«Θα σας μιλήσω για τις τρεις μεταμορφώσεις του πνεύματος: με ποιο τρόπο το πνεύμα γίνεται Καμήλα, με ποιο τρόπο η Καμήλα γίνεται Λεοντάρι και πώς το Λεοντάρι γίνεται Παιδί.
Πολλά βαριά πράγματα υπάρχουν για το πνεύμα. Το ρωμαλέο, το υπομονετικό πνεύμα, το κυριαρχημένο από σεβασμό: το βαρύ, και το βαρύτατο η ρώμη του αξιώνει.
Ποιο είναι βαρύ; Αυτό ρωτάει το υπομονετικό πνεύμα και γονατίζει σαν την Καμήλα και θέλει να φορτωθεί γερά.
Ποιο είναι το βαρύτατο, ω ήρωες; για να το φορτωθώ και να ευφρανθώ από τη δύναμή μου;
Μήπως δεν είναι η αυτοταπείνωση για να κάνεις την περηφάνια σου να πονέσει; Μήπως δεν είναι ν’ αφήσεις λεύτερη τη μωρία σου ν’ αστράψει, για να περιγελάσει τη σοφία σου;
Ή μήπως είν’ αυτό: να παρατάμε τον αγώνα μας τη στιγμή που γιορτάζει τη νίκη του; Ή το να σκαρφαλώνουμε σε κορυφές τετράψηλες για να πειράζουμε τον Πειρασμό; Ή μήπως είν’ αυτό: να θρεφόμαστε με τα βελανίδια και τα χόρτα της γνώσης κι από την πείνα η ψυχή να τυραγνιέται για χάρη της αλήθειας;
Ή μήπως είν’ αυτό: να ’μαστέ άρρωστοι και να στέλνουμε όσους μας παρηγοράν στο σπίτι τους, και μετά αρχινάμε τις φιλίες με κουφούς που δεν ακούν ποτέ τι θέλουμε;
Ή μήπως είν’ αυτό: να βυθιζόμαστε μέσα στο βρόμικο νερό, όταν αυτό είναι το νερό της αλήθειας και να μη σπρώχνουμε από κοντά μας τα παγερά βατράχια και τους χλιαρούς φρύνους;
Ή μήπως είν’ αυτό: ν’ αγαπάμε όσους μας περιφρονάν και να δίνουμε το χέρι στο φάντασμα όταν θέλει να μας σκιάξει;
Όλα τούτα τα βαριά, τα φορτώνεται το υπομονετικό πνεύμα: καθώς η Καμήλα που δράμει φορτωμένη κατά την έρημο, έτσι κι αυτό τρέχει κατά την έρημό του.
Όμως μέσα στην πιο ερημικιά την έρημο, πλαστουργείται η δεύτερη μεταμόρφωση: εκεί το πνεύμα γίνεται Λεοντάρι, θέλει να κατακτήσει λευτεριά να γίνει ο κυρίαρχος της δικιάς του ερήμου.
Γυρεύει εκεί τον ύστερό του αφέντη: θέλει να γίνει εχτρός του, όπως και του ύστερου θεού του, και πολεμώντας, θέλει να νικήσει το μεγάλο Δράκο. Ποιος είναι ο μεγάλος Δράκος, που δε θέλει πια το πνεύμα να τον λέει μήτε θεό, μήτε αφέντη;
«Οφείλεις» ονομάζεται ο μεγάλος δράκος. Όμως του Λεονταριού το πνεύμα λέει, «θέλω».
Το «Οφείλεις» ορθώνεται στη στράτα σου όλο από μάλαμα και λάμπος και από λέπια ένα θηρίο, κι απάνω σε καθένα λέπι, λάμπει με μάλαμα γραμμένο, κι ένα «Οφείλεις.»
Χιλιαδόχρονες αξίες αστράφτουν πάνω σε τούτα δω τα λέπια, κι αυτά είπ’ ο πιο φοβερός απ’ όλους τους δράκους: όλη η αξία των πραγμάτων λάμπει απάνω μου».
«Κάθε αξία ήταν κιόλας δημιουργημένη, και κάθε δημιουργημένη αξία, είμ’ εγώ. Αληθινά, δεν πρέπει πια να μείνει μήτ’ ένα «Θέλω». Αυτά λέει ο Δράκος.
Αδερφοί μου, τι το χρειαζόμαστε το Λεοντάρι μέσα στο πνεύμα; γιατί δεν μας φτάνει το υπομονετικό ζώο, το όλο εθελοθυσία και σεβασμό;
Να δημιουργήσει καινούριες αξίες, αυτό μήτε το Λεοντάρι μπορεί να το καταφέρει: μα θ’ αποκτήσει λευτεριά για μια καινούρια δημιουργία, αυτό του Λεονταριού η ρώμη το μπορεί.
Για ν’ αποκτήσει λευτεριά και να κράξει ένα όχι ιερό, ακόμα και μπροστά στο χρέος: Να, γιατί μας χρειάζεται αδερφοί το Λεοντάρι.
Να αποκτήσει δικαίωμα να δημιουργήσει καινούριες αξίες, αυτό είναι το πιο τρομερό απόκτημα για ένα υπομονετικό και από σεβασμό γιομάτο πνεύμα.
Αληθινά, σαν αρπαγή του μοιάζει αυτό κι ωσάν αρπαχτικού ζώου έργο.
Ωσάν το πιο ιερό του και όσιο, το «οφείλεις» αγαπούσε έναν καιρό: τώρα λοιπόν πρέπει να ανακαλύψει πλάνη κι αυθαιρεσία ακόμα και σ’ αυτό το πιο ιερό, για να τό κατορθώσει απ’ την αγάπη του να κλέψει ελευθερία. Το Λεοντάρι έχει ανάγκη από τέτοια αρπαγή.
Αλλά πέστε μου, αδερφοί μου, τι μπορεί να κατορθώσει το Παιδί που μήτε το Λεοντάρι δεν μπορεί να κατορθώσει;
Γιατί χρειάζεται τ’ αρπαχτικό Λεοντάρι να γίνει Παιδί;
Αθωότητα είναι το Παιδί, και λησμονιά ένα ξενάρχισμα, ένα παιχνίδι. Ένας αυθόρμητα στροβιλιζόμενος τροχός, μια πρώτη κίνηση, ένα άγιο Ναι.
Ναι, στο παιχνίδι της δημιουργίας, αδερφοί μου, έχει ανάγκη έν’ άγιο Ναι: τη δίκιά του θέληση θέλει τώρα το πνεύμα, το δικό του κόσμο θέλει να ξαναποχτήσει εκείνος που έχασε τον κόσμο.
Σας μίλησα για τις τρεις μεταμορφώσεις του πνεύματος: με ποιο τρόπο το πνεύμα έγινε Καμήλα, πώς η Καμήλα έγινε Λεοντάρι και πώς το Λεοντάρι έγινε Παιδί.»
Αυτά είπε ο Ζαρατούστρας. Και τον καιρό εκείνο, κατοικούσε στην πόλη που λεγόταν: η παρδαλή Αγελάδα.
Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου