Το πραγματικό όνομα του Μεσσία Χριστού είναι Τίτος Φλάβιος. Ο Μεσσίας του Καίσαρα: η Ρωμαϊκή Συνομωσία για την Εφεύρεση του Ιησού. Πώς ο Ρωμαίος Imperator Ceasar Constantinus και ο Ευσέβιος Καισαρείας κατασκεύασαν τον εξουσιαστικό χριστιανικό μύθο.
«Κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν
οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ
ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα». Ηράκλειτος
«Είναι πράξη αρετής να εξαπατάς και να ψεύδεσαι,
όταν με τέτοια μέσα μπορεί να προωθηθεί το
συμφέρον της Εκκλησίας». Ευσέβιος, Επίσκοπος Καισαρείας
«Ο Μ. Κωνσταντίνος τα ιερά και πάντας τους ναούς των Ελλήνων κατέστρεψε: Τους δε ναούς των Ελλήνων, πάντας κατέστρεψε έως εδάφους ο αυτός Θεοδόσιος βασιλεύς… Πολλά δε ιερά (των Ελλήνων) εποιήσεν (χριστιανικές) εκκλησίας και ηυξήθην τα των χριστιανών πλέον επί της βασιλείας αυτού… Τον δε ναό της Αρτέμιδος εποίησεν ταβλοπαρόχιον τοις κιττίζουσιν…τον δεν της Αφροδίτης ναόν εποίησεν καρουχαρείον του επάρχου των πραιτωρίων, κτίσας πέριξ οσπήτια και κελεύσας δωρεάν μένειν εν αυτοίς τα πάνυ πενιχράς πόρνας.
Διωγμὸς γέγονεν Ελλήνων μέγας, και πολλοί εδημεύθησαν και εκ τούτου πολύς φόβος γέγονεν. Εθέσπισε δε ο αυτός βασιλεύς (Ιουστινιανός) ώστε μη πολιτεύεσθαι τους ελληνίζοντας, τους δε των άλλων αιρέσεων όντας αφανείς γενέσθαι της Ρωμαϊκής πολιτείας, προθεσμίαν τριών μηνών λαβόντας εις το γενέσθαι αυτοὺς κοινωνούς της ορθοδόξου πίστεως. Επί δε της υπατείας τού αυτού Δεκίου, ο αυτός βασιλεύς θεσπίσας πρόσταξιν έπεμψεν εν Αθήναις, κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν μήτε νόμιμα εξηγείσθαι. Συσχεθέντες Έλληνες περιεβωμίσθησαν και τα βιβλία αυτών κατεκαύθη και εικόνες των μυσερών θεών αυτών και αγάλματα». Ιωάννης Μαλάλας «Χρονογραφία» Λόγος 13ος & 18ος
Χριστιανισμός: Γενηθήτω Αυτοκρατορική Θρησκεία
Υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη ιστορική μαρτυρία που αναγκαστικά γίνεται αποδεκτή και από τα ιερατεία του χριστιανισμού, σύμφωνα με την οποία «τα παλιότερα σωζόμενα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, είναι αλήθεια, δεν χρονολογούνται πέρα από τα μέσα του 4ου αιώνα μ.κ.ε.». Αυτή η ιστορική πραγματικότητα αποκαλύπτει ότι οι όποιες μεταχρονολογημένες προσπάθειες του ιουδαίο-χριστιανισμού, αλλά και μερίδας της ρωμαϊκής συγκλήτου, κατά τους δυό-τρεις πρώτους αιώνες να καταστεί θρησκεία της αυτοκρατορίας σκόνταψαν στην άρνηση της Ρώμης να αποδεχτεί την εβραϊκή μυθολογία της Παλαιάς Διαθήκης.
Κι αυτό γιατί η Ρώμη διεκδικούσε να είναι αυτή κι όχι η Ιερουσαλήμ, το κέντρο της θρησκείας και η έδρα του θεού, όπως ήταν το κέντρο της εξουσίας και η έδρα του αυτοκράτορα. Γι’ αυτό «η αληθινή ιστορία του χριστιανισμού κρύφτηκε σε μια από τις μεγαλύτερες μαύρες τρύπες της ιστορίας. Υπάρχει, ωστόσο, ένας λόγος για τον οποίο δεν υπήρχε Καινή Διαθήκη μέχρι τον 4ο αιώνα, κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είχε γραφτεί μέχρι τότε και εδώ έχουμε βρει αποδείξεις για μια από τις μεγαλύτερες διαστρεβλώσεις όλων των εποχών. Ήταν ο Βρετανός-γεννημένος Φλάβιος Κωνσταντίνος (αρχικά Custennyn ή Custennin) (272-337) ο οποίος επέβαλε τη σύνταξη των κειμένων που σήμερα ονομάζονται Καινή Διαθήκη.
Το κυριότερο πρόβλημα του Κωνσταντίνου ήταν η ανεξέλεγκτη σύγκρουση μεταξύ των εκπροσώπων των διαφόρων Εκκλησιών που πίστευαν σε πολλούς θεούς. Η πλειονότητα των σύγχρονων χριστιανών συγγραφέων αποσιωπούν την αλήθεια για την ανάπτυξη της θρησκείας τους με σκοπό να αποκρύψουν τις προσπάθειες του Κωνσταντίνου να τιθασεύσει τον επαίσχυντο χαρακτήρα των επισκόπων, τους οποίους τώρα αποκαλούν ‘Πατέρες της Εκκλησίας’».
Αυτή η ιστορική πραγματικότητα ακυρώνει ως κατασκευασμένες και ψευδείς όλες τις πληροφορίες και τους σχετικούς μύθους περί ιστορικότητας Χριστού και ύπαρξης του χριστιανισμού από τον 1ο αιώνα και μας προσγειώνει στην πραγματικότητα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο παγανιστής και αυτοπροβαλλόμενος ως θεός Ήλιος, Imperator Caesar Flavius Clavdius Valerius Aurelius Constantinus Augustus. Ο οποίος, όπως είναι γνωστό, έγινε αυτοκράτορας με στρατιωτικό πραξικόπημα του πατέρα του, δολοφόνησε όσους υποπτευόταν ως πιθανούς διεκδικητές του θρόνου ακόμα και τον πεθερό του, τον κουνιάδο του, τη γυναίκα του, τον γιο του, τον γαμπρό του και τον ανεψιό του.
Ο Κωνσταντίνος διατηρούσε το αξίωμα του pontifex maximus της κύριας θεότητας του ρωμαϊκού κράτους του Δία, που αποτελούσε το ανώτατο αξίωμα της αυτοκρατορικής θρησκείας, αλλά για να διατηρήσει τον θρόνο του ακολούθησε το παράδειγμα του μυθικού Σαούλ και αλλαξοπίστησε, ισχυριζόμενος, σύμφωνα με το βιογράφο του, τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο, ότι είδε ‘θαύμα στον ουρανό’ λίγο πριν τη γνωστή μάχη στη γέφυρα της Μουλβίας, έξω από την Ρώμη τον Οκτώβριο του 312 της νέας χρονολογίας.
Προσποιήθηκε, όπως τον συμβούλεψαν οι σύμβουλοί του, ότι είδε όραμα με τον σταυρό και την «εν τούτω νίκα» εντολή του υποτιθέμενου αληθινού θεού και από διώκτης των δούλων-χριστιανών που επαναστατούσαν εναντίον του, έγινε προστάτης τους. Χάραξε μάλιστα τον σταυρό στις ασπίδες τους, για να τους κερδίσει ως στρατιώτες εναντίον των στρατευμάτων του συναυτοκράτορός του Μαξεντίου, τον οποίο και νίκησε και μπήκε θριαμβευτής στη Ρώμη.
Μέχρι την ίδρυση, από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, της Κωνσταντινούπολης και τη μεταφορά της έδρας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην ‘Νέα Ρώμη’ υπήρχε στην αυτοκρατορία ένας ολόκληρος γαλαξίας συγκροτημένων θρησκευτικών δογμάτων, εκκλησιών κι αιρέσεων που ζούσαν παρασιτικά σε βάρος των φτωχών, φοβισμένων κι αγράμματων ανθρώπων και αλληλοσπαράσσονταν μεταξύ τους, όχι τόσο για δογματικούς λόγους, όσο για το «σε ποιον ανήκουν οι ναοί και οι περί τους ναούς τίτλοι και τα αγροτεμάχια» με αποτέλεσμα την αδυναμία της κεντρικής διοίκησης να επιβάλλει με ενιαίο τρόπο την πολιτική της στους υποταγμένους λαούς πολλών διαφορετικών θρησκευμάτων και εθνοτήτων.
Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να λύσει οριστικά το πρόβλημα της πολυθεΐας-πολυθρησκείας και γι’ αυτό συγκάλεσε, το 325, την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βηθυνίας, στην οποία φέρεται και να προήδρευσε σε μερικές αρχικές συνεδριάσεις, με την ιδιότητα του «υπό του Θεού καθιστάμενος επίσκοπος των εκτός αν είην» και εκφώνησε τον εναρκτήριο λόγο που του είχε γράψει ο Ευσέβιος. Ο Ευσέβιος ο Καισαρείας (265-340), ο λεγόμενος και ‘πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας’, είναι ο πρώτος που, με εντολή και για λογαριασμό του μονοκράτορα Κωνσταντίνου, συναρμολόγησε σε ‘ενιαία ιστορία’ όλους τους σκόρπιους ιουδαιο-μεσσιανικούς χριστιανικούς μύθους, κάποιες από τις ανατολίτικες φιλοσοφίες, τις νεοπλατωνικές θεωρίες και πολλές από τις αρχαίες παγανιστικές δοξασίες και κατασκεύασε τον χριστιανισμό, ως νέα ενιαία ιδεολογία της κοσμοκράτειρας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Μέχρι το συνέδριο της Νίκαιας, η ρωμαϊκή αριστοκρατία λάτρευε δυο Έλληνες θεούς, τον Απόλλωνα και τον Δία, αλλά ο λαός λάτρευε ως θεό τον Ιούλιο Καίσαρα και τον θεό Ήλιο, τον Μίθρα [ο Καίσαρ είχε θεοποιηθεί από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο μετά τον θάνατό του (15 Μαρτίου 44 π.κ.ε.) και στη συνέχεια λατρευόταν ως ο Θεός Julius ‘αυτός που σπέρνει τον σπόρο’ δηλαδή ήταν ένας φαλλικός θεός] Κάποια γεύση για το πνεύμα που κυριάρχησε σ’ αυτήν τη Σύνοδο μας δίνει ο ίδιος Ευσέβιος, ο επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης, ο οποίος ονομάζεται και Ευσέβιος ο Παμφίλου, έμπιστος και όργανο του Κωνσταντίνου, γνωστός και ως ‘Πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας’, όταν διακηρύσσει ότι: «Είναι πράξη αρετής να εξαπατάς και να ψεύδεσαι, όταν με τέτοια μέσα μπορεί να προωθηθεί το συμφέρον της Εκκλησίας» δηλαδή της εξουσίας. Ας θυμηθούμε πως το ίδιο φέρεται ότι διακήρυττε και ο Παύλος, οπότε το ερώτημα ποιος δημιούργησε το μύθο και τους πρωταγωνιστές του βρίσκει την απάντησή του.
Σύμφωνα με τον από πεποίθηση ψεύτη συγγραφέα του πεντάτομου έργου με τίτλο Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσέβιο Καισάρειας, στη Σύνοδο έλαβαν μέρος 250, ενώ κατά τον Ευστάθιο Αντιοχείας έλαβαν μέρος ‘περίπου 270’ και κατά τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας 318 αριθμός που γίνεται αποδεκτός από τους μεταγενέστερους ιστορικούς [«…ένα ασυνάρτητο τσούρμο ηλιθίων, όπως επίσκοποι, ιερείς, διάκονοι, υποδιάκονοι, στενοί συνεργάτες, μάγοι και εξορκιστές συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν και να αποφασίσουν πάνω σε ένα ενιαίο σύστημα πεποιθήσεων που θα περιλάμβανε μόνο ένα Θεό» αναφέρεται στο: Catholic Encyclopedia, ό.π.] Οι συνοδικοί ήταν εκπρόσωποι από όλα τα θρησκευτικά δόγματα, Εκκλησίες και αιρέσεις.
Αντικείμενο της Συνόδου ήταν η επεξεργασία δύο χιλιάδων διακοσίων τριάντα ένα (2.231) θρησκευτικών κειμένων που είχαν φέρει μαζί τους οι σύνεδροι και αναφέρονταν σε θρύλους για θεούς, σωτήρες, μεσσίες και προφήτες, μεταξύ των οποίων οι κυριότεροι ήταν οι: Δίας, Μίθρας, Καίσαρας, Θορ, Μίνωας, Κρόνος, Ρα, Όσιρις, Ίσις, Απόλλωνας, Άρης, Αθηνά, Ταύρος, Ποσειδώνας, Ήφαιστος, Άτις, Ίντρα, Ερμής, Εκάτη, Βάαλ, Ηρακλής, Άδωνης, Διόνυσος, Ήσους, και Κρίσνα.
«Ο κλήρος στη σύνοδο της Νίκαιας βρισκόταν υπό το καθεστώς του διαβόλου ήταν ένα σώμα ασυνάρτητων ηλιθίων και η σύνοδος προστάτευε τις πιο ποταπές αχρειότητες». Watson Richard, An Apology for Christianity, 1776. «Εκτός από τον Κωνσταντίνο και τον έμπιστό του Ευσέβιο, δεν υπήρχαν εκεί παρά αγράμματα, ασήμαντα πλάσματα, που δεν καταλάβαιναν τίποτα». Bishop J. W. Sergerus, Secrets of the Christian Fathers, 1685, παρατίθεται στο: Bushby Tony, The forged Origins ό.π.
Η ουσιαστική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες, αλλά δεν υπήρξε συμφωνία για ένα νέο θρησκευτικό δόγμα και για ένα νέο θεό που θα είχαν στοιχεία από όλα τα δόγματα και θα ικανοποιούσαν όλες τις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Οπότε κατέφυγαν στην επιλογή θεού με τη μέθοδο της ψηφοφορίας, η οποία κράτησε 17 μήνες χωρίς αποτέλεσμα. Όταν επέστρεψε ο Κωνσταντίνος, «είχαν επιτέλους επικρατήσει πέντε ονόματα: Kαίσαρας (Ceasar), Kρίσνα (Krishna), Mίθρας (Mithra), Ώρος (Horus) και Δίας (Zeus)».
Για όσους πασχίζουν να θεωρούν τη Σύνοδο της Νικαίας ως Σύνοδο των ‘Πατέρων του χριστιανισμού’ αξίζει να προσέξουν πως κανένας από τους συνέδρους δεν πρότεινε ούτε τον Γιαχβέ ούτε τον Χριστό για θεό της νέας θρησκείας, ενώ αντίθετα προτάθηκε σχεδόν ολόκληρο το δωδεκάθεο του Ολύμπου, πράγμα ενδεικτικό για το θρησκευτικό χάος της εποχής εκείνης, όπου οι εννιά στους δέκα κατοίκους ήσαν αγράμματοι.
Για την αντιμετώπιση της δυστοκίας της Συνόδου να καταλήξει σε κάποιο όνομα θεού, αναγκάστηκε να παρέμβει ο ίδιος ο αυτοκράτορας και να υποδείξει στη Σύνοδο να επιλέξει ένα όνομα που θα ικανοποιεί τόσο τους λαούς της Δύσης όσο και αυτούς της Ανατολής. Αλλά και μετά από την αυτοκρατορική υπόδειξη η Σύνοδος με δυσκολία και με ισχνή πλειοψηφία, με ψήφους 161 έναντι 157, κατάληξε στην επιλογή του ονόματος του θεού της νέας ενιαίας θρησκείας, του Ήσους Κρίσνα (Hesus Krisna), που σταδιακά εξελίχτηκε σε Ήσους Κράιστ (Hesus Christ), Τζέσους Κράιστ (Jesus Christ), που στα ελληνικά αποδόθηκε ως Ιησούς Χριστός.
Μετά από αυτήν την εξέλιξη που δυο παλιοί παγανιστικοί θεοί μετατρέπονται στον ένα και μοναδικό θεό, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος φέρεται να είπε στον Ευσέβιο: «Μελέτησε αυτά τα βιβλία και κράτα από αυτά ό,τι είναι καλό. Αλλά ό,τι είναι κακό, πέτα το. Ό,τι είναι καλό σ’ ένα βιβλίο, ένωσέ το με ό,τι είναι καλό στο άλλο βιβλίο. Κι αυτό που θα προκύψει θα πρέπει να ονομαστεί το Βιβλίο όλων των Βιβλίων. Και θα πρέπει να γίνει το δόγμα των υπηκόων μου, το οποίο θα εισηγηθώ σε όλο το έθνος και έτσι θα σταματήσει κάθε πόλεμος για θρησκευτικούς σκοπούς».
Ο Ευσέβιος, με τη βοήθεια μεγάλου επιτελείου θεολόγων και θεολογούντων γραφιάδων [εβδομήκοντα δυο] μελέτησε, έκοψε, έραψε και ένωσε τους θρύλους και τους μύθους όλων των θρησκευτικών δογμάτων του κόσμου που είχαν φέρει μαζί τους οι αξιωματούχοι των δογμάτων. Αντλώντας τις πληροφορίες από τα χειρόγραφα των επισκόπων και ανακατεύοντας ανατολικές και δυτικές παραδόσεις, πέτυχε να διαμορφώσει μια θρησκεία γύρω από έναν Μεσσία και Υιό Θεού, που θα ήταν η θρησκεία ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Ο Ευσέβιος, λόγω της καταγωγής του, έβαλε τον Ιησού, που ταίριαζε ηχητικά το όνομά του με τον Ήσους, και τον συνέδεσε και με την Παλαιά Διαθήκη, ως υιό του Γιαχβέ και απόγονο του Δαβίδ.
Τα περισσότερα στοιχεία για τη ζωή τού νέου θεού τα πήρε από τον Μίθρα. Στη συνέχεια, ανέθεσε σε αντιγραφείς να φτιάξουν πενήντα πολυτελή αντίγραφα γραμμένα σε περγαμηνές για να είναι ευανάγνωστα και να μεταφέρονται εύκολα. Αυτά αποτέλεσαν τις «Νέες Διαθήκες» την πρώτη ιστορικά ονομασία της Καινής Διαθήκης και με βάση αυτό το βιβλίο, δηλαδή τα ‘ευαγγέλια’, άρχισαν να γράφονται στους επόμενους αιώνες καινούργιοι συμπληρωματικοί μύθοι. Η οποία σε κάθε μετάφραση ή επανέκδοσή της εκακοποιείτο ανάλογα με τις αντιλήψεις, τις σκοπιμότητες και τις ιδιοτροπίες της εκάστοτε εξουσίας, του εκάστοτε μεταφραστή, επισκόπου, πάπα και βασιλιά, με αποτέλεσμα η τρέχουσα μορφή της να διαφέρει πολύ από την αρχική γραφή του μύθου, βλ. σχετικά στο: Bushby Tony, The Bible Fraud, Pacific Blue Group 2001.
Αμέσως μετά ο Κωνσταντίνος, για να καταστρέψει τις πραγματικές πληροφορίες για το πώς κατασκευάστηκε ο μύθος του χριστιανισμού και να προσδώσει σ’ αυτό το εγχείρημα τον αναγκαίο για θρησκεία μυστικισμό, διέταξε να καούν όλα τα προγενέστερα χειρόγραφα των πρεσβυτέρων και τα πρακτικά του Συνεδρίου και ανακοίνωσε ότι, όποιος ανακαλυφθεί να κρύβει προγενέστερα γραπτά, θα αποκεφαλιστεί.
Ο ισχυρισμός ότι ο μονοκράτορας Κωνσταντίνος μυήθηκε τάχα στον χριστιανισμό και ότι νομιμοποίησε τον χριστιανισμό επειδή πίστευε στον θεό και στον Χριστό και όχι στο συμφέρον του θρόνου του, αξιολογείται από σύγχρονους ιστορικούς και θεολόγους ως κατασκευασμένος και αστήρικτος θρύλος και «επειδή είναι αντίθετος προς τα ιστορικά γεγονότα, θα πρέπει να διαγραφεί από τη βιβλιογραφία μας για πάντα». «Τα πρακτικά της Νίκαιας μυστηριωδώς απουσιάζουν από τους κανόνες», Catholic Encyclopedia, Farley ed, vol iii, ό. π., σελ..160.
Βέβαια, ο ‘ελέω στρατού’ τώρα πια και ‘ελέω θεού’ αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ενεργούσε με γνώμονα το αποκλειστικό προσωπικό και ταξικό του συμφέρον, αλλά οι δυο κρίσιμες αποφάσεις του, η μια να μεταφέρει την έδρα της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στη γεωπολιτικά κρίσιμη για τη διατήρηση της ενότητάς της θέση της Κωνσταντινούπολης, και η άλλη να κατασκευάσει ένα ενιαίο θρησκευτικό δόγμα και να το επιβάλλει ως κρατική θρησκεία και ως οργανωμένη ‘Εκκλησία του Χριστού’ αποδείχτηκαν μεγάλης στρατηγικής σημασίας.
Γιατί αυτές οι δυο αποφάσεις του άλλαξαν τον ρου της ιστορίας και καθόρισαν την εκτροπή της πορείας της ανθρωπότητας από την εξελισσόμενη κοινωνική-οικουμενική πραγματικότητα και επιστήμη στην απολυταρχική μεταφυσική ψευδαίσθηση του Μεσαίωνα και στη στατική θρησκεία στήριγμα του συστήματος της Μοναρχίας και της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας στη συνέχεια.
Μόλις έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους ο χριστιανισμός εξαφάνισε όλα τα βιβλία των ‘αιρετικών’, πλαστογράφησε τα δικά του αρχικά κείμενα που ήταν ολοφάνερα κακοκατασκευασμένα και «έπνιξε τη φωνή κάθε ελεύθερου στοχαστή που δεν συμφωνούσε με το δόγμα της Εκκλησίας και αντιγνωμούσε με τις επίσημες πια χριστιανικές παραδόσεις. Το ίδιο έγινε και στον Μεσαίωνα. Και τότε πνίγηκε στο αίμα κάθε απόπειρα να ερευνηθούν οι γραφές με το φως της λογικής και της επιστήμης και η φωτιά και το σίδηρο ήταν η τιμωρία για εκείνους που τολμούσαν να κηρύξουν το ‘ερευνάτε τις Γραφές’». Κορδάτος Γιάνης, Ιησούς Χριστός…, ό.π., τόμ. 1ος, σ. 9.
Η ταύτιση της νέας θρησκείας με το κράτος και την κοσμική εξουσία προσέδωσε στον χριστιανισμό κύρος και δύναμη επιβολής και συνεπώς χαρακτηριστικά σκοταδιστικής, απολυταρχικής, εξουσιαστικής και κατακτητικής ιδεολογίας, η οποία πρώτα-πρώτα κατάστρεψε την κοινοκτημοσύνη και την κοινοβιακή ζωή των ‘πρωτοχριστιανών’, βάζοντας στη θέση της την υποκριτική φιλανθρωπία της φεουδαρχικής μπουρζουαζίας και των Εκκλησιών και στήριξε με όλες τις δυνάμεις της τη λεηλασία των δουλοπάροικων και των κατακτημένων λαών από τους φεουδάρχες και τις μοναρχίες. Στη συνέχεια και όσο δυνάμωνε ο έλεγχός της πάνω στην κεντρική εξουσία, μετακινείται σταδιακά προς τη νέα πηγή πλούτου, τον ανερχόμενο καπιταλισμό, με τον οποίο και συμμαχεί αναλαμβάνοντας ρόλο προπαγανδιστή της ιδεολογίας της υποταγής στην εκάστοτε κοσμική εξουσία, μέσω της υποταγής στο συμβολικό της φετίχ, στον θεό, και στους κατά τόπους υποτιθέμενους εκπροσώπους του.
Ο πάπας Γελάσιος Α΄ (από το 492 μέχρι το 496) έθεσε θέμα σχέσεων Εκκλησίας-κράτους, δηλαδή σχέσεις μεταξύ του Πάπα και του αυτοκράτορα, και ποιος πρέπει να έχει τα πρωτεία. Κατά τον Γελάσιο, ο χριστιανισμός δεν περιορίζεται στην κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών και μόνον, αλλά κατευθύνει τα βήματα του ανθρώπου και στον ηθικό και στον πολιτικό βίο. Ο χριστιανισμός αφορά στο σύνολο του βίου κι όχι σ’ ένα τμήμα του. Τίθεται, συνεπώς, το ερώτημα: ποιος κυβερνά το πλήρωμα της Εκκλησίας, ο αυτοκράτορας ή ο Πάπας; Ποιος αποφαίνεται για τα δόγματα της πίστεως; Ποιος μεριμνά για τον τρόπο ζωής του χριστιανικού κοινωνικού σώματος, καθώς και για τις αξίες που δι’ αυτού του τρόπου θα ενσαρκώσει και θα υπηρετήσει; Έτσι άρχισε ο Μεσαίωνας και ο σκοτεινός θρίαμβος του παπισμού και της λεγόμενης ορθοδοξίας στο όνομα ενός σκοτεινού μύθου και του ανύπαρκτου ιδρυτή του χριστιανισμού.
Βέβαια, όλα αυτά, που συντελούνται υποδόρια στο κοινωνικό σώμα, δεν είναι τυχαία ή μεταφυσικά. Αντίθετα, αποτελούν καρπό του σταδιακού μετασχηματισμού των οικονομικών δομών που συντελούνται στους κόλπους του φεουδαρχικού συστήματος, οι οποίες μετακινούν την παραγωγή από το χωράφι-φέουδο στο εργαστήριο–εργοστάσιο και συνεπώς μετακινούν τον πλούτο από τον μπουρζουά φεουδάρχη στον έμπορο, στον τραπεζίτη και στον αστό παραγωγό, δηλαδή στις συντεχνίες και στην αγορά των πόλεων και των μεγάλων εμπορικών δικτύων που άρχισαν να διαμορφώνονται και ως εμποροκρατία να ζητούν μερίδιο εξουσίας και μετασχηματισμό της οικονομίας στη μορφή του καπιταλισμού με βάση τη βιομηχανία. Είναι, δηλαδή, οι καινούργιες υλικοτεχνικές συνθήκες, οι καινούργιες σχέσεις παραγωγής, οι αυξημένες ανάγκες και δυνατότητες που επιβάλλουν νέες κοινωνικές αρχιτεκτονικές και γεννάνε νέες ιδεολογίες, νέα εθνικά και ταξικά οράματα και νέες περιπέτειες της ανθρωπότητας μαζί με τα νέα μυαλά που θα τις εκφράσουν, θεωρητικά και πολιτικά.
Σ’ αυτήν την αντίληψη της μετακινούμενης εξουσίας, από το ιερατείο και το μονάρχη βασιλιά της φεουδαρχίας, προς τον σκληρό πυρήνα της ανερχόμενης κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης, προσαρμόζεται σταδιακά, αν και με διαφορετικούς ρυθμούς, το χριστιανικό ιερατείο και γι’ αυτό είτε ως ιουδαίο-ραβινισμός, είτε ως ρωμαιοκαθολικός παπισμός είτε ως ορθόδοξος πατριαρχισμός, βρίσκονται σε διαρκή εμφύλιο πόλεμο όχι τόσο για προσχηματικούς δογματικούς, όσο για εθνικούς, οικονομικούς και εξουσιαστικούς λόγους.
Στο πλαίσιο αυτής της μετεξέλιξης συντελέστηκαν σχίσματα, συγκρούσεις, κατακτητικοί πόλεμοι, και οι ανταγωνιζόμενες σαν κακές συννυφάδες ‘Εκκλησίες του Χριστού’ εξελίχτηκαν στις πιο βάρβαρες τυραννίες που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η ανθρωπότητα βασανίζοντας, καίγοντας και εκτελώντας όποιον αμφισβητούσε το δόγμα, ή ακόμα και αν τολμούσε να εκφράσει κάποια κοινωνική ευαισθησία ή να διαβάσει τις γραφές με διαφορετικό τρόπο από ό,τι τις διάβαζε ο εκάστοτε ραβίνος, καρδινάλιος ή επίσκοπος.
«Αποκεφαλισμός. Κάψιμο στην πυρά. Απαγχονισμός. Στραγγαλισμός. Καταποντισμός (ράψιμο των καταδικασμένων σε σάκους γεμάτους φίδια και ρίξιμό τους σε ποταμό ή θάλασσα. Λιθοβολισμός. Ψήσιμο στη θράκα. Εκδορά. Θανάτωση σε βραστό νερό, λάδι ή πίσσα. Ανάποδη σταύρωση. Παλούκωμα. Κάψιμο με πυρωμένα σίδερα. Φαρμάκωμα. Ευνουχισμός. Τύφλωση. Ακρωτηριασμός. Ρινοτομή. Δουλεία. Ισόβια καταναγκαστικά έργα στα μεταλλεία και για τους τυχερούς ισόβιος εγκλεισμός σε μοναστήρι». Διεξοδικά για τη σχέση της εξουσίας με τα βασανιστήρια στην ιστορία και ιδιαίτερα κατά τον Μεσαίωνα. [Σιμόπουλος Κυριάκος, Βασανιστήρια και εξουσία, Στάχυ, Αθήνα 2003]
Πυκνό σκοτάδι σκέπασε ολόκληρη την Ευρώπη για χίλια περίπου χρόνια, μέχρι που οι καινούργιες ανάγκες και οι καινούργιες δυνατότητες οδήγησαν στην ανακάλυψη των περισωθέντων πνευματικών θησαυρών και έργων της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και ιδιαίτερα των προσωκρατικών φυσικών φιλοσόφων και του Αριστοτέλη που έδωσαν ώθηση στις φυσικές επιστήμες, στην ιατρική και στη φιλοσοφία με επίκεντρο τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα και τον άνθρωπο. Η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός που ακολούθησαν έδειξαν ότι η θρησκευτική σκοταδιστική στασιμότητα οδηγεί στην άβυσσο της παρακμής, σε αντίθεση με την πρόοδο των επιστημών που οδηγεί σ’ ένα δυναμικά εξελισσόμενο καινούργιο κόσμο.
Αυτή η προοπτική διευκόλυνε τις καινούργιες εξελίξεις, οι οποίες άνοιξαν τους ορίζοντες της επιστήμης, της τεχνολογίας και του πολιτισμού που φέρνουν καινούργια και πρωτοποριακή γνώση στα άτομα, στις κοινωνίες και στην ανθρωπότητα, με αποτέλεσμα τον σταδιακό περιορισμό της επίδρασης της θρησκείας στην καθημερινότητά μας. Από τότε η ανθρωπότητα πορεύεται με γρηγορότερους ρυθμούς, και παρά τις τραυματικές εμπειρίες της τους τελευταίους αιώνες, ατενίζει με αισιοδοξία νέους ορίζοντες, οραματίζεται και σμιλεύει αθόρυβα και ανεπαίσθητα ένα ακόμα καλύτερο μέλλον, παρά τα εμπόδια που βάζει σ’ αυτόν τον αγώνα ο σκληρός πυρήνας του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου με σκοπό τη διαιώνιση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Καμιά αυτοκρατορία, καμιά εξουσία, καμιά εξουσιαστική θρησκεία και κανένας ηγεμόνας δεν μπόρεσε ποτέ να σταματήσει τις δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού.
O σκοταδισμός ως «επιστήμη» στη θεοκρατική Ελλάδα της φονικής λιτότητας.
Η απάνθρωπη, εκμεταλλευτική και καταστροφική εξουσία των λίγων πάνω στους πολλούς μοιάζει με τη μυθική Λερναία Ύδρα. Έχει πολλά φονικά κεφάλια που αποδεκατίζουν τον πληθυσμό της Λέρνης και της ευρύτερης περιοχής της Αργολίδας, τα οποία ο λαός της, ως μυθικός Ηρακλής, τα έκοψε με το σπαθί του και με τον αναμμένο δαυλό τα καυτηρίασε για να μην ξαναφυτρώσουν διπλά. Είναι εύκολο να κατανοήσουμε τον ισχυρό συμβολισμό του μύθου, σύμφωνα με τον οποίο η σκοτεινή εξουσία των λίγων με τα πολλά κεφάλια μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με τον φωτεινό δαυλό των πολλών που συμβολίζει τη Γνώση που γίνεται δύναμή τους και ο μεγαλύτερος εχθρός κάθε σκοταδισμού και εξουσίας.
Η σύγχρονη Λερναία Ύδρα έχει κι αυτή πολλά σκοταδιστικά και εξουσιαστικά κεφάλια-ιερατεία που συνεργάζονται για την εκμετάλλευση των εργαζόμενων κοινωνιών αλλά και αλληλοσπαράσσονται για το ποιο από τα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία θα έχει το πάνω χέρι στη μοιρασιά της λείας. Αυτό συμβαίνει διαρκώς και αδιαλείπτως, εδώ και πολλούς αιώνες στο θεοκρατικό κράτος του χριστιανιστάν, από τότε που ο εβραϊκός μύθος του περιούσιου λαού διεπλάκεται με τον ορφισμό, τον πυθαγορισμό και τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα και με τη βία του Ιμπεράτορα Κωνσταντίνου και την πανουργία του Ευσεβίου Καισαρείας κατάφερε να εκτοπίσει τον Ελληνισμό της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της γνώσης και του ανθρωπισμού και να βάλλει στη θέση του το αποκρουστικό κατασκεύασμα του θεοκρατικού παπισμού της Δύσης και του νόθου ‘ελληνοχριστιανισμού’ της βυζαντινής Ανατολής.
Από τότε και μέχρι σήμερα στρατιές ολόκληρες αργόσχολων αγυρτών που συγκροτούνται σε σωτηριολογικές θρησκείες και παρηγορητικές Εκκλησίες ζουν παρασιτικά σε βάρος της εργαζόμενης κοινωνίας, σμιλεύουν θρησκευτικούς μύθους, αόρατες πνευματικές αλυσίδες, κολάσεις και παράδεισους, καίνε βιβλιοθήκες και επιστήμονες και κρατάνε τη γνώση μακριά από τα ποίμνιά τους, γιατί γνωρίζουν πως «αν τα θύματα, τα ψώνια και τα σύμβολα τα αιώνια ξυπνήσουν μονομιάς θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς».
Στη σύγχρονη Ελλάδα η επιρροή της Εκκλησίας έχει παγιδεύσει τα μυαλά των ‘πιστών’ της σε βαθμό που να μπερδεύουν την θρησκευτική με την κομματική κατήχηση και να επιλέγουν τη συντηρητική-θανατόφιλη στάση ζωής. Σε όλα τα σχολεία και σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες ο υποτιθέμενος ιδρυτής και το σύμβολο του εβραιορωμαϊκού χριστιανισμού κρέμονται πάνω από τα κεφάλια των πιστών και υπηκόων ως μεγάλος αδερφός έτοιμος να τιμωρήσει ‘παραβάτες και αμαρτωλούς’.
Το ξεκίνημα κάθε σχολικής χρονιάς δεν το κάνει κάποιος εκπρόσωπος της Πολιτείας ή κάποιος, λαμπρό παράδειγμα και εκφραστής της επιστήμης, αλλά κάποιος αγράμματος παπάς ή παραμορφωμένος ιεράρχης, πράγμα που δημιουργεί σύγχυση στα παιδικά μυαλά για τη σχέση επιστήμης και γνώσης με την θρησκεία και την πίστη. Ακόμα και οι εκλεγμένες κυβερνήσεις δεν ορκίζονται στο όνομα του Ελληνικού Λαού, αλλά στο όνομα του φετίχ της εξουσίας του κεφαλαίου, ενός τρικέφαλου φανταστικού μη-όντος, της λεγόμενης ‘αγίας τριάδας’.
Και η Βουλή των Ελλήνων δεν ξεκινά τις εργασίες της υπό τον συμβολικό εκφραστή της ενότητας των Ελλήνων, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά υπό την απειλή σύσσωμης της πολυπληθούς λεγόμενης ‘διαρκούς ιεράς συνόδου’. Η οποία μάλιστα νουθετεί τους υποτιθέμενους εκπροσώπους του λαού κάνοντας επίδειξη δύναμης, η οποία βέβαια απορρέει από το γεγονός ότι η Εκκλησία ασκεί μεγάλη πολιτική επιρροή στους πνευματικά λεηλατημένους ψηφοφόρους του ‘ποιμνίου’ της, αλλά και στα κόμματα απευθείας και με αυτόν τον τρόπο στέλνει στη Βουλή δεκάδες, ή και εκατοντάδες βουλευτές έτοιμους να γκρεμίσουν κυβερνήσεις αν κάποια επιχειρήσει να θίξει τα άνομα και καταχρηστικά προνόμια του ιερατείου. Κι όλα αυτά συμπορεύονται με το φαινόμενο εκατοντάδες χωριά να μην έχουν σχολειό και δάσκαλο για τα παιδιά τους, ή να έχουν σχολειό χωρίς παράθυρα και θέρμανση, αλλά κανένα χωριό δεν στερείται πανάκριβης και πολυτελούς εκκλησίας και παπά.
Τέλος, για να αρκεστούμε μόνο σε αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα θεοκρατίας, στην Ελλάδα το αργόσχολο παπαδαριό μισθοδοτείται από το δημόσιο ταμείο και όχι από τις εισφορές των πιστών, όπως συμβαίνει σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, παρά το γεγονός ότι η λεγόμενη ‘ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας’ κατέχει αμύθητη κινητή και ακίνητη περιουσία η κοινωνικοποίηση της οποίας θα αρκούσε να μορφωθούν όλοι οι Έλληνες κα να εξαλείψει την φτώχεια από τη χώρα.
Η σύγχρονη Ελλάδα πασχίζει εδώ και πολλές δεκαετίες να χαλαρώσει λίγο από την ασφυκτική πίεση της ολιγαρχικής εξουσίας της κομπραδόρικης μπουρζουαζίας της, από τον λαϊκισμό και τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις των υπό εξωθεσμική πατρωνία τελούντων πολιτικών κομμάτων και από τον σκοταδισμό της εκκλησιαστικής συμμορίας που όλοι μαζί υπηρετούν τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας σε βάρος της εργαζόμενης κοινωνίας.
Όσες φορές όμως κάποιες μετριοπαθείς αστικές ή ‘κεντροαριστερές’ κυβερνήσεις επιχείρησαν κάτω από την λαϊκή πίεση και την αναγκαιότητα των πραγμάτων να ξεχωρίσουν την Εκκλησία από το κράτος, να ξεχωρίσουν τον θρησκευτικό προσηλυτισμό από τη μαθησιακή διαδικασία και το σχολειό, να κοινωνικοποιήσουν την τεράστια εκκλησιαστική περιουσία υπέρ των πενόντων Ελλήνων και να εκλογικεύσουν κάπως τις μεταξύ τους διαπλεκόμενες σχέσεις, άλλες τόσες φορές το παπαδαριό χέρι-χέρι με τη συντηρητική παράταξη και τις ακροδεξιές παραφυάδες της απείλησε, ‘με τη βοήθεια του θεού’-εργαλείου, να ρίξει λάδι στη φωτιά τού, από το 1823 πότε ενεργού και πάντα υποβόσκοντα, εμφύλιου σπαραγμού.
Κι όλα αυτά υποτίθεται για ‘του Χριστού την πίστη την αγία’ η οποία μεταφράζεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρώ για τη μισθοδοσία των έντεκα και πλέον χιλιάδων ρασοφόρων που διαχειρίζονται τεράστια κοινοτικά και κρατικά κονδύλια, αλλά και το χρυσοφόρο παγκάρι από το υστέρημα των λεηλατημένων πιστών προβάτων.
Τελευταία ο ‘υπουργός παιδείας, έρευνας και θρησκευμάτων’ (πίστευε και μη ερεύνα!) κ. Φίλης, απείλησε να αντικαταστήσει το μάθημα των θρησκευτικών -που στην ουσία πρόκειται για κατήχηση της υποτιθέμενης ιστορίας του ‘περιούσιου λαού’ των εβραίων και τον μύθο περί Χριστού που δεν επιβεβαιώνεται ούτε από την ιστορία, ούτε από την επιστήμη, αλλά ούτε και από την απλή Λογική- με το μάθημα της συγκριτικής θρησκειολογίας που θα εφοδίαζε τα παιδιά με την κρίσιμη και χρήσιμη γνώση να επιλέξουν αν χρειάζονται να θρησκεύονται ή να μην θρησκεύονται.
Το κακό είναι ότι μπροστά σ’ αυτό το αυτονόητο η λεγόμενη ιεραρχία θορυβήθηκε, γιατί γνωρίζει ότι η αντικειμενική επιστημονικά έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη γνώση σκορπίζει τους σκοταδιστικούς μύθους και αναστηλώνει την αυτοπεποίθηση των ανθρώπων, η οποία γκρεμίζει μύθους και διαλύει ποίμνια και στρούγκες εγκλωβισμένων στο ψέμα και στην ψευδαίσθηση ανθρώπων, αντί να δεχτεί να δείξει τη δύναμη της υποτιθέμενης δικής της μεταφυσικής αλήθειας.
Το χειρότερο όμως όλων αυτών των τραγελαφικών επεισοδίων και συμβάντων είναι ότι ενώ ο ‘προκαθήμενος’ της λεγόμενης Εκκλησίας της Ελλάδας έκανε, στην από 27 Σεπτεμβρίου 2016 κακογραμμένη, υποκριτική και αντιφατική επιστολή του προς τον πρωθυπουργό, μάθημα για το ρόλο της Εκκλησίας, με πολλές αναφορές του περί «θεολογικής επιστήμης» και περί «επιστημόνων θεολόγων» χωρίς να πάρει μια σχετική απάντηση από την Ακαδημία Αθηνών, τον υποτιθέμενο φύλακα και υπερασπιστή των γραμμάτων και των επιστημών στη χώρα.
Ούτε από μεμονωμένους επιστήμονες εγνωσμένου κύρους, ή από διακεκριμένους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών για την συνειδητή και σκόπιμη αλχημική απόπειρα του προκαθήμενου να εμφανίσει ως επιστήμη τη θεολογία και τους θεολόγους ως επιστήμονες, υπενθυμίζοντάς του ότι Επιστήμη είναι η ορθολογική και μεθοδική έρευνα της συγκεκριμένης φυσικής, κοινωνικής και ανθρώπινης υπαρξιακής πραγματικότητας και η συστηματική οργάνωση της γνώσης που προκύπτει από την έρευνα, το πείραμα και την επαλήθευση-απόδειξη της συγκεκριμένης πραγματικότητας.
Ενώ αντίθετα ως θρησκεία νοείται η τυφλή πίστη σε ένα υποτιθέμενο ύψιστο Όν, η ύπαρξη του οποίου δεν αποδείχνεται ιστορικά, επιστημονικά και λογικά, γιατί αποτελεί κατασκεύασμα κάποιας εξουσίας δια της υποτιθέμενης ‘θείας αποκάλυψης’ που την παρέδωσε τάχα ο υποτιθέμενος θεός στον υποτιθέμενο Χριστό, ο υποτιθέμενος Χριστός στον υποτιθέμενο άγγελό του, ο υποτιθέμενος άγγελος στον υποτιθέμενο εκστασιαζόμενο Ιωάννη και ο υποτιθέμενος εκστασιαζόμενος Ιωάννης στον υποτιθέμενο συνεκστασιαζόμενο μαθητή του τον Πρόχορο.
Ο θεολόγος Μπέγζος ορίζει την θρησκεία ως σχέση του ανθρώπου με τον θεό, χωρίς ωστόσο να μας εξηγήσει ποιος και γιατί διαμεσολάβησε και ποιόν άλλον εξυπηρετεί τελικά αυτή η σχέση εκτός από την δημιουργό του θεού-εργαλείου, δηλαδή την μόνη υπαρκτή οικονομικοκοινωνικοπολιτική εξουσία. Η Χριστιανική Φοιτητική Δράση προσθέτει: ‘Θρησκεία είναι η φυσική και τέλεια, η ολόψυχη στροφή και αφοσίωση του ανθρώπου στο Θεό, ώστε να νοιώθει ο άνθρωπος και με αυτή τη στροφή του προς το Θεό να ομολογεί, πως χωρίς το Θεό δεν μπορεί να ζει, δεν μπορεί να ζει ευτυχισμένος, χαρούμενος και ειρηνικός’.
Κανένας από όλους αυτούς τους υποκριτές δεν μας είπε πόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν ταπεινωμένοι και δυστυχισμένοι και πόσα εκατομμύρια συνάνθρωποί μας πεθαίνουν κάθε χρόνο από την πείνα και τους πολέμους που γίνονται στο όνομα κάποιου υποτιθέμενου θεού, κάποιου φετίχ της εξουσίας των εκμεταλλευτών-εξουσιαστών και μακελάρηδων της ανθρωπότητας.
Όπως και κανένας από τα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία και τους διανοούμενους-παραδουλεύτρες τους δεν θα μας πει ότι η αμφισβήτηση των θρησκευτικών μύθων και των εξουσιαστικών ιδεολογιών δεν είναι έργο κάποιων κακών ‘αθέων’ γιατί δεν υπάρχουν άθεοι, αφού θεοί δεν υπάρχουν, παρά μόνο απάνθρωπες και καταστροφικές εξουσίες και συνεπώς η αναζήτηση της αλήθειας για τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα μπορεί να είναι μόνο έργο ανθρώπων που αγωνίζονται για την κοινωνική ισότητα, την πραγματική κοινωνική δημοκρατία, την αταξική κοινωνία και τον ανθρωπισμό με την έννοια του οικουμενικού ουμανισμού.
Όπως και κανένας δεν θα μας πει ότι το λεγόμενο ‘θρησκευτικό φαινόμενο’ που επικαλείται ο προκαθήμενος και η παρέα του δεν είναι παρά ένα εφεύρημα των εκάστοτε εξουσιών που γίνεται ευκαιρία επαγγελματικής αποκατάστασης αργόσχολων θεολόγων, παπάδων και θεολογούντων με σκοπό την εξαπάτηση των ‘πιστών’ και την διευκόλυνση της εκμετάλλευσης των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, με κατάληξη τη σημερινή βαρβαρότητα.
Οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, τα θύματα της σκοταδιστικής καπιταλιστικής βαρβαρότητας συνειδητοποιούμε μέρα τη μέρα την καταστροφικότητα των σκοταδιστικών μύθων, των κομματικών ιδεολογιών και των δοτών πολιτικών διαχειριστών του κεφαλαίου, που λειτουργούν ως διαμεσολαβητές εξαπάτησης των κοινωνιών και γι αυτό όλο και περισσότεροι, όλο και περισσότερο πυκνώνουμε τις γραμμές του αγώνα για την αποκαπιταλιστικοποίηση μαζί και την αποθρησκειοποίηση του μυαλού μας, ως ικανή και αναγκαία συνθήκη για την οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου, του κόσμου της κοινωνικής ισότητας, των κοινών αγαθών χωρίς σκιάχτρα και εξουσίες, χωρίς αφεντικά και δούλους, χωρίς ηγεμόνες και υποτελείς.
Ο Μεσσίας του Καίσαρα: η Ρωμαϊκή Συνομωσία για την Εφεύρεση του Ιησού
Ποιος ήταν ο Ιησούς; Γιατί δεν υπάρχει καμία ιστορική και αρχαιολογική απόδειξη της ύπαρξής του; Ποιος έγραψε τα Ευαγγέλια; Γιατί γράφθηκαν στα Ελληνικά και όχι στα Εβραϊκά ή στα Αραμαϊκά; Πώς κι έγινε η Ρώμη το κέντρο της χριστιανικής θρησκείας; Γιατί οι πρώτοι χριστιανοί Πάπες και οι πρώτοι άγιοι ήταν όλοι μέλη της αυτοκρατορικής Ρωμαϊκής οικογένειας των Φλαβίων; Αυτές είναι μόνο μερικές από τις ερωτήσεις που ο ερευνητής Joseph Atwill και συγγραφέας του ανατρεπτικού βιβλίου Caesar’s Messiah: The Roman Conspiracy to Invent Jesus (Ο Μεσσίας του Καίσαρα: η Ρωμαϊκή Συνομωσία για την Εφεύρεση του Ιησού) προσπαθεί να ρίξει φως παρουσιάζοντας νέους δρόμους στην κατανόηση της δημιουργίας του χριστιανισμού, στη φύση της Καινής Διαθήκης, στο ποιος ήταν και αν υπήρχε ο πραγματικός Ιησούς και υποστηρίζονται ότι η Δευτέρα Παρουσία έχει ήδη γίνει.
Με λίγα λόγια ο συγγραφέας μαζί με μία ομάδα αξιόλογων ιστορικών και ερευνητών της εποχής που παρουσιάστηκε ο χριστιανισμός σαν μια «νέα» θρησκεία στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αποδεικνύει μέσα από τις πηγές ότι δεν υπάρχει ιστορικό υπόβαθρο σε αυτό σήμερα αποκαλείται ο Ιησούς Χριστός και ότι απλά πρόκειται για μία εφεύρεση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εξουσίας και συγκεκριμένα της οικογένειας των Φλαβίων.
Όχι μόνο αυτό, αλλά ο χριστιανισμός δεν είναι κάτι διαφορετικό από όλες τις σύγχρονες για την εποχή εκείνη παγανιστικές θρησκείες, αλλά ντυμένος με άλλο όνομα. Ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν κατασκευασμένο μυθιστορηματικό χαρακτήρα και μάλιστα υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις για αυτό το γεγονός, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας Joseph Atwill και η ομάδα του. Ο λόγος που είχε η αυτοκρατορική οικογένεια των Φλαβίων να κατασκευάσει στην ουσία μία «νέα» θρησκεία ήταν ο εξής: να προσφέρει ένα όραμα στο πρόσωπο ενός «ειρηνικού Μεσσία» που θα ήταν μία εναλλακτική παρουσία σε σύγκριση με τους επαναστατικούς ηγέτες του Ισραήλ τον πρώτο αιώνα και οι οποίοι αποτελούσαν σοβαρή απειλή στην πολιτική σταθερότητα και ειρήνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο συγγραφέας αναφέρει πως «το βιβλίο μου δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κριτική στην πίστη των σύγχρονων χριστιανών. Ένιωσα ότι είχα υποχρέωση να παρουσιάσω τα αποτελέσματα των ερευνών μου, εφόσον θεωρώ πως αυτά θα ρίξουν φως στις ρίζες και το λόγο που υπάρχει σήμερα αντι-σημιτισμός και στον τρόπο που οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την προπαγάνδα για να ελέγχουν τις μάζες. Αν και δεν είμαι κοντά πλέον στην Καθολική πίστη, η μελέτη μου για τον χριστιανισμό δεν σταμάτησε ποτέ. Στη διάρκεια της ζωής μου έχω διαβάσει περίπου 600-700 βιβλία σχετικά με τον ιστορική Ιησού και τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, αλλά κανένα από αυτά δεν με έκανε να κατανοήσω και να μάθω κάτι ουσιαστικό σχετικά με το πώς παρουσιάστηκε η θρησκεία αυτή ή ποιος ήταν ο ιδρυτής της»
Ο συγγραφέας λέει ότι όσο περισσότερο διάβαζε σχετικά με τις ρίζες του χριστιανισμού έβλεπε όλο και περισσότερο ότι το πώς ξεκίνησε η συγκεκριμένη θρησκεία ήταν ακόμα ένα ζήτημα ανοικτό. Ο Atwill βρίσκεται εκτός της αρκετά διαδεδομένης άποψης λοιπόν ότι ο χριστιανισμός ξεκίνησε σαν κίνημα από τις κατώτερες τάξεις κάποιων επαναστατικών Ιουδαίων διδασκάλων τον 1ο αι. κ.κ.ε. Αυτό που έκανε τον Atwill περισσότερο σκεπτικιστή είναι το γεγονός ότι ακριβώς την ίδια στιγμή που οι ακόλουθοι του Ιησού οργανώνονταν μέσα στα πλαίσια μίας θρησκείας οδηγώντας τα μέλη της να «γυρίσουν και το άλλο μάγουλο» και να δώσουν «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» μία άλλη Ιουδαϊκή ομάδα διενεργούσε έναν θρησκευτικό πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων και βρισκόταν στην αναζήτηση ενός Μεσσία που θα είχε στρατιωτικό ηγετικό ρόλο.
Ο Atwill συμπληρώνει: «Φαίνεται πιθανό για μένα ότι δύο διαμετρικά αντίθετες μορφές του μεσσιανικού Ιουδαϊσμού προέρχονται από την Ιουδαία την ίδια εποχή. Για αυτό το λόγο άρχισα να έχω ενδιαφέρον για τα κείμενα της Νεκρής Θάλασσας.» Αυτό που τον βοήθησε σε αυτό είναι ότι ξεκίνησε να μελετάει στο ιστορικό πλαίσιο εκείνης της εποχής. Τότε ήταν που ο συγγραφέας βρέθηκε μπροστά σε κάτι που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μελέτη του: «όταν διάβαζα το έργο του Ιώσηπου Φλαβίου, Ιστορία των Ιουδαϊκών Πολέμων και ιδιαίτερα το σημείο που περιγράφεται η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον αυτοκράτορα Τίτο το 70 κ.ε. θυμάμαι ότι παρατήρησα κάποιες ενδιαφέρουσες παράλληλες αναφορές μεταξύ της εκστρατείας του Τίτου και του έργου του Ιησού. Προσπάθησα να προσεγγίσω τα Ευαγγέλια με μία νέα ματιά, σαν να μην τα είχα ξαναδιαβάσει ποτέ στη ζωή μου και αφήνοντας πίσω μου κάθε προκατάληψη ή σχηματισμένη ιδέα που είχα για αυτά.»
Αυτό ήταν και που οδήγησε τον συγγραφέα στην συγγραφή του βιβλίου του αντιλαμβανόμενος το συμβολικό περιεχόμενο των Ευαγγελίων τα οποία αποκάλυπταν τη μυστική ιστορία του Δυτικού πολιτισμού. Αυτή η προσέγγιση βοήθησε τον συγγραφέα να αναγνωρίσει τα τυπολογικά χαρακτηριστικά και των δύο κειμένων. Αυτό που ακολουθεί είναι μία σύντομη σχετικά περίληψη αυτού που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας στο βιβλίο του “Caesar’s Messiah” η κεντρική ιδέα του έργου είναι ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ένας φανταστικός μυθιστορηματικός χαρακτήρας και όχι ένα ιστορικό πρόσωπο.
Στα Ελληνικά -που αποτελούν και τη γλώσσα των Ευαγγελίων- η λέξη Ιησούς αναφέρεται στον Σωτήρα και η λέξη Χριστός αναφέρεται στον Μεσσία και ο τίτλος του Χριστού ήταν ήδη γνωστός στους Εβραίους πολύ πριν τον υποτιθέμενο ερχομό του Ιησού. Επιπλέον, μέχρι τώρα δεν υπάρχει κάποια αρχαιολογική απόδειξη αποδεκτή ευρέως για την ιστορικότητα του Ιησού και ό,τι πραγματικά γνωρίζουμε μέχρι σήμερα για αυτό το πρόσωπο είναι μέσα από την αφήγηση των Ευαγγελίων.
Αν και τα Ευαγγέλια, συνεχίζει ο συγγραφέας, φαίνεται να είναι μία ιστορική αφήγηση αυτό που είναι στην πραγματικότητα έχει να κάνει με ένα και όχι και τόσο γνωστό είδος φανταστικής λογοτεχνίας που ονομάζεται τυπολογία. Η τυπολογία συνδέεται με την συγγραφή απλών ιστοριών που βασίζουν την αφήγησή τους από τον έναν χαρακτήρα στην ιστορία ενός άλλου χαρακτήρα με αρχετυπικό τρόπο. Μόλις κάποιος κατανοήσει ότι τα Ευαγγέλια αποτελούν ένα δείγμα τυπολογικής λογοτεχνίας, είναι εύκολο να αντιληφθεί ότι κάθε επεισόδιο της δράσης του Ιησού ήταν βασισμένο σε περιστατικά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής εκστρατείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τίτου στην Ιουδαία.
Η τυπολογία που συνδέει τον Ιησού και τον Τίτο στα Ευαγγέλια δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπίσει κάποιος και το γεγονός ότι έχει παραβλεφθεί εδώ και 2.000 είναι απίστευτο. Αυτή η παράβλεψη είναι ιδιαίτερα περίεργη στο γεγονός ότι τα Ευαγγέλια είναι διαμορφωμένα πάνω σε μία άμεση σύνδεση μεταξύ του Ιησού και του Τίτου και των προφητειών που αφορούν τον Υιό του Ανθρώπου.
Και ενώ οι χριστιανοί πιστεύουν ότι ο χαρακτήρας των Ευαγγελίων είναι θεϊκός, στην ουσία δεν είναι αυτό που είπε ο Ιησούς Χριστός. Ο Ιησούς δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ήταν ο Μεσσίας, και μάλιστα απέφυγε να το παραδεχθεί. Ο Ιησούς αντίθετα έλεγε ότι «ο Υιός του Ανθρώπου» ένας τίτλος που αποδιδόταν στον Ιουδαϊκό Μεσσία και προέρχεται από τις προφητείες του Δανιήλ θα ερχόταν πριν από τη γενιά στην οποία μιλούσε.
Εφόσον οι Εβραίοι εκείνης της εποχής θεωρούσαν μία γενιά σαν τα τελευταία 40 χρόνια, αυτό που έλεγε ο Ιησούς είναι ότι ο Υιός του Ανθρώπου θα εμφανιστεί μέσα σε 40 χρόνια από την μέρα του δικού του θανάτου, το Πάσχα του 33 κ.ε. Ο Ιησούς επίσης προέβλεψε καθαρά το τι θα συμβεί με τον ερχομό του Υιού του Θεού. Προφήτεψε ότι κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Υιού του Ανθρώπου οι πόλεις της Γαλιλαίας θα καταστραφούν, η Ιερουσαλήμ θα περιβληθεί με ένα τοίχος και ο Ναός θα καταστραφεί.
Στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τι ακριβώς εννοούσε ο Ιησούς, οι Χριστιανοί ερμήνευσαν αυτή την επίσκεψη του Υιου του Ανθρώπου σαν τη «Δευτέρα παρουσία» του Ιησού Χριστού. Όμως, υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα με αυτή την άποψη -ο Ιησούς δεν εμφανίστηκε μέσα σε αυτό το διάστημα για το οποίο μίλησε. Οι Χριστιανοί προσπάθησαν να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα λέγοντας ότι ο Ιησούς θα έρθει κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά αυτό είναι βέβαια παράλογο. Ο Ιησούς ήταν αρκετά ακριβής όταν έλεγε ότι ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει μέσα σε 40 χρόνια μετά τη δική του εποχή. Έτσι, γεννάται το ερώτημα, ποιος είναι ο Υιός του Ανθρώπου που ο Ιησούς πρόβλεψε ότι οι χριστιανοί θα λατρεύουν για 2.000 χρόνια;
Το πραγματικό όνομα του Μεσσία Χριστού είναι Τίτος Φλάβιος
Το μοναδικό άτομο στην ιστορία που εκπλήρωσε όλες τις προβλέψεις που έκανε ο Ιησούς οι οποίες αφορούν τον Υιό του Ανθρώπου και τις εκπλήρωσε ακριβώς μέσα στο δεδομένο χρονικό πλαίσιο, ήταν ο αυτοκράτορας Τίτος Φλάβιος. Ο Τίτος κατέστρεψε τις πόλεις της Γαλιλαίας, έχτισε γύρω από τη Ιερουσαλήμ ένα τείχος και κατέστρεψε τον Ναό «χωρίς να αφήσει πέτρα επί πέτρας»
(εικ. κάτω: για να γιορτάσουν ανάλογους στρατιωτικούς θριάμβους, αλλά και για λόγους προπαγάνδας, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, ένα θριαμβετικό τόξο ανεγερθηκε στη Ρωμαϊκή Αγορά. Σε ένα από τα διακοσμητικά ανάφλυφα απεικονίζεται σκηνή μεταφοράς λάφυρων που προέρχονται από το Ναό του Σολομώντα.)
Στην πραγματικότητα, η εκστρατεία του Τίτου τελείωσε με την καταστροφή της πόλης Μασάντα το Πάσχα του 73 κ.ε. ακριβώς 40 χρόνια μετά την σταύρωση του Ιησού. Επιπλέον, οι προβλέψεις του Ιησού σχετικά με τον Υιό του Ανθρώπου απηχούνται σε όλους τους ιστορικούς της εποχής του Τίτου. Κάθε ένας από αυτούς υποστήριζε ότι ο Τίτος ήταν ο Χριστός, ο Μεσσίας που οι προφητείες στην Ιουδαϊκή λογοτεχνία προέλεγαν -οι ίδιες προφητείες που ο Ιησούς ανέφερε στις δικές του προβλέψεις σχετικά με τον ερχομό του Υιού του Ανθρώπου.
Έχοντας βάση αυτά, δεν προξενεί και έκπληξη ότι τα περιστατικά που αφορούν τη ζωή του Ιησού βασίζονταν πάνω στην εκστρατεία του Τίτου. Ιδιαίτερα αν σκεφθεί κανείς ότι ο πρώτος Χριστιανός Πάπας και οι άγιοι ήταν μέλη της αυτοκρατορικής αυλής του Τίτου. Αυτό που προξενεί έκπληξη είναι το γεγονός ότι οι Χριστιανοί και οι ειδικοί έχουν παραβλέψει κάτι τόσο προφανές, όπως το γεγονός ότι τα Ευαγγέλια υποστηρίζουν ακριβώς τα ίδια πράγματα με τους ιστορικούς της αυλής του Φλαβίου ότι δηλ. ο Τίτος είναι ο Χριστός.
Τώρα λοιπόν γνωρίζετε, συνεχίζει ο Atwill, την πραγματική ταυτότητα του Υιού του Ανθρώπου. Αν θέλετε να μάθετε την πραγματική ταυτότητα του Ιουδαίου Μεσσία που σταυρώθηκε στον σταυρό -του οποίου το όνομα δεν είναι Ιησούς- έχω αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφαίλαιο σχετικό στο βιβλίο μου. Σας προσκαλώ να συζητήσετε μαζί μου τις ιδέες μου στο μπλογκ μου: http://caesarsmessiah.com/blog»
Το βιβλίο του Atwill include Caesar’s Messiah βρίσκεται στις πρώτες θέσεις πωλήσεων στην Αμερική στην κατηγορία βιβλίων θρησκευτικής ιστορίας και έχει ήδη μεταφραστεί και στα Γερμανικά. Συνδυαστικά με το βιβλίο κυκλοφορεί επίσης και ένα επεξηγηματικό ντοκιμαντέρ του οποίου μπορείτε να δείτε:
«Κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν
οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ
ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα». Ηράκλειτος
«Είναι πράξη αρετής να εξαπατάς και να ψεύδεσαι,
όταν με τέτοια μέσα μπορεί να προωθηθεί το
συμφέρον της Εκκλησίας». Ευσέβιος, Επίσκοπος Καισαρείας
«Ο Μ. Κωνσταντίνος τα ιερά και πάντας τους ναούς των Ελλήνων κατέστρεψε: Τους δε ναούς των Ελλήνων, πάντας κατέστρεψε έως εδάφους ο αυτός Θεοδόσιος βασιλεύς… Πολλά δε ιερά (των Ελλήνων) εποιήσεν (χριστιανικές) εκκλησίας και ηυξήθην τα των χριστιανών πλέον επί της βασιλείας αυτού… Τον δε ναό της Αρτέμιδος εποίησεν ταβλοπαρόχιον τοις κιττίζουσιν…τον δεν της Αφροδίτης ναόν εποίησεν καρουχαρείον του επάρχου των πραιτωρίων, κτίσας πέριξ οσπήτια και κελεύσας δωρεάν μένειν εν αυτοίς τα πάνυ πενιχράς πόρνας.
Διωγμὸς γέγονεν Ελλήνων μέγας, και πολλοί εδημεύθησαν και εκ τούτου πολύς φόβος γέγονεν. Εθέσπισε δε ο αυτός βασιλεύς (Ιουστινιανός) ώστε μη πολιτεύεσθαι τους ελληνίζοντας, τους δε των άλλων αιρέσεων όντας αφανείς γενέσθαι της Ρωμαϊκής πολιτείας, προθεσμίαν τριών μηνών λαβόντας εις το γενέσθαι αυτοὺς κοινωνούς της ορθοδόξου πίστεως. Επί δε της υπατείας τού αυτού Δεκίου, ο αυτός βασιλεύς θεσπίσας πρόσταξιν έπεμψεν εν Αθήναις, κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν μήτε νόμιμα εξηγείσθαι. Συσχεθέντες Έλληνες περιεβωμίσθησαν και τα βιβλία αυτών κατεκαύθη και εικόνες των μυσερών θεών αυτών και αγάλματα». Ιωάννης Μαλάλας «Χρονογραφία» Λόγος 13ος & 18ος
Χριστιανισμός: Γενηθήτω Αυτοκρατορική Θρησκεία
Υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη ιστορική μαρτυρία που αναγκαστικά γίνεται αποδεκτή και από τα ιερατεία του χριστιανισμού, σύμφωνα με την οποία «τα παλιότερα σωζόμενα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, είναι αλήθεια, δεν χρονολογούνται πέρα από τα μέσα του 4ου αιώνα μ.κ.ε.». Αυτή η ιστορική πραγματικότητα αποκαλύπτει ότι οι όποιες μεταχρονολογημένες προσπάθειες του ιουδαίο-χριστιανισμού, αλλά και μερίδας της ρωμαϊκής συγκλήτου, κατά τους δυό-τρεις πρώτους αιώνες να καταστεί θρησκεία της αυτοκρατορίας σκόνταψαν στην άρνηση της Ρώμης να αποδεχτεί την εβραϊκή μυθολογία της Παλαιάς Διαθήκης.
Κι αυτό γιατί η Ρώμη διεκδικούσε να είναι αυτή κι όχι η Ιερουσαλήμ, το κέντρο της θρησκείας και η έδρα του θεού, όπως ήταν το κέντρο της εξουσίας και η έδρα του αυτοκράτορα. Γι’ αυτό «η αληθινή ιστορία του χριστιανισμού κρύφτηκε σε μια από τις μεγαλύτερες μαύρες τρύπες της ιστορίας. Υπάρχει, ωστόσο, ένας λόγος για τον οποίο δεν υπήρχε Καινή Διαθήκη μέχρι τον 4ο αιώνα, κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είχε γραφτεί μέχρι τότε και εδώ έχουμε βρει αποδείξεις για μια από τις μεγαλύτερες διαστρεβλώσεις όλων των εποχών. Ήταν ο Βρετανός-γεννημένος Φλάβιος Κωνσταντίνος (αρχικά Custennyn ή Custennin) (272-337) ο οποίος επέβαλε τη σύνταξη των κειμένων που σήμερα ονομάζονται Καινή Διαθήκη.
Το κυριότερο πρόβλημα του Κωνσταντίνου ήταν η ανεξέλεγκτη σύγκρουση μεταξύ των εκπροσώπων των διαφόρων Εκκλησιών που πίστευαν σε πολλούς θεούς. Η πλειονότητα των σύγχρονων χριστιανών συγγραφέων αποσιωπούν την αλήθεια για την ανάπτυξη της θρησκείας τους με σκοπό να αποκρύψουν τις προσπάθειες του Κωνσταντίνου να τιθασεύσει τον επαίσχυντο χαρακτήρα των επισκόπων, τους οποίους τώρα αποκαλούν ‘Πατέρες της Εκκλησίας’».
Αυτή η ιστορική πραγματικότητα ακυρώνει ως κατασκευασμένες και ψευδείς όλες τις πληροφορίες και τους σχετικούς μύθους περί ιστορικότητας Χριστού και ύπαρξης του χριστιανισμού από τον 1ο αιώνα και μας προσγειώνει στην πραγματικότητα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο παγανιστής και αυτοπροβαλλόμενος ως θεός Ήλιος, Imperator Caesar Flavius Clavdius Valerius Aurelius Constantinus Augustus. Ο οποίος, όπως είναι γνωστό, έγινε αυτοκράτορας με στρατιωτικό πραξικόπημα του πατέρα του, δολοφόνησε όσους υποπτευόταν ως πιθανούς διεκδικητές του θρόνου ακόμα και τον πεθερό του, τον κουνιάδο του, τη γυναίκα του, τον γιο του, τον γαμπρό του και τον ανεψιό του.
Ο Κωνσταντίνος διατηρούσε το αξίωμα του pontifex maximus της κύριας θεότητας του ρωμαϊκού κράτους του Δία, που αποτελούσε το ανώτατο αξίωμα της αυτοκρατορικής θρησκείας, αλλά για να διατηρήσει τον θρόνο του ακολούθησε το παράδειγμα του μυθικού Σαούλ και αλλαξοπίστησε, ισχυριζόμενος, σύμφωνα με το βιογράφο του, τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο, ότι είδε ‘θαύμα στον ουρανό’ λίγο πριν τη γνωστή μάχη στη γέφυρα της Μουλβίας, έξω από την Ρώμη τον Οκτώβριο του 312 της νέας χρονολογίας.
Προσποιήθηκε, όπως τον συμβούλεψαν οι σύμβουλοί του, ότι είδε όραμα με τον σταυρό και την «εν τούτω νίκα» εντολή του υποτιθέμενου αληθινού θεού και από διώκτης των δούλων-χριστιανών που επαναστατούσαν εναντίον του, έγινε προστάτης τους. Χάραξε μάλιστα τον σταυρό στις ασπίδες τους, για να τους κερδίσει ως στρατιώτες εναντίον των στρατευμάτων του συναυτοκράτορός του Μαξεντίου, τον οποίο και νίκησε και μπήκε θριαμβευτής στη Ρώμη.
Μέχρι την ίδρυση, από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, της Κωνσταντινούπολης και τη μεταφορά της έδρας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην ‘Νέα Ρώμη’ υπήρχε στην αυτοκρατορία ένας ολόκληρος γαλαξίας συγκροτημένων θρησκευτικών δογμάτων, εκκλησιών κι αιρέσεων που ζούσαν παρασιτικά σε βάρος των φτωχών, φοβισμένων κι αγράμματων ανθρώπων και αλληλοσπαράσσονταν μεταξύ τους, όχι τόσο για δογματικούς λόγους, όσο για το «σε ποιον ανήκουν οι ναοί και οι περί τους ναούς τίτλοι και τα αγροτεμάχια» με αποτέλεσμα την αδυναμία της κεντρικής διοίκησης να επιβάλλει με ενιαίο τρόπο την πολιτική της στους υποταγμένους λαούς πολλών διαφορετικών θρησκευμάτων και εθνοτήτων.
Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να λύσει οριστικά το πρόβλημα της πολυθεΐας-πολυθρησκείας και γι’ αυτό συγκάλεσε, το 325, την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βηθυνίας, στην οποία φέρεται και να προήδρευσε σε μερικές αρχικές συνεδριάσεις, με την ιδιότητα του «υπό του Θεού καθιστάμενος επίσκοπος των εκτός αν είην» και εκφώνησε τον εναρκτήριο λόγο που του είχε γράψει ο Ευσέβιος. Ο Ευσέβιος ο Καισαρείας (265-340), ο λεγόμενος και ‘πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας’, είναι ο πρώτος που, με εντολή και για λογαριασμό του μονοκράτορα Κωνσταντίνου, συναρμολόγησε σε ‘ενιαία ιστορία’ όλους τους σκόρπιους ιουδαιο-μεσσιανικούς χριστιανικούς μύθους, κάποιες από τις ανατολίτικες φιλοσοφίες, τις νεοπλατωνικές θεωρίες και πολλές από τις αρχαίες παγανιστικές δοξασίες και κατασκεύασε τον χριστιανισμό, ως νέα ενιαία ιδεολογία της κοσμοκράτειρας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Μέχρι το συνέδριο της Νίκαιας, η ρωμαϊκή αριστοκρατία λάτρευε δυο Έλληνες θεούς, τον Απόλλωνα και τον Δία, αλλά ο λαός λάτρευε ως θεό τον Ιούλιο Καίσαρα και τον θεό Ήλιο, τον Μίθρα [ο Καίσαρ είχε θεοποιηθεί από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο μετά τον θάνατό του (15 Μαρτίου 44 π.κ.ε.) και στη συνέχεια λατρευόταν ως ο Θεός Julius ‘αυτός που σπέρνει τον σπόρο’ δηλαδή ήταν ένας φαλλικός θεός] Κάποια γεύση για το πνεύμα που κυριάρχησε σ’ αυτήν τη Σύνοδο μας δίνει ο ίδιος Ευσέβιος, ο επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης, ο οποίος ονομάζεται και Ευσέβιος ο Παμφίλου, έμπιστος και όργανο του Κωνσταντίνου, γνωστός και ως ‘Πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας’, όταν διακηρύσσει ότι: «Είναι πράξη αρετής να εξαπατάς και να ψεύδεσαι, όταν με τέτοια μέσα μπορεί να προωθηθεί το συμφέρον της Εκκλησίας» δηλαδή της εξουσίας. Ας θυμηθούμε πως το ίδιο φέρεται ότι διακήρυττε και ο Παύλος, οπότε το ερώτημα ποιος δημιούργησε το μύθο και τους πρωταγωνιστές του βρίσκει την απάντησή του.
Σύμφωνα με τον από πεποίθηση ψεύτη συγγραφέα του πεντάτομου έργου με τίτλο Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσέβιο Καισάρειας, στη Σύνοδο έλαβαν μέρος 250, ενώ κατά τον Ευστάθιο Αντιοχείας έλαβαν μέρος ‘περίπου 270’ και κατά τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας 318 αριθμός που γίνεται αποδεκτός από τους μεταγενέστερους ιστορικούς [«…ένα ασυνάρτητο τσούρμο ηλιθίων, όπως επίσκοποι, ιερείς, διάκονοι, υποδιάκονοι, στενοί συνεργάτες, μάγοι και εξορκιστές συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν και να αποφασίσουν πάνω σε ένα ενιαίο σύστημα πεποιθήσεων που θα περιλάμβανε μόνο ένα Θεό» αναφέρεται στο: Catholic Encyclopedia, ό.π.] Οι συνοδικοί ήταν εκπρόσωποι από όλα τα θρησκευτικά δόγματα, Εκκλησίες και αιρέσεις.
Αντικείμενο της Συνόδου ήταν η επεξεργασία δύο χιλιάδων διακοσίων τριάντα ένα (2.231) θρησκευτικών κειμένων που είχαν φέρει μαζί τους οι σύνεδροι και αναφέρονταν σε θρύλους για θεούς, σωτήρες, μεσσίες και προφήτες, μεταξύ των οποίων οι κυριότεροι ήταν οι: Δίας, Μίθρας, Καίσαρας, Θορ, Μίνωας, Κρόνος, Ρα, Όσιρις, Ίσις, Απόλλωνας, Άρης, Αθηνά, Ταύρος, Ποσειδώνας, Ήφαιστος, Άτις, Ίντρα, Ερμής, Εκάτη, Βάαλ, Ηρακλής, Άδωνης, Διόνυσος, Ήσους, και Κρίσνα.
«Ο κλήρος στη σύνοδο της Νίκαιας βρισκόταν υπό το καθεστώς του διαβόλου ήταν ένα σώμα ασυνάρτητων ηλιθίων και η σύνοδος προστάτευε τις πιο ποταπές αχρειότητες». Watson Richard, An Apology for Christianity, 1776. «Εκτός από τον Κωνσταντίνο και τον έμπιστό του Ευσέβιο, δεν υπήρχαν εκεί παρά αγράμματα, ασήμαντα πλάσματα, που δεν καταλάβαιναν τίποτα». Bishop J. W. Sergerus, Secrets of the Christian Fathers, 1685, παρατίθεται στο: Bushby Tony, The forged Origins ό.π.
Η ουσιαστική Σύνοδος διήρκεσε δύο μήνες, αλλά δεν υπήρξε συμφωνία για ένα νέο θρησκευτικό δόγμα και για ένα νέο θεό που θα είχαν στοιχεία από όλα τα δόγματα και θα ικανοποιούσαν όλες τις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Οπότε κατέφυγαν στην επιλογή θεού με τη μέθοδο της ψηφοφορίας, η οποία κράτησε 17 μήνες χωρίς αποτέλεσμα. Όταν επέστρεψε ο Κωνσταντίνος, «είχαν επιτέλους επικρατήσει πέντε ονόματα: Kαίσαρας (Ceasar), Kρίσνα (Krishna), Mίθρας (Mithra), Ώρος (Horus) και Δίας (Zeus)».
Για όσους πασχίζουν να θεωρούν τη Σύνοδο της Νικαίας ως Σύνοδο των ‘Πατέρων του χριστιανισμού’ αξίζει να προσέξουν πως κανένας από τους συνέδρους δεν πρότεινε ούτε τον Γιαχβέ ούτε τον Χριστό για θεό της νέας θρησκείας, ενώ αντίθετα προτάθηκε σχεδόν ολόκληρο το δωδεκάθεο του Ολύμπου, πράγμα ενδεικτικό για το θρησκευτικό χάος της εποχής εκείνης, όπου οι εννιά στους δέκα κατοίκους ήσαν αγράμματοι.
Για την αντιμετώπιση της δυστοκίας της Συνόδου να καταλήξει σε κάποιο όνομα θεού, αναγκάστηκε να παρέμβει ο ίδιος ο αυτοκράτορας και να υποδείξει στη Σύνοδο να επιλέξει ένα όνομα που θα ικανοποιεί τόσο τους λαούς της Δύσης όσο και αυτούς της Ανατολής. Αλλά και μετά από την αυτοκρατορική υπόδειξη η Σύνοδος με δυσκολία και με ισχνή πλειοψηφία, με ψήφους 161 έναντι 157, κατάληξε στην επιλογή του ονόματος του θεού της νέας ενιαίας θρησκείας, του Ήσους Κρίσνα (Hesus Krisna), που σταδιακά εξελίχτηκε σε Ήσους Κράιστ (Hesus Christ), Τζέσους Κράιστ (Jesus Christ), που στα ελληνικά αποδόθηκε ως Ιησούς Χριστός.
Μετά από αυτήν την εξέλιξη που δυο παλιοί παγανιστικοί θεοί μετατρέπονται στον ένα και μοναδικό θεό, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος φέρεται να είπε στον Ευσέβιο: «Μελέτησε αυτά τα βιβλία και κράτα από αυτά ό,τι είναι καλό. Αλλά ό,τι είναι κακό, πέτα το. Ό,τι είναι καλό σ’ ένα βιβλίο, ένωσέ το με ό,τι είναι καλό στο άλλο βιβλίο. Κι αυτό που θα προκύψει θα πρέπει να ονομαστεί το Βιβλίο όλων των Βιβλίων. Και θα πρέπει να γίνει το δόγμα των υπηκόων μου, το οποίο θα εισηγηθώ σε όλο το έθνος και έτσι θα σταματήσει κάθε πόλεμος για θρησκευτικούς σκοπούς».
Ο Ευσέβιος, με τη βοήθεια μεγάλου επιτελείου θεολόγων και θεολογούντων γραφιάδων [εβδομήκοντα δυο] μελέτησε, έκοψε, έραψε και ένωσε τους θρύλους και τους μύθους όλων των θρησκευτικών δογμάτων του κόσμου που είχαν φέρει μαζί τους οι αξιωματούχοι των δογμάτων. Αντλώντας τις πληροφορίες από τα χειρόγραφα των επισκόπων και ανακατεύοντας ανατολικές και δυτικές παραδόσεις, πέτυχε να διαμορφώσει μια θρησκεία γύρω από έναν Μεσσία και Υιό Θεού, που θα ήταν η θρησκεία ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Ο Ευσέβιος, λόγω της καταγωγής του, έβαλε τον Ιησού, που ταίριαζε ηχητικά το όνομά του με τον Ήσους, και τον συνέδεσε και με την Παλαιά Διαθήκη, ως υιό του Γιαχβέ και απόγονο του Δαβίδ.
Τα περισσότερα στοιχεία για τη ζωή τού νέου θεού τα πήρε από τον Μίθρα. Στη συνέχεια, ανέθεσε σε αντιγραφείς να φτιάξουν πενήντα πολυτελή αντίγραφα γραμμένα σε περγαμηνές για να είναι ευανάγνωστα και να μεταφέρονται εύκολα. Αυτά αποτέλεσαν τις «Νέες Διαθήκες» την πρώτη ιστορικά ονομασία της Καινής Διαθήκης και με βάση αυτό το βιβλίο, δηλαδή τα ‘ευαγγέλια’, άρχισαν να γράφονται στους επόμενους αιώνες καινούργιοι συμπληρωματικοί μύθοι. Η οποία σε κάθε μετάφραση ή επανέκδοσή της εκακοποιείτο ανάλογα με τις αντιλήψεις, τις σκοπιμότητες και τις ιδιοτροπίες της εκάστοτε εξουσίας, του εκάστοτε μεταφραστή, επισκόπου, πάπα και βασιλιά, με αποτέλεσμα η τρέχουσα μορφή της να διαφέρει πολύ από την αρχική γραφή του μύθου, βλ. σχετικά στο: Bushby Tony, The Bible Fraud, Pacific Blue Group 2001.
Αμέσως μετά ο Κωνσταντίνος, για να καταστρέψει τις πραγματικές πληροφορίες για το πώς κατασκευάστηκε ο μύθος του χριστιανισμού και να προσδώσει σ’ αυτό το εγχείρημα τον αναγκαίο για θρησκεία μυστικισμό, διέταξε να καούν όλα τα προγενέστερα χειρόγραφα των πρεσβυτέρων και τα πρακτικά του Συνεδρίου και ανακοίνωσε ότι, όποιος ανακαλυφθεί να κρύβει προγενέστερα γραπτά, θα αποκεφαλιστεί.
Ο ισχυρισμός ότι ο μονοκράτορας Κωνσταντίνος μυήθηκε τάχα στον χριστιανισμό και ότι νομιμοποίησε τον χριστιανισμό επειδή πίστευε στον θεό και στον Χριστό και όχι στο συμφέρον του θρόνου του, αξιολογείται από σύγχρονους ιστορικούς και θεολόγους ως κατασκευασμένος και αστήρικτος θρύλος και «επειδή είναι αντίθετος προς τα ιστορικά γεγονότα, θα πρέπει να διαγραφεί από τη βιβλιογραφία μας για πάντα». «Τα πρακτικά της Νίκαιας μυστηριωδώς απουσιάζουν από τους κανόνες», Catholic Encyclopedia, Farley ed, vol iii, ό. π., σελ..160.
Βέβαια, ο ‘ελέω στρατού’ τώρα πια και ‘ελέω θεού’ αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ενεργούσε με γνώμονα το αποκλειστικό προσωπικό και ταξικό του συμφέρον, αλλά οι δυο κρίσιμες αποφάσεις του, η μια να μεταφέρει την έδρα της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στη γεωπολιτικά κρίσιμη για τη διατήρηση της ενότητάς της θέση της Κωνσταντινούπολης, και η άλλη να κατασκευάσει ένα ενιαίο θρησκευτικό δόγμα και να το επιβάλλει ως κρατική θρησκεία και ως οργανωμένη ‘Εκκλησία του Χριστού’ αποδείχτηκαν μεγάλης στρατηγικής σημασίας.
Γιατί αυτές οι δυο αποφάσεις του άλλαξαν τον ρου της ιστορίας και καθόρισαν την εκτροπή της πορείας της ανθρωπότητας από την εξελισσόμενη κοινωνική-οικουμενική πραγματικότητα και επιστήμη στην απολυταρχική μεταφυσική ψευδαίσθηση του Μεσαίωνα και στη στατική θρησκεία στήριγμα του συστήματος της Μοναρχίας και της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας στη συνέχεια.
Μόλις έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους ο χριστιανισμός εξαφάνισε όλα τα βιβλία των ‘αιρετικών’, πλαστογράφησε τα δικά του αρχικά κείμενα που ήταν ολοφάνερα κακοκατασκευασμένα και «έπνιξε τη φωνή κάθε ελεύθερου στοχαστή που δεν συμφωνούσε με το δόγμα της Εκκλησίας και αντιγνωμούσε με τις επίσημες πια χριστιανικές παραδόσεις. Το ίδιο έγινε και στον Μεσαίωνα. Και τότε πνίγηκε στο αίμα κάθε απόπειρα να ερευνηθούν οι γραφές με το φως της λογικής και της επιστήμης και η φωτιά και το σίδηρο ήταν η τιμωρία για εκείνους που τολμούσαν να κηρύξουν το ‘ερευνάτε τις Γραφές’». Κορδάτος Γιάνης, Ιησούς Χριστός…, ό.π., τόμ. 1ος, σ. 9.
Η ταύτιση της νέας θρησκείας με το κράτος και την κοσμική εξουσία προσέδωσε στον χριστιανισμό κύρος και δύναμη επιβολής και συνεπώς χαρακτηριστικά σκοταδιστικής, απολυταρχικής, εξουσιαστικής και κατακτητικής ιδεολογίας, η οποία πρώτα-πρώτα κατάστρεψε την κοινοκτημοσύνη και την κοινοβιακή ζωή των ‘πρωτοχριστιανών’, βάζοντας στη θέση της την υποκριτική φιλανθρωπία της φεουδαρχικής μπουρζουαζίας και των Εκκλησιών και στήριξε με όλες τις δυνάμεις της τη λεηλασία των δουλοπάροικων και των κατακτημένων λαών από τους φεουδάρχες και τις μοναρχίες. Στη συνέχεια και όσο δυνάμωνε ο έλεγχός της πάνω στην κεντρική εξουσία, μετακινείται σταδιακά προς τη νέα πηγή πλούτου, τον ανερχόμενο καπιταλισμό, με τον οποίο και συμμαχεί αναλαμβάνοντας ρόλο προπαγανδιστή της ιδεολογίας της υποταγής στην εκάστοτε κοσμική εξουσία, μέσω της υποταγής στο συμβολικό της φετίχ, στον θεό, και στους κατά τόπους υποτιθέμενους εκπροσώπους του.
Ο πάπας Γελάσιος Α΄ (από το 492 μέχρι το 496) έθεσε θέμα σχέσεων Εκκλησίας-κράτους, δηλαδή σχέσεις μεταξύ του Πάπα και του αυτοκράτορα, και ποιος πρέπει να έχει τα πρωτεία. Κατά τον Γελάσιο, ο χριστιανισμός δεν περιορίζεται στην κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών και μόνον, αλλά κατευθύνει τα βήματα του ανθρώπου και στον ηθικό και στον πολιτικό βίο. Ο χριστιανισμός αφορά στο σύνολο του βίου κι όχι σ’ ένα τμήμα του. Τίθεται, συνεπώς, το ερώτημα: ποιος κυβερνά το πλήρωμα της Εκκλησίας, ο αυτοκράτορας ή ο Πάπας; Ποιος αποφαίνεται για τα δόγματα της πίστεως; Ποιος μεριμνά για τον τρόπο ζωής του χριστιανικού κοινωνικού σώματος, καθώς και για τις αξίες που δι’ αυτού του τρόπου θα ενσαρκώσει και θα υπηρετήσει; Έτσι άρχισε ο Μεσαίωνας και ο σκοτεινός θρίαμβος του παπισμού και της λεγόμενης ορθοδοξίας στο όνομα ενός σκοτεινού μύθου και του ανύπαρκτου ιδρυτή του χριστιανισμού.
Βέβαια, όλα αυτά, που συντελούνται υποδόρια στο κοινωνικό σώμα, δεν είναι τυχαία ή μεταφυσικά. Αντίθετα, αποτελούν καρπό του σταδιακού μετασχηματισμού των οικονομικών δομών που συντελούνται στους κόλπους του φεουδαρχικού συστήματος, οι οποίες μετακινούν την παραγωγή από το χωράφι-φέουδο στο εργαστήριο–εργοστάσιο και συνεπώς μετακινούν τον πλούτο από τον μπουρζουά φεουδάρχη στον έμπορο, στον τραπεζίτη και στον αστό παραγωγό, δηλαδή στις συντεχνίες και στην αγορά των πόλεων και των μεγάλων εμπορικών δικτύων που άρχισαν να διαμορφώνονται και ως εμποροκρατία να ζητούν μερίδιο εξουσίας και μετασχηματισμό της οικονομίας στη μορφή του καπιταλισμού με βάση τη βιομηχανία. Είναι, δηλαδή, οι καινούργιες υλικοτεχνικές συνθήκες, οι καινούργιες σχέσεις παραγωγής, οι αυξημένες ανάγκες και δυνατότητες που επιβάλλουν νέες κοινωνικές αρχιτεκτονικές και γεννάνε νέες ιδεολογίες, νέα εθνικά και ταξικά οράματα και νέες περιπέτειες της ανθρωπότητας μαζί με τα νέα μυαλά που θα τις εκφράσουν, θεωρητικά και πολιτικά.
Σ’ αυτήν την αντίληψη της μετακινούμενης εξουσίας, από το ιερατείο και το μονάρχη βασιλιά της φεουδαρχίας, προς τον σκληρό πυρήνα της ανερχόμενης κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης, προσαρμόζεται σταδιακά, αν και με διαφορετικούς ρυθμούς, το χριστιανικό ιερατείο και γι’ αυτό είτε ως ιουδαίο-ραβινισμός, είτε ως ρωμαιοκαθολικός παπισμός είτε ως ορθόδοξος πατριαρχισμός, βρίσκονται σε διαρκή εμφύλιο πόλεμο όχι τόσο για προσχηματικούς δογματικούς, όσο για εθνικούς, οικονομικούς και εξουσιαστικούς λόγους.
Στο πλαίσιο αυτής της μετεξέλιξης συντελέστηκαν σχίσματα, συγκρούσεις, κατακτητικοί πόλεμοι, και οι ανταγωνιζόμενες σαν κακές συννυφάδες ‘Εκκλησίες του Χριστού’ εξελίχτηκαν στις πιο βάρβαρες τυραννίες που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η ανθρωπότητα βασανίζοντας, καίγοντας και εκτελώντας όποιον αμφισβητούσε το δόγμα, ή ακόμα και αν τολμούσε να εκφράσει κάποια κοινωνική ευαισθησία ή να διαβάσει τις γραφές με διαφορετικό τρόπο από ό,τι τις διάβαζε ο εκάστοτε ραβίνος, καρδινάλιος ή επίσκοπος.
«Αποκεφαλισμός. Κάψιμο στην πυρά. Απαγχονισμός. Στραγγαλισμός. Καταποντισμός (ράψιμο των καταδικασμένων σε σάκους γεμάτους φίδια και ρίξιμό τους σε ποταμό ή θάλασσα. Λιθοβολισμός. Ψήσιμο στη θράκα. Εκδορά. Θανάτωση σε βραστό νερό, λάδι ή πίσσα. Ανάποδη σταύρωση. Παλούκωμα. Κάψιμο με πυρωμένα σίδερα. Φαρμάκωμα. Ευνουχισμός. Τύφλωση. Ακρωτηριασμός. Ρινοτομή. Δουλεία. Ισόβια καταναγκαστικά έργα στα μεταλλεία και για τους τυχερούς ισόβιος εγκλεισμός σε μοναστήρι». Διεξοδικά για τη σχέση της εξουσίας με τα βασανιστήρια στην ιστορία και ιδιαίτερα κατά τον Μεσαίωνα. [Σιμόπουλος Κυριάκος, Βασανιστήρια και εξουσία, Στάχυ, Αθήνα 2003]
Πυκνό σκοτάδι σκέπασε ολόκληρη την Ευρώπη για χίλια περίπου χρόνια, μέχρι που οι καινούργιες ανάγκες και οι καινούργιες δυνατότητες οδήγησαν στην ανακάλυψη των περισωθέντων πνευματικών θησαυρών και έργων της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και ιδιαίτερα των προσωκρατικών φυσικών φιλοσόφων και του Αριστοτέλη που έδωσαν ώθηση στις φυσικές επιστήμες, στην ιατρική και στη φιλοσοφία με επίκεντρο τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα και τον άνθρωπο. Η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός που ακολούθησαν έδειξαν ότι η θρησκευτική σκοταδιστική στασιμότητα οδηγεί στην άβυσσο της παρακμής, σε αντίθεση με την πρόοδο των επιστημών που οδηγεί σ’ ένα δυναμικά εξελισσόμενο καινούργιο κόσμο.
Αυτή η προοπτική διευκόλυνε τις καινούργιες εξελίξεις, οι οποίες άνοιξαν τους ορίζοντες της επιστήμης, της τεχνολογίας και του πολιτισμού που φέρνουν καινούργια και πρωτοποριακή γνώση στα άτομα, στις κοινωνίες και στην ανθρωπότητα, με αποτέλεσμα τον σταδιακό περιορισμό της επίδρασης της θρησκείας στην καθημερινότητά μας. Από τότε η ανθρωπότητα πορεύεται με γρηγορότερους ρυθμούς, και παρά τις τραυματικές εμπειρίες της τους τελευταίους αιώνες, ατενίζει με αισιοδοξία νέους ορίζοντες, οραματίζεται και σμιλεύει αθόρυβα και ανεπαίσθητα ένα ακόμα καλύτερο μέλλον, παρά τα εμπόδια που βάζει σ’ αυτόν τον αγώνα ο σκληρός πυρήνας του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου με σκοπό τη διαιώνιση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Καμιά αυτοκρατορία, καμιά εξουσία, καμιά εξουσιαστική θρησκεία και κανένας ηγεμόνας δεν μπόρεσε ποτέ να σταματήσει τις δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού.
O σκοταδισμός ως «επιστήμη» στη θεοκρατική Ελλάδα της φονικής λιτότητας.
Η απάνθρωπη, εκμεταλλευτική και καταστροφική εξουσία των λίγων πάνω στους πολλούς μοιάζει με τη μυθική Λερναία Ύδρα. Έχει πολλά φονικά κεφάλια που αποδεκατίζουν τον πληθυσμό της Λέρνης και της ευρύτερης περιοχής της Αργολίδας, τα οποία ο λαός της, ως μυθικός Ηρακλής, τα έκοψε με το σπαθί του και με τον αναμμένο δαυλό τα καυτηρίασε για να μην ξαναφυτρώσουν διπλά. Είναι εύκολο να κατανοήσουμε τον ισχυρό συμβολισμό του μύθου, σύμφωνα με τον οποίο η σκοτεινή εξουσία των λίγων με τα πολλά κεφάλια μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με τον φωτεινό δαυλό των πολλών που συμβολίζει τη Γνώση που γίνεται δύναμή τους και ο μεγαλύτερος εχθρός κάθε σκοταδισμού και εξουσίας.
Η σύγχρονη Λερναία Ύδρα έχει κι αυτή πολλά σκοταδιστικά και εξουσιαστικά κεφάλια-ιερατεία που συνεργάζονται για την εκμετάλλευση των εργαζόμενων κοινωνιών αλλά και αλληλοσπαράσσονται για το ποιο από τα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία θα έχει το πάνω χέρι στη μοιρασιά της λείας. Αυτό συμβαίνει διαρκώς και αδιαλείπτως, εδώ και πολλούς αιώνες στο θεοκρατικό κράτος του χριστιανιστάν, από τότε που ο εβραϊκός μύθος του περιούσιου λαού διεπλάκεται με τον ορφισμό, τον πυθαγορισμό και τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα και με τη βία του Ιμπεράτορα Κωνσταντίνου και την πανουργία του Ευσεβίου Καισαρείας κατάφερε να εκτοπίσει τον Ελληνισμό της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της γνώσης και του ανθρωπισμού και να βάλλει στη θέση του το αποκρουστικό κατασκεύασμα του θεοκρατικού παπισμού της Δύσης και του νόθου ‘ελληνοχριστιανισμού’ της βυζαντινής Ανατολής.
Από τότε και μέχρι σήμερα στρατιές ολόκληρες αργόσχολων αγυρτών που συγκροτούνται σε σωτηριολογικές θρησκείες και παρηγορητικές Εκκλησίες ζουν παρασιτικά σε βάρος της εργαζόμενης κοινωνίας, σμιλεύουν θρησκευτικούς μύθους, αόρατες πνευματικές αλυσίδες, κολάσεις και παράδεισους, καίνε βιβλιοθήκες και επιστήμονες και κρατάνε τη γνώση μακριά από τα ποίμνιά τους, γιατί γνωρίζουν πως «αν τα θύματα, τα ψώνια και τα σύμβολα τα αιώνια ξυπνήσουν μονομιάς θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς».
Στη σύγχρονη Ελλάδα η επιρροή της Εκκλησίας έχει παγιδεύσει τα μυαλά των ‘πιστών’ της σε βαθμό που να μπερδεύουν την θρησκευτική με την κομματική κατήχηση και να επιλέγουν τη συντηρητική-θανατόφιλη στάση ζωής. Σε όλα τα σχολεία και σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες ο υποτιθέμενος ιδρυτής και το σύμβολο του εβραιορωμαϊκού χριστιανισμού κρέμονται πάνω από τα κεφάλια των πιστών και υπηκόων ως μεγάλος αδερφός έτοιμος να τιμωρήσει ‘παραβάτες και αμαρτωλούς’.
Το ξεκίνημα κάθε σχολικής χρονιάς δεν το κάνει κάποιος εκπρόσωπος της Πολιτείας ή κάποιος, λαμπρό παράδειγμα και εκφραστής της επιστήμης, αλλά κάποιος αγράμματος παπάς ή παραμορφωμένος ιεράρχης, πράγμα που δημιουργεί σύγχυση στα παιδικά μυαλά για τη σχέση επιστήμης και γνώσης με την θρησκεία και την πίστη. Ακόμα και οι εκλεγμένες κυβερνήσεις δεν ορκίζονται στο όνομα του Ελληνικού Λαού, αλλά στο όνομα του φετίχ της εξουσίας του κεφαλαίου, ενός τρικέφαλου φανταστικού μη-όντος, της λεγόμενης ‘αγίας τριάδας’.
Και η Βουλή των Ελλήνων δεν ξεκινά τις εργασίες της υπό τον συμβολικό εκφραστή της ενότητας των Ελλήνων, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά υπό την απειλή σύσσωμης της πολυπληθούς λεγόμενης ‘διαρκούς ιεράς συνόδου’. Η οποία μάλιστα νουθετεί τους υποτιθέμενους εκπροσώπους του λαού κάνοντας επίδειξη δύναμης, η οποία βέβαια απορρέει από το γεγονός ότι η Εκκλησία ασκεί μεγάλη πολιτική επιρροή στους πνευματικά λεηλατημένους ψηφοφόρους του ‘ποιμνίου’ της, αλλά και στα κόμματα απευθείας και με αυτόν τον τρόπο στέλνει στη Βουλή δεκάδες, ή και εκατοντάδες βουλευτές έτοιμους να γκρεμίσουν κυβερνήσεις αν κάποια επιχειρήσει να θίξει τα άνομα και καταχρηστικά προνόμια του ιερατείου. Κι όλα αυτά συμπορεύονται με το φαινόμενο εκατοντάδες χωριά να μην έχουν σχολειό και δάσκαλο για τα παιδιά τους, ή να έχουν σχολειό χωρίς παράθυρα και θέρμανση, αλλά κανένα χωριό δεν στερείται πανάκριβης και πολυτελούς εκκλησίας και παπά.
Τέλος, για να αρκεστούμε μόνο σε αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα θεοκρατίας, στην Ελλάδα το αργόσχολο παπαδαριό μισθοδοτείται από το δημόσιο ταμείο και όχι από τις εισφορές των πιστών, όπως συμβαίνει σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, παρά το γεγονός ότι η λεγόμενη ‘ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας’ κατέχει αμύθητη κινητή και ακίνητη περιουσία η κοινωνικοποίηση της οποίας θα αρκούσε να μορφωθούν όλοι οι Έλληνες κα να εξαλείψει την φτώχεια από τη χώρα.
Η σύγχρονη Ελλάδα πασχίζει εδώ και πολλές δεκαετίες να χαλαρώσει λίγο από την ασφυκτική πίεση της ολιγαρχικής εξουσίας της κομπραδόρικης μπουρζουαζίας της, από τον λαϊκισμό και τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις των υπό εξωθεσμική πατρωνία τελούντων πολιτικών κομμάτων και από τον σκοταδισμό της εκκλησιαστικής συμμορίας που όλοι μαζί υπηρετούν τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας σε βάρος της εργαζόμενης κοινωνίας.
Όσες φορές όμως κάποιες μετριοπαθείς αστικές ή ‘κεντροαριστερές’ κυβερνήσεις επιχείρησαν κάτω από την λαϊκή πίεση και την αναγκαιότητα των πραγμάτων να ξεχωρίσουν την Εκκλησία από το κράτος, να ξεχωρίσουν τον θρησκευτικό προσηλυτισμό από τη μαθησιακή διαδικασία και το σχολειό, να κοινωνικοποιήσουν την τεράστια εκκλησιαστική περιουσία υπέρ των πενόντων Ελλήνων και να εκλογικεύσουν κάπως τις μεταξύ τους διαπλεκόμενες σχέσεις, άλλες τόσες φορές το παπαδαριό χέρι-χέρι με τη συντηρητική παράταξη και τις ακροδεξιές παραφυάδες της απείλησε, ‘με τη βοήθεια του θεού’-εργαλείου, να ρίξει λάδι στη φωτιά τού, από το 1823 πότε ενεργού και πάντα υποβόσκοντα, εμφύλιου σπαραγμού.
Κι όλα αυτά υποτίθεται για ‘του Χριστού την πίστη την αγία’ η οποία μεταφράζεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρώ για τη μισθοδοσία των έντεκα και πλέον χιλιάδων ρασοφόρων που διαχειρίζονται τεράστια κοινοτικά και κρατικά κονδύλια, αλλά και το χρυσοφόρο παγκάρι από το υστέρημα των λεηλατημένων πιστών προβάτων.
Τελευταία ο ‘υπουργός παιδείας, έρευνας και θρησκευμάτων’ (πίστευε και μη ερεύνα!) κ. Φίλης, απείλησε να αντικαταστήσει το μάθημα των θρησκευτικών -που στην ουσία πρόκειται για κατήχηση της υποτιθέμενης ιστορίας του ‘περιούσιου λαού’ των εβραίων και τον μύθο περί Χριστού που δεν επιβεβαιώνεται ούτε από την ιστορία, ούτε από την επιστήμη, αλλά ούτε και από την απλή Λογική- με το μάθημα της συγκριτικής θρησκειολογίας που θα εφοδίαζε τα παιδιά με την κρίσιμη και χρήσιμη γνώση να επιλέξουν αν χρειάζονται να θρησκεύονται ή να μην θρησκεύονται.
Το κακό είναι ότι μπροστά σ’ αυτό το αυτονόητο η λεγόμενη ιεραρχία θορυβήθηκε, γιατί γνωρίζει ότι η αντικειμενική επιστημονικά έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη γνώση σκορπίζει τους σκοταδιστικούς μύθους και αναστηλώνει την αυτοπεποίθηση των ανθρώπων, η οποία γκρεμίζει μύθους και διαλύει ποίμνια και στρούγκες εγκλωβισμένων στο ψέμα και στην ψευδαίσθηση ανθρώπων, αντί να δεχτεί να δείξει τη δύναμη της υποτιθέμενης δικής της μεταφυσικής αλήθειας.
Το χειρότερο όμως όλων αυτών των τραγελαφικών επεισοδίων και συμβάντων είναι ότι ενώ ο ‘προκαθήμενος’ της λεγόμενης Εκκλησίας της Ελλάδας έκανε, στην από 27 Σεπτεμβρίου 2016 κακογραμμένη, υποκριτική και αντιφατική επιστολή του προς τον πρωθυπουργό, μάθημα για το ρόλο της Εκκλησίας, με πολλές αναφορές του περί «θεολογικής επιστήμης» και περί «επιστημόνων θεολόγων» χωρίς να πάρει μια σχετική απάντηση από την Ακαδημία Αθηνών, τον υποτιθέμενο φύλακα και υπερασπιστή των γραμμάτων και των επιστημών στη χώρα.
Ούτε από μεμονωμένους επιστήμονες εγνωσμένου κύρους, ή από διακεκριμένους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών για την συνειδητή και σκόπιμη αλχημική απόπειρα του προκαθήμενου να εμφανίσει ως επιστήμη τη θεολογία και τους θεολόγους ως επιστήμονες, υπενθυμίζοντάς του ότι Επιστήμη είναι η ορθολογική και μεθοδική έρευνα της συγκεκριμένης φυσικής, κοινωνικής και ανθρώπινης υπαρξιακής πραγματικότητας και η συστηματική οργάνωση της γνώσης που προκύπτει από την έρευνα, το πείραμα και την επαλήθευση-απόδειξη της συγκεκριμένης πραγματικότητας.
Ενώ αντίθετα ως θρησκεία νοείται η τυφλή πίστη σε ένα υποτιθέμενο ύψιστο Όν, η ύπαρξη του οποίου δεν αποδείχνεται ιστορικά, επιστημονικά και λογικά, γιατί αποτελεί κατασκεύασμα κάποιας εξουσίας δια της υποτιθέμενης ‘θείας αποκάλυψης’ που την παρέδωσε τάχα ο υποτιθέμενος θεός στον υποτιθέμενο Χριστό, ο υποτιθέμενος Χριστός στον υποτιθέμενο άγγελό του, ο υποτιθέμενος άγγελος στον υποτιθέμενο εκστασιαζόμενο Ιωάννη και ο υποτιθέμενος εκστασιαζόμενος Ιωάννης στον υποτιθέμενο συνεκστασιαζόμενο μαθητή του τον Πρόχορο.
Ο θεολόγος Μπέγζος ορίζει την θρησκεία ως σχέση του ανθρώπου με τον θεό, χωρίς ωστόσο να μας εξηγήσει ποιος και γιατί διαμεσολάβησε και ποιόν άλλον εξυπηρετεί τελικά αυτή η σχέση εκτός από την δημιουργό του θεού-εργαλείου, δηλαδή την μόνη υπαρκτή οικονομικοκοινωνικοπολιτική εξουσία. Η Χριστιανική Φοιτητική Δράση προσθέτει: ‘Θρησκεία είναι η φυσική και τέλεια, η ολόψυχη στροφή και αφοσίωση του ανθρώπου στο Θεό, ώστε να νοιώθει ο άνθρωπος και με αυτή τη στροφή του προς το Θεό να ομολογεί, πως χωρίς το Θεό δεν μπορεί να ζει, δεν μπορεί να ζει ευτυχισμένος, χαρούμενος και ειρηνικός’.
Κανένας από όλους αυτούς τους υποκριτές δεν μας είπε πόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν ταπεινωμένοι και δυστυχισμένοι και πόσα εκατομμύρια συνάνθρωποί μας πεθαίνουν κάθε χρόνο από την πείνα και τους πολέμους που γίνονται στο όνομα κάποιου υποτιθέμενου θεού, κάποιου φετίχ της εξουσίας των εκμεταλλευτών-εξουσιαστών και μακελάρηδων της ανθρωπότητας.
Όπως και κανένας από τα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία και τους διανοούμενους-παραδουλεύτρες τους δεν θα μας πει ότι η αμφισβήτηση των θρησκευτικών μύθων και των εξουσιαστικών ιδεολογιών δεν είναι έργο κάποιων κακών ‘αθέων’ γιατί δεν υπάρχουν άθεοι, αφού θεοί δεν υπάρχουν, παρά μόνο απάνθρωπες και καταστροφικές εξουσίες και συνεπώς η αναζήτηση της αλήθειας για τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα μπορεί να είναι μόνο έργο ανθρώπων που αγωνίζονται για την κοινωνική ισότητα, την πραγματική κοινωνική δημοκρατία, την αταξική κοινωνία και τον ανθρωπισμό με την έννοια του οικουμενικού ουμανισμού.
Όπως και κανένας δεν θα μας πει ότι το λεγόμενο ‘θρησκευτικό φαινόμενο’ που επικαλείται ο προκαθήμενος και η παρέα του δεν είναι παρά ένα εφεύρημα των εκάστοτε εξουσιών που γίνεται ευκαιρία επαγγελματικής αποκατάστασης αργόσχολων θεολόγων, παπάδων και θεολογούντων με σκοπό την εξαπάτηση των ‘πιστών’ και την διευκόλυνση της εκμετάλλευσης των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, με κατάληξη τη σημερινή βαρβαρότητα.
Οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, τα θύματα της σκοταδιστικής καπιταλιστικής βαρβαρότητας συνειδητοποιούμε μέρα τη μέρα την καταστροφικότητα των σκοταδιστικών μύθων, των κομματικών ιδεολογιών και των δοτών πολιτικών διαχειριστών του κεφαλαίου, που λειτουργούν ως διαμεσολαβητές εξαπάτησης των κοινωνιών και γι αυτό όλο και περισσότεροι, όλο και περισσότερο πυκνώνουμε τις γραμμές του αγώνα για την αποκαπιταλιστικοποίηση μαζί και την αποθρησκειοποίηση του μυαλού μας, ως ικανή και αναγκαία συνθήκη για την οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου, του κόσμου της κοινωνικής ισότητας, των κοινών αγαθών χωρίς σκιάχτρα και εξουσίες, χωρίς αφεντικά και δούλους, χωρίς ηγεμόνες και υποτελείς.
Ο Μεσσίας του Καίσαρα: η Ρωμαϊκή Συνομωσία για την Εφεύρεση του Ιησού
Ποιος ήταν ο Ιησούς; Γιατί δεν υπάρχει καμία ιστορική και αρχαιολογική απόδειξη της ύπαρξής του; Ποιος έγραψε τα Ευαγγέλια; Γιατί γράφθηκαν στα Ελληνικά και όχι στα Εβραϊκά ή στα Αραμαϊκά; Πώς κι έγινε η Ρώμη το κέντρο της χριστιανικής θρησκείας; Γιατί οι πρώτοι χριστιανοί Πάπες και οι πρώτοι άγιοι ήταν όλοι μέλη της αυτοκρατορικής Ρωμαϊκής οικογένειας των Φλαβίων; Αυτές είναι μόνο μερικές από τις ερωτήσεις που ο ερευνητής Joseph Atwill και συγγραφέας του ανατρεπτικού βιβλίου Caesar’s Messiah: The Roman Conspiracy to Invent Jesus (Ο Μεσσίας του Καίσαρα: η Ρωμαϊκή Συνομωσία για την Εφεύρεση του Ιησού) προσπαθεί να ρίξει φως παρουσιάζοντας νέους δρόμους στην κατανόηση της δημιουργίας του χριστιανισμού, στη φύση της Καινής Διαθήκης, στο ποιος ήταν και αν υπήρχε ο πραγματικός Ιησούς και υποστηρίζονται ότι η Δευτέρα Παρουσία έχει ήδη γίνει.
Με λίγα λόγια ο συγγραφέας μαζί με μία ομάδα αξιόλογων ιστορικών και ερευνητών της εποχής που παρουσιάστηκε ο χριστιανισμός σαν μια «νέα» θρησκεία στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αποδεικνύει μέσα από τις πηγές ότι δεν υπάρχει ιστορικό υπόβαθρο σε αυτό σήμερα αποκαλείται ο Ιησούς Χριστός και ότι απλά πρόκειται για μία εφεύρεση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εξουσίας και συγκεκριμένα της οικογένειας των Φλαβίων.
Όχι μόνο αυτό, αλλά ο χριστιανισμός δεν είναι κάτι διαφορετικό από όλες τις σύγχρονες για την εποχή εκείνη παγανιστικές θρησκείες, αλλά ντυμένος με άλλο όνομα. Ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν κατασκευασμένο μυθιστορηματικό χαρακτήρα και μάλιστα υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις για αυτό το γεγονός, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας Joseph Atwill και η ομάδα του. Ο λόγος που είχε η αυτοκρατορική οικογένεια των Φλαβίων να κατασκευάσει στην ουσία μία «νέα» θρησκεία ήταν ο εξής: να προσφέρει ένα όραμα στο πρόσωπο ενός «ειρηνικού Μεσσία» που θα ήταν μία εναλλακτική παρουσία σε σύγκριση με τους επαναστατικούς ηγέτες του Ισραήλ τον πρώτο αιώνα και οι οποίοι αποτελούσαν σοβαρή απειλή στην πολιτική σταθερότητα και ειρήνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο συγγραφέας αναφέρει πως «το βιβλίο μου δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κριτική στην πίστη των σύγχρονων χριστιανών. Ένιωσα ότι είχα υποχρέωση να παρουσιάσω τα αποτελέσματα των ερευνών μου, εφόσον θεωρώ πως αυτά θα ρίξουν φως στις ρίζες και το λόγο που υπάρχει σήμερα αντι-σημιτισμός και στον τρόπο που οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την προπαγάνδα για να ελέγχουν τις μάζες. Αν και δεν είμαι κοντά πλέον στην Καθολική πίστη, η μελέτη μου για τον χριστιανισμό δεν σταμάτησε ποτέ. Στη διάρκεια της ζωής μου έχω διαβάσει περίπου 600-700 βιβλία σχετικά με τον ιστορική Ιησού και τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, αλλά κανένα από αυτά δεν με έκανε να κατανοήσω και να μάθω κάτι ουσιαστικό σχετικά με το πώς παρουσιάστηκε η θρησκεία αυτή ή ποιος ήταν ο ιδρυτής της»
Ο συγγραφέας λέει ότι όσο περισσότερο διάβαζε σχετικά με τις ρίζες του χριστιανισμού έβλεπε όλο και περισσότερο ότι το πώς ξεκίνησε η συγκεκριμένη θρησκεία ήταν ακόμα ένα ζήτημα ανοικτό. Ο Atwill βρίσκεται εκτός της αρκετά διαδεδομένης άποψης λοιπόν ότι ο χριστιανισμός ξεκίνησε σαν κίνημα από τις κατώτερες τάξεις κάποιων επαναστατικών Ιουδαίων διδασκάλων τον 1ο αι. κ.κ.ε. Αυτό που έκανε τον Atwill περισσότερο σκεπτικιστή είναι το γεγονός ότι ακριβώς την ίδια στιγμή που οι ακόλουθοι του Ιησού οργανώνονταν μέσα στα πλαίσια μίας θρησκείας οδηγώντας τα μέλη της να «γυρίσουν και το άλλο μάγουλο» και να δώσουν «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» μία άλλη Ιουδαϊκή ομάδα διενεργούσε έναν θρησκευτικό πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων και βρισκόταν στην αναζήτηση ενός Μεσσία που θα είχε στρατιωτικό ηγετικό ρόλο.
Ο Atwill συμπληρώνει: «Φαίνεται πιθανό για μένα ότι δύο διαμετρικά αντίθετες μορφές του μεσσιανικού Ιουδαϊσμού προέρχονται από την Ιουδαία την ίδια εποχή. Για αυτό το λόγο άρχισα να έχω ενδιαφέρον για τα κείμενα της Νεκρής Θάλασσας.» Αυτό που τον βοήθησε σε αυτό είναι ότι ξεκίνησε να μελετάει στο ιστορικό πλαίσιο εκείνης της εποχής. Τότε ήταν που ο συγγραφέας βρέθηκε μπροστά σε κάτι που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μελέτη του: «όταν διάβαζα το έργο του Ιώσηπου Φλαβίου, Ιστορία των Ιουδαϊκών Πολέμων και ιδιαίτερα το σημείο που περιγράφεται η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον αυτοκράτορα Τίτο το 70 κ.ε. θυμάμαι ότι παρατήρησα κάποιες ενδιαφέρουσες παράλληλες αναφορές μεταξύ της εκστρατείας του Τίτου και του έργου του Ιησού. Προσπάθησα να προσεγγίσω τα Ευαγγέλια με μία νέα ματιά, σαν να μην τα είχα ξαναδιαβάσει ποτέ στη ζωή μου και αφήνοντας πίσω μου κάθε προκατάληψη ή σχηματισμένη ιδέα που είχα για αυτά.»
Αυτό ήταν και που οδήγησε τον συγγραφέα στην συγγραφή του βιβλίου του αντιλαμβανόμενος το συμβολικό περιεχόμενο των Ευαγγελίων τα οποία αποκάλυπταν τη μυστική ιστορία του Δυτικού πολιτισμού. Αυτή η προσέγγιση βοήθησε τον συγγραφέα να αναγνωρίσει τα τυπολογικά χαρακτηριστικά και των δύο κειμένων. Αυτό που ακολουθεί είναι μία σύντομη σχετικά περίληψη αυτού που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας στο βιβλίο του “Caesar’s Messiah” η κεντρική ιδέα του έργου είναι ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ένας φανταστικός μυθιστορηματικός χαρακτήρας και όχι ένα ιστορικό πρόσωπο.
Στα Ελληνικά -που αποτελούν και τη γλώσσα των Ευαγγελίων- η λέξη Ιησούς αναφέρεται στον Σωτήρα και η λέξη Χριστός αναφέρεται στον Μεσσία και ο τίτλος του Χριστού ήταν ήδη γνωστός στους Εβραίους πολύ πριν τον υποτιθέμενο ερχομό του Ιησού. Επιπλέον, μέχρι τώρα δεν υπάρχει κάποια αρχαιολογική απόδειξη αποδεκτή ευρέως για την ιστορικότητα του Ιησού και ό,τι πραγματικά γνωρίζουμε μέχρι σήμερα για αυτό το πρόσωπο είναι μέσα από την αφήγηση των Ευαγγελίων.
Αν και τα Ευαγγέλια, συνεχίζει ο συγγραφέας, φαίνεται να είναι μία ιστορική αφήγηση αυτό που είναι στην πραγματικότητα έχει να κάνει με ένα και όχι και τόσο γνωστό είδος φανταστικής λογοτεχνίας που ονομάζεται τυπολογία. Η τυπολογία συνδέεται με την συγγραφή απλών ιστοριών που βασίζουν την αφήγησή τους από τον έναν χαρακτήρα στην ιστορία ενός άλλου χαρακτήρα με αρχετυπικό τρόπο. Μόλις κάποιος κατανοήσει ότι τα Ευαγγέλια αποτελούν ένα δείγμα τυπολογικής λογοτεχνίας, είναι εύκολο να αντιληφθεί ότι κάθε επεισόδιο της δράσης του Ιησού ήταν βασισμένο σε περιστατικά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής εκστρατείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τίτου στην Ιουδαία.
Η τυπολογία που συνδέει τον Ιησού και τον Τίτο στα Ευαγγέλια δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπίσει κάποιος και το γεγονός ότι έχει παραβλεφθεί εδώ και 2.000 είναι απίστευτο. Αυτή η παράβλεψη είναι ιδιαίτερα περίεργη στο γεγονός ότι τα Ευαγγέλια είναι διαμορφωμένα πάνω σε μία άμεση σύνδεση μεταξύ του Ιησού και του Τίτου και των προφητειών που αφορούν τον Υιό του Ανθρώπου.
Και ενώ οι χριστιανοί πιστεύουν ότι ο χαρακτήρας των Ευαγγελίων είναι θεϊκός, στην ουσία δεν είναι αυτό που είπε ο Ιησούς Χριστός. Ο Ιησούς δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ήταν ο Μεσσίας, και μάλιστα απέφυγε να το παραδεχθεί. Ο Ιησούς αντίθετα έλεγε ότι «ο Υιός του Ανθρώπου» ένας τίτλος που αποδιδόταν στον Ιουδαϊκό Μεσσία και προέρχεται από τις προφητείες του Δανιήλ θα ερχόταν πριν από τη γενιά στην οποία μιλούσε.
Εφόσον οι Εβραίοι εκείνης της εποχής θεωρούσαν μία γενιά σαν τα τελευταία 40 χρόνια, αυτό που έλεγε ο Ιησούς είναι ότι ο Υιός του Ανθρώπου θα εμφανιστεί μέσα σε 40 χρόνια από την μέρα του δικού του θανάτου, το Πάσχα του 33 κ.ε. Ο Ιησούς επίσης προέβλεψε καθαρά το τι θα συμβεί με τον ερχομό του Υιού του Θεού. Προφήτεψε ότι κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Υιού του Ανθρώπου οι πόλεις της Γαλιλαίας θα καταστραφούν, η Ιερουσαλήμ θα περιβληθεί με ένα τοίχος και ο Ναός θα καταστραφεί.
Στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τι ακριβώς εννοούσε ο Ιησούς, οι Χριστιανοί ερμήνευσαν αυτή την επίσκεψη του Υιου του Ανθρώπου σαν τη «Δευτέρα παρουσία» του Ιησού Χριστού. Όμως, υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα με αυτή την άποψη -ο Ιησούς δεν εμφανίστηκε μέσα σε αυτό το διάστημα για το οποίο μίλησε. Οι Χριστιανοί προσπάθησαν να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα λέγοντας ότι ο Ιησούς θα έρθει κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά αυτό είναι βέβαια παράλογο. Ο Ιησούς ήταν αρκετά ακριβής όταν έλεγε ότι ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει μέσα σε 40 χρόνια μετά τη δική του εποχή. Έτσι, γεννάται το ερώτημα, ποιος είναι ο Υιός του Ανθρώπου που ο Ιησούς πρόβλεψε ότι οι χριστιανοί θα λατρεύουν για 2.000 χρόνια;
Το πραγματικό όνομα του Μεσσία Χριστού είναι Τίτος Φλάβιος
Το μοναδικό άτομο στην ιστορία που εκπλήρωσε όλες τις προβλέψεις που έκανε ο Ιησούς οι οποίες αφορούν τον Υιό του Ανθρώπου και τις εκπλήρωσε ακριβώς μέσα στο δεδομένο χρονικό πλαίσιο, ήταν ο αυτοκράτορας Τίτος Φλάβιος. Ο Τίτος κατέστρεψε τις πόλεις της Γαλιλαίας, έχτισε γύρω από τη Ιερουσαλήμ ένα τείχος και κατέστρεψε τον Ναό «χωρίς να αφήσει πέτρα επί πέτρας»
(εικ. κάτω: για να γιορτάσουν ανάλογους στρατιωτικούς θριάμβους, αλλά και για λόγους προπαγάνδας, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, ένα θριαμβετικό τόξο ανεγερθηκε στη Ρωμαϊκή Αγορά. Σε ένα από τα διακοσμητικά ανάφλυφα απεικονίζεται σκηνή μεταφοράς λάφυρων που προέρχονται από το Ναό του Σολομώντα.)
Στην πραγματικότητα, η εκστρατεία του Τίτου τελείωσε με την καταστροφή της πόλης Μασάντα το Πάσχα του 73 κ.ε. ακριβώς 40 χρόνια μετά την σταύρωση του Ιησού. Επιπλέον, οι προβλέψεις του Ιησού σχετικά με τον Υιό του Ανθρώπου απηχούνται σε όλους τους ιστορικούς της εποχής του Τίτου. Κάθε ένας από αυτούς υποστήριζε ότι ο Τίτος ήταν ο Χριστός, ο Μεσσίας που οι προφητείες στην Ιουδαϊκή λογοτεχνία προέλεγαν -οι ίδιες προφητείες που ο Ιησούς ανέφερε στις δικές του προβλέψεις σχετικά με τον ερχομό του Υιού του Ανθρώπου.
Έχοντας βάση αυτά, δεν προξενεί και έκπληξη ότι τα περιστατικά που αφορούν τη ζωή του Ιησού βασίζονταν πάνω στην εκστρατεία του Τίτου. Ιδιαίτερα αν σκεφθεί κανείς ότι ο πρώτος Χριστιανός Πάπας και οι άγιοι ήταν μέλη της αυτοκρατορικής αυλής του Τίτου. Αυτό που προξενεί έκπληξη είναι το γεγονός ότι οι Χριστιανοί και οι ειδικοί έχουν παραβλέψει κάτι τόσο προφανές, όπως το γεγονός ότι τα Ευαγγέλια υποστηρίζουν ακριβώς τα ίδια πράγματα με τους ιστορικούς της αυλής του Φλαβίου ότι δηλ. ο Τίτος είναι ο Χριστός.
Τώρα λοιπόν γνωρίζετε, συνεχίζει ο Atwill, την πραγματική ταυτότητα του Υιού του Ανθρώπου. Αν θέλετε να μάθετε την πραγματική ταυτότητα του Ιουδαίου Μεσσία που σταυρώθηκε στον σταυρό -του οποίου το όνομα δεν είναι Ιησούς- έχω αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφαίλαιο σχετικό στο βιβλίο μου. Σας προσκαλώ να συζητήσετε μαζί μου τις ιδέες μου στο μπλογκ μου: http://caesarsmessiah.com/blog»
Το βιβλίο του Atwill include Caesar’s Messiah βρίσκεται στις πρώτες θέσεις πωλήσεων στην Αμερική στην κατηγορία βιβλίων θρησκευτικής ιστορίας και έχει ήδη μεταφραστεί και στα Γερμανικά. Συνδυαστικά με το βιβλίο κυκλοφορεί επίσης και ένα επεξηγηματικό ντοκιμαντέρ του οποίου μπορείτε να δείτε:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου