Τι λογής πράξη και σύμπραξη αρμόζει στον διανοούμενο; Θα έλεγα η αντίσταση στις εκβιαστικές εντολές της όποιας εξουσίας.
Για να πω την αλήθεια, ελαφρώς ή και βαρέως βαριέμαι, συνεχίζοντας τη συζήτηση περί διανοουμένου στις μέρες μας, όπως και αν τον επιβαρύνουμε επιθετικώς, μιλώντας για οργανικό, στρατευμένο, ειδικό ή συλλογικό διανοούμενο. Ο λόγος της βαρεμάρας μου έχει να κάνει, όπως το δήλωσα ήδη, με τη σημασιολογική και πραγματολογική ασάφεια του όρου, στην οποία εν πολλοίς οφείλεται και η αμφισβήτηση του ρόλου του διανοουμένου στη σημερινή κοινωνία ελλαδική και ευρωπαϊκή.
Απορρίπτοντας λοιπόν την περιληπτική χρήση του όρου, που ρίχνει στο ίδιο τσουβάλι όλους τους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες και τους ερευνητές-επιστήμονες, επανέρχομαι στο ερώτημα αν ο τύπος και ο ρόλος του διανοουμένου εξυπακούουν μια διακριτική ταυτότητα σκέψης, λόγου και πράξης. Αν υπάρχει μια τέτοια ταυτότητα, προτείνω να εμπεριέχει και τα τρία προηγούμενα στοιχεία: τη σκέψη, τον λόγο, την πράξη. Μόνον η τριαδική αυτή συνύπαρξη στο ίδιο πρόσωπο θα δικαιολογούσε κάπως τον διακριτικό τίτλο του διανοουμένου.
Δυο λόγια πρώτα για το είδος της διανοουμένης σκέψης: ας πούμε πως διακρίνεται για την κριτική της ανησυχία και υποψία μπροστά στα τρέχοντα φαινόμενα της δημόσιας ζωής, κυρίως όσα προκύπτουν μέσα στο πλέγμα των πάσης φύσεως εξουσιών· οι οποίες φαίνεται να αποστρέφονται εξ ορισμού τον κριτικό τους έλεγχο, όταν μάλιστα αυτός ασκείται με αποκαλυπτικό και ανεξάρτητο από συμφέρουσες σκοπιμότητες τρόπο.
Και πάμε στον διανοούμενο λόγο, στον οποίο προσφεύγει η διανοούμενη σκέψη. Προτείνω να ορίσουμε το είδος αυτού του λόγου καταρχήν ως συγκριτικό και κατ’ επέκταση ως ολιστικό. Τι πάει να πει όμως συγκριτικός και ολιστικός λόγος; Η σύγκριση αφορά πρώτα στη διαφώτιση του παρόντος με τις καταβολές του στο παρελθόν, οι οποίες και εξηγούν τις απόκρυφες κατά κανόνα περιπλοκές του.
Συγχρόνως όμως η συγκριτική αυτή μέθοδος ασκείται και στο εσωτερικό του δημοσίου παρόντος, επιχειρώντας να συσχετίσει κεφάλαια του πολιτικού και πολιτιστικού βίου, που συνήθως παραμένουν ασυσχέτιστα: τις ανομολόγητες λ.χ. συναφές της πολιτικής με την οικονομία· της τέχνης με το εμπόριο, της επιστήμης με την κατεστημένη εξουσία, του αθλητισμού με τους κεφαλαιοκρατικούς πάτρονές του, των μέσων μαζικής επικοινωνίας με τα διαπλεκόμενα συμφέροντα και πάει λέγοντας.
Τούτο σημαίνει ότι ο διανοούμενος λόγος δεν ανέχεται θεματικούς περιορισμούς, και από την άποψη αυτή ορίζεται ως λόγος ολιστικός. Πρόκειται βεβαίως για ένα είδος διαβαλλόμενης θεματικής πολυπραγμοσύνης, η οποία ωστόσο δεν πρέπει με κανένα τρόπο να αφαιρεθεί από τα συστατικά στοιχεία του διανοούμενου λόγου· που αναπαράγει στο κεφάλαιο αυτό, με συστηματικότερη όμως και τεκμηριωμένη μέθοδο, την προφορική συζήτηση και κριτική του δημόσιου βίου από τους ενεργούς τουλάχιστον πολίτες.
Το κρίσιμο ωστόσο σημείο στην όλη υπόθεση είναι το πέρασμα από τη διανοούμενη σκέψη και τον διανοούμενο λόγο στη διανοούμενη τώρα πράξη, που μπορεί κατά περίπτωση να παίρνει και τη μορφή της σύμπραξης. Οπως κι αν έχει το πράγμα, η εντελλόμενη αυτή πράξη καθιστά τελικώς και τη σκέψη και τον λόγο του διανοουμένου έμπρακτη και έμπρακτο.
Τι λογής όμως πράξη και σύμπραξη αρμόζει στον διανοούμενο;
Θα έλεγα η αντίσταση στις εκβιαστικές εντολές της όποιας εξουσίας: πολιτικής, κομματικής, συνδικαλιστικής· αλλά και συγγραφικής, καλλιτεχνικής, επιστημονικής. Προφανώς η αντιεξουσιαστική αυτή συμπεριφορά του διανοουμένου προκαλεί τις κατεστημένες εξουσίες, οι οποίες στην περίπτωση αυτή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αντιδρούν. Μιλάμε για αντίδραση με πρακτικές συνέπειες στη ζωή του διανοουμένου, οι οποίες σε κρίσιμες περιστάσεις μπορεί να φτάσουν στη διαβολή, στον αποκλεισμό του ή και τον εγκλεισμό του.
Αυτά, και αν χρειαστεί τα ξαναλέμε.
Για να πω την αλήθεια, ελαφρώς ή και βαρέως βαριέμαι, συνεχίζοντας τη συζήτηση περί διανοουμένου στις μέρες μας, όπως και αν τον επιβαρύνουμε επιθετικώς, μιλώντας για οργανικό, στρατευμένο, ειδικό ή συλλογικό διανοούμενο. Ο λόγος της βαρεμάρας μου έχει να κάνει, όπως το δήλωσα ήδη, με τη σημασιολογική και πραγματολογική ασάφεια του όρου, στην οποία εν πολλοίς οφείλεται και η αμφισβήτηση του ρόλου του διανοουμένου στη σημερινή κοινωνία ελλαδική και ευρωπαϊκή.
Απορρίπτοντας λοιπόν την περιληπτική χρήση του όρου, που ρίχνει στο ίδιο τσουβάλι όλους τους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες και τους ερευνητές-επιστήμονες, επανέρχομαι στο ερώτημα αν ο τύπος και ο ρόλος του διανοουμένου εξυπακούουν μια διακριτική ταυτότητα σκέψης, λόγου και πράξης. Αν υπάρχει μια τέτοια ταυτότητα, προτείνω να εμπεριέχει και τα τρία προηγούμενα στοιχεία: τη σκέψη, τον λόγο, την πράξη. Μόνον η τριαδική αυτή συνύπαρξη στο ίδιο πρόσωπο θα δικαιολογούσε κάπως τον διακριτικό τίτλο του διανοουμένου.
Δυο λόγια πρώτα για το είδος της διανοουμένης σκέψης: ας πούμε πως διακρίνεται για την κριτική της ανησυχία και υποψία μπροστά στα τρέχοντα φαινόμενα της δημόσιας ζωής, κυρίως όσα προκύπτουν μέσα στο πλέγμα των πάσης φύσεως εξουσιών· οι οποίες φαίνεται να αποστρέφονται εξ ορισμού τον κριτικό τους έλεγχο, όταν μάλιστα αυτός ασκείται με αποκαλυπτικό και ανεξάρτητο από συμφέρουσες σκοπιμότητες τρόπο.
Και πάμε στον διανοούμενο λόγο, στον οποίο προσφεύγει η διανοούμενη σκέψη. Προτείνω να ορίσουμε το είδος αυτού του λόγου καταρχήν ως συγκριτικό και κατ’ επέκταση ως ολιστικό. Τι πάει να πει όμως συγκριτικός και ολιστικός λόγος; Η σύγκριση αφορά πρώτα στη διαφώτιση του παρόντος με τις καταβολές του στο παρελθόν, οι οποίες και εξηγούν τις απόκρυφες κατά κανόνα περιπλοκές του.
Συγχρόνως όμως η συγκριτική αυτή μέθοδος ασκείται και στο εσωτερικό του δημοσίου παρόντος, επιχειρώντας να συσχετίσει κεφάλαια του πολιτικού και πολιτιστικού βίου, που συνήθως παραμένουν ασυσχέτιστα: τις ανομολόγητες λ.χ. συναφές της πολιτικής με την οικονομία· της τέχνης με το εμπόριο, της επιστήμης με την κατεστημένη εξουσία, του αθλητισμού με τους κεφαλαιοκρατικούς πάτρονές του, των μέσων μαζικής επικοινωνίας με τα διαπλεκόμενα συμφέροντα και πάει λέγοντας.
Τούτο σημαίνει ότι ο διανοούμενος λόγος δεν ανέχεται θεματικούς περιορισμούς, και από την άποψη αυτή ορίζεται ως λόγος ολιστικός. Πρόκειται βεβαίως για ένα είδος διαβαλλόμενης θεματικής πολυπραγμοσύνης, η οποία ωστόσο δεν πρέπει με κανένα τρόπο να αφαιρεθεί από τα συστατικά στοιχεία του διανοούμενου λόγου· που αναπαράγει στο κεφάλαιο αυτό, με συστηματικότερη όμως και τεκμηριωμένη μέθοδο, την προφορική συζήτηση και κριτική του δημόσιου βίου από τους ενεργούς τουλάχιστον πολίτες.
Το κρίσιμο ωστόσο σημείο στην όλη υπόθεση είναι το πέρασμα από τη διανοούμενη σκέψη και τον διανοούμενο λόγο στη διανοούμενη τώρα πράξη, που μπορεί κατά περίπτωση να παίρνει και τη μορφή της σύμπραξης. Οπως κι αν έχει το πράγμα, η εντελλόμενη αυτή πράξη καθιστά τελικώς και τη σκέψη και τον λόγο του διανοουμένου έμπρακτη και έμπρακτο.
Τι λογής όμως πράξη και σύμπραξη αρμόζει στον διανοούμενο;
Θα έλεγα η αντίσταση στις εκβιαστικές εντολές της όποιας εξουσίας: πολιτικής, κομματικής, συνδικαλιστικής· αλλά και συγγραφικής, καλλιτεχνικής, επιστημονικής. Προφανώς η αντιεξουσιαστική αυτή συμπεριφορά του διανοουμένου προκαλεί τις κατεστημένες εξουσίες, οι οποίες στην περίπτωση αυτή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αντιδρούν. Μιλάμε για αντίδραση με πρακτικές συνέπειες στη ζωή του διανοουμένου, οι οποίες σε κρίσιμες περιστάσεις μπορεί να φτάσουν στη διαβολή, στον αποκλεισμό του ή και τον εγκλεισμό του.
Αυτά, και αν χρειαστεί τα ξαναλέμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου