Η χώρα μας είναι λαμπερή, απλή και σαφής σαν θεώρημα. Γι' αυτόν το λόγο, η διαφορά μεταξύ Έλληνος και βαρβάρου, δεν είναι μόνο η γλωσσική, το πώς ακούγεται, δηλαδή, ως αισθητική παραδοξότητα στ' αυτιά των Ελλήνων η γλώσσα των βαρβάρων. Είναι, κυρίως η ουσία, η θέση, κατά την οποία βλέπει και ερμηνεύει ο ένας ή ο άλλος το Είναι και το Εγώ μέσα στο Είναι. Αξιωματικά, ακόμη και εκείνα που φαντάζουν απολύτως αφηρημένα ή άδηλα ή αόριστα, αδιατύπωτα, ο Έλληνας, θέλει να τα διερμηνεύει μεθοδικά. Να αντλεί δηλαδή, και να διατυπώνει ένα νόημα, το οποίο δεν είναι αυθαίρετο, αλλά ως σημασία το προσλαμβάνει από την πηγή εκπομπής του, από το όν το οποίο εμφανίζεται εμπρός του, μέσα από το σημαίνον του φαινόμενο, λέξη, μορφή, αινιγμό.......
Προσπαθεί λοιπόν να το κατανοήσει- και αυτή η προσπάθεια επιτυγχάνει πάντοτε, αν όχι σε απόλυτο βαθμό (αυτό είναι αδύνατον και για τον λόγο των συνεχών και πολλών διαφυγών της Αλήθειας από το φάσμα των φαινομένων), πάντως σε βαθμό ικανοποιητικό. Του δίνει νόημα και το καθιστά από αντικείμενο αφηρημένο, αόριστο, ασαφές, απροσδιόριστο κ.λπ., υποκείμενο συνειδησιακής στοιχείωσης, αληθές, πραγματικό, Ον, υπαρκτό.
Για τον Έλληνα πάντως και a priori και τα αφανή και τα φανερά και τα ακουστά και τα σιωπηρά και όλα τα άλλα, είναι Πραγματικά. Συναποτελούν ένα Μεγάλο Πραγματικό, μία πραγματικότητα, η οποία συντίθεται, διαπτύσσεται και εκπτύσσεται σε άπειρους τόπους με άπειρους τρόπους. Η νοηματοδότησή της μάλιστα εγγυάται την απειρότητά της· κι αυτό αφήνει ανοιχτά περιθώρια, ανοιχτούς όλους τους διαύλους, για παραπέρα διερεύνηση, για παραπέρα πορεία μέσα σ' αυτό το απέραντο πραγματικό σύστημα - η λέξη αυτή δεν είναι καλή- οργανισμό θα έπρεπε μάλλον να το πούμε. Ο βάρβαρος ενεργώντας με βάση τον αυτοματισμό ( εκείνους τους μικρούς σπινθηρισμούς που είναι κάποτε η έκσταση, η απορία, ο ενθουσιασμός ο δερβισικός), παραμένει καθηλωμένος σε απορία, ακριβώς, σχετικά με το: «τι είναι αυτό το οποίο αντιλαμβάνομαι; κάπου, κάτι είναι αλλά δεν μπορώ να το προσδιορίσω, δεν έχω τη μέθοδο, τον τρόπο, τη λογική, δεν έχω τη γλώσσα, δεν έχω τον φορέα εκείνης της σκέψης που αναγνωρίζει και μορφοποιεί ως οικείο το Άλλο». Μοιραία αυτή η απορία καταλήγει: «αυτή η ζωή είναι ένα ψέμμα. Αυτό που βλέπω είναι απάτη». Ο βάρβαρος λέει: «είναι η Μάγια η απάτη, η ψευδαίσθηση». Ο Έλληνας λέει: «είναι η Μαία, η μητέρα των πραγμάτων, η Αιτία του Είναι, η Μαμή: Αυτή που τα φέρνει από την κρυπτότητα στην παρουσία». Η θεμελιώδης αυτή θέση δεν αναιρείται ούτε από τους ιδεαλιστές (Ιδεοκράτες) φιλοσόφους ή και αυτόν τον εισηγητή του Ελληνικού Ιδεαλισμού, τον Πλάτωνα. Μπορεί να διαχωρίζεται το πρότυπο - ο Κόσμος των Ιδεών - από το μίμημα - τον Αισθητό Κόσμο. Αλλά δεν αμφισβητείται η αλληλεξάρτηση του μιμήματος και του ιδεώδους προτύπου - των Ιδεών - ούτε του μοναδικού νοητού - ιδεατού - στοιχείου της ψυχής, που εμβολίζεται, ή έστω, «εκπίπτει» κατά τους ιδεοκράτες στον κόσμο της πραγματικής ύλης. Ήδη το ότι ο θεός δημιουργός του κόσμου της πρυτανείας των φαινομένων «βλέπει» τα ιδανικά όντα και τα αναπαράγει όπως του επιτρέπουν οι όροι του κόσμου που διαχειρίζεται, καταδεικνύει τη σχέση. Επίσης ο Πλάτων τονίζει ιδιαίτερα τη σύμφυση σώματος και ψυχής, λέγοντας π.χ. «ψυχή δεσμός νοητού και αισθητού αμφοτέρων μετέχουσα» (Όροι). Και βέβαια, η ηθική του θεωρία για τη σωτηρία της ψυχής δεν αναιρεί, αλλά επικυρώνει την ορθολογιστική θεωρία του, της Γνώσης. Άλλωστε, ο ίδιος εξήγγειλε το περίφημο «σώζειν τα φαινόμενα» με κάθε έννοια του « σώζειν».
Το χάσμα, είναι μεγάλο, η διαφορά είναι τεράστια, και είναι φανερό πόσες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό στην κοινωνική οργάνωση και στην προσωπική στάση και τρόπο ζωής. Καταλαβαίνουμε και γιατί εκείνοι που θέλουν να είναι πολιτισμένοι και έχουν πράγματι μοχθήσει γι' αυτό, πάντοτε επικαλούνται τις Ελληνικές Αξίες, τους Ελληνικούς Τρόπους. Είναι φανερό πως αυτά τα πράγματα έχουν πρακτικές-πρακτικότατες- συνέπειες και σε άλλα επίπεδα, νοητικά, κριτικά των πραγμάτων, ψυχικά μορφώματα και συμπεριφορές.....
Τίποτε δεν είναι «γενικό» με την έννοια του αποκομμένου από εργώδη δραστικότητα. Και πολύ περισσότερο δεν είναι γενικό ή δίχως επιπτώσεις ή δίχως επιδραστική ισχύ προς όσα αφορούν στην ερμηνεία, στην αξιολόγηση ή στον χαρακτηρισμό των στοιχείων του Είναι ή του Εγώ. Και, κατ' απόλυτο λόγο, χωρίς θεωρία δεν νοείται ουδεμία πράξη η οποία να έχει ελπίδα, προδιαγραφή αντοχής στον χώρο ή στον χρόνο διαύγειας.
Η θεωρητική εισαγωγή στα πράγματα είναι ατέρμονη. Γι' αυτό και ο Νους, όπως λέγει ο Αριστοτέλης (Περί Ψυχής), είναι πάντοτε, δυνάμει-πάντοτε, στα πρώτα σκαλοπάτια της κλίμακας που οδηγεί και προς την επίγνωση των νοητών, των ιδανικών αντικειμένων.
Κατά συνέπεια, όταν κάποιος διατείνεται ότι έχει την απόλυτη αλήθεια, διαψεύδεται συνεχώς, διότι εκτός των άλλων, συνεχώς εισβάλλουν νέα στοιχεία αυτού που ο ίδιος παρουσιάζει ως «τελειωμένο» στην κατοχή του. Στοιχεία τα οποία μπορεί και να ανατρέπουν εκείνα τα οποία έως τώρα φαίνονταν επαρκή και ανθεκτικά. Ένα απλό παράδειγμα: Πολλοί, που υπό την ιδεολογική, θρησκευτική κ.λπ., κατεύθυνσή τους είναι υποχρεωμένοι εκ των προτέρων να αρνούνται, να αποποιούνται την αξία ή την χρησιμότητα της Λογικής και της Μεθοδολογίας για την προσέγγιση και την κατανόηση, την πρόσληψη ή απόδοση ιδεών, εννοιών ή και αυτού του θείου, παρ' όλα αυτά, οι ίδιοι αυτοί έχουν γράψει τόμους επί τόμων, παλινδρομώντας μεταξύ του Λόγου και του παραλόγου, για να υποστηρίξουν τις πεποιθήσεις τους και χρησιμοποιώντας αυτά ακριβώς που έχουν αποκλείσει, όσο μπορούν βέβαια, με όση ικανότητα τους έχει αφήσει η διανοητική αδρανοποίησή τους, το πνευματικό τους πάγωμα σε ιδεολογικές κατασκευές που είναι συμπαγείς, αφοριστικές και άκαμπτες.
Ακριβώς, ίσως, εξ αιτίας της ακαμψίας, της στερεοτυπίας όσων έχουν εγκατασταθεί στο ψυχονοητικό τους πεδίο, επιδεικνύουν μια ακραία σχολαστικότητα στο τυπικό μέρος της Λογικής, σε όποιους κανόνες, δηλαδή, έχουν αποδοθεί σ' αυτήν, θέλοντας να την καταστήσουν «ειδικότητα», πρακτική επιστήμη, σύστημα κλειστού, λογικομαθηματικού τύπου. Ενώ η Λογική, και ιδίως εκείνη που ζητεί τα απώτερα, τα άδηλα, τα ιδεώδη, εκείνη που αρμόζει, δηλαδή, στην υποστήριξη μιας ιδεολογίας, ανήκει στην τάξη των Διαλεκτικών, Υπερβατικών, Μεταφυσικών οργάνων του Νου. Γι' αυτό και, πλέον των άλλων δογματικών εμποδίων, οι ήδη πεπεισμένοι για την κατοχή μιας «απόλυτης αλήθειας», καταλήγουν στο λογικό σφάλμα του «φαύλου κύκλου» ή «λήψης του ζητουμένου». Όπου το συμπέρασμα είναι προκαθορισμένα το αρχικό αξίωμα. Καταλήγουν δηλαδή, εκεί από όπου άρχισαν, όχι οδηγημένοι από μια σειρά συλλογισμών, αλλά παύοντας αυτή τη σειρά, όταν εκείνοι - ή οι ανοχές των προκαταλήψεών τους - αδυνατούν να συνεχίσουν ελεύθερα και ανοιχτά τη στοχαστική τους πορεία, που θα ανέπτυσσε την αρχική τους θέση ή και θα την κατέρριπτε εν μέρει ή και ολικά.
Αυτό είναι, επίσης, ένα άμεσο δείγμα εκείνου του αδιέξοδου στο οποίο περιέρχεται οπωσδήποτε και υποχρεωτικά κάποια στιγμή ένα κλειστό σύστημα αυτοαναφοράς.
Κάποιες επεξηγήσεις πάνω σε έννοιες ή όρους που συνάπτονται απαραίτητα με την εργασία της ερμηνείας ενός κειμένου δεν φαίνονται περιττές.
Πρώτον, λοιπόν, χρειάζεται η επανασήμανση και η ανανοηματοδότηση των κειμένων. Αυτό δεν νομιμοποιεί ηθικά, αλλά ούτε και πραγματικά-λογικά, το να «ανακαλύψουμε» δηλ. να κατασκευάσουμε ένα «κρυφό» Αριστοτέλη, επί παραδείγματι, κάτω από τα γραπτά του Αριστοτέλη, ή έναν «κρυφό» Δημόκριτο, «κρυφό» Ηράκλειτο, «κρυφό» Πυθαγόρα..... Αυτή είναι μια χονδροειδής προβολή της ερμηνείας - και είναι επιπλέον ψευδές.
Το κείμενο είναι πάντοτε αυτό που είναι. Ιδίως τα κείμενα των Ελλήνων στοχαστών, που είχαν ελευθερία στη σκέψη και στην έκφραση και απευθύνονταν σε όποιον ήθελε να ακούσει - για να μιλήσει και εκείνος έπειτα. Το κείμενο είναι εδώ. Η λέξη τους, το ρήμα είναι εδώ. Αλλά με τον καιρό και τα γυρίσματά του έχουν σημειωθεί μετασημάνσεις, αποσημάνσεις, μεταπτώσεις των εννοιών, έχει χαθεί το νόημα των λέξεων από τη συνείδησή μας, από την προσληπτική μας ικανότητα. Και χωρίς αυτά, πάλι, ή πλέον αυτών, φαίνεται πως, μια πρώτη συνέπεια της αλλοτρίωσης ενός πολιτισμού, είναι η απώλεια της σημασίας του παραδεδομένου λόγου. Και η σημασία δεν εξαντλείται στην κυριολεξία· αυτό είναι ένα πρωτόγονο επίπεδο αντικρύσματος των πραγμάτων, της κοινωνίας, των σχέσεων, των λειτουργιών και του προσώπου. Μοιραία, οδηγεί στην πτώχευση της αντιλήψεως και της ερμηνείας των διδομένων - αισθητών και μη - και σε έκπτωση των αξιών και της Γνώσεως. Δηλαδή, καταλήγει να υπονομεύει την ίδια την ανθρώπινη οντότητα κατά την ουσιώδη υπόστασή της, κατά την εργώδη συνεξάρτηση των ιδιαίτερων και κατά φύσιν δυνάμεων, τρόπων και μεταβολών του. Κατά συνέπεια διαστρέφει ή και καταστρέφει και την ψυχική και την πνευματική του διάσταση.
Η σημασία- το δεικνύμενο και λόγος του σημείου (σημαίνοντος) και της έννοιας ή των εννοιών του (του/των σημαινομένων) εκτείνεται σε όλες τις διαστάσεις και τα μεγέθη του παραγομένου νοήματος στα φανερά και στα αφανή.
Και ίσως πρέπει να επισημανθεί και το εξής: Πολλοί, παραδόξως πολλοί σήμερα, ομιλούν δημοσίως ως μάγοι, προφήτες, φακίρηδες και τα όμοια και λένε: «Ελάτε εδώ, θα σπάσουμε τον κώδικα, θα βρούμε τι πράγματι λένε οι αρχαίοι φιλόσοφοι» Όχι, δεν θα σπάσουμε κανέναν κώδικα. Θα διαβάσουμε τον κώδικα που είναι η γλώσσα σαν φράση και πνεύμα. Θα αναγνωρίσουμε τον κώδικα αν έχουμε την δυνατότητα. Όλοι αυτοί επειδή δεν μπορούν, ίσως δεν αντέχουν, ούτε φραστικά να εκφέρουν την αλήθεια, τη μεγάλη αλήθεια του λόγου των αρχαίων Ελλήνων, βάζουν στο «μίξερ» μιας αυθαιρεσίας οπερετικής κι αυτή την ίδια τη λέξη. Τα γραπτά, τα συγκροτημένα νοηματικά και τυπικά λόγια, όπως τολμούν να διατείνονται οι ίδιοι, δεν αρμόζουν να επαναλαμβάνονται ως έχουν, ως δεδομένος, καθαρός λόγος, αλλά κρύβουν «κάτι άλλο» ( κάτι αφόρητα α-νόητο και αφελές, όπως το κατασκευάζουν οι ίδιοι, ως μαθητευόμενοι μάγοι). Ποιά η σχέση του Ελληνικού λόγου και τρόπου ως προς αυτό; Έτσι καταργούν το νόημα, βάζοντας στη θέση του τις «ανακαλύψεις» τους: φτωχές, πενιχρές κοινοτοπίες, όπως προκύπτουν από τη σκέψη και την όποια δική τους εμπειρία, ηθική, πράξη. Με αποτέλεσμα, φυσικά, ένα τέρας να κατασκευάζουν ή ένα τέρας να παρουσιάζουν ή ένα τέρας να δημιουργούν. Αλλά η τερατογένεση ανθεί στις μέρες μας.
Πιστεύω πως όσοι έχουμε διατηρήσει την Ελληνική ματιά, όχι μόνον απορρίπτουμε, αλλά και ντρεπόμαστε για τέτοια έργα. Επίσης είναι βέβαιο πως είναι πολύ κουραστικό, σαν ανιαρός και στείρος μονόλογος, ακόμη και να πλησιάζουμε σε τέτοια φαινόμενα. Επειδή η Ελληνική σκέψη είναι ανοιχτή, δυναμική. Αρκεί να μη μας καταπιεί καμμιά καταβόθρα από εκείνες που επωφελούνται των καταστάσεων σε καιρούς ψυχικής ερήμωσης και κοινωνικής αποσάθρωσης-αλλά και φυσικής αποσάθρωσης και ερήμωσης, όπως οι δικοί μας.
Και είναι κρίσιμο ότι η λέξη και το όν χρειάζονται ένα υγιές περιβάλλον για να αναδειχθούν- και εμείς δεν το έχουμε αυτό.
Η χώρα μας και ο κόσμος των ανθρώπων, ο πλανήτης, τσιμεντώθηκε. Έχουν αφανιστεί τα άπειρα ζώντα σημεία πού θα μας βοηθούσαν να κατανοήσουμε την αλήθεια και τη φύση και το έργο και τη λειτουργία και το μέγεθος και την έκταση και τις περιπέτειες ή τα πάθη του όντος και του θείου. Πρέπει λοιπόν εμείς να θυμηθούμε τα σημεία, τα γνήσια σημεία. Πρέπει εμείς να αναπλάσσουμε, έστω μνημικά, εννοιολογικά, μορφολογικά-συνειδησιακά, να προβάλλουμε ξανά τη Σημασία της Υπάρξεως, φαινομένης και αφανούς , μέσα από τη μάθηση, μέσα από τον διάλογο, ακόμη και μέσα από μια Πυρρώνεια «εποχή» από τα τρέχοντα, και όσο πρέπει. Να υποστηρίξουμε έστω και ένα φύλλο νεραντζιάς σαν φράση του ίδιου του Θεού.
Γιατί έχει πολλά να μας γνωρίσει. Με το σχήμα, με το χρώμα, με το θρόϊσμα, με τη μυρωδιά του. Όλα αυτά είναι σημεία ή στίγματα του θείου. Το έργο λοιπόν της ανασύνταξης του κατεστραμμένου πραγματικού εδάφους των αρχαίων, ειδικά, κειμένων - αλλά και κάθε κειμένου, γραπτού ή προφορικού λόγου - ανάγεται στην δομική συνάρτηση του ανθρώπινου πνεύματος στη συνισταμένη νόησης και ψυχής προς το αντικειμενικό Είναι, το Γίγνεσθαι και την Ιστορία.
Το αντικειμενικό Είναι-Γίγνεσθαι, αναμφίβολα, υφίσταται σαν οντολογική πραγματικότητα ανεξάρτητα από το πρώτο, τον ανθρώπινο παράγοντα· αλλά το πώς φθάνει και εγκαθίσταται και ερμηνεύεται, τέλος, στον και από τον άνθρωπο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο αυτό παράγοντα.
Σχετικά με τη γλώσσα, είναι φυσικό όταν αναφέρεται ο όρος, να εννοείται κυρίως η λέξη, η φράση, ο ρηματικός τύπος· αλλά γλώσσα είναι και η σωματική και η εικαστική και ο χορός και οποιαδήποτε μορφή της ανθρώπινης εκφράσεως και όχι μόνον της ανθρώπινης. Και η θάλασσα και τα πουλιά και τα ζώα και ο άνεμος έχουν γλώσσα.
Δεν είναι άμοιρο προσοχής ούτε κενό σημασίας το ότι οι παλαιοί σοφοί γνώριζαν τη γλώσσα (την όλη συμπεριφορική έκφραση, δηλαδή) των φυσικών φαινομένων, των φυτών, των πουλιών, των ζώων ή ακόμη και των σκουληκιών (όπως ο Μελάμπους). Παράδειγμα οι οιωνοσκόποι, οι μάντεις, αλλά και οι επιστήμονες, όπως ο Ιπποκράτης κλπ, και ιδίως οι φιλόσοφοι (από τους φυσικούς έως τους Νεοπλατωνικούς: Πρόκλο, Πλωτίνο, Πορφύριο κ.λπ.)
Αλλά για την ανθρώπινη γλώσσα, και ιδίως την λεκτική, τονίζεται πως κάθε φράση, κάθε λέξη, είναι ένα σημαίνον, κάτι σημαίνει, έχει ένα νόημα. Παραπέμπει στο πράγμα που σημαίνει- στο σημαινόμενο δηλαδή. Αυτό δεν διερμηνεύεται ταυτόχρονα με την μέσω της λέξης αποκάλυψή του. Δεν ερμηνεύεται αυτόματα, μέσω της γλωσσικής εκφοράς του. Αν και η Ελληνική έχει αυτή τη χάρη ως τάση αισθητή. Μπορείς , μένοντας λίγο στη λέξη, να υποπτευθείς πάρα πολλά πράγματα για το σημαινόμενο. Παρ' όλα αυτά, για να κατακτήσεις τη σημασία του σημαινομένου, υπεύθυνος είσαι εσύ. Ο παραλήπτης του σημείου. Από το σημείο, το σημαινόμενο και τον παραλήπτη, εξάγεται η σημασία - οι σημασίες.
Στην Ελληνική γλώσσα έχομε και το φαινόμενο της πολυσημίας. Μία λέξη λέγει πολλά πράγματα, αλλά, σε αντίθεση με άλλες γλώσσες, εδώ, στην ελληνική, κάθε σημασία έρχεται να επιτείνει, να ενισχύει τις άλλες- ακόμη και ως ακριβές αντίθετο κάποιων ή κάποιας από αυτές. Και αυτό δεν είναι ένας πλεονασμός. Αντίθετα, μόνον έτσι μία γλώσσα μπορεί να πλησιάσει την εσωτερική δυναμική, την πραγματική δυναμική και τις διαστάσεις κίνησης του όντος, που δεν εξαντλείται σε μονοσημίες, αλλά προεκτείνεται σε πολλές και διάφορες κατευθύνσεις.
Η λέξη λοιπόν, όχι μόνον επειδή σημαίνει το όν, αλλά και επειδή δεν το διερμηνεύει, αλλά παραπέμπει στο ον τον παραλήπτη ως ερμηνευτή, λειτουργεί ως μεσάζων ανάμεσα στο υποκείμενο (παραλήπτη) και το αντικείμενό της - το ον. Η Γλώσσα, λοιπόν, κυρίως η ρηματική, θα πρέπει να πούμε ιδίως στη διαδικασία που μεσολαβεί σαν στοχασμός πάνω και πέρα από το φαινόμενο ως τη διατύπωση- την απόφανση- των συλλογισμών και των συμπερασμάτων που παράγονται και προκύπτουν από τη διαδικασία αυτή, είναι η Γέφυρα που συνδέει και, τέλος, φθάνει ακόμη και να συνθέσει με διάφορους τρόπους και σε διάφορους βαθμούς δύο κόσμους, δύο υποκείμενά της: τον στοχαστή και το αντικείμενο του, ή το ορών και το ορώμενο. Αν και βέβαια, η γλώσσα- ρήμα, είναι όχι ο πρώτιστος γλωσσικός τρόπος προσέγγισης των δύο κόσμων. Αντίθετα, θα λέγαμε πως είναι ο τελευταίος. Γιατί, αν πράγματι πλησιάζουν και τέλος συναντώνται οι δύο αρχικοί κόσμοι, ή πόλοι, προηγείται και παραμένει συνεχώς προπομπός ή υπόβαθρο ή συνοδός της σκέψης η αισθητική- αισθητηριακή-, η ενστικτική, η ψυχολογική και συναισθηματική πρόσληψη του αντικειμένου από τον στοχαστή. Αλλά, εάν λείψει η λέξη, η φράση, τότε όλα τα παραπάνω ή «εξατμίζονται» ή καταλήγουν στη λήθη ή στην ελλειμματική σκιαγραφία. Δεν αποκτούν άρτια τύπωση στη συνείδηση , ούτε μπορούν να έχουν συνέχεια - να παράξουν νέους συλλογισμούς, ή νέα κίνητρα. Δεν προάγουν τη μάθηση. Έτσι η γλώσσα -ρήμα πολύ πιο σωστά ονομάζεται λόγος. Λέξη Ελληνική, της οποίας το αρχικό νόημα οφείλεται στο επίσης αρχικό νόημα του «λέγω» (ρίζα √ΛΕΧ ) από όπου παράγεται, ή/και από την αρχική σημασία του «λέγω» με ρίζα √ΛΕΓ ). Δηλαδή: εκτός από το προφανές και νεώτερο σαν σημασία «ομιλώ», η λέξη λόγος σημαίνει και: Α) 1. «λέχος» ή «λέκτρον» = κλίνη, ιδίως η συζυγική, η γαμήλια, 2. «τοκετός, γέννα, λοχεία», 3. «γέννημα, υιός» (από τη ρίζα √ΛΕΧ ). Β) 1. Συνάθροιση, συλλογή, συμμάζεμα, 2. εκλογή, επιλογή (παράβαλε: συμπέρασμα, απόφανση, πόρισμα, διατύπωση γνώμης).
Από τις παραπάνω σημασίες, ενδεικνύεται πολύ καλά η λειτουργία του Λόγου ως σύζευξης και γεννήματος (π.χ. εξωτερικεύσεως, διατυπώσεως) πνευματικών αξιών και συνειδησιακής προσωπικής δημιουργικής ευθύνης και υγείας.
Η λέξη αποκαλύπτει. Λέμε «άνθρωπος». Αμέσως εμφανίζεται μέσα μας μία ουσιαστικά εννοιοδοτημένη παράσταση. Και, εκεί που ήταν κενό, τώρα δεν είναι. Και αυτό που έχω να κάνω τώρα είναι να διαλογισθώ όχι τόσο πάνω στη λέξη, όσο πάνω σ' αυτό που μου εμφανίζεται: Τι είναι ο άνθρωπος; Γιατί είναι ο άνθρωπος; Ποια η σχέση του Ανθρώπου με το Όλο και τα μέρη του Όλου, με τη Ζωή, με τον Θάνατο; Με τον εαυτό του, το είδος του; Πως ανταποκρίνεται, ως είδος, στις κατηγορίες του όντος όπως δόθηκαν από τον Αριστοτέλη: Ουσία, ποιόν, ποσό, σχέση, τόπο, χρόνο, θέση «έχειν», πράττειν, πάσχειν. Πως, εντέλει, σχηματίζεται λογικά αυτός ως ον, πως διαφοροποιείται ως αντικειμενικότητα;
Αυτή είναι η λειτουργία των λέξεων και ο κύριος ανεκνίκητος χαρακτήρας της ελληνικής γλώσσας έγκειται κοντά σ' αυτά. Ότι δηλαδή λειτουργεί αντιπαραθετικά, θέτει σε διάλογο τον παραλήπτη και τα σημαίνοντα της - τα όντα, τα άλλα όντα. Δεν είναι περιγραφική όπως οι δυτικές γλώσσες που εξαντλούνται, λίγο-πολύ, στην αναφορά στο αντικείμενό τους, ούτε πλαγιολογική γλώσσα των παραμυθιών και των απροσώπων ομιλητών όπως οι ασιατικές.
Είναι η γλώσσα που σου επισημαίνει: Είσαι εδώ, κάτι άλλο κάπου είναι και στο παρουσιάζω για να το γνωρίσεις. Προσκαλεί σε δυναμική στοχαστική δραστηριότητα, δίχως τέλος, πολύ συχνά, αλλά με ενδιάμεσους τερματικούς κόμβους.
Ώστε, μπορούμε να κατανοήσουμε πως η γλώσσα από την ίδια τη φύση της είναι ένα αίτιο ποιητικό της ανθρώπινης φύσεως. Συλλειτουργεί με τα άλλα αντιληπτικά - εκφραστικά μέσα του ανθρώπου, αλλά μόνον αυτή, από όλο τον εκφραστικό οπλισμό του, έχει τη δυνατότητα και τον στόχο, άλλωστε, να φέρει τον άνθρωπο μέσα στον καθολικό λειτουργικό σχηματισμό «θέση- άρνηση- θέση β' βαθμού», με τον τρόπο «λόγος- αντίλογος- διάλογος». Και τούτος ο σχηματισμός, αυτή η δυναμική, δεν περιορίζεται μόνον στα λόγια, στους «διαλόγους» μεταξύ ανθρώπων. Αλλά, ιδίως ως διανοητική δραστηριότητα πριν την φραστική εξωτερίκευση, ως λόγος ενδιάθετος, δηλαδή, είναι η διάταξη που ακολουθεί ο στοχαστής, η δύναμη που ασκεί, η δράση του, ατενίζοντας όποιο γνωστικό αντικείμενο έχει στοχεύσει.
Η γλώσσα, λοιπόν, δεν ζητεί να την μάθουμε σαν «κώδικα επικοινωνίας και πληροφοριών», αλλά σαν οντική δύναμη, σύμφυτη στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Και σαν κατακλείδα, γίνεται, νομίζω, καθαρό πως η γλώσσα δεν είναι κάτι που αρκείται στην τυπική της γνώση και χρήση. Με λίγα λόγια, να μάθουμε γλώσσα, ναι. Αλλά για να είναι υγιής αυτή η μάθηση, θα πρέπει να έχουμε και κάτι να πούμε......., κάτι που να ανταποκρίνεται σε ό, τι πάνω απ' όλα προάγει και ζητεί η γλώσσα- το ρήμα: την Αλήθεια, την αναλλοίωτη σχέση του αισθητού με το νοερό- νοητό, την κρυφή φύση των πραγμάτων. Βέβαια, προϋπόθεση και αποτέλεσμα αυτής της γλωσσικής αξιολόγησης, είναι η αισθαντική ικανότητα, η διανοητική προθυμία και η ηθική αγνότητα.
Προσπαθεί λοιπόν να το κατανοήσει- και αυτή η προσπάθεια επιτυγχάνει πάντοτε, αν όχι σε απόλυτο βαθμό (αυτό είναι αδύνατον και για τον λόγο των συνεχών και πολλών διαφυγών της Αλήθειας από το φάσμα των φαινομένων), πάντως σε βαθμό ικανοποιητικό. Του δίνει νόημα και το καθιστά από αντικείμενο αφηρημένο, αόριστο, ασαφές, απροσδιόριστο κ.λπ., υποκείμενο συνειδησιακής στοιχείωσης, αληθές, πραγματικό, Ον, υπαρκτό.
Για τον Έλληνα πάντως και a priori και τα αφανή και τα φανερά και τα ακουστά και τα σιωπηρά και όλα τα άλλα, είναι Πραγματικά. Συναποτελούν ένα Μεγάλο Πραγματικό, μία πραγματικότητα, η οποία συντίθεται, διαπτύσσεται και εκπτύσσεται σε άπειρους τόπους με άπειρους τρόπους. Η νοηματοδότησή της μάλιστα εγγυάται την απειρότητά της· κι αυτό αφήνει ανοιχτά περιθώρια, ανοιχτούς όλους τους διαύλους, για παραπέρα διερεύνηση, για παραπέρα πορεία μέσα σ' αυτό το απέραντο πραγματικό σύστημα - η λέξη αυτή δεν είναι καλή- οργανισμό θα έπρεπε μάλλον να το πούμε. Ο βάρβαρος ενεργώντας με βάση τον αυτοματισμό ( εκείνους τους μικρούς σπινθηρισμούς που είναι κάποτε η έκσταση, η απορία, ο ενθουσιασμός ο δερβισικός), παραμένει καθηλωμένος σε απορία, ακριβώς, σχετικά με το: «τι είναι αυτό το οποίο αντιλαμβάνομαι; κάπου, κάτι είναι αλλά δεν μπορώ να το προσδιορίσω, δεν έχω τη μέθοδο, τον τρόπο, τη λογική, δεν έχω τη γλώσσα, δεν έχω τον φορέα εκείνης της σκέψης που αναγνωρίζει και μορφοποιεί ως οικείο το Άλλο». Μοιραία αυτή η απορία καταλήγει: «αυτή η ζωή είναι ένα ψέμμα. Αυτό που βλέπω είναι απάτη». Ο βάρβαρος λέει: «είναι η Μάγια η απάτη, η ψευδαίσθηση». Ο Έλληνας λέει: «είναι η Μαία, η μητέρα των πραγμάτων, η Αιτία του Είναι, η Μαμή: Αυτή που τα φέρνει από την κρυπτότητα στην παρουσία». Η θεμελιώδης αυτή θέση δεν αναιρείται ούτε από τους ιδεαλιστές (Ιδεοκράτες) φιλοσόφους ή και αυτόν τον εισηγητή του Ελληνικού Ιδεαλισμού, τον Πλάτωνα. Μπορεί να διαχωρίζεται το πρότυπο - ο Κόσμος των Ιδεών - από το μίμημα - τον Αισθητό Κόσμο. Αλλά δεν αμφισβητείται η αλληλεξάρτηση του μιμήματος και του ιδεώδους προτύπου - των Ιδεών - ούτε του μοναδικού νοητού - ιδεατού - στοιχείου της ψυχής, που εμβολίζεται, ή έστω, «εκπίπτει» κατά τους ιδεοκράτες στον κόσμο της πραγματικής ύλης. Ήδη το ότι ο θεός δημιουργός του κόσμου της πρυτανείας των φαινομένων «βλέπει» τα ιδανικά όντα και τα αναπαράγει όπως του επιτρέπουν οι όροι του κόσμου που διαχειρίζεται, καταδεικνύει τη σχέση. Επίσης ο Πλάτων τονίζει ιδιαίτερα τη σύμφυση σώματος και ψυχής, λέγοντας π.χ. «ψυχή δεσμός νοητού και αισθητού αμφοτέρων μετέχουσα» (Όροι). Και βέβαια, η ηθική του θεωρία για τη σωτηρία της ψυχής δεν αναιρεί, αλλά επικυρώνει την ορθολογιστική θεωρία του, της Γνώσης. Άλλωστε, ο ίδιος εξήγγειλε το περίφημο «σώζειν τα φαινόμενα» με κάθε έννοια του « σώζειν».
Το χάσμα, είναι μεγάλο, η διαφορά είναι τεράστια, και είναι φανερό πόσες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό στην κοινωνική οργάνωση και στην προσωπική στάση και τρόπο ζωής. Καταλαβαίνουμε και γιατί εκείνοι που θέλουν να είναι πολιτισμένοι και έχουν πράγματι μοχθήσει γι' αυτό, πάντοτε επικαλούνται τις Ελληνικές Αξίες, τους Ελληνικούς Τρόπους. Είναι φανερό πως αυτά τα πράγματα έχουν πρακτικές-πρακτικότατες- συνέπειες και σε άλλα επίπεδα, νοητικά, κριτικά των πραγμάτων, ψυχικά μορφώματα και συμπεριφορές.....
Τίποτε δεν είναι «γενικό» με την έννοια του αποκομμένου από εργώδη δραστικότητα. Και πολύ περισσότερο δεν είναι γενικό ή δίχως επιπτώσεις ή δίχως επιδραστική ισχύ προς όσα αφορούν στην ερμηνεία, στην αξιολόγηση ή στον χαρακτηρισμό των στοιχείων του Είναι ή του Εγώ. Και, κατ' απόλυτο λόγο, χωρίς θεωρία δεν νοείται ουδεμία πράξη η οποία να έχει ελπίδα, προδιαγραφή αντοχής στον χώρο ή στον χρόνο διαύγειας.
Η θεωρητική εισαγωγή στα πράγματα είναι ατέρμονη. Γι' αυτό και ο Νους, όπως λέγει ο Αριστοτέλης (Περί Ψυχής), είναι πάντοτε, δυνάμει-πάντοτε, στα πρώτα σκαλοπάτια της κλίμακας που οδηγεί και προς την επίγνωση των νοητών, των ιδανικών αντικειμένων.
Κατά συνέπεια, όταν κάποιος διατείνεται ότι έχει την απόλυτη αλήθεια, διαψεύδεται συνεχώς, διότι εκτός των άλλων, συνεχώς εισβάλλουν νέα στοιχεία αυτού που ο ίδιος παρουσιάζει ως «τελειωμένο» στην κατοχή του. Στοιχεία τα οποία μπορεί και να ανατρέπουν εκείνα τα οποία έως τώρα φαίνονταν επαρκή και ανθεκτικά. Ένα απλό παράδειγμα: Πολλοί, που υπό την ιδεολογική, θρησκευτική κ.λπ., κατεύθυνσή τους είναι υποχρεωμένοι εκ των προτέρων να αρνούνται, να αποποιούνται την αξία ή την χρησιμότητα της Λογικής και της Μεθοδολογίας για την προσέγγιση και την κατανόηση, την πρόσληψη ή απόδοση ιδεών, εννοιών ή και αυτού του θείου, παρ' όλα αυτά, οι ίδιοι αυτοί έχουν γράψει τόμους επί τόμων, παλινδρομώντας μεταξύ του Λόγου και του παραλόγου, για να υποστηρίξουν τις πεποιθήσεις τους και χρησιμοποιώντας αυτά ακριβώς που έχουν αποκλείσει, όσο μπορούν βέβαια, με όση ικανότητα τους έχει αφήσει η διανοητική αδρανοποίησή τους, το πνευματικό τους πάγωμα σε ιδεολογικές κατασκευές που είναι συμπαγείς, αφοριστικές και άκαμπτες.
Ακριβώς, ίσως, εξ αιτίας της ακαμψίας, της στερεοτυπίας όσων έχουν εγκατασταθεί στο ψυχονοητικό τους πεδίο, επιδεικνύουν μια ακραία σχολαστικότητα στο τυπικό μέρος της Λογικής, σε όποιους κανόνες, δηλαδή, έχουν αποδοθεί σ' αυτήν, θέλοντας να την καταστήσουν «ειδικότητα», πρακτική επιστήμη, σύστημα κλειστού, λογικομαθηματικού τύπου. Ενώ η Λογική, και ιδίως εκείνη που ζητεί τα απώτερα, τα άδηλα, τα ιδεώδη, εκείνη που αρμόζει, δηλαδή, στην υποστήριξη μιας ιδεολογίας, ανήκει στην τάξη των Διαλεκτικών, Υπερβατικών, Μεταφυσικών οργάνων του Νου. Γι' αυτό και, πλέον των άλλων δογματικών εμποδίων, οι ήδη πεπεισμένοι για την κατοχή μιας «απόλυτης αλήθειας», καταλήγουν στο λογικό σφάλμα του «φαύλου κύκλου» ή «λήψης του ζητουμένου». Όπου το συμπέρασμα είναι προκαθορισμένα το αρχικό αξίωμα. Καταλήγουν δηλαδή, εκεί από όπου άρχισαν, όχι οδηγημένοι από μια σειρά συλλογισμών, αλλά παύοντας αυτή τη σειρά, όταν εκείνοι - ή οι ανοχές των προκαταλήψεών τους - αδυνατούν να συνεχίσουν ελεύθερα και ανοιχτά τη στοχαστική τους πορεία, που θα ανέπτυσσε την αρχική τους θέση ή και θα την κατέρριπτε εν μέρει ή και ολικά.
Αυτό είναι, επίσης, ένα άμεσο δείγμα εκείνου του αδιέξοδου στο οποίο περιέρχεται οπωσδήποτε και υποχρεωτικά κάποια στιγμή ένα κλειστό σύστημα αυτοαναφοράς.
Κάποιες επεξηγήσεις πάνω σε έννοιες ή όρους που συνάπτονται απαραίτητα με την εργασία της ερμηνείας ενός κειμένου δεν φαίνονται περιττές.
Πρώτον, λοιπόν, χρειάζεται η επανασήμανση και η ανανοηματοδότηση των κειμένων. Αυτό δεν νομιμοποιεί ηθικά, αλλά ούτε και πραγματικά-λογικά, το να «ανακαλύψουμε» δηλ. να κατασκευάσουμε ένα «κρυφό» Αριστοτέλη, επί παραδείγματι, κάτω από τα γραπτά του Αριστοτέλη, ή έναν «κρυφό» Δημόκριτο, «κρυφό» Ηράκλειτο, «κρυφό» Πυθαγόρα..... Αυτή είναι μια χονδροειδής προβολή της ερμηνείας - και είναι επιπλέον ψευδές.
Το κείμενο είναι πάντοτε αυτό που είναι. Ιδίως τα κείμενα των Ελλήνων στοχαστών, που είχαν ελευθερία στη σκέψη και στην έκφραση και απευθύνονταν σε όποιον ήθελε να ακούσει - για να μιλήσει και εκείνος έπειτα. Το κείμενο είναι εδώ. Η λέξη τους, το ρήμα είναι εδώ. Αλλά με τον καιρό και τα γυρίσματά του έχουν σημειωθεί μετασημάνσεις, αποσημάνσεις, μεταπτώσεις των εννοιών, έχει χαθεί το νόημα των λέξεων από τη συνείδησή μας, από την προσληπτική μας ικανότητα. Και χωρίς αυτά, πάλι, ή πλέον αυτών, φαίνεται πως, μια πρώτη συνέπεια της αλλοτρίωσης ενός πολιτισμού, είναι η απώλεια της σημασίας του παραδεδομένου λόγου. Και η σημασία δεν εξαντλείται στην κυριολεξία· αυτό είναι ένα πρωτόγονο επίπεδο αντικρύσματος των πραγμάτων, της κοινωνίας, των σχέσεων, των λειτουργιών και του προσώπου. Μοιραία, οδηγεί στην πτώχευση της αντιλήψεως και της ερμηνείας των διδομένων - αισθητών και μη - και σε έκπτωση των αξιών και της Γνώσεως. Δηλαδή, καταλήγει να υπονομεύει την ίδια την ανθρώπινη οντότητα κατά την ουσιώδη υπόστασή της, κατά την εργώδη συνεξάρτηση των ιδιαίτερων και κατά φύσιν δυνάμεων, τρόπων και μεταβολών του. Κατά συνέπεια διαστρέφει ή και καταστρέφει και την ψυχική και την πνευματική του διάσταση.
Η σημασία- το δεικνύμενο και λόγος του σημείου (σημαίνοντος) και της έννοιας ή των εννοιών του (του/των σημαινομένων) εκτείνεται σε όλες τις διαστάσεις και τα μεγέθη του παραγομένου νοήματος στα φανερά και στα αφανή.
Και ίσως πρέπει να επισημανθεί και το εξής: Πολλοί, παραδόξως πολλοί σήμερα, ομιλούν δημοσίως ως μάγοι, προφήτες, φακίρηδες και τα όμοια και λένε: «Ελάτε εδώ, θα σπάσουμε τον κώδικα, θα βρούμε τι πράγματι λένε οι αρχαίοι φιλόσοφοι» Όχι, δεν θα σπάσουμε κανέναν κώδικα. Θα διαβάσουμε τον κώδικα που είναι η γλώσσα σαν φράση και πνεύμα. Θα αναγνωρίσουμε τον κώδικα αν έχουμε την δυνατότητα. Όλοι αυτοί επειδή δεν μπορούν, ίσως δεν αντέχουν, ούτε φραστικά να εκφέρουν την αλήθεια, τη μεγάλη αλήθεια του λόγου των αρχαίων Ελλήνων, βάζουν στο «μίξερ» μιας αυθαιρεσίας οπερετικής κι αυτή την ίδια τη λέξη. Τα γραπτά, τα συγκροτημένα νοηματικά και τυπικά λόγια, όπως τολμούν να διατείνονται οι ίδιοι, δεν αρμόζουν να επαναλαμβάνονται ως έχουν, ως δεδομένος, καθαρός λόγος, αλλά κρύβουν «κάτι άλλο» ( κάτι αφόρητα α-νόητο και αφελές, όπως το κατασκευάζουν οι ίδιοι, ως μαθητευόμενοι μάγοι). Ποιά η σχέση του Ελληνικού λόγου και τρόπου ως προς αυτό; Έτσι καταργούν το νόημα, βάζοντας στη θέση του τις «ανακαλύψεις» τους: φτωχές, πενιχρές κοινοτοπίες, όπως προκύπτουν από τη σκέψη και την όποια δική τους εμπειρία, ηθική, πράξη. Με αποτέλεσμα, φυσικά, ένα τέρας να κατασκευάζουν ή ένα τέρας να παρουσιάζουν ή ένα τέρας να δημιουργούν. Αλλά η τερατογένεση ανθεί στις μέρες μας.
Πιστεύω πως όσοι έχουμε διατηρήσει την Ελληνική ματιά, όχι μόνον απορρίπτουμε, αλλά και ντρεπόμαστε για τέτοια έργα. Επίσης είναι βέβαιο πως είναι πολύ κουραστικό, σαν ανιαρός και στείρος μονόλογος, ακόμη και να πλησιάζουμε σε τέτοια φαινόμενα. Επειδή η Ελληνική σκέψη είναι ανοιχτή, δυναμική. Αρκεί να μη μας καταπιεί καμμιά καταβόθρα από εκείνες που επωφελούνται των καταστάσεων σε καιρούς ψυχικής ερήμωσης και κοινωνικής αποσάθρωσης-αλλά και φυσικής αποσάθρωσης και ερήμωσης, όπως οι δικοί μας.
Και είναι κρίσιμο ότι η λέξη και το όν χρειάζονται ένα υγιές περιβάλλον για να αναδειχθούν- και εμείς δεν το έχουμε αυτό.
Η χώρα μας και ο κόσμος των ανθρώπων, ο πλανήτης, τσιμεντώθηκε. Έχουν αφανιστεί τα άπειρα ζώντα σημεία πού θα μας βοηθούσαν να κατανοήσουμε την αλήθεια και τη φύση και το έργο και τη λειτουργία και το μέγεθος και την έκταση και τις περιπέτειες ή τα πάθη του όντος και του θείου. Πρέπει λοιπόν εμείς να θυμηθούμε τα σημεία, τα γνήσια σημεία. Πρέπει εμείς να αναπλάσσουμε, έστω μνημικά, εννοιολογικά, μορφολογικά-συνειδησιακά, να προβάλλουμε ξανά τη Σημασία της Υπάρξεως, φαινομένης και αφανούς , μέσα από τη μάθηση, μέσα από τον διάλογο, ακόμη και μέσα από μια Πυρρώνεια «εποχή» από τα τρέχοντα, και όσο πρέπει. Να υποστηρίξουμε έστω και ένα φύλλο νεραντζιάς σαν φράση του ίδιου του Θεού.
Γιατί έχει πολλά να μας γνωρίσει. Με το σχήμα, με το χρώμα, με το θρόϊσμα, με τη μυρωδιά του. Όλα αυτά είναι σημεία ή στίγματα του θείου. Το έργο λοιπόν της ανασύνταξης του κατεστραμμένου πραγματικού εδάφους των αρχαίων, ειδικά, κειμένων - αλλά και κάθε κειμένου, γραπτού ή προφορικού λόγου - ανάγεται στην δομική συνάρτηση του ανθρώπινου πνεύματος στη συνισταμένη νόησης και ψυχής προς το αντικειμενικό Είναι, το Γίγνεσθαι και την Ιστορία.
Το αντικειμενικό Είναι-Γίγνεσθαι, αναμφίβολα, υφίσταται σαν οντολογική πραγματικότητα ανεξάρτητα από το πρώτο, τον ανθρώπινο παράγοντα· αλλά το πώς φθάνει και εγκαθίσταται και ερμηνεύεται, τέλος, στον και από τον άνθρωπο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο αυτό παράγοντα.
Σχετικά με τη γλώσσα, είναι φυσικό όταν αναφέρεται ο όρος, να εννοείται κυρίως η λέξη, η φράση, ο ρηματικός τύπος· αλλά γλώσσα είναι και η σωματική και η εικαστική και ο χορός και οποιαδήποτε μορφή της ανθρώπινης εκφράσεως και όχι μόνον της ανθρώπινης. Και η θάλασσα και τα πουλιά και τα ζώα και ο άνεμος έχουν γλώσσα.
Δεν είναι άμοιρο προσοχής ούτε κενό σημασίας το ότι οι παλαιοί σοφοί γνώριζαν τη γλώσσα (την όλη συμπεριφορική έκφραση, δηλαδή) των φυσικών φαινομένων, των φυτών, των πουλιών, των ζώων ή ακόμη και των σκουληκιών (όπως ο Μελάμπους). Παράδειγμα οι οιωνοσκόποι, οι μάντεις, αλλά και οι επιστήμονες, όπως ο Ιπποκράτης κλπ, και ιδίως οι φιλόσοφοι (από τους φυσικούς έως τους Νεοπλατωνικούς: Πρόκλο, Πλωτίνο, Πορφύριο κ.λπ.)
Αλλά για την ανθρώπινη γλώσσα, και ιδίως την λεκτική, τονίζεται πως κάθε φράση, κάθε λέξη, είναι ένα σημαίνον, κάτι σημαίνει, έχει ένα νόημα. Παραπέμπει στο πράγμα που σημαίνει- στο σημαινόμενο δηλαδή. Αυτό δεν διερμηνεύεται ταυτόχρονα με την μέσω της λέξης αποκάλυψή του. Δεν ερμηνεύεται αυτόματα, μέσω της γλωσσικής εκφοράς του. Αν και η Ελληνική έχει αυτή τη χάρη ως τάση αισθητή. Μπορείς , μένοντας λίγο στη λέξη, να υποπτευθείς πάρα πολλά πράγματα για το σημαινόμενο. Παρ' όλα αυτά, για να κατακτήσεις τη σημασία του σημαινομένου, υπεύθυνος είσαι εσύ. Ο παραλήπτης του σημείου. Από το σημείο, το σημαινόμενο και τον παραλήπτη, εξάγεται η σημασία - οι σημασίες.
Στην Ελληνική γλώσσα έχομε και το φαινόμενο της πολυσημίας. Μία λέξη λέγει πολλά πράγματα, αλλά, σε αντίθεση με άλλες γλώσσες, εδώ, στην ελληνική, κάθε σημασία έρχεται να επιτείνει, να ενισχύει τις άλλες- ακόμη και ως ακριβές αντίθετο κάποιων ή κάποιας από αυτές. Και αυτό δεν είναι ένας πλεονασμός. Αντίθετα, μόνον έτσι μία γλώσσα μπορεί να πλησιάσει την εσωτερική δυναμική, την πραγματική δυναμική και τις διαστάσεις κίνησης του όντος, που δεν εξαντλείται σε μονοσημίες, αλλά προεκτείνεται σε πολλές και διάφορες κατευθύνσεις.
Η λέξη λοιπόν, όχι μόνον επειδή σημαίνει το όν, αλλά και επειδή δεν το διερμηνεύει, αλλά παραπέμπει στο ον τον παραλήπτη ως ερμηνευτή, λειτουργεί ως μεσάζων ανάμεσα στο υποκείμενο (παραλήπτη) και το αντικείμενό της - το ον. Η Γλώσσα, λοιπόν, κυρίως η ρηματική, θα πρέπει να πούμε ιδίως στη διαδικασία που μεσολαβεί σαν στοχασμός πάνω και πέρα από το φαινόμενο ως τη διατύπωση- την απόφανση- των συλλογισμών και των συμπερασμάτων που παράγονται και προκύπτουν από τη διαδικασία αυτή, είναι η Γέφυρα που συνδέει και, τέλος, φθάνει ακόμη και να συνθέσει με διάφορους τρόπους και σε διάφορους βαθμούς δύο κόσμους, δύο υποκείμενά της: τον στοχαστή και το αντικείμενο του, ή το ορών και το ορώμενο. Αν και βέβαια, η γλώσσα- ρήμα, είναι όχι ο πρώτιστος γλωσσικός τρόπος προσέγγισης των δύο κόσμων. Αντίθετα, θα λέγαμε πως είναι ο τελευταίος. Γιατί, αν πράγματι πλησιάζουν και τέλος συναντώνται οι δύο αρχικοί κόσμοι, ή πόλοι, προηγείται και παραμένει συνεχώς προπομπός ή υπόβαθρο ή συνοδός της σκέψης η αισθητική- αισθητηριακή-, η ενστικτική, η ψυχολογική και συναισθηματική πρόσληψη του αντικειμένου από τον στοχαστή. Αλλά, εάν λείψει η λέξη, η φράση, τότε όλα τα παραπάνω ή «εξατμίζονται» ή καταλήγουν στη λήθη ή στην ελλειμματική σκιαγραφία. Δεν αποκτούν άρτια τύπωση στη συνείδηση , ούτε μπορούν να έχουν συνέχεια - να παράξουν νέους συλλογισμούς, ή νέα κίνητρα. Δεν προάγουν τη μάθηση. Έτσι η γλώσσα -ρήμα πολύ πιο σωστά ονομάζεται λόγος. Λέξη Ελληνική, της οποίας το αρχικό νόημα οφείλεται στο επίσης αρχικό νόημα του «λέγω» (ρίζα √ΛΕΧ ) από όπου παράγεται, ή/και από την αρχική σημασία του «λέγω» με ρίζα √ΛΕΓ ). Δηλαδή: εκτός από το προφανές και νεώτερο σαν σημασία «ομιλώ», η λέξη λόγος σημαίνει και: Α) 1. «λέχος» ή «λέκτρον» = κλίνη, ιδίως η συζυγική, η γαμήλια, 2. «τοκετός, γέννα, λοχεία», 3. «γέννημα, υιός» (από τη ρίζα √ΛΕΧ ). Β) 1. Συνάθροιση, συλλογή, συμμάζεμα, 2. εκλογή, επιλογή (παράβαλε: συμπέρασμα, απόφανση, πόρισμα, διατύπωση γνώμης).
Από τις παραπάνω σημασίες, ενδεικνύεται πολύ καλά η λειτουργία του Λόγου ως σύζευξης και γεννήματος (π.χ. εξωτερικεύσεως, διατυπώσεως) πνευματικών αξιών και συνειδησιακής προσωπικής δημιουργικής ευθύνης και υγείας.
Η λέξη αποκαλύπτει. Λέμε «άνθρωπος». Αμέσως εμφανίζεται μέσα μας μία ουσιαστικά εννοιοδοτημένη παράσταση. Και, εκεί που ήταν κενό, τώρα δεν είναι. Και αυτό που έχω να κάνω τώρα είναι να διαλογισθώ όχι τόσο πάνω στη λέξη, όσο πάνω σ' αυτό που μου εμφανίζεται: Τι είναι ο άνθρωπος; Γιατί είναι ο άνθρωπος; Ποια η σχέση του Ανθρώπου με το Όλο και τα μέρη του Όλου, με τη Ζωή, με τον Θάνατο; Με τον εαυτό του, το είδος του; Πως ανταποκρίνεται, ως είδος, στις κατηγορίες του όντος όπως δόθηκαν από τον Αριστοτέλη: Ουσία, ποιόν, ποσό, σχέση, τόπο, χρόνο, θέση «έχειν», πράττειν, πάσχειν. Πως, εντέλει, σχηματίζεται λογικά αυτός ως ον, πως διαφοροποιείται ως αντικειμενικότητα;
Αυτή είναι η λειτουργία των λέξεων και ο κύριος ανεκνίκητος χαρακτήρας της ελληνικής γλώσσας έγκειται κοντά σ' αυτά. Ότι δηλαδή λειτουργεί αντιπαραθετικά, θέτει σε διάλογο τον παραλήπτη και τα σημαίνοντα της - τα όντα, τα άλλα όντα. Δεν είναι περιγραφική όπως οι δυτικές γλώσσες που εξαντλούνται, λίγο-πολύ, στην αναφορά στο αντικείμενό τους, ούτε πλαγιολογική γλώσσα των παραμυθιών και των απροσώπων ομιλητών όπως οι ασιατικές.
Είναι η γλώσσα που σου επισημαίνει: Είσαι εδώ, κάτι άλλο κάπου είναι και στο παρουσιάζω για να το γνωρίσεις. Προσκαλεί σε δυναμική στοχαστική δραστηριότητα, δίχως τέλος, πολύ συχνά, αλλά με ενδιάμεσους τερματικούς κόμβους.
Ώστε, μπορούμε να κατανοήσουμε πως η γλώσσα από την ίδια τη φύση της είναι ένα αίτιο ποιητικό της ανθρώπινης φύσεως. Συλλειτουργεί με τα άλλα αντιληπτικά - εκφραστικά μέσα του ανθρώπου, αλλά μόνον αυτή, από όλο τον εκφραστικό οπλισμό του, έχει τη δυνατότητα και τον στόχο, άλλωστε, να φέρει τον άνθρωπο μέσα στον καθολικό λειτουργικό σχηματισμό «θέση- άρνηση- θέση β' βαθμού», με τον τρόπο «λόγος- αντίλογος- διάλογος». Και τούτος ο σχηματισμός, αυτή η δυναμική, δεν περιορίζεται μόνον στα λόγια, στους «διαλόγους» μεταξύ ανθρώπων. Αλλά, ιδίως ως διανοητική δραστηριότητα πριν την φραστική εξωτερίκευση, ως λόγος ενδιάθετος, δηλαδή, είναι η διάταξη που ακολουθεί ο στοχαστής, η δύναμη που ασκεί, η δράση του, ατενίζοντας όποιο γνωστικό αντικείμενο έχει στοχεύσει.
Η γλώσσα, λοιπόν, δεν ζητεί να την μάθουμε σαν «κώδικα επικοινωνίας και πληροφοριών», αλλά σαν οντική δύναμη, σύμφυτη στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Και σαν κατακλείδα, γίνεται, νομίζω, καθαρό πως η γλώσσα δεν είναι κάτι που αρκείται στην τυπική της γνώση και χρήση. Με λίγα λόγια, να μάθουμε γλώσσα, ναι. Αλλά για να είναι υγιής αυτή η μάθηση, θα πρέπει να έχουμε και κάτι να πούμε......., κάτι που να ανταποκρίνεται σε ό, τι πάνω απ' όλα προάγει και ζητεί η γλώσσα- το ρήμα: την Αλήθεια, την αναλλοίωτη σχέση του αισθητού με το νοερό- νοητό, την κρυφή φύση των πραγμάτων. Βέβαια, προϋπόθεση και αποτέλεσμα αυτής της γλωσσικής αξιολόγησης, είναι η αισθαντική ικανότητα, η διανοητική προθυμία και η ηθική αγνότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου