Στα όργια του Μαιναδικού θιάσου πιστεύεται πως παρουσιάζεται ένας αρσενικός κορυφαίος. Η παρουσία του μαρτυριέται από τους μύθους που παρουσιάζουν τον Διόνυσο επικεφαλής των «τροφών» του κι από τις «Βάκχες» (στιχ. 115 Βρόμιος όστις άγει θιάσους, 140 ο δ’ έξαρχος Βρόμιος˙ πρβ και 136 κε), όπου ο λόγος για έναν κορυφαίο που ενσαρκώνει το θεό του θιάσου. Ένα υστερότερο επίθετο του Διόνυσου, Καθηγεμών, μπορεί να κατεβαίνει από το λειτούργημα του κορυφαίου τούτου...
Ο Μαιναδικός έτσι θίασος με τον αρσενικό κορυφαίο του, παρομοιάζει τους θιάσους των μαγισσών της Ευρώπης που ένας αρσενικός αρχηγός τους παράσταινε τον Σατανά, το θεό τους. Το χαρακτηριστικό του κορυφαίου τούτου είναι το γυναικείο ντύσιμό του. Εικάζεται από τον Πενθέα των «Βακχών», που ο Διόνυσος τον ντύνει γυναικεία για να τον οδηγήσει στους μαιναδικούς θιάσους, και έμμεσα από το ντύσιμο και τους «κοθόρνους» του ηθοποιού της Τραγωδίας. Το φαινόμενο παραλληλίζεται μ’ ανάλογο μιας φρυγικής χριστιανικής αίρεσης, των Κυϊντιλλιανών ή Πρισκιλλιανών, όπου μονάχα γυναίκες έχουν τα ιερατικά αξιώματα (επίσκοποί τε παρ’ αυτοίς γυναίκες και πρεσβύτεροι γυναίκες και τα άλλα) κι όπου, κατά μια συνέπεια, κι ο Χριστός παρασταίνεται με στολή και μορφή γυναίκας.
Έτσι και ο Διόνυσος, σα θεός γυναικείων θιάσων, είναι γυναικοντυμένος και με έντονο γυναικείο χαραχτήρα. Φορά «κοθόρνους», γυναικεία ποδέματα, τον «κροκωτόν», ριχτό γυναικείο μαντύα, και «μίτραν», ανάδεσμα των μαλλιών γυναικείο. Στην πραγματικότητα όμως ο γυναικίας Διόνυσος δεν είναι τόσο έκτυπο όσο πρότυπο του γυναικοντυμένου κορυφαίου του μαιναδικού θιάσου: ο ανδρογυνικός χαραχτήρας του είναι πολύ γενικότερος και στοιχείο, του φεγγαρικού του χαραχτήρα. Όλοι οι ανδρόγυνοι θεοί είναι φεγγαρικοί, εκτυπώνοντας το ανδρόγυνο φυσικό του φεγγαριού, που, γυρίζοντας από το αρσενικό στο θηλυκό τύπο του, περνά ένα στάδιο Ανδρογυνίας.
Ο γυναικίτικος τύπος του Διόνυσου πρωτοχαράζει στον Ομηρικόν Ύμνο του˙ στα μνημεία παρουσιάζεται από τα τέλη του 5ου αιώνα˙ και η λατρειακή και φιλολογική παράδοση μ’ επιμονή τον τονίζουν. Ο Διόνυσος της λατρείας των «Κλωδώνων» και «Μιμαλλόνων» είναι ένας «Ψευτάντρας»: Ψευδάνωρ. Στο πρώτο δράμα της «Λυκουργείας» του Αισχύλου ρωτιέται για τον Διόνυσο: ποδοπός ο γύννις; Στις «Βάκχες» ο θεός είναι ο θηλύμορφος ξένος, και μια «γλώσσα» του Ησύχιου δίνει στο όνομα Διονύς (τύπος του ονόματος του Διόνυσου) την εξήγηση: ο γυναικίας και παράθηλυς. Ο Λουκιανός απορεί μ’ ένα τόσο γυναικίστικο γιο του μεγάλου Διός˙ στον Πορφύριο ο θεός παρουσιάζεται αρρενόθηλυς˙ στο Νόννο γυναικείην φορέων ψευδήμονα μορφήν μιμηλή κροκόπεπλος εν είμασι φαίνετο κούρη˙ και για τα μάτια των Χριστιανών, που βλέπουν την ελληνική θρησκεία μέσα από τους ηδονιστικούς μύθους της ελληνορωμαϊκής εποχής, ανδρόγυνος ο Διόνυσος˙ τούτον γαρ φασι και τα ανδρών ποιείν και τα γυναικών πάσχειν.
Από τον γυναικείο χαρακτήρα του Διόνυσου βγαίνει και η παρατονισμένη εκείνη δειλία του, που τροφοδοτεί την Κωμωδία, με παράδειγμα τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη και τον «Διόνυσαλέξανδρον» του Κρατίνου. Το έθιμο να ντύνονται οι άντρες γυναικεία στα Διονύσια (όπως μαρτυρά η διαβολή για τον πλατωνικό Δημήτριο στον Πτολεμαίο Διόνυσο,ότι μόνος των άλλων γυναικεία ουκ ενεδύσατο τοις Διονυσίοις) και τ’ αντίστοιχο να ντύνονται οι γυναίκες αντρικά (που το μαρτυρά μια «εικόνα» του Φιλοστράτου: συγχωρεί δε ο κώμος και γυναικί ανδρίζεσθαι και ανδρί θήλυν ενδύναι στολήν) δεν σχετίζεται με τον ανδρογυνικό χαρακτήρα του Διόνυσου.
Είδαμε αλλού πως η αλλαγή του φορέματος των φύλλων είναι μυητικό έθιμο που ξεμένει σ’ εποχικά πανηγύρια. Σ’ απότομη όμως αντίθεση με τον γυναικίστικο χαρακτήρα του, αλλά στο βάθος σ’ απόλυτη ομολογία μ’ αυτόν, ο Διόνυσος είναι θεός εντονότατου φαλλικού χαρακτήρα. Στη Λέσβο, στη Σάμο και αλλού, λατρεύεται ένας Διόνυσος Ενόρχης, επίθετο που σημαίνει φαλλικό χαρακτήρα. Στο ιερό των Ωρών στην Αθήνα λατρεύεται ένας Διόνυσος Ορθός, που για τη σημασία του επιθέτου παράβαλε το όνομα ενός φαλλικού δαίμονα Ορθάνης. Στη θεολογία των Ορφικών ο Διόνυσος είναι μορφή του Έρωτα/Φάνη που παρουσιάζει κι αυτός φαλλικό χαρακτήρα. Τέλος, ο Διόνυσος ταυτίζεται άνετα με τον Πρίαπο, τον πρωτοκύριο φαλλικό θεό, όταν με την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, ο Λαμψακηνός αυτός θεός, γνωρίζεται σ’ όλη την Ελλάδα.
Μια φαλλική παράσταση του Διόνυσου, που ακούγεται στο επίθετο «Ορθός», μαρτυριέται από τους σύκινους στη Ρόδο φαλλούς, που ονομάζονται, με το μητρωνυμικό του,Θυωνίδαι. Στα μυστήρια της Λέρνης τελούνται, συνδεδεμένες με τον Διόνυσο, φαλλικές ιερουργίες και σ’ αιτιολογικούς μύθους λογίς φαλλολατρειών, ο Διόνυσος παρουσιάζεται να τιμωρά μ’ ασθένειες των ανδρικών οργάνων. Οι φαλλοί, πάλι, είναι πολυγνώριμα αφιερώματα στον Διόνυσο, που, όσο κι αν χαραχτηρίζουνται αγάλματα τω Διονύσω, είναι παραστάσεις του ίδιου του Διόνυσου.
Κύριο στοιχείο της λατρείας του είναι και οι φαλληφορίες (φαλληφορίαι, φαλληφόρια, φαλλαγωγία, φαλλαγώγια), πομπικές μεταφορές φαλλών καμωμένων από δέρμα ή ξύλο (και μάλιστα συκιάς), που μαρτυριούνται, για τα Διονύσια, τα Αγροτικά και τα Μεγάλα, όχι, όμως, (χωρίς και ν’ αποκλείονται) για τα Λήναια, την κύρια γιορτή της Κωμωδίας. Φτωχικές στην αρχή και στις αγροτικές περιοχές, ανεβαίνουν ύστερα σε πολυτέλεια και θεαματικότητα στις πολιτείες. Τις φαλληφορίες τις συνοδεύουν φαλλικά άσματα (τα φαλλικά) και από τους αυτοσχεδιασμούς των «εξαρχόντων» τους, διαμορφώνεται, κατά τη γνώριμη πληροφορία του Αριστοτέλη, η Κωμωδία, που ανακρατεί φαλλικά στοιχεία και έντονο το ακόλαστο χαραχτήρα του λόγου.
Η φαλλική υπόσταση του Διόνυσου αποσχίζεται σ’ ένα ξεχωριστό φαλλικό δαίμονα, τον Φαλήν (Φαλής) ή Φάλητα (Φάλης), το θεό του φαλλού των Αγροτικών Διονυσίων, που λογιέται πως στέκει στον κύκλο του θεού σαν ακόλουθος του. Η φαλλική, τέλος, φύση του θεού συγκεντρώνει γύρω του λογίς φαλλικούς δαίμονες, όπως τους Σιληνούς, Σατύρους και Πάνες, και, μέσα από τη θεατροθιασική λατρεία του, τους ιθυφαλλικούς δεικηλιστάςτους Ιθυφάλλους και τους φαλλοφόρους.
Αυτά, βέβαια, δεν θα τα περιμέναμε από έναν ανδρόγυνο θεό, μα τα αντίθετα στην επιφάνεια βρίσκονται ενωμένα στο βάθος. Τόσο η Ανδρογυνία όσο και η Φαλλικότητα κατεβαίνουν από την αρχαιότερη λατρεία του Φεγγαροθεού που και Ανδρόγυνος παρουσιάζεται (για το λόγο που αναφέραμε) και που γονιμεύει με το φαλλό του (απ’ όπου και η αρχή των Φαλλολατρειών) τις γυναίκες. Όλοι οι φαλλικοί θεοί αποδείχνεται να’ ναι στο βάθος τους φεγγαρικοί και να κρατούν αυτή τη λειτουργία. Ότι μια τέτοια γυναικογονιμική λειτουργία βρίσκεται και στο βάθος του φαλλικού χαραχτήρα του Διόνυσου μαρτυριέται από το λατρειακό του επίθετο (στη Σικυώνα κι αλλού) Χοιροψάλας.
Το επίθετο ξηγιέται, ο χοιρόθλιψ, που ερμηνεύεται από το παρανόμι του γυναικείου μορίουχοίρος (και το θλίβειν). Το επίθετο μαρτυρά, αναντίλογα, μιαν από τις πολυγνώριμες ιερουργίες των γυναικών ν’ ακουμπούν ένα μέρος του κορμιού τους στο φαλλό του θεού (κ’ εδώ στον ίδιο τον φαλλό – Διόνυσο) για να κερδίζουν τη γονιμική του ευλογία.
Από πού όμως ο Διόνυσος παίρνει τον φαλλικό χαραχτήρα του, αφού ούτε στη μυκηναϊκή ούτε στη μινωική περίοδο τα μνημεία μαρτυρούν φαλλολατρείες; Η απόκριση είναι πως η έλλειψη των μνημείων δεν προδικάζει για τις περιόδους αυτές και έλλειψη φαλλολατρειών, πρώτα γιατί, με την εξίσωση φαλλός = κέρας, οι μνημειακοί φαλλοί αντικατασταίνουνται με τα ομόλογα στην φεγγαρική καταγωγή τους «Ιερά Κέρατα» του κρητομυκηναϊκού κόσμου˙ κ’ έπειτα γιατί ο φαλλός, που δεν επισημαίνεται μνημειακά στην Ελλάδα παρά για την νεολιθική Θεσσαλία, μαρτυριέται κι αυτός κ’ η λατρεία του από τα Μυστήρια, από προελληνικούς θεούς, όπως ο Ερμής, κι από παναρχαία λιθολατρεία φαλλικού χαραχτήρα. Στις κατηγορίες αυτές πρέπει να περιλαμβάνεται και ο Έρως των Θεσπιών, ένας ακατέργαστος λίθος συγγενικής, όπως εικάζεται, λειτουργίας με τον Διόνυσον «Χοιροψάλαν». Από την προελληνική αυτή, και φεγγαρική στην αρχή της, φαλλολατρεία, κρατεί κι ο Διόνυσος τον ομόλογο φεγγαροφαλλικό του χαραχτήρα.
Ο Μαιναδικός έτσι θίασος με τον αρσενικό κορυφαίο του, παρομοιάζει τους θιάσους των μαγισσών της Ευρώπης που ένας αρσενικός αρχηγός τους παράσταινε τον Σατανά, το θεό τους. Το χαρακτηριστικό του κορυφαίου τούτου είναι το γυναικείο ντύσιμό του. Εικάζεται από τον Πενθέα των «Βακχών», που ο Διόνυσος τον ντύνει γυναικεία για να τον οδηγήσει στους μαιναδικούς θιάσους, και έμμεσα από το ντύσιμο και τους «κοθόρνους» του ηθοποιού της Τραγωδίας. Το φαινόμενο παραλληλίζεται μ’ ανάλογο μιας φρυγικής χριστιανικής αίρεσης, των Κυϊντιλλιανών ή Πρισκιλλιανών, όπου μονάχα γυναίκες έχουν τα ιερατικά αξιώματα (επίσκοποί τε παρ’ αυτοίς γυναίκες και πρεσβύτεροι γυναίκες και τα άλλα) κι όπου, κατά μια συνέπεια, κι ο Χριστός παρασταίνεται με στολή και μορφή γυναίκας.
Έτσι και ο Διόνυσος, σα θεός γυναικείων θιάσων, είναι γυναικοντυμένος και με έντονο γυναικείο χαραχτήρα. Φορά «κοθόρνους», γυναικεία ποδέματα, τον «κροκωτόν», ριχτό γυναικείο μαντύα, και «μίτραν», ανάδεσμα των μαλλιών γυναικείο. Στην πραγματικότητα όμως ο γυναικίας Διόνυσος δεν είναι τόσο έκτυπο όσο πρότυπο του γυναικοντυμένου κορυφαίου του μαιναδικού θιάσου: ο ανδρογυνικός χαραχτήρας του είναι πολύ γενικότερος και στοιχείο, του φεγγαρικού του χαραχτήρα. Όλοι οι ανδρόγυνοι θεοί είναι φεγγαρικοί, εκτυπώνοντας το ανδρόγυνο φυσικό του φεγγαριού, που, γυρίζοντας από το αρσενικό στο θηλυκό τύπο του, περνά ένα στάδιο Ανδρογυνίας.
Ο γυναικίτικος τύπος του Διόνυσου πρωτοχαράζει στον Ομηρικόν Ύμνο του˙ στα μνημεία παρουσιάζεται από τα τέλη του 5ου αιώνα˙ και η λατρειακή και φιλολογική παράδοση μ’ επιμονή τον τονίζουν. Ο Διόνυσος της λατρείας των «Κλωδώνων» και «Μιμαλλόνων» είναι ένας «Ψευτάντρας»: Ψευδάνωρ. Στο πρώτο δράμα της «Λυκουργείας» του Αισχύλου ρωτιέται για τον Διόνυσο: ποδοπός ο γύννις; Στις «Βάκχες» ο θεός είναι ο θηλύμορφος ξένος, και μια «γλώσσα» του Ησύχιου δίνει στο όνομα Διονύς (τύπος του ονόματος του Διόνυσου) την εξήγηση: ο γυναικίας και παράθηλυς. Ο Λουκιανός απορεί μ’ ένα τόσο γυναικίστικο γιο του μεγάλου Διός˙ στον Πορφύριο ο θεός παρουσιάζεται αρρενόθηλυς˙ στο Νόννο γυναικείην φορέων ψευδήμονα μορφήν μιμηλή κροκόπεπλος εν είμασι φαίνετο κούρη˙ και για τα μάτια των Χριστιανών, που βλέπουν την ελληνική θρησκεία μέσα από τους ηδονιστικούς μύθους της ελληνορωμαϊκής εποχής, ανδρόγυνος ο Διόνυσος˙ τούτον γαρ φασι και τα ανδρών ποιείν και τα γυναικών πάσχειν.
Από τον γυναικείο χαρακτήρα του Διόνυσου βγαίνει και η παρατονισμένη εκείνη δειλία του, που τροφοδοτεί την Κωμωδία, με παράδειγμα τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη και τον «Διόνυσαλέξανδρον» του Κρατίνου. Το έθιμο να ντύνονται οι άντρες γυναικεία στα Διονύσια (όπως μαρτυρά η διαβολή για τον πλατωνικό Δημήτριο στον Πτολεμαίο Διόνυσο,ότι μόνος των άλλων γυναικεία ουκ ενεδύσατο τοις Διονυσίοις) και τ’ αντίστοιχο να ντύνονται οι γυναίκες αντρικά (που το μαρτυρά μια «εικόνα» του Φιλοστράτου: συγχωρεί δε ο κώμος και γυναικί ανδρίζεσθαι και ανδρί θήλυν ενδύναι στολήν) δεν σχετίζεται με τον ανδρογυνικό χαρακτήρα του Διόνυσου.
Είδαμε αλλού πως η αλλαγή του φορέματος των φύλλων είναι μυητικό έθιμο που ξεμένει σ’ εποχικά πανηγύρια. Σ’ απότομη όμως αντίθεση με τον γυναικίστικο χαρακτήρα του, αλλά στο βάθος σ’ απόλυτη ομολογία μ’ αυτόν, ο Διόνυσος είναι θεός εντονότατου φαλλικού χαρακτήρα. Στη Λέσβο, στη Σάμο και αλλού, λατρεύεται ένας Διόνυσος Ενόρχης, επίθετο που σημαίνει φαλλικό χαρακτήρα. Στο ιερό των Ωρών στην Αθήνα λατρεύεται ένας Διόνυσος Ορθός, που για τη σημασία του επιθέτου παράβαλε το όνομα ενός φαλλικού δαίμονα Ορθάνης. Στη θεολογία των Ορφικών ο Διόνυσος είναι μορφή του Έρωτα/Φάνη που παρουσιάζει κι αυτός φαλλικό χαρακτήρα. Τέλος, ο Διόνυσος ταυτίζεται άνετα με τον Πρίαπο, τον πρωτοκύριο φαλλικό θεό, όταν με την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, ο Λαμψακηνός αυτός θεός, γνωρίζεται σ’ όλη την Ελλάδα.
Μια φαλλική παράσταση του Διόνυσου, που ακούγεται στο επίθετο «Ορθός», μαρτυριέται από τους σύκινους στη Ρόδο φαλλούς, που ονομάζονται, με το μητρωνυμικό του,Θυωνίδαι. Στα μυστήρια της Λέρνης τελούνται, συνδεδεμένες με τον Διόνυσο, φαλλικές ιερουργίες και σ’ αιτιολογικούς μύθους λογίς φαλλολατρειών, ο Διόνυσος παρουσιάζεται να τιμωρά μ’ ασθένειες των ανδρικών οργάνων. Οι φαλλοί, πάλι, είναι πολυγνώριμα αφιερώματα στον Διόνυσο, που, όσο κι αν χαραχτηρίζουνται αγάλματα τω Διονύσω, είναι παραστάσεις του ίδιου του Διόνυσου.
Κύριο στοιχείο της λατρείας του είναι και οι φαλληφορίες (φαλληφορίαι, φαλληφόρια, φαλλαγωγία, φαλλαγώγια), πομπικές μεταφορές φαλλών καμωμένων από δέρμα ή ξύλο (και μάλιστα συκιάς), που μαρτυριούνται, για τα Διονύσια, τα Αγροτικά και τα Μεγάλα, όχι, όμως, (χωρίς και ν’ αποκλείονται) για τα Λήναια, την κύρια γιορτή της Κωμωδίας. Φτωχικές στην αρχή και στις αγροτικές περιοχές, ανεβαίνουν ύστερα σε πολυτέλεια και θεαματικότητα στις πολιτείες. Τις φαλληφορίες τις συνοδεύουν φαλλικά άσματα (τα φαλλικά) και από τους αυτοσχεδιασμούς των «εξαρχόντων» τους, διαμορφώνεται, κατά τη γνώριμη πληροφορία του Αριστοτέλη, η Κωμωδία, που ανακρατεί φαλλικά στοιχεία και έντονο το ακόλαστο χαραχτήρα του λόγου.
Η φαλλική υπόσταση του Διόνυσου αποσχίζεται σ’ ένα ξεχωριστό φαλλικό δαίμονα, τον Φαλήν (Φαλής) ή Φάλητα (Φάλης), το θεό του φαλλού των Αγροτικών Διονυσίων, που λογιέται πως στέκει στον κύκλο του θεού σαν ακόλουθος του. Η φαλλική, τέλος, φύση του θεού συγκεντρώνει γύρω του λογίς φαλλικούς δαίμονες, όπως τους Σιληνούς, Σατύρους και Πάνες, και, μέσα από τη θεατροθιασική λατρεία του, τους ιθυφαλλικούς δεικηλιστάςτους Ιθυφάλλους και τους φαλλοφόρους.
Αυτά, βέβαια, δεν θα τα περιμέναμε από έναν ανδρόγυνο θεό, μα τα αντίθετα στην επιφάνεια βρίσκονται ενωμένα στο βάθος. Τόσο η Ανδρογυνία όσο και η Φαλλικότητα κατεβαίνουν από την αρχαιότερη λατρεία του Φεγγαροθεού που και Ανδρόγυνος παρουσιάζεται (για το λόγο που αναφέραμε) και που γονιμεύει με το φαλλό του (απ’ όπου και η αρχή των Φαλλολατρειών) τις γυναίκες. Όλοι οι φαλλικοί θεοί αποδείχνεται να’ ναι στο βάθος τους φεγγαρικοί και να κρατούν αυτή τη λειτουργία. Ότι μια τέτοια γυναικογονιμική λειτουργία βρίσκεται και στο βάθος του φαλλικού χαραχτήρα του Διόνυσου μαρτυριέται από το λατρειακό του επίθετο (στη Σικυώνα κι αλλού) Χοιροψάλας.
Το επίθετο ξηγιέται, ο χοιρόθλιψ, που ερμηνεύεται από το παρανόμι του γυναικείου μορίουχοίρος (και το θλίβειν). Το επίθετο μαρτυρά, αναντίλογα, μιαν από τις πολυγνώριμες ιερουργίες των γυναικών ν’ ακουμπούν ένα μέρος του κορμιού τους στο φαλλό του θεού (κ’ εδώ στον ίδιο τον φαλλό – Διόνυσο) για να κερδίζουν τη γονιμική του ευλογία.
Από πού όμως ο Διόνυσος παίρνει τον φαλλικό χαραχτήρα του, αφού ούτε στη μυκηναϊκή ούτε στη μινωική περίοδο τα μνημεία μαρτυρούν φαλλολατρείες; Η απόκριση είναι πως η έλλειψη των μνημείων δεν προδικάζει για τις περιόδους αυτές και έλλειψη φαλλολατρειών, πρώτα γιατί, με την εξίσωση φαλλός = κέρας, οι μνημειακοί φαλλοί αντικατασταίνουνται με τα ομόλογα στην φεγγαρική καταγωγή τους «Ιερά Κέρατα» του κρητομυκηναϊκού κόσμου˙ κ’ έπειτα γιατί ο φαλλός, που δεν επισημαίνεται μνημειακά στην Ελλάδα παρά για την νεολιθική Θεσσαλία, μαρτυριέται κι αυτός κ’ η λατρεία του από τα Μυστήρια, από προελληνικούς θεούς, όπως ο Ερμής, κι από παναρχαία λιθολατρεία φαλλικού χαραχτήρα. Στις κατηγορίες αυτές πρέπει να περιλαμβάνεται και ο Έρως των Θεσπιών, ένας ακατέργαστος λίθος συγγενικής, όπως εικάζεται, λειτουργίας με τον Διόνυσον «Χοιροψάλαν». Από την προελληνική αυτή, και φεγγαρική στην αρχή της, φαλλολατρεία, κρατεί κι ο Διόνυσος τον ομόλογο φεγγαροφαλλικό του χαραχτήρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου