Μια μέρα προς τα τέλη του έτους 432 π.Χ., οι Αθηναίοι έλαβαν κάποια πολύ ανησυχητικά νέα: εκπρόσωποι από την πόλη-κράτος της Σπάρτης είχαν φτάσει στην Αθήνα και παρουσίασαν στους δέκα στρατηγούς, οι οποίοι ήταν αιρετοί αξιωματούχοι επιφορτισμένοι με στρατιωτικά και πολιτικά καθήκοντα, νέους ειρηνευτικούς όρους. Εάν η Αθήνα δεν συμφωνούσε με αυτούς τους όρους, τότε η Σπάρτη θα της κήρυττε πόλεμο. Η Σπάρτη ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός της Αθήνας και από πολλές απόψεις το άκρως αντίθετό της. Η Αθήνα ήταν επικεφαλής ενός συνασπισμού δημοκρατικών πόλεων κρατών, ενώ η Σπάρτη ηγούνταν μιας ένωσης ολιγαρχικών κρατών, που ήταν γνωστή ως Πελοποννησιακή Συμμαχία. Η Αθήνα εξαρτιόταν από το ναυτικό της και από τον πλούτο της – ήταν η κυρίαρχη εμπορική δύναμη στη Μεσόγειο. Η Σπάρτη εξαρτιόταν από τον στρατό της. Ήταν μια κοινωνία με καθαρά στρατιωτική οργάνωση. Μέχρι τότε, οι δύο δυνάμεις είχαν αποφύγει σε μεγάλο βαθμό έναν άμεσο πόλεμο, επειδή οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές – η ηττημένη πλευρά όχι μόνο θα έχανε την επιρροή της στην περιοχή, αλλά θα κινδύνεψε να αφανιστεί και ο συνολικός τρόπος ζωής της. Για την Αθήνα, αυτό σήμαινε να απολέσει τη δημοκρατία και τον πλούτο της. Τώρα όμως ο πόλεμος έμοιαζε αναπόφευκτος και πολύ σύντομα μια αίσθηση επικείμενης καταστροφής απλώθηκε στην πόλη.
Λίγες μέρες αργότερα, η Εκκλησία του Δήμου συγκεντρώθηκε στην Πνύκα, απέναντι από την Ακρόπολη, για να συζητήσει το τελεσίγραφο των Σπαρτιατών και να αποφασίσει τι θα κάνει. Η Εκκλησία ήταν ανοιχτή σε όλους τους άρρενες πολίτες και εκείνη τη μέρα σχεδόν δέκα χιλιάδες μαζεύτηκαν στον λόφο για να συμμετάσχουν στη συζήτηση. Τα γεράκια του πολέμου βρίσκονταν σε κατάσταση μεγάλης αναταραχής – κατά τη γνώμη τους, η Αθήνα έπρεπε να πάρει την πρωτοβουλία και να επιτεθεί πρώτη στη Σπάρτη. Κάποιοι τους υπενθύμισαν ότι σε μια χερσαία μάχη οι σπαρτιατικές δυνάμεις ήταν σχεδόν ανίκητες. Αν επιτίθεντο στη Σπάρτη με αυτόν τον τρόπο, θα έπεφταν κατευθείαν στο στόμα του λύκου. Όλα τα περιστέρια της ειρήνης τάχθηκαν υπέρ της αποδοχής των όρων της συνθήκης, αλλά, όπως τόνισαν πολλοί, κάτι τέτοιο θα φανέρωνε φόβο και θα έδινε θάρρος στους Σπαρτιάτες. Πρακτικά τους έδινε περισσότερο χρόνο για να μεγαλώσουν τον στρατό τους. Έτσι, η συζήτηση έκανε κύκλους, με τα πνεύματα να οξύνονται, τις φωνές να υψώνονται και να μη διαφαίνεται πουθενά ικανοποιητική λύση.
Τότε, λίγο πριν σουρουπώσει, ξαφνικά το πλήθος σώπασε καθώς μια οικεία φιγούρα βγήκε μπροστά για να μιλήσει στη συνέλευση. Ήταν ο Περικλής, ο μεγαλύτερος πολιτικός της αθηναϊκής σκηνής, που είχε πια περάσει τα εξήντα. Ο Περικλής ήταν αγαπητός και η γνώμη του βάρυνε περισσότερο από κάθε άλλου, αλλά παρά τον σεβασμό των Αθηναίων στο πρόσωπό του τον έβρισκαν πολύ περίεργο για ηγέτη – περισσότερο φιλόσοφο παρά πολιτικό. Σε όσους ήταν αρκετά μεγάλοι ώστε να θυμούνται την αρχή της σταδιοδρομίας του, φαινόταν πραγματικά εκπληκτικό το πόσο ισχυρός και επιτυχημένος είχε γίνει. Δεν έκανε τίποτα με τον συνηθισμένο τρόπο.
Στα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας τους, προτού εμφανιστεί ο Περικλής, οι Αθηναίοι προτιμούσαν έναν συγκεκριμένο τύπο προσωπικότητας στους ηγέτες τους – άνδρες που ήξεραν να ρητορεύουν με έμπνευση και πειθώ και είχαν τάση προς το δράμα. Στο πεδίο της μάχης, αυτοί οι άνδρες ήταν ριψοκίνδυνοι, συχνά πίεζαν για στρατιωτικές εκστρατείες που θα τους έδιναν την ευκαιρία να αναδείξουν τις ηγετικές τους ικανότητες και να κερδίσουν δόξα και προσοχή. Προωθούσαν τη σταδιοδρομία εκπροσωπώντας στην Εκκλησία του Δήμου κάποια φατρία –γαιοκτήμονες, στρατιωτικούς, αριστοκράτες- και κάνοντας ό, τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να επιβάλουν τα συμφέροντά της. Αυτό οδήγησε σε μια εξαιρετικά διχαστική πολιτική. Οι ηγέτες ανέβαιναν κι έπεφταν κάθε λίγα χρόνια, αλλά οι Αθηναίοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό. Άλλωστε, ήταν καχύποπτοι απέναντι σε όποιον έμενε πολύ στην εξουσία.
Έπειτα, γύρω στο 463 π.Χ., εμφανίστηκε στα δημόσια πράγματα ο Περικλής και έκτοτε η αθηναϊκή πολιτική δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Η πρώτη του κίνηση ήταν η πιο ασυνήθιστη. Αν και προερχόταν από επιφανή αριστοκρατική οικογένεια, συμμάχησε με τις ανερχόμενες κατώτερες και μεσαίες τάξεις της πόλης – τους αγρότες, τους κωπηλάτες, τους τεχνίτες που ήταν το καμάρι της Αθήνας. Αγωνίστηκε για να ακούγεται πιο δυνατά η φωνή τους στην Εκκλησία του Δήμου και να έχουν μεγαλύτερη δύναμη στη δημοκρατία. Ηγέτιδα δεν ήταν πλέον κάποια φατρία, αλλά η πλειοψηφία των Αθηναίων πολιτών. Ίσως φαίνεται αδύνατο να καταφέρει κανείς να ελέγξει ένα τόσο μεγάλο και απείθαρχο πλήθος ανθρώπων με διαφορετικά συμφέροντα, αλλά ήταν τόσο δοσμένος στον αγώνα του να μεγαλώσει τη δύναμή τους, ώστε με τον καιρό κέρδισε την εμπιστοσύνη και την υποστήριξή τους.
Καθώς η επιρροή του μεγάλωνε, άρχισε να επιβάλλεται στην Εκκλησία του Δήμου και να αλλάζει τις πολιτικές της. Ήταν αντίθετος στην επέκταση της δημοκρατικής αυτοκρατορίας της Αθήνας. Φοβόταν ότι οι Αθηναίοι θα ανοίγονταν πέρα από τις δυνατότητές τους και θα έχαναν τον έλεγχο. Μόχθησε για να εδραιώσει την αυτοκρατορία και να ενισχύσει τις υπάρχουσες συμμαχίες. Όταν ήρθε η ώρα για πόλεμο και έγινε στρατηγός, αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις να περιορίσει τις εκστρατείες και να κερδίσει μέσω διπλωματικών ελιγμών, έτσι ώστε να υπάρχουν όσο το δυνατόν λιγότερες ανθρώπινες απώλειες. Σε πολλούς αυτό φαινόταν αντιηρωικό, αλλά όταν αυτές οι πολιτικές άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, η πόλη εισήλθε σε μια περίοδο ευημερίας που δεν είχε προηγούμενο. Δεν γίνονταν πια περιττοί πόλεμοι που αποστράγγιζαν τα ταμεία και η αυτοκρατορία λειτουργούσε πιο ομαλά από ποτέ.
Αυτό που έκανε ο Περικλής με το χρηματικό πλεόνασμα αιφνιδίασε και εξέπληξε τους πολίτες: αντί να το χρησιμοποιήσει για να εξαγοράσει πολιτικές εύνοιες, επιδόθηκε σε ένα τεράστιο έργο ανοικοδόμησης της Αθήνας. Έχτισε ναούς, θέατρα και αίθουσες συναυλιών, δίνοντας δουλειά σε όλους τους Αθηναίους τεχνίτες. Όπου κι αν κοίταζε κανείς, έβλεπε την πόλη να γίνεται πανέμορφη. Έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση σε μια μορφή αρχιτεκτονικής που αντικατόπτριζε την προσωπική του αισθητική – οργανωμένη, εξαιρετικά γεωμετρική, μνημειακή, αλλά ευχάριστη στο μάτι. Το σπουδαιότερο έργο του ήταν ο Παρθενώνας, με το πελώριο, ύψους δώδεκα περίπου μέτρων άγαλμα της Αθηνάς. Η Αθηνά ήταν η προστάτιδα της Αθήνας, η θεά της σοφίας και της πρακτικής σκέψης. Αντιπροσώπευε όλες τις αξίες που ήθελε να προωθήσει ο Περικλής. Έτσι, ο Περικλής, χωρίς καμία βοήθεια, μεταμόρφωσε την όψη και το πνεύμα της Αθήνας και η πόλη εισήλθε στη χρυσή εποχή της σε όλες τις τέχνες και τις επιστήμες.
Το πιο παράξενο χαρακτηριστικό του Περικλή ήταν το στιλ ομιλίας του – συγκρατημένο και αξιοπρεπές. Δεν χρησιμοποιούσε τις συνηθισμένες στομφώδεις μεθόδους ρητορικής, αντίθετα προσπαθούσε να πείσει τους πολίτες με στέρεα επιχειρήματα. Αυτό τους έκανε να τον ακούν προσεκτικά για να μη χάνουν τον ενδιαφέροντα ειρμό της λογικής του. Το ύφος του ήταν συναρπαστικό και ταυτόχρονα κατευναστικό. Σε αντίθεση με κάθε άλλο ηγέτη, ο Περικλής παρέμεινε στην εξουσία χρόνο με τον χρόνο, δεκαετία τη δεκαετία, βάζοντας τη συνολική σφραγίδα του στην πόλη με τον ήρεμο, διακριτικό τρόπο του. Είχε βέβαια τους εχθρούς του. Ήταν αναπόφευκτο. Είχε παραμείνει στην εξουσία τόσο πολύ καιρό, ώστε αρκετοί τον κατηγόρησαν ότι στην πραγματικότητα είχε γίνει δικτάτορας. Υποψιάζονταν ότι ήταν άθεος και ότι περιφρονούσε τις παραδόσεις. Κάτι τέτοιο θα εξηγούσε γιατί ήταν τόσο παράξενος. Αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα αποτελέσματα της ηγεσίας του. Εκείνο το απόγευμα, λοιπόν, καθώς άρχισε να μιλά στην Εκκλησία του Δήμου, η άποψή του για τον πόλεμο με τη Σπάρτη θα είχε τη μεγαλύτερη βαρύτητα, κι έτσι το πλήθος σώπασε περιμένοντας με αγωνία να ακούσει τα επιχειρήματά του. «Άνδρες Αθηναίοι», ξεκίνησε, «οι απόψεις μου είναι οι ίδιες όπως πάντα: είμαι αντίθετος στο να κάνουμε οποιαδήποτε παραχώρηση στους Πελοποννήσιους, μολονότι γνωρίζω ότι ο ενθουσιασμός που επικρατεί όταν οι άνθρωποι πείθονται να επιδοθούν σε έναν πόλεμο δεν διατηρείται όταν φτάνει η ώρα της δράσης και ότι η γνώμη των ανθρώπων αλλάζει κατά την πορεία των γεγονότων». Οι διαφορές μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης έπρεπε να διευθετηθούν με τη μεσολάβηση ουδέτερων διαιτητών, τους υπενθύμισε.
Θα αποτελούσε επικίνδυνο προηγούμενο αν υπέκυπταν στις μονομερείς απαιτήσεις των Σπαρτιατών. Πού θα τελείωνε όλο αυτό; Ναι, μια άμεση χερσαία μάχη με τη Σπάρτη θα ήταν αυτοκτονία. Αυτό που αντιπρότεινε ήταν μια εντελώς νέα μορφή πολέμου – περιορισμένη και αμυντική. Θα έφερνε μέσα στα τείχη της Αθήνας όλους όσοι ζούσαν στην περιοχή. Ας έρθουν οι Σπαρτιάτες κι ας προσπαθήσουν να μας παρασύρουν σε μάχες, είτε. Ας ρημάξουν τη γη μας. Δεν θα τσιμπήσουμε το δόλωμα. Δεν θα τους πολεμήσουμε στην ξηρά. Με την πρόσβασή μας στη θάλασσα θα ανεφοδιάζουμε διαρκώς την πόλη. Με το ναυτικό μας θα επιτεθούμε στις παράκτιες πόλεις τους. Με την πάροδο του χρόνου κι όσο δεν θα βλέπουν μάχες, θα χάσουν το ηθικό τους. Υποχρεωμένοι να σιτίζουν και να τροφοδοτούν τον μόνιμο στρατό τους, θα ξεμείνουν από χρήματα. Οι σύμμαχοί τους θα φαγωθούν μεταξύ τους. Η πολεμοχαρής μερίδα της Σπάρτης θα περιπέσει σε δυσμένεια και θα συμφωνηθεί μια πραγματική διαρκής ειρήνη, κι όλα αυτά με ελάχιστες ανθρώπινες και χρηματικές απώλειες από την πλευρά μας. «Θα μπορούσα να σας εκθέσω πολλούς άλλους λόγους», κατέληξε, «για τους οποίους πρέπει να αισθάνεστε σίγουροι για την τελική νίκη, αρκεί να μην αποφασίσετε να προσθέσετε κι άλλους στην αυτοκρατορία όσο ο πόλεμος θα βρίσκεται σε εξέλιξη και να μην κάνετε την αποκοτιά να μπλέξετε σε νέους κινδύνους. Αυτό που φοβάμαι δεν είναι η στρατηγική του εχθρού, αλλά τα δικά μας λάθη». Η πρωτοφανής πρότασή του προκάλεσε μεγάλη συζήτηση. Ούτε τα γεράκια ούτε τα περιστέρια ήταν ικανοποιημένα με το σχέδιό του, αλλά στο τέλος η φήμη της σοφίας του έκρινε το αποτέλεσμα και η στρατηγική του εγκρίθηκε. Αρκετούς μήνες αργότερα ξεκίνησε ο μοιραίος πόλεμος.
Στην αρχή, δεν εξελίχθηκαν όλα όπως είχε οραματιστεί ο Περικλής. Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους δεν έχασαν το ηθικό τους επειδή ο πόλεμος τραβούσε σε μάκρος, απεναντίας πήραν θάρρος. Οι Αθηναίοι ήταν αυτοί που αποθαρρύνθηκαν βλέποντας τη γη τους να καταστρέφεται χωρίς αντίποινα. Αλλά ο Περικλής πίστευε ότι το σχέδιό του δεν επρόκειτο να αποτύχει, αρκεί να έκαναν υπομονή οι Αθηναίοι. Τότε, το δεύτερο έτος του πολέμου, μια απροσδόκητη καταστροφή ανέτρεψε τα πάντα: μια φοβερή επιδημία έπεσε στην πόλη. Με τόσο κόσμο μέσα από τα τείχη, εξαπλώθηκε γρήγορα, σκοτώνοντας πάνω από το ένα τρίτο των πολιτών και αποδεκατίζοντας τις τάξεις του στρατού. Ο ίδιος ο Περικλής κόλλησε την ασθένεια και στα πρόθυρα του θανάτου έγινε μάρτυρας του απόλυτου εφιάλτη: είδε όλα όσα είχε κάνει για την Αθήνα τόσες δεκαετίες να γκρεμίζονται μονομιάς, τους ανθρώπους να παθαίνουν μαζικό παραλήρημα και τον καθένα από αυτούς να προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του. Αν επιζούσε, σχεδόν σίγουρα θα έβρισκε τον τρόπο να ηρεμήσει τους Αθηναίους και να συνάψει αποδεκτή ειρήνη με τη Σπάρτη ή να προσαρμόσει την αμυντική του στρατηγική, αλλά ήταν πολύ αργά. Παραδόξως, οι Αθηναίοι δεν θρήνησαν για τον ηγέτη τους. Τον θεώρησαν υπεύθυνο για τον λοιμό και αναθεμάτισαν την αναποτελεσματικότητα της στρατηγικής του. Δεν είχαν πια διάθεση για υπομονή ή αυτοσυγκράτηση. Είχε ζήσει περισσότερο από την εποχή του και οι ιδέες του θεωρούνταν τώρα οι κουρασμένες αντιδράσεις ενός γέροντα. Η αγάπη τους για τον Περικλή είχε μετατραπεί σε μίσος. Τώρα που εκείνος δεν ήταν πια εκεί, οι φατρίες επέστρεψαν δριμύτερες. Το πολεμικό κόμμα έγινε δημοφιλές. Το κόμμα τροφοδότησε την απέχθεια των πολιτών προς τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι είχαν εκμεταλλευτεί τον λοιμό για να επιβάλουν τις θέσεις τους. Τα γεράκια υποσχέθηκαν ότι θα έπαιρναν πάλι τα ηνία και θα συνέτριβαν τους Σπαρτιάτες με μια επιθετική στρατηγική. Για πολλούς Αθηναίους, αυτά τα λόγια ήταν μεγάλη ανακούφιση, μια διέξοδος για τα απωθημένα τους συναισθήματα.
Καθώς η πόλη ανέκαμπτε σιγά σιγά από τον λοιμό, οι Αθηναίοι κατάφεραν να πάρουν το πάνω χέρι και οι Σπαρτιάτες ζήτησαν ειρήνη. Θέλοντας να συντρίψουν ολοκληρωτικά τον εχθρό τους, οι Αθηναίοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημά τους, για να διαπιστώσουν ότι οι Σπαρτιάτες είχαν ανακάμψει και άλλαζαν πάλι τους όρους του παιχνιδιού. Κι έτσι ο πόλεμος συνεχιζόταν χρόνο με τον χρόνο. Η βία και το μίσος φούντωσαν και στα δύο στρατόπεδα. Κάποια στιγμή, η Αθήνα επιτέθηκε στο νησί της Μήλου, που ήταν σύμμαχος της Σπάρτης, και όταν οι Μήλιοι παραδόθηκαν, οι Αθηναίοι ψήφισαν να σκοτώσουν όλους τους άνδρες και να πουλήσουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους ως δούλους. Κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ούτε κατά διάνοια στην εποχή του Περικλή.
Και τότε, μετά από τόσα χρόνια ατέλειωτου πολέμου, το 415 π.Χ. κάποιοι Αθηναίοι στρατηγοί είχαν μια ενδιαφέρουσα ιδέα για το πώς μπορούσαν να καταφέρουν το μοιραίο πλήγμα. Η πόλη-κράτος των Συρακουσών ήταν η ανερχόμενη δύναμη στη Σικελία. Οι Συρακούσες ήταν σημαντικότατος σύμμαχος των Σπαρτιατών και τους εξασφάλιζαν άκρως απαραίτητους πόρους. Αν οι Αθηναίοι, με το σπουδαίο ναυτικό τους, εκστράτευαν και έπαιρναν τον έλεγχο των Συρακουσών, θα κέρδιζαν δύο πλεονεκτήματα: θα τις πρόσθεταν στην αυτοκρατορία τους και θα στερούσαν από τη Σπάρτη τούς πόρους που χρειαζόταν για να συνεχίσει τον πόλεμο. Η Εκκλησία του Δήμου ψήφισε να σταλούν εξήντα πλοία με τον ανάλογο στρατό για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Ο Νικίας, ένας από τους στρατηγούς στους οποίους ανατέθηκε η αποστολή, είχε πολλούς ενδοιασμούς ως προς τη σοφία του σχεδίου. Φοβόταν ότι οι Αθηναίοι υποτιμούσαν τη δύναμη των Συρακουσών. Τους ανέλυσε όλα τα πιθανά αρνητικά σενάρια: μόνο μια πολύ μεγαλύτερη αποστολή θα μπο ρούσε να εξασφαλίσει τη νίκη. Ο Νικίας ήθελε να ματαιώσει το σχέδιο, αλλά τα επιχειρήματά του έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα. Αν χρειαζόταν μεγαλύτερη αποστολή, αυτό θα έκαναν – θα έστελναν εκατό πλοία και διπλάσιο αριθμό στρατιωτών. Οι Αθηναίοι οσφραίνονταν τη νίκη σε αυτή τη στρατηγική και τίποτα δεν θα τους απέτρεπε.
Τις επόμενες μέρες, έβλεπες στους δρόμους Αθηναίους κάθε ηλικίας να σχεδιάζουν χάρτες της Σικελίας, να ονειρεύονται τα πλούτη που θα έρεαν στην Αθήνα και την τελειωτική ταπείνωση των Σπαρτιατών. Η μέρα του απόπλου των πλοίων μετατράπηκε σε λαμπρή γιορτή και στο πιο θαυμάσιο θέαμα που είχαν δει ποτέ – την τεράστια αρμάδα που γέμιζε το λιμάνι κι εκτεινόταν ως εκεί που έφτανε το μάτι, τα στολισμένα πλοία, τους στρατιώτες με τις αστραφτερές πανοπλίες τους στα καταστρώματα. Ήταν μια εκθαμβωτική επίδειξη του πλούτου και της δύναμης της Αθήνας.
Οι μήνες περνούσαν και οι Αθηναίοι λαχταρούσαν απεγνωσμένα να μάθουν νέα από την εκστρατεία. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Συρακουσών, η Αθήνα με τις υπέρτερες δυνάμεις της φαινόταν να έχει το πλεονέκτημα. Αλλά την τελευταία στιγμή έφτασαν οι ενισχύσεις από τη Σπάρτη και οι Αθηναίοι βρέθηκαν σε θέση άμυνας. Ο Νικίας έστειλε επιστολή στην Εκκλησία του Δήμου, όπου περιέγραφε αυτή την αρνητική τροπή των γεγονότων. Συνιστούσε είτε να λύσουν την πολιορκία και να επιστρέψουν στην Αθήνα είτε να σταλούν αμέσως ενισχύσεις. Απρόθυμοι να πιστέψουν στην πιθανότητα ήττας, οι Αθηναίοι ψήφισαν να στείλουν ενισχύσεις – έναν δεύτερο στόλο σχεδόν τόσο μεγάλο όσο ο πρώτος. Τους επόμενους μήνες η αγωνία των Αθηναίων έφτασε σε νέα ύψη – επειδή τώρα διακυβεύονταν τα διπλά και η Αθήνα δεν είχε περιθώριο να χάσει.
Μια μέρα, ένας κουρέας στο επίνειο της Αθήνας, τον Πειραιά, άκουσε μια φήμη από έναν πελάτη: ότι ο αθηναϊκός στόλος είχε κατατροπωθεί και δεν είχε μείνει πλοίο για πλοίο και στρατιώτης για στρατιώτη. Γρήγορα η φήμη έφτασε και στην Αθήνα. Οι άνθρωποι την άκουσαν με δυσπιστία, αλλά δεν άργησε να επικρατήσει πανικός. Μια εβδομάδα αργότερα η φήμη επιβεβαιώθηκε και η Αθήνα φαινόταν καταδικασμένη – χωρίς χρήματα, πλοία και άνδρες. Ως εκ θαύματος, οι Αθηναίοι κατάφεραν να αντέξουν. Όμως η πόλη, έχοντας χάσει εντελώς τις ισορροπίες της εξαιτίας της πανωλεθρίας στη Σικελία και κλονισμένη από απανωτά πλήγματα, τελικά ηττήθηκε ολοκληρωτικά το 405 π.Χ. και αναγκάστηκε να δεχτεί τους σκληρούς όρους ειρήνης που επέβαλε η Σπάρτη. Τα χρόνια της δόξας, η μεγάλη δημοκρατική αυτοκρατορία της, η χρυσή εποχή του Περικλή είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ο άνθρωπος που είχε χαλιναγωγήσει τα πιο επικίνδυνα αισθήματά τους -επιθετικότητα απληστία, ύβρι, εγωισμό- ήταν τόσο καιρό απών από το προσκήνιο, ώστε η σοφία του είχε ξεχαστεί προ πολλού.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου