Σήμερα θεωρούμε αυτονόητο ότι το έπος, ή λυρική ποίηση και το δράμα είναι ποιητικά είδη πού συνυπάρχουν στη δυτική λογοτεχνία. Στην Ελλάδα όμως, οπού δημιουργήθηκαν αυτά τα ποιητικά είδη ως φορείς μεγάλης ποίησης, η οποία άσκησε άμεσα ή έμμεσα επίδραση στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, άκμασαν διαδοχικά και όχι παράλληλα. Όταν παρακμάζει το έπος, προβάλλει η λυρική ποίηση, και όταν αυτή πλησιάζει στο τέλος της, γεννιέται το δράμα. Τα ποιητικά είδη ήταν επομένως στη χώρα της γέννησης τους κατόρθωμα και έκφραση μιας ορισμένης ιστορικής κατάστασης. Η ιδιοτυπία της επικής σύνθεσης να συλλαμβάνει τη ζωή σαν μια αλυσίδα από γεγονότα δεν αποτελεί στον Όμηρο ένα συνειδητό τρόπο σύνθεσης. Ο Όμηρος δεν επέλεξε συνειδητά ανάμεσα σε άλλες δυνατότητες έναν ορισμένο τρόπο παρουσίασης της ανθρώπινης ύπαρξης, τον οποίο θεώρησε τον πιο κατάλληλο για το έπος. Ο Lessing δεν έχει επομένως δίκιο, όταν αποδίδει στον Όμηρο την καλλιτεχνική πρόθεση σύμφωνα με την οποία ο ποιητής αποφεύγει κάθε περιγραφή καταστάσεων και αρκείται μόνο στην αφήγηση γεγονότων. Αυτή η ιδιοτυπία εξαρτάται κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο ο Όμηρος βλέπει και φυσικά ερμηνεύει τον άνθρωπο, τη ζωή και τον κόσμο: Οι πράξεις και τα αισθήματα του ανθρώπου καθορίζονται από τις θεϊκές δυνάμεις πού δρουν στον κόσμο, είναι αντιδράσεις των φυσικών του οργάνων σ’ ένα ερέθισμα, το οποίο πιστεύει ότι τον άφορα προσωπικά. Κάθε κατάσταση είναι αποτέλεσμα αυτών των ερεθισμάτων και συγχρόνως πηγή νέων ερεθισμάτων.
Η γένεση του ελληνικού έπους βυθίζεται στο σκοτάδι της προϊστορικής εποχής. Το αρχαιότερο έργο πού γνωρίζουμε αποτελεί συγχρόνως και το αποκορύφωμα της ελληνικής επικής ποίησης: είναι το έργο πού παραδόθηκε με το όνομα του Ομήρου, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Η λυρική ποίηση, αντίθετα, επιτρέπει να θέσουμε ερωτήματα ιστορικού χαρακτήρα, όπως: ποια είναι η διαφορά της από το παλαιότερο ποιητικό είδος, το έπος, και ποιο είναι το νέο πνεύμα πού εκφράζει; Η πιο χαρακτηριστική διαφορά ανάμεσα στους παλαιούς επικούς και τους λυρικούς πού τους διαδέχονται είναι ότι στη λυρική ποίηση οι ποιητές εμφανίζονται ως προσωπικότητες. Οι λυρικοί ποιητές σε αντίθεση με το προβληματικό όνομα του Ομήρου αναφέρουν το όνομα τους, μιλούν για τον εαυτό τους, προσφέρονται σε αναγνώριση ως συγκεκριμένα πρόσωπα.
Στην εποχή της λυρικής ποίησης εμφανίζονται για πρώτη φορά στη σκηνή της ευρωπαϊκής ιστορίας προσωπικότητες με τους πιο διαφορετικούς ρόλους: Αρχηγοί κομμάτων, νομοθέτες και τύραννοι, θρησκευτικοί στοχαστές και φιλόσοφοι, καλλιτέχνες πού τοποθετούν στα έργα τους την υπογραφή τους, και έτσι διασπούν το φράγμα της ανωνυμίας που υψωνόταν ως τότε στην Ελλάδα και την Ανατολή. Την πνευματική σημασία αυτής της διαδικασίας είναι πολύ ευκολότερο να την εκτιμήσουμε με τη βοήθεια της λυρικής ποίησης παρά οποιασδήποτε άλλης τέχνης, γιατί η ποίηση εκφράζει με λόγια την καινούρια προοπτική πού διανοίγεται, και έτσι αποκαλύπτει με σαφήνεια το πνεύμα της εποχής.
Η λυρική ποίηση, τόσο η χορική όσο και η μονωδική, στηρίζεται σε δύο προϋποθέσεις: πρώτον εξαρτάται από λαϊκές προλογοτεχνικές μορφές, πού απαντούν σε όλες τις εποχές και σε όλους τους πολιτισμούς, όπως είναι ορχηστικά, λατρευτικά, εργατικά κτλ. τραγούδια, πού σκοπό έχουν να εξυπηρετήσουν ομαδικές ασχολίες σε ορισμένες περιστάσεις της κοινωνικής συμβίωσης. Δεύτερο, γίνεται αισθητή η επίδραση της επικής ποίησης και ιδιαίτερα του Ομήρου στους έλληνες λυρικούς. Δεν υπάρχει κανένας ποιητής πού να μη δέχτηκε σε ορισμένα αντιπροσωπευτικά χωρία της ποίησης του αυτή την επίδραση, με τη βοήθεια της οποίας η λυρική ποίηση υπερβαίνει το στάδιο της περιστασιακής ποίησης, παρόλο πού δεν παύει να συνδέεται με ορισμένες και συγκεκριμένες αφορμές.
Το μεγαλύτερο μέρος της αρχαϊκής λυρικής ποίησης που μας παραδόθηκε είναι εορταστική ποίηση, δηλαδή ποίηση πού χρωστά τη σύνθεση της σε διάφορες γιορτές προς τιμήν θεών ή ανθρώπων. Σκοπός της είναι να εξυψώσει ένα σημαντικό γεγονός του παρόντος πάνω από τον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, να χαρίσει διάρκεια στη χαρούμενη στιγμή. Τα δύο βασικά μέσα πού χρησιμοποιεί για να φτάσει σ’ αυτόν το σκοπό (αν δεν λάβουμε υπόψη την αυστηρή παραδοσιακή μορφή που είναι ένας παράγοντας σταθερότητας, είναι ο μύθος και το γνωμικό. Ο μύθος, κυρίως ο μύθος που πέρασε από το φίλτρο της επικής ποίησης, παραθέτει πλάι στο γήινο γεγονός μια ανάλογη θεϊκή ή ηρωική εικόνα και έτσι προσδίδει στις εφήμερες ανθρώπινες πράξεις νόημα και αξία. Το γνωμικό συνδέει το επιμέρους με το γενικό, συχνά με προτρεπτική ή διδακτική μορφή, και οδηγεί με ορθολογικό τρόπο το πνεύμα στις μόνιμες αξίες, στην αλήθεια. Σ’ αυτή την εορταστική ποίηση ανήκει σχεδόν ολόκληρη η χορική ποίηση από το τέλος του 7ου ως τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., από τον Αλκμάνα ως τον Βακχυλίδη και τον μεγάλο Πίνδαρο με ενδιάμεσους σταθμούς τον Στησίχορο, τον Ίβυκο και τον Σιμωνίδη.
Αυτοί οι ύμνοι που αποτελούν την πραγματικά «μεγάλη» λυρική ποίηση των Ελλήνων διαμόρφωσαν το υψηλό ποιητικό ύφος τόσο για τους ίδιους τους Έλληνες όσο και για τους μεταγενεστέρους. Από αυτήν εξελίχθηκε η τραγωδία και κάθε μορφή ποίησης με υψηλό και παθητικό ύφος. Αυτή καθοδήγησε τον Κlοpstock, τον νεαρό Goethe, τον Hölderlin και τον Rilke στη σύνθεση των ύμνων τους. Αυτή η ποίηση πιστεύει, σε αντίθεση με το έπος, ότι το παρόν αξίζει να εξυμνηθεί. Οι πράξεις του παρελθόντος δεν αποτελούν αυτοσκοπό, άλλα συμβάλλουν στην εξύψωση του παρόντος. Οι αρχαϊκοί Έλληνες ένιωθαν χαρά για καθετί ζωντανό και πολύχρωμο πού ανήκει στο παρόν.
Η χτυπητή αντίθεση ανάμεσα στο μύθο και το παρόν, ανάμεσα στο ιδεατό και το πραγματικό, ανάμεσα στην απαίτηση και τη δυνατότητα πραγματοποίησης της, γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή στη διάρκεια της διακοσιόχρονης εξέλιξης• παρ’ όλα αυτά το παρόν παραμένει ο χώρος οπού κινείται η λυρική ποίηση, αν και έχει αποκτήσει μια νέα αίσθηση της υπερχρονικότητας.
Παράλληλα με την υμνωδική ποίηση αναπτύσσεται την ίδια εποχή – μόνο πού αρχίζει κάπως νωρίτερα και παρακμάζει επίσης κάπως νωρίτερα – ένα άλλο εξίσου σημαντικό είδος λυρικής ποίησης, πού πλησιάζει περισσότερο τη σημασία πού δίνουμε εμείς στον όρο «λυρικός», γιατί η ποίηση αυτή εκφράζει προσωπικά βιώματα των δημιουργών της. Για τους Έλληνες αυτή η ποίηση δεν αποτελεί μια ενότητα, λυρική ποίηση είναι η ποίηση πού τραγουδιέται είτε είναι χορική, όπως είδαμε παραπάνω, είτε μονωδική, Οπότε παρουσιάζεται από ένα άτομο, όπως η ποίηση της Σαπφώς, του Αλκαίου και του Ανακρέοντα. Πολλά από τα μονωδικά ποιήματα είναι εγκώμια προς τιμήν θεών ή ανθρώπων – π.χ. τα επιθαλάμια της Σαπφώς -, άλλα το νέο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ποίηση αυτή σε σύγκριση με τη χορική είναι ότι οι ποιητές μιλούν για τον εαυτό τους. Παρόμοιοι είναι και οι στίχοι που οι Έλληνες δεν τους κατέτασσαν στη λυρική ποίηση, γιατί δεν τραγουδιούνται με τη συνοδεία λύρας, άλλα αντιστοιχούν περίπου στη δική μας αντίληψη για τη λυρική ποίηση. Πρόκειται για τους στίχους που απαγγέλλονταν με τη συνοδεία αυλού, οι ίαμβοι και τα δίστιχα, που ανακάλυψε ο Αρχίλοχος σύμφωνα με την αρχαία παράδοση. Για να δείξουμε τι θεωρούσαν οι ίδιοι οι ποιητές προσωπικό στοιχείο στην «προσωπική λυρική ποίηση» (αν αυτός ο όρος είναι θεμιτός), για ποιο λόγο μιλούσαν για τον ίδιο τους τον εαυτό και με ποιο τρόπο συνειδητοποίησαν την ατομικότητα τους, διαλέγουμε τρεις ποιητές: τον Αρχίλοχο, τον ποιητή των Ιάμβων, που ζει στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα, και τους δύο μονωδικούς ποιητές Σαπφώ και Ανακρέοντα. Η Σαπφώ ακμάζει γύρω στα 600 π.Χ. και ο Ανακρέων ζει ως το 500 π.Χ. περίπου. Έτσι οι ερωτήσεις μας απευθύνονται σε τρεις πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες και ιδιοσυγκρασίες, που με τα ποιήματα τους καλύπτουν χρονικά σχεδόν ολόκληρη την περίοδο των δύο αιώνων, στην οποία άνθησε ή λυρική ποίηση. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό να προβληθούν ικανοποιητικά τόσο τα κοινά σημεία όσο και η προσωπική συμβολή τους. Η ερευνά θα δείξει ότι και αυτοί οι ποιητές, όπως οι χορικοί, στρέφονται από το παρελθόν στο παρόν, για να αναζητήσουν το υπερχρονικό.
Το πεδίο που θα ερευνήσουμε καλύπτεται από αξιοθρήνητα κατάλοιπα. Από τα λίγα ποιήματα του Αρχίλοχου, της Σαπφώς και του Ανακρέοντα που σώθηκαν ακέραια και από τα συνήθως πολύ σύντομα παραθέματα μεταγενέστερων συγγραφέων μπορούμε να αποσπάσουμε μια απάντηση στο ερώτημα για το πνευματικό τους κατόρθωμα, μόνο αν εκμεταλλευτούμε ακόμη και την παραμικρότερη λεπτομέρεια. Ωστόσο, έτσι τουλάχιστον ελπίζουμε, αυτό που θα προκύπτει κάθε φορά ως νεοτερικό ή ιδιότυπο στοιχείο θα αποτελέσει τελικά τμήμα μιας ενιαίας εικόνας. Ο δρόμος που ακολουθούν οι λυρικοί οδηγεί προς μια ορισμένη κατεύθυνση, και αυτό που αρχικά φαίνεται ως παραλλαγή μιας μοναδικής σκέψης, ως προσωπική μεταβολή ενός παραδοσιακού θέματος, ανήκει σε μια γενικότερη ιστορική διαδικασία.
Ο Αρχίλοχος διάβασε στην Οδύσσεια το στίχο (ξ 228):
κάθε άνθρωπος και με άλλη χαίρεται μαθές δουλειά στον κόσμο
και έδωσε τη δική του παραλλαγή (απ. 41 ):
(του καθενός ή καρδιά ευχαριστιέται με διαφορετικά πράγματα)
Η γνώση ότι κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά δεν εκφράζεται ακόμη στην Ιλιάδα με τόση σαφήνεια. Στην Οδύσσεια διαμορφώνεται μια λεπτότερη αντίληψη σχετικά με τη διαφοροποίηση των ανθρώπων. Τα ίχνη αυτά ακολουθεί ο Αρχίλοχος, ο οποίος εκφράζει μια βασική ιδέα της αρχαϊκής εποχής. Ο Σόλων περιγράφει με λεπτομέρειες πόσο διαφορετικοί είναι οι δρόμοι της ζωής, και ο Πίνδαρος επινοεί διαρκώς νέες διατυπώσεις της σκέψης αυτής (π.χ. Πνθιόνικος 10, 60). Η όραση των ποιητών οξύνεται για τις μεταβολές πού συμβαίνουν στον άνθρωπο με το πέρασμα του χρόνου. Ο Αρχίλοχος βρήκε στην Οδύσσεια τους στίχους (σ 136 κ.έ.):
Κατά πού αλλάζει των αθάνατων και των θνητών ο κύρης
την πάσα μέρα, αλλάζει κι ο άνθρωπος στη γης αυτή τα φρένα.
Έχοντας ως πρότυπο αυτό το χωρίο ο ποιητής απευθύνει στο φίλο του Γλαυκό τους στίχους (απ. 68):
Γλαυκέ, γιε του Λεπτίνη, η σκέψη των θνητών
είναι τέτοια, όπως ó Δίας κάθε μέρα την κατευθύνει,
και σκέφτονται σύμφωνα με τις καθημερινές τους ασχολίες.
Ο Αρχίλοχος ξαναπιάνει αυτές τις γενικές σκέψεις της Οδύσσειας που τονίζουν την αστάθεια του κόσμου στην οποία ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος, ενός κόσμου που είναι γοητευτικός και συγχρόνως καταπιεστικός. Τόσο βαθιά νιώθει ο Αρχίλοχος την επισφαλή θέση του ανθρώπου. Αυτή τη θέση επιβεβαιώνουν και άλλοι στίχοι του. Ουσιαστικά δεν εκφράζει κάτι καινούριο, άλλα αυτή η διαφοροποιημένη όραση συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση του εαυτού μας και των ιδιοτήτων του κι έτσι έχουμε την αρχή μιας πραγματικά καινούριας σκέψης.
Η αντιπαράθεση της προσωπικής γνώμης ενός ανθρώπου στη γνώμη των άλλων είναι το θέμα του ποιήματος της Σαπφώς που βρέθηκε σ’ έναν πολύ κατεστραμμένο πάπυρο στην Αίγυπτο, και που το κείμενο του συμπληρωμένο έχει ως εξής (απ. 27):
Ο ένας υμνεί σαν το πιο όμορφο πράγμα πάνω στη μαύρη γη
το ιππικό, ένας άλλος το πεζικό, κι ένας τρίτος το ναυτικό,
εγώ όμως θεωρώ το πιο όμορφο αυτό που καθένας αγαπά.
Κι αυτό είναι πολύ εύκολο να το καταλάβει
ο καθένας, γιατί αυτή που ξεπερνούσε όλους
σε ομορφιά, η Ελένη, εγκατέλειψε τον καλύτερο σύζυγο.
Με το καράβι πήγε στην Τροία
και δε σκέφτηκε ούτε την κόρη της ούτε τους αγαπημένους της γονείς,
αλλά χωρίς τη θέληση της ακολούθησε την Αφροδίτη.
Αλήθεια, δεν είναι δύσκολο να κατευθύνεις μια γυναίκα,
η αγάπη μπορεί να θολώσει τόσο εύκολα το μυαλό της!
Και τώρα η Κύπρις μου θύμισε ξαφνικά την Ανακτορία.
Θα προτιμούσα να δω το εράσμιο βάδισμα της
και το φωτεινό, λαμπερό πρόσωπο της,
παρά τα άρματα των Λυδών και το βαριά οπλισμένο πεζικό.
Στην αρχή και στο τέλος του ποιήματος η Σαπφώ χρησιμοποιεί το σχήμα Priamel (μια λαϊκή μορφή που διαχωρίζει ένα πράγμα από όλα τα αλλά) για να αντιπαραθέσει την προσωπική της γνώμη σ’ αυτό πού οι άλλοι θεωρούν ωραίο. Έτσι μετασχηματίζει το εγκώμιο και το συμβατικό εορταστικό τραγούδι μιας παραδοσιακής κοινωνίας. Στη μεγαλοπρέπεια πού προκαλεί γενικό θαυμασμό, στις παρελάσεις του ιππικού, του πεζικού και του στόλου, αντιπαραθέτει κάτι απλό: το χαριτωμένο βάδισμα και το λαμπερό πρόσωπο της αγαπημένης της Ανακτορίας. (Ό,τι αγαπά ο καθένας, αυτό είναι και το πιο όμορφο.) Η Σαπφώ θεωρεί το εσωτερικό αίσθημα ανώτερο από την εξωτερική λάμψη, που με την τελευταία της πρόταση δείχνει ότι της είναι ξένη και ανατολίτικη. Ή αντίληψη του Ομήρου και του Αρχίλοχου ότι «του καθενός η καρδιά ευχαριστιέται με διαφορετικά πράγματα» παρέθετε τις αξίες ισότιμα, η Σαπφώ τονίζει ποια αξία είναι ανώτερη από τις άλλες, και εννοεί την αξία πού ή ψυχή της περιβάλλει με αγάπη. Παρόμοιες απόψεις εκφράστηκαν και σε άλλα ποιήματα της αρχαϊκής εποχής, αλλά στη Σαπφώ συναντούμε τη σκέψη αυτή για πρώτη φορά. Σε ένα άλλο απόσπασμα λέει για την αγαπημένη κόρη της Κλείδα (απ. 152): «δεν την αλλάζω ούτε με ολόκληρο το λυδικό βασίλειο», και ο Ανακρέων ξαναπιάνει αυτή την ιδέα και την εκφράζει με το σχήμα Priamel (απ. 8):
Εγώ δεν θα επιθυμούσα
ούτε το κέρας της Αμάλθειας
ούτε να είμαι βασιλιάς της Ταρτησσού
για εκατόν πενήντα χρόνια.
Ό, τι επιθυμούν άλλοι, το πλούσιο κέρας της Αμάλθειας, ή τη μακρόχρονη βασιλεία στην πόλη της Δύσης με τα μυθώδη πλούτη, ο Ανακρέων το αρνιέται. Αυτό που έχει αξία γι’ αυτόν δεν μας το διαφύλαξε η παράδοση, αλλά, μια και μιλά για μια τόσο υπερβολική μεγαλοπρέπεια, θα πρέπει να ήταν κάτι πολύ απλό το αντικείμενο της προτίμησης του.
Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο θεαματικό που θαυμάζουν όλοι και στο απλό πού είναι και πιο ουσιαστικό είναι άγνωστη στον Όμηρο. Παρόμοιες ιδέες είναι όμως γνωστές ήδη στον Αρχίλοχο, ένα απόσπασμα του οποίου (απ. 22) επιτρέπει να αναγνωρίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια πως η απαρίθμηση σε σχήμα Priamel «συνδέεται με τον συμβατικό μακαρισμό».
Ο ποιητής λέει :
δε με ενδιαφέρει η περιουσία του πάμπλουτου Γύγη
και δε ζηλεύω ούτε εποφθαλμιώ
ό,τι (του) έδωσαν οι θεοί (θεών έργα) ούτε επιθυμώ
τη μεγάλη τυραννίδα, γιατί είναι μακριά από τις βλέψεις μου.
Διαφορετικά από τη Σαπφώ και με μεγαλύτερη έμφαση από τον Ανακρέοντα ο Αρχίλοχος εκδηλώνει την περιφρόνηση του για ένα επώνυμο πρόσωπο που το εκτιμούν όλοι. Συνήθως εγκωμιάζουν αυτόν που έχει τα πλούτη του Γύγη. Έχει πολύ χρυσάφι, επομένως είναι όλβιος• οι θεοί του το χάρισαν, άρα είναι ευδαίμων, η βασιλική εξουσία τον κάνει να φαίνεται όμοιος με τους θεούς, είναι ισόθεος. Όλες αυτές οι ιδιότητες θα άξιζαν να γίνουν αντικείμενο ενός μακαρισμού, ενός εγκωμίου.
Ένας τέτοιος μακαρισμός σταθεροποιούσε την εκτίμηση εκείνου πού άξιζε να εκτιμάται στο πλαίσιο ενός πολιτισμού, όπου το καλό όνομα ήταν το παν. Επίνικος, επιθαλάμιο, θρήνος ήταν μορφές ενός τέτοιου μακαρισμού που καθιέρωσε η λατρεία. Η καθημερινά όμως αυξανόμενη συνείδηση ότι διαφορετικοί άνθρωποι χαίρονται με διαφορετικά πράγματα ανέτρεψε την πίστη ότι η κοινωνική εκτίμηση αποτελεί τη μοναδική αξία του ανθρώπου. Ακόμη και όταν ο μακαρισμός διατηρεί, ιδιαίτερα στον αριστοκρατικό κόσμο, την αξία του, όπως συμβαίνει στον Πίνδαρο, ο Αρχίλοχος καλλιεργεί «αντιμορφές» μακαρισμού, όπως θα μπορούσε κάποιος να τις ονομάσει. Με τον ψόγο καταστρέφει την εκτίμηση των έχθρων του, και με το σχήμα Priamel εκφράζει αυτό πού θεωρεί σημαντικότερο από τις παραδοσιακές αξίες. Ο σκληρός πολεμιστής, που δεν γνωρίζει τους τρυφερούς τόνους της Σαπφώς ούτε την πνευματώδη χάρη του Ανακρέοντα, περιγράφει πώς φαντάζεται έναν καλό στρατηγό (απ. 60):
Δε μου αρέσει ó στρατηγός πού είναι ψηλός και κάνει μεγάλα βήματα, πού περηφανεύεται για τις πλεξούδες του και ξυρίζει φιλάρεσκα
το γένι του.
Περισσότερο θα μου άρεσε ένας κοντός, ακόμη κι αν είναι
στραβοπόδης, αρκεί να κρατιέται γερά στα πόδια του και να το λέει
ή καρδιά του.
Ένας τέτοιος διαχωρισμός ανάμεσα σε εσωτερικές και εξωτερικές αξίες είναι άγνωστος στον Όμηρο. Βέβαια ο Οδυσσέας επιστρέφει στην πατρίδα του σαν αξιολύπητος γερο-ζητιάνος, ενώ είναι ο δυνατός ήρωας. Εδώ η φτώχεια είναι απλώς το προσωπείο πίσω από το οποίο η Αθηνά κρύβει τον ήρωα για να μην τον αναγνωρίσει κανείς. Όταν όμως το φαινόμενο και η πραγματική αξία έρχονται σε αντίθεση, δεν θυσιάζεται, όπως στον Αρχίλοχο, η εξωτερική αξία για χάρη της εσωτερικής. Ο στρατηγός του Αρχίλοχου είναι καλός, γιατί δεν είναι κομψός. Ο ζητιάνος Ίρος είναι αλήθεια ότι (Οδύσσεια, σ 3):
δεν είχε ανδρεία ούτε δύναμη, άλλα έδειχνε τρανή η κορμοστασιά του.
Ο Ίρος είναι ακριβώς το αντίθετο του Οδυσσέα. Αλλά ο Αρχίλοχος εκφράζει για πρώτη φορά το παράδοξο ότι ο στρατηγός δεν είναι γενναίος χάρη στη μεγαλόπρεπη εμφάνιση του και ότι τα ωραία, μακριά του πόδια μόνο για τη φυγή τα χρειάζεται (αυτό φαίνεται ότι εννοεί ó ποιητής). Eδώ η εξωτερική εμφάνιση καταστρέφει την εσωτερική αξία.
Ο Αρχίλοχος και με άλλες ευκαιρίες αντιπαραθέτει αυτό πού θεωρεί αξιόλογο στις γενικά αναγνωρισμένες αξίες με πολύ πιο απότομο τρόπο από ο,τι η Σαπφώ, η καλύτερα με τρόπο σκανδαλιστικό (απ. 6):
Κάποιος από τους Σαϊους περηφανεύεται για την αψεγάδιαστη
ασπίδα μου που παρά τη θέληση μου άφησα κοντά σ’ ένα θάμνο.
Αλλά γλίτωσα τη ζωή μου. Τι μ’ ενδιαφέρει η ασπίδα εκείνη ;
Ας πάει στα κομμάτια, θα αποκτήσω πάλι μιαν άλλη το ίδιο καλή.
Χωρίς ασπίδα τα βγάζω πέρα, αρκεί μόνο να ξεφύγω το θάνατο. Ο ηρωικός κώδικας των Σπαρτιατών που απαιτεί από τον πολεμιστή να γυρίσει ή με την ασπίδα ή νεκρός πάνω σ’ αυτήν, για τον Αρχίλοχο είναι μια ουτοπία που την αποκαλύπτει με θράσος και χιούμορ. Αυτή τη χαρά για την αφαίρεση της μάσκας από τα φαινόμενα την ξανασυναντούμε, αλλά με τετριμμένη μορφή, στον Ανακρέοντα. Όπως ο Αρχίλοχος αφαιρεί τη μάσκα από τον ωραίο στρατηγό, έτσι κι αυτός αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο του νεόπλουτου Αρτέμωνα που καλλωπισμένος περνά με την αμαξά του (απ. 54):
Πριν φορούσε έναν μπαλωμένο σκούφο στο κεφάλι
κι ένα στενοραμμένο χιτώνα,
ξύλινους κύβους στ’ αυτιά και γύρω
από τα πλευρά του ένα άτριχο βοδίσιο δέρμα
πού είχε να πλυθεί από τότε πού κάλυπτε την παλιά
ασπίδα. Έκανε παρέα με φουρνάρισσες
και πόρνες ο παλιάνθρωπος Αρτέμων,
πού κέρδιζε βρώμικα το ψωμί του.
Συχνά έπαιξε το κεφάλι του, συχνά τον δέσαν στον
τροχό των βασανιστηρίων,
συχνά του χάραξαν την πλάτη με το μαστίγιο
και του μάδησαν τα μαλλιά και τα γένια.
Τώρα όμως καμαρώνει σε πολυτελή άμαξα ο γιος
της Κύκης και φορά χρυσά στολίδια,
κρατά ομπρέλα από ελεφαντόδοντο
όπως οι γυναίκες…
Από που παίρνουν αυτοί οι ποιητές το δικαίωμα να κρίνουν τόσο υποκειμενικά; Ποια κριτήρια καθορίζουν την αξία που λαμβάνουν ως πρότυπο; Έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους ο απογοητευτικός κυνισμός του Αρχίλοχου, η πνευματώδης διάθεση του Ανακρέοντα και η εσωτερικότητα της Σαπφώς; Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι καταρχήν αρνητικό. Και οι τρεις τους δεν αρνούνται μια γενικά αναγνωρισμένη αξία για ηθικούς ή νομικούς λόγους. Το γεγονός ότι η Σαπφώ δεν χαίρεται με τις στρατιωτικές παρελάσεις δεν έχει καμιά σχέση με την ηθική ή με το δίκαιο. Ο Αρχίλοχος θεωρεί τη ζωή του ανώτερη από την ασπίδα του. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με κάθε παραδοσιακή ηθική, αλλά δεν σημαίνει ότι θέλει να παρουσιάσει μια νέα ηθική ή ένα ανώτερο δίκαιο.
Η πρόταση της Σαπφώς «το πιο όμορφο είναι αυτό που κάποιος αγαπά» φαίνεται ότι ευνοεί την αυθαιρεσία του προσωπικού γούστου, για το οποίο, σύμφωνα με τη λατινική παροιμία, κανείς δεν μπορεί να προβάλει, αντιρρήσεις. Ο Αρχίλοχος εμφανίζεται ως αδίστακτος ατομικιστής. Αλλά και οι δυο έχουν τάξει σκοπό τους να συλλάβουν ένα μέρος από τη γνήσια πραγματικότητα, να ανακαλύψουν την ουσία πίσω από τα φαινόμενα.
Ο Καλλίνος ήδη πριν από τον Αρχίλοχο και έπειτα ο Τυρταίος συνέβαλαν με τις ελεγείες τους στην αναβίωση των πολεμικών παραινέσεων που γνώριζαν από τον Όμηρο, και τις μεταμόρφωσαν, θα λέγαμε, σε επίκαιρα πολεμικά τραγούδια που παρακινούσαν τους πολεμιστές να είναι γενναίοι στη μάχη.
Με αυτή την επιστροφή από τη λογοτεχνική μορφή στην άμεση πραγματικότητα, που εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά, οδηγήθηκε το ευρωπαϊκό πνεύμα επανειλημμένα σε νέες ανακαλύψεις. Ο Αρχίλοχος είναι ο πρώτος που στρέφεται συνειδητά και με ριζοσπαστικό τρόπο προς την άμεση πραγματικότητα. Και αυτός ανήκει στη λογοτεχνική παράδοση του ηρωικού έπους, χρησιμοποιεί τη γλώσσα του και πραγματεύεται το κύριο επικό θέμα, τον πόλεμο. Αλλά αφαιρεί από τον πόλεμο κάθε επική μεγαλοπρέπεια και τον θεωρεί γεγονός της σύγχρονης ζωής. Μιλά για το σκληρό ψωμί στο πεδίο της μάχης, για το ποτό την ώρα της σκοπιάς (απ. 2, 5) ή για τη σκληρότητα του αγώνα που τον περιμένει (απ. 3). Ως μισθοφόρος συναντά στη ζωή αυτό που περιγράφει το έπος, αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις, πράγμα που για τον Αρχίλοχο σημαίνει: με μεγαλύτερη ένταση. Από την ποίηση του μας έχουν σωθεί μόνο αποσπάσματα, και γι’ αυτό ένα συμπέρασμα e silentio δεν μπορεί να είναι σίγουρο. Μας επιτρέπεται ωστόσο να υποθέσουμε ότι ασχολήθηκε λιγότερο με την αριστοκρατική κοινωνία, με το σκοπό ενός πολέμου ή με την ανδρεία που φέρνει τη νίκη. θέμα του ήταν η αντικειμενική πραγματικότητα του πολέμου, η αθλιότητα και αβεβαιότητα του. Έζησε τη γυμνή πραγματικότητα της ζωής με έναν τρόπο νέο και μεγάλο. Το πολεμικό όμως τραγούδι του δεν έχει τον ίδιο σκοπό που είχε το τραγούδι του Καλλίνου και του Τυρταίου, δηλαδή την ενθάρρυνση των πολεμιστών. Το τραγούδι του δεν είναι ένας πολεμικός αλαλαγμός με ποιητική μορφή, μια ενίσχυση για την κλειστή τάξη των πολεμιστών, αλλά αποδεσμεύεται από αυτή την κοινωνική λειτουργία. Ο Αρχίλοχος επιδιώκει με την ποίηση προσωπικούς στόχους. Οι στίχοι του δεν αποσκοπούν μόνο στη δράση, όσο δραστήριος κι αν ήταν ο ίδιος, αλλά εκφράζουν την αθλιότητα και την αβεβαιότητα της ζωής.
Όταν μιλά για αγάπη, τότε πρόκειται πάντα για μια ατυχή αγάπη. Ο Όμηρος γνωρίζει την αγάπη ως ένα από τα ευχάριστα πράγματα της ζωής, και την αναφέρει μαζί με το χορό, το κρασί, και τον ύπνο. Η ατυχή αγάπη του είναι άγνωστη. Στη χειρότερη περίπτωση εμφανίζεται ως καταστρεπτική τύφλωση, όπως συμβαίνει με τη ζώνη της Αφροδίτης (Ιλιάδα, Ξ 215 κ.έ.), στην οποία
τα μάγια έσμιγαν όλα,
κι η αποθυμιά και τα γλυκόλογα της ερωτιάς κι η αγάπη
και το ξελόγιασμα, που πλάνεψε και μυαλωμένο ακόμα.
Αυτούς τους στίχους έχει υπόψη του ο Αρχίλοχος στο απόσπασμα 112:
Τέτοιος πόθος γι’ αγάπη γλίστρησε κρυφά στην καρδιά μου,
άπλωσε στα μάτια μου πυκνή ομίχλη
και μου έκλεψε την ήρεμη σκέψη από τα στήθια.
Η Ομίχλη που απλώνεται στα μάτια άπαντα και στον Όμηρο, οπού είναι σύμπτωμα θανάτου ή λιποθυμίας. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση κάνει πιθανή τη σκέψη ότι ο Αρχίλοχος δεν παρατήρησε από απόσταση τις συνέπειες που έχει μια μάταιη αγάπη σε κάποιο άλλο πρόσωπο, όπως συμβαίνει στον Όμηρο, αλλά μιλά για τη δική του άτυχη αγάπη, πράγμα που δεν γίνεται σαφές στο κείμενο που μας παραδόθηκε. Η ίδια σκέψη επανέρχεται σ’ ένα άλλο απόσπασμα (104) που σίγουρα αναφέρεται στον ίδιο:
Δυστυχισμένος κείτομαι ξεψυχισμένος
από τον πόθο τρυπημένος ως το μεδούλι
από φοβερούς πόνους σύμφωνα με τη θέληση των θεών.
Ο Αρχίλοχος αισθάνεται την αγάπη ως δύναμη που τον φέρνει κοντά στη λιποθυμία ή το θάνατο. Τον τρυπά ως το μεδούλι, λέει, σύμφωνα με τη θέληση των θεών. Εδώ συναντούμε την Ομηρική αντίληψη ότι τα αισθήματα δεν προέρχονται αυθόρμητα από τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, αλλά έχουν την πηγή τους στους θεούς. Ωστόσο το καινούριο στοιχείο είναι ότι ο ποιητής αισθάνεται την αγάπη, που η εκπλήρωση της αναστέλλεται, με ιδιαίτερη ένταση. Με αυτό τον τρόπο όμως η αγάπη δεν ανήκει πια στις εμπειρίες που ολοκληρώνουν χαρούμενα τη ζωή, άλλα προκαλεί το αίσθημα του θανάτου. Ο ποιητής αισθάνεται την αγάπη ως αποτέλεσμα της ενέργειας μιας θεότητας, αλλά το γεγονός ότι η ομαλή ροή των αισθημάτων του αναστέλλεται, το συνειδητοποιεί ως κάτι προσωπικό, ως απώλεια των δυνάμεων του, ως αδυναμία που μοιάζει, με θάνατο.
Έτσι αισθάνεται την αγάπη και η Σαπφώ (απ. 2):
Αυτός ο άντρας μου φαίνεται ίσος με τους θεούς,
που κάθεται απέναντι σου
και ακούει δίπλα σου τα γλυκά σου λόγια
και το γέλιο το γεμάτο πόθο. ‘Αλήθεια,
ή καρδιά μου στα στήθη πιάνεται από φόβο. ‘Όταν σ’ αντικρίζω, έστω και για λίγο,
η φωνή μου κόβεται,
η γλώσσα μου κομπιάζει, και μια σιγανή
φωτιά καίει κάτω από το δέρμα μ»υ’
τα μάτια μου δε βλέπουν τίποτε
και τ’ αυτιά μου βουίζουν
ίδρωτας κυλά στο κορμί μου κι ένα τρέμουλο
με συνεπαίρνει ολόκληρη. Γίνομαι πιο χλωμή κι απ ‘το χορτάρι
και νομίζω ότι βρίσκομαι κοντά στο θάνατο. Αλλά όλα μπορεί να τα αντέξει κανείς…
Το ποίημα έχει τα χαρακτηριστικά ενός επιθαλάμιου και αρχίζει με τον παραδοσιακό μακαρισμό του άντρα που οδηγεί τη νύφη στο σπίτι. Αλλά η Σαπφώ μιλά για τη δική της αγάπη. Η αγάπη που έγινε στους στίχους που παραθέσαμε πιο πάνω (σ. 86) κριτήριο για την επιλογή του ωραίου είναι εδώ, όπως κι εκεί, άτυχη αγάπη: άτυχη εκεί, γιατί η αγαπημένη βρίσκεται μακριά, εδώ, γιατί πρόκειται να φύγει. Όπως ο Αρχίλοχος αισθάνεται αδύναμος και χωρίς ζωή, έτσι και η Σαπφώ περιγράφει με μελανά χρώματα πως οι αισθήσεις και το σώμα της παραλύουν, πως φτάνει στα όρια του θανάτου.
Οι αναφορές και οι ομοιότητες που συνδέουν τη Σαπφώ με τον Αρχίλοχο δεν είναι ούτε εξωτερικές ούτε τυχαίες, γιατί η Σαπφώ γνώριζε τα ποιήματα του Αρχίλοχου. Ένα παλιό επικό επίθετο χαρακτήριζε τον ύπνο λυσιμελή, επειδή κάνει τον άνθρωπο ανίκανο να κινήσει τα μέλη του. Ακολουθώντας αυτή την παράδοση ο Ησίοδος λέει (Θεογονία 120): «Ο Έρως, που είναι ο πιο όμορφος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς /και λύνει τα μέλη, υποτάσσει τη σκέψη στα στήθη και τη συνετή συμβουλή /όλων των θεών και όλων των ανθρώπων…». Αυτός είναι ο έρωτας που αφαιρεί το λογικό των ανθρώπων και τους κάνει νωθρούς και ανόητους. Την επιρροή του τη διαπιστώνουμε σε άλλους ανθρώπους. Αυτή τη σκέψη χρησιμοποιεί ο Αρχίλοχος, για να εκφράσει ένα προσωπικό του Βίωμα στην αρχή ενός ποιήματος (απ. 118), που ο πρώτος του στίχος πρέπει να είχε περίπου το περιεχόμενο: «είμαι ανίκανος να κάνω οτιδήποτε»• έπειτα συνεχίζει:
ο πόθος, φίλε μου, που λύνει τα μέλη, με νίκησε.
Τη σκέψη που ήδη γνωρίσαμε, ότι δηλ. η αγάπη προκαλεί στον ερωτευμένο αδυναμία, η Σαπφώ τη δανείζεται από τον Αρχίλοχο, και μάλιστα πάλι στους πρώτους στίχους ενός ποιήματος (απ. 137):
Πάλι με αναστατώνει δ ερωτάς, που λύνει, τα μέλη,
αυτό το γλυκόπικρο πλάσμα που με κάνε1, αδύναμη.
Το λεξιλόγιο και το αίσθημα ότι ο άτυχος εραστής νιώθει αβοήθητος και ανίκανος να δράσει είναι ένα αίσθημα καινούριο για τη μεθομηρική εποχή και τόσο κοντά στους στίχους του Αρχίλοχου, ώστε είναι βέβαιο ότι η Σαπφώ έμαθε από τον Αρχίλοχο να αισθάνεται και να εκφράζει αυτή την ατυχή αγάπη που μοιάζει τόσο πολύ με το θάνατο.
Και σ’ αυτόν το στίχο η «αγάπη» της Σαπφώς είναι πέρα για πέρα «μυθική». Δεν είναι ένα αίσθημα που πηγάζει από τον εσωτερικό της κόσμο, άλλα μια επέμβαση της θεότητας. Δικό της ωστόσο προσωπικό αίσθημα με όλη τη σημασία της λέξης είναι η αδυναμία της. Η εμποδισμένη, η ανεκπλήρωτη αγάπη καταγράφεται στη συνείδηση με ιδιαίτερη ένταση. Εκεί που πάει να σβήσει η σπίθα ενός δυνατού και ζωντανού πόθου, φουντώνει ακόμη περισσότερο, γιατί συναντά αντίσταση. Αυτό το αίσθημα, που συνειδητοποιείται από τη στιγμή που θα συναντήσει αντίσταση, είναι κάτι τελείως προσωπικό και μειώνει την αξία των πραγμάτων που είχαν άλλοτε υμνηθεί. Σ’ αυτό το σημείο δημιουργείται η αντίθεση ανάμεσα στην πραγματική ύπαρξη και τα φαινόμενα, ανάμεσα σε αυτό που οι άλλοι εκτιμούν βαθιά και σε αυτό που θεωρεί κάποιος σημαντικό. Και επειδή η αγάπη δεν θεωρείται ιδιωτική παραξενιά ή υποκειμενικό αίσθημα, αλλά βιώνεται ως υπερανθρώπινη, θεϊκή δύναμη, αυτό το προσωπικό αίσθημα είναι δυνατό να οδηγήσει τον άνθρωπο σε ουσιαστικές αλήθειες. Η Σαπφώ χρωστά στο πάθος και στη θλίψη της την ανακάλυψη της απλής και φυσικής πραγματικότητας, και αυτή η νέα προσέγγιση στις ρίζες της ύπαρξης της αποκαλύπτει νέες περιοχές του ψυχικού κόσμου.
Όσον άφορα την καθαρότητα και ειλικρίνεια αυτού του αισθήματος, η Σαπφώ προχωρεί πέρα από τον Αρχίλοχο, παρόλο που η ποίηση της εξαρτάται από αυτόν σε μεγάλο βαθμό. Ο Αρχίλοχος δεν άνηκε στους ανθρώπους που παραδίδονται στα αισθήματα τους. Στη δυστυχία του έβλεπε περισσότερο αυτό που του έφραζε το δρόμο και τον εμπόδιζε να είναι ευτυχισμένος. Ήξερε να αμύνεται (απ. 66):
Ένα πράγμα σημαντικό ξέρω καλά:
ν’ ανταμείβω αυτόν που μ’ έβλαψε με ακόμη μεγαλύτερο κακό.
Γι’ αυτόν το λόγο και ο άτυχος ερωτάς του προκάλεσε τους σκληρούς τόνους οργής και αγανάκτησης, και όχι το τρυφερό παράπονο. Αγανάκτηση εκφράζουν και άλλα ποιήματα του Αρχίλοχου που δεν έχουν καμιά σχέση με την αγάπη, και όμως συμφωνούν σ’ ένα σημαντικό θέμα με την ερωτική ποίηση της Σαπφώς. Να ένα παράδειγμα ενός ώμου άλλα πολύ εκφραστικού σκωπτικού ποιήματος (απ. 79):
βγαλμένος από τα κύματα στην ακρογιαλιά.
Στο Σαλμυδησσό οι θράκες, που δένουν τα μαλλιά τους ψηλά,
μακάρι να υποδεχτούν τον γυμνό άντρα πολύ φιλικά.
Εκεί ας υπομείνει πολλά βάσανα
και ας γευτεί το ψωμί της δουλείας.
Μακάρι να παγώσει από το κρύο και να κολλήσουν πάνω του
πολλά φύκια από τα αφρισμένα κύματα
και να χτυπά τα δόντια του ξαπλωμένος σαν τα σκυλί ταπίστομα
και μαστιγωμένος από τα κύματα της ακρογιαλιάς,
θα επιθυμούσα να τα δω όλα αυτά,
γιατί με πρόδωσε και πάτησε τον όρκο, ενώ πρώτα ήταν φίλος.
Ο Αρχίλοχος καταριέται κάποιον να πέσει στη θάλασσα και τα κύματα να τον βγάλουν στον κρύο Βορρά, όπου δυστυχισμένος να περάσει την υπόλοιπη ζωή του. Με έκπληξη πληροφορούμαστε στο τέλος του ποιήματος ότι αυτός, που τόσο βαριά καταριέται, ήταν κάποτε φίλος του. Και αυτό το ποίημα είναι μια αντίδραση για κάτι που δεν έγινε σύμφωνα με την επιθυμία του ποιητή, αλλά το πληγωμένο αίσθημα ξεπερνά τον απλό υποκειμενισμό: δεν είναι μόνο η φιλία που πληγώνεται, αλλά το αίσθημα δικαιοσύνης. Όπως η αγάπη, έτσι και η δικαιοσύνη δεν εξαρτάται από όρους, απαιτεί μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό να είναι υπερπροσωπική και θεϊκή. Το αίσθημα της δικαιοσύνης μπορεί να εκφραστεί με διαφόρους τρόπους: με προτροπή, έπαινο, με κάποια απόφαση, κτλ. ο Αρχίλοχος συλλογίζεται την αρχή της δικαιοσύνης, όταν διαψεύδεται η προσδοκία του ότι ο φίλος του θα τηρήσει τον όρκο του. Δεν μίλα για τη δικαιοσύνη ως σκοπό των ενεργειών του ανθρώπου, ως θεμέλιο της πολιτειακής τάξης ή γενικά ως κανονιστικό παράγοντα, αλλά μιλά με δικαιολογημένη αγανάκτηση μόνο για την αδικία που του έγινε. Ο Αρχίλοχος χρησιμοποιεί την ποίηση ως δραστικό όπλο εναντίον ενός άπιστου φίλου, άλλα το ποίημα του είναι κάτι περισσότερο από κατάρα, κάτι περισσότερο από σκωπτικός λόγος ενός ομηρικού ήρωα, δηλαδή κάτι περισσότερο από ένα αγωνιστικό μέσο. Επίσης είναι κάτι περισσότερο από ένα όπλο για δικαστικό αγώνα, όπως οι στίχοι του Ησίοδου. Στον Αρχίλοχο το ποίημα τελειώνει – οι τελευταίες λέξεις του αποσπάσματος αποτελούν και το τέλος του ποιήματος – με την έκφραση της προσωπικής του θλίψης: «ενώ πρώτα ήταν φίλος». Εδώ ο λόγος δεν αποτελεί μέσο ενίσχυσης του αγώνα, άλλα έκφραση απογοήτευσης. Όπως τα πολεμικά του τραγούδια έτσι και το ποίημα αυτό αποδεσμεύεται από τις πρακτικές ανάγκες της ζωής και γίνεται φορέας προσωπικών αισθημάτων.
Με δικαιολογημένη αγανάκτηση ο Αρχίλοχος βάζει στο στόμα της αλεπούς του μύθου την ακόλουθη προσευχή (απ. 94):
Δία, πατέρα Δία, η εξουσία του ουρανού είναι δική σου.
Συ βλέπεις τις πράξεις των ανθρώπων,
τόσο τις βίαιες όσο και τις νόμιμες. Αλλά και η αλαζονεία
και η δικαιοσύνη ανάμεσα στα ζώα σ’ ενδιαφέρει.
Ο Αρχίλοχος απαιτεί την ύπαρξη ενός ανώτερου δικαστή που τιμωρεί την αδικία. Έτσι πλησιάζει περισσότερο στην αντίληψη του δικαίου ως κανόνα ζωής, αλλά αντιμετωπίζει το δίκαιο ακόμη με τη συγκεκριμένη μορφή της απονομής του.
Σ’ ένα στίχο του (απ. 96) ο Αρχίλοχος φαίνεται ότι θεωρεί ελάττωμα την απουσία της δικαιολογημένης οργής:
Στο συκώτι σου δεν έχεις καθόλου χολή !
Αυτή η δικαιολογημένη αγανάκτηση στηρίζεται στις ίδιες πνευματικές προϋποθέσεις με τις προϋποθέσεις του άτυχου ερωτά: η αβοήθητη ψυχή εκφράζεται γιατί νιώθει ένα χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα όπως είναι και όπως θα έπρεπε να είναι. Ο Αρχίλοχος βρίσκει παρηγοριά για τις στενοχώριες της ζωής στη σκέψη ότι ο πόνος δεν είναι μόνιμος και ότι οι θεοί είναι αυτοί που ανυψώνουν ή καταβαραθρώνουν τον άνθρωπο, γι’ αυτό και τα αισθήματα της χαράς και της λύπης εναλλάσσονται. Αυτή η βασική πεποίθηση ήταν για την εποχή του κάτι καινούριο (απ. 58):
Για τους θεούς όλα είναι εύκολα: συχνά
ανορθώνουν τον άνθρωπο πού κείτεται στη μαύρη
γη από τα δεινά,
συχνά ξαπλώνουν ανάσκελα έναν άλλο, αν και προχωρούσε
με σταθερό βήμα.
Αυτόν τον βρίσκει μεγάλη δυστυχία
και τριγυρνά φτωχός και με το νου του σαλεμένο.
Όταν βρήκε την πόλη του συμφορά, έγραψε το ποίημα (απ. 7):
Κανείς πολίτης μες στην πόλη, Περικλή,
δε θα κατηγορήσει την πολυστέναχτη δυστυχία
και δε θα χαρεί τη γιορτή.
Τέτοιους άντρες τους κατάπιε το κύμα της βουερής θάλασσας.
Φουσκωμένα είναι τα πνευμόνια από τον πόνο.
Ωστόσο οι θεοί χάρισαν, φίλε μου, φάρμακο
για τους αγιάτρευτους πόνους τη δύναμη της υπομονής.
Η συμφορά βρίσκει πότε τον ένα πότε τον άλλο,
τώρα βρήκε εμάς
και η ματωμένη πληγή φέρνει στεναγμούς.
Άλλους θα τους βρει μιαν άλλη φορά. Μπρος, γρήγορα
αφήστε τα γυναικεία κλάματα και υπομονέψτε.
Με τη φράση «άλλα όλα μπορεί να τα αντέξει κανείς» άρχιζε η τελευταία στροφή του ποιήματος της Σαπφώς (παραπάνω, σ. 92) και αυτή η σκέψη της επαναφέρει τη χαμένη ισορροπία. Πάλι από τον Αρχίλοχο διδάχτηκε η Σαπφώ ότι ο άνθρωπος δεν έχει άλλη δυνατότητα από το να υπομένει καρτερικά τους κλυδωνισμούς της ζωής. Αυτή τη σκέψη την πλουτίζει ο Αρχίλοχος με ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο σ’ ένα άλλο απόσπασμα (67):
Καρδιά, καρδιά μου, πού σε ταράζουν αγιάτρευτες συμφορές,
μάζεψε τις δυνάμεις σου κι αντιμετώπισε τον εχθρό προτάσσοντας
τα στήθη σου. Με σταθερότητα δέξου τον αγώνα με τον εχθρό
σώμα με σώμα.
Αν νικήσεις μη δείξεις τη χαρά σου δημόσια
κι αν νικηθείς μη ριχτείς στο πάτωμα του σπιτιού σου κλαίγοντας.
Να χαίρεσαι στη χαρά και να λυπάσαι στη λύπη,
αλλά όχι υπερβολικά. Προσπάθησε να καταλάβεις το ρυθμό
που κυβερνά τους ανθρώπους.
Ο άνθρωπος πρέπει να καταλάβει ποιος ρυθμός τον κυβέρνα, και η γνώση που αποκτά γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα τον βοήθα να αντέξει τις μεταβολές. Σ’ αυτή την ιδέα στηρίζεται και το μοναδικό ποίημα της Σαπφώς που έχει παραδοθεί ακέραιο :
Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ:
δέσποινα, μη βασανίζεις με έγνοιες και στενοχώριες την
καρδιά μου !
Αλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε
άκουσες τη φωνή μου από μακριά
και εισάκουσες την προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό
παλάτι του πατέρα σου και ήρθες
ζεύοντας την αμαξά σου. Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε
γρήγορα κάτω στη μαύρη γη.
Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό.
Γρήγορα φτάσανε’ κι εσύ, μακαρισμένη,
με γελαστό το αθάνατο σου πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ
η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο πρόσωπο
πρέπει ή πειθώ
να φέρει τώρα στην αγάπη σου; Πες μου, Σαπφώ,
ποιος σε αδικεί;
Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια.
Δε δέχεται δώρα; θα σου προσφέρει ή ‘ίδια.
Δε σ’ αγαπά; Σύντομα θα σ’ αγαπήσει, ακόμη και παρά
τη θέληση της.»
Έλα και τώρα και λύτρωσε με από το βαρύ
μαράζι. ‘Εκπλήρωσε αυτό που ή καρδιά μου ποθεί να γίνει
και γίνε σύμμαχος μου.
Από τις πολλές ομορφιές του ποιήματος μία οφείλεται στο γεγονός ότι το βίωμα από το οποίο πηγάζουν αυτοί οι στίχοι ξεπερνά το παρόν με μια διπλή κλιμάκωση. «Έλα» προσεύχεται η Σαπφώ «όπως ήρθες παλιότερα, κάποτε ήρθες και με ρώτησες τι μου συμβαίνει και γιατί σε καλώ πάλι.» Η Σαπφώ ξανακάλεσε σε παρόμοια ανάγκη την Αφροδίτη, άλλα και τότε δεν ήταν η μοναδική φορά. Η νηφάλια σαφήνεια που χαρακτηρίζει το ποίημα οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι η Σαπφώ βλέπει τη θλίψη της από απόσταση αναγνωρίζοντας ότι στην ίδια κατάσταση βρέθηκε και παλιότερα. Τότε η θεά τη βοήθησε, θα τη βοηθήσει λοιπόν και τώρα.
Και άλλοι στίχοι προδίδουν ότι η Σαπφώ βλέπει το αίσθημα της από το πρίσμα της επανάληψης. Ήδη παραθέσαμε την αρχή του ποιήματος (απ. 137): «πάλι με αναστατώνει ο ερωτάς που λύνει τα μέλη». Ότι η επανάληψη («πάλι») είναι ένα τυπικό στοιχείο της αρχαϊκής λυρικής ποίησης το δείχνει ένα ποίημα του Αλκμάνα (απ. 101):
με πλημμυρίζει πάλι ή αγάπη με την εύνοια της ‘Αφροδίτης
θερμαίνοντας γλυκά την καρδιά μου.
Τα ερωτικά τραγούδια του Ανακρέοντα μετατρέπουν τη λέξη «πάλι» σε τυπική αρχή ποιήματος (απ. 5):
πάλι μου ρίχνει το πορφυρένιο τόπι
ο χρυσομάλλης Έρωτας
και με προκαλεί να παίξω
με μια μικρή πού φόρα πλουμιστά σαντάλια.
Αλλά αυτή – κρατάει, βλέπεις, από την καλοχτισμένη
Λέσβο – ειρωνεύεται τα άσπρα μαλλιά μου
και κοιτάει με ανοιχτό το στόμα κάποιον άλλο.
Ή (απ. 17):
πάλι βουτώ από το βράχο της Λευκάδας στο αφρισμένο κύμα
μεθυσμένος από Ερωτά.
Ή (απ. 26):
πάλι με τσάκωσε Πυθόμανδρος, ενώ προσπαθούσα να ξεφύγω
τον Έρωτα.
Ή, τέλος, (απ. 45):
πάλι με χτύπησε δ Έρωτας με το μεγάλο του σφυρί σαν σιδεράς
και μ’ έλουσε σε παγωμένο χείμαρρο.
και (απ. 79):
πάλι αγαπώ και δεν αγαπώ,
είμαι τρελός και δεν είμαι.
Παρόλο που ο Ανακρέων παριστάνει την αγάπη του συνεχώς με καινούριες εικόνες τόσο αριστοτεχνικά, η αρχή του ποιήματος «πάλι αγαπώ…» έχει χάσει την πρωταρχική δραστικότητα της. Για τη Σαπφώ η πρόταση αυτή μπορούσε να σημαίνει μόνο: η μοίρα μου που συνεχώς επαναλαμβάνεται ορίζει ν’ αγαπώ και να υποφέρω. Έτσι συλλαμβάνει η Σαπφώ το νόμο της ύπαρξης της και το ρυθμό των συναισθημάτων της. Στον Ανακρέοντα η πρόταση «πάλι αγαπώ…» δίνει την εντύπωση ενός επιπόλαια γραμμένου στίχου.
Την παρηγοριά πού προσφέρει ή γνώση ότι όλα μεταβάλλονται τη γνωρίζει και ο Ανακρέων, αλλά η παρηγοριά αυτή δεν έχει συναισθηματική πληρότητα και βάθος: τη θέση τους την παίρνει μια πνευματώδης και κάπως επιπόλαιη παραλλαγή τους σε ένα ποίημα που απευθύνεται σε μια νεαρή Θρακιώτισσα και είναι το μοναδικό που παραδόθηκε ακέραιο (απ. 88):
θρακικό πουλάρι, γιατί
με κοιτάς με ύποπτο βλέμμα;
Γιατί με αποφεύγεις τόσο άκαρδα; Πιστεύεις
ότι είμαι τελείως άπειρος;
Ξέρε το καλά’ θα
μπορούσα εύκολα να σου φορέσω το χαλινάρι
και κρατώντας σε να σε φέρω
στο τέρμα του δρόμου.
Αλλά τώρα βόσκεις στο λιβάδι
και σκιρτώντας ανέμελα παίζεις,
γιατί δεν βρήκες ακόμη έναν έμπειρο
κι επιδέξιο αναβάτη.
Αυτό που ανακάλυψε ο Αρχίλοχος, αυτό που η Σαπφώ διαπότισε με βαθύ αίσθημα, ο Ανακρέων το μετέτρεψε σε ανέμελο παιχνίδι. Ο Ανακρέων γίνεται με ταχύτητα και δεξιοτεχνία κύριος μιας στάσης απέναντι στη ζωή, η αμεσότητα της οποίας αποκτήθηκε δύσκολα. Τα σκοτεινά κύματα που απειλούν τον Αρχίλοχο γίνονται τώρα μια ήρεμη θάλασσα, πάνω στην οποία ο ποιητής ταξιδεύει ακίνδυνα. Αλλά ακόμη και αυτό το παιχνιδιάρικο ποίημα του Ανακρέοντα στηρίζεται σε μια θεώρηση τυπική για την αρχαϊκή λυρική ποίηση. «Γνώριζε» λέει ο Ανακρέων «ότι όλα μπορεί να έρθουν διαφορετικά.» «Αυτή που σε αποφεύγει θα σε κυνηγήσει» λέει η Αφροδίτη στη Σαπφώ. «Προσπάθησε να καταλάβεις το ρυθμό που κυβερνά τους ανθρώπους» λέει ο Αρχίλοχος στην καρδιά του. Σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της τυπικής θεώρησης συναντούμε στον πιο εξελιγμένο Ομηρικό μονόλογο. Στην αρχή του υ της Οδύσσειας ο Οδυσσέας, καθώς ακόμη είναι άγνωστος και έχει τη μορφή ζητιάνου, πάει να ξαπλώσει στο διάδρομο του παλατιού του την παραμονή της μνηστηροφονίας. Όταν ακούει τις δούλες να χαριεντίζονται και να γελούν με τους μνηστήρες, θυμώνει, γιατί αυτός είναι ο πραγματικός τους κύριος και αυτός θα έπρεπε να τις διατάζει. Αναρωτιέται λοιπόν αν θα πρέπει να επιτεθεί και να τις σκοτώσει μία προς μία ή να τις αφήσει στο κρεβάτι των μνηστήρων για μια φορά ακόμη. Η καρδιά του χτυπά στο στήθος και ο Οδυσσέας της μιλά: «Βάστα, καρδιά μου, έχεις αντέξει κι άλλα χειρότερα, όταν ο Κύκλωπας καταβρόχθιζε τους συντρόφους σου, και συ υπομόνεψες, ώσπου η πονηριά σου σ’ έσωσε». Ο στοιχειώδης πόθος για δίκαιη εκδίκηση δεν μπορεί να εκπληρωθεί, και το εμπόδιο αυτό τον κάνει να συνειδητοποιήσει την αδυναμία του. Η καρδιά αντιδρά βίαια από θλίψη και αγανάκτηση, αλλά την προτρέπει να είναι υπομονετική και ανεκτική. Η ανάμνηση ότι κάποτε άλλοτε η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη, τον βοήθα να κάνει τώρα. υπομονή. Αυτή είναι η βασική κατάσταση που εκθέτουν τα ποιήματα που παραθέσαμε. Οι στίχοι του Αρχίλοχου ιδιαίτερα θυμίζουν ως τις λεπτομέρειες τους τόσο πολύ τον Όμηρο, ώστε ο Αρχίλοχος πρέπει να γνώριζε τους στίχους της Οδύσσειας και να δέχτηκε την επίδραση τους. Αλλά και η Σαπφώ έχει κάποια σχέση με τους στίχους αυτούς: ο Οδυσσέας ησυχάζει τελείως, μόνο όταν εμφανίζεται η Αθηνά, όπως η Αφροδίτη στη Σαπφώ, και του μιλά με τρυφερή οικειότητα. Ωστόσο η ανάμνηση στον Όμηρο αφορά μόνο ένα παλαιότερο βίωμα που μοιάζει με την παροντική κατάσταση. Ο Οδυσσέας δεν γνωρίζει τις μεταβολές της ζωής και το ρυθμό που κυβερνά τους ανθρώπους. Όταν η καρδιά του Οδυσσέα «χτυπά» και ο ήρωας της μίλα ή όταν, όπως είδαμε πιο πάνω, ο θυμός «ταράζεται» στα στήθια του, πρόκειται για κάτι διαφορετικό από την αποστροφή του Αρχίλοχου στο «θυμό» του. Για τον Όμηρο ο θυμός – καθώς και η καρδιά – είναι μόνο ένα όργανο πνευματικής διέγερσης που δεν διαφέρει βασικά από τα φυσικά όργανα.
Ότι οι λυρικοί ποιητές αντιλαμβάνονται τον ψυχικό κόσμο διαφορετικά δεν μπορεί να αποδειχτεί αδιάσειστα με την ανάλυση των λέξεων «ψυχή» και «πνεύμα», γιατί η αποσπασματική παράδοση δεν βοηθά σε κάτι τέτοιο και γιατί η νέα αντίληψη δεν είχε ίσως αποκρυσταλλωθεί αρκετά, ώστε να οδηγήσει στο σχηματισμό νέων ορών για τον ψυχικό κόσμο. Ωστόσο μεμονωμένες φράσεις προδίδουν αναμφισβήτητα ότι οι λυρικοί αντιλαμβάνονται την ψυχή διαφορετικά και όχι ως φυσικό όργανο. Όταν ο Αρχίλοχος ονομάζει το θυμό του «ταραγμένο από τις συμφορές» ή θέλει το στρατηγό του να «έχει καρδιά», χρησιμοποιεί ήδη φράσεις που είναι άγνωστες ακόμη στον Όμηρο και υποδηλώνουν μια αφηρημένη αντίληψη περί ψυχής.
Ακόμη πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα αυτής της μεταβολής παρουσιάζουν η Σαπφώ και ο Ανακρέων. Οι αντιθέσεις στα αισθήματα τους εμφανίζονται σ’ αυτούς τους δύο ποιητές όχι μόνo σε διαφορετικές στιγμές ως αποτέλεσμα εναλλαγής ανάμεσα στο πάθος και την ηρεμία, ανάμεσα στην ευτυχία και τη δυστυχία, άλλα ως διχασμός μιας μοναδικής παροντικής στιγμής. Γνωρίσαμε ήδη τους στίχους του Ανακρέοντα:
πάλι αγαπώ και δεν αγαπώ,
είμαι τρελός και δεν είμαι.
Ο άτυχος εραστής περιγράφει τη διχασμένη και χωρίς διέξοδο κατάσταση του με την παράδοξη καταφατική και αρνητική διατύπωση. Παρόμοια κατάσταση περιγράφει και όταν λέει ότι ο έρωτας τον σφυροκοπά και τον λούζει σε παγωμένο χείμαρρο (παραπάνω, σ. 98). Ή Σαπφώ βρήκε γι’ αυτή την κατάσταση μια παράδοξη και λακωνική διατύπωση: μίλα για τον γλυκόπικρο έρωτα. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ήταν κάποτε κοινός τόπος, αυτό το νόμισμα που με τη χρήση των 2.500 ετών έχασε τη λάμψη του, έφερε τότε ολοκαίνουριο και ευδιάκριτο το χάραγμα του. Το έπος δεν γνωρίζει ακόμη αυτόν το διχασμό του αισθήματος και την εσωτερική ένταση, γιατί δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο στη σφαίρα των φυσικών λειτουργιών, σε αναλογία με τις όποιες αντιλαμβάνεται ο Όμηρος τις ψυχικές λειτουργίες. Η Σαπφώ συλλαμβάνει και χαρακτηρίζει με τον τολμηρό νεολογισμό της «γλυκόπικρος» τον ψυχικό κόσμο τελείως διαφορετικά από τον φυσικό. Και σ’ αυτό το σημείο ο Αρχίλοχος προηγείται πάλι από τη Σαπφώ: γιατί, παρόλο που δεν μας σώθηκε κανένα χωρίο που να περικλείει σε μια λέξη το δίλημμα του άτυχου ερωτευμένου, το αίσθημα της εσωτερικής έντασης υπάρχει, έστω και ανέκφραστο, στις προτάσεις που περιγράφουν τον έρωτα με τα συμπτώματα της λιποθυμίας ή του θανάτου. Η ομοιότητα της αγάπης με το θάνατο είναι, ιδιαίτερα για τη Σαπφώ, η μεγαλύτερη ένταση της ψυχής.
Όταν οι αρχαϊκοί ποιητές θεωρούν αυτό το νέο αίσθημα τόσο θεϊκό και υπερπροσωπικό, ώστε να το καθιστούν κριτήριο για τον καθορισμό των αξιών, δεν σημαίνει ότι το αίσθημα αυτό δεν μπορεί αντικειμενικά να αποτύχει. Η ψυχή του Αρχίλοχου αντιδρά με ασυγκράτητη βιαιότητα. Αλλά αυτή η βιαιότητα είναι σημαντική για την πνευματική ιστορία της εποχής του: Η συνείδηση της προσωπικότητας στα παραδείγματα που αναφέραμε παραμένει στο σημείο της ομηρικής αντίληψης για το θυμό. Με άλλα λόγια ή προσωπικότητα συνειδητοποιείται μόνο τη στιγμή της ψυχικής αντίδρασης. Η «καρδιά που χτυπά», όπως την περιγράφει ο Όμηρος, ο πόνος της αγάπης και η οργή που προκαλεί το δικαιολογημένο μίσος υπογραμμίζουν το ατομικό στοιχείο. Γενικότερα χαρακτηριστικά, όπως βιώματα και πράξεις, μοίρα και χαρακτήρας, δεν αποτελούν χαρακτηριστικά μιας μοναδικής προσωπικότητας. Ωστόσο η θεώρηση της ζωής οδηγεί σε μια γενικότερη διαπίστωση: το νόμο της αιώνιας εναλλαγής. Και αυτό είναι μια νέα ανακάλυψη των λυρικών ποιητών, η οποία δεν ακολουθεί τον ίδιο δρόμο με την ανακάλυψη του προσωπικού αισθήματος, αλλά είναι συμπλήρωμα της. Η νέα ατομικότητα συνοδεύεται παράλληλα από μια νέα καθολικότητα, το νέο αίσθημα από μια καινούρια γνώση. Και τα δύο συνδέονται στενά και αναγκαστικά μεταξύ τους: η συνεχής αυτή μετάπτωση από πολύ ψηλά πολύ χαμηλά γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις και συνειδητοποιείται με τη βοήθεια τους. Σ’ αυτό το πάνω κάτω συλλαμβάνεται ή απέραντη πολυμορφία της ζωής, χωρίς όμως Ο νόμος αυτός να είναι σε θέση να τη χαλιναγωγήσει.
Αυτός ο τρόπος σκέψης, σύμφωνα με τον οποίο η ανθρώπινη ζωή στο σύνολο της δεν αντιμετωπίζεται ατομικά άλλα συλλαμβάνεται με γενικά σχήματα, ήταν γνωστός και στους μεταγενέστερους Έλληνες. Αλλά το γεγονός ότι οι αρχαϊκοί λυρικοί ποιητές στηρίζουν το ξέσπασμα των προσωπικών αισθημάτων στο γενικό νόμο της αιώνιας εναλλαγής δείχνει ότι δεν έχουν αποκτήσει ακόμη συνείδηση του ατομικού χαρακτήρα των πράξεων τους. Ένα σημαντικό γεγονός στον Όμηρο δεν πηγάζει από έναν ατομικό χαρακτήρα, ή από τα ιδιαίτερα χαρίσματα του, αλλά από μια θεϊκή δύναμη που εισχωρεί μέσα του και προκαλεί μια αντίδραση. Αν θέλαμε να τονίσουμε τη διαπίστωση αυτή κάπως υπερβολικά, θα λέγαμε: υπάρχει προσωπική μοίρα, αλλά δεν υπάρχουν προσωπικά κατορθώματα. Γι’ αυτό όταν ο Αρχίλοχος χαρακτηρίζει τη διπλή ζωή του πολεμιστή και του ποιητή λέει (απ. 1):
Είμαι υπηρέτης του βασιλιά Ενυάλιου και γνωρίζω
επίσης το αξιέραστο δώρο των Μουσών.
Παρόμοια είναι τα αισθήματα της Σαπφώς. όταν την εξουσιάζουν οι θεοί της, η Αφροδίτη και ο Έρωτας. Ωστόσο το μυθικό στοιχείο υποχωρεί στη Σαπφώ, γιατί το διχασμένο και έντονο προσωπικό αίσθημα συλλαμβάνεται ως κάτι ατομικό, και γιατί η τάξη και το νόημα των γεγονότων δεν εξαρτώνται όπως στον Όμηρο από τη μόνιμη επέμβαση των θεών, άλλα από τον ανεξάρτητο νόμο της αιώνιας εναλλαγής. Παρ’ όλα αυτά η Σαπφώ δεν βλέπει ακόμη την ανθρώπινη δράση ως προσωπικό κατόρθωμα. Η συνείδηση του προσωπικού αισθήματος οδηγεί στη συνειδητοποίηση της αδυναμίας του ανθρώπου, της «αμηχανίας». Η ορθολογική διασάφηση των κοσμικών σχέσεων και η αναγνώριση του νόμου της εναλλαγής δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη δράση, άλλα συμβάλλουν στο να δείχνει ο άνθρωπος ανοχή και υπομονή. Στην Οδύσσεια συναντούμε τα χαρακτηριστικά αυτά περισσότερο τονισμένα από ό,τι στην Ιλιάδα. Αλλά ο Οδυσσέας που η καρδιά του υπέφερε πολλά, ο πολύτλας, δεν αναρωτήθηκε ποτέ για την κοσμική τάξη. Ήταν μ’ έναν απλοϊκό τρόπο πολυμήχανος και ήξερε να βοήθα τον εαυτό του πάντα και να βρίσκει μια διέξοδο με έξυπνες πράξεις.
Για τους λυρικούς που αναφέραμε παραπάνω την τελειότητα αντιπροσωπεύει κυρίως αυτό που κάποιος αισθάνεται ως τέλειο. Αξία έχει αυτό που απευθύνεται στο αίσθημα και προκαλεί την ευχάριστη αντίδραση των αισθήσεων. Ως την εποχή του Πίνδαρου και του Βακχυλίδη οι αξίες παριστάνονται επανειλημμένα με την εικόνα της λάμψης. Το θειο είναι λαμπρό και φωτεινό, το τέλειο λάμπει, το μεγαλείο εξακολουθεί να ζει στο φως της δόξας. Ο ποιητής αποκαλύπτει αυτή τη λάμψη και στέλνει τις ακτίνες της πέρα από τα σκοτάδια του θανάτου. Στα εγκώμια προβάλλει το στοιχείο αυτό με απόλυτη σαφήνεια. Για παράδειγμα μπορούμε να παραθέσουμε ένα από τα λίγα επιθαλάμια της Σαπφώς που μας έχει παραδοθεί σε σχετικά καλή κατάσταση (απ. 55), το όποιο, για να εξυψώσει την τελετή για την οποία γράφτηκε, περιγράφει τους μυθικούς γάμους του Έκτορα και της Ανδρομάχης.
Η αρχή του ποιήματος έχει χαθεί. Οι πρώτοι στίχοι που μας παραδόθηκαν μιλούν για την άφιξη ενός κήρυκα στην Τροία που αναγγέλλει ότι το νιόπαντρο ζευγάρι μόλις έφτασε με πλοίο από τη Θήβα, την πατρίδα της νύφης.
Με σπουδή ήρθε ο κήρυκας…
και ο Ιδαίος, ο γρήγορος αγγελιοφόρος, έφερε την είδηση:
«…άφθαρτη δόξα έρχεται σήμερα για την Τροία και για
ολόκληρη την ‘Ασία.
‘Ο Έκτορας και οι φίλοι του φέρνουν στο σπίτι την κόρη
με τα ωραία μάτια
από την ιερή Θήβα κάτω από το βουνό Πλάκο,
την τρυφερή Ανδρομάχη, αφού πέρασαν με τα καράβια
την αλμυρή
θάλασσα, χρυσά κοσμήματα και πορφυρένια ρούχα και ένα
πλήθος πράγματα που φέρνουν χαρά,
αμέτρητες ασημένιες κούπες και δώρα από ελεφαντόδοντο».
Αυτά είπε. Τότε πετάχτηκε αμέσως από το θρόνο του
ο στοργικός πατέρας.
Η φήμη απλώθηκε στην ευρύχωρη πόλη κι έφτασε
στους φίλους.
Οι Τρώες έζεψαν αμέσως τα ζώα στις άμαξες με τις
καλοφτιαγμένες ρόδες,
όλες οι γυναίκες και οι καλλίγραμμες παρθένες ανέβηκαν
οι θυγατέρες του Πριάμου πάλι πήγαιναν χωριστά από
τους άλλους.
Οι άντρες έζεψαν τα άλογα στις άμαξες
και μαζί τους πήγαιναν τα παλικάρια. Οι φωνές
των ηνιόχων αντηχούσαν…
Οι επόμενοι στίχοι δεν μας σώθηκαν. Έπειτα συνεχίζει:
…το ισόθεο ζευγάρι…
και συνωστισμένο το πλήθος
πήγαινε στο Ίλιο…
Γλυκόφωνοι αυλοί έσμιγαν με τον ήχο
της λύρας και το χτύπημα των κροτάλων. Οι κόρες
τραγουδούσαν δυνατά
ένα ιερό τραγούδι και ó θεϊκός ήχος έφτανε στον ουρανό…
Παντού στους δρόμους… Κρατήρες και κούπες…
Το λιβάνι έσμιγε τους καπνούς του με ευωδιά από σμύρνα
και κανέλα.
Οι μεσόκοπες γυναίκες φώναζαν δυνατά
κι όλοι οι άντρες με ωραίο θριαμβευτικό τραγούδι καλούσαν
τον μακροσαγιτάρη κιθαριστή Απόλλωνα
και υμνούσαν τον Έκτορα και την Ανδρομάχη σαν θεούς.
Το ποίημα αυτό είναι για μας το πρωιμότερο παράδειγμα για τη σημασία του μύθου στην ελληνική εορταστική ποίηση. Μύθος και πραγματικότητα συνδέονται εδώ τόσο στενά, ώστε η μυθική κατάσταση φαίνεται ότι συνεχίζεται ως το παρόν. Η διήγηση για το γάμο του Έκτορα τελειώνει με το γαμήλιο τραγούδι, και ακριβώς αυτό το τραγούδι ακούμε κι εμείς, όταν ηχεί το επιθαλάμιο της Σαπφώς. Av σε άλλες περιπτώσεις Υμεναίων υμνούν το νιόπαντρο ζευγάρι σαν θεϊκό, εδώ νύφη και γαμπρός εξισώνονται με μυθικές μορφές. Η Σαπφώ όμως δεν διηγείται τις μεγαλόπρεπες πράξεις τους ή τη μοίρα τους, άλλα περιγράφει τη λάμψη και την τελειότητα της τελετής. Ακόμη και τα γαμήλια δώρα γίνονται με τη λάμψη τους σημαντικότερα από τις πράξεις. Έτσι η διήγηση μεταβαίνει από το ένα φωτεινό σημείο στο άλλο, και τα φωτεινά αυτά σημεία ακτινοβολούν μια λάμψη που ξεπερνά τη συγκεκριμένη στιγμή.
Σ’ ένα συγκινητικό ποίημα η ηλικιωμένη Σαπφώ περιγράφει την αδυναμία της και αναπολεί τα νιάτα της. Από το τραγούδι αυτό μας έχει σωθεί μόνο το τέλος των στίχων σ’έναν πάπυρο (65Α, 13-26)• παρόλο πού το κείμενο δεν μπορεί να αποκατασταθεί, το περιεχόμενο του είναι σαφές και μπορεί να αποδοθεί (σύμφωνα με την ανάγνωση του Manfred Hausmann):
Το δέρμα μου είναι παντού ρυτιδωμένο
και παραλυμένο από τα γερατειά.
Το βαθύ μαύρο χρώμα των μαλλιών μου
έγινε άσπρο.
Τα χέρια μου είναι αδύναμα
και τα γόνατα μου τόσο ασθενικά,
ώστε αρνούνται να με σηκώσουν.
Δεν μπορώ πια να κινούμαι
χορεύοντας ανάμεσα στα κορίτσια
σαν ελαφίνα το βράδυ στο δάσος.
Αλλά τι να γίνει;
Ένας θνητός δεν μπορεί να χαίρεται αιώνια τη νιότη.
Τραγουδούν ένα τραγούδι,
και η Αυγή, λένε, έπρεπε να το πάθει
που κάποτε οδήγησε το νεαρό Τιθωνό
στην άκρη του κόσμου.
Ωστόσο κι αυτόν τον βρήκαν
τα θλιβερά γερατειά.
Και τώρα, επειδή τη νύχτα
δεν μπορεί να πλησιάσει πια
ερωτικά το τρυφερό του ταίρι,
πιστεύει ότι έχασε κάθε ευτυχία. Γι’ αυτό ικετεύει τον Δία
να του χαρίσει το θάνατο σύντομα.
Ωστόσο εγώ ποθώ ακόμη τη χάρη και τη χρυσή αφθονία.
Αυτή η λάμψη με περιβάλλει πάντα,
γιατί αγαπώ τον ήλιο.
Η Σαπφώ ξεπερνά την αδυναμία της μελαγχολικής ηλικίας («αλλά τι να γίνει ;») με τη σκέψη ότι δεν έχασε την ουσία της νιότης, δηλαδή τη χαρά για τη λάμψη και την ακτινοβολία. Δεν προσπαθεί όμως να δώσει στο πέρασμα του χρόνου, στα γερατειά ένα δικό τους νόημα.
Το ίδιο θέμα αναπτύσσει σ’ ένα γεροντικό ποίημα ο Ανακρέων, άλλα του λείπει η παρηγοριά ότι κράτησε στη μνήμη του κάτι αναλλοίωτο. Επειδή δεν έχει καμιά δυνατότητα να αξιολογήσει τη ζωή του θέτοντας ένα σκοπό στη δράση του ή να τη θεωρήσει γενικά μια έλλογη ενότητα, καταλήγει στην ωμή και φοβερή ομολογία (απ. 44):
Οι κρόταφοι μου είναι γκρίζοι κιόλας
και το κεφάλι μου άσπρισε.
Δεν έχω πια τη χαριτωμένη νιότη,
και τα δόντια μου γέρασαν
από τη γλυκιά ζωή
μου απόμεινε έva μικρό κομμάτι.
Τρέμω μπρος στον Τάρταρο,
γιατί η άβυσσος του Άδη είναι
φοβερή και το ταξίδι θλιβερό. Και είναι βέβαιο:
όποιος κατεβεί μια φορά δεν ανεβαίνει ποτέ πια.
Και τα δύο ποιήματα εκφράζουν την αδυναμία των δημιουργών τους, γιατί η θέληση τους για ζωή συναντά εμπόδια. Η πείρα, δηλαδή οι αισθήσεις κρίνουν τι έχει αξία και τι όχι. Η νιότη είναι γλυκιά, ενώ τα γερατειά γεμάτα φόβο και βάσανα. Οι αρχαϊκοί ποιητές μιλούν και με άλλες ευκαιρίες για το πέρασμα της νιότης και τον ερχομό των γερατειών – στον Όμηρο οι ήρωες δεν αναφέρονται ποτέ στις αντιθέσεις των ηλικιών στη ζωή τους – αλλά η ζωή στο σύνολο της δεν αποτελεί ακόμη μια έλλογη ενότητα.
Πέρα από την ιωνική και αιολική περιοχή (Ο Αρχίλοχος γεννήθηκε στην Πάρο, η Σαπφώ στη Λέσβο και ο Ανακρέων στην Τέω) τον 6ο αιώνα διατυπώνονται τέλειος διαφορετικές σκέψεις για την ανθρώπινη ζωή.
Ο Σόλων, ο μεγάλος πολιτικός με τον όποιο η Αττική πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία της λογοτεχνίας, λέει (απ. 22, 7): «Γερνάω μαθαίνοντας πάντα περισσότερα». Τον δραστήριο πολιτικό και μετριοπαθή νομοθέτη τον απασχολούν τα ερωτήματα των ανθρώπινων πράξεων και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δεν είναι ο μοναδικός στίχος που αναφέρεται στο σκοπό και το νόημα της ζωής του και των ενεργειών του – ο στίχος αυτός, ας σημειωθεί περιθωριακά, συλλαμβάνει για πρώτη φορά τη μάθηση ως πνευματική διαδικασία. Ό ποιητής νιώθει τον εαυτό του δεμένο μ’ ένα σκοπό, το δίκαιο. Αυτή η στάση προετοιμάζει την αττική τραγωδία. Όταν ο Αρχίλοχος μιλά για δίκαιο, εννοεί το καταπιεσμένο αίσθημα δικαιοσύνης και την ισορροπία δικαίου που αποκαθιστούν πάντα οι θεοί, όχι όμως τη δική του δίκαιη συμπεριφορά, η Σαπφώ και ο Ανακρέων δεν μιλούν καθόλου για δικαιοσύνη.
Αυτοί οι λυρικοί ποιητές διαθέτουν αρκετή φαντασία, ώστε να σκεφτούν ορισμένα πράγματα διαφορετικά από ό,τι είναι στην πραγματικότητα και να αντιληφθούν την ασυμφωνία που υπάρχει ανάμεσα στη δυνατότητα και την πραγματικότητα, ανάμεσα στις προσωπικές τους προσδοκίες και τη σκληρή πραγματικότητα, ανάμεσα στην αλήθεια και τα φαινόμενα. Δεν φαντάζονται το τέλειο σαν κάποιο ιδανικό προς το οποίο ο άνθρωπος θα έπρεπε να αποβλέπει ή σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να μεταμορφώσει τον κόσμο. Ήδη ο Όμηρος γνωρίζει ότι η ζωή στη γη είναι ατελής και θλιβερή. Ακόμη και οι ήρωες συμμερίζονται τη βαθιά ριζωμένη ατέλεια του ανθρώπου, αλλά οι θεοί προσδίδουν στα γήινα το νόημα και την αξία τους. Αυτοί οι θεοί κυβερνούν ακόμη τον κόσμο των λυρικών ποιητών, και κανείς δεν επαναστατεί εναντίον τους. Η επανάσταση αρχίζει με τη σκέψη ότι η ανθρώπινη ζωή θα μπορούσε να έχει στην πραγματικότητα ακόμη περισσότερο νόημα και οι θεοί να είναι ακόμη τελειότεροι, κυρίως όμως με τη σκέψη για τον πραγματικό ρόλο της δικαιοσύνης στον κόσμο.
Τα προσωπικά αισθήματα και οι αξιώσεις των λυρικών ποιητών αφορούν στη στιγμή που κάποιος αποκόβεται από το γενικό ρεύμα της ζωής και απόκτα συνείδηση ότι αποχωρίζεται από το δέντρο που περικλείει καθετί ζωντανό και αυξάνει συνεχώς. Σε τέτοιες στιγμές ο άνθρωπος κατευθύνει το βλέμμα στην ψυχή του. Αυτή όμως η προσωπική ψυχή δεν είναι φορέας όλων των αισθημάτων και συγκινήσεων, αλλά μόνο αντιδράσεων, όταν τα αισθήματα παρεμποδίζονται. Η αγάπη π.χ. δεν είναι ένα αίσθημα που πηγάζει από το εσωτερικό του ανθρώπου, αλλά δώρο της Αφροδίτης ή του Έρωτα. Μόνο ο διχασμός του αισθήματος που προέρχεται από μια ατυχή αγάπη είναι κάτι προσωπικό.
Παρόλο που ο Αρχίλοχος είναι πεισματάρης και ή Σαπφώ έχει τόσο βαθιά αισθήματα, και οι δυο τους δεν χάνονται στην άβυσσο ρομαντικών συναισθηματισμών. Όταν η Σαπφώ λέει (απ. 27): «το πιο όμορφο είναι αυτό που καθένας αγαπά», εννοεί φυσικά ότι οι άνθρωποι θεωρούν διαφορετικά αντικείμενα ωραία, αλλά η ίδια γνωρίζει καλά τι αγαπά. Το αίσθημα της δεν είναι ακαθόριστο ούτε απευθύνεται στην αρκαδική φύση της βουκολικής ποίησης που μπορεί και συναισθάνεται μαζί με τον άνθρωπο (βλ. παρακάτω, σ. 374). Το ποίημα αυτό στρέφεται βέβαια εναντίον καθιερωμένων αξιών: δεν είναι όμορφο το μεγαλείο, άλλα αυτό πού κάποιος αγαπά. Κι είναι ένα πρώτο βήμα προς τον Ηράκλειτο, όταν ή ίδια λέει ότι κάτι μπορεί να γίνει κατανοητό (βλ. παρακάτω, σ. 289). Ωστόσο απέχει πολύ από την πίστη του ίδιου φιλοσόφου ότι το νόημα των λόγων του είναι τόσο βαθύ, ώστε οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να τον παρακολουθήσουν.
Οι αρχαϊκοί ποιητές δεν μιλούν με μοναχικούς μονολόγους όπως οι σύγχρονοι λυρικοί, άλλα απευθύνονται σε κάποιον είτε αυτός είναι θεός (κυρίως σε προσευχές) είτε άνθρωπος ή ομάδα ανθρώπων. Παρόλο πού το άτομο απελευθερώνεται από μερικές παλιές δεσμεύσεις, ή ανακάλυψη του ψυχικού κόσμου συνενώνει τους Ομοϊδεάτες. Η διαδικασία της εξατομίκευσης είναι συγχρόνως μια διαδικασία νέων δεσμεύσεων.
Ένα ποίημα της Σαπφώς, του οποίου η αρχή και το τέλος χάθηκαν, προϋποθέτει ότι η ποιήτρια έμεινε με την Ατθίδα, την οποία αγάπα ιδιαίτερα, στη Λέσβο, ενώ ένα άλλο κορίτσι, η Αριγνώτα, έπρεπε να φύγει από τη συντροφιά τους και να επιστρέψει στις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της Λυδίας (απ. 96):
…Από τις Σάρδεις συχνά…
στέλνει τις σκέψεις της προς τα δω.
Όσο ήταν ακόμη κοντά μας η Αριγνώτα, σε υμνούσε
σαν θεά και άκουγε
με μεγάλη ευχαρίστηση τα τραγούδια σου.
Τώρα όμως λάμπει ανάμεσα στις Λυδές
όπως λάμπει η ροδοδάχτυλη σελήνη
μετά τη δύση του ήλιου επισκιάζοντας όλα τ’ αστέρια
και σκορπά το φως της
στην αλμυρή θάλασσα και
στους λουλουδιασμένους κάμπους.
Άφθονη δροσιά έχει απλωθεί, τα ρόδα ανθούν
και το τρυφερό χορτάρι και
το βαθυπράσινο τριφύλλι πού ευωδιάζει μέλι.
Και συχνά περπατώντας
θυμάται τον πόθο της για την
ωραία Ατθίδα, και την τρυφερή καρδιά της
τη σπαράζει ο πόνος.
«Έλα κοντά μου»
φωνάζει δυνατά, άλλα η φωνή δε φτάνει
ως εμάς, η σκοτεινή νύχτα
δε φέρνει τον ήχο πάνω από τα κύματα.
Από άλλα ποιήματα της Σαπφώς γνωρίζουμε ότι η Ατθίδα στάθηκε συχνά αφορμή για ζηλοτυπίες και ότι η Αριγνώτα, όσο καιρό άνηκε στον κύκλο της Σαπφώς, είχε αγαπήσει ιδιαίτερα την Ατθίδα. Τώρα που η Σαπφώ έμεινε με την αγαπημένη της Ατθίδα περιγράφει πως η Αριγνώτα μια καλοκαιριάτικη νύχτα με πανσέληνο σκέφτεται τις φίλες της στην άλλη άκρη της θάλασσας, και νοσταλγεί τις μέρες που έζησαν μαζί. Εδώ εκφράζεται ένα αίσθημα δεσμού που παρ’ όλη την απόσταση παραμένει στον πνευματικό και ψυχικό κόσμο ως ανάμνηση και αγάπη. Με αυτό το ποίημα η Σαπφώ ζήτα ολοφάνερα την ακόμη στενότερη φιλία με την Ατθίδα, γιατί της δείχνει πόσο κοντά είναι η μία στην άλλη, αφού και οι δυο τους σκέφτονται την Αριγνώτα, κι εκείνη στέλνει τη σκέψη της και στις δυο. «Από τις Σάρδεις συχνά έχει το νου της εδώ» είναι η κατά λέξη μετάφραση του πρώτου στίχου. Αυτό είναι κάτι που ο Όμηρος δεν θα μπορούσε να το διατυπώσει με τα στοιχειώδη γλωσσικά μέσα του. Στη Σαπφώ το πνεύμα έχει τη δυνατότητα να αποδεσμεύεται από τον τόπο, και έτσι μπορεί να υπάρξει κοινότητα στη σκέψη και το αίσθημα. Αυτές οι αντιλήψεις για την «κοινότητα» του πνευματικού στοιχείου, που από την εποχή του Ηράκλειτου είναι κάτι συνηθισμένο, δεν υπήρχαν ακόμη στον Όμηρο. Επειδή το βίωμα της ομορφιάς σε μια λατρευτική τελετή γίνεται κοινή ανάμνηση, η Σαπφώ μπορεί να το συνδέσει εύκολα με το λατρευτικό τραγούδι και να εκφράσει αυτό που θεωρεί σημαντικό.
Η νοσταλγία είναι φυσικά ένα φαινόμενο γνωστό στον Όμηρο. Ο Οδυσσέας π.χ. πού βρίσκεται κοντά στην Καλυψώ νοσταλγεί την πατρίδα του:
αὐτάρ Ὀδυσσεύς
ἱέμενος καί καπνόν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι
ἧς γαίης θανέειν ἱμείρεται,
«επιθυμεί να δει έστω και τον καπνό της πατρίδας του να υψώνεται κι έπειτα θέλει να πεθάνει». Εδώ αναφέρεται μόνο ο αντικειμενικός στόχος της επιθυμίας. Οι στίχοι αυτοί συγκινούν, γιατί – παράλληλα με την ευφωνία και παραστατικότητα των λέξεων – ο Οδυσσέας εύχεται να εκπληρωθεί μια τόσο μικρή επιθυμία κι υστέρα να πεθάνει.
Σ’ ένα άλλο ποίημα, που η αρχή και το τέλος του επίσης δεν έχουν παραδοθεί, η Σαπφώ σκέφτεται πάλι ένα κορίτσι που έχει φύγει μακριά και περιγράφει πως παρηγορήθηκε την ώρα του αποχαιρετισμού με την ανάμνηση για ό,τι ωραίο είχαν ζήσει μαζί (απ. 94):
…Αλήθεια θα ‘θελα να μην υπάρχω.
Έκλαψε πολύ, όταν με αποχωρίστηκε
και είπε: «Αλίμονο, πόσο φοβερή είναι η μοίρα μας!
Σαπφώ, το ξέρεις ότι σ’ αφήνω χωρίς τη θέληση μου».
Κι εγώ της απάντησα:
«Πήγαινε χαρούμενη και να με θυμάσαι.
Ξέρεις βέβαια πόσο σ’ αγαπήσαμε.
Αν όχι, τότε θα σου θυμίσω
αυτό που ξέχασες,
πόσο χαρούμενος κι ωραίος ήταν ο καιρός που περάσαμε μαζί.
Συχνά στόλισες μπροστά μου τις πλεξούδες σου
με στεφάνια από μενεξέδες και τριαντάφυλλα.
Συχνά φόρεσες στον τρυφερό λαιμό σου
την ευωδιαστή λουλουδένια αλυσίδα,
και με γλυκιά ευωδιά
από βασιλικό βάλσαμο και λάδι από σμύρνα
άλειψες το δροσερό σου σώμα.
Ξαπλωμένη σε χνουδωτό στρώμα
ξεδιψούσες τον πόθο σου με τη συντροφιά μας.
Και δεν υπήρχε χορός,
γιορτή ή παιχνίδι
στην αμμουδιά πού να μην πήρες μέρος.
Δεν υπήρχε δάσος πού την άνοιξη
να μην αντηχούσε αρμονικά
από το τραγούδι των κοριτσιών».
Η ανάμνηση ενώνει τους ερωτευμένους γεφυρώνοντας την απόσταση· οι άνθρωποι συνδέονται ψυχικά μεταξύ τους. Αλλά αυτό το ψυχικό στοιχείο δεν έχει συναισθηματικό χαρακτήρα· δεν απομακρύνει τον άνθρωπο από τον κόσμο και δεν τον προδιαθέτει εχθρικά απέναντι του. Είναι ανάμνηση εντελώς γήινων πραγμάτων πού ακτινοβολούν με την ομορφιά τους και απευθύνονται στις αισθήσεις. Η ανάμνηση επιτρέπει την επιβίωση όλων αυτών των πραγμάτων, χαρίζει διάρκεια στη χαρά που προέρχεται από αυτά και δίνει σ’ αυτούς πού τα χάρηκαν το αίσθημα ότι ο ένας ανήκει στον άλλο. Κάποιος είπε ότι αύτη η μνήμη, που η Σαπφώ εξασκεί, είναι ένα είδος μόνιμης παρηγοριάς και υπέδειξε μια σκηνή της Οδύσσειας, οπού κάποιος αποχαιρετώντας τους άλλους παρακαλεί να τον θυμούνται. Ωστόσο εδώ υπάρχει μια λεπτή αλλά σημαντική διαφορά: Όταν ο Οδυσσέας αναχωρεί από το νησί των Φαιάκων, η Ναυσικά του λέει (θ 461): «Καλό ταξίδι, ξένε, και θυμήσου με όταν θα φτάσεις στην πατρίδα σου, γιατί πρώτα από όλους σε μένα χρωστάς τη σωτηρία σου». Η ανάμνηση στην περίπτωση αυτή είναι η ευγνωμοσύνη για μια καλή πράξη που έγινε σε κάποιον. Στο ποίημα της Σαπφώς οι ερωτευμένοι έχουν την ίδια ανάμνηση και δεν υπάρχει μονομερής υποχρέωση. Ο καθαρός στοχασμός ότι η μνήμη δεν είναι τίποτε άλλο από αναπαράσταση μιας περασμένης ομορφιάς δημιουργεί την ίδια διάθεση και στις δύο ψυχές. Όπως στο ποίημα της Αριγνώτας η νοσταλγία που έρχεται από τις Σάρδεις είναι η ίδια, αν και η Σαπφώ τρυφερά το αποσιωπά, με τη νοσταλγία που στέλνει η ίδια προς τις Σάρδεις, έτσι κι εδώ η ανάμνηση ενώνει τις δύο ψυχές.
Αυτή η ανάμνηση είναι για τη Σαπφώ σημαντική όχι μόνο γιατί συνδέει δύο αγαπημένα πρόσωπα μεταξύ τους· όλος ο κύκλος της συνέχεται, καθώς όλες οι κοπέλες θυμούνται το κοινά βίωμα της ομορφιάς. Ένα λατρευτικό τραγούδι περιγράφει π.χ. τον τόπο της τελετής, όπου πρόκειται να τιμήσουν την Αφροδίτη (απ. 5):
Κατέβα από τον ουρανό κι έλα στον ιερό ναό σου,
όπου δάσος οι μελιές ανθούν
και από τους βωμούς υψώνεται ευωδιαστό το θυμίαμα.
Κρύο νερό μουρμουρίζει ανάμεσα στα κλαδιά της μελιάς
και τριαντάφυλλα σκεπάζουν όλο τον τόπο.
Καθώς θροΐζουν τα φύλλα μου έρχεται ύπνος που με παραλύει.
Το λιβάδι που τρέφει τ’ άλογα σκεπάζεται
πέρα ως πέρα από τ’ ανοιξιάτικα λουλούδια και γλυκιά
ευωδιά απλώνεται
……………………………………………………………………
‘Έλα, Κύπριδα, και κέρασε στις χρυσές κύλικες νέκταρ
ανάμεικτο με κέφι.
Η Σαπφώ προσκαλεί με αυτή την προσευχή τη θεά να ‘ρθει στη γη. Περιγράφοντας όμως ολόκληρο αυτό το πλέγμα της ομορφιάς το διατηρεί στη μνήμη τη δική της και των κοριτσιών της. Σκοπός του έπους είναι ήδη η διατήρηση του παρελθόντος στη μνήμη των ανθρώπων – από την εποχή του Ησίοδου οι Μούσες θεωρούνται θυγατέρες της Μνημοσύνης. Ωστόσο το αντικείμενο της ανάμνησης έχει αλλάξει. Ο Όμηρος σώζει το «κλέος ανδρών», τα μεγάλα κατορθώματα, τα ιστορικά γεγονότα. Η Σαπφώ, αντίθετα, διατηρεί στη μνήμη κάτι απλό, που το θεωρεί, όπως συχνά επαναλαμβάνει, σημαντικότερο από όλα τα άλλα. Αυτό που εξυμνεί δεν είναι ένα γεγονός της παράδοσης, αλλά κάτι στο όποιο η ίδια και οι δικοί της έχουν λάβει μέρος. Το προσωπικό στοιχείο προχωρεί μάλιστα ακόμη περισσότερο. Σίγουρα η παρουσίαση ωραίων τραγουδιών σε μια γιορτή είναι κάτι συνηθισμένο στη λατρεία. Απαλές ευωδιές υψώνονται προς τον ουρανό, τα κορίτσια στολίζονται με λουλούδια και όλες οι αισθήσεις απολαμβάνουν. Χαρά νιώθουν τόσο αυτοί που παίρνουν μέρος στη γιορτή όσο και η θεά, την οποία θέλουν να προδιαθέσουν ευνοϊκά. Αλλά η Σαπφώ ενδιαφέρεται για κάτι περισσότερο: Επανειλημμένα αναφέρει τις φίλες της με το όνομα τους· ακόμη και τον εαυτό της αναφέρει ονομαστικά. Ό,τι έζησαν μαζί, ό,τι τις έδεσε συναισθηματικά το έπλασαν μόνες τους και το διαμόρφωσαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εκπληρώνει τις επιθυμίες τους για μια ανώτερη πραγματικότητα. Πάνω από όλα η ίδια η Σαπφώ στεφανώνει με την ποίηση της την ομορφιά της γιορτής και την παραδίδει συγχρόνως στους μεταγενεστέρους. Αυτό που ενώνει τις αγαπημένες φίλες στο παρόν γίνεται υπερχρονικό και αθάνατο.
Αυτός ο τρόπος δημιουργίας νέων θεμάτων διαφέρει ριζικά από τον τρόπο του Αρχίλοχου ή του Αλκαίου: Η Σαπφώ δεν παραμερίζει το παλιό με αγανάκτηση, αλλά το διατηρεί και του δίνει καινούριο νόημα. Παρόλο που οι άλλοι αρχαϊκοί ποιητές δεν γνωρίζουν την ανάμνηση του ωραίου που συνδέει τους ανθρώπους, ωστόσο συναντούμε παραπλήσια φαινόμενα. Η αρχαϊκή εποχή δημιούργησε διάφορες εθιμικές εκδηλώσεις, κυρίως το συμπόσιο, για να διευκολύνει τη συνάντηση ομοϊδεατών αντρών. Αν το κρασί ενώνει τους ανθρώπους – παρόλο που μπορεί να φέρει και το αντίθετο αποτέλεσμα – , το συμπόσιο με την ποίηση και τη μουσική είναι μια ακόμη καλύτερη ευκαιρία για συντροφιά. Η συμποτική ποίηση κατέχει από την εποχή του Αρχίλοχου σημαντική θέση στην αρχαϊκή λυρική ποίηση. Ένα τραγούδι του Ανακρέοντα (απ. 43) υμνεί τα «ωραία τραγούδια» στο συμπόσιο:
Μπρος φέρε, παιδί μου, την κούπα, για να
την αδειάσω μονορούφι.
Ανάμιξε στον κρατήρα
δέκα ποτήρια νερό
με πέντε κρασί
γιατί δεν θέλω να μεθύσω
και να φερθώ άπρεπα
……………………….
Ας μην κάνουμε
πάλι ένα συμπόσιο με θόρυβο και κραυγές
όπως οι Σκύθες. Ας πιούμε ήρεμα
κι ας τραγουδήσουμε ωραία τραγούδια.
Επειδή το συμπόσιο σ’ αυτή την εποχή καλλιεργεί την αρμονική συναδελφικότητα, στα ποιήματα που διαβάζονται κατά τη διάρκεια του παίζει μεγάλο ρόλο το ερώτημα ποιος είναι πραγματικός φίλος και με ποιο κριτήριο μπορεί κάποιος να διαγνώσει την αληθινή σκέψη ενός άντρα. Ο Θέογνης λέει (1,499):
Το χρυσάφι και το ασήμι το δοκιμάζουν οι ειδικοί στη φωτιά,
άλλα τη σκέψη του ανθρώπου την αποκαλύπτει το κρασί,
ακόμη και τη σκέψη ενός συνετού ανθρώπου που πίνει υπέρμετρα
και ντροπιάζεται, αν και πριν ήταν έξυπνος.
Κάποιος θέλει να αφαιρέσει τη μάσκα από τα φαινόμενα και να γνωρίσει την πραγματική σκέψη των συμποτών του, για να βρεθεί ανάμεσα σε ομοϊδεάτες του. Πόσο σοβαρά λαμβάνεται υπόψη αυτό το κοινό και αμοιβαίο αίσθημα το δείχνει η παιδεραστία που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην αρχαϊκή εποχή και έπαιζε σημαντικό ρόλο στο συμπόσιο.
Και στην πολιτική ζωή συγκεντρώνονται οι άντρες που έχουν την ίδια ιδεολογία. Τώρα δημιουργούνται για πρώτη φορά κόμματα, και τους αγώνες τους διηγείται ο Αλκαίος από τη Λέσβο, ο συμπατριώτης και σύγχρονος της Σαπφώς, και ο Σόλων από την Αθήνα.
Ο Σόλων προσπάθησε να ξεπεράσει τις κομματικές διαμάχες και να αποκαταστήσει την ενότητα του κράτους με νόμους και καταστατικό χάρτη. Στην εποχή των λυρικών δημιουργείται η πόλη-κράτος. Την παλιά φεουδαρχική ζωή την αντικαθιστά ένα κοινό πλαίσιο που θεμελιώνεται στο δίκαιο και την τάξη. Δεν αποτελεί αντίφαση το γεγονός ότι η συνείδηση για την προσωπικότητα και η πολιτειακή τάξη δημιουργούνται την ίδια εποχή. Το να είναι κάποιος πολίτης είναι κάτι διαφορετικό από το να ανήκει σε μια καθοδηγούμενη μάζα ανθρώπων. Το δίκαιο γίνεται η νέα δέσμευση των ανθρώπων.
Και στη θρησκευτική ζωή της εποχής συγκεντρώνονται οι «ομοϊδεάτες». Αυτό συμβαίνει γιατί οι αιρέσεις των Πυθαγορείων και των Ορφικών, που διαδίδονται αυτή την περίοδο, αναπτύσσουν μια κοινή πίστη και ελπίδα. Η φροντίδα τους για την ανθρώπινη ψυχή προϋποθέτει μια αντίληψη περί ψυχής που σχηματίζεται αυτή την εποχή για πρώτη φορά.
Τέλος, την εποχή αυτή οι φιλοσοφικές σχολές αρχίζουν να συγκεντρώνουν φιλόσοφους με την ίδια κοσμοθεωρία. Για την κοινωνική δομή της Ευρώπης έχει τεράστια σημασία το γεγονός ότι παράλληλα με τις παραδοσιακές ομάδες όπως οικογένεια, φυλή, κτλ. δημιουργούνται ενώσεις που δεν στηρίζονται στη θρησκευτική παράδοση αλλά σε πνευματικούς δεσμούς. Η ύπαρξη κομμάτων, αιρέσεων, σχολών κτλ. στην Ευρώπη, ενώσεων που θεμελιώνονται σε κοινές πεποιθήσεις και θεωρίες, οφείλεται στην πρώιμη αρχαϊκή εποχή της Ελλάδας. Οι λυρικοί ποιητές μας προσφέρουν την πιο σαφή εικόνα για τις προϋποθέσεις των φαινομένων αυτών, γιατί εκφράζουν με το λόγο τις νέες ανακαλύψεις τους στον ψυχικό χώρο.
Είδαμε ότι ο Όμηρος δεν είναι σε θέση να συλλάβει την ψυχή ως κάτι τελείως αντίθετο από το σώμα. Αυτό μπορέσαμε να το αποδείξουμε (βλ. παραπάνω, σ. 37) με τη σκέψη ότι ο Όμηρος δεν διαθέτει τις γλωσσικές προϋποθέσεις, για να εκφράσει τα τρία χαρακτηριστικά που αποδίδει ο Ηράκλειτος στην ψυχή: την «ένταση» που περικλείει συγχρόνως και το «βάθος», την «αυθορμησία» και την «κοινότητα». Στα προσωπικά αισθήματα των λυρικών ανακαλύπτεται ο διχασμός της ψυχής και η κοινότητα του πνευματικού στοιχείου. Ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ και ο Ανακρέων αποδίδουν στην αυθορμησία του πνεύματος μόνο ένα μικρό μέρος των αισθημάτων τους. Οι δυνατές συγκινήσεις εξακολουθούν να οφείλονται στην επέμβαση των θεών, ενώ μόνο η απογοήτευση θεωρείται κάτι προσωπικό. Αλλά ο χώρος της συνειδητής προσωπικής δράσης δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί. Το βήμα αυτό το πραγματοποιεί για πρώτη φορά η τραγωδία. Το γεγονός ότι οι ανακαλύψεις των λυρικών ποιητών επανέρχονται με συγγενικές μορφές σε καλλιτέχνες (βλ. παραπάνω, σ. 25), στοχαστές και πολιτικούς, δείχνει ότι τα κατορθώματα των μεγάλων προσωπικοτήτων ανήκουν σε μια γενικότερη ιστορική διαδικασία. Η Ιστορία είναι ένα υφαντό που τα υλικά του είναι η πράξη και η μοίρα. Η μια πλευρά φαίνεται να είναι καμωμένη μόνο από το υφάδι· αν όμως το αντιστρέψεις, τότε βλέπεις και το στημόνι.
Η γένεση του ελληνικού έπους βυθίζεται στο σκοτάδι της προϊστορικής εποχής. Το αρχαιότερο έργο πού γνωρίζουμε αποτελεί συγχρόνως και το αποκορύφωμα της ελληνικής επικής ποίησης: είναι το έργο πού παραδόθηκε με το όνομα του Ομήρου, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Η λυρική ποίηση, αντίθετα, επιτρέπει να θέσουμε ερωτήματα ιστορικού χαρακτήρα, όπως: ποια είναι η διαφορά της από το παλαιότερο ποιητικό είδος, το έπος, και ποιο είναι το νέο πνεύμα πού εκφράζει; Η πιο χαρακτηριστική διαφορά ανάμεσα στους παλαιούς επικούς και τους λυρικούς πού τους διαδέχονται είναι ότι στη λυρική ποίηση οι ποιητές εμφανίζονται ως προσωπικότητες. Οι λυρικοί ποιητές σε αντίθεση με το προβληματικό όνομα του Ομήρου αναφέρουν το όνομα τους, μιλούν για τον εαυτό τους, προσφέρονται σε αναγνώριση ως συγκεκριμένα πρόσωπα.
Στην εποχή της λυρικής ποίησης εμφανίζονται για πρώτη φορά στη σκηνή της ευρωπαϊκής ιστορίας προσωπικότητες με τους πιο διαφορετικούς ρόλους: Αρχηγοί κομμάτων, νομοθέτες και τύραννοι, θρησκευτικοί στοχαστές και φιλόσοφοι, καλλιτέχνες πού τοποθετούν στα έργα τους την υπογραφή τους, και έτσι διασπούν το φράγμα της ανωνυμίας που υψωνόταν ως τότε στην Ελλάδα και την Ανατολή. Την πνευματική σημασία αυτής της διαδικασίας είναι πολύ ευκολότερο να την εκτιμήσουμε με τη βοήθεια της λυρικής ποίησης παρά οποιασδήποτε άλλης τέχνης, γιατί η ποίηση εκφράζει με λόγια την καινούρια προοπτική πού διανοίγεται, και έτσι αποκαλύπτει με σαφήνεια το πνεύμα της εποχής.
Η λυρική ποίηση, τόσο η χορική όσο και η μονωδική, στηρίζεται σε δύο προϋποθέσεις: πρώτον εξαρτάται από λαϊκές προλογοτεχνικές μορφές, πού απαντούν σε όλες τις εποχές και σε όλους τους πολιτισμούς, όπως είναι ορχηστικά, λατρευτικά, εργατικά κτλ. τραγούδια, πού σκοπό έχουν να εξυπηρετήσουν ομαδικές ασχολίες σε ορισμένες περιστάσεις της κοινωνικής συμβίωσης. Δεύτερο, γίνεται αισθητή η επίδραση της επικής ποίησης και ιδιαίτερα του Ομήρου στους έλληνες λυρικούς. Δεν υπάρχει κανένας ποιητής πού να μη δέχτηκε σε ορισμένα αντιπροσωπευτικά χωρία της ποίησης του αυτή την επίδραση, με τη βοήθεια της οποίας η λυρική ποίηση υπερβαίνει το στάδιο της περιστασιακής ποίησης, παρόλο πού δεν παύει να συνδέεται με ορισμένες και συγκεκριμένες αφορμές.
Το μεγαλύτερο μέρος της αρχαϊκής λυρικής ποίησης που μας παραδόθηκε είναι εορταστική ποίηση, δηλαδή ποίηση πού χρωστά τη σύνθεση της σε διάφορες γιορτές προς τιμήν θεών ή ανθρώπων. Σκοπός της είναι να εξυψώσει ένα σημαντικό γεγονός του παρόντος πάνω από τον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, να χαρίσει διάρκεια στη χαρούμενη στιγμή. Τα δύο βασικά μέσα πού χρησιμοποιεί για να φτάσει σ’ αυτόν το σκοπό (αν δεν λάβουμε υπόψη την αυστηρή παραδοσιακή μορφή που είναι ένας παράγοντας σταθερότητας, είναι ο μύθος και το γνωμικό. Ο μύθος, κυρίως ο μύθος που πέρασε από το φίλτρο της επικής ποίησης, παραθέτει πλάι στο γήινο γεγονός μια ανάλογη θεϊκή ή ηρωική εικόνα και έτσι προσδίδει στις εφήμερες ανθρώπινες πράξεις νόημα και αξία. Το γνωμικό συνδέει το επιμέρους με το γενικό, συχνά με προτρεπτική ή διδακτική μορφή, και οδηγεί με ορθολογικό τρόπο το πνεύμα στις μόνιμες αξίες, στην αλήθεια. Σ’ αυτή την εορταστική ποίηση ανήκει σχεδόν ολόκληρη η χορική ποίηση από το τέλος του 7ου ως τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., από τον Αλκμάνα ως τον Βακχυλίδη και τον μεγάλο Πίνδαρο με ενδιάμεσους σταθμούς τον Στησίχορο, τον Ίβυκο και τον Σιμωνίδη.
Αυτοί οι ύμνοι που αποτελούν την πραγματικά «μεγάλη» λυρική ποίηση των Ελλήνων διαμόρφωσαν το υψηλό ποιητικό ύφος τόσο για τους ίδιους τους Έλληνες όσο και για τους μεταγενεστέρους. Από αυτήν εξελίχθηκε η τραγωδία και κάθε μορφή ποίησης με υψηλό και παθητικό ύφος. Αυτή καθοδήγησε τον Κlοpstock, τον νεαρό Goethe, τον Hölderlin και τον Rilke στη σύνθεση των ύμνων τους. Αυτή η ποίηση πιστεύει, σε αντίθεση με το έπος, ότι το παρόν αξίζει να εξυμνηθεί. Οι πράξεις του παρελθόντος δεν αποτελούν αυτοσκοπό, άλλα συμβάλλουν στην εξύψωση του παρόντος. Οι αρχαϊκοί Έλληνες ένιωθαν χαρά για καθετί ζωντανό και πολύχρωμο πού ανήκει στο παρόν.
Η χτυπητή αντίθεση ανάμεσα στο μύθο και το παρόν, ανάμεσα στο ιδεατό και το πραγματικό, ανάμεσα στην απαίτηση και τη δυνατότητα πραγματοποίησης της, γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή στη διάρκεια της διακοσιόχρονης εξέλιξης• παρ’ όλα αυτά το παρόν παραμένει ο χώρος οπού κινείται η λυρική ποίηση, αν και έχει αποκτήσει μια νέα αίσθηση της υπερχρονικότητας.
Παράλληλα με την υμνωδική ποίηση αναπτύσσεται την ίδια εποχή – μόνο πού αρχίζει κάπως νωρίτερα και παρακμάζει επίσης κάπως νωρίτερα – ένα άλλο εξίσου σημαντικό είδος λυρικής ποίησης, πού πλησιάζει περισσότερο τη σημασία πού δίνουμε εμείς στον όρο «λυρικός», γιατί η ποίηση αυτή εκφράζει προσωπικά βιώματα των δημιουργών της. Για τους Έλληνες αυτή η ποίηση δεν αποτελεί μια ενότητα, λυρική ποίηση είναι η ποίηση πού τραγουδιέται είτε είναι χορική, όπως είδαμε παραπάνω, είτε μονωδική, Οπότε παρουσιάζεται από ένα άτομο, όπως η ποίηση της Σαπφώς, του Αλκαίου και του Ανακρέοντα. Πολλά από τα μονωδικά ποιήματα είναι εγκώμια προς τιμήν θεών ή ανθρώπων – π.χ. τα επιθαλάμια της Σαπφώς -, άλλα το νέο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ποίηση αυτή σε σύγκριση με τη χορική είναι ότι οι ποιητές μιλούν για τον εαυτό τους. Παρόμοιοι είναι και οι στίχοι που οι Έλληνες δεν τους κατέτασσαν στη λυρική ποίηση, γιατί δεν τραγουδιούνται με τη συνοδεία λύρας, άλλα αντιστοιχούν περίπου στη δική μας αντίληψη για τη λυρική ποίηση. Πρόκειται για τους στίχους που απαγγέλλονταν με τη συνοδεία αυλού, οι ίαμβοι και τα δίστιχα, που ανακάλυψε ο Αρχίλοχος σύμφωνα με την αρχαία παράδοση. Για να δείξουμε τι θεωρούσαν οι ίδιοι οι ποιητές προσωπικό στοιχείο στην «προσωπική λυρική ποίηση» (αν αυτός ο όρος είναι θεμιτός), για ποιο λόγο μιλούσαν για τον ίδιο τους τον εαυτό και με ποιο τρόπο συνειδητοποίησαν την ατομικότητα τους, διαλέγουμε τρεις ποιητές: τον Αρχίλοχο, τον ποιητή των Ιάμβων, που ζει στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα, και τους δύο μονωδικούς ποιητές Σαπφώ και Ανακρέοντα. Η Σαπφώ ακμάζει γύρω στα 600 π.Χ. και ο Ανακρέων ζει ως το 500 π.Χ. περίπου. Έτσι οι ερωτήσεις μας απευθύνονται σε τρεις πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες και ιδιοσυγκρασίες, που με τα ποιήματα τους καλύπτουν χρονικά σχεδόν ολόκληρη την περίοδο των δύο αιώνων, στην οποία άνθησε ή λυρική ποίηση. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό να προβληθούν ικανοποιητικά τόσο τα κοινά σημεία όσο και η προσωπική συμβολή τους. Η ερευνά θα δείξει ότι και αυτοί οι ποιητές, όπως οι χορικοί, στρέφονται από το παρελθόν στο παρόν, για να αναζητήσουν το υπερχρονικό.
Το πεδίο που θα ερευνήσουμε καλύπτεται από αξιοθρήνητα κατάλοιπα. Από τα λίγα ποιήματα του Αρχίλοχου, της Σαπφώς και του Ανακρέοντα που σώθηκαν ακέραια και από τα συνήθως πολύ σύντομα παραθέματα μεταγενέστερων συγγραφέων μπορούμε να αποσπάσουμε μια απάντηση στο ερώτημα για το πνευματικό τους κατόρθωμα, μόνο αν εκμεταλλευτούμε ακόμη και την παραμικρότερη λεπτομέρεια. Ωστόσο, έτσι τουλάχιστον ελπίζουμε, αυτό που θα προκύπτει κάθε φορά ως νεοτερικό ή ιδιότυπο στοιχείο θα αποτελέσει τελικά τμήμα μιας ενιαίας εικόνας. Ο δρόμος που ακολουθούν οι λυρικοί οδηγεί προς μια ορισμένη κατεύθυνση, και αυτό που αρχικά φαίνεται ως παραλλαγή μιας μοναδικής σκέψης, ως προσωπική μεταβολή ενός παραδοσιακού θέματος, ανήκει σε μια γενικότερη ιστορική διαδικασία.
Ο Αρχίλοχος διάβασε στην Οδύσσεια το στίχο (ξ 228):
κάθε άνθρωπος και με άλλη χαίρεται μαθές δουλειά στον κόσμο
και έδωσε τη δική του παραλλαγή (απ. 41 ):
(του καθενός ή καρδιά ευχαριστιέται με διαφορετικά πράγματα)
Η γνώση ότι κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά δεν εκφράζεται ακόμη στην Ιλιάδα με τόση σαφήνεια. Στην Οδύσσεια διαμορφώνεται μια λεπτότερη αντίληψη σχετικά με τη διαφοροποίηση των ανθρώπων. Τα ίχνη αυτά ακολουθεί ο Αρχίλοχος, ο οποίος εκφράζει μια βασική ιδέα της αρχαϊκής εποχής. Ο Σόλων περιγράφει με λεπτομέρειες πόσο διαφορετικοί είναι οι δρόμοι της ζωής, και ο Πίνδαρος επινοεί διαρκώς νέες διατυπώσεις της σκέψης αυτής (π.χ. Πνθιόνικος 10, 60). Η όραση των ποιητών οξύνεται για τις μεταβολές πού συμβαίνουν στον άνθρωπο με το πέρασμα του χρόνου. Ο Αρχίλοχος βρήκε στην Οδύσσεια τους στίχους (σ 136 κ.έ.):
Κατά πού αλλάζει των αθάνατων και των θνητών ο κύρης
την πάσα μέρα, αλλάζει κι ο άνθρωπος στη γης αυτή τα φρένα.
Έχοντας ως πρότυπο αυτό το χωρίο ο ποιητής απευθύνει στο φίλο του Γλαυκό τους στίχους (απ. 68):
Γλαυκέ, γιε του Λεπτίνη, η σκέψη των θνητών
είναι τέτοια, όπως ó Δίας κάθε μέρα την κατευθύνει,
και σκέφτονται σύμφωνα με τις καθημερινές τους ασχολίες.
Ο Αρχίλοχος ξαναπιάνει αυτές τις γενικές σκέψεις της Οδύσσειας που τονίζουν την αστάθεια του κόσμου στην οποία ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος, ενός κόσμου που είναι γοητευτικός και συγχρόνως καταπιεστικός. Τόσο βαθιά νιώθει ο Αρχίλοχος την επισφαλή θέση του ανθρώπου. Αυτή τη θέση επιβεβαιώνουν και άλλοι στίχοι του. Ουσιαστικά δεν εκφράζει κάτι καινούριο, άλλα αυτή η διαφοροποιημένη όραση συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση του εαυτού μας και των ιδιοτήτων του κι έτσι έχουμε την αρχή μιας πραγματικά καινούριας σκέψης.
Η αντιπαράθεση της προσωπικής γνώμης ενός ανθρώπου στη γνώμη των άλλων είναι το θέμα του ποιήματος της Σαπφώς που βρέθηκε σ’ έναν πολύ κατεστραμμένο πάπυρο στην Αίγυπτο, και που το κείμενο του συμπληρωμένο έχει ως εξής (απ. 27):
Ο ένας υμνεί σαν το πιο όμορφο πράγμα πάνω στη μαύρη γη
το ιππικό, ένας άλλος το πεζικό, κι ένας τρίτος το ναυτικό,
εγώ όμως θεωρώ το πιο όμορφο αυτό που καθένας αγαπά.
Κι αυτό είναι πολύ εύκολο να το καταλάβει
ο καθένας, γιατί αυτή που ξεπερνούσε όλους
σε ομορφιά, η Ελένη, εγκατέλειψε τον καλύτερο σύζυγο.
Με το καράβι πήγε στην Τροία
και δε σκέφτηκε ούτε την κόρη της ούτε τους αγαπημένους της γονείς,
αλλά χωρίς τη θέληση της ακολούθησε την Αφροδίτη.
Αλήθεια, δεν είναι δύσκολο να κατευθύνεις μια γυναίκα,
η αγάπη μπορεί να θολώσει τόσο εύκολα το μυαλό της!
Και τώρα η Κύπρις μου θύμισε ξαφνικά την Ανακτορία.
Θα προτιμούσα να δω το εράσμιο βάδισμα της
και το φωτεινό, λαμπερό πρόσωπο της,
παρά τα άρματα των Λυδών και το βαριά οπλισμένο πεζικό.
Στην αρχή και στο τέλος του ποιήματος η Σαπφώ χρησιμοποιεί το σχήμα Priamel (μια λαϊκή μορφή που διαχωρίζει ένα πράγμα από όλα τα αλλά) για να αντιπαραθέσει την προσωπική της γνώμη σ’ αυτό πού οι άλλοι θεωρούν ωραίο. Έτσι μετασχηματίζει το εγκώμιο και το συμβατικό εορταστικό τραγούδι μιας παραδοσιακής κοινωνίας. Στη μεγαλοπρέπεια πού προκαλεί γενικό θαυμασμό, στις παρελάσεις του ιππικού, του πεζικού και του στόλου, αντιπαραθέτει κάτι απλό: το χαριτωμένο βάδισμα και το λαμπερό πρόσωπο της αγαπημένης της Ανακτορίας. (Ό,τι αγαπά ο καθένας, αυτό είναι και το πιο όμορφο.) Η Σαπφώ θεωρεί το εσωτερικό αίσθημα ανώτερο από την εξωτερική λάμψη, που με την τελευταία της πρόταση δείχνει ότι της είναι ξένη και ανατολίτικη. Ή αντίληψη του Ομήρου και του Αρχίλοχου ότι «του καθενός η καρδιά ευχαριστιέται με διαφορετικά πράγματα» παρέθετε τις αξίες ισότιμα, η Σαπφώ τονίζει ποια αξία είναι ανώτερη από τις άλλες, και εννοεί την αξία πού ή ψυχή της περιβάλλει με αγάπη. Παρόμοιες απόψεις εκφράστηκαν και σε άλλα ποιήματα της αρχαϊκής εποχής, αλλά στη Σαπφώ συναντούμε τη σκέψη αυτή για πρώτη φορά. Σε ένα άλλο απόσπασμα λέει για την αγαπημένη κόρη της Κλείδα (απ. 152): «δεν την αλλάζω ούτε με ολόκληρο το λυδικό βασίλειο», και ο Ανακρέων ξαναπιάνει αυτή την ιδέα και την εκφράζει με το σχήμα Priamel (απ. 8):
Εγώ δεν θα επιθυμούσα
ούτε το κέρας της Αμάλθειας
ούτε να είμαι βασιλιάς της Ταρτησσού
για εκατόν πενήντα χρόνια.
Ό, τι επιθυμούν άλλοι, το πλούσιο κέρας της Αμάλθειας, ή τη μακρόχρονη βασιλεία στην πόλη της Δύσης με τα μυθώδη πλούτη, ο Ανακρέων το αρνιέται. Αυτό που έχει αξία γι’ αυτόν δεν μας το διαφύλαξε η παράδοση, αλλά, μια και μιλά για μια τόσο υπερβολική μεγαλοπρέπεια, θα πρέπει να ήταν κάτι πολύ απλό το αντικείμενο της προτίμησης του.
Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο θεαματικό που θαυμάζουν όλοι και στο απλό πού είναι και πιο ουσιαστικό είναι άγνωστη στον Όμηρο. Παρόμοιες ιδέες είναι όμως γνωστές ήδη στον Αρχίλοχο, ένα απόσπασμα του οποίου (απ. 22) επιτρέπει να αναγνωρίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια πως η απαρίθμηση σε σχήμα Priamel «συνδέεται με τον συμβατικό μακαρισμό».
Ο ποιητής λέει :
δε με ενδιαφέρει η περιουσία του πάμπλουτου Γύγη
και δε ζηλεύω ούτε εποφθαλμιώ
ό,τι (του) έδωσαν οι θεοί (θεών έργα) ούτε επιθυμώ
τη μεγάλη τυραννίδα, γιατί είναι μακριά από τις βλέψεις μου.
Διαφορετικά από τη Σαπφώ και με μεγαλύτερη έμφαση από τον Ανακρέοντα ο Αρχίλοχος εκδηλώνει την περιφρόνηση του για ένα επώνυμο πρόσωπο που το εκτιμούν όλοι. Συνήθως εγκωμιάζουν αυτόν που έχει τα πλούτη του Γύγη. Έχει πολύ χρυσάφι, επομένως είναι όλβιος• οι θεοί του το χάρισαν, άρα είναι ευδαίμων, η βασιλική εξουσία τον κάνει να φαίνεται όμοιος με τους θεούς, είναι ισόθεος. Όλες αυτές οι ιδιότητες θα άξιζαν να γίνουν αντικείμενο ενός μακαρισμού, ενός εγκωμίου.
Ένας τέτοιος μακαρισμός σταθεροποιούσε την εκτίμηση εκείνου πού άξιζε να εκτιμάται στο πλαίσιο ενός πολιτισμού, όπου το καλό όνομα ήταν το παν. Επίνικος, επιθαλάμιο, θρήνος ήταν μορφές ενός τέτοιου μακαρισμού που καθιέρωσε η λατρεία. Η καθημερινά όμως αυξανόμενη συνείδηση ότι διαφορετικοί άνθρωποι χαίρονται με διαφορετικά πράγματα ανέτρεψε την πίστη ότι η κοινωνική εκτίμηση αποτελεί τη μοναδική αξία του ανθρώπου. Ακόμη και όταν ο μακαρισμός διατηρεί, ιδιαίτερα στον αριστοκρατικό κόσμο, την αξία του, όπως συμβαίνει στον Πίνδαρο, ο Αρχίλοχος καλλιεργεί «αντιμορφές» μακαρισμού, όπως θα μπορούσε κάποιος να τις ονομάσει. Με τον ψόγο καταστρέφει την εκτίμηση των έχθρων του, και με το σχήμα Priamel εκφράζει αυτό πού θεωρεί σημαντικότερο από τις παραδοσιακές αξίες. Ο σκληρός πολεμιστής, που δεν γνωρίζει τους τρυφερούς τόνους της Σαπφώς ούτε την πνευματώδη χάρη του Ανακρέοντα, περιγράφει πώς φαντάζεται έναν καλό στρατηγό (απ. 60):
Δε μου αρέσει ó στρατηγός πού είναι ψηλός και κάνει μεγάλα βήματα, πού περηφανεύεται για τις πλεξούδες του και ξυρίζει φιλάρεσκα
το γένι του.
Περισσότερο θα μου άρεσε ένας κοντός, ακόμη κι αν είναι
στραβοπόδης, αρκεί να κρατιέται γερά στα πόδια του και να το λέει
ή καρδιά του.
Ένας τέτοιος διαχωρισμός ανάμεσα σε εσωτερικές και εξωτερικές αξίες είναι άγνωστος στον Όμηρο. Βέβαια ο Οδυσσέας επιστρέφει στην πατρίδα του σαν αξιολύπητος γερο-ζητιάνος, ενώ είναι ο δυνατός ήρωας. Εδώ η φτώχεια είναι απλώς το προσωπείο πίσω από το οποίο η Αθηνά κρύβει τον ήρωα για να μην τον αναγνωρίσει κανείς. Όταν όμως το φαινόμενο και η πραγματική αξία έρχονται σε αντίθεση, δεν θυσιάζεται, όπως στον Αρχίλοχο, η εξωτερική αξία για χάρη της εσωτερικής. Ο στρατηγός του Αρχίλοχου είναι καλός, γιατί δεν είναι κομψός. Ο ζητιάνος Ίρος είναι αλήθεια ότι (Οδύσσεια, σ 3):
δεν είχε ανδρεία ούτε δύναμη, άλλα έδειχνε τρανή η κορμοστασιά του.
Ο Ίρος είναι ακριβώς το αντίθετο του Οδυσσέα. Αλλά ο Αρχίλοχος εκφράζει για πρώτη φορά το παράδοξο ότι ο στρατηγός δεν είναι γενναίος χάρη στη μεγαλόπρεπη εμφάνιση του και ότι τα ωραία, μακριά του πόδια μόνο για τη φυγή τα χρειάζεται (αυτό φαίνεται ότι εννοεί ó ποιητής). Eδώ η εξωτερική εμφάνιση καταστρέφει την εσωτερική αξία.
Ο Αρχίλοχος και με άλλες ευκαιρίες αντιπαραθέτει αυτό πού θεωρεί αξιόλογο στις γενικά αναγνωρισμένες αξίες με πολύ πιο απότομο τρόπο από ο,τι η Σαπφώ, η καλύτερα με τρόπο σκανδαλιστικό (απ. 6):
Κάποιος από τους Σαϊους περηφανεύεται για την αψεγάδιαστη
ασπίδα μου που παρά τη θέληση μου άφησα κοντά σ’ ένα θάμνο.
Αλλά γλίτωσα τη ζωή μου. Τι μ’ ενδιαφέρει η ασπίδα εκείνη ;
Ας πάει στα κομμάτια, θα αποκτήσω πάλι μιαν άλλη το ίδιο καλή.
Χωρίς ασπίδα τα βγάζω πέρα, αρκεί μόνο να ξεφύγω το θάνατο. Ο ηρωικός κώδικας των Σπαρτιατών που απαιτεί από τον πολεμιστή να γυρίσει ή με την ασπίδα ή νεκρός πάνω σ’ αυτήν, για τον Αρχίλοχο είναι μια ουτοπία που την αποκαλύπτει με θράσος και χιούμορ. Αυτή τη χαρά για την αφαίρεση της μάσκας από τα φαινόμενα την ξανασυναντούμε, αλλά με τετριμμένη μορφή, στον Ανακρέοντα. Όπως ο Αρχίλοχος αφαιρεί τη μάσκα από τον ωραίο στρατηγό, έτσι κι αυτός αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο του νεόπλουτου Αρτέμωνα που καλλωπισμένος περνά με την αμαξά του (απ. 54):
Πριν φορούσε έναν μπαλωμένο σκούφο στο κεφάλι
κι ένα στενοραμμένο χιτώνα,
ξύλινους κύβους στ’ αυτιά και γύρω
από τα πλευρά του ένα άτριχο βοδίσιο δέρμα
πού είχε να πλυθεί από τότε πού κάλυπτε την παλιά
ασπίδα. Έκανε παρέα με φουρνάρισσες
και πόρνες ο παλιάνθρωπος Αρτέμων,
πού κέρδιζε βρώμικα το ψωμί του.
Συχνά έπαιξε το κεφάλι του, συχνά τον δέσαν στον
τροχό των βασανιστηρίων,
συχνά του χάραξαν την πλάτη με το μαστίγιο
και του μάδησαν τα μαλλιά και τα γένια.
Τώρα όμως καμαρώνει σε πολυτελή άμαξα ο γιος
της Κύκης και φορά χρυσά στολίδια,
κρατά ομπρέλα από ελεφαντόδοντο
όπως οι γυναίκες…
Από που παίρνουν αυτοί οι ποιητές το δικαίωμα να κρίνουν τόσο υποκειμενικά; Ποια κριτήρια καθορίζουν την αξία που λαμβάνουν ως πρότυπο; Έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους ο απογοητευτικός κυνισμός του Αρχίλοχου, η πνευματώδης διάθεση του Ανακρέοντα και η εσωτερικότητα της Σαπφώς; Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι καταρχήν αρνητικό. Και οι τρεις τους δεν αρνούνται μια γενικά αναγνωρισμένη αξία για ηθικούς ή νομικούς λόγους. Το γεγονός ότι η Σαπφώ δεν χαίρεται με τις στρατιωτικές παρελάσεις δεν έχει καμιά σχέση με την ηθική ή με το δίκαιο. Ο Αρχίλοχος θεωρεί τη ζωή του ανώτερη από την ασπίδα του. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με κάθε παραδοσιακή ηθική, αλλά δεν σημαίνει ότι θέλει να παρουσιάσει μια νέα ηθική ή ένα ανώτερο δίκαιο.
Η πρόταση της Σαπφώς «το πιο όμορφο είναι αυτό που κάποιος αγαπά» φαίνεται ότι ευνοεί την αυθαιρεσία του προσωπικού γούστου, για το οποίο, σύμφωνα με τη λατινική παροιμία, κανείς δεν μπορεί να προβάλει, αντιρρήσεις. Ο Αρχίλοχος εμφανίζεται ως αδίστακτος ατομικιστής. Αλλά και οι δυο έχουν τάξει σκοπό τους να συλλάβουν ένα μέρος από τη γνήσια πραγματικότητα, να ανακαλύψουν την ουσία πίσω από τα φαινόμενα.
Ο Καλλίνος ήδη πριν από τον Αρχίλοχο και έπειτα ο Τυρταίος συνέβαλαν με τις ελεγείες τους στην αναβίωση των πολεμικών παραινέσεων που γνώριζαν από τον Όμηρο, και τις μεταμόρφωσαν, θα λέγαμε, σε επίκαιρα πολεμικά τραγούδια που παρακινούσαν τους πολεμιστές να είναι γενναίοι στη μάχη.
Με αυτή την επιστροφή από τη λογοτεχνική μορφή στην άμεση πραγματικότητα, που εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά, οδηγήθηκε το ευρωπαϊκό πνεύμα επανειλημμένα σε νέες ανακαλύψεις. Ο Αρχίλοχος είναι ο πρώτος που στρέφεται συνειδητά και με ριζοσπαστικό τρόπο προς την άμεση πραγματικότητα. Και αυτός ανήκει στη λογοτεχνική παράδοση του ηρωικού έπους, χρησιμοποιεί τη γλώσσα του και πραγματεύεται το κύριο επικό θέμα, τον πόλεμο. Αλλά αφαιρεί από τον πόλεμο κάθε επική μεγαλοπρέπεια και τον θεωρεί γεγονός της σύγχρονης ζωής. Μιλά για το σκληρό ψωμί στο πεδίο της μάχης, για το ποτό την ώρα της σκοπιάς (απ. 2, 5) ή για τη σκληρότητα του αγώνα που τον περιμένει (απ. 3). Ως μισθοφόρος συναντά στη ζωή αυτό που περιγράφει το έπος, αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις, πράγμα που για τον Αρχίλοχο σημαίνει: με μεγαλύτερη ένταση. Από την ποίηση του μας έχουν σωθεί μόνο αποσπάσματα, και γι’ αυτό ένα συμπέρασμα e silentio δεν μπορεί να είναι σίγουρο. Μας επιτρέπεται ωστόσο να υποθέσουμε ότι ασχολήθηκε λιγότερο με την αριστοκρατική κοινωνία, με το σκοπό ενός πολέμου ή με την ανδρεία που φέρνει τη νίκη. θέμα του ήταν η αντικειμενική πραγματικότητα του πολέμου, η αθλιότητα και αβεβαιότητα του. Έζησε τη γυμνή πραγματικότητα της ζωής με έναν τρόπο νέο και μεγάλο. Το πολεμικό όμως τραγούδι του δεν έχει τον ίδιο σκοπό που είχε το τραγούδι του Καλλίνου και του Τυρταίου, δηλαδή την ενθάρρυνση των πολεμιστών. Το τραγούδι του δεν είναι ένας πολεμικός αλαλαγμός με ποιητική μορφή, μια ενίσχυση για την κλειστή τάξη των πολεμιστών, αλλά αποδεσμεύεται από αυτή την κοινωνική λειτουργία. Ο Αρχίλοχος επιδιώκει με την ποίηση προσωπικούς στόχους. Οι στίχοι του δεν αποσκοπούν μόνο στη δράση, όσο δραστήριος κι αν ήταν ο ίδιος, αλλά εκφράζουν την αθλιότητα και την αβεβαιότητα της ζωής.
Όταν μιλά για αγάπη, τότε πρόκειται πάντα για μια ατυχή αγάπη. Ο Όμηρος γνωρίζει την αγάπη ως ένα από τα ευχάριστα πράγματα της ζωής, και την αναφέρει μαζί με το χορό, το κρασί, και τον ύπνο. Η ατυχή αγάπη του είναι άγνωστη. Στη χειρότερη περίπτωση εμφανίζεται ως καταστρεπτική τύφλωση, όπως συμβαίνει με τη ζώνη της Αφροδίτης (Ιλιάδα, Ξ 215 κ.έ.), στην οποία
τα μάγια έσμιγαν όλα,
κι η αποθυμιά και τα γλυκόλογα της ερωτιάς κι η αγάπη
και το ξελόγιασμα, που πλάνεψε και μυαλωμένο ακόμα.
Αυτούς τους στίχους έχει υπόψη του ο Αρχίλοχος στο απόσπασμα 112:
Τέτοιος πόθος γι’ αγάπη γλίστρησε κρυφά στην καρδιά μου,
άπλωσε στα μάτια μου πυκνή ομίχλη
και μου έκλεψε την ήρεμη σκέψη από τα στήθια.
Η Ομίχλη που απλώνεται στα μάτια άπαντα και στον Όμηρο, οπού είναι σύμπτωμα θανάτου ή λιποθυμίας. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση κάνει πιθανή τη σκέψη ότι ο Αρχίλοχος δεν παρατήρησε από απόσταση τις συνέπειες που έχει μια μάταιη αγάπη σε κάποιο άλλο πρόσωπο, όπως συμβαίνει στον Όμηρο, αλλά μιλά για τη δική του άτυχη αγάπη, πράγμα που δεν γίνεται σαφές στο κείμενο που μας παραδόθηκε. Η ίδια σκέψη επανέρχεται σ’ ένα άλλο απόσπασμα (104) που σίγουρα αναφέρεται στον ίδιο:
Δυστυχισμένος κείτομαι ξεψυχισμένος
από τον πόθο τρυπημένος ως το μεδούλι
από φοβερούς πόνους σύμφωνα με τη θέληση των θεών.
Ο Αρχίλοχος αισθάνεται την αγάπη ως δύναμη που τον φέρνει κοντά στη λιποθυμία ή το θάνατο. Τον τρυπά ως το μεδούλι, λέει, σύμφωνα με τη θέληση των θεών. Εδώ συναντούμε την Ομηρική αντίληψη ότι τα αισθήματα δεν προέρχονται αυθόρμητα από τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, αλλά έχουν την πηγή τους στους θεούς. Ωστόσο το καινούριο στοιχείο είναι ότι ο ποιητής αισθάνεται την αγάπη, που η εκπλήρωση της αναστέλλεται, με ιδιαίτερη ένταση. Με αυτό τον τρόπο όμως η αγάπη δεν ανήκει πια στις εμπειρίες που ολοκληρώνουν χαρούμενα τη ζωή, άλλα προκαλεί το αίσθημα του θανάτου. Ο ποιητής αισθάνεται την αγάπη ως αποτέλεσμα της ενέργειας μιας θεότητας, αλλά το γεγονός ότι η ομαλή ροή των αισθημάτων του αναστέλλεται, το συνειδητοποιεί ως κάτι προσωπικό, ως απώλεια των δυνάμεων του, ως αδυναμία που μοιάζει, με θάνατο.
Έτσι αισθάνεται την αγάπη και η Σαπφώ (απ. 2):
Αυτός ο άντρας μου φαίνεται ίσος με τους θεούς,
που κάθεται απέναντι σου
και ακούει δίπλα σου τα γλυκά σου λόγια
και το γέλιο το γεμάτο πόθο. ‘Αλήθεια,
ή καρδιά μου στα στήθη πιάνεται από φόβο. ‘Όταν σ’ αντικρίζω, έστω και για λίγο,
η φωνή μου κόβεται,
η γλώσσα μου κομπιάζει, και μια σιγανή
φωτιά καίει κάτω από το δέρμα μ»υ’
τα μάτια μου δε βλέπουν τίποτε
και τ’ αυτιά μου βουίζουν
ίδρωτας κυλά στο κορμί μου κι ένα τρέμουλο
με συνεπαίρνει ολόκληρη. Γίνομαι πιο χλωμή κι απ ‘το χορτάρι
και νομίζω ότι βρίσκομαι κοντά στο θάνατο. Αλλά όλα μπορεί να τα αντέξει κανείς…
Το ποίημα έχει τα χαρακτηριστικά ενός επιθαλάμιου και αρχίζει με τον παραδοσιακό μακαρισμό του άντρα που οδηγεί τη νύφη στο σπίτι. Αλλά η Σαπφώ μιλά για τη δική της αγάπη. Η αγάπη που έγινε στους στίχους που παραθέσαμε πιο πάνω (σ. 86) κριτήριο για την επιλογή του ωραίου είναι εδώ, όπως κι εκεί, άτυχη αγάπη: άτυχη εκεί, γιατί η αγαπημένη βρίσκεται μακριά, εδώ, γιατί πρόκειται να φύγει. Όπως ο Αρχίλοχος αισθάνεται αδύναμος και χωρίς ζωή, έτσι και η Σαπφώ περιγράφει με μελανά χρώματα πως οι αισθήσεις και το σώμα της παραλύουν, πως φτάνει στα όρια του θανάτου.
Οι αναφορές και οι ομοιότητες που συνδέουν τη Σαπφώ με τον Αρχίλοχο δεν είναι ούτε εξωτερικές ούτε τυχαίες, γιατί η Σαπφώ γνώριζε τα ποιήματα του Αρχίλοχου. Ένα παλιό επικό επίθετο χαρακτήριζε τον ύπνο λυσιμελή, επειδή κάνει τον άνθρωπο ανίκανο να κινήσει τα μέλη του. Ακολουθώντας αυτή την παράδοση ο Ησίοδος λέει (Θεογονία 120): «Ο Έρως, που είναι ο πιο όμορφος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς /και λύνει τα μέλη, υποτάσσει τη σκέψη στα στήθη και τη συνετή συμβουλή /όλων των θεών και όλων των ανθρώπων…». Αυτός είναι ο έρωτας που αφαιρεί το λογικό των ανθρώπων και τους κάνει νωθρούς και ανόητους. Την επιρροή του τη διαπιστώνουμε σε άλλους ανθρώπους. Αυτή τη σκέψη χρησιμοποιεί ο Αρχίλοχος, για να εκφράσει ένα προσωπικό του Βίωμα στην αρχή ενός ποιήματος (απ. 118), που ο πρώτος του στίχος πρέπει να είχε περίπου το περιεχόμενο: «είμαι ανίκανος να κάνω οτιδήποτε»• έπειτα συνεχίζει:
ο πόθος, φίλε μου, που λύνει τα μέλη, με νίκησε.
Τη σκέψη που ήδη γνωρίσαμε, ότι δηλ. η αγάπη προκαλεί στον ερωτευμένο αδυναμία, η Σαπφώ τη δανείζεται από τον Αρχίλοχο, και μάλιστα πάλι στους πρώτους στίχους ενός ποιήματος (απ. 137):
Πάλι με αναστατώνει δ ερωτάς, που λύνει, τα μέλη,
αυτό το γλυκόπικρο πλάσμα που με κάνε1, αδύναμη.
Το λεξιλόγιο και το αίσθημα ότι ο άτυχος εραστής νιώθει αβοήθητος και ανίκανος να δράσει είναι ένα αίσθημα καινούριο για τη μεθομηρική εποχή και τόσο κοντά στους στίχους του Αρχίλοχου, ώστε είναι βέβαιο ότι η Σαπφώ έμαθε από τον Αρχίλοχο να αισθάνεται και να εκφράζει αυτή την ατυχή αγάπη που μοιάζει τόσο πολύ με το θάνατο.
Και σ’ αυτόν το στίχο η «αγάπη» της Σαπφώς είναι πέρα για πέρα «μυθική». Δεν είναι ένα αίσθημα που πηγάζει από τον εσωτερικό της κόσμο, άλλα μια επέμβαση της θεότητας. Δικό της ωστόσο προσωπικό αίσθημα με όλη τη σημασία της λέξης είναι η αδυναμία της. Η εμποδισμένη, η ανεκπλήρωτη αγάπη καταγράφεται στη συνείδηση με ιδιαίτερη ένταση. Εκεί που πάει να σβήσει η σπίθα ενός δυνατού και ζωντανού πόθου, φουντώνει ακόμη περισσότερο, γιατί συναντά αντίσταση. Αυτό το αίσθημα, που συνειδητοποιείται από τη στιγμή που θα συναντήσει αντίσταση, είναι κάτι τελείως προσωπικό και μειώνει την αξία των πραγμάτων που είχαν άλλοτε υμνηθεί. Σ’ αυτό το σημείο δημιουργείται η αντίθεση ανάμεσα στην πραγματική ύπαρξη και τα φαινόμενα, ανάμεσα σε αυτό που οι άλλοι εκτιμούν βαθιά και σε αυτό που θεωρεί κάποιος σημαντικό. Και επειδή η αγάπη δεν θεωρείται ιδιωτική παραξενιά ή υποκειμενικό αίσθημα, αλλά βιώνεται ως υπερανθρώπινη, θεϊκή δύναμη, αυτό το προσωπικό αίσθημα είναι δυνατό να οδηγήσει τον άνθρωπο σε ουσιαστικές αλήθειες. Η Σαπφώ χρωστά στο πάθος και στη θλίψη της την ανακάλυψη της απλής και φυσικής πραγματικότητας, και αυτή η νέα προσέγγιση στις ρίζες της ύπαρξης της αποκαλύπτει νέες περιοχές του ψυχικού κόσμου.
Όσον άφορα την καθαρότητα και ειλικρίνεια αυτού του αισθήματος, η Σαπφώ προχωρεί πέρα από τον Αρχίλοχο, παρόλο που η ποίηση της εξαρτάται από αυτόν σε μεγάλο βαθμό. Ο Αρχίλοχος δεν άνηκε στους ανθρώπους που παραδίδονται στα αισθήματα τους. Στη δυστυχία του έβλεπε περισσότερο αυτό που του έφραζε το δρόμο και τον εμπόδιζε να είναι ευτυχισμένος. Ήξερε να αμύνεται (απ. 66):
Ένα πράγμα σημαντικό ξέρω καλά:
ν’ ανταμείβω αυτόν που μ’ έβλαψε με ακόμη μεγαλύτερο κακό.
Γι’ αυτόν το λόγο και ο άτυχος ερωτάς του προκάλεσε τους σκληρούς τόνους οργής και αγανάκτησης, και όχι το τρυφερό παράπονο. Αγανάκτηση εκφράζουν και άλλα ποιήματα του Αρχίλοχου που δεν έχουν καμιά σχέση με την αγάπη, και όμως συμφωνούν σ’ ένα σημαντικό θέμα με την ερωτική ποίηση της Σαπφώς. Να ένα παράδειγμα ενός ώμου άλλα πολύ εκφραστικού σκωπτικού ποιήματος (απ. 79):
βγαλμένος από τα κύματα στην ακρογιαλιά.
Στο Σαλμυδησσό οι θράκες, που δένουν τα μαλλιά τους ψηλά,
μακάρι να υποδεχτούν τον γυμνό άντρα πολύ φιλικά.
Εκεί ας υπομείνει πολλά βάσανα
και ας γευτεί το ψωμί της δουλείας.
Μακάρι να παγώσει από το κρύο και να κολλήσουν πάνω του
πολλά φύκια από τα αφρισμένα κύματα
και να χτυπά τα δόντια του ξαπλωμένος σαν τα σκυλί ταπίστομα
και μαστιγωμένος από τα κύματα της ακρογιαλιάς,
θα επιθυμούσα να τα δω όλα αυτά,
γιατί με πρόδωσε και πάτησε τον όρκο, ενώ πρώτα ήταν φίλος.
Ο Αρχίλοχος καταριέται κάποιον να πέσει στη θάλασσα και τα κύματα να τον βγάλουν στον κρύο Βορρά, όπου δυστυχισμένος να περάσει την υπόλοιπη ζωή του. Με έκπληξη πληροφορούμαστε στο τέλος του ποιήματος ότι αυτός, που τόσο βαριά καταριέται, ήταν κάποτε φίλος του. Και αυτό το ποίημα είναι μια αντίδραση για κάτι που δεν έγινε σύμφωνα με την επιθυμία του ποιητή, αλλά το πληγωμένο αίσθημα ξεπερνά τον απλό υποκειμενισμό: δεν είναι μόνο η φιλία που πληγώνεται, αλλά το αίσθημα δικαιοσύνης. Όπως η αγάπη, έτσι και η δικαιοσύνη δεν εξαρτάται από όρους, απαιτεί μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό να είναι υπερπροσωπική και θεϊκή. Το αίσθημα της δικαιοσύνης μπορεί να εκφραστεί με διαφόρους τρόπους: με προτροπή, έπαινο, με κάποια απόφαση, κτλ. ο Αρχίλοχος συλλογίζεται την αρχή της δικαιοσύνης, όταν διαψεύδεται η προσδοκία του ότι ο φίλος του θα τηρήσει τον όρκο του. Δεν μίλα για τη δικαιοσύνη ως σκοπό των ενεργειών του ανθρώπου, ως θεμέλιο της πολιτειακής τάξης ή γενικά ως κανονιστικό παράγοντα, αλλά μιλά με δικαιολογημένη αγανάκτηση μόνο για την αδικία που του έγινε. Ο Αρχίλοχος χρησιμοποιεί την ποίηση ως δραστικό όπλο εναντίον ενός άπιστου φίλου, άλλα το ποίημα του είναι κάτι περισσότερο από κατάρα, κάτι περισσότερο από σκωπτικός λόγος ενός ομηρικού ήρωα, δηλαδή κάτι περισσότερο από ένα αγωνιστικό μέσο. Επίσης είναι κάτι περισσότερο από ένα όπλο για δικαστικό αγώνα, όπως οι στίχοι του Ησίοδου. Στον Αρχίλοχο το ποίημα τελειώνει – οι τελευταίες λέξεις του αποσπάσματος αποτελούν και το τέλος του ποιήματος – με την έκφραση της προσωπικής του θλίψης: «ενώ πρώτα ήταν φίλος». Εδώ ο λόγος δεν αποτελεί μέσο ενίσχυσης του αγώνα, άλλα έκφραση απογοήτευσης. Όπως τα πολεμικά του τραγούδια έτσι και το ποίημα αυτό αποδεσμεύεται από τις πρακτικές ανάγκες της ζωής και γίνεται φορέας προσωπικών αισθημάτων.
Με δικαιολογημένη αγανάκτηση ο Αρχίλοχος βάζει στο στόμα της αλεπούς του μύθου την ακόλουθη προσευχή (απ. 94):
Δία, πατέρα Δία, η εξουσία του ουρανού είναι δική σου.
Συ βλέπεις τις πράξεις των ανθρώπων,
τόσο τις βίαιες όσο και τις νόμιμες. Αλλά και η αλαζονεία
και η δικαιοσύνη ανάμεσα στα ζώα σ’ ενδιαφέρει.
Ο Αρχίλοχος απαιτεί την ύπαρξη ενός ανώτερου δικαστή που τιμωρεί την αδικία. Έτσι πλησιάζει περισσότερο στην αντίληψη του δικαίου ως κανόνα ζωής, αλλά αντιμετωπίζει το δίκαιο ακόμη με τη συγκεκριμένη μορφή της απονομής του.
Σ’ ένα στίχο του (απ. 96) ο Αρχίλοχος φαίνεται ότι θεωρεί ελάττωμα την απουσία της δικαιολογημένης οργής:
Στο συκώτι σου δεν έχεις καθόλου χολή !
Αυτή η δικαιολογημένη αγανάκτηση στηρίζεται στις ίδιες πνευματικές προϋποθέσεις με τις προϋποθέσεις του άτυχου ερωτά: η αβοήθητη ψυχή εκφράζεται γιατί νιώθει ένα χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα όπως είναι και όπως θα έπρεπε να είναι. Ο Αρχίλοχος βρίσκει παρηγοριά για τις στενοχώριες της ζωής στη σκέψη ότι ο πόνος δεν είναι μόνιμος και ότι οι θεοί είναι αυτοί που ανυψώνουν ή καταβαραθρώνουν τον άνθρωπο, γι’ αυτό και τα αισθήματα της χαράς και της λύπης εναλλάσσονται. Αυτή η βασική πεποίθηση ήταν για την εποχή του κάτι καινούριο (απ. 58):
Για τους θεούς όλα είναι εύκολα: συχνά
ανορθώνουν τον άνθρωπο πού κείτεται στη μαύρη
γη από τα δεινά,
συχνά ξαπλώνουν ανάσκελα έναν άλλο, αν και προχωρούσε
με σταθερό βήμα.
Αυτόν τον βρίσκει μεγάλη δυστυχία
και τριγυρνά φτωχός και με το νου του σαλεμένο.
Όταν βρήκε την πόλη του συμφορά, έγραψε το ποίημα (απ. 7):
Κανείς πολίτης μες στην πόλη, Περικλή,
δε θα κατηγορήσει την πολυστέναχτη δυστυχία
και δε θα χαρεί τη γιορτή.
Τέτοιους άντρες τους κατάπιε το κύμα της βουερής θάλασσας.
Φουσκωμένα είναι τα πνευμόνια από τον πόνο.
Ωστόσο οι θεοί χάρισαν, φίλε μου, φάρμακο
για τους αγιάτρευτους πόνους τη δύναμη της υπομονής.
Η συμφορά βρίσκει πότε τον ένα πότε τον άλλο,
τώρα βρήκε εμάς
και η ματωμένη πληγή φέρνει στεναγμούς.
Άλλους θα τους βρει μιαν άλλη φορά. Μπρος, γρήγορα
αφήστε τα γυναικεία κλάματα και υπομονέψτε.
Με τη φράση «άλλα όλα μπορεί να τα αντέξει κανείς» άρχιζε η τελευταία στροφή του ποιήματος της Σαπφώς (παραπάνω, σ. 92) και αυτή η σκέψη της επαναφέρει τη χαμένη ισορροπία. Πάλι από τον Αρχίλοχο διδάχτηκε η Σαπφώ ότι ο άνθρωπος δεν έχει άλλη δυνατότητα από το να υπομένει καρτερικά τους κλυδωνισμούς της ζωής. Αυτή τη σκέψη την πλουτίζει ο Αρχίλοχος με ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο σ’ ένα άλλο απόσπασμα (67):
Καρδιά, καρδιά μου, πού σε ταράζουν αγιάτρευτες συμφορές,
μάζεψε τις δυνάμεις σου κι αντιμετώπισε τον εχθρό προτάσσοντας
τα στήθη σου. Με σταθερότητα δέξου τον αγώνα με τον εχθρό
σώμα με σώμα.
Αν νικήσεις μη δείξεις τη χαρά σου δημόσια
κι αν νικηθείς μη ριχτείς στο πάτωμα του σπιτιού σου κλαίγοντας.
Να χαίρεσαι στη χαρά και να λυπάσαι στη λύπη,
αλλά όχι υπερβολικά. Προσπάθησε να καταλάβεις το ρυθμό
που κυβερνά τους ανθρώπους.
Ο άνθρωπος πρέπει να καταλάβει ποιος ρυθμός τον κυβέρνα, και η γνώση που αποκτά γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα τον βοήθα να αντέξει τις μεταβολές. Σ’ αυτή την ιδέα στηρίζεται και το μοναδικό ποίημα της Σαπφώς που έχει παραδοθεί ακέραιο :
Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ:
δέσποινα, μη βασανίζεις με έγνοιες και στενοχώριες την
καρδιά μου !
Αλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε
άκουσες τη φωνή μου από μακριά
και εισάκουσες την προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό
παλάτι του πατέρα σου και ήρθες
ζεύοντας την αμαξά σου. Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε
γρήγορα κάτω στη μαύρη γη.
Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό.
Γρήγορα φτάσανε’ κι εσύ, μακαρισμένη,
με γελαστό το αθάνατο σου πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ
η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο πρόσωπο
πρέπει ή πειθώ
να φέρει τώρα στην αγάπη σου; Πες μου, Σαπφώ,
ποιος σε αδικεί;
Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια.
Δε δέχεται δώρα; θα σου προσφέρει ή ‘ίδια.
Δε σ’ αγαπά; Σύντομα θα σ’ αγαπήσει, ακόμη και παρά
τη θέληση της.»
Έλα και τώρα και λύτρωσε με από το βαρύ
μαράζι. ‘Εκπλήρωσε αυτό που ή καρδιά μου ποθεί να γίνει
και γίνε σύμμαχος μου.
Από τις πολλές ομορφιές του ποιήματος μία οφείλεται στο γεγονός ότι το βίωμα από το οποίο πηγάζουν αυτοί οι στίχοι ξεπερνά το παρόν με μια διπλή κλιμάκωση. «Έλα» προσεύχεται η Σαπφώ «όπως ήρθες παλιότερα, κάποτε ήρθες και με ρώτησες τι μου συμβαίνει και γιατί σε καλώ πάλι.» Η Σαπφώ ξανακάλεσε σε παρόμοια ανάγκη την Αφροδίτη, άλλα και τότε δεν ήταν η μοναδική φορά. Η νηφάλια σαφήνεια που χαρακτηρίζει το ποίημα οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι η Σαπφώ βλέπει τη θλίψη της από απόσταση αναγνωρίζοντας ότι στην ίδια κατάσταση βρέθηκε και παλιότερα. Τότε η θεά τη βοήθησε, θα τη βοηθήσει λοιπόν και τώρα.
Και άλλοι στίχοι προδίδουν ότι η Σαπφώ βλέπει το αίσθημα της από το πρίσμα της επανάληψης. Ήδη παραθέσαμε την αρχή του ποιήματος (απ. 137): «πάλι με αναστατώνει ο ερωτάς που λύνει τα μέλη». Ότι η επανάληψη («πάλι») είναι ένα τυπικό στοιχείο της αρχαϊκής λυρικής ποίησης το δείχνει ένα ποίημα του Αλκμάνα (απ. 101):
με πλημμυρίζει πάλι ή αγάπη με την εύνοια της ‘Αφροδίτης
θερμαίνοντας γλυκά την καρδιά μου.
Τα ερωτικά τραγούδια του Ανακρέοντα μετατρέπουν τη λέξη «πάλι» σε τυπική αρχή ποιήματος (απ. 5):
πάλι μου ρίχνει το πορφυρένιο τόπι
ο χρυσομάλλης Έρωτας
και με προκαλεί να παίξω
με μια μικρή πού φόρα πλουμιστά σαντάλια.
Αλλά αυτή – κρατάει, βλέπεις, από την καλοχτισμένη
Λέσβο – ειρωνεύεται τα άσπρα μαλλιά μου
και κοιτάει με ανοιχτό το στόμα κάποιον άλλο.
Ή (απ. 17):
πάλι βουτώ από το βράχο της Λευκάδας στο αφρισμένο κύμα
μεθυσμένος από Ερωτά.
Ή (απ. 26):
πάλι με τσάκωσε Πυθόμανδρος, ενώ προσπαθούσα να ξεφύγω
τον Έρωτα.
Ή, τέλος, (απ. 45):
πάλι με χτύπησε δ Έρωτας με το μεγάλο του σφυρί σαν σιδεράς
και μ’ έλουσε σε παγωμένο χείμαρρο.
και (απ. 79):
πάλι αγαπώ και δεν αγαπώ,
είμαι τρελός και δεν είμαι.
Παρόλο που ο Ανακρέων παριστάνει την αγάπη του συνεχώς με καινούριες εικόνες τόσο αριστοτεχνικά, η αρχή του ποιήματος «πάλι αγαπώ…» έχει χάσει την πρωταρχική δραστικότητα της. Για τη Σαπφώ η πρόταση αυτή μπορούσε να σημαίνει μόνο: η μοίρα μου που συνεχώς επαναλαμβάνεται ορίζει ν’ αγαπώ και να υποφέρω. Έτσι συλλαμβάνει η Σαπφώ το νόμο της ύπαρξης της και το ρυθμό των συναισθημάτων της. Στον Ανακρέοντα η πρόταση «πάλι αγαπώ…» δίνει την εντύπωση ενός επιπόλαια γραμμένου στίχου.
Την παρηγοριά πού προσφέρει ή γνώση ότι όλα μεταβάλλονται τη γνωρίζει και ο Ανακρέων, αλλά η παρηγοριά αυτή δεν έχει συναισθηματική πληρότητα και βάθος: τη θέση τους την παίρνει μια πνευματώδης και κάπως επιπόλαιη παραλλαγή τους σε ένα ποίημα που απευθύνεται σε μια νεαρή Θρακιώτισσα και είναι το μοναδικό που παραδόθηκε ακέραιο (απ. 88):
θρακικό πουλάρι, γιατί
με κοιτάς με ύποπτο βλέμμα;
Γιατί με αποφεύγεις τόσο άκαρδα; Πιστεύεις
ότι είμαι τελείως άπειρος;
Ξέρε το καλά’ θα
μπορούσα εύκολα να σου φορέσω το χαλινάρι
και κρατώντας σε να σε φέρω
στο τέρμα του δρόμου.
Αλλά τώρα βόσκεις στο λιβάδι
και σκιρτώντας ανέμελα παίζεις,
γιατί δεν βρήκες ακόμη έναν έμπειρο
κι επιδέξιο αναβάτη.
Αυτό που ανακάλυψε ο Αρχίλοχος, αυτό που η Σαπφώ διαπότισε με βαθύ αίσθημα, ο Ανακρέων το μετέτρεψε σε ανέμελο παιχνίδι. Ο Ανακρέων γίνεται με ταχύτητα και δεξιοτεχνία κύριος μιας στάσης απέναντι στη ζωή, η αμεσότητα της οποίας αποκτήθηκε δύσκολα. Τα σκοτεινά κύματα που απειλούν τον Αρχίλοχο γίνονται τώρα μια ήρεμη θάλασσα, πάνω στην οποία ο ποιητής ταξιδεύει ακίνδυνα. Αλλά ακόμη και αυτό το παιχνιδιάρικο ποίημα του Ανακρέοντα στηρίζεται σε μια θεώρηση τυπική για την αρχαϊκή λυρική ποίηση. «Γνώριζε» λέει ο Ανακρέων «ότι όλα μπορεί να έρθουν διαφορετικά.» «Αυτή που σε αποφεύγει θα σε κυνηγήσει» λέει η Αφροδίτη στη Σαπφώ. «Προσπάθησε να καταλάβεις το ρυθμό που κυβερνά τους ανθρώπους» λέει ο Αρχίλοχος στην καρδιά του. Σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της τυπικής θεώρησης συναντούμε στον πιο εξελιγμένο Ομηρικό μονόλογο. Στην αρχή του υ της Οδύσσειας ο Οδυσσέας, καθώς ακόμη είναι άγνωστος και έχει τη μορφή ζητιάνου, πάει να ξαπλώσει στο διάδρομο του παλατιού του την παραμονή της μνηστηροφονίας. Όταν ακούει τις δούλες να χαριεντίζονται και να γελούν με τους μνηστήρες, θυμώνει, γιατί αυτός είναι ο πραγματικός τους κύριος και αυτός θα έπρεπε να τις διατάζει. Αναρωτιέται λοιπόν αν θα πρέπει να επιτεθεί και να τις σκοτώσει μία προς μία ή να τις αφήσει στο κρεβάτι των μνηστήρων για μια φορά ακόμη. Η καρδιά του χτυπά στο στήθος και ο Οδυσσέας της μιλά: «Βάστα, καρδιά μου, έχεις αντέξει κι άλλα χειρότερα, όταν ο Κύκλωπας καταβρόχθιζε τους συντρόφους σου, και συ υπομόνεψες, ώσπου η πονηριά σου σ’ έσωσε». Ο στοιχειώδης πόθος για δίκαιη εκδίκηση δεν μπορεί να εκπληρωθεί, και το εμπόδιο αυτό τον κάνει να συνειδητοποιήσει την αδυναμία του. Η καρδιά αντιδρά βίαια από θλίψη και αγανάκτηση, αλλά την προτρέπει να είναι υπομονετική και ανεκτική. Η ανάμνηση ότι κάποτε άλλοτε η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη, τον βοήθα να κάνει τώρα. υπομονή. Αυτή είναι η βασική κατάσταση που εκθέτουν τα ποιήματα που παραθέσαμε. Οι στίχοι του Αρχίλοχου ιδιαίτερα θυμίζουν ως τις λεπτομέρειες τους τόσο πολύ τον Όμηρο, ώστε ο Αρχίλοχος πρέπει να γνώριζε τους στίχους της Οδύσσειας και να δέχτηκε την επίδραση τους. Αλλά και η Σαπφώ έχει κάποια σχέση με τους στίχους αυτούς: ο Οδυσσέας ησυχάζει τελείως, μόνο όταν εμφανίζεται η Αθηνά, όπως η Αφροδίτη στη Σαπφώ, και του μιλά με τρυφερή οικειότητα. Ωστόσο η ανάμνηση στον Όμηρο αφορά μόνο ένα παλαιότερο βίωμα που μοιάζει με την παροντική κατάσταση. Ο Οδυσσέας δεν γνωρίζει τις μεταβολές της ζωής και το ρυθμό που κυβερνά τους ανθρώπους. Όταν η καρδιά του Οδυσσέα «χτυπά» και ο ήρωας της μίλα ή όταν, όπως είδαμε πιο πάνω, ο θυμός «ταράζεται» στα στήθια του, πρόκειται για κάτι διαφορετικό από την αποστροφή του Αρχίλοχου στο «θυμό» του. Για τον Όμηρο ο θυμός – καθώς και η καρδιά – είναι μόνο ένα όργανο πνευματικής διέγερσης που δεν διαφέρει βασικά από τα φυσικά όργανα.
Ότι οι λυρικοί ποιητές αντιλαμβάνονται τον ψυχικό κόσμο διαφορετικά δεν μπορεί να αποδειχτεί αδιάσειστα με την ανάλυση των λέξεων «ψυχή» και «πνεύμα», γιατί η αποσπασματική παράδοση δεν βοηθά σε κάτι τέτοιο και γιατί η νέα αντίληψη δεν είχε ίσως αποκρυσταλλωθεί αρκετά, ώστε να οδηγήσει στο σχηματισμό νέων ορών για τον ψυχικό κόσμο. Ωστόσο μεμονωμένες φράσεις προδίδουν αναμφισβήτητα ότι οι λυρικοί αντιλαμβάνονται την ψυχή διαφορετικά και όχι ως φυσικό όργανο. Όταν ο Αρχίλοχος ονομάζει το θυμό του «ταραγμένο από τις συμφορές» ή θέλει το στρατηγό του να «έχει καρδιά», χρησιμοποιεί ήδη φράσεις που είναι άγνωστες ακόμη στον Όμηρο και υποδηλώνουν μια αφηρημένη αντίληψη περί ψυχής.
Ακόμη πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα αυτής της μεταβολής παρουσιάζουν η Σαπφώ και ο Ανακρέων. Οι αντιθέσεις στα αισθήματα τους εμφανίζονται σ’ αυτούς τους δύο ποιητές όχι μόνo σε διαφορετικές στιγμές ως αποτέλεσμα εναλλαγής ανάμεσα στο πάθος και την ηρεμία, ανάμεσα στην ευτυχία και τη δυστυχία, άλλα ως διχασμός μιας μοναδικής παροντικής στιγμής. Γνωρίσαμε ήδη τους στίχους του Ανακρέοντα:
πάλι αγαπώ και δεν αγαπώ,
είμαι τρελός και δεν είμαι.
Ο άτυχος εραστής περιγράφει τη διχασμένη και χωρίς διέξοδο κατάσταση του με την παράδοξη καταφατική και αρνητική διατύπωση. Παρόμοια κατάσταση περιγράφει και όταν λέει ότι ο έρωτας τον σφυροκοπά και τον λούζει σε παγωμένο χείμαρρο (παραπάνω, σ. 98). Ή Σαπφώ βρήκε γι’ αυτή την κατάσταση μια παράδοξη και λακωνική διατύπωση: μίλα για τον γλυκόπικρο έρωτα. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ήταν κάποτε κοινός τόπος, αυτό το νόμισμα που με τη χρήση των 2.500 ετών έχασε τη λάμψη του, έφερε τότε ολοκαίνουριο και ευδιάκριτο το χάραγμα του. Το έπος δεν γνωρίζει ακόμη αυτόν το διχασμό του αισθήματος και την εσωτερική ένταση, γιατί δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο στη σφαίρα των φυσικών λειτουργιών, σε αναλογία με τις όποιες αντιλαμβάνεται ο Όμηρος τις ψυχικές λειτουργίες. Η Σαπφώ συλλαμβάνει και χαρακτηρίζει με τον τολμηρό νεολογισμό της «γλυκόπικρος» τον ψυχικό κόσμο τελείως διαφορετικά από τον φυσικό. Και σ’ αυτό το σημείο ο Αρχίλοχος προηγείται πάλι από τη Σαπφώ: γιατί, παρόλο που δεν μας σώθηκε κανένα χωρίο που να περικλείει σε μια λέξη το δίλημμα του άτυχου ερωτευμένου, το αίσθημα της εσωτερικής έντασης υπάρχει, έστω και ανέκφραστο, στις προτάσεις που περιγράφουν τον έρωτα με τα συμπτώματα της λιποθυμίας ή του θανάτου. Η ομοιότητα της αγάπης με το θάνατο είναι, ιδιαίτερα για τη Σαπφώ, η μεγαλύτερη ένταση της ψυχής.
Όταν οι αρχαϊκοί ποιητές θεωρούν αυτό το νέο αίσθημα τόσο θεϊκό και υπερπροσωπικό, ώστε να το καθιστούν κριτήριο για τον καθορισμό των αξιών, δεν σημαίνει ότι το αίσθημα αυτό δεν μπορεί αντικειμενικά να αποτύχει. Η ψυχή του Αρχίλοχου αντιδρά με ασυγκράτητη βιαιότητα. Αλλά αυτή η βιαιότητα είναι σημαντική για την πνευματική ιστορία της εποχής του: Η συνείδηση της προσωπικότητας στα παραδείγματα που αναφέραμε παραμένει στο σημείο της ομηρικής αντίληψης για το θυμό. Με άλλα λόγια ή προσωπικότητα συνειδητοποιείται μόνο τη στιγμή της ψυχικής αντίδρασης. Η «καρδιά που χτυπά», όπως την περιγράφει ο Όμηρος, ο πόνος της αγάπης και η οργή που προκαλεί το δικαιολογημένο μίσος υπογραμμίζουν το ατομικό στοιχείο. Γενικότερα χαρακτηριστικά, όπως βιώματα και πράξεις, μοίρα και χαρακτήρας, δεν αποτελούν χαρακτηριστικά μιας μοναδικής προσωπικότητας. Ωστόσο η θεώρηση της ζωής οδηγεί σε μια γενικότερη διαπίστωση: το νόμο της αιώνιας εναλλαγής. Και αυτό είναι μια νέα ανακάλυψη των λυρικών ποιητών, η οποία δεν ακολουθεί τον ίδιο δρόμο με την ανακάλυψη του προσωπικού αισθήματος, αλλά είναι συμπλήρωμα της. Η νέα ατομικότητα συνοδεύεται παράλληλα από μια νέα καθολικότητα, το νέο αίσθημα από μια καινούρια γνώση. Και τα δύο συνδέονται στενά και αναγκαστικά μεταξύ τους: η συνεχής αυτή μετάπτωση από πολύ ψηλά πολύ χαμηλά γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις και συνειδητοποιείται με τη βοήθεια τους. Σ’ αυτό το πάνω κάτω συλλαμβάνεται ή απέραντη πολυμορφία της ζωής, χωρίς όμως Ο νόμος αυτός να είναι σε θέση να τη χαλιναγωγήσει.
Αυτός ο τρόπος σκέψης, σύμφωνα με τον οποίο η ανθρώπινη ζωή στο σύνολο της δεν αντιμετωπίζεται ατομικά άλλα συλλαμβάνεται με γενικά σχήματα, ήταν γνωστός και στους μεταγενέστερους Έλληνες. Αλλά το γεγονός ότι οι αρχαϊκοί λυρικοί ποιητές στηρίζουν το ξέσπασμα των προσωπικών αισθημάτων στο γενικό νόμο της αιώνιας εναλλαγής δείχνει ότι δεν έχουν αποκτήσει ακόμη συνείδηση του ατομικού χαρακτήρα των πράξεων τους. Ένα σημαντικό γεγονός στον Όμηρο δεν πηγάζει από έναν ατομικό χαρακτήρα, ή από τα ιδιαίτερα χαρίσματα του, αλλά από μια θεϊκή δύναμη που εισχωρεί μέσα του και προκαλεί μια αντίδραση. Αν θέλαμε να τονίσουμε τη διαπίστωση αυτή κάπως υπερβολικά, θα λέγαμε: υπάρχει προσωπική μοίρα, αλλά δεν υπάρχουν προσωπικά κατορθώματα. Γι’ αυτό όταν ο Αρχίλοχος χαρακτηρίζει τη διπλή ζωή του πολεμιστή και του ποιητή λέει (απ. 1):
Είμαι υπηρέτης του βασιλιά Ενυάλιου και γνωρίζω
επίσης το αξιέραστο δώρο των Μουσών.
Παρόμοια είναι τα αισθήματα της Σαπφώς. όταν την εξουσιάζουν οι θεοί της, η Αφροδίτη και ο Έρωτας. Ωστόσο το μυθικό στοιχείο υποχωρεί στη Σαπφώ, γιατί το διχασμένο και έντονο προσωπικό αίσθημα συλλαμβάνεται ως κάτι ατομικό, και γιατί η τάξη και το νόημα των γεγονότων δεν εξαρτώνται όπως στον Όμηρο από τη μόνιμη επέμβαση των θεών, άλλα από τον ανεξάρτητο νόμο της αιώνιας εναλλαγής. Παρ’ όλα αυτά η Σαπφώ δεν βλέπει ακόμη την ανθρώπινη δράση ως προσωπικό κατόρθωμα. Η συνείδηση του προσωπικού αισθήματος οδηγεί στη συνειδητοποίηση της αδυναμίας του ανθρώπου, της «αμηχανίας». Η ορθολογική διασάφηση των κοσμικών σχέσεων και η αναγνώριση του νόμου της εναλλαγής δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη δράση, άλλα συμβάλλουν στο να δείχνει ο άνθρωπος ανοχή και υπομονή. Στην Οδύσσεια συναντούμε τα χαρακτηριστικά αυτά περισσότερο τονισμένα από ό,τι στην Ιλιάδα. Αλλά ο Οδυσσέας που η καρδιά του υπέφερε πολλά, ο πολύτλας, δεν αναρωτήθηκε ποτέ για την κοσμική τάξη. Ήταν μ’ έναν απλοϊκό τρόπο πολυμήχανος και ήξερε να βοήθα τον εαυτό του πάντα και να βρίσκει μια διέξοδο με έξυπνες πράξεις.
Για τους λυρικούς που αναφέραμε παραπάνω την τελειότητα αντιπροσωπεύει κυρίως αυτό που κάποιος αισθάνεται ως τέλειο. Αξία έχει αυτό που απευθύνεται στο αίσθημα και προκαλεί την ευχάριστη αντίδραση των αισθήσεων. Ως την εποχή του Πίνδαρου και του Βακχυλίδη οι αξίες παριστάνονται επανειλημμένα με την εικόνα της λάμψης. Το θειο είναι λαμπρό και φωτεινό, το τέλειο λάμπει, το μεγαλείο εξακολουθεί να ζει στο φως της δόξας. Ο ποιητής αποκαλύπτει αυτή τη λάμψη και στέλνει τις ακτίνες της πέρα από τα σκοτάδια του θανάτου. Στα εγκώμια προβάλλει το στοιχείο αυτό με απόλυτη σαφήνεια. Για παράδειγμα μπορούμε να παραθέσουμε ένα από τα λίγα επιθαλάμια της Σαπφώς που μας έχει παραδοθεί σε σχετικά καλή κατάσταση (απ. 55), το όποιο, για να εξυψώσει την τελετή για την οποία γράφτηκε, περιγράφει τους μυθικούς γάμους του Έκτορα και της Ανδρομάχης.
Η αρχή του ποιήματος έχει χαθεί. Οι πρώτοι στίχοι που μας παραδόθηκαν μιλούν για την άφιξη ενός κήρυκα στην Τροία που αναγγέλλει ότι το νιόπαντρο ζευγάρι μόλις έφτασε με πλοίο από τη Θήβα, την πατρίδα της νύφης.
Με σπουδή ήρθε ο κήρυκας…
και ο Ιδαίος, ο γρήγορος αγγελιοφόρος, έφερε την είδηση:
«…άφθαρτη δόξα έρχεται σήμερα για την Τροία και για
ολόκληρη την ‘Ασία.
‘Ο Έκτορας και οι φίλοι του φέρνουν στο σπίτι την κόρη
με τα ωραία μάτια
από την ιερή Θήβα κάτω από το βουνό Πλάκο,
την τρυφερή Ανδρομάχη, αφού πέρασαν με τα καράβια
την αλμυρή
θάλασσα, χρυσά κοσμήματα και πορφυρένια ρούχα και ένα
πλήθος πράγματα που φέρνουν χαρά,
αμέτρητες ασημένιες κούπες και δώρα από ελεφαντόδοντο».
Αυτά είπε. Τότε πετάχτηκε αμέσως από το θρόνο του
ο στοργικός πατέρας.
Η φήμη απλώθηκε στην ευρύχωρη πόλη κι έφτασε
στους φίλους.
Οι Τρώες έζεψαν αμέσως τα ζώα στις άμαξες με τις
καλοφτιαγμένες ρόδες,
όλες οι γυναίκες και οι καλλίγραμμες παρθένες ανέβηκαν
οι θυγατέρες του Πριάμου πάλι πήγαιναν χωριστά από
τους άλλους.
Οι άντρες έζεψαν τα άλογα στις άμαξες
και μαζί τους πήγαιναν τα παλικάρια. Οι φωνές
των ηνιόχων αντηχούσαν…
Οι επόμενοι στίχοι δεν μας σώθηκαν. Έπειτα συνεχίζει:
…το ισόθεο ζευγάρι…
και συνωστισμένο το πλήθος
πήγαινε στο Ίλιο…
Γλυκόφωνοι αυλοί έσμιγαν με τον ήχο
της λύρας και το χτύπημα των κροτάλων. Οι κόρες
τραγουδούσαν δυνατά
ένα ιερό τραγούδι και ó θεϊκός ήχος έφτανε στον ουρανό…
Παντού στους δρόμους… Κρατήρες και κούπες…
Το λιβάνι έσμιγε τους καπνούς του με ευωδιά από σμύρνα
και κανέλα.
Οι μεσόκοπες γυναίκες φώναζαν δυνατά
κι όλοι οι άντρες με ωραίο θριαμβευτικό τραγούδι καλούσαν
τον μακροσαγιτάρη κιθαριστή Απόλλωνα
και υμνούσαν τον Έκτορα και την Ανδρομάχη σαν θεούς.
Το ποίημα αυτό είναι για μας το πρωιμότερο παράδειγμα για τη σημασία του μύθου στην ελληνική εορταστική ποίηση. Μύθος και πραγματικότητα συνδέονται εδώ τόσο στενά, ώστε η μυθική κατάσταση φαίνεται ότι συνεχίζεται ως το παρόν. Η διήγηση για το γάμο του Έκτορα τελειώνει με το γαμήλιο τραγούδι, και ακριβώς αυτό το τραγούδι ακούμε κι εμείς, όταν ηχεί το επιθαλάμιο της Σαπφώς. Av σε άλλες περιπτώσεις Υμεναίων υμνούν το νιόπαντρο ζευγάρι σαν θεϊκό, εδώ νύφη και γαμπρός εξισώνονται με μυθικές μορφές. Η Σαπφώ όμως δεν διηγείται τις μεγαλόπρεπες πράξεις τους ή τη μοίρα τους, άλλα περιγράφει τη λάμψη και την τελειότητα της τελετής. Ακόμη και τα γαμήλια δώρα γίνονται με τη λάμψη τους σημαντικότερα από τις πράξεις. Έτσι η διήγηση μεταβαίνει από το ένα φωτεινό σημείο στο άλλο, και τα φωτεινά αυτά σημεία ακτινοβολούν μια λάμψη που ξεπερνά τη συγκεκριμένη στιγμή.
Σ’ ένα συγκινητικό ποίημα η ηλικιωμένη Σαπφώ περιγράφει την αδυναμία της και αναπολεί τα νιάτα της. Από το τραγούδι αυτό μας έχει σωθεί μόνο το τέλος των στίχων σ’έναν πάπυρο (65Α, 13-26)• παρόλο πού το κείμενο δεν μπορεί να αποκατασταθεί, το περιεχόμενο του είναι σαφές και μπορεί να αποδοθεί (σύμφωνα με την ανάγνωση του Manfred Hausmann):
Το δέρμα μου είναι παντού ρυτιδωμένο
και παραλυμένο από τα γερατειά.
Το βαθύ μαύρο χρώμα των μαλλιών μου
έγινε άσπρο.
Τα χέρια μου είναι αδύναμα
και τα γόνατα μου τόσο ασθενικά,
ώστε αρνούνται να με σηκώσουν.
Δεν μπορώ πια να κινούμαι
χορεύοντας ανάμεσα στα κορίτσια
σαν ελαφίνα το βράδυ στο δάσος.
Αλλά τι να γίνει;
Ένας θνητός δεν μπορεί να χαίρεται αιώνια τη νιότη.
Τραγουδούν ένα τραγούδι,
και η Αυγή, λένε, έπρεπε να το πάθει
που κάποτε οδήγησε το νεαρό Τιθωνό
στην άκρη του κόσμου.
Ωστόσο κι αυτόν τον βρήκαν
τα θλιβερά γερατειά.
Και τώρα, επειδή τη νύχτα
δεν μπορεί να πλησιάσει πια
ερωτικά το τρυφερό του ταίρι,
πιστεύει ότι έχασε κάθε ευτυχία. Γι’ αυτό ικετεύει τον Δία
να του χαρίσει το θάνατο σύντομα.
Ωστόσο εγώ ποθώ ακόμη τη χάρη και τη χρυσή αφθονία.
Αυτή η λάμψη με περιβάλλει πάντα,
γιατί αγαπώ τον ήλιο.
Η Σαπφώ ξεπερνά την αδυναμία της μελαγχολικής ηλικίας («αλλά τι να γίνει ;») με τη σκέψη ότι δεν έχασε την ουσία της νιότης, δηλαδή τη χαρά για τη λάμψη και την ακτινοβολία. Δεν προσπαθεί όμως να δώσει στο πέρασμα του χρόνου, στα γερατειά ένα δικό τους νόημα.
Το ίδιο θέμα αναπτύσσει σ’ ένα γεροντικό ποίημα ο Ανακρέων, άλλα του λείπει η παρηγοριά ότι κράτησε στη μνήμη του κάτι αναλλοίωτο. Επειδή δεν έχει καμιά δυνατότητα να αξιολογήσει τη ζωή του θέτοντας ένα σκοπό στη δράση του ή να τη θεωρήσει γενικά μια έλλογη ενότητα, καταλήγει στην ωμή και φοβερή ομολογία (απ. 44):
Οι κρόταφοι μου είναι γκρίζοι κιόλας
και το κεφάλι μου άσπρισε.
Δεν έχω πια τη χαριτωμένη νιότη,
και τα δόντια μου γέρασαν
από τη γλυκιά ζωή
μου απόμεινε έva μικρό κομμάτι.
Τρέμω μπρος στον Τάρταρο,
γιατί η άβυσσος του Άδη είναι
φοβερή και το ταξίδι θλιβερό. Και είναι βέβαιο:
όποιος κατεβεί μια φορά δεν ανεβαίνει ποτέ πια.
Και τα δύο ποιήματα εκφράζουν την αδυναμία των δημιουργών τους, γιατί η θέληση τους για ζωή συναντά εμπόδια. Η πείρα, δηλαδή οι αισθήσεις κρίνουν τι έχει αξία και τι όχι. Η νιότη είναι γλυκιά, ενώ τα γερατειά γεμάτα φόβο και βάσανα. Οι αρχαϊκοί ποιητές μιλούν και με άλλες ευκαιρίες για το πέρασμα της νιότης και τον ερχομό των γερατειών – στον Όμηρο οι ήρωες δεν αναφέρονται ποτέ στις αντιθέσεις των ηλικιών στη ζωή τους – αλλά η ζωή στο σύνολο της δεν αποτελεί ακόμη μια έλλογη ενότητα.
Πέρα από την ιωνική και αιολική περιοχή (Ο Αρχίλοχος γεννήθηκε στην Πάρο, η Σαπφώ στη Λέσβο και ο Ανακρέων στην Τέω) τον 6ο αιώνα διατυπώνονται τέλειος διαφορετικές σκέψεις για την ανθρώπινη ζωή.
Ο Σόλων, ο μεγάλος πολιτικός με τον όποιο η Αττική πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία της λογοτεχνίας, λέει (απ. 22, 7): «Γερνάω μαθαίνοντας πάντα περισσότερα». Τον δραστήριο πολιτικό και μετριοπαθή νομοθέτη τον απασχολούν τα ερωτήματα των ανθρώπινων πράξεων και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δεν είναι ο μοναδικός στίχος που αναφέρεται στο σκοπό και το νόημα της ζωής του και των ενεργειών του – ο στίχος αυτός, ας σημειωθεί περιθωριακά, συλλαμβάνει για πρώτη φορά τη μάθηση ως πνευματική διαδικασία. Ό ποιητής νιώθει τον εαυτό του δεμένο μ’ ένα σκοπό, το δίκαιο. Αυτή η στάση προετοιμάζει την αττική τραγωδία. Όταν ο Αρχίλοχος μιλά για δίκαιο, εννοεί το καταπιεσμένο αίσθημα δικαιοσύνης και την ισορροπία δικαίου που αποκαθιστούν πάντα οι θεοί, όχι όμως τη δική του δίκαιη συμπεριφορά, η Σαπφώ και ο Ανακρέων δεν μιλούν καθόλου για δικαιοσύνη.
Αυτοί οι λυρικοί ποιητές διαθέτουν αρκετή φαντασία, ώστε να σκεφτούν ορισμένα πράγματα διαφορετικά από ό,τι είναι στην πραγματικότητα και να αντιληφθούν την ασυμφωνία που υπάρχει ανάμεσα στη δυνατότητα και την πραγματικότητα, ανάμεσα στις προσωπικές τους προσδοκίες και τη σκληρή πραγματικότητα, ανάμεσα στην αλήθεια και τα φαινόμενα. Δεν φαντάζονται το τέλειο σαν κάποιο ιδανικό προς το οποίο ο άνθρωπος θα έπρεπε να αποβλέπει ή σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να μεταμορφώσει τον κόσμο. Ήδη ο Όμηρος γνωρίζει ότι η ζωή στη γη είναι ατελής και θλιβερή. Ακόμη και οι ήρωες συμμερίζονται τη βαθιά ριζωμένη ατέλεια του ανθρώπου, αλλά οι θεοί προσδίδουν στα γήινα το νόημα και την αξία τους. Αυτοί οι θεοί κυβερνούν ακόμη τον κόσμο των λυρικών ποιητών, και κανείς δεν επαναστατεί εναντίον τους. Η επανάσταση αρχίζει με τη σκέψη ότι η ανθρώπινη ζωή θα μπορούσε να έχει στην πραγματικότητα ακόμη περισσότερο νόημα και οι θεοί να είναι ακόμη τελειότεροι, κυρίως όμως με τη σκέψη για τον πραγματικό ρόλο της δικαιοσύνης στον κόσμο.
Τα προσωπικά αισθήματα και οι αξιώσεις των λυρικών ποιητών αφορούν στη στιγμή που κάποιος αποκόβεται από το γενικό ρεύμα της ζωής και απόκτα συνείδηση ότι αποχωρίζεται από το δέντρο που περικλείει καθετί ζωντανό και αυξάνει συνεχώς. Σε τέτοιες στιγμές ο άνθρωπος κατευθύνει το βλέμμα στην ψυχή του. Αυτή όμως η προσωπική ψυχή δεν είναι φορέας όλων των αισθημάτων και συγκινήσεων, αλλά μόνο αντιδράσεων, όταν τα αισθήματα παρεμποδίζονται. Η αγάπη π.χ. δεν είναι ένα αίσθημα που πηγάζει από το εσωτερικό του ανθρώπου, αλλά δώρο της Αφροδίτης ή του Έρωτα. Μόνο ο διχασμός του αισθήματος που προέρχεται από μια ατυχή αγάπη είναι κάτι προσωπικό.
Παρόλο που ο Αρχίλοχος είναι πεισματάρης και ή Σαπφώ έχει τόσο βαθιά αισθήματα, και οι δυο τους δεν χάνονται στην άβυσσο ρομαντικών συναισθηματισμών. Όταν η Σαπφώ λέει (απ. 27): «το πιο όμορφο είναι αυτό που καθένας αγαπά», εννοεί φυσικά ότι οι άνθρωποι θεωρούν διαφορετικά αντικείμενα ωραία, αλλά η ίδια γνωρίζει καλά τι αγαπά. Το αίσθημα της δεν είναι ακαθόριστο ούτε απευθύνεται στην αρκαδική φύση της βουκολικής ποίησης που μπορεί και συναισθάνεται μαζί με τον άνθρωπο (βλ. παρακάτω, σ. 374). Το ποίημα αυτό στρέφεται βέβαια εναντίον καθιερωμένων αξιών: δεν είναι όμορφο το μεγαλείο, άλλα αυτό πού κάποιος αγαπά. Κι είναι ένα πρώτο βήμα προς τον Ηράκλειτο, όταν ή ίδια λέει ότι κάτι μπορεί να γίνει κατανοητό (βλ. παρακάτω, σ. 289). Ωστόσο απέχει πολύ από την πίστη του ίδιου φιλοσόφου ότι το νόημα των λόγων του είναι τόσο βαθύ, ώστε οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να τον παρακολουθήσουν.
Οι αρχαϊκοί ποιητές δεν μιλούν με μοναχικούς μονολόγους όπως οι σύγχρονοι λυρικοί, άλλα απευθύνονται σε κάποιον είτε αυτός είναι θεός (κυρίως σε προσευχές) είτε άνθρωπος ή ομάδα ανθρώπων. Παρόλο πού το άτομο απελευθερώνεται από μερικές παλιές δεσμεύσεις, ή ανακάλυψη του ψυχικού κόσμου συνενώνει τους Ομοϊδεάτες. Η διαδικασία της εξατομίκευσης είναι συγχρόνως μια διαδικασία νέων δεσμεύσεων.
Ένα ποίημα της Σαπφώς, του οποίου η αρχή και το τέλος χάθηκαν, προϋποθέτει ότι η ποιήτρια έμεινε με την Ατθίδα, την οποία αγάπα ιδιαίτερα, στη Λέσβο, ενώ ένα άλλο κορίτσι, η Αριγνώτα, έπρεπε να φύγει από τη συντροφιά τους και να επιστρέψει στις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της Λυδίας (απ. 96):
…Από τις Σάρδεις συχνά…
στέλνει τις σκέψεις της προς τα δω.
Όσο ήταν ακόμη κοντά μας η Αριγνώτα, σε υμνούσε
σαν θεά και άκουγε
με μεγάλη ευχαρίστηση τα τραγούδια σου.
Τώρα όμως λάμπει ανάμεσα στις Λυδές
όπως λάμπει η ροδοδάχτυλη σελήνη
μετά τη δύση του ήλιου επισκιάζοντας όλα τ’ αστέρια
και σκορπά το φως της
στην αλμυρή θάλασσα και
στους λουλουδιασμένους κάμπους.
Άφθονη δροσιά έχει απλωθεί, τα ρόδα ανθούν
και το τρυφερό χορτάρι και
το βαθυπράσινο τριφύλλι πού ευωδιάζει μέλι.
Και συχνά περπατώντας
θυμάται τον πόθο της για την
ωραία Ατθίδα, και την τρυφερή καρδιά της
τη σπαράζει ο πόνος.
«Έλα κοντά μου»
φωνάζει δυνατά, άλλα η φωνή δε φτάνει
ως εμάς, η σκοτεινή νύχτα
δε φέρνει τον ήχο πάνω από τα κύματα.
Από άλλα ποιήματα της Σαπφώς γνωρίζουμε ότι η Ατθίδα στάθηκε συχνά αφορμή για ζηλοτυπίες και ότι η Αριγνώτα, όσο καιρό άνηκε στον κύκλο της Σαπφώς, είχε αγαπήσει ιδιαίτερα την Ατθίδα. Τώρα που η Σαπφώ έμεινε με την αγαπημένη της Ατθίδα περιγράφει πως η Αριγνώτα μια καλοκαιριάτικη νύχτα με πανσέληνο σκέφτεται τις φίλες της στην άλλη άκρη της θάλασσας, και νοσταλγεί τις μέρες που έζησαν μαζί. Εδώ εκφράζεται ένα αίσθημα δεσμού που παρ’ όλη την απόσταση παραμένει στον πνευματικό και ψυχικό κόσμο ως ανάμνηση και αγάπη. Με αυτό το ποίημα η Σαπφώ ζήτα ολοφάνερα την ακόμη στενότερη φιλία με την Ατθίδα, γιατί της δείχνει πόσο κοντά είναι η μία στην άλλη, αφού και οι δυο τους σκέφτονται την Αριγνώτα, κι εκείνη στέλνει τη σκέψη της και στις δυο. «Από τις Σάρδεις συχνά έχει το νου της εδώ» είναι η κατά λέξη μετάφραση του πρώτου στίχου. Αυτό είναι κάτι που ο Όμηρος δεν θα μπορούσε να το διατυπώσει με τα στοιχειώδη γλωσσικά μέσα του. Στη Σαπφώ το πνεύμα έχει τη δυνατότητα να αποδεσμεύεται από τον τόπο, και έτσι μπορεί να υπάρξει κοινότητα στη σκέψη και το αίσθημα. Αυτές οι αντιλήψεις για την «κοινότητα» του πνευματικού στοιχείου, που από την εποχή του Ηράκλειτου είναι κάτι συνηθισμένο, δεν υπήρχαν ακόμη στον Όμηρο. Επειδή το βίωμα της ομορφιάς σε μια λατρευτική τελετή γίνεται κοινή ανάμνηση, η Σαπφώ μπορεί να το συνδέσει εύκολα με το λατρευτικό τραγούδι και να εκφράσει αυτό που θεωρεί σημαντικό.
Η νοσταλγία είναι φυσικά ένα φαινόμενο γνωστό στον Όμηρο. Ο Οδυσσέας π.χ. πού βρίσκεται κοντά στην Καλυψώ νοσταλγεί την πατρίδα του:
αὐτάρ Ὀδυσσεύς
ἱέμενος καί καπνόν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι
ἧς γαίης θανέειν ἱμείρεται,
«επιθυμεί να δει έστω και τον καπνό της πατρίδας του να υψώνεται κι έπειτα θέλει να πεθάνει». Εδώ αναφέρεται μόνο ο αντικειμενικός στόχος της επιθυμίας. Οι στίχοι αυτοί συγκινούν, γιατί – παράλληλα με την ευφωνία και παραστατικότητα των λέξεων – ο Οδυσσέας εύχεται να εκπληρωθεί μια τόσο μικρή επιθυμία κι υστέρα να πεθάνει.
Σ’ ένα άλλο ποίημα, που η αρχή και το τέλος του επίσης δεν έχουν παραδοθεί, η Σαπφώ σκέφτεται πάλι ένα κορίτσι που έχει φύγει μακριά και περιγράφει πως παρηγορήθηκε την ώρα του αποχαιρετισμού με την ανάμνηση για ό,τι ωραίο είχαν ζήσει μαζί (απ. 94):
…Αλήθεια θα ‘θελα να μην υπάρχω.
Έκλαψε πολύ, όταν με αποχωρίστηκε
και είπε: «Αλίμονο, πόσο φοβερή είναι η μοίρα μας!
Σαπφώ, το ξέρεις ότι σ’ αφήνω χωρίς τη θέληση μου».
Κι εγώ της απάντησα:
«Πήγαινε χαρούμενη και να με θυμάσαι.
Ξέρεις βέβαια πόσο σ’ αγαπήσαμε.
Αν όχι, τότε θα σου θυμίσω
αυτό που ξέχασες,
πόσο χαρούμενος κι ωραίος ήταν ο καιρός που περάσαμε μαζί.
Συχνά στόλισες μπροστά μου τις πλεξούδες σου
με στεφάνια από μενεξέδες και τριαντάφυλλα.
Συχνά φόρεσες στον τρυφερό λαιμό σου
την ευωδιαστή λουλουδένια αλυσίδα,
και με γλυκιά ευωδιά
από βασιλικό βάλσαμο και λάδι από σμύρνα
άλειψες το δροσερό σου σώμα.
Ξαπλωμένη σε χνουδωτό στρώμα
ξεδιψούσες τον πόθο σου με τη συντροφιά μας.
Και δεν υπήρχε χορός,
γιορτή ή παιχνίδι
στην αμμουδιά πού να μην πήρες μέρος.
Δεν υπήρχε δάσος πού την άνοιξη
να μην αντηχούσε αρμονικά
από το τραγούδι των κοριτσιών».
Η ανάμνηση ενώνει τους ερωτευμένους γεφυρώνοντας την απόσταση· οι άνθρωποι συνδέονται ψυχικά μεταξύ τους. Αλλά αυτό το ψυχικό στοιχείο δεν έχει συναισθηματικό χαρακτήρα· δεν απομακρύνει τον άνθρωπο από τον κόσμο και δεν τον προδιαθέτει εχθρικά απέναντι του. Είναι ανάμνηση εντελώς γήινων πραγμάτων πού ακτινοβολούν με την ομορφιά τους και απευθύνονται στις αισθήσεις. Η ανάμνηση επιτρέπει την επιβίωση όλων αυτών των πραγμάτων, χαρίζει διάρκεια στη χαρά που προέρχεται από αυτά και δίνει σ’ αυτούς πού τα χάρηκαν το αίσθημα ότι ο ένας ανήκει στον άλλο. Κάποιος είπε ότι αύτη η μνήμη, που η Σαπφώ εξασκεί, είναι ένα είδος μόνιμης παρηγοριάς και υπέδειξε μια σκηνή της Οδύσσειας, οπού κάποιος αποχαιρετώντας τους άλλους παρακαλεί να τον θυμούνται. Ωστόσο εδώ υπάρχει μια λεπτή αλλά σημαντική διαφορά: Όταν ο Οδυσσέας αναχωρεί από το νησί των Φαιάκων, η Ναυσικά του λέει (θ 461): «Καλό ταξίδι, ξένε, και θυμήσου με όταν θα φτάσεις στην πατρίδα σου, γιατί πρώτα από όλους σε μένα χρωστάς τη σωτηρία σου». Η ανάμνηση στην περίπτωση αυτή είναι η ευγνωμοσύνη για μια καλή πράξη που έγινε σε κάποιον. Στο ποίημα της Σαπφώς οι ερωτευμένοι έχουν την ίδια ανάμνηση και δεν υπάρχει μονομερής υποχρέωση. Ο καθαρός στοχασμός ότι η μνήμη δεν είναι τίποτε άλλο από αναπαράσταση μιας περασμένης ομορφιάς δημιουργεί την ίδια διάθεση και στις δύο ψυχές. Όπως στο ποίημα της Αριγνώτας η νοσταλγία που έρχεται από τις Σάρδεις είναι η ίδια, αν και η Σαπφώ τρυφερά το αποσιωπά, με τη νοσταλγία που στέλνει η ίδια προς τις Σάρδεις, έτσι κι εδώ η ανάμνηση ενώνει τις δύο ψυχές.
Αυτή η ανάμνηση είναι για τη Σαπφώ σημαντική όχι μόνο γιατί συνδέει δύο αγαπημένα πρόσωπα μεταξύ τους· όλος ο κύκλος της συνέχεται, καθώς όλες οι κοπέλες θυμούνται το κοινά βίωμα της ομορφιάς. Ένα λατρευτικό τραγούδι περιγράφει π.χ. τον τόπο της τελετής, όπου πρόκειται να τιμήσουν την Αφροδίτη (απ. 5):
Κατέβα από τον ουρανό κι έλα στον ιερό ναό σου,
όπου δάσος οι μελιές ανθούν
και από τους βωμούς υψώνεται ευωδιαστό το θυμίαμα.
Κρύο νερό μουρμουρίζει ανάμεσα στα κλαδιά της μελιάς
και τριαντάφυλλα σκεπάζουν όλο τον τόπο.
Καθώς θροΐζουν τα φύλλα μου έρχεται ύπνος που με παραλύει.
Το λιβάδι που τρέφει τ’ άλογα σκεπάζεται
πέρα ως πέρα από τ’ ανοιξιάτικα λουλούδια και γλυκιά
ευωδιά απλώνεται
……………………………………………………………………
‘Έλα, Κύπριδα, και κέρασε στις χρυσές κύλικες νέκταρ
ανάμεικτο με κέφι.
Η Σαπφώ προσκαλεί με αυτή την προσευχή τη θεά να ‘ρθει στη γη. Περιγράφοντας όμως ολόκληρο αυτό το πλέγμα της ομορφιάς το διατηρεί στη μνήμη τη δική της και των κοριτσιών της. Σκοπός του έπους είναι ήδη η διατήρηση του παρελθόντος στη μνήμη των ανθρώπων – από την εποχή του Ησίοδου οι Μούσες θεωρούνται θυγατέρες της Μνημοσύνης. Ωστόσο το αντικείμενο της ανάμνησης έχει αλλάξει. Ο Όμηρος σώζει το «κλέος ανδρών», τα μεγάλα κατορθώματα, τα ιστορικά γεγονότα. Η Σαπφώ, αντίθετα, διατηρεί στη μνήμη κάτι απλό, που το θεωρεί, όπως συχνά επαναλαμβάνει, σημαντικότερο από όλα τα άλλα. Αυτό που εξυμνεί δεν είναι ένα γεγονός της παράδοσης, αλλά κάτι στο όποιο η ίδια και οι δικοί της έχουν λάβει μέρος. Το προσωπικό στοιχείο προχωρεί μάλιστα ακόμη περισσότερο. Σίγουρα η παρουσίαση ωραίων τραγουδιών σε μια γιορτή είναι κάτι συνηθισμένο στη λατρεία. Απαλές ευωδιές υψώνονται προς τον ουρανό, τα κορίτσια στολίζονται με λουλούδια και όλες οι αισθήσεις απολαμβάνουν. Χαρά νιώθουν τόσο αυτοί που παίρνουν μέρος στη γιορτή όσο και η θεά, την οποία θέλουν να προδιαθέσουν ευνοϊκά. Αλλά η Σαπφώ ενδιαφέρεται για κάτι περισσότερο: Επανειλημμένα αναφέρει τις φίλες της με το όνομα τους· ακόμη και τον εαυτό της αναφέρει ονομαστικά. Ό,τι έζησαν μαζί, ό,τι τις έδεσε συναισθηματικά το έπλασαν μόνες τους και το διαμόρφωσαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εκπληρώνει τις επιθυμίες τους για μια ανώτερη πραγματικότητα. Πάνω από όλα η ίδια η Σαπφώ στεφανώνει με την ποίηση της την ομορφιά της γιορτής και την παραδίδει συγχρόνως στους μεταγενεστέρους. Αυτό που ενώνει τις αγαπημένες φίλες στο παρόν γίνεται υπερχρονικό και αθάνατο.
Αυτός ο τρόπος δημιουργίας νέων θεμάτων διαφέρει ριζικά από τον τρόπο του Αρχίλοχου ή του Αλκαίου: Η Σαπφώ δεν παραμερίζει το παλιό με αγανάκτηση, αλλά το διατηρεί και του δίνει καινούριο νόημα. Παρόλο που οι άλλοι αρχαϊκοί ποιητές δεν γνωρίζουν την ανάμνηση του ωραίου που συνδέει τους ανθρώπους, ωστόσο συναντούμε παραπλήσια φαινόμενα. Η αρχαϊκή εποχή δημιούργησε διάφορες εθιμικές εκδηλώσεις, κυρίως το συμπόσιο, για να διευκολύνει τη συνάντηση ομοϊδεατών αντρών. Αν το κρασί ενώνει τους ανθρώπους – παρόλο που μπορεί να φέρει και το αντίθετο αποτέλεσμα – , το συμπόσιο με την ποίηση και τη μουσική είναι μια ακόμη καλύτερη ευκαιρία για συντροφιά. Η συμποτική ποίηση κατέχει από την εποχή του Αρχίλοχου σημαντική θέση στην αρχαϊκή λυρική ποίηση. Ένα τραγούδι του Ανακρέοντα (απ. 43) υμνεί τα «ωραία τραγούδια» στο συμπόσιο:
Μπρος φέρε, παιδί μου, την κούπα, για να
την αδειάσω μονορούφι.
Ανάμιξε στον κρατήρα
δέκα ποτήρια νερό
με πέντε κρασί
γιατί δεν θέλω να μεθύσω
και να φερθώ άπρεπα
……………………….
Ας μην κάνουμε
πάλι ένα συμπόσιο με θόρυβο και κραυγές
όπως οι Σκύθες. Ας πιούμε ήρεμα
κι ας τραγουδήσουμε ωραία τραγούδια.
Επειδή το συμπόσιο σ’ αυτή την εποχή καλλιεργεί την αρμονική συναδελφικότητα, στα ποιήματα που διαβάζονται κατά τη διάρκεια του παίζει μεγάλο ρόλο το ερώτημα ποιος είναι πραγματικός φίλος και με ποιο κριτήριο μπορεί κάποιος να διαγνώσει την αληθινή σκέψη ενός άντρα. Ο Θέογνης λέει (1,499):
Το χρυσάφι και το ασήμι το δοκιμάζουν οι ειδικοί στη φωτιά,
άλλα τη σκέψη του ανθρώπου την αποκαλύπτει το κρασί,
ακόμη και τη σκέψη ενός συνετού ανθρώπου που πίνει υπέρμετρα
και ντροπιάζεται, αν και πριν ήταν έξυπνος.
Κάποιος θέλει να αφαιρέσει τη μάσκα από τα φαινόμενα και να γνωρίσει την πραγματική σκέψη των συμποτών του, για να βρεθεί ανάμεσα σε ομοϊδεάτες του. Πόσο σοβαρά λαμβάνεται υπόψη αυτό το κοινό και αμοιβαίο αίσθημα το δείχνει η παιδεραστία που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην αρχαϊκή εποχή και έπαιζε σημαντικό ρόλο στο συμπόσιο.
Και στην πολιτική ζωή συγκεντρώνονται οι άντρες που έχουν την ίδια ιδεολογία. Τώρα δημιουργούνται για πρώτη φορά κόμματα, και τους αγώνες τους διηγείται ο Αλκαίος από τη Λέσβο, ο συμπατριώτης και σύγχρονος της Σαπφώς, και ο Σόλων από την Αθήνα.
Ο Σόλων προσπάθησε να ξεπεράσει τις κομματικές διαμάχες και να αποκαταστήσει την ενότητα του κράτους με νόμους και καταστατικό χάρτη. Στην εποχή των λυρικών δημιουργείται η πόλη-κράτος. Την παλιά φεουδαρχική ζωή την αντικαθιστά ένα κοινό πλαίσιο που θεμελιώνεται στο δίκαιο και την τάξη. Δεν αποτελεί αντίφαση το γεγονός ότι η συνείδηση για την προσωπικότητα και η πολιτειακή τάξη δημιουργούνται την ίδια εποχή. Το να είναι κάποιος πολίτης είναι κάτι διαφορετικό από το να ανήκει σε μια καθοδηγούμενη μάζα ανθρώπων. Το δίκαιο γίνεται η νέα δέσμευση των ανθρώπων.
Και στη θρησκευτική ζωή της εποχής συγκεντρώνονται οι «ομοϊδεάτες». Αυτό συμβαίνει γιατί οι αιρέσεις των Πυθαγορείων και των Ορφικών, που διαδίδονται αυτή την περίοδο, αναπτύσσουν μια κοινή πίστη και ελπίδα. Η φροντίδα τους για την ανθρώπινη ψυχή προϋποθέτει μια αντίληψη περί ψυχής που σχηματίζεται αυτή την εποχή για πρώτη φορά.
Τέλος, την εποχή αυτή οι φιλοσοφικές σχολές αρχίζουν να συγκεντρώνουν φιλόσοφους με την ίδια κοσμοθεωρία. Για την κοινωνική δομή της Ευρώπης έχει τεράστια σημασία το γεγονός ότι παράλληλα με τις παραδοσιακές ομάδες όπως οικογένεια, φυλή, κτλ. δημιουργούνται ενώσεις που δεν στηρίζονται στη θρησκευτική παράδοση αλλά σε πνευματικούς δεσμούς. Η ύπαρξη κομμάτων, αιρέσεων, σχολών κτλ. στην Ευρώπη, ενώσεων που θεμελιώνονται σε κοινές πεποιθήσεις και θεωρίες, οφείλεται στην πρώιμη αρχαϊκή εποχή της Ελλάδας. Οι λυρικοί ποιητές μας προσφέρουν την πιο σαφή εικόνα για τις προϋποθέσεις των φαινομένων αυτών, γιατί εκφράζουν με το λόγο τις νέες ανακαλύψεις τους στον ψυχικό χώρο.
Είδαμε ότι ο Όμηρος δεν είναι σε θέση να συλλάβει την ψυχή ως κάτι τελείως αντίθετο από το σώμα. Αυτό μπορέσαμε να το αποδείξουμε (βλ. παραπάνω, σ. 37) με τη σκέψη ότι ο Όμηρος δεν διαθέτει τις γλωσσικές προϋποθέσεις, για να εκφράσει τα τρία χαρακτηριστικά που αποδίδει ο Ηράκλειτος στην ψυχή: την «ένταση» που περικλείει συγχρόνως και το «βάθος», την «αυθορμησία» και την «κοινότητα». Στα προσωπικά αισθήματα των λυρικών ανακαλύπτεται ο διχασμός της ψυχής και η κοινότητα του πνευματικού στοιχείου. Ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ και ο Ανακρέων αποδίδουν στην αυθορμησία του πνεύματος μόνο ένα μικρό μέρος των αισθημάτων τους. Οι δυνατές συγκινήσεις εξακολουθούν να οφείλονται στην επέμβαση των θεών, ενώ μόνο η απογοήτευση θεωρείται κάτι προσωπικό. Αλλά ο χώρος της συνειδητής προσωπικής δράσης δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί. Το βήμα αυτό το πραγματοποιεί για πρώτη φορά η τραγωδία. Το γεγονός ότι οι ανακαλύψεις των λυρικών ποιητών επανέρχονται με συγγενικές μορφές σε καλλιτέχνες (βλ. παραπάνω, σ. 25), στοχαστές και πολιτικούς, δείχνει ότι τα κατορθώματα των μεγάλων προσωπικοτήτων ανήκουν σε μια γενικότερη ιστορική διαδικασία. Η Ιστορία είναι ένα υφαντό που τα υλικά του είναι η πράξη και η μοίρα. Η μια πλευρά φαίνεται να είναι καμωμένη μόνο από το υφάδι· αν όμως το αντιστρέψεις, τότε βλέπεις και το στημόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου