ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.4.2–6.4.9
Αποχαιρετώντας τον σύζυγο που φεύγει για τη μάχη
Ο Κύρος είχε δηλώσει ότι δεν θα πλησιάσει την όμορφη Πάνθεια, τη σύζυγο του βασιλιά των Σουσίων Αβραδάτα, για να διοικεί απερίσπαστος το στρατό του. Ενώ, όμως, ο ίδιος έμεινε πιστός στην υπόσχεσή του, ο φίλος του Αράσπας προσπάθησε ανεπιτυχώς να την κατακτήσει. Η σεμνή γυναίκα εκτίμησε ιδιαιτέρως τη διακριτική και αξιοπρεπή συμπεριφορά του Κύρου και του πρότεινε να καλέσει τον άντρα της για σύμμαχό του. Έτσι ο Κύρος κέρδισε ακόμα έναν φίλο και σύμμαχο. Κατά την αναχώρηση του Αβραδάτα για τη μεγάλη μάχη, η Πάνθεια αποχαιρετά τον αγαπημένο της σύζυγο.
[6.4.2] Καὶ τῷ Ἀβραδάτᾳ δὲ τὸ τετράρρυμον ἅρμα καὶ ἵππων
ὀκτὼ παγκάλως ἐκεκόσμητο. ἐπεὶ δ’ ἔμελλε τὸν λινοῦν
θώρακα, ὃς ἐπιχώριος ἦν αὐτοῖς, ἐνδύεσθαι, προσφέρει
αὐτῷ ἡ Πάνθεια <χρυσοῦν> καὶ χρυσοῦν κράνος καὶ περι-
βραχιόνια καὶ ψέλια πλατέα περὶ τοὺς καρποὺς τῶν χειρῶν
καὶ χιτῶνα πορφυροῦν ποδήρη στολιδωτὸν τὰ κάτω καὶ
λόφον ὑακινθινοβαφῆ. ταῦτα δ’ ἐποιήσατο λάθρᾳ τοῦ
ἀνδρὸς ἐκμετρησαμένη τὰ ἐκείνου ὅπλα. [6.4.3] ὁ δὲ ἰδὼν ἐθαύ-
μασέ τε καὶ ἐπήρετο τὴν Πάνθειαν· Οὐ δήπου, ὦ γύναι,
συγκόψασα τὸν σαυτῆς κόσμον τὰ ὅπλα μοι ἐποιήσω; Μὰ
Δί’, ἔφη ἡ Πάνθεια, οὔκουν τόν γε πλείστου ἄξιον· σὺ γὰρ
ἔμοιγε, ἢν καὶ τοῖς ἄλλοις φανῇς οἷόσπερ ἐμοὶ δοκεῖς εἶναι,
μέγιστος κόσμος ἔσῃ. ταῦτα δὲ λέγουσα ἅμα ἐνέδυε τὰ
ὅπλα, καὶ λανθάνειν μὲν ἐπειρᾶτο, ἐλείβετο δὲ αὐτῇ τὰ
δάκρυα κατὰ τῶν παρειῶν.
[6.4.4] Ἐπεὶ δὲ καὶ πρόσθεν ὢν ἀξιοθέατος ὁ Ἀβραδάτας ὡπλίσθη
τοῖς ὅπλοις τούτοις, ἐφάνη μὲν κάλλιστος καὶ ἐλευθεριώ-
τατος, ἅτε καὶ τῆς φύσεως ὑπαρχούσης· λαβὼν δὲ παρὰ
τοῦ ὑφηνιόχου τὰς ἡνίας παρεσκευάζετο ὡς ἀναβησόμενος
ἤδη ἐπὶ τὸ ἅρμα. [6.4.5] ἐν δὲ τούτῳ ἡ Πάνθεια ἀποχωρῆσαι
κελεύσασα τοὺς παρόντας πάντας ἔλεξεν· Ἀλλ’ ὅτι μέν,
ὦ Ἀβραδάτα, εἴ τις καὶ ἄλλη πώποτε γυνὴ τὸν ἑαυτῆς
ἄνδρα μεῖζον τῆς αὑτῆς ψυχῆς ἐτίμησεν, οἶμαί σε γιγνώ-
σκειν ὅτι καὶ ἐγὼ μία τούτων εἰμί. τί οὖν ἐμὲ δεῖ καθ’ ἓν
ἕκαστον λέγειν; τὰ γὰρ ἔργα οἶμαί σοι πιθανώτερα παρε-
σχῆσθαι τῶν νῦν λεχθέντων λόγων. [6.4.6] ὅμως δὲ οὕτως ἔχουσα
πρὸς σὲ ὥσπερ σὺ οἶσθα, ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν
φιλίαν ἦ μὴν ἐγὼ βούλεσθαι ἂν μετὰ σοῦ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ
γενομένου κοινῇ γῆν ἐπιέσασθαι μᾶλλον ἢ ζῆν μετ’ αἰσχυνο-
μένου αἰσχυνομένη· οὕτως ἐγὼ καὶ σὲ τῶν καλλίστων καὶ
ἐμαυτὴν ἠξίωκα. [6.4.7] καὶ Κύρῳ δὲ μεγάλην τινὰ δοκῶ ἡμᾶς
χάριν ὀφείλειν, ὅτι με αἰχμάλωτον γενομένην καὶ ἐξαι-
ρεθεῖσαν αὑτῷ οὔτε ὡς δούλην ἠξίωσε κεκτῆσθαι οὔτε ὡς
ἐλευθέραν ἐν ἀτίμῳ ὀνόματι, διεφύλαξε δὲ σοὶ ὥσπερ
ἀδελφοῦ γυναῖκα λαβών. [6.4.8] πρὸς δὲ καὶ ὅτε Ἀράσπας ἀπέστη
αὐτοῦ ὁ ἐμὲ φυλάττων, ὑπεσχόμην αὐτῷ, εἴ με ἐάσειε πρὸς
σὲ πέμψαι, ἥξειν αὐτῷ σὲ πολὺ Ἀράσπου ἄνδρα καὶ
πιστότερον καὶ ἀμείνονα.
[6.4.9] Ἡ μὲν ταῦτα εἶπεν· ὁ δὲ Ἀβραδάτας ἀγασθεὶς τοῖς
λόγοις καὶ θιγὼν αὐτῆς τῆς κεφαλῆς ἀναβλέψας εἰς τὸν
οὐρανὸν ἐπηύξατο· Ἀλλ’, ὦ Ζεῦ μέγιστε, δός μοι φανῆναι
ἀξίῳ μὲν Πανθείας ἀνδρί, ἀξίῳ δὲ Κύρου φίλῳ τοῦ ἡμᾶς
τιμήσαντος. ταῦτ’ εἰπὼν κατὰ τὰς θύρας τοῦ ἁρματείου
δίφρου ἀνέβαινεν ἐπὶ τὸ ἅρμα.
***
Και του Αβραδάτα το άρμα με τα τέσσερα τιμόνια και τα οχτώ άλογα ήταν ωραιότατα στολισμένο. Όταν δε επρόκειτο να ντυθή το λινό του θώρακα κατά τη συνήθεια του τόπου του, του πρόσφερε η Πάνθεια χρυσό θώρακα και χρυσή περικεφαλαία, χρυσά βραχιόλια και πλατείς κρίκους γύρω στους καρπούς των χεριών, και χιτώνα κόκκινο μακρύ μέχρι των ποδών, που είχε στο κάτω μέρος δίπλες και λοφίο με το χρώμα του υακίνθου. Αυτά εφρόντισε να κατασκευαστούν κρυφά από τον άντρα της, αφού επήρε μέτρο στα όπλα του. Ο Αβραδάτας, όταν είδε αυτά, εξεπλάγη και ρώτησε την Πάνθεια: Δεν κατέστρεψες τα κοσμήματά σου, αγάπη μου, για να κατασκευάσης τα όπλα μου ; Όχι μα το Δία, απάντησε η Πάνθεια, δεν κατέστρεψα το πολυτιμότερό μου κόσμημα, γιατί συ για μένα, αν και στους άλλους φανής όπως φαίνεσαι σε μένα, θα είσαι ο μεγαλύτερος στολισμός. Ενώ έλεγε αυτά, τον έντυνε τα όπλα, και προσπαθούσε να κρύβη τα δάκρυα που τρέχανε στα μάγουλά της.
Όταν ο Αβραδάτας, που και πρωτύτερα ήταν αξιοθέατος, ωπλίσθηκε με τα όπλα αυτά, φάνηκε ωραιότατος και επιβλητικώτατος, επειδή και εκ φύσεως ήταν τέτοιος. Αφού δε επήρε τα ηνία από τον ηνίοχο, ετοιμαζόταν πια να ανεβή στο άρμα του. Τότε η Πάνθεια διέταξε όλους, όσοι παρευρίσκοντο, να αποσυρθούν και είπε: Νομίζω, Αβραδάτα, πως ξέρεις ότι, εάν και άλλη καμμιά γυναίκα αγάπησε έως τώρα τον άντρα της περισσότερο από τη ζωή της, και εγώ είμαι μία απ' αυτές. Τι χρειάζεται λοιπόν να αναφέρω καθένα χωριστά; Γιατί μου φαίνεται πως τα έργα μου μαρτυρούν καλύτερα, από όσα λόγια θα έλεγα τώρα. Ενώ όμως σε αγαπώ έτσι, όπως ξέρεις, σου ορκίζομαι στην αγάπη μας ότι θα ήθελα καλύτερα να ταφώ με σένα, αν φανής γενναίος, παρά να ζω γεμάτη ντροπή με άντρα που δείλιασε και έχασε την υπόληψή του. Έτσι εγώ έκρινα άξιο και σένα και τον εαυτό μου για τις κάλλιστες τιμές. Νομίζω ότι και στον Κύρο οφείλομε μεγάλη χάρη, γιατί, μολονότι ήμουνα αιχμάλωτος και δόθηκα στο μερτικό του, δεν θέλησε ούτε για δούλα να μ' έχη, ούτε ελεύθερη με ατιμασμένο όνομα, αλλά με φύλαξε για σένα, σαν να είχε αδελφού του γυναίκα. Ακόμη και όταν ο Αράσπας που με φύλαγε αποχώρησε απ' αυτόν, του υποσχέθηκα ότι, αν επιτρέπη να στείλω αγγελιοφόρο σε σένα θα έλθης προς αυτόν πιστότερος και πολύ καλύτερος από τον Αράσπα.
Η Πάνθεια αυτά είπε∙ ο Αβραδάτας εθαύμασε τα λόγια της, άγγιξε το κεφάλι της και προσευχήθηκε, αφού έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό, και είπε: Μέγιστε Δία, αξίωσέ με να φανώ αντάξιος σύζυγος της Πάνθειας, και αντάξιος φίλος του Κύρου που τόσο μας ετίμησε. Αφού είπε αυτά κοντά στη θύρα του άρματος, ανέβαινε σ' αυτό.
Και του Αβραδάτα το άρμα με τα τέσσερα τιμόνια και τα οχτώ άλογα ήταν ωραιότατα στολισμένο. Όταν δε επρόκειτο να ντυθή το λινό του θώρακα κατά τη συνήθεια του τόπου του, του πρόσφερε η Πάνθεια χρυσό θώρακα και χρυσή περικεφαλαία, χρυσά βραχιόλια και πλατείς κρίκους γύρω στους καρπούς των χεριών, και χιτώνα κόκκινο μακρύ μέχρι των ποδών, που είχε στο κάτω μέρος δίπλες και λοφίο με το χρώμα του υακίνθου. Αυτά εφρόντισε να κατασκευαστούν κρυφά από τον άντρα της, αφού επήρε μέτρο στα όπλα του. Ο Αβραδάτας, όταν είδε αυτά, εξεπλάγη και ρώτησε την Πάνθεια: Δεν κατέστρεψες τα κοσμήματά σου, αγάπη μου, για να κατασκευάσης τα όπλα μου ; Όχι μα το Δία, απάντησε η Πάνθεια, δεν κατέστρεψα το πολυτιμότερό μου κόσμημα, γιατί συ για μένα, αν και στους άλλους φανής όπως φαίνεσαι σε μένα, θα είσαι ο μεγαλύτερος στολισμός. Ενώ έλεγε αυτά, τον έντυνε τα όπλα, και προσπαθούσε να κρύβη τα δάκρυα που τρέχανε στα μάγουλά της.
Όταν ο Αβραδάτας, που και πρωτύτερα ήταν αξιοθέατος, ωπλίσθηκε με τα όπλα αυτά, φάνηκε ωραιότατος και επιβλητικώτατος, επειδή και εκ φύσεως ήταν τέτοιος. Αφού δε επήρε τα ηνία από τον ηνίοχο, ετοιμαζόταν πια να ανεβή στο άρμα του. Τότε η Πάνθεια διέταξε όλους, όσοι παρευρίσκοντο, να αποσυρθούν και είπε: Νομίζω, Αβραδάτα, πως ξέρεις ότι, εάν και άλλη καμμιά γυναίκα αγάπησε έως τώρα τον άντρα της περισσότερο από τη ζωή της, και εγώ είμαι μία απ' αυτές. Τι χρειάζεται λοιπόν να αναφέρω καθένα χωριστά; Γιατί μου φαίνεται πως τα έργα μου μαρτυρούν καλύτερα, από όσα λόγια θα έλεγα τώρα. Ενώ όμως σε αγαπώ έτσι, όπως ξέρεις, σου ορκίζομαι στην αγάπη μας ότι θα ήθελα καλύτερα να ταφώ με σένα, αν φανής γενναίος, παρά να ζω γεμάτη ντροπή με άντρα που δείλιασε και έχασε την υπόληψή του. Έτσι εγώ έκρινα άξιο και σένα και τον εαυτό μου για τις κάλλιστες τιμές. Νομίζω ότι και στον Κύρο οφείλομε μεγάλη χάρη, γιατί, μολονότι ήμουνα αιχμάλωτος και δόθηκα στο μερτικό του, δεν θέλησε ούτε για δούλα να μ' έχη, ούτε ελεύθερη με ατιμασμένο όνομα, αλλά με φύλαξε για σένα, σαν να είχε αδελφού του γυναίκα. Ακόμη και όταν ο Αράσπας που με φύλαγε αποχώρησε απ' αυτόν, του υποσχέθηκα ότι, αν επιτρέπη να στείλω αγγελιοφόρο σε σένα θα έλθης προς αυτόν πιστότερος και πολύ καλύτερος από τον Αράσπα.
Η Πάνθεια αυτά είπε∙ ο Αβραδάτας εθαύμασε τα λόγια της, άγγιξε το κεφάλι της και προσευχήθηκε, αφού έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό, και είπε: Μέγιστε Δία, αξίωσέ με να φανώ αντάξιος σύζυγος της Πάνθειας, και αντάξιος φίλος του Κύρου που τόσο μας ετίμησε. Αφού είπε αυτά κοντά στη θύρα του άρματος, ανέβαινε σ' αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου