Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση θα ’λεγε πως τα όνειρα είναι εκδηλώσεις του ανθρώπινου ασυνείδητου. Εμένα όμως το ζήτημα με απασχολεί αλλιώς.
Σε άλλες γλώσσες του κόσμου, οι άνθρωποι τα όνειρα τα έχουνε. Στη γλώσσα που μ’ έχουνε μάθει να σκέφτομαι, από μια ηλικία που η μνήμη αδυνατεί να ανακαλέσει ακριβώς, τα όνειρα τα ΒΛΕΠΩ.
Ονειροφαντασίες, φάσματα, ρέουσες σκιές, φευγαλέες αντανακλάσεις, καλειδοσκοπικούς ιριδισμούς, απροσδιόριστα απεικάσματα. Είδωλα εν τέλει.
Τα έχω δει. Τα είδα. Τα ΒΛΕΠΩ.
Προσφέρονται στην όραση (εν-όραση; δι-όραση;). Στα μάτια μου. Με την πληθωρική βία του χειμάρρου, με θεμελιωδώς ασύντακτους καταιγισμούς, με πολυτροπικότητα θεαματικά παράλογη που εξαντλεί το φαίνεσθαι, ωθώντας το πέρα απ’ τα όριά του.
Και επιπλέον, στη γλώσσα που μ’ έχουνε μάθει να σκέφτομαι, λόγω εκείνης της ανεξιχνίαστης ετυμολογικής συγγένειας ανάμεσα στα ρήματα ὁρῶ (βλέπω) και οἶδα (ξέρω) [ναι, ακριβώς λόγω εκείνης της καταραμένης κοινής τους ρίζας εἰδ-], τα ονειρώδη είδωλα γίνονται μέρος του αισθητηριακού μου κόσμου. Γίνονται μέρος της εμπειρίας μου. Κάνουν χαραγματιές στον νου μου. Βαθιές χαραγματιές…
Αυτή δεν ήταν, άλλωστε, και η αντίληψη σε μύθους αρχετυπικούς;
Στην ομηρική αφήγηση, οι ονειροφαντασίες προέρχονται μεν από περιοχές εξω-ανθρώπινες, εισέρχονται όμως στον κόσμο τον πραγματικό με τη στερεοτυπική μεγαλοπρέπεια υποκριτή σε θέατρο τελετουργικό.
Οι ονειροφαντασίες εισβάλλουν. Απροσδόκητα. Εκεί όπου κανένας δεν τις περιμένει. Ανοίγουν χαραμάδες και κλειδωμένα μάνταλα, αθόρυβα και διακριτικά, χωρίς να γίνουν αντιληπτές από κανέναν. Τίποτα δεν μπορεί να τις σταματήσει. Πλησιάζουν τον κοιμώμενο και μιλάνε απ’ το προσκεφάλι του, έτσι ώστε μόνος εκείνος να μπορεί να τις καταλάβει και να τις ακούσει.
Στην Οδύσσεια ζ, η Αθηνά μεταμορφώνεται σε όνειρο, παίρνοντας τη μορφή μιας φίλης της Ναυσικάς, μπαίνει στην κάμαρη που η κόρη κοιμάται, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τις βάγιες που στέκονται φρουροί στην πόρτα, και μαλώνει τη Ναυσικά, προκαθορίζοντας έτσι τις ενέργειες που η κόρη θα κάνει την άλλη μέρα.
Στην Ιλιάδα Β, ο Όνειρος αυτοπροσώπως, παίρνοντας την ειδή του Νέστορα, στέλνεται απ’ τον Δία στη σκηνή όπου ο Αγαμέμνονας κοιμάται και τον επιπλήττει, έτσι ώστε αυτός την άλλη μέρα να πραγματοποιήσει κατά γράμμα τη θεϊκή βούληση. Μάλιστα, πριν ο Όνειρος αποχωρήσει, συμβουλεύει τον Αγαμέμνονα: “Μα εσύ τα λόγια μου κράτα στο νου, μη λάχει/ κι αλησμονιά σε πιάσει, ο ολόγλυκος μόλις σ’ αφήσει γύπνος” [στ. 33-34, μτφρ. Κακριδή και Καζαντζάκη].
Έτσι είναι το όνειρο στον μύθο τον αρχετυπικό. Καμώνεται πως απεχθάνεται τη λήθη. Και είναι, με τον τρόπο αυτό, ως αν να αναδύεται απ’ την κατεξοχήν περιοχή της ενεργούς μνήμης, απ’ το πεδίο του αδιαμφισβήτητου, της αδιάψευστης αλήθειας. Το όνειρο μιλάει πάντα με έμφαση, με έμμονες προστακτικές. Έχει ύφος επιτακτικό, τέτοιο που να μη σηκώνει αντιρρήσεις. Περιχαρακώνει, ορίζει με λεπτομερή ακρίβεια τον χώρο που ελέγχει. Με άλλα λόγια, το όνειρο κυριεύει και αλώνει και μετατρέπει τον άνθρωπο σε έρμαιό του. Δεν επιτρέπει αντιστάσεις. Στερεί τα δικαιώματα. Το δικαίωμα του αντίλογου, του αντεπιχειρήματος, της προετοιμασίας και της άμυνας, των επεξεργασμένων διανοημάτων κι επινοήσεων, των όπλων και των κόλπων κάθε είδους.
Γιατί η προνομιακή σκηνή όπου το όνειρο εμφαίνεται, ο ύπνος, περιγράφεται με δύναμη ακατάλυτη στη μυθική αφήγηση. Ο ομηρικός ύπνος είναι αδιατάρακτος (νήδυμος), χύνεται γύρω στο κορμί (ἀμφιχυθείς), λύνει τα μέλη του (λυσιμελής), λύνει τη μέριμνα του ανθρώπου για προστασία της ψυχής του (λύων μελεδήματα θυμοῦ). Και τόσο κατηγορηματικά επενεργεί που μοιάζει ολόιδιος θάνατος. Γίνεται το διπλό, το παράλληλο του θανάτου, σχεδόν ένα αντίγραφό του, όπως στο αρνητικό του φωτογραφικού φιλμ. Όπως στην Ιλιάδα Π (454-459 και 682), όπου Ύπνος και Θάνατος είναι τα δίδυμα αδέλφια που σηκώνουν απ’ το πεδίο της μάχης τον νεκρό Σαρπηδόνα, ενώ ο Δίας ραντίζει τη γη με αιμάτινη βροχή.
Ο θάνατος κι ο ύπνος έχουν κι άλλη ομοιότητα. Ο Ἅδης, όπως το λέει το όνομά του, είναι βεβαίως ασύλληπτος για την ανθρώπινη όραση και νόηση. Κι όμως, οι ψυχές των νεκρών που τον στοιχειώνουν μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να εμφανιστούν ως εἴδωλα καμόντων, εύθραυστα φαντάσματα, συρρικνωμένες κι εξουθενωμένες εικόνες αυτού που κάποτε ο άνθρωπος υπήρξε. Φευγαλέες υποστάσεις, στερημένες ζωής και νόησης (ἀφραδέες). Ωστόσο, αν καταφέρει ο ζωντανός να έρθει σε επικοινωνία μαζί τους, του μεταφέρουν γνώση προφητική. Έτσι συμβαίνει στην Οδύσσεια ν, όπου ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον άλλο κόσμο. Κι έτσι συμβαίνει επίσης στην Ιλιάδα Ψ (65-107), όπου το φάντασμα του Πατρόκλου επισκέπτεται σε ονειρική μορφή τον Αχιλλέα στον ύπνο του.
Ποια γνώση μεταφέρουν, τελικά, τα είδωλα ως φαντάσματα νεκρών που στοιχειώνουν την ανθρώπινη σκέψη; Την αναγνώριση της γλύκας, της ομορφιάς, του μεγαλείου της ζωής, εξισορροπημένη όμως από τη βαθύτερη εκτίμηση του πεπερασμένου της. Αυτήν την αναγνώριση που αναπτύσσει την αιδώ και το δέος, που βάζει ένα μέτρο όταν τυφλωμένοι συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε –γιατί έτσι θα θέλαμε ίσως να πιστεύουμε– άτρωτοι κι αιώνιοι. Αυτήν την επίγνωση που ακόμη-ακόμη τιμωρεί την ανθρώπινη σκληρότητα κι αλαζονεία.
Ο Αχιλλέας προσπάθησε να μιλήσει και ν’ αγκαλιάσει απελπισμένος τον Πάτροκλο, όταν το φάντασμα τού μίλησε: “κι άπλωσε τα χέρια του, μα δεν τον έπιασε, όχι./ Τι κλαψουρίζοντας του εξέφυγε βαθιά η ψυχή στο χώμα/ ίδια καπνός. Ορθός τινάχτηκε τότε ο Αχιλλέας χαμένος,/ τα χέρια εχτύπησε θαυμάζοντας και τέτοια λέει θρηνώντας:/ «Ωχού μου, να λοιπόν που βρίσκεται και μες στον Άδη ακόμα/ ψυχή και διακαμός στον άνθρωπο, κι όμως ζωή καθόλου!/ Τι όλη τη νύχτα αυτή του Πάτροκλου του δόλιου εδώ μπροστά μου/ στεκόταν η ψυχή και μύρουνταν πικρά θρηνολογώντας,/ και το ’να, τ’ άλλο μού παράγγελνε, και του ’μοιαζε περίσσια»” [στ. 99-107, μτφρ. Κακριδή και Καζαντζάκη]
Ο Αχιλλέας αποκομίζει φρόνηση απ’ την επαφή του με το είδωλο του ακριβού του φίλου. Μετά απ’ την ονειρική του εμπειρία της ραψωδίας Ψ, ο ήρωας αυτός, που διαρκώς κινείται μεταξύ των δυο ακραίων πόλων στον άξονα της συμπεριφοράς, μεταξύ δηλαδή μιας θεϊκής σχεδόν μεγαλοψυχίας και μιας κτηνώδους σχεδόν σκληρότητας, έχει, επιτέλους, γίνει άνθρωπος. Ξέρει, επιτέλους, τι ακριβώς τον περιμένει σύμφωνα μ’ εκείνο το γραφτό του, που διαρκώς το επαναλάμβανε πιο πριν, αψηφώντας το όμως και χωρίς να αναλογίζεται το βάθος του. Τώρα ΞΕΡΕΙ, πραγματικά ξέρει ότι πολύ σύντομα θα πεθάνει κι ο ίδιος στην Τροία. Τώρα μπορεί να προσμετρήσει πώς είναι να πεθαίνεις. Κι αυτός ο θάνατος που, τόσο κατηγορηματικά το είδωλο τού προοιώνισε, τον γλυκαίνει. Τώρα επιτέλους η περίφημη οργή του που αποτελεί το θέμα της Ιλιάδας, αυτή η μῆνις που δίκαια ξεκίνησε να εκφράζεται, αλλά κατέληξε αποτρόπαιη, αυτή η οργή επιτέλους λύνεται. Αμέσως μετά ο Αχιλλέας θα παραδώσει στον Πρίαμο το πτώμα του Έκτορα που τόσο βάναυσα και παράλογα κακοποιούσε κι ατίμαζε. Θα το παραδώσει για ταφή. Όπως ταιριάζει στον νεκρό Έκτορα, τον άνθρωπο και ήρωα. Κι, όταν τελειώνει η Ιλιάδα, είμαστε κι εμείς οι αναγνώστες πλέον σίγουροι: ο ίδιος ο Αχιλλέας θα πεθάνει ως άνθρωπος, και άρα ως ήρωας.
Ίσως τέτοιες σκέψεις είχε στο μυαλό του κι ο Πυθαγόρας, εκείνος ο περίφημος μαθηματικός, όταν, σύμφωνα με μιαν άλλη παράδοση, ασκούσε κατοπτρομαντεία. Έβαζε κόντρα στην πανσέληνο –λέει– έναν καθρέφτη για να λάβει κοσμικά μηνύματα. Κι οι αντικατοπτρισμοί της σελήνης γράφονταν πάνω στην κρυστάλλινη επιφάνεια με το αίμα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου