Ἰλιὰς Α 1-7
Το προοίμιο της Ιλιάδας
Η επική σύμβαση θέλει τα ηρωικά έπη να μην αρχίζουν κατευθείαν με την αφήγηση των γεγονότων, αλλά να προτάσσεται ένα προοίμιο. Στο προοίμιο ο επικός ποιητής, που έχει να χειριστεί ένα δυσεπισκόπητο υλικό και αντλεί τη νομιμοποίησή του από τη Μούσα, της οποίας ο ίδιος είναι το φερέφωνο, επικαλείται τη συνδρομή της για να μπορέσει να ανταποκριθεί στην ποιητική του αποστολή. Mε τον τρόπο αυτό η αφήγησή του εξυψώνεται και πιστώνεται με το κύρος της Μούσας.
Τα προοίμια των δύο ομηρικών επών παρουσιάζουν οφθαλμοφανείς ομοιότητες, που πιθανώς οφείλονται σε άμεση εξάρτηση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι και στα δύο έπη το θέμα δηλώνεται εμφατικότατα ήδη με την πρώτη λέξη (μῆνιν, ἄνδρα) και ότι η επίκληση της Μούσας απαντά στον πρώτο κιόλας στίχο. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Ιλιάδα ως θέμα του ποιήματος ορίζεται από τον ποιητή όχι ο Τρωικός πόλεμος αλλά μια συναισθηματική αντίδραση, η οργή (μῆνις) του Αχιλλέα, η οποία αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται η δράση του έπους.
Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
οὐλομένην, ἣ μυρί᾽ Ἀχαιοῖς ἄλγε᾽ ἔθηκε,
πολλὰς δ᾽ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν
ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν
5 οἰωνοῖσί τε πᾶσι, Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή,
ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε
Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Αχιλλεύς.
***
Τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα,
ανάθεμά τη, πίκρες που ᾽δωκε στους Αχαιούς περίσσιες
και πλήθος αντρειωμένες έστειλε ψυχές στον Άδη κάτω
παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους
και στα όρνια ολούθε -έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας-5
απ᾽ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους,
του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας1 κι ο μέγας Αχιλλέας.
--------------
Τα προοίμια των δύο ομηρικών επών παρουσιάζουν οφθαλμοφανείς ομοιότητες, που πιθανώς οφείλονται σε άμεση εξάρτηση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι και στα δύο έπη το θέμα δηλώνεται εμφατικότατα ήδη με την πρώτη λέξη (μῆνιν, ἄνδρα) και ότι η επίκληση της Μούσας απαντά στον πρώτο κιόλας στίχο. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Ιλιάδα ως θέμα του ποιήματος ορίζεται από τον ποιητή όχι ο Τρωικός πόλεμος αλλά μια συναισθηματική αντίδραση, η οργή (μῆνις) του Αχιλλέα, η οποία αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται η δράση του έπους.
Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
οὐλομένην, ἣ μυρί᾽ Ἀχαιοῖς ἄλγε᾽ ἔθηκε,
πολλὰς δ᾽ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν
ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν
5 οἰωνοῖσί τε πᾶσι, Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή,
ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε
Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Αχιλλεύς.
***
Τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα,
ανάθεμά τη, πίκρες που ᾽δωκε στους Αχαιούς περίσσιες
και πλήθος αντρειωμένες έστειλε ψυχές στον Άδη κάτω
παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους
και στα όρνια ολούθε -έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας-5
απ᾽ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους,
του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας1 κι ο μέγας Αχιλλέας.
--------------
1 στρατοκράτορας: αρχηγός του στρατού.
Ἰλιὰς Δ 422-456
Η έναρξη της μάχης
Στην αρχή της τρίτης ραψωδίας οι Έλληνες και οι Τρώες παρουσιάζονται αντιμέτωποι, έτοιμοι να συγκρουστούν. Με την προσφιλή ωστόσο στον ποιητή τεχνική της επιβράδυνσης η έναρξη της μάχης αναστέλλεται. Παρεμβάλλεται η τειχοσκοπία, η μονομαχία του Μενελάου με τον Πάρη, οι παρεπόμενοι όρκοι και η επιορκία των Τρώων και, τέλος, η επιθεώρηση του στρατού από τον Αγαμέμνονα. Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής, πριν από την περιγραφή της μάχης, εισάγει ή φωτίζει καλύτερα κεντρικά πρόσωπα του έπους (την Ελένη, τον Μενέλαο, τον Πάρη, τον Πρίαμο, τον Αγαμέμνονα, τους δύο Αίαντες, τον Διομήδη κ.ά.).
Στο απόσπασμα που ακολουθεί, μέσα από εντυπωσιακές εικόνες και παρομοιώσεις, που, κατά κάποιον τρόπο, δίνουν στην κίνηση των αντιπάλων στρατών διάσταση φυσικής δύναμης, περιγράφεται η στιγμή που Έλληνες και Τρώες βαδίζουν ο ένας εναντίον του άλλου και εμπλέκονται σε μια γενικευμένη μάχη.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέϊ κῦμα θαλάσσης
ὄρνυτ᾽ ἐπασσύτερον Ζεφύρου ὕπο κινήσαντος·
πόντῳ μέν τε πρῶτα κορύσσεται, αὐτὰρ ἔπειτα
425 χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει, ἀμφὶ δέ τ᾽ ἄκρας
κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται, ἀποπτύει δ᾽ ἁλὸς ἄχνην·
ὣς τότ᾽ ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες
νωλεμέως πόλεμόνδε· κέλευε δὲ οἷσιν ἕκαστος
ἡγεμόνων· οἱ δ᾽ ἄλλοι ἀκὴν ἴσαν, οὐδέ κε φαίης
430 τόσσον λαὸν ἕπεσθαι ἔχοντ᾽ ἐν στήθεσιν αὐδήν,
σιγῇ δειδιότες σημάντορας· ἀμφὶ δὲ πᾶσι
τεύχεα ποικίλ᾽ ἔλαμπε, τὰ εἱμένοι ἐστιχόωντο.
Τρῶες δ᾽, ὥς τ᾽ ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ
μυρίαι ἑστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκόν,
435 ἀζηχὲς μεμακυῖαι ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν,
ὣς Τρώων ἀλαλητὸς ἀνὰ στρατὸν εὐρὺν ὀρώρει·
οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος οὐδ᾽ ἴα γῆρυς,
ἀλλὰ γλῶσσ᾽ ἐμέμικτο, πολύκλητοι δ᾽ ἔσαν ἄνδρες.
ὦρσε δὲ τοὺς μὲν Ἄρης, τοὺς δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη
440 Δεῖμός τ᾽ ἠδὲ Φόβος καὶ Ἔρις ἄμοτον μεμαυῖα,
Ἄρεος ἀνδροφόνοιο κασιγνήτη ἑτάρη τε,
ἥ τ᾽ ὀλίγη μὲν πρῶτα κορύσσεται, αὐτὰρ ἔπειτα
οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη καὶ ἐπὶ χθονὶ βαίνει·
ἥ σφιν καὶ τότε νεῖκος ὁμοίϊον ἔμβαλε μέσσῳ
445 ἐρχομένη καθ᾽ ὅμιλον, ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν.
οἱ δ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο,
σύν ῥ᾽ ἔβαλον ῥινούς, σὺν δ᾽ ἔγχεα καὶ μένε᾽ ἀνδρῶν
χαλκεοθωρήκων· ἀτὰρ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι
ἔπληντ᾽ ἀλλήλῃσι, πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει.
450 ἔνθα δ᾽ ἅμ᾽ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν
ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, ῥέε δ᾽ αἵματι γαῖα.
ὡς δ᾽ ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ᾽ ὄρεσφι ῥέοντες
ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὄβριμον ὕδωρ
κρουνῶν ἐκ μεγάλων κοίλης ἔντοσθε χαράδρης,
455 τῶν δέ τε τηλόσε δοῦπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν·
ὣς τῶν μισγομένων γένετο ἰαχή τε πόνος τε.
***
Όπως στον πολυθόρυβο γιαλό σηκώνεται το ένα κύμα της θάλασσας πίσω από το άλλο, καθώς το σπρώχνει ο Ζέφυρος, και πρώτα υψώνεται βαθιά μέσα στο πέλαγος, και ύστερα σπάζοντας στην ξηρά βουίζει τρομερά, [425] και καμπουριασμένο σηκώνεται ψηλά γύρω από τους κάβους και τινάζει πέρα την άχνη της θάλασσας· έτσι προχωρούσαν τότε και οι φάλαγγες των Δαναών1 ακατάπαυτα, η μια πίσω από την άλλη, να μπουν στον πόλεμο· και καθένας από τους αρχηγούς πρόσταζε τους δικούς του. [430] Οι άλλοι προχωρούσαν βουβοί (θα έλεγες πως δεν είχε φωνή στα στήθη του τόσο πολύς στρατός που ακολουθούσε), δίχως μιλιά, γιατί φοβόνταν τους αρχηγούς τους· και γύρω απ᾽ όλους έλαμπαν τα πλουμισμένα όπλα που φορούσαν προχωρώντας στη γραμμή.
Οι Τρώες πάλι, όπως τα πρόβατα κάποιου βοσκού που έχει πολλά κοπάδια στέκονται αμέτρητα, καθώς τους αρμέγουν το άσπρο γάλα [435] και αδιάκοπα βελάζουν ακούγοντας τις φωνές των αρνιών τους· έτσι και η οχλοβοή των Τρώων υψώνονταν από τη μιαν άκρη ως την άλλη στο πλατύ στρατόπεδο· γιατί δεν ήταν ολωνών ίδιος ο θόρυβος ούτε η ομιλία τους μία· οι γλώσσες τους ήταν ανακατωμένες και ήταν άνθρωποι από πολλές μεριές συναγμένοι. Αυτούς τους ξεσήκωνε ο Άρης, τους άλλους η Αθηνά με τα γαλανά μάτια, [440] και ο Πανικός και ο Φόβος και η Έριδα,2 που λυσσομανάει άπαυτα, του αντροφόνου Άρη αδερφή μαζί και συντρόφισσα· που στην αρχή σηκώνεται σιγά σιγά, έπειτα όμως ακουμπά στον ουρανό το κεφάλι της και περπατά πάνω στη γη. Αυτή τότε έριξε ανάμεσά τους σκληρό πόλεμο, [445] τριγυρίζοντας μέσα στους πολεμιστές, πληθαίνοντας το βόγγο των αντρών.
Κι εκείνοι, όταν πια προχωρώντας έσμιξαν στο ίδιο μέρος, έγιναν ένα οι ασπίδες τους, ένα τα κοντάρια τους, ένα η ορμή των πολεμιστών που φορούσαν χαλκένιους θώρακες. Οι ασπίδες που είχαν αφαλό στη μέση χτυπούσαν η μια την άλλη, και σηκώνονταν πολλή αντάρα· [450] κι ακούγονταν οιμωγές μαζί και καυχησιές, αυτών που σκότωναν κι αυτών που σκοτώνονταν, και η γη πλημμύριζε από το αίμα. Όπως όταν βρέξει και κατεβάζουν τα ξεροπόταμα από τα βουνά και ρίχνουν μαζί το νερό από κρουνούς μεγάλους εκεί που σμίγουν τα δυο φαράγγια τους, μέσα από βαθιά χαράδρα, [455] και το βόγγο τους τον ακούει από μακριά πάνω στα βουνά ο βοσκός - έτσι, καθώς έσμιγαν κι αυτοί, ακούγονταν ξεφωνητά και παλέματα.
-------------
Στο απόσπασμα που ακολουθεί, μέσα από εντυπωσιακές εικόνες και παρομοιώσεις, που, κατά κάποιον τρόπο, δίνουν στην κίνηση των αντιπάλων στρατών διάσταση φυσικής δύναμης, περιγράφεται η στιγμή που Έλληνες και Τρώες βαδίζουν ο ένας εναντίον του άλλου και εμπλέκονται σε μια γενικευμένη μάχη.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέϊ κῦμα θαλάσσης
ὄρνυτ᾽ ἐπασσύτερον Ζεφύρου ὕπο κινήσαντος·
πόντῳ μέν τε πρῶτα κορύσσεται, αὐτὰρ ἔπειτα
425 χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει, ἀμφὶ δέ τ᾽ ἄκρας
κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται, ἀποπτύει δ᾽ ἁλὸς ἄχνην·
ὣς τότ᾽ ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες
νωλεμέως πόλεμόνδε· κέλευε δὲ οἷσιν ἕκαστος
ἡγεμόνων· οἱ δ᾽ ἄλλοι ἀκὴν ἴσαν, οὐδέ κε φαίης
430 τόσσον λαὸν ἕπεσθαι ἔχοντ᾽ ἐν στήθεσιν αὐδήν,
σιγῇ δειδιότες σημάντορας· ἀμφὶ δὲ πᾶσι
τεύχεα ποικίλ᾽ ἔλαμπε, τὰ εἱμένοι ἐστιχόωντο.
Τρῶες δ᾽, ὥς τ᾽ ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ
μυρίαι ἑστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκόν,
435 ἀζηχὲς μεμακυῖαι ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν,
ὣς Τρώων ἀλαλητὸς ἀνὰ στρατὸν εὐρὺν ὀρώρει·
οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος οὐδ᾽ ἴα γῆρυς,
ἀλλὰ γλῶσσ᾽ ἐμέμικτο, πολύκλητοι δ᾽ ἔσαν ἄνδρες.
ὦρσε δὲ τοὺς μὲν Ἄρης, τοὺς δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη
440 Δεῖμός τ᾽ ἠδὲ Φόβος καὶ Ἔρις ἄμοτον μεμαυῖα,
Ἄρεος ἀνδροφόνοιο κασιγνήτη ἑτάρη τε,
ἥ τ᾽ ὀλίγη μὲν πρῶτα κορύσσεται, αὐτὰρ ἔπειτα
οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη καὶ ἐπὶ χθονὶ βαίνει·
ἥ σφιν καὶ τότε νεῖκος ὁμοίϊον ἔμβαλε μέσσῳ
445 ἐρχομένη καθ᾽ ὅμιλον, ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν.
οἱ δ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο,
σύν ῥ᾽ ἔβαλον ῥινούς, σὺν δ᾽ ἔγχεα καὶ μένε᾽ ἀνδρῶν
χαλκεοθωρήκων· ἀτὰρ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι
ἔπληντ᾽ ἀλλήλῃσι, πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει.
450 ἔνθα δ᾽ ἅμ᾽ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν
ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, ῥέε δ᾽ αἵματι γαῖα.
ὡς δ᾽ ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ᾽ ὄρεσφι ῥέοντες
ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὄβριμον ὕδωρ
κρουνῶν ἐκ μεγάλων κοίλης ἔντοσθε χαράδρης,
455 τῶν δέ τε τηλόσε δοῦπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν·
ὣς τῶν μισγομένων γένετο ἰαχή τε πόνος τε.
***
Όπως στον πολυθόρυβο γιαλό σηκώνεται το ένα κύμα της θάλασσας πίσω από το άλλο, καθώς το σπρώχνει ο Ζέφυρος, και πρώτα υψώνεται βαθιά μέσα στο πέλαγος, και ύστερα σπάζοντας στην ξηρά βουίζει τρομερά, [425] και καμπουριασμένο σηκώνεται ψηλά γύρω από τους κάβους και τινάζει πέρα την άχνη της θάλασσας· έτσι προχωρούσαν τότε και οι φάλαγγες των Δαναών1 ακατάπαυτα, η μια πίσω από την άλλη, να μπουν στον πόλεμο· και καθένας από τους αρχηγούς πρόσταζε τους δικούς του. [430] Οι άλλοι προχωρούσαν βουβοί (θα έλεγες πως δεν είχε φωνή στα στήθη του τόσο πολύς στρατός που ακολουθούσε), δίχως μιλιά, γιατί φοβόνταν τους αρχηγούς τους· και γύρω απ᾽ όλους έλαμπαν τα πλουμισμένα όπλα που φορούσαν προχωρώντας στη γραμμή.
Οι Τρώες πάλι, όπως τα πρόβατα κάποιου βοσκού που έχει πολλά κοπάδια στέκονται αμέτρητα, καθώς τους αρμέγουν το άσπρο γάλα [435] και αδιάκοπα βελάζουν ακούγοντας τις φωνές των αρνιών τους· έτσι και η οχλοβοή των Τρώων υψώνονταν από τη μιαν άκρη ως την άλλη στο πλατύ στρατόπεδο· γιατί δεν ήταν ολωνών ίδιος ο θόρυβος ούτε η ομιλία τους μία· οι γλώσσες τους ήταν ανακατωμένες και ήταν άνθρωποι από πολλές μεριές συναγμένοι. Αυτούς τους ξεσήκωνε ο Άρης, τους άλλους η Αθηνά με τα γαλανά μάτια, [440] και ο Πανικός και ο Φόβος και η Έριδα,2 που λυσσομανάει άπαυτα, του αντροφόνου Άρη αδερφή μαζί και συντρόφισσα· που στην αρχή σηκώνεται σιγά σιγά, έπειτα όμως ακουμπά στον ουρανό το κεφάλι της και περπατά πάνω στη γη. Αυτή τότε έριξε ανάμεσά τους σκληρό πόλεμο, [445] τριγυρίζοντας μέσα στους πολεμιστές, πληθαίνοντας το βόγγο των αντρών.
Κι εκείνοι, όταν πια προχωρώντας έσμιξαν στο ίδιο μέρος, έγιναν ένα οι ασπίδες τους, ένα τα κοντάρια τους, ένα η ορμή των πολεμιστών που φορούσαν χαλκένιους θώρακες. Οι ασπίδες που είχαν αφαλό στη μέση χτυπούσαν η μια την άλλη, και σηκώνονταν πολλή αντάρα· [450] κι ακούγονταν οιμωγές μαζί και καυχησιές, αυτών που σκότωναν κι αυτών που σκοτώνονταν, και η γη πλημμύριζε από το αίμα. Όπως όταν βρέξει και κατεβάζουν τα ξεροπόταμα από τα βουνά και ρίχνουν μαζί το νερό από κρουνούς μεγάλους εκεί που σμίγουν τα δυο φαράγγια τους, μέσα από βαθιά χαράδρα, [455] και το βόγγο τους τον ακούει από μακριά πάνω στα βουνά ο βοσκός - έτσι, καθώς έσμιγαν κι αυτοί, ακούγονταν ξεφωνητά και παλέματα.
-------------
1 Ομηρική ονομασία των Ελλήνων. Συχνότερα ονομάζονται Αργείοι και Αχαιοί.
2 Ο Πανικός (στο πρωτότυπο: Δεῖμος), ο Φόβος, που σε άλλο σημείο του έπους εμφανίζεται ως γιος του Άρη, και η Έριδα είναι δαίμονες του πολέμου που πλαισιώνουν τον Άρη και εμβάλλουν τον φόβο στους μαχόμενους ή τους ξεσηκώνουν. Όπως έχει γραφεί, δεν είναι μορφές πλήρως προσωποποιημένες και έχουν λίγα χαρακτηριστικά, πέρα από αυτά που εξυπακούονται από το όνομά τους.
Ἰλιὰς Ζ 381-502
Ἕκτορος και Ἀνδρομάχης ὁμιλία
Η μάχη που άρχισε στην τέταρτη ραψωδία (βλ. το προηγούμενο Κείμενο) συνεχίζεται. Οι Τρώες πιέζονται και υποχωρούν. Ο μάντης Έλενος προτρέπει τον αδελφό του τον Έκτορα και τον Αινεία να ανακόψουν την υποχώρηση των Τρώων και υποδεικνύει στον Έκτορα να γυρίσει στην πόλη και να ζητήσει από τη μητέρα τους την Εκάβη να συγκεντρώσει τις γυναίκες της Τροίας και να αναπέμψουν δέηση στην Αθηνά, στον ναό της θεάς. Ο Έκτορας ακολουθεί τις υποδείξεις του μάντη. Ενώ οι γυναίκες της Τροίας δέονται μάταια, εκείνος συναντάει τον Πάρη, που τον κατηγορεί σκληρά, και έπειτα σπεύδει στο σπίτι του, για να δει τη γυναίκα του και τον γιο του, σαν να πρόκειται να μην ξαναγυρίσει. Η Ανδρομάχη ωστόσο δεν βρίσκεται εκεί· γεμάτη αγωνία πήρε τον μικρό Αστυάνακτα και έτρεξε στα τείχη. Ο Έκτορας παίρνει τον δρόμο για το στρατόπεδο, όμως την ώρα που είναι έτοιμος να εγκαταλείψει την πόλη, συναντάει στις Σκαιές πύλες τη γυναίκα του και τον γιο του. Η Ανδρομάχη του θυμίζει ότι εκείνος είναι γι᾽ αυτή τα πάντα και του ζητάει να παραμείνει μέσα στα τείχη. Ο Έκτορας συμμερίζεται την αγωνία της, ξέρει ότι η Τροία θα πέσει, προτιμά να μη ζει παρά να δει τη γυναίκα του να σέρνεται στη σκλαβιά, ξέρει όμως και ότι δεν μπορεί να μείνει. Έπειτα στρέφεται στον γιο του και απλώνει τα χέρια του να τον αγκαλιάσει, εκείνος όμως αποτραβιέται τρομαγμένος στην αγκαλιά της τροφού που τον κρατάει. Ο Έκτορας γελάει, αποθέτει την περικεφαλαία, που τρόμαξε τον Αστυάνακτα, τον παίρνει στα χέρια του, τον χορεύει και ζητάει από τους θεούς να δώσουν να του μοιάσει και νa τον ξεπεράσει. Ενώ ο Έκτορας φεύγει για το στρατόπεδο, η Ανδρομάχη γυρίζει στο σπίτι και μαζί με τις θεραπαινίδες τον μοιρολογούν, ενώ είναι ακόμα ζωντανός.
Η Ἕκτορος και Ἀνδρομάχης ὁμιλία είναι η περιφημότερη σκηνή της Ιλιάδας. Σ᾽ αυτή τη σκηνή, και γενικότερα στο Ζ, ο ποιητής παρουσιάζει «τον μεγαλύτερο ήρωα των Τρώων - όχι τον φοβερό πολεμιστή, αλλά τον γυιό, τον αδερφό, τον σύζυγο, τον πατέρα· μας δείχνει τους δεσμούς που τον κρατούν στην πόλη μέσα και την ίδια στιγμή τον σπρώχνουν έξω στη μάχη για να τους υπερασπιστεί»
τὸν δ᾽ αὖτ᾽ ὀτρηρὴ ταμίη πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«Ἕκτορ, ἐπεὶ μάλ᾽ ἄνωγας ἀληθέα μυθήσασθαι,
οὔτε πῃ ἐς γαλόων οὔτ᾽ εἰνατέρων ἐϋπέπλων
οὔτ᾽ ἐς Ἀθηναίης ἐξοίχεται, ἔνθα περ ἄλλαι
385 Τρῳαὶ ἐϋπλόκαμοι δεινὴν θεὸν ἱλάσκονται,
ἀλλ᾽ ἐπὶ πύργον ἔβη μέγαν Ἰλίου, οὕνεκ᾽ ἄκουσε
τείρεσθαι Τρῶας, μέγα δὲ κράτος εἶναι Ἀχαιῶν.
ἡ μὲν δὴ πρὸς τεῖχος ἐπειγομένη ἀφικάνει,
μαινομένῃ ἐϊκυῖα· φέρει δ᾽ ἅμα παῖδα τιθήνη.»
390 ἦ ῥα γυνὴ ταμίη, ὁ δ᾽ ἀπέσσυτο δώματος Ἕκτωρ
τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις ἐϋκτιμένας κατ᾽ ἀγυιάς.
εὖτε πύλας ἵκανε διερχόμενος μέγα ἄστυ
Σκαιάς, τῇ ἄρ᾽ ἔμελλε διεξίμεναι πεδίονδε,
ἔνθ᾽ ἄλοχος πολύδωρος ἐναντίη ἦλθε θέουσα
395 Ἀνδρομάχη, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἠετίωνος,
Ἠετίων, ὃς ἔναιεν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ,
Θήβῃ Ὑποπλακίῃ, Κιλίκεσσ᾽ ἄνδρεσσιν ἀνάσσων·
τοῦ περ δὴ θυγάτηρ ἔχεθ᾽ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ.
ἥ οἱ ἔπειτ᾽ ἤντησ᾽, ἅμα δ᾽ ἀμφίπολος κίεν αὐτῇ
400 παῖδ᾽ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ᾽ ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως,
Ἑκτορίδην ἀγαπητόν, ἀλίγκιον ἀστέρι καλῷ,
τὸν ῥ᾽ Ἕκτωρ καλέεσκε Σκαμάνδριον, αὐτὰρ οἱ ἄλλοι
Ἀστυάνακτ᾽· οἶος γὰρ ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ.
ἤτοι ὁ μὲν μείδησεν ἰδὼν ἐς παῖδα σιωπῇ·
405 Ἀνδρομάχη δέ οἱ ἄγχι παρίστατο δάκρυ χέουσα,
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«δαιμόνιε, φθίσει σε τὸ σὸν μένος, οὐδ᾽ ἐλεαίρεις
παῖδά τε νηπίαχον καὶ ἔμ᾽ ἄμμορον, ἣ τάχα χήρη
σεῦ ἔσομαι· τάχα γάρ σε κατακτανέουσιν Ἀχαιοὶ
410 πάντες ἐφορμηθέντες· ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη
σεῦ ἀφαμαρτούσῃ χθόνα δύμεναι· οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄλλη
ἔσται θαλπωρή, ἐπεὶ ἂν σύ γε πότμον ἐπίσπῃς,
ἀλλ᾽ ἄχε᾽· οὐδέ μοι ἔστι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ.
ἤτοι γὰρ πατέρ᾽ ἁμὸν ἀπέκτανε δῖος Ἀχιλλεύς,
415 ἐκ δὲ πόλιν πέρσεν Κιλίκων εὖ ναιετάουσαν,
Θήβην ὑψίπυλον· κατὰ δ᾽ ἔκτανεν Ἠετίωνα,
οὐδέ μιν ἐξενάριξε, σεβάσσατο γὰρ τό γε θυμῷ,
ἀλλ᾽ ἄρα μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι δαιδαλέοισιν
ἠδ᾽ ἐπὶ σῆμ᾽ ἔχεεν· περὶ δὲ πτελέας ἐφύτευσαν
420 νύμφαι ὀρεστιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο.
οἳ δέ μοι ἑπτὰ κασίγνητοι ἔσαν ἐν μεγάροισιν,
οἱ μὲν πάντες ἰῷ κίον ἤματι Ἄϊδος εἴσω·
πάντας γὰρ κατέπεφνε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς
βουσὶν ἐπ᾽ εἰλιπόδεσσι καὶ ἀργεννῇς ὀΐεσσι.
425 μητέρα δ᾽, ἣ βασίλευεν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ,
τὴν ἐπεὶ ἂρ δεῦρ᾽ ἤγαγ᾽ ἅμ᾽ ἄλλοισι κτεάτεσσιν,
ἂψ ὅ γε τὴν ἀπέλυσε λαβὼν ἀπερείσι᾽ ἄποινα,
πατρὸς δ᾽ ἐν μεγάροισι βάλ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα.
Ἕκτορ, ἀτὰρ σύ μοί ἐσσι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ
430 ἠδὲ κασίγνητος, σὺ δέ μοι θαλερὸς παρακοίτης·
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἐλέαιρε καὶ αὐτοῦ μίμν᾽ ἐπὶ πύργῳ,
μὴ παῖδ᾽ ὀρφανικὸν θήῃς χήρην τε γυναῖκα·
λαὸν δὲ στῆσον παρ᾽ ἐρινεόν, ἔνθα μάλιστα
ἀμβατός ἐστι πόλις καὶ ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος.
435 τρὶς γὰρ τῇ γ᾽ ἐλθόντες ἐπειρήσανθ᾽ οἱ ἄριστοι
ἀμφ᾽ Αἴαντε δύω καὶ ἀγακλυτὸν Ἰδομενῆα
ἠδ᾽ ἀμφ᾽ Ἀτρεΐδας καὶ Τυδέος ἄλκιμον υἱόν·
ἤ πού τίς σφιν ἔνισπε θεοπροπίων ἐῢ εἰδώς,
ἤ νυ καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει.»
440 τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ·
«ἦ καὶ ἐμοὶ τάδε πάντα μέλει, γύναι· ἀλλὰ μάλ᾽ αἰνῶς
αἰδέομαι Τρῶας καὶ Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους,
αἴ κε κακὸς ὣς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο·
οὐδέ με θυμὸς ἄνωγεν, ἐπεὶ μάθον ἔμμεναι ἐσθλὸς
445 αἰεὶ καὶ πρώτοισι μετὰ Τρώεσσι μάχεσθαι,
ἀρνύμενος πατρός τε μέγα κλέος ἠδ᾽ ἐμὸν αὐτοῦ.
εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν·
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ᾽ ἄν ποτ᾽ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ
καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο.
450 ἀλλ᾽ οὔ μοι Τρώων τόσσον μέλει ἄλγος ὀπίσσω,
οὔτ᾽ αὐτῆς Ἑκάβης οὔτε Πριάμοιο ἄνακτος
οὔτε κασιγνήτων, οἵ κεν πολέες τε καὶ ἐσθλοὶ
ἐν κονίῃσι πέσοιεν ὑπ᾽ ἀνδράσι δυσμενέεσσιν,
ὅσσον σεῦ, ὅτε κέν τις Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
455 δακρυόεσσαν ἄγηται, ἐλεύθερον ἦμαρ ἀπούρας·
καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῦσα πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις,
καί κεν ὕδωρ φορέοις Μεσσηΐδος ἢ Ὑπερείης
πόλλ᾽ ἀεκαζομένη, κρατερὴ δ᾽ ἐπικείσετ᾽ ἀνάγκη·
καί ποτέ τις εἴπῃσιν ἰδὼν κατὰ δάκρυ χέουσαν·
460 “Ἕκτορος ἥδε γυνή, ὃς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι
Τρώων ἱπποδάμων, ὅτε Ἴλιον ἀμφιμάχοντο.”
ὥς ποτέ τις ἐρέει· σοὶ δ᾽ αὖ νέον ἔσσεται ἄλγος
χήτεϊ τοιοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἀμύνειν δούλιον ἦμαρ.
ἀλλά με τεθνηῶτα χυτὴ κατὰ γαῖα καλύπτοι,
465 πρίν γέ τι σῆς τε βοῆς σοῦ θ᾽ ἑλκηθμοῖο πυθέσθαι.»
ὣς εἰπὼν οὗ παιδὸς ὀρέξατο φαίδιμος Ἕκτωρ·
ἂψ δ᾽ ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης
ἐκλίνθη ἰάχων, πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς,
ταρβήσας χαλκόν τε ἰδὲ λόφον ἱππιοχαίτην,
470 δεινὸν ἀπ᾽ ἀκροτάτης κόρυθος νεύοντα νοήσας.
ἐκ δὲ γέλασσε πατήρ τε φίλος καὶ πότνια μήτηρ·
αὐτίκ᾽ ἀπὸ κρατὸς κόρυθ᾽ εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ,
καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὶ παμφανόωσαν·
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε πῆλέ τε χερσίν,
475 εἶπε δ᾽ ἐπευξάμενος Διί τ᾽ ἄλλοισίν τε θεοῖσι·
«Ζεῦ ἄλλοι τε θεοί, δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι
παῖδ᾽ ἐμόν, ὡς καὶ ἐγώ περ, ἀριπρεπέα Τρώεσσιν,
ὧδε βίην τ᾽ ἀγαθόν, καὶ Ἰλίου ἶφι ἀνάσσειν·
καί ποτέ τις εἴποι “πατρός γ᾽ ὅδε πολλὸν ἀμείνων”
480 ἐκ πολέμου ἀνιόντα· φέροι δ᾽ ἔναρα βροτόεντα
κτείνας δήϊον ἄνδρα, χαρείη δὲ φρένα μήτηρ.»
ὣς εἰπὼν ἀλόχοιο φίλης ἐν χερσὶν ἔθηκε
παῖδ᾽ ἑόν· ἡ δ᾽ ἄρα μιν κηώδεϊ δέξατο κόλπῳ
δακρυόεν γελάσασα· πόσις δ᾽ ἐλέησε νοήσας,
485 χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«δαιμονίη, μή μοί τι λίην ἀκαχίζεο θυμῷ·
οὐ γάρ τίς μ᾽ ὑπὲρ αἶσαν ἀνὴρ Ἄϊδι προϊάψει·
μοῖραν δ᾽ οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν,
οὐ κακόν, οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ἐπὴν τὰ πρῶτα γένηται.
490 ἀλλ᾽ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾽ αὐτῆς ἔργα κόμιζε,
ἱστόν τ᾽ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι· πόλεμος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί, τοὶ Ἰλίῳ ἐγγεγάασιν.»
ὣς ἄρα φωνήσας κόρυθ᾽ εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ
495 ἵππουριν· ἄλοχος δὲ φίλη οἶκόνδε βεβήκει
ἐντροπαλιζομένη, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσα.
αἶψα δ᾽ ἔπειθ᾽ ἵκανε δόμους εὖ ναιετάοντας
Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο, κιχήσατο δ᾽ ἔνδοθι πολλὰς
ἀμφιπόλους, τῇσιν δὲ γόον πάσῃσιν ἐνῶρσεν.
500 αἱ μὲν ἔτι ζωὸν γόον Ἕκτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ·
οὐ γάρ μιν ἔτ᾽ ἔφαντο ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο
ἵξεσθαι, προφυγόντα μένος καὶ χεῖρας Ἀχαιῶν.
***
Πρόθυμη η οικονόμος του σπιτιού πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε:
«Έκτωρ, αφού προστάζεις την αλήθεια να σου πω·
όχι, μήτε σε νύφη της, μήτε σε συγγενή της πεπλοφόρο,
καν στον ναό της Αθηνάς δεν έτρεξε, όπου κι οι άλλες
καλλιπλόκαμες Τρωάδες τη φοβερή θεά παρακαλούν και λιτανεύουν.385
Στο Ίλιο ανέβηκε ψηλά, επάνω στον μεγάλο πύργο, ακούγοντας
πως φθείρονται οι Τρώες και πως μεγάλωσε πολύ των Αχαιών η νίκη·
εκεί στα τείχη εκείνη αλαφιασμένη φτάνει,
σαν παραλογισμένη, κι η παραμάνα πίσω της, με το παιδί στην αγκαλιά».
Την οικονόμο του σπιτιού του ακούγοντας, άφησε πίσω του390
το αρχοντικό του ο Έκτωρ, ορμητικός πήρε ξανά την ίδια οδό,
από καλά στρωμένους δρόμους, ώσπου περνώντας
τη μεγάλη, τειχισμένη πόλη, έφτανε πια στις πύλες που τις έλεγαν
Σκαιές,1 από όπου κι έμελλε να βγει στον κάμπο του πολέμου.
Και τότε εκεί την είδε, να τρέχει προς το μέρος του,
πολύδωρη την Ανδρομάχη, τη θυγατέρα του Ηετίωνα -395
ο Ηετίων, που άλλοτε κατοικούσε στη δασωμένη Πλάκο
τη Θήβα, στα ριζά της Πλάκου,2 όπου βασίλευε στους Κίλικες -
η κόρη του Ηετίωνα ήταν λοιπόν στον Έκτορα δοσμένη, ντυμένον τώρα στο χαλκό.
Εκεί τον συναπάντησε, στο πλάι της η παραμάνα
με το αθώο παιδί στην αγκαλιά, νήπιο ακόμη, κρατώντας όμορφον400
τον ακριβό Εκτορίδη, σαν άστρο λάμποντας.
Ο Έκτωρ τον αποκαλούσε πάντοτε Σκαμάνδριο,3 οι άλλοι όμως
Αστυάνακτα, γιατί ο πατέρας του ήταν ο μόνος που
κρατούσε της Τροίας το κάστρο.
Βλέποντας ο πατέρας το παιδί, αμίλητος του χαμογέλασε·
η Ανδρομάχη όμως βουρκωμένη τον πλησίασε,405
το χέρι της δένει στο χέρι του, του μίλησε, κι ήταν αυτός ο λόγος της:
«Δαιμόνιε, θα σε αφανίσει το ίδιο σου το μένος - και δεν
λυπάσαι το νήπιο τέκνο σου, την άμοιρην εμένα
που γρήγορα θα γίνω η χήρα σου. Γιατί, όπου να ᾽ναι,
θα πέσουν πάνω σου σωρός οι Αχαιοί, όλοι μαζί
θα σε σκοτώσουν· τότε κι εγώ το ᾽χω καλύτερο, αν είναι410
να σε χάσω, να με σκεπάσει η μαύρη γη· γιατί δεν θα
απομείνει πια στον κόσμον άλλη θαλπωρή, όταν εσύ θα βρεις
τον θάνατό σου - πόνος μόνον και θλίψη.
Το ξέρεις πως δεν ζει ο πατέρας μου μήτε κι η σεβαστή μου μάνα·
εκείνον τον εσκότωσε ο Αχιλλέας περήφανος,
όταν την πόλη των Κιλίκων, πάνω στην ακμή της,415
τη Θήβα την υψίπυλη την πάτησε· κι αν έσφαξε τον Ηετίωνα,
όμως δεν τον εσκύλευσε· μέσα του τον σεβάστηκε,
τον έκαψε με τα περίτεχνα όπλα του,
του σήκωσε και σήμα· και γύρω εκεί εφύτευσαν φτελιές
οι νύμφες του βουνού,4 κόρες του Δία, που κρατεί420
σείοντας την αιγίδα του.
Είχα κι επτά αδελφούς, που ζούσαν μέσα στο παλάτι,
επτά, και σε μια μέρα κατέβηκαν στον Άδη -
και τους επτά τους σκότωσε ακάθεκτος, σάμπως θεός, ο Αχιλλέας,
ασυναγώνιστος στο τρέξιμο, την ώρα που βοσκούσαν
βόδια, με τα λοξά τους βήματα, και γιδοπρόβατα άσπρα.
Όσο για τη μητέρα μου, βασίλισσα στη δασωμένη Πλάκο,425
αυτήν την πήρε σκλάβα κι εδώ την έφερε μαζί
με τ᾽ άλλα λάφυρα· μετά την ελευθέρωσε,
με λύτρα αμέτρητα· ωστόσο, και τη μάνα μου μες στο παλάτι
την βρήκε η Άρτεμη και την σημάδεψε με τα μακρά της βέλη.
Έκτορα, εσύ μου απόμεινες πατέρας, σεμνή μου μάνα
κι αδελφός, εκτός που είσαι ο ποθητός μου σύντροφος στο κρεβάτι.430
Γι᾽ αυτό σου λέω, δείξε επιτέλους έλεος, μείνε σ᾽ αυτόν
τον πύργο, να μην αφήσεις το παιδί σου ορφανό και χήρα τη γυναίκα σου.
Στήσε στρατό σ᾽ αυτήν εδώ την άγρια συκιά, όπου
της πόλης μας το κάστρο είναι ευάλωτο, κι όπου μπορεί
ο εχθρός το τείχος να πατήσει.
Ήδη δοκίμασαν, και τρεις φορές έκαναν έφοδο435
οι πιο γενναίοι, που παραστέκονται στον ένα και στον άλλο
Αίαντα,5 κι όσοι στον δοξασμένο Ιδομενέα,6 κι οι άλλοι γύρω
απ᾽ τους Ατρείδες, και του Τυδέα τον αντρείο γιο.7
Μπορεί να τους συμβούλευσε κάποιος που ξέρει από καλά
μαντεύματα· ίσως και μόνη της η ορμή τους
τους φέρνει και τους σπρώχνει εδώ».
Της αποκρίθηκεν αμέσως ο μέγας κορυθαίολος Έκτωρ:440
«Όλα που λες, γυναίκα, είναι και μέλημα δικό μου· κι όμως
αισχύνομαι τους Τρώες, τις Τρωάδες με τον μακρόσυρτό τους πέπλο,
αν είναι να φανώ δειλός, για ν᾽ αποφύγω τον κίνδυνο της μάχης.
Αλλά κι η ίδια μου η καρδιά το θέλει, έτσι που έμαθα
να δείχνομαι γενναίος, και πάντα πρώτος με τους Τρώες445
να μάχομαι, να υπερασπίζομαι το κλέος του πατέρα μου,
και το δικό μου κλέος.
Ωστόσο τώρα το βλέπω καθαρά, το προαισθάνονται ψυχή και νους·
έρχεται η μέρα που θα χαθεί η άγια Τροία,
ο Πρίαμος και ο λαός του εμπειροπόλεμου Πριάμου.
Κι όμως δεν με πονεί τόσο η τύχη που θα βρει τους Τρώες,450
μήτε τη μάνα μου Εκάβη, τον Πρίαμο τον ίδιο
που τώρα βασιλεύει, μήτε τ᾽ αδέλφια μου, γενναία και πολλά,
όταν θα κυλιστούν στη σκόνη απ᾽ τον εχθρό μας σκοτωμένα·
όσο πονώ για σένα, που κάποιος χαλκοντυμένος
Αχαιός μαζί του θα σε σέρνει δακρυσμένη, που θα σε κάνει σκλάβα, μια ελεύθερη.455
Κι ίσως βρεθείς στο Άργος8 τότε, υφαίνοντας ιστό μιας ξένης,
μπορεί να κουβανάς νερό από τη Μεσσηΐδα ή την Υπερεία,9
να μην το θες κι όμως να το υποφέρεις,
αφού θα το επιβάλλει βαριά η ανάγκη.
Και κάποιος τότε, βλέποντας να χύνεις μαύρο δάκρυ, θα πει:
"Δείτε, είναι του Έκτορα η γυναίκα αυτή, που πάντα αρίστευε460
στη μάχη ανάμεσα στους Τρώες, εκείνους που ήξεραν πώς να δαμάζουν
τα άλογά τους, πολεμώντας για την τειχισμένη Τροία".
Τόσα κάποιος θα πει, και σένα θ᾽ αφορμίζει,
θα περισσεύει ο πόνος σου, γιατί θα έχεις στερηθεί τον άντρα σου,
που δεν θα σ᾽ άφηνε να δεις μέρα σκλαβιάς.
Καλύτερα τότε κι εγώ νεκρός, παραχωμένος στης γης το χώμα,
να μην ακούω το βογκητό σου, να μην γνωρίσω τον διασυρμό σου».465
Έτσι μιλώντας ο γενναίος Έκτωρ το χέρι του άπλωσε να πάρει το παιδί,
μα το παιδί τραβήχτηκε στον κόλπο της καλλίζωνής του βάγιας,
τσιρίζοντας, γιατί φοβήθηκε την όψη του πατέρα του -
το τρόμαξε ο χαλκός, η αλογίσια φούντα,
που φοβερή την είδε να σαλεύει στην κορυφή του κράνους.470
Γέλασε τότε ο πατέρας του, γέλασε κι η σεμνή του μάνα,
κι ευθύς από την κεφαλή του βγάζει την περικεφαλαία ο γενναίος Έκτωρ,
την άφησε κάτω στη γη, κι αυτή λαμποκοπούσε.
Ύστερα σήκωσε στα χέρια του τον γιο του, τον φίλησε, τον χόρεψε,
και τέλος ύψωσε στον Δία και στους ολύμπιους θεούς ευχή:475
«Δία κι εσείς άλλοι θεοί, στέρξετε ο γιος μου
να γίνει κάποτε, όπως κι εγώ, επιφανής ανάμεσα στους Τρώες,
γενναίος κι ατρόμητος, στο Ίλιο να βασιλεύει με τη δύναμή του.
Και κάποιος τότε να το πει: "απ᾽ τον πατέρα του πολύ καλύτερος ο γιος",
όταν γυρίζει από τον πόλεμο και φέρει ματοβαμμένα τα όπλα480
εχθρού πολεμιστή που σκότωσε· τότε κι η μάνα του θα νιώσει
μέσα της καμάρι και χαρά».
Τέλειωσε την ευχή του κι έδωσε τον γιο του στα χέρια
της ακριβής γυναίκας του· τον υποδέχτηκεν εκείνη
στον μυρωμένο κόρφο της, και χαμογέλασε, με δακρυσμένο γέλιο·
όπως την είδε ο άντρας της, την ευσπλαχνίστηκε· το χέρι του
άπλωσε, την χάιδεψε, της μίλησε και την προσφώνησε:485
«Παράξενη, και μην αφήνεις τον καημό να τυραννάει τον νου σου·
κανείς δεν πρόκειται, πριν απ᾽ την ώρα μου,
στον Άδη να με στείλει·
έτσι κι αλλιώς δεν ξέρω και κανέναν να ξέφυγε ποτέ το ριζικό του,
γραμμένο από τη μέρα που γεννήθηκε,
μήτε ο δειλός μήτε ο γενναίος.
Πήγαινε τώρα σπίτι, φρόντιζε τα έργα που σου πρέπουν,490
τον αργαλειό και το αλακάτιν·10 πρόσταζε και τις δούλες
να κάνουν τη δουλειά τους· ο πόλεμος είναι το μέλημα του ανδρός,
του καθενός, και πιο πολύ δικό μου, απ᾽ όλους
όσοι γεννηθήκανε στην Τροία».
Έτσι της μίλησε, και πάλι φόρεσε το κράνος του λαμπρός ο Έκτωρ,
με το αλογίσιο του λοφίο, ενώ στο σπίτι η ακριβή γυναίκα του495
κινούσε, μα κάθε τόσο γύριζε πίσω της να τον δει,
στο δάκρυ βουτηγμένη.
Κι όταν σε λίγο φτάνει στο πλούσιο σπιτικό του Έκτορα,
φονιά του εχθρού του, έσμιξε με τις άλλες, τις πολλές της βάγιες,
κι όλες μαζί σήκωσαν μοιρολόι.
Έτσι εκείνες, ζωντανόν ακόμη, τον Έκτορα500
μοιρολογούσαν μες στο σπίτι του,
γιατί δεν πίστευαν πως θα τον δουν άλλη φορά να επιστρέφει
από τον πόλεμο, γλιτώνοντας από των Αχαιών το χέρι και το μένος.
--------------
Η Ἕκτορος και Ἀνδρομάχης ὁμιλία είναι η περιφημότερη σκηνή της Ιλιάδας. Σ᾽ αυτή τη σκηνή, και γενικότερα στο Ζ, ο ποιητής παρουσιάζει «τον μεγαλύτερο ήρωα των Τρώων - όχι τον φοβερό πολεμιστή, αλλά τον γυιό, τον αδερφό, τον σύζυγο, τον πατέρα· μας δείχνει τους δεσμούς που τον κρατούν στην πόλη μέσα και την ίδια στιγμή τον σπρώχνουν έξω στη μάχη για να τους υπερασπιστεί»
τὸν δ᾽ αὖτ᾽ ὀτρηρὴ ταμίη πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«Ἕκτορ, ἐπεὶ μάλ᾽ ἄνωγας ἀληθέα μυθήσασθαι,
οὔτε πῃ ἐς γαλόων οὔτ᾽ εἰνατέρων ἐϋπέπλων
οὔτ᾽ ἐς Ἀθηναίης ἐξοίχεται, ἔνθα περ ἄλλαι
385 Τρῳαὶ ἐϋπλόκαμοι δεινὴν θεὸν ἱλάσκονται,
ἀλλ᾽ ἐπὶ πύργον ἔβη μέγαν Ἰλίου, οὕνεκ᾽ ἄκουσε
τείρεσθαι Τρῶας, μέγα δὲ κράτος εἶναι Ἀχαιῶν.
ἡ μὲν δὴ πρὸς τεῖχος ἐπειγομένη ἀφικάνει,
μαινομένῃ ἐϊκυῖα· φέρει δ᾽ ἅμα παῖδα τιθήνη.»
390 ἦ ῥα γυνὴ ταμίη, ὁ δ᾽ ἀπέσσυτο δώματος Ἕκτωρ
τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις ἐϋκτιμένας κατ᾽ ἀγυιάς.
εὖτε πύλας ἵκανε διερχόμενος μέγα ἄστυ
Σκαιάς, τῇ ἄρ᾽ ἔμελλε διεξίμεναι πεδίονδε,
ἔνθ᾽ ἄλοχος πολύδωρος ἐναντίη ἦλθε θέουσα
395 Ἀνδρομάχη, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἠετίωνος,
Ἠετίων, ὃς ἔναιεν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ,
Θήβῃ Ὑποπλακίῃ, Κιλίκεσσ᾽ ἄνδρεσσιν ἀνάσσων·
τοῦ περ δὴ θυγάτηρ ἔχεθ᾽ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ.
ἥ οἱ ἔπειτ᾽ ἤντησ᾽, ἅμα δ᾽ ἀμφίπολος κίεν αὐτῇ
400 παῖδ᾽ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ᾽ ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως,
Ἑκτορίδην ἀγαπητόν, ἀλίγκιον ἀστέρι καλῷ,
τὸν ῥ᾽ Ἕκτωρ καλέεσκε Σκαμάνδριον, αὐτὰρ οἱ ἄλλοι
Ἀστυάνακτ᾽· οἶος γὰρ ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ.
ἤτοι ὁ μὲν μείδησεν ἰδὼν ἐς παῖδα σιωπῇ·
405 Ἀνδρομάχη δέ οἱ ἄγχι παρίστατο δάκρυ χέουσα,
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«δαιμόνιε, φθίσει σε τὸ σὸν μένος, οὐδ᾽ ἐλεαίρεις
παῖδά τε νηπίαχον καὶ ἔμ᾽ ἄμμορον, ἣ τάχα χήρη
σεῦ ἔσομαι· τάχα γάρ σε κατακτανέουσιν Ἀχαιοὶ
410 πάντες ἐφορμηθέντες· ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη
σεῦ ἀφαμαρτούσῃ χθόνα δύμεναι· οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄλλη
ἔσται θαλπωρή, ἐπεὶ ἂν σύ γε πότμον ἐπίσπῃς,
ἀλλ᾽ ἄχε᾽· οὐδέ μοι ἔστι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ.
ἤτοι γὰρ πατέρ᾽ ἁμὸν ἀπέκτανε δῖος Ἀχιλλεύς,
415 ἐκ δὲ πόλιν πέρσεν Κιλίκων εὖ ναιετάουσαν,
Θήβην ὑψίπυλον· κατὰ δ᾽ ἔκτανεν Ἠετίωνα,
οὐδέ μιν ἐξενάριξε, σεβάσσατο γὰρ τό γε θυμῷ,
ἀλλ᾽ ἄρα μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι δαιδαλέοισιν
ἠδ᾽ ἐπὶ σῆμ᾽ ἔχεεν· περὶ δὲ πτελέας ἐφύτευσαν
420 νύμφαι ὀρεστιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο.
οἳ δέ μοι ἑπτὰ κασίγνητοι ἔσαν ἐν μεγάροισιν,
οἱ μὲν πάντες ἰῷ κίον ἤματι Ἄϊδος εἴσω·
πάντας γὰρ κατέπεφνε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς
βουσὶν ἐπ᾽ εἰλιπόδεσσι καὶ ἀργεννῇς ὀΐεσσι.
425 μητέρα δ᾽, ἣ βασίλευεν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ,
τὴν ἐπεὶ ἂρ δεῦρ᾽ ἤγαγ᾽ ἅμ᾽ ἄλλοισι κτεάτεσσιν,
ἂψ ὅ γε τὴν ἀπέλυσε λαβὼν ἀπερείσι᾽ ἄποινα,
πατρὸς δ᾽ ἐν μεγάροισι βάλ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα.
Ἕκτορ, ἀτὰρ σύ μοί ἐσσι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ
430 ἠδὲ κασίγνητος, σὺ δέ μοι θαλερὸς παρακοίτης·
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἐλέαιρε καὶ αὐτοῦ μίμν᾽ ἐπὶ πύργῳ,
μὴ παῖδ᾽ ὀρφανικὸν θήῃς χήρην τε γυναῖκα·
λαὸν δὲ στῆσον παρ᾽ ἐρινεόν, ἔνθα μάλιστα
ἀμβατός ἐστι πόλις καὶ ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος.
435 τρὶς γὰρ τῇ γ᾽ ἐλθόντες ἐπειρήσανθ᾽ οἱ ἄριστοι
ἀμφ᾽ Αἴαντε δύω καὶ ἀγακλυτὸν Ἰδομενῆα
ἠδ᾽ ἀμφ᾽ Ἀτρεΐδας καὶ Τυδέος ἄλκιμον υἱόν·
ἤ πού τίς σφιν ἔνισπε θεοπροπίων ἐῢ εἰδώς,
ἤ νυ καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει.»
440 τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ·
«ἦ καὶ ἐμοὶ τάδε πάντα μέλει, γύναι· ἀλλὰ μάλ᾽ αἰνῶς
αἰδέομαι Τρῶας καὶ Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους,
αἴ κε κακὸς ὣς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο·
οὐδέ με θυμὸς ἄνωγεν, ἐπεὶ μάθον ἔμμεναι ἐσθλὸς
445 αἰεὶ καὶ πρώτοισι μετὰ Τρώεσσι μάχεσθαι,
ἀρνύμενος πατρός τε μέγα κλέος ἠδ᾽ ἐμὸν αὐτοῦ.
εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν·
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ᾽ ἄν ποτ᾽ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ
καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο.
450 ἀλλ᾽ οὔ μοι Τρώων τόσσον μέλει ἄλγος ὀπίσσω,
οὔτ᾽ αὐτῆς Ἑκάβης οὔτε Πριάμοιο ἄνακτος
οὔτε κασιγνήτων, οἵ κεν πολέες τε καὶ ἐσθλοὶ
ἐν κονίῃσι πέσοιεν ὑπ᾽ ἀνδράσι δυσμενέεσσιν,
ὅσσον σεῦ, ὅτε κέν τις Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
455 δακρυόεσσαν ἄγηται, ἐλεύθερον ἦμαρ ἀπούρας·
καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῦσα πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις,
καί κεν ὕδωρ φορέοις Μεσσηΐδος ἢ Ὑπερείης
πόλλ᾽ ἀεκαζομένη, κρατερὴ δ᾽ ἐπικείσετ᾽ ἀνάγκη·
καί ποτέ τις εἴπῃσιν ἰδὼν κατὰ δάκρυ χέουσαν·
460 “Ἕκτορος ἥδε γυνή, ὃς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι
Τρώων ἱπποδάμων, ὅτε Ἴλιον ἀμφιμάχοντο.”
ὥς ποτέ τις ἐρέει· σοὶ δ᾽ αὖ νέον ἔσσεται ἄλγος
χήτεϊ τοιοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἀμύνειν δούλιον ἦμαρ.
ἀλλά με τεθνηῶτα χυτὴ κατὰ γαῖα καλύπτοι,
465 πρίν γέ τι σῆς τε βοῆς σοῦ θ᾽ ἑλκηθμοῖο πυθέσθαι.»
ὣς εἰπὼν οὗ παιδὸς ὀρέξατο φαίδιμος Ἕκτωρ·
ἂψ δ᾽ ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης
ἐκλίνθη ἰάχων, πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς,
ταρβήσας χαλκόν τε ἰδὲ λόφον ἱππιοχαίτην,
470 δεινὸν ἀπ᾽ ἀκροτάτης κόρυθος νεύοντα νοήσας.
ἐκ δὲ γέλασσε πατήρ τε φίλος καὶ πότνια μήτηρ·
αὐτίκ᾽ ἀπὸ κρατὸς κόρυθ᾽ εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ,
καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὶ παμφανόωσαν·
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε πῆλέ τε χερσίν,
475 εἶπε δ᾽ ἐπευξάμενος Διί τ᾽ ἄλλοισίν τε θεοῖσι·
«Ζεῦ ἄλλοι τε θεοί, δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι
παῖδ᾽ ἐμόν, ὡς καὶ ἐγώ περ, ἀριπρεπέα Τρώεσσιν,
ὧδε βίην τ᾽ ἀγαθόν, καὶ Ἰλίου ἶφι ἀνάσσειν·
καί ποτέ τις εἴποι “πατρός γ᾽ ὅδε πολλὸν ἀμείνων”
480 ἐκ πολέμου ἀνιόντα· φέροι δ᾽ ἔναρα βροτόεντα
κτείνας δήϊον ἄνδρα, χαρείη δὲ φρένα μήτηρ.»
ὣς εἰπὼν ἀλόχοιο φίλης ἐν χερσὶν ἔθηκε
παῖδ᾽ ἑόν· ἡ δ᾽ ἄρα μιν κηώδεϊ δέξατο κόλπῳ
δακρυόεν γελάσασα· πόσις δ᾽ ἐλέησε νοήσας,
485 χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«δαιμονίη, μή μοί τι λίην ἀκαχίζεο θυμῷ·
οὐ γάρ τίς μ᾽ ὑπὲρ αἶσαν ἀνὴρ Ἄϊδι προϊάψει·
μοῖραν δ᾽ οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν,
οὐ κακόν, οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ἐπὴν τὰ πρῶτα γένηται.
490 ἀλλ᾽ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾽ αὐτῆς ἔργα κόμιζε,
ἱστόν τ᾽ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι· πόλεμος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί, τοὶ Ἰλίῳ ἐγγεγάασιν.»
ὣς ἄρα φωνήσας κόρυθ᾽ εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ
495 ἵππουριν· ἄλοχος δὲ φίλη οἶκόνδε βεβήκει
ἐντροπαλιζομένη, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσα.
αἶψα δ᾽ ἔπειθ᾽ ἵκανε δόμους εὖ ναιετάοντας
Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο, κιχήσατο δ᾽ ἔνδοθι πολλὰς
ἀμφιπόλους, τῇσιν δὲ γόον πάσῃσιν ἐνῶρσεν.
500 αἱ μὲν ἔτι ζωὸν γόον Ἕκτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ·
οὐ γάρ μιν ἔτ᾽ ἔφαντο ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο
ἵξεσθαι, προφυγόντα μένος καὶ χεῖρας Ἀχαιῶν.
***
Πρόθυμη η οικονόμος του σπιτιού πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε:
«Έκτωρ, αφού προστάζεις την αλήθεια να σου πω·
όχι, μήτε σε νύφη της, μήτε σε συγγενή της πεπλοφόρο,
καν στον ναό της Αθηνάς δεν έτρεξε, όπου κι οι άλλες
καλλιπλόκαμες Τρωάδες τη φοβερή θεά παρακαλούν και λιτανεύουν.385
Στο Ίλιο ανέβηκε ψηλά, επάνω στον μεγάλο πύργο, ακούγοντας
πως φθείρονται οι Τρώες και πως μεγάλωσε πολύ των Αχαιών η νίκη·
εκεί στα τείχη εκείνη αλαφιασμένη φτάνει,
σαν παραλογισμένη, κι η παραμάνα πίσω της, με το παιδί στην αγκαλιά».
Την οικονόμο του σπιτιού του ακούγοντας, άφησε πίσω του390
το αρχοντικό του ο Έκτωρ, ορμητικός πήρε ξανά την ίδια οδό,
από καλά στρωμένους δρόμους, ώσπου περνώντας
τη μεγάλη, τειχισμένη πόλη, έφτανε πια στις πύλες που τις έλεγαν
Σκαιές,1 από όπου κι έμελλε να βγει στον κάμπο του πολέμου.
Και τότε εκεί την είδε, να τρέχει προς το μέρος του,
πολύδωρη την Ανδρομάχη, τη θυγατέρα του Ηετίωνα -395
ο Ηετίων, που άλλοτε κατοικούσε στη δασωμένη Πλάκο
τη Θήβα, στα ριζά της Πλάκου,2 όπου βασίλευε στους Κίλικες -
η κόρη του Ηετίωνα ήταν λοιπόν στον Έκτορα δοσμένη, ντυμένον τώρα στο χαλκό.
Εκεί τον συναπάντησε, στο πλάι της η παραμάνα
με το αθώο παιδί στην αγκαλιά, νήπιο ακόμη, κρατώντας όμορφον400
τον ακριβό Εκτορίδη, σαν άστρο λάμποντας.
Ο Έκτωρ τον αποκαλούσε πάντοτε Σκαμάνδριο,3 οι άλλοι όμως
Αστυάνακτα, γιατί ο πατέρας του ήταν ο μόνος που
κρατούσε της Τροίας το κάστρο.
Βλέποντας ο πατέρας το παιδί, αμίλητος του χαμογέλασε·
η Ανδρομάχη όμως βουρκωμένη τον πλησίασε,405
το χέρι της δένει στο χέρι του, του μίλησε, κι ήταν αυτός ο λόγος της:
«Δαιμόνιε, θα σε αφανίσει το ίδιο σου το μένος - και δεν
λυπάσαι το νήπιο τέκνο σου, την άμοιρην εμένα
που γρήγορα θα γίνω η χήρα σου. Γιατί, όπου να ᾽ναι,
θα πέσουν πάνω σου σωρός οι Αχαιοί, όλοι μαζί
θα σε σκοτώσουν· τότε κι εγώ το ᾽χω καλύτερο, αν είναι410
να σε χάσω, να με σκεπάσει η μαύρη γη· γιατί δεν θα
απομείνει πια στον κόσμον άλλη θαλπωρή, όταν εσύ θα βρεις
τον θάνατό σου - πόνος μόνον και θλίψη.
Το ξέρεις πως δεν ζει ο πατέρας μου μήτε κι η σεβαστή μου μάνα·
εκείνον τον εσκότωσε ο Αχιλλέας περήφανος,
όταν την πόλη των Κιλίκων, πάνω στην ακμή της,415
τη Θήβα την υψίπυλη την πάτησε· κι αν έσφαξε τον Ηετίωνα,
όμως δεν τον εσκύλευσε· μέσα του τον σεβάστηκε,
τον έκαψε με τα περίτεχνα όπλα του,
του σήκωσε και σήμα· και γύρω εκεί εφύτευσαν φτελιές
οι νύμφες του βουνού,4 κόρες του Δία, που κρατεί420
σείοντας την αιγίδα του.
Είχα κι επτά αδελφούς, που ζούσαν μέσα στο παλάτι,
επτά, και σε μια μέρα κατέβηκαν στον Άδη -
και τους επτά τους σκότωσε ακάθεκτος, σάμπως θεός, ο Αχιλλέας,
ασυναγώνιστος στο τρέξιμο, την ώρα που βοσκούσαν
βόδια, με τα λοξά τους βήματα, και γιδοπρόβατα άσπρα.
Όσο για τη μητέρα μου, βασίλισσα στη δασωμένη Πλάκο,425
αυτήν την πήρε σκλάβα κι εδώ την έφερε μαζί
με τ᾽ άλλα λάφυρα· μετά την ελευθέρωσε,
με λύτρα αμέτρητα· ωστόσο, και τη μάνα μου μες στο παλάτι
την βρήκε η Άρτεμη και την σημάδεψε με τα μακρά της βέλη.
Έκτορα, εσύ μου απόμεινες πατέρας, σεμνή μου μάνα
κι αδελφός, εκτός που είσαι ο ποθητός μου σύντροφος στο κρεβάτι.430
Γι᾽ αυτό σου λέω, δείξε επιτέλους έλεος, μείνε σ᾽ αυτόν
τον πύργο, να μην αφήσεις το παιδί σου ορφανό και χήρα τη γυναίκα σου.
Στήσε στρατό σ᾽ αυτήν εδώ την άγρια συκιά, όπου
της πόλης μας το κάστρο είναι ευάλωτο, κι όπου μπορεί
ο εχθρός το τείχος να πατήσει.
Ήδη δοκίμασαν, και τρεις φορές έκαναν έφοδο435
οι πιο γενναίοι, που παραστέκονται στον ένα και στον άλλο
Αίαντα,5 κι όσοι στον δοξασμένο Ιδομενέα,6 κι οι άλλοι γύρω
απ᾽ τους Ατρείδες, και του Τυδέα τον αντρείο γιο.7
Μπορεί να τους συμβούλευσε κάποιος που ξέρει από καλά
μαντεύματα· ίσως και μόνη της η ορμή τους
τους φέρνει και τους σπρώχνει εδώ».
Της αποκρίθηκεν αμέσως ο μέγας κορυθαίολος Έκτωρ:440
«Όλα που λες, γυναίκα, είναι και μέλημα δικό μου· κι όμως
αισχύνομαι τους Τρώες, τις Τρωάδες με τον μακρόσυρτό τους πέπλο,
αν είναι να φανώ δειλός, για ν᾽ αποφύγω τον κίνδυνο της μάχης.
Αλλά κι η ίδια μου η καρδιά το θέλει, έτσι που έμαθα
να δείχνομαι γενναίος, και πάντα πρώτος με τους Τρώες445
να μάχομαι, να υπερασπίζομαι το κλέος του πατέρα μου,
και το δικό μου κλέος.
Ωστόσο τώρα το βλέπω καθαρά, το προαισθάνονται ψυχή και νους·
έρχεται η μέρα που θα χαθεί η άγια Τροία,
ο Πρίαμος και ο λαός του εμπειροπόλεμου Πριάμου.
Κι όμως δεν με πονεί τόσο η τύχη που θα βρει τους Τρώες,450
μήτε τη μάνα μου Εκάβη, τον Πρίαμο τον ίδιο
που τώρα βασιλεύει, μήτε τ᾽ αδέλφια μου, γενναία και πολλά,
όταν θα κυλιστούν στη σκόνη απ᾽ τον εχθρό μας σκοτωμένα·
όσο πονώ για σένα, που κάποιος χαλκοντυμένος
Αχαιός μαζί του θα σε σέρνει δακρυσμένη, που θα σε κάνει σκλάβα, μια ελεύθερη.455
Κι ίσως βρεθείς στο Άργος8 τότε, υφαίνοντας ιστό μιας ξένης,
μπορεί να κουβανάς νερό από τη Μεσσηΐδα ή την Υπερεία,9
να μην το θες κι όμως να το υποφέρεις,
αφού θα το επιβάλλει βαριά η ανάγκη.
Και κάποιος τότε, βλέποντας να χύνεις μαύρο δάκρυ, θα πει:
"Δείτε, είναι του Έκτορα η γυναίκα αυτή, που πάντα αρίστευε460
στη μάχη ανάμεσα στους Τρώες, εκείνους που ήξεραν πώς να δαμάζουν
τα άλογά τους, πολεμώντας για την τειχισμένη Τροία".
Τόσα κάποιος θα πει, και σένα θ᾽ αφορμίζει,
θα περισσεύει ο πόνος σου, γιατί θα έχεις στερηθεί τον άντρα σου,
που δεν θα σ᾽ άφηνε να δεις μέρα σκλαβιάς.
Καλύτερα τότε κι εγώ νεκρός, παραχωμένος στης γης το χώμα,
να μην ακούω το βογκητό σου, να μην γνωρίσω τον διασυρμό σου».465
Έτσι μιλώντας ο γενναίος Έκτωρ το χέρι του άπλωσε να πάρει το παιδί,
μα το παιδί τραβήχτηκε στον κόλπο της καλλίζωνής του βάγιας,
τσιρίζοντας, γιατί φοβήθηκε την όψη του πατέρα του -
το τρόμαξε ο χαλκός, η αλογίσια φούντα,
που φοβερή την είδε να σαλεύει στην κορυφή του κράνους.470
Γέλασε τότε ο πατέρας του, γέλασε κι η σεμνή του μάνα,
κι ευθύς από την κεφαλή του βγάζει την περικεφαλαία ο γενναίος Έκτωρ,
την άφησε κάτω στη γη, κι αυτή λαμποκοπούσε.
Ύστερα σήκωσε στα χέρια του τον γιο του, τον φίλησε, τον χόρεψε,
και τέλος ύψωσε στον Δία και στους ολύμπιους θεούς ευχή:475
«Δία κι εσείς άλλοι θεοί, στέρξετε ο γιος μου
να γίνει κάποτε, όπως κι εγώ, επιφανής ανάμεσα στους Τρώες,
γενναίος κι ατρόμητος, στο Ίλιο να βασιλεύει με τη δύναμή του.
Και κάποιος τότε να το πει: "απ᾽ τον πατέρα του πολύ καλύτερος ο γιος",
όταν γυρίζει από τον πόλεμο και φέρει ματοβαμμένα τα όπλα480
εχθρού πολεμιστή που σκότωσε· τότε κι η μάνα του θα νιώσει
μέσα της καμάρι και χαρά».
Τέλειωσε την ευχή του κι έδωσε τον γιο του στα χέρια
της ακριβής γυναίκας του· τον υποδέχτηκεν εκείνη
στον μυρωμένο κόρφο της, και χαμογέλασε, με δακρυσμένο γέλιο·
όπως την είδε ο άντρας της, την ευσπλαχνίστηκε· το χέρι του
άπλωσε, την χάιδεψε, της μίλησε και την προσφώνησε:485
«Παράξενη, και μην αφήνεις τον καημό να τυραννάει τον νου σου·
κανείς δεν πρόκειται, πριν απ᾽ την ώρα μου,
στον Άδη να με στείλει·
έτσι κι αλλιώς δεν ξέρω και κανέναν να ξέφυγε ποτέ το ριζικό του,
γραμμένο από τη μέρα που γεννήθηκε,
μήτε ο δειλός μήτε ο γενναίος.
Πήγαινε τώρα σπίτι, φρόντιζε τα έργα που σου πρέπουν,490
τον αργαλειό και το αλακάτιν·10 πρόσταζε και τις δούλες
να κάνουν τη δουλειά τους· ο πόλεμος είναι το μέλημα του ανδρός,
του καθενός, και πιο πολύ δικό μου, απ᾽ όλους
όσοι γεννηθήκανε στην Τροία».
Έτσι της μίλησε, και πάλι φόρεσε το κράνος του λαμπρός ο Έκτωρ,
με το αλογίσιο του λοφίο, ενώ στο σπίτι η ακριβή γυναίκα του495
κινούσε, μα κάθε τόσο γύριζε πίσω της να τον δει,
στο δάκρυ βουτηγμένη.
Κι όταν σε λίγο φτάνει στο πλούσιο σπιτικό του Έκτορα,
φονιά του εχθρού του, έσμιξε με τις άλλες, τις πολλές της βάγιες,
κι όλες μαζί σήκωσαν μοιρολόι.
Έτσι εκείνες, ζωντανόν ακόμη, τον Έκτορα500
μοιρολογούσαν μες στο σπίτι του,
γιατί δεν πίστευαν πως θα τον δουν άλλη φορά να επιστρέφει
από τον πόλεμο, γλιτώνοντας από των Αχαιών το χέρι και το μένος.
--------------
1 Η ονομασία πιθανώς σημαίνει "η πύλη στα αριστερά". Η κύρια, αν όχι η μοναδική, πύλη της Τροίας προς την πλευρά του πεδίου της μάχης.
2 Πιθανολογείται ότι Πλάκος ονομαζόταν μια νότια απόληξη της Ίδης, κάτω από την οποία βρισκόταν, όπως δηλώνει και το όνομα, η Θήβη Υποπλακίη όπου ζούσαν οι Κίλικες με βασιλιά τους τον πατέρα της Ανδρομάχης Ηετίωνα. Οι Κίλικες αυτοί δεν ταυτίζονται με τους Κίλικες της ΝΑ Μικράς Ασίας. Στη Θήβα αιχμαλώτισε ο Αχιλλέας τη Χρυσηίδα, όταν κατέλαβε την πόλη.
3 Ο γιος του Έκτορα και της Ανδρομάχης ονομάζεται σταθερά Αστυάναξ, με εξαίρεση το χωρίο αυτό. Ο Σκάμανδρος ήταν ο κυριότερος ποταμός της Τροίας.
4 Οι νύμφες συνδέονται ίσως με τον χώρο του θανάτου.
5 Ο γνωστός Αίας, ο γιος του Τελαμώνα, του βασιλιά της Σαλαμίνας, και ο Αίας ο Λοκρός, ο γιος του Οιλέα.
6 Αρχηγός των Κρητών.
7 Τον Διομήδη.
8 Εδώ: η Ελλάδα.
9 Πηγές στην Ελλάδα. Αρχαίοι συγγραφείς τοποθετούσαν τη δεύτερη -κάποτε και την πρώτη- στη Θεσσαλία. Νεότεροι μελετητές θεωρούν πιο πιθανό ότι έχουμε να κάνουμε με γενικές ονομασίες (Μεσσηίς = Μέση πηγή, Υπέρεια = Άνω πηγή) που δίνονταν σε διάφορες πηγές. Για τον Όμηρο η υδροφορία (μεταφορά νερού) είναι συνήθης υπηρετική δραστηριότητα.
10 Το αλακάτιν = η ρόκα.
Ἰλιὰς Ρ 424-458
Τα άλογα του Αχιλλέα
Ο Πάτροκλος, πάνω στο άρμα που το σέρνουν τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα, φορώντας τα όπλα εκείνου, προχωρά πέρα από το σημείο που του είχε υποδείξει ο Αχιλλέας, φτάνει ως τις Σκαιές πύλες, εκεί όμως φονεύεται από τον Έκτορα (Π, Πατρόκλεια). Γύρω από το νεκρό σώμα του, που το διεκδικούν Έλληνες και Τρώες, ξεσπάει πεισματώδης μάχη που παραμένει επί πολύ αμφίρροπη και θα κριθεί τελικά υπέρ των Ελλήνων με την επέμβαση του ίδιου του Αχιλλέα. Στη διάρκεια της μάχης, κατά την οποία διακρίνεται ιδιαίτερα ο Μενέλαος (Ρ, Μενελάου ἀριστεία.), ο Έκτορας κατορθώνει να αφαιρέσει από τον νεκρό Πάτροκλο τα περίφημα όπλα. Ενώ οι θνητοί άνθρωποι συνεχίζουν να μάχονται, τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα μένουν μακριά από τη μάχη, στέκουν ασάλευτα και κλαίνε για τον θάνατο του Πατρόκλου.
Από τη σκηνή αυτή, που «όποιος τη διαβάσει μια φορά δεν την ξεχνάει ποτέ», εμπνεύστηκε ο Καβάφης το ποίημα του «Τα άλογα του Αχιλλέως».
ὣς οἱ μὲν μάρναντο, σιδήρειος δ᾽ ὀρυμαγδὸς
425 χάλκεον οὐρανὸν ἷκε δ᾽ αἰθέρος ἀτρυγέτοιο·
ἵπποι δ᾽ Αἰακίδαο μάχης ἀπάνευθεν ἐόντες
κλαῖον, ἐπεὶ δὴ πρῶτα πυθέσθην ἡνιόχοιο
ἐν κονίῃσι πεσόντος ὑφ᾽ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο.
ἦ μὰν Αὐτομέδων, Διώρεος ἄλκιμος υἱός,
430 πολλὰ μὲν ἂρ μάστιγι θοῇ ἐπεμαίετο θείνων,
πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ᾽ ἀρειῇ·
τὼ δ᾽ οὔτ᾽ ἂψ ἐπὶ νῆας ἐπὶ πλατὺν Ἑλλήσποντον
ἠθελέτην ἰέναι οὔτ᾽ ἐς πόλεμον μετ᾽ Ἀχαιούς,
ἀλλ᾽ ὥς τε στήλη μένει ἔμπεδον, ἥ τ᾽ ἐπὶ τύμβῳ
435 ἀνέρος ἑστήκῃ τεθνηότος ἠὲ γυναικός,
ὣς μένον ἀσφαλέως περικαλλέα δίφρον ἔχοντες,
οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα· δάκρυα δέ σφι
θερμὰ κατὰ βλεφάρων χαμάδις ῥέε μυρομένοισιν
ἡνιόχοιο πόθῳ· θαλερὴ δ᾽ ἐμιαίνετο χαίτη
440 ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγὸν ἀμφοτέρωθεν.
μυρομένω δ᾽ ἄρα τώ γε ἰδὼν ἐλέησε Κρονίων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·
«ἆ δειλώ, τί σφῶϊ δόμεν Πηλῆϊ ἄνακτι
θνητῷ, ὑμεῖς δ᾽ ἐστὸν ἀγήρω τ᾽ ἀθανάτω τε;
445 ἦ ἵνα δυστήνοισι μετ᾽ ἀνδράσιν ἄλγε᾽ ἔχητον;
οὐ μὲν γάρ τί πού ἐστιν ὀϊζυρώτερον ἀνδρὸς
πάντων ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει.
ἀλλ᾽ οὐ μὰν ὑμῖν γε καὶ ἅρμασι δαιδαλέοισιν
Ἕκτωρ Πριαμίδης ἐποχήσεται· οὐ γὰρ ἐάσω.
450 ἦ οὐχ ἅλις ὡς καὶ τεύχε᾽ ἔχει καὶ ἐπεύχεται αὔτως;
σφῶϊν δ᾽ ἐν γούνεσσι βαλῶ μένος ἠδ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ὄφρα καὶ Αὐτομέδοντα σαώσετον ἐκ πολέμοιο
νῆας ἔπι γλαφυράς· ἔτι γάρ σφισι κῦδος ὀρέξω,
κτείνειν, εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκωνται
455 δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ.»
ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐνέπνευσεν μένος ἠΰ.
τὼ δ᾽ ἀπὸ χαιτάων κονίην οὖδάσδε βαλόντε
ῥίμφα φέρον θοὸν ἅρμα μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς.
***
Έτσι εκείνοι εμάχονταν· ο σιδερένιος θόρυβος της μάχης
ανέβαινε στον χάλκινο ουρανό, περνώντας απ᾽ τον άδειο αιθέρα.425
Όμως τα άλογα του Αιακίδη,1 αποτραβηγμένα μακριά από τη μάχη,
έκλαιγαν, από την ώρα που έμαθαν πως ο ηνίοχος
κυλίστηκε στη σκόνη, χτυπημένος από τον Έκτορα τον ανδροφόνο.
Ο Αυτομέδων,2 ο ανδρειωμένος γιος του Διώρη,
άλλοτε τα χτύπαε με το ελαφρύ μαστίγιο,
άλλοτε τους μιλούσε με λόγια γλυκά και άλλοτε τα φοβέριζε·430
εκείνα όμως δεν ήθελαν ούτε να πάνε πίσω στα καράβια
πλάι στον πλατύ Ελλήσποντο
ούτε να μπουν στον πόλεμο μαζί με τους Αχαιούς.
Όπως μένει ακίνητη μια στήλη,435
που στέκει πάνω στον τάφο ανδρός που πέθανε ή γυναίκας,
έτσι έμεναν ασάλευτα, ζεγμένα στο εξαίσιο άρμα,
με τα κεφάλια χαμηλωμένα στη γη·
ζεστά τα δάκρυα κυλούσαν από τα βλέφαρα τους στο χώμα,
καθώς εμύρονταν3 αποζητώντας τον ηνίοχο·
η σκόνη ερύπαινε τη θαλερή τους χαίτη
που ξέφευγε από τη ζεύλα και χυνόταν ζερβά δεξιά πλάι στο ζυγό.440
Όταν τα είδε που εμύρονταν, τα ελυπήθη ο γιος του Κρόνου,
κούνησε το κεφάλι του και είπε μιλώντας στην ψυχή του:
«Αχ δυστυχισμένα, γιατί να σας δώσουμε στον βασιλιά Πηλέα,
αυτός ένας θνητός, και εσείς αγέραστα και αθάνατα.
Μήπως για να γνωρίσετε τον πόνο μαζί με τους δύσμοιρους ανθρώπους;445
Γιατί από όλα τα πλάσματα που ανασαίνουν και σαλεύουν πάνω στη γη
κανένα δεν είναι πιο θλιβερό από τον άνθρωπο.
Όμως ο Έκτορας, ο γιος του Πριάμου, δεν θ᾽ ανεβεί ποτέ πάνω σε σας
ούτε στο λεπτοδουλεμένο άρμα· γιατί δεν θα τον αφήσω.
Δεν του αρκεί αλήθεια που έχει τα όπλα και κομπάζει όπως κομπάζει; 450
Ορμή στα γόνατα και στην ψυχή σας θα χαρίσω,
για να σώσετε και τον Αυτομέδοντα από τον πόλεμο
και να τον φέρετε στα βαθιά καράβια·
γιατί θα δώσω ακόμα δόξα στους Τρώες,
να σκορπίζουν τον θάνατο, ώσπου να φτάσουν στα καράβια με τα γερά σκαριά
και βασιλέψει ο ήλιος και απλωθεί το ιερό σκοτάδι».455
Είπε και στ᾽ άλογα εμφύσησε ορμή σφοδρή.
Εκείνα τίναξαν τη σκόνη από τις χαίτες τους χάμω στο χώμα
και ασυγκράτητα έφεραν το γρήγορο άρμα ανάμεσα στους Τρώες και τους Αχαιούς.
------------
Από τη σκηνή αυτή, που «όποιος τη διαβάσει μια φορά δεν την ξεχνάει ποτέ», εμπνεύστηκε ο Καβάφης το ποίημα του «Τα άλογα του Αχιλλέως».
ὣς οἱ μὲν μάρναντο, σιδήρειος δ᾽ ὀρυμαγδὸς
425 χάλκεον οὐρανὸν ἷκε δ᾽ αἰθέρος ἀτρυγέτοιο·
ἵπποι δ᾽ Αἰακίδαο μάχης ἀπάνευθεν ἐόντες
κλαῖον, ἐπεὶ δὴ πρῶτα πυθέσθην ἡνιόχοιο
ἐν κονίῃσι πεσόντος ὑφ᾽ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο.
ἦ μὰν Αὐτομέδων, Διώρεος ἄλκιμος υἱός,
430 πολλὰ μὲν ἂρ μάστιγι θοῇ ἐπεμαίετο θείνων,
πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ᾽ ἀρειῇ·
τὼ δ᾽ οὔτ᾽ ἂψ ἐπὶ νῆας ἐπὶ πλατὺν Ἑλλήσποντον
ἠθελέτην ἰέναι οὔτ᾽ ἐς πόλεμον μετ᾽ Ἀχαιούς,
ἀλλ᾽ ὥς τε στήλη μένει ἔμπεδον, ἥ τ᾽ ἐπὶ τύμβῳ
435 ἀνέρος ἑστήκῃ τεθνηότος ἠὲ γυναικός,
ὣς μένον ἀσφαλέως περικαλλέα δίφρον ἔχοντες,
οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα· δάκρυα δέ σφι
θερμὰ κατὰ βλεφάρων χαμάδις ῥέε μυρομένοισιν
ἡνιόχοιο πόθῳ· θαλερὴ δ᾽ ἐμιαίνετο χαίτη
440 ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγὸν ἀμφοτέρωθεν.
μυρομένω δ᾽ ἄρα τώ γε ἰδὼν ἐλέησε Κρονίων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·
«ἆ δειλώ, τί σφῶϊ δόμεν Πηλῆϊ ἄνακτι
θνητῷ, ὑμεῖς δ᾽ ἐστὸν ἀγήρω τ᾽ ἀθανάτω τε;
445 ἦ ἵνα δυστήνοισι μετ᾽ ἀνδράσιν ἄλγε᾽ ἔχητον;
οὐ μὲν γάρ τί πού ἐστιν ὀϊζυρώτερον ἀνδρὸς
πάντων ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει.
ἀλλ᾽ οὐ μὰν ὑμῖν γε καὶ ἅρμασι δαιδαλέοισιν
Ἕκτωρ Πριαμίδης ἐποχήσεται· οὐ γὰρ ἐάσω.
450 ἦ οὐχ ἅλις ὡς καὶ τεύχε᾽ ἔχει καὶ ἐπεύχεται αὔτως;
σφῶϊν δ᾽ ἐν γούνεσσι βαλῶ μένος ἠδ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ὄφρα καὶ Αὐτομέδοντα σαώσετον ἐκ πολέμοιο
νῆας ἔπι γλαφυράς· ἔτι γάρ σφισι κῦδος ὀρέξω,
κτείνειν, εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκωνται
455 δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ.»
ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐνέπνευσεν μένος ἠΰ.
τὼ δ᾽ ἀπὸ χαιτάων κονίην οὖδάσδε βαλόντε
ῥίμφα φέρον θοὸν ἅρμα μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς.
***
Έτσι εκείνοι εμάχονταν· ο σιδερένιος θόρυβος της μάχης
ανέβαινε στον χάλκινο ουρανό, περνώντας απ᾽ τον άδειο αιθέρα.425
Όμως τα άλογα του Αιακίδη,1 αποτραβηγμένα μακριά από τη μάχη,
έκλαιγαν, από την ώρα που έμαθαν πως ο ηνίοχος
κυλίστηκε στη σκόνη, χτυπημένος από τον Έκτορα τον ανδροφόνο.
Ο Αυτομέδων,2 ο ανδρειωμένος γιος του Διώρη,
άλλοτε τα χτύπαε με το ελαφρύ μαστίγιο,
άλλοτε τους μιλούσε με λόγια γλυκά και άλλοτε τα φοβέριζε·430
εκείνα όμως δεν ήθελαν ούτε να πάνε πίσω στα καράβια
πλάι στον πλατύ Ελλήσποντο
ούτε να μπουν στον πόλεμο μαζί με τους Αχαιούς.
Όπως μένει ακίνητη μια στήλη,435
που στέκει πάνω στον τάφο ανδρός που πέθανε ή γυναίκας,
έτσι έμεναν ασάλευτα, ζεγμένα στο εξαίσιο άρμα,
με τα κεφάλια χαμηλωμένα στη γη·
ζεστά τα δάκρυα κυλούσαν από τα βλέφαρα τους στο χώμα,
καθώς εμύρονταν3 αποζητώντας τον ηνίοχο·
η σκόνη ερύπαινε τη θαλερή τους χαίτη
που ξέφευγε από τη ζεύλα και χυνόταν ζερβά δεξιά πλάι στο ζυγό.440
Όταν τα είδε που εμύρονταν, τα ελυπήθη ο γιος του Κρόνου,
κούνησε το κεφάλι του και είπε μιλώντας στην ψυχή του:
«Αχ δυστυχισμένα, γιατί να σας δώσουμε στον βασιλιά Πηλέα,
αυτός ένας θνητός, και εσείς αγέραστα και αθάνατα.
Μήπως για να γνωρίσετε τον πόνο μαζί με τους δύσμοιρους ανθρώπους;445
Γιατί από όλα τα πλάσματα που ανασαίνουν και σαλεύουν πάνω στη γη
κανένα δεν είναι πιο θλιβερό από τον άνθρωπο.
Όμως ο Έκτορας, ο γιος του Πριάμου, δεν θ᾽ ανεβεί ποτέ πάνω σε σας
ούτε στο λεπτοδουλεμένο άρμα· γιατί δεν θα τον αφήσω.
Δεν του αρκεί αλήθεια που έχει τα όπλα και κομπάζει όπως κομπάζει; 450
Ορμή στα γόνατα και στην ψυχή σας θα χαρίσω,
για να σώσετε και τον Αυτομέδοντα από τον πόλεμο
και να τον φέρετε στα βαθιά καράβια·
γιατί θα δώσω ακόμα δόξα στους Τρώες,
να σκορπίζουν τον θάνατο, ώσπου να φτάσουν στα καράβια με τα γερά σκαριά
και βασιλέψει ο ήλιος και απλωθεί το ιερό σκοτάδι».455
Είπε και στ᾽ άλογα εμφύσησε ορμή σφοδρή.
Εκείνα τίναξαν τη σκόνη από τις χαίτες τους χάμω στο χώμα
και ασυγκράτητα έφεραν το γρήγορο άρμα ανάμεσα στους Τρώες και τους Αχαιούς.
------------
1 Του Αχιλλέα, του εγγονού του Αιακού.
2 Ο ηνίοχος του Πατρόκλου, ο οποίος (Πάτροκλος) ήταν ο ίδιος ηνίοχος του Αχιλλέα.
3 Θρηνούσαν.
Ἰλιὰς Σ 478-508, 541-549, 561-572, 590-608
Η ασπίδα του Αχιλλέα
Όταν ο Αχιλλέας πληροφορείται τον θάνατο του Πατρόκλου, θρηνεί γοερά γιa τον χαμό του. Στα βάθη της θαλάσσης η μητέρα του, η Θέτις, ακούει τον θρήνο του και έρχεται να τον παρηγορήσει, συνοδευόμενη από τις αδελφές της, τις Νηρηίδες. Ο Αχιλλέας είναι αποφασισμένος να εκδικηθεί τον Έκτορα. Η μητέρα του πηγαίνει στον Όλυμπο για να του εξασφαλίσει όπλα, επειδή τα όπλα του, που τα είχαν χαρίσει άλλοτε οι θεοί στον Πηλέα, όταν παντρεύτηκε τη Θέτιδα, τα είχε δώσει στον Πάτροκλο και τώρα βρίσκονται στα χέρια του Έκτορα.
Ικανό τμήμα της ραψωδίας Σ, στην οποία οι Αλεξανδρινοί έδωσαν τον τίτλο Ὁπλοποιία, αφιερώνεται στην περιγραφή της καινούργιας ασπίδας (κατασκευή και -κυρίως- διακόσμηση), ενώ στα υπόλοιπα όπλα γίνεται απλώς σύντομη αναφορά. Φαίνεται ότι η ασπίδα είχε σχήμα κυκλικό και ότι οι παραστάσεις που την κοσμούσαν ήσαν διατεταγμένες σε ομόκεντρους κύκλους. Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει σε ανάλογες περιγραφές, οι παραστάσεις της ασπίδας, που δεν αντλούν τα θέματά τους από τον μύθο, δεν έχουν επιλεγεί με σκοπό να εμβάλουν φόβο στους αντιπάλους, αλλά συγκροτούν μια ισορροπημένη επιλογή σκηνών από την καθημερινή ζωή, που πλαισιώνονται από την εικόνα του "σύμπαντος" (στο κέντρο) και την εικόνα του Ωκεανού (στην περιφέρεια). Ενδιαμέσως περιγράφονται με τη σειρά οι εξής παραστάσεις: 1) δύο πολιτείες, από τις οποίες η πρώτη (α) παρουσιάζεται σε ειρηνικές ασχολίες (γάμος, "δικαστήριο"), ενώ η δεύτερη (β) σε στιγμές πολέμου (πολιορκία, μάχη)· 2) όργωμα· 3) θερισμός· 4) τρύγος· 5) επίθεση λεόντων σε αγέλη βοδιών· 6) βοσκότοπος· 7) χορός. (Στο απόσπασμα που ακολουθεί παραλείπονται οι σκηνές 2β, 3, 5 και 6).
Η επιλογή του ποιητή να παρουσιάσει πάνω στην ασπίδα καθημερινές σκηνές του επιτρέπει να εισαγάγει στην επική αφήγηση, που αναφέρεται στο "εκεί" και το "τότε", στοιχεία από τον σύγχρονό του κόσμο, από το "εδώ" και το "τώρα". Ένα μέρος από τη γοητεία της περιγραφής απορρέει από το γεγονός ότι ο ποιητής, αντί να περιγράφει στατικές εικόνες, τις μετατρέπει σε ιστορίες γεμάτες ζωή και κίνηση.
ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε
πάντοσε δαιδάλλων, περὶ δ᾽ ἄντυγα βάλλε φαεινὴν
480 τρίπλακα μαρμαρέην, ἐκ δ᾽ ἀργύρεον τελαμῶνα.
πέντε δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες· αὐτὰρ ἐν αὐτῷ
ποίει δαίδαλα πολλὰ ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν.
ἐν μὲν γαῖαν ἔτευξ᾽, ἐν δ᾽ οὐρανόν, ἐν δὲ θάλασσαν,
ἠέλιόν τ᾽ ἀκάμαντα σελήνην τε πλήθουσαν,
485 ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα, τά τ᾽ οὐρανὸς ἐστεφάνωται,
Πληϊάδας θ᾽ Ὑάδας τε τό τε σθένος Ὠρίωνος
Ἄρκτον θ᾽, ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,
ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει,
οἴη δ᾽ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο.
490 ἐν δὲ δύω ποίησε πόλεις μερόπων ἀνθρώπων
καλάς. ἐν τῇ μέν ῥα γάμοι τ᾽ ἔσαν εἰλαπίναι τε,
νύμφας δ᾽ ἐκ θαλάμων δαΐδων ὕπο λαμπομενάων
ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ, πολὺς δ᾽ ὑμέναιος ὀρώρει·
κοῦροι δ᾽ ὀρχηστῆρες ἐδίνεον, ἐν δ᾽ ἄρα τοῖσιν
495 αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον· αἱ δὲ γυναῖκες
ἱστάμεναι θαύμαζον ἐπὶ προθύροισιν ἑκάστη.
λαοὶ δ᾽ εἰν ἀγορῇ ἔσαν ἀθρόοι· ἔνθα δὲ νεῖκος
ὠρώρει, δύο δ᾽ ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς
ἀνδρὸς ἀποφθιμένου· ὁ μὲν εὔχετο πάντ᾽ ἀποδοῦναι
500 δήμῳ πιφαύσκων, ὁ δ᾽ ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι·
ἄμφω δ᾽ ἱέσθην ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι.
λαοὶ δ᾽ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοί·
κήρυκες δ᾽ ἄρα λαὸν ἐρήτυον· οἱ δὲ γέροντες
ἥατ᾽ ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοις ἱερῷ ἐνὶ κύκλῳ,
505 σκῆπτρα δὲ κηρύκων ἐν χέρσ᾽ ἔχον ἠεροφώνων·
τοῖσιν ἔπειτ᾽ ἤϊσσον, ἀμοιβηδὶς δὲ δίκαζον.
κεῖτο δ᾽ ἄρ᾽ ἐν μέσσοισι δύω χρυσοῖο τάλαντα,
τῷ δόμεν ὃς μετὰ τοῖσι δίκην ἰθύντατα εἴποι.
εὐρεῖαν τρίπολον· πολλοὶ δ᾽ ἀροτῆρες ἐν αὐτῇ
ζεύγεα δινεύοντες ἐλάστρεον ἔνθα καὶ ἔνθα.
οἱ δ᾽ ὁπότε στρέψαντες ἱκοίατο τέλσον ἀρούρης,
545 τοῖσι δ᾽ ἔπειτ᾽ ἐν χερσὶ δέπας μελιηδέος οἴνου
δόσκεν ἀνὴρ ἐπιών· τοὶ δὲ στρέψασκον ἀν᾽ ὄγμους,
ἱέμενοι νειοῖο βαθείης τέλσον ἱκέσθαι.
ἡ δὲ μελαίνετ᾽ ὄπισθεν, ἀρηρομένῃ δὲ ἐῴκει,
χρυσείη περ ἐοῦσα· τὸ δὴ περὶ θαῦμα τέτυκτο.
καλὴν χρυσείην· μέλανες δ᾽ ἀνὰ βότρυες ἦσαν,
ἑστήκει δὲ κάμαξι διαμπερὲς ἀργυρέῃσιν.
ἀμφὶ δὲ κυανέην κάπετον, περὶ δ᾽ ἕρκος ἔλασσε
565 κασσιτέρου· μία δ᾽ οἴη ἀταρπιτὸς ἦεν ἐπ᾽ αὐτήν,
τῇ νίσοντο φορῆες, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν.
παρθενικαὶ δὲ καὶ ἠΐθεοι ἀταλὰ φρονέοντες
πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν.
τοῖσιν δ᾽ ἐν μέσσοισι πάϊς φόρμιγγι λιγείῃ
570 ἱμερόεν κιθάριζε, λίνον δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄειδε
λεπταλέῃ φωνῇ· τοὶ δὲ ῥήσσοντες ἁμαρτῇ
μολπῇ τ᾽ ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο.
τῷ ἴκελον οἷόν ποτ᾽ ἐνὶ Κνωσῷ εὐρείῃ
Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ.
ἔνθα μὲν ἠΐθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι
ὠρχεῦντ᾽, ἀλλήλων ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔχοντες.
595 τῶν δ᾽ αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, οἱ δὲ χιτῶνας
εἵατ᾽ ἐϋννήτους, ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ·
καί ῥ᾽ αἱ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον, οἱ δὲ μαχαίρας
εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων.
οἱ δ᾽ ὁτὲ μὲν θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι
600 ῥεῖα μάλ᾽, ὡς ὅτε τις τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν
ἑζόμενος κεραμεὺς πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν·
ἄλλοτε δ᾽ αὖ θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι.
603 πολλὸς δ᾽ ἱμερόεντα χορὸν περιίσταθ᾽ ὅμιλος
605 τερπόμενοι· δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ᾽ αὐτοὺς
μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους.
ἐν δὲ τίθει ποταμοῖο μέγα σθένος Ὠκεανοῖο
ἄντυγα πὰρ πυμάτην σάκεος πύκα ποιητοῖο.
***
Επήρε πρώτα πρώτα κι έφτιαξε ασπίδα στέρεη, γιγάντια,
δουλεύοντάς τη ολόκληρη με τέχνη·
την έδεσε ολόγυρα με λαμπερό τριπλό στεφάνι που άστραφτε
και απ᾽ αυτό εκρέμασε λουρί ασημένιο.480
Το σώμα της ασπίδας το έστρωσε πέντε φορές
και πάνω του χάραξε πολλά στολίδια με το σοφό μυαλό του.
Έβαλε μέσα τη γης, έβαλε τον ουρανό, έβαλε τη θάλασσα,
έβαλε τον ήλιο τον ακάμαντο και το φεγγάρι ολόγιομο,
κι όλα τα αστέρια που στεφανώνουν τον ουρανό,
τις Πλειάδες,1 τις Υάδες, τον στιβαρό Ωρίωνα,485
την Άρκτο, που τήνε λεν και Αμάξι,
που μένει εκεί γυρνώντας γύρω γύρω και παραφυλάει τον Ωρίωνα,
αυτή που μόνη δεν μοιράζεται τα λουτρά του Ωκεανού.1
Έφτιαξε και δυο θεσπέσιες πολιτείες ανθρώπων490
που τους δαμάζει ο θάνατος.
Στη μια γίνονταν γάμοι και ξεφάντωναν·
με λαμπάδες που φεγγοβολούσαν
έπαιρναν από τα δώματα τις νύφες
και τις οδηγούσαν μέσα από την πόλη,
ενώ ξεχυνόταν πλούσιο το τραγούδι του υμεναίου· 2
νεαροί χορευτές στροβιλίζονταν,495
και ανάμεσά τους ηχούσαν αυλοί και φόρμιγγες.
Οι γυναίκες στέκονταν στις πόρτες και θαύμαζαν.
Οι άντρες ήσαν συναθροισμένοι στον τόπο που συνάζονται·
εκεί είχε ξεσπάσει μια φιλονικία·
φιλονικούσαν δύο για το τίμημα κάποιου που σκοτώθηκε·
ο ένας προσφερόταν να το πληρώσει στο ακέραιο
και αυτό το έλεγε ανοιχτά στον κόσμο,500
όμως ο άλλος δεν δεχόταν τίποτα,3
και οι δύο ήθελαν να πάνε σε κριτή να κρίνει.
Το πλήθος μοιρασμένο εκραύγαζε
βοηθώντας και τον ένα και τον άλλο.
Και οι κήρυκες εκεί επάλευαν να κρατήσουν τον κόσμο·
οι γέροντες εκάθονταν πάνω σε λαξεμένες πέτρες
μέσα στον ιερό κύκλο4
και από τους κήρυκες με τις φωνές που γεμίζουν τον αέρα505
έπαιρναν και κρατούσαν στα χέρια τους σκήπτρα.
Οι δυο που μάλωναν έτρεχαν τότε μπροστά τους,
και αυτοί εκρίναν ένας ένας.
Στη μέση εκεί ακουμπισμένα στο χώμα
περίμεναν δυο τάλαντα χρυσάφι,
για να δοθούν σ᾽ εκείνον από τους κριτές
που θα ᾽βγαζε την πιο δίκαιη κρίση.
γη καρπερή, απλόχωρη, οργωμένη τρεις φορές.
Πολλοί ζευγάδες εκεί μέσα πήγαιναν κι έρχονταν,
οδηγώντας τα ζευγάρια τους πέρα δώθε.
Και όταν γυρίζοντας έφταναν στην άκρη του χωραφιού,
ερχόταν τότες ένας άντρας και τους έδινε κρασί γλυκό σα μέλι·545
εκείνοι εγύριζαν στον όργο πάλι και πάλι,
γυρεύοντας να φτάσουν ως την άκρη του νέου χωραφιού
με το βαθύ χώμα.
Και το χωράφι πίσω τους εμαύριζε κι έμοιαζε οργωμένο,
ας ήτανε από χρυσάφι· ήτανε ένα θαύμα αυτό που έφτιαξε.
με κλήματα που ελύγιζαν από το βάρος του καρπού·
ήτανε μαύρα τα σταφύλια του και τα κλήματα πέρα ώς την άκρη
έγερναν πάνω σε ασημένιες βέργες.
Από τη μια κι από την άλλη έβαλε αυλάκι εβένινο
και γύρω το έκλεισε με φράχτη από κασσίτερο.
Εκεί οδηγούσε μονάχα ένα μονοπάτι,565
απ᾽ όπου περνούσαν εκείνοι που μετέφεραν τον καρπό,
όταν τρυγούσαν το αμπέλι.
Παρθενικά κορίτσια και νέοι ανύμφευτοι και ανέμελοι
σήκωναν σε πλεχτά καλάθια τον καρπό γλυκό σα μέλι.
Εκεί στη μέση κάποιο αγόρι έπαιζε με τη λιγυρή φόρμιγγα
μελωδίες που ξυπνούν τον πόθο και με την ηδυπάθεια της φωνής του570
τραγουδούσε θεσπέσια το τραγούδι του Λίνου.5
Εκείνοι ακολουθούσαν χτυπώντας όλοι με τα πόδια τους το χώμα
και λικνίζονταν τραγουδώντας και αλαλάζοντας.
όμοιο μ᾽ εκείνον που έφτιαξε κάποτε στην απλόχωρη Κνωσσό
ο Δαίδαλος για την καλλίκομη Αριάδνη.
Εκεί εχορεύαν νέοι ανύπαντροι και παρθένες βαρύτιμες,
κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου στον καρπό.
Οι γυναίκες φορούσαν αραχνοΰφαντα φορέματα,595
οι άντρες χιτώνες με τέλεια ύφανση, που αχνοφέγγιζαν από το λάδι.6
Εκείνες έφεραν ωραία στεφάνια, εκείνοι είχανε χρυσά μαχαίρια
που κρέμονταν από αλυσίδες ασημένιες·
με ασκημένα πόδια άλλοτες έτρεχαν αβίαστα,
όπως όταν ένας κεραμέας καθιστός600
δοκιμάζει ανάμεσα στις παλάμες του
το ζυγισμένο τροχό
να δει αν γυρίζει·
άλλοτε πάλι έτρεχαν σε δυο σειρές αντικρυστά.
Μέγα πλήθος όρθιο γύρω τους χαίρονταν τον χορό
που ξυπνάει τον πόθο· και δίπλα τους δυο ακροβάτες605
άρχιζαν το τραγούδι και στροβιλίζονταν εκεί στη μέση.
Έβαλε τέλος και το ακατάλυτο ποτάμι του Ωκεανού
πλάι στο ακρότατο στεφάνι της στερεής ασπίδας.
------------
Ικανό τμήμα της ραψωδίας Σ, στην οποία οι Αλεξανδρινοί έδωσαν τον τίτλο Ὁπλοποιία, αφιερώνεται στην περιγραφή της καινούργιας ασπίδας (κατασκευή και -κυρίως- διακόσμηση), ενώ στα υπόλοιπα όπλα γίνεται απλώς σύντομη αναφορά. Φαίνεται ότι η ασπίδα είχε σχήμα κυκλικό και ότι οι παραστάσεις που την κοσμούσαν ήσαν διατεταγμένες σε ομόκεντρους κύκλους. Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει σε ανάλογες περιγραφές, οι παραστάσεις της ασπίδας, που δεν αντλούν τα θέματά τους από τον μύθο, δεν έχουν επιλεγεί με σκοπό να εμβάλουν φόβο στους αντιπάλους, αλλά συγκροτούν μια ισορροπημένη επιλογή σκηνών από την καθημερινή ζωή, που πλαισιώνονται από την εικόνα του "σύμπαντος" (στο κέντρο) και την εικόνα του Ωκεανού (στην περιφέρεια). Ενδιαμέσως περιγράφονται με τη σειρά οι εξής παραστάσεις: 1) δύο πολιτείες, από τις οποίες η πρώτη (α) παρουσιάζεται σε ειρηνικές ασχολίες (γάμος, "δικαστήριο"), ενώ η δεύτερη (β) σε στιγμές πολέμου (πολιορκία, μάχη)· 2) όργωμα· 3) θερισμός· 4) τρύγος· 5) επίθεση λεόντων σε αγέλη βοδιών· 6) βοσκότοπος· 7) χορός. (Στο απόσπασμα που ακολουθεί παραλείπονται οι σκηνές 2β, 3, 5 και 6).
Η επιλογή του ποιητή να παρουσιάσει πάνω στην ασπίδα καθημερινές σκηνές του επιτρέπει να εισαγάγει στην επική αφήγηση, που αναφέρεται στο "εκεί" και το "τότε", στοιχεία από τον σύγχρονό του κόσμο, από το "εδώ" και το "τώρα". Ένα μέρος από τη γοητεία της περιγραφής απορρέει από το γεγονός ότι ο ποιητής, αντί να περιγράφει στατικές εικόνες, τις μετατρέπει σε ιστορίες γεμάτες ζωή και κίνηση.
ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε
πάντοσε δαιδάλλων, περὶ δ᾽ ἄντυγα βάλλε φαεινὴν
480 τρίπλακα μαρμαρέην, ἐκ δ᾽ ἀργύρεον τελαμῶνα.
πέντε δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες· αὐτὰρ ἐν αὐτῷ
ποίει δαίδαλα πολλὰ ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν.
ἐν μὲν γαῖαν ἔτευξ᾽, ἐν δ᾽ οὐρανόν, ἐν δὲ θάλασσαν,
ἠέλιόν τ᾽ ἀκάμαντα σελήνην τε πλήθουσαν,
485 ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα, τά τ᾽ οὐρανὸς ἐστεφάνωται,
Πληϊάδας θ᾽ Ὑάδας τε τό τε σθένος Ὠρίωνος
Ἄρκτον θ᾽, ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,
ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει,
οἴη δ᾽ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο.
490 ἐν δὲ δύω ποίησε πόλεις μερόπων ἀνθρώπων
καλάς. ἐν τῇ μέν ῥα γάμοι τ᾽ ἔσαν εἰλαπίναι τε,
νύμφας δ᾽ ἐκ θαλάμων δαΐδων ὕπο λαμπομενάων
ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ, πολὺς δ᾽ ὑμέναιος ὀρώρει·
κοῦροι δ᾽ ὀρχηστῆρες ἐδίνεον, ἐν δ᾽ ἄρα τοῖσιν
495 αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον· αἱ δὲ γυναῖκες
ἱστάμεναι θαύμαζον ἐπὶ προθύροισιν ἑκάστη.
λαοὶ δ᾽ εἰν ἀγορῇ ἔσαν ἀθρόοι· ἔνθα δὲ νεῖκος
ὠρώρει, δύο δ᾽ ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς
ἀνδρὸς ἀποφθιμένου· ὁ μὲν εὔχετο πάντ᾽ ἀποδοῦναι
500 δήμῳ πιφαύσκων, ὁ δ᾽ ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι·
ἄμφω δ᾽ ἱέσθην ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι.
λαοὶ δ᾽ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοί·
κήρυκες δ᾽ ἄρα λαὸν ἐρήτυον· οἱ δὲ γέροντες
ἥατ᾽ ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοις ἱερῷ ἐνὶ κύκλῳ,
505 σκῆπτρα δὲ κηρύκων ἐν χέρσ᾽ ἔχον ἠεροφώνων·
τοῖσιν ἔπειτ᾽ ἤϊσσον, ἀμοιβηδὶς δὲ δίκαζον.
κεῖτο δ᾽ ἄρ᾽ ἐν μέσσοισι δύω χρυσοῖο τάλαντα,
τῷ δόμεν ὃς μετὰ τοῖσι δίκην ἰθύντατα εἴποι.
…
541 ἐν δ᾽ ἐτίθει νειὸν μαλακήν, πίειραν ἄρουραν,εὐρεῖαν τρίπολον· πολλοὶ δ᾽ ἀροτῆρες ἐν αὐτῇ
ζεύγεα δινεύοντες ἐλάστρεον ἔνθα καὶ ἔνθα.
οἱ δ᾽ ὁπότε στρέψαντες ἱκοίατο τέλσον ἀρούρης,
545 τοῖσι δ᾽ ἔπειτ᾽ ἐν χερσὶ δέπας μελιηδέος οἴνου
δόσκεν ἀνὴρ ἐπιών· τοὶ δὲ στρέψασκον ἀν᾽ ὄγμους,
ἱέμενοι νειοῖο βαθείης τέλσον ἱκέσθαι.
ἡ δὲ μελαίνετ᾽ ὄπισθεν, ἀρηρομένῃ δὲ ἐῴκει,
χρυσείη περ ἐοῦσα· τὸ δὴ περὶ θαῦμα τέτυκτο.
…
561 ἐν δὲ τίθει σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωὴνκαλὴν χρυσείην· μέλανες δ᾽ ἀνὰ βότρυες ἦσαν,
ἑστήκει δὲ κάμαξι διαμπερὲς ἀργυρέῃσιν.
ἀμφὶ δὲ κυανέην κάπετον, περὶ δ᾽ ἕρκος ἔλασσε
565 κασσιτέρου· μία δ᾽ οἴη ἀταρπιτὸς ἦεν ἐπ᾽ αὐτήν,
τῇ νίσοντο φορῆες, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν.
παρθενικαὶ δὲ καὶ ἠΐθεοι ἀταλὰ φρονέοντες
πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν.
τοῖσιν δ᾽ ἐν μέσσοισι πάϊς φόρμιγγι λιγείῃ
570 ἱμερόεν κιθάριζε, λίνον δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄειδε
λεπταλέῃ φωνῇ· τοὶ δὲ ῥήσσοντες ἁμαρτῇ
μολπῇ τ᾽ ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο.
…
590 ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις,τῷ ἴκελον οἷόν ποτ᾽ ἐνὶ Κνωσῷ εὐρείῃ
Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ.
ἔνθα μὲν ἠΐθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι
ὠρχεῦντ᾽, ἀλλήλων ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔχοντες.
595 τῶν δ᾽ αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, οἱ δὲ χιτῶνας
εἵατ᾽ ἐϋννήτους, ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ·
καί ῥ᾽ αἱ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον, οἱ δὲ μαχαίρας
εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων.
οἱ δ᾽ ὁτὲ μὲν θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι
600 ῥεῖα μάλ᾽, ὡς ὅτε τις τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν
ἑζόμενος κεραμεὺς πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν·
ἄλλοτε δ᾽ αὖ θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι.
603 πολλὸς δ᾽ ἱμερόεντα χορὸν περιίσταθ᾽ ὅμιλος
605 τερπόμενοι· δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ᾽ αὐτοὺς
μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους.
ἐν δὲ τίθει ποταμοῖο μέγα σθένος Ὠκεανοῖο
ἄντυγα πὰρ πυμάτην σάκεος πύκα ποιητοῖο.
***
Επήρε πρώτα πρώτα κι έφτιαξε ασπίδα στέρεη, γιγάντια,
δουλεύοντάς τη ολόκληρη με τέχνη·
την έδεσε ολόγυρα με λαμπερό τριπλό στεφάνι που άστραφτε
και απ᾽ αυτό εκρέμασε λουρί ασημένιο.480
Το σώμα της ασπίδας το έστρωσε πέντε φορές
και πάνω του χάραξε πολλά στολίδια με το σοφό μυαλό του.
Έβαλε μέσα τη γης, έβαλε τον ουρανό, έβαλε τη θάλασσα,
έβαλε τον ήλιο τον ακάμαντο και το φεγγάρι ολόγιομο,
κι όλα τα αστέρια που στεφανώνουν τον ουρανό,
τις Πλειάδες,1 τις Υάδες, τον στιβαρό Ωρίωνα,485
την Άρκτο, που τήνε λεν και Αμάξι,
που μένει εκεί γυρνώντας γύρω γύρω και παραφυλάει τον Ωρίωνα,
αυτή που μόνη δεν μοιράζεται τα λουτρά του Ωκεανού.1
Έφτιαξε και δυο θεσπέσιες πολιτείες ανθρώπων490
που τους δαμάζει ο θάνατος.
Στη μια γίνονταν γάμοι και ξεφάντωναν·
με λαμπάδες που φεγγοβολούσαν
έπαιρναν από τα δώματα τις νύφες
και τις οδηγούσαν μέσα από την πόλη,
ενώ ξεχυνόταν πλούσιο το τραγούδι του υμεναίου· 2
νεαροί χορευτές στροβιλίζονταν,495
και ανάμεσά τους ηχούσαν αυλοί και φόρμιγγες.
Οι γυναίκες στέκονταν στις πόρτες και θαύμαζαν.
Οι άντρες ήσαν συναθροισμένοι στον τόπο που συνάζονται·
εκεί είχε ξεσπάσει μια φιλονικία·
φιλονικούσαν δύο για το τίμημα κάποιου που σκοτώθηκε·
ο ένας προσφερόταν να το πληρώσει στο ακέραιο
και αυτό το έλεγε ανοιχτά στον κόσμο,500
όμως ο άλλος δεν δεχόταν τίποτα,3
και οι δύο ήθελαν να πάνε σε κριτή να κρίνει.
Το πλήθος μοιρασμένο εκραύγαζε
βοηθώντας και τον ένα και τον άλλο.
Και οι κήρυκες εκεί επάλευαν να κρατήσουν τον κόσμο·
οι γέροντες εκάθονταν πάνω σε λαξεμένες πέτρες
μέσα στον ιερό κύκλο4
και από τους κήρυκες με τις φωνές που γεμίζουν τον αέρα505
έπαιρναν και κρατούσαν στα χέρια τους σκήπτρα.
Οι δυο που μάλωναν έτρεχαν τότε μπροστά τους,
και αυτοί εκρίναν ένας ένας.
Στη μέση εκεί ακουμπισμένα στο χώμα
περίμεναν δυο τάλαντα χρυσάφι,
για να δοθούν σ᾽ εκείνον από τους κριτές
που θα ᾽βγαζε την πιο δίκαιη κρίση.
...
Έβαλε και ένα νέο χωράφι ήμερο,541γη καρπερή, απλόχωρη, οργωμένη τρεις φορές.
Πολλοί ζευγάδες εκεί μέσα πήγαιναν κι έρχονταν,
οδηγώντας τα ζευγάρια τους πέρα δώθε.
Και όταν γυρίζοντας έφταναν στην άκρη του χωραφιού,
ερχόταν τότες ένας άντρας και τους έδινε κρασί γλυκό σα μέλι·545
εκείνοι εγύριζαν στον όργο πάλι και πάλι,
γυρεύοντας να φτάσουν ως την άκρη του νέου χωραφιού
με το βαθύ χώμα.
Και το χωράφι πίσω τους εμαύριζε κι έμοιαζε οργωμένο,
ας ήτανε από χρυσάφι· ήτανε ένα θαύμα αυτό που έφτιαξε.
...
Έβαλε αμπέλι όμορφο, χρυσό,με κλήματα που ελύγιζαν από το βάρος του καρπού·
ήτανε μαύρα τα σταφύλια του και τα κλήματα πέρα ώς την άκρη
έγερναν πάνω σε ασημένιες βέργες.
Από τη μια κι από την άλλη έβαλε αυλάκι εβένινο
και γύρω το έκλεισε με φράχτη από κασσίτερο.
Εκεί οδηγούσε μονάχα ένα μονοπάτι,565
απ᾽ όπου περνούσαν εκείνοι που μετέφεραν τον καρπό,
όταν τρυγούσαν το αμπέλι.
Παρθενικά κορίτσια και νέοι ανύμφευτοι και ανέμελοι
σήκωναν σε πλεχτά καλάθια τον καρπό γλυκό σα μέλι.
Εκεί στη μέση κάποιο αγόρι έπαιζε με τη λιγυρή φόρμιγγα
μελωδίες που ξυπνούν τον πόθο και με την ηδυπάθεια της φωνής του570
τραγουδούσε θεσπέσια το τραγούδι του Λίνου.5
Εκείνοι ακολουθούσαν χτυπώντας όλοι με τα πόδια τους το χώμα
και λικνίζονταν τραγουδώντας και αλαλάζοντας.
...
Εσκάλισε κι ένα χορό ο φημισμένος τεχνίτης με τα κυρτά πόδια590όμοιο μ᾽ εκείνον που έφτιαξε κάποτε στην απλόχωρη Κνωσσό
ο Δαίδαλος για την καλλίκομη Αριάδνη.
Εκεί εχορεύαν νέοι ανύπαντροι και παρθένες βαρύτιμες,
κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου στον καρπό.
Οι γυναίκες φορούσαν αραχνοΰφαντα φορέματα,595
οι άντρες χιτώνες με τέλεια ύφανση, που αχνοφέγγιζαν από το λάδι.6
Εκείνες έφεραν ωραία στεφάνια, εκείνοι είχανε χρυσά μαχαίρια
που κρέμονταν από αλυσίδες ασημένιες·
με ασκημένα πόδια άλλοτες έτρεχαν αβίαστα,
όπως όταν ένας κεραμέας καθιστός600
δοκιμάζει ανάμεσα στις παλάμες του
το ζυγισμένο τροχό
να δει αν γυρίζει·
άλλοτε πάλι έτρεχαν σε δυο σειρές αντικρυστά.
Μέγα πλήθος όρθιο γύρω τους χαίρονταν τον χορό
που ξυπνάει τον πόθο· και δίπλα τους δυο ακροβάτες605
άρχιζαν το τραγούδι και στροβιλίζονταν εκεί στη μέση.
Έβαλε τέλος και το ακατάλυτο ποτάμι του Ωκεανού
πλάι στο ακρότατο στεφάνι της στερεής ασπίδας.
------------
1 Οι Πλειάδες (Πούλια) και οι Υάδες (πιθανώς από το ὕω = βρέχω) είναι αστερισμοί που βρίσκονται κοντά στον Ωρίωνα. Κατά τον Ησίοδο με την εμφάνιση των Πλειάδων αρχίζει ο θερισμός και με τη δύση τους το όργωμα. Έχει επισημανθεί ότι η εμφάνιση και η δύση των τριών αυτών αστερισμών καλύπτει το διάστημα από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο, δηλαδή την περίοδο κατά την οποία λαμβάνουν χώρα οι τρεις γεωργικές δραστηριότητες που περιγράφονται στη συνέχεια σε σκηνές της ασπίδας (θερισμός, τρύγος, όργωμα). Δεδομένου ότι για τους αρχαίους η (επίπεδη) γη περιβρέχεται από τον ποταμό Ωκεανό, όλα τα αστέρια ανατέλλουν από τον Ωκεανό και δύουν στον Ωκεανό. Η (Μεγάλη) Άρκτος δεν δύει στον Ωκεανό, επειδή για τους κατοίκους του βορείου ημισφαιρίου είναι ορατή καθ᾽ όλο το έτος.
2 Το τραγούδι του γάμου. Ονομάζεται υμέναιος από την τελετουργικώς επαναλαμβανόμενη κραυγή ὑμήν.
3 Πιθανώς η διαφωνία των δύο είχε να κάνει με το ότι ο ένας (ο δράστης) προσφερόταν να καταβάλει το τίμημα, ενώ ο άλλος (ο συγγενής του θύματος) επέμενε στην αντεκδίκηση.
4 Ο κύκλος χαρακτηρίζεται ιερός, επειδή ο ίδιος ο Ζευς εποπτεύει την απονομή δικαιοσύνης και επειδή κοντά στον χώρο που συγκεντρώνονται πρέπει να υπήρχαν βωμοί.
5 Το (θρηνητικό) τραγούδι του Λίνου και η ίδια η μυθική μορφή του Λίνου έχουν ίσως την αφετηρία τους στην πιθανώς ανατολικής προελεύσεως πένθιμη κραυγή αἴλινον. Στην αρχαιότητα υπήρχαν διάφορες παραδόσεις σχετικά με τον Λίνο, με κοινό χαρακτηριστικό τους ότι τον θάνατό του τον ακολουθούσε καθολικός θρήνος. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ανταγωνιζόταν τον Απόλλωνα στο τραγούδι και ο θεός τον σκότωσε.
6 Κατά την ύφανση χρησιμοποιούσαν λάδι για να γυαλίζουν τα ρούχα και ίσως για να γίνονται πιο απαλά.
Ἰλιὰς Φ 227-271
Η μάχη με τον ποταμό
Στην αρχή της προηγούμενης ραψωδίας (Υ, Θεομαχία) ο Ζευς, για να αποτρέψει την πρόωρη άλωση της Τροίας από τον Αχιλλέα, που είχε ήδη αποκηρύξει τον θυμό του (Τ, Μήνιδος ἀπόρρησις) και είχε επανέλθει στη μάχη, παρότρυνε τους θεούς να εμπλακούν ευθέως στη σύγκρουση. Εν συνεχεία περιγράφεται η είσοδος των θεών στη μάχη (Υ 47-66), αλλά η εξιστόρηση των θεομαχιών αναστέλλεται ώς τα μέσα της επόμενης ραψωδίας (Φ 328 κ.ε.). Ενδιαμέσως παρακολουθούμε σειρά σκηνών στις οποίες πρωταγωνιστεί ο Αχιλλέας: μάχεται με τον Αινεία, αψιμαχεί με τον Έκτορα, φονεύει πολλούς άλλους Τρώες. Η αφήγηση κλιμακώνεται με τον φόνο του Λυκάονα και του Αστεροπαίου. Ο Αχιλλέας ρίχνει τα νεκρά σώματά τους στον ποταμό και προκαλεί την αγανάκτησή του. Εκείνος του ζητάει να σταματήσει και, όταν δεν εισακούεται, του επιτίθεται. Η αφήγηση κορυφώνεται με την περιγραφή της μάχης με τον ποταμό στους στίχους που ακολουθούν.
ὣς εἰπὼν Τρώεσσιν ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος·
καὶ τότ᾽ Ἀπόλλωνα προσέφη ποταμὸς βαθυδίνης·
«ὢ πόποι, ἀργυρότοξε, Διὸς τέκος, οὐ σύ γε βουλὰς
230 εἰρύσαο Κρονίωνος, ὅ τοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλε
Τρωσὶ παρεστάμεναι καὶ ἀμύνειν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ
δείελος ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ᾽ ἐρίβωλον ἄρουραν.»
ἦ, καὶ Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ
κρημνοῦ ἀπαΐξας· ὁ δ᾽ ἐπέσσυτο οἴδματι θύων,
235 πάντα δ᾽ ὄρινε ῥέεθρα κυκώμενος, ὦσε δὲ νεκροὺς
πολλούς, οἵ ῥα κατ᾽ αὐτὸν ἅλις ἔσαν, οὓς κτάν᾽ Ἀχιλλεύς·
τοὺς ἔκβαλλε θύραζε, μεμυκὼς ἠΰτε ταῦρος,
χέρσονδε· ζωοὺς δὲ σάω κατὰ καλὰ ῥέεθρα,
κρύπτων ἐν δίνῃσι βαθείῃσιν μεγάλῃσι.
240 δεινὸν δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα,
ὤθει δ᾽ ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος· οὐδὲ πόδεσσιν
εἶχε στηρίξασθαι· ὁ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν
εὐφυέα μεγάλην· ἡ δ᾽ ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα
κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεθρα
245 ὄζοισιν πυκινοῖσι, γεφύρωσεν δέ μιν αὐτὸν
εἴσω πᾶσ᾽ ἐριποῦσ᾽· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἐκ δίνης ἀνορούσας
ἤϊξεν πεδίοιο ποσὶ κραιπνοῖσι πέτεσθαι,
δείσας· οὐδέ τ᾽ ἔληγε θεὸς μέγας, ὦρτο δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ
ἀκροκελαινιόων, ἵνα μιν παύσειε πόνοιο
250 δῖον Ἀχιλλῆα, Τρώεσσι δὲ λοιγὸν ἀλάλκοι.
Πηλεΐδης δ᾽ ἀπόρουσεν ὅσον τ᾽ ἐπὶ δουρὸς ἐρωή,
αἰετοῦ οἴματ᾽ ἔχων μέλανος, τοῦ θηρητῆρος,
ὅς θ᾽ ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν·
τῷ ἐϊκὼς ἤϊξεν, ἐπὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς
255 σμερδαλέον κονάβιζεν· ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς
φεῦγ᾽, ὁ δ᾽ ὄπισθε ῥέων ἕπετο μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ ὀχετηγὸς ἀπὸ κρήνης μελανύδρου
ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ
χερσὶ μάκελλαν ἔχων, ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων·
260 τοῦ μέν τε προρέοντος ὑπὸ ψηφῖδες ἅπασαι
ὀχλεῦνται· τὸ δέ τ᾽ ὦκα κατειβόμενον κελαρύζει
χώρῳ ἔνι προαλεῖ, φθάνει δέ τε καὶ τὸν ἄγοντα·
ὣς αἰεὶ Ἀχιλῆα καὶ κιχήσατο κῦμα ῥόοιο
καὶ λαιψηρὸν ἐόντα· θεοὶ δέ τε φέρτεροι ἀνδρῶν.
265 ὁσσάκι δ᾽ ὁρμήσειε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς
στῆναι ἐναντίβιον καὶ γνώμεναι εἴ μιν ἅπαντες
ἀθάνατοι φοβέουσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
τοσσάκι μιν μέγα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο
πλάζ᾽ ὤμους καθύπερθεν· ὁ δ᾽ ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα
270 θυμῷ ἀνιάζων· ποταμὸς δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἐδάμνα
λάβρος ὕπαιθα ῥέων, κονίην δ᾽ ὑπέρεπτε ποδοῖιν.
***
Αυτά είπε, και όρμησε πάνω στους Τρώες, όμοιος με θεό· και τότε είπε στον Απόλλωνα ο ποταμός με τις βαθιές δίνες: «Πω πω, αργυρότοξε, γιε του Δία, [230] δε φύλαξες τις εντολές του γιου του Κρόνου, που σου έδινε πολλές παραγγελίες να παραστέκεσαι και να βοηθάς τους Τρώες, ως που να έρθει το δειλινό, που πέφτει αργά, και να ισκιώσει την εύφορη γη».
Είπε, και ο ξακουσμένος στο δόρυ Αχιλλέας πήδησε μέσα του ορμώντας από τον γκρεμό, και ο ποταμός χίμησε πάνω του με φουσκωμένο κύμα, και φουσκώνοντας ανατάραξε όλα του τα νερά, [235] και έσπρωξε τους πολλούς νεκρούς, που είχε σκοτώσει ο Αχιλλέας και βρίσκονταν άφθονοι μέσα του. Αυτούς τους έβγαζε έξω στην ξηρά μουγκρίζοντας σαν ταύρος. Τους ζωντανούς πάλι τους έσωζε στα όμορφα νερά του, κρύβοντάς τους μέσα στις βαθιές, μεγάλες του δίνες. [240] Και το κύμα υψώθηκε φοβερό, αναταραγμένο γύρω από τον Αχιλλέα, και το ρέμα τον έσπρωχνε πέφτοντας πάνω στην ασπίδα του· και ούτε μπορούσε να στηριχτεί στα πόδια του. Άρπαξε τότε με τα χέρια μια φτελιά καλοφτιαγμένη, μεγάλη· εκείνη όμως ξεριζώθηκε πέφτοντας και έριξε κάτω όλο τον γκρεμό, και σταμάτησε τα όμορφα νερά [245] με τα πυκνά κλαδιά της, και γεφύρωσε τον ποταμό καθώς έπεσε όλη μέσα του. Ο Αχιλλέας πήδησε έξω από το στρόβιλο και πήρε να τρέχει με τα γρήγορα πόδια του φοβισμένος. Ο μεγάλος όμως θεός δε σταμάτησε, μόνο όρμησε πάνω του, σκοτεινός στην κορυφή του, για να σταματήσει [250] το θείο Αχιλλέα από τον πόλεμο και να διώξει την καταστροφή από τους Τρώες. Ο γιος του Πηλέα πήδησε πέρα, όσο φτάνει η φόρα του κονταριού, έχοντας την ορμή του μαύρου αετού, του κυνηγάρη, που είναι μαζί το πιο δυνατό και το πιο γρήγορο από τα πουλιά. Όμοιος μ᾽ αυτόν πήδησε [255] και ο χαλκός έκανε φοβερό κρότο γύρω στο στήθος του·τραβήχτηκε έξω από τον ποταμό και το έβαλε στα πόδια, μα εκείνος, τρέχοντας από πίσω, τον κυνηγούσε με μεγάλο πάταγο. Όπως όταν ένας άνθρωπος, που ανοίγει αυλάκι από βρύση που τρέχει σκοτεινό νερό, φέρνει το ρέμα του νερού στα δέντρα και στα περιβόλια κρατώντας στα χέρια του το τσαπί και βγάζοντας έξω από το αυλάκι τα χώματα που το εμποδίζουν, [260] και καθώς εκείνο τρέχει κατρακυλούν όλα τα πετραδάκια από κάτω· τρέχοντας γρήγορα, κελαρύζει, σε μέρος κατηφορικό, και προφταίνει κι εκείνον που το οδηγεί· έτσι και τον Αχιλλέα, μ᾽ όλο που ήταν γρήγορος, τον πρόφταινε πάντα το κύμα του ποταμού, γιατί οι θεοί είναι ανώτεροι από τους ανθρώπους. [265] Όσες φορές ο γρήγορος στα πόδια θείος Αχιλλέας ήθελε να σταθεί αντίκρυ του και να καταλάβει αν όλοι οι αθάνατοι που ζουν στον πλατύ ουρανό τον έστρωσαν στο κυνήγι, άλλες τόσες το μεγάλο κύμα του ποταμού που είχε γεννηθεί από τη βροχή του Δία του κουκούλωνε τους ώμους· κι εκείνος πηδούσε με τα πόδια ψηλά, [270] βαθιά ταραγμένος μέσα του. Ο ποταμός του έκοβε τα γόνατα, τρέχοντας ορμητικός από κάτω του, και του φευγάτιζε κάτω από τα πόδια το χώμα.
ὣς εἰπὼν Τρώεσσιν ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος·
καὶ τότ᾽ Ἀπόλλωνα προσέφη ποταμὸς βαθυδίνης·
«ὢ πόποι, ἀργυρότοξε, Διὸς τέκος, οὐ σύ γε βουλὰς
230 εἰρύσαο Κρονίωνος, ὅ τοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλε
Τρωσὶ παρεστάμεναι καὶ ἀμύνειν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ
δείελος ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ᾽ ἐρίβωλον ἄρουραν.»
ἦ, καὶ Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ
κρημνοῦ ἀπαΐξας· ὁ δ᾽ ἐπέσσυτο οἴδματι θύων,
235 πάντα δ᾽ ὄρινε ῥέεθρα κυκώμενος, ὦσε δὲ νεκροὺς
πολλούς, οἵ ῥα κατ᾽ αὐτὸν ἅλις ἔσαν, οὓς κτάν᾽ Ἀχιλλεύς·
τοὺς ἔκβαλλε θύραζε, μεμυκὼς ἠΰτε ταῦρος,
χέρσονδε· ζωοὺς δὲ σάω κατὰ καλὰ ῥέεθρα,
κρύπτων ἐν δίνῃσι βαθείῃσιν μεγάλῃσι.
240 δεινὸν δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα,
ὤθει δ᾽ ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος· οὐδὲ πόδεσσιν
εἶχε στηρίξασθαι· ὁ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν
εὐφυέα μεγάλην· ἡ δ᾽ ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα
κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεθρα
245 ὄζοισιν πυκινοῖσι, γεφύρωσεν δέ μιν αὐτὸν
εἴσω πᾶσ᾽ ἐριποῦσ᾽· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἐκ δίνης ἀνορούσας
ἤϊξεν πεδίοιο ποσὶ κραιπνοῖσι πέτεσθαι,
δείσας· οὐδέ τ᾽ ἔληγε θεὸς μέγας, ὦρτο δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ
ἀκροκελαινιόων, ἵνα μιν παύσειε πόνοιο
250 δῖον Ἀχιλλῆα, Τρώεσσι δὲ λοιγὸν ἀλάλκοι.
Πηλεΐδης δ᾽ ἀπόρουσεν ὅσον τ᾽ ἐπὶ δουρὸς ἐρωή,
αἰετοῦ οἴματ᾽ ἔχων μέλανος, τοῦ θηρητῆρος,
ὅς θ᾽ ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν·
τῷ ἐϊκὼς ἤϊξεν, ἐπὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς
255 σμερδαλέον κονάβιζεν· ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς
φεῦγ᾽, ὁ δ᾽ ὄπισθε ῥέων ἕπετο μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ ὀχετηγὸς ἀπὸ κρήνης μελανύδρου
ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ
χερσὶ μάκελλαν ἔχων, ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων·
260 τοῦ μέν τε προρέοντος ὑπὸ ψηφῖδες ἅπασαι
ὀχλεῦνται· τὸ δέ τ᾽ ὦκα κατειβόμενον κελαρύζει
χώρῳ ἔνι προαλεῖ, φθάνει δέ τε καὶ τὸν ἄγοντα·
ὣς αἰεὶ Ἀχιλῆα καὶ κιχήσατο κῦμα ῥόοιο
καὶ λαιψηρὸν ἐόντα· θεοὶ δέ τε φέρτεροι ἀνδρῶν.
265 ὁσσάκι δ᾽ ὁρμήσειε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς
στῆναι ἐναντίβιον καὶ γνώμεναι εἴ μιν ἅπαντες
ἀθάνατοι φοβέουσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
τοσσάκι μιν μέγα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο
πλάζ᾽ ὤμους καθύπερθεν· ὁ δ᾽ ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα
270 θυμῷ ἀνιάζων· ποταμὸς δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἐδάμνα
λάβρος ὕπαιθα ῥέων, κονίην δ᾽ ὑπέρεπτε ποδοῖιν.
***
Αυτά είπε, και όρμησε πάνω στους Τρώες, όμοιος με θεό· και τότε είπε στον Απόλλωνα ο ποταμός με τις βαθιές δίνες: «Πω πω, αργυρότοξε, γιε του Δία, [230] δε φύλαξες τις εντολές του γιου του Κρόνου, που σου έδινε πολλές παραγγελίες να παραστέκεσαι και να βοηθάς τους Τρώες, ως που να έρθει το δειλινό, που πέφτει αργά, και να ισκιώσει την εύφορη γη».
Είπε, και ο ξακουσμένος στο δόρυ Αχιλλέας πήδησε μέσα του ορμώντας από τον γκρεμό, και ο ποταμός χίμησε πάνω του με φουσκωμένο κύμα, και φουσκώνοντας ανατάραξε όλα του τα νερά, [235] και έσπρωξε τους πολλούς νεκρούς, που είχε σκοτώσει ο Αχιλλέας και βρίσκονταν άφθονοι μέσα του. Αυτούς τους έβγαζε έξω στην ξηρά μουγκρίζοντας σαν ταύρος. Τους ζωντανούς πάλι τους έσωζε στα όμορφα νερά του, κρύβοντάς τους μέσα στις βαθιές, μεγάλες του δίνες. [240] Και το κύμα υψώθηκε φοβερό, αναταραγμένο γύρω από τον Αχιλλέα, και το ρέμα τον έσπρωχνε πέφτοντας πάνω στην ασπίδα του· και ούτε μπορούσε να στηριχτεί στα πόδια του. Άρπαξε τότε με τα χέρια μια φτελιά καλοφτιαγμένη, μεγάλη· εκείνη όμως ξεριζώθηκε πέφτοντας και έριξε κάτω όλο τον γκρεμό, και σταμάτησε τα όμορφα νερά [245] με τα πυκνά κλαδιά της, και γεφύρωσε τον ποταμό καθώς έπεσε όλη μέσα του. Ο Αχιλλέας πήδησε έξω από το στρόβιλο και πήρε να τρέχει με τα γρήγορα πόδια του φοβισμένος. Ο μεγάλος όμως θεός δε σταμάτησε, μόνο όρμησε πάνω του, σκοτεινός στην κορυφή του, για να σταματήσει [250] το θείο Αχιλλέα από τον πόλεμο και να διώξει την καταστροφή από τους Τρώες. Ο γιος του Πηλέα πήδησε πέρα, όσο φτάνει η φόρα του κονταριού, έχοντας την ορμή του μαύρου αετού, του κυνηγάρη, που είναι μαζί το πιο δυνατό και το πιο γρήγορο από τα πουλιά. Όμοιος μ᾽ αυτόν πήδησε [255] και ο χαλκός έκανε φοβερό κρότο γύρω στο στήθος του·τραβήχτηκε έξω από τον ποταμό και το έβαλε στα πόδια, μα εκείνος, τρέχοντας από πίσω, τον κυνηγούσε με μεγάλο πάταγο. Όπως όταν ένας άνθρωπος, που ανοίγει αυλάκι από βρύση που τρέχει σκοτεινό νερό, φέρνει το ρέμα του νερού στα δέντρα και στα περιβόλια κρατώντας στα χέρια του το τσαπί και βγάζοντας έξω από το αυλάκι τα χώματα που το εμποδίζουν, [260] και καθώς εκείνο τρέχει κατρακυλούν όλα τα πετραδάκια από κάτω· τρέχοντας γρήγορα, κελαρύζει, σε μέρος κατηφορικό, και προφταίνει κι εκείνον που το οδηγεί· έτσι και τον Αχιλλέα, μ᾽ όλο που ήταν γρήγορος, τον πρόφταινε πάντα το κύμα του ποταμού, γιατί οι θεοί είναι ανώτεροι από τους ανθρώπους. [265] Όσες φορές ο γρήγορος στα πόδια θείος Αχιλλέας ήθελε να σταθεί αντίκρυ του και να καταλάβει αν όλοι οι αθάνατοι που ζουν στον πλατύ ουρανό τον έστρωσαν στο κυνήγι, άλλες τόσες το μεγάλο κύμα του ποταμού που είχε γεννηθεί από τη βροχή του Δία του κουκούλωνε τους ώμους· κι εκείνος πηδούσε με τα πόδια ψηλά, [270] βαθιά ταραγμένος μέσα του. Ο ποταμός του έκοβε τα γόνατα, τρέχοντας ορμητικός από κάτω του, και του φευγάτιζε κάτω από τα πόδια το χώμα.