Τυλιγμένο με την αίγλη των 19 περίπου αιώνων του, το μνημείο σήμερα έχει καταξιωθεί και αντιμετωπίζεται όπως κάθε άλλο μνημείο. Στην εποχή του ωστόσο πρέπει να είχε προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις, μολονότι δε διαθέτουμε μαρτυρίες για κάτι τέτοιο. Οι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Παυσανίας, μόλις που καταδέχονται να αναφέρουν το μνημείο, πράγμα το οποίο λέει πολλά.
Ελάχιστα είναι γνωστά για τον άνθρωπο πίσω από το μνημείο. Ξέρουμε ότι γεννήθηκε περίπου το 70 μ.Χ., διάδοχος του θρόνου της Κομμαγηνής, ενός μικρού βασιλείου στην περιοχή που σήμερα διασχίζεται από τα σύνορα Συρίας-Τουρκίας. Το πραγματικό του όνομα, Γάιος Ιούλιος Αντίοχος, αποκαλύπτει τη σύγκλιση των δύο μεγάλων πολιτισμών, Ρωμαϊκού και Ελληνικού που επηρέασαν τη μοίρα του.
Φιλόπαππος (αυτός που αγαπά τον παππού του) είναι η επωνυμία με την οποία ο ίδιος διάλεξε να αυτοπροσδιορίζεται, πολύ αργότερα. Ο παππούς τον οποίο τιμούσε με το όνομα και το μνημείο του ο Φιλόπαππος, δεν ήταν άλλος από τον Αντίοχο Δ΄, ο οποίος έμελλε να είναι ο τελευταίος βασιλιάς της Κομμαγηνής. Όταν ο νεαρός Φιλόπαππος ήταν μόλις δύο ετών, οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να προσαρτήσουν την πατρίδα του στην επαρχία της Συρίας και εκδίωξαν ολόκληρη τη βασιλική οικογένεια από τα πατρογονικά της εδάφη. Ωστόσο τους επεφύλαξαν εξαιρετική μεταχείριση: εγκατέστησαν ολόκληρη την οικογένεια στη Ρώμη παρέχοντάς τους εισόδημα που τους επέτρεπε να ζουν βασιλικά. Οι ίδιοι δεν έπαψαν ποτέ να αυτοαποκαλούνται βασιλείς, μολονότι δεν ξαναείδαν ποτέ το βασίλειό τους.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο νεαρός Φιλόπαππος, απολαμβάνοντας τα προνόμια που του χάριζε ένα γενναίο εισόδημα και η ιδιότητά του ως ρωμαίος πολίτης των ανώτερων τάξεων, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου θα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Κατόρθωσε να γίνει αποδεκτός από την πνευματική ελίτ της πόλης και μάλιστα να γίνει Αθηναίος πολίτης,δημότης Βήσης, ένα προνόμιο που σπάνια δινόταν σε ξένους και το οποίο μάλλον οφείλει στην εξαιρετική γενναιοδωρία του. Υπηρέτησε τη νέα του πατρίδα αναλαμβάνοντας διάφορα δημόσια αξιώματα, πολλά από τα οποία απαιτούσαν τεράστιες δαπάνες.( Διετέλεσε Άρχων της Αθήνας το 88 μ.Χ και έγινε αγωνοθέτης στα Διονύσια).
Ο Φιλόπαππος είχε φιλικές σχέσεις με πολλούς Έλληνες φιλοσόφους καθώς και με τον ιστορικό Πλούταρχο ο οποίος στα κείμενά του τον περιγράφει ως «πολύ γενναιόδωρο και θαυμάσιο στις ανταμοιβές του» και περιγράφει τον χαρακτήρα του ως «ευδιάθετο που ανυπομονεί για τη διδασκαλία».
Μετά το θάνατό του το 116 μ.Χ τάφηκε στην κορυφή του λόφου των Μουσών, ο οποίος κατέληξε να φέρει το όνομά του. Δεν ξέρουμε ποιος διάλεξε τη θέση ή σχεδίασε το μνημείο - μαυσωλείο με τους πολύσημους συμβολισμούς. Ίσως να ήταν ο ίδιος, ή το πιο πιθανό η μοναδική αδελφή του Ιουλία Βάλβιλλα, που πέθανε αρκετά χρόνια αργότερα. Ανεξάρτητα από αυτό, το μνημείο, που σκοπό είχε να δοξάζει τον Φιλόπαππο αιώνια, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα συγκρητισμού Ρωμαϊκών, Ελληνικών και Ανατολίτικων στοιχείων.
Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση, είναι η θέση του μνημείου: δεν είναι απλά σε μια θέση που το κάνει ορατό από το σύνολο της πόλης, αλλά βρίσκεται σε ύψωμα, κάτι πρωτάκουστο για τα ελληνικά δεδομένα μιας και η ιερή παράδοση των αρχαίων Αθηναίων δεν επέτρεπε να γίνουν ταφές στα ιερά υψώματα, όπως ήταν ο Λόφος των Μουσών. Αυτό σίγουρα οφείλεται στην παράδοση των βασιλέων της Κομμαγηνής να θάβονται σε κορφές βουνών, στα λεγόμενα ιεροθέσια, στα οποία οι νεκροί βασιλείς λατρεύονταν ως θεοί. Η επιλογή του σημείου θα πρέπει να είχε το διπλό στόχο να επιβάλλει την παρουσία του στο χώρο αλλά και να προβάλει την καταγωγή και βασιλική ιδιότητα του Φιλόπαππου. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιγραφή του μνημείου που κατονομάζει το νεκρό έχει ως εξής: "Βασιλεύς Αντίοχος Φιλόπαππος, βασιλέως Επιφανούς του Αντιόχου".
Σχεδιάγραμμα του μνημείου στην πρόσοψη.
D.E.E Kleiner: «The monument of Philopappos in Athens,»Archaeologica 30, Rome 1983, table.XXXIII
Η μορφή του μνημείου είναι εντελώς ξένη στην Ελληνική παράδοση, αλλά αυτό δε γίνεται αμέσως αντιληπτό από το σύγχρονο παρατηρητή, ο οποίος αντιλαμβάνεται κυρίως τα ελληνορωμαϊκά στοιχεία του διακόσμου. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε το ίδιο φίνο Πεντελικό μάρμαρο που απαιτήθηκε για τον Παρθενώνα. Με διαστάσεις 9,80 x 9,30 μ., το μνημείο είχε την πρόσοψη του προς τον Ιερό Βράχο. Από τις τέσσερις πλευρές του Μαυσωλείου αυτού σώζεται σήμερα μόνο η βορειοανατολική, στην εξωτερική πλευρά της οποίας φέρεται φιλοτεχνημένη ανάγλυφα μια από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του Φιλοπάππου. Συγκεκριμένα διακρίνουμε δύο σειρές γλυπτών, από τις οποίες η κάτω απεικονίζει τον Φιλόπαππο σε τέθριππο, στη μέση, ενώ από τη μία και την άλλη πλευρά στέκουν άτομα με ρωμαϊκή ενδυμασία. Πρόκειται για απεικόνιση ενός πραγματικού γεγονότος, για το οποίο ο Φιλόπαππος θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα περήφανος: την ανάρρησή του στο αξίωμα του Ρωμαίου Υπάτου, το 109 μ.Χ. (Στην εποχή των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων που ζούσε και ο Φιλόπαππος, ο τίτλος του Ύπατου ήταν τελείως τυπικός ,δεν ασκούνταν "Υπατείας εξουσία", ήταν απλός τιμητικός τίτλος που τον αποκτούσε κανείς από εξαιρετική εύνοια του Αυτοκράτορα).
Πάνω από αυτή, μια δεύτερη σειρά γλυπτών περιλαμβάνει τρία αγάλματα, από τα οποία το κεντρικό και μεγαλύτερο απεικονίζει το Φιλόπαππο ένθρονο. Η επιγραφή του κεντρικού ανδριάντα αναφέρει: "Φιλόπαππος Επιφάνους Βησαιεύς" (δηλαδή Φιλόπαππος γιος του Επιφάνους, εγεγραμμένος πολίτης στο δήμο της Βήσης των Αθηναίων). Και ενώ αυτή φέρει το πιθανό όνομα που έφερε ο Φιλόπαππος στην αρχαία Αθήνα. Στα δεξιά του, μια μικρότερη μορφή είναι ο παππούς του, Αντίοχος Δ΄, ενώ στα αριστερά του βρισκόταν ο Σέλευκος Α΄ο Νικάτωρ, που δε σώζεται σήμερα.
Η ανάγλυφη παράσταση του Μνημείου.
Ο Σέλευκος Α΄ήταν ένας από τους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου και οι βασιλείς της Κομμαγηνής τον θεωρούσαν ως ιδρυτή της δυναστείας τους, μαζί με το Δαρείο. Ωστόσο, οι περσικές καταβολές της οικογένειας λάμπουν διά της απουσίας τους.
Σε άλλη τρίτη επιγραφή σε λατινική γραφή αναφέρεται και το όνομα που διατηρούσε ο Φιλόπαππος ως "Ρωμαίος πολίτης": "C. Julius f(ilius) Antiochus Philopappus". Η ίδια η τρίτη αυτή επιγραφή αναφέρει στα λατινικά πως ο Φιλόπαππος ήταν Ύπατος, μέλος του ιερατικού σωματείου των Αρουραίων αδελφών και πως είχε εκλεγεί από τον Αυτοκράτορα Τραϊανό πραιτωριανός.Tο μνημείο είναι, ίσως, το πιο κλασικό δείγμα παρακμάζουσας αρχαίας Τέχνης ,χαρακτηριστηκό είναι ότι ο περιηγητής Παυσανίας περιγράφει το μνημείο χωρίς καμία ιδιαίτερη ένδειξη εκτίμησής του: "και μνήμα αυτόθι ανδρί ωκοδομήθη Σύρω".
Το μνημείο σωζόταν αυτούσιο μέχρι τον 15ο αιώνα. Σύμφωνα με νεότερες έρευνες διαπιστώθηκε ότι μέρη του μαυσωλείου αφαιρέθηκαν από τους Τούρκους και τα χρησιμοποίησαν για την κατασκευή του μιναρέ του Παρθενώνα.
Σχεδιάγραμμα όπως θα πρέπει να ήταν η πλαϊνή όψη του μνημείου.
Το 1957 σε αρχαιολογική έρευνα του μνημείου με παράλληλη ανασκαφή του χώρου από τον αρχιτέκτονα αρχαιολόγο Ιωάννη Τραυλό διαπιστώθηκε πως το μνημείο αυτό έφερε νεκρικό θάλαμο ύψους 9 μέτρων και εμβαδού 7Χ5 μέτρων. Η είσοδος στο θάλαμο αυτόν γινόταν από κλίμακα (σκάλα) της νοτιοδυτικής πλευράς του μνημείου, και απέναντι από την είσοδό του υπήρχε η σαρκοφάγος του Φιλοππάπου. Συνεπώς το μνημείο αυτό είχε τον χαρακτήρα Μαυσωλείου και όχι απλού μνημείου όπως καθιερώθηκε να λέγεται.
Ελάχιστα είναι γνωστά για τον άνθρωπο πίσω από το μνημείο. Ξέρουμε ότι γεννήθηκε περίπου το 70 μ.Χ., διάδοχος του θρόνου της Κομμαγηνής, ενός μικρού βασιλείου στην περιοχή που σήμερα διασχίζεται από τα σύνορα Συρίας-Τουρκίας. Το πραγματικό του όνομα, Γάιος Ιούλιος Αντίοχος, αποκαλύπτει τη σύγκλιση των δύο μεγάλων πολιτισμών, Ρωμαϊκού και Ελληνικού που επηρέασαν τη μοίρα του.
Φιλόπαππος (αυτός που αγαπά τον παππού του) είναι η επωνυμία με την οποία ο ίδιος διάλεξε να αυτοπροσδιορίζεται, πολύ αργότερα. Ο παππούς τον οποίο τιμούσε με το όνομα και το μνημείο του ο Φιλόπαππος, δεν ήταν άλλος από τον Αντίοχο Δ΄, ο οποίος έμελλε να είναι ο τελευταίος βασιλιάς της Κομμαγηνής. Όταν ο νεαρός Φιλόπαππος ήταν μόλις δύο ετών, οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να προσαρτήσουν την πατρίδα του στην επαρχία της Συρίας και εκδίωξαν ολόκληρη τη βασιλική οικογένεια από τα πατρογονικά της εδάφη. Ωστόσο τους επεφύλαξαν εξαιρετική μεταχείριση: εγκατέστησαν ολόκληρη την οικογένεια στη Ρώμη παρέχοντάς τους εισόδημα που τους επέτρεπε να ζουν βασιλικά. Οι ίδιοι δεν έπαψαν ποτέ να αυτοαποκαλούνται βασιλείς, μολονότι δεν ξαναείδαν ποτέ το βασίλειό τους.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο νεαρός Φιλόπαππος, απολαμβάνοντας τα προνόμια που του χάριζε ένα γενναίο εισόδημα και η ιδιότητά του ως ρωμαίος πολίτης των ανώτερων τάξεων, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου θα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Κατόρθωσε να γίνει αποδεκτός από την πνευματική ελίτ της πόλης και μάλιστα να γίνει Αθηναίος πολίτης,δημότης Βήσης, ένα προνόμιο που σπάνια δινόταν σε ξένους και το οποίο μάλλον οφείλει στην εξαιρετική γενναιοδωρία του. Υπηρέτησε τη νέα του πατρίδα αναλαμβάνοντας διάφορα δημόσια αξιώματα, πολλά από τα οποία απαιτούσαν τεράστιες δαπάνες.( Διετέλεσε Άρχων της Αθήνας το 88 μ.Χ και έγινε αγωνοθέτης στα Διονύσια).
Ο Φιλόπαππος είχε φιλικές σχέσεις με πολλούς Έλληνες φιλοσόφους καθώς και με τον ιστορικό Πλούταρχο ο οποίος στα κείμενά του τον περιγράφει ως «πολύ γενναιόδωρο και θαυμάσιο στις ανταμοιβές του» και περιγράφει τον χαρακτήρα του ως «ευδιάθετο που ανυπομονεί για τη διδασκαλία».
Μετά το θάνατό του το 116 μ.Χ τάφηκε στην κορυφή του λόφου των Μουσών, ο οποίος κατέληξε να φέρει το όνομά του. Δεν ξέρουμε ποιος διάλεξε τη θέση ή σχεδίασε το μνημείο - μαυσωλείο με τους πολύσημους συμβολισμούς. Ίσως να ήταν ο ίδιος, ή το πιο πιθανό η μοναδική αδελφή του Ιουλία Βάλβιλλα, που πέθανε αρκετά χρόνια αργότερα. Ανεξάρτητα από αυτό, το μνημείο, που σκοπό είχε να δοξάζει τον Φιλόπαππο αιώνια, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα συγκρητισμού Ρωμαϊκών, Ελληνικών και Ανατολίτικων στοιχείων.
Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση, είναι η θέση του μνημείου: δεν είναι απλά σε μια θέση που το κάνει ορατό από το σύνολο της πόλης, αλλά βρίσκεται σε ύψωμα, κάτι πρωτάκουστο για τα ελληνικά δεδομένα μιας και η ιερή παράδοση των αρχαίων Αθηναίων δεν επέτρεπε να γίνουν ταφές στα ιερά υψώματα, όπως ήταν ο Λόφος των Μουσών. Αυτό σίγουρα οφείλεται στην παράδοση των βασιλέων της Κομμαγηνής να θάβονται σε κορφές βουνών, στα λεγόμενα ιεροθέσια, στα οποία οι νεκροί βασιλείς λατρεύονταν ως θεοί. Η επιλογή του σημείου θα πρέπει να είχε το διπλό στόχο να επιβάλλει την παρουσία του στο χώρο αλλά και να προβάλει την καταγωγή και βασιλική ιδιότητα του Φιλόπαππου. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιγραφή του μνημείου που κατονομάζει το νεκρό έχει ως εξής: "Βασιλεύς Αντίοχος Φιλόπαππος, βασιλέως Επιφανούς του Αντιόχου".
Σχεδιάγραμμα του μνημείου στην πρόσοψη.
D.E.E Kleiner: «The monument of Philopappos in Athens,»Archaeologica 30, Rome 1983, table.XXXIII
Η μορφή του μνημείου είναι εντελώς ξένη στην Ελληνική παράδοση, αλλά αυτό δε γίνεται αμέσως αντιληπτό από το σύγχρονο παρατηρητή, ο οποίος αντιλαμβάνεται κυρίως τα ελληνορωμαϊκά στοιχεία του διακόσμου. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε το ίδιο φίνο Πεντελικό μάρμαρο που απαιτήθηκε για τον Παρθενώνα. Με διαστάσεις 9,80 x 9,30 μ., το μνημείο είχε την πρόσοψη του προς τον Ιερό Βράχο. Από τις τέσσερις πλευρές του Μαυσωλείου αυτού σώζεται σήμερα μόνο η βορειοανατολική, στην εξωτερική πλευρά της οποίας φέρεται φιλοτεχνημένη ανάγλυφα μια από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του Φιλοπάππου. Συγκεκριμένα διακρίνουμε δύο σειρές γλυπτών, από τις οποίες η κάτω απεικονίζει τον Φιλόπαππο σε τέθριππο, στη μέση, ενώ από τη μία και την άλλη πλευρά στέκουν άτομα με ρωμαϊκή ενδυμασία. Πρόκειται για απεικόνιση ενός πραγματικού γεγονότος, για το οποίο ο Φιλόπαππος θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα περήφανος: την ανάρρησή του στο αξίωμα του Ρωμαίου Υπάτου, το 109 μ.Χ. (Στην εποχή των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων που ζούσε και ο Φιλόπαππος, ο τίτλος του Ύπατου ήταν τελείως τυπικός ,δεν ασκούνταν "Υπατείας εξουσία", ήταν απλός τιμητικός τίτλος που τον αποκτούσε κανείς από εξαιρετική εύνοια του Αυτοκράτορα).
Πάνω από αυτή, μια δεύτερη σειρά γλυπτών περιλαμβάνει τρία αγάλματα, από τα οποία το κεντρικό και μεγαλύτερο απεικονίζει το Φιλόπαππο ένθρονο. Η επιγραφή του κεντρικού ανδριάντα αναφέρει: "Φιλόπαππος Επιφάνους Βησαιεύς" (δηλαδή Φιλόπαππος γιος του Επιφάνους, εγεγραμμένος πολίτης στο δήμο της Βήσης των Αθηναίων). Και ενώ αυτή φέρει το πιθανό όνομα που έφερε ο Φιλόπαππος στην αρχαία Αθήνα. Στα δεξιά του, μια μικρότερη μορφή είναι ο παππούς του, Αντίοχος Δ΄, ενώ στα αριστερά του βρισκόταν ο Σέλευκος Α΄ο Νικάτωρ, που δε σώζεται σήμερα.
Η ανάγλυφη παράσταση του Μνημείου.
Ο Σέλευκος Α΄ήταν ένας από τους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου και οι βασιλείς της Κομμαγηνής τον θεωρούσαν ως ιδρυτή της δυναστείας τους, μαζί με το Δαρείο. Ωστόσο, οι περσικές καταβολές της οικογένειας λάμπουν διά της απουσίας τους.
Σε άλλη τρίτη επιγραφή σε λατινική γραφή αναφέρεται και το όνομα που διατηρούσε ο Φιλόπαππος ως "Ρωμαίος πολίτης": "C. Julius f(ilius) Antiochus Philopappus". Η ίδια η τρίτη αυτή επιγραφή αναφέρει στα λατινικά πως ο Φιλόπαππος ήταν Ύπατος, μέλος του ιερατικού σωματείου των Αρουραίων αδελφών και πως είχε εκλεγεί από τον Αυτοκράτορα Τραϊανό πραιτωριανός.Tο μνημείο είναι, ίσως, το πιο κλασικό δείγμα παρακμάζουσας αρχαίας Τέχνης ,χαρακτηριστηκό είναι ότι ο περιηγητής Παυσανίας περιγράφει το μνημείο χωρίς καμία ιδιαίτερη ένδειξη εκτίμησής του: "και μνήμα αυτόθι ανδρί ωκοδομήθη Σύρω".
Το μνημείο σωζόταν αυτούσιο μέχρι τον 15ο αιώνα. Σύμφωνα με νεότερες έρευνες διαπιστώθηκε ότι μέρη του μαυσωλείου αφαιρέθηκαν από τους Τούρκους και τα χρησιμοποίησαν για την κατασκευή του μιναρέ του Παρθενώνα.
Σχεδιάγραμμα όπως θα πρέπει να ήταν η πλαϊνή όψη του μνημείου.
Το 1957 σε αρχαιολογική έρευνα του μνημείου με παράλληλη ανασκαφή του χώρου από τον αρχιτέκτονα αρχαιολόγο Ιωάννη Τραυλό διαπιστώθηκε πως το μνημείο αυτό έφερε νεκρικό θάλαμο ύψους 9 μέτρων και εμβαδού 7Χ5 μέτρων. Η είσοδος στο θάλαμο αυτόν γινόταν από κλίμακα (σκάλα) της νοτιοδυτικής πλευράς του μνημείου, και απέναντι από την είσοδό του υπήρχε η σαρκοφάγος του Φιλοππάπου. Συνεπώς το μνημείο αυτό είχε τον χαρακτήρα Μαυσωλείου και όχι απλού μνημείου όπως καθιερώθηκε να λέγεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου