Όλοι γνωρίζετε ποιές ήταν οι Τρείς Χάριτες, και τις θεωρείτε μοναδικές. Να, όμως, που υπάρχουν άλλες τρεις, χάριτες κι αυτές. Δεν είναι άλλες από τις τρεις σημαντικότερες ομιλίες-λόγους του Αθηναίου ρήτορα Αισχίνη (393-314 π.Χ.): Ο κατά Τιμάρχου, ο κατά Κτησιφώντος και ο Περί παραπρεσβείας.
Και οι τρεις λόγοι διακρίνονται για τον πλούτο, τη σαφήνεια, τη δύναμη των επιχειρημάτων και τη χάρη τους. Και εξ αιτίας της χάρης τους ονομάστηκαν από τους συγχρόνους του Τρεις χάριτες. Και, για του λόγου το αληθές, να ένα μέρος από τον λόγο του Κατά Τιμάρχου.
«Όλοι πράγματι συμφωνούν ότι τρία είδη πολιτευμάτων υπάρχουν εις όλον τον κόσμον: η μοναρχία, η ολιγαρχία και η λαοκρατία(δημοκρατία). Και της μεν μοναρχίας ή της ολιγαρχίας η διοίκησις ρυθμίζεται από το κέφι των αρχόντων, των δε λαοκρατουμένων πολιτειών από τους κειμένους νόμους.
Και καλώς γνωρίζετε, ω Αθηναίοι, ότι και τους πολίτας και το πολίτευμα των λαοκρατιών εξασφαλίζουν οι νόμοι, ενώ τους μονάρχας και τους ασκούντας ολιγαρχίαν η καχυποψία και η ένοπλος σωματοφυλακή. Πρέπει, λοιπόν, οι μεν ολιγαρχικοί και οι ασκούντες διακυβέρνησιν με βάσιν την αρχήν της ανισότητος και προφυλλάσωνται από τους δυναμένους βιαίως να ανατρέψουν το καθεστώς, ημείς δε, οι έχοντες κράτος δικαίου και ισότητος, (να φυλλασσόμεθα) από εκείνους που με λόγους ή με την διαγωγήν των παραβιάζουν τους νόμους.
Θα είσθε τυχεροί τότε μόνον, όταν θα έχετε ευνομίαν και θα εμποδίζετε τους παρανομούντας να σας καταλύσουν. Πρέπει δε, νομίζω, όταν μεν νομοθετούμεν να αποβλέπωμεν εις το πώς θα κάμωμεν καλούς και ωφελίμους εις το κράτος νόμους, αφού δε νομοθετήσωμεν πλέον να συμμορφούμεθα προς τους κειμένους νόμους και να τιμωρούμεν τους μη συμμορφουμένους, εάν θέλωμεν να ευτυχή η πόλις.
Αναλογισθήτε πράγματι, ω Αθηναίοι, πόσον επρονόησαν δια τα ήθη, ο Σόλων, εκείνος ο παλαιός νομοθέτης και ο Δράκων και οι άλλοι νομοθέται των χρόνων εκείνων. Διότι, πρώτα-πρώτα ερρύθμησαν νομοθετικώς την διαγωγήν των παιδιών και με κάθε λεπτομέρειαν καθώρισαν πώς πρέπει να ζη το ελεύθερο παιδί και ποιάν ανατροφήν να λαμβάνη, κατόπιν δε έθεσαν νόμους και δια τους νέους, και δια τας άλλας ηλικίας, όχι μόνον δια τους ιδιώτας, αλλά δια τους δημοσίους άνδρας. Τους δε νόμους αυτούς εχάραξαν επάνω σε πλάκες και τους άφησαν ως παρακαταθήκην, ορίσαντες ότι σείς θα είσθε οι φύλακες αυτών»
Σας πληροφορώ ότι τα ίδια χρόνια έζησε και έδρασε και ο γνωστός μας Δημοσθένης, ένας δεινός αντίπαλος και κατήγορος του Αισχίνη, εναντίον του οποίου εξαπόλυσε την κατηγορία του χρηματισμού από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β΄, λέγοντας δημοσία, στην αγορά, το περίφημο «ουκ αισχίνει Αισχίνη;»
Ένα από τα αποφθέγματα που τού αποδίδονται είναι:
«εκείνος που σπέρνει ανομίες, θερίζει συμφορές».
Και οι τρεις λόγοι διακρίνονται για τον πλούτο, τη σαφήνεια, τη δύναμη των επιχειρημάτων και τη χάρη τους. Και εξ αιτίας της χάρης τους ονομάστηκαν από τους συγχρόνους του Τρεις χάριτες. Και, για του λόγου το αληθές, να ένα μέρος από τον λόγο του Κατά Τιμάρχου.
«Όλοι πράγματι συμφωνούν ότι τρία είδη πολιτευμάτων υπάρχουν εις όλον τον κόσμον: η μοναρχία, η ολιγαρχία και η λαοκρατία(δημοκρατία). Και της μεν μοναρχίας ή της ολιγαρχίας η διοίκησις ρυθμίζεται από το κέφι των αρχόντων, των δε λαοκρατουμένων πολιτειών από τους κειμένους νόμους.
Και καλώς γνωρίζετε, ω Αθηναίοι, ότι και τους πολίτας και το πολίτευμα των λαοκρατιών εξασφαλίζουν οι νόμοι, ενώ τους μονάρχας και τους ασκούντας ολιγαρχίαν η καχυποψία και η ένοπλος σωματοφυλακή. Πρέπει, λοιπόν, οι μεν ολιγαρχικοί και οι ασκούντες διακυβέρνησιν με βάσιν την αρχήν της ανισότητος και προφυλλάσωνται από τους δυναμένους βιαίως να ανατρέψουν το καθεστώς, ημείς δε, οι έχοντες κράτος δικαίου και ισότητος, (να φυλλασσόμεθα) από εκείνους που με λόγους ή με την διαγωγήν των παραβιάζουν τους νόμους.
Θα είσθε τυχεροί τότε μόνον, όταν θα έχετε ευνομίαν και θα εμποδίζετε τους παρανομούντας να σας καταλύσουν. Πρέπει δε, νομίζω, όταν μεν νομοθετούμεν να αποβλέπωμεν εις το πώς θα κάμωμεν καλούς και ωφελίμους εις το κράτος νόμους, αφού δε νομοθετήσωμεν πλέον να συμμορφούμεθα προς τους κειμένους νόμους και να τιμωρούμεν τους μη συμμορφουμένους, εάν θέλωμεν να ευτυχή η πόλις.
Αναλογισθήτε πράγματι, ω Αθηναίοι, πόσον επρονόησαν δια τα ήθη, ο Σόλων, εκείνος ο παλαιός νομοθέτης και ο Δράκων και οι άλλοι νομοθέται των χρόνων εκείνων. Διότι, πρώτα-πρώτα ερρύθμησαν νομοθετικώς την διαγωγήν των παιδιών και με κάθε λεπτομέρειαν καθώρισαν πώς πρέπει να ζη το ελεύθερο παιδί και ποιάν ανατροφήν να λαμβάνη, κατόπιν δε έθεσαν νόμους και δια τους νέους, και δια τας άλλας ηλικίας, όχι μόνον δια τους ιδιώτας, αλλά δια τους δημοσίους άνδρας. Τους δε νόμους αυτούς εχάραξαν επάνω σε πλάκες και τους άφησαν ως παρακαταθήκην, ορίσαντες ότι σείς θα είσθε οι φύλακες αυτών»
Σας πληροφορώ ότι τα ίδια χρόνια έζησε και έδρασε και ο γνωστός μας Δημοσθένης, ένας δεινός αντίπαλος και κατήγορος του Αισχίνη, εναντίον του οποίου εξαπόλυσε την κατηγορία του χρηματισμού από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β΄, λέγοντας δημοσία, στην αγορά, το περίφημο «ουκ αισχίνει Αισχίνη;»
Ένα από τα αποφθέγματα που τού αποδίδονται είναι:
«εκείνος που σπέρνει ανομίες, θερίζει συμφορές».