Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Θεόδωρος ο Κυρηναίος ο άθεος

Πώς εξευτέλισε τα Μυστήρια και πώς επιχείρησε να τον διαβάλλει ο θρησκευτικός Κατινισμός.
Είναι εντυπωσιακή η διαχρονική επιμονή του θρησκευτικού Κατινισμού να διαβάλλει την αθεΐα. Ακόμη και κάποιοι απ’ αυτούς που υπόσχονται να διαφωτίσουν την ιουδαιοχριστιανική Ρωμιοσύνη με τα φώτα της αρχαίας Ελλάδας, δεν το έχουν για τίποτε να ξεκατινιάζονται, χάριν της θρησκευτικής τους ολοκληρωτικής διάβρωσης, διαβάλλοντας τους πρωτοπόρους της αθεΐας, με τρόπο που θα τον σιχαίνονταν, ακόμη και οι πιο αγράμματες Κατίνες .
Μια τέτοιου είδους απόπειρα, θα επισκεφτούμε τώρα – η οποία είναι αισχρότερης πάστας απ΄ ότι οι αντίστοιχες χριστιανικές, τις οποίες σκάρωσαν τα ανώμαλα και διεστραμμένα μυαλά των κηφήνων καλόγερων του χριστιανισμού.
Ο Θεόδωρος ο άθεος και η  θεωρία της Παλιγγενεσίας
Ο Λύσις ο Ταραντίνος που ήταν Πυθαγόρειος και για ένα διάστημα είχε εξοριστεί στην Θήβα όπου έγινε διδάσκαλος του Επαμεινώνδα, επισκεύθηκε την Κυρήνη και παρευρέθηκε στις γιορτές που ήταν αφιερωμένες στον προστάτη Θεό Απόλλωνα.
Σε κάποιο συμπόσιο που δόθηκε στα πλαίσια αυτών των εορτών βρέθηκε ο Θεόδωρος ο άθεος σε διπλανό ανάκλιντρο με τον Λύσι. Η συζήτηση πέρασε από πολλά θέματα ώσπου ο Λύσις ανέπτυξε την θεωρία της Παλιγγενεσίας που ασπάζοντο και οι Πυθαγόρειοι. Του είπε λοιπόν όπως αναφέρει και ο Διογένης ο Λαέρτιος στο 8ο βιβλίο του για την ζωή του Πυθαγόρα τα εξής (1) :
« ο Πυθαγόρας έλεγε για τον εαυτό του πως κάποτε υπήρξε Αιθαλίδης και εθεωρείτο γυιός του Ερμή. (…) Μετά από καιρό γεννήθηκε ως Εύφορβος και πληγώθηκε από τον Μενέλαο. (…) Όταν πέθανε ο Εύφορβος η ψυχή του πήγε στον Ερμότιμο, (…) Όταν πέθανε ο Ερμότιμος, ξαναγεννήθηκε ως Πύρρος, δήλιος ψαράς. Μετά τον θάνατό του ο Πύρρος γεννήθηκε ως Πυθαγόρας και θυμόταν όσα προανεφέρθησαν.
Ο Θεόδωρος ο άθεος σηκώθηκε σχεδόν οργισμένος από αυτά που άκουσε και είπε στον Λύσι πως ότι άκουσε είναι φαντασιώσεις  και κατασκευάσματα πονηρών εγκεφάλων και πως ο άνθρωπος δεν ζεί παρά μία μόνο ζωή και ψυχή δεν υπάρχει αλλά την θεωρία περί ψυχής την κατασκεύασε το ιερατείο για να εκμεταλλεύονται τους αφελείς και αγραμμάτους ανθρώπους.

Ο Λύσις ευγενής και συγκρατημένος απάντησε στον Θεόδωρο τον άθεο παίρνοντας στα χέρια του μία θεατρική μάσκα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο: « Θα προσβάλλεις εσύ και η οικογένειά σου τον Διόνυσο, όπως συνηθίζετε να κάνετε με όλους τους Θεούς, αλλά ο Θεός θα σας συγχωρήσει και θα σας σώσει».
Ο Θεόδωρος ο άθεος δεν έδωσε σημασία στα λόγια του Λύση, αλλά δεν πέρασαν πολλές μέρες που του ήλθαν νέα από την διπλανή πόλη, την Αρσινόη, που σήμερα την ονομάζουν Φαγιούμ.
Σε μια γιορτή του Διονύσου ο γυιός του Θεόδωρου μαζί με άλλα κακομαθημένα και βέβηλα πλουσιόπαιδα της Κυρήνης, συμμετείχαν σε ένα είδος γιορτής μεταμφιεσμένων τυπική για τις γιορτές του Διονύσου. Η συμμορία του ο γυιού του Θεόδωρου του άθεου έκανε το εξής ιερόσυλο. Άνοιξε γύρω στους είκοσι τάφους Αρσινοητών και τα πορτρέτα τους που παρουσιάζουν τους νεκρούς τα έβαλαν στα πρόσωπά τους.
Δυστυχώς «η κατάρα των νεκρών» όπως θα έλεγαν οι αμαθείς και η μόλυνση από τα πτώματα  έριξαν δέκα από τους αλητήριους στο κρεββάτι με υψηλό πυρετό και ανάμεσά τους και τον γυιό του Θεόδωρου. Εκτός από την αρρώστεια οι δέκα ασθενείς κινδύνευαν  και από την οργή των συγγενών  των νεκρών που συγκεντρώθηκαν γύρω από το σπίτι και απειλούσαν να τους εξοντώσουν.
Ο Θεόδωρος ο άθεος με την βοήθεια ενός φίλου της σχολής τους Αρσινοήτη, έμαθε πως κάτω από το σπίτι περνούσε μία υπόγεια δίοδος που ανήκε στις κατασκευές του ιερού του Διόνυσου. Κρυφίως τώρα πήραν τον γυιό του Θεόδωρου του άθεου και τον φυγάδευσαν μακρυά από το σπίτι.
Το παιδί σώθηκε από την αρρώστεια με τις φροντίδες των ιατρών, αλλά έμαθαν αργότερα πως μετά από τρείς μέρες τέσσερα από τα άλλα παιδιά είχαν πεθάνει από την μόλυνση και τα άλλα πέντε τα σκότωσαν οι οργισμένοι Αρσινοήτες όταν μπήκαν ένα βράδυ στο σπίτι που το βρήκαν αφύλακτο.
Μετά από ένα μήνα ο Λύσις συνάντησε ξανά τον Θεόδωρο τον άθεο και γνωρίζοντας όλη την ιστορία του υπενθύμισε αυτά που του είχε πεί στο συμπόσιο. Ο Θεόδωρος ο άθεος όπως ήταν αναμενόμενο αρνήθηκε τις αιτιάσεις του Λύση και ισχυρίστηκε πως όλα έγιναν κάτω από τους νόμους της τύχης και πως οι Θεοί δεν είχαν καμμία ανάμιξη σ’ αυτά.
Ο Λύσις εξοργισμένος από την στάση του Θεόδωρου του άθεου, βλέποντας πως ο άνθρωπος αυτός αρνείται να πεισθεί μετά από μια τόσο προφανή θεϊκή παρέμβαση  του είπε:  « Ακόμη και αν ο Θεός σου παρουσιάζετο μπροστά σου με όλη του την λαμπρότητα, εσύ θα συνέχιζες να οδεύεις στον βέβηλο και υβριστικό δρόμο που χάραξες. Γι αυτό και εγώ από σήμερα δηλώνω πως δεν σε γνωρίζω, αφού το μέλλον σου είναι σκοτεινό και δεν είναι απίθανο και σκύλος μια μέρα να γίνεις.»
(1)
Τοῦτόν φησιν Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς (Wehrli vii, fg. 89) περὶ αὑτοῦ τάδε λέγειν, ὡς εἴη ποτὲ γεγονὼς Αἰθαλίδης καὶ Ἑρμοῦ υἱὸς νομισθείη· τὸν δὲ Ἑρμῆν εἰπεῖν αὐτῷ ἑλέσθαι ὅ τι ἂν βούληται πλὴν ἀθανασίας. αἰτήσασθαι οὖν ζῶντα καὶ τελευτῶντα μνήμην ἔχειν τῶν συμβαινόντων. ἐν μὲν οὖν τῇ ζωῇ πάντων διαμνημονεῦσαι, ἐπεὶ δὲ ἀποθάνοι τηρῆσαι τὴν αὐτὴν μνήμην. χρόνῳ δ” ὕστερον εἰς Εὔφορβον ἐλθεῖν καὶ ὑπὸ Μενέλεω τρωθῆναι. ὁ δ” Εὔφορβος ἔλεγεν ὡς Αἰθαλίδης ποτὲ γεγόνοι καὶ ὅτι παρ” Ἑρμοῦ τὸ δῶρον λάβοι καὶ τὴν τῆς ψυχῆς περιπόλησιν, ὡς περιεπολήθη καὶ εἰς ὅσα φυτὰ καὶ ζῷα παρεγένετο καὶ ὅσα ἡ 5 ψυχὴ ἐν τῷ Ἅιδῃ ἔπαθε καὶ αἱ λοιπαὶ τίνα ὑπομένουσιν. ἐπειδὴ δὲ Εὔφορβος ἀποθάνοι, μεταβῆναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς Ἑρμότιμον, ὃς καὶ αὐτὸς πίστιν θέλων δοῦναι ἐπανῆλθεν εἰς Βραγχίδας καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος ἱερὸν ἐπέδειξεν ἣν Μενέλαος ἀνέθηκεν ἀσπίδα, (ἔφη γὰρ αὐτόν, ὅτ” ἀπέπλει ἐκ Τροίας, ἀναθεῖναι τῷ Ἀπόλλωνι τὴν ἀσπίδα,) διασεσηπυῖαν ἤδη, μόνον δὲ διαμένειν τὸ ἐλεφάντινον πρόσωπον. ἐπειδὴ δ” Ἑρμότιμος ἀπέθανε, γενέσθαι Πύῤῥον τὸν Δήλιον ἁλιέα· καὶ πάντα πάλιν μνημονεύειν, πῶς πρόσθεν Αἰθαλίδης, εἶτ” Εὔφορβος, εἶτα Ἑρμότιμος, εἶτα Πύῤῥος γένοιτο. ἐπειδὴ δὲ Πύῤῥος ἀπέθανε, γενέσθαι Πυθαγόραν καὶ πάντων τῶν εἰρημένων μεμνῆσθαι. 6
Ο Ιεροκλής στο υπόμνημά του Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα (στ. 55) σχολιάζοντας το στίχο «Ούτε τα ανέλπιστα να ελπίζεις ούτε και τίποτα να σου διαφεύγει εκ των όντων», καταφέρεται σαφώς εναντίον της πλάνης εκείνων που ερμηνεύσουν κατά γράμμα την πυθαγόρεια και πλατωνική διδασκαλία για τη μετεμψύχωση:
«Εάν κάποιος περιμένει μετά το σωματικό του θάνατο να ντυθεί η ψυχή του το σώμα ενός άλογου ζώου, λόγω των ατελειών του ή φυτού, λόγω της αδράνειας των αισθημάτων του και ο ίδιος, παίρνοντας δρόμο αντίθετο από εκείνους που μεταβάλουν την ουσία του ανθρώπου σε ανώτερο ον, πιστεύει σε ανέλπιστες αξίες, κατακρημνίζοντας την ψυχή του σε μια κατώτερη ουσία, απατάται και αγνοεί τελείως το είδος της ψυχής η οποία ουδέποτε μπορεί να αλλάξει».
(2) Η Κροκοδειλόπολις ή Αρσινόη ήταν αρχαία πόλη της Αιγύπτου στην θέση του σημερινού Φαγιούμ (αραβ. الفيوم, Fayum, Al Fayyum). Λεγόταν αλλιώς και Πτολεμαΐς Ευεργετίς. Η Κροκοδειλόπολη βρίσκεται 130 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας του Καΐρου.
*********************

Ο Θεόδωρος ο Άθεος στον κάτω κόσμο
Όταν πέθανε ο Θεόδωρος ο Άθεος και ο βαρκάρης πήρε την ψυχή του στον κάτω κόσμο, μόλις πάτησε το πόδι του στην άλλη όχθη, τον είδαν όλοι οι καταραμένοι και έφριξαν. Έγινε συμβούλιο και αποφασίστηκε πως δεν μπορεί να παραμείνει στον κάτω κόσμο. Τον βάζουν λοιπόν ξανά στην βάρκα και τον πετάνε πίσω. Η ψυχή του λοιπόν μπήκε στο σώμα ενός λυσσασμένου σκύλου που μόλυνε τα ζώα.
Οι αγρότες έκαναν ένα απόσπασμα για να τον σκοτώσουν και στο κυνήγι ο Σκυλο-θόδωρος μπήκε στον περίβολο ενός ναού και από την πείνα του έφαγε τα υπολλείματα μιάς θυσίας. Ο Θεός οργίστηκε από την νέα ιεροσυλία του Θεόδωρου, τον άρπαξε και τον γύρισε ανάποδα. Τώρα τα έντερά του ήταν από έξω και οι τρίχες του από μέσα.
Έτσι του είπε θα ζείς στον αιώνα για να διδάσκονται οι άνθρωποι τι περιμένει τους βέβηλους.
***************************

Όταν ο Θεόδωρος ο άθεος, αντίκρυσε την Πελληνή Αρτέμιδα.
Η Κυρηναϊκή σχολή δεν ήταν όπως την γνωρίζουμε σήμερα, αλλά ξεκίνησε με καλές προθέσεις και με όλα τα εφόδια, καθόσον ο αρχηγός της Αρίστιππος σπούδασε δίπλα στον Σωκράτη και υιοθέτησε όλες τις ευγενείς διδασκαλίες του.
Κάποια στιγμή όμως θεώρησε πως ήταν απαραίτητο να βρεθεί η σχολή κάτω από την προστασία κάποιου θεού όπως συνέβαινε με την Περιπατητική (Λύκιος Απόλλων) και την Ακαδημία (ήρως Ακάδημος). Επειδή όμως δεν έβρισκαν το κατάλληλο άγαλμα, ζήτησαν από ανθρώπους τους στην Ελλάδα να τους στείλει κάποιος έμπορος αυτό που ζητούσαν.
Μετά από μήνες πράγματι φτάνει στο λιμάνι της Κυρήνης ένα πλοίο που ανάμεσα στα εμπορεύματά του είχε τυλιγμένο σε μαύρα πανιά και τοποθετημένο σε ξύλινο κουτί το άγαλμα που ζητούσαν.
Οι μαθητές της σχολής παρέλαβαν το άγαλμα, το φρόντισαν και το τοποθέτησαν μέσα σ΄ ένα ιερό που είχαν κατασκευάσει στην αυλή, ακριβώς στο σημείο που όπως έλεγε το μαντείο είχε τρύπα πάνω στον ουρανό.
Την ημέρα της καθιέρωσης μαζεύτηκαν φίλοι, μαθητές και πολλοί περίεργοι και αφού μίλησαν, έψαλαν και έριξαν σπονδές, στο τέλος ήλθε η ώρα των αποκαλυπτηρίων.
Καθώς αποκαλύπτει το ύφασμα την κεφαλή του αγάλματος, τα πάντα σταματούν, χάνουν όλοι την μιλιά τους και μένουν ακίνητοι και τρομαγμένοι για μέρες.
Ο βασιλεύς της Πτολεμαΐδος διέταξε να τους φροντίσουν και να κρύψουν το άγαλμα στα υπόγεια της σχολής, αφού κατάλαβε πως αυτή ήταν η αιτία της ξαφνικής τρομοκατάληψης. Ένας ιερέας και μάντης που εστάλλη από τον Πτολεμαίο κατανόησε πως το άγαλμα αυτό είναι το ίδιο άγαλμα που ανήκε στην Πελλήνη για το οποίο όπως γράφει ο Πλούταρχος στο έργο του Άρατος 3,4: “Οι ίδιοι οι Πελληνείς λένε ότι το ομοίωμα της θεάς τον υπόλοιπο χρόνο βρίσκεται φυλαγμένο και είναι ανέγγιχτο, όταν όμως εκφέρεται αφού αλλάξει θέση από την ιέρεια, κανείς δεν πρέπει να το κοιτάει κατά πρόσωπο, αλλά να παίρνουν όλοι τα μάτια τους από αυτό. Γιατί δεν τύχαινε να είναι φρικτό και βλαβερό θέαμα μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και τα δένδρα έκανε άκαρπα και τους καρπούς τους οποίους τύχαινε να έχουν, τους κατέστρεφε. Τότε λένε πως η ιέρεια την μετέφερε (την Αρτέμιδα) και την έστρεψε με το πρόσωπο πάντα πρός τους Αιτωλούς, και τους έκανε έτσι να παραφρονήσουν και να χάσουν το λογικό τους.”
Δυστυχώς όμως έγινε το λάθος και η σχολή συνέχισε να λειτουργεί και να παράγει “φιλοσόφους” τον ένα πιο παράφρονα από τον άλλο.
Το γεγονός είχε ξεχαστεί και κανείς δεν ασχολείτο με το άγαλμα, όταν κάποιος σε μία συζήτηση αποκάλυψε στον Θεόδωρο την ύπαρξη του κρυμμένου αγάλματος στα υπόγεια της σχολής. Με την γενναιότητα και την ορμητικότητα της άγνοιας που διέθετε σε αφθονία, ο Θεόδωρος δηλώνει πως στην ζωή του πρυτανεύει η λογική και δεν πιστεύει σε δεισιδαιμονίες και σκοταδισμούς για ζωντανά αγάλματα που καταστρέφουν τους βέβηλους και τους ανίερους .
Παίρνει ένα δαυλό και κατεβαίνει με μιάς στα υπόγεια. Μόλις όμως έφερε την φλόγα μπροστά στο πρόσωπο της θεάς, η φλόγα του Δαυλού πετάχτηκε με ορμή όχι μόνο στό πρόσωπό του αλλά και σε όλόκληρο το σώμα του και του έκαψε τα ρούχα, το μούσι, τις φαβορίτες, τα φρύδια, τα ματόκλαδα, τα μαλλιά και όλες τις τρίχες ακόμη και αυτές που είχε στην μύτη, τα αυτιά και το απηυθυσμένο.
Δεν έφτανε όμως αυτό αλλά και παραφρόνησε πλήρως. Με τους ανθρώπους δεν είχε καμμία επικοινωνία, αλλά μιλούσε μόνον με τα κοτόπουλα, τους γάλλους, τα βόδια, ακόμη και με τα άψυχα. Αυτοί που τον άκουγαν να μιλάει ορκίστηκαν πως εάν του έστελναν έναν γραμματέα και κατέγραφε τα λόγια του, σίγουρα θά είχαμε έναν φιλόσοφο πολυγραφότερο και από τον Πλάτωνα.
Δυστυχώς τα χρόνια περνούσαν και ο Θεόδωρος δεν συνερχόταν. Όλη την μέρα ήταν με τον δαυλό στο χέρι και μιλούσε ακατάσχετα επαναλαμβάνοντας διαρκώς τις οθνείες θεωρίες του. Όλοι οι φίλοι του τον βαρέθηκαν, οι χωριάτες όμως της περιοχής αισθάνονταν υπερήφανοι που είχαν ένα τέτοιο τρελό, αφού κάθε χωριό έχει και από έναν και άν τους λείπει τότε διαλέγουν έναν λογικό και στο τέλος τον τρελαίνουν.
Έτσι ο Θεόδωρος ο άθεος κέρδισε σαν τρελός όλη την προσοχή της Κυρήνης, που σαν λογικός κανείς δεν θα γύρναγε να του δώσει σημασία.
*********************************
Θεόδωρος ο Κυρηναίος, έζησε το α΄ μισό του 3ου π.Χ. αιώνα:
«Ὁ δ” οὖν Θεόδωρος προσκαθίσας ποτὲ Εὐρυκλείδῃ τῷ ἱεροφάντῃ, « λέγε μοι, » ἔφη, « Εὐρυκλείδη, τίνες εἰσὶν οἱ ἀσεβοῦντες περὶ τὰ μυστήρια; » εἰπόντος δ” ἐκείνου, « οἱ τοῖς ἀμυήτοις αὐτὰ ἐκφέροντες, » « ἀσεβεῖς ἄρα, » ἔφη, « καὶ σύ, τοῖς ἀμυήτοις διηγούμενος. » καὶ μέντοι παρ” ὀλίγον ἐκινδύνευσεν εἰς Ἄρειον ἀχθῆναι πάγον, εἰ μὴ Δημήτριος ὁ Φαληρεὺς αὐτὸν ἐρρύσατο. Ἀμφικράτης δ” ἐν τῷ Περὶ ἐνδόξων ἀνδρῶν φησι κώνειον αὐτὸν πιεῖν καταδικασθέντα (FHG iv. 300). Διατρίβων δὲ παρὰ Πτολεμαίῳ τῷ Λάγου ἀπεστάλη ποθ” ὑπ” αὐτοῦ πρὸς Λυσίμαχον πρεσβευτής. ὅτε καὶ παρρησιαζομένου φησὶν ὁ Λυσίμαχος, « λέγε μοι, Θεόδωρε, οὐ σὺ εἶ ὁ ἐκπεσὼν Ἀθήνηθεν; » καὶ ὅς, « ὀρθῶς ἀκήκοας· ἡ γὰρ τῶν Ἀθηναίων πόλις οὐ δυναμένη με φέρειν, ὥσπερ ἡ Σεμέλη τὸν Διόνυσον, ἐξέβαλε…ἔνθεν τὸ πρῶτον ἐκβαλλόμενος λέγεται χάριέν τι εἰπεῖν· φησὶ γάρ, « καλῶς ποιεῖτε, ἄνδρες Κυρηναῖοι, ἐκ τῆς Λιβύης εἰς τὴν Ἑλλάδα με ἐξορίζοντες»
[Μτφρ: Κάποτε που ο Θεόδωρος είχε καθίσει πλάι στον ιεροφάντη Ευρυκλείδη, τον ρώτησε: « δε μου λες, Ευρυκλείδη, ποιοι είναι οι ασεβείς προς τα μυστήρια; ». Και αφού αυτός του απάντησε « εκείνοι που τα αποκαλύπτουν στους αμύητους », « κι εσύ », του είπε, « είσαι ασεβής, αφού τα εξηγείς στους αμύητους ». Παρά λίγο να προσαχθεί στον Άρειο Πάγο, αν δεν τον γλίτωνε ο Δημήτριος ο Φαληρεάς. Ο Αμφικράτης όμως, στο Περί ενδόξων ανδρών βιβλίο του, λέει ότι καταδικάστηκε να πιει το κώνειο. (…) « Δεν μου λες, Θεόδωρε », του είπε, « εσύ δεν είσαι που σ’ έδιωξαν από την Αθήνα; ». « Σωστά είσαι πληροφορημένος », του είπε˙ « πράγματι η πόλη των Αθηναίων, επειδή δεν μπορούσε να με υποφέρει, με πέταξε, όπως η Σέμελη τον Διόνυσο ». (…) Την πρώτη φορά που τον εξόρισαν είπε τούτο: « καλά κάνετε, άνδρες Κυρηναίοι, που με εξορίζετε από τη Λιβύη στην Ελλάδα »» (Πηγή: Διογένης Λαέρτιος, 2, 101-102).
Ο φιλόσοφος Θεόδωρος ο Κυρηναίος έκανε ένα αστειάκι με τον ειδωλολάτρη ιεροφάντη κι αμέσως η Ιερά Εξέταση της Ειδωλολατρίας τον εξόρισε.
********************************

« Είναι αισχρό να ζητάς από τους θεούς αυτά που δεν δικαιούσαι και προ παντός αυτά που δικαιούσαι ».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου