Μετά τη δεύτερη συνθήκη των Λακεδαιμονίων με τον Πέρση βασιλιά ο Θηριμένης παρέδωσε, ως όφειλε, όλες τις ναυτικές των Πελοποννησίων στον Αστύοχο. Από τη μεριά τους οι Αθηναίοι μετέβησαν από τη Σάμο στη Χίο και κυριαρχούσαν σε στεριά και θάλασσα. Άρχισαν μάλιστα να οχυρώνουν το Δελφίνιο, που βρισκόταν πολύ κοντά στην πόλη της Χίου. Οι Χιώτες βλέποντας τη γη τους να λεηλατείται και τις στρατιωτικές τους δυνάμεις να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις πιέσεις των Αθηναίων, άρχισαν να χάνουν το ηθικό τους και να κατηγορούν ο ένας τον άλλο: «Αιτία ήταν ότι κι ο Πεδάριτος (διοικητής της Χίου) είχε θανατώσει τον Τυδέα του Ίωνα και τους οπαδούς του, με την κατηγορία πως ήταν φίλοι της Αθήνας, κι οι κάτοικοι είχαν εξαναγκαστεί να κυβερνούνται από τους ολιγαρχικούς. Έτσι οι πολίτες υποπτεύονταν ο ένας τον άλλο και δεν επιχειρούσαν τίποτε. Πίστευαν, για όλους τους πιο πάνω λόγους, πως ούτε οι ίδιοι ούτε οι μισθοφόροι του Πεδάριτου ήταν σε θέση να μετρηθούν με τους Αθηναίους». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 38). Η βοήθεια από τον Αστύοχο ήταν επιβεβλημένη, όμως ο τελευταίος την αρνιόταν λόγω της προηγούμενης απροθυμίας του Πεδάριτου να συνεισφέρει στην αποστασία της Λέσβου. Ο Πεδάριτος έστειλε γράμμα στη Σπάρτη κατηγορώντας τον Αστύοχο για αδιαφορία απέναντι στη συμμαχική Χίο, που κινδύνευε να περάσει και πάλι στα χέρια των Αθηναίων. Το ίδιο διάστημα σάλπαραν από την Πελοπόννησο είκοσι εφτά καράβια με αρχηγό τον Αντισθένη, έχοντας αποστολή να βοηθήσουν τις ενέργειες του Φαρνάβαζου στον Ελλήσποντο. Μαζί με τα πλοία αυτά στάλθηκαν κι έντεκα Σπαρτιάτες ως σύμβουλοι του Αστύοχου. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Λίχας του Αρκεσιλάου.
Σταδιακά η κατάσταση στη Χίο πήγαινε από το κακό στο χειρότερο: «Επειδή στη Χίο οι δούλοι ήταν πολλοί, περισσότεροι απ’ όσους υπήρχαν σε οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη – εκτός από τη Σπάρτη – και ταυτόχρονα, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού τους, οι τιμωρίες που τους επιβάλλονταν για τις παρεκτροπές τους ήταν πολύ αυστηρές, τούτοι, όταν νόμισαν πως οι δυνάμεις των Αθηναίων είχαν εγκατασταθεί σταθερά στο τείχος που σήκωσαν, άρχισαν, οι πιο πολλοί, ν’ αυτομολούν σ’ αυτούς. Κι είναι τούτοι που προκάλεσαν τις μεγαλύτερες ζημιές, επειδή γνώριζαν καλά τον τόπο». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 40). Οι Χιώτες μήνυσαν εκ νέου στον Αστύοχο την απόλυτη ανάγκη για βοήθεια. Ο Αστύοχος αποφάσισε πλέον να τους βοηθήσει, όμως προέκρινε την ανάγκη να πλεύσει πρώτα ως την Καύνο και να παραλάβει τα είκοσι εφτά πλοία του Αντισθένη, με τους συμβούλους, ώστε να φτάσουν με ασφάλεια στη Μίλητο. Στα ανοιχτά της Σύμης ναυμάχησε με αθηναϊκές δυνάμεις που παραφύλαγαν τα πλοία του Αντισθένη. Μετά από σκληρή σύγκρουση κατάφερε να απωθήσει τους Αθηναίους και να αγκυροβολήσει στην Κνίδο, όπου και ενώθηκε με τα είκοσι εφτά καράβια που έφτασαν εκεί από την Καύνο. Στην Κνίδο επήλθε η πρώτη ρήξη ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και τον Τισσαφέρνη, που έφτασε επίσης εκεί για διαπραγματεύσεις: «Ο Λίχας, ιδιαίτερα, κρίνοντας τα όσα είχαν γίνει, υποστήριζε πως καμιά από τις δύο συνθήκες – κι εκείνη που κλείστηκε από το Χαλκιδέα κι άλλη από το Θηριμένη – δεν μπορούσε να θεωρηθεί ορθή. Θα ‘ταν, έλεγε, φοβερό, να μπουν πάλι κάτω από την κυριαρχία του βασιλιά όσες χώρες εξουσίαζε άλλοτε ο ίδιος ή οι πρόγονοί του. Γιατί έτσι όλα τα νησιά, η Θεσσαλία, η Λοκρίδα κι όλες οι περιοχές ως τη Βοιωτία θα υποδουλώνονταν ξανά, κι αντί να προσφέρουν οι Λακεδαιμόνιοι στους Έλληνες την ελευθερία, θα τους επιβάλανε την περσική εξουσία. Ζητούσε, λοιπόν, να γίνει καινούργια συνθήκη με καλύτερους όρους, αλλιώς, δήλωνε, οι Λακεδαιμόνιοι δε θα θεωρούσαν ισχυρή αυτή που υπήρχε και ποτέ δε θα δέχονταν με τέτοιους όρους να εξασφαλίζεται η συντήρηση του στρατού τους. Ο Τισσαφέρνης αγανάχτησε κι αποχώρησε οργισμένος, χωρίς να κλείσει μαζί τους καμιά συμφωνία». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 43).
Κι αμέσως μετά παίχτηκε στη Ρόδο το ίδιο παιχνίδι που παίχτηκε και στη Χίο. Εν αγνοία του λαού, οι ολιγαρχικοί Ροδίτες κάλεσαν τις πελοποννησιακές δυνάμεις για να αποστατήσουν: «Οι Λακεδαιμόνιοι, ωστόσο, είχαν τη γνώμη πως έπρεπε ν’ αρμενίσουν για τη Ρόδο, όπου, με κήρυκες που έστελναν, τους προσκαλούσαν οι πιο σημαντικοί πολίτες. (Οι ολιγαρχικοί δηλαδή)……. Στη διάρκεια λοιπόν του ίδιου χειμώνα σάλπαραν από την Κνίδο κι έπιασαν πρώτα στην Κάμιρο της Ρόδου μ’ ενενήντα τέσσερα καράβια. Οι περισσότεροι απ’ τους κατοίκους, αγνοώντας τις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί, φοβήθηκαν κι έφυγαν από την πόλη, η οποία, άλλωστε, ήταν κι ατείχιστη. Κατόπιν όμως οι Λακεδαιμόνιοι σύναξαν τούτους, καθώς και τους κατοίκους των δυο άλλων πόλεων του νησιού, της Λίνδου και της Ιαλυσού, κι έπεισαν τους Ροδίτες ν’ αποστατήσουν από την αθηναϊκή συμμαχία. Έτσι η Ρόδος προσχώρησε στην πελοποννησιακή συμμαχία». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 44). Παρακολουθούμε τη διαμόρφωση του συμμαχικού χάρτη χωρίς να τηρούνται ούτε τα προσχήματα, αφού, ανά πάσα στιγμή, ο καθένας μπορεί να απευθυνθεί στην πολεμική δύναμη που εξυπηρετεί τα συμφέροντά του και να αποκτήσει το πάνω χέρι στην πολιτική σκηνή της περιοχής του. Ο λαός «απελευθερώνεται» χωρίς καν να ερωτηθεί. Οι Λακεδαιμόνιοι καταφθάνουν στη Ρόδο με ενενήντα τέσσερα καράβια, σκορπούν το φόβο και τελικά την «απελευθερώνουν» με την «πειθώ», αφού κανείς δε φέρνει αντίρρηση στο θέμα της προσχώρησης στην πελοποννησιακή συμμαχία. Ο λαός βρίσκεται πάντα προ τετελεσμένων κι όταν φτάνουν τα αδιέξοδα, αρχίζουν τα μίση, αφού όλοι κατηγορούν τους άλλους. Τα ίδια ακριβώς γίνανε και στη Χίο. Η διπλωματία του πολέμου είναι αναγκαστικά υπόθεση των λίγων που ξέρουν να καρπώνονται τις συγκυρίες. Όσο για τις προθέσεις του ελευθερωτή, είναι πάντα δεδομένες: «Ελπίζανε (οι Λακεδαιμόνιοι εννοείται) ότι θα ‘παιρναν με το μέρος τους ένα τόσο σημαντικό νησί με πολυάριθμους ναύτες και στρατιώτες, ενώ, ταυτόχρονα, θαρρούσαν πως, με τους συμμάχους που είχαν αποκτήσει, θα ‘ταν σε θέση να συντηρούν το ναυτικό τους χωρίς να ζητούν χρήματα από τον Τισσαφέρνη… Οι Πελοποννήσιοι εισπράξανε από τους Ροδίτες ως εισφορά τριάντα δύο τάλαντα κι αφού σύρανε τα καράβια τους στη στεριά, για ογδόντα μέρες δεν έκαναν τίποτε» (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 44).
Η πρώτη ρήξη με τον Τισσαφέρνη δεν είναι τίποτε άλλο από την ισχύ που πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη δυναμική της. Ο Λίχας, ζητώντας νέα συνθήκη, στην ουσία εξέφρασε ακριβώς αυτό, τους φόβους της σπαρτιατικής ισχύος μπροστά στη νέα ισχύ που αρχίζει να διαμορφώνεται με εκφραστή τον Τισσαφέρνη. Γιατί αν κατατροπωθεί η αθηναϊκή ισχύς φέρνοντας ως αντικαταστάτη τον Τισσαφέρνη, όλος ο αγώνας της σπαρτιατικής ισχύος ματαιώνεται απολύτως. Το να αλλάξει το αφεντικό στις «απελευθερωμένες» περιοχές δεν είναι τίποτε άλλο από την υποθήκη της νέας σύγκρουσης, καθώς, σε τελική ανάλυση, φτάνουμε πάλι στα ίδια. Η καχυποψία απέναντι στον Τισσαφέρνη, είναι η καχυποψία απέναντι στην αντίπαλη ισχύ, που τελικώς ενδυναμώνεται επικίνδυνα δημιουργώντας νέες ανεξέλεγκτες προοπτικές. Για τους Σπαρτιάτες τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Πρέπει να κατατροπώσουν τους Αθηναίους χωρίς όμως να ενδυναμώσουν την κυριαρχία του Τισσαφέρνη και ταυτόχρονα να τον πείσουν να συνδράμει οικονομικά. Γι’ αυτό, επί της ουσίας, καμία συνθήκη δεν μπορεί να τους αφήσει ικανοποιημένους. Γιατί ο Τισσαφέρνης είναι αδύνατο να χρηματοδοτήσει το στρατό χωρίς προσωπικό όφελος. Κι αυτό το όφελος φοβούνται πλέον οι Λακεδαιμόνιοι, που έχουν μπλέξει για τα καλά μέσα στο φαύλο κύκλο του παιχνιδιού της κυριαρχίας. Μοιραία φτάνουν στο συμπέρασμα ότι για να απομακρύνουν τον Τισσαφέρνη πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τους συμμάχους τους οποίους «ελευθερώνουν». Κι αυτή ακριβώς είναι η αφετηρία της αθηναϊκής ισχύος, που (εν πολλοίς) προκάλεσε και τον πόλεμο. Και βέβαια, η καχυποψία απέναντι στον Τισσαφέρνη δε θα μπορούσε να αφήσει στο απυρόβλητο και το διαμεσολαβητικό του κρίκο. Με άλλα λόγια, ο Αλκιβιάδης ήταν πλέον ξεκάθαρα ενοχλητικός: «Ο Αλκιβιάδης, ύστερα από το θάνατο του Χαλκιδέα και τη μάχη στη Μίλητο, είχε γίνει ύποπτος στους Πελοποννησίους, κι απ’ τη Σπάρτη έφτασε επιστολή προς τον Αστύοχο με οδηγίες να τον θανατώσει (ήταν, άλλωστε, και του Άγη εχθρός και γενικά τον θεωρούσαν αναξιόπιστο)». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 45). (Ο Γεωργοπαπαδάκος, επικαλούμενος ως πηγή τον Πλούταρχο, αναφέρει σε υποσημείωση ότι ο Αλκιβιάδης ξεμυάλισε τη γυναίκα του Άγη).
Ο Αλκιβιάδης, αντιλαμβανόμενος ότι οι μέρες του με τους Σπαρτιάτες ήταν πολύ μετρημένες, πέρασε πλέον εξ’ ολοκλήρου στο στρατόπεδο του Τισσαφέρνη: «Ο Αλκιβιάδης φοβήθηκε και πήγε πρώτα κοντά στον Τισσαφέρνη, όπου, κατόπιν, άρχισε να βλάφτει όσο μπορούσε περισσότερο τα συμφέροντα των Πελοποννησίων. Αφού έγινε κύριος σύμβολός του σε καθετί, πέτυχε να μειωθεί ο μισθός του κάθε ναύτη από μια αττική δραχμή την ημέρα σε τρεις οβολούς (ο Γεωργοπαπαδάκος εξηγεί ότι πρόκειται για μείωση κατά 50%), χωρίς μάλιστα αυτοί να δίνονται ταχτικά……….. Δασκάλευε επίσης τον Τισσαφέρνη να δωροδοκήσει τους τριηράρχους και τους στρατηγούς των συμμαχικών πόλεων για να δώσουν τη συγκατάθεσή τους σ’ αυτά. Συμφώνησαν έτσι μαζί του όλοι εκτός από τους Συρακουσίους. Ο στρατηγός τούτων Ερμοκράτης ήταν ο μόνος που εναντιώθηκε στο όνομα όλων των συμμάχων. Τους αντιπροσώπους των πόλεων που ζητούσαν χρήματα τους έδιωχνε ο Αλκιβιάδης, απορρίπτοντας για λογαριασμό του Τισσαφέρνη το αίτημά τους». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 45).
Κατανοώντας ότι το παιχνίδι της κυριαρχίας αποκτά πλέον και τρίτο πόλο προσπαθεί να ελιχθεί μέσα στην όλη κατάσταση επιδιώκοντας το προσωπικό του όφελος. Γιατί το σχέδιο που έχει συλλάβει για τη σωτηρία του εαυτού του είναι η ανώδυνη επιστροφή στην Αθήνα με τη βοήθεια του Τισσαφέρνη, χωρίς βέβαια ο τελευταίος να το έχει υπόψη του. Όμως για το πετύχει αυτό, πρέπει οι Αθηναίοι να φτάσουν στην απόλυτη εξαθλίωση και ο Τισσαφέρνης να αναδειχθεί κυρίαρχος παράγοντας της πολεμικής σκηνής. Παρουσιαζόμενος ως διαμεσολαβητής του Τισσαφέρνη θα μπορούσε να τους εξαναγκάσει να τον δεχτούν ξανά μην έχοντας άλλη σωτηρία. Ταυτόχρονα όμως έπρεπε να φθείρει και τις πελοποννησιακές δυνάμεις, ώστε ο εξισορροπητικός παράγοντας να είναι ο Τισσαφέρνης και μόνο ο Τισσαφέρνης. Κι αφού προς στιγμή τα συμφέροντά του συμπλέουν με κείνα του Τισσαφέρνη δεν έχει παρά να ταχθεί με το μέρος του και να τον βοηθήσει: «Συμβούλευε ακόμη τον Τισσαφέρνη να μη βιάζεται πολύ να τελειώσει τον πόλεμο, ούτε να θελήσει, είτε φέρνοντας το φοινικικό στόλο, τον οποίο ετοίμαζε, είτε πληρώνοντας μισθό σε περισσότερους Έλληνες, να δώσει στον έναν από τους εμπόλεμους την κυριαρχία στη στεριά και στη θάλασσα, αλλά ν’ αφήσει να ‘χουν κι οι δυο τους διαιρεμένη την εξουσία για να μπορεί ο βασιλιάς, κάθε φορά που ο ένας τους θα του γινόταν ενοχλητικός, να στρέφει τον άλλο εναντίον του. Αν όμως η κυριαρχία στη στεριά και στη θάλασσα συγκεντρωθεί στα ίδια χέρια, ο βασιλιάς δε θα μπορούσε να βρει συμμάχους για να καταστρέψει μαζί τους αυτή τη δύναμη, εκτός αν προτιμούσε να σηκωθεί κάποτε και ν’ αναλάβει μόνος έναν αγώνα πολύ δαπανηρό κι επικίντυνο. Θα ήταν πιο ανέξοδο, και ταυτόχρονα ακίντυνο για τον ίδιο, με μικρό μόνο μέρος της δαπάνης αυτής να φθείρει τους Έλληνες μεταξύ τους, τον ένα με τον άλλο». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 46). Ο Τισσαφέρνης έδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη στον Αλκιβιάδη κι ακολούθησε σχεδόν κατά γράμμα τις συμβουλές του. Πλήρωνε ελάχιστα και καθήλωσε τους Πελοποννησίους σε υποχρεωτική αναμονή του τρομερού φοινικικού στόλου που θα εξασφάλιζε την απόλυτη υπεροχή στη θάλασσα και που όμως δεν έφτανε ποτέ: «Τους προξένησε έτσι σημαντική φθορά και μείωσε πολύ τη μαχητικότητα του ναυτικού τους, που πραγματικά τη στιγμή κείνη ήταν πολύ μεγάλη. Γενικά, ήταν τόσο φανερή η απροθυμία με την οποία τους βοηθούσε ο Τισσαφέρνης στον πόλεμο, ώστε δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητη». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 46).
Τώρα οι συνθήκες είχαν διαμορφωθεί για το παιχνίδι του Αλκιβιάδη. Το μόνο που έμενε ήταν να αρχίσει να επηρεάζει τον Τισσαφέρνη ώστε να βλέπει θετικά μια συμφωνία με τους Αθηναίους και ταυτόχρονα να μεταβάλλει το πολιτικό κλίμα της Αθήνας ώστε να του επιτραπεί η επάνοδός του εκεί. Άρχισε λοιπόν να συμβουλεύει τον Τισσαφέρνη «πως οι Αθηναίοι θα ήταν πιο κατάλληλοι για συνέταιροι του βασιλιά στην εξουσία, επειδή ενδιαφέρονται λίγο για κατακτήσεις στη στεριά και τόσο ο λόγος όσο και ο τρόπος που κάνουν τον πόλεμο συμβιβάζονται καλύτερα με τα συμφέροντα του βασιλιά. Οι Αθηναίοι θα συνεργάζονταν να υποδουλώσουν για λογαριασμό τους τη θάλασσα και για λογαριασμό του βασιλιά τους Έλληνες που κατοικούσαν στην επικράτειά του, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι, αντίθετα, είχαν έρθει για να τους ελευθερώσουν. Και δεν είναι λογικό οι Λακεδαιμόνιοι, που ελευθερώνουν σήμερα τους Έλληνες από τους συμπατριώτες τους Έλληνες, να μην επιχειρήσουν να τους ελευθερώσουν από τους βαρβάρους, εκτός αν οι Λακεδαιμόνιοι δεν κατορθώσουν να κατανικήσουν τους Αθηναίους». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 46). Όσο για την πολιτική κατάσταση της Αθήνας που θα ευνοούσε περισσότερο την επάνοδό του εκεί, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια ολιγαρχία που θα στηριζόταν στη βία και στο ανελεύθερο θα του ερχόταν γάντι, και γιατί ένα τέτοιο πολίτευμα θα έκανε τον Τισσαφέρνη πιο ευνοϊκό σ’ ένα ενδεχόμενο συμφωνίας με την Αθήνα, και γιατί με τα απολυταρχικά καθεστώτα οι συνεννοήσεις αυτού του είδους είναι σαφώς βολικότερες, αρκεί να μπορεί κανείς να πείσει τους λίγους που ασκούν την εξουσία. Κι ο Αλκιβιάδης σ’ αυτά ήταν ακαταμάχητος…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου