Η αίσθηση του χρόνου για την ανθρώπινη υπόσταση είναι στενά συνδεδεμένη με αυτό που ονομάζουμε συνείδηση.
Η συνείδηση κατανοεί πως ο χρόνος περνά και στηριζόμενη στην παρατήρηση και την εμπειρία συναισθάνεται το βέλος του χρόνου να κινείται πάντα προς τα μπρος και όχι προς τα πίσω.
Για την ακρίβεια, το ασαφές και ακαθόριστο μέλλον που σχετίζεται με κάθε ανθρώπινη ύπαρξη συνδέεται με το άκρο που βλέπει προς την στιγμή που αντιστοιχεί με το, για τον καθένα από εμάς, τώρα, με ένα τρόπο που αμέσως μετά γίνεται ένα καλά καθορισμένο και αμετάκλητο παρελθόν.
Μιλήσαμε μόλις για το ακαθόριστο? Μέλλον. Μα εκ’ πρώτης όψεως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως το υπάρχον παρελθόν σε κάποιο βαθμό καθορίζει κάποιες επιλογές μελλοντικές προσφέροντας μια σχετική προβλεπτικότητα. Για παράδειγμα, αν στο παρελθόν ενός παιδιού υπάρχει καταχωρημένο πως το άγγιγμα της φωτιάς προκαλεί πόνο και κάψιμο, μπορούμε να υποθέσουμε πως αν στο ίδιο παιδί του ζητηθεί να πιάσει ένα σπίρτο αναμμένο από την πλευρά της φλόγας θα αρνηθεί.
Ένα άλλο παράδειγμα που δείχνει πόσο σχετικά είναι τα πράγματα όταν μιλάμε για το χωρόχρονο είναι αυτό του αλεξιπτωτιστή που πέφτει με το κεφάλι προς τα πάνω και τα πόδια προς τα κάτω.
Καθώς κινείται στο χώρο και στο χρόνο την ίδια συνειδησιακή του χρονική στιγμή, τα πόδια του προπορεύονται χρονικά και χωρικά, δηλαδή βρίσκονται στο μέλλον σε σχέση με το κεφάλι του.
Έτσι αν προσγειωθεί σε μια λίμνη τα πόδια του θα του δώσουν μια μελλοντική πληροφορία για το τι θα ακολουθήσει σε όλο του το σώμα και αυτή την πληροφορία θα την αξιοποιήσει για να πάρει μια βαθειά ανάσα και να κρατήσει την αναπνοή του καθώς θα ακολουθήσει η εμβυθησή του στο νερό.
Μέχρι στιγμής μιλήσαμε για την ροή του χρόνου και για μια σχετική προβλεπτικότητα του μέλλοντος στο μέτρο που παρέχονται δυνατότητες επιλογών σε ένα ενσυνείδητο ον.
Και για τα δύο θέματα όμως, η σύγχρονη φυσική οδηγεί σε αμφισβητήσεις.
Σχετικά με την ροη του χρόνου, δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός από πλευράς κλασικής φυσικής και τμήματος της κβαντικής φυσικής για να κυλάει ο χρόνος ανάποδα.
Όλες οι εξισώσεις που σχετίζονται με το χρόνο λειτουργούν άψογα αν το t το αντικαταστήσουμε με το -t. Έτσι, μπορούμε να σχεδιάσουμε με ακρίβεια ένα σύστημα και να γνωρίζουμε με ακρίβεια πως θα είναι σε κάποια μελλοντική στιγμή. Επίσης και το ανάποδο. Από το ίδιο σύστημα που παρατηρούμε σε κάποια δεδομένη στιγμή της εξέλιξής του, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως θα ήταν στην αρχική του μορφή.
Παρόλα αυτά στην καθημερινή ζωή τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Για παράδειγμα, ποτέ δεν έχουμε δει σε ένα βάζο που πέφτει και σπάει σε μικρά κομμάτια να αντιστρέφεται η διαδικασία και τα κομμάτια αυτά να ξανακολούν δημιουργώντας το ίδιο βάζο το οποίο θα ανυψωθεί στο σημείο από το οποίο έπεσε. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται, όχι επειδή υπάρχει κάποιο ενεργειακό πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι η σχετική αύξηση της αταξίας του σπασμένου βάζου σε σχέση με αυτή που είχε πριν σπάσει.
Δηλαδή, χρειάζεται μια δύναμη η οποία θα βάλει κάθε μόριο του σπασμένου βάζου στην τάξη που υπήρχε πριν. Και αυτή η δύναμη στην φύση δεν υπάρχει αυθόρμητα, ενώ ο άνθρωπός και με το πιο ισχυρό κομπιούτερ δεν θα μπορούσε να το κάνει γιατί δεν θα ήταν δυνατό να γίνουν τόσοι υπολογισμοί. Είναι περισσότερο πρακτικό ζήτημα παρά θεωρητικό.
Η αύξηση της σχετικής αταξίας ενός συστήματος λέγεται εντροπία και από πλευράς πιθανοτήτων, κάθε φυσικό σύστημα είναι πιο εύκολο να οδηγείται σε μεγαλύτερη εντροπία με την πάροδο του χρόνου.
Και είναι η εντροπία που είναι υπεύθυνη για την ροή του χρόνου προς το μέλλον.
Το σύμπαν, καθώς διαστέλλεται, αυξάνει σε εντροπία.
Αν δούμε και την κίνηση μας στο μέλλον όπως την παρομοιάσαμε με το χωνί θα διαπιστώσουμε πως κινούμαστε και εμείς από το παρελθόν προς το μέλλον ή από μια χαμηλότερη, ας μου επιτραπεί η έκφραση, βιωματική εντροπία πως μια υψηλότερη. Από το τακτοποιημένο και καλά ορισμένο παρελθόν προς το ασαφές και πιο άτακτο μέλλον.
Σχετικά με το δεύτερο θέμα που αναπτύχθηκε και αφορά την προβλεπτικότητα του μέλλοντος θα αναφερθούν τα δυο ακόλουθα παραδείγματα με την μορφή υποθέσεων.
Ας υποθέσουμε πως ένας άνθρωπος μπαίνει σε ένα διαστημικό όχημα και περιφέρεται γύρω από την γη με την ταχύτητα που πλησιάζει αυτήν του φωτός. Ακόμη και αν δεν είναι εφικτό τώρα ούτε προβλέπεται να γίνει εφικτό τον επόμενο αιώνα, δεν υπάρχει κάποιος φυσικός νόμος που να απαγορεύει ένα τέτοιο επίτευγμα. Αν κινείται για κάποιο χρονικό διάστημα και μετά κοιτάξει προς την γη, θα δει μια μελλοντική στιγμή της γής αλλά σε σχέση με την δική του κατάσταση.
Δηλαδή, αυτή η μελλοντική στιγμή που θα δει αυτός θα είναι μια παρούσα στιγμή για τους γήινους.
Αυτή η πληροφορία του μέλλοντος δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει σε κάτι στους γήινους αφού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μια πρότερη κατάσταση που θα μπορούσαν να αποφευχθούν κάποια λάθη.
Θα μπορούσε παρόλα αυτά να χρησιμοποιηθεί από μια ομάδα εξωγήινων που θα ήθελαν να πάρουν μια απόφαση σχετικά με την γη και που για να ληφθεί σωστά χρειάζεται να εκτιμηθεί μια μελλοντική στιγμή στην ανθρωπότητα.
Ας υποθέσουμε και το ακόλουθο παράδειγμα.
Δυο παρατηρητές S1 και S2 κινούνται από διαφορετικές κατευθύνσεις στο χώρο και διασταυρώνονται. Την στιγμή της διασταύρωσης (ταυτόχρονος χώρος) υποθέτουμε την ύπαρξη δυο γεγονότων FA και FB σε διαφορετικά σημεία του χωροχρόνου. Τότε είναι δυνατό το γεγονός FΑ να αποτελεί παρελθόν για τον S2 και μέλλον για τον S1 την ώρα που ισχύει ακριβώς το αντίθετο για το γεγονός FB. Ακολουθεί σχήμα.
Τι γίνεται πάλι με το παρελθόν και το μέλλον? Κάποιος θεωρεί ένα γεγονός που αντιστοιχεί στο μέλλον του άλλου ως παρελθόν και αντίθετα, και αν συναντηθούν θα μπορούσε να δώσει ο ένας στον άλλον την πληροφορία!!! Παρόλα αυτά, κανείς από τους δυο δεν θα μπορούσε να δώσει πληροφορία για το μέλλον του άλλου, αλλά μόνο για γεγονός που θα τον ενδιέφερε σε περίπτωση που σχετίζεται με κάποιο τρόπο μαζί του, πχ με τον κόσμο από τον οποίο προέρχεται.
Αυτό με κάνει να σκέφτομαι πως ο παρατηρητής ή ο εκτελών το πείραμα μπορεί να γνωρίζει μελλοντικές στιγμές του πειράματος, αλλά αυτός που είναι μέσα στο πείραμα όχι.
Και αν ο εκτελών το πείραμα γνωρίζει το μέλλον του πειράματος έστω και υπό τους όρους που καθιστούν αδύνατο να υπάρξει διάδοση αυτής της πληροφορίας και τροποποίηση του μέλλοντος, τότε μήπως το μοντέλο του σύμπαντος και κατ’ επέκταση κάθε όντος υπόκειται σε μια ντετερμινιστική θεώρηση?
Και αν ναι, θα μπορούσε να ενσωματωθεί μέσα σε μια τέτοια θεώρηση μια τελεολογική κατεύθυνση με την έννοια της τελεολογίας υπό το πρίσμα της εντελεχειακής κατάστασης, στην οποία έχει αναφερθεί και ο Αριστοτέλης?
Στην κλασική φυσική δεν υπάρχει κάποια αντίθεση στην ντετερμινιστική θεώρηση των πραγμάτων ενώ η έννοια της τελεολογίας φαίνεται πως αγγίζει περισσότερο φιλοσοφικές ανησυχίες και πιστεύω.
Η κβαντική φυσική όμως καταθέτει την αρχή της απροσδιοριστίας η οποία αντιτίθεται σε ένα σκληρό και στενό ντετερμινιστικό μοντέλο.
Από την πλευρά την δική μας, σαν αναγνώστες και θεατές των εκπληκτικών αυτών θεωριών, μένει να αναρωτηθούμε τα ακόλουθα.
Σε ποιούς νόμους υπόκειται περισσότερο το ανθρώπινο ον (όχι σαν φυσικό σώμα). Στους νόμους της κλασικής φυσικής ή της κβαντομηχανικής?
Αν το μέλλον είναι γνωστό, καθορισμένο και ακόμη περισσότερο τελεοκρατικό καταργείται η ελευθερία του ανθρώπου?
Η ελευθερία των πιστεύω είναι δικαίωμα σας.
Η συνείδηση κατανοεί πως ο χρόνος περνά και στηριζόμενη στην παρατήρηση και την εμπειρία συναισθάνεται το βέλος του χρόνου να κινείται πάντα προς τα μπρος και όχι προς τα πίσω.
Για την ακρίβεια, το ασαφές και ακαθόριστο μέλλον που σχετίζεται με κάθε ανθρώπινη ύπαρξη συνδέεται με το άκρο που βλέπει προς την στιγμή που αντιστοιχεί με το, για τον καθένα από εμάς, τώρα, με ένα τρόπο που αμέσως μετά γίνεται ένα καλά καθορισμένο και αμετάκλητο παρελθόν.
Είναι σαν η συνείδηση να μοιάζει με ένα χωνί στραμμένο με το ανοιχτό μέρος προς τον βροχερό ουρανό βλέποντας τις σταγόνες της βροχής (επιλογές και πιθανότητες από το μέλλον) να το πλησιάζουν. Ανάλογα με το που θα σταθεί αυτό το χωνί έχει την δυνατότητα να επιλέξει κάποιες από την πληθώρα των σταγόνων (όχι όλες) και καθώς μετά περνάν από το στενό άκρο διοχετεύονται μέσα σε ένα συνδεδεμένο σωλήνα με αυτό σωλήνα, αποτελώντας το καθορισμένο , καλό ή κακό, αμετάκλητο παρελθόν.
Μιλήσαμε μόλις για το ακαθόριστο? Μέλλον. Μα εκ’ πρώτης όψεως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως το υπάρχον παρελθόν σε κάποιο βαθμό καθορίζει κάποιες επιλογές μελλοντικές προσφέροντας μια σχετική προβλεπτικότητα. Για παράδειγμα, αν στο παρελθόν ενός παιδιού υπάρχει καταχωρημένο πως το άγγιγμα της φωτιάς προκαλεί πόνο και κάψιμο, μπορούμε να υποθέσουμε πως αν στο ίδιο παιδί του ζητηθεί να πιάσει ένα σπίρτο αναμμένο από την πλευρά της φλόγας θα αρνηθεί.
Αυτό είναι κάτι προβλέψιμο αλλά σχετίζεται με την δυνατότητα επιλογής που βεβαίως διαφοροποιείται από ένα συμβάν στο οποίο δεν υπάρχει η δυνατότητα της επιλογής ( αν από λάθος πέσει στο χέρι του παιδιού ένα αναμμένο τσιγάρο).
Ένα άλλο παράδειγμα που δείχνει πόσο σχετικά είναι τα πράγματα όταν μιλάμε για το χωρόχρονο είναι αυτό του αλεξιπτωτιστή που πέφτει με το κεφάλι προς τα πάνω και τα πόδια προς τα κάτω.
Καθώς κινείται στο χώρο και στο χρόνο την ίδια συνειδησιακή του χρονική στιγμή, τα πόδια του προπορεύονται χρονικά και χωρικά, δηλαδή βρίσκονται στο μέλλον σε σχέση με το κεφάλι του.
Έτσι αν προσγειωθεί σε μια λίμνη τα πόδια του θα του δώσουν μια μελλοντική πληροφορία για το τι θα ακολουθήσει σε όλο του το σώμα και αυτή την πληροφορία θα την αξιοποιήσει για να πάρει μια βαθειά ανάσα και να κρατήσει την αναπνοή του καθώς θα ακολουθήσει η εμβυθησή του στο νερό.
Μέχρι στιγμής μιλήσαμε για την ροή του χρόνου και για μια σχετική προβλεπτικότητα του μέλλοντος στο μέτρο που παρέχονται δυνατότητες επιλογών σε ένα ενσυνείδητο ον.
Και για τα δύο θέματα όμως, η σύγχρονη φυσική οδηγεί σε αμφισβητήσεις.
Σχετικά με την ροη του χρόνου, δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός από πλευράς κλασικής φυσικής και τμήματος της κβαντικής φυσικής για να κυλάει ο χρόνος ανάποδα.
Όλες οι εξισώσεις που σχετίζονται με το χρόνο λειτουργούν άψογα αν το t το αντικαταστήσουμε με το -t. Έτσι, μπορούμε να σχεδιάσουμε με ακρίβεια ένα σύστημα και να γνωρίζουμε με ακρίβεια πως θα είναι σε κάποια μελλοντική στιγμή. Επίσης και το ανάποδο. Από το ίδιο σύστημα που παρατηρούμε σε κάποια δεδομένη στιγμή της εξέλιξής του, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως θα ήταν στην αρχική του μορφή.
Παρόλα αυτά στην καθημερινή ζωή τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Για παράδειγμα, ποτέ δεν έχουμε δει σε ένα βάζο που πέφτει και σπάει σε μικρά κομμάτια να αντιστρέφεται η διαδικασία και τα κομμάτια αυτά να ξανακολούν δημιουργώντας το ίδιο βάζο το οποίο θα ανυψωθεί στο σημείο από το οποίο έπεσε. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται, όχι επειδή υπάρχει κάποιο ενεργειακό πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι η σχετική αύξηση της αταξίας του σπασμένου βάζου σε σχέση με αυτή που είχε πριν σπάσει.
Δηλαδή, χρειάζεται μια δύναμη η οποία θα βάλει κάθε μόριο του σπασμένου βάζου στην τάξη που υπήρχε πριν. Και αυτή η δύναμη στην φύση δεν υπάρχει αυθόρμητα, ενώ ο άνθρωπός και με το πιο ισχυρό κομπιούτερ δεν θα μπορούσε να το κάνει γιατί δεν θα ήταν δυνατό να γίνουν τόσοι υπολογισμοί. Είναι περισσότερο πρακτικό ζήτημα παρά θεωρητικό.
Η αύξηση της σχετικής αταξίας ενός συστήματος λέγεται εντροπία και από πλευράς πιθανοτήτων, κάθε φυσικό σύστημα είναι πιο εύκολο να οδηγείται σε μεγαλύτερη εντροπία με την πάροδο του χρόνου.
Και είναι η εντροπία που είναι υπεύθυνη για την ροή του χρόνου προς το μέλλον.
Το σύμπαν, καθώς διαστέλλεται, αυξάνει σε εντροπία.
Αν δούμε και την κίνηση μας στο μέλλον όπως την παρομοιάσαμε με το χωνί θα διαπιστώσουμε πως κινούμαστε και εμείς από το παρελθόν προς το μέλλον ή από μια χαμηλότερη, ας μου επιτραπεί η έκφραση, βιωματική εντροπία πως μια υψηλότερη. Από το τακτοποιημένο και καλά ορισμένο παρελθόν προς το ασαφές και πιο άτακτο μέλλον.
Σχετικά με το δεύτερο θέμα που αναπτύχθηκε και αφορά την προβλεπτικότητα του μέλλοντος θα αναφερθούν τα δυο ακόλουθα παραδείγματα με την μορφή υποθέσεων.
Ας υποθέσουμε πως ένας άνθρωπος μπαίνει σε ένα διαστημικό όχημα και περιφέρεται γύρω από την γη με την ταχύτητα που πλησιάζει αυτήν του φωτός. Ακόμη και αν δεν είναι εφικτό τώρα ούτε προβλέπεται να γίνει εφικτό τον επόμενο αιώνα, δεν υπάρχει κάποιος φυσικός νόμος που να απαγορεύει ένα τέτοιο επίτευγμα. Αν κινείται για κάποιο χρονικό διάστημα και μετά κοιτάξει προς την γη, θα δει μια μελλοντική στιγμή της γής αλλά σε σχέση με την δική του κατάσταση.
Δηλαδή, αυτή η μελλοντική στιγμή που θα δει αυτός θα είναι μια παρούσα στιγμή για τους γήινους.
Αυτή η πληροφορία του μέλλοντος δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει σε κάτι στους γήινους αφού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μια πρότερη κατάσταση που θα μπορούσαν να αποφευχθούν κάποια λάθη.
Θα μπορούσε παρόλα αυτά να χρησιμοποιηθεί από μια ομάδα εξωγήινων που θα ήθελαν να πάρουν μια απόφαση σχετικά με την γη και που για να ληφθεί σωστά χρειάζεται να εκτιμηθεί μια μελλοντική στιγμή στην ανθρωπότητα.
Ας υποθέσουμε και το ακόλουθο παράδειγμα.
Δυο παρατηρητές S1 και S2 κινούνται από διαφορετικές κατευθύνσεις στο χώρο και διασταυρώνονται. Την στιγμή της διασταύρωσης (ταυτόχρονος χώρος) υποθέτουμε την ύπαρξη δυο γεγονότων FA και FB σε διαφορετικά σημεία του χωροχρόνου. Τότε είναι δυνατό το γεγονός FΑ να αποτελεί παρελθόν για τον S2 και μέλλον για τον S1 την ώρα που ισχύει ακριβώς το αντίθετο για το γεγονός FB. Ακολουθεί σχήμα.
Τι γίνεται πάλι με το παρελθόν και το μέλλον? Κάποιος θεωρεί ένα γεγονός που αντιστοιχεί στο μέλλον του άλλου ως παρελθόν και αντίθετα, και αν συναντηθούν θα μπορούσε να δώσει ο ένας στον άλλον την πληροφορία!!! Παρόλα αυτά, κανείς από τους δυο δεν θα μπορούσε να δώσει πληροφορία για το μέλλον του άλλου, αλλά μόνο για γεγονός που θα τον ενδιέφερε σε περίπτωση που σχετίζεται με κάποιο τρόπο μαζί του, πχ με τον κόσμο από τον οποίο προέρχεται.
Αυτό με κάνει να σκέφτομαι πως ο παρατηρητής ή ο εκτελών το πείραμα μπορεί να γνωρίζει μελλοντικές στιγμές του πειράματος, αλλά αυτός που είναι μέσα στο πείραμα όχι.
Και αν ο εκτελών το πείραμα γνωρίζει το μέλλον του πειράματος έστω και υπό τους όρους που καθιστούν αδύνατο να υπάρξει διάδοση αυτής της πληροφορίας και τροποποίηση του μέλλοντος, τότε μήπως το μοντέλο του σύμπαντος και κατ’ επέκταση κάθε όντος υπόκειται σε μια ντετερμινιστική θεώρηση?
Και αν ναι, θα μπορούσε να ενσωματωθεί μέσα σε μια τέτοια θεώρηση μια τελεολογική κατεύθυνση με την έννοια της τελεολογίας υπό το πρίσμα της εντελεχειακής κατάστασης, στην οποία έχει αναφερθεί και ο Αριστοτέλης?
Στην κλασική φυσική δεν υπάρχει κάποια αντίθεση στην ντετερμινιστική θεώρηση των πραγμάτων ενώ η έννοια της τελεολογίας φαίνεται πως αγγίζει περισσότερο φιλοσοφικές ανησυχίες και πιστεύω.
Η κβαντική φυσική όμως καταθέτει την αρχή της απροσδιοριστίας η οποία αντιτίθεται σε ένα σκληρό και στενό ντετερμινιστικό μοντέλο.
Από την πλευρά την δική μας, σαν αναγνώστες και θεατές των εκπληκτικών αυτών θεωριών, μένει να αναρωτηθούμε τα ακόλουθα.
Σε ποιούς νόμους υπόκειται περισσότερο το ανθρώπινο ον (όχι σαν φυσικό σώμα). Στους νόμους της κλασικής φυσικής ή της κβαντομηχανικής?
Αν το μέλλον είναι γνωστό, καθορισμένο και ακόμη περισσότερο τελεοκρατικό καταργείται η ελευθερία του ανθρώπου?
Η ελευθερία των πιστεύω είναι δικαίωμα σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου