Γενικά, ο καθένας θα έπρεπε να έχει την πεποίθηση, αν εξετάσει σοβαρά τα πράγματα και από μόνος του και μαζί με άλλον, ότι η άριστη ζωή δεν είναι η πιο μακροχρόνια αλλά η πιο σπουδαία.
Δεν επαινείται άλλωστε εκείνος που έπαιξε περισσότερη μουσική ή εκφώνησε περισσότερους λόγους ή κυβέρνησε περισσότερα πλοία αλλά εκείνος που έχει κάνει τα παραπάνω με εξαιρετικό τρόπο. Δεν πρέπει, δηλαδή, να υπολογίζουμε τη σπουδαιότητα με τη χρονική διάρκεια αλλά με την αξία και την κατάλληλη συμμετρία.
Αυτά θεωρούνται αποδείξεις καλοτυχίας και θεϊκής εύνοιας. Για τον λόγο αυτό, πάντως, οι ποιητές μας παραδίδουν για τους μεγαλύτερους και θεϊκής καταγωγής ήρωες ότι αφήνουν αυτή τη ζωή προτού γεράσουν, όπως για εκείνον,
«που ο ασπιδοφόρος Δίας και ο Απόλλων
πολύ τον αγαπούσαν
με κάθε λογής αγάπη· αυτός δεν έφτασε στων γηρατειών
το κατώφλι» (ΟΜΗΡΟΣ)
Σε όλες τις περιπτώσεις δηλαδή θεωρούμε ανώτερη την καλή χρήση του χρόνου παρά τα καλά γεράματα.
Και από τα φυτά, εξάλλου, καλύτερα είναι εκείνα που σε μικρό χρονικό διάστημα δίνουν τις περισσότερες σοδειές, και από τα ζώα εκείνα που σε μικρό χρονικό διάστημα μας δίνουν τη μεγαλύτερη ωφέλεια για τη ζωή μας. Οι όροι “πολύ” και “λίγο” σε σχέση με τον χρόνο φαίνεται να μην έχουν διαφορά, αν στρέψουμε το βλέμμα μας προς την αιωνιότητα.
Μια χιλιετία ή και δέκα χιλιετίες, σύμφωνα με τον Σιμωνίδη, δεν είναι παρά μια ανεπαίσθητη στιγμή του χρόνου ή μάλλον ένα ελάχιστο μόριο της στιγμής.
Υπάρχουν όπως λένε στις ακτές του Πόντου κάποια πλάσματα που ζουν μόνο μια μέρα· γεννιούνται το πρωί, φτάνουν στην ακμή τους το μεσημέρι και κατά το βράδυ γερνούν και η ζωή τους τελειώνει. Αν λοιπόν κι αυτά τα πλάσματα είχαν μέσα τους ανθρώπινη ψυχή και σκέψη, δεν θα είχαν και κείνα το ίδιο συναίσθημα που κυριαρχεί και σε μας και δεν θα τους συνέβαινε το ίδιο, προφανώς, ώστε όσα πεθαίνουν πριν από το μεσημέρι να προκαλούν θρήνους και δάκρυα, ενώ εκείνα που ζουν ολόκληρη τη μέρα θα μακαρίζονταν;
Μέτρο της ζωής είναι η σπουδαιότητα και όχι η χρονική διάρκειά της.
Πρέπει να θεωρούμε μάταιες και ανόητες τις αναφωνήσεις του είδους: “Μα δεν θα έπρεπε να τον πάρει τόσο νέο!”
Ποιος μπορεί να πει τι έπρεπε; Πολλά μάλιστα άλλα πράγματα, για τα οποία θα μπορούσε να πει κάποιος ότι “δεν έπρεπε να γίνουν”, έγιναν, γίνονται και θα συνεχίσουν να γίνονται.
Δεν είμαστε στον κόσμο τούτο για να θέσουμε νόμους, αλλά για να υπακούμε στις εντολές των θεών που κυβερνούν τα πάντα και στους ορισμούς της ειμαρμένης και της πρόνοιας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου