ἂν δὲ κύων κεφαλήν τε καὶ οὔατα κείμενος ἔσχεν,
Ἄργος, Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὅν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς
θρέψε μέν, οὐδ᾽ ἀπόνητο, πάρος δ᾽ εἰς Ἴλιον ἱρὴν
οἴχετο. τὸν δὲ πάροιθεν ἀγίνεσκον νέοι ἄνδρες
295 αἶγας ἐπ᾽ ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς·
δὴ τότε κεῖτ᾽ ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος,
ἐν πολλῇ κόπρῳ, ἥ οἱ προπάροιθε θυράων
ἡμιόνων τε βοῶν τε ἅλις κέχυτ᾽, ὄφρ᾽ ἂν ἄγοιεν
δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρήσοντες·
300 ἔνθα κύων κεῖτ᾽ Ἄργος, ἐνίπλειος κυνοραιστέων.
δὴ τότε γ᾽, ὡς ἐνόησεν Ὀδυσσέα ἐγγὺς ἐόντα,
οὐρῇ μέν ῥ᾽ ὅ γ᾽ ἔσηνε καὶ οὔατα κάββαλεν ἄμφω,
ἄσσον δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔπειτα δυνήσατο οἷο ἄνακτος
ἐλθέμεν· αὐτὰρ ὁ νόσφιν ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ,
305 ῥεῖα λαθὼν Εὔμαιον, ἄφαρ δ᾽ ἐρεείνετο μύθῳ·
«Εὔμαι᾽, ἦ μάλα θαῦμα κύων ὅδε κεῖτ᾽ ἐνὶ κόπρῳ.
καλὸς μὲν δέμας ἐστίν, ἀτὰρ τόδε γ᾽ οὐ σάφα οἶδα,
ἢ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε,
ἦ αὔτως οἷοί τε τραπεζῆες κύνες ἀνδρῶν
310 γίγνοντ᾽, ἀγλαΐης δ᾽ ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«καὶ λίην ἀνδρός γε κύων ὅδε τῆλε θανόντος.
εἰ τοιόσδ᾽ εἴη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα,
οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς,
315 αἶψά κε θηήσαιο ἰδὼν ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν.
οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης
κνώδαλον, ὅττι δίοιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη·
νῦν δ᾽ ἔχεται κακότητι, ἄναξ δέ οἱ ἄλλοθι πάτρης
ὤλετο, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσι.
320 δμῶες δ᾽, εὖτ᾽ ἂν μηκέτ᾽ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες,
οὐκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἐθέλουσιν ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι·
ἥμισυ γάρ τ᾽ ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρύοπα Ζεὺς
ἀνέρος, εὖτ᾽ ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν.»
Ὣς εἰπὼν εἰσῆλθε δόμους εὖ ναιετάοντας,
325 βῆ δ᾽ ἰθὺς μεγάροιο μετὰ μνηστῆρας ἀγαυούς.
Ἄργον δ᾽ αὖ κατὰ μοῖρ᾽ ἔλαβεν μέλανος θανάτοιο,
αὐτίκ᾽ ἰδόντ᾽ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ.
Τὸν δὲ πολὺ πρῶτος ἴδε Τηλέμαχος θεοειδὴς
ἐρχόμενον κατὰ δῶμα συβώτην, ὦκα δ᾽ ἔπειτα
330 νεῦσ᾽ ἐπὶ οἷ καλέσας· ὁ δὲ παπτήνας ἕλε δίφρον
κείμενον, ἔνθα τε δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ
δαιόμενος μνηστῆρσι δόμον κάτα δαινυμένοισι·
τὸν κατέθηκε φέρων πρὸς Τηλεμάχοιο τράπεζαν
ἀντίον, ἔνθα δ᾽ ἄρ᾽ αὐτὸς ἐφέζετο· τῷ δ᾽ ἄρα κῆρυξ
335 μοῖραν ἑλὼν ἐτίθει κανέου τ᾽ ἐκ σῖτον ἀείρας.
Ἀγχίμολον δὲ μετ᾽ αὐτὸν ἐδύσετο δώματ᾽ Ὀδυσσεύς,
πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιος ἠδὲ γέροντι,
σκηπτόμενος· τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροῒ εἵματα ἕστο.
ἷζε δ᾽ ἐπὶ μελίνου οὐδοῦ ἔντοσθε θυράων,
340 κλινάμενος σταθμῷ κυπαρισσίνῳ, ὅν ποτε τέκτων
ξέσσεν ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνε.
Τηλέμαχος δ᾽ ἐπὶ οἷ καλέσας προσέειπε συβώτην,
ἄρτον τ᾽ οὖλον ἑλὼν περικαλλέος ἐκ κανέοιο
καὶ κρέας, ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον ἀμφιβαλόντι·
345 «δὸς τῷ ξείνῳ ταῦτα φέρων αὐτόν τε κέλευε
αἰτίζειν μάλα πάντας ἐποιχόμενον μνηστῆρας·
αἰδὼς δ᾽ οὐκ ἀγαθὴ κεχρημένῳ ἀνδρὶ παρεῖναι.»
Ὣς φάτο, βῆ δὲ συφορβός, ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσεν,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευε·
350 «Τηλέμαχός τοι, ξεῖνε, διδοῖ τάδε, καί σε κελεύει
αἰτίζειν μάλα πάντας ἐποιχόμενον μνηστῆρας·
αἰδῶ δ᾽ οὐκ ἀγαθήν φησ᾽ ἔμμεναι ἀνδρὶ προΐκτῃ.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Ζεῦ ἄνα, Τηλέμαχόν μοι ἐν ἀνδράσιν ὄλβιον εἶναι,
355 καί οἱ πάντα γένοιτο ὅσα φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ.»
***
290 Κι ενώ εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια τους μιλούσαν,
ένα σκυλί που ζάρωνε, σήκωσε ξαφνικά τ᾽ αφτιά και το κεφάλι του —
ο Άργος του καρτερικού Οδυσσέα! Τον είχε ο ίδιος
μεγαλώσει, όμως δεν πρόλαβε να τον χαρεί· πρωτύτερα
αναχώρησε να πάει στην άγια Τροία.
Τα πρώτα χρόνια οι νιούτσικοι τον έβγαζαν κυνήγι,
και κυνηγούσε αγριοκάτσικα, ζαρκάδια και λαγούς.
Μετά τον παραμέλησαν, αφότου ο κύρης του ταξίδεψε μακριά,
και σέρνονταν στην κοπριά, χυμένη σε σωρούς από τις μούλες
και τα βόδια στην αυλόθυρα μπροστά, απ᾽ όπου
του Οδυσσέα οι δούλοι σήκωναν κάθε τόσο να κοπρίσουν
το μέγα τέμενός του.
300 Εκεί τώρα σερνόταν το σκυλί, μ᾽ αμέτρητα τσιμπούρια ο Άργος.
Κι όμως, αναγνωρίζοντας τον Οδυσσέα στο πλάι του,
σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ᾽ αφτιά του,
όμως τη δύναμη δεν βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του.
Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του,
σκούπισε ένα δάκρυ — από τον Εύμαιο κρυφά,
για να τον ξεγελάσει. Ύστερα μίλησε ρωτώντας:
«Εύμαιε, τι παράξενο· τέτοιο σκυλί μες στις κοπριές να σέρνεται,
φαίνεται η καλή του ράτσα. Δεν ξέρω ωστόσο και γι᾽ αυτό
ρωτώ· εξόν από την ομορφιά, ήταν και γρήγορο στο τρέξιμο;
ή μήπως έτσι, σαν τους άλλους σκύλους που τριγυρίζουν
στα τραπέζια των ανδρών, και τους κρατούν οι άρχοντες
310 μόνο για το καμάρι τους;»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Ω ναι, ετούτο το σκυλί σ᾽ αυτόν ανήκει που αφανίστηκε
πέρα στα ξένα. Αν είχε ακόμη το σκαρί, αν είχε και την αντοχή,
όπως ο Οδυσσέας το άφησε, μισεύοντας στην Τροία,
βλέποντας θα το θαύμαζες και για τη γρηγοράδα
και για την αλκή του· που, κυνηγώντας, δεν του ξέφευγε
κανένα αγρίμι, βαθιά χωμένο στο δάσος το βαθύ —
ξεχώριζε πατώντας πάνω στα πατήματά του.
Τώρα το πλάκωσε η μιζέρια, αφότου χάθηκε το αφεντικό του
μακριά από την πατρίδα του, κι αδιάφορες οι δούλες
αφρόντιστο το αφήνουν.
320 Ξέρεις, οι δούλοι, σαν τους λείψει το κουμάντο των αρχόντων,
δεν θέλουν πια να κάνουν τη στρωτή δουλειά τους.
Γιατί κι ο Δίας, που το μάτι του βλέπει παντού, κόβει του ανθρώπου
τη μισή αρετή, απ᾽ τη στιγμή που θα τον βρει
η μέρα της σκλαβιάς.»
Μιλώντας πια, προχώρησε στα ωραία δώματα,
και πέρασε στην αίθουσα με τους περήφανους μνηστήρες.
Κι αυτοστιγμεί τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα του θανάτου,
αφού τα μάτια του είδαν ξανά, είκοσι χρόνια
περασμένα, τον Οδυσσέα.
Πρώτος τον είδε ο Τηλέμαχος, να προχωρεί στην αίθουσα
ο χοιροβοσκός, κι αμέσως μ᾽ ένα νεύμα του τον κάλεσε
330 κοντά του· εκείνος, με το μάτι ψάχνοντας, βρήκε και πιάνει
άδειο σκαμνί, όπου συνήθιζε να κάθεται ο μοιραστής,
λιανίζοντας για τους μνηστήρες τα πολλά τους κρέατα
κάθε φορά που στρώνονταν αυτοί να φάνε.
Το πήρε το σκαμνί και το ᾽στησε στου Τηλεμάχου το τραπέζι,
αντίκρυ του· κι όταν εκεί βολεύτηκε, ο κήρυκας ξεχώρισε
μπροστά του μια μερίδα κρέας, τραβώντας από το καλάθι και ψωμί.
Σε λίγο, πίσω από τον Εύμαιο, χώθηκε τώρα στο παλάτι
ο Οδυσσέας, με τη μορφή άθλιου ζητιάνου, γέρου —
σκυφτός επάνω στο ραβδί του, κουρέλια ρούχα
γύρω στο κορμί του.
Κάθησε πάνω στο φράξινο κατώφλι, στο μέσα μέρος της μεγάλης πόρτας,
340 κι έγειρε στον κυπαρισσένιο παραστάτη — τον είχε ξύσει από παλιά,
με την καλή του τέχνη, ο ξυλουργός, κι ορθόν τον στάθμισε.
Αμέσως ο Τηλέμαχος, καλώντας τον χοιροβοσκό κοντά του,
παραγγέλλει — πρώτα καρβέλι ολόκληρο απ᾽ το πανέμορφο πανέρι
πήρε, κι αμέσως έπιασε στα χέρια του κομμάτια κρέας,
όσα χωρούσαν οι παλάμες του:
«Πάρ᾽ τα και δώσ᾽ τα αυτά στον ξένο, συμβούλεψέ τον όμως,
απ᾽ όλους τους μνηστήρες, στη σειρά, να ζητιανέψει·
γιατί η ντροπή σε κάποιον που τον δέρνει η πείνα δεν πολυταιριάζει.»
Υπάκουσε στον λόγο του ο χοιροβοσκός, κι αμέσως πήγε,
στάθηκε στο πλάι του ξένου, κι όπως του μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
350 «Ξένε, ο Τηλέμαχος τα δίνει αυτά, κι ωστόσο παραγγέλλει,
παίρνοντας βόλτα τους μνηστήρες όλους στη σειρά, κι εσύ
να ζητιανέψεις· γιατί η ντροπή σε κάποιον που τον δέρνει η πείνα,
λέει πως περισσεύει.»
Ανταποκρίθηκε ο Οδυσσέας έξυπνος κι εύστροφος:
«Δία, εσύ μας κυβερνάς! Δώσε παρακαλώ
να γίνει ευτυχισμένος ο Τηλέμαχος
μέσα στον κόσμο, κι όσα ποθεί η ψυχή του,
όλα να βρουν το τέλος τους.»
290 Κι ενώ εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια τους μιλούσαν,
ένα σκυλί που ζάρωνε, σήκωσε ξαφνικά τ᾽ αφτιά και το κεφάλι του —
ο Άργος του καρτερικού Οδυσσέα! Τον είχε ο ίδιος
μεγαλώσει, όμως δεν πρόλαβε να τον χαρεί· πρωτύτερα
αναχώρησε να πάει στην άγια Τροία.
Τα πρώτα χρόνια οι νιούτσικοι τον έβγαζαν κυνήγι,
και κυνηγούσε αγριοκάτσικα, ζαρκάδια και λαγούς.
Μετά τον παραμέλησαν, αφότου ο κύρης του ταξίδεψε μακριά,
και σέρνονταν στην κοπριά, χυμένη σε σωρούς από τις μούλες
και τα βόδια στην αυλόθυρα μπροστά, απ᾽ όπου
του Οδυσσέα οι δούλοι σήκωναν κάθε τόσο να κοπρίσουν
το μέγα τέμενός του.
300 Εκεί τώρα σερνόταν το σκυλί, μ᾽ αμέτρητα τσιμπούρια ο Άργος.
Κι όμως, αναγνωρίζοντας τον Οδυσσέα στο πλάι του,
σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ᾽ αφτιά του,
όμως τη δύναμη δεν βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του.
Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του,
σκούπισε ένα δάκρυ — από τον Εύμαιο κρυφά,
για να τον ξεγελάσει. Ύστερα μίλησε ρωτώντας:
«Εύμαιε, τι παράξενο· τέτοιο σκυλί μες στις κοπριές να σέρνεται,
φαίνεται η καλή του ράτσα. Δεν ξέρω ωστόσο και γι᾽ αυτό
ρωτώ· εξόν από την ομορφιά, ήταν και γρήγορο στο τρέξιμο;
ή μήπως έτσι, σαν τους άλλους σκύλους που τριγυρίζουν
στα τραπέζια των ανδρών, και τους κρατούν οι άρχοντες
310 μόνο για το καμάρι τους;»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Ω ναι, ετούτο το σκυλί σ᾽ αυτόν ανήκει που αφανίστηκε
πέρα στα ξένα. Αν είχε ακόμη το σκαρί, αν είχε και την αντοχή,
όπως ο Οδυσσέας το άφησε, μισεύοντας στην Τροία,
βλέποντας θα το θαύμαζες και για τη γρηγοράδα
και για την αλκή του· που, κυνηγώντας, δεν του ξέφευγε
κανένα αγρίμι, βαθιά χωμένο στο δάσος το βαθύ —
ξεχώριζε πατώντας πάνω στα πατήματά του.
Τώρα το πλάκωσε η μιζέρια, αφότου χάθηκε το αφεντικό του
μακριά από την πατρίδα του, κι αδιάφορες οι δούλες
αφρόντιστο το αφήνουν.
320 Ξέρεις, οι δούλοι, σαν τους λείψει το κουμάντο των αρχόντων,
δεν θέλουν πια να κάνουν τη στρωτή δουλειά τους.
Γιατί κι ο Δίας, που το μάτι του βλέπει παντού, κόβει του ανθρώπου
τη μισή αρετή, απ᾽ τη στιγμή που θα τον βρει
η μέρα της σκλαβιάς.»
Μιλώντας πια, προχώρησε στα ωραία δώματα,
και πέρασε στην αίθουσα με τους περήφανους μνηστήρες.
Κι αυτοστιγμεί τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα του θανάτου,
αφού τα μάτια του είδαν ξανά, είκοσι χρόνια
περασμένα, τον Οδυσσέα.
Πρώτος τον είδε ο Τηλέμαχος, να προχωρεί στην αίθουσα
ο χοιροβοσκός, κι αμέσως μ᾽ ένα νεύμα του τον κάλεσε
330 κοντά του· εκείνος, με το μάτι ψάχνοντας, βρήκε και πιάνει
άδειο σκαμνί, όπου συνήθιζε να κάθεται ο μοιραστής,
λιανίζοντας για τους μνηστήρες τα πολλά τους κρέατα
κάθε φορά που στρώνονταν αυτοί να φάνε.
Το πήρε το σκαμνί και το ᾽στησε στου Τηλεμάχου το τραπέζι,
αντίκρυ του· κι όταν εκεί βολεύτηκε, ο κήρυκας ξεχώρισε
μπροστά του μια μερίδα κρέας, τραβώντας από το καλάθι και ψωμί.
Σε λίγο, πίσω από τον Εύμαιο, χώθηκε τώρα στο παλάτι
ο Οδυσσέας, με τη μορφή άθλιου ζητιάνου, γέρου —
σκυφτός επάνω στο ραβδί του, κουρέλια ρούχα
γύρω στο κορμί του.
Κάθησε πάνω στο φράξινο κατώφλι, στο μέσα μέρος της μεγάλης πόρτας,
340 κι έγειρε στον κυπαρισσένιο παραστάτη — τον είχε ξύσει από παλιά,
με την καλή του τέχνη, ο ξυλουργός, κι ορθόν τον στάθμισε.
Αμέσως ο Τηλέμαχος, καλώντας τον χοιροβοσκό κοντά του,
παραγγέλλει — πρώτα καρβέλι ολόκληρο απ᾽ το πανέμορφο πανέρι
πήρε, κι αμέσως έπιασε στα χέρια του κομμάτια κρέας,
όσα χωρούσαν οι παλάμες του:
«Πάρ᾽ τα και δώσ᾽ τα αυτά στον ξένο, συμβούλεψέ τον όμως,
απ᾽ όλους τους μνηστήρες, στη σειρά, να ζητιανέψει·
γιατί η ντροπή σε κάποιον που τον δέρνει η πείνα δεν πολυταιριάζει.»
Υπάκουσε στον λόγο του ο χοιροβοσκός, κι αμέσως πήγε,
στάθηκε στο πλάι του ξένου, κι όπως του μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
350 «Ξένε, ο Τηλέμαχος τα δίνει αυτά, κι ωστόσο παραγγέλλει,
παίρνοντας βόλτα τους μνηστήρες όλους στη σειρά, κι εσύ
να ζητιανέψεις· γιατί η ντροπή σε κάποιον που τον δέρνει η πείνα,
λέει πως περισσεύει.»
Ανταποκρίθηκε ο Οδυσσέας έξυπνος κι εύστροφος:
«Δία, εσύ μας κυβερνάς! Δώσε παρακαλώ
να γίνει ευτυχισμένος ο Τηλέμαχος
μέσα στον κόσμο, κι όσα ποθεί η ψυχή του,
όλα να βρουν το τέλος τους.»