Ο ίδιος υπέγραφε ως «Ρήγας Βελεστινλής» ή «Ρήγας ο Θεσσαλός» και ουδέποτε «Φεραίος», κάτι που είναι δημιούργημα μεταγενέστερων λογίων.
Ο Ρήγας γεννήθηκε στο Βελεστίνο της Θεσσαλίας στα μέσα της δεκαετίας του 1750. Δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα η ακριβής χρονολογία της γέννησής του, αλλά η πιθανότερη εκδοχή είναι το 1757.
Οι γονείς του, Κυρίτζης και Μαρία, ήταν ευκατάστατοι κάτοικοι του Βελεστίνου. Ο πατέρας του ασχολείτο με βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες. Είχε έναν αδελφό, τον Κώστα, και ίσως μια αδελφή, την Ασήμω (η ύπαρξη αδελφής του αμφισβητείται διότι δεν υπάρχουν σχετικά έγγραφα).
Παρακολούθησε μαθήματα στο σχολείο της Ζαγοράς. Μετά την ολοκλήρωση των βασικών σπουδών του, κι αφού για ένα μικρό διάστημα δίδαξε κι ο ίδιος σε ένα κοντινό χωριό, τον Κισσό, εγκατέλειψε την πατρίδα του και πήγε στην Πόλη. Η μετάβασή του στην Πόλη τοποθετείται γύρω στο 1773-1774, όταν ήταν 17, περίπου, ετών. Εκεί φαίνεται ότι εντάσσεται στην ανθούσα κοινότητα των πηλιορειτών εμπόρων και ασχολείται και ο ίδιος με το εμπόριο. Αξιοποιώντας τις στενές σχέσεις των συμπατριωτών του με τους Φαναριώτες και το Πατριαρχείο έρχεται σε επαφή με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη –πατέρα των Κωνσταντίνου και Δημητρίου Υψηλάντη και παππού του νεότερου Αλέξανδρου Υψηλάντη– και γίνεται γραμματέας του. Ο Υψηλάντης τον βοηθά να αποκτήσει ανώτερη μόρφωση και να μάθει γαλλικά. Δεν είναι γνωστό το ακριβές διάστημα που παρέμεινε στην Πόλη, αλλά φαίνεται ότι κάποια στιγμή έφυγε μαζί με τον Υψηλάντη για τις Ηγεμονίες.
Γύρω στα 1786 βρίσκεται στο Βουκουρέστι. Εκεί προσλαμβάνεται ως γραμματέας από τον άρχοντα Μπραγκοβάνου.
Στο Βουκουρέστι, ο Ρήγας Βελεστινλής συναντά τον Δημήτριο Καταρτζή, με τον οποίο σχετίζεται στενά.
Ο Δημήτριος Καταρτζής (1730-1807) υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ελληνικής λογιοσύνης του 18ου αιώνα. Οραματιζόταν τη δημιουργία μίας ελληνικής επικράτειας ευθυγραμμισμένης με τα πρότυπα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, ιδιαίτερα όπως αυτά εκφράστηκαν από τους Εγκυκλοπαιδιστές. Επεξεργάστηκε ένα ευρύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που θεμελιωνόταν στη δημοτική γλώσσα ως αποκλειστικό όργανο παιδείας.
Την περίοδο που τον συνάντησε ο Ρήγας, ο Καταρτζής βρισκόταν στην κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας και ασχολούνταν με την ανάπτυξη του σχεδίου του με σειρά προκηρύξεων, δοκιμίων και μελετών. Εκτός από τον Ρήγα, στον κύκλο του ανήκαν ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Δανιήλ Φιλιππίδης κ.ά. Σύμφωνα με τον Χριστόφορο Περραιβό, που υπήρξε σύντροφος και ο πρώτος βιογράφος του Ρήγα, ο Καταρτζής γοητευμένος από την προσωπικότητα του Ρήγα άρχισε να συνεργάζεται μαζί του. Τον δίδαξε αραβικά και τον συνέδραμε με τις πολιτικές συμβουλές του.
Το 1790, ηγεμόνας της Βλαχίας διορίζεται ο Μαυρογένης, ο οποίος δεν είναι Φαναριώτης. Ο Ρήγας φαίνεται ότι είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τους φαναριώτικους κύκλους μετά την αναγόρευση του Υψηλάντη σε ηγεμόνα της Μολδαβίας. Έτσι, μετά από λίγο καιρό μπαίνει στην υπηρεσία του Μαυρογένους ως γραμματέας.
Επίσης, σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, κατά την παραμονή του στη Βλαχία, ο Ρήγας απέκτησε τσιφλίκι στην επαρχία της Βλάσκας και ασχολήθηκε με την παραγωγή και το εμπόριο κτηνοτροφικών προϊόντων.
Στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1787-1792, ο Μαυρογένης ανέλαβε την επιστασία των τουρκικών στρατευμάτων της περιοχής. Ο Ρήγας διορίζεται μεσολαβητής μεταξύ του Μαυρογένους και των τουρκικών στρατευμάτων που σταθμεύουν στην Κράιοβα. Εκεί του δίνεται η ευκαιρία να γνωριστεί με έναν τούρκο οπλαρχηγό της περιοχής του Βιδινίου, τον Πασβάνογλου ή Παζβάντογλου. Όταν ο τελευταίος πέφτει στη δυσμένεια του Μαυρογένους, ο Ρήγας τον φυγαδεύει και μετά το θάνατο του Μαυρογένους τον ξανασυναντά και τον μυεί στο πολιτικό του όραμα.
Την ίδια, περίπου, περίοδο συνοδεύει στη Βιέννη το Μεγάλο Σερδάρη Χριστόδουλο Κιρλιάνο, ως γραμματέας και διερμηνέας. Εκεί παραμένει μέχρι την άνοιξη του 1791 και τυπώνει το Σχολείον των Ντελικάτων Εραστών (1790) και το Φυσικής Απάνθισμα (1790) με τη συνδρομή και χορηγία του Κιρλιάνου.
Χριστόφορος Περραιβός
Το 1793 φτάνει στο Βουκουρέστι ο Χριστόφορος Περραιβός, ο οποίος επιδιώκει συνάντηση με τον Ρήγα. Εντυπωσιάζεται από το λόγο του και από την κατήχηση του Καταρτζή. Έκτοτε και μέχρι τη σύλληψη του Ρήγα στην Τεργέστη παραμένει αχώριστος σύντροφός του. Ο Ρήγας εμπνέεται από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και οραματίζεται ένα βαλκανικό μέλλον, όπου όλες οι εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (“Βούλγαροι, κι Αρβανήτες, Αρμένοι, και Ρωμηοί, Αράπηδες και Άσπροι”, γράφει στο Θούριο) θα συγκροτήσουν ένα σύγχρονο κράτος με δημοκρατικές αρχές και οικονομική ελευθερία.
Το 1796 ο Ρήγας αποφασίζει να μεταβεί εκ νέου στη Βιέννη. Εκεί παραμένει από τον Αύγουστο του 1796 μέχρι το Δεκέμβριο του 1797.
Στη Βιέννη, από τα μέσα του 17ου αιώνα συρρέουν πολλοί Έλληνες, κυρίως από τη δυτική Μακεδονία. Όταν φτάνει ο Ρήγας εκεί, συναντά μια εξαιρετικά αναπτυγμένη κοινότητα εμπόρων, αφού από τους 120, περίπου, εμπορικούς και τραπεζιτικούς οίκους της αυστριακής πρωτεύουσας τα τρία τέταρτα ανήκουν σε Έλληνες. Πολλοί από αυτούς έχουν αυστριακή υπηκοότητα για λόγους που σχετίζονται με την ελευθερία των μετακινήσεων και των οικονομικών συναλλαγών.
Από τις αρχές του 1790, εκδίδεται στη Βιέννη το πρώτο ελληνικό δημοσιογραφικό όργανο, η Εφημερίς, από τους αδελφούς Μαρκίδες Πούλιου. Ο νεότερος από αυτούς, ο Γεώργιος Μαρκίδης Πούλιος, αυστριακής υπηκοότητας, είναι βαθιά επηρεασμένος από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και προπαγανδίζει στους αναγνώστες του τις νέες αρχές της πολιτικής. Ο Ρήγας φτάνοντας στη Βιέννη αναπτύσσει έντονη συνωμοτική δράση και συστήνει μυστική πατριωτική εταιρεία, μέλη της οποίας γίνονται πολλοί Έλληνες έμποροι της αυστριακής πρωτεύουσας. Οι εκδότες της Εφημερίδος υποστηρίζουν την προπαγανδιστική και εκδοτική δραστηριότητα του Ρήγα με όλα τα μέσα που διαθέτουν, ενώ πολλοί εύποροι έμποροι της Ελληνικής κοινότητας χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές του.
Μείζων πολιτικός στόχος του Ρήγα είναι να έρθει σε επαφή με τον Ναπολέοντα, που εκείνη την εποχή βρίσκεται στην Ιταλία, για να τον πείσει να στρέψει την προσοχή του στις βαλκανικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προκειμένου να διανοίξει ένα δίαυλο επικοινωνίας καταφεύγει στο συμβολισμό του δώρου: Στέλνει στον αυτοκράτορα μια ταμπακιέρα φτιαγμένη από το ξύλο δάφνης που βρίσκεται στα ερείπια του ναού του Απόλλωνα, στα θεσσαλικά Τέμπη. Σύμφωνα με την αφήγηση του Περραιβού, ο Ναπολέων, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε καταλάβει τη Βενετία, συγκινήθηκε από το δώρο και κάλεσε τον Ρήγα στη Βενετία. Είτε αληθεύει η αφήγηση αυτή είτε όχι, ο Ρήγας πηγαίνει στην Τεργέστη αποφασισμένος να περάσει στην Ιταλία και να τον συναντήσει.
Όταν αποφασίζει να πάει στην Τεργέστη, προπέμπει όλα τα νόμιμα και παράνομα τυπωμένα συγγράμματά του στον έμπορο Αντώνιο Κορωνιό που είναι μέλος της πατριωτικής εταιρείας και ζει στην Τεργέστη.
Λόγω της απουσίας του Κορωνιού τα υλικά αυτά πέφτουν στα χέρια του συνεταίρου του, Δημητρίου Οικονόμου, ο οποίος τα παραδίδει στις αυστριακές αρχές.
Με την άφιξή του ο Ρήγας και ενώ ετοιμάζεται να συναντήσει το Γάλλο Πρόξενο συλλαμβάνεται από την αυστριακή αστυνομία. Είναι 19 Δεκεμβρίου 1797. Κρατείται και ανακρίνεται.
Τη νύκτα όμως της 30-31 Δεκεμβρίου 1797, ο Βελεστινλής, συνειδητοποιώντας τη δυσχερή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο ίδιος, αλλά και το αδιέξοδο των επαναστατικών του σχεδιασμών, ίσως γιατί φοβήθηκε μήπως δεν αντέξει στα βασανιστήρια -που γνώριζε ότι θα υποβληθεί- και για να μην προδώσει τους συνεργάτες του, είτε από απελπισία για τη λιποψυχία του Περραιβού (όπως υποστηρίζει ο Κορδάτος) επιχείρησε να αυτοκτονήσει με ένα μικρό μαχαιρίδιο, καταφέρνοντας ένα πλήγμα στο υπογάστριό του, αλλά απέτυχε.
Τραυματισμένος αρκετά σοβαρά όπως ήταν, οδηγήθηκε σε νοσοκομείο όπου παρέμεινε έως τις αρχές του Φεβρουαρίου του 1798.
Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στην Τεργέστη φαίνεται ότι, υπό την ανοχή των φυλάκων του, κατόρθωσε να ειδοποιήσει με επιστολή το Γάλλο πρόξενο ζητώντας την επέμβασή του για να αφεθεί ελεύθερος, όμως εκείνος καθυστέρησε αρκετά να ενεργήσει, αφού θεώρησε σκόπιμο να πληροφορήσει πρώτα τους ανωτέρους του και να ζητήσει τη σχετική άδεια.
Μόλις μαθεύτηκε η σύλληψη του Ρήγα πολλοί έκαναν έκκληση, στο σουλτάνο Σελίμ Γ΄, για την απελευθέρωσή του. Ωστόσο, οι εχθροί του Βελεστινλή έπεισαν τον Σουλτάνο πως έπρεπε να θανατωθεί χωρίς διαδικασία, πριν οι επαναστατικές ενέργειές του οδηγήσουν σε εξέγερση στα Βαλκάνια.
Έτσι οδηγήθηκε στη Βιέννη, στις 14 Φεβρουαρίου 1798, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Το κτήριο της αστυνομίας όπου κρατήθηκε ήταν ένα παλιό γυναικείο μοναστήρι του τάγματος των Καρμελιτών.
Μετά το πέρας των ανακρίσεων, και αφού υπήρξαν συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, απελάθηκαν στην Αυστροουγγαρία όσοι από τους συλληφθέντες ήταν Αυστριακοί υπήκοοι ή υπήκοοι άλλων χωρών εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να δικαστούν από τις Αυστριακές αρχές. Αντίθετα όσοι ήταν Οθωμανοί υπήκοοι απελάθηκαν στην Οθωμανική επικράτεια για να υποστούν τις κυρώσεις του Σουλτάνου.
Ο Ρήγας (41 χρονών) και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης (31 χρονών, έμπορος από τη Χίο), ο Δημήτριος Νικολίδης (32 χρονών, γιατρός από τα Ιωάννινα), ο Αντώνιος Κορωνιός (27 χρονών, έμπορος και λόγιος από τη Χίο), ο Ιωάννης Καρατζάς (31 χρονών, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου), ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας (22 χρονών, έμπορος από την Σιάτιστα), ο Ιωάννης Εμμανουήλ (24 χρονών, φοιτητής της ιατρικής από τη Καστοριά) και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ (22 χρονών, αδελφός του προηγούμενου και υπάλληλος του Αργέντη), με συνοδεία των αυστριακών αρχών (έπειτα από κοπιαστικό ταξίδι μίας εβδομάδας μέσω Σεμλίνου και μετά με ποταμόπλοιο) παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον Πύργο Νεμπόισα, παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου.
Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη, σύμφωνα με τα επίσημα Αυστριακά έγγραφα (έκθεση Λεγκράν – Λαμπρού, σελ. 167).
Οι Οθωμανικές Αρχές, όπως υποστηρίζεται, διέδωσαν ψευδώς ότι οι οκτώ έγκλειστοι είχαν δραπετεύσει, ενώ προς επίρρωσιν του ισχυρισμού τους εξαπέλυσαν εικονικές έρευνες για την ανεύρεσή τους και τελικά δηλώθηκε ότι οι δραπέτες είχαν πνιγεί στον ποταμό. Είχε προηγηθεί αλληλογραφία με την Υψηλή Πύλη δια της οποίας δόθηκε από το Σουλτάνο η εντολή της δολοφονίας τους χωρίς δίκη.
Κορυφαίο έργο του Ρήγα Βελεστινλή θεωρείται η “ Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης , της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας” που περιείχε:
– τον Θούριο , γνωστό επαναστατικό άσμα
– μία επαναστατική προκήρυξη
– τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου σύμφωνα με τα πρότυπα των Γάλλων Διαφωτιστών
– το Σύνταγμα του Ρήγα
Την περίοδο που τον συνάντησε ο Ρήγας, ο Καταρτζής βρισκόταν στην κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας και ασχολούνταν με την ανάπτυξη του σχεδίου του με σειρά προκηρύξεων, δοκιμίων και μελετών. Εκτός από τον Ρήγα, στον κύκλο του ανήκαν ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Δανιήλ Φιλιππίδης κ.ά. Σύμφωνα με τον Χριστόφορο Περραιβό, που υπήρξε σύντροφος και ο πρώτος βιογράφος του Ρήγα, ο Καταρτζής γοητευμένος από την προσωπικότητα του Ρήγα άρχισε να συνεργάζεται μαζί του. Τον δίδαξε αραβικά και τον συνέδραμε με τις πολιτικές συμβουλές του.
Το 1790, ηγεμόνας της Βλαχίας διορίζεται ο Μαυρογένης, ο οποίος δεν είναι Φαναριώτης. Ο Ρήγας φαίνεται ότι είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τους φαναριώτικους κύκλους μετά την αναγόρευση του Υψηλάντη σε ηγεμόνα της Μολδαβίας. Έτσι, μετά από λίγο καιρό μπαίνει στην υπηρεσία του Μαυρογένους ως γραμματέας.
Επίσης, σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, κατά την παραμονή του στη Βλαχία, ο Ρήγας απέκτησε τσιφλίκι στην επαρχία της Βλάσκας και ασχολήθηκε με την παραγωγή και το εμπόριο κτηνοτροφικών προϊόντων.
Στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1787-1792, ο Μαυρογένης ανέλαβε την επιστασία των τουρκικών στρατευμάτων της περιοχής. Ο Ρήγας διορίζεται μεσολαβητής μεταξύ του Μαυρογένους και των τουρκικών στρατευμάτων που σταθμεύουν στην Κράιοβα. Εκεί του δίνεται η ευκαιρία να γνωριστεί με έναν τούρκο οπλαρχηγό της περιοχής του Βιδινίου, τον Πασβάνογλου ή Παζβάντογλου. Όταν ο τελευταίος πέφτει στη δυσμένεια του Μαυρογένους, ο Ρήγας τον φυγαδεύει και μετά το θάνατο του Μαυρογένους τον ξανασυναντά και τον μυεί στο πολιτικό του όραμα.
Την ίδια, περίπου, περίοδο συνοδεύει στη Βιέννη το Μεγάλο Σερδάρη Χριστόδουλο Κιρλιάνο, ως γραμματέας και διερμηνέας. Εκεί παραμένει μέχρι την άνοιξη του 1791 και τυπώνει το Σχολείον των Ντελικάτων Εραστών (1790) και το Φυσικής Απάνθισμα (1790) με τη συνδρομή και χορηγία του Κιρλιάνου.
Χριστόφορος Περραιβός
Το 1793 φτάνει στο Βουκουρέστι ο Χριστόφορος Περραιβός, ο οποίος επιδιώκει συνάντηση με τον Ρήγα. Εντυπωσιάζεται από το λόγο του και από την κατήχηση του Καταρτζή. Έκτοτε και μέχρι τη σύλληψη του Ρήγα στην Τεργέστη παραμένει αχώριστος σύντροφός του. Ο Ρήγας εμπνέεται από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και οραματίζεται ένα βαλκανικό μέλλον, όπου όλες οι εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (“Βούλγαροι, κι Αρβανήτες, Αρμένοι, και Ρωμηοί, Αράπηδες και Άσπροι”, γράφει στο Θούριο) θα συγκροτήσουν ένα σύγχρονο κράτος με δημοκρατικές αρχές και οικονομική ελευθερία.
Το 1796 ο Ρήγας αποφασίζει να μεταβεί εκ νέου στη Βιέννη. Εκεί παραμένει από τον Αύγουστο του 1796 μέχρι το Δεκέμβριο του 1797.
Στη Βιέννη, από τα μέσα του 17ου αιώνα συρρέουν πολλοί Έλληνες, κυρίως από τη δυτική Μακεδονία. Όταν φτάνει ο Ρήγας εκεί, συναντά μια εξαιρετικά αναπτυγμένη κοινότητα εμπόρων, αφού από τους 120, περίπου, εμπορικούς και τραπεζιτικούς οίκους της αυστριακής πρωτεύουσας τα τρία τέταρτα ανήκουν σε Έλληνες. Πολλοί από αυτούς έχουν αυστριακή υπηκοότητα για λόγους που σχετίζονται με την ελευθερία των μετακινήσεων και των οικονομικών συναλλαγών.
Από τις αρχές του 1790, εκδίδεται στη Βιέννη το πρώτο ελληνικό δημοσιογραφικό όργανο, η Εφημερίς, από τους αδελφούς Μαρκίδες Πούλιου. Ο νεότερος από αυτούς, ο Γεώργιος Μαρκίδης Πούλιος, αυστριακής υπηκοότητας, είναι βαθιά επηρεασμένος από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και προπαγανδίζει στους αναγνώστες του τις νέες αρχές της πολιτικής. Ο Ρήγας φτάνοντας στη Βιέννη αναπτύσσει έντονη συνωμοτική δράση και συστήνει μυστική πατριωτική εταιρεία, μέλη της οποίας γίνονται πολλοί Έλληνες έμποροι της αυστριακής πρωτεύουσας. Οι εκδότες της Εφημερίδος υποστηρίζουν την προπαγανδιστική και εκδοτική δραστηριότητα του Ρήγα με όλα τα μέσα που διαθέτουν, ενώ πολλοί εύποροι έμποροι της Ελληνικής κοινότητας χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές του.
Μείζων πολιτικός στόχος του Ρήγα είναι να έρθει σε επαφή με τον Ναπολέοντα, που εκείνη την εποχή βρίσκεται στην Ιταλία, για να τον πείσει να στρέψει την προσοχή του στις βαλκανικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προκειμένου να διανοίξει ένα δίαυλο επικοινωνίας καταφεύγει στο συμβολισμό του δώρου: Στέλνει στον αυτοκράτορα μια ταμπακιέρα φτιαγμένη από το ξύλο δάφνης που βρίσκεται στα ερείπια του ναού του Απόλλωνα, στα θεσσαλικά Τέμπη. Σύμφωνα με την αφήγηση του Περραιβού, ο Ναπολέων, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε καταλάβει τη Βενετία, συγκινήθηκε από το δώρο και κάλεσε τον Ρήγα στη Βενετία. Είτε αληθεύει η αφήγηση αυτή είτε όχι, ο Ρήγας πηγαίνει στην Τεργέστη αποφασισμένος να περάσει στην Ιταλία και να τον συναντήσει.
Όταν αποφασίζει να πάει στην Τεργέστη, προπέμπει όλα τα νόμιμα και παράνομα τυπωμένα συγγράμματά του στον έμπορο Αντώνιο Κορωνιό που είναι μέλος της πατριωτικής εταιρείας και ζει στην Τεργέστη.
Λόγω της απουσίας του Κορωνιού τα υλικά αυτά πέφτουν στα χέρια του συνεταίρου του, Δημητρίου Οικονόμου, ο οποίος τα παραδίδει στις αυστριακές αρχές.
Με την άφιξή του ο Ρήγας και ενώ ετοιμάζεται να συναντήσει το Γάλλο Πρόξενο συλλαμβάνεται από την αυστριακή αστυνομία. Είναι 19 Δεκεμβρίου 1797. Κρατείται και ανακρίνεται.
Τη νύκτα όμως της 30-31 Δεκεμβρίου 1797, ο Βελεστινλής, συνειδητοποιώντας τη δυσχερή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο ίδιος, αλλά και το αδιέξοδο των επαναστατικών του σχεδιασμών, ίσως γιατί φοβήθηκε μήπως δεν αντέξει στα βασανιστήρια -που γνώριζε ότι θα υποβληθεί- και για να μην προδώσει τους συνεργάτες του, είτε από απελπισία για τη λιποψυχία του Περραιβού (όπως υποστηρίζει ο Κορδάτος) επιχείρησε να αυτοκτονήσει με ένα μικρό μαχαιρίδιο, καταφέρνοντας ένα πλήγμα στο υπογάστριό του, αλλά απέτυχε.
Τραυματισμένος αρκετά σοβαρά όπως ήταν, οδηγήθηκε σε νοσοκομείο όπου παρέμεινε έως τις αρχές του Φεβρουαρίου του 1798.
Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στην Τεργέστη φαίνεται ότι, υπό την ανοχή των φυλάκων του, κατόρθωσε να ειδοποιήσει με επιστολή το Γάλλο πρόξενο ζητώντας την επέμβασή του για να αφεθεί ελεύθερος, όμως εκείνος καθυστέρησε αρκετά να ενεργήσει, αφού θεώρησε σκόπιμο να πληροφορήσει πρώτα τους ανωτέρους του και να ζητήσει τη σχετική άδεια.
Μόλις μαθεύτηκε η σύλληψη του Ρήγα πολλοί έκαναν έκκληση, στο σουλτάνο Σελίμ Γ΄, για την απελευθέρωσή του. Ωστόσο, οι εχθροί του Βελεστινλή έπεισαν τον Σουλτάνο πως έπρεπε να θανατωθεί χωρίς διαδικασία, πριν οι επαναστατικές ενέργειές του οδηγήσουν σε εξέγερση στα Βαλκάνια.
Έτσι οδηγήθηκε στη Βιέννη, στις 14 Φεβρουαρίου 1798, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Το κτήριο της αστυνομίας όπου κρατήθηκε ήταν ένα παλιό γυναικείο μοναστήρι του τάγματος των Καρμελιτών.
Μετά το πέρας των ανακρίσεων, και αφού υπήρξαν συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, απελάθηκαν στην Αυστροουγγαρία όσοι από τους συλληφθέντες ήταν Αυστριακοί υπήκοοι ή υπήκοοι άλλων χωρών εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να δικαστούν από τις Αυστριακές αρχές. Αντίθετα όσοι ήταν Οθωμανοί υπήκοοι απελάθηκαν στην Οθωμανική επικράτεια για να υποστούν τις κυρώσεις του Σουλτάνου.
Ο Ρήγας (41 χρονών) και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης (31 χρονών, έμπορος από τη Χίο), ο Δημήτριος Νικολίδης (32 χρονών, γιατρός από τα Ιωάννινα), ο Αντώνιος Κορωνιός (27 χρονών, έμπορος και λόγιος από τη Χίο), ο Ιωάννης Καρατζάς (31 χρονών, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου), ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας (22 χρονών, έμπορος από την Σιάτιστα), ο Ιωάννης Εμμανουήλ (24 χρονών, φοιτητής της ιατρικής από τη Καστοριά) και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ (22 χρονών, αδελφός του προηγούμενου και υπάλληλος του Αργέντη), με συνοδεία των αυστριακών αρχών (έπειτα από κοπιαστικό ταξίδι μίας εβδομάδας μέσω Σεμλίνου και μετά με ποταμόπλοιο) παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον Πύργο Νεμπόισα, παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου.
Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη, σύμφωνα με τα επίσημα Αυστριακά έγγραφα (έκθεση Λεγκράν – Λαμπρού, σελ. 167).
Οι Οθωμανικές Αρχές, όπως υποστηρίζεται, διέδωσαν ψευδώς ότι οι οκτώ έγκλειστοι είχαν δραπετεύσει, ενώ προς επίρρωσιν του ισχυρισμού τους εξαπέλυσαν εικονικές έρευνες για την ανεύρεσή τους και τελικά δηλώθηκε ότι οι δραπέτες είχαν πνιγεί στον ποταμό. Είχε προηγηθεί αλληλογραφία με την Υψηλή Πύλη δια της οποίας δόθηκε από το Σουλτάνο η εντολή της δολοφονίας τους χωρίς δίκη.
Κορυφαίο έργο του Ρήγα Βελεστινλή θεωρείται η “ Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης , της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας” που περιείχε:
– τον Θούριο , γνωστό επαναστατικό άσμα
– μία επαναστατική προκήρυξη
– τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου σύμφωνα με τα πρότυπα των Γάλλων Διαφωτιστών
– το Σύνταγμα του Ρήγα
Ο Ρήγας αφορίστηκε επίσημα από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως σαν πρωτεργάτης της Ελληνικής επανάστασης και του διαφωτισμού.
Σάς γνωρίζει ότι το βασικό επαναστατικό κείμενο του εθνεγέρτη Ρήγα Βελεστινλή, η "Νέα Πολιτική Διοίκησις", που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1797 και έγινε αιτία της συλλήψεώς του, καταδικάσθηκε από τον τότε πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τον Γρηγόριο τον Ε΄, στην πατριαρχική επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 1798, όπου αναφέρεται "ότι συνέπεσεν εις χείρας ημών εν σύνταγμα εις μίαν κόλλαν χαρτί ολόκληρον, μεγάλην, εις απλήν φράσιν (r)ωμαϊκήν, επιγραφόμενον "νέα πολιτική διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης των μικρών εν τFή μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας" και ανεμνήσθημεν του ποιμαντικού χρέους". Καταλήγοντας, " Οθεν εντελλόμεθά σοι σφοδρώς... να μήν παραμπέση τοιούτον σύνταγμα εις ανάγνωσιν τώ χριστιανικώ εμπιστευθέντι σοι λαώ (...) ότι πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών, τοίς δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον".
1798, Δεκεμβρίου α΄ + Κωνσταντινουπόλεως εν Χριστώ αδελφός.
Σάς γνωρίζει ότι το βασικό επαναστατικό κείμενο του εθνεγέρτη Ρήγα Βελεστινλή, η "Νέα Πολιτική Διοίκησις", που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1797 και έγινε αιτία της συλλήψεώς του, καταδικάσθηκε από τον τότε πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τον Γρηγόριο τον Ε΄, στην πατριαρχική επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 1798, όπου αναφέρεται "ότι συνέπεσεν εις χείρας ημών εν σύνταγμα εις μίαν κόλλαν χαρτί ολόκληρον, μεγάλην, εις απλήν φράσιν (r)ωμαϊκήν, επιγραφόμενον "νέα πολιτική διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης των μικρών εν τFή μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας" και ανεμνήσθημεν του ποιμαντικού χρέους". Καταλήγοντας, " Οθεν εντελλόμεθά σοι σφοδρώς... να μήν παραμπέση τοιούτον σύνταγμα εις ανάγνωσιν τώ χριστιανικώ εμπιστευθέντι σοι λαώ (...) ότι πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών, τοίς δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον".
1798, Δεκεμβρίου α΄ + Κωνσταντινουπόλεως εν Χριστώ αδελφός.
ΟΙ ΡΑΣΟΦΟΡΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΤΟΥ ΓΙΑΧΒΕ ΤΑ ΕΙΧΑΝ ΚΑΛΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΑΦΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΑΝ ΣΑΝ ΦΟΡΟΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΚΥΡΙΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΧΑΛΑΓΑΝ ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΓΙΑΤΙ ΗΤΑΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφή