246. ΚΑΜΗΛΟΣ, ΕΛΕΦΑΣ ΚΑΙ ΠΙΘΗΚΟΣ [246.1] τῶν ἀλόγων ζῴων βουλομένων βασιλέα ἑαυτῶν ἑλέσθαι κάμηλος καὶ ἐλέφας καταστάντες ἐφιλονείκουν καὶ διὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος καὶ διὰ τὴν ἰσχὺν ἐλπίζοντες πάντων προκρίνεσθαι. πίθηκος δὲ ἀμφοτέρους ἀνεπιτηδείους εἶναι ἔφη, τὴν μὲν κάμηλον, διότι χολὴν οὐκ ἔχει κατὰ τῶν ἀδικούντων, τὸν δὲ ἐλέφαντα, ὅτι δέος ἐστί, μὴ αὐτοῦ βασιλεύοντος χοιρίδιον ἡμῖν ἐπιθῆται.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις καὶ τὰ μέγιστα τῶν πραγμάτων διὰ μικρὰν αἰτίαν κωλύονται.
247. ΚΥΚΝΟΣ
[247.1] τοὺς κύκνους φασὶ παρὰ τὸν θάνατον ᾄδειν. καὶ δή τις περιτυχὼν κύκνῳ πωλουμένῳ καὶ ἀκούσας, ὅτι εὐμελέστατόν ἐστι ζῷον, ἠγόρασε. καὶ ἔχων ποτὲ συνδείπνους προσελθὼν παρεκάλει αὐτὸν ᾆσαι ἐν τῷ πότῳ. τοῦ δὲ τότε μὲν ἡσυχάσαντος, ὕστερον δέ ποτε, ὡς ἐνόησεν, ὅτι ἀποθνῄσκειν ἔμελλεν, ἑαυτὸν θρηνοῦντος ὁ δεσπότης ἀκούσας ἔφη· «ἀλλ᾽ εἰ σὺ οὐκ ἄλλως ᾄδεις, ἐὰν μὴ ἀποθνῄσκῃς, ἐγὼ μάταιος ἤμην τότε, ὅτε σε παρεκάλουν, ἀλλ᾽ οὐκ ἔθυον».
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων, ἃ μὴ ἑκόντες χαρίσασθαι βούλονται, ταῦτα ἄκοντες ἐπιτελοῦσιν.
248. ΖΕΥΣ ΚΑΙ ΟΦΙΣ
[248.1] τοῦ Διὸς γαμοῦντος πάντα τὰ ζῷα ἀνήνεγκαν δῶρα, ἕκαστον ὅτι ἐδύνατο. ὄφις δὲ ἕρπων ῥόδον ἀναλαβὼν τῷ στόματι ἀνέβη. ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ζεὺς ἔφη· «τῶν ἄλλων πάντων τὰ δῶρα λαμβάνω· ἀπὸ δὲ τοῦ σοῦ στόματος οὐ λαμβάνω».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τῶν πονηρῶν αἱ χάριτες φοβεραί εἰσιν.
249. ΤΑΩΝ ΚΑΙ ΓΕΡΑΝΟΣ
[249.1] ταὼν γεράνου κατεγέλα κωμῳδῶν τὴν χροίαν αὐτοῦ καὶ λέγων ὡς· «ἐγὼ μὲν χρυσὸν καὶ πορφύραν ἐνδέδυμαι, σὺ δὲ οὐδὲν καλὸν φέρεις ἐν πτεροῖς». ὁ δὲ «ἀλλ᾽ ἐγώ», ἔφη, «τῶν ἀστέρων ἔγγιστα φωνῶ καὶ εἰς τὰ οὐράνια ὕψη ἵπταμαι, σὺ δὲ ὡς ἀλέκτωρ κάτω μετ᾽ ὀρνίθων βαίνεις».
ὅτι κρεῖττον περίβλεπτον εἶναί τινα ἐν πενιχρᾷ ἐσθῆτι ἢ ζῆν ἀδόξως ἐν πλούτῳ γαυρούμενον.
250. ΥΣ ΚΑΙ ΚΥΩΝ
[250.1] ὗς καὶ κύων πρὸς ἀλλήλας διεφέροντο. τῆς δὲ ὑὸς ὀμνυούσης τὴν Ἀφροδίτην, ὅτι ἐὰν μὴ παύσηται, τοῖς ὀδοῦσιν αὐτὴν ἀνατεμεῖ, ἡ κύων ἔλεγε καὶ κατ᾽ αὐτὸ τοῦτο αὐτὴν ἀγνωμονεῖν † εἴγε Ἀφροδίτην μισεῖ, ὥστε, ἐὰν φάγῃ τις κρέα ὑός, τοῦτον οὐκ ἐᾷ εἰς τὸ ἱερὸν αὐτῆς εἰσιέναι. καὶ ἡ ὗς ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ἀλλὰ τοῦτό γε οὐ στυγοῦσά με ποιεῖ, προνοουμένη δέ, ἵνα μηδείς με θύῃ».
οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ῥητόρων πολλάκις καὶ τὰ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν προσφερόμενα ὀνείδη εἰς ἐπαίνους μετασχηματίζουσιν.
***
246. Η καμήλα, ο ελέφαντας και ο πίθηκος.
[246.1] Μια φορά και έναν καιρό τα άλογα ζώα αποφάσισαν να εκλέξουν κάποιον από ανάμεσά τους για βασιλιά. Έτσι που λέτε, η καμήλα και ο ελέφαντας, που αναγνωρίστηκαν ως οι επικρατέστεροι υποψήφιοι, άρχισαν να ερίζουν μεταξύ τους. Καθένας τους ήλπιζε, βλέπετε, πως θα τον προτιμούσαν έναντι όλων των άλλων, τόσο για τον όγκο του σώματός του όσο και για τη δύναμή του. Εκεί πάνω, όμως, παρενέβη ο πίθηκος και δήλωσε ότι και οι δυο τους ήσαν ακατάλληλοι για το αξίωμα, για τους εξής λόγους: Η καμήλα, αφενός, επειδή δεν έχει στάλα χολή μέσα της για να θυμώσει ενάντια στην αδικία· και ο ελέφαντας, αφετέρου, επειδή υπάρχει κίνδυνος να μας επιτεθούν τα γουρουνάκια όσο θα βασιλεύει.
Το δίδαγμα του μύθου: Πολύ συχνά ακόμη και τα πιο σπουδαία επιτεύγματα παρεμποδίζονται από μικροπράγματα.
247. Ο κύκνος.
[247.1] Καθώς λέγεται, οι κύκνοι τραγουδούν όταν φτάνει η ώρα του θανάτου τους. Μια φορά, που λέτε, κάποιος είδε κατά τύχη να πουλάνε έναν κύκνο στο παζάρι. Είχε ακούσει κιόλας ότι τούτο το πλάσμα είναι εξαιρετικά μελωδικό, γι᾽ αυτό και τον αγόρασε. Έτσι λοιπόν, κάποια βραδιά που έκανε το τραπέζι στους καλεσμένους του, ο ανθρωπάκος μας έφερε μέσα τον κύκνο του και τον πρόσταξε να τραγουδήσει κατά το συμπόσιο. Ωστόσο το πουλί δεν εννοούσε να βγάλει κιχ εκείνη την ώρα. Μόνο αργότερα, όταν κατάλαβε ότι τον περίμενε ο θάνατος, ξέσπασε σε μοιρολόι για τον εαυτό του. Ακούγοντάς τον τότε, ο αφέντης του παρατήρησε: «Α έτσι μου είσαι, λοιπόν! Δεν τραγουδάει ο κύριος από εδώ, παρά μόνο όταν περιμένει να πεθάνει. Μωρέ, χαζομάρα έκανα τότε που σου έδωσα εντολή να τραγουδήσεις. Έπρεπε μάλλον να έδινα διαταγές να σε σφάξουν».
Έτσι συμβαίνει με μερικούς ανθρώπους: Όσα δεν εννοούν να τα κάνουν με το καλό, σαν χάρη, τα εκτελούν με το ζόρι.
248. Ο Δίας και το φίδι.
[248.1] Τον καιρό εκείνο τον παλιό, όταν γιόρταζε ο Δίας τους γάμους του, όλα τα ζώα τού έφεραν δώρα, ό,τι μπορούσε το καθένα. Ανάμεσά τους, που λέτε, σύρθηκε σιγά-σιγά μέχρι εκεί ψηλά και το φίδι, κουβαλώντας ένα τριαντάφυλλο που είχε πιάσει με το στόμα του. Μόλις όμως το είδε ο Δίας, αντέδρασε: «Κοίταξε να δεις, όλων των άλλων τα δώρα τα δέχομαι. Από το στόμα το δικό σου, όμως, δεν θέλω ούτε χάρισμα να λάβω».
Το δίδαγμα του μύθου: Ακόμη και τη χάρη που σου κάνει ο αχρείος, πρέπει να τη φοβάσαι.
249. Το παγόνι και ο γερανός.
[249.1] Μια φορά το παγόνι περιγελούσε τον γερανό, κοροϊδεύοντας ιδίως το χρώμα του. Νά τί του έλεγε: «Δεν με βλέπεις εμένα που είμαι ντυμένο στο χρυσάφι και στην πορφύρα; Ενώ εσύ κακομοίρη, εσύ δεν έχεις ίχνος ομορφιάς στα φτερά σου». Όμως ο γερανός αποκρίθηκε: «Ξεχνάς κάτι, χρυσό μου. Εγώ μπορώ και πετάω στα ύψη του ουρανού και συνομιλώ από κοντά με τα αστέρια. Ενώ εσύ, καημενούλικο, πορεύεσαι κάτω στη γη σαν τον κόκορα, αντάμα με τις κοτούλες».
Δίδαγμα: Κάλλιο να απολαμβάνεις τον θαυμασμό του κόσμου, έστω και ντυμένος φτωχικά, παρά να περνάς τη ζωή σου άδοξα και να καυχιέσαι μόνο για τα πλούτη σου.
250. Η γουρούνα και η σκύλα.
[250.1] Μια φορά τσακώνονταν μεταξύ τους η γουρούνα και η σκύλα. Η πρώτη, που λέτε, πήρε όρκο στην Αφροδίτη ότι θα ξεσκίσει τη σκύλα με τα δόντια της, αν τούτη η τελευταία δεν βγάλει τον σκασμό. Τότε η αντίπαλός της σάρκασε: «Μωρή, και μόνο με αυτό που είπες δείχνεις την παχυλή άγνοιά σου. Δεν έχεις καταλάβει, βρε, ότι η Αφροδίτη σε σιχαίνεται; Απόδειξη: άμα κανείς φάει χοιρινό κρέας, δεν του επιτρέπει καν να μπει στον ναό της». Όμως η γουρούνα δεν πτοήθηκε καθόλου, παρά αντιγύρισε: «Τόσα ξέρεις, τόσα λες, μωρή. Δεν το κάνει αυτό από μίσος για μένα. Απεναντίας, έτσι ακριβώς δείχνει τη φροντίδα της για χάρη μου, ώστε να μη με σφάξει κανείς».
Έτσι κάνουν και οι πιο επιτήδειοι ρήτορες: Πολύ συχνά καταφέρνουν να μεταστρέφουν σε επαίνους τις προσβολές που τους απευθύνουν οι αντίπαλοί τους.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις καὶ τὰ μέγιστα τῶν πραγμάτων διὰ μικρὰν αἰτίαν κωλύονται.
247. ΚΥΚΝΟΣ
[247.1] τοὺς κύκνους φασὶ παρὰ τὸν θάνατον ᾄδειν. καὶ δή τις περιτυχὼν κύκνῳ πωλουμένῳ καὶ ἀκούσας, ὅτι εὐμελέστατόν ἐστι ζῷον, ἠγόρασε. καὶ ἔχων ποτὲ συνδείπνους προσελθὼν παρεκάλει αὐτὸν ᾆσαι ἐν τῷ πότῳ. τοῦ δὲ τότε μὲν ἡσυχάσαντος, ὕστερον δέ ποτε, ὡς ἐνόησεν, ὅτι ἀποθνῄσκειν ἔμελλεν, ἑαυτὸν θρηνοῦντος ὁ δεσπότης ἀκούσας ἔφη· «ἀλλ᾽ εἰ σὺ οὐκ ἄλλως ᾄδεις, ἐὰν μὴ ἀποθνῄσκῃς, ἐγὼ μάταιος ἤμην τότε, ὅτε σε παρεκάλουν, ἀλλ᾽ οὐκ ἔθυον».
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων, ἃ μὴ ἑκόντες χαρίσασθαι βούλονται, ταῦτα ἄκοντες ἐπιτελοῦσιν.
248. ΖΕΥΣ ΚΑΙ ΟΦΙΣ
[248.1] τοῦ Διὸς γαμοῦντος πάντα τὰ ζῷα ἀνήνεγκαν δῶρα, ἕκαστον ὅτι ἐδύνατο. ὄφις δὲ ἕρπων ῥόδον ἀναλαβὼν τῷ στόματι ἀνέβη. ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ζεὺς ἔφη· «τῶν ἄλλων πάντων τὰ δῶρα λαμβάνω· ἀπὸ δὲ τοῦ σοῦ στόματος οὐ λαμβάνω».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τῶν πονηρῶν αἱ χάριτες φοβεραί εἰσιν.
249. ΤΑΩΝ ΚΑΙ ΓΕΡΑΝΟΣ
[249.1] ταὼν γεράνου κατεγέλα κωμῳδῶν τὴν χροίαν αὐτοῦ καὶ λέγων ὡς· «ἐγὼ μὲν χρυσὸν καὶ πορφύραν ἐνδέδυμαι, σὺ δὲ οὐδὲν καλὸν φέρεις ἐν πτεροῖς». ὁ δὲ «ἀλλ᾽ ἐγώ», ἔφη, «τῶν ἀστέρων ἔγγιστα φωνῶ καὶ εἰς τὰ οὐράνια ὕψη ἵπταμαι, σὺ δὲ ὡς ἀλέκτωρ κάτω μετ᾽ ὀρνίθων βαίνεις».
ὅτι κρεῖττον περίβλεπτον εἶναί τινα ἐν πενιχρᾷ ἐσθῆτι ἢ ζῆν ἀδόξως ἐν πλούτῳ γαυρούμενον.
250. ΥΣ ΚΑΙ ΚΥΩΝ
[250.1] ὗς καὶ κύων πρὸς ἀλλήλας διεφέροντο. τῆς δὲ ὑὸς ὀμνυούσης τὴν Ἀφροδίτην, ὅτι ἐὰν μὴ παύσηται, τοῖς ὀδοῦσιν αὐτὴν ἀνατεμεῖ, ἡ κύων ἔλεγε καὶ κατ᾽ αὐτὸ τοῦτο αὐτὴν ἀγνωμονεῖν † εἴγε Ἀφροδίτην μισεῖ, ὥστε, ἐὰν φάγῃ τις κρέα ὑός, τοῦτον οὐκ ἐᾷ εἰς τὸ ἱερὸν αὐτῆς εἰσιέναι. καὶ ἡ ὗς ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ἀλλὰ τοῦτό γε οὐ στυγοῦσά με ποιεῖ, προνοουμένη δέ, ἵνα μηδείς με θύῃ».
οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ῥητόρων πολλάκις καὶ τὰ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν προσφερόμενα ὀνείδη εἰς ἐπαίνους μετασχηματίζουσιν.
***
246. Η καμήλα, ο ελέφαντας και ο πίθηκος.
[246.1] Μια φορά και έναν καιρό τα άλογα ζώα αποφάσισαν να εκλέξουν κάποιον από ανάμεσά τους για βασιλιά. Έτσι που λέτε, η καμήλα και ο ελέφαντας, που αναγνωρίστηκαν ως οι επικρατέστεροι υποψήφιοι, άρχισαν να ερίζουν μεταξύ τους. Καθένας τους ήλπιζε, βλέπετε, πως θα τον προτιμούσαν έναντι όλων των άλλων, τόσο για τον όγκο του σώματός του όσο και για τη δύναμή του. Εκεί πάνω, όμως, παρενέβη ο πίθηκος και δήλωσε ότι και οι δυο τους ήσαν ακατάλληλοι για το αξίωμα, για τους εξής λόγους: Η καμήλα, αφενός, επειδή δεν έχει στάλα χολή μέσα της για να θυμώσει ενάντια στην αδικία· και ο ελέφαντας, αφετέρου, επειδή υπάρχει κίνδυνος να μας επιτεθούν τα γουρουνάκια όσο θα βασιλεύει.
Το δίδαγμα του μύθου: Πολύ συχνά ακόμη και τα πιο σπουδαία επιτεύγματα παρεμποδίζονται από μικροπράγματα.
247. Ο κύκνος.
[247.1] Καθώς λέγεται, οι κύκνοι τραγουδούν όταν φτάνει η ώρα του θανάτου τους. Μια φορά, που λέτε, κάποιος είδε κατά τύχη να πουλάνε έναν κύκνο στο παζάρι. Είχε ακούσει κιόλας ότι τούτο το πλάσμα είναι εξαιρετικά μελωδικό, γι᾽ αυτό και τον αγόρασε. Έτσι λοιπόν, κάποια βραδιά που έκανε το τραπέζι στους καλεσμένους του, ο ανθρωπάκος μας έφερε μέσα τον κύκνο του και τον πρόσταξε να τραγουδήσει κατά το συμπόσιο. Ωστόσο το πουλί δεν εννοούσε να βγάλει κιχ εκείνη την ώρα. Μόνο αργότερα, όταν κατάλαβε ότι τον περίμενε ο θάνατος, ξέσπασε σε μοιρολόι για τον εαυτό του. Ακούγοντάς τον τότε, ο αφέντης του παρατήρησε: «Α έτσι μου είσαι, λοιπόν! Δεν τραγουδάει ο κύριος από εδώ, παρά μόνο όταν περιμένει να πεθάνει. Μωρέ, χαζομάρα έκανα τότε που σου έδωσα εντολή να τραγουδήσεις. Έπρεπε μάλλον να έδινα διαταγές να σε σφάξουν».
Έτσι συμβαίνει με μερικούς ανθρώπους: Όσα δεν εννοούν να τα κάνουν με το καλό, σαν χάρη, τα εκτελούν με το ζόρι.
248. Ο Δίας και το φίδι.
[248.1] Τον καιρό εκείνο τον παλιό, όταν γιόρταζε ο Δίας τους γάμους του, όλα τα ζώα τού έφεραν δώρα, ό,τι μπορούσε το καθένα. Ανάμεσά τους, που λέτε, σύρθηκε σιγά-σιγά μέχρι εκεί ψηλά και το φίδι, κουβαλώντας ένα τριαντάφυλλο που είχε πιάσει με το στόμα του. Μόλις όμως το είδε ο Δίας, αντέδρασε: «Κοίταξε να δεις, όλων των άλλων τα δώρα τα δέχομαι. Από το στόμα το δικό σου, όμως, δεν θέλω ούτε χάρισμα να λάβω».
Το δίδαγμα του μύθου: Ακόμη και τη χάρη που σου κάνει ο αχρείος, πρέπει να τη φοβάσαι.
249. Το παγόνι και ο γερανός.
[249.1] Μια φορά το παγόνι περιγελούσε τον γερανό, κοροϊδεύοντας ιδίως το χρώμα του. Νά τί του έλεγε: «Δεν με βλέπεις εμένα που είμαι ντυμένο στο χρυσάφι και στην πορφύρα; Ενώ εσύ κακομοίρη, εσύ δεν έχεις ίχνος ομορφιάς στα φτερά σου». Όμως ο γερανός αποκρίθηκε: «Ξεχνάς κάτι, χρυσό μου. Εγώ μπορώ και πετάω στα ύψη του ουρανού και συνομιλώ από κοντά με τα αστέρια. Ενώ εσύ, καημενούλικο, πορεύεσαι κάτω στη γη σαν τον κόκορα, αντάμα με τις κοτούλες».
Δίδαγμα: Κάλλιο να απολαμβάνεις τον θαυμασμό του κόσμου, έστω και ντυμένος φτωχικά, παρά να περνάς τη ζωή σου άδοξα και να καυχιέσαι μόνο για τα πλούτη σου.
250. Η γουρούνα και η σκύλα.
[250.1] Μια φορά τσακώνονταν μεταξύ τους η γουρούνα και η σκύλα. Η πρώτη, που λέτε, πήρε όρκο στην Αφροδίτη ότι θα ξεσκίσει τη σκύλα με τα δόντια της, αν τούτη η τελευταία δεν βγάλει τον σκασμό. Τότε η αντίπαλός της σάρκασε: «Μωρή, και μόνο με αυτό που είπες δείχνεις την παχυλή άγνοιά σου. Δεν έχεις καταλάβει, βρε, ότι η Αφροδίτη σε σιχαίνεται; Απόδειξη: άμα κανείς φάει χοιρινό κρέας, δεν του επιτρέπει καν να μπει στον ναό της». Όμως η γουρούνα δεν πτοήθηκε καθόλου, παρά αντιγύρισε: «Τόσα ξέρεις, τόσα λες, μωρή. Δεν το κάνει αυτό από μίσος για μένα. Απεναντίας, έτσι ακριβώς δείχνει τη φροντίδα της για χάρη μου, ώστε να μη με σφάξει κανείς».
Έτσι κάνουν και οι πιο επιτήδειοι ρήτορες: Πολύ συχνά καταφέρνουν να μεταστρέφουν σε επαίνους τις προσβολές που τους απευθύνουν οι αντίπαλοί τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου