κι ένα μονοπάτι προς αυτήν, οπότε κάποιες πρακτικές, κάποια «πειθαρχία», μια μέθοδος διαλογισμού είναι πράγματα απαραίτητα για να πετύχουμε αυτή την κατάσταση. Αν, όμως, το κοιτάξουμε αυτό λίγο πιο προσεκτικά και βαθιά, θα ανακαλύψουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα μόνιμο. Ο νους, όμως, απορρίπτει αυτό που είναι γεγονός, επειδή αναζητά κάποια μορφή ψυχολογικής ασφάλειας και μέσα από την ίδια του την επιθυμία προβάλλει την ιδέα της Αλήθειας σαν να είναι κάτι μόνιμο, απόλυτο, κι έπειτα προχωράει κι εφευρίσκει μονοπάτια για να τον οδηγήσουν εκεί. Αυτή η σκόπιμη επινόηση έχει πολύ μικρή σημασία για τον άνθρωπο που θέλει πραγματικά ν’ ανακαλύψει τι είναι αληθινό και τι όχι.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, μονοπάτι προς την Αλήθεια, γιατί η Αλήθεια πρέπει να ανακαλύπτεται κάθε λεπτό. Δεν είναι το τελικό αποτέλεσμα συσσωρευμένων εμπειριών. Αντίθετα, πρέπει πρώτα να πεθάνουν μέσα σου όλες οι εμπειρίες σου, γιατί εκείνο που τις συσσωρεύει, που τις αποθηκεύει, είναι ο εαυτός, το «εγώ»· το «εγώ» που ακατάπαυστα αναζητά τη δική του ασφάλεια, τη δική του μονιμότητα και ατέλειωτη συνέχιση.
Οποιοσδήποτε νους που η σκέψη του πηγάζει απ’ αυτή την επιθυμία της αυτοδιαιώνισης, από την επιθυμία να αποκτήσει κάτι, να πετύχει κάτι, είτε σ’ αυτό τον κόσμο είτε στον άλλο, είναι καταδικασμένος να εγκλωβιστεί σε ψευδαισθήσεις κι επομένως θα υποφέρει.
Ενώ αν ο νους αρχίσει να κατανοεί τον εαυτό του, έχοντας επίγνωση της δικής του δραστηριότητας, παρατηρώντας τις δικές του κινήσεις, τις δικές του αντιδράσεις, αν είναι ικανός να αφήσει να πεθάνει μέσα του η επιθυμία να είναι ψυχολογικά ασφαλής, κι έτσι να είναι ελεύθερος από το παρελθόν, από το παρελθόν που είναι η συσσώρευση των δικών του επιθυμιών και εμπειριών, από το παρελθόν που είναι η διαιώνιση του «εγώ», του εαυτού, του «είμαι», τότε βλέπεις ότι δεν υπάρχουν καθόλου μονοπάτια για την Αλήθεια, αλλά μόνο αδιάκοπη ανακάλυψη κάθε λεπτό.
Σε τελευταία ανάλυση εκείνο που συσσωρεύει, εκείνο που αποθησαυρίζει, που έχει συνέχεια, είναι το «εγώ», ο εαυτός, που είναι το αποτέλεσμα του χρόνου. Είναι αυτή η εγωκεντρική μνήμη του «εγώ» και του «δικού μου» −η περιουσία μου, η αρετή μου, τα προσόντα μου, τα πιστεύω μου− που αναζητάει ψυχολογική ασφάλεια και επιθυμεί να έχει συνέχεια. Ένας τέτοιος νους επινοεί όλα εκείνα τα μονοπάτια που δεν έχουν κανένα αντίκρισμα στην πραγματικότητα.
Δυστυχώς, άνθρωποι που έχουν δύναμη, εξουσία, σε αυτοεπονομαζόμενες φιλοσοφικές ή πνευματικές οργανώσεις εκμεταλλεύονται άλλους ανθρώπους λέγοντας ότι υπάρχουν διαφορετικά μονοπάτια, τα απόκρυφα, τα μυστικιστικά και ούτω καθεξής. Από τη στιγμή που κάποιος τα καταλάβει όλα αυτά ανακαλύπτει από μόνος του ότι δεν υπάρχουν μονοπάτια για την Αλήθεια. Μόνο όταν ο νους μπορέσει να αφήσει να πεθάνουν ψυχολογικά γι’ αυτόν όλα όσα έχει συσσωρεύσει για τη δική του ασφάλεια, μόνο τότε αρχίζει να υπάρχει γι’ αυτόν η Πραγματικότητα.