[IX] Πότερον οὖν ἐγκρατής ἐστιν ὁ ὁποιῳοῦν λόγῳ καὶ ὁποιαοῦν προαιρέσει ἐμμένων ἢ ὁ τῇ ὀρθῇ, καὶ ἀκρατὴς δὲ ὁ ὁποιᾳοῦν μὴ ἐμμένων προαιρέσει καὶ ὁποιῳοῦν λόγῳ ἢ ὁ τῷ μὴ ψευδεῖ λόγῳ καὶ τῇ προαιρέσει τῇ ὀρθῇ, ὥσπερ ἠπορήθη πρότερον; ἢ κατὰ μὲν συμβεβηκὸς ὁποιᾳοῦν, καθ᾽ αὑτὸ δὲ τῷ ἀληθεῖ λόγῳ καὶ τῇ ὀρθῇ προαιρέσει ὃ μὲν ἐμμένει ὃ δ᾽ οὐκ ἐμμένει; εἰ γάρ τις τοδὶ διὰ τοδὶ
[1151b] αἱρεῖται ἢ διώκει, καθ᾽ αὑτὸ μὲν τοῦτο διώκει καὶ αἱρεῖται, κατὰ συμβεβηκὸς δὲ τὸ πρότερον. ἁπλῶς δὲ λέγομεν τὸ καθ᾽ αὑτό. ὥστε ἔστι μὲν ὡς ὁποιᾳοῦν δόξῃ ὃ μὲν ἐμμένει ὃ δ᾽ ἐξίσταται, ἁπλῶς δὲ [ὁ] τῇ ἀληθεῖ. εἰσὶ δέ τινες οἳ ἐμμενετικοὶ τῇ δόξῃ εἰσίν, οὓς καλοῦσιν ἰσχυρογνώμονας, οἱ δύσπειστοι καὶ οὐκ εὐμετάπειστοι· οἳ ὅμοιον μέν τι ἔχουσι τῷ ἐγκρατεῖ, ὥσπερ ὁ ἄσωτος τῷ ἐλευθερίῳ καὶ ὁ θρασὺς τῷ θαρραλέῳ, εἰσὶ δ᾽ ἕτεροι κατὰ πολλά. ὃ μὲν γὰρ διὰ πάθος καὶ ἐπιθυμίαν οὐ μεταβάλλει [ὁ ἐγκρατής], ἐπεὶ εὔπειστος, ὅταν τύχῃ, ἔσται ὁ ἐγκρατής· οἳ δὲ οὐχ ὑπὸ λόγου, ἐπεὶ ἐπιθυμίας γε λαμβάνουσι, καὶ ἄγονται πολλοὶ ὑπὸ τῶν ἡδονῶν. εἰσὶ δὲ ἰσχυρογνώμονες οἱ ἰδιογνώμονες καὶ οἱ ἀμαθεῖς καὶ οἱ ἄγροικοι, οἱ μὲν ἰδιογνώμονες δι᾽ ἡδονὴν καὶ λύπην· χαίρουσι γὰρ νικῶντες ἐὰν μὴ μεταπείθωνται, καὶ λυποῦνται ἐὰν ἄκυρα τὰ αὐτῶν ᾖ ὥσπερ ψηφίσματα· ὥστε μᾶλλον τῷ ἀκρατεῖ ἐοίκασιν ἢ τῷ ἐγκρατεῖ. εἰσὶ δέ τινες οἳ τοῖς δόξασιν οὐκ ἐμμένουσιν οὐ δι᾽ ἀκρασίαν, οἷον ἐν τῷ Φιλοκτήτῃ τῷ Σοφοκλέους ὁ Νεοπτόλεμος· καίτοι δι᾽ ἡδονὴν οὐκ ἐνέμεινεν, ἀλλὰ καλήν· τὸ γὰρ ἀληθεύειν αὐτῷ καλὸν ἦν, ἐπείσθη δ᾽ ὑπὸ τοῦ Ὀδυσσέως ψεύδεσθαι. οὐ γὰρ πᾶς ὁ δι᾽ ἡδονήν τι πράττων οὔτ᾽ ἀκόλαστος οὔτε φαῦλος οὔτ᾽ ἀκρατής, ἀλλ᾽ ὁ δι᾽ αἰσχράν.
Ἐπεὶ δ᾽ ἔστι τις καὶ τοιοῦτος οἷος ἧττον ἢ δεῖ τοῖς σωματικοῖς χαίρειν, καὶ οὐκ ἐμμένων τῷ λόγῳ, ὁ τοιοῦτος τούτου καὶ τοῦ ἀκρατοῦς μέσος ὁ ἐγκρατής· ὁ μὲν γὰρ ἀκρατὴς οὐκ ἐμμένει τῷ λόγῳ διὰ τὸ μᾶλλόν τι, οὗτος δὲ διὰ τὸ ἧττόν τι· ὁ δ᾽ ἐγκρατὴς ἐμμένει καὶ οὐδὲ δι᾽ ἕτερον μεταβάλλει. δεῖ δέ, εἴπερ ἡ ἐγκράτεια σπουδαῖον, ἀμφοτέρας τὰς ἐναντίας ἕξεις φαύλας εἶναι, ὥσπερ καὶ φαίνονται· ἀλλὰ διὰ τὸ τὴν ἑτέραν ἐν ὀλίγοις καὶ ὀλιγάκις εἶναι φανεράν, ὥσπερ ἡ σωφροσύνη τῇ ἀκολασίᾳ δοκεῖ ἐναντίον εἶναι μόνον, οὕτω καὶ ἡ ἐγκράτεια τῇ ἀκρασίᾳ. ἐπεὶ δὲ καθ᾽ ὁμοιότητα πολλὰ λέγεται, καὶ ἡ ἐγκράτεια ἡ τοῦ σώφρονος καθ᾽ ὁμοιότητα ἠκολούθηκεν· ὅ τε γὰρ ἐγκρατὴς οἷος μηδὲν παρὰ τὸν λόγον διὰ τὰς σωματικὰς ἡδονὰς
[1152a] ποιεῖν καὶ ὁ σώφρων, ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἔχων ὃ δ᾽ οὐκ ἔχων φαύλας ἐπιθυμίας, καὶ ὃ μὲν τοιοῦτος οἷος μὴ ἥδεσθαι παρὰ τὸν λόγον, ὃ δ᾽ οἷος ἥδεσθαι ἀλλὰ μὴ ἄγεσθαι. ὅμοιοι δὲ καὶ ὁ ἀκρατὴς καὶ ἀκόλαστος, ἕτεροι μὲν ὄντες, ἀμφότεροι δὲ τὰ σωματικὰ ἡδέα διώκουσιν, ἀλλ᾽ ὃ μὲν καὶ οἰόμενος δεῖν, ὃ δ᾽ οὐκ οἰόμενος.
***
[9] Αλήθεια, εγκρατής είναι ο άνθρωπος που μένει σταθερός σε οποιαδήποτε αρχή και σε οποιαδήποτε επιλογή, ή μήπως αυτός που μένει σταθερός μόνο στην ορθή επιλογή και προτίμηση; Και, πάλι, ακρατής είναι ο άνθρωπος που δεν μένει σταθερός σε οποιαδήποτε επιλογή και σε οποιαδήποτε αρχή, ή μήπως αυτός που δεν μένει σταθερός μόνο σε μια αρχή που δεν είναι ψευδής και στη σωστή επιλογή και προτίμηση; Αυτή ήταν, πράγματι, η δυσκολία μπροστά στην οποία βρεθήκαμε πιο πάνω. Ή μήπως πρέπει να πούμε: κατά σύμπτωση σε οποιαδήποτε επιλογή, βασικά όμως στην αληθινή αρχή και στην ορθή επιλογή ο ένας μένει σταθερός και ο άλλος όχι; Γιατί αν ένας επιλέγει ή επιδιώκει το τάδε πράγμα για χάρη του τάδε πράγματος,
[1151b] επιδιώκει και επιλέγει καθεαυτό το δεύτερο, το πρώτο όμως μόνο κατά σύμπτωση — λέγοντας «καθεαυτό» εννοώ «γενικά και απόλυτα». Συμπέρασμα: Κατά κάποιον τρόπο ο ένας μένει σταθερός και ο άλλος όχι σε οποιαδήποτε γνώμη, γενικά όμως και απόλυτα στην αληθινή γνώμη.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μένουν σταθεροί στη δική τους γνώμη· αυτούς ο κόσμος τούς λέει ισχυρογνώμονες, που θέλει να πει πως είναι άνθρωποι δύσπιστοι, άνθρωποι που δεν αλλάζουν εύκολα γνώμη. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάποια ομοιότητα με τον εγκρατή (είναι η ομοιότητα που έχει ο άσωτος με τον ελευθέριο και ο θρασύς με τον θαρραλέο), είναι όμως διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον από πολλές απόψεις. Ο ένας, ο εγκρατής, δεν αλλάζει γνώμη από πάθος ή επιθυμία: όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις, είναι πρόθυμος να μεταπεισθεί, τους ισχυρογνώμονες όμως κανένα λογικό επιχείρημα δεν τους αλλάζει τη γνώμη, γιατί είναι επιρρεπείς στις επιθυμίες, και πολλοί από αυτούς άγονται και φέρονται από τις ηδονές. Ισχυρογνώμονες είναι οι ιδιότροποι άνθρωποι, οι αμαθείς και οι άξεστοι. Οι ιδιότροποι άνθρωποι επηρεάζονται από την ηδονή και τη λύπη: χαίρονται για τη νίκη τους, στην περίπτωση που δεν πείθονται να αλλάξουν γνώμη, και λυπούνται όταν ακυρώνονται οι δικές τους γνώμες — όπως συμβαίνει με τα ψηφίσματα· μοιάζουν λοιπόν πιο πολύ με τον ακρατή παρά με τον εγκρατή άνθρωπο.
Υπάρχουν όμως και κάποιοι που δεν μένουν σταθεροί στις αποφάσεις τους και ο λόγος δεν είναι η ακράτεια· παράδειγμα ο Νεοπτόλεμος στον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή — αν και ο λόγος που δεν έμεινε σταθερός στην απόφασή του ήταν, στην πραγματικότητα, η ηδονή, μια ηδονή όμως ωραία· γιατί για τον Νεοπτόλεμο το να λέει την αλήθεια ήταν κάτι το ωραίο, και ο Οδυσσέας τον είχε πείσει να πει ψέματα· δεν είναι, πράγματι, ούτε ακόλαστος ούτε ευτελής και τιποτένιος ούτε ακρατής ο καθένας που κάνει κάτι για λόγους ευχαρίστησης, παρά μόνο αυτός που το κάνει για κάποια άσχημη ευχαρίστηση.
Δεδομένου, τώρα, ότι υπάρχει και άνθρωπος που ευχαριστιέται λιγότερο από ό,τι πρέπει με τις σωματικές ηδονές και όμως, παρόλο ότι είναι τέτοιου είδους άνθρωπος, δεν μένει σταθερός στον ορθό λόγο, ο ενδιάμεσος μεταξύ αυτού του ανθρώπου και του ακρατούς είναι ο εγκρατής άνθρωπος. Ο ακρατής, πράγματι, δεν μένει σταθερός στον ορθό λόγο για τον λόγο ότι ευχαριστιέται περισσότερο από ό,τι πρέπει με τις σωματικές ηδονές, ενώ ο τύπος ανθρώπου για τον οποίο μιλούμε για τον λόγο ότι τις ευχαριστιέται λιγότερο από ό,τι πρέπει· ο εγκρατής, αντίθετα, μένει σταθερός στον ορθό λόγο και δεν αλλάζει ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλο λόγο. Αν όμως η εγκράτεια είναι μια καλή έξη, τότε οι δύο έξεις που είναι αντίθετες προς αυτήν δεν μπορεί παρά να είναι κακές — όπως και ολοφάνερα είναι. Επειδή, πάντως, η μία από τις δύο αυτές έξεις εμφανίζεται σε λίγους μόνο ανθρώπους και σπάνια, γι᾽ αυτό, όπως η σωφροσύνη θεωρείται από τον πολύ κόσμο ότι είναι αντίθετη μόνο προς την ακολασία, έτσι και η εγκράτεια θεωρείται αντίθετη προς την ακράτεια.
Επειδή, τώρα, πολλοί χαρακτηρισμοί/περιγραφές βασίζονται στην αναλογία, φτάσαμε να μιλούμε κατ᾽ αναλογίαν και για την εγκράτεια του σώφρονα ανθρώπου· και ο εγκρατής, πράγματι, άνθρωπος και ο σώφρων είναι τέτοιας λογής άνθρωποι που να μην παρασύρονται από τις σωματικές ηδονές
[1152a] ώστε να κάνουν πράξεις αντίθετες προς τον ορθό λόγο, μόνο που ο ένας έχει ευτελείς επιθυμίες, ενώ ο άλλος όχι· ο ένας, επίσης, είναι τέτοιας λογής άνθρωπος που να μη βρίσκει ευχαρίστηση σε οτιδήποτε είναι αντίθετο προς τον ορθό λόγο, ενώ ο άλλος νιώθει ευχαρίστηση, όμως δεν αφήνεται να φέρεται και να άγεται από αυτήν. Ομοιότητα υπάρχει, επίσης, ανάμεσα στον ακρατή και στον ακόλαστο, μολονότι είναι πολύ διαφορετικοί: και οι δυο τους επιδιώκουν τις σωματικές ηδονές, μόνο που ο ένας θεωρεί ότι έτσι πρέπει να κάνει, ενώ ο άλλος όχι.
[1151b] αἱρεῖται ἢ διώκει, καθ᾽ αὑτὸ μὲν τοῦτο διώκει καὶ αἱρεῖται, κατὰ συμβεβηκὸς δὲ τὸ πρότερον. ἁπλῶς δὲ λέγομεν τὸ καθ᾽ αὑτό. ὥστε ἔστι μὲν ὡς ὁποιᾳοῦν δόξῃ ὃ μὲν ἐμμένει ὃ δ᾽ ἐξίσταται, ἁπλῶς δὲ [ὁ] τῇ ἀληθεῖ. εἰσὶ δέ τινες οἳ ἐμμενετικοὶ τῇ δόξῃ εἰσίν, οὓς καλοῦσιν ἰσχυρογνώμονας, οἱ δύσπειστοι καὶ οὐκ εὐμετάπειστοι· οἳ ὅμοιον μέν τι ἔχουσι τῷ ἐγκρατεῖ, ὥσπερ ὁ ἄσωτος τῷ ἐλευθερίῳ καὶ ὁ θρασὺς τῷ θαρραλέῳ, εἰσὶ δ᾽ ἕτεροι κατὰ πολλά. ὃ μὲν γὰρ διὰ πάθος καὶ ἐπιθυμίαν οὐ μεταβάλλει [ὁ ἐγκρατής], ἐπεὶ εὔπειστος, ὅταν τύχῃ, ἔσται ὁ ἐγκρατής· οἳ δὲ οὐχ ὑπὸ λόγου, ἐπεὶ ἐπιθυμίας γε λαμβάνουσι, καὶ ἄγονται πολλοὶ ὑπὸ τῶν ἡδονῶν. εἰσὶ δὲ ἰσχυρογνώμονες οἱ ἰδιογνώμονες καὶ οἱ ἀμαθεῖς καὶ οἱ ἄγροικοι, οἱ μὲν ἰδιογνώμονες δι᾽ ἡδονὴν καὶ λύπην· χαίρουσι γὰρ νικῶντες ἐὰν μὴ μεταπείθωνται, καὶ λυποῦνται ἐὰν ἄκυρα τὰ αὐτῶν ᾖ ὥσπερ ψηφίσματα· ὥστε μᾶλλον τῷ ἀκρατεῖ ἐοίκασιν ἢ τῷ ἐγκρατεῖ. εἰσὶ δέ τινες οἳ τοῖς δόξασιν οὐκ ἐμμένουσιν οὐ δι᾽ ἀκρασίαν, οἷον ἐν τῷ Φιλοκτήτῃ τῷ Σοφοκλέους ὁ Νεοπτόλεμος· καίτοι δι᾽ ἡδονὴν οὐκ ἐνέμεινεν, ἀλλὰ καλήν· τὸ γὰρ ἀληθεύειν αὐτῷ καλὸν ἦν, ἐπείσθη δ᾽ ὑπὸ τοῦ Ὀδυσσέως ψεύδεσθαι. οὐ γὰρ πᾶς ὁ δι᾽ ἡδονήν τι πράττων οὔτ᾽ ἀκόλαστος οὔτε φαῦλος οὔτ᾽ ἀκρατής, ἀλλ᾽ ὁ δι᾽ αἰσχράν.
Ἐπεὶ δ᾽ ἔστι τις καὶ τοιοῦτος οἷος ἧττον ἢ δεῖ τοῖς σωματικοῖς χαίρειν, καὶ οὐκ ἐμμένων τῷ λόγῳ, ὁ τοιοῦτος τούτου καὶ τοῦ ἀκρατοῦς μέσος ὁ ἐγκρατής· ὁ μὲν γὰρ ἀκρατὴς οὐκ ἐμμένει τῷ λόγῳ διὰ τὸ μᾶλλόν τι, οὗτος δὲ διὰ τὸ ἧττόν τι· ὁ δ᾽ ἐγκρατὴς ἐμμένει καὶ οὐδὲ δι᾽ ἕτερον μεταβάλλει. δεῖ δέ, εἴπερ ἡ ἐγκράτεια σπουδαῖον, ἀμφοτέρας τὰς ἐναντίας ἕξεις φαύλας εἶναι, ὥσπερ καὶ φαίνονται· ἀλλὰ διὰ τὸ τὴν ἑτέραν ἐν ὀλίγοις καὶ ὀλιγάκις εἶναι φανεράν, ὥσπερ ἡ σωφροσύνη τῇ ἀκολασίᾳ δοκεῖ ἐναντίον εἶναι μόνον, οὕτω καὶ ἡ ἐγκράτεια τῇ ἀκρασίᾳ. ἐπεὶ δὲ καθ᾽ ὁμοιότητα πολλὰ λέγεται, καὶ ἡ ἐγκράτεια ἡ τοῦ σώφρονος καθ᾽ ὁμοιότητα ἠκολούθηκεν· ὅ τε γὰρ ἐγκρατὴς οἷος μηδὲν παρὰ τὸν λόγον διὰ τὰς σωματικὰς ἡδονὰς
[1152a] ποιεῖν καὶ ὁ σώφρων, ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἔχων ὃ δ᾽ οὐκ ἔχων φαύλας ἐπιθυμίας, καὶ ὃ μὲν τοιοῦτος οἷος μὴ ἥδεσθαι παρὰ τὸν λόγον, ὃ δ᾽ οἷος ἥδεσθαι ἀλλὰ μὴ ἄγεσθαι. ὅμοιοι δὲ καὶ ὁ ἀκρατὴς καὶ ἀκόλαστος, ἕτεροι μὲν ὄντες, ἀμφότεροι δὲ τὰ σωματικὰ ἡδέα διώκουσιν, ἀλλ᾽ ὃ μὲν καὶ οἰόμενος δεῖν, ὃ δ᾽ οὐκ οἰόμενος.
***
[9] Αλήθεια, εγκρατής είναι ο άνθρωπος που μένει σταθερός σε οποιαδήποτε αρχή και σε οποιαδήποτε επιλογή, ή μήπως αυτός που μένει σταθερός μόνο στην ορθή επιλογή και προτίμηση; Και, πάλι, ακρατής είναι ο άνθρωπος που δεν μένει σταθερός σε οποιαδήποτε επιλογή και σε οποιαδήποτε αρχή, ή μήπως αυτός που δεν μένει σταθερός μόνο σε μια αρχή που δεν είναι ψευδής και στη σωστή επιλογή και προτίμηση; Αυτή ήταν, πράγματι, η δυσκολία μπροστά στην οποία βρεθήκαμε πιο πάνω. Ή μήπως πρέπει να πούμε: κατά σύμπτωση σε οποιαδήποτε επιλογή, βασικά όμως στην αληθινή αρχή και στην ορθή επιλογή ο ένας μένει σταθερός και ο άλλος όχι; Γιατί αν ένας επιλέγει ή επιδιώκει το τάδε πράγμα για χάρη του τάδε πράγματος,
[1151b] επιδιώκει και επιλέγει καθεαυτό το δεύτερο, το πρώτο όμως μόνο κατά σύμπτωση — λέγοντας «καθεαυτό» εννοώ «γενικά και απόλυτα». Συμπέρασμα: Κατά κάποιον τρόπο ο ένας μένει σταθερός και ο άλλος όχι σε οποιαδήποτε γνώμη, γενικά όμως και απόλυτα στην αληθινή γνώμη.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μένουν σταθεροί στη δική τους γνώμη· αυτούς ο κόσμος τούς λέει ισχυρογνώμονες, που θέλει να πει πως είναι άνθρωποι δύσπιστοι, άνθρωποι που δεν αλλάζουν εύκολα γνώμη. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάποια ομοιότητα με τον εγκρατή (είναι η ομοιότητα που έχει ο άσωτος με τον ελευθέριο και ο θρασύς με τον θαρραλέο), είναι όμως διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον από πολλές απόψεις. Ο ένας, ο εγκρατής, δεν αλλάζει γνώμη από πάθος ή επιθυμία: όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις, είναι πρόθυμος να μεταπεισθεί, τους ισχυρογνώμονες όμως κανένα λογικό επιχείρημα δεν τους αλλάζει τη γνώμη, γιατί είναι επιρρεπείς στις επιθυμίες, και πολλοί από αυτούς άγονται και φέρονται από τις ηδονές. Ισχυρογνώμονες είναι οι ιδιότροποι άνθρωποι, οι αμαθείς και οι άξεστοι. Οι ιδιότροποι άνθρωποι επηρεάζονται από την ηδονή και τη λύπη: χαίρονται για τη νίκη τους, στην περίπτωση που δεν πείθονται να αλλάξουν γνώμη, και λυπούνται όταν ακυρώνονται οι δικές τους γνώμες — όπως συμβαίνει με τα ψηφίσματα· μοιάζουν λοιπόν πιο πολύ με τον ακρατή παρά με τον εγκρατή άνθρωπο.
Υπάρχουν όμως και κάποιοι που δεν μένουν σταθεροί στις αποφάσεις τους και ο λόγος δεν είναι η ακράτεια· παράδειγμα ο Νεοπτόλεμος στον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή — αν και ο λόγος που δεν έμεινε σταθερός στην απόφασή του ήταν, στην πραγματικότητα, η ηδονή, μια ηδονή όμως ωραία· γιατί για τον Νεοπτόλεμο το να λέει την αλήθεια ήταν κάτι το ωραίο, και ο Οδυσσέας τον είχε πείσει να πει ψέματα· δεν είναι, πράγματι, ούτε ακόλαστος ούτε ευτελής και τιποτένιος ούτε ακρατής ο καθένας που κάνει κάτι για λόγους ευχαρίστησης, παρά μόνο αυτός που το κάνει για κάποια άσχημη ευχαρίστηση.
Δεδομένου, τώρα, ότι υπάρχει και άνθρωπος που ευχαριστιέται λιγότερο από ό,τι πρέπει με τις σωματικές ηδονές και όμως, παρόλο ότι είναι τέτοιου είδους άνθρωπος, δεν μένει σταθερός στον ορθό λόγο, ο ενδιάμεσος μεταξύ αυτού του ανθρώπου και του ακρατούς είναι ο εγκρατής άνθρωπος. Ο ακρατής, πράγματι, δεν μένει σταθερός στον ορθό λόγο για τον λόγο ότι ευχαριστιέται περισσότερο από ό,τι πρέπει με τις σωματικές ηδονές, ενώ ο τύπος ανθρώπου για τον οποίο μιλούμε για τον λόγο ότι τις ευχαριστιέται λιγότερο από ό,τι πρέπει· ο εγκρατής, αντίθετα, μένει σταθερός στον ορθό λόγο και δεν αλλάζει ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλο λόγο. Αν όμως η εγκράτεια είναι μια καλή έξη, τότε οι δύο έξεις που είναι αντίθετες προς αυτήν δεν μπορεί παρά να είναι κακές — όπως και ολοφάνερα είναι. Επειδή, πάντως, η μία από τις δύο αυτές έξεις εμφανίζεται σε λίγους μόνο ανθρώπους και σπάνια, γι᾽ αυτό, όπως η σωφροσύνη θεωρείται από τον πολύ κόσμο ότι είναι αντίθετη μόνο προς την ακολασία, έτσι και η εγκράτεια θεωρείται αντίθετη προς την ακράτεια.
Επειδή, τώρα, πολλοί χαρακτηρισμοί/περιγραφές βασίζονται στην αναλογία, φτάσαμε να μιλούμε κατ᾽ αναλογίαν και για την εγκράτεια του σώφρονα ανθρώπου· και ο εγκρατής, πράγματι, άνθρωπος και ο σώφρων είναι τέτοιας λογής άνθρωποι που να μην παρασύρονται από τις σωματικές ηδονές
[1152a] ώστε να κάνουν πράξεις αντίθετες προς τον ορθό λόγο, μόνο που ο ένας έχει ευτελείς επιθυμίες, ενώ ο άλλος όχι· ο ένας, επίσης, είναι τέτοιας λογής άνθρωπος που να μη βρίσκει ευχαρίστηση σε οτιδήποτε είναι αντίθετο προς τον ορθό λόγο, ενώ ο άλλος νιώθει ευχαρίστηση, όμως δεν αφήνεται να φέρεται και να άγεται από αυτήν. Ομοιότητα υπάρχει, επίσης, ανάμεσα στον ακρατή και στον ακόλαστο, μολονότι είναι πολύ διαφορετικοί: και οι δυο τους επιδιώκουν τις σωματικές ηδονές, μόνο που ο ένας θεωρεί ότι έτσι πρέπει να κάνει, ενώ ο άλλος όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου