Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

ΒΑΣΚΑΝΙΑ – ΜΑΤΙΑΣΜΑ – ΠΕΡΙΑΠΤΑ (ΦΥΛΑΚΤΑ)

ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ
ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΙΛΕΥΟΥΝ
ΜΕ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥΣ ΤΗΝ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑ

Η εν λόγω ιστορία μας ξεκίνησε από τη γλώσσα και κατάληξε στο «μάτι». Πράγματι στους αρχαίους Έλληνες η πρώτη σημασία της λέξης βασκανία είναι, κατηγορία, συκοφαντία, φθόνος, κακία. (Δημοσθ. 18, 132 – 18, 259 – 19, 24 – 21, 209). Η λέξη προέρχεται από το φάσκω (= λέω), με μεταβολή του φ σε β.
Τότε λοιπόν πίστευαν ότι η εξαιρετική ευτυχία μπορούσε να επισύρει τον φθόνο των ανθρώπων αλλά και των θεών. Κάθε συνετός άνθρωπος έπρεπε να προφυλάσσεται και να μη κινεί τον φθόνο των θεών – «το γαρ θείον φθονερόν» – με ασύνετα λόγια που πρόδιναν μεγάλη αυτοϊκανοποίηση ή ευτυχία. Ταυτοχρόνως να μη δέχεται μεγάλους επαίνους από του άλλους, διότι κι αυτό ήταν επικίνδυνο.
Παρατηρούμε ότι, κατά την εποχή αυτή, αν και το θέμα της βασκανίας περιέχει και μια χροιά δεισιδαιμονίας, ωστόσο διαπνέεται περισσότερο από μια αίσθηση σύνεσης, αυτοελέγχου και μη προκλητικότητας.
Άγνωστον πώς άρχισε η μετατόπιση του αιτίου της βασκανίας από τα λόγια προς το βλέμμα. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι «ένιοι και πατέρας έχειν οφθαλμόν βάσκανον υπολαμβάνουσιν…» (Συμποσ. 5, 7, 4 Α).
Ήδη στην εποχή του Τζέτζη (12ος αιών.), η κατ’ εξοχήν βασκανία είναι αυτή που γίνεται με το βλέμμα είτε εκούσια είτε ακούσια: «Πάσαν βασκανίαν γίγνωσκε, την δι’ ομμάτων βλάβην…» (Χιλ. 12, 814).
Φαντάζονταν ότι το βλέμμα μερικών ανθρώπων είχε την δύναμη να λιώνει, όπως η φλόγα, τα σώματα πάνω στα οποία κατευθύνονταν. Εξ αυτού προήλθαν οι λέξεις οφθαλμίζω και εποφθαλμίζω, ως ταυτόσημες του φθονώ. Η πίστη αυτή ήταν τόσο διαδεδομένη ώστε και βρέφη που θήλαζαν ακόμα και ήταν ανίκανα να προφέρουν καν μια λέξη, να θεωρούνται ότι είχαν βάσκανο μάτι.

Ποια όμως ήταν τα εξωτερικά γνωρίσματα του βάσκανου ανθρώπου; Ήταν κάτι ασυνήθιστο στην έκφραση, κόρες των ματιών ωχρόφαιες υποπρασινίζουσες, οι οποίες άλλαζαν εύκολα χρώμα, φρύδια ενωμένα, ελάχιστη απόσταση μεταξύ των ματιών κλπ. Κι επειδή τα χαρακτηριστικά αυτά κληρονομούνταν, γι’ αυτό και η δύναμη της βασκανίας θεωρούσαν ότι είναι κληρονομική.
Η βασκανία κατέστρεφε όχι μόνον τους ανθρώπους αλλά και κάθε τι που αυτοί αγαπούσαν είτε ανθρώπους είτε ζώα είτε πράγματα (Ορατ. Επιστ. 1, 14,37). Πολλές μάλιστα φορές η βασκανία στρέφεται και κατά του κατόχου της.
Ο Πλούταρχος (μέγας θρησκευτικός αρχιερέας κι επομένως μεγάλη «φλυτζανού») ήδη θέτει ως πρόβλημα προς λύση την αυτοβασκανία! (Συμποσ. 5, 7. 4, 7)
Ο Θεόκριτος (Ειδ. VI, 35) αναφέρει για κάποιον που όταν κατοπτριζόμενος στον γαλήνιο πόντο διαπίστωσε ότι ήταν επικίνδυνα ωραίος, έσπευσε να λάβει τις ενδεδειγμένες προφυλάξεις κατά της αυτοβασκανίας: «ως μη βασκανθώ δε, τρις εις εμόν έπτυσα κόλπον. Ταύτα γαρ α γραία με Κοτυτταρίς εξεδίδαξε».
Όπως οι άνθρωποι, έτσι και τα ζώα ασκούν την βασκανία, υπόκεινται σ’ αυτήν και λαμβάνουν τις προφυλάξεις τους. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι το έντομο μάντις – είδος πράσινης ακρίδας που κινεί αδιάκοπα τα μπροστινά της πόδια – μπορούσε να βασκάνει ανθρώπους και ζώα (Σολ. εις Θεοκρ. Χ, 18), κι ότι το φίδι συλλαμβάνει την λεία του – ιδίως πτηνά – βασκάνοντάς τα με τρόπο που καθίστανται ανίκανα να κινηθούν.
Βοσκός του Βιργιλίου (Εκλ. ΙΙΙ, 103), παρατηρώντας τα πρόβατά του να αδυνατίζουν διερωτάται: «δεν γνωρίζω ποιο μάτι μου βασκαίνει τα τρυφερά μου αρνάκια».
Ο Αθήναιος (ΙΧ, 394) αναφέρει ότι το αρσενικό περιστέρι, όταν γίνονται τα μικρά του, τα πτύει για να μη βασκανθούν. Άλλοι αναφέρουν ότι ορισμένα πτηνά γεμίζουν την φωλιά τους με φυτά και λίθους που τα προφυλάσσουν από βασκανίες.
ΠΡΟΦΥΛΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΒΑΣΚΑΝΙΑΣ
Χειρονομίες.
Από τότε που ο άνθρωπος πείστηκε για την καταστρεπτική δύναμη του βλέμματος, φρόντισε με κάθε τρόπο ν’ απαλλαγεί από τον κίνδυνο αυτόν, λαμβάνοντας διάφορα προφυλακτικά μέσα. Το πιο αυθόρμητο και πρόχειρο μέτρο υπήρξαν διάφορες χειρονομίες, στις οποίες αποδόθηκαν μαγικές δυνάμεις.
Πρότασσαν τα δάκτυλα του χεριού εν είδη κεράτων ζώου, για να εικονίσουν συμβολικά την άμυνά τους κατά του βάσκανου ματιού. Γι’ αυτό όλες οι γνωστές χειρονομίες καταλήγουν στο οξύ σχήμα.
Μια χειρονομία, από τις πιο διαδεδομένες, που διατηρείται μέχρι και σήμερα, είναι αυτή που αναπαριστά την ένωση των γεννητικών οργάνων των δύο φύλων, όπου ο αντίχειρας παρεμβάλλεται μεταξύ του δείκτη και του μεσαίου προεξέχοντας. Η χειρονομία αυτή, της οποίας βρέθηκαν και γλυπτές απεικονίσεις, κατευθύνονταν σε καθέναν που θεωρούνταν επικίνδυνος, είτε λόγω θαυμασμού που εκδήλωνε, είτε λόγω του φθόνου, είτε λόγω του παράξενου βλέμματός του.
Άλλη χειρονομία, διαχρονική κι αθάνατη, είναι αυτή της πρόταξης του μεσαίου δακτύλου, η οποία έχει πολύ κακή υπόληψη σ’ όλους τους λαούς. Οι Ρωμαίοι αποκαλούν τον δάκτυλο αυτόν αναιδή και ανόσιο, οι δε Έλληνες γνώριζαν ότι ο δάκτυλος αυτός χρησιμοποιούνταν σε ασελγείς περιπτώσεις.
Τρίτη χειρονομία ένωνε τον αντίχειρα με τον μέσο και τον παράμεσο σε κύκλο, με ταυτόχρονη προέκταση των άλλων δύο, αναπαριστάνοντας σαφώς το μέτωπο και τα κέρατα ζώου ή πρότεινε τα τρία πρώτα δάκτυλα.
Η πίστη στην δύναμη των χειρονομιών αυτών ήταν τέτοια, ώστε απεικονίζονταν στους τοίχους των σπιτιών, έγχρωμες ή γλυπτές, και σε διάφορα μεγάλα ιδρύματα.
Άλλο αθάνατο και παγκόσμιο αποτρεπτικό της βασκανίας είναι το φτύσιμο. Καθένας που δεν επιθυμεί να καταστεί πρόξενος δυστυχίας στους άλλους, με τον θαυμασμό του ή το βλέμμα του, συνοδεύει τους λόγους του μ’ ένα εικονικό ή πραγματικό φτύσιμο. Οι μητέρες ή τροφοί, όταν φοβούνταν για την υγεία του βρέφους, έβρεχαν το μέτωπο και τα χείλη του με σάλιο, χρησιμοποιώντας τον μέσο δάκτυλο (Πέρσης 11, 33).
Όταν νόμιζαν ότι βρίσκονταν σε επικίνδυνη ευτυχία, η οποία μπορούσε να επισύρει τον φθόνο των θεών ή των ανθρώπων «εις κόλπον έπτυον» όπως επίσης έπτυον στον κόρφο τους όταν ήθελαν να προφυλαχτούν από κίνδυνο μολυσματικής ασθένειας, λόγω συνάντησής τους με ασθενή.
Περίαπτα – φυλαχτά.
Ο κίνδυνος όμως της βασκανίας είναι διαρκής και πολλές φορές διαφεύγει την προσοχή μας. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη διαρκούς προφύλαξης. Έτσι γεννήθηκαν τα διάφορα είδη περιάπτων (φυλαχτών) προφυλακτικών, στα οποία η λαϊκή ευπιστία απένειμε την δύναμη ν’ απομακρύνουν από τους ανθρώπους, τα ζώα και τα πράγματα τις κακοποιές επιδράσεις, τις μαγείες, τους κινδύνους, τα δυσάρεστα συμβάντα, τις αρρώστιες και τον θάνατο ακόμα.
Η πίστη στα περίαπτα γεννήθηκε στην Ανατολή. Οι αρχαίοι Πέρσες για να εκδιώξουν τα κακά πνεύματα και να προφυλαχτούν από μυστηριώδεις κινδύνους, έβαζαν σε διάφορα μέρη του σώματός τους τα tahvids ή toavids, είδος λουριών που περιείχαν χαραγμένα εξορκιστικά ρητά.
Οι Εβραίοι τα ονόμαζαν tothaphoth. Ακολουθούσαν το γράμμα της Βίβλου, όπου ο θεός διάταζε: «και εμβαλείτε τα ρήματα ταύτα εις την καρδίαν υμών και εις την ψυχήν υμών και αφάψητε αυτά εις σημείον επί της χειρός υμών και έσται ασάλευτον προ οφθαλμών υμών» (Δευτερ. ΙΑ΄, 18).
Έτσι συνήθιζαν να βάζουν στον αριστερό βραχίονά τους ή γύρω στο κεφάλι τους πλατειά φυλακτήρια με χωρία της Πεντατεύχου. Οι γυναίκες τους εν είδη κοσμημάτων και σκουλαρικιών, έφεραν εικόνες φιδιών. Το Ταλμούδ δεν απαγόρευε τα φυλαχτά και τα θεωρούσε περιττά μόνο για την ημέρα του Σαββάτου.
Οι Οθωμανοί συνήθιζαν να φέρουν περίαπτα με ρητά του Κορανίου, παρμένα ιδίως από τα δύο τελευταία κεφάλαιά του. Τα περίαπτά τους αυτά τα έραπταν επί των ενδυμάτων ή τα έβαζαν μέσα σε μετάξινο ύφασμα που το κρεμούσαν στο λαιμό τους.
Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν ως περίαπτα ενεπίγραφα φύλλα παπύρου τα οποία έραπταν πάνω στα ασπρόρουχά τους.
Οι Έλληνες επίσης χρησιμοποιούσαν ποικίλα περίαπτα τα οποία ονόμαζαν: περιάμματα, φυλακτήρια, βασκάνια, προβασκάνια, αποτρόπαια, εγκόλπια, απωσίκακα, τελέσματα κλπ.
Οι Ρωμαίοι τα ονόμαζαν amuletum, averrunci, οι Άραβες hamalet (εκ του hamal = φέρειν, εξ του οποίου μάλλον το χαϊμαλί), οι Ιταλοί ligatura, alligatura, οι Φράγκοι amulette, talisman, fetich κλπ.
Κοντολογίς είναι ζήτημα αν υπάρχει έστω και μισός λαός πάνω στη γη, που να μη σχετίζεται με το θέμα των φυλαχτών. Η ευρύτατη αυτή χρήση των περιάπτων, η οποία έχει την αρχή της σε πανάρχαιους χρόνους και πρωτόγονους πολιτισμούς, συνετέλεσε τα μέγιστα και στην διαμόρφωση των διαφόρων κοσμημάτων, τα οποία και σήμερα ακόμη εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται.
Παράλληλα με την καθαρώς, για λόγους γενετησιακούς, διακοσμητική προέλευση των κοσμημάτων, βαδίζει και η δεισιδαιμονία. Τα βραχιόλια, τα σκουλαρίκια, τα φτερά, τα φυτά, άνθη κλπ. ήταν συγχρόνως κοσμήματα και φυλακτά.
Ομοιοπαθητική αντιμετώπιση της βασκανίας:
Εικόνισαν σε διάφορα περίαπτα βάσκανο οφθαλμό ως προφυλακτικό αντίδοτο του βλέποντος κακού τοιούτου. Έτσι κατασκεύασαν αγγεία, καλύμματα ασπίδων, δακτυλίδια κλπ. που είχαν αντί για κοσμήματα οφθαλμούς. Σώζονται πλάκες που έχουν ανάγλυφη την εικόνα μεγάλου οφθαλμού, ο οποίος περιβάλλεται από διάφορα ζώα (λιοντάρια, φίδια, σκορπιούς, γεράνους, κόρακες) και δυο ανθρώπους, εκ των οποίων ο ένας καμακώνει τον οφθαλμό με τρίαινα κι ο άλλος εκτελεί την φυσική του ανάγκη (χέζει) επί του οφθαλμού, καθισμένος πάνω στο φρύδι του.
Εξαιρετική αποτρεπτική δύναμη κατά της βασκανίας αποδίδονταν στον φαλλό, το και θρησκευτικώς αναγνωρισμένο αυτό σύμβολο της γονιμότητας. Ο Πρίαπος των Eλλήνων και ο Mutunus Tutunus των Ρωμαίων με τους τεράστιους φαλλούς τους προφύλαγαν τους εαυτούς τους – δηλαδή την γονιμότητα της φύσης – από κάθε βάσκανο μάτι.
Στα διάφορα ιερά υπήρχαν αναπαραστάσεις του φαλλού απωσίκακοι, στο άρμα του θριαμβευτή κρέμονταν ως «θεραπευτής του μίσους», και στις οικίες, που ήταν ορειχάλκινος ή μαρμάρινος, αποστόμωνε τους καλοθελητές με την επιγραφή: «ενταύθα κατοικεί η ευτυχία» (Πομπηία). Ομοιώματα φαλλού από μέταλλο ή ελεφαντοστού ή ξύλου, λίθου κλπ. ήταν τα συνηθέστερα κοσμήματα και φυλακτά (Ορατ. Επωδ. VII, 18 Πορφυρ.).
Αντιβασκάνια ζώα, φυτά μέταλλα:
Υπήρχαν ζώα που οι παλαιοί πίστευαν ότι η παράστασή τους ενείχε αποτρεπτική δύναμη κατά της βασκανίας, όπως ο λύκος, το λιοντάρι, το αγριογούρουνο, το φίδι, ο ταύρος, το γαϊδούρι, το ελάφι, το βόδι, ο σκύλος, ο βασιλίσκος, ο σκαραβαίος, ο σκαντζόχοιρος, ο ποντικός, η ύαινα, ο σκορπιός, το κοράκι, ο γέρανος και τέρατα όπως η σφίγγα, ο γυπαετός κλπ.
Ειδικότερα χρησιμοποιούσαν ως περίαπτα ορισμένα τμήματα του σώματος αυτών των ζώων. Κόκκαλα ελάφου, κέρατα βοδιού, πόδια σκαντζόχοιρων, αυτιά ποντικιού, χολή μαύρου αρσενικού σκύλου, κρέας λύκου, περιττώματα ύαινας, δόντια λύκου, αλόγου κλπ.
Η δάφνη, το πήγανο, η βάκκαρη, η λευκάκανθα ήταν τα κατ’ εξοχήν αντιβάσκανα φυτά. Ο δεισιδαίμων του Θεόφραστου (Χαρακ. 16) δεν εννοεί να εξέλθει της οικίας του άνευ δάφνης στο στόμα.
Ανάλογη ιδιότητα διέθεταν ορισμένα μέταλλα όπως ο μαγνήτης, ο σίδηρος, ο ορείχαλκος κλπ. (υποθέτουμε ότι η απουσία των ακριβών μετάλλων, χρυσού και του ασημιού, από τον κατάλογο αυτόν, μάλλον είχε να κάνει με κάποια κοινωνική πολιτική). Κομμάτια μετάλλων έβαζαν στα χέρια των παιδιών, τα κρεμούσαν από τ’ αυτιά τους ή τα κολλούσαν στα διάφορα κοσμήματα. Τα τεμάχια αυτά πολλές φορές έφεραν επιγραφές στις οποίες δηλώνονταν η ειδικότητά τους.
Από την χρήση αυτή των μετάλλων, για προφυλακτικούς σκοπούς, προήλθαν και τα κουδούνια, τα οποία αργότερα μεταβιβάστηκαν στην λατρεία. Ο αρχικός προορισμός των κουδουνιών ήταν να αποδιώκουν δια του εκφοβισμού τους κακούς δαίμονες. Κωδωνίσκους κατά της βασκανίας αναφέρει και ο Ιωάννης ο Βρομόστομος, συγνώμη Χρυσόστομος (Επιστ. Ι προς Κορ. 12,7 τ. Χ σ. 105 Μ.).
[Κατά τα άλλα ο χριστιανισμός δεν έχει καμμιά απολύτως σχέση με ειδωλολατρίες και δεισιδαιμονίες, όταν σε καμμιά λειτουργία του δεν παραλείπει να λιβανίζει συνεχώς με τα θυμιατήρια, που έχουν κάποιες ντουζίνες από κουδούνια πάνω τους].
Φαίνεται όμως ότι ο αρχαίος κόσμος υπέφερε πολύ περισσότερο, απ’ όσο εμείς σήμερα μπορούμε να φανταστούμε, από την ιδεοληψία της βασκανίας. Αυτό το διαπιστώνουμε από τον ατέλειωτο κατάλογο των αντιβασκανικών υλικών: ο μαύρος αχάτης, ο γατόλιθος, το ήλεκτρο, τα κογχύλια, τα κοράλλια, το αλάτι, ο πηλός κλπ. Το αλάτι, διαλυμένο σε νερό, μπορούσε να καθαρίσει κάθε ρύπο και κάθε μόλυσμα. Λίγος πυλός στο μέτωπο του βρέφους το απάλλασσε από την δαιμονική επήρεια του κακού ματιού.
Αντιβασκανικοί λόγοι:
Όλα τα προαναφερθέντα μέσα άμυνας κατά της βασκανίας, μπορούσαν να συνοδεύονται και από κατάλληλα για την περίσταση ιερά λόγια, τα οποία με την απόκρυφη μαγική τους δύναμη αύξαναν το σωτήριο αποτέλεσμα. Οι Έλληνες δεν θεωρούσαν άσκοπο να πουν ένα: «εις κεφαλήν σοι» ή «και συ» ή «έρρε» εναντίον εκείνου ο οποίος δια των επαίνων του ή του κακού βλέμματός του, τους εξέθετε στον κίνδυνο της βασκανίας.
Αλλά μάλλον ο αποδοτικότερος μαγικός λόγος ήταν η δήλωση: «προσκυνώ Αδράστειαν» (όνομα της Νεμέσεως), ενώ συγχρόνως ο παράμεσος δάκτυλος, βρεγμένος με σάλιο, έτριβε το πίσω μέρος του αριστερού αυτιού.
Η ΒΑΣΚΑΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΝΕΩΤΕΡΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
Κατά τον μεσαίωνα και τους νεώτερους χρόνους οι δοξασίες για την βασκανία όχι μόνο διατηρήθηκαν αλλά και εμπλουτίστηκαν.
[Με πόσο βραδύ ρυθμό απαλλάσσεται αλήθεια το ανθρώπινο είδος από τις παιδικές του ασθένειες! Ή μήπως δεν πρόκειται ν’ απαλλαχτεί ποτέ!!!]
Και σήμερα ακόμη δεν υπάρχει λαός του οποίου τα αμαθέστατα στρώματα – αλλά και τα πεπαιδευμένα – να μη πιστεύουν στην βασκανία. Ο Ιταλικός λαός, μεταξύ των ευρωπαϊκών, διακρίνεται για την μεγάλη του πίστη στην δοξασία αυτή. Οι Ιταλοί ονομάζουν τον βάσκανο jettatore και την βασκανία jettatura και χρησιμοποιούν ένα σωρό περίαπτα, παρόμοια με τα προαναφερθέντα.
Κι ο ελληνικός λαός όμως δεν πάει παρά πίσω. Ονομάζει την βασκανία βάσκαμα, αβάσκαμα, αβασκανία, αποσκαμό (Γύθειο), μάτιασμα, άσχημο αμμάτιν (Κύπρος), ματικό (Καστελλοριζο), αρμένιασμα (Θεσσαλία), λάβωμα, φιαρμό, φθαρμό, θιαρμό, θαρμό, θιάρμισμα (Κρήτη).
Οι Έλληνες θεωρούν ιδιαιτέρως επικίνδυνους βασκανίας τους έχοντες «σταχτιά μάτια και σμιχτά φρύδια» (σμιχταφρούδιδες, Κρήτη). Μόλις γεννηθεί το παιδί, φροντίζουν να το προφυλάξουν από κάθε κίνδυνο «ματιάσματος». Κατά την ανάγνωση από τον ιερέα των επιλόχιων ευχών, η μαμή αποκαλύπτει το πρόσωπό του, για να μη βασκάνεται στο εξής (Πελοπόννησος). Προς αποτροπή επίσης της βασκανίας αποκαλούν το αβάπτιστο ακόμα παιδί Δράκο ή Δρακούλα, υποδηλώνοντας με το όνομα αυτό τον πόθο ότι το παιδί έχει την αντοχή του δράκου, κρεμούν δε από τον τράχηλό του σκόρδο ή πήγανο, το ραντίζουν με αλμυρό νερό, μαυρίζουν λίγο το πρόσωπό του με αιθάλη της εστίας, αλλά και με μελάνη ή κάποια άλλη μαύρη ουσία (Καστελλόριζο).
Το φτύσιμο, απ’ άκρου εις άκρον της χώρας πάει σύννεφο. Πότε τρις στον κόρφο και πότε χάμω. Μόλις δει κανείς μωρό ή όμορφο παιδί αρχίζει αμέσως τα φτυσίματα, οι δε Κρητικοί, σε κάθε υποψία ματιάσματος κυττάζουν επίμονα τα νύχια τους. Όσο για το περιεχόμενο των φυλακτών, θα περιοριστούμε μόνο σε κάποιες περίεργα υλικά: σκόρδο μονόκλινο, πυρίτιδα, ύψωμα, εγκαίνια ναού, άγια λείψανα, τρίχες αρκούδας, λιβανωτό, αντίδωρο Μεγάλης Πέμπτης, «σταυρολούλουδα», κερί της ανάστασης, γαλαζόπετρα κλπ.
Κι ανάμεσα σ’ όλον αυτόν τον τραγέλαφο υπεισέρχεται κι η αμφιβολία περί του αν τα συμπτώματα του πάσχοντος, όντως οφείλονται σε βασκανία ή σε κάποια ασθένεια, άσχετη προς αυτή. Τότε είναι που αρχίζουν οι ειδικοί τις εξακριβώσεις και τις αυτοψίες. Φαίνεται πως αυτή η βασκανία γουστάρει να κρύβεται και να παραπλανεί αυτούς τους τόσο έξυπνους ανθρώπους, με τους οποίους αρέσκεται να συναναστρέφεται. Αλλά από τον έξυπνο άνθρωπο δεν γλιτώνει κανείς κατεργάρης. Οι ευφυείς λοιπόν αυτοί άνθρωποι ανακάλυψαν χίλιους δυο τρόπους για να την ξεσκεπάζουν, κάθε φορά που αυτή προσπαθούσε να τους παίζει κρυφτούλι.
Μόλις λοιπόν το παιδί άρχιζε επίμονο κλάμα (παλαιότερα συνήθως από πείνα και τώρα από κοιλόπονους), το θυμιατίζουν και μετά ρίχνουν τα κάρβουνα μέσα σε νερό. Αν τα κάρβουνα βυθιστούν, τότε το παιδί είναι σίγουρα «ματιασμένο». Κι αν το βιάζονται το πράγμα τότε ρίχνουν τρεις σταγόνες λαδιού μέσα σ’ ένα ποτήρι με νερό. Αν αυτές σχηματίσουν «μάτι» το παιδί είναι «ματιασμένο».
Ο Θ. Παπακωνσταντίνου στην «ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ», απ’ όπου και τα στοιχεία του παρόντος, αναφέρει κι άλλους πολλούς τρόπους αυτής της αυτοψίας, οι οποίοι από την μια καταδεικνύουν το μέγεθος της ανθρώπινης ανοησίας κι από την άλλη την απύθμενη φαντασία της ανοησίας αυτής.
Τέλος η χριστιανική εκκλησία ναι μεν παραδέχεται τις βασκανίες και τα ματιάσματα, ως έργα του διαβόλου, αλλά ρητά και κατηγορηματικά επιτάσσει την διαχείριση του θέματος αποκλειστικά από την ίδια. Εδώ ο σκοταδισμός, η αμορφωσιά και η δεισιδαιμονία ενδύεται κανονικά τον θρησκευτικό χιτώνα. Αποτελεί ντροπή για όλους μας και μόνο η αναφορά στο κατάντημά της αυτό. Όμως ο χριστιανισμός ευθύνεται και για τρισχειρότερα καταντήματα. Ένα δε απ’ αυτά είναι οι εξορκισμοί! Και δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι όχι μόνο παραδέχεται όλες αυτές τις ανοησίες αλλά επί πλέον και τις καλλιεργεί. Διότι μόνον τέτοιους ανθρώπους μπορεί να αρμέγει δίχως να κινδυνεύει να λακτιστεί απ’ αυτούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου