ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΙΠΠΟΤΕΣ ΜΟΝΑΧΟΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ
ΙΠΠΟΤΕΣ ΜΟΝΑΧΟΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ
Το 1099 η Α' Σταυροφορία στέφθηκε από επιτυχία με την κατάληψη της Ιερουσαλήμ. Ήταν ένα μεγάλο, απρόσμενο σχεδόν επίτευγμα, καθώς οι σταυροφόροι έφθασαν στην Παλαιστίνη κατάκοποι και μετά από πολλές κακουχίες και οι δυνάμεις τους είχαν αποδεκατιστεί κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας προς τους Αγίους Τόπους. Η είδηση της κατάληψης της ιερής πόλης των Χριστιανών και της απαλλαγής της από την κυριαρχία των Μουσουλμάνων συγκλόνισε από χαρά την Ευρωπαϊκή Δύση. Η θέση των σταυροφόρων, όμως, στην Παλαιστίνη και στη Συρία δεν ήταν ακόμα εξασφαλισμένη. Η Α' Σταυροφορία είχε καταλάβει σημαντικές πόλεις της περιοχής, αλλά οι περισσότερες βρίσκονταν κατά μήκος της ακτής. Για να παραμείνουν οι σταυροφόροι στους Αγίους Τόπους έπρεπε να επεκτείνουν την κυριαρχία τους καταλαμβάνοντας τμήματα της ενδοχώρας, ώστε να σχηματίσουν κράτη με ασφαλή σύνορα. Το σπουδαιότερο κράτος που ίδρυσαν οι σταυροφόροι στη Συρία και στην Παλαιστίνη ήταν το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ ...
Το οποίο κράτος περιελάμβανε την περιοχή της Παλαιστίνης ανάμεσα στον ποταμό Ιορδάνη και στις ακτές της Μεσογείου, φθάνοντας στον Νότο μέχρι τον κόλπο της Άκαμπα, στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας. Στα βόρεια το βασίλειο περιελάμβανε και το νότιο μέρος του σημερινού Λιβάνου, με το ισχυρό οχυρό της Τύρου. Πρωτεύουσά του ήταν η Ιερουσαλήμ, σημαντικότερη όμως πόλη ήταν το λιμάνι του Αγίου Ιωάννη της Άκρας, όπου συγκεντρωνόταν το μεγαλύτερο μέρος της εμπορικής κίνησης και αποβιβάζονταν οι περισσότεροι Δυτικοί που έφθαναν στους Αγίους Τόπους ως προσκυνητές ή για να πολεμήσουν κατά των Μουσουλμάνων. Βόρεια του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, στις ακτές του Λιβάνου, βρισκόταν η Κομητεία της Τρίπολης, με κέντρο την ομώνυμη πόλη, η οποία ήταν ένα από τα ισχυρότερα οχυρά της περιοχής.
Η κομητεία συνόρευε με τους οικισμούς των Ασσασίνων, μιας Ισλαμικής αίρεσης η οποία στήριζε τη δύναμή της στην τυφλή πίστη των οπαδών της, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να διαπράξουν οποιαδήποτε πολιτική δολοφονία τους διέταζε ο αρχηγός τους χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες που θα αντιμετώπιζαν αν συλλαμβάνονταν. Παρά τον μικρό αριθμό τους οι Ασσασίνοι, χάρη στην αποφασιστικότητά τους, εξελίχθηκαν σε έναν σημαντικό πολιτικό παράγοντα στην περιοχή, τηρώντας επιδέξια τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στους Χριστιανούς σταυροφόρους, τους Μουσουλμάνους ηγεμόνες και τον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος έριχνε τη σκιά της ισχύος του στην περιοχή μέχρι την καταστροφή του Βυζαντινού στρατού στο Μυριοκέφαλο το 1176.
Βορειότερα από την Κομητεία της Τρίπολης και τους οικισμούς των Ασσασίνων βρισκόταν το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Η Αντιόχεια ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Συρίας και εξαιρετικά οχυρωμένη. Κατά την Α' Σταυροφορία καταλήφθηκε από τον Νορμανδό Βοημούνδο, ιδρυτή της τοπικής Νορμανδικής δυναστείας. Το πριγκιπάτο μαζί με το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ αποτελούσαν τα ισχυρότερα κράτη που ίδρυσαν οι σταυροφόροι στην περιοχή. Βρισκόταν όμως υπό τη συνεχή απειλή της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ότι η περιοχή της Αντιόχειας τούς ανήκε δικαιωματικά και αντιμετώπιζαν τους Νορμανδούς ως ενοχλητικούς και επικίνδυνους σφετεριστές της αυτοκρατορικής γης στη Συρία.
Ανατολικά του πριγκιπάτου βρισκόταν ένα ακόμα κράτος το οποίο δημιούργησαν οι σταυροφόροι, η Κομητεία της Έδεσσας, η μόνη από τις τέσσερις ηγεμονίες που δεν είχε έξοδο στη θάλασσα. Η Έδεσσα δεν διέθετε σαφή και ασφαλή σύνορα και οι ηγεμόνες της βρίσκονταν σε συνεχή σύγκρουση με τους Μουσουλμάνους γείτονές τους για να υπερασπιστούν τη γη τους από τις συνεχείς επιδρομές. Οι σπουδαιότεροι Μουσουλμάνοι αντίπαλοι των σταυροφόρων ήταν τα Τουρκικά φύλα που είχαν κυριαρχήσει στη Συρία. Αν και η περιοχή ήταν διασπασμένη σε μικρά εμιράτα, ικανοί ηγέτες μπορούσαν να ενώσουν όλα τα μικρά Μουσουλμανικά κράτη και να σχηματίσουν μια μεγάλη δύναμη, ικανή να εκδιώξει τους Χριστιανούς από τα παράλια της Συρίας.
Η αντιπαράθεση εκτός από θρησκευτική ήταν και οικονομική, καθώς τα Χριστιανικά κράτη της ακτής έλεγχαν το εμπόριο της Ασίας, που μέσω των δρόμων των καραβανιών κατέληγε στις ακτές της Συρίας, του Λιβάνου και της Παλαιστίνης. Σε αντίθεση με την ελεγχόμενη από τους Τούρκους Συρία, στην Αίγυπτο κυριαρχούσαν ακόμα οι Άραβες. Η χώρα αυτή διέθετε ανεξάντλητες πηγές πλούτου και ανθρώπινου δυναμικού αλλά βρισκόταν σε παρακμή και δεν μπορούσε να εκμεταλλευθεί το σύνολο των δυνάμεών της. Ωστόσο παρά τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε παρέμενε μια ισχυρή απειλή για το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΤΑΓΜΑΤΩΝ
Οι σταυροφόροι στους Αγίους Τόπους, περικυκλωμένοι από τόσους πολλούς και ισχυρούς εχθρούς, ήταν αναγκασμένοι να μάχονται συνεχώς για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην περιοχή. Για τους ιππότες των Αγίων Τόπων, σε αντίθεση με τους ομοίους τους της Ευρωπαϊκής Δύσης, ο πόλεμος ήταν μια μόνιμη κατάσταση. Κάθε χρόνο οι Χριστιανοί ετοιμάζονταν είτε για να αντιμετωπίσουν εισβολή από τους Μουσουλμάνους, είτε για να εισβάλουν οι ίδιοι στα εχθρικά εδάφη. Οι εισβολές αυτές συνήθως ήταν μικρής κλίμακας επιδρομές με σκοπό να τρομοκρατήσουν τον αντίπαλο και να του προκαλέσουν φθορά μέσω της λεηλασίας της γης του. Μερικές φορές όμως ήταν μεγάλης κλίμακας επιθέσεις με σκοπό την κατάληψη σημαντικών οχυρών.
Οι Χριστιανοί σκόπευαν στην κατάκτηση των δύο μεγάλων πόλεων της Συριακής ενδοχώρας, της Δαμασκού στον Νότο και του Χαλεπίου στον Βορρά, ενώ οι Μουσουλμάνοι επιθυμούσαν την ανάκτηση της Ιερουσαλήμ, η οποία ήταν και για αυτούς ιερή πόλη, και της Αντιόχειας, όπως και την κατάληψη μερικών παραθαλάσσιων Χριστιανικών οχυρών ώστε να εξασφαλίσουν έξοδο στη Μεσόγειο και να διασπάσουν την από ξηράς επικοινωνία των Σταυροφόρων που βρίσκονταν κατά μήκος της ακτής. Ο συνεχής πόλεμος στους Αγίους Τόπους καταπονούσε τους ιππότες των σταυροφορικών κρατών, οι οποίοι, σύμφωνα με τις συνήθειες της Ευρωπαϊκής Δύσης, είχαν λάβει τμήματα γης, τα καλούμενα φέουδα, με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες.
Οι φεουδάρχες υπεράσπιζαν με ζήλο τα δικαιώματά τους και συχνά αρνούντο να πολεμήσουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το οριζόμενο στη συμφωνία με τον ηγεμόνα για να λάβουν τη γη τους. Αν, εξάλλου, ένας ιππότης φονευόταν ή τραυματιζόταν βαριά κατά τον πόλεμο το κράτος στερείτο τις υπηρεσίες του έως ότου ο γιος ή άλλος κληρονόμος φθάσει σε ηλικία ώστε να μπορεί να τον αντικαταστήσει. Ήταν εμφανές ότι οι απειλούμενες Χριστιανικές ηγεμονίες των Αγίων Τόπων χρειάζονταν μια καλύτερη και περισσότερο σίγουρη πηγή στρατιωτικών δυνάμεων. Την ίδια περίοδο στην Ιερουσαλήμ και άλλες πόλεις της Παλαιστίνης δραστηριοποιείτο το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη, έχοντας ως στόχο την παροχή βοήθειας και υποστήριξης στους προσκυνητές που έφθαναν από τη μακρινή Δύση.
Οι άνθρωποι αυτοί χρειάζονταν τροφή και ιατρική περίθαλψη, επειδή οι συνθήκες του ταξιδιού και η διαβίωση στους Αγίους Τόπους ήταν συχνά άθλιες. Εκτός από φιλοξενία όμως χρειάζονταν και προστασία, καθώς έξω από τα τείχη των πόλεων πραγματοποιούσαν επιδρομές ομάδες μουσουλμάνων. Ειδικά ο δρόμος από την Ιερουσαλήμ προς τις όχθες του Ιορδάνη, αγαπημένη διαδρομή για τους προσκυνητές, είχε μετατραπεί σε κρησφύγετο πολλών Μουσουλμάνων εγκληματιών, οι οποίοι λήστευαν τους προσκυνητές και τους σκότωναν ή τους απήγαγαν και τους πωλούσαν ως δούλους στη Συρία. Για την προστασία των προσκυνητών οι Ιωαννίτες οργάνωσαν ένοπλες ομάδες με αποστολή την περιφρούρηση των δρόμων.
Έτσι μετατράπηκαν σε στρατιωτικό τάγμα, χωρίς όμως να αποκηρύξουν και τη φιλανθρωπική αποστολή τους. Τυπικά η παροχή προστασίας προστέθηκε στις υπόλοιπες παροχές που προσέφερε το τάγμα στους Χριστιανούς προσκυνητές. Την περίοδο περίπου που οι Ιωαννίτες μετατράπηκαν σε πολεμικό τάγμα ιδρύθηκε ένας παρόμοιος οργανισμός με ανάλογη αποστολή. Η αρχή της ανάπτυξης των Ναϊτών τοποθετείται περίπου στο έτος 1119, οπότε ο Ούγος ντε Παίν (Hugues de Payns), ευγενής από την Καμπανία της Γαλλίας, τέθηκε επικεφαλής μια μικρής ομάδας ιπποτών και από κοινού έδωσαν τους μοναχικούς όρκους για πενία, αγνότητα και υπακοή. Ο Βαλδουίνος Β', τότε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, τούς διέθεσε έναν χώρο στο νότιο τμήμα του ναού του Σολομώντα για να εγκατασταθούν.
Εκεί παρέμεινε το αρχηγείο του τάγματος για όσο χρονικό διάστημα οι σταυροφόροι κατείχαν την Ιερουσαλήμ και για αυτό τον λόγο τα μέλη του τάγματος ονομάστηκαν ιππότες του Ναού ή Ναΐτες. Η παρουσία αποτελούσε ένα σημαντικό πλεονέκτημα για το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Το τάγμα μπορούσε να αποτελέσει μια μόνιμη πηγή ιπποτών για τους συνεχείς πολέμους με τους Μουσουλμάνους, καθώς αντικαθιστούσε τις απώλειές του με τη μεταφορά, στην Ανατολή, νέων μελών του τα οποία στρατολογούντο στη Δύση, ενώ δεν υπολόγιζε τη δύναμη των Ασσασίνων επειδή ενεργούσε συλλογικά και δεν φοβόταν τον αφανισμό του από μια πολιτική δολοφονία.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ
Το τάγμα αυτό ιδρύθηκε στον απόηχο της Α' Σταυροφορίας, το 1118 μ.Χ με σκοπό να βοηθήσει το Χριστιανικό νεοϊδρυθέν Βασίλειο της Ιερουσαλήμ να διατηρηθεί ενάντια των Μουσουλμάνων γειτόνων του και να εξασφαλίσει την ασφαλή και ελεύθερη προσέλευση του μεγάλου αριθμού των Ευρωπαίων προσκυνητών που συνέρρεαν στην Ιερουσαλήμ, μετά την κατάκτησή της από τους Σταυροφόρους. Το όνομά τους παραπέμπει στο ιστορικό αρχηγείο τους που βρίσκεται σε ένα τμήμα του Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ, περιοχή που ονομαζόταν Templum Salomonis. Η ονομασία αυτή πιθανολογείται ότι προέρχεται από το γεγονός ότι στο Όρος του Ναού βρισκόταν ο περίφημος Ναός του Σολομώντα που χτίστηκε περίπου το 950 π.Χ. και που αργότερα καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε αρκετές φορές.
Το τμήμα αυτό οι Ιππότες του Ναού μετονόμασαν σε Templum Domini, δηλαδή «Ναό του Θεού». H εμφάνιση των Ναϊτών συντελέστηκε στο πλαίσιο ενός πολύπλοκου κοινωνικο-πολιτικο-θρησκευτικού φαινόμενου, το οποίο στην εποχή μας είναι γνωστό ως "σταυροφορίες". Ως ένα κατεξοχήν Μεσαιωνικό φαινόμενο, οι σταυροφορίες αποτελούν τον καθρέφτη της εποχής τους. Ξεκίνησαν ''επίσημα'' την 27η Νοεμβρίου του 1095, όταν ο Ουρβανός B', προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κήρυξε κατά τη διάρκεια μίας συνόδου στο Κλερμόντ της κεντρικής Γαλλίας την έναρξη του χριστιανικού ιερού πολέμου, του Bellum Sacrum.
O πόλεμος αυτός ήταν μια προσπάθεια των Χριστιανών της Δύσης να επαναφέρουν στον ''Χριστιανικό κόσμο'' τις περιοχές της Μέσης Ανατολής που συνολικά είναι γνωστές ως ''Άγιοι Τόποι''. Πρόκειται για μία λωρίδα γης που ορίζεται μεταξύ των παρυφών της Αιγύπτου και της βορειοδυτικής Συρίας, συμπεριλαμβάνοντας την Παλαιστίνη και την Ιουδαία. Φυσικά, οι σταυροφορίες πολύ γρήγορα ξέφυγαν εντελώς από το χαρακτήρα και τον αρχικό σκοπό τους -που, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Ουρβανού, ήταν η βοήθεια προς τους Χριστιανούς της Ανατολής- και έγιναν ο πρώτος επεκτατικός πόλεμος της Δύσης. Αυτό το βλέπουμε ακόμη πιο καθαρά στη μορφή που έλαβαν αργότερα, όταν οι Άγιοι Τόποι έμοιαζαν πλέον πολύ ''μικροί'' και ίσως και ''επικίνδυνοι''.
Οι σταυροφορίες ήταν η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια της Δύσης να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της σε περιοχές που δεν ανήκαν στο φυσικό χώρο της. Από αυτήν την άποψη είναι ουσιαστικά ο προπομπός της αποικιοκρατίας και ορισμένοι μελετητές ανιχνεύουν σε αυτήν ακριβώς την περίοδο τα πρώτα ιμπεριαλιστικά σκιρτήματα της μετα-Ρωμαϊκής Δύσης. Ορίζοντας το πλαίσιο των σταυροφοριών στο χώρο της Μεσαιωνικής Ευρώπης, μπορούμε να δούμε ότι υλοποιήθηκαν κυρίως από τη Γαλλία και τη Γερμανία, αν και στη συνέχεια η Αγγλία και η Ιταλία ανέλαβαν καθοριστικό ρόλο. Σε μια ''άλλη'' σταυροφορία συμμετείχαν οι Χριστιανικοί λαοί της Ιβηρικής, λόγω της Reconquista (ρεκονκουίστα), της προσπάθειας δηλαδή ανακατάληψης της χερσονήσου από τους Μαυριτανούς.
H κατάσταση στη Δυτική Ευρώπη εκείνη την εποχή ήταν μάλλον συγκεχυμένη. Μετά από έντονες ζυμώσεις αιώνων και πολλά πισωγυρίσματα, η Ευρώπη προσπαθούσε να βρει το χαρακτήρα της. Φυσικά συνεχιζόταν η προσπάθεια σύνδεσης με το “ένδοξο ελληνορωμαϊκό παρελθόν”, ωστόσο τα πράγματα είχαν προχωρήσει πιο πέρα από αυτό. H αιώνια διαμάχη της κεντρικής εξουσίας με τους δευτερεύοντες φορείς εξουσίας είχε φθάσει την εποχή αυτή σε ένα κομβικό σημείο, καθώς ο ρυθμιστής της κατάστασης, η χριστιανική Εκκλησία, βρισκόταν σε μία φάση επαναπροσδιορισμού του ρόλου της στα πλαίσια της μεσαιωνικής δομής εξουσίας.
Επιχειρώντας να αντιμετωπίσει έναν κόσμο που άλλαζε, η Εκκλησία της Ρώμης δεν δίστασε να αναζητήσει την “κάθαρση” στις αποστολικές καταβολές της. Την εποχή που εξετάζουμε οι μεγάλοι πόλεμοι που συντάραξαν για αιώνες τη Δυτική Ευρώπη είχαν προσωρινά κοπάσει και η δύναμη των βασιλικών οίκων μόλις άρχιζε να παγιώνεται. Την ίδια περίοδο άρχισε να παρατηρείται μία λίγο-πολύ σταθερή αύξηση του πληθυσμού. Αυτό οφειλόταν εν μέρει και στο ότι η εδραίωση του φεουδαρχικού συστήματος (αυτού που οι Γάλλοι ιστορικοί ονόμασαν ''ολοκλήρωση του φεουδαρχικού μετασχηματισμού'') είχε συντείνει στην παγίωση ενός αισθήματος ασφάλειας και στον περιορισμό των ληστρικών ομάδων που λυμαίνονταν την ύπαιθρο.
Παρόλα αυτά, τα πράγματα κάθε άλλο παρά ρόδινα ήταν. Το υλικό υπόβαθρο της Μεσαιωνικής κοινωνίας δεν μπορούσε να αντέξει την αύξηση του πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι λιμοί και οι επιδημίες να γίνονται όλο και συχνότερα φαινόμενα, κυρίως επειδή οι ανάγκες της νέας οικονομίας που προέκυπτε άρχιζαν να προσελκύουν περισσότερους στις -μικρές, συνωστισμένες, βρόμικες και καθόλου λειτουργικές- πόλεις του Μεσαίωνα. Οι μέθοδοι καλλιέργειας ήταν πρωτόγονες ακόμη και με τα στάνταρ της ύστερης αρχαιότητας, το τεχνολογικό υπόβαθρο και οι μονολιθικές κοινωνικές δομές ουσιαστικά εμπόδιζαν οποιαδήποτε ουσιώδη πρόοδο.
Είναι αυταπόδεικτο ότι ακριβώς αυτές οι πιέσεις που προσέλκυαν κόσμο στις πόλεις είναι εκείνες που στη συνέχεια θα δημιουργούσαν και τους όρους για την κοινωνική (συνακόλουθα και τεχνολογική) αλλαγή που συντελέσθηκε τους επόμενους αιώνες. Ωστόσο αυτές οι εξελίξεις βρίσκονταν ακόμη μακριά. Για την ώρα, αυτό που υπήρχε ήταν μία εκτεταμένη αριστοκρατία χωρίς κλήρο, που λυμαινόταν την Ευρώπη, αυξανόμενοι αστικοποιημένοι πληθυσμοί που διαβιούσαν σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης και μία ''πανταχού παρούσα'' Εκκλησία, που συνεχώς κράδαινε πάνω από τα κεφάλια των πιστών τη δαμόκλειο σπάθη της ''μεταθανάτιας κρίσης''.
Και οι τρεις αυτοί παράγοντες ήταν ιδιαιτέρως σημαντικοί ως προς την ανταπόκριση του σταυροφορικού κινήματος και την τεράστια συμμετοχή τόσο ιπποτών όσο και απλών ανθρώπων, κυρίως στην A' Σταυροφορία, αυτή που για πολλούς ήταν ''η μόνη πραγματική σταυροφορία''.
Το Τάγμα του Ναού
Οι Ναΐτες ήταν οργανωμένοι σαν μοναστικό τάγμα, ακολουθώντας έναν Κανόνα που έφτιαξε γι' αυτούς ο Άγιος Βερνάρδος του Κλερβώ (Saint Bernard de Clairvaux). Το τάγμα διέθετε υψηλές διασυνδέσεις και γρήγορα εξελίχθηκε σε βασικό υποκινητή της διεθνούς πολιτικής την εποχή των Σταυροφοριών. Εγκαίρως, οι Ναΐτες προικίστηκαν με πολλές και εξαιρετικά ευνοϊκές γι' αυτούς Παπικές Βούλες (όπως η Omne Datum Optimum) που μεταξύ άλλων τους επέτρεπαν να επιβάλλουν φόρους και να εισπράττουν το φόρο της δεκάτης στις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχό τους. Όλα αυτά τους βοήθησαν ώστε να επιτύχουν μία γρήγορη ενίσχυση της κοσμικής εξουσίας τους.
Κάθε χώρα είχε ένα Μάγιστρο (Magister) του τάγματος και όλες οι χώρες ελέγχονταν από τον Μεγάλο Μάγιστρο (Grand Magister). Το αξίωμα του Μεγάλου Μαγίστρου ήταν ισόβιο και τα βασικά του καθήκοντα ήταν να επιβλέπει τις δραστηριότητες του τάγματος στην Ανατολή και τις οικονομικές κτήσεις του τάγματος στη Δύση. Τo Τάγμα των Ιππoτών τoυ Ναoύ είχε 4 κατηγoρίες μελών:
Συνεπώς, η ζωή σε εκείνη την περιοχή δεν είναι εύκολη ούτε για τους νέους κατοίκους, αλλά ούτε και για τους προσκυνητές που συρρέουν μαζικά από ολόκληρη την Ευρώπη. Η ιστορία των Ιπποτών του Ναού είναι συνδεδεμένη με τον Κόμητα Ούγο της Καμπανίας (Hugo de la Champagne). Το 1104 ο κόμης επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ με μία ακολουθία υποτελών του ιπποτών. To 1108 ο κόμης επιστρέφει στην Ευρώπη και το 1114 επανέρχεται στην Ιερουσαλήμ συνοδευόμενος από τον υποτελή του ιππότη Ούγο ντε Παιν (Hugues de Payns). Άγνωστο παραμένει το αν ο Ούγος ντε Παιν ακολούθησε τον άρχοντά του στο πρώτο του ταξίδι.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βαλδουίνου του Β', που στο μεταξύ είχε διαδεχτεί τον Βαλδουίνο τον Α' στο θρόνο της Ιερουσαλήμ, το 1118 μ.Χ, ο Ούγος ντε Παιν μαζί με άλλους 8 ιππότες παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και του πρότειναν την ίδρυση μίας κοινότητας ιπποτών που θα ακολουθούσε τον κανόνα θρησκευτικού τάγματος και θα αφιερωνόταν στην προστασία των προσκυνητών. To ίδιο έπραξαν και με τον Πατριάρχη Βαρμούνδο του Πικινύ (Warmund de Picquigny)που είχε διαδεχτεί τον Δαϊμβέρτο. Είχαν σκεφτεί να ακολουθήσουν τον Κανόνα του Αγίου Αυγουστίνου (Augustine of Hippo). Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από το βασιλιά και τον Πατριάρχη.
Οι 9 αυτοί ιππότες ήταν οι εξής:
Ο βασιλιάς Βαλδουίνος Β' και ο Πατριάρχης τους δίνουν αμέσως χρηματική βοήθεια μέσω εκκλησιαστικών εισοδημάτων. Τους προσφέρουν, επίσης, κατάλυμα στο Όρος του Ναού, και πιο συγκεκριμένα σε ένα τμήμα του παλατιού που είχε φτιάξει ο Βαλδουίνος ο Β' μέσα στο τέμενος Αλ-Ακσά (Al-Aqsa, νότιο τμήμα του Όρους). Στο Όρος του Ναού πιστευόταν ότι βρίσκονται τα ερείπια του ναού του Σολομώντος. Έτσι, λοιπόν, το πλήρες τους όνομα διαμορφώνεται: Pauperes commilitones Christi Templique Salomonici (Pauvres Chevaliers du Christ et du Temple de Salomon). Όσον αφορά τις αρχικές προθέσεις των ιπποτών αυτών πιστεύεται ότι ενδέχεται απλώς να επιθυμούσαν να ιδρύσουν μία μονή ή μία αδελφότητα στην Παλαιστίνη.
Ο Μιχαήλ της Συρίας, ένας ιστορικός της εποχής υποστηρίζει ότι ο Βαλδουίνος ήταν εκείνος που έπεισε τον Ούγο ντε Παιν και τους άλλους οκτώ να παραμείνουν μάχιμοι ιππότες. Αυτό γιατί είχε αντιληφθεί ότι ήταν πολύ δύσκολο να βάλει σε τάξη το βασίλειό του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τoυ Βαλδoυίνoυ τoυ Β' στo θρόνo της Ιερoυσαλήμ, τo 1118 μ.Χ, o Oύγoς ντε Παϊν μαζί με άλλoυς 8 Ιππότες παρoυσιάστηκαν στo βασιλιά και τoυ πρότειναν την ίδρυση μίας κoινότητας Ιππoτών πoυ θα ακoλoυθoύσε τoυς κανόνες θρησκευτικoύ τάγματoς και θα αφιερωνόταν στην πρoστασία των πρoσκυνητών. To ίδιo έπραξαν και με τoν Πατριάρχη Βαρμoύνδo τoυ Πικινί (Warmund de Picquigny).
Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από τo βασιλιά και τoν Πατριάρχη. Oι Ιππότες αυτoί, την ημέρα των Χριστoυγέννων τoυ 1119 μ.Χ. στo ναό τoυ Αγίoυ Τάφoυ της Ιερoυσαλήμ (Holy Sepulchre) ενώθηκαν με τoυς τρεις κλασσικoύς μoναστικoύς όρκoυς για:
Επίσης, ο Άγιος Βερνάρδος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη σύνταξη του όρκου που έδιναν όλοι οι Ναΐτες, ένας όρκος που ονομάστηκε Κανόνας των Ναϊτών. Το 1128 μ.Χ συγκαλεί σύνοδο στην Τρουά της Γαλλίας για να καθορίσει τι ακριβώς είναι οι νέοι αυτοί μοναχοί - στρατιώτες, και μερικά χρόνια αργότερα γράφει το εγκώμιο αυτών των Στρατιωτών του Χριστού και ετοιμάζει τον Κανόνα που αποτελείται από 72 άρθρα, ο οποίος περιλαμβάνει εκτός από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που θα διέπουν το τάγμα, και εξαντλητικές λεπτομέρειες που αφορούν τις καθημερινές δραστηριότητες των ιπποτών. Με τον κανόνα αυτό υιοθετείται και το φημισμένο λευκό ράσο, που προερχόταν από τους Κιστερκιανούς μοναχούς, προσθέτοντας σε αυτό έναν κόκκινο σταυρό.
Υπoχρεώσεις των Ιππoτών ήσαν είναι oι εξής:
Κάποια άλλα μέλη προσελκύονται επειδή στην πατρίδα τους δεν έχουν πολλές προοπτικές ή βρίσκονται σε δυσμενή θέση και επιθυμούν να ξεφύγουν από μία δύσκολη κατάσταση, αφού το τάγμα παρέχει όχι μόνο σίγουρη κάλυψη των βιοτικών αναγκών των μελών του, αλλά και πλούσιες εμπειρίες σε ένα μακρινό τόπο. Πιθανολογείται ότι όταν πλέον το τάγμα είχε γίνει ισχυρό και είχε εξαπλωθεί επιζητούσαν να καταταγούν ακόμα και άτομα που είχαν καλή θέση στην πατρίδα τους αφού, άλλωστε, δεν χρειαζόταν πια να εργαστεί κάποιος στους Αγίους Τόπους για να γίνει Ναΐτης, μπορούσε να καταταγεί και στο σπίτι του. Οι Ναΐτες μεταξύ δωρεών, ενόπλων κατακτήσεων και προμηθειών από οικονομικές επιχειρήσεις, μετατράπηκαν σε πολυεθνική εταιρεία.
Για τη διαχείριση, λοιπόν, όλων αυτών των υποθέσεων είχαν ανάγκη από ανθρώπους με οξύνοια και ιδιαίτερες ικανότητες, οι οποίοι κατόρθωσαν να πείσουν τον τότε Πάπα Ιννοκέντιο τον Β' να τους παραχωρήσει εξαιρετικά προνόμια. Τα προνόμια αυτά είναι:
Ενδεικτικό είναι ότι ο Αλφόνσος της Καστίλλης και της Αραγωνίας τους χάρισε μία ολόκληρη περιοχή και με τη διαθήκη του τους κληροδότησε το βασίλειό του σε περίπτωση που θα πέθαινε χωρίς διάδοχο. Οι Ναΐτες στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν τον εμπιστεύτηκαν και συμβιβάστηκαν με την μεταβίβαση σε αυτούς 6 κάστρων στην Ισπανία. Επίσης, ο βασιλιάς της Πορτογαλίας τους χάρισε ένα δάσος το οποίο, όμως, ήταν ακόμα στην κατοχή των Σαρακηνών. Επιτέθηκαν στους Σαρακηνούς, και αφού τους συνέτριψαν, ίδρυσαν την πόλη Κοΐμπρα. Από αυτά γίνεται φανερό ότι ένα μέρος των Ναϊτών πολεμάει στην περιοχή της Παλαιστίνης, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται στην Ευρώπη.
Διέξοδος προς την Ανατολή
H διέξοδος για τη διοχέτευση των πιέσεων που είχαν δημιουργηθεί στη Δ. Ευρώπη, εμφανίστηκε ως διά μαγείας. Την εποχή του πρώιμου Μεσαίωνα υπήρχαν τρεις περιοχές όπου συνόρευαν εδάφη που κατείχαν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. H Ιβηρική, όπου οι Μαυριτανοί είχαν περιορίσει τους Χριστιανούς σε μία σχετικά μικρή περιοχή στα βόρεια, η Ιταλία, με την παρουσία των Σαρακηνών στη Σικελία, και η εγγύς Ανατολή, όπου οι ''σχισματικοί'' Βυζαντινοί συνόρευαν με τους Τούρκους και τους Αραβες κατακτητές των Αγίων Τόπων και έχαναν συνεχώς εδάφη. H Ιβηρική έμοιαζε ο φυσικός χώρος της δράσης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καθώς οι Χριστιανικοί πληθυσμοί της περιοχής ήταν Καθολικοί.
Όμως κάποιοι περιορισμοί που είχαν να κάνουν με τις προσδοκίες των σταυροφόρων αλλά και την ελάχιστη σημασία της Ιβηρικής για τη Χριστιανοσύνη ευρύτερα, δεν επέτρεψαν την εκδήλωση ενός μαζικού κινήματος βοήθειας των Ευρωπαίων προς τους Ίβηρες ομοθρήσκους τους. Την ίδια ώρα, το ζήτημα της Σικελίας είχε επί της ουσίας διευθετηθεί με την κατάκτηση της περιοχής από τους Νορμανδούς και την προσπάθεια του πλήρους εκχριστιανισμού της (ενώ, βεβαίως, ήταν και αδιέξοδο, αφού δεν προσέφερε δυνατότητες παραπέρα επέκτασης). Αυτό που έμενε λοιπόν ήταν η Ανατολή, μία περιοχή που βρισκόταν (μετά το Σχίσμα) εντελώς έξω από τη σφαίρα επιρροής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αλλά και των ''Γερμανικών'' λαών που κυριαρχούσαν στις χώρες της Δύσης.
Στην Ανατολή ο εκπρόσωπος της Χριστιανοσύνης ήταν το Βυζάντιο. Μετά την ένδοξη και επεκτατική περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας, όπως κορυφώθηκε με τον Βασίλειο B' Βουλγαροκτόνο, η πορεία προς την παρακμή που επακολούθησε στις επόμενες τρεις δεκαετίες ήταν τόσο ραγδαία, ώστε το Βυζάντιο κινδύνεψε να διαλυθεί την επομένη της ήττας από τους Τούρκους στο Μαντζικέρτ. Οι Σελτζούκοι είχαν ουσιαστικά κυριαρχήσει στη Μικρά Ασία, αφήνοντας μόνο στενές λωρίδες στα παράλια στην κυριαρχία των Βυζαντινών, με τους τελευταίους να βρίσκονται έτσι σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. O ικανός και διορατικός Αλέξιος Κομνηνός, που διαδέχτηκε μία σειρά ανίκανων Αυτοκρατόρων που έφεραν την Αυτοκρατορία σε αυτή τη θέση, προσπάθησε να επαναφέρει το Βυζάντιο στην πρότερη δόξα και δύναμή του.
Στο σημείο αυτό ο Αλέξιος προχώρησε σε μία ενέργεια που άλλαξε το ρου της ιστορίας, μία αλλαγή που για το Βυζάντιο μακροπρόθεσμα ήταν βεβαίως εξαιρετικά δυσάρεστη, αλλά βραχυπρόθεσμα λειτούργησε θετικά. O Αλέξιος απέστειλε στη σύνοδο της Πιατσέντζα μία ομάδα αντιπροσώπων του, οι οποίοι μπροστά στην εκκλησιαστική ομήγυρη και στον Πάπα Ουρβανό B', εξήγησαν ότι ως αδελφοί Χριστιανοί ζητούν από τη Δύση στρατιωτική βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τους ''άπιστους'' Τούρκους. H αίτηση για βοήθεια από τη Δύση φαίνεται ότι βρισκόταν για καιρό στο μυαλό του Αλέξιου, αφού τέσσερα χρόνια πριν είχε κάνει μια πρώτη κίνηση διπλωματικού ανοίγματος προς τη Λατινική Εσπερία.
Τότε είχε στείλει στον Ροβέρτο, κόμη της Φλάνδρας, μία επιστολή στην οποία περιέγραφε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Βυζαντινοί με τους Μουσουλμάνους, ενώ ακολούθησαν και άλλες επιστολές σε γνωστούς Λατίνους άρχοντες. O Ουρβανός, ένας ιδιαίτερα ευφυής και δραστήριος άνδρας, κατάλαβε ότι η ευκαιρία που είχε μπροστά του ήταν μοναδική. Θα μπορούσε ''με έναν σμπάρο'' να πετύχει όχι μόνο δύο, αλλά πολύ περισσότερα ''τρυγόνια''. Ήδη την επομένη της αναχώρησης των Βυζαντινών απεσταλμένων, ξεκίνησε να καταστρώνει τα σχέδιά του. Συγκάλεσε μεγάλη σύνοδο των εκπροσώπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, λαϊκών και κληρικών, στις 18 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, στο Κλερμόντ της Κεντρικής Γαλλίας.
Εργάστηκε άοκνα για να εξασφαλίσει την επιτυχία της συνόδου και συνακόλουθα της ''κλήσης της Χριστιανικής Δύσης υπό τα όπλα'' σε έναν Bellum Sacrum (Ιερό Πόλεμο) που είχε στόχο την ανάκτηση των περιοχών που είχε χάσει το Βυζάντιο από τους Άραβες και τους Τούρκους τους τελευταίους αιώνες. O Ουρβανός όμως δεν σταμάτησε στο Κλερμόντ. Ξεκίνησε μία εκτεταμένη εκστρατεία στη Γαλλία και αλλού, καλώντας όλο και περισσότερους σημαίνοντες άρχοντες να πάρουν τα όπλα και το σταυρό. Οι επαφές του είχαν εξαιρετικά αποτελέσματα. Ως ημερομηνία έναρξης της σταυροφορίας ο Ουρβανός καθόρισε την 15η Αυγούστου του 1096, την ημέρα που η Χριστιανοσύνη γιορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Ιστορία της A' Σταυροφορίας
Ως μία ένοπλη προσκύνηση (ο όρος σταυροφορία δεν είχε ακόμη εφευρεθεί και οι πρώτοι σταυροφόροι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους προσκυνητές), η σταυροφορία είχε πολλές ιδιαιτερότητες. H ιστορία της είναι συνυφασμένη με τη δημιουργία των λεγόμενων σταυροφορικών βασιλείων, δηλαδή των ηγεμονιών της Λατινικής Μέσης Ανατολής. Της ''κανονικής'' σταυροφορίας, αυτής που υποκίνησε δηλαδή ο Ουρβανός, είχε προηγηθεί μία άλλη. H ''σταυροφορία του λαού'', όπως έμεινε στην ιστορία η συνάθροιση των χωρικών που κινήθηκε προς τους Αγίους Τόπους, ήταν απλώς μία δραματική επιβεβαίωση των αδιεξόδων και των τρομακτικών κοινωνικών πιέσεων από τις οποίες υπέφερε η δυτική Χριστιανοσύνη το Μεσαίωνα.
Ομάδες χωρικών από ολόκληρη την Ευρώπη ξεκίνησαν μία μακρά πορεία για τους Αγίους Τόπους, για να ενωθούν καθ' οδόν και να σχηματίσουν ένα τεράστιο, ετερόκλητο πλήθος που κινούνταν αργά διαμέσου της Ευρωπαϊκής υπαίθρου προς την Ανατολή. Τα πλήθος όμως ανδρών, γυναικών και παιδιών, κληρικών και λαϊκών, τυχοδιωκτών, μισθοφόρων, αναπήρων, γέρων, ακόμη και λίγων ιπποτών χαμηλής κοινωνικής στάθμης, δεν είχε την παραμικρή ελπίδα να πετύχει οτιδήποτε -πόσο μάλλον να κατακτήσει τους Αγίους Τόπους. Υπό την αρχηγία ενός χαρισματικού ρήτορα, του μοναχού Πέτρου (που έγινε γνωστός ως Ερημίτης), η σταυροφορία του λαού έμοιαζε περισσότερο με ένα σμήνος ακρίδων που κατέστρεφε τα πάντα στο πέρασμά του.
Οι Σελτζούκοι εξόντωσαν τη συντριπτική πλειονότητά τους και οι ελάχιστοι που επιβίωσαν, ενώθηκαν με την ''κανονική'' σταυροφορία που ακολούθησε λίγες εβδομάδες αργότερα. H A' Σταυροφορία υπήρξε μία πανστρατιά της δυτικής Χριστιανοσύνης. Μόνο οι ιππότες που συμμετείχαν ήταν περισσότεροι από 7.000, αριθμός τεράστιος που δεν βρίσκουμε σε καμία εκστρατεία της εποχής, ενώ το σύνολο των ενόπλων ήταν πιθανότατα πάνω από 40.000. Μαζί με τους χωρικούς και τους υπόλοιπους που ακολουθούσαν, το πλήθος των ''προσκυνητών'' που έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη ίσως έφθανε και τους 100.000. Μεταξύ των σταυροφόρων βρισκόταν η αφρόκρεμα της Φράγκικης ιπποσύνης και εκατοντάδες ακόμη, περισσότερο ή λιγότερο γνωστοί, ιππότες από ολόκληρη τη Δ. Ευρώπη.
Τυπικά ηγέτης της σταυροφορίας ήταν ο παπικός λεγάτος, αντιπρόσωπος του Ουρβανού, Αντεμάρ του Λε Πι, ενώ μαζί του είχαν έλθει σπουδαίοι άρχοντες με τις πολυπληθείς ακολουθίες τους. Κατ’ αρχάς, ο Ρεϋμόνδος Δ' της Τουλούζης, ο διασημότερος άρχοντας της Προβηγκίας, με έναν στρατό Βασάλων, Σεργέντων και μισθοφόρων. Τα αδέλφια Γοδεφρείδος, Ευστάθιος και Βαλδουίνος ντε Μπουιγιόν εκπροσωπούσαν τη Λοραίνη και είχαν υπό τις διαταγές τους μία ολόκληρη στρατιά. H Βόρεια Γαλλία είχε επίσης πλούσια εκπροσώπηση, με σημαντικούς άρχοντες όπως ο Ροβέρτος B' της Φλάνδρας και ο αδελφός του βασιλιά της Γαλλίας, του αφορισμένου Φίλιππου, Ούγος του Βερμαντουά.
Μαζί τους ήταν ο αδελφός του Νορμανδού βασιλιά της Αγγλίας, Ροβέρτος της Νορμανδίας, καθώς και ο κόμης του Μπλουά, Στέφανος. Ένας ακόμη Νορμανδός άρχοντας, από την Ιταλία αυτός, ο Βοημούνδος του Τάρανδα, μαζί με τον ανιψιό του Τανκρέδο, συμπλήρωναν αυτήν την ''πινακοθήκη'' των κορυφαίων ευγενών που έλαβαν μέρος στη σταυροφορία. O πρώτος στόχος της υπέρλαμπρης σταυροφορικής στρατιάς ήταν η Νίκαια της M. Ασίας, όπου βάδισαν μαζί με το στρατό του Βυζαντίου. H πόλη όμως παραδόθηκε στους Βυζαντινούς, γεγονός που δυσαρέστησε ιδιαιτέρως τους Λατίνους καθώς περίμεναν την ευκαιρία να επιδοθούν στη λεηλασία της, συνέχισαν ωστόσο την πορεία προς Ανατολάς.
Αφού νίκησαν δύο φορές τους Σελτζούκους, οι Λατίνοι συνέχισαν για τον επόμενο στόχο τους, την Αντιόχεια. Πριν ακόμη φθάσουν όμως στην παλιά πρωτεύουσα των Σελευκιδών, ένας από τους κορυφαίους μεταξύ των σταυροφόρων, ο Βαλδουίνος ντε Μπουιγιόν, άφησε τους συντρόφους του μόλις πέρασαν στην Κιλικία και συνέχισε ανατολικά, φτάνοντας στην Έδεσσα. Λίγο αργότερα θα διαδεχθεί τον ντόπιο ηγεμόνα Θόρο (ή Τόρος) -μετά από μία σειρά, μάλλον ύποπτων συμβάντων- και θα γίνει ηγεμόνας της Έδεσσας, δημιουργώντας το πρώτο από τα σταυροφορικά κράτη, την Κομητεία της Έδεσσας. O Βαλδουίνος αργότερα θα αναρριχηθεί στο θρόνο της Ιερουσαλήμ.
Οι υπόλοιποι ''προσκυνητές'' συνέχισαν προς την Αντιόχεια, που την εποχή εκείνη ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις της M. Ανατολής και αποτελούσε μέχρι το 1080, όταν καταλήφθηκε από τους Σελτζούκους, τη σημαντικότερη κτήση των Βυζαντινών στην περιοχή. O πληθυσμός της συνέχιζε να είναι σε σημαντικό ποσοστό Ελληνικός (ακόμη κατοικούσαν στην πόλη πολλοί Σύριοι, Τούρκοι, Άραβες, Αρμένιοι και άλλοι) και η πόλη ήταν πλούσια, μεγάλη και ισχυρή -όπως άλλωστε και η φρουρά της. H πολιορκία της Αντιόχειας ήταν ίσως το δραματικότερο γεγονός της A' Σταυροφορίας, αφού διήρκεσε πολλούς μήνες και έφερε τους Χριστιανούς στα πρόθυρα της διάλυσης και της εγκατάλειψης του αγώνα τους.
Οι σταυροφόροι χρειάστηκε να δώσουν πολλές και σημαντικές μάχες για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους έξω από τα τείχη της πόλης, η οποία όμως έμοιαζε αδύνατο να κατακτηθεί με έφοδο. Για το λόγο αυτό, ο πανούργος Βοημούνδος κατάφερε να δωροδοκήσει έναν Αρμένιο αξιωματικό της Τουρκικής φρουράς, ο οποίος στην ουσία του παρέδωσε την πόλη. Οι σταυροφόροι εγκαινίασαν τις κατακτήσεις τους στη M. Ανατολή με ένα λουτρό αίματος, αφού εξόντωσαν το σύνολο των Μουσουλμάνων και Εβραίων (και αρκετούς Χριστιανούς) κατοίκων της πόλης. O μεγάλος στόχος της σταυροφορίας ήταν η Ιερουσαλήμ, η κατάληψη της οποίας πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες αργότερα, μετά από άλλη μία εξαντλητική πολιορκία.
Η οποία όμως ήταν πολύ ευκολότερη αυτής της Αντιόχειας, αφού εκείνο τον καιρό η Ιερουσαλήμ ήταν μία μικρή πόλη 22.000 έως 25.000 κατοίκων και με περιορισμένη φρουρά. Παρόλα αυτά, οι σταυροφόροι χρειάστηκε να επιστρατεύσουν για μία ακόμη φορά το υπερφυσικό στοιχείο, πραγματοποιώντας τριήμερη νηστεία και μία λιτανεία κάτω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ πριν από την τελική έφοδο. Αφού κατέσφαξαν το σύνολο των κατοίκων της πόλης, ξεκίνησαν την προσπάθεια ανεύρεσης του νέου βασιλιά της. Ουσιαστικά από τους ηγέτες της σταυροφορίας που ξεκίνησαν δυόμισι χρόνια πριν από την Κωνσταντινούπολη, μόνο δύο έφθασαν στην Ιερουσαλήμ, ο Ρεϋμόνδος της Τουλούζης και ο Γοδεφρείδος ντε Μπουιγιόν.
O Ρεϋμόνδος είχε μεγαλύτερο κύρος, γι' αυτό οι ιππότες προσέφεραν σε αυτόν το στέμμα της Ιερουσαλήμ. Εκείνος όμως, ως ανήσυχη φύση και ευσεβής πολεμιστής της πίστης, αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν είναι δυνατόν να στεφθεί βασιλιάς στον τόπο όπου μαρτύρησε ο Ιησούς. Βεβαίως, ο Ρεϋμόνδος είχε κατά νου να κατακτήσει την Τρίπολη, ωστόσο με τον τρόπο αυτό στέρησε από τον Οίκο της Τουλούζης το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το οποίο επρόκειτο να περάσει στον Οίκο των ντε Μπουιγιόν, των εκπροσώπων της Λοραίνης στη σταυροφορία.
O Γοδεφρείδος επίσης αρνήθηκε το στέμμα της Ιερής Πόλης με το ίδιο σκεπτικό, αλλά δέχτηκε (ή πρότεινε) μία εναλλακτική λύση, την αναγόρευσή του σε ''Προστάτη του Παναγίου Τάφου'' (Advocatus Sancti Sepulchri). O πρώτος του Οίκου του που θα γινόταν βασιλιάς της Ιερουσαλήμ ένα χρόνο αργότερα θα ήταν ο αδελφός του, Βαλδουίνος (ο κόμης της Έδεσσας), μετά το θάνατο του Γοδεφρείδου.
H Δύση Υποτάσσει την Ανατολή
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της βασικής κατάκτησης, άρχισαν οι πραγματικές δυσκολίες για τους Χριστιανούς. Ωστόσο, διέθεταν πλέον ένα στέρεο προγεφύρωμα στη M. Ανατολή και δεν σκόπευαν να παραιτηθούν της επιθυμίας τους να το επεκτείνουν. Αφού απέκρουσαν τους Φατιμίδες, ασχολήθηκαν με την οργάνωση των νεόκοπων κρατικών μορφωμάτων που δημιούργησαν, καθώς και με την ενίσχυσή τους με ανθρώπινο δυναμικό. Οι Χριστιανικοί πληθυσμοί της M. Ανατολής δεν ήταν ιδιαίτερα φίλα προσκείμενοι προς τους Λατίνους. H απόσταση μεταξύ των Λατίνων και των ντόπιων μεγάλωνε εξαιτίας αφενός της ευκολίας με την οποία οι δεύτεροι έπεφταν θύματα της αρπακτικής μανίας των πρώτων και αφετέρου επειδή η νεόκοπη αριστοκρατία των Φράγκων τούς έβλεπε ως δυνάμει δουλοπάροικους.
Οι τρεις ηγεμονίες που είχαν δημιουργηθεί από τους ''προσκυνητές'', το πριγκιπάτο της Αντιόχειας, η Κομητεία της Έδεσσας και το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, άρχισαν να ακμάζουν, αλλά ορισμένες άστοχες κινήσεις του Βοημούνδου (τέθηκε αντιμέτωπος με την ισχύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, βασιζόμενος στη βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας) κατέστησαν την Αντιόχεια υποτελή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σύντομα στην τριάδα των Λατινικών κρατιδίων θα προστίθετο και η Κομητεία της Τρίπολης, που θα δημιουργούσε ο Οίκος του Κόμη της Τουλούζης. Πάντως, ο ίδιος ο Ρεϋμόνδος άφησε την τελευταία του πνοή στην πολιορκία της Τρίπολης, την οποία λίγο αργότερα κατέκτησαν οι δυνάμεις του.
Οι Λατίνοι μετέφεραν στη M. Ανατολή τους θεσμούς και την ιεραρχία των κοινωνιών της Δ. Ευρώπης, ωστόσο δεν ήταν δυνατόν να ''μεταφυτεύσουν'' επακριβώς τη Μεσαιωνική Ευρωπαϊκή κοινωνία στο Λεβάντε. Για το λόγο αυτό από την ίδρυσή τους τα σταυροφορικά βασίλεια (όπως συχνά ονομάζονται), είχαν πολλές ιδιαιτερότητες. O βασιλιάς είχε ένδεια πόρων, υπηκόων και εξουσίας, κατά συνέπεια η στρατιωτική δύναμή του ήταν μικρή και σε ορισμένες περιπτώσεις οι ισχυρότεροι από τους φεουδάρχες του είχαν μεγαλύτερη ισχύ από τον ίδιο.
Στο πλαίσιο αυτό όχι μόνο επιτράπηκε η ίδρυση και λειτουργία των ιπποτικών ταγμάτων, αλλά υπήρχαν και όλες οι προϋποθέσεις ώστε τα τάγματα να γιγαντωθούν και να εξελιχθούν σε έναν θεσμό με τεράστια δύναμη και επιρροή, όχι μόνο στους Αγίους Τόπους αλλά και γενικότερα σε ολόκληρη τη Χριστιανική Δύση.
Οι Ναΐτες Υπερασπίζονται το Σταυρό
Στο ιστορικό πλαίσιο που ορίστηκε από τις σταυροφορίες, έκαναν την εμφάνισή τους και οι Ναΐτες. Οι ιππότες του Ναού σύμφωνα με όλες τις πηγές είχαν ένα ιδιαίτερα ταπεινό ξεκίνημα. Τόσο ταπεινό που κανείς από τους χρονικογράφους που έζησαν και έγραψαν την εποχή της δημιουργίας των Ναϊτών, δηλαδή στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας και στις αρχές της τρίτης του 12ου αιώνα, δεν θεώρησε το ξεκίνημα ενός ιπποτικού τάγματος άξιο αναφοράς. Ηταν άλλωστε το πρώτο ιπποτικό τάγμα και η έλλειψη αντίστοιχου προηγούμενου έκανε τους σύγχρονούς του αρκετά επιφυλακτικούς όσον αφορά στην αντιμετώπισή του.
Ουδεμία σοβαρή μνεία γίνεται στα επίσημα έγγραφα του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, πέραν των αρχικών δωρεών από το βασιλιά στους Milites Christi, δηλαδή ''Ιππότες του Χριστού'' όπως ονομάστηκαν αρχικά αυτοί που στη συνέχεια έγιναν γνωστοί ως ''Ναΐτες''. Το τάγμα δημιουργήθηκε αρχικά για έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό, ο οποίος όμως σύντομα πέρασε σε δεύτερη μοίρα: την προστασία των προσκυνητών που έρχονταν στους Αγίους Τόπους και κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή από τους ληστές, τους ''Σαρακηνούς'' και τους Τουρκομάνους που λυμαίνονταν την ύπαιθρο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι προσκυνητές που κινούνταν στους κύριους δρόμους, όπως εκείνον που οδηγούσε από την Άκρα -το βασικό λιμάνι των σταυροφορικών βασιλείων- στην Ιερουσαλήμ.
Τη ζοφερή πραγματικότητα των προσκυνητών εκείνης της εποχής περιγράφει ο ίδιος ο επίσκοπος της Άκρας, Ιάκωβος του Βιτρύ: ''Και ενώ από όλα τα μέρη της γης φτωχοί και πλούσιοι, νέοι και νέες, γέροι και παιδιά συνέρρεαν στην Ιερουσαλήμ για να επισκεφτούν τους Αγίους Τόπους, ληστές και απαγωγείς μάστιζαν τις δημόσιες οδούς και έστηναν καρτέρι στους ανύποπτους προσκυνητές, ληστεύοντας πολλούς απ' αυτούς και σφάζοντας άλλους''. O Φουλσέρ της Σαρτρ, που είχε έλθει στους Αγίους Τόπους με την A' Σταυροφορία, έκανε στο χρονικό που συνέγραψε ιδιαίτερη μνεία στην αδυναμία των Λατίνων να πετύχουν έναν έστω ικανοποιητικό έλεγχο της υπαίθρου του Βασιλείου, έξω δηλαδή από τις τειχισμένες πόλεις και τα κάστρα.
Υπογράμμιζε ότι σε κεντρικές οδικές αρτηρίες, όπως ο δρόμος από τη Ραμάλα στην Ιερουσαλήμ, ήταν σχεδόν αδύνατον να κινηθούν μεμονωμένοι προσκυνητές ή άλλοι ταξιδιώτες, από το φόβο των πολλών συμμοριών που λυμαίνονταν την οδό αυτή. O πληθυσμός της υπαίθρου, σύμφωνα με τον ίδιο, ζούσε υπό το κράτος του φόβου, αφού όλοι περίμεναν ανά πάσα στιγμή να ακούσουν τη σάλπιγγα από τους φρουρούς που θα ειδοποιούσε για μία ακόμη επιδρομή και θα τους καλούσε να κρυφτούν ή να πάρουν τα όπλα για να γλιτώσουν από τη μανία των επιδρομέων. Μεταξύ των τελευταίων δεν ήταν μόνο οι πάσης φύσεως παράνομοι που λυμαίνονταν την ύπαιθρο.
Αλλά και δυνάμεις των ''Σαρακηνών'' (Άραβες και Τούρκοι) που έκαναν σύντομες επιδρομές στα εδάφη που κατείχαν οι Λατίνοι, καθώς και μεγάλες ομάδες άγριων Τουρκομάνων, που αποτελούσαν πραγματική μάστιγα για την Παλαιστίνη ακόμη και πριν από τη Χριστιανική κατάκτηση. Παρά τις άφθονες αναφορές του στην επικινδυνότητα των δρόμων και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι προσκυνητές, ο Φουλσέρ δεν κάνει την παραμικρή μνεία στους Ναΐτες και αυτό είναι περίεργο, αν σκεφτούμε ότι έγραψε τμήμα του έργου την εποχή ακριβώς της δημιουργίας του τάγματος. Είναι βεβαίως πιθανό να μη θεώρησε άξια αναφοράς μια μικρή ομάδα εννιά ιπποτών, τους οποίους ουσιαστικά προσέλαβαν ο βασιλιάς και ο πατριάρχης της Ιερουσαλήμ -όπως θα δούμε στη συνέχεια- για να ασκούν ''αστυνομικά'' καθήκοντα.
Ανάλογη είναι η εικόνα για την κατάσταση στην περιοχή που δίνει ο Ρώσος αβάς Δανιήλ, ο οποίος προσπάθησε να επισκεφτεί όλες τις ιερές τοποθεσίες που αναφέρονται στα Ευαγγέλια και για δύο χρόνια υπέβαλλε τον εαυτό του σε όλους τους κινδύνους και τις ταλαιπωρίες που μπορούσε να αντιμετωπίσει ένας προσκυνητής στους Αγίους Τόπους: ''Οι προσκυνητές ξαποσταίνουν δίπλα στο νερό με μεγάλο φόβο, γιατί πρόκειται για ένα έρημο μέρος, κοντά στην πόλη της Ασκαλώνας, απ' όπου Σαρακηνοί βγαίνουν και σκοτώνουν τους ταξιδιώτες''. O ίδιος προσκυνητής αναφέρει τους κινδύνους που αντιμετώπιζε ο ταξιδιώτης στην προσπάθειά του να επισκεφθεί τον Ιορδάνη και άλλα μέρη ενδιαφέροντος για έναν ευσεβή Χριστιανό.
Ο οποίος προσπαθεί να κερδίσει τη Θεία Χάρη με την επαφή του με τον τόπο όπου έζησε και μαρτύρησε ο Ιησούς. Με λίγα λόγια, οι Άγιοι Τόποι, παρά το ότι ελέγχονταν πλέον από τους Χριστιανούς, ήταν ένας κάθε άλλο παρά ασφαλής τόπος για τους Ευρωπαίους προσκυνητές και επισκέπτες. Σε αυτή την κατάσταση παρέμεινε η περιοχή για πολλά χρόνια. Οι νέοι κατακτητές, οι Φράγκοι, αποδείχτηκαν ακόμη πιο ανίκανοι από τους προηγούμενους, τους Μουσουλμάνους, να ειρηνεύσουν και να ελέγξουν αποτελεσματικά την περιοχή.
Οι ''Αστυνόμοι'' της Ουτρεμέρ
Σε αυτήν την εποχή και υπό αυτές τις συνθήκες εμφανίζονται οι Ναΐτες ως μία απάντηση στο ερώτημα του πώς θα καταστεί ασφαλής η ύπαιθρος. Στην πραγματικότητα, όλες οι πηγές συμφωνούν ότι οι Ιππότες του Ναού ξεκίνησαν την πορεία τους ακριβώς ως μία ''αστυνομική'' δύναμη του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Όπως σημειώσαμε και παραπάνω, το ξεκίνημα του τάγματος ήταν τόσο ταπεινό, που ουδείς από τους σύγχρονους χρονικογράφους που κατέγραψαν τα γεγονότα της εποχής αυτής δεν ανέφερε τη δημιουργία του. Οι πηγές που έχουμε για το ξεκίνημα των Ναϊτών προέρχονται από μεταγενέστερες -αν και όχι πολύ- μεταξύ των οποίων θα ξεχωρίζαμε τον Γουλιέλμο, αρχιεπίσκοπο της Τύρου, και τον Μιχαήλ τον Σύριο, πατριάρχη Αντιοχείας.
Και οι δύο αυτοί άνδρες, που έγραψαν το έργο τους κυρίως στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα και άρα είχαν μία χρονική απόσταση μερικών δεκαετιών από το ξεκίνημα του τάγματος, έγραψαν για τις απαρχές των Ναϊτών σε μία εποχή που οι τελευταίοι είχαν ήδη γίνει μία από τις σημαντικότερες δυνάμεις της Χριστιανικής Ανατολής και όχι μόνο. O Γουλιέλμος, που δεν διάκειται φιλικά προς τους Ναΐτες και στέκεται κριτικά απέναντί τους σε πολλά σημεία, τοποθετεί χρονικά τις απαρχές του τάγματος στο 1118.
Εκείνη τη χρονιά, όπως αναφέρει, ''κάποιοι ευγενείς της τάξης των ιπποτών, αφοσιωμένοι στο Θεό, ευσεβείς και θεοσεβούμενοι, εκ των οποίων οι πιο σημαντικοί ήταν ο Ούγος του Παιν (ή Παγιέν) της Καμπανίας και ο Γοδεφρείδος του Σεντ Ομέρ του Πικανρντί'', έλαβαν τους όρκους ''της πενίας, της αγνότητας και της υπακοής στα χέρια (Πρόκειται για το γνωστό immixtio manuum, τον τυπικό όρκο υποτέλειας του Βασάλου προς τον επικυρίαρχό του) του Βαρμούνδου του Πικινί, πατριάρχη της Ιερουσαλήμ''. Διά του όρκου αυτού, δεσμεύθηκαν να αφιερώσουν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία του Θεού κατά το τυπικό των εκκλησιαστικών κανόνων.
O Γουλιέλμος συμπληρώνει ότι ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, Βαλδουίνος B', που είχε διαδεχθεί το συνονόματο ξάδελφό του μόλις λίγους μήνες πριν, τους παραχώρησε καταλύματα για να διαβιούν σύμφωνα με τους κανόνες που είχαν αποδεχτεί, στη νότια πλευρά του Αλ Ακσά ή -όπως το ονόμασαν οι Λατίνοι- ''Ναού του Κυρίου''. O ίδιος ο Βαλδουίνος είχε την κατοικία του στο τέμενος του Αλ Ακσά, καθώς οι σταυροφόροι πίστευαν ότι αυτή ήταν η τοποθεσία όπου βρισκόταν ο Ναός του Σολομώντα. Συνακόλουθα, το τέμενος και τα γύρω από αυτό κτήρια έγιναν γνωστά ως ''Ναός του Σολομώντα''. O ίδιος χρονικογράφος προσθέτει και την αιτία γι' αυτήν την ειδική μεταχείριση των ιπποτών από μέρους του βασιλιά και του πατριάρχη, η οποία ήταν το καθήκον που ανέλαβαν.
Όπως λέει, το καθήκον αυτό ''τους ανατέθηκε από τον άρχοντα πατριάρχη και τους υπόλοιπους επισκόπους για να πετύχουν τη σωτηρία της ψυχής τους''. Έπρεπε, δηλαδή, ''να διατηρούν, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, καθαρούς από τις ενέδρες των ληστών και άλλες επιδρομές τους δρόμους (του βασιλείου) ιδιαίτερα για την ασφάλεια των προσκυνητών''. Δεν ξεκαθαρίζεται στις πηγές (ιδιαίτερα σε αυτήν που εξετάζουμε τώρα) αν η ανάληψη καθηκόντων άτυπης αστυνομίας της υπαίθρου του βασιλείου ήταν ο λόγος της ίδρυσης του τάγματος ή προέκυψε στην πορεία. Αυτό που φαίνεται να υπονοεί ο Γουλιέλμος ήταν ότι αρχικά οι άνδρες αυτοί επιθυμούσαν να υιοθετήσουν ένα είδος κοινοβιακής ζωής, κοντά σε αυτήν των μοναστικών ταγμάτων.
Επιθυμούσαν, δηλαδή, να δημιουργήσουν ένα είδος μοναστικής αδελφότητας, χωρίς παράλληλα να εγκαταλείψουν την κοσμική υπόστασή τους, δηλαδή αυτήν του ιππότη. Στη συνέχεια, όπως υπονοείται, τους προτάθηκε να αναλάβουν μία πιο ουσιαστική και συγκεκριμένη αποστολή, με την οποία θα μπορούσαν όχι μόνο να δικαιολογούν την ύπαρξή τους ως ''αδελφότητα'' αλλά και να πετύχουν τη σωτηρία της ψυχής τους, όπως υπόσχονταν οι εκκλησιαστικοί άρχοντες της περιοχής. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή η εξήγηση είναι η σωστότερη, αφού επιβεβαιώνεται εμμέσως πλην σαφώς και από άλλες, σκόρπιες αναφορές για τους Ναΐτες, που επιβιώνουν σε κείμενα άλλων, πέραν του Γουλιέλμου, χρονικογράφων.
Κάπως διαφορετική είναι η αρχή των ιπποτών, σύμφωνα με τον Μιχαήλ τον Σύριο, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι Ναΐτες είναι δημιούργημα του βασιλιά της Ιερουσαλήμ, ο οποίος πρότεινε στον Ούγο του Παιν και στους ''τριάντα συντρόφους του'' να αναλάβουν έναν δραστήριο ρόλο όσον αφορά στην προστασία των Αγίων Τόπων από τους ληστές. O Μιχαήλ υπονοεί επίσης ότι ο Ούγος και οι σύντροφοί του επιθυμούσαν να ζήσουν σε ένα είδος κοινοβίου, αλλά ο Βαλδουίνος τούς έδωσε τη δυνατότητα να συνδυάσουν τη μοναστική ζωή με αυτήν του ιππότη και ταυτόχρονα να προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στο βασίλειό του. Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αντίθετα με τον Μιχαήλ, ο Γουλιέλμος παραδίδει ότι οι αρχικοί ιππότες ήταν εννιά και ότι για αρκετά χρόνια ο αριθμός αυτός δεν είχε αυξηθεί.
Γενικά στις μεταγενέστερες πηγές έχει υιοθετηθεί ο αριθμός του Γουλιέλμου και όχι αυτός του Μιχαήλ. Σε σχετική αφάνεια έχει περιέλθει μία άλλη εκδοχή για το ξεκίνημα του τάγματος, αυτή που παραδίδει ο Γουώλτερ Μαπ, αρχιδιάκος της Οξφόρδης. Σύμφωνα με τον Μαπ, όλα ξεκίνησαν με έναν ιππότη από τη Βουργουνδία, ονόματι Παγκάνους (''Paganus'', μπορεί να θεωρηθεί μια ''Λατινική'' παράφραση του τόπου καταγωγής του Ούγου, δηλαδή της πολίχνης Παιν ή Παγιέν), ο οποίος ανέλαβε ως έργο ζωής την προστασία μιας συγκεκριμένης πηγής κοντά στην Ιερουσαλήμ από τους ληστές που επιτίθεντο σε όσους σταματούσαν εκεί για να ξαποστάσουν.
Όταν ο αριθμός των ληστών ξεπέρασε τις δυνατότητές του, ο Παγκάνους απευθύνθηκε στον Βαλδουίνο, ο οποίος του παραχώρησε διαμερίσματα στο ''Ναό του Σολομώντα'' και την άδεια να συγκεντρώσει ακόμη περισσότερους συντρόφους για να αντιμετωπίσει τους κακοποιούς. Γενικά το χρονικό του Μαπ για τους Ναΐτες δεν είναι ιδιαίτερα αναλυτικό και δεν θεωρείται εξίσου αξιόπιστο με αυτό του Γουλιέλμου ή άλλων συγγραφέων που έγραψαν αργότερα για το ίδιο θέμα. Αυτό που αποτελεί κοινό τόπο σε σχεδόν όλες τις πηγές είναι ότι οι Ναΐτες ''επιστρατεύθηκαν'' για να προσφέρουν συγκεκριμένες υπηρεσίες στην Ιερουσαλήμ, οι οποίες στην περίοδο που εξετάζουμε ήταν απολύτως απαραίτητες στο βασίλειο.
Όπως προαναφέραμε, ο έλεγχος που ασκούσε ο βασιλιάς στην ύπαιθρο ήταν υποτυπώδης έως -σε ορισμένες περιόδους- μηδαμινός. Ούτως ή άλλως, το βασίλειο της Ιερουσαλήμ ήταν μία ιδιάζουσα περίπτωση, υπό την έννοια ότι οι δυνάμεις που είχε στη διάθεσή του ο ηγεμόνας, τόσο οι οικονομικές όσο και οι στρατιωτικές, ήταν περιορισμένες, ενώ περισσότερη δύναμη είχαν οι κατά τόπους φεουδάρχες, των οποίων ο όρκος υποτέλειας στον ηγεμόνα τους ήταν συχνά μάλλον απατηλός. Αυτό οφείλεται κατά βάση στον τρόπο δημιουργίας του βασιλείου και στο πώς έλαβε το αξίωμά του ο οίκος της Μπουιγιόν: Οι ευγενείς που συμμετείχαν στις σταυροφορίες εξέλεξαν τον Γοδεφρείδο ντε Μπουιγιόν ως βασιλιά (τυπικά, στην αρχή, ως ''Επίτροπο'') της Ιερουσαλήμ.
Με αυτά τα δεδομένα, το Haute Cour, το συμβούλιο των ευγενών της Ουτρεμέρ, είχε τουλάχιστον ίση δύναμη με τον βασιλιά και σε πολλές περιπτώσεις υπαγόρευε την πολιτική του. Πέρα όμως από τις πολιτικές ''επιπλοκές'', ο βασιλιάς υπέφερε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ηγεμόνα των Αγίων Τόπων από τη μάστιγα που αντιμετώπιζαν όλες οι Χριστιανικές ηγεμονίες του Λεβάντε: την ανεπάρκεια σε πόρους, οικονομικούς και ανθρώπινους. Για το λόγο αυτό, μία κολεκτίβα που θα εκμεταλλευόταν ένα μικρό μόνο μέρος των πόρων του βασιλείου για να του προσφέρει σε αντάλλαγμα μία σημαντική υπηρεσία, ήταν στα μάτια του Βαλδουίνου μία εξαιρετικά συμφέρουσα προοπτική. Όχι μόνο λόγω των προσωρινών -όπως αποδείχτηκε- ''αστυνομικών'' καθηκόντων της, αλλά και επειδή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και με ποικίλους άλλους τρόπους.
Οι Ναΐτες στην Υπηρεσία του Βασιλείου
Το ίδιο διάστημα, στην περιοχή δρούσε και ένα άλλο ιδιότυπο τάγμα, που είχε ως πρωταρχική αποστολή του το συνδυασμό μοναστικής και κοσμικής ζωής και ως εκ τούτου την προσφορά έργου στην τοπική κοινωνία. Πρόκειται για τους Οσπιταλιέρους (Hospital iers ή Hospitalers, εκ του Hospital που σημαίνει νοσοκομείο ή στην αρχική του έννοια - ξενώνας) ή αλλιώς Τάγμα του Αγίου Ιωάννη (από το οποίο ονομάστηκαν παράλληλα και ''Ιωαννίτες''). Το έργο τους ήταν η παροχή βοήθειας στους ασθενείς ταξιδιώτες αλλά και κατοίκους της περιοχής και η φιλοξενία τους στον ξενώνα, που λειτουργούσε και ως νοσοκομείο.
Οπότε η δημιουργία ενός ακόμη ανάλογου θεσμού που θα προσέφερε υπηρεσίες αστυνομικής φύσεως, έμοιαζε ως ένα εξαιρετικό συμπλήρωμα των φιλανθρωπικών υπηρεσιών των Οσπιταλιέρων στα μάτια του Βαλδουίνου και του πατριάρχη της Ιερουσαλήμ Βαρμούνδου. Όσον αφορά στη δημιουργία του τάγματος του Ναού, υπάρχουν συγκεκριμένα έγγραφα που αποδεικνύουν την ύπαρξή του πριν από τη σύνοδο του Τρουά, όπου, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το τάγμα έλαβε τόσο την επίσημη αναγνώριση όσο και την ουσιαστική ταυτότητά του. Τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνουν και μία πράξη επικύρωσης των προνομίων του έτερου ισχυρού τάγματος, των Οσπιταλιέρων, από το βασιλιά Βαλδουίνο.
Στην πράξη αυτή μάρτυρας ήταν ο Ούγος του Παιν, ο οποίος ωστόσο δεν αναφέρεται με την ιδιότητα του μαγίστρου του τάγματος, αλλά του ''Ιππότη του Χριστού'', ενώ ένας άλλος ιππότης του τάγματος, υπό το όνομα Ροβέρτος (Robert), παρίστατο ως μάρτυρας στη σύνταξη ενός άλλου διατάγματος το 1125, με το οποίο ο επίσκοπος της Ναζαρέτ Βερνάρδος απάλλασσε τους Ιωαννίτες από την υποχρέωση καταβολής φόρου στην ενορία του. Ενα ακόμη πρόβλημα είναι αυτό της ακριβούς χρονολόγησης της ίδρυσης του τάγματος, με δεδομένο ότι η κύρια πηγή που έχουμε είναι ο Γουλιέλμος, που κατά κανόνα δεν είναι ιδιαίτερα ακριβής όσον αφορά στις ημερομηνίες.
Διάφορα έγγραφα που αναφέρουν δωρεές που έγιναν από κοσμικούς άρχοντες στο τάγμα ορισμένα χρόνια αργότερα (οι περισσότερες βεβαίως αφορούν στην περίοδο μετά τη σύνοδο του Τρουά) υποδεικνύουν ότι το τάγμα δημιουργήθηκε το 1119 ή το 1120 και όχι το 1118 που καταθέτει ο Επίσκοπος της Τύρου. Αλλά και ο ίδιος ο Γουλιέλμος διαψεύδει σε κάποιο σημείο των γραφομένων του τον εαυτό του, τοποθετώντας την απαρχή των Ναϊτών στο 1120. H πιο πρόσφορη εξήγηση για την εμφάνιση αυτού του ''προβλήματος'' είναι ότι η ίδρυση του τάγματος δεν έγινε ταυτόχρονα με την ανάληψη ''αστυνομικών'' καθηκόντων από τον Ούγο και τους συντρόφους του.
H πλειονότητα των ερευνητών σήμερα θεωρεί ως πιθανότερο η δημιουργία ή, έστω, η επίσημη αναγνώρισή του από το βασιλιά και τον πατριάρχη της Ιερουσαλήμ να συνέβη μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου του 1120. Μία περισσότερο ακριβής χρονολόγηση δεν είναι εύκολη, λόγω έλλειψης επίσημων αρχείων και ειδικότερα του αρχείου του ίδιου του τάγματος, που καταστράφηκε με την κατάληψη της Κύπρου -όπου φυλασσόταν- από τους Οθωμανούς μερικούς αιώνες μετά τα γεγονότα στα οποία αναφερόμαστε. Κάποιοι ερευνητές, σε μία προσπάθεια ακριβούς χρονολόγησης, αναφέρονται στη σύνοδο εκκλησιαστικών αρχόντων της Ουτρεμέρ, με τη συμμετοχή πιθανότατα και του βασιλιά Βαλδουίνου, που έγινε στη Ναμπλούς τον Ιανουάριο του 1120.
Αυτή η σύνοδος πραγματοποιήθηκε σε μία ιδιαίτερα βαριά ατμόσφαιρα καθώς οι Χριστιανικές ηγεμονίες αντιμετώπιζαν δισεπίλυτα προβλήματα και ήταν πρόσφατη η επίθεση Σαρακηνών ενάντια σε μία ομάδα 700 προσκυνητών στην έρημο της Ιορδανίας. Σ' αυτήν την επίθεση σφαγιάστηκαν περί τους 300 προσκυνητές και τουλάχιστον 60 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Θεωρείται λοιπόν πιθανό ότι οι ιεράρχες που συγκεντρώθηκαν στη Ναμπλούς με το βασιλιά, να αποφάσισαν να αναθέσουν στη νεοϊδρυθείσα κολεκτίβα των ''φτωχών ιπποτών'' το καθήκον της αστυνόμευσης της υπαίθρου, αν και δεν υπάρχουν έγγραφα που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο.
Με βάση τα όσα προαναφέραμε, θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε ότι οι Ναΐτες, ως κολεκτίβα ιπποτών χωρίς συγκεκριμένη αποστολή, είχαν ξεκινήσει από το 1118 και μόνο δύο περίπου χρόνια αργότερα ''στρατολογήθηκαν'' από τον Βαλδουίνο. Αυτή είναι μια βολική εξήγηση, που παρακάμπτει και την αναγκαιότητα καθορισμού ενός ''ορόσημου'' για τη δημιουργία του τάγματος. Γενικά αποτελεί πάγια τακτική της ιστοριογραφίας να δέχεται ως έτος δημιουργίας ενός ιπποτικού τάγματος το έτος κατά το οποίο ''στρατιωτικοποιήθηκε'', δηλαδή έγινε τάγμα εν όπλοις. Το έτος αυτό για τους Ναΐτες, όπως είδαμε, είναι το 1120.
Αναφέραμε ότι οι περισσότερες πηγές -ξεκινώντας από το Γουλιέλμο της Τύρου- συμφωνούν ότι οι Ναΐτες στο ξεκίνημά τους ήταν μόλις εννιά άτομα, εννιά φτωχοί ιππότες που ορκίστηκαν πενία και αγνότητα και αποτέλεσαν τους πρώτους ιππότες του Χριστού. Επικεφαλής αυτών των εννέα ιπποτών ήταν ο Ούγος του Παιν ή Παγιέν, που ανέλαβε και πρώτος Μέγας Μάγιστρος (Magister Magnus) του νέου ιπποτικού τάγματος. Ουδείς από τους εννέα είχε κάποια άμεση σχέση με την εκκλησία, δεδομένου ότι επρόκειτο για κοσμικούς ιππότες, ευγενείς από διάφορα μέρη κυρίως της Γαλλίας αλλά και της Φλάνδρας.
Δεύτερος τη τάξει, κατά τα φαινόμενα, ήταν ο Γοδεφρείδος του Σαιντ Ομέρ από τη Φλάνδρα, ενώ ακόμη αναφέρονται από τις πηγές οι Παγιέν του Μοντιντιέρ, Αρσαμπό του Σαιντ Ανιάν, Ανδρέας του Μοντμπάρντ, Τζόφρεϋ Μπισόν και δύο άνδρες των οποίων έχουν σωθεί μόνο τα ονόματα, Ροσάλ και Γκονταμέρ. O ένατος Ναΐτης παραμένει άγνωστος. O Γουλιέλμος υποστηρίζει ότι χρόνια μετά το ξεκίνημα του τάγματος, ακόμη και τις παραμονές της συνόδου του Τρουά που θα επικύρωνε τη νομιμότητά του και θα του έδινε τον επίσημο κανόνα λειτουργίας του, οι ιππότες παρέμεναν εννιά. O επίσκοπος της Τύρου, όπως προαναφέραμε, αναφέρεται συχνά μάλλον απαξιωτικά στο τάγμα, προφανώς έχοντας μία όχι και τόσο καλή σχέση με τους Ναΐτες της εποχής του.
Οπότε πολύ πιθανό να μην είναι ακριβή τα γραφόμενά του σε αυτό το σημείο. Δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι οι Ναΐτες παρέμειναν εννιά για τα επόμενα χρόνια. Αντίθετα, γνωρίζουμε ότι ήδη από το 1120 δέχονταν αδελφούς επισκέπτες, δηλαδή ''προσωρινούς'' αδελφούς που συμμετείχαν στο τάγμα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. O πλέον διακεκριμένος από τους επισκέπτες σε αυτήν την πρώτη περίοδο του τάγματος είναι ο περίφημος Φούλκος, κόμης του Ανζού (Fulques de Anjou), μετέπειτα βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Πρόκειται για έναν ισχυρό Γάλλο αριστοκράτη, κόμη της ομώνυμης περιοχής της Δυτικής Γαλλίας, που επισκέφθηκε για έναν περίπου χρόνο τους Αγίους Τόπους. Κατά την παραμονή του συμμετείχε στο τάγμα των ιπποτών του Χριστού ως φιλοξενούμενος - επισκέπτης.
Μάλιστα, μετά το πέρας του προσκυνήματος και της επιστροφής του στην πατρίδα, ο Φούλκος παραχώρησε στους Ναΐτες μία σημαντική ετήσια πρόσοδο από τα κτήματά του, για να τη χρησιμοποιήσουν στον αγώνα τους για την υπεράσπιση των Αγίων Τόπων. Πρόκειται για την πρώτη, εκτός Αγίων Τόπων, καταγεγραμμένη δωρεά στους Ναΐτες. Θα ακολουθούσαν, ειδικά μετά το Τρουά, πολλές ακόμη. Παρότι οι Ναΐτες είχαν αρχίσει να δέχονται παρόμοιες δωρεές και είχαν ήδη καταλάβει ολόκληρο το συγκρότημα του ''Ναού του Σολομώντα'' (μετά τη μετακόμιση του Βαλδουίνου στο οίκημα που ήταν γνωστό ως ''Πύργος του Δαβίδ'', το οποίο προσέφερε περισσότερη ασφάλεια και δυνατότητες οχύρωσης), φαίνεται ότι μέχρι το 1126 πολύ λίγα πράγματα είχαν πετύχει.
Οι αναφορές στους Ναΐτες στις πηγές από την περίοδο αυτή δεν περιλαμβάνουν ούτε ένα ''κατόρθωμα'' παρόμοιο με τα σημαντικά επιτεύγματα που τους χρεώθηκαν στα επόμενα χρόνια, χάρη στα οποία έλαβαν τη φήμη τους. Επίσης, παρότι φαίνεται ότι είχαν ξεκινήσει -όπως είδαμε- ως μία ιδιότυπη αστυνομική δύναμη για την περιφρούρηση της υπαίθρου και την αντιμετώπιση των ληστρικών συμμοριών, μέχρι τουλάχιστον το 1127 δεν είχαν παρά ελάχιστη δραστηριότητα σε αυτόν τον τομέα. Γενικά, τα πρώτα χρόνια του τάγματος δεν είναι πλούσια σε γεγονότα, κάτι όμως που έμελλε να αλλάξει σύντομα. Οι Ναΐτες γίνονταν σιγά-σιγά γνωστοί στη Δύση, άλλωστε ο Ούγος του Παιν δεν ήταν τυχαίος.
Γόνος της αριστοκρατικής οικογένειας που διαφέντευε το Παιν για πολλές γενιές, ήταν Βασάλος και κατά πάσα πιθανότητα συγγενής του Ούγου, κόμη της Καμπανίας, ενός ιδιαίτερα ισχυρού ευγενή της Κεντρικής Γαλλίας που διέθετε μεγάλη περιουσία, επιρροή και υψηλές γνωριμίες. O Ούγος της Καμπανίας, προφανώς ορμώμενος από τα ρομαντικά ιδεώδη της εποχής αλλά και τις σχέσεις του με τον έτερο Ούγο, έγινε μέλος των Ναϊτών (σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές το 1125) και ουσιαστικά άλλαξε την τύχη του τάγματος. Είχε επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους ήδη δύο φορές. Την πρώτη το 1104, όταν παρέμεινε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, και τη δεύτερη το 1114.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο Ούγος του Παιν, που ήταν εξαρτώμενος Βασάλος του Ούγου της Καμπανίας πριν από την είσοδό του στο τάγμα, ήταν από εκείνους τους ιππότες που συνόδευσαν τον Ούγο στο πρώτο ή το δεύτερο προσκύνημά του και αποφάσισε στη συνέχεια να παραμείνει στη M. Ανατολή. O επικυρίαρχός του, κόμης της Καμπανίας, επέστρεψε για τρίτη και τελευταία φορά στην Ιερουσαλήμ το 1125, αφού πρωτύτερα είχε αποκηρύξει την άπιστη σύζυγό του (ήταν πεπεισμένος ότι ο μεγαλύτερος γιος του και βάσει νόμου διάδοχός του, ήταν στην πραγματικότητα καρπός άνομου δεσμού της γυναίκας του) και είχε εκχωρήσει την περιουσία του όχι στα παιδιά του αλλά στον ανιψιό του Θεοβάλδο (Teobald).
H επίδραση του κόμη της Καμπανίας ήταν καθοριστική, διότι μεταξύ των γνωριμιών του ήταν και ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας την εποχή εκείνη, ο περίφημος Βερνάρδος, αβάς της μονής του Κλερβώ και μετέπειτα Αγιος της δυτικής Χριστιανοσύνης. Άλλωστε το Κλερβώ ανήκε στα διοικητικά όρια της περιοχής που ήλεγχε ο Ούγος της Καμπανίας και μάλιστα το κτήμα όπου ανεγέρθηκε το μοναστήρι και ήταν αρχικά γνωστό ως ''κοιλάδα των ληστών'', παραχωρήθηκε από τον κόμη της Καμπανίας στον Βερνάρδο. O Ούγος ήταν δηλαδή ο πρώτος χορηγός αυτού που θα γινόταν σύντομα, χάρη στην προσωπικότητα του Βερνάρδου, το κέντρο της μοναστικής κίνησης στη Δ. Ευρώπη.
O Βερνάρδος, μία πραγματικά εμβληματική φυσιογνωμία του δυτικού Χριστιανισμού, θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στο ξεκίνημα του τάγματος και στην εκρηκτική ανάπτυξη που θα έφερνε αυτή τη μικρή ομάδα φτωχοντυμένων ιπποτών σε θέση ισχύος όχι μόνο στην Ουτρεμέρ αλλά και σε ολόκληρο το Χριστιανικό κόσμο. Ωστόσο, αυτή η πορεία περνούσε από ένα κομβικό σημείο, την επίσημη αναγνώριση του τάγματος από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Αυτή μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο μέσω της υποστήριξης ισχυρών παραγόντων της εκκλησιαστικής και κοσμικής αρχής.
O Βερνάρδος, που κλήθηκε να παίξει αυτόν το σημαντικό ρόλο, είχε άλλον έναν σύνδεσμο με τους Ναΐτες, που σίγουρα τον επηρέασε στην απόφασή του να υποστηρίξει με κάθε τρόπο το τάγμα, τον Ανδρέα του Μονμπάρ, ετεροθαλή αδελφό της μητέρας του. Ήταν δηλαδή συγγενής ενός από τους αρχικούς εννιά ιππότες του Ναού.
H Σύνοδος του Τρουά
O Ούγος, κόμης της Καμπανίας, είχε όπως είδαμε ιδιαίτερα φιλική σχέση με τον Βερνάρδο του Κλερβώ, ο οποίος με τη σειρά του είχε τεράστια επιρροή -ως ηγούμενος της μονής του Κλερβώ και ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος των Κιστερκιανών μοναχών- στο σύνολο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Τα κομμάτια του παζλ έμπαιναν σιγά-σιγά στη θέση τους και ο κόμης της Καμπανίας μεσολάβησε στον ισχυρό φίλο του για λογαριασμό του τάγματος στο οποίο πλέον ανήκε. O Βερνάρδος, που είχε ήδη τη φήμη ένθερμου υποστηρικτή του σταυροφορικού κινήματος (είχε χάσει και τον πατέρα του στην A' Σταυροφορία) θεώρησε ότι αυτός ο σκοπός άξιζε τη μέγιστη προσπάθεια και την αμέριστη προσοχή του.
Τον Βερνάρδο είχε προσεγγίσει και άλλος ένας ισχυρός παράγοντας, που είχε ρίξει το βάρος του στις προσπάθειες των Ναϊτών και είχε γίνει ουσιαστικά πάτρωνάς τους, ο Βαλδουίνος B', ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Με επιστολή του προς τον Βερνάρδο, ο Βαλδουίνος του ζητούσε τη βοήθειά του για την αναγνώριση από τη Ρώμη του νέου τάγματος αλλά και για τη σύνταξη ενός κανόνα λειτουργίας βάσει του οποίου θα ζούσαν οι Ναΐτες. Υπογράμμιζε, βεβαίως, και την ιδιαιτερότητα του τάγματος, αφού θα έπρεπε να συνδυάζει θρησκευτικές και πολεμικές αρετές.
Όπως τοποθετήσαμε τη δημιουργία του Τάγματος του Ναού στο ιστορικό πλαίσιό του, διαπιστώνοντας ότι αποτελούσε την απάντηση σε μία αναγκαιότητα, έτσι θα πρέπει να δούμε και την επισημοποίηση και γιγάντωσή του μέσα στη δική της ιστορική συγκυρία: Την προσπάθεια του Βαλδουίνου να προσελκύσει το ενδιαφέρον της Χριστιανικής Μητρόπολης, ολόκληρης της Δύσης ουσιαστικά, στα ζητήματα των Λατινικών βασιλείων της Ανατολής και την εξασφάλιση σημαντικής βοήθειας που θα επέτρεπε την επιβίωση των ηγεμονιών αυτών σε βάθος χρόνου. O Βαλδουίνος είχε διαπιστώσει ότι ο ενθουσιασμός που είχε παρακινήσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αναζητήσουν δόξα, αγαθά και άφεση αμαρτιών στην Ανατολή, υποχωρούσε σε όλη την Ευρώπη.
Οι πληθυσμιακές πιέσεις είχαν προσωρινά αντιμετωπιστεί και η Δ. Ευρώπη δεν μαστιζόταν πλέον στον ίδιο βαθμό από τα προβλήματα που προκάλεσαν τη μαζική συμμετοχή των πιστών στην A' Σταυροφορία. H εισροή νέων ''σταυροφόρων'' ήταν σταθερή αλλά περιορισμένη και οι περισσότεροι επισκέπτες μόλις διαπίστωναν ότι στην Παλαιστίνη δεν ''ρέει μέλι και γάλα'', μόλις κατανοούσαν τις δυσκολίες της ζωής σε αυτές τις Χριστιανικές νησίδες τις περιτριγυρισμένες από μία θάλασσα Μουσουλμάνων, συνήθως προσπαθούσαν να βρουν τρόπο επιστροφής στη Δύση.
Σε αυτή τη συγκυρία, ο Βαλδουίνος, με το βλέμμα στραμμένο στη Δύση, προσπάθησε να βρει για μία από τις τέσσερις κόρες του έναν κατάλληλο σύζυγο, με το σκεπτικό ότι ένας ισχυρός ευγενής της Δύσης θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στους σκοπούς του και θα κληροδοτούσε το θρόνο του σε κάποιον που θα είχε τη δυνατότητα να προσφέρει στο βασίλειο όσα δεν μπορούσε αυτός. Αλλωστε, ο Βαλδουίνος είχε τέσσερις κόρες και κανένα γιο, οπότε ούτως ή άλλως χρειαζόταν διάδοχο. Το 1127 ο Βαλδουίνος μαζί με το συμβούλιο των αρχόντων της Ουτρεμέρ αποφάσισε να προσφέρουν το χέρι της μεγαλύτερης κόρης του, της Μελισήνδης, στον Φούλκο του Ανζού, τον ισχυρό και ευσεβή άρχοντα της ομώνυμης περιοχής της Γαλλίας.
O Φούλκος, όπως είδαμε, είχε ήδη εμπειρία από ένα μακρύ προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατά τη διάρκεια του οποίου είχε συνδεθεί στενά με το Τάγμα του Ναού ως αδελφός - επισκέπτης, ενώ κατά πάσα πιθανότητα είχε επισκεφθεί την Ιερουσαλήμ άλλη μία φορά. Οι βαρόνοι της Ουτρεμέρ τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν, κάποιοι μάλιστα είχαν συνδεθεί φιλικά μαζί του. Μία τριμελής αντιπροσωπία από σημαίνοντες άρχοντες της Ουτρεμέρ στάλθηκε στο Ανζού, ενώ την ίδια στιγμή ο Βαλδουίνος προχωρούσε στην υλοποίηση ενός παράλληλου σχεδίου: Το ίδιο χρονικό διάστημα, έστειλε τον Μεγάλο Μάγιστρο -όπως αποκαλούνταν πλέον- του Τάγματος των Ναϊτών στη Δύση, με στόχο να ξεκινήσει μία προσπάθεια στρατολόγησης ικανών ιπποτών που να επιθυμούν να υπερασπιστούν τα χριστιανικά βασίλεια της Ανατολής.
Μέχρι εδώ, όπως φαίνεται από τις πηγές, ουσιαστικά η λειτουργία των Ναϊτών δεν έχει αποσπαστεί από αυτήν του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, καθώς πρακτικά ο Βαλδουίνος θεωρεί τους Ναΐτες ως υπερασπιστές της ηγεμονίας του. Αυτό εξηγεί και το ότι ο Ούγος πήγε στην πρώτη περιοδεία του στη Δύση, το φθινόπωρο του 1127, ως απεσταλμένος του βασιλιά Βαλδουίνου. Μαζί του είχε και άλλους ιππότες του Ναού και μεταξύ των σημαντικών συναντήσεων που του εξασφάλιζε η συστατική επιστολή του Βαλδουίνου που είχε μαζί του, ήταν και αυτή με τον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τον Ονώριο. O Πάπας δέχτηκε τον Ούγο ευμενώς και εξέτασε το θέμα που του έθεσε, την αναγνώριση του ''ιπποτικού'' του τάγματος, ωστόσο είχε ένα πρόβλημα.
Μπορεί ο ιππότης που είχε μπροστά του να υποστήριζε ότι εκτός από στρατιώτης είναι και μοναχός (ότι είναι στρατιώτης του Χριστού), ωστόσο δεν υπήρχε σχετικό προηγούμενο και ο Πάπας δυσκολευόταν να δώσει την αναγνώρισή του σε ένα τέτοιο πρωτοφανές τάγμα. Θα χρειάζονταν και άλλες προσπάθειες για να επιτευχθεί η επίσημη αποδοχή του τάγματος από την Εκκλησία. O Βερνάρδος επιστρατεύθηκε για να βγάλει το τάγμα από τη δύσκολη θέση, αναλαμβάνοντας τις σχετικές επαφές με τον Πάπα και οργανώνοντας μία μεγάλη σύνοδο στο Τρουά που είχε ως στόχο την εξέταση της λειτουργίας και της μορφής του τάγματος και την εξασφάλιση της αναγνώρισής του από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Παρότι, βεβαίως, της συνόδου θα προΐστατο ένας απεσταλμένος (Λεγάτος) του Πάπα, η οργάνωση και η επιλογή των συμμετεχόντων ήταν ουσιαστικά έργο του πανέξυπνου αβά του Κλερβώ, ο οποίος είχε προλειάνει με ιδιαίτερη προσοχή το έδαφος για την επίσημη αναγνώριση του τάγματος. Όμως και ο Ούγος με την αντιπροσωπία των Ναϊτών δεν έμειναν άπρακτοι. Όργωσαν τη μισή Ευρώπη, συγκεντρώνοντας υποστήριξη, δωρεές και νεοσύλλεκτους για το τάγμα τους. Σημαντικές δωρεές με αποδέκτη το τάγμα καταγράφονται για πρώτη φορά σε αυτήν ακριβώς την περίοδο. Ευγενείς εξέφρασαν τη θέληση να γίνουν μέλη των Ναϊτών.
Εκκλησιαστικοί και κοσμικοί άρχοντες ενημερώθηκαν για την ύπαρξη μιας ομάδας ευσεβών ανθρώπων που είχαν μόνο ένα σκοπό στη ζωή: ''Να υπερασπιστούν το Ναό του Κυρίου και να αποκρούσουν τις προσπάθειες των απίστων να ανακαταλάβουν την Ιερουσαλήμ και τα εδάφη που είχαν κατακτήσει τα πλήθη της A' Σταυροφορίας''. Οι συνδυασμένες προσπάθειες κυρίως του Βερνάρδου και του Ούγου δευτερευόντως, δημιούργησαν ένα θετικό ρεύμα για τους Ναΐτες, αν και ακόμη η φήμη του νέου τάγματος δεν είχε ξεπεράσει τα όρια ενός στενού κύκλου ανθρώπων. Αυτό έμελλε να αλλάξει μετά τη σύνοδο του Τρουά. H σύνοδος πραγματοποιήθηκε την 14η Ιανουαρίου 1128 και σε αυτήν έλαβε μέρος μια εντυπωσιακή ομάδα ανώτερων κληρικών και στοχαστών της δυτικής Χριστιανοσύνης.
Πέραν του Βερνάρδου, που ήδη αυτόν τον καιρό ήταν η σημαντικότερη προσωπικότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ισχυρότερος ακόμη και από τον Πάπα, παρόντες ήταν δύο αρχιεπίσκοποι και οκτώ επίσκοποι, μεταξύ των πολλών ιερωμένων, φεουδαρχών και αντιπροσώπων της Εκκλησίας. Μπροστά σε αυτό το εκλεκτό ακροατήριο, ο Ούγος παρουσίασε την ιστορία του τάγματος από την ίδρυσή του, το σκοπό για τον οποίο αυτός και οι σύντροφοί του εγκατέλειψαν τα εγκόσμια και αφιερώθηκαν στο Θεό, ενώ ανέπτυξε και τα βασικά σημεία του κανόνα βάσει του οποίου λειτουργούσε το τάγμα.
Τα λεγόμενα του Ούγου έγιναν ευμενώς δεκτά και οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες επικρότησαν, όχι δίχως κάποιες μικροαντιρρήσεις, τη δημιουργία του τάγματος. Μετά το πέρας της συνόδου το τάγμα υφίστατο και επίσημα, ενώ έπειτα από εννέα χρόνια θα ακολουθούσε και Παπική βούλα του Ιννοκέντιου B', που θα τους έθετε υπό την άμεση εποπτεία της Ρώμης. H καθυστέρηση στην έκδοση της Βούλας οφείλεται στα προβλήματα διαδοχής της Παπικής έδρας και στην ύπαρξη δύο Παπών. Οι συμμετέχοντες στη σύνοδο ανέθεσαν στο Βερνάρδο να γράψει τον Κανόνα των Ναϊτών, δηλαδή το σύστημα αξιών στο οποίο θα υπάκουαν οι ιππότες- μοναχοί που ετίθεντο στην υπηρεσία του Ναού.
Πολύ σύντομα ο Βερνάρδος ολοκλήρωσε αυτού, που δεν ήταν παρά μία προσαρμογή του Κανόνα των Βενεδικτίνων στις ανάγκες ενός στρατιωτικού τάγματος, όπως τροποποιήθηκε (από τον ίδιο τον Βερνάρδο) για τους Κιστερκιανούς. Το σημείο που αποτελούσε για πολλούς τροχοπέδη, δηλαδή η κατηγορηματική απαγόρευση της αφαίρεσης ζωής από μοναχούς, προσπεράστηκε με μάλλον αδέξιες εξαιρέσεις -που θεσπίστηκαν αργότερα με τη σχετική παπική Βούλα- για εκείνους που ''υπερασπίζονται το Χριστό από τους απίστους''. Αυτή η εξαίρεση θα χρησιμοποιούνταν ευρέως στο μέλλον από τη δυτική Εκκλησία για ακόμη λιγότερο ''ευγενείς'' σκοπούς.
Πρώιμες Αναφορές στους Ναΐτες
Οι Ναΐτες είχαν πλέον την επίσημη αναγνώριση της Εκκλησίας, αν και υπολειπόταν ακόμη η Παπική Βούλα. Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να ξεκινήσουν με νέο ζήλο την εκστρατεία επέκτασής τους, τη στρατολόγηση νέων μελών, την οργανωτική δομή τους και, φυσικά, τη συγκέντρωση πλούσιων δωρεών, που θα επέτρεπαν στο τάγμα όχι μόνο να ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντα που είχε αναλάβει, αλλά και να κερδίσει κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή των βασιλείων της Ουτρεμέρ. Παρά τη σύνοδο του Τρουά, οι Ναΐτες ήταν ακόμη μάλλον άγνωστοι στην Ευρώπη.
Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γνώριζαν τι ακριβώς ήταν οι ''φτωχοί ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα'' και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που θα εγκατέλειπαν την Ευρώπη για να στρατευθούν μαζί τους ή θα τους έδιναν μέρος της περιουσίας τους. O Ούγος γνώριζε ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν μεγαλύτερη δημοσιότητα, κατευθυνόμενη φυσικά στους κατάλληλους κύκλους. Έτσι, πίεσε -ιδιαίτερα έντονα μάλιστα- τον Βερνάρδο να προχωρήσει στη συγγραφή ενός έργου το οποίο θα παρουσίαζε τους Ναΐτες στους άρχοντες (εκκλησιαστικούς και κοσμικούς) της Ευρώπης με ιδιαίτερα ευμενή τρόπο.
Το αποτέλεσμα των πιέσεων ήταν το περίφημο σύγγραμμα του Βερνάρδου ''Για μια νέα Ιπποσύνη'' (De laude novae militiae ad milites temple), με το οποίο εκθειάζονταν οι Ναΐτες και υπογραμμιζόταν η σημασία του ρόλου που είχαν να παίξουν στην εδραίωση των Λατινικών ηγεμονιών της Ουτρεμέρ και γενικότερα στην επικράτηση της Χριστιανοσύνης. Παρότι κυκλοφόρησε σε έναν σχετικά περιορισμένο κύκλο, η επίδρασή του ήταν τεράστια. Στα επόμενα χρόνια δημιούργησε ένα πανίσχυρο ρεύμα υποστήριξης των Ναϊτών, οι οποίοι από ένα σημείο και μετά δεν προλάβαιναν να δέχονται νέα μέλη και δωρεές.
O Βερνάρδος υπήρξε, όπως προαναφέραμε, μία εμβληματική προσωπικότητα της Καθολικής Εκκλησίας και ο λόγος του -για πολλούς στην Ευρώπη- είχε την ισχύ νόμου. Δεν τσιγκουνεύτηκε τα καλά λόγια για τους Ναΐτες, όπως βλέπουμε στο παρακάτω απόσπασμα από το ''Για μια νέα Ιπποσύνη'': ''Οι πολεμιστές (οι Ναΐτες) είναι ευγενέστεροι από τους αμνούς και τρομακτικότεροι από τους λέοντες, παντρεύοντας την πραότητα του μοναχού με την πολεμική αρετή του ιππότη, τόσο ώστε να είναι δύσκολο να αποφασίσεις πώς να τους αποκαλείς. Άνδρες που κοσμούν το Ναό του Σολομώντα με όπλα αντί για πολύτιμα πετράδια, με ασπίδες αντί για χρυσά διαδήματα, με σέλες και χαλινάρια αντί για κηροπήγια.
Διψασμένοι για τη νίκη, όχι για τη δόξα. Για τη μάχη, όχι για την επίδειξη. Που αποστρέφονται περιττά λόγια, αχρείαστες πράξεις, άμετρο γέλιο, κουτσομπολιό και κουβέντα, όπως απεχθάνονται οτιδήποτε ματαιόδοξο. Ιππότες που παρότι είναι πολλοί, ζουν σε ένα σπίτι, υπακούοντας σε έναν κανόνα, με μία ψυχή και μία καρδιά''. Σημειώσαμε και πραραπάνω ότι είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπήρξαν επί της ουσίας αναφορές στους Ναΐτες σε πηγές της εποχής. Οι πρώτες αναφορές εμφανίζονται ουσιαστικά μετά τη σύνοδο του Τρουά και η πρώτη που έγινε ευρέως γνωστή είναι το σύγγραμμα του Βερνάρδου. Από εκεί και πέρα, ο Βερνάρδος αλλά και οι αναφορές για τους Ναΐτες σε άλλες πηγές προκάλεσαν ένα κύμα αντιδράσεων.
H πρώτη αναφορά που έχουμε για τους Ναΐτες, πέραν του Κανόνα και των γραπτών του Βερνάρδου, προέρχεται από τον επίσκοπο της Νογιόν, Σιμόν, και είναι το έγγραφο με το οποίο επισημοποιεί μία δωρεά προς το τάγμα. Συντάχθηκε το 1130 ή το 1131 και αναφέρει: ''(Από τον) Σιμόν, επίσκοπο της Νογιέν, και τους κανονικούς της Νογιέν, προς τον Ούγο, μάγιστρο των ιπποτών του Ναού και όλους εκείνους που με θρησκευτικότητα πολεμούν μαζί του, χαιρετισμούς και είθε με πίστη να εμμείνετε στη ζωή του θρησκευτικού τάγματος που έχετε υιοθετήσει. Ευχαριστούμε το Θεό επειδή διά του ελέους του επανέφερε την τάξη που είχε χαθεί.
Γιατί γνωρίζουμε ότι τρεις είναι οι τάξεις που έχουν καθορισθεί από το Θεό για την Εκκλησία, η τάξη εκείνων που προσεύχονται, η τάξη των υπερασπιστών και η τάξη των εργατών. Οι άλλες τάξεις βρίσκονταν σε παρακμή, ενώ η τάξη των υπερασπιστών είχε ολοκληρωτικά εξαφανιστεί. Όμως ο Θεός, ο Πατήρ και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, επέδειξε έλεος προς την Εκκλησία του. Διά την επίδραση του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας, στους πιο πρόσφατους καιρούς, εδέησε να ξαναγεννήσει τη χαμένη τάξη. Στην Αγία Πόλη απ' όπου κατάγεται η Εκκλησία, εκεί άρχισε να αναγεννιέται η χαμένη τάξη της Εκκλησίας''.
Μία άλλη πηγή είναι ο Σιμόν του Σαιντ Μπερτέν, που στο ''Gesta abbatum Sancti Bertini Sithensium'', που γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα το 1135 ή το 1136, κάνει μία σύντομη αναφορά στους Ναΐτες, η οποία ωστόσο δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ακριβής ιστορικά, αφού συνδέει τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, τον πρώτο ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ (''Επίτροπο του Παναγίου Τάφου'') με το ξεκίνημα των Ναϊτών, που είναι γνωστό ότι προέκυψε στη βασιλεία του Βαλδουίνου B'. Αναφέρει λοιπόν ο Σιμόν:
''Στη διάρκεια της λαμπρής βασιλείας του (Γοδεφρείδου) μερικοί (από τους σταυροφόρους) επέλεξαν να μην επιστρέψουν στις σκιές του κόσμου αφότου υπέστησαν τέτοιους κινδύνους για τη χάρη του Θεού. Αφού τους συμβούλευσαν οι πρίγκιπες του στρατού του Θεού, ορκίστηκαν στο Ναό του Κυρίου κάτω από την κυριαρχία του ότι θα αποκήρυσσαν τα εγκόσμια, θα παραιτούνταν των προσωπικών αγαθών τους, θα ελευθερώνονταν για να επιδιώξουν την αγνότητα και να ζήσουν μία κοινοβιακή ζωή, φορώντας μόνο ένα φτωχικό ένδυμα και χρησιμοποιώντας τα όπλα τους για να υπερασπίσουν τη χώρα από τις επιθέσεις των άνομων παγανιστών όταν το απαιτούσε η ανάγκη''.
Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, ο επίσκοπος του Χάβελμπουργκ, Ανσέλμος, συντάσσει μία αναφορά για τα σύγχρονά του θρησκευτικά τάγματα, για χρήση από τον Πάπα Ευγένιο Γ'. Στην αναφορά αυτή βρίσκονται και χωρία για τους Ναΐτες: ''Λίγο πριν την εποχή μας, ένα νέο θρησκευτικό ίδρυμα ξεκίνησε στην Ιερουσαλήμ, την πόλη του Θεού. Λαϊκοί, θρησκευόμενοι άνθρωποι, συναθροίστηκαν εκεί και αποκαλούν τους εαυτούς τους ιππότες του Ναού. Έχοντας παραιτηθεί της περιουσίας τους, ζουν έναν κοινοβιακό βίο και πολεμούν υπό όρκο υπακοής σε έναν μάγιστρο. Έχουν αποκόψει τους εαυτούς τους από την υπερβολή και τα ακριβά ρούχα και προετοιμάζονται να υπερασπιστούν το λαμπρό Πανάγιο Τάφο του Κυρίου ενάντια στις επιθέσεις των Σαρακηνών.
Εντός του οίκου τους ειρηνικοί, εκτός του οίκου δραστήριοι πολεμιστές. Εντός του οίκου υπάκουοι στον θρησκευτικό κανόνα, εκτός του οίκου συμμορφούμενοι στη στρατιωτική πειθαρχία. Εντός του οίκου υποταγμένοι στην αγία σιωπή, εκτός του οίκου απτόητοι από τις κλαγγές των όπλων και τη βοή της μάχης. Και, για να συνοψίσουμε, εκτελούν όλα τα καθήκοντα που τους ανατίθενται, εντός και εκτός του οίκου, σε πλήρη υπακοή''. Μία τρίτη αναφορά στους Ναΐτες βρίσκουμε στο ''Χρονικόν'' του Όθωνα, επισκόπου του Φράιζινγκ, που γράφτηκε περί το 1143 και παρουσιάζει (όπως και η αναφορά του Ανσέλμου) πολλές ομοιότητες με το έργο του Βερνάρδου που αναφέρεται στους Ναΐτες.
''Τον καιρό αυτό, όταν το βασίλειο των Ρωμαίων ήταν χωρισμένο σε μία εμφύλια και πατροκτόνα διαμάχη (αναφέρεται στην κρίση μεταξύ του Πάπα και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) που προκλήθηκε από την επιθυμία για κυριαρχία, άλλοι που απεχθάνονταν αυτά που είχαν, για χάρη του Χριστού και συνειδητοποιώντας ότι δεν κατέχουν τη ζώνη της ιπποσύνης παρά για υψηλό σκοπό, κίνησαν για την Ιερουσαλήμ. Και εκεί ξεκίνησαν ένα νέο είδος ιπποσύνης (προσέξτε την αυτούσια αναφορά του ρητού περί ''νέας ιπποσύνης'' του Βερνάρδου). Έτσι χρησιμοποιούν τα όπλα τους ενάντια στους εχθρούς του Τιμίου Σταυρού και φέροντας την απεικόνιση του σταυρού στα σώματά τους, εμφανίζονται στον τρόπο ζωής τους όχι ως ιππότες αλλά ως μοναχοί''.
Στο γνωστό ''Χρονικό του Ερνούλ και του Βερνάρδου του θησαυροφύλακα'', το οποίο γράφτηκε μετά το 1187 και πιθανότητα πριν από το γύρισμα του αιώνα (πάντως μετά την απώλεια της Ιερουσαλήμ), υπάρχει μία συνοπτική ιστορία των Ναϊτών που φαίνεται να απηχεί τις απόψεις των λαϊκών της εποχής: ''Όταν οι Χριστιανοί κατέκτησαν την Ιερουσαλήμ, πολλοί ιππότες αφιέρωσαν τους εαυτούς τους στο Ναό του Παναγίου Τάφου. Και αργότερα πολλοί (ιππότες) από όλες τις χώρες αφιέρωσαν τους εαυτούς τους (στον Πανάγιο Τάφο). Αγαθοί ιππότες είχαν αφιερώσει τον εαυτό τους σε αυτό, οπότε συζητούσαν μεταξύ τους και έλεγαν:
''Αφήσαμε τις χώρες μας και τους αγαπημένους μας και ήλθαμε εδώ για να ανυψωθούμε και να εξυψώσουμε το Νόμο του Θεού. Οπότε καθόμαστε εδώ τρώγοντας και πίνοντας και ξοδεύοντας δίχως να κάνουμε οποιαδήποτε δουλειά. Ούτε πολεμικά έργα κάνουμε, παρότι η χώρα αυτή τα έχει ανάγκη. Υπακούμε σε έναν ιερέα και γι' αυτό δεν παίρνουμε τα όπλα. Ας συμβουλευτούμε κάποιον ώστε με την άδεια του ηγούμενού μας να κάνουμε έναν από εμάς μάγιστρο, για να μας οδηγήσει στη μάχη εφόσον υπάρχει ανάγκη''. Τον καιρό αυτό ο Βαλδουίνος ήταν βασιλιάς, οπότε πήγαν σε αυτόν και του είπαν: ''Άρχοντα, συμβούλευσέ μας για τη χάρη του Θεού. Αποφασίσαμε να κάνουμε έναν από μας μάγιστρο ώστε να μας οδηγήσει στη μάχη για να βοηθήσουμε τη χώρα''.
O βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ με αυτό και είπε ότι πρόθυμα θα τους συμβουλεύσει και θα τους βοηθήσει. Παρόλα αυτά, ο βασιλιάς κάλεσε τον πατριάρχη, τους αρχιεπισκόπους, τους επισκόπους και τους άρχοντες της χώρας, για να τους συμβουλευτεί. Μετά όλοι συσκέφθηκαν και συμφώνησαν ότι αυτό θα ήταν πολύ καλό να γίνει. O βασιλιάς πήγε σε αυτούς (τους ιππότες) και τους έδωσε γαίες, και κάστρα, και πόλεις. Με την παρέμβασή του ο βασιλιάς πέτυχε ο ηγούμενος του Παναγίου Τάφου να τους απελευθερώσει από την υποχρέωσή τους προς αυτόν και εκείνοι τον άφησαν. Τώρα θα σας πω γιατί έχουν το όνομα ''Ναΐτες''. Όταν άφησαν τον Πανάγιο Τάφο δεν είχαν πού να μείνουν. O βασιλιάς είχε τρία πολυτελή καταλύματα στην πόλη της Ιερουσαλήμ.
Ένα ψηλά, στον Πύργο του Δαβίδ, ένα χαμηλά, μπροστά στον Πύργο του Δαβίδ, και ένα τρίτο μπροστά στο Ναό, το μέρος όπου παρουσιάστηκε ο Θεός. Αυτή η κατοικία λεγόταν ο Ναός του Σολομώντα. Ήταν η πλέον πολυτελής. Παρακάλεσαν το βασιλιά να τους δανείσει αυτό το κατάλυμα, έως ότου δημιουργήσουν το δικό τους. O βασιλιάς τούς δάνεισε το κατάλυμα που λέγεται Ναός του Σολομώντα, εκ του οποίου έλαβαν το όνομα Ναΐτες, επειδή κατοικούν εκεί''. Αυτή η ιδιαίτερα απλοποιημένη διήγηση αναφέρεται και στη διαδικασία αποδοχής των Ναϊτών από τους βαρόνους της Ουτρεμέρ, ενισχύοντας έτσι την πεποίθηση ότι υπήρξε επίσημη ''εντολή'' από το συμβούλιο της Εκκλησίας και την Haute Court για τον ''αστυνομικό'' ρόλο του νεοϊδρυθέντος τάγματος.
O Ναός του Σολομώντα
Οι πένητες ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα πήραν το όνομά τους από το Ναό της Ιερουσαλήμ, όπου είχαν την έδρα τους κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή τους. O ναός εθεωρείτο από τους Χριστιανούς ότι ήταν αυτός που έχτισε ο δεύτερος βασιλιάς του Ισραήλ κατά τη βασιλεία του τον 10ο αιώνα π.X. Φυσικά, αυτό ελάχιστα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ωστόσο η ιστορία του Ναού είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. O ''πρώτος ναός'' της Ιερουσαλήμ είναι όντως έργο του ημι-μυθικού βασιλιά του Ισραήλ, Σολομώντα, αλλά καταστράφηκε το 586 π.X. από τους Βαβυλώνιους όταν αυτοί κατέκτησαν την πόλη.
Στη συνέχεια, ο δεύτερος ναός χτίστηκε πάνω στα ερείπια του πρώτου, σε σχέση με τον οποίο υστερούσε σε μεγαλοπρέπεια και πολυτέλεια. O ναός ξεκίνησε να κατασκευάζεται περίπου 50 χρόνια μετά την καταστροφή του πρώτου, όταν επικυρίαρχος της Ιουδαίας ήταν ο Κύρος ο Μέγας, ο Πέρσης Αυτοκράτορας που ουσιαστικά δημιούργησε την αχανή Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. O ναός κτίστηκε άλλη μία φορά, ως ναός των Εβραίων, από το βασιλιά της Ιουδαίας Ηρώδη. Αυτός ο ναός έμελλε να καταστραφεί σε λιγότερο από έναν αιώνα. Όταν οι Εβραίοι εξεγέρθηκαν κατά των Ρωμαίων, το 66 μ.X., άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για το υπέρλαμπρο οικοδόμημα του Ηρώδη.
Το 69 μ.X., ύστερα από τρία χρόνια αγώνα, ο στρατηγός Τίτος, γιος του μετέπειτα Αυτοκράτορα Βεσπασιανού, έφθασε στην Παλαιστίνη με ισχυρές δυνάμεις και άρχισε να ''ξηλώνει'' ένα-ένα τα κέντρα αντίστασης των Εβραίων. Τέλος, έφθασε και στην Ιερουσαλήμ, που εκείνο τον καιρό είχε αναπτυχθεί σε μία από τις μεγάλες πόλεις της αρχαιότητας, φιλοξενώντας πάνω από 250.000 κατοίκους. O Τίτος πολιόρκησε επί μακρόν την Ιερουσαλήμ, με άκαμπτη αποφασιστικότητα και χωρίς να υπολογίζει κόπο, χρήμα ή ανθρώπους. Μετά από σκληρό αγώνα κατόρθωσε να την καταλάβει, αλλά οι εναπομείναντες υπερασπιστές είχαν οχυρωθεί στο ναό, αντιμετωπίζοντας τις επιθέσεις των Ρωμαίων με καταπέλτες και άλλα πολιορκητικά όπλα.
H αδυναμία του περιβόλου όμως ήταν ο μεγάλος αριθμός θυρών, 13 στο σύνολο, οι οποίες ήταν ξύλινες αλλά ντυμένες με φύλλα από καθαρό ασήμι - χαρακτηριστικό της πολυτέλειας του ναού. Κατόπιν εντολής του Τίτου, οι άνδρες του έβαλαν φωτιά στις θύρες, με αποτέλεσμα να λιώσουν οι ασημένιες επικαλύψεις και να καεί το ξύλο. Οι Ρωμαίοι άρχισαν να εισέρχονται στον περίβολο από τις ανοιχτές, πλέον, θύρες. Οι υπερασπιστές δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στους στρατιώτες της Ρώμης και γρήγορα υπέκυψαν. Οι Ρωμαίοι τους εξόντωσαν μέχρι τον τελευταίο, ενώ ακολούθησε μια τρομακτική σφαγή του πληθυσμού της Ιερουσαλήμ. Όσοι επέζησαν πουλήθηκαν ως σκλάβοι.
Οι αρχαίες πηγές (κυρίως ο Ιουδαίος εκ καταγωγής αλλά Ρωμαίος πολίτης, Ιώσηπος) μιλάνε για ''ένα εκατομμύριο νεκρούς'', ενώ ακόμη περισσότεροι ήταν αυτοί που πωλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα, ωστόσο αυτός ο αριθμός είναι μάλλον υπερβολικός. Υπολογίζεται ότι περί τους 200.000 σφαγιάστηκαν ή εξανδραποδίστηκαν από τους Ρωμαίους. H τύχη του ναού δεν θα μπορούσε να διαφέρει. Παρά τις προσπάθειες του Τίτου να διασώσει το λαμπρό οικοδόμημα, οι άνδρες του, εξαγριωμένοι από τις κακουχίες της πολιορκίας και το μακρόχρονο αγώνα, του έβαλαν φωτιά και τον έκαψαν.
Έτσι καταστράφηκε ένας ναός που ο Ιώσηπος περιγράφει ως ''το πιο λαμπρό οικοδόμημα που έχω δει ή για το οποίο έχω ακούσει ποτέ, τόσο για το μέγεθος και την κατασκευή όσο και για την τελειότητα των λεπτομερειών και τη δόξα των Αγίων Τόπων του''. ''Τρίτος Ναός'', κατά την Εβραϊκή ερμηνεία, δεν έχει υπάρξει ακόμη. Όμως στην ίδια θέση, στο ''όρος του ναού'', έμελλε να φιλοξενηθούν τα ιερά και μίας ακόμη θρησκείας, του Ισλαμισμού. Όταν ξεκίνησε η δραματική επέκταση του Ισλάμ, οι ''μαχητές του προφήτη'' έθεσαν υπό τον έλεγχό τους απέραντες εκτάσεις στη M. Ανατολή και τη B. Αφρική που ανήκαν στο Βυζάντιο, καθώς και ολόκληρη την Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών.
Φυσικά, μεταξύ των περιοχών αυτών ήταν και η Ιερουσαλήμ, που για τους Μουσουλμάνους είναι η τρίτη ιερή πόλη (μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα). Όπως αναμενόταν, αναγνώρισαν την ιερότητα του χώρου όπου είχε ανεγερθεί ο ναός και έσπευσαν να κατασκευάσουν στη θέση του δύο δικά τους λατρευτικά κτήρια, το Ναό της Πέτρας και το τέμενος Αλ Ακσά. Το σύμπλεγμα που ανεγέρθηκε γύρω από αυτά τα δύο λατρευτικά κτήρια, ήταν εκείνο που στη συνέχεια, μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους ''προσκυνητές'' της A' Σταυροφορίας, ονομάστηκε Ναός του Σολομώντα, αφού οι προσκυνητές ''αναγνώρισαν'' στα κτήρια της Ιερουσαλήμ τις βιβλικές τοποθεσίες. Εδώ είχαν την έδρα τους οι Ναΐτες, οι ''Φτωχοί Ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα''.
Τα Ιπποτικά Τάγματα
H κοινωνική, θρησκευτική, αργότερα και στρατιωτική αναγκαιότητα γέννησε έναν θεσμό στους Αγίους Τόπους αμέσως μετά την A' Σταυροφορία, που έμελλε να αποτελέσει μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες αλλά και δυναμικές παραμέτρους του κινήματος που ονομάστηκε συλλογικά ''σταυροφορίες''. Πρόκειται για τα στρατιωτικά μοναστικά (ή, όπως έγιναν γνωστά, ιπποτικά) τάγματα, τα οποία ξεκίνησαν την ιστορία τους ως μία δημόσια -επί της ουσίας- υπηρεσία προσαρμοσμένη στις ανάγκες των νεόκοπων βασιλείων της Ουτρεμέρ. Παρόλα αυτά, στη συνέχεια θα εξελίσσονταν σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της μεσαιωνικής ιστορίας της Ευρώπης και σε πολλές περιπτώσεις θα γίνονταν ο καταλύτης για εξελίξεις κοσμοϊστορικής σημασίας.
Το πρώτο από αυτά τα τάγματα δημιουργήθηκε στην Ιερουσαλήμ και δεν είναι άλλο από το Τάγμα των Ναϊτών, το 1118 (υπάρχουν βεβαίως κάποιες διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς το έτος δημιουργίας, τις οποίες αναφέραμε στο σημείο όπου αναφερθήκαμε στις απαρχές του τάγματος). Το τάγμα των ''ιπποτών του Χριστού'' ανέλαβε ενεργή υπηρεσία για το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ με την προστασία των προσκυνητών και ''στρατιωτικοποιήθηκε'', δηλαδή εξελίχθηκε σε ''στρατιωτικό'' τάγμα, δύο χρόνια αργότερα. Ακολούθησε η δημιουργία πολλών ακόμη ταγμάτων, εκ των οποίων τα πιο γνωστά είναι αυτά των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη (Οσπιταλιέρων ή Οσπιταλίων Hospitalers) του Αγίου Θωμά, των Τευτόνων Ιπποτών, του Αγίου Λάζαρου (των Λεπρών Ιπποτών) και πολλά ακόμη.
Τα μοναστικά τάγματα δεν έδρασαν μόνο στους Αγίους Τόπους, αλλά επεκτάθηκαν, στην αρχή τουλάχιστον, οπουδήποτε υπήρχε αντιπαράθεση με τους ''απίστους'', δηλαδή τους Μουσουλμάνους. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν ως όχημα επέκτασης της Χριστιανικής πίστης και σε χώρες που δεν είχαν ασπαστεί το χριστιανισμό κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, όπως η Πρωσία, η Λετονία και γενικότερα η Ανατολική Ευρώπη. H δράση των σιδηρόφρακτων μοναχών - ιπποτών τούς έφερνε από τη μία άκρη της Μεσογείου (Λατινική M. Ανατολή) στην άλλη (Ιβηρική). Αργότερα απέκτησαν δύναμη, πλούτη, επιρροή και κύρος, πολεμώντας τους ειδωλολάτρες και εκχριστιανίζοντας βίαια όσους επιβίωναν των σφαγών στη Βαλτική και στην Ανατολική Ευρώπη.
Ιστορικές έχουν μείνει οι διαμάχες των Τευτόνων ιπποτών, των μελών του ''Γερμανικού'' Ιπποτικού Τάγματος, με τους Πολωνούς και τους Σλάβους γενικότερα, αλλά και τους Λιθουανούς και τους Τατάρους, που ακολούθησαν την εισβολή των Τευτόνων στην Πρωσία και τις εκτεταμένες σφαγές των Πρώσων από τους λευκοντυμένους ιππότες με το μαύρο σταυρό. Τα ιπποτικά τάγματα όχι μόνο έπαιξαν κύριο ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις, αλλά κατόρθωσαν σε πολλές περιπτώσεις να θέσουν σε κίνηση τον τροχό της ιστορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τρία κρατικά μορφώματα την εποχή αυτή προήλθαν από τη δράση των ιπποτικών ταγμάτων: η Πρωσία, η Ρόδος και η Μάλτα, η πρώτη με την κυριαρχία των Τευτόνων και οι άλλες δύο υπό τους Ιωαννίτες (Οσπιταλιέρους).
Είναι γεγονός ότι τα ιπποτικά τάγματα ήταν μία ανάγκη των καιρών στους οποίους εμφανίστηκαν είτε για να αποτελέσουν μία μόνιμη πηγή στρατολόγησης εξαίρετων ιπποτών και γενικότερα στρατιωτικών δυνάμεων για τα χριστιανικά βασίλεια των Αγίων Τόπων (Ναΐτες, Ιωαννίτες, Λαζαρίτες, εν μέρει και οι Τεύτονες), είτε ως αρωγοί των προσκυνητών (Ιωαννίτες, Λαζαρίτες, αρχικά και οι Ναΐτες), είτε ως δυνάμεις πρώτης γραμμής για την απελευθέρωση εδαφών από τους Μουσουλμάνους (Τάγματα του Σαντιάγο και του Καλατράβα στην Ιβηρική την περίοδο της Reconquista).
Είτε ως εργαλεία επέκτασης της Καθολικής πίστης σε περιοχές που ακολουθούσαν ακόμη ειδωλολατρικές θρησκείες (Τεύτονες και μια σειρά από τάγματα στην Ανατολική Ευρώπη), είτε γενικότερα ως μία μορφή συνύπαρξης του εκκλησιαστικού με το κοσμικό - στρατιωτικό στοιχείο, ως ''αντίδραση'' ίσως σε καιρούς που η κοσμική εξουσία σιγά-σιγά διέφευγε από τα χέρια των προυχόντων της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Οι απαρχές των στρατιωτικών ταγμάτων, που αμέσως μετά την ίδρυσή τους εξελίχθηκαν σε εξαιρετικά ισχυρούς οργανισμούς, με πλούτη και επιρροή συγκρίσιμα με αυτά ισχυρών βασιλείων, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές βρίσκονται στις πρώτες επαφές με τους Μουσουλμάνους και με τις ανάλογες σέκτες και οργανώσεις ιερών πολεμιστών (όπως οι Ασσασίνοι και κυρίως τα Ριμπάτ) που εκείνοι είχαν.
Ιπποτικά Τάγματα και Πολιτική
O ρόλος των ιπποτικών ταγμάτων εξαρτιόταν τόσο από τη φύση της αποστολής τους όσο και από το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο δραστηριοποιούνταν. Ετσι είναι διαφορετική η λειτουργία των ταγμάτων που γεννήθηκαν και μεγαλούργησαν στην Ουτρεμέρ και διαφορετική εκείνων που δημιουργήθηκαν ή έδρασαν σε άλλες περιοχές. Γενικά θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι τα τάγματα της ''Λατινικής Ανατολής'' και της Ανατολικής Ευρώπης είχαν αρκετές ομοιότητες, Μία γενική παρατήρηση που κάνει ο μελετητής της περιόδου είναι ότι τα τάγματα του Λεβάντε ήταν συχνά ''κράτος εν κράτει''.
Κάτι που γίνεται φανερό από το ότι από ένα σημείο και μετά η πολιτική υπόστασή τους ήταν τέτοια ώστε μπορούσαν να διαπραγματεύονται τη σύναψη συνθηκών αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέροντα και είχαν τη δυνατότητα να ασκούν τη δική τους, ανεξάρτητη, πολιτική όσον αφορά στις σχέσεις τους με το Μουσουλμανικό κόσμο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, υπήρχαν και επίσημες παραδοχές της κοσμικής εξουσίας για το γεγονός αυτό. Το 1168 ο Βοημούνδος της Αντιόχειας επέτρεψε στους Ιωαννίτες, που είχαν στην κατοχή τους μεγάλο αριθμό ισχυρών κάστρων στην επικράτειά του, να κηρύττουν πόλεμο και να συνάπτουν ειρήνη κατά το δοκούν.
Υποσχόμενος παράλληλα ότι θα προσυπογράφει οποιαδήποτε συνθήκη σύναπταν οι Οσπιταλιέροι με τους ''απίστους''. Πρόκειται για μία θεμελιώδη και ιδιαίτερα σημαντική στιγμή στο κίνημα των ιπποτικών ταγμάτων, την πρώτη επίσημη παραδοχή για την καθιέρωσή τους ως αυθύπαρκτης πολιτικής δύναμη, μη εξαρτώμενης από την επίσημη κοσμική εξουσία. Ανάλογες ήταν οι παραχωρήσεις που έγιναν για το ίδιο τάγμα από τον Λέοντα B' της Αρμενίας το 1210. Φυσικά, της πολιτικής αυτοδυναμίας, προηγήθηκε η οικονομική αυτοτέλεια των ταγμάτων. Τα τάγματα αντλούσαν πόρους κυρίως από δωρεές, που στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν σε παραχώρηση γαιών, άλλων εκμεταλλεύσεων και προσόδων.
Τις οποίες τα τάγματα χρησιμοποιούσαν για να έχουν ένα μόνιμο εισόδημα. Αυτού του είδους η οικονομική αυτοτέλεια, που ενισχύθηκε στη συνέχεια και από άλλες δραστηριότητες που ανέπτυξαν, επέτρεψε στις οργανώσεις αυτές να αποκτήσουν όχι μόνο μία αξιοσημείωτη αυτοδυναμία, αλλά και να είναι πολύ συχνά αιμοδότες των κοσμικών αρχόντων. Αν και στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ δεν υπήρξαν παραχωρήσεις ανάλογες με αυτές της Αντιόχειας ή της Αρμενίας για τους Ναΐτες ή τους Ιωαννίτες, στην πραγματικότητα οι περιορισμοί στην εξουσία του μονάρχη και ιδιαίτερα οι εξελίξεις από ένα σημείο και μετά επέτρεψαν και σε αυτήν την περιοχή τα τάγματα να αποκτήσουν εξίσου εντυπωσιακή ελευθερία κινήσεων.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι και τα δύο είχαν τη δική τους πολιτική έναντι της Αιγύπτου και της Δαμασκού και είχαν σε πλείστες όσες περιπτώσεις κηρύξει αυτοβούλως πόλεμο ή συνάψει ειρήνη με τις μουσουλμανικές ηγεμονίες. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η ελευθερία δράσης των ιπποτικών ταγμάτων στην Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Βαλτική, όπου οι Τεύτονες ήταν από την αρχή της ιστορίας τους μία αυθύπαρκτη πολιτική οντότητα, με μόνο μία τυπική επικυριαρχία του Πάπα (που στην πράξη ουδέποτε ασκήθηκε, τουλάχιστον όχι αμφίδρομα). Συνήθως οι Τεύτονες επέλεγαν να συνεργάζονται, λιγότερο ή περισσότερο, και με το Γερμανό Αυτοκράτορα, χωρίς όμως οποιαδήποτε δέσμευση από μέρους τους.
Καθώς απλώς αποζητούσαν (και συνήθως λάμβαναν) την έγκριση της κεφαλής της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για τις ενέργειές τους. Το αντίθετο συνέβαινε στην Ιβηρική, όπου η προσπάθεια ανακατάληψης της χερσονήσου κατευθυνόταν προσεκτικά και με συγκεκριμένη στόχευση από τα υπάρχοντα βασίλεια της Βόρειας Ιβηρικής, τα οποία ουδέποτε επέτρεψαν στα ιπποτικά τάγματα (τα γνωστά Τάγματα του Σαντιάγο και του Καλατράβα, αρκετά μικρότερα αλλά και τα παραρτήματα των Ναϊτών στην Ιβηρική) να λειτουργήσουν αυτοτελώς.
Ούγος του Παγιέν o Ιδρυτής του Τάγματος
H αινιγματική φυσιογνωμία του πρώτου μάγιστρου του τάγματος Αυτός που έλαβε πρώτος το αξίωμα του μεγάλου μαγίστρου (Magister Magnus) του ναού, ήταν ο Ούγος του Παγιέν ή Παιν (Hughes de Payens ή Pains). Όπως όλοι οι πρωτεργάτες του ναού, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός και τα στοιχεία που έχουμε για το άτομό του είναι αποσπασματικά και σε πολλές περιπτώσεις παραπλανητικά. τα περισσότερα από αυτά σχετίζονται με την εποχή μετά τη δημιουργία του τάγματος. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο Ούγος γεννήθηκε περί το 1070 (η ακριβής ημερομηνία γέννησής του είναι άγνωστη) στο Παγιέν, μία πόλη της Γαλλίας περίπου 12 χιλιόμετρα από το Τρουά της Καμπανίας.
Ήταν μέλος της τοπικής αριστοκρατίας και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, επρόκειτο για έναν από τους σημαίνοντες ιππότες της Καμπανίας, πιθανόν με συγγενικούς δεσμούς με τους κυρίαρχους οίκους της περιοχής. αυτό συνάγεται από το ότι το όνομα του Ούγου του Παγιέν, πριν από την εποχή των σταυροφοριών, παρουσιάζεται σε δύο επίσημα έγγραφα του Ούγου, κόμη του Τρουά. Οι συγγενικοί δεσμοί του Ούγου του Παγιέν με τον οίκο του Τρουά και της Καμπανίας συνάγονται και από ένα άλλο γεγονός: Τη "στρατολόγηση" του κόμη της Καμπανίας, Ούγου, το 1126 στους ιππότες του ναού.
Αυτός ο Ούγος, ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας της Γαλλικής αριστοκρατίας, στενός φίλος και μακρινός συγγενής του (μετέπειτα αγίου) Βερνάρδου του Κλερβώ, αποτέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα που ώθησε το Βερνάρδο όχι μόνο να υποστηρίξει τους Ναϊτες αλλά και να συγγράψει τον κώδικά τους. O ούγος του Παγιέν, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, συμμετείχε στην A' Σταυροφορία στο στρατό του Γοδεφρείδου του Μπουιγιόν. Άλλες πηγές παραδίδουν ότι ο Ούγος ήλθε αργότερα στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον επικυρίαρχό του, Ούγο της Καμπανίας, όταν αυτός επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ για προσκύνημα. Το πιθανότερο είναι ότι ο ιδρυτής των Ναϊτών έφθασε στη μέση ανατολή το 1104 ή το 1114.
Πάντως ελάχιστα είναι γνωστά για τη δράση του κατά τα χρόνια πριν από τη δημιουργία του τάγματος έρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας μόνο μετά το 1118 και ιδιαίτερα μετά το 1124, όταν ξεκίνησε η προσπάθεια "επισημοποίησης" του τάγματος. O Ούγος μετά την ανακήρυξή του ως μάγιστρου εργάστηκε με ιδιαίτερη ζέση για να καταστήσει τους Ναΐτες μία υπολογίσιμη δύναμη στους αγίους τόπους, ενώ στην εποχή του ξεκίνησε η προσπάθεια συγκέντρωσης υποστήριξης -και πόρων- από Ευρωπαίους μονάρχες. O ίδιος ο Ούγος δραστηριοποιήθηκε σε μία ευρεία περιοδεία σε ολόκληρη την Δυτική Ευρώπη τις παραμονές της συνόδου της Τρουά αλλά και στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Φέρεται να ίδρυσε τα παραρτήματα των Ναϊτών στην Αγγλία (κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο το 1128). Πέθανε το 1136, σε ηλικία περίπου 66 ετών, στους Αγίους Τόπους και τον διαδέχτηκε ο Ροβέρτος του Κραόν, που έδωσε στο τάγμα την οριστική φυσιογνωμία του και το κατέστησε μεγάλη δύναμη της Χριστιανοσύνης.
Βερνάρδος του Κλερβώ ο Θεωρητικός του Τάγματος
O ηγούμενος που μεσολάβησε για την αναγνώριση των Ναϊτών. Κάθε ιπποτικό τάγμα, όπως τα μοναστικά τάγματα των οποίων αποτελούν ουσιαστικά εξέλιξη, βασίζεται σε έναν κανόνα, δηλαδή έναν κανονισμό λειτουργίας. H πλειονότητα των ιπποτικών ταγμάτων υιοθέτησε κάποια παραλλαγή του κώδικα των Βενεδικτίνων, τις περισσότερες φορές βάσει της μετατροπής που είχαν κάνει οι Κιστερκιανοί μοναχοί. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των Ναϊτών, ο κανόνας πάνω στον οποίο στήριξαν τη λειτουργία τους ουσιαστικά δημιουργήθηκε από τον αγιο Βερνάρδο του κλερβώ (Saint Bernard de Clairvaux), στυλοβάτη του μοναστικού συστήματος των Κιστερκιανών και σπουδαία προσωπικότητα του Μεσαιωνικού Καθολικισμού.
O Βερνάρδος γεννήθηκε στο Φοντέν, κοντά στην Ντιζόν της Γαλλίας, περί το 1090 και πέθανε 63 χρόνια αργότερα στο Κλερβώ. αριστοκρατικής καταγωγής, έχασε σε πολύ μικρή ηλικία και τους δύο γονείς του -ο πατέρας του, Τεσελέν λε Ρού, σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της A' Σταυροφορίας. Ενδέχεται η ιδιαίτερη σχέση που απέκτησε αργότερα με το κίνημα των σταυροφοριών και η ένθερμη υποστήριξη που προσέφερε σε ανάλογες προσπάθειες, να έλκουν την καταγωγή τους από αυτή την περίοδο της ζωής του. O Βερνάρδος έλαβε, όπως αναμενόταν για έναν γόνο της αριστοκρατίας που θα ακολουθούσε σταδιοδρομία λόγιου και όχι πολεμιστή, μία πρώτης τάξεως μόρφωση.
Σπούδασε Θεολογία στη Σαλόν και στη συνέχεια μπήκε στο μοναστήρι των αναμορφωμένων Βενεδικτίνων, που ονομάστηκαν Κιστερκιανοί, το οποίο είχε ιδρύσει ο Ροβέρτος του Μολέσμε στο Σιτό. Το μοναστήρι αναπτύχθηκε και σύντομα ίδρυσε ένα "παράρτημα" στο Κλερβώ, όπου τοποθετήθηκε ως αβάς (ουσιαστικά το αντίστοιχο του ηγούμενου για τους Δυτικούς) ο Βερνάρδος, παρότι νέος, χάρη τόσο στα χαρίσματά του ως θεολόγου όσο και στην υψηλή θέση της οικογένειάς του. Από τη νέα θέση του ο Βερνάρδος πρωτοστάτησε στην αναμόρφωση της φυσιογνωμίας της μονής και ολόκληρου του τάγματος, αλλά και γενικότερα του μεσαιωνικού μοναχισμού, τον οποίο άλλαξε εκ βάθρων.
Επί των ημερών του Βερνάρδου, το μοναστήρι του Κλερβώ αναδείχτηκε σε κέντρο του νέου μοναστικού συστήματος και σύντομα αντικατέστησε το Σιτό ως "πρωτεύουσα" των Κιστερκιανών. Αδιαμφισβήτητος ηγέτης του Κιστερκιανού μοναστικού συστήματος και των πέντε κλάδων του, το Κλερβώ γνώρισε ημέρες δόξας, όπως και ο ηγούμενός του που γρήγορα γνωστός ως μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Όσον αφορά στις σχέσεις του με τους Ναΐτες πριν από τη σύνοδο του Τρουά, δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα, πέραν του συγγενικού του δεσμού με τον Ανδρέα του Μονμπάρ.
Πέραν της δεδομένης συμπάθειάς του σε οτιδήποτε είχε σχέση με τις σταυροφορίες και την επέκταση της Χριστιανικής πίστης, η σχέση του με τους ''πολεμικούς μοναχούς'' της Ουτρεμέρ θα πρέπει να ξεκίνησε ουσιαστικά όταν ο Ούγος, κόμης της Καμπανίας, οικογενειακός φίλος και ενδεχομένως μακρινός συγγενής του Βερνάρδου, αποφάσισε να προσχωρήσει στο τάγμα. H είσοδος του Ούγου στις τάξεις των Ναϊτών αποτέλεσε το κλειδί για την αποδοχή του Βερνάρδου. Μάλιστα ο ίδιος ο αβάς του Κλερβώ συγκάλεσε τη σύνοδο του Τρουά, όταν επισημοποιήθηκε η ύπαρξη του τάγματος.
H "παρασκηνιακή" δουλειά του Βερνάρδου ήταν καθοριστική και πιθανότατα εκείνος εμπνεύστηκε τις εξαιρέσεις στον κανόνα για τη μη χρήση βίας από ενδεδυμένους το σχήμα, οι οποίες εφαρμόσθηκαν για πρώτη φορά στην περίπτωση των Ναϊτών και επέτρεπαν στους μοναχούς - πολεμιστές του τάγματος να "βάφουν τα χέρια τους με αίμα". Αμέσως μετά τη σύνοδο, ο Βερνάρδος συνέγραψε τον κανόνα του τάγματος -αρχικά στα Λατινικά- τον οποίο βάσισε στον αναμορφωμένο κανόνα των Βενεδικτίνων, τον ίδιο που αποτελούσε δόγμα των Κιστερκιανών μοναχών. Αλλά ο Βερνάρδος δεν εξαντλούσε την ενεργητικότητά του στο θέμα των Ναϊτών.
O πολυμήχανος αβάς στη συνέχεια έπαιξε κεντρικό ρόλο στο σχίσμα του 1130, όταν μετά το θάνατο του Πάπα Ονώριου, ο Ανάκλητος εξελέγη ανώτερη αρχή της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αντί του Ιννοκέντιου, τον οποίο υποστήριξε ο Βερνάρδος και στη συνέχεια αναγνώρισαν ως Πάπα η Γαλλία, η Αγγλία η Ισπανία και η Γερμανία. Οι μηχανορραφίες του Βερνάρδου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της διαμάχης, αφού κατόρθωσε με επιδέξιες διπλωματικές κινήσεις να προωθήσει το "δικό του" εκλεκτό εις βάρος του ανάκλητου. O Βερνάρδος δεν εφησύχαζε, παρά τις επιτυχίες του (ή ίσως εξαιτίας αυτών).
Στη συνέχεια στράφηκε ενάντια στην αίρεση των Καθαρών (παρά τους φημολογούμενους δεσμούς τους με τα πνευματικά τέκνα του, τους Ναΐτες) και πολέμησε γενικότερα τις αιρέσεις που εκείνη την εποχή σάρωναν την επαρχία του Λανγκντόκ, την περιοχή που έχει ταυτιστεί με τη Ναϊτική παρουσία στη Γαλλία. Στη συνέχεια, έκανε ό,τι μπορούσε για να εξασφαλίσει την επιτυχία της B' Σταυροφορίας, της οποίας υπήρξε φανατικός υπέρμαχος και ένας από τους κύριους υποκινητές και στρατολογητές. H παταγώδης αποτυχία της σταυροφορίας κλόνισε σοβαρά τον Βερνάρδο, ο οποίος όμως επέρριψε τις ευθύνες στους "αμαρτωλούς σταυροφόρους", παρότι στο υπόλοιπο της ζωής του τα σημάδια από την απογοήτευση που προκάλεσε το ναυάγιο της σταυροφορίας ήταν ορατά.
O σπουδαίος αυτός διανοητής και θεολόγος, η αντιφατική -αλλά τόσο χαρακτηριστική για την εποχή του- φυσιογνωμία που αποτέλεσε μία από τις κύριες παραμέτρους στην αρχική επιτυχία των Ναϊτών, πέθανε στη μονή του Κλερβώ το 1153, έχοντας αφήσει πίσω του πλουσιότατο έργο ως παρακαταθήκη στην Καθολική εκκλησία, που τον ανακήρυξε Διδάκτορα της Καθολικής Πίστης το 1830 καθώς και Άγιό της.
Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ
Οι Ναΐτες αρχικά ήταν λίγοι σε αριθμό, σύντομα όμως αυξήθηκαν με τη στρατολόγηση νέων μελών μεταξύ των ιπποτών που κατέφθαναν ως προσκυνητές στους Αγίους Τόπους. Πολλοί από αυτούς επιθυμούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην καθολική Εκκλησία αλλά δεν τους ενθουσίαζε η προοπτική να γίνουν κανονικοί μοναχοί. Τα πολεμικά τάγματα τούς παρείχαν τη δυνατότητα να λάβουν το μοναχικό σχήμα χωρίς να εγκαταλείψουν τον πόλεμο και τις μάχες. Όφειλαν όμως να απαρνηθούν όλες τις απολαύσεις της ζωής.
Τα πολυτελή ρούχα και η προσωπική περιποίηση απαγορεύονταν αυστηρά, όπως και τα αστεία, τα τραγούδια, ο χορός, τα διασκεδαστικά θεάματα με ταχυδακτυλουργούς και ακροβάτες και το αγαπημένο σε όλους τους ευγενείς της εποχής κυνήγι με ειδικά εκπαιδευμένα γεράκια. Οι άνδρες όφειλαν να έχουν κοντά μαλλιά και να ακολουθούν πιστά το πρόγραμμα ζωής των μοναχών παρακολουθώντας όλες τις λειτουργίες και τηρώντας τις νηστείες. Παράλληλα ήταν υποχρεωμένοι να εκπαιδεύονται συνεχώς για πολεμικές επιχειρήσεις. Ως μοναχοί έπρεπε να απαρνηθούν την προσωπική τους περιουσία, καθώς το τάγμα τους παρείχε τα ελάχιστα με τα οποία πλέον θα συντηρούντο.
Απαγορεύονταν επίσης τα διακοσμημένα όπλα και έγινε προσπάθεια όλοι οι Ναΐτες να έχουν ομοιόμορφη εμφάνιση. Το τάγμα παρείχε στους ιππότες και τα άλογά τους. Η συντήρηση του οπλισμού, των αλόγων και του υπολοίπου υλικού ήταν μια από τις βασικές υποχρεώσεις των ιπποτών, οι οποίοι υποβάλλονταν σε συνεχείς σχετικές επιθεωρήσεις. Λόγω των πολεμικών τους υποχρεώσεων οι άνδρες απαλλάσσονταν από την τήρηση των πιο αυστηρών νηστειών, ώστε να έχουν δυνάμεις για μάχιμη υπηρεσία. Αυτή όμως ήταν και η μοναδική παρέκκλιση από το πρόγραμμα και τον τρόπο διαβίωσης των υπολοίπων μοναχών. Σε γενικές γραμμές η ζωή των Ναϊτών ήταν αρκετά σκληρή και αυστηρή, αφού συνδύαζε τη στρατιωτική με τη μοναστική πειθαρχία.
Εκτός από τους μοναχούς υπήρχαν και λαϊκοί ιππότες, οι οποίοι υπηρετούσαν στο τάγμα για ορισμένο χρονικό διάστημα χωρίς να λάβουν το μοναχικό σχήμα. Για όσο διάστημα, όμως, βρίσκονταν στο τάγμα ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν το αυστηρό πρόγραμμα των Ναϊτών χωρίς καμία διάκριση. Το τάγμα σύντομα ξεπέρασε τα όρια των Αγίων Τόπων. Πολλοί ευγενείς στη δυτική Ευρώπη παραχωρούσαν περιουσιακά στοιχεία για την υποστήριξή του. Σταδιακά οι Ναϊτες άρχισαν να μετατρέπονται σε μεγάλο οικονομικό οργανισμό και αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν παραρτήματα στην υπόλοιπη Ευρώπη για να ελέγχουν την τεράστια περιουσία που συγκέντρωναν και να στρατολογούν πιο εύκολα νέα μέλη.
Καθώς η πλειοψηφία των ιδρυτών αλλά και των υπολοίπων μελών προερχόταν από τη Γαλλία, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας βρισκόταν σε αυτή τη χώρα. Ιδιαίτερα δημοφιλές ήταν το τάγμα και στην Αγγλία, όπου στρατολόγησε πολλά μέλη και απέκτησε εκτάσεις γης. Η δράση κατά των μουσουλμάνων δεν περιορίστηκε στην Παλαιστίνη και στη Συρία αλλά απλώθηκε και στην Ιβηρική χερσόνησο. Τον 8ο αιώνα οι Άραβες έφθασαν στο μέγιστο σημείο της επέκτασής τους προς τα δυτικά καταλαμβάνοντας το σύνολο σχεδόν της Ιβηρικής. Από τότε οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από την περιοχή με συνεχείς αγώνες και σταδιακά κατόρθωσαν να περιορίσουν τα όρια της Μουσουλμανικής περιοχής προς τον Νότο.
Λίγο μετά την ίδρυσή τους οι Ναΐτες εξάπλωσαν τη δράση τους και εκεί και προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στα τοπικά βασίλεια, παρέχοντας (όπως και στην Ανατολή) μια μόνιμη και αξιόπιστη πολεμική δύναμη. Ως αναγνώριση των υπηρεσιών τους ο βασιλιάς Αλφόνσος Α' της Αραγωνίας με διαθήκη του, επειδή δεν είχε παιδιά, παραχωρούσε το βασίλειό του στον Πανάγιο Τάφο και στα πολεμικά τάγματα των Ιωαννιτών και των Ναϊτών. Παρά το ότι και τα δύο τάγματα ως τότε είχαν συγκεντρώσει μεγάλη περιουσία, την οποία διαχειρίζονταν με επιτυχία, δεν είχαν ακόμα ούτε τη διοικητική υποδομή, ούτε την πολιτική βούληση και την ικανότητα να αναλάβουν τη διακυβέρνηση ενός ολόκληρου κράτους.
Έτσι μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλφόνσου, το 1134, το κράτος του κατανεμήθηκε ανάμεσα στις γειτονικές ηγεμονίες της Καστίλης, της Ναβάρρας και της Καταλωνίας. Τα δύο τάγματα έλαβαν ως αντάλλαγμα μερικά φέουδα.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ ΣΤΙΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ
Η οικονομική και στρατιωτική ισχύς του τάγματος προβλήθηκε όταν ενίσχυσε τη σταυροφορία του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ' το 1147 με στρατιωτικές δυνάμεις και χρήματα. Από τα παραρτήματα των Ναϊτών στη Δύση προσφέρθηκαν 130 ιππότες και μεγαλύτερος αριθμός ελαφρύτερα οπλισμένων ιππέων και πεζών, ενώ το σύνολο των δυνάμεων του τάγματος στην Ανατολή τέθηκε στη διάθεση της σταυροφορίας. Κατά την ίδια περίοδο είναι πιθανό να έλαβαν από τον πάπα το δικαίωμα να φέρουν κόκκινο σταυρό στο ιμάτιό τους, σημείο το οποίο συμβόλιζε τη διάθεση των μελών του τάγματος να θυσιαστούν για τη Χριστιανική πίστη.
Στη σταυροφορία συμμετείχε και ο βασιλιάς της Γερμανίας Κορράδος. Παρά την ευοίωνη αρχή της εκστρατείας η σταυροφορία τελικά απέτυχε. Οι σταυροφόροι στράφηκαν κατά της Δαμασκού, την οποία πολιόρκησαν χωρίς επιτυχία. Για την αποτυχία οι Γερμανοί κατηγόρησαν τους Γάλλους των Αγίων Τόπων και ιδιαίτερα τους Ναΐτες, τους οποίους υποψιάζονταν για μυστικές συνεννοήσεις με τους Μουσουλμάνους της Δαμασκού. Ανεξάρτητα από τα αίτια που την προκάλεσαν, η αποτυχία απέδειξε την αδυναμία των Χριστιανών να διευρύνουν την περιοχή την οποία κατείχαν και να κυριαρχήσουν στην ενδοχώρα της Συρίας.
Τα Χριστιανικά κράτη περιορίστηκαν σε μια στενή λωρίδα γης κατά μήκος στης θάλασσας, ευάλωτη απέναντι σε μια οργανωμένη Μουσουλμανική επίθεση την οποία θα σχεδίαζε και θα καθοδηγούσε ένας ικανός αρχηγός. Ο ικανός αυτός ηγέτης εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Κουρδικής καταγωγής Σαλαντίν. Η σταδιοδρομία του τελευταίου ξεκίνησε από την Αίγυπτο, όπου στάλθηκε μαζί με τον θείο του για να βοηθήσει τους εκεί Μουσουλμάνους εναντίον των σταυροφόρων. Ο ίδιος κατόρθωσε τελικά να γίνει κυρίαρχος της Αιγύπτου και μετά τον θάνατο του ηγεμόνα της Συρίας Νουρεντίν να ενώσει την Αίγυπτο και τη νότια Συρία υπό την εξουσία του. Επόμενος στόχος του Κούρδου πολέμαρχου ήταν να εκδιώξει τους Χριστιανούς από την Παλαιστίνη και τις ακτές του Λιβάνου και της Συρίας.
Το 1187 συνέτριψε τους Χριστιανούς στη μάχη του Χαττίν, κοντά στις ακτές της λίμνης Τιβεριάδας, και εκμεταλλεύθηκε τη νίκη του για να καταλάβει την Ιερουσαλήμ και τα περισσότερα από τα χριστιανικά κάστρα της ακτής. Στα χέρια των Χριστιανών έμειναν η Τύρος, η Τρίπολη και μερικά μικρά κάστρα, τα περισσότερα από τα οποία ανήκαν στα μοναχικά τάγματα. Η ήττα του Χαττίν είχε δυσάρεστα αποτελέσματα και για τους Ναΐτες. Ο μεγάλος μάγιστρος του τάγματος, Γεράρδος του Ριντφόρ, αιχμαλωτίστηκε και υποχρεώθηκε (για να απελευθερωθεί) να διατάξει τη φρουρά των Ναϊτών της Γάζας να παραδοθεί. Ήταν ο μόνος Ναϊτης αιχμάλωτος από τη μάχη του Χαττίν που αφέθηκε ζωντανός για να ανταλλάξει τη ζωή του με την πόλη.
Λίγο αργότερα πέθανε πολεμώντας κοντά στο λιμάνι της Άκρας στην Παλαιστινιακή ακτή, το οποίο είχε μόλις καταλάβει ο Σαλαντίν και οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να ανακαταλάβουν. Η είδηση της απώλειας των Αγίων Τόπων και ιδιαίτερα της Ιερουσαλήμ προκάλεσε συγκίνηση στη δυτική Ευρώπη και οι ισχυρότεροι ηγεμόνες ξεκίνησαν για νέα σταυροφορία. Ο Γερμανός Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα δεν μπόρεσε να φθάσει στους Αγίους Τόπους διότι πνίγηκε σε ένα ποτάμι της Κιλικίας, αλλά ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος και ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος-Αύγουστος κατόρθωσαν να βοηθήσουν τους Χριστιανούς της Παλαιστίνης να καταλάβουν το λιμάνι της Άκρας.
Μετά από αυτή την επιτυχία ο Γάλλος βασιλιάς αποφάσισε να εγκαταλείψει τους Αγίους Τόπους. Ωστόσο ο Ριχάρδος παρέμεινε και συνέχισε τη σταυροφορία με τις περιορισμένες δυνάμεις που είχαν απομείνει. Ένα μεγάλο μέρος από αυτές αποτελείτο από μέλη των ιπποτικών ταγμάτων τα οποία, λόγω της σοβαρής απειλής για τους Αγίους Τόπους, είχαν διατάξει τα παραρτήματά τους στη Δύση να αποστείλουν όσες ενισχύσεις μπορούσαν. Η σημαντικότερη σύγκρουση των δυνάμεων του Ριχάρδου με τους Μουσουλμάνους πραγματοποιήθηκε το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου 1191, ενώ ο Χριστιανικός στρατός προχωρούσε βόρεια της πόλης Αρσούφ. Ο στρατός του Σαλαντίν τους περίμενε σε μια παραλιακή πεδιάδα.
Οι Χριστιανοί παρατάχθηκαν με την πλάτη στη θάλασσα. Στη δεξιά πλευρά παρατάχθηκαν οι Ναΐτες, πίσω από ένα σώμα τοξοτών. Στο κέντρο βρισκόταν ο ίδιος ο Ριχάρδος με τους Νορμανδούς και τους Άγγλους ιππότες. Στο αριστερό άκρο της παράταξης βρίσκονταν οι Ιωαννίτες. Τα δύο ιπποτικά τάγματα τοποθετήθηκαν σε απόσταση μεταξύ τους λόγω της αντιπαλότητας που τα χώριζε. Οι Μουσουλμάνοι άρχισαν την επίθεσή τους με αλλεπάλληλα τμήματα από τοξότες που εξαπέλυσαν βροχή βελών. Στη συνέχεια το Τουρκικό ιππικό έπεσε μανιασμένα στην αριστερή πλευρά των Χριστιανών, προσπαθώντας να δημιουργήσει ρήγμα στην παράταξή τους.
Οι Χριστιανοί τελικά σώθηκαν με μία ορμητική επέλαση των σιδερόφρακτων ιπποτών, η οποία ήταν αδύνατο να ανακοπεί από τους ελαφρύτερα οπλισμένους στρατιώτες του Σαλαντίν.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
H Εδραίωση των Ναϊτών
Μετά την επίσημη αναγνώρισή του από την Εκκλησία, το Τάγμα του Ναού ήταν πλέον μία πραγματικότητα και η επιτυχία του στη Χριστιανική Δύση ήταν εντυπωσιακή. Οι δωρεές άρχισαν να καταφθάνουν σωρηδόν και ο Ούγος ντε Παιν, επιστρέφοντας στους Αγίους Τόπους, άφησε ορισμένους από τους αδελφούς στην Ευρώπη, για να συνεχίσουν την προσπάθεια εξεύρεσης πόρων και στρατολόγησης μελών και για να διαχειριστούν τις δωρεές που είχαν γίνει και που απαιτούσαν επιστασία. Με τον τρόπο αυτό άρχισε να δημιουργείται η υπερπόντια διοικητική δομή των Ναϊτών, η οποία μέσα σε λίγα χρόνια απλώθηκε τόσο, ώστε κάλυπτε ολόκληρη τη Δ. Ευρώπη, τα Βαλκάνια και τη M. Ανατολή.
Το δίκτυο αυτό των Ναϊτών είναι εκείνο που θα τους καθιστούσε ουσιαστικά την πρώτη πραγματική ''πολυεθνική εταιρεία'' της ιστορίας, μόλις λίγες δεκαετίες μετά την ίδρυσή τους. O Παγιέν του Μοντινιέ, ένας από τους εννιά πρώτους Ναΐτες, παρέμεινε στη Γαλλία και μάλιστα τοποθετήθηκε υπεύθυνος της περιοχής βορείως του Λουάρ. Οι άλλοι Ναΐτες που δραστηριοποιήθηκαν στην Ευρώπη εκείνο τον καιρό ήταν ο Ούγος του Ριγκό, που φέρεται στα αρχεία της περιόδου να έχει λάβει δωρεές στο Καρκασόν, ο Πέτρος από τη Ροβίρα που έγινε δέκτης δωρεών σε περιοχές της Προβηγκίας και ο -μετέπειτα Μεγάλος Μάγιστρος- Εβεράρδος του Μπαρ στην Καταλονία.
Οι δωρεές σύντομα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο μεγάλες και η συχνότητά τους ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Μπορεί να πει κάποιος ότι ο θεσμός ενός ιπποτικού τάγματος ''ταίριαζε'' στην Ευρώπη των ιπποτικών ιδεωδών, της αναζήτησης της σωτηρίας της ψυχής και του ''καλού θανάτου''. Οι Ναΐτες, έχοντας ήδη κερδίσει μία θέση στη λαϊκή μυθολογία της εποχής δίχως να έχουν στην πραγματικότητα προσφέρει την παραμικρή υπηρεσία, αποτελούσαν ένα καταφύγιο για πολλές κατηγορίες ανθρώπων και μάλιστα διαφόρων κοινωνικών τάξεων.
Βεβαίως, οι ''αδελφοί ιππότες'' ήταν αποκλειστικά ευγενείς, γόνοι φεουδαρχικών οίκων οποιουδήποτε βαθμού, από μεγαλοφεουδάρχες με κυριότητα σε ολόκληρα πριγκιπάτα, όπως ο Ούγος της Καμπανίας, έως φτωχοί δευτερότοκοι γιοι μικροφεουδαρχών και ξεπεσμένων ιπποτών. H έλξη που ασκούσε ο Ναός στην ιπποσύνη της Ευρώπης ήταν πλέον τεράστια. Οι μεγαλοφεουδάρχες που κατά καιρούς στρατολογήθηκαν στο Ναό, όπως ο Ούγος ή ο Αρπίνος του Μπουργκ, ήταν σε προχωρημένη ηλικία, όταν τα εγκόσμια τους είχαν κουράσει και δεν ενδιαφέρονταν πλέον για την οικογένειά τους (ο Ούγος χώρισε τη σύζυγό του, ενώ ο Αρπίνος είχε μόλις μείνει χήρος).
Τέτοιοι άνθρωποι έβλεπαν στο τάγμα μία ευκαιρία να εξιλεωθούν για τις αμαρτίες τους, να σώσουν την ψυχή τους, να προσφέρουν σε έναν κοινό αγώνα και να ζήσουν, έστω στο τέλος της ζωής τους, μία διαφορετική εμπειρία. Αντίθετα, οι νεότεροι και συνήθως φτωχότεροι ιππότες, είχαν άλλα κατά νου όταν εντάσσονταν μαζικά στις τάξεις του τάγματος. Οι πρωτεργάτες του τάγματος, Ούγος του Παιν και Γοδεφρείδος του Σαιντ Ομέρ, κατά τα φαινόμενα δεν στερούντο κλήρου και ήταν ''χαμηλόβαθμοι'' φεουδάρχες με πλήρη κληρονομικά δικαιώματα. Το ίδιο ίσχυε για πολλούς από τους γνωστότερους ιππότες που εντάχθηκαν στο τάγμα μέσα στις επόμενες δεκαετίες.
O Ούγος του Μπουρμπουτόν, ένας φεουδάρχης από την ομώνυμη περιοχή της Προβηγκίας, εντάχθηκε στους Ναΐτες το 1139, δωρίζοντας ταυτόχρονα τόσο μεγάλες εκτάσεις γης ώστε οι Ναΐτες ίδρυσαν με τα έσοδα απ' αυτές το παιδαγωγικό ίδρυμα της Ρισερέν. Μόλις έξι χρόνια αργότερα, ο γιος και κληρονόμος του, Νικόλαος, εγκατέλειψε τον κοσμικό βίο για να υπηρετήσει τους Ναΐτες, παραχωρώντας στο Ναό το σύνολο της περιουσίας του. Υπήρχαν όμως και εκείνοι που είχαν μικρή περιουσία, συνήθως κάποια πρόσοδο από τα κτήματα της οικογένειάς τους ή κάποιο ανάλογο έσοδο, αρκετό μόλις για να συντηρούνται. Αυτοί οι ιππότες έβρισκαν στους κόλπους του Ναού μία νέα οικογένεια.
Η οποία είχε αρκετές απαιτήσεις, αφού ζητούσε πράγματα δύσκολα -έως και αδιανόητα για έναν κακομαθημένο γόνο μίας αριστοκρατικής οικογένειας- αλλά ταυτόχρονα έδινε εξίσου ικανοποιητικές ''αμοιβές''. H προοπτική της ένταξης σε ένα ιπποτικό τάγμα και ειδικότερα σε αυτό των ''Φτωχών ιπποτών του Χριστού'', έμοιαζε εξαιρετικά ελκυστική για μια μεγάλη μερίδα της Μεσαιωνικής ιπποσύνης. Σε αυτό το τάγμα θα μπορούσαν να ζήσουν δίχως να παραιτηθούν όλων των επίγειων απολαύσεων ενώ παράλληλα θα μπορούσαν να συνεχίσουν να εξασκούν την τέχνη που είχαν μάθει καλύτερα: την πολεμική. Πολύ σύντομα, οι αρχηγοί και ανώτεροι διοικητές των Ναϊτών είχαν καθιερωθεί ως πρόσωπα με κύρος και δύναμη, όχι μόνο στην ιεραρχία της Ουτρεμέρ αλλά και στην Δ. Ευρώπη.
Οι ανώτεροι αξιωματούχοι του τάγματος στη Δύση απολάμβαναν υψηλού κύρους, κοινωνικής αναγνώρισης και συχνά προσλαμβάνονταν από ισχυρούς εκκλησιαστικούς ή κοσμικούς άρχοντες ως σύμβουλοι. Αυτή η εικόνα αποτελούσε ''κράχτη'' για οποιονδήποτε φιλόδοξο νεαρό ιππότη, που έβλεπε με σκεπτικισμό την προοπτική μιας ζωής όπου το μόνο που θα έκανε θα ήταν η διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας. H ανθρώπινη φιλοδοξία κινεί την ιστορία και αυτή αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη και των Ναϊτών. H στρατολόγηση νέων μελών πήγε, όπως αναφέρουν οι περισσότερες πηγές, πολύ καλά ήδη από την πρώτη προσπάθεια του Ούγου και ενώ τα τάγμα είχε ''ζωή'' μόνο λίγων ετών.
Στο τάγμα προσέφευγαν άνδρες που ήταν διατεθειμένοι να αφήσουν τα εγκόσμια και να ενταχθούν στην υπηρεσία της Χριστιανοσύνης και του Ναού. Επρόκειτο παράλληλα για άνδρες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ στις εκστρατείες που σχεδίαζε ο Βαλδουίνος, ο οποίος είχε στείλει τον Ούγο στη Δύση για να στρατολογήσει ιππότες. H φυσική εξέλιξη των πραγμάτων ήταν να οδηγήσει ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ τα στρατεύματά του -ενισχυμένα από τους Ευρωπαίους εθελοντές αλλά και από ένα τμήμα Ναϊτών- προς τη Δαμασκό, αμέσως μετά την επιστροφή του Ούγου στους Αγίους Τόπους.
H σχεδιαζόμενη όμως κατάληψη της Δαμασκού, που θα έδινε νέα ζωή στα σταυροφορικά βασίλεια, δεν πραγματοποιήθηκε για λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με την αντίσταση της φρουράς της όσο και τις καιρικές συνθήκες. Ωστόσο, αποτελεί την πρώτη στρατιωτική εκστρατεία στην οποία έχουμε τεκμηριωμένη συμμετοχή των Ναϊτών. Στο μέλλον, οι λευκοντυμένοι ιππότες θα συμμετείχαν σε αμέτρητες μάχες και θα κέρδιζαν δόξα και τιμή στο πεδίο της μάχης. Πάντως έχουμε ελάχιστα στοιχεία στη διάθεσή μας για τη δραστηριότητα του τάγματος στα αμέσως επόμενα χρόνια. Μάλιστα, οι Ναΐτες δεν ήταν ούτε το πρώτο ιπποτικό τάγμα που έλαβε ένα σημαντικό κάστρο στην Ουτρεμέρ.
H τιμή αυτή ανήκει στους Ιωαννίτες, που τον καιρό εκείνο μάλιστα είχαν μόλις στρατιωτικοποιηθεί, παίρνοντας ως παράδειγμα το τάγμα του Ναού. Αντίθετα, οι Ναΐτες φαίνεται ότι την περίοδο αυτή ξεκίνησαν να εκπληρώνουν για πρώτη φορά την αποστολή που τους είχε ανατεθεί, τη φύλαξη δηλαδή των κύριων οδικών αρτηριών και την περιφρούρηση των προσκυνητών που κινούνταν σε αυτές. Συγκεκριμένα, σε έναν από τους πλέον πολυσύχναστους δρόμους, εκείνον που οδηγούσε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, στην περιοχή Κιστέρνα Ρουβέα, έκτισαν ένα μικρό κάστρο, μαζί με έναν σταθμό για τους διερχόμενους και ένα παρεκκλήσι. Και άλλα κάστρα των Ναϊτών χτίστηκαν στη συνέχεια σε κύριους οδικούς άξονες και σε τόπους προσκυνήματος.
Όπως ο πύργος στο Μπάιτ Τζουμπρ ατ Ταχτανί, ένα κάστρο στην κορυφή του όρους Σαράντριον και άλλο ένα κοντά στο σημείο όπου λέγεται ότι βαφτίστηκε ο Χριστός στον Ιορδάνη ποταμό. Αυτά ήταν μικρά κάστρα, φτωχά επανδρωμένα, που χρησίμευαν και ως χώροι όπου μπορούσαν να καταφύγουν οι κατάκοποι προσκυνητές, να ξαποστάσουν, να προφυλαχθούν από τις καιρικές συνθήκες και τους ληστές και να εκκλησιαστούν. Στη συνέχεια, οι Ναΐτες έλαβαν το πρώτο ''πραγματικό'' κάστρο τους. Αντίθετα όμως με ό,τι θα περίμενε κάποιος, αυτό το κάστρο δεν βρισκόταν εντός των ορίων της Ιερουσαλήμ, αλλά στα όρια του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας.
Πρόκειται για το οχυρό Μπαργκάς, το οποίο οι σταυροφόροι ονόμασαν Γκαστόν, και δέσποζε σε μία ιδιαίτερα στρατηγική θέση του περάσματος Μπελέν, της μόνης ''εύκολης'' διάβασης μέσω της οροσειράς του Αμανού. Επρόκειτο για μία σαφώς στρατηγική θέση τεράστιας σημασίας, που βρισκόταν μάλιστα πολύ κοντά στο (Μουσουλμανικό) Χαλέπι. Αυτό ήταν το πρώτο από τα μεγάλα κάστρα, την υπεράσπιση των οποίων θα αναλάμβαναν οι Ναΐτες. Ταυτόχρονα, το τάγμα, που φαίνεται ότι είχε αναλάβει το έργο της φύλαξης των βορειοανατολικών συνόρων του Πριγκιπάτου της Αντιοχείας, κατέλαβε κατόπιν αιτήσεως του πρίγκιπα άλλα δύο κάστρα στην ίδια περιοχή.
Λίγα χρόνια μετά ο πρώτος μάγιστρος του τάγματος, ο Ούγος του Παιν, απεβίωσε. Οι αδελφοί, προφανώς λαμβάνοντας υπόψη τη θέληση του τότε βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Φούλκου του Ανζού, εξέλεξαν για τη θέση του Μεγάλου Μάγιστρου έναν αδελφό από τον τόπο καταγωγής του Φούλκου. Επρόκειτο για τον Ροβέρτο του Κραόν, γνωστό με την παραπλανητική ονομασία ''ο Βουργουνδός'' (δεν ήταν από τη Βουργουνδία, αλλά από το Ανζού). Επί της αρχηγίας του Κραόν, οι Ναΐτες έλαβαν, το 1139, την πολύτιμη Παπική Βούλα, Omne Datum Optimum, που τους αναγνώριζε επίσημα, τους παραχωρούσε εξαιρετικά προνόμια και ουσιαστικά εγκαινίαζε την περίοδο της μεγάλης επέκτασης του τάγματος.
Συγκεκριμένα, με τη Βούλα αυτή ο Πάπας Ιννοκέντιος B' καθόριζε κατ' αρχάς ότι το τάγμα δεν επρόκειτο να υπαχθεί σε καμία εκκλησιαστική δικαιοδοσία πέραν του ίδιου του προκαθήμενου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Επρόκειτο για μία κίνηση τεράστιας σημασίας, αφού έδινε τη δυνατότητα στο τάγμα να δρα αυτοβούλως και ήταν η αρχή για την ανεξαρτητοποίησή του από τις κοσμικές (βασιλιάς της Ιερουσαλήμ) και εκκλησιαστικές (πατριάρχης της Ιερουσαλήμ) αρχές. Αυτή η ανεξαρτησία υπογραμμίστηκε με τη δυνατότητα που έδινε η ίδια Βούλα στους Ναΐτες να δημιουργούν δικά τους παρεκκλήσια και να δέχονται στους κόλπους τους και ιερείς, οι οποίοι θα προσχωρούσαν στο τάγμα ως ''στρατιωτικοί ιερείς''.
Με τον τρόπο αυτό, το τάγμα αποδεσμευόταν από οποιαδήποτε σχέση με τις κατά τόπους εκκλησιαστικές αρχές, που μέχρι τότε είχαν κάποιο λόγο στα θέματα του τάγματος. Αλλά πέρα από τη διοικητική αυτοτέλεια του τάγματος, ο Ιννοκέντιος φρόντισε με ιδιαίτερη περίσκεψη και για την οικονομική ανεξαρτησία του. Αυτό το πέτυχε, δίνοντας στους Ναΐτες το δικαίωμα να εισπράττουν το φόρο της δεκάτης αλλά όχι την υποχρέωση να τον καταβάλλουν. Παρόμοιο προνόμιο απολάμβανε μόνο το μοναστικό τάγμα των Κιστερκιανών και αυτό δείχνει πόσο σημαντικό θεωρούσε η Ρώμη το Τάγμα του Ναού.
Ένα άλλο μέτρο που τους έδινε το δικαίωμα να δημιουργούν δικά τους κοιμητήρια στα οποία μπορούσαν να ενταφιάζουν, εκτός των αδελφών του τάγματος και τους ταξιδιώτες -δηλαδή πρακτικά οποιονδήποτε- είχε επίσης μεγάλη οικονομική σημασία. H Βούλα Omne Datum Optimum θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την ιστορία όχι μόνο των Ναϊτών αλλά και όλου του κινήματος των ιπποτικών ταγμάτων, αφού για πρώτη φορά δίνονταν τόσα προνόμια σε έναν οργανισμό που βρισκόταν στις παρυφές του εκκλησιαστικού κατεστημένου. Τα προνόμια αυτά τα κρατούσε ζηλότυπα για πολλούς αιώνες για λογαριασμό της η Εκκλησία, οπότε είναι φανερό ότι η σημασία που δινόταν στο τάγμα από τον προκαθήμενο της Ρώμης ήταν τεράστια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των περισσότερων ερευνητών, η εξαιρετική αυτή γενναιοδωρία του Ιννοκέντιου έχει ένα πολύ σαφές κίνητρο: ο Πάπας κατέλαβε τη θέση του κυρίως εξαιτίας της υποστήριξης του πανίσχυρου, πλέον, Βερνάρδου του Κλερβώ. Στην ουσία ο Ιννοκέντιος ήταν ο εκλεκτός του Βερνάρδου σε αντιδιαστολή με τον υποστηριζόμενο από το Νορμανδό βασιλιά της Σικελίας Ρογήρο, τον Ανσέλμο B'. Για μία περίοδο 8 ετών, η Ρώμη είχε δύο Πάπες, έναν στην αιώνια πόλη και άλλον έναν στη Γαλλία. Όμως χάρη στην υποστήριξη του Βερνάρδου, οι Ευρωπαίοι μονάρχες υποστήριξαν τον Ιννοκέντιο, που έγινε μοναδικός Πάπας το 1138.
Τα προνόμια των Ναϊτών επεκτάθηκαν ακόμη περισσότερο μέσα στα επόμενα χρόνια, με δύο ακόμη Βούλες, τη Milites Templi του Σελεστίνου B' το 1144 και την Militia Dei του Ευγενίου Γ' την επόμενη χρονιά. Με αυτές τις κινήσεις, έγινε πλέον φανερό με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι η Ρώμη όχι μόνο στήριζε τα ιπποτικά τάγματα, αλλά τα θεωρούσε ως ένα καθοριστικό συστατικό στοιχείο της πολιτικής της για τους Αγίους Τόπους και την επέκταση της χριστιανοσύνης γενικότερα. Οι Ναΐτες -όπως άλλωστε και οι Ιωαννίτες τον ίδιο καιρό- εκμεταλλεύθηκαν σε υπερθετικό βαθμό τα νέα προνόμιά τους και πολύ σύντομα άρχισαν να γιγαντώνονται. Το 1147, στις παραμονές της B' Σταυροφορίας, το Τάγμα του Ναού ήταν πλέον ένας ισχυρός οργανισμός με σπουδαίες διασυνδέσεις και συνεχώς αυξανόμενη περιουσία.
Εκείνη η χρονιά ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την ανάπτυξη του τάγματος. O Πάπας Ευγένιος και ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος με μία περίλαμπρη ακολουθία επισκέφθηκαν το αρχηγείο των Ναϊτών έξω από το Παρίσι, όπου συναθροίστηκε το σύνολο σχεδόν των αδελφών ιπποτών της Γαλλίας και της Ιβηρικής. O ισχυρότερος κοσμικός ηγεμόνας και ο ανώτατος εκπρόσωπος της εκκλησιαστικής αρχής φιλοξενήθηκαν από τους Ναΐτες και συσκέφθηκαν μαζί τους ενόψει της νέας σταυροφορίας, στην οποία είχε πειστεί να λάβει μέρος εκτός του Λουδοβίκου και άλλος ένας πανίσχυρος ηγεμόνας, ο Γερμανός αυτοκράτορας Κονράδος.
Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές, κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στις 27 Απριλίου του 1147, δόθηκε στους Ναΐτες το δικαίωμα από τον Ευγένιο να φέρουν το χαρακτηριστικό κόκκινο σταυρό στους μανδύες τους. Από τότε, ο συγκεκριμένος σταυρός συνδέθηκε με το τάγμα, σε σημείο πολλοί να τον ονομάζουν ''Ναϊτικό'' σταυρό. H B' Σταυροφορία, κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Ωστόσο ακόμη και σε αυτή την αποτυχία, οι Ναΐτες πέτυχαν να διακριθούν αποφασιστικά. Οι λευκοντυμένοι ιππότες, υπό την ηγεσία του Μεγάλου Μάγιστρου Εβεράρδου του Μπαρ, συνόδευσαν το σταυροφορικό στράτευμα διαμέσου της Μικράς Ασίας.
Στην αρχή, οι Ναΐτες ήταν απλώς συνοδοί, αλλά όταν το στράτευμα ηττήθηκε στις πρώτες αψιμαχίες με τους Σελτζούκους και η κατάσταση άρχισε να γίνεται απελπιστική λόγω προβλημάτων συνοχής και έλλειψης εφοδίων, ο Λουδοβίκος στράφηκε προς τον Εβεράρδο. Αρχικά, η βοήθεια που προσέφεραν ήταν στρατιωτικής και οργανωτικής φύσεως. O στρατός χωρίστηκε σε μικρά τμήματα, τα οποία ανέλαβε από ένας Ναΐτης ως διοικητής και οι ιππότες οργάνωσαν την πορεία με τάξη, βάζοντας πλαγιοφυλακές, οπισθοφυλακή και προφυλακές. Κάτω από την καθοδήγηση των Ναϊτών, το στράτευμα είχε ελάχιστες απώλειες στη συνέχεια, έως ότου έφθασε στην Αντιόχεια.
Όμως οι Ναΐτες βοήθησαν αποφασιστικά και σε έναν ακόμη τομέα: τα έξοδα της σταυροφορίας για το Λουδοβίκο είχαν ήδη ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη και ο Γάλλος βασιλιάς αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα έλλειψης χρημάτων για να συνεχίσει να συντηρεί το στρατό του. Και εδώ ο Εβεράρδος του έδωσε τη λύση, αφού συγκέντρωσε κάθε διαθέσιμο πόρο των Ναϊτών και του χορήγησε ένα ποσό τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής, 2.000 ασημένια μάρκα, που αντιστοιχούσαν περίπου στο μισό των ετήσιων εσόδων του συνόλου των βασιλικών κτημάτων. O Γάλλος βασιλιάς έδωσε εντολή στον θησαυροφύλακά του να πληρώσει αυτό το ποσό στο αρχηγείο των Ναϊτών στη Γαλλία.
Κάτι που δείχνει ότι ήδη από τον καιρό αυτό είχαν οργανώσει το σύστημα των υπερπόντιων συναλλαγών που θα τους έδινε αργότερα τον - ανεπίσημο - τίτλο των ''τραπεζιτών του Θεού''. H B' Σταυροφορία κατέληξε βεβαίως σε οικτρή αποτυχία, για την οποία οι Ναΐτες κατηγορήθηκαν στη συνέχεια από τον έξαλλο Λουδοβίκο ως συνυπεύθυνοι, μαζί με τους βαρόνους της Ουτρεμέρ. O Λουδοβίκος, βεβαίως, βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, όχι μόνο (και τόσο) εξαιτίας της αποτυχίας αλλά κυρίως εξαιτίας της απιστίας της γυναίκας του, της διαβόητης Ελεονόρας της Ακουϊταίνης, η οποία διατηρούσε ανοιχτά σχέση με το θείο της, πρίγκιπα της Αντιόχειας.
Μετά την αποτυχία αυτής της σταυροφορίας, το κλίμα στη M. Ανατολή άρχισε σταδιακά να αλλάζει. Οι Μουσουλμάνοι συνέχιζαν να παραμένουν διαιρεμένοι, παρά την ισχύ που συγκέντρωνε στα χέρια του ο άρχοντας της Συρίας Νουρεντίν, οι άποικοι από τη Δύση δεν ήταν πολλοί και οι Λατίνοι της Ουτρεμέρ άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι θα έπρεπε να συμβιώσουν κατά το δυνατόν αρμονικά με τους Μουσουλμάνους, εάν ήθελαν να επιβιώσουν. Άλλωστε, με δεδομένη την έλλειψη δυτικών εποίκων, τα κύρια έσοδά τους, φορολογικά και άλλα, προέρχονταν από τους Μουσουλμάνους της περιοχής. Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ξεκίνησαν μία περίοδο σχετικά ειρηνικής συμβίωσης, που όμως τάραζαν συχνά οι νεοφερμένοι στους Αγίους Τόπους Δυτικοί, που δεν είχαν προσαρμοστεί στην Ανατολή.
Αντίθετα, οι ''ντόπιοι'' Λατίνοι είχαν σε μεγάλο βαθμό υιοθετήσει συνήθειες, τρόπο διατροφής και ντυσίματα “ανατολίτικα”, επηρεασμένοι από τους γηγενείς, ενώ και η θρησκευτική ανοχή -πράγμα αδιανόητο στις μισαλλόδοξες εποχές της A' Σταυροφορίας- είχε αρχίσει να εμφανίζεται δειλά-δειλά. Οι Ναΐτες ήταν πρωτοπόροι σε αυτή την προσπάθεια ειρηνικής συμβίωσης. Οι σχέσεις τους με πολλούς Μουσουλμάνους άρχοντες ήταν παραπάνω από φιλικές και είναι χαρακτηριστικό, όπως αναφέρουν πολλοί Μουσουλμάνοι χρονικογράφοι, ότι οι Ναΐτες δεν δίσταζαν όχι μόνο να φιλοξενούν υψηλούς ''άπιστους'' προσκεκλημένους, αλλά και να τους παραχωρούν χώρο μέσα στο τέμενος Αλ Ακσά για να προσευχηθούν.
Δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι τέτοια συμπεριφορά απέναντι στους Μουσουλμάνους δεν συνάδει με τον περιβόητο φανατισμό των Ναϊτών και την αταλάντευτη πίστη τους στο Χριστιανισμό. Σε ένα τάγμα των αντιθέσεων, που ήδη ήταν ένας ζωντανός παραλογισμός (μοναχοί - πολεμιστές) τέτοιου είδους αντικρουόμενες συμπεριφορές δεν ήταν ακριβώς ασυνήθιστες. Το συγκρότημα του ''Ναού του Σολομώντα'' όπου είχαν το αρχηγείο τους στους Αγίους Τόπους οι Ναΐτες, επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό και κατέστη ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σημεία όχι μόνο της Ιερουσαλήμ αλλά και ολόκληρης της περιοχής. Εκτός από τις αποθήκες όπλων και τους στάβλους, οι Ναΐτες ανήγειραν δύο ακόμη κτήρια για καταλύματα.
Έναν εντυπωσιακό ναό και πολλούς βοηθητικούς χώρους, ενώ διαμόρφωσαν τον περίβολο σε έναν πραγματικό παράδεισο, με γρασίδι, δενδρόκηπους και χώρους περιπάτου. O αριθμός των Ναϊτών μεγάλωνε και υπολογίζεται ότι την έκτη δεκαετία του 12ου αιώνα υπήρχαν περί τους 300 αδελφούς ιππότες στα όρια του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, μαζί με περισσότερους από 1.000 σεργέντους και ακόλουθους και έναν ικανό αριθμό Τουρκόπουλων. Ακόμη περισσότεροι ήταν οι υπόλοιποι, αδελφοί ή μη, που πλαισίωναν τη μάχιμη δύναμη. Οι στρατιωτικοί ιερείς (αδελφοί ιερείς), οι βοηθητικοί του τάγματος, οι αδελφοί τεχνίτες και οι εργάτες και υπάλληλοι που είχαν μία μόνιμη σχέση με το τάγμα.
Στους ιππότες και τους σεργέντους θα πρέπει να προστεθούν και οι αδελφοί επισκέπτες (confreres) που συμμετείχαν στο τάγμα για ορισμένο χρόνο. Σε κάποια περίοδο είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής συνήθεια μεταξύ των ιπποτών της Δύσης η περιορισμένης χρονικής διάρκειας υπηρεσία σε ένα ιπποτικό τάγμα και μεταξύ των ταγμάτων αυτό του Ναού είχε την προτίμηση των περισσότερων και ισχυρότερων ιπποτών. Όμως από τη στιγμή που οι Ναΐτες άρχισαν να αποκτούν σημαντικά οχυρά και κάστρα των οποίων αναλάμβαναν την ευθύνη φύλαξης, παρουσιάστηκε ανάγκη για πολύ περισσότερο προσωπικό. Ήταν δεδομένο ότι τα υποψήφια μέλη δεν ήταν τόσα όσα χρειαζόταν το τάγμα, κυρίως για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι το τάγμα πολύ συχνά αποδεκατιζόταν κυριολεκτικά σε μάχες ή καταλήψεις φρουρίων. Έπειτα, οι ανάγκες του τάγματος σε ''πολιτικό'' προσωπικό ήταν τεράστιες, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας που διέθετε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παράλληλα, η ''δεξαμενή'' στρατολόγησης Τουρκόπουλων, που ήταν πάντα μία ευπρόσδεκτη προσθήκη λόγω του ότι κάλυπταν ένα κενό που είχε το τάγμα σε ελαφρούς ιππείς, ήταν περιορισμένη. Έτσι, το τάγμα κατέφευγε πολύ συχνά στις υπηρεσίες μισθοφόρων.
Τα Κάστρα των Ναϊτών
Το τυπικό κάστρο των Ναϊτών ήταν μία ισχυρή οχυρή θέση, που είχε διάφορες λειτουργίες σχετικές με τους σκοπούς του τάγματος και συνολικότερα με την προστασία και τον έλεγχο της περιοχής όπου βρισκόταν. Οι οχυρώσεις ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακές και στέρεες, έτσι ώστε να ανθίστανται αποτελεσματικά σε περίπτωση πολιορκίας. Οι Ναΐτες έχτισαν αρκετά κάστρα, με πιο ονομαστό το ''Κάστρο των Προσκυνητών'' ή Ατλίτ (Αθλίτ) που βρίσκεται νότια της Χάιφα. Αλλά τα περισσότερα κάστρα τους τα είχαν λάβει είτε με τη μορφή δωρεάς είτε τα είχαν κατακτήσει. Και σε αυτήν την περίπτωση, οι Ναΐτες ενίσχυαν αποφασιστικά τις οχυρώσεις και δημιουργούσαν το σύνολο της υποδομής που είχαν ανάγκη.
Τα μεγαλύτερα κάστρα διέθεταν μεγάλες αποθήκες -συνήθως υπόγειες- όπου φυλάσσονταν προμήθειες και όπλα, ώστε το κάστρο να μπορεί να συντηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα σε περίπτωση πολιορκίας. Ανάλογη ήταν η πρόνοια που λάμβαναν για τους στάβλους, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος για τα άλογα του Ναού, που ήταν ιδιαίτερα πολύτιμα σε περίπτωση πολεμικών συγκρούσεων. H λειτουργία ενός κάστρου ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη και απαιτούσε μεγάλο αριθμό προσωπικού. Τα μεγαλύτερα από αυτά διέθεταν ένα σημαντικό αριθμό αδελφών ιπποτών, έως και 50, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και 100, ενώ τα μικρότερα είχαν συνήθως ελάχιστους ιππότες, από 1 έως 5.
Υπήρχαν ακόμη ορισμένα μικρά κάστρα που δεν διέθεταν αδελφούς ιππότες και επανδρώνονταν αποκλειστικά από σεργέντους και μισθοφόρους. Στην περίπτωση που υπήρχαν πολλοί αδελφοί ιππότες στο δυναμικό ενός κάστρου, ο αριθμός των σεργέντων ήταν σχετικά μικρός. Για παράδειγμα, στο κάστρο του Σαφέντ (για το οποίο υπάρχει αναλυτική αναφορά στα Μεσαιωνικά χρονικά μετά την ανακατασκευή του περίπου το 1260), υπηρετούσαν 50 αδελφοί ιππότες, τους οποίους συνεπικουρούσαν μόλις 30 σεργέντοι. Όμως δεν ήταν αυτή ολόκληρη η μάχιμη δύναμη που μπορούσε να παρατάξει το τάγμα για την υπεράσπιση αυτού του αρκετά μεγάλου κάστρου. Υπήρχαν ακόμη 50 Τουρκόπουλοι και 300 μισθοφόροι, κυρίως βαλλιστριδοφόροι.
Το κάστρο για να λειτουργήσει χρειαζόταν επίσης εργάτες, υπαλλήλους και άλλους. Αυτά τα καθήκοντα κάλυπταν περί τα 820 άτομα που ήταν προφανώς έμμισθοι (ή με κάποια άλλη σχέση εξάρτησης) υπάλληλοι του τάγματος, ενώ ακόμη υπήρχαν 400 σκλάβοι, οι οποίοι αναλάμβαναν τις πιο σκληρές χειρωνακτικές δουλειές. Το κάστρο του Σαφέντ κατελήφθη από τον Μπαϋμπάρς το 1266 μετά από πολιορκία και το σύνολο της φρουράς του (των μάχιμων) σφαγιάστηκε. Βλέπουμε ότι η πτώση ενός τέτοιου κάστρου αφαιρούσε από τη μάχιμη δύναμη του τάγματος, τόσο ''εσωτερική'' όσο και μισθοφορική, περίπου 430 άνδρες, αριθμό μεγάλο για την εποχή και τη συγκυρία.
Και οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό ήταν μόνο η μία όψη, αφού ανάλογη ήταν η απώλεια χρημάτων καθώς η ανακατασκευή, ενίσχυση, διαμόρφωση και τροφοδοσία ενός μεγάλου κάστρου κόστιζε υπέρογκα ποσά, τα οποία προέρχονταν από τις οικονομικές δραστηριότητες του τάγματος στη Δύση. Το Τάγμα του Ναού ήλεγχε ένα μεγάλο αριθμό κάστρων στην περίοδο της ακμής του, διαθέτοντας ένα πανίσχυρο όπλο για τον έλεγχο της υπαίθρου και τον περιορισμό της δυνατότητας των Μουσουλμάνων να κάνουν επιδρομές στα Χριστιανικά εδάφη.
Τα κάστρα αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του αμυντικού συστήματος του τάγματος (και της λατινικής M. Ανατολής γενικότερα) και κάθε απώλεια ήταν δυσαναπλήρωτη, αφού άφηνε ένα τεράστιο κενό στην άμυνα των Αγίων Τόπων. Ας δούμε τα κυριότερα κάστρα που διέθετε το Τάγμα του Ναού στην Λατινική M. Ανατολή.
Το κάστρο Λα Φεβ δέσποζε στην κοιλάδα του Εσντρελόν στην Γαλιλαία, αλλά στην περιοχή αυτή η κύρια δύναμη των Ναϊτών βρισκόταν στο περίφημο διοικητήριο και κάστρο της Σαφέτ. Στην ίδια περιοχή βρίσκονταν τα οχυρά του Σεφορί και του Ιακώβ. Στην ίδια Κομητεία, οι Ναΐτες διέθεταν ένα από τα πιο φημισμένα κάστρα τους, το Κάστρο των Προσκυνητών (Αθλίτ ή Ατλίτ), το οποίο μάλιστα είχαν χτίσει με ιδίους πόρους. Το κάστρο αυτό ήταν ένα από τα εντυπωσιακότερα δείγματα της καστροποιίας των Αγίων Τόπων και από τα θεωρούμενα ''άπαρτα'' κάστρα του Μεσαίωνα. Έμπλεος θαυμασμού ο Ιάκωβος της Τύρου περιγράφει το επιβλητικό οικοδόμημα που είδε κατά την επίσκεψή του:
''Μπροστά από την πρόσοψη του κάστρου των προσκυνητών έχτισαν δύο πύργους με τετράγωνες πέτρες, λειασμένες καλά, ο καθένας από τους πύργους αυτούς έχει μήκος 100 πόδια (περίπου 33 μέτρα) και πλάτος 74 (24 μέτρα). Το πλάτος τους είναι όσο δύο χελώνες (πολιορκητικό μηχάνημα του Μεσαίωνα), το ύψος τους είναι τεράστιο και ξεπερνά αυτό του ακρωτηρίου. Μεταξύ των δύο πύργων έχτισαν ψηλό τείχος με επάλξεις. Είναι θαυμαστό ότι μέσα στο τείχος υπάρχουν σκάλες από τις οποίες μπορούν οι ιππότες να ανεβοκατεβαίνουν με όλη τους την αρματωσιά''.
O Ιάκωβος περιγράφει στη συνέχεια τα εξαιρετικά τείχη που περικλείουν το ακρωτήρι πάνω στο οποίο είχε χτιστεί το Αθλίτ και τα κτήρια που βρίσκονταν στον περίβολο του κάστρου. Δυστυχώς σήμερα το εξαίρετο αυτό κάστρο έχει καταστραφεί και μόνο ελάχιστα ερείπια έχουν μείνει για να θυμίζουν την εποχή της δόξας του, όταν οι λευκοντυμένοι ιππότες το υπερασπίζονταν μέχρι τελικής πτώσεως από τους Μουσουλμάνους αντιπάλους τους.
Ακμή Μακριά από το Ναό
Μετά την απώλεια της Ιερουσαλήμ, που προέκυψε αμέσως μετά την τραγική ήττα στο Χαττίν, για την οποία θα δούμε περισσότερα στη συνέχεια, οι Ναΐτες είχαν βρεθεί ξαφνικά σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Σχεδόν όλοι οι αδελφοί ιππότες ήταν νεκροί. O ίδιος ο Μεγάλος Μάγιστρος ήταν αιχμάλωτος του Σαλαντίν, ενώ το αρχηγείο του τάγματος, ο ''Ναός του Σολομώντα'', ήταν πλέον στα χέρια των απίστων, μαζί με ολόκληρη την ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ. Οι περιστάσεις ήταν τραγικές για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη, αλλά ακόμη περισσότερο για το Τάγμα του Ναού. H αφρόκρεμα της ιπποσύνης του είχε ξεκληριστεί και το κέντρο και στρατηγείο του είχε καταληφθεί. Όμως η απελπιστική εικόνα ήταν πλασματική.
Το τάγμα είχε ακόμη τεράστιες δυνάμεις, καθώς η οικονομική ευρωστία του και το πλήθος των αδελφών της Δύσης τού επέτρεπαν να δοκιμάσει να σταθεί ξανά στα πόδια του και μάλιστα πολύ σύντομα μετά τις τραγικές απώλειες. Πριν ακόμη απελευθερωθεί ο Μεγάλος Μάγιστρος, μετά από τις σχετικές παρακλήσεις του Γκυ ντε Λουζινιάν και πριν από την πτώση της Ιερουσαλήμ, ο προσωρινός αντικαταστάτης του Ριντφόρτ, ο Μεγάλος Διοικητής της Ανατολής Τέρικος, έσπευσε να συγγράψει μία επιστολή, που έφθασε στον Πάπα Ουρβανό Γ', τον κόμη της Φλάνδρας Φίλιππο της Αλσατίας και σε πολλούς Χριστιανούς ηγέτες. Στην επιστολή ο Τέρικος εξέφραζε όλη την πίκρα και την απόγνωση του αδελφού που έβλεπε το οικοδόμημα του Ναού στην Ανατολή να κείται σε ερείπια:
''Πόσο πολλές και μεγάλες είναι οι συμφορές που επέτρεψε η οργή του Θεού να πέσουν πάνω μας σε αυτήν την ώρα, ως αποτέλεσμα των αμαρτιών μας, δεν μπορώ να εξηγήσω ούτε με γράμματα ούτε με φωνή τρεμάμενη από το κλάμα''. O διοικητής του τάγματος συνεχίζει με έναν απολογισμό της μάχης του Χαττίν:
''Όταν κατάφεραν να μας στριμώξουν κοντά σε κάποιες πολύ άσχημες πέτρες (εννοεί τους δίδυμους λόφους του Χαττίν) μας επιτέθηκαν με τόση ορμή, που κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τον Τίμιο Σταυρό και το βασιλιά και να σκοτώσουν έναν μεγάλο αριθμό από τους άνδρες μας, τόσο ώστε πιστεύουμε πραγματικά ότι αυτή τη μέρα 230 από τους ιππότες μας (Ναΐτες) αποκεφαλίστηκαν, δίχως να προσμετράμε σε αυτό τον αριθμό τους εξήντα που σκοτώθηκαν την 1η του Μαΐου (στη μάχη της Κρεσόν)''. O Τέρικος, αφού σημείωνε ότι οι Χριστιανοί ανθίστανται ακόμη σε μερικές πόλεις, κατέληγε με μία σπαρακτική διαπίστωση:
''Με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να κρατήσουμε αυτές τις πόλεις, των οποίων σχεδόν όλοι οι κάτοικοι έχουν σκοτωθεί, εκτός και αν λάβουμε άμεσα Θεία βοήθεια και τη δική σας συμβολή. Στείλτε βοήθεια όσο το δυνατόν γρηγορότερα, σε μας και στους Χριστιανούς της Ανατολής''. O Τέρικος δεν είχε ακόμη διηγηθεί τα χειρότερα. Στην επιστολή του που έστειλε τον Ιανουάριο του 1188 στο βασιλιά Ερρίκο B’ της Αγγλίας, ο διοικητής του τάγματος ανακοινώνει την απώλεια της Ιερουσαλήμ και προχωρά στην περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή.
Σ' αυτή τη δεύτερη επιστολή ο Τέρικος αναφέρεται ως ''τέως διοικητής'', διότι ο M. Μάγιστρος, ο καταστροφικός για το τάγμα Γεράρδος του Ριντφόρ, είχε καταφέρει να απελευθερωθεί από το Σαλαντίν. Το τίμημα όμως για την απελευθέρωσή του ήταν εξαιρετικά βαρύ, αφού οι Ναΐτες χρειάστηκε να εκκενώσουν και να παραδώσουν στις δυνάμεις του Αγιουβίδη Σουλτάνου το κάστρο της Γάζας. H ανοησία του Ριντφόρ όχι μόνο είχε κοστίσει στο τάγμα 300 σχεδόν νεκρούς αδελφούς-ιππότες, αλλά και ένα από τα ισχυρότερα οχυρά του. Τουλάχιστον ο ντε Ριντφόρ εξιλεώθηκε για τις ατυχέστατες αποφάσεις του με το θάνατό του στο πεδίο της μάχης έξω από την Άκρα, στην πολιορκία της πόλης που ξεκίνησε από τον Γκυ ντε Λουζινιάν, το ''βασιλιά δίχως βασίλειο'' της Ιερουσαλήμ.
Βεβαίως οι Ναΐτες παρότι είχαν χάσει έναν μεγάλο αριθμό αδελφών, το αρχηγείο τους και μερικά από τα σημαντικότερα κάστρα τους συνέχισαν να αποτελούν υπολογίσιμη δύναμη και σύντομα έφτασαν να είναι ακόμη πιο ισχυροί απ' ό,τι ήταν πριν από το Χαττίν. Αυτό εν πολλοίς οφείλεται στην εξαιρετικά αποτελεσματική δομή τους που συνέχιζε να λειτουργεί απρόσκοπτα στη Δύση, τροφοδοτώντας την πρώτη γραμμή της άμυνας των Χριστιανών με νέους ιππότες και άφθονα χρήματα. Μετά το θάνατο του Γεράρδου, οι Ναΐτες επέστρεψαν ξανά στη συνήθη σύνεσή τους και αυτό φάνηκε από τη συμμετοχή τους στις επόμενες μάχες που δόθηκαν στο πλαίσιο της Γ’ Σταυροφορίας.
Αλλά και από τις εξαιρετικά φρόνιμες συμβουλές τους στον Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο. Όταν ο Άγγλος βασιλιάς βρέθηκε κοντά στην Ιερουσαλήμ και με τη συνήθη ορμητικότητά του σκεφτόταν να δοκιμάσει να την ανακτήσει, οι Ναΐτες τον συμβούλευσαν ότι μία τέτοια προσπάθεια αυτήν τη στιγμή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκαν ακόμη περισσότερο οι δεσμοί του τάγματος με τον Άγγλο βασιλιά. Μάλιστα, οι Ναΐτες έσπευσαν να επισημοποιήσουν αυτούς τους δεσμούς φιλίας με μία εμπορική πράξη ευρύτερης σημασίας: αποφάσισαν να αγοράσουν την Κύπρο, την οποία ο Ριχάρδος είχε κατακτήσει ερχόμενος στους Αγίους Τόπους.
H προσπάθεια των Ναϊτών να δημιουργήσουν ένα δικό τους κράτος θα είχε πετύχει αν είχαν διαθέσει αρκετούς άνδρες και πόρους και αν είχαν έστω τη στοιχειώδη πολιτική ευαισθησία να αντιληφθούν πώς θα έπρεπε να συμπεριφέρονται στον λαό ''τους''. Μετά από μια επανάσταση, οι Ναΐτες αποφάσισαν να ξεφορτωθούν το νησί, προτιμώντας να επικεντρωθούν στην άμυνα των Αγίων Τόπων.
Μετά τον Σαλαντίν
Μετά το θάνατο του ιδρυτή της δυναστείας των Αγιουβιδών, ο Μουσουλμανικός κόσμος επέστρεψε στην πρότερη κατάστασή του, αυτή της διασπασμένης εξουσίας και των ενδομουσουλμανικών συγκρούσεων. Οι Χριστιανοί εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ανάπαυλα και προσπάθησαν να ισχυροποιήσουν ξανά τη θέση τους και να ανακαταλάβουν όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη και οχυρά. Οι προσπάθειές τους στέφθηκαν μερικώς με επιτυχία. Το τάγμα έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε όλες αυτές τις προσπάθειες, παρότι είχε τρωθεί σοβαρά στο Χαττίν. Βεβαίως, οι αριθμοί των αδελφών σύντομα επανήλθαν στα φυσιολογικά επίπεδα, λόγω της έλευσης πολλών νεοστρατολογημένων από τη Δύση.
Σε λίγα χρόνια, μάλιστα, ο Ναός είχε ακόμη περισσότερους αδελφούς στη M. Ανατολή απ' ό,τι πριν το Χαττίν. Ομως αυτό που δεν ήταν δυνατό να αναπληρωθεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ήταν τα ικανά ανώτερα στελέχη που θα μπορούσαν να καταλάβουν επιτελικές θέσεις στο μηχανισμό του τάγματος. Το σύνολο σχεδόν των ανώτερων στελεχών στους Αγίους Τόπους είχαν σκοτωθεί στην Κρεσόν, στο Χαττίν και στις μάχες της Γ' Σταυροφορίας και οι ''ειρηνικοί'', ως επί το πλείστον, αδελφοί της Δύσης δεν ήταν κατάλληλοι για να αναλάβουν μάχιμες θέσεις στην ανώτερη ιεραρχία του τάγματος.
Ωστόσο η εξαιρετική φήμη του Ναού έκανε πάλι το θαύμα της, αφού πολλοί από τους σημαίνοντες ιππότες που έλαβαν μέρος στην Γ' Σταυροφορία παρέμειναν στην Ουτρεμέρ και εντάχθηκαν στις τάξεις του τάγματος. Ενας από αυτούς, μάλιστα, ο Φίλιππος του Πλεσίς (ή Φίλιππος του Ανζού), μέσα σε δέκα χρόνια από την ένταξή του στο τάγμα, είχε ανελιχθεί στη θέση του Μεγάλου Μάγιστρου. Από τα χρόνια του Ροβέρτου του Κραόν είχε να συμβεί κάτι τέτοιο, οπότε αυτό δείχνει ότι τα αντανακλαστικά του τάγματος παρέμεναν σε εξαιρετική κατάσταση: εφόσον οι νεοεισερχόμενοι είχαν περισσότερα προσόντα απ' ό,τι τα παλιά μέλη, θα προωθούνταν στις ανώτερες θέσεις αφού υπήρχαν κενά.
Μπορεί οι πληγές που άνοιξαν οι ''Σαρακηνοί'' στο ''σώμα'' του Ναού να έκλεισαν σύντομα, ωστόσο άλλες πληγές έμελλε να ανοίξουν. Το τάγμα, αντιμετωπίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία του το φάσμα του χαμού, έγινε ακόμη πιο εσωστρεφές. Τα μέλη του πλέον περισσότερο αντιμετώπιζαν σε (ειρηνικές) διαμάχες τους άλλους Χριστιανούς, εκκλησιαστικούς και κοσμικούς άρχοντες, από ό,τι Μουσουλμάνους. Τα χρήματα που ήδη έπαιζαν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ύπαρξή του, άρχισαν πλέον να είναι το καθοριστικό σημείο γύρω από το οποίο περιστρεφόταν ολόκληρη η ύπαρξη του. Καθημερινές σχεδόν ήταν οι διαμάχες με επισκόπους, κόμητες και φεουδάρχες για τα δικαιώματα φορολόγησης.
Καθημερινές και οι επιστολές διαμαρτυρίας από κάποιον από τους παραπάνω για ''την αυθαιρεσία των Ναϊτών'' και τη ''φιλαργυρία'' τους. Στην πλειονότητα αυτών των αντιπαραθέσεων, η ανώτερη εκκλησιαστική αρχή, δηλαδή ο Πάπας, έπαιρνε το μέρος του Ναού. Άλλωστε, το τάγμα ήταν ο ''πρωταθλητής της Χριστιανοσύνης'', ο ''υπερασπιστής του Τιμίου Σταυρού'', πνευματικά τέκνα της Ρώμης που αποτελούσαν την πρώτη γραμμή της άμυνας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ενάντια σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.
Οι Ναΐτες στην Ελλάδα και στην Κύπρο
Στη σύντομη ιστορία των Ναϊτών, το τάγμα δραστηριοποιήθηκε και στον Ελληνικό χώρο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Αν και δεν βρίσκουμε αναφορά στα Ναϊτικά έγγραφα για ''διοικητή'' της Ελλάδας, οι Ναΐτες μετά την ''επιτυχία'' της Δ' Σταυροφορίας που κατέλυσε τη Βυζαντινή κυριαρχία στην κυρίως Ελλάδα, απέκτησαν κάποια περιουσία μέσω προσφορών από τους Φράγκους που εγκαταστάθηκαν ως επικυρίαρχοι στα εδάφη του Βυζαντίου. H πρώτη προσφορά που έλαβαν οι Ναΐτες ήταν της Σαττάλιας από τον Βαλδουίνο, Λατίνο ηγεμόνα της Κωνσταντινούπολης, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να γίνουν κύριοί της, αφού ουσιαστικά ο Βαλδουίνος τους είχε χαρίσει κάτι που δεν του ανήκε.
H ατυχία των Ναϊτών με τους Λατίνους Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης συνεχίστηκε και με το διάδοχο του Βαλδουίνου, Ερρίκο, ο οποίος μάλιστα τους απέπεμψε από τη Ραβένικα. Πάντως το τάγμα είχε καταφέρει να αποκτήσει ένα κάστρο στη Λαμία, ενώ είχαν ακόμη δύο οχυρές θέσεις στην Πελοπόννησο, στη Φούστα (Λακωνία) και την Παλαιόπολη (Μεσσηνία). Αυτά τα κάστρα επόπτευαν τις εκτάσεις που είχαν δωρίσει οι Λατίνοι φεουδάρχες στο τάγμα. Οι εκτάσεις αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένες, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο Χρονικό του Μωρέα: Οι Ναΐτες ήταν υπεύθυνοι για το μισθό μόλις 4 ιπποτών σε ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο. Για να κάνετε τις συγκρίσεις σας, ένα σχετικά μεγάλο φέουδο στη Γαλλία απέφερε τους μισθούς 20 με 24 ιπποτών.
Ουδέποτε υπήρξε διοικητήριο του τάγματος στον Ελληνικό χώρο, παρότι οι Ναΐτες είχαν γίνει δέκτες μερικών φέουδων, ενώ διατηρούσαν σχέσεις με τους (Φράγκους) ηγεμόνες της Πελοποννήσου και είχαν Οίκους του τάγματος διεσπαρμένους στην Ελληνική επικράτεια. Ωστόσο, ένα κατ' εξοχήν Ελληνικό νησί, η Κύπρος, έπαιξε αρκετά σημαντικό ρόλο στην ιστορία του τάγματος. Πριν από την Γ' Σταυροφορία, η Κύπρος ήταν Βυζαντινή, ωστόσο την εξουσία είχε σφετεριστεί ένας τοπικός άρχοντας, ο Ισαάκ, που βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τη Βυζαντινή εξουσία. Στο περιθώριο της Γ' Σταυροφορίας, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, βασιλιάς της Αγγλίας, παρέπλευσε την Κύπρο προσπαθώντας να φθάσει στους Αγίους Τόπους.
Τρία από τα πλοία του βρέθηκαν εν μέσω θύελλας και ναυάγησαν, ενώ οι επιζώντες επιβάτες τους κατέφυγαν στη μεγαλόνησο. Κατ' εντολή του Ισαάκ οι ναυαγοί αιχμαλωτίσθηκαν και ρίχτηκαν στα μπουντρούμια, κάτι που εξαγρίωσε τον Ριχάρδο που έφθασε σύντομα στο νησί και επιτέθηκε με όλες τις δυνάμεις του στον Ισαάκ, ο οποίος παρέδωσε τελικά την Κύπρο στο βασιλιά της Αγγλίας, που στη συνέχεια αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους. O Ριχάρδος εξ αρχής δεν ενδιαφερόταν να κυβερνήσει την Κύπρο και οι επαναστατικές ανησυχίες των Κυπρίων, που βρίσκονταν συνεχώς στα πρόθυρα εξέγερσης, ήταν άλλη μία σημαντική ενόχληση για το νορμανδικής καταγωγής ηγεμόνα της Αγγλίας.
Εκείνο τον καιρό, η ισχύς του Σαλαντίν και η ένωση των Μουσουλμάνων κάτω από το σκήπτρο του είχαν θορυβήσει τους Χριστιανούς της Ουτρεμέρ. Οι Ναΐτες, που έβλεπαν ένα δυσοίωνο μέλλον και είχαν ανάγκη από μία βάση κοντά στους Αγίους Τόπους, άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα τους στη Μεγαλόνησο. Την εποχή εκείνη, Μεγάλος Μάγιστρος ήταν ο Ροβέρτος του Σαμπλ, που ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Ριχάρδο για να αποκτήσει το νησί για λογαριασμό του τάγματος. H συμφωνία ορίστηκε στα 100.000 σόλδια, εκ των οποίων τα 40.000 ήταν άμεσα πληρωτέα και τα υπόλοιπα θα δίνονταν από τα κέρδη από την εκμετάλλευση του νησιού.
Οι αριθμοί των Ναϊτών είχαν μειωθεί αρκετά και την εποχή εκείνη οι αδελφοί ιππότες συνολικά δεν ήταν περισσότεροι από 400, συμπεριλαμβανομένων όλων των αδελφών της Δύσης. Εξ αυτών ένας μικρός αριθμός -περί τους 14 έως 20- μαζί με έναν μεγαλύτερο αριθμό σεργέντων, μισθοφόρων και ακολούθων (περί τους 150 - 200, ίσως και λίγο περισσότεροι), υπό τον Αρμάνδο Μπουσάρντ, αποσπάστηκαν ως φρουρά του νησιού. Οι Ναΐτες, όπως συμφωνούν όλες οι μαρτυρίες, έδειξαν το χειρότερο πρόσωπό τους στην Κύπρο. Οι ''πένητες ιππότες του Χριστού'' συμπεριφέρθηκαν στους Κύπριους, ακόμη και στην αριστοκρατία του νησιού, με τη συνήθη υπεροψία που επιδεικνύουν οι ιμπεριαλιστές στους ''ιθαγενείς''.
Καταπατούσαν τα δικαιώματα των ντόπιων και σε πολλές περιπτώσεις φέρθηκαν με τρομερή σκληρότητα. H οικονομική πολιτική τους ήταν να απομυζούν τους κατοίκους ώστε να αποκτήσουν κατά το δυνατόν περισσότερα έσοδα (και να αποπληρώσουν το χρέος στο Ριχάρδο). Το αποτέλεσμα ήταν οι ντόπιοι να ξεσηκωθούν και να πολιορκήσουν τους Ναΐτες στο κάστρο τους. H στρατιωτική ικανότητα των Ναϊτών τους προσέφερε προσωρινά μία διέξοδο, αφού κατόρθωσαν να απωθήσουν το πλήθος των ανεκπαίδευτων ντόπιων που προσπαθούσαν να παραβιάσουν τις πύλες του κάστρου. Ωστόσο η λαϊκή δυσαρέσκεια κορυφωνόταν και πλέον η Κύπρος δεν ήταν φιλόξενη για τους Ναΐτες.
Εξάλλου η κατάληψη της Άκρας και η σχετική επιτυχία της Γ' Σταυροφορίας έπεισαν τους Ναΐτες ότι θα μπορούσαν να παραμείνουν στην Παλαιστίνη. O Μάγιστρος ντε Σαμπλ προσέγγισε το Ριχάρδο για να ξαναπάρει πίσω την Κύπρο, όμως εκείνος δεν ενδιαφερόταν πια για το νησί. Στη συνέχεια όμως βρήκε έναν πρόθυμο αγοραστή στο πρόσωπο του Γκυ ντε Λουζινιάν, ο οποίος απέκτησε την Κύπρο για να στήσει εκεί το βασίλειό του. O Γκυ μετά την απώλεια της Ιερουσαλήμ ήταν ένας βασιλιάς χωρίς βασίλειο και έψαχνε εναγωνίως για νέα ηγεμονία. Όμως οι Ναΐτες δεν στάθηκε δυνατό να πάρουν πίσω το μεγάλο χρηματικό ποσό των 40.000 σολδίων που είχαν δώσει ως προκαταβολή και για το λόγο αυτό συμφωνήθηκε να διατηρήσουν βάσεις στο νησί.
Το αποτέλεσμα ήταν να διατηρηθούν τα αρχηγεία του τάγματος στην Αμμόχωστο και στη Λεμεσό, καθώς και κάστρα στη Γαστρία, τη Χιοκιτία, τη Γερμοσία και στην ίδια τη Λεμεσό. Όμως στο νησί παρέμειναν ελάχιστοι αδελφοί ιππότες, τουλάχιστον μέχρι την πτώση της Άκρας, οπότε ο Ναός αναγκάστηκε να εκκενώσει τους Αγίους Τόπους. Για να παραμείνουν κοντά στην περιοχή, με στόχο ενδεχόμενη ανακατάληψη της Ουτρεμέρ, οι Ναΐτες μετέφεραν το αρχηγείο τους στην Κύπρο. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές οι Ναΐτες -που κάτω από την εξουσία των Λουζινιάν στην Κύπρο δεν είχαν το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας πέραν των όσων ήδη είχαν στην κατοχή τους- σκόπευαν να αγοράσουν το νησί, ωστόσο τα γεγονότα τους πρόλαβαν.
Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Παρά την επιτυχία αυτή ο Ριχάρδος δεν κατόρθωσε να ανακτήσει την Ιερουσαλήμ, όπως ήλπιζε. Πριν εγκαταλείψει την Παλαιστίνη φρόντισε να διευθετήσει τα ζητήματα των Χριστιανών της περιοχής με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να αποτραπούν μελλοντικές συγκρούσεις ανάμεσά τους. Ο Άγγλος βασιλιάς έδειξε ιδιαίτερη συμπάθεια για τους Ναΐτες και εξαιτίας της επιρροής του ο Ροβέρτος του Σαμπλέ, ένας ευγενής από τα Γαλλικά εδάφη του Ριχάρδου, αναδείχθηκε σε μεγάλο μάγιστρο του τάγματος. Ίσως λόγω αυτής της σχέσης οι Ναΐτες ανέλαβαν ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο το οποίο, αν πετύχαινε, θα άλλαζε τελείως την πορεία του τάγματος αυξάνοντας εντυπωσιακά τον πλούτο και τη δύναμή του.
Ο βασιλιάς Ριχάρδος, καθώς έπλεε με τον Αγγλικό στόλο προς την Παλαιστίνη για να λάβει μέρος στη σταυροφορία, κατέλαβε την Κύπρο, που ως τότε ήταν Βυζαντινή επαρχία. Ήταν όμως αδύνατο να κρατήσει το νησί μετά την αναχώρησή του για την Αγγλία και αποφάσισε να το παραχωρήσει στους Ναΐτες. Σε αντάλλαγμα το τάγμα θα κατέβαλε 100.000 νομίσματα των Σαρακηνών. Από αυτό το ποσό οι Ναΐτες έδωσαν μια προκαταβολή 40.000 νομισμάτων, γεγονός που αποδεικνύει την ευμάρεια του τάγματος παρά τις απώλειες που είχε υποστεί σε χρήμα και γη μετά τη ήττα στο Χαττίν και την κατάληψη πολλών χριστιανικών εδαφών από τους Μουσουλμάνους του Σαλαντίν.
Το σχέδιο για την κατάληψη της Κύπρου από τους Ναΐτες ήταν φιλόδοξο διότι ως τότε κανένα από τα δύο τάγματα δεν είχε κατορθώσει να ελέγξει μια μεγάλη έκταση και να δημιουργήσει δικό του κράτος. Τα εδάφη των Ναϊτών και των Ιωαννιτών στους Αγίους Τόπους και τη δυτική Ευρώπη ήταν εκτεταμένα, υπάγονταν όμως στους τοπικούς ηγεμόνες. Για πρώτη φορά ένα μοναχικό τάγμα σχεδίαζε να αναλάβει το ίδιο ηγεμονική εξουσία. Παρά τις εντυπωσιακές προοπτικές οι Ναΐτες δεν μπόρεσαν να κρατήσουν το νησί. Αρχικά η φρουρά που ήταν σε θέση να διαθέσουν για την κατοχή του περιοριζόταν σε δώδεκα ιππότες. Παράλληλα η συμπεριφορά τους προς τον τοπικό πληθυσμό υπήρξε εξαιρετικά σκληρή.
Επέβαλαν βαρείς φόρους και προκάλεσαν τους ορθοδόξους με τον θρησκευτικό φανατισμό τους. Αποτέλεσμα ήταν να εκδηλωθεί εξέγερση στη Λευκωσία τον Απρίλιο του 1192. Οι Ναΐτες του νησιού κατόρθωσαν να σωθούν με μεγάλη προσπάθεια. Αποδείχθηκε ότι δεν ήταν δυνατό να κρατήσουν την Κύπρο και προτίμησαν να επιστρέψουν το νησί στον Ριχάρδο, ο οποίος το παραχώρησε στον Γκυ ντε Λουζινιάν, πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Παρά την αποχώρησή τους από την ηγεμονία του νησιού η παρουσία των Ναϊτών στην Κύπρο υπήρξε ιδιαίτερα έντονη.
Το τάγμα ήλεγχε περιοχές στις σημαντικότερες πόλεις του Βασιλείου της Κύπρου, τη Λευκωσία και την Αμμόχωστο, και κάστρα στη Γαστριά, τη Χοιροκοιτία, τη Γερμασόγια και τη Λεμεσό. Τη στενή σχέση του βασιλιά Ριχάρδου με τους Ναΐτες αποδεικνύει και το γεγονός ότι ο Άγγλος βασιλιάς επέστρεψε στην πατρίδα του μεταμφιεσμένος σε Ναΐτη για να αποφύγει σύλληψη από τους εχθρούς του -δεν το κατάφερε, αιχμαλωτίστηκε από τον Λεοπόλδο της Αυστρίας και αφέθηκε ελεύθερος αφού πλήρωσε λύτρα.
ΡΟΒΕΡΤΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΟΝ - Ο ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ
O Μάγιστρος που Έθεσε τις Βάσεις για την Ισχύ των Ναϊτών
Παρότι ο Ροβέρτος του Κραόν (Robert de Craon) δεν ήταν ένας από τους πρώτους 9 Ναΐτες, ήταν αυτός που διαδέχθηκε τον Ούγο του Παγιέν όταν εκείνος απεβίωσε. Μάλιστα θα πρέπει να ήταν αρκετά νέος όταν εξελέγη μάγιστρος, το 1136, καθώς, αν και η ακριβής ημερομηνία της γέννησής του παραμένει άγνωστη, οι περισσότερες πηγές την τοποθετούν στο γύρισμα του 11ου αιώνα. Γιος του ευγενή Ρενό του Κραόν, με καταγωγή από την Ανδεγαυΐα (Ανζού) ο Ροβέρτος θεωρείτο στην εποχή του, -αν και στερνοπαίδι του πατέρα και ως εκ τούτου δίχως κληρονομικά δικαιώματα επί του φέουδού του-, ένας ιδιαίτερα περιζήτητος γαμβρός.
Γι' αυτό, περί το 1120 αρραβωνιάστηκε την κόρη του κόμη του Ανγκουμουά, μίας από τις σημαίνουσες επαρχίες της δυτικής Γαλλίας την εποχή εκείνη. Όμως αυτός ο γάμος δεν έγινε ποτέ. O ντε Κραόν έμαθε για την ίδρυση του Τάγματος του ναού και αφού διέλυσε τον αρραβώνα και εγκατέλειψε την προοπτική διαχείρισης ενός αξιόλογου φέουδου στη Γαλλική επαρχία, ταξίδεψε στη Λατινική Μέση ανατολή για να θέσει εαυτόν στη διάθεση των ιπποτών που πολεμούσαν τους απίστους για λογαριασμό του χριστού.
Οι Ναΐτες τον δέχθηκαν αμέσως στο τάγμα τους και ο Ροβέρτος είχε σύντομα την ευκαιρία να αποδείξει την αξία του σε μικροσυγκρούσεις στις οποίες μετείχαν ιππότες του ναού, καθώς και σε ειρηνικές ασχολίες. Ανέβηκε γρήγορα την ούτως ή άλλως περιορισμένη ιεραρχία του νεοπαγούς τάγματος και δεν αποτελεί έκπληξη ότι μετά το θάνατο του πρώτου Μεγάλου Μάγιστρου, οι αδελφοί εξέλεξαν τον ντε Κραόν ως επικεφαλής τους. Οι διοικητικές ικανότητές του έγιναν φανερές ήδη από την πρώτη μέρα της τοποθέτησής του στην πρωτοκαθεδρία του τάγματος και σύντομα οι Ναΐτες έγιναν ένας σημαίνων οικονομικός και διοικητικός παράγοντας της Ουτρεμέρ, χάρη στις προσπάθειες του νέου μάγιστρού τους.
Μάλιστα επί των ημερών του, στις 29 Μαρτίου του 1139, ο Πάπας Ιννοκέντιος B' εξέδωσε την περίφημη Βούλα Omne Datum Optimum. Εξαίρετος διαχειριστής και οικονομικός εγκέφαλος, ο ντε Κραόν ίσως δεν ήταν εξίσου καλός στρατιωτικός ηγέτης, κάτι που φάνηκε από την πρώτη απόπειρά του να ηγηθεί μίας σημαντικής δύναμης, λίγο καιρό μετά την εκλογή του. O ντε Κραόν και οι Ναΐτες επιτέθηκαν στις δυνάμεις του Ζένγκι, του εμίρη του Χαλεπίου, τις οποίες κατανίκησαν μετά από μία αποφασιστική έφοδο και άρχισαν να τις καταδιώκουν. Όμως στο δρόμο τους βρέθηκε το στρατόπεδο των Μουσουλμάνων και αντί να συνεχίσουν την καταδίωξη, οι Ναΐτες υπέκυψαν στον πειρασμό και άρχισαν να το λεηλατούν, υπό την ανοχή του ηγέτη τους.
Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για το τάγμα, αφού ο Ζένγκι κατόρθωσε να αναδιοργανώσει το στρατό του και να επιτεθεί στους Ναΐτες την ώρα που αυτοί ήταν απασχολημένοι με τη λαφυραγώγηση του στρατοπέδου. επακολούθησε σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή των Χριστιανικών δυνάμεων. Οι Ναΐτες έμαθαν καλά το μάθημά τους από αυτήν την τραγική ήττα και στο μέλλον δεν υπέκυψαν ξανά στον πειρασμό της λαφυραγώγησης, πριν σιγουρευτούν ότι ο εχθρός είχε εξοντωθεί ολοκληρωτικά. Αυτή πάντως είναι η μόνη σημαντική ήττα Ναϊτικών δυνάμεων που οδηγούσε ο Ροβέρτος, αν και την περίοδο της ηγεσίας του και με δική του απόφαση, το παράρτημα των Ναϊτών στην Ιβηρική ξεκίνησε μία εκστρατεία κατά της Λισαβόνας, αλλά ηττήθηκε από τις δυνάμεις των Μαυριτανών.
Καλύτερα ήταν τα αποτελέσματα που πέτυχε το τμήμα των Ναϊτών των οποίων ηγήθηκε ο Ροβέρτος στη μάχη της Τέκουα. O ντε Κραόν πέθανε τον Ιανουάριο του 1147, σύμφωνα με τη νεκρολογία της Ρεμς, αν και μία τουλάχιστον πηγή (ο αμφιλεγόμενος Γουλιέλμος της Τύρου) αναφέρει ότι μετείχε εκπροσωπώντας τους Ναΐτες στο Συμβούλιο της Άκρας κατά τη διάρκεια της B' Σταυροφορίας, το 1148. Πάντως ο διάδοχός του στη θέση του Μεγάλου Μάγιστρου ήταν ο Εβεράρδος του Μπαρ.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ
H Ζωή στο Ναό
Οι Ναΐτες αποτελούσαν μία ιδιότυπη αδελφότητα ανδρών που είχαν κοινό σκοπό και ζούσαν σε ένα αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο. Το τάγμα αποτέλεσε ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά το Τρουά καταφύγιο για πολλούς που ''δεν είχαν στον ήλιο μοίρα'' ή ονειρεύονταν δόξα και μεγαλείο. Αλλά, αρχικά τουλάχιστον, αυτοί ήταν η εξαίρεση του κανόνα, αφού οι ιππότες που μετείχαν στο τάγμα ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις υψηλού κοινωνικού επιπέδου. Και, όσον αφορά τουλάχιστον στα μεγαλεία, οι περισσότεροι από αυτούς που προσέγγιζαν το τάγμα με αυτό το σκοπό, απογοητεύονταν οικτρά. Οι ιππότες του τάγματος δεν είχαν τη δυνατότητα οποιασδήποτε επίδειξης πλούτου, ενώ η υποχρέωση πενίας τούς απαγόρευε την απόκτηση περιουσίας.
Αυτό βεβαίως δεν αναιρεί την πραγματικότητα της διαχείρισης μίας τεράστιας περιουσίας από τους επικεφαλής του τάγματος. Ωστόσο, αυτή η περιουσία δεν ήταν δυνατό να σπαταλιέται σε απολαύσεις και μεγαλεία. Το ότι οι Ναΐτες, αντίθετα με τους περισσότερους κοσμικούς άρχοντες, ήταν εξαιρετικοί διαχειριστές των οικονομικών τους, φανερώνει τον αυστηρό χαρακτήρα του τάγματος. Το κοινοβιακό σύστημα διαβίωσης επίσης δεν επέτρεπε σημαντικές παρασπονδίες σε αυτό τον τομέα. Σε κάθε περίπτωση, οι Ναΐτες έδιναν προς τα έξω μία εν πολλοίς παραπλανητική εικόνα πανίσχυρων αρχόντων, έστω και μέσα στην αυστηρότητα και τη λιτότητα της εμφάνισής τους.
Οι κοντοκουρεμένοι ιππότες - μοναχοί με τους λευκούς μανδύες και τον ''αιμάτινο'' σταυρό, με τις μακριές γενειάδες και το αυστηρό βλέμμα, πρόσφεραν ένα επιβλητικό θέαμα, ακόμη και αν δεν ήταν ζωσμένοι τα άρματά τους. Πολλοί νέοι ιππότες, ήδη κουρασμένοι από τις υπερβολές των κοσμικών απολαύσεων ή απλώς εντυπωσιασμένοι από αυτούς τους μυστηριώδεις άνδρες, προσελκύονταν από αυτούς. Φυσικά, βοηθούσε τα μέγιστα η φήμη για τα πλούτη και τη δύναμή τους. Αποδείξεις για τα τεράστια πλούτη των Ναϊτών βρισκόταν παντού στην Ευρώπη του 12ου και 13ου αιώνα. Τα αρχηγεία τους βρίσκονταν παντού. Κτήματα που ανήκαν στους Ναΐτες με χιλιάδες δουλοπάροικους χάριζαν στο τάγμα τεράστια έσοδα.
Στις αυλές των ισχυρότερων κοσμικών αρχόντων, Ναΐτες της Δύσης έδιναν τις συμβουλές τους στους ηγεμόνες και κυριαρχούσαν στις αυλικές συνωμοσίες. Στη μακρινή Ανατολή, οι λευκοντυμένοι ιππότες αντιμετώπιζαν στίφη βαρβάρων και τους κατανικούσαν σε θρυλικές μάχες. Υπερασπίζονταν το Ναό του Κυρίου και τα ιερά και όσια της Χριστιανοσύνης έναντι των επιβουλών των απίστων. Οι σεβάσμιοι μοναχοί - ιππότες, που κυκλοφορούσαν τόσο ανάμεσα στους ευγενείς όσο και μεταξύ των δουλοπάροικων με την ίδια αλαζονεία και σιγουριά, κάποτε ακόμη και περιφρόνηση, ήταν και το αντικείμενο ατέλειωτης φημολογίας. Πώς απέκτησαν τόσα πλούτη; Γιατί είναι τόσο ισχυροί;
Ποιες είναι στην πραγματικότητα οι διασυνδέσεις τους; Είναι οι υπηρέτες του Θεού που φυλάσσουν τα μεγάλα μυστικά; Είναι οι ιππότες του Ιερού Γκράαλ, που αναφέρουν οι μύθοι και τραγουδούν οι τροβαδούροι, ή μήπως ανακάλυψαν στα υπόγεια του Ναού του Σολομώντα την Κιβωτό της Διαθήκης; Μήπως είναι βλάσφημοι, αιρετικοί και έκφυλοι, που έχουν κάνει συμφωνίες με το διάβολο και πλουτίζουν χάρη σε αυτόν; Πραγματικότητα και φαντασία αναμειγνύονταν με ευσεβείς προσδοκίες δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα, εξάπτοντας την περιέργεια των νεαρών ιπποτών και καθιστώντας τους Ναΐτες μυθικές μορφές, σχεδόν ημίθεους, που προσέφεραν στα μάτια πολλών τη δυνατότητα για μία ζωή περιπέτειας, δύναμης και αναγνώρισης.
Δεν είναι λοιπόν διόλου παράξενο ότι τόσοι πολλοί νεοσύλλεκτοι ήταν διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή για το τάγμα του Ναού, παρότι η υποχρέωση για εκχώρηση της περιουσίας του νεοεισερχόμενου στο τάγμα, καθώς και οι όρκοι πενίας και αγνότητας, ήταν για πολλούς βαρύτατο φορτίο. Οι Ναΐτες όμως ελάχιστα προβληματίστηκαν από αυτό. Άλλωστε η ίδια η φυσιογνωμία του τάγματος, που ήταν ένας συγκερασμός της μοναστικής ζωής με αυτή του στρατιώτη, αποτελούσε θέλγητρο για πολλούς που επιθυμούσαν τη σωτηρία της ψυχής τους αλλά αδυνατούσαν να υποστούν τα δεσμά μίας πραγματικής μοναστικής ζωής.
Είναι βεβαίως κοινός τόπος ότι, ήδη από τα τέλη του 12ου αιώνα κυκλοφορούσαν πάμπολλες πικάντικες φήμες για τους Ναΐτες και τις -καθόλου ''μοναστικές'' ή ακόμη και ''Χριστιανικές''- συνήθειές τους: για ατέλειωτες κραιπάλες (εξ ου και η έκφραση ''πίνει σαν Ναΐτης'' που ακούγεται ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της Γαλλίας) για ''παράξενες'', ίσως και αιρετικές, τελετές, για συμπόσια με εξωτικά φαγητά, ακόμη και για όργια στα υπόγεια των αρχηγείων του τάγματος. Όπως έχουμε αναφέρει, όποιος ήθελε να χριστεί αδελφός ιππότης θα έπρεπε να προέρχεται από ''αριστοκρατική'' γενιά, δηλαδή θα έπρεπε ο πατέρας του να ήταν ιππότης ή να προερχόταν από γενιά ιπποτών (δηλαδή ''ευγενών'', nobles / nobiles).
Δεκτοί στο τάγμα γίνονταν και κατώτεροι κοινωνικά, αρκεί να μην ήταν κολίγοι ή δούλοι κάποιου άρχοντα ή μοναστηριού. Φυσικά όσοι δεν ήταν ''nobiles'' εντάσσονταν σε μία από τις ''κατώτερες'' τάξεις του τάγματος, των σεργέντων, των τεχνιτών ή των ιερέων. Πέραν αυτού του απολύτως καθοριστικού κριτηρίου, το οποίο ήταν ισχυρό καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του τάγματος, η είσοδος ενός νέου στο τάγμα γινόταν βάσει τόσο αποδεκτών κριτηρίων, όσο και συγκυριών. Μεταξύ των κριτηρίων, το βασικότερο για τη στρατολόγηση ενός νέου αδελφού ήταν η αφοσίωσή του, δηλαδή, η απόφασή του να εγκαταλείψει για πάντα και χωρίς δικαίωμα υπαναχώρησης, τα εγκόσμια και να ζήσει στο πλαίσιο του κοινοβιακού ιπποτικού μοναχισμού των Ναϊτών.
Αν και οι Ναΐτες σε καμία περίπτωση δεν ήταν τόσο αυστηροί όσο άλλα μοναστικά τάγματα, απαιτούσαν πολύ ισχυρότερη δέσμευση από οποιαδήποτε μονή. H έκφραση ''απόλυτη αφοσίωση'' περιγράφει με ακρίβεια αυτό που ζητούσε ο Ναός από τα υποψήφια μέλη του. H στρατολόγηση νέων μελών δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, αφού ο Ναός ήταν ελκυστικός για πολύ κόσμο. Φυσικά η συντριπτική πλειονότητα των στρατολογήσεων γινόταν -τουλάχιστον από το 1140 και μετά- στα Ευρωπαϊκά αρχηγεία του τάγματος. Αυτό ίσχυε κυρίως για τους αδελφούς ιππότες. Στην περίπτωση των σεργέντων, η πλειονότητα αυτών που υπηρετούσαν στην Ουτρεμέρ φαίνεται ότι στρατολογήθηκαν τοπικά.
Στρατολόγηση Νέων Μελών
O ενδιαφερόμενος για εισδοχή στο τάγμα συνήθως προσέγγιζε μόνος του τους ιππότες σε κάποιο από τα πολυάριθμα αρχηγεία της Ευρώπης. Οι αδελφοί που τον υποδέχονταν, στην αρχή τον αντιμετώπιζαν ευγενικά ως έναν ξένο ή επισκέπτη. Συζητούσαν μαζί του, προσπαθώντας να κατανοήσουν την ψυχοσύνθεσή του και να συμπεράνουν αν είναι κατάλληλος για να συμμετάσχει στην ισχυρότερη οργάνωση του Μεσαίωνα. Εφόσον κρινόταν κατάλληλος κατ' αρχήν, οι συζητήσεις έπαιρναν συγκεκριμένο χαρακτήρα και λάμβαναν τη μορφή της προπαρασκευής ενός υποψήφιου Ναΐτη.
Αυτές οι συζητήσεις και προκαταρκτικές επαφές μπορούσαν να τραβήξουν σε μάκρος, εφόσον ο υποψήφιος είχε προσέλθει δίχως να τον συστήσει κάποιος ισχυρός άρχοντας ή κάποιος αδελφός του τάγματος. Συνήθως, παράλληλα με αυτήν την προπαρασκευή, οι Ναΐτες χρησιμοποιούσαν τις άφθονες επαφές τους για να μάθουν λεπτομέρειες για τη ζωή του νεαρού και ιδιαίτερα για την καταγωγή και την οικονομική κατάστασή του. O Ναός ενδιαφερόταν πάντα για μέλη τα οποία θα μπορούσαν να προσφέρουν κάτι ως δωρεά με την είσοδό τους, αν και αυτό δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την αποδοχή ενός νέου μέλους. Έχουν καταγραφεί περιπτώσεις ιπποτών που δεν διέθεταν την παραμικρή περιουσία και όμως έγιναν δεκτοί στο τάγμα, δωρίζοντας μόνο την πανοπλία τους ή τα όπλα τους.
Ορισμένοι εξ αυτών έφθασαν σε ανώτερα αξιώματα, ακόμη και σε αυτό του Μάγιστρου. Πάντως εφόσον ο υποψήφιος ήταν βασάλος κάποιου ευγενή -κάτι σύνηθες, καθώς ολόκληρη η Μεσαιωνική κοινωνία βασιζόταν στις βασαλικές σχέσεις αλληλεξάρτησης (vassalage)- θα έπρεπε να πάρει την άδεια του αυθέντη του. Αφού ολοκληρωνόταν η προπαρασκευή, οργανωνόταν η επίσημη τελετή υποδοχής του νέου μέλους. Οι τελετές αυτές ήταν υποβλητικές μέσα στην απλότητά τους και έδιναν έμφαση κυρίως στη δέσμευση του νέου μέλους με το τάγμα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι οι τελετές αποτελούσαν ένα είδος γάμου του νέου μέλους με το τάγμα.
Στον επίσημο Κανόνα του τάγματος, το χωρίο που περιγράφει πώς πρέπει να γίνεται δεκτός ένας νέος αδελφός, φαίνεται ότι προστέθηκε περί τα 1260, ωστόσο οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι οι αντίστοιχες τελετές είχαν παραμείνει λίγο έως πολύ οι ίδιες για τη μεγαλύτερη διάρκεια της ιστορίας του τάγματος. Βασικό ρόλο στην υποδοχή ενός νέου μέλους έπαιζε ένας αξιωματούχος του τάγματος, τον οποίο στη συνέχεια, για λόγους συντομίας, θα αναφέρουμε ως ''οικοδεσπότη''. Συνήθως ήταν ο επικεφαλής (Διοικητής) του αρχηγείου και συχνά κάποιος ανώτερος αξιωματούχος του τάγματος, είτε από τη Δύση είτε από τους Αγίους Τόπους που βρισκόταν στην περιοχή όπου γινόταν η ''υποδοχή'' ως ''Επισκέπτης''.
Στα μικρότερα διοικητήρια (αρχηγεία) της Ευρώπης, ήταν έθιμο να χρίζουν οι ''υψηλοί'' επισκέπτες τα νέα μέλη. Αποτελούσε μία κίνηση αβροφροσύνης από τη μία, ενώ από την άλλη προσέδιδε περισσότερο κύρος στη διαδικασία και προετοίμαζε το νέο μέλος καλύτερα για τα μελλοντικά καθήκοντα και υποχρεώσεις του. O οικοδεσπότης λοιπόν είχε την ευθύνη να καλέσει τα μέλη του τοπικού αρχηγείου και να τους ρωτήσει, σε μία τελετουργική ατμόσφαιρα, αν κάποιος εξ αυτών είχε αντίρρηση για την ένταξη του νέου μέλους στο τάγμα. Αυτό το στάδιο ήταν κυρίως τυπικό. Κατά κανόνα, για να φθάσει ένας υποψήφιος σε αυτό το σημείο, ήδη ήταν γνωστό αν κάποιος είχε αντιρρήσεις (και, προφανώς, θα τις είχε εκφράσει πρωτύτερα, όχι μπροστά στους συγκεντρωμένους αδελφούς).
Εφόσον ουδείς από τους αδελφούς προέβαινε σε κάποια αποκάλυψη της τελευταίας στιγμής, ο υποψήφιος αποσυρόταν σε ένα κοντινό δωμάτιο, με τη συνοδεία δύο ή τριών από τους παλιότερους παρόντες Ναΐτες (ιππότες, σεργέντους ή ιερείς), ούτως ώστε αυτοί να εξηγήσουν τις δυσκολίες, το πλήθος των υποχρεώσεων και το ελάχιστο των απολαύσεων που περίμεναν όποιον εισερχόταν στο τάγμα. Αλλά ακόμη και τα λεγόμενα των αδελφών σε αυτή την περίπτωση ήταν λίγο ή πολύ καθορισμένα από τον Κανόνα. Έλεγαν στον υποψήφιο ότι θα πρέπει με τη θέλησή του να εγκαταλείψει όλες τις εγκόσμιες απολαύσεις και να αφιερωθεί ''ψυχή τε και σώματι'' στο Θεό και στο τάγμα.
Επίσης, του υπογράμμιζαν ότι ένταξή του στο τάγμα σημαίνει ότι θα είναι δουλοπάροικος και υπηρέτης του τάγματος για την υπόλοιπη ζωή του. Επίσης, οι αδελφοί εξέταζαν για μία τελευταία φορά τις λοιπές υποχρεώσεις που ενδεχομένως είχε ο μελλοντικός συνάδελφός τους. Δηλαδή, ρωτούσαν τον υποψήφιο με ιδιαίτερη επιμονή εάν είχε παντρευτεί ή αρραβωνιαστεί, διότι κάτι τέτοιο απαγορευόταν ρητά από τον Κανόνα. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο έλεγχος ήταν πλημμελής και κάποιος παντρεμένος ιππότης έγινε δεκτός στο τάγμα. Σ' αυτή την περίπτωση ο ιερός δεσμός του γάμου κατά κανόνα υπερίσχυε. Πάντως ο Ναός δεν χαριζόταν στο θέμα της περιουσίας.
Ακόμη και αν ο αδελφός αποδεικνυόταν ότι ήταν παντρεμένος, μετά το θάνατό του η χήρα του έπαιρνε μόνο ένα μικρό μέρος της περιουσίας, ενώ η υπόλοιπη περνούσε στο τάγμα. Πέραν της δέσμευσης με γυναίκα, οι αδελφοί ρωτούσαν τον υποψήφιο αν είχε δεσμευθεί με όρκο σε κάποιο άλλο ιπποτικό τάγμα. Αν και εδώ η απάντηση ήταν αρνητική, ρωτούσαν αν ο υποψήφιος άφηνε στον ''έξω κόσμο'' κάποιο υπέρογκο χρέος που δεν είχε τη δυνατότητα να αποπληρώσει. Πρόκειται για μία σοφή προφύλαξη που είχε γίνει καθεστώς τις εποχές που πολλοί χρεοκοπημένοι μικροευγενείς αναζητούσαν στο Ναό την απελευθέρωση από τα δεσμά των οφειλών, ή κάποιον διατεθειμένο να... πληρώσει τα χρέη τους.
Ακόμη, τον ρωτούσαν αν είναι υγιής ψυχικά και σωματικά. Και, τέλος, τον καλούσαν να τους διαβεβαιώσει ότι δεν ανήκε σε κάποιον άρχοντα (δεν ήταν, δηλαδή, δουλοπάροικος ή σκλάβος). Προφανώς αυτό το ερώτημα δεν αφορούσε στους ιππότες, αλλά στους κατώτερης κοινωνικής τάξης υποψήφιους. Αφού ο υποψήφιος είχε απαντήσει ικανοποιητικά σε όλες τις ερωτήσεις, τον καλούσαν ξανά μπροστά στους συγκεντρωμένους αδελφούς. Ακολουθούσε η επαναβεβαίωση τόσο από τον υποψήφιο όσο και από το συμβούλιο, ότι επιθυμούν αυτό το ''γάμο''. Στη συνέχεια ο υποψήφιος γονάτιζε μπροστά στον οικοδεσπότη και με τα χέρια ενωμένα -στην τυπική χειρονομία που στον φεουδαρχικό κόσμο σήμαινε υποταγή- ζητούσε να γίνει δεκτός στον Οίκο.
Σ' αυτό το σημείο, ο οικοδεσπότης παίρνοντας τα ενωμένα χέρια του υποψήφιου ανάμεσα στις παλάμες του, έλεγε τα παρακάτω λόγια:
''Καλέ μου αδελφέ, ζητάς κάτι πολύ μεγάλο, αφού από το τάγμα μας μπορείς να αντιληφθείς μόνο ό,τι είναι ορατό. Φαίνεται ότι έχουμε εξαίρετα άλογα, πλούσιο εξοπλισμό, καλό φαγητό και ποτό και όμορφα ρούχα και πιστεύεις ότι θα περνάς πλουσιοπάροχα και καλά. Αλλά δεν γνωρίζεις τη σκληρή πραγματικότητα που βρίσκεται πίσω από αυτά. Γιατί θα είναι οδυνηρό για εσένα, που είσαι αφέντης του εαυτού σου, να γίνεις υπηρέτης άλλων. Γιατί πολύ δύσκολα θα κάνεις στο εξής αυτό που εσύ επιθυμείς. Γιατί όταν εσύ επιθυμείς να είσαι στις χώρες από αυτήν την πλευρά της θάλασσας, θα σταλείς στις χώρες που είναι πέρα από τη θάλασσα.
Εάν επιθυμείς να βρίσκεσαι στην Άκρα, μπορεί να σταλείς στην Τρίπολη, στην Αντιόχεια ή στην Αρμενία, στην Απουλία, στη Σικελία, στη Λομβαρδία, στη Γαλλία, στη Βουργουνδία, στην Αγγλία ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα όπου έχουμε Οίκους και περιουσία. Και αν επιθυμείς να κοιμηθείς, θα σε ξυπνήσουν. Και κάποιες φορές που εσύ θα θέλεις να μείνεις ξύπνιος, θα διαταχθείς να πας στο κρεβάτι σου. Όταν θα είσαι στο τραπέζι και θα θέλεις να φας, θα λάβεις διαταγή να πας εκεί που είναι αναγκαίο και ποτέ δεν θα ξέρεις πού. Τις σκληρές επιπλήξεις που θα ακούς συχνά, θα πρέπει να τις υπομένεις. Σκέψου λοιπόν, αγαπητέ αδελφέ, θα μπορέσεις να αντέξεις όλες αυτές τις κακουχίες;''.
Από αυτό το μάλλον τυπικό λογίδριο συνάγονται διάφορα στοιχεία για την πραγματικότητα του τάγματος του Ναού την εποχή που παγιοποιήθηκε αυτό το τυπικό (πιθανότητα δύο ή τρεις δεκαετίες πριν γραφεί στον Κανόνα το 1260). Φαίνεται ότι το τάγμα απολάμβανε μίας εξαιρετικά υψηλής κοινωνικής αναγνώρισης. Οι αδελφοί ήταν καλοντυμένοι, ίππευαν περήφανα άτια, είχαν φροντισμένο και πλούσιο εξοπλισμό. Ήταν κοινός τόπος ότι τα γεύματα των Ναϊτών έμοιαζαν με συμπόσια, όπως εμμέσως αναφέρεται κι εδώ. Επίσης, με στόχο προφανώς να προκαλέσουν το δέος του νεοφερμένου, αλλά και να τον προετοιμάσουν για την πραγματική λειτουργία του τάγματος, του ανέφεραν μερικές από τις χώρες στις οποίες είχε περιουσία.
Στο σημείο αυτό, ο νεαρός υποψήφιος, αν δεν το γνώριζε ήδη, συνειδητοποιούσε το μέγεθος και την ισχύ του οργανισμού του οποίου θα γινόταν μέλος. Αλλά η τελετή δεν τέλειωνε στην καταφατική απάντηση του υποψηφίου σε αυτές τις ερωτήσεις του οικοδεσπότη. Εφόσον ο υποψήφιος ήταν κατώτερης τάξης (σκόπευε δηλαδή να γίνει σεργέντος) οι αδελφοί τον υπέβαλλαν σε κάποια δοκιμασία που θα επιδείκνυε την ταπεινότητά του και την αφοσίωσή του στο τάγμα. Συνήθως επρόκειτο για κάποια απλή χειρωνακτική εργασία, περισσότερο ή λιγότερο ταπεινωτική και ''βρόμικη''. Στην περίπτωση του αδελφού ιππότη δεν υπήρχε τέτοια δοκιμασία.
Άλλωστε δεν θα χρειαζόταν να καταγίνεται με χειρωνακτικές εργασίες για το υπόλοιπο της ζωής του, καθώς για αυτές υπήρχαν οι σεργέντοι και κυρίως οι υπηρέτες και οι λαϊκοί τους οποίους προσλάμβανε το τάγμα. Για τον ιππότη υποψήφιο, η διαδικασία συνεχιζόταν ως εξής: Ο υποψήφιος έβγαινε από το δωμάτιο και ο οικοδεσπότης ρωτούσε για μία ακόμη φορά (την τρίτη) αν κάποιος από τη ομήγυρη είχε αντίρρηση για την υποψηφιότητα αυτή. O υποψήφιος επανερχόταν και του έθεταν ξανά τις ερωτήσεις που του είχαν θέσει στην αρχή οι αδελφοί με τους οποίους είχε αποσυρθεί σε ένα παρακείμενο δωμάτιο. Αυτή τη φορά, η διαδικασία λάμβανε χώρα μπροστά σε όλους τους συγκεντρωμένους και ο υποψήφιος ήταν υποχρεωμένος, μετά από κάθε απάντηση, να ορκίζεται στο Ευαγγέλιο ότι λέει την αλήθεια.
Μόλις απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις, τον καλούσαν να δώσει τους όρκους του τάγματος, τον όρκο της υπακοής, της αγνότητας, της πενίας και ότι θα έχει ως σκοπό της ζωής του να ανακαταλάβει και να υπερασπιστεί την ιερή πόλη, την Ιερουσαλήμ. Εδινε υπόσχεση ότι ουδέποτε θα εγκατέλειπε το τάγμα και ότι δεν θα επέτρεπε κάποιος χριστιανός να στερηθεί την περιουσία του δίχως σοβαρό λόγο. Απέμενε μόνο μία κίνηση για να γίνει πλέον ο υποψήφιος δεκτός στο τάγμα. O οικοδεσπότης έθετε το χαρακτηριστικό λευκό μανδύα με τον κόκκινο σταυρό πάνω στους ώμους του νεοφώτιστου, την ώρα που ο εντεταλμένος ιερέας έψαλλε τον ύμνο Ecce quam bonum και οι υπόλοιποι αδελφοί έλεγαν το Πάτερ Ημών.
H επισφράγιση της εισόδου του νέου ιππότη στο τάγμα ήταν χαρακτηριστική: τόσο ο οικοδεσπότης όσο και ο ιερέας, ασπάζονταν στο στόμα το νέο, πλέον, Ναΐτη. Τα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία του τάγματος, οι νεαροί Ναΐτες ήταν υποχρεωμένοι σε έναν χρόνο μαθητείας, μία ''δοκιμαστική περίοδο'' κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν υποχρεωμένοι να αποδείξουν ότι άξιζαν την τιμή να είναι μέλη του τάγματος. Αυτό το μέτρο εφαρμοζόταν επίσημα, αφού αναφορά του σώζεται στις πρώτες εκδόσεις του Κανόνα. Όμως φαίνεται ότι με τα χρόνια αυτή η πρακτική ατόνησε, αφού οι αδελφοί είχαν ήδη ελέγξει το ποιον κάθε υποψήφιου αδελφού και γνώριζαν αν ήταν κατάλληλος για το τάγμα.
Σε περίπτωση που δεν ήταν, συνήθως δεν θα αργούσε να υποπέσει σε κάποια από τις εννιά παραβάσεις που οδηγούσαν απευθείας σε αποπομπή από το τάγμα.
Ποιοι Γίνονταν Ναΐτες
Στην ουσία, το τάγμα των φτωχών ιπποτών του Χριστού ήταν ένα ''χωνευτήρι'' διαφόρων κατηγοριών ανθρώπων, που συχνά δεν είχαν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους. Προκαλεί έκπληξη στον μελετητή η μεγάλη ποικιλία ανθρώπων που πύκνωναν τις τάξεις του περίφημου ιπποτικού τάγματος. H ανώτερη τάξη του Ναού, οι αδελφοί - ιππότες προέρχονταν κατά κανόνα από την ανώτερη κοινωνική τάξη, τους ''ευγενικής καταγωγής''. Κάποιοι μελετητές έχουν προτείνει κατά καιρούς ότι στις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξης του τάγματος κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο και ότι αρκετές φορές κάποιοι που προέρχονταν από κατώτερη κοινωνική τάξη γινόταν αδελφοί ιππότες.
Ωστόσο, αποδείξεις για κάτι τέτοιο δεν υφίστανται, αντίθετα βάσει των τυπικών του τάγματος και των αναφορών των πηγών, διαπιστώνουμε ότι από την πρώτη έως την τελευταία μέρα ύπαρξης του τάγματος διατηρήθηκε ο αυστηρός κοινωνικός διαχωρισμός σε ''milites'' και μη. Βεβαίως, μεταξύ των ''ευγενών'' υπήρχαν πολλές διαφορές. Στις τάξεις του τάγματος βρίσκουμε κατά καιρούς από πάμπλουτους κόμητες και μεγαλοφεουδάρχες, έως μικροευγενείς που είχαν πτωχεύσει και που εντάχθηκαν στο τάγμα δωρίζοντας μόνο την πανοπλία και τα όπλα τους. H σχετική ''ισότητα'' εντός του τάγματος (μεταξύ εκείνων που ανήκαν στην ίδια ''τάξη'') γίνεται φανερή από το ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι λιγότερο εύποροι, αλλά και ιεραρχικά κατώτεροι στην κοινωνία των ευγενών, κατόρθωναν να ανελιχθούν στα ύπατα αξιώματα του τάγματος.
Στις κατώτερες τάξεις του τάγματος εντάσσονταν διαφόρων ειδών άνθρωποι. Μεταξύ των ιερέων βρίσκουμε και άτομα ανώτερης κοινωνικής τάξης, αν και αυτό θα πρέπει να ήταν σχετικά ασύνηθες. Άλλωστε την εποχή αυτή γενικά στην Ευρώπη ο κατώτερος κλήρος προέρχονταν από τη μέση τάξη. Αντίθετα, οι γόνοι των ευγενών που είχαν θεολογικές ανησυχίες αναλάμβαναν ανώτερα αξιώματα (επίσκοποι, ηγούμενοι, αβάδες) ήδη από μικρή ηλικία, μόλις ολοκλήρωναν τις σπουδές τους. Όσον αφορά στο τάγμα, κατά κανόνα οι ιερείς και οι σεργέντοι προέρχονταν από τη μέση τάξη. Υπήρχε άλλη μία ''συνομοταξία'' ευγενών που ήθελαν να γίνουν μέλη του τάγματος, δίχως να υποστούν τις στερήσεις και τις κακουχίες που καθόριζαν τη ζωή ενός Ναΐτη.
Συνήθως επρόκειτο για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας, με υψηλή θέση στη μεσαιωνική κοινωνία, που επιθυμούσαν με το θάνατό τους να ταφούν στα παρεκκλήσια των Ναϊτών. Αυτό θεωρείτο μεγάλη τιμή και ''προσόν'' για τη μεταθανάτια ζωή, αλλά αύξανε επίσης σημαντικά το κύρος της οικογένειας τους. Για το σκοπό αυτό, συνήθως γινόταν μέλη λίγο πριν πεθάνουν, ακόμη και στο νεκροκρέβατο τους. H καλή πίστη του τάγματος εξασφαλιζόταν με μία πλουσιοπάροχη δωρεά, συνήθως κάποιο σημαντικό φέουδο ή κάτι ανάλογης αξίας. Στις τάξεις των Ναϊτών έβρισκαν συχνά ''καταφύγιο'' διάφοροι εγκληματίες ή κατατρεγμένοι στην κοινωνία της Δυτικής Ευρώπης.
Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται αφορισμένοι ιππότες, δολοφόνοι, ληστές και άλλοι κακοποιοί. Κατά κύριο λόγο, ήταν κατώτερης κοινωνικής τάξης (κυρίως όσον αφορά σε όσους βαρύνονταν με εγκλήματα κατά της περιουσίας). Σε αυτή την περίπτωση, εντάσσονταν στην τάξη των σεργέντων και όχι των ιπποτών. Αν επρόκειτο για milites, φυσικά γίνονταν δεκτοί ως αδελφοί-ιππότες. Βεβαίως με την πρώτη ματιά θα έλεγε κάποιος ότι οι Ναΐτες δεν μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα επιλεκτικοί ως προς το ποιον δέχονταν στο τάγμα, αφού είχαν συνεχώς ανάγκη από νέα, ετοιμοπόλεμα μέλη. Αυτό όμως δεν είναι απολύτως ακριβές, αφού είδαμε παραπάνω ότι μετά το 1140 οι Ναΐτες είχαν αποκτήσει αρκετή φήμη και μια σταθερή προσέλευση υποψηφίων μελών.
Υπήρχε επίσης μία πολύ πρακτική παράμετρος, την οποία αγνοούν πολλοί σύγχρονοι μελετητές, αλλά όχι όσοι έγραψαν για το τάγμα τον 12ο αιώνα, όπως ο Άγιος Βερνάρδος. Στα γραφόμενά του είχε πολύ ξεκάθαρα αναφέρει ότι γενικά οι Άγιοι Τόποι θα μπορούσαν να είναι ένα είδος ''αποικίας'' αντικοινωνικών στοιχείων, που θα πολεμούσαν για τη Χριστιανική πίστη. Ληστές, δολοφόνοι και άλλοι εγκληματίες πήγαιναν να πολεμήσουν τους άπιστους στους Αγίους Τόπους και αυτό κατά το Βερνάρδο ήταν ''διπλή ευλογία'': Από τη μία οι γείτονές τους χαίρονταν που έφευγαν και από την άλλη οι Φράγκοι του βασιλείου της Ιερουσαλήμ ήταν ευγνώμονες για τη βοήθεια που θα τους προσέφεραν στην ατέλειωτη διαμάχη με τους Μωαμεθανούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι Μεσαιωνικά δικαστήρια, κοσμικά ή εκκλησιαστικά, καταδίκαζαν κάποιους εγκληματίες σε υπηρεσία στους Αγίους Τόπους, ως μία μορφή εξιλέωσης για το έγκλημα που είχαν διαπράξει. Όσον αφορά στους Ναΐτες, τυπικά -τουλάχιστον στην αρχή- αιρετικοί και εγκληματίες δεν είχαν καμία θέση στο Ναό. Αλλά αυτό άλλαξε σύντομα, καθώς οι κάθε είδους παράνομοι φαίνεται ότι αποτελούσαν σημαντικό μέρος των υποψήφιων ταγματικών σε όλες τις βαθμίδες. Από ένα σημείο και μετά, φαίνεται ότι η καθολική Εκκλησία χρησιμοποιούσε το Ναό και για άλλες ''αποστολές''.
Για παράδειγμα, το 1244 ο Πάπας Ονώριος B' ζήτησε από τον τότε Μάγιστρο να δεχτεί στις τάξεις του Ναού έναν ιππότη ονόματι Βερτράνδο, ο οποίος βαρυνόταν από ένα τρομερό αμάρτημα: είχε σκοτώσει έναν επίσκοπο. Μάλιστα η ''ποινή'' του Βερτράνδου, ο οποίος προφανώς ήταν αρκετά ισχυρός για να αποφύγει μία πραγματική τιμωρία, ήταν επτά χρόνια υπηρεσίας στο τάγμα. Σαφώς, ανάμεσα στα κίνητρα όσων επιθυμούσαν να ενταχθούν στο τάγμα ήταν το ισχυρό θρησκευτικό αίσθημα του Μεσαιωνικού ανθρώπου. O Ναός, ιδιαίτερα δε αν ο ιππότης στελνόταν για υπηρεσία στους Αγίους Τόπους, προσέφερε μία ''εγγυημένη'' άφεση αμαρτιών, κάτι που το Μεσαίωνα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για όλους τους πιστούς.
H ζωή του Μεσαιωνικού ανθρώπου ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις βίαιη και σύντομη, αφού οποιαδήποτε ασθένεια που σήμερα θεωρούμε ήσσονος σημασίας, μπορεί να επέφερε το θάνατο. Οπότε η εξασφάλιση του Παραδείσου αποτελούσε στόχο ζωής για τους περισσότερους. Δεν ήταν μόνο οι πολεμιστές που συνέρρεαν στο Ναό. Ιδιαίτερα μετά την τέταρτη δεκαετία του 12ου αιώνα, όταν η περιουσία του τάγματος άρχισε να αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, ανάλογα μεγεθύνθηκαν οι απαιτήσεις για έμπειρα στελέχη που θα μπορούσαν να αναλάβουν όλες τις εργασίες για λογαριασμό του Ναού, από την τήρηση των πολύπλοκων λογιστικών καταστίχων έως τη διαχείριση κτημάτων και κοπαδιών και από το χτίσιμο νέων κάστρων έως τη σίτιση των αδελφών.
Για τους σκοπούς αυτούς, το τάγμα χρησιμοποίησε αδελφούς (αδελφούς - τεχνίτες, ακόμη και αδελφούς-ιερείς σε κάποιες περιπτώσεις) αλλά πολύ συχνότερα εξω-ταγματικούς. Οι τελευταίοι προσλαμβάνονταν ως μισθωτοί, συνήθως με συμβόλαιο για συγκεκριμένο χρόνο ''υπηρεσίας''. Επίσης, στους Αγίους Τόπους το τάγμα χρησιμοποιούσε σε μεγάλη έκταση σκλάβους, που ήταν συνήθως αιχμαλωτισμένοι Μουσουλμάνοι ή είχαν αγοραστεί σε κάποιο από τα μυριάδες σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Με την αύξηση των κάστρων και των οχυρών που είχε υπό την ευθύνη του το τάγμα, έγινε αναγκαία και η πρόσληψη μεγάλων αριθμών μισθοφόρων, που πύκνωναν τις γραμμές του τάγματος δίχως να είναι δεσμευμένοι με αυτό πέραν του καθορισμένου (συνήθως με σύμβαση) χρόνου υπηρεσίας τους.
Ιεραρχία του Τάγματος
Ένα τάγμα όπως οι Ναΐτες, που από τη μία ήταν μία μικρογραφία της κοινωνίας μέσα στην οποία είχε δημιουργηθεί, αλλά από την άλλη ήταν ένας θρησκευτικός - στρατιωτικός οργανισμός με συγκεκριμένη αποστολή και ευθύνη, χρειαζόταν μία λεπτομερώς καθορισμένη δομή για να λειτουργήσει. Στην κορυφή της ιεραρχίας ήταν βεβαίως ο Μέγας Μάγιστρος (Magister Magnus). O ανώτερος άρχοντας των Ναϊτών ήταν ανάλογου κοινωνικού ''αναστήματος'' με τους σημαντικότερους κοσμικούς άρχοντες και συνδιαλεγόταν μαζί τους επί ίσοις όροις. Συχνά δε, λόγω της εξάρτησης πολλών κοσμικών αρχόντων από τις οικονομικές και στρατιωτικές υπηρεσίες του τάγματος, ήταν επί της ουσίας ανώτερος.
O Μέγας Μάγιστρος κατά κανόνα ζούσε στην Ουτρεμέρ, έχοντας το αρχηγείο του στην κύρια έδρα του τάγματος. H θέση και τα καθήκοντά του είχαν να κάνουν τόσο με τη διοικητική - οικονομική πλευρά του ναού, όσο και με τη στρατιωτική και διπλωματική παρουσία του. Υπό αυτήν την έννοια, ήταν σαφώς ένας αιρετός και με καθορισμένα καθήκοντα ''μονάρχης''. O Μέγας Μάγιστρος ήταν επικεφαλής του Ναού, η ανώτερη αρχή στην οποία απευθύνονταν οι Ναΐτες, είχε απόλυτη εξουσία πάνω στους ιππότες και τους υπόλοιπους αδελφούς του τάγματος, συνδιαλεγόταν με τους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες, διοικούσε τον ιδιαίτερα περίπλοκο οργανισμό με τη βοήθεια των δικών του συμβούλων και των αδελφών που διόριζε γι' αυτό το σκοπό.
Προΐστατο επίσης των μαγίστρων των τοπικών παραρτημάτων των Ναϊτών. Έως την 7η δεκαετία του 12ου αιώνα, ο Μέγας Μάγιστρος είχε δικαίωμα να διαθέτει τέσσερα πολεμικά άλογα, κάτι που ήταν εξαιρετικά ασύνηθες σε μία εποχή που η κατοχή έστω κι ενός τέτοιου αλόγου ήταν δείγμα κύρους και μεγάλου πλούτου. Παράλληλα, διέθετε μία εκτεταμένη ακολουθία, στην οποία μετείχαν ένας ιερέας, δύο ιππότες, ένας σεργέντος, ένας ακόλουθος (squire) που κουβαλούσε τη λόγχη και την ασπίδα του, καθώς και ένας διοικητικός υπάλληλος (γραμματέας). Επίσης, μέλη της αντιπροσωπείας του ήταν ένας ιπποκόμος για να φροντίζει τα άλογα, ένας Σαρακηνός γραμματέας που είχε καθήκοντα μεταφραστή, ένας Τουρκόπουλος και ένας μάγειρας.
Παρόμοια ακολουθία μπορούσαν να συντηρούν μόνο ισχυροί μεγαλοφεουδάρχες, οπότε ο Μάγιστρος του Ναού σαφέστατα ξεχώριζε για την ισχύ και τη μεγαλοπρέπειά του. Επίσης είχε το ''πρώτο δικαίωμα'' (δηλαδή το δικαίωμα πρώτης επιλογής) όταν έρχονταν νέα άλογα στο Ναό, ενώ ο κανονισμός τού παρείχε τη δυνατότητα να χαρίζει στους διακεκριμένους κοσμικούς ''φίλους'' και συμμάχους του τάγματος άλογα, πολύτιμα σκεύη ή άλλα αγαθά. Μπορούσε ανά πάσα στιγμή να κινητοποιήσει μία ομάδα έως και δέκα ιπποτών ως προσωπική ακολουθία πέραν της μόνιμης που διέθετε, ενώ στην περίπτωση που χρειαζόταν να ταξιδέψει, του διέθεταν έως και τέσσερα υποζύγια για να μεταφέρει ό,τι χρειαζόταν.
O Μάγιστρος είχε και άλλες εξουσίες. Μπορούσε να αναδιανείμει τους καθορισμένους πόρους μεταξύ των κάστρων και αρχηγείων του τάγματος, ενώ στο πεδίο της μάχης η εξουσία του ήταν απόλυτη και όποιος τον παράκουε ήταν υποψήφιος για άμεση αποπομπή από το Ναό. Όμως σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο για έναν δικτάτορα, αφού όχι μόνο τα καθήκοντά του ήταν αυστηρά καθορισμένα από τον Κανόνα, αλλά τις περισσότερες από τις σημαντικές αποφάσεις έπρεπε να τις λαμβάνει από κοινού με το συμβούλιο του τάγματος.
Οι περιπτώσεις όπου ο Μάγιστρος δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει απόφαση μόνος του περιελάμβαναν την κήρυξη πολέμου και την υπογραφή ανακωχής, την αποδοχή ενός κάστρου, την ανάθεση διοικήσεων σε αδελφούς του τάγματος, την αποδοχή νέων μελών και τη μετάθεση αδελφών σε αρχηγεία της Δύσης. H διαδοχή του Μεγάλου Μάγιστρου ήταν επίσης μία αυστηρά καθορισμένη διαδικασία, την οποία διεκπεραίωναν με ιδιαίτερη προσοχή οι αδελφοί ιππότες. Σε περίπτωση θανάτου του, ο Μαρεσάλος (Marshal) του τάγματος φρόντιζε τα της κηδείας και εν συνεχεία έστελνε μήνυμα σε όλους τους περιφερειακούς διοικητές του τάγματος για να συγκεντρωθούν στο αρχηγείο.
Τότε, όλοι οι προσκεκλημένοι επέλεγαν έναν Μεγάλο Διοικητή (Grand Commander) για να ασκεί καθήκοντα επικεφαλής του τάγματος έως ότου επιλεγεί ο νέος Μάγιστρος. Αυτό επιβαλλόταν από τις ανάγκες της λειτουργίας του τάγματος ως στρατιωτικού οργανισμού, αφού μεταξύ των βασικότερων καθηκόντων του Μάγιστρου ήταν να οδηγεί τους αδελφούς στη μάχη και μάλιστα πολεμώντας μαζί τους σαν ένας από αυτούς. Άλλωστε, από το σύνολο των Μαγίστρων, τουλάχιστον έξι σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης, πολεμώντας τους εχθρούς της πίστης. Αφού είχε τακτοποιηθεί η προσωρινή διοίκηση του Ναού, οι συγκεντρωμένοι επέλεγαν έναν που θα προήδρευε της διαδικασίας.
Μετά από μία νύχτα προσευχής, ο προεδρεύων μαζί με έναν καθορισμένο σύντροφο, επέλεγαν δύο ακόμη αδελφούς και αυτοί οι δύο άλλους δύο και ούτω καθεξής, έως ο αριθμός τους να φθάσει τους δώδεκα προς τιμήν των δώδεκα αποστόλων. Με την προσθήκη ενός ιερέα που ήταν ο ''Χριστός'' αυτού του ιδιότυπου ''Μυστικού Δείπνου'', ο αριθμός των εκλεκτόρων γινόταν 13. Εξ αυτών οι οκτώ ήταν αδελφοί ιππότες, οι τέσσερις σεργέντοι και ένας ιερέας. Γινόταν επίσης προσπάθεια να αντιπροσωπεύονται επαρκώς όλες οι εθνικές ομάδες που μετείχαν στο Ναό. Στη συνέχεια, οι εκλέκτορες συσκέπτονταν, έως ότου καταλήξουν στο πρόσωπο του νέου μάγιστρου.
Συνήθως γινόταν προσπάθεια να επιτευχθεί ομοφωνία, αλλά σε πολλές περιπτώσεις η πλειοψηφία ήταν αρκετή. Επίσης, κατά κανόνα οι Μάγιστροι έπρεπε να υπηρετούν στην Ουτρεμέρ, αλλά και αυτός ο Κανόνας σε αρκετές περιπτώσεις δεν ελήφθη υπόψη και εξελέγησαν μάγιστροι από τα αρχηγεία της Δύσης. Παρά την ανεξαρτησία του τάγματος, σε τουλάχιστον 7 περιπτώσεις -σε ένα σύνολο 24 Μεγάλων Μαγίστρων- ο επικεφαλής του Ναού ήταν επιλογή τοπικών κοσμικών αρχών, την οποία υιοθέτησαν (ή προκατέλαβαν) οι αδελφοί ιππότες. Στην πραγματικότητα, σπάνια οι Ναΐτες αγνόησαν τις ρεαλιστικές παραμέτρους της κοινωνίας στην οποία δραστηριοποιούνταν, παρά τη θρυλούμενη άμετρη αλαζονεία τους.
Με άλλα λόγια, στόχος του τάγματος ήταν να έχει καλές σχέσεις με την κοσμική εξουσία και για το λόγο αυτό συχνά επέλεγαν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες των εκάστοτε ηγεμόνων της Ουτρεμέρ ή των άλλων δυνάμεων που είχαν σχέση με το τάγμα. Αυτό συνήθως δεν είχε ουσιαστική επίπτωση στη λειτουργία του τάγματος, καθώς υπήρχαν επαρκείς δικλείδες ασφαλείας για αυταρχικούς Μάγιστρους που δεν υπηρετούσαν τους σκοπούς του. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην επιλογή του Γεράρδου ντε Ριντφόρ, αποδείχτηκε ότι ήταν δυνατόν να έχει καταστροφικές συνέπειες. Βάσει Κανόνα, η διαδικασία επιλογής ενός νέου Μάγιστρου κρατιόταν αυστηρά μυστική και έτσι δεν υπάρχουν αρχεία για αυτές τις συνεδριάσεις.
Αμέσως μετά το Μάγιστρο στην ταγματική ιεραρχία ήταν ο Σενεσάλος (Seneschal). Επρόκειτο ουσιαστικά για τον αναπληρωτή Μάγιστρο, ο οποίος στη μάχη κρατούσε το ασπρόμαυρο λάβαρο που μαζί με τον κόκκινο σταυρό ήταν τα διακριτικά σήματα του τάγματος. Είχε και αυτός μία σημαντική ακολουθία, αν και όχι τόσο μεγάλη όσο αυτή του Μάγιστρου και σε ορισμένες περιπτώσεις ο Σενεσάλος, ως εναλλακτικός πόλος δύναμης στην ιεραρχία του τάγματος, χρησιμοποιούσε τη δύναμη του για να εξισορροπεί την εξουσία του Μάγιστρου. Τρίτος τη τάξει, αν και σε πολλά ζητήματα δεύτερος μόνο μετά το Μάγιστρο, ήταν ο Μαρεσάλος (Marshal), ο στρατιωτικός διοικητής.
Στη μάχη, ο Μάγιστρος οδηγούσε τους αδελφούς, ωστόσο ο Μαρεσάλος λειτουργούσε ως αρχηγός του επιτελείου. Ήταν υπεύθυνος για τη διοίκηση των επιμέρους αξιωματικών, φρόντιζε τα ζητήματα επιμελητείας, ήταν υπεύθυνος για τα πολύτιμα πολεμικά άλογα και τις προμήθειες του τάγματος σε όπλα και εξοπλισμό και γενικά απολάμβανε μίας θέσης εξαιρετικής ισχύος. Οι Μαρεσάλοι και οι Σενεσάλοι ήταν κατά κανόνα οι πρώτες επιλογές στην εκλογή νέου Μάγιστρου. Υψηλά στην ιεραρχία βρισκόταν και ο Διοικητής (Commander) του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Επρόκειτο πρακτικά για τον επικεφαλής διαχειριστή του τάγματος και οι δυνάμεις του ήταν διαρθρωμένες έτσι ώστε να αποτελούν συμπλήρωμα αυτών του Μάγιστρου.
Μάλιστα, ο Διοικητής ουσιαστικά ήλεγχε το Μάγιστρο και είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο ανώτερος αξιωματούχος του τάγματος είχε το δικαίωμα να διαθέτει ένα κλειδωμένο χρηματοκιβώτιο σε ένα δωμάτιο του αρχηγείου, τα κλειδιά του δωματίου αυτού βρισκόταν στα χέρια του Διοικητή. O πέμπτος ''ισχυρός άνδρας'' του τάγματος ήταν ο αξιωματικός επί των υφασμάτων (Draper), ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τις προμήθειες του τάγματος σε ενδύματα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, ενώ είχε το καθήκον ελέγχου στην ενδυμασία και στην εν γένει εικόνα των αδελφών του τάγματος.
Αυτοί οι πέντε αποτελούσαν τον ισχυρό πυρήνα της εξουσίας του Ναού και κάτω από αυτούς διαρθρωνόταν η διοικητική αλυσίδα του τάγματος. Εκ των σημαντικότερων αρχόντων του τάγματος στην Ουτρεμέρ ήταν οι περιφερειακοί διοικητές, με πρώτο εξ αυτών το διοικητή της πόλης της Ιερουσαλήμ και εν συνεχεία τους διοικητές της Τρίπολης και της Αντιόχειας. Κάτω από αυτούς βρίσκονταν οι διοικητές των υπόλοιπων οικισμών και κάστρων όπου είχαν παρουσία οι Ναΐτες, ενώ υπήρχαν ακόμη ο Τουρκοπουλιέρος, ο επικεφαλής των τουρκόπουλων του τάγματος, ο υπο-Μαρεσάλος και ο Σημαιοφόρος. Οι δύο τελευταίοι προερχόταν από τη δεύτερη τάξη του τάγματος, τους σεργέντους.
Οι υπόλοιποι ανώτατοι αξιωματούχοι του τάγματος ήταν αδελφοί ιππότες. Οι μόνες άλλες ''υψηλές'' θέσεις που μπορούσε να καταλάβει ένας σεργέντος ήταν αυτές του Μάγειρα (υπεύθυνος για τη σίτιση του τάγματος), του Ιπποκόμου (υπεύθυνος για τα άλογα του τάγματος) και η διοίκηση ενός κάστρου ή μιας μικρής γεωγραφικής περιφέρειας, εφόσον δεν υπήρχε υπό τις διαταγές του κάποιος ιππότης. Αντίστοιχα αξιώματα υπήρχαν και στην ιεραρχία των παραρτημάτων των Ναϊτών στη Δύση, αφού κάθε περιφέρεια είχε το Διοικητή της, ενώ υπήρχαν και οι Μάγιστροι της Δύσης που προΐσταντο των Διοικητών. Κάθε ευρεία περιοχή είχε το Μάγιστρό της (Μάγιστρος της Γαλλίας, της Αγγλίας κ.λπ.).
Οι αξιωματούχοι αυτοί ήταν ιεραρχικά κατώτεροι των ανώτερων αξιωματούχων της Ανατολής. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα ενδελεχή ιεραρχία, η οποία έδινε τη δυνατότητα στο τάγμα να λειτουργεί με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
H Καθημερινή Ζωή στο Ναό
Ανέκαθεν ένα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Ναΐτες και τα ιπποτικά τάγματα εν γένει ήταν η δυσκολία προσαρμογής των νεοεισερχόμενων. H δυσκολία αυτή αφορούσε τόσο στην προσαρμογή στις απαιτήσεις της ζωής στους Αγίους Τόπους όσο και στην δυσκολία κατανόησης από μέρους τους της περίπλοκης πραγματικότητας των Λατινικών κρατών της Ουτρεμέρ. Τα πράγματα στην περίπτωση των Ναϊτών γινόταν ακόμη δυσκολότερα εξαιτίας της εικόνας που είχαν οι Δυτικοί για αυτούς. Αντίθετα με τους Οσπιτάλιους, που είχαν ξεκινήσει ως ένα νοσοκομειακό τάγμα, οι Ναΐτες ήταν ένα καθαρά στρατιωτικό τάγμα, δημιουργημένο εξ αρχής για να αντιπαρατεθεί εν όπλοις στους ''απίστους''.
H εικόνα του τάγματος ενισχυόταν από τα όσα έγραφαν για αυτό κατά καιρούς οι διάφοροι Ευρωπαίοι λόγιοι που ερχόταν σε επαφή με το Ναό ή είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν με τα ίδια τους τα μάτια τα κατορθώματα των λευκοντυμένων ιπποτών με τον κόκκινο σταυρό. Ύμνοι για τους ''Στρατιώτες του Χριστού”''που ''έπεφταν πάνω στους άπιστους σαν λύκοι, ακόμη και αν ήταν μία χούφτα ενάντια σε μυριάδες'', ακούγονταν στους νεαρούς βλαστούς της δυτικοευρωπαϊκής ιπποσύνης ως επιβεβαίωση ότι κάπου υπάρχουν και δρουν πραγματικοί ιππότες, οι οποίοι δε σταματούν μπροστά σε τίποτε για να κερδίσουν δόξα και τιμή, πολεμώντας τους εχθρούς του Σταυρού.
H πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική, αλλά έως ότου συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συμβαίνει, οι ορμητικοί νεόφερτοι είχαν ήδη υποπέσει σε πολλά ατοπήματα. Συχνά αυτά απέβαιναν μοιραία για τη ζωή του νεαρού Ναΐτη, παρότι οι παλιότεροι αδελφοί προσπαθούσαν πάντα να ενσταλάξουν την πειθαρχία του τάγματος στα νέα μέλη. Οι δυσκολίες της ζωής στην Ουτρεμέρ την εποχή εκείνη ήταν πολλές και σημαντικές. Οι Ευρωπαίοι που δεν είχαν γεννηθεί στην περιοχή αντιμετώπιζαν σοβαρότατα προβλήματα στη διαβίωσή τους. Συνηθισμένοι στα ήπια καλοκαίρια της Δ. Ευρώπης, με τον ερχομό τους αντιμετώπιζαν την τρομερή ζέστη και υγρασία που είναι ενδημική στη M. Ανατολή.
H αναγκαιότητα αλλαγής των συνηθειών ως προς την ενδυμασία, ήταν επιτακτική. Αλλωστε, ο Ναός ήταν το μοναδικό θρησκευτικό τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που είχε κερδίσει το δικαίωμα να εκχωρεί στα μέλη του ελαφρά λινά πουκάμισα για να τα φορούν τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι αλλαγές ήταν ακόμη πιο εμφανείς στον καθημερινό τρόπο ζωής και στο φαγητό. Οι δυτικοί είχαν υιοθετήσει πολλές από τις συνήθειες των Ανατολιτών, τόσο στο φαγητό όσο και στην εμφάνιση και στην καθημερινή ζωή. Τα φαγητά που απολάμβαναν οι Λατίνοι της Ουτρεμέρ λίγο διέφεραν από τα αντίστοιχα των Μεσανατολιτών και ουδεμία σχέση είχαν με αυτά που έτρωγαν στην Ευρώπη.
Για να συνηθίσουν την άφθονη χρήση ελαιόλαδου και καρυκευμάτων, οι Ευρωπαίοι χρειάζονταν μήνες ή και χρόνια. Τα μικρά, καθημερινά ζητήματα ήταν μόνο η μία όψη των προβλημάτων προσαρμογής των νέων Ναϊτών. H σοβαρότερη ήταν η προσαρμογή στη στρατιωτική και πολιτική πραγματικότητα της Ουτρεμέρ. Οι νεοφερμένοι ήταν, ήδη πριν αναχωρήσουν από την Ευρώπη, απολύτως πεπεισμένοι ότι με το που θα έφθαναν στη M. Ανατολή θα ζώνονταν τα άρματά τους και θα έπεφταν πάνω στους απίστους, για να τους σφάξουν και να κερδίσουν δόξα και τιμή. Ωστόσο η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική.
Ακόμη και ο τρόπος διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη M. Ανατολή - πολλές, συχνές, επιδρομές μικρής κλίμακας και σπάνια μεγάλες μάχες -ήταν διαφορετικός από αυτόν της Ευρώπης, όπου επιδιωκόταν η ''αποφασιστική μάχη''. H αναγκαιότητα συμβίωσης κατά το δυνατόν ειρηνικά, με κάποιους έστω από τους Μουσουλμάνους ήταν δεδομένη, τουλάχιστον μετά τη B' Σταυροφορία και οι Ναΐτες, τους οποίους χαρακτήριζε ο ρεαλισμός, υπήρξαν πρωτοπόροι σε αυτό τον τομέα. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι οι Ναΐτες δεν ήταν πιστοί στο πλαίσιο που είχε τεθεί με την πράξη ίδρυσης τους, δηλαδή τον Κανόνα, στο οποίο δεσμευόταν κάθε νεοεισερχόμενος κατά τη διάρκεια της τελετής υποδοχής του.
O νέος Ναΐτης ορκιζόταν, πέρα από τα να παραμένει αγνός και φτωχός, να ''βοηθά στο μέτρο των δυνατοτήτων του για τη διατήρηση των κτήσεων (των Χριστιανών) στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ και κατάκτηση εκείνων που δεν είχαν αποκτηθεί ακόμη''. Μ' αυτή την προϋπόθεση αναχωρούσαν για τους Αγίους Τόπους οι νεαροί Ναΐτες. Παρά τις προσπάθειες των παλιότερων να τους νουθετήσουν, ώστε να κατανοήσουν ότι η καθημερινότητα του τάγματος δεν ήταν συνεχείς μάχες και σφαγές, στις περισσότερες περιπτώσεις οι νεαροί Ναΐτες δεν ήταν εύκολο να αποβάλουν την εικόνα που είχαν σχηματίσει πριν από την είσοδο τους στο τάγμα. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν απέβαλαν αυτές τις βλαβερές για το τάγμα συνήθειες ούτε μετά από πολλά χρόνια στους Αγίους Τόπους.
Μία χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας αντιμετώπισης ήταν ο Μεγάλος Μάγιστρος την εποχή του Χαττίν, Γεράρδος του Ριντφόρ. O ορμητικός Φλαμανδός είχε προσχωρήσει στους Ναΐτες για λάθος λόγους, δηλαδή εξαιτίας της αδυναμίας του να εξασφαλίσει ένα φέουδο από τον κόμη της Τρίπολης. Αν και κατόρθωσε να αναρριχηθεί γρήγορα στην ιεραρχία του Ναού, φαίνεται ότι ουδέποτε ''απέβαλε'' τη νοοτροπία του νεοφώτιστου. Αυτό έμελλε να έχει τραγικές συνέπειες, ιδιαίτερα όταν αντάμωσε με άλλους δύο τυχοδιώκτες, το Ρεϋνάλδο του Σατιλλιόν και τον Γκυ ντε Λουζινιάν, στην ηγεσία των Χριστιανών.
Βεβαίως η πλειονότητα των Μαγίστρων δεν ήταν σαν τον Ριντφόρ, αντίθετα ήταν ιππότες ''ψημένοι'' στη σκληρή πραγματικότητα της Ουτρεμέρ, που γνώριζαν πολύ καλά την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα και έπρατταν αναλόγως. Γι' αυτό άλλωστε συνήθως επιλέγονταν μάγιστροι από την Ανατολή. Ωστόσο δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να αγνοήσουν ότι ο ρόλος του τάγματος ήταν ακριβώς να αποτελεί την ''πρώτη γραμμή άμυνας'' του Χριστιανισμού ενάντια στους Μουσουλμάνους, αλλά και την αιχμή του δόρατος στις επιθετικές προσπάθειες των Χριστιανών. H παρουσία των Ναϊτών στις μάχες στις οποίες έλαβαν μέρος, δείχνει ανάγλυφα ότι τιμούσαν και με το παραπάνω το ρόλο τους.
Όμως όταν οι λευκοντυμένοι ιππότες δεν ζώνονταν τα αμφίστομα σπαθιά τους για να πάνε στη μάχη, ήταν δεινοί διπλωμάτες που διατηρούσαν σχέσεις με πολλούς Μουσουλμάνους ηγεμόνες.
H Ημέρα Ενός Ναΐτη
H καθημερινότητα του Ναΐτη είχε πολλές ομοιότητες με αυτή ενός μοναχού σε οποιοδήποτε μοναστικό τάγμα, αν και οι διαφορές ήταν εξίσου πολλές. Οι αδελφοί ξεκινούσαν την ημέρα τους με την παρουσία στον όρθρο, ο οποίος τους καλοκαιρινούς μήνες θα πρέπει να ξεκινούσε γύρω στις 4 το πρωί. Οι υπόλοιπες ακολουθίες που λάμβαναν χώρα σε κάθε ναϊτικό αρχηγείο, όπως επέβαλλε το καθολικό τυπικό, ακολουθούσαν στις 6, στις 8 και στις 11.30. Οι Ναΐτες καλούνταν στο παρεκκλήσι με τον ήχο μίας καμπάνας και οι μόνοι που είχαν δικαίωμα να μην προσέλθουν ήταν οι τραυματίες και οι ασθενείς. Μεταξύ του όρθρου και της λειτουργίας των 6, ο Ναΐτης είχε δικαίωμα να κοιμηθεί λίγο, εφόσον είχε εκπληρώσει τα λατρευτικά καθήκοντά του.
Σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν κατάχρηση αυτού του προνομίου, όπως φαίνεται από ορισμένες πηγές, με αποτέλεσμα να γίνονται συστάσεις στους αδελφούς που παρασπονδούσαν. H παρουσία των Ναϊτών στις λειτουργίες δεν ήταν μόνο απαραίτητη για λόγους λατρευτικούς, αλλά και για καθαρά πρακτικούς: οι διαταγές της ημέρας και τυχόν ενημερώσεις, γινόταν αμέσως μετά το πέρας των λειτουργιών στους αδελφούς που ήταν παρόντες. O Ναΐτης ήταν υποχρεωμένος πριν από το μεσημέρι να έχει απαγγείλει 60 φορές το Πάτερ Ημών. Μετά την τελευταία λειτουργία, οι Ναΐτες γευμάτιζαν. Κατά κανόνα, πρώτα κάθονταν στο τραπέζι οι ιππότες και όταν αυτοί τέλειωναν, κάθονταν οι υπόλοιποι.
Οι Ναΐτες ήταν υποχρεωμένοι να τρώνε σε απόλυτη σιωπή, καθώς αυτό επιβαλλόταν από τον Κανόνα. Μόνο ένας αδελφός έψελνε κατά τη διάρκεια του γεύματος, ενώ αν υπήρχε διαθέσιμος ιερέας, είχε ως αποστολή να ευλογήσει το τραπέζι και τους συμμετέχοντες. Μετά τον εσπερινό, που ξεκινούσε στις 6 το απόγευμα, οι Ναΐτες λάμβαναν το δείπνο τους. Μια και αναφερθήκαμε στο φαγητό, να σημειώσουμε ότι η παρουσία των αδελφών ήταν υποχρεωτική και σε καμία περίπτωση δεν επιτρεπόταν να σηκωθούν από το τραπέζι πριν ολοκληρωθεί το γεύμα ή το δείπνο εκτός από περίσταση εκτάκτου ανάγκης, εφόσον χρειαζόταν να αντιμετωπιστεί εχθρική επίθεση, ή διαπιστωνόταν ότι υπήρχε πρόβλημα με τα άλογα.
Μετά το πέρας του φαγητού, οι αδελφοί έπιναν συνήθως νερωμένο κρασί. Σε αυτές τις σύντομες βραδινές κρασοκατανύξεις τους οφείλουν οι Ναΐτες τα καυστικά σχόλια περί κραιπάλης που τους συνόδευαν επί μακρόν. Αλλά σε αυτό το σημείο οι Ναΐτες λίγο διαφοροποιούνταν από άλλα μοναστικά τάγματα της εποχής, καθώς στα περισσότερα μοναστήρια η κατανάλωση οίνου ήταν η μόνη ''επιτρεπόμενη αμαρτία'', αρκεί βεβαίως να μην κατέληγε σε μέθη. H διατήρηση αυτού του καθημερινού τυπικού ήταν αδύνατη όταν οι Ναΐτες βρίσκονταν σε εκστρατεία, κάτι που συνέβαινε αρκετά συχνά, αφού οι επιδρομές στα εδάφη των απίστων, η συνοδεία προσκυνητών ή οι εξορμήσεις για αντιμετώπιση Μουσουλμανικών επιδρομών ήταν τακτικές.
Σ' αυτές τις περιπτώσεις, οι Ναΐτες ως ''υποκατάστατο'' των λειτουργιών απάγγειλαν το Πάτερ Ημών όσες φορές καθόριζε ο επικεφαλής τους. Γενικότερα γινόταν προσπάθεια, τουλάχιστον θεωρητικά, να τηρείται το τυπικό της καθημερινότητας των μοναχών - ιπποτών και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Αυτό γινόταν όχι μόνο για λόγους πίστης, αλλά για τη διατήρηση της πειθαρχίας και της συνοχής μεταξύ των αδελφών. Άλλωστε, το τάγμα σε εκστρατεία ήταν ένας κανονικός στρατός και μάλιστα πρωτοπόρος στην εποχή του. Δεν ήταν δυνατό να χαλαρώσει η αυτοσυγκέντρωση των αδελφών και να αφεθούν οι -επιρρεπείς, λόγω πρότερου βίου- ιππότες δίχως τα δεσμά της περίφημης πειθαρχίας του τάγματος.
Οι Ναΐτες διέφεραν ριζικά από τους ''κανονικούς'' μοναχούς στο θέμα της νηστείας. Ελάχιστες ήταν οι επίσημες ημέρες νηστείας τις οποίες είχαν υποχρέωση να τηρούν οι Ναΐτες. Σχετικές εξαιρέσεις αναφέρονται ρητά στον Κανόνα του τάγματος και αυτό είναι ολοφάνερα ένα μέτρο που ελήφθη για να μην αποδυναμώνονται οι ιππότες και οι σεργέντοι ενόψει των δύσκολων πολεμικών καθηκόντων τους. Για τον ίδιο λόγο, οι Ναΐτες έτρωγαν αρκετές φορές τη βδομάδα κρέας, αντίθετα με τους μοναχούς που περιορίζονταν σε μία ή δύο. Ένα μεγάλο ζήτημα για τα μοναστικά τάγματα εν γένει, ήταν ο τρόπος με τον οποίο παροτρύνονταν οι αδελφοί να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους.
H Εκκλησία γενικά θεωρούσε τον ελεύθερο χρόνο ως ''πρόξενο κακών'' και ''αμαρτιών'', ενώ η αργία, σύμφωνα πάντα με τις επιταγές των εκκλησιαστικών αρχών, ήταν ιδιαίτερα κακή για τους ανθρώπους που είχαν αφιερώσει τους εαυτούς τους στην υπηρεσία του Θεού, δηλαδή τους μοναχούς. Αυτό γίνεται φανερό από τον Κανόνα των Βενεδικτίνων μοναχών, με τον οποίο οι αδελφοί μοναχοί καλούνται να περνούν τον ελεύθερο χρόνο μεταξύ των ακολουθιών εργαζόμενοι σκληρά για το καλό της μονής και της εκκλησίας. Αντίθετα, οι Ναΐτες δεν είχαν να κάνουν σκληρές, χειρωνακτικές εργασίες, αφού αυτές τις είχαν αναλάβει οι ''κατώτερες τάξεις'' του τάγματος.
Ενθαρρύνονταν λοιπόν να καταγίνονται με ασχολίες που έχουν να κάνουν με την κύρια ιδιότητά τους, αυτήν του πολεμιστή, να ελέγχουν τον εξοπλισμό τους, να φροντίζουν τα όπλα, τις πανοπλίες και τα άλογά τους, να στήνουν σκηνές και καταλύματα εφόσον βρίσκονται σε εκστρατεία ή ''να κάνουν οτιδήποτε αρμόζει στη λειτουργία τους'', όπως αναφέρει ο Κανόνας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, βάσει του Κανόνα, χρόνος για την εξάσκηση των αδελφών στα όπλα, δεν προβλέπεται. Ωστόσο είναι παράξενο κάτι τέτοιο, αφού η δυνατότητα των ιπποτών να υπερασπιστούν τη χριστιανοσύνη εξαρτιόταν ακριβώς από την επιδεξιότητά τους με αυτά τα όπλα.
Παρότι οι ιππότες δεν εισέρχονταν στο τάγμα παρά μόνο ως ενήλικοι άνδρες, δηλαδή έχοντας αποκτήσει μία ''ιπποτική'' εκπαίδευση και επιδεξιότητα στα όπλα της εποχής, θεωρείται απίθανο να μπορούν να διατηρούν εσαεί αυτές τις δεξιότητες δίχως τακτική εξάσκηση. Και σίγουρα τις διατηρούσαν, αφού οι εξαιρετικές ικανότητες των Ναϊτών στη χρήση πάσης φύσης όπλων ήταν τέτοιες ώστε να προκαλέσουν πλήθος αναφορών σε πολλές μεσαιωνικές πηγές.
Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η διφορούμενη διατύπωση ''να κάνουν οτιδήποτε αρμόζει στην λειτουργία τους'', φαίνεται ότι τους άφηνε το ελεύθερο να εξασκούνται στα πολεμικά πράγματα, κατά πάσα πιθανότητα ακόμη και στα πολεμικά παιχνίδια που τόσο διαδεδομένα ήταν μεταξύ των ιπποτών την εποχή αυτή. Εξ αυτών το πλέον διαδεδομένο ήταν οι έφιππες μονομαχίες, οι ''κονταρομαχίες'' (jousting) που θεωρούνταν μαζί με το κυνήγι οι κύριες ασχολίες των ευγενών της Ευρώπης.
H Πορεία του Ναΐτη
Από την ημέρα εισόδου του στο τάγμα, ο Ναΐτης δεν είχε πλέον προσωπική ζωή ούτε ήταν κύριος του εαυτού του. Αντίθετα, ήταν ''υπηρέτης και δούλος'' του Ναού, ζούσε κοινοβιακά με τους άλλους μοναχούς - ιππότες και όφειλε να βάζει το τάγμα και την υπεράσπιση της Χριστιανοσύνης πάνω από κάθε προσωπικό συμφέρον. Οι αδελφοί αφότου γίνονταν δεκτοί και εφόσον ήταν ιππότες, περνούσαν ένα διάστημα -μεγάλο ή μικρό- στα αρχηγεία της Δύσης. Μάθαιναν το τυπικό του Ναού, γινόταν προσπάθεια να τους ενσταλάξουν πειθαρχία και ενημερώνονταν για το μέγεθος και τη δύναμη του οργανισμού τον οποίο υπηρετούσαν.
Ανάλογα με τις ανάγκες που υπήρχαν στους Αγίους Τόπους, οι αδελφοί στέλνονταν στην Ανατολή για να υπηρετήσουν στο δύσκολο μέτωπο που είχε ανοίξει ο Χριστιανικός κόσμος με το Μουσουλμανικό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν δεν διαταράσσονταν η ''φυσιολογική'' νόρμα απωλειών στην Ουτρεμέρ, υπήρχε μία σταθερή ροή αδελφών που είχαν κάποια υπηρεσία (1 - 2 χρόνια ή και περισσότερο) στο τάγμα. Όμως όταν υπήρχε ανάγκη, ακόμη και νεοσύλλεκτοι στέλνονταν στην Ανατολή αμέσως μετά τους όρκους τους. Αναλάμβαναν εκεί οι έμπειροι και ''ψημένοι'' στις δυσκολίες της Ουτρεμέρ αδελφοί της Ανατολής να τους μυήσουν στις ιδιαιτερότητες του τάγματος και της αποστολής που είχαν αναλάβει.
Μία άλλη περίσταση στην οποία νεαροί αδελφοί που δεν είχαν επί της ουσίας ενημερωθεί επαρκώς στέλνονταν στους Αγίους Τόπους ήταν όταν ξεκινούσε μία νέα σταυροφορία. Είναι εντυπωσιακό ότι οι αδελφοί της Δύσης που δεν είχαν πρότερη εμπειρία, κατόρθωναν να ξεχωρίζουν μεταξύ των σταυροφορικών δυνάμεων και να αποτελούν το μοναδικό πειθαρχημένο και αξιόμαχο κάτω από όλες τις συνθήκες τμήμα τους. Αν και τα ποσοστά θνησιμότητας των Ναϊτών στη μάχη ήταν ιδιαίτερα υψηλά, υπήρχε πάντα η περίπτωση ένας αδελφός να κατορθώσει να φθάσει σε προχωρημένη ηλικία υπηρετώντας το τάγμα.
Σ' αυτή την περίπτωση και εφόσον δεν ήταν πλέον σε θέση να προσφέρει στρατιωτικές υπηρεσίες, υποχρεωνόταν να παραδώσει τα όπλα του και τα πολεμικά άλογά του στους υπεύθυνους του τάγματος, οι οποίοι του χορηγούσαν ένα ήρεμο άλογο ιππασίας για τις ανάγκες μεταφοράς του. Οι γηραιοί αδελφοί ενθαρρύνονταν να συμπεριφέρονται με ιδανικό για ένα Ναΐτη τρόπο, ώστε να αποτελούν ζωντανό παράδειγμα για τους νεότερους αδελφούς. Σε πολλές περιπτώσεις, ένας αδελφός περασμένης ηλικίας στελνόταν πίσω στη Δύση, όπου περνούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του υποδεχόμενος νέους αδελφούς και επιτηρώντας την περιουσία του τάγματος.
Ποινές και Τιμωρίες
H πειθαρχία σε οποιονδήποτε στρατό και σε κάθε εποχή επιβάλλεται από ένα προσεκτικά οργανωμένο πλαίσιο τιμωριών και ανταμοιβών, που έχουν σχεδιαστεί για να ισορροπούν τις δυσχέρειες της στρατιωτικής ζωής και να αποθαρρύνουν την ''αρνητική'' συμπεριφορά, ενθαρρύνοντας παράλληλα έναν τρόπο δράσης που είναι επωφελής για το σύνολο. Αναλογιζόμενοι ότι το τάγμα των φτωχών ιπποτών του Χριστού ήταν ένα γέννημα της Μεσαιωνικής κοινωνίας, είναι εντυπωσιακό το πόσο καλά οργανωμένο ήταν το δικό τους δίκτυο ανταμοιβών - τιμωριών. H έμφαση ήταν, βεβαίως, στις τιμωρίες, οι οποίες δρούσαν αποτρεπτικά και προληπτικά, αφού στόχος ήταν να μη χρειαστεί να εφαρμοστούν.
Εφόσον όμως ένας αδελφός παρέβαινε τους κανόνες, η τιμωρία ήταν άμεση, σκληρή και αποτελεσματική. H σημαντικότερη ήταν η αποπομπή από το τάγμα, η ''απώλεια του Οίκου'' όπως λεγόταν. Εννιά παραπτώματα επέσυραν τη βαρύτατη αυτή ποινή: σιμωνία, φόνος ενός Χριστιανού (άνδρα ή γυναίκας), κλοπή και ληστεία, αποκάλυψη των μυστικών του τάγματος σε μη ταγματικούς, έξοδος από ένα κλειστό κάστρο ή οίκο του τάγματος από θύρα άλλη από την καθορισμένη, συνωμοσία ενάντια σε άλλους αδελφούς του τάγματος, υιοθέτηση αιρετικών πεποιθήσεων, αποσκίρτηση στους ''Σαρακηνούς'', εγκατάλειψη του λάβαρου του τάγματος κατά τη διάρκεια της μάχης.
Αυτά τα ''εννιά θανάσιμα αμαρτήματα'' είναι εκείνα που είχαν καταγραφεί στις πρώτες εκδόσεις του Κανόνα. Αργότερα, η έξοδος από ένα κλειστό κάστρο ή σπίτι ενσωματώθηκε στην γενική κατηγορία των κλοπών ή ληστειών και προστέθηκε στις 8 κατηγορίες μία άλλη, ο σοδομισμός, ίσως ως απάντηση του τάγματος στις φήμες περί ομοφυλοφιλικών πρακτικών μεταξύ των Ναϊτών. H δικαιοσύνη του τάγματος, ήταν αμείλικτη ακόμη κι αν ο παραβάτης ήταν ένα σημαίνον στέλεχός του. Επιβιώνουν έως τις μέρες μας διάφορες μαρτυρίες για τιμωρίες που επιβλήθηκαν σε μέλη που είχαν παρασπονδήσει.
Για παράδειγμα, τρεις αδελφοί είχαν σκοτώσει Χριστιανούς εμπόρους στην Αντιόχεια και το τάγμα τους απέβαλε από τις τάξεις του και τους επέβαλε μία τρομερή τιμωρία: τους μαστίγωσαν στους δρόμους της Αντιόχειας, της Τρίπολης, της Τύρου και της Άκρας και στη συνέχεια τους αλυσόδεσαν στα μπουντρούμια του κάστρου Σατώ Πελερέν, όπου απεβίωσαν. H αποπομπή από το Ναό για ένα μέλος του τάγματος σήμαινε πολύ περισσότερα από την απλή απομάκρυνσή του από την κοινότητα των ενόπλων μοναχών. Κατ' αρχάς, τα μέλη του Ναού ήταν υποκείμενοι μίας ιδιότυπης ασυλίας. Τα εγκλήματά τους δεν δικάζονταν από λαϊκά ή θρησκευτικά δικαστήρια αλλά από αδελφούς του Ναού.
Και εφόσον δεν ενέπιπταν σε κάποια από τις ''εννέα θανάσιμες αμαρτίες'', ήταν σχετικά εύκολο να αποφύγουν την τιμωρία ή να τιμωρηθούν με σχετική επιείκεια. Με την απώλεια του Οίκου, αυτή η επιείκεια δεν ίσχυε πλέον. Αλλά το ότι ένας αδελφός εκδιωκόταν από το τάγμα δεν σημαίνει ότι ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι επιθυμεί με τη ζωή του. Αντίθετα, με δεδομένο ότι οι όρκοι που τον έδεναν με το τάγμα ήταν ακόμη ισχυροί, υποχρεωνόταν να εισέλθει σε ένα ''αυστηρότερο τάγμα''. Με τον όρο ''αυστηρότερο'' υπονοούνταν σαφώς ένα καθαρά μοναστικό τάγμα, όπου ο έκπτωτος Ναΐτης έπρεπε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Αντίθετα, αποθαρρυνόταν η είσοδος σε κάποιο άλλο ιπποτικό τάγμα και μάλιστα οι Ναΐτες είχαν προχωρήσει σε ειδικές συμφωνίες με τους Ιωαννίτες και τους Λαζαρίτες ώστε να μη δέχονται έκπτωτους Ναΐτες. Καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι αποπεμφθέντες αδελφοί επιθυμούσαν να επανέλθουν στην κοσμική ζωή, το τάγμα συχνά χρειαζόταν να τους ''πείσει''. Μία διαδεδομένη μέθοδος τέτοιας ''πειθούς'', ήταν η φυλάκισή τους μέχρις ότου αποφασίσουν να συμμορφωθούν και να ενταχθούν με τη θέλησή τους σε κάποιο μοναστικό τάγμα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις το ίδιο το τάγμα του Ναού χρησιμοποιούνταν ως ''τόπος τιμωρίας'' μοναχών ή μελών άλλων ταγμάτων που είχαν παρασπονδήσει και θεωρείτο ότι είχαν ανάγκη συμμόρφωσης. Στους Ναΐτες είχαν σταλεί αρκετά μέλη άλλων, λιγότερο αυστηρών, ιπποτικών ταγμάτων, ακόμη και καθαρά μοναστικών, όπως των Φραγκισκανών.
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ
Παρά την απώλεια της Αραγωνίας το τάγμα συνέχισε να αναπτύσσεται. Στους Αγίους Τόπους οι Ναΐτες είχαν αποκτήσει σημαντικές θέσεις όπου κατασκεύασαν ισχυρά κάστρα. Στον Νότο το τάγμα τους κατείχε την πόλη της Γάζας, ένα από τα σημαντικά λιμάνια της περιοχής, σε στρατηγικής σημασίας περιοχή η οποία έλεγχε την επικοινωνία ανάμεσα στην Παλαιστίνη και στη βόρεια Αίγυπτο. Στη Συρία διέθετε μια εκτεταμένη βάση. Μια σειρά από κάστρα των Ναϊτών φύλασσε τα περάσματα ανάμεσα στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας και στην περιοχή της Κιλικίας. Ετσι το τάγμα υπεράσπιζε το δεύτερο σε σημασία σταυροφορικό κράτος και διέθετε μια σχεδόν αυτόνομη ηγεμονία.
Στην περιοχή του Λιβάνου κατείχε το λιμάνι της Τορτόσας, όπου έκτισε νέα πόλη μετά την καταστροφή της προηγούμενης από τους μουσουλμάνους και την οχύρωσε με εντυπωσιακά τείχη και ένα εξαιρετικά ισχυρό κάστρο, το οποίο δέσποζε στην παραλία. Η Τορτόσα εκτός από στρατιωτική βάση για την υπεράσπιση της λιβανικής ακτής ήταν και σπουδαίο εμπορικό λιμάνι, τα έσοδα του οποίου αποτελούσαν σημαντική ενίσχυση για τα ταμεία του τάγματος. Οι Ναϊτες κατείχαν κάστρα και στην ενδοχώρα του Λιβάνου, όπου τα εδάφη του γειτόνευαν με τους οικισμούς των Ασσασίνων, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει έναν θύλακα μέσα στην κατεχόμενη από τους Χριστιανούς περιοχή.
Η γειτνίαση με την παράξενη αυτή αίρεση φανατικών Μουσουλμάνων συνοδευόταν συχνά από ένταση. Οι Ναΐτες προσπαθούσαν πάντα να επιβάλλουν και στις υπόλοιπες Χριστιανικές δυνάμεις την εχθρότητα προς τους Ασσασίνους. Η στάση τους προκάλεσε το ναυάγιο πολλών προσπαθειών που κατέβαλαν οι βασιλείς της Ιερουσαλήμ για συνεργασία με τους αρχηγούς της αίρεσης εναντίον των κοινών τους αντιπάλων, των Τούρκων της Συρίας. Κάστρα του Τάγματος των Ναϊτών υπήρχαν και στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, σε στρατηγικής σημασίας σημεία, τα οποία οι ιππότες είχαν καταλάβει και οχυρώσει για να προστατεύουν τους δρόμους που χρησιμοποιούσαν οι προσκυνητές.
Η κατοχή των κάστρων συνεπαγόταν και την εκμετάλλευση της περιοχής γύρω από αυτά. Το τάγμα διέθετε μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις μαζί με τους μύλους και τα υπόλοιπα εργαστήρια που βρίσκονταν σε αυτές. Χάρη στην τεράστια ακίνητη περιουσία του στους Αγίους Τόπους και στη δυτική Ευρώπη, τις γενναιόδωρες εισφορές των πιστών και τη χρηματοπιστωτική του δραστηριότητα το τάγμα εξελίχθηκε σε έναν από τους ισχυρότερους οικονομικούς οργανισμούς. Κέντρο της διοίκησης του τάγματος ήταν το τέμενος του Αλ Ακτσά στην Ιερουσαλήμ. Εκεί διέμενε ο μεγάλος μάγιστρος και φυλασσόταν το αρχείο του τάγματος.
Στα υπόγεια του κτιρίου βρίσκονταν οι στάβλοι των Ναϊτών, για τους οποίους ένας Γερμανός προσκυνητής είχε υπολογίσει ότι μπορούσαν να στεγάσουν 2.000 άλογα και 1.500 καμήλες. Επειδή στον ίδιο χώρο έπρεπε να υπάρχουν καταλύματα για τους ιπποκόμους και ίσως για φτωχούς προσκυνητές, στην πραγματικότητα οι περίφημοι αυτοί στάβλοι θα πρέπει να φιλοξενούσαν περίπου πεντακόσια άλογα, αριθμό εντυπωσιακό για τα δεδομένα της εποχής και αποκαλυπτικό για τη δύναμη του τάγματος. Τα άλογα αυτά δεν ήταν όλα πολεμικά, ούτε προορίζονταν για χρήση αποκλειστικά από τους ιππότες, καθώς το τάγμα διέθετε και έφιππους σεργέντες, μαχητές ελαφρύτερα οπλισμένους από τους ιππότες μοναχούς.
Μεταξύ των ελαφρύτερα οπλισμένων τμημάτων υπήρχαν και οι Τουρκόπουλοι, μαχητές με Μουσουλμανική καταγωγή που είχαν προσηλυτισθεί στον Χριστιανισμό και αποτελούσαν μια ευέλικτη δύναμη ιππικού. Η μεγάλη δύναμη του τάγματος το είχε μετατρέψει σε έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες στα σταυροφορικά κράτη και πολλές φορές η ηγεσία του ήλθε σε σύγκρουση με τους τοπικούς ηγεμόνες. Σε πολλές περιπτώσεις το τάγμα κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε τη δική του εξωτερική πολιτική, πολλές φορές σε βάρος του κοινού συμφέροντος των Χριστιανών, επηρεαζόμενο από τις οικονομικές σχέσεις που είχε αναπτύξει με τους Μουσουλμάνους, την άμετρη αναζήτηση νέων εδαφών και τον ανταγωνισμό με το Τάγμα των Ιωαννιτών.
Το οποίο κράτος περιελάμβανε την περιοχή της Παλαιστίνης ανάμεσα στον ποταμό Ιορδάνη και στις ακτές της Μεσογείου, φθάνοντας στον Νότο μέχρι τον κόλπο της Άκαμπα, στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας. Στα βόρεια το βασίλειο περιελάμβανε και το νότιο μέρος του σημερινού Λιβάνου, με το ισχυρό οχυρό της Τύρου. Πρωτεύουσά του ήταν η Ιερουσαλήμ, σημαντικότερη όμως πόλη ήταν το λιμάνι του Αγίου Ιωάννη της Άκρας, όπου συγκεντρωνόταν το μεγαλύτερο μέρος της εμπορικής κίνησης και αποβιβάζονταν οι περισσότεροι Δυτικοί που έφθαναν στους Αγίους Τόπους ως προσκυνητές ή για να πολεμήσουν κατά των Μουσουλμάνων. Βόρεια του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, στις ακτές του Λιβάνου, βρισκόταν η Κομητεία της Τρίπολης, με κέντρο την ομώνυμη πόλη, η οποία ήταν ένα από τα ισχυρότερα οχυρά της περιοχής.
Η κομητεία συνόρευε με τους οικισμούς των Ασσασίνων, μιας Ισλαμικής αίρεσης η οποία στήριζε τη δύναμή της στην τυφλή πίστη των οπαδών της, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να διαπράξουν οποιαδήποτε πολιτική δολοφονία τους διέταζε ο αρχηγός τους χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες που θα αντιμετώπιζαν αν συλλαμβάνονταν. Παρά τον μικρό αριθμό τους οι Ασσασίνοι, χάρη στην αποφασιστικότητά τους, εξελίχθηκαν σε έναν σημαντικό πολιτικό παράγοντα στην περιοχή, τηρώντας επιδέξια τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στους Χριστιανούς σταυροφόρους, τους Μουσουλμάνους ηγεμόνες και τον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος έριχνε τη σκιά της ισχύος του στην περιοχή μέχρι την καταστροφή του Βυζαντινού στρατού στο Μυριοκέφαλο το 1176.
Βορειότερα από την Κομητεία της Τρίπολης και τους οικισμούς των Ασσασίνων βρισκόταν το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Η Αντιόχεια ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Συρίας και εξαιρετικά οχυρωμένη. Κατά την Α' Σταυροφορία καταλήφθηκε από τον Νορμανδό Βοημούνδο, ιδρυτή της τοπικής Νορμανδικής δυναστείας. Το πριγκιπάτο μαζί με το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ αποτελούσαν τα ισχυρότερα κράτη που ίδρυσαν οι σταυροφόροι στην περιοχή. Βρισκόταν όμως υπό τη συνεχή απειλή της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ότι η περιοχή της Αντιόχειας τούς ανήκε δικαιωματικά και αντιμετώπιζαν τους Νορμανδούς ως ενοχλητικούς και επικίνδυνους σφετεριστές της αυτοκρατορικής γης στη Συρία.
Ανατολικά του πριγκιπάτου βρισκόταν ένα ακόμα κράτος το οποίο δημιούργησαν οι σταυροφόροι, η Κομητεία της Έδεσσας, η μόνη από τις τέσσερις ηγεμονίες που δεν είχε έξοδο στη θάλασσα. Η Έδεσσα δεν διέθετε σαφή και ασφαλή σύνορα και οι ηγεμόνες της βρίσκονταν σε συνεχή σύγκρουση με τους Μουσουλμάνους γείτονές τους για να υπερασπιστούν τη γη τους από τις συνεχείς επιδρομές. Οι σπουδαιότεροι Μουσουλμάνοι αντίπαλοι των σταυροφόρων ήταν τα Τουρκικά φύλα που είχαν κυριαρχήσει στη Συρία. Αν και η περιοχή ήταν διασπασμένη σε μικρά εμιράτα, ικανοί ηγέτες μπορούσαν να ενώσουν όλα τα μικρά Μουσουλμανικά κράτη και να σχηματίσουν μια μεγάλη δύναμη, ικανή να εκδιώξει τους Χριστιανούς από τα παράλια της Συρίας.
Η αντιπαράθεση εκτός από θρησκευτική ήταν και οικονομική, καθώς τα Χριστιανικά κράτη της ακτής έλεγχαν το εμπόριο της Ασίας, που μέσω των δρόμων των καραβανιών κατέληγε στις ακτές της Συρίας, του Λιβάνου και της Παλαιστίνης. Σε αντίθεση με την ελεγχόμενη από τους Τούρκους Συρία, στην Αίγυπτο κυριαρχούσαν ακόμα οι Άραβες. Η χώρα αυτή διέθετε ανεξάντλητες πηγές πλούτου και ανθρώπινου δυναμικού αλλά βρισκόταν σε παρακμή και δεν μπορούσε να εκμεταλλευθεί το σύνολο των δυνάμεών της. Ωστόσο παρά τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε παρέμενε μια ισχυρή απειλή για το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΤΑΓΜΑΤΩΝ
Οι σταυροφόροι στους Αγίους Τόπους, περικυκλωμένοι από τόσους πολλούς και ισχυρούς εχθρούς, ήταν αναγκασμένοι να μάχονται συνεχώς για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην περιοχή. Για τους ιππότες των Αγίων Τόπων, σε αντίθεση με τους ομοίους τους της Ευρωπαϊκής Δύσης, ο πόλεμος ήταν μια μόνιμη κατάσταση. Κάθε χρόνο οι Χριστιανοί ετοιμάζονταν είτε για να αντιμετωπίσουν εισβολή από τους Μουσουλμάνους, είτε για να εισβάλουν οι ίδιοι στα εχθρικά εδάφη. Οι εισβολές αυτές συνήθως ήταν μικρής κλίμακας επιδρομές με σκοπό να τρομοκρατήσουν τον αντίπαλο και να του προκαλέσουν φθορά μέσω της λεηλασίας της γης του. Μερικές φορές όμως ήταν μεγάλης κλίμακας επιθέσεις με σκοπό την κατάληψη σημαντικών οχυρών.
Οι Χριστιανοί σκόπευαν στην κατάκτηση των δύο μεγάλων πόλεων της Συριακής ενδοχώρας, της Δαμασκού στον Νότο και του Χαλεπίου στον Βορρά, ενώ οι Μουσουλμάνοι επιθυμούσαν την ανάκτηση της Ιερουσαλήμ, η οποία ήταν και για αυτούς ιερή πόλη, και της Αντιόχειας, όπως και την κατάληψη μερικών παραθαλάσσιων Χριστιανικών οχυρών ώστε να εξασφαλίσουν έξοδο στη Μεσόγειο και να διασπάσουν την από ξηράς επικοινωνία των Σταυροφόρων που βρίσκονταν κατά μήκος της ακτής. Ο συνεχής πόλεμος στους Αγίους Τόπους καταπονούσε τους ιππότες των σταυροφορικών κρατών, οι οποίοι, σύμφωνα με τις συνήθειες της Ευρωπαϊκής Δύσης, είχαν λάβει τμήματα γης, τα καλούμενα φέουδα, με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες.
Οι φεουδάρχες υπεράσπιζαν με ζήλο τα δικαιώματά τους και συχνά αρνούντο να πολεμήσουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το οριζόμενο στη συμφωνία με τον ηγεμόνα για να λάβουν τη γη τους. Αν, εξάλλου, ένας ιππότης φονευόταν ή τραυματιζόταν βαριά κατά τον πόλεμο το κράτος στερείτο τις υπηρεσίες του έως ότου ο γιος ή άλλος κληρονόμος φθάσει σε ηλικία ώστε να μπορεί να τον αντικαταστήσει. Ήταν εμφανές ότι οι απειλούμενες Χριστιανικές ηγεμονίες των Αγίων Τόπων χρειάζονταν μια καλύτερη και περισσότερο σίγουρη πηγή στρατιωτικών δυνάμεων. Την ίδια περίοδο στην Ιερουσαλήμ και άλλες πόλεις της Παλαιστίνης δραστηριοποιείτο το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη, έχοντας ως στόχο την παροχή βοήθειας και υποστήριξης στους προσκυνητές που έφθαναν από τη μακρινή Δύση.
Οι άνθρωποι αυτοί χρειάζονταν τροφή και ιατρική περίθαλψη, επειδή οι συνθήκες του ταξιδιού και η διαβίωση στους Αγίους Τόπους ήταν συχνά άθλιες. Εκτός από φιλοξενία όμως χρειάζονταν και προστασία, καθώς έξω από τα τείχη των πόλεων πραγματοποιούσαν επιδρομές ομάδες μουσουλμάνων. Ειδικά ο δρόμος από την Ιερουσαλήμ προς τις όχθες του Ιορδάνη, αγαπημένη διαδρομή για τους προσκυνητές, είχε μετατραπεί σε κρησφύγετο πολλών Μουσουλμάνων εγκληματιών, οι οποίοι λήστευαν τους προσκυνητές και τους σκότωναν ή τους απήγαγαν και τους πωλούσαν ως δούλους στη Συρία. Για την προστασία των προσκυνητών οι Ιωαννίτες οργάνωσαν ένοπλες ομάδες με αποστολή την περιφρούρηση των δρόμων.
Έτσι μετατράπηκαν σε στρατιωτικό τάγμα, χωρίς όμως να αποκηρύξουν και τη φιλανθρωπική αποστολή τους. Τυπικά η παροχή προστασίας προστέθηκε στις υπόλοιπες παροχές που προσέφερε το τάγμα στους Χριστιανούς προσκυνητές. Την περίοδο περίπου που οι Ιωαννίτες μετατράπηκαν σε πολεμικό τάγμα ιδρύθηκε ένας παρόμοιος οργανισμός με ανάλογη αποστολή. Η αρχή της ανάπτυξης των Ναϊτών τοποθετείται περίπου στο έτος 1119, οπότε ο Ούγος ντε Παίν (Hugues de Payns), ευγενής από την Καμπανία της Γαλλίας, τέθηκε επικεφαλής μια μικρής ομάδας ιπποτών και από κοινού έδωσαν τους μοναχικούς όρκους για πενία, αγνότητα και υπακοή. Ο Βαλδουίνος Β', τότε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, τούς διέθεσε έναν χώρο στο νότιο τμήμα του ναού του Σολομώντα για να εγκατασταθούν.
Εκεί παρέμεινε το αρχηγείο του τάγματος για όσο χρονικό διάστημα οι σταυροφόροι κατείχαν την Ιερουσαλήμ και για αυτό τον λόγο τα μέλη του τάγματος ονομάστηκαν ιππότες του Ναού ή Ναΐτες. Η παρουσία αποτελούσε ένα σημαντικό πλεονέκτημα για το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Το τάγμα μπορούσε να αποτελέσει μια μόνιμη πηγή ιπποτών για τους συνεχείς πολέμους με τους Μουσουλμάνους, καθώς αντικαθιστούσε τις απώλειές του με τη μεταφορά, στην Ανατολή, νέων μελών του τα οποία στρατολογούντο στη Δύση, ενώ δεν υπολόγιζε τη δύναμη των Ασσασίνων επειδή ενεργούσε συλλογικά και δεν φοβόταν τον αφανισμό του από μια πολιτική δολοφονία.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ
Το τάγμα αυτό ιδρύθηκε στον απόηχο της Α' Σταυροφορίας, το 1118 μ.Χ με σκοπό να βοηθήσει το Χριστιανικό νεοϊδρυθέν Βασίλειο της Ιερουσαλήμ να διατηρηθεί ενάντια των Μουσουλμάνων γειτόνων του και να εξασφαλίσει την ασφαλή και ελεύθερη προσέλευση του μεγάλου αριθμού των Ευρωπαίων προσκυνητών που συνέρρεαν στην Ιερουσαλήμ, μετά την κατάκτησή της από τους Σταυροφόρους. Το όνομά τους παραπέμπει στο ιστορικό αρχηγείο τους που βρίσκεται σε ένα τμήμα του Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ, περιοχή που ονομαζόταν Templum Salomonis. Η ονομασία αυτή πιθανολογείται ότι προέρχεται από το γεγονός ότι στο Όρος του Ναού βρισκόταν ο περίφημος Ναός του Σολομώντα που χτίστηκε περίπου το 950 π.Χ. και που αργότερα καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε αρκετές φορές.
Το τμήμα αυτό οι Ιππότες του Ναού μετονόμασαν σε Templum Domini, δηλαδή «Ναό του Θεού». H εμφάνιση των Ναϊτών συντελέστηκε στο πλαίσιο ενός πολύπλοκου κοινωνικο-πολιτικο-θρησκευτικού φαινόμενου, το οποίο στην εποχή μας είναι γνωστό ως "σταυροφορίες". Ως ένα κατεξοχήν Μεσαιωνικό φαινόμενο, οι σταυροφορίες αποτελούν τον καθρέφτη της εποχής τους. Ξεκίνησαν ''επίσημα'' την 27η Νοεμβρίου του 1095, όταν ο Ουρβανός B', προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κήρυξε κατά τη διάρκεια μίας συνόδου στο Κλερμόντ της κεντρικής Γαλλίας την έναρξη του χριστιανικού ιερού πολέμου, του Bellum Sacrum.
O πόλεμος αυτός ήταν μια προσπάθεια των Χριστιανών της Δύσης να επαναφέρουν στον ''Χριστιανικό κόσμο'' τις περιοχές της Μέσης Ανατολής που συνολικά είναι γνωστές ως ''Άγιοι Τόποι''. Πρόκειται για μία λωρίδα γης που ορίζεται μεταξύ των παρυφών της Αιγύπτου και της βορειοδυτικής Συρίας, συμπεριλαμβάνοντας την Παλαιστίνη και την Ιουδαία. Φυσικά, οι σταυροφορίες πολύ γρήγορα ξέφυγαν εντελώς από το χαρακτήρα και τον αρχικό σκοπό τους -που, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Ουρβανού, ήταν η βοήθεια προς τους Χριστιανούς της Ανατολής- και έγιναν ο πρώτος επεκτατικός πόλεμος της Δύσης. Αυτό το βλέπουμε ακόμη πιο καθαρά στη μορφή που έλαβαν αργότερα, όταν οι Άγιοι Τόποι έμοιαζαν πλέον πολύ ''μικροί'' και ίσως και ''επικίνδυνοι''.
Οι σταυροφορίες ήταν η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια της Δύσης να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της σε περιοχές που δεν ανήκαν στο φυσικό χώρο της. Από αυτήν την άποψη είναι ουσιαστικά ο προπομπός της αποικιοκρατίας και ορισμένοι μελετητές ανιχνεύουν σε αυτήν ακριβώς την περίοδο τα πρώτα ιμπεριαλιστικά σκιρτήματα της μετα-Ρωμαϊκής Δύσης. Ορίζοντας το πλαίσιο των σταυροφοριών στο χώρο της Μεσαιωνικής Ευρώπης, μπορούμε να δούμε ότι υλοποιήθηκαν κυρίως από τη Γαλλία και τη Γερμανία, αν και στη συνέχεια η Αγγλία και η Ιταλία ανέλαβαν καθοριστικό ρόλο. Σε μια ''άλλη'' σταυροφορία συμμετείχαν οι Χριστιανικοί λαοί της Ιβηρικής, λόγω της Reconquista (ρεκονκουίστα), της προσπάθειας δηλαδή ανακατάληψης της χερσονήσου από τους Μαυριτανούς.
H κατάσταση στη Δυτική Ευρώπη εκείνη την εποχή ήταν μάλλον συγκεχυμένη. Μετά από έντονες ζυμώσεις αιώνων και πολλά πισωγυρίσματα, η Ευρώπη προσπαθούσε να βρει το χαρακτήρα της. Φυσικά συνεχιζόταν η προσπάθεια σύνδεσης με το “ένδοξο ελληνορωμαϊκό παρελθόν”, ωστόσο τα πράγματα είχαν προχωρήσει πιο πέρα από αυτό. H αιώνια διαμάχη της κεντρικής εξουσίας με τους δευτερεύοντες φορείς εξουσίας είχε φθάσει την εποχή αυτή σε ένα κομβικό σημείο, καθώς ο ρυθμιστής της κατάστασης, η χριστιανική Εκκλησία, βρισκόταν σε μία φάση επαναπροσδιορισμού του ρόλου της στα πλαίσια της μεσαιωνικής δομής εξουσίας.
Επιχειρώντας να αντιμετωπίσει έναν κόσμο που άλλαζε, η Εκκλησία της Ρώμης δεν δίστασε να αναζητήσει την “κάθαρση” στις αποστολικές καταβολές της. Την εποχή που εξετάζουμε οι μεγάλοι πόλεμοι που συντάραξαν για αιώνες τη Δυτική Ευρώπη είχαν προσωρινά κοπάσει και η δύναμη των βασιλικών οίκων μόλις άρχιζε να παγιώνεται. Την ίδια περίοδο άρχισε να παρατηρείται μία λίγο-πολύ σταθερή αύξηση του πληθυσμού. Αυτό οφειλόταν εν μέρει και στο ότι η εδραίωση του φεουδαρχικού συστήματος (αυτού που οι Γάλλοι ιστορικοί ονόμασαν ''ολοκλήρωση του φεουδαρχικού μετασχηματισμού'') είχε συντείνει στην παγίωση ενός αισθήματος ασφάλειας και στον περιορισμό των ληστρικών ομάδων που λυμαίνονταν την ύπαιθρο.
Παρόλα αυτά, τα πράγματα κάθε άλλο παρά ρόδινα ήταν. Το υλικό υπόβαθρο της Μεσαιωνικής κοινωνίας δεν μπορούσε να αντέξει την αύξηση του πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι λιμοί και οι επιδημίες να γίνονται όλο και συχνότερα φαινόμενα, κυρίως επειδή οι ανάγκες της νέας οικονομίας που προέκυπτε άρχιζαν να προσελκύουν περισσότερους στις -μικρές, συνωστισμένες, βρόμικες και καθόλου λειτουργικές- πόλεις του Μεσαίωνα. Οι μέθοδοι καλλιέργειας ήταν πρωτόγονες ακόμη και με τα στάνταρ της ύστερης αρχαιότητας, το τεχνολογικό υπόβαθρο και οι μονολιθικές κοινωνικές δομές ουσιαστικά εμπόδιζαν οποιαδήποτε ουσιώδη πρόοδο.
Είναι αυταπόδεικτο ότι ακριβώς αυτές οι πιέσεις που προσέλκυαν κόσμο στις πόλεις είναι εκείνες που στη συνέχεια θα δημιουργούσαν και τους όρους για την κοινωνική (συνακόλουθα και τεχνολογική) αλλαγή που συντελέσθηκε τους επόμενους αιώνες. Ωστόσο αυτές οι εξελίξεις βρίσκονταν ακόμη μακριά. Για την ώρα, αυτό που υπήρχε ήταν μία εκτεταμένη αριστοκρατία χωρίς κλήρο, που λυμαινόταν την Ευρώπη, αυξανόμενοι αστικοποιημένοι πληθυσμοί που διαβιούσαν σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης και μία ''πανταχού παρούσα'' Εκκλησία, που συνεχώς κράδαινε πάνω από τα κεφάλια των πιστών τη δαμόκλειο σπάθη της ''μεταθανάτιας κρίσης''.
Και οι τρεις αυτοί παράγοντες ήταν ιδιαιτέρως σημαντικοί ως προς την ανταπόκριση του σταυροφορικού κινήματος και την τεράστια συμμετοχή τόσο ιπποτών όσο και απλών ανθρώπων, κυρίως στην A' Σταυροφορία, αυτή που για πολλούς ήταν ''η μόνη πραγματική σταυροφορία''.
Το Τάγμα του Ναού
Οι Ναΐτες ήταν οργανωμένοι σαν μοναστικό τάγμα, ακολουθώντας έναν Κανόνα που έφτιαξε γι' αυτούς ο Άγιος Βερνάρδος του Κλερβώ (Saint Bernard de Clairvaux). Το τάγμα διέθετε υψηλές διασυνδέσεις και γρήγορα εξελίχθηκε σε βασικό υποκινητή της διεθνούς πολιτικής την εποχή των Σταυροφοριών. Εγκαίρως, οι Ναΐτες προικίστηκαν με πολλές και εξαιρετικά ευνοϊκές γι' αυτούς Παπικές Βούλες (όπως η Omne Datum Optimum) που μεταξύ άλλων τους επέτρεπαν να επιβάλλουν φόρους και να εισπράττουν το φόρο της δεκάτης στις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχό τους. Όλα αυτά τους βοήθησαν ώστε να επιτύχουν μία γρήγορη ενίσχυση της κοσμικής εξουσίας τους.
Κάθε χώρα είχε ένα Μάγιστρο (Magister) του τάγματος και όλες οι χώρες ελέγχονταν από τον Μεγάλο Μάγιστρο (Grand Magister). Το αξίωμα του Μεγάλου Μαγίστρου ήταν ισόβιο και τα βασικά του καθήκοντα ήταν να επιβλέπει τις δραστηριότητες του τάγματος στην Ανατολή και τις οικονομικές κτήσεις του τάγματος στη Δύση. Τo Τάγμα των Ιππoτών τoυ Ναoύ είχε 4 κατηγoρίες μελών:
- Ιππότες (Templars), πoυ είχαν εξoπλισμό βαρέoς ιππικoύ.
- Υπαξιωματικoί (Sergeants), πoυ είχαν εξoπλισμό ελαφρoύ ιππικoύ και πρoέρχoνταν από κατώτερη κoινωνική τάξη σε σχέση με τoυς Ιππότες.
- Κτηματίες (Serving brothers - Rural brothers), πoυ διαχειρίζoνταν την περιoυσία τoυ τάγματoς. Επίσης, υπήρχαν και oι frères de métiers για τις χειρωνακτικές εργασίες.
- Ιερείς - Στρατιωτικoί (Chaplains), πoυ ήσαν χειρoτoνημένoι ιερείς για να καλύπτoυν τις πνευματικές ανάγκες τoυ τάγματoς.
Συνεπώς, η ζωή σε εκείνη την περιοχή δεν είναι εύκολη ούτε για τους νέους κατοίκους, αλλά ούτε και για τους προσκυνητές που συρρέουν μαζικά από ολόκληρη την Ευρώπη. Η ιστορία των Ιπποτών του Ναού είναι συνδεδεμένη με τον Κόμητα Ούγο της Καμπανίας (Hugo de la Champagne). Το 1104 ο κόμης επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ με μία ακολουθία υποτελών του ιπποτών. To 1108 ο κόμης επιστρέφει στην Ευρώπη και το 1114 επανέρχεται στην Ιερουσαλήμ συνοδευόμενος από τον υποτελή του ιππότη Ούγο ντε Παιν (Hugues de Payns). Άγνωστο παραμένει το αν ο Ούγος ντε Παιν ακολούθησε τον άρχοντά του στο πρώτο του ταξίδι.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βαλδουίνου του Β', που στο μεταξύ είχε διαδεχτεί τον Βαλδουίνο τον Α' στο θρόνο της Ιερουσαλήμ, το 1118 μ.Χ, ο Ούγος ντε Παιν μαζί με άλλους 8 ιππότες παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και του πρότειναν την ίδρυση μίας κοινότητας ιπποτών που θα ακολουθούσε τον κανόνα θρησκευτικού τάγματος και θα αφιερωνόταν στην προστασία των προσκυνητών. To ίδιο έπραξαν και με τον Πατριάρχη Βαρμούνδο του Πικινύ (Warmund de Picquigny)που είχε διαδεχτεί τον Δαϊμβέρτο. Είχαν σκεφτεί να ακολουθήσουν τον Κανόνα του Αγίου Αυγουστίνου (Augustine of Hippo). Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από το βασιλιά και τον Πατριάρχη.
Οι 9 αυτοί ιππότες ήταν οι εξής:
- Ούγος ντε Παιν (Hugues de Payens)
- Γοδεφρείδος ντε Σαιν-Ομέρ (Godefroi de Saint-Omer)
- Αρκαμπώ ντε Σαιντ-Αινιάν (Archambaud de Saint-Aignan)
- Παγιάν ντε Μοντιντιέ (Payen de Montidier)
- Ζοφρουά Μπισσό (Geoffrey Bissot)
- Ροσσάλ ή Ρολάν (Rossal ή Roland)
- Αντρέ ντε Μονμπάρ (André de Montbard)
- Γκοντεμάρ (Gondemare)
- Γκοντφρουά (Godefroi)
Ο βασιλιάς Βαλδουίνος Β' και ο Πατριάρχης τους δίνουν αμέσως χρηματική βοήθεια μέσω εκκλησιαστικών εισοδημάτων. Τους προσφέρουν, επίσης, κατάλυμα στο Όρος του Ναού, και πιο συγκεκριμένα σε ένα τμήμα του παλατιού που είχε φτιάξει ο Βαλδουίνος ο Β' μέσα στο τέμενος Αλ-Ακσά (Al-Aqsa, νότιο τμήμα του Όρους). Στο Όρος του Ναού πιστευόταν ότι βρίσκονται τα ερείπια του ναού του Σολομώντος. Έτσι, λοιπόν, το πλήρες τους όνομα διαμορφώνεται: Pauperes commilitones Christi Templique Salomonici (Pauvres Chevaliers du Christ et du Temple de Salomon). Όσον αφορά τις αρχικές προθέσεις των ιπποτών αυτών πιστεύεται ότι ενδέχεται απλώς να επιθυμούσαν να ιδρύσουν μία μονή ή μία αδελφότητα στην Παλαιστίνη.
Ο Μιχαήλ της Συρίας, ένας ιστορικός της εποχής υποστηρίζει ότι ο Βαλδουίνος ήταν εκείνος που έπεισε τον Ούγο ντε Παιν και τους άλλους οκτώ να παραμείνουν μάχιμοι ιππότες. Αυτό γιατί είχε αντιληφθεί ότι ήταν πολύ δύσκολο να βάλει σε τάξη το βασίλειό του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τoυ Βαλδoυίνoυ τoυ Β' στo θρόνo της Ιερoυσαλήμ, τo 1118 μ.Χ, o Oύγoς ντε Παϊν μαζί με άλλoυς 8 Ιππότες παρoυσιάστηκαν στo βασιλιά και τoυ πρότειναν την ίδρυση μίας κoινότητας Ιππoτών πoυ θα ακoλoυθoύσε τoυς κανόνες θρησκευτικoύ τάγματoς και θα αφιερωνόταν στην πρoστασία των πρoσκυνητών. To ίδιo έπραξαν και με τoν Πατριάρχη Βαρμoύνδo τoυ Πικινί (Warmund de Picquigny).
Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από τo βασιλιά και τoν Πατριάρχη. Oι Ιππότες αυτoί, την ημέρα των Χριστoυγέννων τoυ 1119 μ.Χ. στo ναό τoυ Αγίoυ Τάφoυ της Ιερoυσαλήμ (Holy Sepulchre) ενώθηκαν με τoυς τρεις κλασσικoύς μoναστικoύς όρκoυς για:
- Πενία
- Αγνότητα
- Υπoταγή και
- Έναν επιπλέoν όρκo για πρoστασία των πρoσκυνητών, παρoυσία τoυ Πατριάρχη
Επίσης, ο Άγιος Βερνάρδος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη σύνταξη του όρκου που έδιναν όλοι οι Ναΐτες, ένας όρκος που ονομάστηκε Κανόνας των Ναϊτών. Το 1128 μ.Χ συγκαλεί σύνοδο στην Τρουά της Γαλλίας για να καθορίσει τι ακριβώς είναι οι νέοι αυτοί μοναχοί - στρατιώτες, και μερικά χρόνια αργότερα γράφει το εγκώμιο αυτών των Στρατιωτών του Χριστού και ετοιμάζει τον Κανόνα που αποτελείται από 72 άρθρα, ο οποίος περιλαμβάνει εκτός από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που θα διέπουν το τάγμα, και εξαντλητικές λεπτομέρειες που αφορούν τις καθημερινές δραστηριότητες των ιπποτών. Με τον κανόνα αυτό υιοθετείται και το φημισμένο λευκό ράσο, που προερχόταν από τους Κιστερκιανούς μοναχούς, προσθέτοντας σε αυτό έναν κόκκινο σταυρό.
Υπoχρεώσεις των Ιππoτών ήσαν είναι oι εξής:
- Υπoχρέωση τέλεσης καθημερινών λειτoυργιών.
- Απαγόρευση της συναναστρoφής των Ιππoτών με αφoρισμένoυς Ιππότες, αν όμως ένας από αυτoύς έρθει ικέτης στo Ναό oφείλoυν να τoν δεχθoύν χριστιανικά.
- Η ενδυμασία τoυ τάγματoς είναι λευκoί μανδύες, απλoί και χωρίς γoύνα, εκτός και αν είναι από αρνί ή κριάρι, απαγoρεύoνται τα λεπτά υπoδήματα με τις ανασηκωμένες μύτες πoυ ήταν τότε της μόδας.
- Oι Ιππότες επιβάλλεται να κoιμoύνται με τo πoυκάμισo και τα εσώρoυχα, σ'ένα στρώμα, με ένα σεντόνι και μία κoυβέρτα.
- Τo φαγητό των Ιππoτών διεξάγεται με σιωπή, σε κoινή γαβάθα για 2. Σίτιση με κρέας 3 φoρές την εβδoμάδα.
- Μετάνoια τις Παρασκευές.
- Εγερτήριo τα ξημερώματα, αν η δoυλειά τoυς ήταν κoπιαστική τoυς παραχωρείται μία ακόμα ώρα ύπνoς, όμως σε αντάλλαγμα πρέπει να πoυν 13 Πάτερ ημών από τo κρεβάτι τoυς.
- Οι συμπλοκές και οι επιθέσεις σε Χριστιανούς για λόγους εκδίκησης.
- Οι συναλλαγές με γυναίκες.
- Οι συκοφαντίες προς τους αδελφούς.
- Το να χάσουν το σκλάβο τους ή ένα άλογό τους.
- Το να δωρίσουν ένα ζώο, εκτός από σκύλους και γάτες.
- Το να φύγουν χωρίς άδεια ή να φύγουν τη νύχτα από το λόχο.
- Το να σπάσουν τη σφραγίδα του διδασκάλου.
- Το να δανειστούν χρήματα του τάγματος χωρίς άδεια.
- Το να πετούν κάτω το ρούχο τους οργισμένοι.
Κάποια άλλα μέλη προσελκύονται επειδή στην πατρίδα τους δεν έχουν πολλές προοπτικές ή βρίσκονται σε δυσμενή θέση και επιθυμούν να ξεφύγουν από μία δύσκολη κατάσταση, αφού το τάγμα παρέχει όχι μόνο σίγουρη κάλυψη των βιοτικών αναγκών των μελών του, αλλά και πλούσιες εμπειρίες σε ένα μακρινό τόπο. Πιθανολογείται ότι όταν πλέον το τάγμα είχε γίνει ισχυρό και είχε εξαπλωθεί επιζητούσαν να καταταγούν ακόμα και άτομα που είχαν καλή θέση στην πατρίδα τους αφού, άλλωστε, δεν χρειαζόταν πια να εργαστεί κάποιος στους Αγίους Τόπους για να γίνει Ναΐτης, μπορούσε να καταταγεί και στο σπίτι του. Οι Ναΐτες μεταξύ δωρεών, ενόπλων κατακτήσεων και προμηθειών από οικονομικές επιχειρήσεις, μετατράπηκαν σε πολυεθνική εταιρεία.
Για τη διαχείριση, λοιπόν, όλων αυτών των υποθέσεων είχαν ανάγκη από ανθρώπους με οξύνοια και ιδιαίτερες ικανότητες, οι οποίοι κατόρθωσαν να πείσουν τον τότε Πάπα Ιννοκέντιο τον Β' να τους παραχωρήσει εξαιρετικά προνόμια. Τα προνόμια αυτά είναι:
- Το τάγμα μπορεί να διατηρεί όλα τα πολεμικά λάφυρα.
- Όπου και να έχει αγαθά δεν λογοδοτεί ούτε στο βασιλιά, ούτε στους επισκόπους, ούτε στον Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ, παρά μόνο στον ίδιο τον Πάπα.
- Απαλλάσσονται παντού από φόρους, και έχουν δικαίωμα να τους επιβάλλουν οι ίδιοι στους τόπους που ελέγχουν.
Ενδεικτικό είναι ότι ο Αλφόνσος της Καστίλλης και της Αραγωνίας τους χάρισε μία ολόκληρη περιοχή και με τη διαθήκη του τους κληροδότησε το βασίλειό του σε περίπτωση που θα πέθαινε χωρίς διάδοχο. Οι Ναΐτες στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν τον εμπιστεύτηκαν και συμβιβάστηκαν με την μεταβίβαση σε αυτούς 6 κάστρων στην Ισπανία. Επίσης, ο βασιλιάς της Πορτογαλίας τους χάρισε ένα δάσος το οποίο, όμως, ήταν ακόμα στην κατοχή των Σαρακηνών. Επιτέθηκαν στους Σαρακηνούς, και αφού τους συνέτριψαν, ίδρυσαν την πόλη Κοΐμπρα. Από αυτά γίνεται φανερό ότι ένα μέρος των Ναϊτών πολεμάει στην περιοχή της Παλαιστίνης, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται στην Ευρώπη.
Διέξοδος προς την Ανατολή
H διέξοδος για τη διοχέτευση των πιέσεων που είχαν δημιουργηθεί στη Δ. Ευρώπη, εμφανίστηκε ως διά μαγείας. Την εποχή του πρώιμου Μεσαίωνα υπήρχαν τρεις περιοχές όπου συνόρευαν εδάφη που κατείχαν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. H Ιβηρική, όπου οι Μαυριτανοί είχαν περιορίσει τους Χριστιανούς σε μία σχετικά μικρή περιοχή στα βόρεια, η Ιταλία, με την παρουσία των Σαρακηνών στη Σικελία, και η εγγύς Ανατολή, όπου οι ''σχισματικοί'' Βυζαντινοί συνόρευαν με τους Τούρκους και τους Αραβες κατακτητές των Αγίων Τόπων και έχαναν συνεχώς εδάφη. H Ιβηρική έμοιαζε ο φυσικός χώρος της δράσης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καθώς οι Χριστιανικοί πληθυσμοί της περιοχής ήταν Καθολικοί.
Όμως κάποιοι περιορισμοί που είχαν να κάνουν με τις προσδοκίες των σταυροφόρων αλλά και την ελάχιστη σημασία της Ιβηρικής για τη Χριστιανοσύνη ευρύτερα, δεν επέτρεψαν την εκδήλωση ενός μαζικού κινήματος βοήθειας των Ευρωπαίων προς τους Ίβηρες ομοθρήσκους τους. Την ίδια ώρα, το ζήτημα της Σικελίας είχε επί της ουσίας διευθετηθεί με την κατάκτηση της περιοχής από τους Νορμανδούς και την προσπάθεια του πλήρους εκχριστιανισμού της (ενώ, βεβαίως, ήταν και αδιέξοδο, αφού δεν προσέφερε δυνατότητες παραπέρα επέκτασης). Αυτό που έμενε λοιπόν ήταν η Ανατολή, μία περιοχή που βρισκόταν (μετά το Σχίσμα) εντελώς έξω από τη σφαίρα επιρροής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αλλά και των ''Γερμανικών'' λαών που κυριαρχούσαν στις χώρες της Δύσης.
Στην Ανατολή ο εκπρόσωπος της Χριστιανοσύνης ήταν το Βυζάντιο. Μετά την ένδοξη και επεκτατική περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας, όπως κορυφώθηκε με τον Βασίλειο B' Βουλγαροκτόνο, η πορεία προς την παρακμή που επακολούθησε στις επόμενες τρεις δεκαετίες ήταν τόσο ραγδαία, ώστε το Βυζάντιο κινδύνεψε να διαλυθεί την επομένη της ήττας από τους Τούρκους στο Μαντζικέρτ. Οι Σελτζούκοι είχαν ουσιαστικά κυριαρχήσει στη Μικρά Ασία, αφήνοντας μόνο στενές λωρίδες στα παράλια στην κυριαρχία των Βυζαντινών, με τους τελευταίους να βρίσκονται έτσι σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. O ικανός και διορατικός Αλέξιος Κομνηνός, που διαδέχτηκε μία σειρά ανίκανων Αυτοκρατόρων που έφεραν την Αυτοκρατορία σε αυτή τη θέση, προσπάθησε να επαναφέρει το Βυζάντιο στην πρότερη δόξα και δύναμή του.
Στο σημείο αυτό ο Αλέξιος προχώρησε σε μία ενέργεια που άλλαξε το ρου της ιστορίας, μία αλλαγή που για το Βυζάντιο μακροπρόθεσμα ήταν βεβαίως εξαιρετικά δυσάρεστη, αλλά βραχυπρόθεσμα λειτούργησε θετικά. O Αλέξιος απέστειλε στη σύνοδο της Πιατσέντζα μία ομάδα αντιπροσώπων του, οι οποίοι μπροστά στην εκκλησιαστική ομήγυρη και στον Πάπα Ουρβανό B', εξήγησαν ότι ως αδελφοί Χριστιανοί ζητούν από τη Δύση στρατιωτική βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τους ''άπιστους'' Τούρκους. H αίτηση για βοήθεια από τη Δύση φαίνεται ότι βρισκόταν για καιρό στο μυαλό του Αλέξιου, αφού τέσσερα χρόνια πριν είχε κάνει μια πρώτη κίνηση διπλωματικού ανοίγματος προς τη Λατινική Εσπερία.
Τότε είχε στείλει στον Ροβέρτο, κόμη της Φλάνδρας, μία επιστολή στην οποία περιέγραφε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Βυζαντινοί με τους Μουσουλμάνους, ενώ ακολούθησαν και άλλες επιστολές σε γνωστούς Λατίνους άρχοντες. O Ουρβανός, ένας ιδιαίτερα ευφυής και δραστήριος άνδρας, κατάλαβε ότι η ευκαιρία που είχε μπροστά του ήταν μοναδική. Θα μπορούσε ''με έναν σμπάρο'' να πετύχει όχι μόνο δύο, αλλά πολύ περισσότερα ''τρυγόνια''. Ήδη την επομένη της αναχώρησης των Βυζαντινών απεσταλμένων, ξεκίνησε να καταστρώνει τα σχέδιά του. Συγκάλεσε μεγάλη σύνοδο των εκπροσώπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, λαϊκών και κληρικών, στις 18 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, στο Κλερμόντ της Κεντρικής Γαλλίας.
Εργάστηκε άοκνα για να εξασφαλίσει την επιτυχία της συνόδου και συνακόλουθα της ''κλήσης της Χριστιανικής Δύσης υπό τα όπλα'' σε έναν Bellum Sacrum (Ιερό Πόλεμο) που είχε στόχο την ανάκτηση των περιοχών που είχε χάσει το Βυζάντιο από τους Άραβες και τους Τούρκους τους τελευταίους αιώνες. O Ουρβανός όμως δεν σταμάτησε στο Κλερμόντ. Ξεκίνησε μία εκτεταμένη εκστρατεία στη Γαλλία και αλλού, καλώντας όλο και περισσότερους σημαίνοντες άρχοντες να πάρουν τα όπλα και το σταυρό. Οι επαφές του είχαν εξαιρετικά αποτελέσματα. Ως ημερομηνία έναρξης της σταυροφορίας ο Ουρβανός καθόρισε την 15η Αυγούστου του 1096, την ημέρα που η Χριστιανοσύνη γιορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Ιστορία της A' Σταυροφορίας
Ως μία ένοπλη προσκύνηση (ο όρος σταυροφορία δεν είχε ακόμη εφευρεθεί και οι πρώτοι σταυροφόροι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους προσκυνητές), η σταυροφορία είχε πολλές ιδιαιτερότητες. H ιστορία της είναι συνυφασμένη με τη δημιουργία των λεγόμενων σταυροφορικών βασιλείων, δηλαδή των ηγεμονιών της Λατινικής Μέσης Ανατολής. Της ''κανονικής'' σταυροφορίας, αυτής που υποκίνησε δηλαδή ο Ουρβανός, είχε προηγηθεί μία άλλη. H ''σταυροφορία του λαού'', όπως έμεινε στην ιστορία η συνάθροιση των χωρικών που κινήθηκε προς τους Αγίους Τόπους, ήταν απλώς μία δραματική επιβεβαίωση των αδιεξόδων και των τρομακτικών κοινωνικών πιέσεων από τις οποίες υπέφερε η δυτική Χριστιανοσύνη το Μεσαίωνα.
Ομάδες χωρικών από ολόκληρη την Ευρώπη ξεκίνησαν μία μακρά πορεία για τους Αγίους Τόπους, για να ενωθούν καθ' οδόν και να σχηματίσουν ένα τεράστιο, ετερόκλητο πλήθος που κινούνταν αργά διαμέσου της Ευρωπαϊκής υπαίθρου προς την Ανατολή. Τα πλήθος όμως ανδρών, γυναικών και παιδιών, κληρικών και λαϊκών, τυχοδιωκτών, μισθοφόρων, αναπήρων, γέρων, ακόμη και λίγων ιπποτών χαμηλής κοινωνικής στάθμης, δεν είχε την παραμικρή ελπίδα να πετύχει οτιδήποτε -πόσο μάλλον να κατακτήσει τους Αγίους Τόπους. Υπό την αρχηγία ενός χαρισματικού ρήτορα, του μοναχού Πέτρου (που έγινε γνωστός ως Ερημίτης), η σταυροφορία του λαού έμοιαζε περισσότερο με ένα σμήνος ακρίδων που κατέστρεφε τα πάντα στο πέρασμά του.
Οι Σελτζούκοι εξόντωσαν τη συντριπτική πλειονότητά τους και οι ελάχιστοι που επιβίωσαν, ενώθηκαν με την ''κανονική'' σταυροφορία που ακολούθησε λίγες εβδομάδες αργότερα. H A' Σταυροφορία υπήρξε μία πανστρατιά της δυτικής Χριστιανοσύνης. Μόνο οι ιππότες που συμμετείχαν ήταν περισσότεροι από 7.000, αριθμός τεράστιος που δεν βρίσκουμε σε καμία εκστρατεία της εποχής, ενώ το σύνολο των ενόπλων ήταν πιθανότατα πάνω από 40.000. Μαζί με τους χωρικούς και τους υπόλοιπους που ακολουθούσαν, το πλήθος των ''προσκυνητών'' που έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη ίσως έφθανε και τους 100.000. Μεταξύ των σταυροφόρων βρισκόταν η αφρόκρεμα της Φράγκικης ιπποσύνης και εκατοντάδες ακόμη, περισσότερο ή λιγότερο γνωστοί, ιππότες από ολόκληρη τη Δ. Ευρώπη.
Τυπικά ηγέτης της σταυροφορίας ήταν ο παπικός λεγάτος, αντιπρόσωπος του Ουρβανού, Αντεμάρ του Λε Πι, ενώ μαζί του είχαν έλθει σπουδαίοι άρχοντες με τις πολυπληθείς ακολουθίες τους. Κατ’ αρχάς, ο Ρεϋμόνδος Δ' της Τουλούζης, ο διασημότερος άρχοντας της Προβηγκίας, με έναν στρατό Βασάλων, Σεργέντων και μισθοφόρων. Τα αδέλφια Γοδεφρείδος, Ευστάθιος και Βαλδουίνος ντε Μπουιγιόν εκπροσωπούσαν τη Λοραίνη και είχαν υπό τις διαταγές τους μία ολόκληρη στρατιά. H Βόρεια Γαλλία είχε επίσης πλούσια εκπροσώπηση, με σημαντικούς άρχοντες όπως ο Ροβέρτος B' της Φλάνδρας και ο αδελφός του βασιλιά της Γαλλίας, του αφορισμένου Φίλιππου, Ούγος του Βερμαντουά.
Μαζί τους ήταν ο αδελφός του Νορμανδού βασιλιά της Αγγλίας, Ροβέρτος της Νορμανδίας, καθώς και ο κόμης του Μπλουά, Στέφανος. Ένας ακόμη Νορμανδός άρχοντας, από την Ιταλία αυτός, ο Βοημούνδος του Τάρανδα, μαζί με τον ανιψιό του Τανκρέδο, συμπλήρωναν αυτήν την ''πινακοθήκη'' των κορυφαίων ευγενών που έλαβαν μέρος στη σταυροφορία. O πρώτος στόχος της υπέρλαμπρης σταυροφορικής στρατιάς ήταν η Νίκαια της M. Ασίας, όπου βάδισαν μαζί με το στρατό του Βυζαντίου. H πόλη όμως παραδόθηκε στους Βυζαντινούς, γεγονός που δυσαρέστησε ιδιαιτέρως τους Λατίνους καθώς περίμεναν την ευκαιρία να επιδοθούν στη λεηλασία της, συνέχισαν ωστόσο την πορεία προς Ανατολάς.
Αφού νίκησαν δύο φορές τους Σελτζούκους, οι Λατίνοι συνέχισαν για τον επόμενο στόχο τους, την Αντιόχεια. Πριν ακόμη φθάσουν όμως στην παλιά πρωτεύουσα των Σελευκιδών, ένας από τους κορυφαίους μεταξύ των σταυροφόρων, ο Βαλδουίνος ντε Μπουιγιόν, άφησε τους συντρόφους του μόλις πέρασαν στην Κιλικία και συνέχισε ανατολικά, φτάνοντας στην Έδεσσα. Λίγο αργότερα θα διαδεχθεί τον ντόπιο ηγεμόνα Θόρο (ή Τόρος) -μετά από μία σειρά, μάλλον ύποπτων συμβάντων- και θα γίνει ηγεμόνας της Έδεσσας, δημιουργώντας το πρώτο από τα σταυροφορικά κράτη, την Κομητεία της Έδεσσας. O Βαλδουίνος αργότερα θα αναρριχηθεί στο θρόνο της Ιερουσαλήμ.
Οι υπόλοιποι ''προσκυνητές'' συνέχισαν προς την Αντιόχεια, που την εποχή εκείνη ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις της M. Ανατολής και αποτελούσε μέχρι το 1080, όταν καταλήφθηκε από τους Σελτζούκους, τη σημαντικότερη κτήση των Βυζαντινών στην περιοχή. O πληθυσμός της συνέχιζε να είναι σε σημαντικό ποσοστό Ελληνικός (ακόμη κατοικούσαν στην πόλη πολλοί Σύριοι, Τούρκοι, Άραβες, Αρμένιοι και άλλοι) και η πόλη ήταν πλούσια, μεγάλη και ισχυρή -όπως άλλωστε και η φρουρά της. H πολιορκία της Αντιόχειας ήταν ίσως το δραματικότερο γεγονός της A' Σταυροφορίας, αφού διήρκεσε πολλούς μήνες και έφερε τους Χριστιανούς στα πρόθυρα της διάλυσης και της εγκατάλειψης του αγώνα τους.
Οι σταυροφόροι χρειάστηκε να δώσουν πολλές και σημαντικές μάχες για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους έξω από τα τείχη της πόλης, η οποία όμως έμοιαζε αδύνατο να κατακτηθεί με έφοδο. Για το λόγο αυτό, ο πανούργος Βοημούνδος κατάφερε να δωροδοκήσει έναν Αρμένιο αξιωματικό της Τουρκικής φρουράς, ο οποίος στην ουσία του παρέδωσε την πόλη. Οι σταυροφόροι εγκαινίασαν τις κατακτήσεις τους στη M. Ανατολή με ένα λουτρό αίματος, αφού εξόντωσαν το σύνολο των Μουσουλμάνων και Εβραίων (και αρκετούς Χριστιανούς) κατοίκων της πόλης. O μεγάλος στόχος της σταυροφορίας ήταν η Ιερουσαλήμ, η κατάληψη της οποίας πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες αργότερα, μετά από άλλη μία εξαντλητική πολιορκία.
Η οποία όμως ήταν πολύ ευκολότερη αυτής της Αντιόχειας, αφού εκείνο τον καιρό η Ιερουσαλήμ ήταν μία μικρή πόλη 22.000 έως 25.000 κατοίκων και με περιορισμένη φρουρά. Παρόλα αυτά, οι σταυροφόροι χρειάστηκε να επιστρατεύσουν για μία ακόμη φορά το υπερφυσικό στοιχείο, πραγματοποιώντας τριήμερη νηστεία και μία λιτανεία κάτω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ πριν από την τελική έφοδο. Αφού κατέσφαξαν το σύνολο των κατοίκων της πόλης, ξεκίνησαν την προσπάθεια ανεύρεσης του νέου βασιλιά της. Ουσιαστικά από τους ηγέτες της σταυροφορίας που ξεκίνησαν δυόμισι χρόνια πριν από την Κωνσταντινούπολη, μόνο δύο έφθασαν στην Ιερουσαλήμ, ο Ρεϋμόνδος της Τουλούζης και ο Γοδεφρείδος ντε Μπουιγιόν.
O Ρεϋμόνδος είχε μεγαλύτερο κύρος, γι' αυτό οι ιππότες προσέφεραν σε αυτόν το στέμμα της Ιερουσαλήμ. Εκείνος όμως, ως ανήσυχη φύση και ευσεβής πολεμιστής της πίστης, αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν είναι δυνατόν να στεφθεί βασιλιάς στον τόπο όπου μαρτύρησε ο Ιησούς. Βεβαίως, ο Ρεϋμόνδος είχε κατά νου να κατακτήσει την Τρίπολη, ωστόσο με τον τρόπο αυτό στέρησε από τον Οίκο της Τουλούζης το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το οποίο επρόκειτο να περάσει στον Οίκο των ντε Μπουιγιόν, των εκπροσώπων της Λοραίνης στη σταυροφορία.
O Γοδεφρείδος επίσης αρνήθηκε το στέμμα της Ιερής Πόλης με το ίδιο σκεπτικό, αλλά δέχτηκε (ή πρότεινε) μία εναλλακτική λύση, την αναγόρευσή του σε ''Προστάτη του Παναγίου Τάφου'' (Advocatus Sancti Sepulchri). O πρώτος του Οίκου του που θα γινόταν βασιλιάς της Ιερουσαλήμ ένα χρόνο αργότερα θα ήταν ο αδελφός του, Βαλδουίνος (ο κόμης της Έδεσσας), μετά το θάνατο του Γοδεφρείδου.
H Δύση Υποτάσσει την Ανατολή
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της βασικής κατάκτησης, άρχισαν οι πραγματικές δυσκολίες για τους Χριστιανούς. Ωστόσο, διέθεταν πλέον ένα στέρεο προγεφύρωμα στη M. Ανατολή και δεν σκόπευαν να παραιτηθούν της επιθυμίας τους να το επεκτείνουν. Αφού απέκρουσαν τους Φατιμίδες, ασχολήθηκαν με την οργάνωση των νεόκοπων κρατικών μορφωμάτων που δημιούργησαν, καθώς και με την ενίσχυσή τους με ανθρώπινο δυναμικό. Οι Χριστιανικοί πληθυσμοί της M. Ανατολής δεν ήταν ιδιαίτερα φίλα προσκείμενοι προς τους Λατίνους. H απόσταση μεταξύ των Λατίνων και των ντόπιων μεγάλωνε εξαιτίας αφενός της ευκολίας με την οποία οι δεύτεροι έπεφταν θύματα της αρπακτικής μανίας των πρώτων και αφετέρου επειδή η νεόκοπη αριστοκρατία των Φράγκων τούς έβλεπε ως δυνάμει δουλοπάροικους.
Οι τρεις ηγεμονίες που είχαν δημιουργηθεί από τους ''προσκυνητές'', το πριγκιπάτο της Αντιόχειας, η Κομητεία της Έδεσσας και το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, άρχισαν να ακμάζουν, αλλά ορισμένες άστοχες κινήσεις του Βοημούνδου (τέθηκε αντιμέτωπος με την ισχύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, βασιζόμενος στη βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας) κατέστησαν την Αντιόχεια υποτελή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σύντομα στην τριάδα των Λατινικών κρατιδίων θα προστίθετο και η Κομητεία της Τρίπολης, που θα δημιουργούσε ο Οίκος του Κόμη της Τουλούζης. Πάντως, ο ίδιος ο Ρεϋμόνδος άφησε την τελευταία του πνοή στην πολιορκία της Τρίπολης, την οποία λίγο αργότερα κατέκτησαν οι δυνάμεις του.
Οι Λατίνοι μετέφεραν στη M. Ανατολή τους θεσμούς και την ιεραρχία των κοινωνιών της Δ. Ευρώπης, ωστόσο δεν ήταν δυνατόν να ''μεταφυτεύσουν'' επακριβώς τη Μεσαιωνική Ευρωπαϊκή κοινωνία στο Λεβάντε. Για το λόγο αυτό από την ίδρυσή τους τα σταυροφορικά βασίλεια (όπως συχνά ονομάζονται), είχαν πολλές ιδιαιτερότητες. O βασιλιάς είχε ένδεια πόρων, υπηκόων και εξουσίας, κατά συνέπεια η στρατιωτική δύναμή του ήταν μικρή και σε ορισμένες περιπτώσεις οι ισχυρότεροι από τους φεουδάρχες του είχαν μεγαλύτερη ισχύ από τον ίδιο.
Στο πλαίσιο αυτό όχι μόνο επιτράπηκε η ίδρυση και λειτουργία των ιπποτικών ταγμάτων, αλλά υπήρχαν και όλες οι προϋποθέσεις ώστε τα τάγματα να γιγαντωθούν και να εξελιχθούν σε έναν θεσμό με τεράστια δύναμη και επιρροή, όχι μόνο στους Αγίους Τόπους αλλά και γενικότερα σε ολόκληρη τη Χριστιανική Δύση.
Οι Ναΐτες Υπερασπίζονται το Σταυρό
Στο ιστορικό πλαίσιο που ορίστηκε από τις σταυροφορίες, έκαναν την εμφάνισή τους και οι Ναΐτες. Οι ιππότες του Ναού σύμφωνα με όλες τις πηγές είχαν ένα ιδιαίτερα ταπεινό ξεκίνημα. Τόσο ταπεινό που κανείς από τους χρονικογράφους που έζησαν και έγραψαν την εποχή της δημιουργίας των Ναϊτών, δηλαδή στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας και στις αρχές της τρίτης του 12ου αιώνα, δεν θεώρησε το ξεκίνημα ενός ιπποτικού τάγματος άξιο αναφοράς. Ηταν άλλωστε το πρώτο ιπποτικό τάγμα και η έλλειψη αντίστοιχου προηγούμενου έκανε τους σύγχρονούς του αρκετά επιφυλακτικούς όσον αφορά στην αντιμετώπισή του.
Ουδεμία σοβαρή μνεία γίνεται στα επίσημα έγγραφα του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, πέραν των αρχικών δωρεών από το βασιλιά στους Milites Christi, δηλαδή ''Ιππότες του Χριστού'' όπως ονομάστηκαν αρχικά αυτοί που στη συνέχεια έγιναν γνωστοί ως ''Ναΐτες''. Το τάγμα δημιουργήθηκε αρχικά για έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό, ο οποίος όμως σύντομα πέρασε σε δεύτερη μοίρα: την προστασία των προσκυνητών που έρχονταν στους Αγίους Τόπους και κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή από τους ληστές, τους ''Σαρακηνούς'' και τους Τουρκομάνους που λυμαίνονταν την ύπαιθρο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι προσκυνητές που κινούνταν στους κύριους δρόμους, όπως εκείνον που οδηγούσε από την Άκρα -το βασικό λιμάνι των σταυροφορικών βασιλείων- στην Ιερουσαλήμ.
Τη ζοφερή πραγματικότητα των προσκυνητών εκείνης της εποχής περιγράφει ο ίδιος ο επίσκοπος της Άκρας, Ιάκωβος του Βιτρύ: ''Και ενώ από όλα τα μέρη της γης φτωχοί και πλούσιοι, νέοι και νέες, γέροι και παιδιά συνέρρεαν στην Ιερουσαλήμ για να επισκεφτούν τους Αγίους Τόπους, ληστές και απαγωγείς μάστιζαν τις δημόσιες οδούς και έστηναν καρτέρι στους ανύποπτους προσκυνητές, ληστεύοντας πολλούς απ' αυτούς και σφάζοντας άλλους''. O Φουλσέρ της Σαρτρ, που είχε έλθει στους Αγίους Τόπους με την A' Σταυροφορία, έκανε στο χρονικό που συνέγραψε ιδιαίτερη μνεία στην αδυναμία των Λατίνων να πετύχουν έναν έστω ικανοποιητικό έλεγχο της υπαίθρου του Βασιλείου, έξω δηλαδή από τις τειχισμένες πόλεις και τα κάστρα.
Υπογράμμιζε ότι σε κεντρικές οδικές αρτηρίες, όπως ο δρόμος από τη Ραμάλα στην Ιερουσαλήμ, ήταν σχεδόν αδύνατον να κινηθούν μεμονωμένοι προσκυνητές ή άλλοι ταξιδιώτες, από το φόβο των πολλών συμμοριών που λυμαίνονταν την οδό αυτή. O πληθυσμός της υπαίθρου, σύμφωνα με τον ίδιο, ζούσε υπό το κράτος του φόβου, αφού όλοι περίμεναν ανά πάσα στιγμή να ακούσουν τη σάλπιγγα από τους φρουρούς που θα ειδοποιούσε για μία ακόμη επιδρομή και θα τους καλούσε να κρυφτούν ή να πάρουν τα όπλα για να γλιτώσουν από τη μανία των επιδρομέων. Μεταξύ των τελευταίων δεν ήταν μόνο οι πάσης φύσεως παράνομοι που λυμαίνονταν την ύπαιθρο.
Αλλά και δυνάμεις των ''Σαρακηνών'' (Άραβες και Τούρκοι) που έκαναν σύντομες επιδρομές στα εδάφη που κατείχαν οι Λατίνοι, καθώς και μεγάλες ομάδες άγριων Τουρκομάνων, που αποτελούσαν πραγματική μάστιγα για την Παλαιστίνη ακόμη και πριν από τη Χριστιανική κατάκτηση. Παρά τις άφθονες αναφορές του στην επικινδυνότητα των δρόμων και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι προσκυνητές, ο Φουλσέρ δεν κάνει την παραμικρή μνεία στους Ναΐτες και αυτό είναι περίεργο, αν σκεφτούμε ότι έγραψε τμήμα του έργου την εποχή ακριβώς της δημιουργίας του τάγματος. Είναι βεβαίως πιθανό να μη θεώρησε άξια αναφοράς μια μικρή ομάδα εννιά ιπποτών, τους οποίους ουσιαστικά προσέλαβαν ο βασιλιάς και ο πατριάρχης της Ιερουσαλήμ -όπως θα δούμε στη συνέχεια- για να ασκούν ''αστυνομικά'' καθήκοντα.
Ανάλογη είναι η εικόνα για την κατάσταση στην περιοχή που δίνει ο Ρώσος αβάς Δανιήλ, ο οποίος προσπάθησε να επισκεφτεί όλες τις ιερές τοποθεσίες που αναφέρονται στα Ευαγγέλια και για δύο χρόνια υπέβαλλε τον εαυτό του σε όλους τους κινδύνους και τις ταλαιπωρίες που μπορούσε να αντιμετωπίσει ένας προσκυνητής στους Αγίους Τόπους: ''Οι προσκυνητές ξαποσταίνουν δίπλα στο νερό με μεγάλο φόβο, γιατί πρόκειται για ένα έρημο μέρος, κοντά στην πόλη της Ασκαλώνας, απ' όπου Σαρακηνοί βγαίνουν και σκοτώνουν τους ταξιδιώτες''. O ίδιος προσκυνητής αναφέρει τους κινδύνους που αντιμετώπιζε ο ταξιδιώτης στην προσπάθειά του να επισκεφθεί τον Ιορδάνη και άλλα μέρη ενδιαφέροντος για έναν ευσεβή Χριστιανό.
Ο οποίος προσπαθεί να κερδίσει τη Θεία Χάρη με την επαφή του με τον τόπο όπου έζησε και μαρτύρησε ο Ιησούς. Με λίγα λόγια, οι Άγιοι Τόποι, παρά το ότι ελέγχονταν πλέον από τους Χριστιανούς, ήταν ένας κάθε άλλο παρά ασφαλής τόπος για τους Ευρωπαίους προσκυνητές και επισκέπτες. Σε αυτή την κατάσταση παρέμεινε η περιοχή για πολλά χρόνια. Οι νέοι κατακτητές, οι Φράγκοι, αποδείχτηκαν ακόμη πιο ανίκανοι από τους προηγούμενους, τους Μουσουλμάνους, να ειρηνεύσουν και να ελέγξουν αποτελεσματικά την περιοχή.
Οι ''Αστυνόμοι'' της Ουτρεμέρ
Σε αυτήν την εποχή και υπό αυτές τις συνθήκες εμφανίζονται οι Ναΐτες ως μία απάντηση στο ερώτημα του πώς θα καταστεί ασφαλής η ύπαιθρος. Στην πραγματικότητα, όλες οι πηγές συμφωνούν ότι οι Ιππότες του Ναού ξεκίνησαν την πορεία τους ακριβώς ως μία ''αστυνομική'' δύναμη του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Όπως σημειώσαμε και παραπάνω, το ξεκίνημα του τάγματος ήταν τόσο ταπεινό, που ουδείς από τους σύγχρονους χρονικογράφους που κατέγραψαν τα γεγονότα της εποχής αυτής δεν ανέφερε τη δημιουργία του. Οι πηγές που έχουμε για το ξεκίνημα των Ναϊτών προέρχονται από μεταγενέστερες -αν και όχι πολύ- μεταξύ των οποίων θα ξεχωρίζαμε τον Γουλιέλμο, αρχιεπίσκοπο της Τύρου, και τον Μιχαήλ τον Σύριο, πατριάρχη Αντιοχείας.
Και οι δύο αυτοί άνδρες, που έγραψαν το έργο τους κυρίως στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα και άρα είχαν μία χρονική απόσταση μερικών δεκαετιών από το ξεκίνημα του τάγματος, έγραψαν για τις απαρχές των Ναϊτών σε μία εποχή που οι τελευταίοι είχαν ήδη γίνει μία από τις σημαντικότερες δυνάμεις της Χριστιανικής Ανατολής και όχι μόνο. O Γουλιέλμος, που δεν διάκειται φιλικά προς τους Ναΐτες και στέκεται κριτικά απέναντί τους σε πολλά σημεία, τοποθετεί χρονικά τις απαρχές του τάγματος στο 1118.
Εκείνη τη χρονιά, όπως αναφέρει, ''κάποιοι ευγενείς της τάξης των ιπποτών, αφοσιωμένοι στο Θεό, ευσεβείς και θεοσεβούμενοι, εκ των οποίων οι πιο σημαντικοί ήταν ο Ούγος του Παιν (ή Παγιέν) της Καμπανίας και ο Γοδεφρείδος του Σεντ Ομέρ του Πικανρντί'', έλαβαν τους όρκους ''της πενίας, της αγνότητας και της υπακοής στα χέρια (Πρόκειται για το γνωστό immixtio manuum, τον τυπικό όρκο υποτέλειας του Βασάλου προς τον επικυρίαρχό του) του Βαρμούνδου του Πικινί, πατριάρχη της Ιερουσαλήμ''. Διά του όρκου αυτού, δεσμεύθηκαν να αφιερώσουν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία του Θεού κατά το τυπικό των εκκλησιαστικών κανόνων.
O Γουλιέλμος συμπληρώνει ότι ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, Βαλδουίνος B', που είχε διαδεχθεί το συνονόματο ξάδελφό του μόλις λίγους μήνες πριν, τους παραχώρησε καταλύματα για να διαβιούν σύμφωνα με τους κανόνες που είχαν αποδεχτεί, στη νότια πλευρά του Αλ Ακσά ή -όπως το ονόμασαν οι Λατίνοι- ''Ναού του Κυρίου''. O ίδιος ο Βαλδουίνος είχε την κατοικία του στο τέμενος του Αλ Ακσά, καθώς οι σταυροφόροι πίστευαν ότι αυτή ήταν η τοποθεσία όπου βρισκόταν ο Ναός του Σολομώντα. Συνακόλουθα, το τέμενος και τα γύρω από αυτό κτήρια έγιναν γνωστά ως ''Ναός του Σολομώντα''. O ίδιος χρονικογράφος προσθέτει και την αιτία γι' αυτήν την ειδική μεταχείριση των ιπποτών από μέρους του βασιλιά και του πατριάρχη, η οποία ήταν το καθήκον που ανέλαβαν.
Όπως λέει, το καθήκον αυτό ''τους ανατέθηκε από τον άρχοντα πατριάρχη και τους υπόλοιπους επισκόπους για να πετύχουν τη σωτηρία της ψυχής τους''. Έπρεπε, δηλαδή, ''να διατηρούν, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, καθαρούς από τις ενέδρες των ληστών και άλλες επιδρομές τους δρόμους (του βασιλείου) ιδιαίτερα για την ασφάλεια των προσκυνητών''. Δεν ξεκαθαρίζεται στις πηγές (ιδιαίτερα σε αυτήν που εξετάζουμε τώρα) αν η ανάληψη καθηκόντων άτυπης αστυνομίας της υπαίθρου του βασιλείου ήταν ο λόγος της ίδρυσης του τάγματος ή προέκυψε στην πορεία. Αυτό που φαίνεται να υπονοεί ο Γουλιέλμος ήταν ότι αρχικά οι άνδρες αυτοί επιθυμούσαν να υιοθετήσουν ένα είδος κοινοβιακής ζωής, κοντά σε αυτήν των μοναστικών ταγμάτων.
Επιθυμούσαν, δηλαδή, να δημιουργήσουν ένα είδος μοναστικής αδελφότητας, χωρίς παράλληλα να εγκαταλείψουν την κοσμική υπόστασή τους, δηλαδή αυτήν του ιππότη. Στη συνέχεια, όπως υπονοείται, τους προτάθηκε να αναλάβουν μία πιο ουσιαστική και συγκεκριμένη αποστολή, με την οποία θα μπορούσαν όχι μόνο να δικαιολογούν την ύπαρξή τους ως ''αδελφότητα'' αλλά και να πετύχουν τη σωτηρία της ψυχής τους, όπως υπόσχονταν οι εκκλησιαστικοί άρχοντες της περιοχής. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή η εξήγηση είναι η σωστότερη, αφού επιβεβαιώνεται εμμέσως πλην σαφώς και από άλλες, σκόρπιες αναφορές για τους Ναΐτες, που επιβιώνουν σε κείμενα άλλων, πέραν του Γουλιέλμου, χρονικογράφων.
Κάπως διαφορετική είναι η αρχή των ιπποτών, σύμφωνα με τον Μιχαήλ τον Σύριο, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι Ναΐτες είναι δημιούργημα του βασιλιά της Ιερουσαλήμ, ο οποίος πρότεινε στον Ούγο του Παιν και στους ''τριάντα συντρόφους του'' να αναλάβουν έναν δραστήριο ρόλο όσον αφορά στην προστασία των Αγίων Τόπων από τους ληστές. O Μιχαήλ υπονοεί επίσης ότι ο Ούγος και οι σύντροφοί του επιθυμούσαν να ζήσουν σε ένα είδος κοινοβίου, αλλά ο Βαλδουίνος τούς έδωσε τη δυνατότητα να συνδυάσουν τη μοναστική ζωή με αυτήν του ιππότη και ταυτόχρονα να προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στο βασίλειό του. Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αντίθετα με τον Μιχαήλ, ο Γουλιέλμος παραδίδει ότι οι αρχικοί ιππότες ήταν εννιά και ότι για αρκετά χρόνια ο αριθμός αυτός δεν είχε αυξηθεί.
Γενικά στις μεταγενέστερες πηγές έχει υιοθετηθεί ο αριθμός του Γουλιέλμου και όχι αυτός του Μιχαήλ. Σε σχετική αφάνεια έχει περιέλθει μία άλλη εκδοχή για το ξεκίνημα του τάγματος, αυτή που παραδίδει ο Γουώλτερ Μαπ, αρχιδιάκος της Οξφόρδης. Σύμφωνα με τον Μαπ, όλα ξεκίνησαν με έναν ιππότη από τη Βουργουνδία, ονόματι Παγκάνους (''Paganus'', μπορεί να θεωρηθεί μια ''Λατινική'' παράφραση του τόπου καταγωγής του Ούγου, δηλαδή της πολίχνης Παιν ή Παγιέν), ο οποίος ανέλαβε ως έργο ζωής την προστασία μιας συγκεκριμένης πηγής κοντά στην Ιερουσαλήμ από τους ληστές που επιτίθεντο σε όσους σταματούσαν εκεί για να ξαποστάσουν.
Όταν ο αριθμός των ληστών ξεπέρασε τις δυνατότητές του, ο Παγκάνους απευθύνθηκε στον Βαλδουίνο, ο οποίος του παραχώρησε διαμερίσματα στο ''Ναό του Σολομώντα'' και την άδεια να συγκεντρώσει ακόμη περισσότερους συντρόφους για να αντιμετωπίσει τους κακοποιούς. Γενικά το χρονικό του Μαπ για τους Ναΐτες δεν είναι ιδιαίτερα αναλυτικό και δεν θεωρείται εξίσου αξιόπιστο με αυτό του Γουλιέλμου ή άλλων συγγραφέων που έγραψαν αργότερα για το ίδιο θέμα. Αυτό που αποτελεί κοινό τόπο σε σχεδόν όλες τις πηγές είναι ότι οι Ναΐτες ''επιστρατεύθηκαν'' για να προσφέρουν συγκεκριμένες υπηρεσίες στην Ιερουσαλήμ, οι οποίες στην περίοδο που εξετάζουμε ήταν απολύτως απαραίτητες στο βασίλειο.
Όπως προαναφέραμε, ο έλεγχος που ασκούσε ο βασιλιάς στην ύπαιθρο ήταν υποτυπώδης έως -σε ορισμένες περιόδους- μηδαμινός. Ούτως ή άλλως, το βασίλειο της Ιερουσαλήμ ήταν μία ιδιάζουσα περίπτωση, υπό την έννοια ότι οι δυνάμεις που είχε στη διάθεσή του ο ηγεμόνας, τόσο οι οικονομικές όσο και οι στρατιωτικές, ήταν περιορισμένες, ενώ περισσότερη δύναμη είχαν οι κατά τόπους φεουδάρχες, των οποίων ο όρκος υποτέλειας στον ηγεμόνα τους ήταν συχνά μάλλον απατηλός. Αυτό οφείλεται κατά βάση στον τρόπο δημιουργίας του βασιλείου και στο πώς έλαβε το αξίωμά του ο οίκος της Μπουιγιόν: Οι ευγενείς που συμμετείχαν στις σταυροφορίες εξέλεξαν τον Γοδεφρείδο ντε Μπουιγιόν ως βασιλιά (τυπικά, στην αρχή, ως ''Επίτροπο'') της Ιερουσαλήμ.
Με αυτά τα δεδομένα, το Haute Cour, το συμβούλιο των ευγενών της Ουτρεμέρ, είχε τουλάχιστον ίση δύναμη με τον βασιλιά και σε πολλές περιπτώσεις υπαγόρευε την πολιτική του. Πέρα όμως από τις πολιτικές ''επιπλοκές'', ο βασιλιάς υπέφερε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ηγεμόνα των Αγίων Τόπων από τη μάστιγα που αντιμετώπιζαν όλες οι Χριστιανικές ηγεμονίες του Λεβάντε: την ανεπάρκεια σε πόρους, οικονομικούς και ανθρώπινους. Για το λόγο αυτό, μία κολεκτίβα που θα εκμεταλλευόταν ένα μικρό μόνο μέρος των πόρων του βασιλείου για να του προσφέρει σε αντάλλαγμα μία σημαντική υπηρεσία, ήταν στα μάτια του Βαλδουίνου μία εξαιρετικά συμφέρουσα προοπτική. Όχι μόνο λόγω των προσωρινών -όπως αποδείχτηκε- ''αστυνομικών'' καθηκόντων της, αλλά και επειδή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και με ποικίλους άλλους τρόπους.
Οι Ναΐτες στην Υπηρεσία του Βασιλείου
Το ίδιο διάστημα, στην περιοχή δρούσε και ένα άλλο ιδιότυπο τάγμα, που είχε ως πρωταρχική αποστολή του το συνδυασμό μοναστικής και κοσμικής ζωής και ως εκ τούτου την προσφορά έργου στην τοπική κοινωνία. Πρόκειται για τους Οσπιταλιέρους (Hospital iers ή Hospitalers, εκ του Hospital που σημαίνει νοσοκομείο ή στην αρχική του έννοια - ξενώνας) ή αλλιώς Τάγμα του Αγίου Ιωάννη (από το οποίο ονομάστηκαν παράλληλα και ''Ιωαννίτες''). Το έργο τους ήταν η παροχή βοήθειας στους ασθενείς ταξιδιώτες αλλά και κατοίκους της περιοχής και η φιλοξενία τους στον ξενώνα, που λειτουργούσε και ως νοσοκομείο.
Οπότε η δημιουργία ενός ακόμη ανάλογου θεσμού που θα προσέφερε υπηρεσίες αστυνομικής φύσεως, έμοιαζε ως ένα εξαιρετικό συμπλήρωμα των φιλανθρωπικών υπηρεσιών των Οσπιταλιέρων στα μάτια του Βαλδουίνου και του πατριάρχη της Ιερουσαλήμ Βαρμούνδου. Όσον αφορά στη δημιουργία του τάγματος του Ναού, υπάρχουν συγκεκριμένα έγγραφα που αποδεικνύουν την ύπαρξή του πριν από τη σύνοδο του Τρουά, όπου, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το τάγμα έλαβε τόσο την επίσημη αναγνώριση όσο και την ουσιαστική ταυτότητά του. Τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνουν και μία πράξη επικύρωσης των προνομίων του έτερου ισχυρού τάγματος, των Οσπιταλιέρων, από το βασιλιά Βαλδουίνο.
Στην πράξη αυτή μάρτυρας ήταν ο Ούγος του Παιν, ο οποίος ωστόσο δεν αναφέρεται με την ιδιότητα του μαγίστρου του τάγματος, αλλά του ''Ιππότη του Χριστού'', ενώ ένας άλλος ιππότης του τάγματος, υπό το όνομα Ροβέρτος (Robert), παρίστατο ως μάρτυρας στη σύνταξη ενός άλλου διατάγματος το 1125, με το οποίο ο επίσκοπος της Ναζαρέτ Βερνάρδος απάλλασσε τους Ιωαννίτες από την υποχρέωση καταβολής φόρου στην ενορία του. Ενα ακόμη πρόβλημα είναι αυτό της ακριβούς χρονολόγησης της ίδρυσης του τάγματος, με δεδομένο ότι η κύρια πηγή που έχουμε είναι ο Γουλιέλμος, που κατά κανόνα δεν είναι ιδιαίτερα ακριβής όσον αφορά στις ημερομηνίες.
Διάφορα έγγραφα που αναφέρουν δωρεές που έγιναν από κοσμικούς άρχοντες στο τάγμα ορισμένα χρόνια αργότερα (οι περισσότερες βεβαίως αφορούν στην περίοδο μετά τη σύνοδο του Τρουά) υποδεικνύουν ότι το τάγμα δημιουργήθηκε το 1119 ή το 1120 και όχι το 1118 που καταθέτει ο Επίσκοπος της Τύρου. Αλλά και ο ίδιος ο Γουλιέλμος διαψεύδει σε κάποιο σημείο των γραφομένων του τον εαυτό του, τοποθετώντας την απαρχή των Ναϊτών στο 1120. H πιο πρόσφορη εξήγηση για την εμφάνιση αυτού του ''προβλήματος'' είναι ότι η ίδρυση του τάγματος δεν έγινε ταυτόχρονα με την ανάληψη ''αστυνομικών'' καθηκόντων από τον Ούγο και τους συντρόφους του.
H πλειονότητα των ερευνητών σήμερα θεωρεί ως πιθανότερο η δημιουργία ή, έστω, η επίσημη αναγνώρισή του από το βασιλιά και τον πατριάρχη της Ιερουσαλήμ να συνέβη μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου του 1120. Μία περισσότερο ακριβής χρονολόγηση δεν είναι εύκολη, λόγω έλλειψης επίσημων αρχείων και ειδικότερα του αρχείου του ίδιου του τάγματος, που καταστράφηκε με την κατάληψη της Κύπρου -όπου φυλασσόταν- από τους Οθωμανούς μερικούς αιώνες μετά τα γεγονότα στα οποία αναφερόμαστε. Κάποιοι ερευνητές, σε μία προσπάθεια ακριβούς χρονολόγησης, αναφέρονται στη σύνοδο εκκλησιαστικών αρχόντων της Ουτρεμέρ, με τη συμμετοχή πιθανότατα και του βασιλιά Βαλδουίνου, που έγινε στη Ναμπλούς τον Ιανουάριο του 1120.
Αυτή η σύνοδος πραγματοποιήθηκε σε μία ιδιαίτερα βαριά ατμόσφαιρα καθώς οι Χριστιανικές ηγεμονίες αντιμετώπιζαν δισεπίλυτα προβλήματα και ήταν πρόσφατη η επίθεση Σαρακηνών ενάντια σε μία ομάδα 700 προσκυνητών στην έρημο της Ιορδανίας. Σ' αυτήν την επίθεση σφαγιάστηκαν περί τους 300 προσκυνητές και τουλάχιστον 60 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Θεωρείται λοιπόν πιθανό ότι οι ιεράρχες που συγκεντρώθηκαν στη Ναμπλούς με το βασιλιά, να αποφάσισαν να αναθέσουν στη νεοϊδρυθείσα κολεκτίβα των ''φτωχών ιπποτών'' το καθήκον της αστυνόμευσης της υπαίθρου, αν και δεν υπάρχουν έγγραφα που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο.
Με βάση τα όσα προαναφέραμε, θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε ότι οι Ναΐτες, ως κολεκτίβα ιπποτών χωρίς συγκεκριμένη αποστολή, είχαν ξεκινήσει από το 1118 και μόνο δύο περίπου χρόνια αργότερα ''στρατολογήθηκαν'' από τον Βαλδουίνο. Αυτή είναι μια βολική εξήγηση, που παρακάμπτει και την αναγκαιότητα καθορισμού ενός ''ορόσημου'' για τη δημιουργία του τάγματος. Γενικά αποτελεί πάγια τακτική της ιστοριογραφίας να δέχεται ως έτος δημιουργίας ενός ιπποτικού τάγματος το έτος κατά το οποίο ''στρατιωτικοποιήθηκε'', δηλαδή έγινε τάγμα εν όπλοις. Το έτος αυτό για τους Ναΐτες, όπως είδαμε, είναι το 1120.
Αναφέραμε ότι οι περισσότερες πηγές -ξεκινώντας από το Γουλιέλμο της Τύρου- συμφωνούν ότι οι Ναΐτες στο ξεκίνημά τους ήταν μόλις εννιά άτομα, εννιά φτωχοί ιππότες που ορκίστηκαν πενία και αγνότητα και αποτέλεσαν τους πρώτους ιππότες του Χριστού. Επικεφαλής αυτών των εννέα ιπποτών ήταν ο Ούγος του Παιν ή Παγιέν, που ανέλαβε και πρώτος Μέγας Μάγιστρος (Magister Magnus) του νέου ιπποτικού τάγματος. Ουδείς από τους εννέα είχε κάποια άμεση σχέση με την εκκλησία, δεδομένου ότι επρόκειτο για κοσμικούς ιππότες, ευγενείς από διάφορα μέρη κυρίως της Γαλλίας αλλά και της Φλάνδρας.
Δεύτερος τη τάξει, κατά τα φαινόμενα, ήταν ο Γοδεφρείδος του Σαιντ Ομέρ από τη Φλάνδρα, ενώ ακόμη αναφέρονται από τις πηγές οι Παγιέν του Μοντιντιέρ, Αρσαμπό του Σαιντ Ανιάν, Ανδρέας του Μοντμπάρντ, Τζόφρεϋ Μπισόν και δύο άνδρες των οποίων έχουν σωθεί μόνο τα ονόματα, Ροσάλ και Γκονταμέρ. O ένατος Ναΐτης παραμένει άγνωστος. O Γουλιέλμος υποστηρίζει ότι χρόνια μετά το ξεκίνημα του τάγματος, ακόμη και τις παραμονές της συνόδου του Τρουά που θα επικύρωνε τη νομιμότητά του και θα του έδινε τον επίσημο κανόνα λειτουργίας του, οι ιππότες παρέμεναν εννιά. O επίσκοπος της Τύρου, όπως προαναφέραμε, αναφέρεται συχνά μάλλον απαξιωτικά στο τάγμα, προφανώς έχοντας μία όχι και τόσο καλή σχέση με τους Ναΐτες της εποχής του.
Οπότε πολύ πιθανό να μην είναι ακριβή τα γραφόμενά του σε αυτό το σημείο. Δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι οι Ναΐτες παρέμειναν εννιά για τα επόμενα χρόνια. Αντίθετα, γνωρίζουμε ότι ήδη από το 1120 δέχονταν αδελφούς επισκέπτες, δηλαδή ''προσωρινούς'' αδελφούς που συμμετείχαν στο τάγμα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. O πλέον διακεκριμένος από τους επισκέπτες σε αυτήν την πρώτη περίοδο του τάγματος είναι ο περίφημος Φούλκος, κόμης του Ανζού (Fulques de Anjou), μετέπειτα βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Πρόκειται για έναν ισχυρό Γάλλο αριστοκράτη, κόμη της ομώνυμης περιοχής της Δυτικής Γαλλίας, που επισκέφθηκε για έναν περίπου χρόνο τους Αγίους Τόπους. Κατά την παραμονή του συμμετείχε στο τάγμα των ιπποτών του Χριστού ως φιλοξενούμενος - επισκέπτης.
Μάλιστα, μετά το πέρας του προσκυνήματος και της επιστροφής του στην πατρίδα, ο Φούλκος παραχώρησε στους Ναΐτες μία σημαντική ετήσια πρόσοδο από τα κτήματά του, για να τη χρησιμοποιήσουν στον αγώνα τους για την υπεράσπιση των Αγίων Τόπων. Πρόκειται για την πρώτη, εκτός Αγίων Τόπων, καταγεγραμμένη δωρεά στους Ναΐτες. Θα ακολουθούσαν, ειδικά μετά το Τρουά, πολλές ακόμη. Παρότι οι Ναΐτες είχαν αρχίσει να δέχονται παρόμοιες δωρεές και είχαν ήδη καταλάβει ολόκληρο το συγκρότημα του ''Ναού του Σολομώντα'' (μετά τη μετακόμιση του Βαλδουίνου στο οίκημα που ήταν γνωστό ως ''Πύργος του Δαβίδ'', το οποίο προσέφερε περισσότερη ασφάλεια και δυνατότητες οχύρωσης), φαίνεται ότι μέχρι το 1126 πολύ λίγα πράγματα είχαν πετύχει.
Οι αναφορές στους Ναΐτες στις πηγές από την περίοδο αυτή δεν περιλαμβάνουν ούτε ένα ''κατόρθωμα'' παρόμοιο με τα σημαντικά επιτεύγματα που τους χρεώθηκαν στα επόμενα χρόνια, χάρη στα οποία έλαβαν τη φήμη τους. Επίσης, παρότι φαίνεται ότι είχαν ξεκινήσει -όπως είδαμε- ως μία ιδιότυπη αστυνομική δύναμη για την περιφρούρηση της υπαίθρου και την αντιμετώπιση των ληστρικών συμμοριών, μέχρι τουλάχιστον το 1127 δεν είχαν παρά ελάχιστη δραστηριότητα σε αυτόν τον τομέα. Γενικά, τα πρώτα χρόνια του τάγματος δεν είναι πλούσια σε γεγονότα, κάτι όμως που έμελλε να αλλάξει σύντομα. Οι Ναΐτες γίνονταν σιγά-σιγά γνωστοί στη Δύση, άλλωστε ο Ούγος του Παιν δεν ήταν τυχαίος.
Γόνος της αριστοκρατικής οικογένειας που διαφέντευε το Παιν για πολλές γενιές, ήταν Βασάλος και κατά πάσα πιθανότητα συγγενής του Ούγου, κόμη της Καμπανίας, ενός ιδιαίτερα ισχυρού ευγενή της Κεντρικής Γαλλίας που διέθετε μεγάλη περιουσία, επιρροή και υψηλές γνωριμίες. O Ούγος της Καμπανίας, προφανώς ορμώμενος από τα ρομαντικά ιδεώδη της εποχής αλλά και τις σχέσεις του με τον έτερο Ούγο, έγινε μέλος των Ναϊτών (σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές το 1125) και ουσιαστικά άλλαξε την τύχη του τάγματος. Είχε επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους ήδη δύο φορές. Την πρώτη το 1104, όταν παρέμεινε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, και τη δεύτερη το 1114.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο Ούγος του Παιν, που ήταν εξαρτώμενος Βασάλος του Ούγου της Καμπανίας πριν από την είσοδό του στο τάγμα, ήταν από εκείνους τους ιππότες που συνόδευσαν τον Ούγο στο πρώτο ή το δεύτερο προσκύνημά του και αποφάσισε στη συνέχεια να παραμείνει στη M. Ανατολή. O επικυρίαρχός του, κόμης της Καμπανίας, επέστρεψε για τρίτη και τελευταία φορά στην Ιερουσαλήμ το 1125, αφού πρωτύτερα είχε αποκηρύξει την άπιστη σύζυγό του (ήταν πεπεισμένος ότι ο μεγαλύτερος γιος του και βάσει νόμου διάδοχός του, ήταν στην πραγματικότητα καρπός άνομου δεσμού της γυναίκας του) και είχε εκχωρήσει την περιουσία του όχι στα παιδιά του αλλά στον ανιψιό του Θεοβάλδο (Teobald).
H επίδραση του κόμη της Καμπανίας ήταν καθοριστική, διότι μεταξύ των γνωριμιών του ήταν και ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας την εποχή εκείνη, ο περίφημος Βερνάρδος, αβάς της μονής του Κλερβώ και μετέπειτα Αγιος της δυτικής Χριστιανοσύνης. Άλλωστε το Κλερβώ ανήκε στα διοικητικά όρια της περιοχής που ήλεγχε ο Ούγος της Καμπανίας και μάλιστα το κτήμα όπου ανεγέρθηκε το μοναστήρι και ήταν αρχικά γνωστό ως ''κοιλάδα των ληστών'', παραχωρήθηκε από τον κόμη της Καμπανίας στον Βερνάρδο. O Ούγος ήταν δηλαδή ο πρώτος χορηγός αυτού που θα γινόταν σύντομα, χάρη στην προσωπικότητα του Βερνάρδου, το κέντρο της μοναστικής κίνησης στη Δ. Ευρώπη.
O Βερνάρδος, μία πραγματικά εμβληματική φυσιογνωμία του δυτικού Χριστιανισμού, θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στο ξεκίνημα του τάγματος και στην εκρηκτική ανάπτυξη που θα έφερνε αυτή τη μικρή ομάδα φτωχοντυμένων ιπποτών σε θέση ισχύος όχι μόνο στην Ουτρεμέρ αλλά και σε ολόκληρο το Χριστιανικό κόσμο. Ωστόσο, αυτή η πορεία περνούσε από ένα κομβικό σημείο, την επίσημη αναγνώριση του τάγματος από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Αυτή μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο μέσω της υποστήριξης ισχυρών παραγόντων της εκκλησιαστικής και κοσμικής αρχής.
O Βερνάρδος, που κλήθηκε να παίξει αυτόν το σημαντικό ρόλο, είχε άλλον έναν σύνδεσμο με τους Ναΐτες, που σίγουρα τον επηρέασε στην απόφασή του να υποστηρίξει με κάθε τρόπο το τάγμα, τον Ανδρέα του Μονμπάρ, ετεροθαλή αδελφό της μητέρας του. Ήταν δηλαδή συγγενής ενός από τους αρχικούς εννιά ιππότες του Ναού.
H Σύνοδος του Τρουά
O Ούγος, κόμης της Καμπανίας, είχε όπως είδαμε ιδιαίτερα φιλική σχέση με τον Βερνάρδο του Κλερβώ, ο οποίος με τη σειρά του είχε τεράστια επιρροή -ως ηγούμενος της μονής του Κλερβώ και ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος των Κιστερκιανών μοναχών- στο σύνολο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Τα κομμάτια του παζλ έμπαιναν σιγά-σιγά στη θέση τους και ο κόμης της Καμπανίας μεσολάβησε στον ισχυρό φίλο του για λογαριασμό του τάγματος στο οποίο πλέον ανήκε. O Βερνάρδος, που είχε ήδη τη φήμη ένθερμου υποστηρικτή του σταυροφορικού κινήματος (είχε χάσει και τον πατέρα του στην A' Σταυροφορία) θεώρησε ότι αυτός ο σκοπός άξιζε τη μέγιστη προσπάθεια και την αμέριστη προσοχή του.
Τον Βερνάρδο είχε προσεγγίσει και άλλος ένας ισχυρός παράγοντας, που είχε ρίξει το βάρος του στις προσπάθειες των Ναϊτών και είχε γίνει ουσιαστικά πάτρωνάς τους, ο Βαλδουίνος B', ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Με επιστολή του προς τον Βερνάρδο, ο Βαλδουίνος του ζητούσε τη βοήθειά του για την αναγνώριση από τη Ρώμη του νέου τάγματος αλλά και για τη σύνταξη ενός κανόνα λειτουργίας βάσει του οποίου θα ζούσαν οι Ναΐτες. Υπογράμμιζε, βεβαίως, και την ιδιαιτερότητα του τάγματος, αφού θα έπρεπε να συνδυάζει θρησκευτικές και πολεμικές αρετές.
Όπως τοποθετήσαμε τη δημιουργία του Τάγματος του Ναού στο ιστορικό πλαίσιό του, διαπιστώνοντας ότι αποτελούσε την απάντηση σε μία αναγκαιότητα, έτσι θα πρέπει να δούμε και την επισημοποίηση και γιγάντωσή του μέσα στη δική της ιστορική συγκυρία: Την προσπάθεια του Βαλδουίνου να προσελκύσει το ενδιαφέρον της Χριστιανικής Μητρόπολης, ολόκληρης της Δύσης ουσιαστικά, στα ζητήματα των Λατινικών βασιλείων της Ανατολής και την εξασφάλιση σημαντικής βοήθειας που θα επέτρεπε την επιβίωση των ηγεμονιών αυτών σε βάθος χρόνου. O Βαλδουίνος είχε διαπιστώσει ότι ο ενθουσιασμός που είχε παρακινήσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αναζητήσουν δόξα, αγαθά και άφεση αμαρτιών στην Ανατολή, υποχωρούσε σε όλη την Ευρώπη.
Οι πληθυσμιακές πιέσεις είχαν προσωρινά αντιμετωπιστεί και η Δ. Ευρώπη δεν μαστιζόταν πλέον στον ίδιο βαθμό από τα προβλήματα που προκάλεσαν τη μαζική συμμετοχή των πιστών στην A' Σταυροφορία. H εισροή νέων ''σταυροφόρων'' ήταν σταθερή αλλά περιορισμένη και οι περισσότεροι επισκέπτες μόλις διαπίστωναν ότι στην Παλαιστίνη δεν ''ρέει μέλι και γάλα'', μόλις κατανοούσαν τις δυσκολίες της ζωής σε αυτές τις Χριστιανικές νησίδες τις περιτριγυρισμένες από μία θάλασσα Μουσουλμάνων, συνήθως προσπαθούσαν να βρουν τρόπο επιστροφής στη Δύση.
Σε αυτή τη συγκυρία, ο Βαλδουίνος, με το βλέμμα στραμμένο στη Δύση, προσπάθησε να βρει για μία από τις τέσσερις κόρες του έναν κατάλληλο σύζυγο, με το σκεπτικό ότι ένας ισχυρός ευγενής της Δύσης θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στους σκοπούς του και θα κληροδοτούσε το θρόνο του σε κάποιον που θα είχε τη δυνατότητα να προσφέρει στο βασίλειο όσα δεν μπορούσε αυτός. Αλλωστε, ο Βαλδουίνος είχε τέσσερις κόρες και κανένα γιο, οπότε ούτως ή άλλως χρειαζόταν διάδοχο. Το 1127 ο Βαλδουίνος μαζί με το συμβούλιο των αρχόντων της Ουτρεμέρ αποφάσισε να προσφέρουν το χέρι της μεγαλύτερης κόρης του, της Μελισήνδης, στον Φούλκο του Ανζού, τον ισχυρό και ευσεβή άρχοντα της ομώνυμης περιοχής της Γαλλίας.
O Φούλκος, όπως είδαμε, είχε ήδη εμπειρία από ένα μακρύ προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατά τη διάρκεια του οποίου είχε συνδεθεί στενά με το Τάγμα του Ναού ως αδελφός - επισκέπτης, ενώ κατά πάσα πιθανότητα είχε επισκεφθεί την Ιερουσαλήμ άλλη μία φορά. Οι βαρόνοι της Ουτρεμέρ τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν, κάποιοι μάλιστα είχαν συνδεθεί φιλικά μαζί του. Μία τριμελής αντιπροσωπία από σημαίνοντες άρχοντες της Ουτρεμέρ στάλθηκε στο Ανζού, ενώ την ίδια στιγμή ο Βαλδουίνος προχωρούσε στην υλοποίηση ενός παράλληλου σχεδίου: Το ίδιο χρονικό διάστημα, έστειλε τον Μεγάλο Μάγιστρο -όπως αποκαλούνταν πλέον- του Τάγματος των Ναϊτών στη Δύση, με στόχο να ξεκινήσει μία προσπάθεια στρατολόγησης ικανών ιπποτών που να επιθυμούν να υπερασπιστούν τα χριστιανικά βασίλεια της Ανατολής.
Μέχρι εδώ, όπως φαίνεται από τις πηγές, ουσιαστικά η λειτουργία των Ναϊτών δεν έχει αποσπαστεί από αυτήν του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, καθώς πρακτικά ο Βαλδουίνος θεωρεί τους Ναΐτες ως υπερασπιστές της ηγεμονίας του. Αυτό εξηγεί και το ότι ο Ούγος πήγε στην πρώτη περιοδεία του στη Δύση, το φθινόπωρο του 1127, ως απεσταλμένος του βασιλιά Βαλδουίνου. Μαζί του είχε και άλλους ιππότες του Ναού και μεταξύ των σημαντικών συναντήσεων που του εξασφάλιζε η συστατική επιστολή του Βαλδουίνου που είχε μαζί του, ήταν και αυτή με τον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τον Ονώριο. O Πάπας δέχτηκε τον Ούγο ευμενώς και εξέτασε το θέμα που του έθεσε, την αναγνώριση του ''ιπποτικού'' του τάγματος, ωστόσο είχε ένα πρόβλημα.
Μπορεί ο ιππότης που είχε μπροστά του να υποστήριζε ότι εκτός από στρατιώτης είναι και μοναχός (ότι είναι στρατιώτης του Χριστού), ωστόσο δεν υπήρχε σχετικό προηγούμενο και ο Πάπας δυσκολευόταν να δώσει την αναγνώρισή του σε ένα τέτοιο πρωτοφανές τάγμα. Θα χρειάζονταν και άλλες προσπάθειες για να επιτευχθεί η επίσημη αποδοχή του τάγματος από την Εκκλησία. O Βερνάρδος επιστρατεύθηκε για να βγάλει το τάγμα από τη δύσκολη θέση, αναλαμβάνοντας τις σχετικές επαφές με τον Πάπα και οργανώνοντας μία μεγάλη σύνοδο στο Τρουά που είχε ως στόχο την εξέταση της λειτουργίας και της μορφής του τάγματος και την εξασφάλιση της αναγνώρισής του από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Παρότι, βεβαίως, της συνόδου θα προΐστατο ένας απεσταλμένος (Λεγάτος) του Πάπα, η οργάνωση και η επιλογή των συμμετεχόντων ήταν ουσιαστικά έργο του πανέξυπνου αβά του Κλερβώ, ο οποίος είχε προλειάνει με ιδιαίτερη προσοχή το έδαφος για την επίσημη αναγνώριση του τάγματος. Όμως και ο Ούγος με την αντιπροσωπία των Ναϊτών δεν έμειναν άπρακτοι. Όργωσαν τη μισή Ευρώπη, συγκεντρώνοντας υποστήριξη, δωρεές και νεοσύλλεκτους για το τάγμα τους. Σημαντικές δωρεές με αποδέκτη το τάγμα καταγράφονται για πρώτη φορά σε αυτήν ακριβώς την περίοδο. Ευγενείς εξέφρασαν τη θέληση να γίνουν μέλη των Ναϊτών.
Εκκλησιαστικοί και κοσμικοί άρχοντες ενημερώθηκαν για την ύπαρξη μιας ομάδας ευσεβών ανθρώπων που είχαν μόνο ένα σκοπό στη ζωή: ''Να υπερασπιστούν το Ναό του Κυρίου και να αποκρούσουν τις προσπάθειες των απίστων να ανακαταλάβουν την Ιερουσαλήμ και τα εδάφη που είχαν κατακτήσει τα πλήθη της A' Σταυροφορίας''. Οι συνδυασμένες προσπάθειες κυρίως του Βερνάρδου και του Ούγου δευτερευόντως, δημιούργησαν ένα θετικό ρεύμα για τους Ναΐτες, αν και ακόμη η φήμη του νέου τάγματος δεν είχε ξεπεράσει τα όρια ενός στενού κύκλου ανθρώπων. Αυτό έμελλε να αλλάξει μετά τη σύνοδο του Τρουά. H σύνοδος πραγματοποιήθηκε την 14η Ιανουαρίου 1128 και σε αυτήν έλαβε μέρος μια εντυπωσιακή ομάδα ανώτερων κληρικών και στοχαστών της δυτικής Χριστιανοσύνης.
Πέραν του Βερνάρδου, που ήδη αυτόν τον καιρό ήταν η σημαντικότερη προσωπικότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ισχυρότερος ακόμη και από τον Πάπα, παρόντες ήταν δύο αρχιεπίσκοποι και οκτώ επίσκοποι, μεταξύ των πολλών ιερωμένων, φεουδαρχών και αντιπροσώπων της Εκκλησίας. Μπροστά σε αυτό το εκλεκτό ακροατήριο, ο Ούγος παρουσίασε την ιστορία του τάγματος από την ίδρυσή του, το σκοπό για τον οποίο αυτός και οι σύντροφοί του εγκατέλειψαν τα εγκόσμια και αφιερώθηκαν στο Θεό, ενώ ανέπτυξε και τα βασικά σημεία του κανόνα βάσει του οποίου λειτουργούσε το τάγμα.
Τα λεγόμενα του Ούγου έγιναν ευμενώς δεκτά και οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες επικρότησαν, όχι δίχως κάποιες μικροαντιρρήσεις, τη δημιουργία του τάγματος. Μετά το πέρας της συνόδου το τάγμα υφίστατο και επίσημα, ενώ έπειτα από εννέα χρόνια θα ακολουθούσε και Παπική βούλα του Ιννοκέντιου B', που θα τους έθετε υπό την άμεση εποπτεία της Ρώμης. H καθυστέρηση στην έκδοση της Βούλας οφείλεται στα προβλήματα διαδοχής της Παπικής έδρας και στην ύπαρξη δύο Παπών. Οι συμμετέχοντες στη σύνοδο ανέθεσαν στο Βερνάρδο να γράψει τον Κανόνα των Ναϊτών, δηλαδή το σύστημα αξιών στο οποίο θα υπάκουαν οι ιππότες- μοναχοί που ετίθεντο στην υπηρεσία του Ναού.
Πολύ σύντομα ο Βερνάρδος ολοκλήρωσε αυτού, που δεν ήταν παρά μία προσαρμογή του Κανόνα των Βενεδικτίνων στις ανάγκες ενός στρατιωτικού τάγματος, όπως τροποποιήθηκε (από τον ίδιο τον Βερνάρδο) για τους Κιστερκιανούς. Το σημείο που αποτελούσε για πολλούς τροχοπέδη, δηλαδή η κατηγορηματική απαγόρευση της αφαίρεσης ζωής από μοναχούς, προσπεράστηκε με μάλλον αδέξιες εξαιρέσεις -που θεσπίστηκαν αργότερα με τη σχετική παπική Βούλα- για εκείνους που ''υπερασπίζονται το Χριστό από τους απίστους''. Αυτή η εξαίρεση θα χρησιμοποιούνταν ευρέως στο μέλλον από τη δυτική Εκκλησία για ακόμη λιγότερο ''ευγενείς'' σκοπούς.
Πρώιμες Αναφορές στους Ναΐτες
Οι Ναΐτες είχαν πλέον την επίσημη αναγνώριση της Εκκλησίας, αν και υπολειπόταν ακόμη η Παπική Βούλα. Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να ξεκινήσουν με νέο ζήλο την εκστρατεία επέκτασής τους, τη στρατολόγηση νέων μελών, την οργανωτική δομή τους και, φυσικά, τη συγκέντρωση πλούσιων δωρεών, που θα επέτρεπαν στο τάγμα όχι μόνο να ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντα που είχε αναλάβει, αλλά και να κερδίσει κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή των βασιλείων της Ουτρεμέρ. Παρά τη σύνοδο του Τρουά, οι Ναΐτες ήταν ακόμη μάλλον άγνωστοι στην Ευρώπη.
Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γνώριζαν τι ακριβώς ήταν οι ''φτωχοί ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα'' και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που θα εγκατέλειπαν την Ευρώπη για να στρατευθούν μαζί τους ή θα τους έδιναν μέρος της περιουσίας τους. O Ούγος γνώριζε ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν μεγαλύτερη δημοσιότητα, κατευθυνόμενη φυσικά στους κατάλληλους κύκλους. Έτσι, πίεσε -ιδιαίτερα έντονα μάλιστα- τον Βερνάρδο να προχωρήσει στη συγγραφή ενός έργου το οποίο θα παρουσίαζε τους Ναΐτες στους άρχοντες (εκκλησιαστικούς και κοσμικούς) της Ευρώπης με ιδιαίτερα ευμενή τρόπο.
Το αποτέλεσμα των πιέσεων ήταν το περίφημο σύγγραμμα του Βερνάρδου ''Για μια νέα Ιπποσύνη'' (De laude novae militiae ad milites temple), με το οποίο εκθειάζονταν οι Ναΐτες και υπογραμμιζόταν η σημασία του ρόλου που είχαν να παίξουν στην εδραίωση των Λατινικών ηγεμονιών της Ουτρεμέρ και γενικότερα στην επικράτηση της Χριστιανοσύνης. Παρότι κυκλοφόρησε σε έναν σχετικά περιορισμένο κύκλο, η επίδρασή του ήταν τεράστια. Στα επόμενα χρόνια δημιούργησε ένα πανίσχυρο ρεύμα υποστήριξης των Ναϊτών, οι οποίοι από ένα σημείο και μετά δεν προλάβαιναν να δέχονται νέα μέλη και δωρεές.
O Βερνάρδος υπήρξε, όπως προαναφέραμε, μία εμβληματική προσωπικότητα της Καθολικής Εκκλησίας και ο λόγος του -για πολλούς στην Ευρώπη- είχε την ισχύ νόμου. Δεν τσιγκουνεύτηκε τα καλά λόγια για τους Ναΐτες, όπως βλέπουμε στο παρακάτω απόσπασμα από το ''Για μια νέα Ιπποσύνη'': ''Οι πολεμιστές (οι Ναΐτες) είναι ευγενέστεροι από τους αμνούς και τρομακτικότεροι από τους λέοντες, παντρεύοντας την πραότητα του μοναχού με την πολεμική αρετή του ιππότη, τόσο ώστε να είναι δύσκολο να αποφασίσεις πώς να τους αποκαλείς. Άνδρες που κοσμούν το Ναό του Σολομώντα με όπλα αντί για πολύτιμα πετράδια, με ασπίδες αντί για χρυσά διαδήματα, με σέλες και χαλινάρια αντί για κηροπήγια.
Διψασμένοι για τη νίκη, όχι για τη δόξα. Για τη μάχη, όχι για την επίδειξη. Που αποστρέφονται περιττά λόγια, αχρείαστες πράξεις, άμετρο γέλιο, κουτσομπολιό και κουβέντα, όπως απεχθάνονται οτιδήποτε ματαιόδοξο. Ιππότες που παρότι είναι πολλοί, ζουν σε ένα σπίτι, υπακούοντας σε έναν κανόνα, με μία ψυχή και μία καρδιά''. Σημειώσαμε και πραραπάνω ότι είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπήρξαν επί της ουσίας αναφορές στους Ναΐτες σε πηγές της εποχής. Οι πρώτες αναφορές εμφανίζονται ουσιαστικά μετά τη σύνοδο του Τρουά και η πρώτη που έγινε ευρέως γνωστή είναι το σύγγραμμα του Βερνάρδου. Από εκεί και πέρα, ο Βερνάρδος αλλά και οι αναφορές για τους Ναΐτες σε άλλες πηγές προκάλεσαν ένα κύμα αντιδράσεων.
H πρώτη αναφορά που έχουμε για τους Ναΐτες, πέραν του Κανόνα και των γραπτών του Βερνάρδου, προέρχεται από τον επίσκοπο της Νογιόν, Σιμόν, και είναι το έγγραφο με το οποίο επισημοποιεί μία δωρεά προς το τάγμα. Συντάχθηκε το 1130 ή το 1131 και αναφέρει: ''(Από τον) Σιμόν, επίσκοπο της Νογιέν, και τους κανονικούς της Νογιέν, προς τον Ούγο, μάγιστρο των ιπποτών του Ναού και όλους εκείνους που με θρησκευτικότητα πολεμούν μαζί του, χαιρετισμούς και είθε με πίστη να εμμείνετε στη ζωή του θρησκευτικού τάγματος που έχετε υιοθετήσει. Ευχαριστούμε το Θεό επειδή διά του ελέους του επανέφερε την τάξη που είχε χαθεί.
Γιατί γνωρίζουμε ότι τρεις είναι οι τάξεις που έχουν καθορισθεί από το Θεό για την Εκκλησία, η τάξη εκείνων που προσεύχονται, η τάξη των υπερασπιστών και η τάξη των εργατών. Οι άλλες τάξεις βρίσκονταν σε παρακμή, ενώ η τάξη των υπερασπιστών είχε ολοκληρωτικά εξαφανιστεί. Όμως ο Θεός, ο Πατήρ και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, επέδειξε έλεος προς την Εκκλησία του. Διά την επίδραση του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας, στους πιο πρόσφατους καιρούς, εδέησε να ξαναγεννήσει τη χαμένη τάξη. Στην Αγία Πόλη απ' όπου κατάγεται η Εκκλησία, εκεί άρχισε να αναγεννιέται η χαμένη τάξη της Εκκλησίας''.
Μία άλλη πηγή είναι ο Σιμόν του Σαιντ Μπερτέν, που στο ''Gesta abbatum Sancti Bertini Sithensium'', που γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα το 1135 ή το 1136, κάνει μία σύντομη αναφορά στους Ναΐτες, η οποία ωστόσο δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ακριβής ιστορικά, αφού συνδέει τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, τον πρώτο ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ (''Επίτροπο του Παναγίου Τάφου'') με το ξεκίνημα των Ναϊτών, που είναι γνωστό ότι προέκυψε στη βασιλεία του Βαλδουίνου B'. Αναφέρει λοιπόν ο Σιμόν:
''Στη διάρκεια της λαμπρής βασιλείας του (Γοδεφρείδου) μερικοί (από τους σταυροφόρους) επέλεξαν να μην επιστρέψουν στις σκιές του κόσμου αφότου υπέστησαν τέτοιους κινδύνους για τη χάρη του Θεού. Αφού τους συμβούλευσαν οι πρίγκιπες του στρατού του Θεού, ορκίστηκαν στο Ναό του Κυρίου κάτω από την κυριαρχία του ότι θα αποκήρυσσαν τα εγκόσμια, θα παραιτούνταν των προσωπικών αγαθών τους, θα ελευθερώνονταν για να επιδιώξουν την αγνότητα και να ζήσουν μία κοινοβιακή ζωή, φορώντας μόνο ένα φτωχικό ένδυμα και χρησιμοποιώντας τα όπλα τους για να υπερασπίσουν τη χώρα από τις επιθέσεις των άνομων παγανιστών όταν το απαιτούσε η ανάγκη''.
Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, ο επίσκοπος του Χάβελμπουργκ, Ανσέλμος, συντάσσει μία αναφορά για τα σύγχρονά του θρησκευτικά τάγματα, για χρήση από τον Πάπα Ευγένιο Γ'. Στην αναφορά αυτή βρίσκονται και χωρία για τους Ναΐτες: ''Λίγο πριν την εποχή μας, ένα νέο θρησκευτικό ίδρυμα ξεκίνησε στην Ιερουσαλήμ, την πόλη του Θεού. Λαϊκοί, θρησκευόμενοι άνθρωποι, συναθροίστηκαν εκεί και αποκαλούν τους εαυτούς τους ιππότες του Ναού. Έχοντας παραιτηθεί της περιουσίας τους, ζουν έναν κοινοβιακό βίο και πολεμούν υπό όρκο υπακοής σε έναν μάγιστρο. Έχουν αποκόψει τους εαυτούς τους από την υπερβολή και τα ακριβά ρούχα και προετοιμάζονται να υπερασπιστούν το λαμπρό Πανάγιο Τάφο του Κυρίου ενάντια στις επιθέσεις των Σαρακηνών.
Εντός του οίκου τους ειρηνικοί, εκτός του οίκου δραστήριοι πολεμιστές. Εντός του οίκου υπάκουοι στον θρησκευτικό κανόνα, εκτός του οίκου συμμορφούμενοι στη στρατιωτική πειθαρχία. Εντός του οίκου υποταγμένοι στην αγία σιωπή, εκτός του οίκου απτόητοι από τις κλαγγές των όπλων και τη βοή της μάχης. Και, για να συνοψίσουμε, εκτελούν όλα τα καθήκοντα που τους ανατίθενται, εντός και εκτός του οίκου, σε πλήρη υπακοή''. Μία τρίτη αναφορά στους Ναΐτες βρίσκουμε στο ''Χρονικόν'' του Όθωνα, επισκόπου του Φράιζινγκ, που γράφτηκε περί το 1143 και παρουσιάζει (όπως και η αναφορά του Ανσέλμου) πολλές ομοιότητες με το έργο του Βερνάρδου που αναφέρεται στους Ναΐτες.
''Τον καιρό αυτό, όταν το βασίλειο των Ρωμαίων ήταν χωρισμένο σε μία εμφύλια και πατροκτόνα διαμάχη (αναφέρεται στην κρίση μεταξύ του Πάπα και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) που προκλήθηκε από την επιθυμία για κυριαρχία, άλλοι που απεχθάνονταν αυτά που είχαν, για χάρη του Χριστού και συνειδητοποιώντας ότι δεν κατέχουν τη ζώνη της ιπποσύνης παρά για υψηλό σκοπό, κίνησαν για την Ιερουσαλήμ. Και εκεί ξεκίνησαν ένα νέο είδος ιπποσύνης (προσέξτε την αυτούσια αναφορά του ρητού περί ''νέας ιπποσύνης'' του Βερνάρδου). Έτσι χρησιμοποιούν τα όπλα τους ενάντια στους εχθρούς του Τιμίου Σταυρού και φέροντας την απεικόνιση του σταυρού στα σώματά τους, εμφανίζονται στον τρόπο ζωής τους όχι ως ιππότες αλλά ως μοναχοί''.
Στο γνωστό ''Χρονικό του Ερνούλ και του Βερνάρδου του θησαυροφύλακα'', το οποίο γράφτηκε μετά το 1187 και πιθανότητα πριν από το γύρισμα του αιώνα (πάντως μετά την απώλεια της Ιερουσαλήμ), υπάρχει μία συνοπτική ιστορία των Ναϊτών που φαίνεται να απηχεί τις απόψεις των λαϊκών της εποχής: ''Όταν οι Χριστιανοί κατέκτησαν την Ιερουσαλήμ, πολλοί ιππότες αφιέρωσαν τους εαυτούς τους στο Ναό του Παναγίου Τάφου. Και αργότερα πολλοί (ιππότες) από όλες τις χώρες αφιέρωσαν τους εαυτούς τους (στον Πανάγιο Τάφο). Αγαθοί ιππότες είχαν αφιερώσει τον εαυτό τους σε αυτό, οπότε συζητούσαν μεταξύ τους και έλεγαν:
''Αφήσαμε τις χώρες μας και τους αγαπημένους μας και ήλθαμε εδώ για να ανυψωθούμε και να εξυψώσουμε το Νόμο του Θεού. Οπότε καθόμαστε εδώ τρώγοντας και πίνοντας και ξοδεύοντας δίχως να κάνουμε οποιαδήποτε δουλειά. Ούτε πολεμικά έργα κάνουμε, παρότι η χώρα αυτή τα έχει ανάγκη. Υπακούμε σε έναν ιερέα και γι' αυτό δεν παίρνουμε τα όπλα. Ας συμβουλευτούμε κάποιον ώστε με την άδεια του ηγούμενού μας να κάνουμε έναν από εμάς μάγιστρο, για να μας οδηγήσει στη μάχη εφόσον υπάρχει ανάγκη''. Τον καιρό αυτό ο Βαλδουίνος ήταν βασιλιάς, οπότε πήγαν σε αυτόν και του είπαν: ''Άρχοντα, συμβούλευσέ μας για τη χάρη του Θεού. Αποφασίσαμε να κάνουμε έναν από μας μάγιστρο ώστε να μας οδηγήσει στη μάχη για να βοηθήσουμε τη χώρα''.
O βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ με αυτό και είπε ότι πρόθυμα θα τους συμβουλεύσει και θα τους βοηθήσει. Παρόλα αυτά, ο βασιλιάς κάλεσε τον πατριάρχη, τους αρχιεπισκόπους, τους επισκόπους και τους άρχοντες της χώρας, για να τους συμβουλευτεί. Μετά όλοι συσκέφθηκαν και συμφώνησαν ότι αυτό θα ήταν πολύ καλό να γίνει. O βασιλιάς πήγε σε αυτούς (τους ιππότες) και τους έδωσε γαίες, και κάστρα, και πόλεις. Με την παρέμβασή του ο βασιλιάς πέτυχε ο ηγούμενος του Παναγίου Τάφου να τους απελευθερώσει από την υποχρέωσή τους προς αυτόν και εκείνοι τον άφησαν. Τώρα θα σας πω γιατί έχουν το όνομα ''Ναΐτες''. Όταν άφησαν τον Πανάγιο Τάφο δεν είχαν πού να μείνουν. O βασιλιάς είχε τρία πολυτελή καταλύματα στην πόλη της Ιερουσαλήμ.
Ένα ψηλά, στον Πύργο του Δαβίδ, ένα χαμηλά, μπροστά στον Πύργο του Δαβίδ, και ένα τρίτο μπροστά στο Ναό, το μέρος όπου παρουσιάστηκε ο Θεός. Αυτή η κατοικία λεγόταν ο Ναός του Σολομώντα. Ήταν η πλέον πολυτελής. Παρακάλεσαν το βασιλιά να τους δανείσει αυτό το κατάλυμα, έως ότου δημιουργήσουν το δικό τους. O βασιλιάς τούς δάνεισε το κατάλυμα που λέγεται Ναός του Σολομώντα, εκ του οποίου έλαβαν το όνομα Ναΐτες, επειδή κατοικούν εκεί''. Αυτή η ιδιαίτερα απλοποιημένη διήγηση αναφέρεται και στη διαδικασία αποδοχής των Ναϊτών από τους βαρόνους της Ουτρεμέρ, ενισχύοντας έτσι την πεποίθηση ότι υπήρξε επίσημη ''εντολή'' από το συμβούλιο της Εκκλησίας και την Haute Court για τον ''αστυνομικό'' ρόλο του νεοϊδρυθέντος τάγματος.
O Ναός του Σολομώντα
Οι πένητες ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα πήραν το όνομά τους από το Ναό της Ιερουσαλήμ, όπου είχαν την έδρα τους κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή τους. O ναός εθεωρείτο από τους Χριστιανούς ότι ήταν αυτός που έχτισε ο δεύτερος βασιλιάς του Ισραήλ κατά τη βασιλεία του τον 10ο αιώνα π.X. Φυσικά, αυτό ελάχιστα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ωστόσο η ιστορία του Ναού είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. O ''πρώτος ναός'' της Ιερουσαλήμ είναι όντως έργο του ημι-μυθικού βασιλιά του Ισραήλ, Σολομώντα, αλλά καταστράφηκε το 586 π.X. από τους Βαβυλώνιους όταν αυτοί κατέκτησαν την πόλη.
Στη συνέχεια, ο δεύτερος ναός χτίστηκε πάνω στα ερείπια του πρώτου, σε σχέση με τον οποίο υστερούσε σε μεγαλοπρέπεια και πολυτέλεια. O ναός ξεκίνησε να κατασκευάζεται περίπου 50 χρόνια μετά την καταστροφή του πρώτου, όταν επικυρίαρχος της Ιουδαίας ήταν ο Κύρος ο Μέγας, ο Πέρσης Αυτοκράτορας που ουσιαστικά δημιούργησε την αχανή Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. O ναός κτίστηκε άλλη μία φορά, ως ναός των Εβραίων, από το βασιλιά της Ιουδαίας Ηρώδη. Αυτός ο ναός έμελλε να καταστραφεί σε λιγότερο από έναν αιώνα. Όταν οι Εβραίοι εξεγέρθηκαν κατά των Ρωμαίων, το 66 μ.X., άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για το υπέρλαμπρο οικοδόμημα του Ηρώδη.
Το 69 μ.X., ύστερα από τρία χρόνια αγώνα, ο στρατηγός Τίτος, γιος του μετέπειτα Αυτοκράτορα Βεσπασιανού, έφθασε στην Παλαιστίνη με ισχυρές δυνάμεις και άρχισε να ''ξηλώνει'' ένα-ένα τα κέντρα αντίστασης των Εβραίων. Τέλος, έφθασε και στην Ιερουσαλήμ, που εκείνο τον καιρό είχε αναπτυχθεί σε μία από τις μεγάλες πόλεις της αρχαιότητας, φιλοξενώντας πάνω από 250.000 κατοίκους. O Τίτος πολιόρκησε επί μακρόν την Ιερουσαλήμ, με άκαμπτη αποφασιστικότητα και χωρίς να υπολογίζει κόπο, χρήμα ή ανθρώπους. Μετά από σκληρό αγώνα κατόρθωσε να την καταλάβει, αλλά οι εναπομείναντες υπερασπιστές είχαν οχυρωθεί στο ναό, αντιμετωπίζοντας τις επιθέσεις των Ρωμαίων με καταπέλτες και άλλα πολιορκητικά όπλα.
H αδυναμία του περιβόλου όμως ήταν ο μεγάλος αριθμός θυρών, 13 στο σύνολο, οι οποίες ήταν ξύλινες αλλά ντυμένες με φύλλα από καθαρό ασήμι - χαρακτηριστικό της πολυτέλειας του ναού. Κατόπιν εντολής του Τίτου, οι άνδρες του έβαλαν φωτιά στις θύρες, με αποτέλεσμα να λιώσουν οι ασημένιες επικαλύψεις και να καεί το ξύλο. Οι Ρωμαίοι άρχισαν να εισέρχονται στον περίβολο από τις ανοιχτές, πλέον, θύρες. Οι υπερασπιστές δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στους στρατιώτες της Ρώμης και γρήγορα υπέκυψαν. Οι Ρωμαίοι τους εξόντωσαν μέχρι τον τελευταίο, ενώ ακολούθησε μια τρομακτική σφαγή του πληθυσμού της Ιερουσαλήμ. Όσοι επέζησαν πουλήθηκαν ως σκλάβοι.
Οι αρχαίες πηγές (κυρίως ο Ιουδαίος εκ καταγωγής αλλά Ρωμαίος πολίτης, Ιώσηπος) μιλάνε για ''ένα εκατομμύριο νεκρούς'', ενώ ακόμη περισσότεροι ήταν αυτοί που πωλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα, ωστόσο αυτός ο αριθμός είναι μάλλον υπερβολικός. Υπολογίζεται ότι περί τους 200.000 σφαγιάστηκαν ή εξανδραποδίστηκαν από τους Ρωμαίους. H τύχη του ναού δεν θα μπορούσε να διαφέρει. Παρά τις προσπάθειες του Τίτου να διασώσει το λαμπρό οικοδόμημα, οι άνδρες του, εξαγριωμένοι από τις κακουχίες της πολιορκίας και το μακρόχρονο αγώνα, του έβαλαν φωτιά και τον έκαψαν.
Έτσι καταστράφηκε ένας ναός που ο Ιώσηπος περιγράφει ως ''το πιο λαμπρό οικοδόμημα που έχω δει ή για το οποίο έχω ακούσει ποτέ, τόσο για το μέγεθος και την κατασκευή όσο και για την τελειότητα των λεπτομερειών και τη δόξα των Αγίων Τόπων του''. ''Τρίτος Ναός'', κατά την Εβραϊκή ερμηνεία, δεν έχει υπάρξει ακόμη. Όμως στην ίδια θέση, στο ''όρος του ναού'', έμελλε να φιλοξενηθούν τα ιερά και μίας ακόμη θρησκείας, του Ισλαμισμού. Όταν ξεκίνησε η δραματική επέκταση του Ισλάμ, οι ''μαχητές του προφήτη'' έθεσαν υπό τον έλεγχό τους απέραντες εκτάσεις στη M. Ανατολή και τη B. Αφρική που ανήκαν στο Βυζάντιο, καθώς και ολόκληρη την Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών.
Φυσικά, μεταξύ των περιοχών αυτών ήταν και η Ιερουσαλήμ, που για τους Μουσουλμάνους είναι η τρίτη ιερή πόλη (μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα). Όπως αναμενόταν, αναγνώρισαν την ιερότητα του χώρου όπου είχε ανεγερθεί ο ναός και έσπευσαν να κατασκευάσουν στη θέση του δύο δικά τους λατρευτικά κτήρια, το Ναό της Πέτρας και το τέμενος Αλ Ακσά. Το σύμπλεγμα που ανεγέρθηκε γύρω από αυτά τα δύο λατρευτικά κτήρια, ήταν εκείνο που στη συνέχεια, μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους ''προσκυνητές'' της A' Σταυροφορίας, ονομάστηκε Ναός του Σολομώντα, αφού οι προσκυνητές ''αναγνώρισαν'' στα κτήρια της Ιερουσαλήμ τις βιβλικές τοποθεσίες. Εδώ είχαν την έδρα τους οι Ναΐτες, οι ''Φτωχοί Ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα''.
Τα Ιπποτικά Τάγματα
H κοινωνική, θρησκευτική, αργότερα και στρατιωτική αναγκαιότητα γέννησε έναν θεσμό στους Αγίους Τόπους αμέσως μετά την A' Σταυροφορία, που έμελλε να αποτελέσει μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες αλλά και δυναμικές παραμέτρους του κινήματος που ονομάστηκε συλλογικά ''σταυροφορίες''. Πρόκειται για τα στρατιωτικά μοναστικά (ή, όπως έγιναν γνωστά, ιπποτικά) τάγματα, τα οποία ξεκίνησαν την ιστορία τους ως μία δημόσια -επί της ουσίας- υπηρεσία προσαρμοσμένη στις ανάγκες των νεόκοπων βασιλείων της Ουτρεμέρ. Παρόλα αυτά, στη συνέχεια θα εξελίσσονταν σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της μεσαιωνικής ιστορίας της Ευρώπης και σε πολλές περιπτώσεις θα γίνονταν ο καταλύτης για εξελίξεις κοσμοϊστορικής σημασίας.
Το πρώτο από αυτά τα τάγματα δημιουργήθηκε στην Ιερουσαλήμ και δεν είναι άλλο από το Τάγμα των Ναϊτών, το 1118 (υπάρχουν βεβαίως κάποιες διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς το έτος δημιουργίας, τις οποίες αναφέραμε στο σημείο όπου αναφερθήκαμε στις απαρχές του τάγματος). Το τάγμα των ''ιπποτών του Χριστού'' ανέλαβε ενεργή υπηρεσία για το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ με την προστασία των προσκυνητών και ''στρατιωτικοποιήθηκε'', δηλαδή εξελίχθηκε σε ''στρατιωτικό'' τάγμα, δύο χρόνια αργότερα. Ακολούθησε η δημιουργία πολλών ακόμη ταγμάτων, εκ των οποίων τα πιο γνωστά είναι αυτά των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη (Οσπιταλιέρων ή Οσπιταλίων Hospitalers) του Αγίου Θωμά, των Τευτόνων Ιπποτών, του Αγίου Λάζαρου (των Λεπρών Ιπποτών) και πολλά ακόμη.
Τα μοναστικά τάγματα δεν έδρασαν μόνο στους Αγίους Τόπους, αλλά επεκτάθηκαν, στην αρχή τουλάχιστον, οπουδήποτε υπήρχε αντιπαράθεση με τους ''απίστους'', δηλαδή τους Μουσουλμάνους. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν ως όχημα επέκτασης της Χριστιανικής πίστης και σε χώρες που δεν είχαν ασπαστεί το χριστιανισμό κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, όπως η Πρωσία, η Λετονία και γενικότερα η Ανατολική Ευρώπη. H δράση των σιδηρόφρακτων μοναχών - ιπποτών τούς έφερνε από τη μία άκρη της Μεσογείου (Λατινική M. Ανατολή) στην άλλη (Ιβηρική). Αργότερα απέκτησαν δύναμη, πλούτη, επιρροή και κύρος, πολεμώντας τους ειδωλολάτρες και εκχριστιανίζοντας βίαια όσους επιβίωναν των σφαγών στη Βαλτική και στην Ανατολική Ευρώπη.
Ιστορικές έχουν μείνει οι διαμάχες των Τευτόνων ιπποτών, των μελών του ''Γερμανικού'' Ιπποτικού Τάγματος, με τους Πολωνούς και τους Σλάβους γενικότερα, αλλά και τους Λιθουανούς και τους Τατάρους, που ακολούθησαν την εισβολή των Τευτόνων στην Πρωσία και τις εκτεταμένες σφαγές των Πρώσων από τους λευκοντυμένους ιππότες με το μαύρο σταυρό. Τα ιπποτικά τάγματα όχι μόνο έπαιξαν κύριο ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις, αλλά κατόρθωσαν σε πολλές περιπτώσεις να θέσουν σε κίνηση τον τροχό της ιστορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τρία κρατικά μορφώματα την εποχή αυτή προήλθαν από τη δράση των ιπποτικών ταγμάτων: η Πρωσία, η Ρόδος και η Μάλτα, η πρώτη με την κυριαρχία των Τευτόνων και οι άλλες δύο υπό τους Ιωαννίτες (Οσπιταλιέρους).
Είναι γεγονός ότι τα ιπποτικά τάγματα ήταν μία ανάγκη των καιρών στους οποίους εμφανίστηκαν είτε για να αποτελέσουν μία μόνιμη πηγή στρατολόγησης εξαίρετων ιπποτών και γενικότερα στρατιωτικών δυνάμεων για τα χριστιανικά βασίλεια των Αγίων Τόπων (Ναΐτες, Ιωαννίτες, Λαζαρίτες, εν μέρει και οι Τεύτονες), είτε ως αρωγοί των προσκυνητών (Ιωαννίτες, Λαζαρίτες, αρχικά και οι Ναΐτες), είτε ως δυνάμεις πρώτης γραμμής για την απελευθέρωση εδαφών από τους Μουσουλμάνους (Τάγματα του Σαντιάγο και του Καλατράβα στην Ιβηρική την περίοδο της Reconquista).
Είτε ως εργαλεία επέκτασης της Καθολικής πίστης σε περιοχές που ακολουθούσαν ακόμη ειδωλολατρικές θρησκείες (Τεύτονες και μια σειρά από τάγματα στην Ανατολική Ευρώπη), είτε γενικότερα ως μία μορφή συνύπαρξης του εκκλησιαστικού με το κοσμικό - στρατιωτικό στοιχείο, ως ''αντίδραση'' ίσως σε καιρούς που η κοσμική εξουσία σιγά-σιγά διέφευγε από τα χέρια των προυχόντων της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Οι απαρχές των στρατιωτικών ταγμάτων, που αμέσως μετά την ίδρυσή τους εξελίχθηκαν σε εξαιρετικά ισχυρούς οργανισμούς, με πλούτη και επιρροή συγκρίσιμα με αυτά ισχυρών βασιλείων, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές βρίσκονται στις πρώτες επαφές με τους Μουσουλμάνους και με τις ανάλογες σέκτες και οργανώσεις ιερών πολεμιστών (όπως οι Ασσασίνοι και κυρίως τα Ριμπάτ) που εκείνοι είχαν.
Ιπποτικά Τάγματα και Πολιτική
O ρόλος των ιπποτικών ταγμάτων εξαρτιόταν τόσο από τη φύση της αποστολής τους όσο και από το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο δραστηριοποιούνταν. Ετσι είναι διαφορετική η λειτουργία των ταγμάτων που γεννήθηκαν και μεγαλούργησαν στην Ουτρεμέρ και διαφορετική εκείνων που δημιουργήθηκαν ή έδρασαν σε άλλες περιοχές. Γενικά θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι τα τάγματα της ''Λατινικής Ανατολής'' και της Ανατολικής Ευρώπης είχαν αρκετές ομοιότητες, Μία γενική παρατήρηση που κάνει ο μελετητής της περιόδου είναι ότι τα τάγματα του Λεβάντε ήταν συχνά ''κράτος εν κράτει''.
Κάτι που γίνεται φανερό από το ότι από ένα σημείο και μετά η πολιτική υπόστασή τους ήταν τέτοια ώστε μπορούσαν να διαπραγματεύονται τη σύναψη συνθηκών αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέροντα και είχαν τη δυνατότητα να ασκούν τη δική τους, ανεξάρτητη, πολιτική όσον αφορά στις σχέσεις τους με το Μουσουλμανικό κόσμο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, υπήρχαν και επίσημες παραδοχές της κοσμικής εξουσίας για το γεγονός αυτό. Το 1168 ο Βοημούνδος της Αντιόχειας επέτρεψε στους Ιωαννίτες, που είχαν στην κατοχή τους μεγάλο αριθμό ισχυρών κάστρων στην επικράτειά του, να κηρύττουν πόλεμο και να συνάπτουν ειρήνη κατά το δοκούν.
Υποσχόμενος παράλληλα ότι θα προσυπογράφει οποιαδήποτε συνθήκη σύναπταν οι Οσπιταλιέροι με τους ''απίστους''. Πρόκειται για μία θεμελιώδη και ιδιαίτερα σημαντική στιγμή στο κίνημα των ιπποτικών ταγμάτων, την πρώτη επίσημη παραδοχή για την καθιέρωσή τους ως αυθύπαρκτης πολιτικής δύναμη, μη εξαρτώμενης από την επίσημη κοσμική εξουσία. Ανάλογες ήταν οι παραχωρήσεις που έγιναν για το ίδιο τάγμα από τον Λέοντα B' της Αρμενίας το 1210. Φυσικά, της πολιτικής αυτοδυναμίας, προηγήθηκε η οικονομική αυτοτέλεια των ταγμάτων. Τα τάγματα αντλούσαν πόρους κυρίως από δωρεές, που στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν σε παραχώρηση γαιών, άλλων εκμεταλλεύσεων και προσόδων.
Τις οποίες τα τάγματα χρησιμοποιούσαν για να έχουν ένα μόνιμο εισόδημα. Αυτού του είδους η οικονομική αυτοτέλεια, που ενισχύθηκε στη συνέχεια και από άλλες δραστηριότητες που ανέπτυξαν, επέτρεψε στις οργανώσεις αυτές να αποκτήσουν όχι μόνο μία αξιοσημείωτη αυτοδυναμία, αλλά και να είναι πολύ συχνά αιμοδότες των κοσμικών αρχόντων. Αν και στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ δεν υπήρξαν παραχωρήσεις ανάλογες με αυτές της Αντιόχειας ή της Αρμενίας για τους Ναΐτες ή τους Ιωαννίτες, στην πραγματικότητα οι περιορισμοί στην εξουσία του μονάρχη και ιδιαίτερα οι εξελίξεις από ένα σημείο και μετά επέτρεψαν και σε αυτήν την περιοχή τα τάγματα να αποκτήσουν εξίσου εντυπωσιακή ελευθερία κινήσεων.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι και τα δύο είχαν τη δική τους πολιτική έναντι της Αιγύπτου και της Δαμασκού και είχαν σε πλείστες όσες περιπτώσεις κηρύξει αυτοβούλως πόλεμο ή συνάψει ειρήνη με τις μουσουλμανικές ηγεμονίες. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η ελευθερία δράσης των ιπποτικών ταγμάτων στην Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Βαλτική, όπου οι Τεύτονες ήταν από την αρχή της ιστορίας τους μία αυθύπαρκτη πολιτική οντότητα, με μόνο μία τυπική επικυριαρχία του Πάπα (που στην πράξη ουδέποτε ασκήθηκε, τουλάχιστον όχι αμφίδρομα). Συνήθως οι Τεύτονες επέλεγαν να συνεργάζονται, λιγότερο ή περισσότερο, και με το Γερμανό Αυτοκράτορα, χωρίς όμως οποιαδήποτε δέσμευση από μέρους τους.
Καθώς απλώς αποζητούσαν (και συνήθως λάμβαναν) την έγκριση της κεφαλής της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για τις ενέργειές τους. Το αντίθετο συνέβαινε στην Ιβηρική, όπου η προσπάθεια ανακατάληψης της χερσονήσου κατευθυνόταν προσεκτικά και με συγκεκριμένη στόχευση από τα υπάρχοντα βασίλεια της Βόρειας Ιβηρικής, τα οποία ουδέποτε επέτρεψαν στα ιπποτικά τάγματα (τα γνωστά Τάγματα του Σαντιάγο και του Καλατράβα, αρκετά μικρότερα αλλά και τα παραρτήματα των Ναϊτών στην Ιβηρική) να λειτουργήσουν αυτοτελώς.
Ούγος του Παγιέν o Ιδρυτής του Τάγματος
H αινιγματική φυσιογνωμία του πρώτου μάγιστρου του τάγματος Αυτός που έλαβε πρώτος το αξίωμα του μεγάλου μαγίστρου (Magister Magnus) του ναού, ήταν ο Ούγος του Παγιέν ή Παιν (Hughes de Payens ή Pains). Όπως όλοι οι πρωτεργάτες του ναού, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός και τα στοιχεία που έχουμε για το άτομό του είναι αποσπασματικά και σε πολλές περιπτώσεις παραπλανητικά. τα περισσότερα από αυτά σχετίζονται με την εποχή μετά τη δημιουργία του τάγματος. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο Ούγος γεννήθηκε περί το 1070 (η ακριβής ημερομηνία γέννησής του είναι άγνωστη) στο Παγιέν, μία πόλη της Γαλλίας περίπου 12 χιλιόμετρα από το Τρουά της Καμπανίας.
Ήταν μέλος της τοπικής αριστοκρατίας και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, επρόκειτο για έναν από τους σημαίνοντες ιππότες της Καμπανίας, πιθανόν με συγγενικούς δεσμούς με τους κυρίαρχους οίκους της περιοχής. αυτό συνάγεται από το ότι το όνομα του Ούγου του Παγιέν, πριν από την εποχή των σταυροφοριών, παρουσιάζεται σε δύο επίσημα έγγραφα του Ούγου, κόμη του Τρουά. Οι συγγενικοί δεσμοί του Ούγου του Παγιέν με τον οίκο του Τρουά και της Καμπανίας συνάγονται και από ένα άλλο γεγονός: Τη "στρατολόγηση" του κόμη της Καμπανίας, Ούγου, το 1126 στους ιππότες του ναού.
Αυτός ο Ούγος, ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας της Γαλλικής αριστοκρατίας, στενός φίλος και μακρινός συγγενής του (μετέπειτα αγίου) Βερνάρδου του Κλερβώ, αποτέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα που ώθησε το Βερνάρδο όχι μόνο να υποστηρίξει τους Ναϊτες αλλά και να συγγράψει τον κώδικά τους. O ούγος του Παγιέν, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, συμμετείχε στην A' Σταυροφορία στο στρατό του Γοδεφρείδου του Μπουιγιόν. Άλλες πηγές παραδίδουν ότι ο Ούγος ήλθε αργότερα στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον επικυρίαρχό του, Ούγο της Καμπανίας, όταν αυτός επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ για προσκύνημα. Το πιθανότερο είναι ότι ο ιδρυτής των Ναϊτών έφθασε στη μέση ανατολή το 1104 ή το 1114.
Πάντως ελάχιστα είναι γνωστά για τη δράση του κατά τα χρόνια πριν από τη δημιουργία του τάγματος έρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας μόνο μετά το 1118 και ιδιαίτερα μετά το 1124, όταν ξεκίνησε η προσπάθεια "επισημοποίησης" του τάγματος. O Ούγος μετά την ανακήρυξή του ως μάγιστρου εργάστηκε με ιδιαίτερη ζέση για να καταστήσει τους Ναΐτες μία υπολογίσιμη δύναμη στους αγίους τόπους, ενώ στην εποχή του ξεκίνησε η προσπάθεια συγκέντρωσης υποστήριξης -και πόρων- από Ευρωπαίους μονάρχες. O ίδιος ο Ούγος δραστηριοποιήθηκε σε μία ευρεία περιοδεία σε ολόκληρη την Δυτική Ευρώπη τις παραμονές της συνόδου της Τρουά αλλά και στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Φέρεται να ίδρυσε τα παραρτήματα των Ναϊτών στην Αγγλία (κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο το 1128). Πέθανε το 1136, σε ηλικία περίπου 66 ετών, στους Αγίους Τόπους και τον διαδέχτηκε ο Ροβέρτος του Κραόν, που έδωσε στο τάγμα την οριστική φυσιογνωμία του και το κατέστησε μεγάλη δύναμη της Χριστιανοσύνης.
Βερνάρδος του Κλερβώ ο Θεωρητικός του Τάγματος
O ηγούμενος που μεσολάβησε για την αναγνώριση των Ναϊτών. Κάθε ιπποτικό τάγμα, όπως τα μοναστικά τάγματα των οποίων αποτελούν ουσιαστικά εξέλιξη, βασίζεται σε έναν κανόνα, δηλαδή έναν κανονισμό λειτουργίας. H πλειονότητα των ιπποτικών ταγμάτων υιοθέτησε κάποια παραλλαγή του κώδικα των Βενεδικτίνων, τις περισσότερες φορές βάσει της μετατροπής που είχαν κάνει οι Κιστερκιανοί μοναχοί. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των Ναϊτών, ο κανόνας πάνω στον οποίο στήριξαν τη λειτουργία τους ουσιαστικά δημιουργήθηκε από τον αγιο Βερνάρδο του κλερβώ (Saint Bernard de Clairvaux), στυλοβάτη του μοναστικού συστήματος των Κιστερκιανών και σπουδαία προσωπικότητα του Μεσαιωνικού Καθολικισμού.
O Βερνάρδος γεννήθηκε στο Φοντέν, κοντά στην Ντιζόν της Γαλλίας, περί το 1090 και πέθανε 63 χρόνια αργότερα στο Κλερβώ. αριστοκρατικής καταγωγής, έχασε σε πολύ μικρή ηλικία και τους δύο γονείς του -ο πατέρας του, Τεσελέν λε Ρού, σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της A' Σταυροφορίας. Ενδέχεται η ιδιαίτερη σχέση που απέκτησε αργότερα με το κίνημα των σταυροφοριών και η ένθερμη υποστήριξη που προσέφερε σε ανάλογες προσπάθειες, να έλκουν την καταγωγή τους από αυτή την περίοδο της ζωής του. O Βερνάρδος έλαβε, όπως αναμενόταν για έναν γόνο της αριστοκρατίας που θα ακολουθούσε σταδιοδρομία λόγιου και όχι πολεμιστή, μία πρώτης τάξεως μόρφωση.
Σπούδασε Θεολογία στη Σαλόν και στη συνέχεια μπήκε στο μοναστήρι των αναμορφωμένων Βενεδικτίνων, που ονομάστηκαν Κιστερκιανοί, το οποίο είχε ιδρύσει ο Ροβέρτος του Μολέσμε στο Σιτό. Το μοναστήρι αναπτύχθηκε και σύντομα ίδρυσε ένα "παράρτημα" στο Κλερβώ, όπου τοποθετήθηκε ως αβάς (ουσιαστικά το αντίστοιχο του ηγούμενου για τους Δυτικούς) ο Βερνάρδος, παρότι νέος, χάρη τόσο στα χαρίσματά του ως θεολόγου όσο και στην υψηλή θέση της οικογένειάς του. Από τη νέα θέση του ο Βερνάρδος πρωτοστάτησε στην αναμόρφωση της φυσιογνωμίας της μονής και ολόκληρου του τάγματος, αλλά και γενικότερα του μεσαιωνικού μοναχισμού, τον οποίο άλλαξε εκ βάθρων.
Επί των ημερών του Βερνάρδου, το μοναστήρι του Κλερβώ αναδείχτηκε σε κέντρο του νέου μοναστικού συστήματος και σύντομα αντικατέστησε το Σιτό ως "πρωτεύουσα" των Κιστερκιανών. Αδιαμφισβήτητος ηγέτης του Κιστερκιανού μοναστικού συστήματος και των πέντε κλάδων του, το Κλερβώ γνώρισε ημέρες δόξας, όπως και ο ηγούμενός του που γρήγορα γνωστός ως μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Όσον αφορά στις σχέσεις του με τους Ναΐτες πριν από τη σύνοδο του Τρουά, δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα, πέραν του συγγενικού του δεσμού με τον Ανδρέα του Μονμπάρ.
Πέραν της δεδομένης συμπάθειάς του σε οτιδήποτε είχε σχέση με τις σταυροφορίες και την επέκταση της Χριστιανικής πίστης, η σχέση του με τους ''πολεμικούς μοναχούς'' της Ουτρεμέρ θα πρέπει να ξεκίνησε ουσιαστικά όταν ο Ούγος, κόμης της Καμπανίας, οικογενειακός φίλος και ενδεχομένως μακρινός συγγενής του Βερνάρδου, αποφάσισε να προσχωρήσει στο τάγμα. H είσοδος του Ούγου στις τάξεις των Ναϊτών αποτέλεσε το κλειδί για την αποδοχή του Βερνάρδου. Μάλιστα ο ίδιος ο αβάς του Κλερβώ συγκάλεσε τη σύνοδο του Τρουά, όταν επισημοποιήθηκε η ύπαρξη του τάγματος.
H "παρασκηνιακή" δουλειά του Βερνάρδου ήταν καθοριστική και πιθανότατα εκείνος εμπνεύστηκε τις εξαιρέσεις στον κανόνα για τη μη χρήση βίας από ενδεδυμένους το σχήμα, οι οποίες εφαρμόσθηκαν για πρώτη φορά στην περίπτωση των Ναϊτών και επέτρεπαν στους μοναχούς - πολεμιστές του τάγματος να "βάφουν τα χέρια τους με αίμα". Αμέσως μετά τη σύνοδο, ο Βερνάρδος συνέγραψε τον κανόνα του τάγματος -αρχικά στα Λατινικά- τον οποίο βάσισε στον αναμορφωμένο κανόνα των Βενεδικτίνων, τον ίδιο που αποτελούσε δόγμα των Κιστερκιανών μοναχών. Αλλά ο Βερνάρδος δεν εξαντλούσε την ενεργητικότητά του στο θέμα των Ναϊτών.
O πολυμήχανος αβάς στη συνέχεια έπαιξε κεντρικό ρόλο στο σχίσμα του 1130, όταν μετά το θάνατο του Πάπα Ονώριου, ο Ανάκλητος εξελέγη ανώτερη αρχή της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αντί του Ιννοκέντιου, τον οποίο υποστήριξε ο Βερνάρδος και στη συνέχεια αναγνώρισαν ως Πάπα η Γαλλία, η Αγγλία η Ισπανία και η Γερμανία. Οι μηχανορραφίες του Βερνάρδου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της διαμάχης, αφού κατόρθωσε με επιδέξιες διπλωματικές κινήσεις να προωθήσει το "δικό του" εκλεκτό εις βάρος του ανάκλητου. O Βερνάρδος δεν εφησύχαζε, παρά τις επιτυχίες του (ή ίσως εξαιτίας αυτών).
Στη συνέχεια στράφηκε ενάντια στην αίρεση των Καθαρών (παρά τους φημολογούμενους δεσμούς τους με τα πνευματικά τέκνα του, τους Ναΐτες) και πολέμησε γενικότερα τις αιρέσεις που εκείνη την εποχή σάρωναν την επαρχία του Λανγκντόκ, την περιοχή που έχει ταυτιστεί με τη Ναϊτική παρουσία στη Γαλλία. Στη συνέχεια, έκανε ό,τι μπορούσε για να εξασφαλίσει την επιτυχία της B' Σταυροφορίας, της οποίας υπήρξε φανατικός υπέρμαχος και ένας από τους κύριους υποκινητές και στρατολογητές. H παταγώδης αποτυχία της σταυροφορίας κλόνισε σοβαρά τον Βερνάρδο, ο οποίος όμως επέρριψε τις ευθύνες στους "αμαρτωλούς σταυροφόρους", παρότι στο υπόλοιπο της ζωής του τα σημάδια από την απογοήτευση που προκάλεσε το ναυάγιο της σταυροφορίας ήταν ορατά.
O σπουδαίος αυτός διανοητής και θεολόγος, η αντιφατική -αλλά τόσο χαρακτηριστική για την εποχή του- φυσιογνωμία που αποτέλεσε μία από τις κύριες παραμέτρους στην αρχική επιτυχία των Ναϊτών, πέθανε στη μονή του Κλερβώ το 1153, έχοντας αφήσει πίσω του πλουσιότατο έργο ως παρακαταθήκη στην Καθολική εκκλησία, που τον ανακήρυξε Διδάκτορα της Καθολικής Πίστης το 1830 καθώς και Άγιό της.
Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ
Οι Ναΐτες αρχικά ήταν λίγοι σε αριθμό, σύντομα όμως αυξήθηκαν με τη στρατολόγηση νέων μελών μεταξύ των ιπποτών που κατέφθαναν ως προσκυνητές στους Αγίους Τόπους. Πολλοί από αυτούς επιθυμούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην καθολική Εκκλησία αλλά δεν τους ενθουσίαζε η προοπτική να γίνουν κανονικοί μοναχοί. Τα πολεμικά τάγματα τούς παρείχαν τη δυνατότητα να λάβουν το μοναχικό σχήμα χωρίς να εγκαταλείψουν τον πόλεμο και τις μάχες. Όφειλαν όμως να απαρνηθούν όλες τις απολαύσεις της ζωής.
Τα πολυτελή ρούχα και η προσωπική περιποίηση απαγορεύονταν αυστηρά, όπως και τα αστεία, τα τραγούδια, ο χορός, τα διασκεδαστικά θεάματα με ταχυδακτυλουργούς και ακροβάτες και το αγαπημένο σε όλους τους ευγενείς της εποχής κυνήγι με ειδικά εκπαιδευμένα γεράκια. Οι άνδρες όφειλαν να έχουν κοντά μαλλιά και να ακολουθούν πιστά το πρόγραμμα ζωής των μοναχών παρακολουθώντας όλες τις λειτουργίες και τηρώντας τις νηστείες. Παράλληλα ήταν υποχρεωμένοι να εκπαιδεύονται συνεχώς για πολεμικές επιχειρήσεις. Ως μοναχοί έπρεπε να απαρνηθούν την προσωπική τους περιουσία, καθώς το τάγμα τους παρείχε τα ελάχιστα με τα οποία πλέον θα συντηρούντο.
Απαγορεύονταν επίσης τα διακοσμημένα όπλα και έγινε προσπάθεια όλοι οι Ναΐτες να έχουν ομοιόμορφη εμφάνιση. Το τάγμα παρείχε στους ιππότες και τα άλογά τους. Η συντήρηση του οπλισμού, των αλόγων και του υπολοίπου υλικού ήταν μια από τις βασικές υποχρεώσεις των ιπποτών, οι οποίοι υποβάλλονταν σε συνεχείς σχετικές επιθεωρήσεις. Λόγω των πολεμικών τους υποχρεώσεων οι άνδρες απαλλάσσονταν από την τήρηση των πιο αυστηρών νηστειών, ώστε να έχουν δυνάμεις για μάχιμη υπηρεσία. Αυτή όμως ήταν και η μοναδική παρέκκλιση από το πρόγραμμα και τον τρόπο διαβίωσης των υπολοίπων μοναχών. Σε γενικές γραμμές η ζωή των Ναϊτών ήταν αρκετά σκληρή και αυστηρή, αφού συνδύαζε τη στρατιωτική με τη μοναστική πειθαρχία.
Εκτός από τους μοναχούς υπήρχαν και λαϊκοί ιππότες, οι οποίοι υπηρετούσαν στο τάγμα για ορισμένο χρονικό διάστημα χωρίς να λάβουν το μοναχικό σχήμα. Για όσο διάστημα, όμως, βρίσκονταν στο τάγμα ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν το αυστηρό πρόγραμμα των Ναϊτών χωρίς καμία διάκριση. Το τάγμα σύντομα ξεπέρασε τα όρια των Αγίων Τόπων. Πολλοί ευγενείς στη δυτική Ευρώπη παραχωρούσαν περιουσιακά στοιχεία για την υποστήριξή του. Σταδιακά οι Ναϊτες άρχισαν να μετατρέπονται σε μεγάλο οικονομικό οργανισμό και αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν παραρτήματα στην υπόλοιπη Ευρώπη για να ελέγχουν την τεράστια περιουσία που συγκέντρωναν και να στρατολογούν πιο εύκολα νέα μέλη.
Καθώς η πλειοψηφία των ιδρυτών αλλά και των υπολοίπων μελών προερχόταν από τη Γαλλία, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας βρισκόταν σε αυτή τη χώρα. Ιδιαίτερα δημοφιλές ήταν το τάγμα και στην Αγγλία, όπου στρατολόγησε πολλά μέλη και απέκτησε εκτάσεις γης. Η δράση κατά των μουσουλμάνων δεν περιορίστηκε στην Παλαιστίνη και στη Συρία αλλά απλώθηκε και στην Ιβηρική χερσόνησο. Τον 8ο αιώνα οι Άραβες έφθασαν στο μέγιστο σημείο της επέκτασής τους προς τα δυτικά καταλαμβάνοντας το σύνολο σχεδόν της Ιβηρικής. Από τότε οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από την περιοχή με συνεχείς αγώνες και σταδιακά κατόρθωσαν να περιορίσουν τα όρια της Μουσουλμανικής περιοχής προς τον Νότο.
Λίγο μετά την ίδρυσή τους οι Ναΐτες εξάπλωσαν τη δράση τους και εκεί και προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στα τοπικά βασίλεια, παρέχοντας (όπως και στην Ανατολή) μια μόνιμη και αξιόπιστη πολεμική δύναμη. Ως αναγνώριση των υπηρεσιών τους ο βασιλιάς Αλφόνσος Α' της Αραγωνίας με διαθήκη του, επειδή δεν είχε παιδιά, παραχωρούσε το βασίλειό του στον Πανάγιο Τάφο και στα πολεμικά τάγματα των Ιωαννιτών και των Ναϊτών. Παρά το ότι και τα δύο τάγματα ως τότε είχαν συγκεντρώσει μεγάλη περιουσία, την οποία διαχειρίζονταν με επιτυχία, δεν είχαν ακόμα ούτε τη διοικητική υποδομή, ούτε την πολιτική βούληση και την ικανότητα να αναλάβουν τη διακυβέρνηση ενός ολόκληρου κράτους.
Έτσι μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλφόνσου, το 1134, το κράτος του κατανεμήθηκε ανάμεσα στις γειτονικές ηγεμονίες της Καστίλης, της Ναβάρρας και της Καταλωνίας. Τα δύο τάγματα έλαβαν ως αντάλλαγμα μερικά φέουδα.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ ΣΤΙΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ
Η οικονομική και στρατιωτική ισχύς του τάγματος προβλήθηκε όταν ενίσχυσε τη σταυροφορία του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ' το 1147 με στρατιωτικές δυνάμεις και χρήματα. Από τα παραρτήματα των Ναϊτών στη Δύση προσφέρθηκαν 130 ιππότες και μεγαλύτερος αριθμός ελαφρύτερα οπλισμένων ιππέων και πεζών, ενώ το σύνολο των δυνάμεων του τάγματος στην Ανατολή τέθηκε στη διάθεση της σταυροφορίας. Κατά την ίδια περίοδο είναι πιθανό να έλαβαν από τον πάπα το δικαίωμα να φέρουν κόκκινο σταυρό στο ιμάτιό τους, σημείο το οποίο συμβόλιζε τη διάθεση των μελών του τάγματος να θυσιαστούν για τη Χριστιανική πίστη.
Στη σταυροφορία συμμετείχε και ο βασιλιάς της Γερμανίας Κορράδος. Παρά την ευοίωνη αρχή της εκστρατείας η σταυροφορία τελικά απέτυχε. Οι σταυροφόροι στράφηκαν κατά της Δαμασκού, την οποία πολιόρκησαν χωρίς επιτυχία. Για την αποτυχία οι Γερμανοί κατηγόρησαν τους Γάλλους των Αγίων Τόπων και ιδιαίτερα τους Ναΐτες, τους οποίους υποψιάζονταν για μυστικές συνεννοήσεις με τους Μουσουλμάνους της Δαμασκού. Ανεξάρτητα από τα αίτια που την προκάλεσαν, η αποτυχία απέδειξε την αδυναμία των Χριστιανών να διευρύνουν την περιοχή την οποία κατείχαν και να κυριαρχήσουν στην ενδοχώρα της Συρίας.
Τα Χριστιανικά κράτη περιορίστηκαν σε μια στενή λωρίδα γης κατά μήκος στης θάλασσας, ευάλωτη απέναντι σε μια οργανωμένη Μουσουλμανική επίθεση την οποία θα σχεδίαζε και θα καθοδηγούσε ένας ικανός αρχηγός. Ο ικανός αυτός ηγέτης εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Κουρδικής καταγωγής Σαλαντίν. Η σταδιοδρομία του τελευταίου ξεκίνησε από την Αίγυπτο, όπου στάλθηκε μαζί με τον θείο του για να βοηθήσει τους εκεί Μουσουλμάνους εναντίον των σταυροφόρων. Ο ίδιος κατόρθωσε τελικά να γίνει κυρίαρχος της Αιγύπτου και μετά τον θάνατο του ηγεμόνα της Συρίας Νουρεντίν να ενώσει την Αίγυπτο και τη νότια Συρία υπό την εξουσία του. Επόμενος στόχος του Κούρδου πολέμαρχου ήταν να εκδιώξει τους Χριστιανούς από την Παλαιστίνη και τις ακτές του Λιβάνου και της Συρίας.
Το 1187 συνέτριψε τους Χριστιανούς στη μάχη του Χαττίν, κοντά στις ακτές της λίμνης Τιβεριάδας, και εκμεταλλεύθηκε τη νίκη του για να καταλάβει την Ιερουσαλήμ και τα περισσότερα από τα χριστιανικά κάστρα της ακτής. Στα χέρια των Χριστιανών έμειναν η Τύρος, η Τρίπολη και μερικά μικρά κάστρα, τα περισσότερα από τα οποία ανήκαν στα μοναχικά τάγματα. Η ήττα του Χαττίν είχε δυσάρεστα αποτελέσματα και για τους Ναΐτες. Ο μεγάλος μάγιστρος του τάγματος, Γεράρδος του Ριντφόρ, αιχμαλωτίστηκε και υποχρεώθηκε (για να απελευθερωθεί) να διατάξει τη φρουρά των Ναϊτών της Γάζας να παραδοθεί. Ήταν ο μόνος Ναϊτης αιχμάλωτος από τη μάχη του Χαττίν που αφέθηκε ζωντανός για να ανταλλάξει τη ζωή του με την πόλη.
Λίγο αργότερα πέθανε πολεμώντας κοντά στο λιμάνι της Άκρας στην Παλαιστινιακή ακτή, το οποίο είχε μόλις καταλάβει ο Σαλαντίν και οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να ανακαταλάβουν. Η είδηση της απώλειας των Αγίων Τόπων και ιδιαίτερα της Ιερουσαλήμ προκάλεσε συγκίνηση στη δυτική Ευρώπη και οι ισχυρότεροι ηγεμόνες ξεκίνησαν για νέα σταυροφορία. Ο Γερμανός Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα δεν μπόρεσε να φθάσει στους Αγίους Τόπους διότι πνίγηκε σε ένα ποτάμι της Κιλικίας, αλλά ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος και ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος-Αύγουστος κατόρθωσαν να βοηθήσουν τους Χριστιανούς της Παλαιστίνης να καταλάβουν το λιμάνι της Άκρας.
Μετά από αυτή την επιτυχία ο Γάλλος βασιλιάς αποφάσισε να εγκαταλείψει τους Αγίους Τόπους. Ωστόσο ο Ριχάρδος παρέμεινε και συνέχισε τη σταυροφορία με τις περιορισμένες δυνάμεις που είχαν απομείνει. Ένα μεγάλο μέρος από αυτές αποτελείτο από μέλη των ιπποτικών ταγμάτων τα οποία, λόγω της σοβαρής απειλής για τους Αγίους Τόπους, είχαν διατάξει τα παραρτήματά τους στη Δύση να αποστείλουν όσες ενισχύσεις μπορούσαν. Η σημαντικότερη σύγκρουση των δυνάμεων του Ριχάρδου με τους Μουσουλμάνους πραγματοποιήθηκε το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου 1191, ενώ ο Χριστιανικός στρατός προχωρούσε βόρεια της πόλης Αρσούφ. Ο στρατός του Σαλαντίν τους περίμενε σε μια παραλιακή πεδιάδα.
Οι Χριστιανοί παρατάχθηκαν με την πλάτη στη θάλασσα. Στη δεξιά πλευρά παρατάχθηκαν οι Ναΐτες, πίσω από ένα σώμα τοξοτών. Στο κέντρο βρισκόταν ο ίδιος ο Ριχάρδος με τους Νορμανδούς και τους Άγγλους ιππότες. Στο αριστερό άκρο της παράταξης βρίσκονταν οι Ιωαννίτες. Τα δύο ιπποτικά τάγματα τοποθετήθηκαν σε απόσταση μεταξύ τους λόγω της αντιπαλότητας που τα χώριζε. Οι Μουσουλμάνοι άρχισαν την επίθεσή τους με αλλεπάλληλα τμήματα από τοξότες που εξαπέλυσαν βροχή βελών. Στη συνέχεια το Τουρκικό ιππικό έπεσε μανιασμένα στην αριστερή πλευρά των Χριστιανών, προσπαθώντας να δημιουργήσει ρήγμα στην παράταξή τους.
Οι Χριστιανοί τελικά σώθηκαν με μία ορμητική επέλαση των σιδερόφρακτων ιπποτών, η οποία ήταν αδύνατο να ανακοπεί από τους ελαφρύτερα οπλισμένους στρατιώτες του Σαλαντίν.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
H Εδραίωση των Ναϊτών
Μετά την επίσημη αναγνώρισή του από την Εκκλησία, το Τάγμα του Ναού ήταν πλέον μία πραγματικότητα και η επιτυχία του στη Χριστιανική Δύση ήταν εντυπωσιακή. Οι δωρεές άρχισαν να καταφθάνουν σωρηδόν και ο Ούγος ντε Παιν, επιστρέφοντας στους Αγίους Τόπους, άφησε ορισμένους από τους αδελφούς στην Ευρώπη, για να συνεχίσουν την προσπάθεια εξεύρεσης πόρων και στρατολόγησης μελών και για να διαχειριστούν τις δωρεές που είχαν γίνει και που απαιτούσαν επιστασία. Με τον τρόπο αυτό άρχισε να δημιουργείται η υπερπόντια διοικητική δομή των Ναϊτών, η οποία μέσα σε λίγα χρόνια απλώθηκε τόσο, ώστε κάλυπτε ολόκληρη τη Δ. Ευρώπη, τα Βαλκάνια και τη M. Ανατολή.
Το δίκτυο αυτό των Ναϊτών είναι εκείνο που θα τους καθιστούσε ουσιαστικά την πρώτη πραγματική ''πολυεθνική εταιρεία'' της ιστορίας, μόλις λίγες δεκαετίες μετά την ίδρυσή τους. O Παγιέν του Μοντινιέ, ένας από τους εννιά πρώτους Ναΐτες, παρέμεινε στη Γαλλία και μάλιστα τοποθετήθηκε υπεύθυνος της περιοχής βορείως του Λουάρ. Οι άλλοι Ναΐτες που δραστηριοποιήθηκαν στην Ευρώπη εκείνο τον καιρό ήταν ο Ούγος του Ριγκό, που φέρεται στα αρχεία της περιόδου να έχει λάβει δωρεές στο Καρκασόν, ο Πέτρος από τη Ροβίρα που έγινε δέκτης δωρεών σε περιοχές της Προβηγκίας και ο -μετέπειτα Μεγάλος Μάγιστρος- Εβεράρδος του Μπαρ στην Καταλονία.
Οι δωρεές σύντομα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο μεγάλες και η συχνότητά τους ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Μπορεί να πει κάποιος ότι ο θεσμός ενός ιπποτικού τάγματος ''ταίριαζε'' στην Ευρώπη των ιπποτικών ιδεωδών, της αναζήτησης της σωτηρίας της ψυχής και του ''καλού θανάτου''. Οι Ναΐτες, έχοντας ήδη κερδίσει μία θέση στη λαϊκή μυθολογία της εποχής δίχως να έχουν στην πραγματικότητα προσφέρει την παραμικρή υπηρεσία, αποτελούσαν ένα καταφύγιο για πολλές κατηγορίες ανθρώπων και μάλιστα διαφόρων κοινωνικών τάξεων.
Βεβαίως, οι ''αδελφοί ιππότες'' ήταν αποκλειστικά ευγενείς, γόνοι φεουδαρχικών οίκων οποιουδήποτε βαθμού, από μεγαλοφεουδάρχες με κυριότητα σε ολόκληρα πριγκιπάτα, όπως ο Ούγος της Καμπανίας, έως φτωχοί δευτερότοκοι γιοι μικροφεουδαρχών και ξεπεσμένων ιπποτών. H έλξη που ασκούσε ο Ναός στην ιπποσύνη της Ευρώπης ήταν πλέον τεράστια. Οι μεγαλοφεουδάρχες που κατά καιρούς στρατολογήθηκαν στο Ναό, όπως ο Ούγος ή ο Αρπίνος του Μπουργκ, ήταν σε προχωρημένη ηλικία, όταν τα εγκόσμια τους είχαν κουράσει και δεν ενδιαφέρονταν πλέον για την οικογένειά τους (ο Ούγος χώρισε τη σύζυγό του, ενώ ο Αρπίνος είχε μόλις μείνει χήρος).
Τέτοιοι άνθρωποι έβλεπαν στο τάγμα μία ευκαιρία να εξιλεωθούν για τις αμαρτίες τους, να σώσουν την ψυχή τους, να προσφέρουν σε έναν κοινό αγώνα και να ζήσουν, έστω στο τέλος της ζωής τους, μία διαφορετική εμπειρία. Αντίθετα, οι νεότεροι και συνήθως φτωχότεροι ιππότες, είχαν άλλα κατά νου όταν εντάσσονταν μαζικά στις τάξεις του τάγματος. Οι πρωτεργάτες του τάγματος, Ούγος του Παιν και Γοδεφρείδος του Σαιντ Ομέρ, κατά τα φαινόμενα δεν στερούντο κλήρου και ήταν ''χαμηλόβαθμοι'' φεουδάρχες με πλήρη κληρονομικά δικαιώματα. Το ίδιο ίσχυε για πολλούς από τους γνωστότερους ιππότες που εντάχθηκαν στο τάγμα μέσα στις επόμενες δεκαετίες.
O Ούγος του Μπουρμπουτόν, ένας φεουδάρχης από την ομώνυμη περιοχή της Προβηγκίας, εντάχθηκε στους Ναΐτες το 1139, δωρίζοντας ταυτόχρονα τόσο μεγάλες εκτάσεις γης ώστε οι Ναΐτες ίδρυσαν με τα έσοδα απ' αυτές το παιδαγωγικό ίδρυμα της Ρισερέν. Μόλις έξι χρόνια αργότερα, ο γιος και κληρονόμος του, Νικόλαος, εγκατέλειψε τον κοσμικό βίο για να υπηρετήσει τους Ναΐτες, παραχωρώντας στο Ναό το σύνολο της περιουσίας του. Υπήρχαν όμως και εκείνοι που είχαν μικρή περιουσία, συνήθως κάποια πρόσοδο από τα κτήματα της οικογένειάς τους ή κάποιο ανάλογο έσοδο, αρκετό μόλις για να συντηρούνται. Αυτοί οι ιππότες έβρισκαν στους κόλπους του Ναού μία νέα οικογένεια.
Η οποία είχε αρκετές απαιτήσεις, αφού ζητούσε πράγματα δύσκολα -έως και αδιανόητα για έναν κακομαθημένο γόνο μίας αριστοκρατικής οικογένειας- αλλά ταυτόχρονα έδινε εξίσου ικανοποιητικές ''αμοιβές''. H προοπτική της ένταξης σε ένα ιπποτικό τάγμα και ειδικότερα σε αυτό των ''Φτωχών ιπποτών του Χριστού'', έμοιαζε εξαιρετικά ελκυστική για μια μεγάλη μερίδα της Μεσαιωνικής ιπποσύνης. Σε αυτό το τάγμα θα μπορούσαν να ζήσουν δίχως να παραιτηθούν όλων των επίγειων απολαύσεων ενώ παράλληλα θα μπορούσαν να συνεχίσουν να εξασκούν την τέχνη που είχαν μάθει καλύτερα: την πολεμική. Πολύ σύντομα, οι αρχηγοί και ανώτεροι διοικητές των Ναϊτών είχαν καθιερωθεί ως πρόσωπα με κύρος και δύναμη, όχι μόνο στην ιεραρχία της Ουτρεμέρ αλλά και στην Δ. Ευρώπη.
Οι ανώτεροι αξιωματούχοι του τάγματος στη Δύση απολάμβαναν υψηλού κύρους, κοινωνικής αναγνώρισης και συχνά προσλαμβάνονταν από ισχυρούς εκκλησιαστικούς ή κοσμικούς άρχοντες ως σύμβουλοι. Αυτή η εικόνα αποτελούσε ''κράχτη'' για οποιονδήποτε φιλόδοξο νεαρό ιππότη, που έβλεπε με σκεπτικισμό την προοπτική μιας ζωής όπου το μόνο που θα έκανε θα ήταν η διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας. H ανθρώπινη φιλοδοξία κινεί την ιστορία και αυτή αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη και των Ναϊτών. H στρατολόγηση νέων μελών πήγε, όπως αναφέρουν οι περισσότερες πηγές, πολύ καλά ήδη από την πρώτη προσπάθεια του Ούγου και ενώ τα τάγμα είχε ''ζωή'' μόνο λίγων ετών.
Στο τάγμα προσέφευγαν άνδρες που ήταν διατεθειμένοι να αφήσουν τα εγκόσμια και να ενταχθούν στην υπηρεσία της Χριστιανοσύνης και του Ναού. Επρόκειτο παράλληλα για άνδρες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ στις εκστρατείες που σχεδίαζε ο Βαλδουίνος, ο οποίος είχε στείλει τον Ούγο στη Δύση για να στρατολογήσει ιππότες. H φυσική εξέλιξη των πραγμάτων ήταν να οδηγήσει ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ τα στρατεύματά του -ενισχυμένα από τους Ευρωπαίους εθελοντές αλλά και από ένα τμήμα Ναϊτών- προς τη Δαμασκό, αμέσως μετά την επιστροφή του Ούγου στους Αγίους Τόπους.
H σχεδιαζόμενη όμως κατάληψη της Δαμασκού, που θα έδινε νέα ζωή στα σταυροφορικά βασίλεια, δεν πραγματοποιήθηκε για λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με την αντίσταση της φρουράς της όσο και τις καιρικές συνθήκες. Ωστόσο, αποτελεί την πρώτη στρατιωτική εκστρατεία στην οποία έχουμε τεκμηριωμένη συμμετοχή των Ναϊτών. Στο μέλλον, οι λευκοντυμένοι ιππότες θα συμμετείχαν σε αμέτρητες μάχες και θα κέρδιζαν δόξα και τιμή στο πεδίο της μάχης. Πάντως έχουμε ελάχιστα στοιχεία στη διάθεσή μας για τη δραστηριότητα του τάγματος στα αμέσως επόμενα χρόνια. Μάλιστα, οι Ναΐτες δεν ήταν ούτε το πρώτο ιπποτικό τάγμα που έλαβε ένα σημαντικό κάστρο στην Ουτρεμέρ.
H τιμή αυτή ανήκει στους Ιωαννίτες, που τον καιρό εκείνο μάλιστα είχαν μόλις στρατιωτικοποιηθεί, παίρνοντας ως παράδειγμα το τάγμα του Ναού. Αντίθετα, οι Ναΐτες φαίνεται ότι την περίοδο αυτή ξεκίνησαν να εκπληρώνουν για πρώτη φορά την αποστολή που τους είχε ανατεθεί, τη φύλαξη δηλαδή των κύριων οδικών αρτηριών και την περιφρούρηση των προσκυνητών που κινούνταν σε αυτές. Συγκεκριμένα, σε έναν από τους πλέον πολυσύχναστους δρόμους, εκείνον που οδηγούσε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, στην περιοχή Κιστέρνα Ρουβέα, έκτισαν ένα μικρό κάστρο, μαζί με έναν σταθμό για τους διερχόμενους και ένα παρεκκλήσι. Και άλλα κάστρα των Ναϊτών χτίστηκαν στη συνέχεια σε κύριους οδικούς άξονες και σε τόπους προσκυνήματος.
Όπως ο πύργος στο Μπάιτ Τζουμπρ ατ Ταχτανί, ένα κάστρο στην κορυφή του όρους Σαράντριον και άλλο ένα κοντά στο σημείο όπου λέγεται ότι βαφτίστηκε ο Χριστός στον Ιορδάνη ποταμό. Αυτά ήταν μικρά κάστρα, φτωχά επανδρωμένα, που χρησίμευαν και ως χώροι όπου μπορούσαν να καταφύγουν οι κατάκοποι προσκυνητές, να ξαποστάσουν, να προφυλαχθούν από τις καιρικές συνθήκες και τους ληστές και να εκκλησιαστούν. Στη συνέχεια, οι Ναΐτες έλαβαν το πρώτο ''πραγματικό'' κάστρο τους. Αντίθετα όμως με ό,τι θα περίμενε κάποιος, αυτό το κάστρο δεν βρισκόταν εντός των ορίων της Ιερουσαλήμ, αλλά στα όρια του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας.
Πρόκειται για το οχυρό Μπαργκάς, το οποίο οι σταυροφόροι ονόμασαν Γκαστόν, και δέσποζε σε μία ιδιαίτερα στρατηγική θέση του περάσματος Μπελέν, της μόνης ''εύκολης'' διάβασης μέσω της οροσειράς του Αμανού. Επρόκειτο για μία σαφώς στρατηγική θέση τεράστιας σημασίας, που βρισκόταν μάλιστα πολύ κοντά στο (Μουσουλμανικό) Χαλέπι. Αυτό ήταν το πρώτο από τα μεγάλα κάστρα, την υπεράσπιση των οποίων θα αναλάμβαναν οι Ναΐτες. Ταυτόχρονα, το τάγμα, που φαίνεται ότι είχε αναλάβει το έργο της φύλαξης των βορειοανατολικών συνόρων του Πριγκιπάτου της Αντιοχείας, κατέλαβε κατόπιν αιτήσεως του πρίγκιπα άλλα δύο κάστρα στην ίδια περιοχή.
Λίγα χρόνια μετά ο πρώτος μάγιστρος του τάγματος, ο Ούγος του Παιν, απεβίωσε. Οι αδελφοί, προφανώς λαμβάνοντας υπόψη τη θέληση του τότε βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Φούλκου του Ανζού, εξέλεξαν για τη θέση του Μεγάλου Μάγιστρου έναν αδελφό από τον τόπο καταγωγής του Φούλκου. Επρόκειτο για τον Ροβέρτο του Κραόν, γνωστό με την παραπλανητική ονομασία ''ο Βουργουνδός'' (δεν ήταν από τη Βουργουνδία, αλλά από το Ανζού). Επί της αρχηγίας του Κραόν, οι Ναΐτες έλαβαν, το 1139, την πολύτιμη Παπική Βούλα, Omne Datum Optimum, που τους αναγνώριζε επίσημα, τους παραχωρούσε εξαιρετικά προνόμια και ουσιαστικά εγκαινίαζε την περίοδο της μεγάλης επέκτασης του τάγματος.
Συγκεκριμένα, με τη Βούλα αυτή ο Πάπας Ιννοκέντιος B' καθόριζε κατ' αρχάς ότι το τάγμα δεν επρόκειτο να υπαχθεί σε καμία εκκλησιαστική δικαιοδοσία πέραν του ίδιου του προκαθήμενου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Επρόκειτο για μία κίνηση τεράστιας σημασίας, αφού έδινε τη δυνατότητα στο τάγμα να δρα αυτοβούλως και ήταν η αρχή για την ανεξαρτητοποίησή του από τις κοσμικές (βασιλιάς της Ιερουσαλήμ) και εκκλησιαστικές (πατριάρχης της Ιερουσαλήμ) αρχές. Αυτή η ανεξαρτησία υπογραμμίστηκε με τη δυνατότητα που έδινε η ίδια Βούλα στους Ναΐτες να δημιουργούν δικά τους παρεκκλήσια και να δέχονται στους κόλπους τους και ιερείς, οι οποίοι θα προσχωρούσαν στο τάγμα ως ''στρατιωτικοί ιερείς''.
Με τον τρόπο αυτό, το τάγμα αποδεσμευόταν από οποιαδήποτε σχέση με τις κατά τόπους εκκλησιαστικές αρχές, που μέχρι τότε είχαν κάποιο λόγο στα θέματα του τάγματος. Αλλά πέρα από τη διοικητική αυτοτέλεια του τάγματος, ο Ιννοκέντιος φρόντισε με ιδιαίτερη περίσκεψη και για την οικονομική ανεξαρτησία του. Αυτό το πέτυχε, δίνοντας στους Ναΐτες το δικαίωμα να εισπράττουν το φόρο της δεκάτης αλλά όχι την υποχρέωση να τον καταβάλλουν. Παρόμοιο προνόμιο απολάμβανε μόνο το μοναστικό τάγμα των Κιστερκιανών και αυτό δείχνει πόσο σημαντικό θεωρούσε η Ρώμη το Τάγμα του Ναού.
Ένα άλλο μέτρο που τους έδινε το δικαίωμα να δημιουργούν δικά τους κοιμητήρια στα οποία μπορούσαν να ενταφιάζουν, εκτός των αδελφών του τάγματος και τους ταξιδιώτες -δηλαδή πρακτικά οποιονδήποτε- είχε επίσης μεγάλη οικονομική σημασία. H Βούλα Omne Datum Optimum θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την ιστορία όχι μόνο των Ναϊτών αλλά και όλου του κινήματος των ιπποτικών ταγμάτων, αφού για πρώτη φορά δίνονταν τόσα προνόμια σε έναν οργανισμό που βρισκόταν στις παρυφές του εκκλησιαστικού κατεστημένου. Τα προνόμια αυτά τα κρατούσε ζηλότυπα για πολλούς αιώνες για λογαριασμό της η Εκκλησία, οπότε είναι φανερό ότι η σημασία που δινόταν στο τάγμα από τον προκαθήμενο της Ρώμης ήταν τεράστια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των περισσότερων ερευνητών, η εξαιρετική αυτή γενναιοδωρία του Ιννοκέντιου έχει ένα πολύ σαφές κίνητρο: ο Πάπας κατέλαβε τη θέση του κυρίως εξαιτίας της υποστήριξης του πανίσχυρου, πλέον, Βερνάρδου του Κλερβώ. Στην ουσία ο Ιννοκέντιος ήταν ο εκλεκτός του Βερνάρδου σε αντιδιαστολή με τον υποστηριζόμενο από το Νορμανδό βασιλιά της Σικελίας Ρογήρο, τον Ανσέλμο B'. Για μία περίοδο 8 ετών, η Ρώμη είχε δύο Πάπες, έναν στην αιώνια πόλη και άλλον έναν στη Γαλλία. Όμως χάρη στην υποστήριξη του Βερνάρδου, οι Ευρωπαίοι μονάρχες υποστήριξαν τον Ιννοκέντιο, που έγινε μοναδικός Πάπας το 1138.
Τα προνόμια των Ναϊτών επεκτάθηκαν ακόμη περισσότερο μέσα στα επόμενα χρόνια, με δύο ακόμη Βούλες, τη Milites Templi του Σελεστίνου B' το 1144 και την Militia Dei του Ευγενίου Γ' την επόμενη χρονιά. Με αυτές τις κινήσεις, έγινε πλέον φανερό με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι η Ρώμη όχι μόνο στήριζε τα ιπποτικά τάγματα, αλλά τα θεωρούσε ως ένα καθοριστικό συστατικό στοιχείο της πολιτικής της για τους Αγίους Τόπους και την επέκταση της χριστιανοσύνης γενικότερα. Οι Ναΐτες -όπως άλλωστε και οι Ιωαννίτες τον ίδιο καιρό- εκμεταλλεύθηκαν σε υπερθετικό βαθμό τα νέα προνόμιά τους και πολύ σύντομα άρχισαν να γιγαντώνονται. Το 1147, στις παραμονές της B' Σταυροφορίας, το Τάγμα του Ναού ήταν πλέον ένας ισχυρός οργανισμός με σπουδαίες διασυνδέσεις και συνεχώς αυξανόμενη περιουσία.
Εκείνη η χρονιά ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την ανάπτυξη του τάγματος. O Πάπας Ευγένιος και ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος με μία περίλαμπρη ακολουθία επισκέφθηκαν το αρχηγείο των Ναϊτών έξω από το Παρίσι, όπου συναθροίστηκε το σύνολο σχεδόν των αδελφών ιπποτών της Γαλλίας και της Ιβηρικής. O ισχυρότερος κοσμικός ηγεμόνας και ο ανώτατος εκπρόσωπος της εκκλησιαστικής αρχής φιλοξενήθηκαν από τους Ναΐτες και συσκέφθηκαν μαζί τους ενόψει της νέας σταυροφορίας, στην οποία είχε πειστεί να λάβει μέρος εκτός του Λουδοβίκου και άλλος ένας πανίσχυρος ηγεμόνας, ο Γερμανός αυτοκράτορας Κονράδος.
Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές, κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στις 27 Απριλίου του 1147, δόθηκε στους Ναΐτες το δικαίωμα από τον Ευγένιο να φέρουν το χαρακτηριστικό κόκκινο σταυρό στους μανδύες τους. Από τότε, ο συγκεκριμένος σταυρός συνδέθηκε με το τάγμα, σε σημείο πολλοί να τον ονομάζουν ''Ναϊτικό'' σταυρό. H B' Σταυροφορία, κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Ωστόσο ακόμη και σε αυτή την αποτυχία, οι Ναΐτες πέτυχαν να διακριθούν αποφασιστικά. Οι λευκοντυμένοι ιππότες, υπό την ηγεσία του Μεγάλου Μάγιστρου Εβεράρδου του Μπαρ, συνόδευσαν το σταυροφορικό στράτευμα διαμέσου της Μικράς Ασίας.
Στην αρχή, οι Ναΐτες ήταν απλώς συνοδοί, αλλά όταν το στράτευμα ηττήθηκε στις πρώτες αψιμαχίες με τους Σελτζούκους και η κατάσταση άρχισε να γίνεται απελπιστική λόγω προβλημάτων συνοχής και έλλειψης εφοδίων, ο Λουδοβίκος στράφηκε προς τον Εβεράρδο. Αρχικά, η βοήθεια που προσέφεραν ήταν στρατιωτικής και οργανωτικής φύσεως. O στρατός χωρίστηκε σε μικρά τμήματα, τα οποία ανέλαβε από ένας Ναΐτης ως διοικητής και οι ιππότες οργάνωσαν την πορεία με τάξη, βάζοντας πλαγιοφυλακές, οπισθοφυλακή και προφυλακές. Κάτω από την καθοδήγηση των Ναϊτών, το στράτευμα είχε ελάχιστες απώλειες στη συνέχεια, έως ότου έφθασε στην Αντιόχεια.
Όμως οι Ναΐτες βοήθησαν αποφασιστικά και σε έναν ακόμη τομέα: τα έξοδα της σταυροφορίας για το Λουδοβίκο είχαν ήδη ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη και ο Γάλλος βασιλιάς αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα έλλειψης χρημάτων για να συνεχίσει να συντηρεί το στρατό του. Και εδώ ο Εβεράρδος του έδωσε τη λύση, αφού συγκέντρωσε κάθε διαθέσιμο πόρο των Ναϊτών και του χορήγησε ένα ποσό τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής, 2.000 ασημένια μάρκα, που αντιστοιχούσαν περίπου στο μισό των ετήσιων εσόδων του συνόλου των βασιλικών κτημάτων. O Γάλλος βασιλιάς έδωσε εντολή στον θησαυροφύλακά του να πληρώσει αυτό το ποσό στο αρχηγείο των Ναϊτών στη Γαλλία.
Κάτι που δείχνει ότι ήδη από τον καιρό αυτό είχαν οργανώσει το σύστημα των υπερπόντιων συναλλαγών που θα τους έδινε αργότερα τον - ανεπίσημο - τίτλο των ''τραπεζιτών του Θεού''. H B' Σταυροφορία κατέληξε βεβαίως σε οικτρή αποτυχία, για την οποία οι Ναΐτες κατηγορήθηκαν στη συνέχεια από τον έξαλλο Λουδοβίκο ως συνυπεύθυνοι, μαζί με τους βαρόνους της Ουτρεμέρ. O Λουδοβίκος, βεβαίως, βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, όχι μόνο (και τόσο) εξαιτίας της αποτυχίας αλλά κυρίως εξαιτίας της απιστίας της γυναίκας του, της διαβόητης Ελεονόρας της Ακουϊταίνης, η οποία διατηρούσε ανοιχτά σχέση με το θείο της, πρίγκιπα της Αντιόχειας.
Μετά την αποτυχία αυτής της σταυροφορίας, το κλίμα στη M. Ανατολή άρχισε σταδιακά να αλλάζει. Οι Μουσουλμάνοι συνέχιζαν να παραμένουν διαιρεμένοι, παρά την ισχύ που συγκέντρωνε στα χέρια του ο άρχοντας της Συρίας Νουρεντίν, οι άποικοι από τη Δύση δεν ήταν πολλοί και οι Λατίνοι της Ουτρεμέρ άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι θα έπρεπε να συμβιώσουν κατά το δυνατόν αρμονικά με τους Μουσουλμάνους, εάν ήθελαν να επιβιώσουν. Άλλωστε, με δεδομένη την έλλειψη δυτικών εποίκων, τα κύρια έσοδά τους, φορολογικά και άλλα, προέρχονταν από τους Μουσουλμάνους της περιοχής. Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ξεκίνησαν μία περίοδο σχετικά ειρηνικής συμβίωσης, που όμως τάραζαν συχνά οι νεοφερμένοι στους Αγίους Τόπους Δυτικοί, που δεν είχαν προσαρμοστεί στην Ανατολή.
Αντίθετα, οι ''ντόπιοι'' Λατίνοι είχαν σε μεγάλο βαθμό υιοθετήσει συνήθειες, τρόπο διατροφής και ντυσίματα “ανατολίτικα”, επηρεασμένοι από τους γηγενείς, ενώ και η θρησκευτική ανοχή -πράγμα αδιανόητο στις μισαλλόδοξες εποχές της A' Σταυροφορίας- είχε αρχίσει να εμφανίζεται δειλά-δειλά. Οι Ναΐτες ήταν πρωτοπόροι σε αυτή την προσπάθεια ειρηνικής συμβίωσης. Οι σχέσεις τους με πολλούς Μουσουλμάνους άρχοντες ήταν παραπάνω από φιλικές και είναι χαρακτηριστικό, όπως αναφέρουν πολλοί Μουσουλμάνοι χρονικογράφοι, ότι οι Ναΐτες δεν δίσταζαν όχι μόνο να φιλοξενούν υψηλούς ''άπιστους'' προσκεκλημένους, αλλά και να τους παραχωρούν χώρο μέσα στο τέμενος Αλ Ακσά για να προσευχηθούν.
Δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι τέτοια συμπεριφορά απέναντι στους Μουσουλμάνους δεν συνάδει με τον περιβόητο φανατισμό των Ναϊτών και την αταλάντευτη πίστη τους στο Χριστιανισμό. Σε ένα τάγμα των αντιθέσεων, που ήδη ήταν ένας ζωντανός παραλογισμός (μοναχοί - πολεμιστές) τέτοιου είδους αντικρουόμενες συμπεριφορές δεν ήταν ακριβώς ασυνήθιστες. Το συγκρότημα του ''Ναού του Σολομώντα'' όπου είχαν το αρχηγείο τους στους Αγίους Τόπους οι Ναΐτες, επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό και κατέστη ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σημεία όχι μόνο της Ιερουσαλήμ αλλά και ολόκληρης της περιοχής. Εκτός από τις αποθήκες όπλων και τους στάβλους, οι Ναΐτες ανήγειραν δύο ακόμη κτήρια για καταλύματα.
Έναν εντυπωσιακό ναό και πολλούς βοηθητικούς χώρους, ενώ διαμόρφωσαν τον περίβολο σε έναν πραγματικό παράδεισο, με γρασίδι, δενδρόκηπους και χώρους περιπάτου. O αριθμός των Ναϊτών μεγάλωνε και υπολογίζεται ότι την έκτη δεκαετία του 12ου αιώνα υπήρχαν περί τους 300 αδελφούς ιππότες στα όρια του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, μαζί με περισσότερους από 1.000 σεργέντους και ακόλουθους και έναν ικανό αριθμό Τουρκόπουλων. Ακόμη περισσότεροι ήταν οι υπόλοιποι, αδελφοί ή μη, που πλαισίωναν τη μάχιμη δύναμη. Οι στρατιωτικοί ιερείς (αδελφοί ιερείς), οι βοηθητικοί του τάγματος, οι αδελφοί τεχνίτες και οι εργάτες και υπάλληλοι που είχαν μία μόνιμη σχέση με το τάγμα.
Στους ιππότες και τους σεργέντους θα πρέπει να προστεθούν και οι αδελφοί επισκέπτες (confreres) που συμμετείχαν στο τάγμα για ορισμένο χρόνο. Σε κάποια περίοδο είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής συνήθεια μεταξύ των ιπποτών της Δύσης η περιορισμένης χρονικής διάρκειας υπηρεσία σε ένα ιπποτικό τάγμα και μεταξύ των ταγμάτων αυτό του Ναού είχε την προτίμηση των περισσότερων και ισχυρότερων ιπποτών. Όμως από τη στιγμή που οι Ναΐτες άρχισαν να αποκτούν σημαντικά οχυρά και κάστρα των οποίων αναλάμβαναν την ευθύνη φύλαξης, παρουσιάστηκε ανάγκη για πολύ περισσότερο προσωπικό. Ήταν δεδομένο ότι τα υποψήφια μέλη δεν ήταν τόσα όσα χρειαζόταν το τάγμα, κυρίως για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι το τάγμα πολύ συχνά αποδεκατιζόταν κυριολεκτικά σε μάχες ή καταλήψεις φρουρίων. Έπειτα, οι ανάγκες του τάγματος σε ''πολιτικό'' προσωπικό ήταν τεράστιες, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας που διέθετε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παράλληλα, η ''δεξαμενή'' στρατολόγησης Τουρκόπουλων, που ήταν πάντα μία ευπρόσδεκτη προσθήκη λόγω του ότι κάλυπταν ένα κενό που είχε το τάγμα σε ελαφρούς ιππείς, ήταν περιορισμένη. Έτσι, το τάγμα κατέφευγε πολύ συχνά στις υπηρεσίες μισθοφόρων.
Τα Κάστρα των Ναϊτών
Το τυπικό κάστρο των Ναϊτών ήταν μία ισχυρή οχυρή θέση, που είχε διάφορες λειτουργίες σχετικές με τους σκοπούς του τάγματος και συνολικότερα με την προστασία και τον έλεγχο της περιοχής όπου βρισκόταν. Οι οχυρώσεις ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακές και στέρεες, έτσι ώστε να ανθίστανται αποτελεσματικά σε περίπτωση πολιορκίας. Οι Ναΐτες έχτισαν αρκετά κάστρα, με πιο ονομαστό το ''Κάστρο των Προσκυνητών'' ή Ατλίτ (Αθλίτ) που βρίσκεται νότια της Χάιφα. Αλλά τα περισσότερα κάστρα τους τα είχαν λάβει είτε με τη μορφή δωρεάς είτε τα είχαν κατακτήσει. Και σε αυτήν την περίπτωση, οι Ναΐτες ενίσχυαν αποφασιστικά τις οχυρώσεις και δημιουργούσαν το σύνολο της υποδομής που είχαν ανάγκη.
Τα μεγαλύτερα κάστρα διέθεταν μεγάλες αποθήκες -συνήθως υπόγειες- όπου φυλάσσονταν προμήθειες και όπλα, ώστε το κάστρο να μπορεί να συντηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα σε περίπτωση πολιορκίας. Ανάλογη ήταν η πρόνοια που λάμβαναν για τους στάβλους, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος για τα άλογα του Ναού, που ήταν ιδιαίτερα πολύτιμα σε περίπτωση πολεμικών συγκρούσεων. H λειτουργία ενός κάστρου ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη και απαιτούσε μεγάλο αριθμό προσωπικού. Τα μεγαλύτερα από αυτά διέθεταν ένα σημαντικό αριθμό αδελφών ιπποτών, έως και 50, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και 100, ενώ τα μικρότερα είχαν συνήθως ελάχιστους ιππότες, από 1 έως 5.
Υπήρχαν ακόμη ορισμένα μικρά κάστρα που δεν διέθεταν αδελφούς ιππότες και επανδρώνονταν αποκλειστικά από σεργέντους και μισθοφόρους. Στην περίπτωση που υπήρχαν πολλοί αδελφοί ιππότες στο δυναμικό ενός κάστρου, ο αριθμός των σεργέντων ήταν σχετικά μικρός. Για παράδειγμα, στο κάστρο του Σαφέντ (για το οποίο υπάρχει αναλυτική αναφορά στα Μεσαιωνικά χρονικά μετά την ανακατασκευή του περίπου το 1260), υπηρετούσαν 50 αδελφοί ιππότες, τους οποίους συνεπικουρούσαν μόλις 30 σεργέντοι. Όμως δεν ήταν αυτή ολόκληρη η μάχιμη δύναμη που μπορούσε να παρατάξει το τάγμα για την υπεράσπιση αυτού του αρκετά μεγάλου κάστρου. Υπήρχαν ακόμη 50 Τουρκόπουλοι και 300 μισθοφόροι, κυρίως βαλλιστριδοφόροι.
Το κάστρο για να λειτουργήσει χρειαζόταν επίσης εργάτες, υπαλλήλους και άλλους. Αυτά τα καθήκοντα κάλυπταν περί τα 820 άτομα που ήταν προφανώς έμμισθοι (ή με κάποια άλλη σχέση εξάρτησης) υπάλληλοι του τάγματος, ενώ ακόμη υπήρχαν 400 σκλάβοι, οι οποίοι αναλάμβαναν τις πιο σκληρές χειρωνακτικές δουλειές. Το κάστρο του Σαφέντ κατελήφθη από τον Μπαϋμπάρς το 1266 μετά από πολιορκία και το σύνολο της φρουράς του (των μάχιμων) σφαγιάστηκε. Βλέπουμε ότι η πτώση ενός τέτοιου κάστρου αφαιρούσε από τη μάχιμη δύναμη του τάγματος, τόσο ''εσωτερική'' όσο και μισθοφορική, περίπου 430 άνδρες, αριθμό μεγάλο για την εποχή και τη συγκυρία.
Και οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό ήταν μόνο η μία όψη, αφού ανάλογη ήταν η απώλεια χρημάτων καθώς η ανακατασκευή, ενίσχυση, διαμόρφωση και τροφοδοσία ενός μεγάλου κάστρου κόστιζε υπέρογκα ποσά, τα οποία προέρχονταν από τις οικονομικές δραστηριότητες του τάγματος στη Δύση. Το Τάγμα του Ναού ήλεγχε ένα μεγάλο αριθμό κάστρων στην περίοδο της ακμής του, διαθέτοντας ένα πανίσχυρο όπλο για τον έλεγχο της υπαίθρου και τον περιορισμό της δυνατότητας των Μουσουλμάνων να κάνουν επιδρομές στα Χριστιανικά εδάφη.
Τα κάστρα αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του αμυντικού συστήματος του τάγματος (και της λατινικής M. Ανατολής γενικότερα) και κάθε απώλεια ήταν δυσαναπλήρωτη, αφού άφηνε ένα τεράστιο κενό στην άμυνα των Αγίων Τόπων. Ας δούμε τα κυριότερα κάστρα που διέθετε το Τάγμα του Ναού στην Λατινική M. Ανατολή.
- Στην Κομητεία της Αντιόχειας, οι Ναΐτες είχαν αναλάβει ήδη από την τέταρτη δεκαετία του 12ου αιώνα την άμυνα των οχυρών του Ρος Γκιγιόμ, του Προ Μποννέλ και του Τρεπεσσάκ. Επρόκειτο για κομβικά σημεία στην άμυνα των χριστιανικών κρατών, αφού έλεγχαν τις βόρειες προσβάσεις.
- Στην Κομητεία της Τρίπολης, οι Ναΐτες ήλεγχαν το περίφημο κάστρο της Τορτόζας (Ανταρτούς το ονόμαζαν οι Άραβες) και ακόμη τα κάστρα της Αρύμα, της Σαφίτα (το ''Λευκό Κάστρο''), ενώ διέθεταν και μεγάλο διοικητήριο στην Τρίπολη.
Το κάστρο Λα Φεβ δέσποζε στην κοιλάδα του Εσντρελόν στην Γαλιλαία, αλλά στην περιοχή αυτή η κύρια δύναμη των Ναϊτών βρισκόταν στο περίφημο διοικητήριο και κάστρο της Σαφέτ. Στην ίδια περιοχή βρίσκονταν τα οχυρά του Σεφορί και του Ιακώβ. Στην ίδια Κομητεία, οι Ναΐτες διέθεταν ένα από τα πιο φημισμένα κάστρα τους, το Κάστρο των Προσκυνητών (Αθλίτ ή Ατλίτ), το οποίο μάλιστα είχαν χτίσει με ιδίους πόρους. Το κάστρο αυτό ήταν ένα από τα εντυπωσιακότερα δείγματα της καστροποιίας των Αγίων Τόπων και από τα θεωρούμενα ''άπαρτα'' κάστρα του Μεσαίωνα. Έμπλεος θαυμασμού ο Ιάκωβος της Τύρου περιγράφει το επιβλητικό οικοδόμημα που είδε κατά την επίσκεψή του:
''Μπροστά από την πρόσοψη του κάστρου των προσκυνητών έχτισαν δύο πύργους με τετράγωνες πέτρες, λειασμένες καλά, ο καθένας από τους πύργους αυτούς έχει μήκος 100 πόδια (περίπου 33 μέτρα) και πλάτος 74 (24 μέτρα). Το πλάτος τους είναι όσο δύο χελώνες (πολιορκητικό μηχάνημα του Μεσαίωνα), το ύψος τους είναι τεράστιο και ξεπερνά αυτό του ακρωτηρίου. Μεταξύ των δύο πύργων έχτισαν ψηλό τείχος με επάλξεις. Είναι θαυμαστό ότι μέσα στο τείχος υπάρχουν σκάλες από τις οποίες μπορούν οι ιππότες να ανεβοκατεβαίνουν με όλη τους την αρματωσιά''.
O Ιάκωβος περιγράφει στη συνέχεια τα εξαιρετικά τείχη που περικλείουν το ακρωτήρι πάνω στο οποίο είχε χτιστεί το Αθλίτ και τα κτήρια που βρίσκονταν στον περίβολο του κάστρου. Δυστυχώς σήμερα το εξαίρετο αυτό κάστρο έχει καταστραφεί και μόνο ελάχιστα ερείπια έχουν μείνει για να θυμίζουν την εποχή της δόξας του, όταν οι λευκοντυμένοι ιππότες το υπερασπίζονταν μέχρι τελικής πτώσεως από τους Μουσουλμάνους αντιπάλους τους.
Ακμή Μακριά από το Ναό
Μετά την απώλεια της Ιερουσαλήμ, που προέκυψε αμέσως μετά την τραγική ήττα στο Χαττίν, για την οποία θα δούμε περισσότερα στη συνέχεια, οι Ναΐτες είχαν βρεθεί ξαφνικά σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Σχεδόν όλοι οι αδελφοί ιππότες ήταν νεκροί. O ίδιος ο Μεγάλος Μάγιστρος ήταν αιχμάλωτος του Σαλαντίν, ενώ το αρχηγείο του τάγματος, ο ''Ναός του Σολομώντα'', ήταν πλέον στα χέρια των απίστων, μαζί με ολόκληρη την ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ. Οι περιστάσεις ήταν τραγικές για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη, αλλά ακόμη περισσότερο για το Τάγμα του Ναού. H αφρόκρεμα της ιπποσύνης του είχε ξεκληριστεί και το κέντρο και στρατηγείο του είχε καταληφθεί. Όμως η απελπιστική εικόνα ήταν πλασματική.
Το τάγμα είχε ακόμη τεράστιες δυνάμεις, καθώς η οικονομική ευρωστία του και το πλήθος των αδελφών της Δύσης τού επέτρεπαν να δοκιμάσει να σταθεί ξανά στα πόδια του και μάλιστα πολύ σύντομα μετά τις τραγικές απώλειες. Πριν ακόμη απελευθερωθεί ο Μεγάλος Μάγιστρος, μετά από τις σχετικές παρακλήσεις του Γκυ ντε Λουζινιάν και πριν από την πτώση της Ιερουσαλήμ, ο προσωρινός αντικαταστάτης του Ριντφόρτ, ο Μεγάλος Διοικητής της Ανατολής Τέρικος, έσπευσε να συγγράψει μία επιστολή, που έφθασε στον Πάπα Ουρβανό Γ', τον κόμη της Φλάνδρας Φίλιππο της Αλσατίας και σε πολλούς Χριστιανούς ηγέτες. Στην επιστολή ο Τέρικος εξέφραζε όλη την πίκρα και την απόγνωση του αδελφού που έβλεπε το οικοδόμημα του Ναού στην Ανατολή να κείται σε ερείπια:
''Πόσο πολλές και μεγάλες είναι οι συμφορές που επέτρεψε η οργή του Θεού να πέσουν πάνω μας σε αυτήν την ώρα, ως αποτέλεσμα των αμαρτιών μας, δεν μπορώ να εξηγήσω ούτε με γράμματα ούτε με φωνή τρεμάμενη από το κλάμα''. O διοικητής του τάγματος συνεχίζει με έναν απολογισμό της μάχης του Χαττίν:
''Όταν κατάφεραν να μας στριμώξουν κοντά σε κάποιες πολύ άσχημες πέτρες (εννοεί τους δίδυμους λόφους του Χαττίν) μας επιτέθηκαν με τόση ορμή, που κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τον Τίμιο Σταυρό και το βασιλιά και να σκοτώσουν έναν μεγάλο αριθμό από τους άνδρες μας, τόσο ώστε πιστεύουμε πραγματικά ότι αυτή τη μέρα 230 από τους ιππότες μας (Ναΐτες) αποκεφαλίστηκαν, δίχως να προσμετράμε σε αυτό τον αριθμό τους εξήντα που σκοτώθηκαν την 1η του Μαΐου (στη μάχη της Κρεσόν)''. O Τέρικος, αφού σημείωνε ότι οι Χριστιανοί ανθίστανται ακόμη σε μερικές πόλεις, κατέληγε με μία σπαρακτική διαπίστωση:
''Με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να κρατήσουμε αυτές τις πόλεις, των οποίων σχεδόν όλοι οι κάτοικοι έχουν σκοτωθεί, εκτός και αν λάβουμε άμεσα Θεία βοήθεια και τη δική σας συμβολή. Στείλτε βοήθεια όσο το δυνατόν γρηγορότερα, σε μας και στους Χριστιανούς της Ανατολής''. O Τέρικος δεν είχε ακόμη διηγηθεί τα χειρότερα. Στην επιστολή του που έστειλε τον Ιανουάριο του 1188 στο βασιλιά Ερρίκο B’ της Αγγλίας, ο διοικητής του τάγματος ανακοινώνει την απώλεια της Ιερουσαλήμ και προχωρά στην περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή.
Σ' αυτή τη δεύτερη επιστολή ο Τέρικος αναφέρεται ως ''τέως διοικητής'', διότι ο M. Μάγιστρος, ο καταστροφικός για το τάγμα Γεράρδος του Ριντφόρ, είχε καταφέρει να απελευθερωθεί από το Σαλαντίν. Το τίμημα όμως για την απελευθέρωσή του ήταν εξαιρετικά βαρύ, αφού οι Ναΐτες χρειάστηκε να εκκενώσουν και να παραδώσουν στις δυνάμεις του Αγιουβίδη Σουλτάνου το κάστρο της Γάζας. H ανοησία του Ριντφόρ όχι μόνο είχε κοστίσει στο τάγμα 300 σχεδόν νεκρούς αδελφούς-ιππότες, αλλά και ένα από τα ισχυρότερα οχυρά του. Τουλάχιστον ο ντε Ριντφόρ εξιλεώθηκε για τις ατυχέστατες αποφάσεις του με το θάνατό του στο πεδίο της μάχης έξω από την Άκρα, στην πολιορκία της πόλης που ξεκίνησε από τον Γκυ ντε Λουζινιάν, το ''βασιλιά δίχως βασίλειο'' της Ιερουσαλήμ.
Βεβαίως οι Ναΐτες παρότι είχαν χάσει έναν μεγάλο αριθμό αδελφών, το αρχηγείο τους και μερικά από τα σημαντικότερα κάστρα τους συνέχισαν να αποτελούν υπολογίσιμη δύναμη και σύντομα έφτασαν να είναι ακόμη πιο ισχυροί απ' ό,τι ήταν πριν από το Χαττίν. Αυτό εν πολλοίς οφείλεται στην εξαιρετικά αποτελεσματική δομή τους που συνέχιζε να λειτουργεί απρόσκοπτα στη Δύση, τροφοδοτώντας την πρώτη γραμμή της άμυνας των Χριστιανών με νέους ιππότες και άφθονα χρήματα. Μετά το θάνατο του Γεράρδου, οι Ναΐτες επέστρεψαν ξανά στη συνήθη σύνεσή τους και αυτό φάνηκε από τη συμμετοχή τους στις επόμενες μάχες που δόθηκαν στο πλαίσιο της Γ’ Σταυροφορίας.
Αλλά και από τις εξαιρετικά φρόνιμες συμβουλές τους στον Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο. Όταν ο Άγγλος βασιλιάς βρέθηκε κοντά στην Ιερουσαλήμ και με τη συνήθη ορμητικότητά του σκεφτόταν να δοκιμάσει να την ανακτήσει, οι Ναΐτες τον συμβούλευσαν ότι μία τέτοια προσπάθεια αυτήν τη στιγμή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκαν ακόμη περισσότερο οι δεσμοί του τάγματος με τον Άγγλο βασιλιά. Μάλιστα, οι Ναΐτες έσπευσαν να επισημοποιήσουν αυτούς τους δεσμούς φιλίας με μία εμπορική πράξη ευρύτερης σημασίας: αποφάσισαν να αγοράσουν την Κύπρο, την οποία ο Ριχάρδος είχε κατακτήσει ερχόμενος στους Αγίους Τόπους.
H προσπάθεια των Ναϊτών να δημιουργήσουν ένα δικό τους κράτος θα είχε πετύχει αν είχαν διαθέσει αρκετούς άνδρες και πόρους και αν είχαν έστω τη στοιχειώδη πολιτική ευαισθησία να αντιληφθούν πώς θα έπρεπε να συμπεριφέρονται στον λαό ''τους''. Μετά από μια επανάσταση, οι Ναΐτες αποφάσισαν να ξεφορτωθούν το νησί, προτιμώντας να επικεντρωθούν στην άμυνα των Αγίων Τόπων.
Μετά τον Σαλαντίν
Μετά το θάνατο του ιδρυτή της δυναστείας των Αγιουβιδών, ο Μουσουλμανικός κόσμος επέστρεψε στην πρότερη κατάστασή του, αυτή της διασπασμένης εξουσίας και των ενδομουσουλμανικών συγκρούσεων. Οι Χριστιανοί εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ανάπαυλα και προσπάθησαν να ισχυροποιήσουν ξανά τη θέση τους και να ανακαταλάβουν όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη και οχυρά. Οι προσπάθειές τους στέφθηκαν μερικώς με επιτυχία. Το τάγμα έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε όλες αυτές τις προσπάθειες, παρότι είχε τρωθεί σοβαρά στο Χαττίν. Βεβαίως, οι αριθμοί των αδελφών σύντομα επανήλθαν στα φυσιολογικά επίπεδα, λόγω της έλευσης πολλών νεοστρατολογημένων από τη Δύση.
Σε λίγα χρόνια, μάλιστα, ο Ναός είχε ακόμη περισσότερους αδελφούς στη M. Ανατολή απ' ό,τι πριν το Χαττίν. Ομως αυτό που δεν ήταν δυνατό να αναπληρωθεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ήταν τα ικανά ανώτερα στελέχη που θα μπορούσαν να καταλάβουν επιτελικές θέσεις στο μηχανισμό του τάγματος. Το σύνολο σχεδόν των ανώτερων στελεχών στους Αγίους Τόπους είχαν σκοτωθεί στην Κρεσόν, στο Χαττίν και στις μάχες της Γ' Σταυροφορίας και οι ''ειρηνικοί'', ως επί το πλείστον, αδελφοί της Δύσης δεν ήταν κατάλληλοι για να αναλάβουν μάχιμες θέσεις στην ανώτερη ιεραρχία του τάγματος.
Ωστόσο η εξαιρετική φήμη του Ναού έκανε πάλι το θαύμα της, αφού πολλοί από τους σημαίνοντες ιππότες που έλαβαν μέρος στην Γ' Σταυροφορία παρέμειναν στην Ουτρεμέρ και εντάχθηκαν στις τάξεις του τάγματος. Ενας από αυτούς, μάλιστα, ο Φίλιππος του Πλεσίς (ή Φίλιππος του Ανζού), μέσα σε δέκα χρόνια από την ένταξή του στο τάγμα, είχε ανελιχθεί στη θέση του Μεγάλου Μάγιστρου. Από τα χρόνια του Ροβέρτου του Κραόν είχε να συμβεί κάτι τέτοιο, οπότε αυτό δείχνει ότι τα αντανακλαστικά του τάγματος παρέμεναν σε εξαιρετική κατάσταση: εφόσον οι νεοεισερχόμενοι είχαν περισσότερα προσόντα απ' ό,τι τα παλιά μέλη, θα προωθούνταν στις ανώτερες θέσεις αφού υπήρχαν κενά.
Μπορεί οι πληγές που άνοιξαν οι ''Σαρακηνοί'' στο ''σώμα'' του Ναού να έκλεισαν σύντομα, ωστόσο άλλες πληγές έμελλε να ανοίξουν. Το τάγμα, αντιμετωπίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία του το φάσμα του χαμού, έγινε ακόμη πιο εσωστρεφές. Τα μέλη του πλέον περισσότερο αντιμετώπιζαν σε (ειρηνικές) διαμάχες τους άλλους Χριστιανούς, εκκλησιαστικούς και κοσμικούς άρχοντες, από ό,τι Μουσουλμάνους. Τα χρήματα που ήδη έπαιζαν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ύπαρξή του, άρχισαν πλέον να είναι το καθοριστικό σημείο γύρω από το οποίο περιστρεφόταν ολόκληρη η ύπαρξη του. Καθημερινές σχεδόν ήταν οι διαμάχες με επισκόπους, κόμητες και φεουδάρχες για τα δικαιώματα φορολόγησης.
Καθημερινές και οι επιστολές διαμαρτυρίας από κάποιον από τους παραπάνω για ''την αυθαιρεσία των Ναϊτών'' και τη ''φιλαργυρία'' τους. Στην πλειονότητα αυτών των αντιπαραθέσεων, η ανώτερη εκκλησιαστική αρχή, δηλαδή ο Πάπας, έπαιρνε το μέρος του Ναού. Άλλωστε, το τάγμα ήταν ο ''πρωταθλητής της Χριστιανοσύνης'', ο ''υπερασπιστής του Τιμίου Σταυρού'', πνευματικά τέκνα της Ρώμης που αποτελούσαν την πρώτη γραμμή της άμυνας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ενάντια σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.
Οι Ναΐτες στην Ελλάδα και στην Κύπρο
Στη σύντομη ιστορία των Ναϊτών, το τάγμα δραστηριοποιήθηκε και στον Ελληνικό χώρο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Αν και δεν βρίσκουμε αναφορά στα Ναϊτικά έγγραφα για ''διοικητή'' της Ελλάδας, οι Ναΐτες μετά την ''επιτυχία'' της Δ' Σταυροφορίας που κατέλυσε τη Βυζαντινή κυριαρχία στην κυρίως Ελλάδα, απέκτησαν κάποια περιουσία μέσω προσφορών από τους Φράγκους που εγκαταστάθηκαν ως επικυρίαρχοι στα εδάφη του Βυζαντίου. H πρώτη προσφορά που έλαβαν οι Ναΐτες ήταν της Σαττάλιας από τον Βαλδουίνο, Λατίνο ηγεμόνα της Κωνσταντινούπολης, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να γίνουν κύριοί της, αφού ουσιαστικά ο Βαλδουίνος τους είχε χαρίσει κάτι που δεν του ανήκε.
H ατυχία των Ναϊτών με τους Λατίνους Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης συνεχίστηκε και με το διάδοχο του Βαλδουίνου, Ερρίκο, ο οποίος μάλιστα τους απέπεμψε από τη Ραβένικα. Πάντως το τάγμα είχε καταφέρει να αποκτήσει ένα κάστρο στη Λαμία, ενώ είχαν ακόμη δύο οχυρές θέσεις στην Πελοπόννησο, στη Φούστα (Λακωνία) και την Παλαιόπολη (Μεσσηνία). Αυτά τα κάστρα επόπτευαν τις εκτάσεις που είχαν δωρίσει οι Λατίνοι φεουδάρχες στο τάγμα. Οι εκτάσεις αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένες, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο Χρονικό του Μωρέα: Οι Ναΐτες ήταν υπεύθυνοι για το μισθό μόλις 4 ιπποτών σε ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο. Για να κάνετε τις συγκρίσεις σας, ένα σχετικά μεγάλο φέουδο στη Γαλλία απέφερε τους μισθούς 20 με 24 ιπποτών.
Ουδέποτε υπήρξε διοικητήριο του τάγματος στον Ελληνικό χώρο, παρότι οι Ναΐτες είχαν γίνει δέκτες μερικών φέουδων, ενώ διατηρούσαν σχέσεις με τους (Φράγκους) ηγεμόνες της Πελοποννήσου και είχαν Οίκους του τάγματος διεσπαρμένους στην Ελληνική επικράτεια. Ωστόσο, ένα κατ' εξοχήν Ελληνικό νησί, η Κύπρος, έπαιξε αρκετά σημαντικό ρόλο στην ιστορία του τάγματος. Πριν από την Γ' Σταυροφορία, η Κύπρος ήταν Βυζαντινή, ωστόσο την εξουσία είχε σφετεριστεί ένας τοπικός άρχοντας, ο Ισαάκ, που βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τη Βυζαντινή εξουσία. Στο περιθώριο της Γ' Σταυροφορίας, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, βασιλιάς της Αγγλίας, παρέπλευσε την Κύπρο προσπαθώντας να φθάσει στους Αγίους Τόπους.
Τρία από τα πλοία του βρέθηκαν εν μέσω θύελλας και ναυάγησαν, ενώ οι επιζώντες επιβάτες τους κατέφυγαν στη μεγαλόνησο. Κατ' εντολή του Ισαάκ οι ναυαγοί αιχμαλωτίσθηκαν και ρίχτηκαν στα μπουντρούμια, κάτι που εξαγρίωσε τον Ριχάρδο που έφθασε σύντομα στο νησί και επιτέθηκε με όλες τις δυνάμεις του στον Ισαάκ, ο οποίος παρέδωσε τελικά την Κύπρο στο βασιλιά της Αγγλίας, που στη συνέχεια αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους. O Ριχάρδος εξ αρχής δεν ενδιαφερόταν να κυβερνήσει την Κύπρο και οι επαναστατικές ανησυχίες των Κυπρίων, που βρίσκονταν συνεχώς στα πρόθυρα εξέγερσης, ήταν άλλη μία σημαντική ενόχληση για το νορμανδικής καταγωγής ηγεμόνα της Αγγλίας.
Εκείνο τον καιρό, η ισχύς του Σαλαντίν και η ένωση των Μουσουλμάνων κάτω από το σκήπτρο του είχαν θορυβήσει τους Χριστιανούς της Ουτρεμέρ. Οι Ναΐτες, που έβλεπαν ένα δυσοίωνο μέλλον και είχαν ανάγκη από μία βάση κοντά στους Αγίους Τόπους, άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα τους στη Μεγαλόνησο. Την εποχή εκείνη, Μεγάλος Μάγιστρος ήταν ο Ροβέρτος του Σαμπλ, που ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Ριχάρδο για να αποκτήσει το νησί για λογαριασμό του τάγματος. H συμφωνία ορίστηκε στα 100.000 σόλδια, εκ των οποίων τα 40.000 ήταν άμεσα πληρωτέα και τα υπόλοιπα θα δίνονταν από τα κέρδη από την εκμετάλλευση του νησιού.
Οι αριθμοί των Ναϊτών είχαν μειωθεί αρκετά και την εποχή εκείνη οι αδελφοί ιππότες συνολικά δεν ήταν περισσότεροι από 400, συμπεριλαμβανομένων όλων των αδελφών της Δύσης. Εξ αυτών ένας μικρός αριθμός -περί τους 14 έως 20- μαζί με έναν μεγαλύτερο αριθμό σεργέντων, μισθοφόρων και ακολούθων (περί τους 150 - 200, ίσως και λίγο περισσότεροι), υπό τον Αρμάνδο Μπουσάρντ, αποσπάστηκαν ως φρουρά του νησιού. Οι Ναΐτες, όπως συμφωνούν όλες οι μαρτυρίες, έδειξαν το χειρότερο πρόσωπό τους στην Κύπρο. Οι ''πένητες ιππότες του Χριστού'' συμπεριφέρθηκαν στους Κύπριους, ακόμη και στην αριστοκρατία του νησιού, με τη συνήθη υπεροψία που επιδεικνύουν οι ιμπεριαλιστές στους ''ιθαγενείς''.
Καταπατούσαν τα δικαιώματα των ντόπιων και σε πολλές περιπτώσεις φέρθηκαν με τρομερή σκληρότητα. H οικονομική πολιτική τους ήταν να απομυζούν τους κατοίκους ώστε να αποκτήσουν κατά το δυνατόν περισσότερα έσοδα (και να αποπληρώσουν το χρέος στο Ριχάρδο). Το αποτέλεσμα ήταν οι ντόπιοι να ξεσηκωθούν και να πολιορκήσουν τους Ναΐτες στο κάστρο τους. H στρατιωτική ικανότητα των Ναϊτών τους προσέφερε προσωρινά μία διέξοδο, αφού κατόρθωσαν να απωθήσουν το πλήθος των ανεκπαίδευτων ντόπιων που προσπαθούσαν να παραβιάσουν τις πύλες του κάστρου. Ωστόσο η λαϊκή δυσαρέσκεια κορυφωνόταν και πλέον η Κύπρος δεν ήταν φιλόξενη για τους Ναΐτες.
Εξάλλου η κατάληψη της Άκρας και η σχετική επιτυχία της Γ' Σταυροφορίας έπεισαν τους Ναΐτες ότι θα μπορούσαν να παραμείνουν στην Παλαιστίνη. O Μάγιστρος ντε Σαμπλ προσέγγισε το Ριχάρδο για να ξαναπάρει πίσω την Κύπρο, όμως εκείνος δεν ενδιαφερόταν πια για το νησί. Στη συνέχεια όμως βρήκε έναν πρόθυμο αγοραστή στο πρόσωπο του Γκυ ντε Λουζινιάν, ο οποίος απέκτησε την Κύπρο για να στήσει εκεί το βασίλειό του. O Γκυ μετά την απώλεια της Ιερουσαλήμ ήταν ένας βασιλιάς χωρίς βασίλειο και έψαχνε εναγωνίως για νέα ηγεμονία. Όμως οι Ναΐτες δεν στάθηκε δυνατό να πάρουν πίσω το μεγάλο χρηματικό ποσό των 40.000 σολδίων που είχαν δώσει ως προκαταβολή και για το λόγο αυτό συμφωνήθηκε να διατηρήσουν βάσεις στο νησί.
Το αποτέλεσμα ήταν να διατηρηθούν τα αρχηγεία του τάγματος στην Αμμόχωστο και στη Λεμεσό, καθώς και κάστρα στη Γαστρία, τη Χιοκιτία, τη Γερμοσία και στην ίδια τη Λεμεσό. Όμως στο νησί παρέμειναν ελάχιστοι αδελφοί ιππότες, τουλάχιστον μέχρι την πτώση της Άκρας, οπότε ο Ναός αναγκάστηκε να εκκενώσει τους Αγίους Τόπους. Για να παραμείνουν κοντά στην περιοχή, με στόχο ενδεχόμενη ανακατάληψη της Ουτρεμέρ, οι Ναΐτες μετέφεραν το αρχηγείο τους στην Κύπρο. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές οι Ναΐτες -που κάτω από την εξουσία των Λουζινιάν στην Κύπρο δεν είχαν το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας πέραν των όσων ήδη είχαν στην κατοχή τους- σκόπευαν να αγοράσουν το νησί, ωστόσο τα γεγονότα τους πρόλαβαν.
Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Παρά την επιτυχία αυτή ο Ριχάρδος δεν κατόρθωσε να ανακτήσει την Ιερουσαλήμ, όπως ήλπιζε. Πριν εγκαταλείψει την Παλαιστίνη φρόντισε να διευθετήσει τα ζητήματα των Χριστιανών της περιοχής με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να αποτραπούν μελλοντικές συγκρούσεις ανάμεσά τους. Ο Άγγλος βασιλιάς έδειξε ιδιαίτερη συμπάθεια για τους Ναΐτες και εξαιτίας της επιρροής του ο Ροβέρτος του Σαμπλέ, ένας ευγενής από τα Γαλλικά εδάφη του Ριχάρδου, αναδείχθηκε σε μεγάλο μάγιστρο του τάγματος. Ίσως λόγω αυτής της σχέσης οι Ναΐτες ανέλαβαν ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο το οποίο, αν πετύχαινε, θα άλλαζε τελείως την πορεία του τάγματος αυξάνοντας εντυπωσιακά τον πλούτο και τη δύναμή του.
Ο βασιλιάς Ριχάρδος, καθώς έπλεε με τον Αγγλικό στόλο προς την Παλαιστίνη για να λάβει μέρος στη σταυροφορία, κατέλαβε την Κύπρο, που ως τότε ήταν Βυζαντινή επαρχία. Ήταν όμως αδύνατο να κρατήσει το νησί μετά την αναχώρησή του για την Αγγλία και αποφάσισε να το παραχωρήσει στους Ναΐτες. Σε αντάλλαγμα το τάγμα θα κατέβαλε 100.000 νομίσματα των Σαρακηνών. Από αυτό το ποσό οι Ναΐτες έδωσαν μια προκαταβολή 40.000 νομισμάτων, γεγονός που αποδεικνύει την ευμάρεια του τάγματος παρά τις απώλειες που είχε υποστεί σε χρήμα και γη μετά τη ήττα στο Χαττίν και την κατάληψη πολλών χριστιανικών εδαφών από τους Μουσουλμάνους του Σαλαντίν.
Το σχέδιο για την κατάληψη της Κύπρου από τους Ναΐτες ήταν φιλόδοξο διότι ως τότε κανένα από τα δύο τάγματα δεν είχε κατορθώσει να ελέγξει μια μεγάλη έκταση και να δημιουργήσει δικό του κράτος. Τα εδάφη των Ναϊτών και των Ιωαννιτών στους Αγίους Τόπους και τη δυτική Ευρώπη ήταν εκτεταμένα, υπάγονταν όμως στους τοπικούς ηγεμόνες. Για πρώτη φορά ένα μοναχικό τάγμα σχεδίαζε να αναλάβει το ίδιο ηγεμονική εξουσία. Παρά τις εντυπωσιακές προοπτικές οι Ναΐτες δεν μπόρεσαν να κρατήσουν το νησί. Αρχικά η φρουρά που ήταν σε θέση να διαθέσουν για την κατοχή του περιοριζόταν σε δώδεκα ιππότες. Παράλληλα η συμπεριφορά τους προς τον τοπικό πληθυσμό υπήρξε εξαιρετικά σκληρή.
Επέβαλαν βαρείς φόρους και προκάλεσαν τους ορθοδόξους με τον θρησκευτικό φανατισμό τους. Αποτέλεσμα ήταν να εκδηλωθεί εξέγερση στη Λευκωσία τον Απρίλιο του 1192. Οι Ναΐτες του νησιού κατόρθωσαν να σωθούν με μεγάλη προσπάθεια. Αποδείχθηκε ότι δεν ήταν δυνατό να κρατήσουν την Κύπρο και προτίμησαν να επιστρέψουν το νησί στον Ριχάρδο, ο οποίος το παραχώρησε στον Γκυ ντε Λουζινιάν, πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Παρά την αποχώρησή τους από την ηγεμονία του νησιού η παρουσία των Ναϊτών στην Κύπρο υπήρξε ιδιαίτερα έντονη.
Το τάγμα ήλεγχε περιοχές στις σημαντικότερες πόλεις του Βασιλείου της Κύπρου, τη Λευκωσία και την Αμμόχωστο, και κάστρα στη Γαστριά, τη Χοιροκοιτία, τη Γερμασόγια και τη Λεμεσό. Τη στενή σχέση του βασιλιά Ριχάρδου με τους Ναΐτες αποδεικνύει και το γεγονός ότι ο Άγγλος βασιλιάς επέστρεψε στην πατρίδα του μεταμφιεσμένος σε Ναΐτη για να αποφύγει σύλληψη από τους εχθρούς του -δεν το κατάφερε, αιχμαλωτίστηκε από τον Λεοπόλδο της Αυστρίας και αφέθηκε ελεύθερος αφού πλήρωσε λύτρα.
ΡΟΒΕΡΤΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΟΝ - Ο ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ
O Μάγιστρος που Έθεσε τις Βάσεις για την Ισχύ των Ναϊτών
Παρότι ο Ροβέρτος του Κραόν (Robert de Craon) δεν ήταν ένας από τους πρώτους 9 Ναΐτες, ήταν αυτός που διαδέχθηκε τον Ούγο του Παγιέν όταν εκείνος απεβίωσε. Μάλιστα θα πρέπει να ήταν αρκετά νέος όταν εξελέγη μάγιστρος, το 1136, καθώς, αν και η ακριβής ημερομηνία της γέννησής του παραμένει άγνωστη, οι περισσότερες πηγές την τοποθετούν στο γύρισμα του 11ου αιώνα. Γιος του ευγενή Ρενό του Κραόν, με καταγωγή από την Ανδεγαυΐα (Ανζού) ο Ροβέρτος θεωρείτο στην εποχή του, -αν και στερνοπαίδι του πατέρα και ως εκ τούτου δίχως κληρονομικά δικαιώματα επί του φέουδού του-, ένας ιδιαίτερα περιζήτητος γαμβρός.
Γι' αυτό, περί το 1120 αρραβωνιάστηκε την κόρη του κόμη του Ανγκουμουά, μίας από τις σημαίνουσες επαρχίες της δυτικής Γαλλίας την εποχή εκείνη. Όμως αυτός ο γάμος δεν έγινε ποτέ. O ντε Κραόν έμαθε για την ίδρυση του Τάγματος του ναού και αφού διέλυσε τον αρραβώνα και εγκατέλειψε την προοπτική διαχείρισης ενός αξιόλογου φέουδου στη Γαλλική επαρχία, ταξίδεψε στη Λατινική Μέση ανατολή για να θέσει εαυτόν στη διάθεση των ιπποτών που πολεμούσαν τους απίστους για λογαριασμό του χριστού.
Οι Ναΐτες τον δέχθηκαν αμέσως στο τάγμα τους και ο Ροβέρτος είχε σύντομα την ευκαιρία να αποδείξει την αξία του σε μικροσυγκρούσεις στις οποίες μετείχαν ιππότες του ναού, καθώς και σε ειρηνικές ασχολίες. Ανέβηκε γρήγορα την ούτως ή άλλως περιορισμένη ιεραρχία του νεοπαγούς τάγματος και δεν αποτελεί έκπληξη ότι μετά το θάνατο του πρώτου Μεγάλου Μάγιστρου, οι αδελφοί εξέλεξαν τον ντε Κραόν ως επικεφαλής τους. Οι διοικητικές ικανότητές του έγιναν φανερές ήδη από την πρώτη μέρα της τοποθέτησής του στην πρωτοκαθεδρία του τάγματος και σύντομα οι Ναΐτες έγιναν ένας σημαίνων οικονομικός και διοικητικός παράγοντας της Ουτρεμέρ, χάρη στις προσπάθειες του νέου μάγιστρού τους.
Μάλιστα επί των ημερών του, στις 29 Μαρτίου του 1139, ο Πάπας Ιννοκέντιος B' εξέδωσε την περίφημη Βούλα Omne Datum Optimum. Εξαίρετος διαχειριστής και οικονομικός εγκέφαλος, ο ντε Κραόν ίσως δεν ήταν εξίσου καλός στρατιωτικός ηγέτης, κάτι που φάνηκε από την πρώτη απόπειρά του να ηγηθεί μίας σημαντικής δύναμης, λίγο καιρό μετά την εκλογή του. O ντε Κραόν και οι Ναΐτες επιτέθηκαν στις δυνάμεις του Ζένγκι, του εμίρη του Χαλεπίου, τις οποίες κατανίκησαν μετά από μία αποφασιστική έφοδο και άρχισαν να τις καταδιώκουν. Όμως στο δρόμο τους βρέθηκε το στρατόπεδο των Μουσουλμάνων και αντί να συνεχίσουν την καταδίωξη, οι Ναΐτες υπέκυψαν στον πειρασμό και άρχισαν να το λεηλατούν, υπό την ανοχή του ηγέτη τους.
Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για το τάγμα, αφού ο Ζένγκι κατόρθωσε να αναδιοργανώσει το στρατό του και να επιτεθεί στους Ναΐτες την ώρα που αυτοί ήταν απασχολημένοι με τη λαφυραγώγηση του στρατοπέδου. επακολούθησε σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή των Χριστιανικών δυνάμεων. Οι Ναΐτες έμαθαν καλά το μάθημά τους από αυτήν την τραγική ήττα και στο μέλλον δεν υπέκυψαν ξανά στον πειρασμό της λαφυραγώγησης, πριν σιγουρευτούν ότι ο εχθρός είχε εξοντωθεί ολοκληρωτικά. Αυτή πάντως είναι η μόνη σημαντική ήττα Ναϊτικών δυνάμεων που οδηγούσε ο Ροβέρτος, αν και την περίοδο της ηγεσίας του και με δική του απόφαση, το παράρτημα των Ναϊτών στην Ιβηρική ξεκίνησε μία εκστρατεία κατά της Λισαβόνας, αλλά ηττήθηκε από τις δυνάμεις των Μαυριτανών.
Καλύτερα ήταν τα αποτελέσματα που πέτυχε το τμήμα των Ναϊτών των οποίων ηγήθηκε ο Ροβέρτος στη μάχη της Τέκουα. O ντε Κραόν πέθανε τον Ιανουάριο του 1147, σύμφωνα με τη νεκρολογία της Ρεμς, αν και μία τουλάχιστον πηγή (ο αμφιλεγόμενος Γουλιέλμος της Τύρου) αναφέρει ότι μετείχε εκπροσωπώντας τους Ναΐτες στο Συμβούλιο της Άκρας κατά τη διάρκεια της B' Σταυροφορίας, το 1148. Πάντως ο διάδοχός του στη θέση του Μεγάλου Μάγιστρου ήταν ο Εβεράρδος του Μπαρ.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ
H Ζωή στο Ναό
Οι Ναΐτες αποτελούσαν μία ιδιότυπη αδελφότητα ανδρών που είχαν κοινό σκοπό και ζούσαν σε ένα αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο. Το τάγμα αποτέλεσε ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά το Τρουά καταφύγιο για πολλούς που ''δεν είχαν στον ήλιο μοίρα'' ή ονειρεύονταν δόξα και μεγαλείο. Αλλά, αρχικά τουλάχιστον, αυτοί ήταν η εξαίρεση του κανόνα, αφού οι ιππότες που μετείχαν στο τάγμα ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις υψηλού κοινωνικού επιπέδου. Και, όσον αφορά τουλάχιστον στα μεγαλεία, οι περισσότεροι από αυτούς που προσέγγιζαν το τάγμα με αυτό το σκοπό, απογοητεύονταν οικτρά. Οι ιππότες του τάγματος δεν είχαν τη δυνατότητα οποιασδήποτε επίδειξης πλούτου, ενώ η υποχρέωση πενίας τούς απαγόρευε την απόκτηση περιουσίας.
Αυτό βεβαίως δεν αναιρεί την πραγματικότητα της διαχείρισης μίας τεράστιας περιουσίας από τους επικεφαλής του τάγματος. Ωστόσο, αυτή η περιουσία δεν ήταν δυνατό να σπαταλιέται σε απολαύσεις και μεγαλεία. Το ότι οι Ναΐτες, αντίθετα με τους περισσότερους κοσμικούς άρχοντες, ήταν εξαιρετικοί διαχειριστές των οικονομικών τους, φανερώνει τον αυστηρό χαρακτήρα του τάγματος. Το κοινοβιακό σύστημα διαβίωσης επίσης δεν επέτρεπε σημαντικές παρασπονδίες σε αυτό τον τομέα. Σε κάθε περίπτωση, οι Ναΐτες έδιναν προς τα έξω μία εν πολλοίς παραπλανητική εικόνα πανίσχυρων αρχόντων, έστω και μέσα στην αυστηρότητα και τη λιτότητα της εμφάνισής τους.
Οι κοντοκουρεμένοι ιππότες - μοναχοί με τους λευκούς μανδύες και τον ''αιμάτινο'' σταυρό, με τις μακριές γενειάδες και το αυστηρό βλέμμα, πρόσφεραν ένα επιβλητικό θέαμα, ακόμη και αν δεν ήταν ζωσμένοι τα άρματά τους. Πολλοί νέοι ιππότες, ήδη κουρασμένοι από τις υπερβολές των κοσμικών απολαύσεων ή απλώς εντυπωσιασμένοι από αυτούς τους μυστηριώδεις άνδρες, προσελκύονταν από αυτούς. Φυσικά, βοηθούσε τα μέγιστα η φήμη για τα πλούτη και τη δύναμή τους. Αποδείξεις για τα τεράστια πλούτη των Ναϊτών βρισκόταν παντού στην Ευρώπη του 12ου και 13ου αιώνα. Τα αρχηγεία τους βρίσκονταν παντού. Κτήματα που ανήκαν στους Ναΐτες με χιλιάδες δουλοπάροικους χάριζαν στο τάγμα τεράστια έσοδα.
Στις αυλές των ισχυρότερων κοσμικών αρχόντων, Ναΐτες της Δύσης έδιναν τις συμβουλές τους στους ηγεμόνες και κυριαρχούσαν στις αυλικές συνωμοσίες. Στη μακρινή Ανατολή, οι λευκοντυμένοι ιππότες αντιμετώπιζαν στίφη βαρβάρων και τους κατανικούσαν σε θρυλικές μάχες. Υπερασπίζονταν το Ναό του Κυρίου και τα ιερά και όσια της Χριστιανοσύνης έναντι των επιβουλών των απίστων. Οι σεβάσμιοι μοναχοί - ιππότες, που κυκλοφορούσαν τόσο ανάμεσα στους ευγενείς όσο και μεταξύ των δουλοπάροικων με την ίδια αλαζονεία και σιγουριά, κάποτε ακόμη και περιφρόνηση, ήταν και το αντικείμενο ατέλειωτης φημολογίας. Πώς απέκτησαν τόσα πλούτη; Γιατί είναι τόσο ισχυροί;
Ποιες είναι στην πραγματικότητα οι διασυνδέσεις τους; Είναι οι υπηρέτες του Θεού που φυλάσσουν τα μεγάλα μυστικά; Είναι οι ιππότες του Ιερού Γκράαλ, που αναφέρουν οι μύθοι και τραγουδούν οι τροβαδούροι, ή μήπως ανακάλυψαν στα υπόγεια του Ναού του Σολομώντα την Κιβωτό της Διαθήκης; Μήπως είναι βλάσφημοι, αιρετικοί και έκφυλοι, που έχουν κάνει συμφωνίες με το διάβολο και πλουτίζουν χάρη σε αυτόν; Πραγματικότητα και φαντασία αναμειγνύονταν με ευσεβείς προσδοκίες δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα, εξάπτοντας την περιέργεια των νεαρών ιπποτών και καθιστώντας τους Ναΐτες μυθικές μορφές, σχεδόν ημίθεους, που προσέφεραν στα μάτια πολλών τη δυνατότητα για μία ζωή περιπέτειας, δύναμης και αναγνώρισης.
Δεν είναι λοιπόν διόλου παράξενο ότι τόσοι πολλοί νεοσύλλεκτοι ήταν διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή για το τάγμα του Ναού, παρότι η υποχρέωση για εκχώρηση της περιουσίας του νεοεισερχόμενου στο τάγμα, καθώς και οι όρκοι πενίας και αγνότητας, ήταν για πολλούς βαρύτατο φορτίο. Οι Ναΐτες όμως ελάχιστα προβληματίστηκαν από αυτό. Άλλωστε η ίδια η φυσιογνωμία του τάγματος, που ήταν ένας συγκερασμός της μοναστικής ζωής με αυτή του στρατιώτη, αποτελούσε θέλγητρο για πολλούς που επιθυμούσαν τη σωτηρία της ψυχής τους αλλά αδυνατούσαν να υποστούν τα δεσμά μίας πραγματικής μοναστικής ζωής.
Είναι βεβαίως κοινός τόπος ότι, ήδη από τα τέλη του 12ου αιώνα κυκλοφορούσαν πάμπολλες πικάντικες φήμες για τους Ναΐτες και τις -καθόλου ''μοναστικές'' ή ακόμη και ''Χριστιανικές''- συνήθειές τους: για ατέλειωτες κραιπάλες (εξ ου και η έκφραση ''πίνει σαν Ναΐτης'' που ακούγεται ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της Γαλλίας) για ''παράξενες'', ίσως και αιρετικές, τελετές, για συμπόσια με εξωτικά φαγητά, ακόμη και για όργια στα υπόγεια των αρχηγείων του τάγματος. Όπως έχουμε αναφέρει, όποιος ήθελε να χριστεί αδελφός ιππότης θα έπρεπε να προέρχεται από ''αριστοκρατική'' γενιά, δηλαδή θα έπρεπε ο πατέρας του να ήταν ιππότης ή να προερχόταν από γενιά ιπποτών (δηλαδή ''ευγενών'', nobles / nobiles).
Δεκτοί στο τάγμα γίνονταν και κατώτεροι κοινωνικά, αρκεί να μην ήταν κολίγοι ή δούλοι κάποιου άρχοντα ή μοναστηριού. Φυσικά όσοι δεν ήταν ''nobiles'' εντάσσονταν σε μία από τις ''κατώτερες'' τάξεις του τάγματος, των σεργέντων, των τεχνιτών ή των ιερέων. Πέραν αυτού του απολύτως καθοριστικού κριτηρίου, το οποίο ήταν ισχυρό καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του τάγματος, η είσοδος ενός νέου στο τάγμα γινόταν βάσει τόσο αποδεκτών κριτηρίων, όσο και συγκυριών. Μεταξύ των κριτηρίων, το βασικότερο για τη στρατολόγηση ενός νέου αδελφού ήταν η αφοσίωσή του, δηλαδή, η απόφασή του να εγκαταλείψει για πάντα και χωρίς δικαίωμα υπαναχώρησης, τα εγκόσμια και να ζήσει στο πλαίσιο του κοινοβιακού ιπποτικού μοναχισμού των Ναϊτών.
Αν και οι Ναΐτες σε καμία περίπτωση δεν ήταν τόσο αυστηροί όσο άλλα μοναστικά τάγματα, απαιτούσαν πολύ ισχυρότερη δέσμευση από οποιαδήποτε μονή. H έκφραση ''απόλυτη αφοσίωση'' περιγράφει με ακρίβεια αυτό που ζητούσε ο Ναός από τα υποψήφια μέλη του. H στρατολόγηση νέων μελών δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, αφού ο Ναός ήταν ελκυστικός για πολύ κόσμο. Φυσικά η συντριπτική πλειονότητα των στρατολογήσεων γινόταν -τουλάχιστον από το 1140 και μετά- στα Ευρωπαϊκά αρχηγεία του τάγματος. Αυτό ίσχυε κυρίως για τους αδελφούς ιππότες. Στην περίπτωση των σεργέντων, η πλειονότητα αυτών που υπηρετούσαν στην Ουτρεμέρ φαίνεται ότι στρατολογήθηκαν τοπικά.
Στρατολόγηση Νέων Μελών
O ενδιαφερόμενος για εισδοχή στο τάγμα συνήθως προσέγγιζε μόνος του τους ιππότες σε κάποιο από τα πολυάριθμα αρχηγεία της Ευρώπης. Οι αδελφοί που τον υποδέχονταν, στην αρχή τον αντιμετώπιζαν ευγενικά ως έναν ξένο ή επισκέπτη. Συζητούσαν μαζί του, προσπαθώντας να κατανοήσουν την ψυχοσύνθεσή του και να συμπεράνουν αν είναι κατάλληλος για να συμμετάσχει στην ισχυρότερη οργάνωση του Μεσαίωνα. Εφόσον κρινόταν κατάλληλος κατ' αρχήν, οι συζητήσεις έπαιρναν συγκεκριμένο χαρακτήρα και λάμβαναν τη μορφή της προπαρασκευής ενός υποψήφιου Ναΐτη.
Αυτές οι συζητήσεις και προκαταρκτικές επαφές μπορούσαν να τραβήξουν σε μάκρος, εφόσον ο υποψήφιος είχε προσέλθει δίχως να τον συστήσει κάποιος ισχυρός άρχοντας ή κάποιος αδελφός του τάγματος. Συνήθως, παράλληλα με αυτήν την προπαρασκευή, οι Ναΐτες χρησιμοποιούσαν τις άφθονες επαφές τους για να μάθουν λεπτομέρειες για τη ζωή του νεαρού και ιδιαίτερα για την καταγωγή και την οικονομική κατάστασή του. O Ναός ενδιαφερόταν πάντα για μέλη τα οποία θα μπορούσαν να προσφέρουν κάτι ως δωρεά με την είσοδό τους, αν και αυτό δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την αποδοχή ενός νέου μέλους. Έχουν καταγραφεί περιπτώσεις ιπποτών που δεν διέθεταν την παραμικρή περιουσία και όμως έγιναν δεκτοί στο τάγμα, δωρίζοντας μόνο την πανοπλία τους ή τα όπλα τους.
Ορισμένοι εξ αυτών έφθασαν σε ανώτερα αξιώματα, ακόμη και σε αυτό του Μάγιστρου. Πάντως εφόσον ο υποψήφιος ήταν βασάλος κάποιου ευγενή -κάτι σύνηθες, καθώς ολόκληρη η Μεσαιωνική κοινωνία βασιζόταν στις βασαλικές σχέσεις αλληλεξάρτησης (vassalage)- θα έπρεπε να πάρει την άδεια του αυθέντη του. Αφού ολοκληρωνόταν η προπαρασκευή, οργανωνόταν η επίσημη τελετή υποδοχής του νέου μέλους. Οι τελετές αυτές ήταν υποβλητικές μέσα στην απλότητά τους και έδιναν έμφαση κυρίως στη δέσμευση του νέου μέλους με το τάγμα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι οι τελετές αποτελούσαν ένα είδος γάμου του νέου μέλους με το τάγμα.
Στον επίσημο Κανόνα του τάγματος, το χωρίο που περιγράφει πώς πρέπει να γίνεται δεκτός ένας νέος αδελφός, φαίνεται ότι προστέθηκε περί τα 1260, ωστόσο οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι οι αντίστοιχες τελετές είχαν παραμείνει λίγο έως πολύ οι ίδιες για τη μεγαλύτερη διάρκεια της ιστορίας του τάγματος. Βασικό ρόλο στην υποδοχή ενός νέου μέλους έπαιζε ένας αξιωματούχος του τάγματος, τον οποίο στη συνέχεια, για λόγους συντομίας, θα αναφέρουμε ως ''οικοδεσπότη''. Συνήθως ήταν ο επικεφαλής (Διοικητής) του αρχηγείου και συχνά κάποιος ανώτερος αξιωματούχος του τάγματος, είτε από τη Δύση είτε από τους Αγίους Τόπους που βρισκόταν στην περιοχή όπου γινόταν η ''υποδοχή'' ως ''Επισκέπτης''.
Στα μικρότερα διοικητήρια (αρχηγεία) της Ευρώπης, ήταν έθιμο να χρίζουν οι ''υψηλοί'' επισκέπτες τα νέα μέλη. Αποτελούσε μία κίνηση αβροφροσύνης από τη μία, ενώ από την άλλη προσέδιδε περισσότερο κύρος στη διαδικασία και προετοίμαζε το νέο μέλος καλύτερα για τα μελλοντικά καθήκοντα και υποχρεώσεις του. O οικοδεσπότης λοιπόν είχε την ευθύνη να καλέσει τα μέλη του τοπικού αρχηγείου και να τους ρωτήσει, σε μία τελετουργική ατμόσφαιρα, αν κάποιος εξ αυτών είχε αντίρρηση για την ένταξη του νέου μέλους στο τάγμα. Αυτό το στάδιο ήταν κυρίως τυπικό. Κατά κανόνα, για να φθάσει ένας υποψήφιος σε αυτό το σημείο, ήδη ήταν γνωστό αν κάποιος είχε αντιρρήσεις (και, προφανώς, θα τις είχε εκφράσει πρωτύτερα, όχι μπροστά στους συγκεντρωμένους αδελφούς).
Εφόσον ουδείς από τους αδελφούς προέβαινε σε κάποια αποκάλυψη της τελευταίας στιγμής, ο υποψήφιος αποσυρόταν σε ένα κοντινό δωμάτιο, με τη συνοδεία δύο ή τριών από τους παλιότερους παρόντες Ναΐτες (ιππότες, σεργέντους ή ιερείς), ούτως ώστε αυτοί να εξηγήσουν τις δυσκολίες, το πλήθος των υποχρεώσεων και το ελάχιστο των απολαύσεων που περίμεναν όποιον εισερχόταν στο τάγμα. Αλλά ακόμη και τα λεγόμενα των αδελφών σε αυτή την περίπτωση ήταν λίγο ή πολύ καθορισμένα από τον Κανόνα. Έλεγαν στον υποψήφιο ότι θα πρέπει με τη θέλησή του να εγκαταλείψει όλες τις εγκόσμιες απολαύσεις και να αφιερωθεί ''ψυχή τε και σώματι'' στο Θεό και στο τάγμα.
Επίσης, του υπογράμμιζαν ότι ένταξή του στο τάγμα σημαίνει ότι θα είναι δουλοπάροικος και υπηρέτης του τάγματος για την υπόλοιπη ζωή του. Επίσης, οι αδελφοί εξέταζαν για μία τελευταία φορά τις λοιπές υποχρεώσεις που ενδεχομένως είχε ο μελλοντικός συνάδελφός τους. Δηλαδή, ρωτούσαν τον υποψήφιο με ιδιαίτερη επιμονή εάν είχε παντρευτεί ή αρραβωνιαστεί, διότι κάτι τέτοιο απαγορευόταν ρητά από τον Κανόνα. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο έλεγχος ήταν πλημμελής και κάποιος παντρεμένος ιππότης έγινε δεκτός στο τάγμα. Σ' αυτή την περίπτωση ο ιερός δεσμός του γάμου κατά κανόνα υπερίσχυε. Πάντως ο Ναός δεν χαριζόταν στο θέμα της περιουσίας.
Ακόμη και αν ο αδελφός αποδεικνυόταν ότι ήταν παντρεμένος, μετά το θάνατό του η χήρα του έπαιρνε μόνο ένα μικρό μέρος της περιουσίας, ενώ η υπόλοιπη περνούσε στο τάγμα. Πέραν της δέσμευσης με γυναίκα, οι αδελφοί ρωτούσαν τον υποψήφιο αν είχε δεσμευθεί με όρκο σε κάποιο άλλο ιπποτικό τάγμα. Αν και εδώ η απάντηση ήταν αρνητική, ρωτούσαν αν ο υποψήφιος άφηνε στον ''έξω κόσμο'' κάποιο υπέρογκο χρέος που δεν είχε τη δυνατότητα να αποπληρώσει. Πρόκειται για μία σοφή προφύλαξη που είχε γίνει καθεστώς τις εποχές που πολλοί χρεοκοπημένοι μικροευγενείς αναζητούσαν στο Ναό την απελευθέρωση από τα δεσμά των οφειλών, ή κάποιον διατεθειμένο να... πληρώσει τα χρέη τους.
Ακόμη, τον ρωτούσαν αν είναι υγιής ψυχικά και σωματικά. Και, τέλος, τον καλούσαν να τους διαβεβαιώσει ότι δεν ανήκε σε κάποιον άρχοντα (δεν ήταν, δηλαδή, δουλοπάροικος ή σκλάβος). Προφανώς αυτό το ερώτημα δεν αφορούσε στους ιππότες, αλλά στους κατώτερης κοινωνικής τάξης υποψήφιους. Αφού ο υποψήφιος είχε απαντήσει ικανοποιητικά σε όλες τις ερωτήσεις, τον καλούσαν ξανά μπροστά στους συγκεντρωμένους αδελφούς. Ακολουθούσε η επαναβεβαίωση τόσο από τον υποψήφιο όσο και από το συμβούλιο, ότι επιθυμούν αυτό το ''γάμο''. Στη συνέχεια ο υποψήφιος γονάτιζε μπροστά στον οικοδεσπότη και με τα χέρια ενωμένα -στην τυπική χειρονομία που στον φεουδαρχικό κόσμο σήμαινε υποταγή- ζητούσε να γίνει δεκτός στον Οίκο.
Σ' αυτό το σημείο, ο οικοδεσπότης παίρνοντας τα ενωμένα χέρια του υποψήφιου ανάμεσα στις παλάμες του, έλεγε τα παρακάτω λόγια:
''Καλέ μου αδελφέ, ζητάς κάτι πολύ μεγάλο, αφού από το τάγμα μας μπορείς να αντιληφθείς μόνο ό,τι είναι ορατό. Φαίνεται ότι έχουμε εξαίρετα άλογα, πλούσιο εξοπλισμό, καλό φαγητό και ποτό και όμορφα ρούχα και πιστεύεις ότι θα περνάς πλουσιοπάροχα και καλά. Αλλά δεν γνωρίζεις τη σκληρή πραγματικότητα που βρίσκεται πίσω από αυτά. Γιατί θα είναι οδυνηρό για εσένα, που είσαι αφέντης του εαυτού σου, να γίνεις υπηρέτης άλλων. Γιατί πολύ δύσκολα θα κάνεις στο εξής αυτό που εσύ επιθυμείς. Γιατί όταν εσύ επιθυμείς να είσαι στις χώρες από αυτήν την πλευρά της θάλασσας, θα σταλείς στις χώρες που είναι πέρα από τη θάλασσα.
Εάν επιθυμείς να βρίσκεσαι στην Άκρα, μπορεί να σταλείς στην Τρίπολη, στην Αντιόχεια ή στην Αρμενία, στην Απουλία, στη Σικελία, στη Λομβαρδία, στη Γαλλία, στη Βουργουνδία, στην Αγγλία ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα όπου έχουμε Οίκους και περιουσία. Και αν επιθυμείς να κοιμηθείς, θα σε ξυπνήσουν. Και κάποιες φορές που εσύ θα θέλεις να μείνεις ξύπνιος, θα διαταχθείς να πας στο κρεβάτι σου. Όταν θα είσαι στο τραπέζι και θα θέλεις να φας, θα λάβεις διαταγή να πας εκεί που είναι αναγκαίο και ποτέ δεν θα ξέρεις πού. Τις σκληρές επιπλήξεις που θα ακούς συχνά, θα πρέπει να τις υπομένεις. Σκέψου λοιπόν, αγαπητέ αδελφέ, θα μπορέσεις να αντέξεις όλες αυτές τις κακουχίες;''.
Από αυτό το μάλλον τυπικό λογίδριο συνάγονται διάφορα στοιχεία για την πραγματικότητα του τάγματος του Ναού την εποχή που παγιοποιήθηκε αυτό το τυπικό (πιθανότητα δύο ή τρεις δεκαετίες πριν γραφεί στον Κανόνα το 1260). Φαίνεται ότι το τάγμα απολάμβανε μίας εξαιρετικά υψηλής κοινωνικής αναγνώρισης. Οι αδελφοί ήταν καλοντυμένοι, ίππευαν περήφανα άτια, είχαν φροντισμένο και πλούσιο εξοπλισμό. Ήταν κοινός τόπος ότι τα γεύματα των Ναϊτών έμοιαζαν με συμπόσια, όπως εμμέσως αναφέρεται κι εδώ. Επίσης, με στόχο προφανώς να προκαλέσουν το δέος του νεοφερμένου, αλλά και να τον προετοιμάσουν για την πραγματική λειτουργία του τάγματος, του ανέφεραν μερικές από τις χώρες στις οποίες είχε περιουσία.
Στο σημείο αυτό, ο νεαρός υποψήφιος, αν δεν το γνώριζε ήδη, συνειδητοποιούσε το μέγεθος και την ισχύ του οργανισμού του οποίου θα γινόταν μέλος. Αλλά η τελετή δεν τέλειωνε στην καταφατική απάντηση του υποψηφίου σε αυτές τις ερωτήσεις του οικοδεσπότη. Εφόσον ο υποψήφιος ήταν κατώτερης τάξης (σκόπευε δηλαδή να γίνει σεργέντος) οι αδελφοί τον υπέβαλλαν σε κάποια δοκιμασία που θα επιδείκνυε την ταπεινότητά του και την αφοσίωσή του στο τάγμα. Συνήθως επρόκειτο για κάποια απλή χειρωνακτική εργασία, περισσότερο ή λιγότερο ταπεινωτική και ''βρόμικη''. Στην περίπτωση του αδελφού ιππότη δεν υπήρχε τέτοια δοκιμασία.
Άλλωστε δεν θα χρειαζόταν να καταγίνεται με χειρωνακτικές εργασίες για το υπόλοιπο της ζωής του, καθώς για αυτές υπήρχαν οι σεργέντοι και κυρίως οι υπηρέτες και οι λαϊκοί τους οποίους προσλάμβανε το τάγμα. Για τον ιππότη υποψήφιο, η διαδικασία συνεχιζόταν ως εξής: Ο υποψήφιος έβγαινε από το δωμάτιο και ο οικοδεσπότης ρωτούσε για μία ακόμη φορά (την τρίτη) αν κάποιος από τη ομήγυρη είχε αντίρρηση για την υποψηφιότητα αυτή. O υποψήφιος επανερχόταν και του έθεταν ξανά τις ερωτήσεις που του είχαν θέσει στην αρχή οι αδελφοί με τους οποίους είχε αποσυρθεί σε ένα παρακείμενο δωμάτιο. Αυτή τη φορά, η διαδικασία λάμβανε χώρα μπροστά σε όλους τους συγκεντρωμένους και ο υποψήφιος ήταν υποχρεωμένος, μετά από κάθε απάντηση, να ορκίζεται στο Ευαγγέλιο ότι λέει την αλήθεια.
Μόλις απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις, τον καλούσαν να δώσει τους όρκους του τάγματος, τον όρκο της υπακοής, της αγνότητας, της πενίας και ότι θα έχει ως σκοπό της ζωής του να ανακαταλάβει και να υπερασπιστεί την ιερή πόλη, την Ιερουσαλήμ. Εδινε υπόσχεση ότι ουδέποτε θα εγκατέλειπε το τάγμα και ότι δεν θα επέτρεπε κάποιος χριστιανός να στερηθεί την περιουσία του δίχως σοβαρό λόγο. Απέμενε μόνο μία κίνηση για να γίνει πλέον ο υποψήφιος δεκτός στο τάγμα. O οικοδεσπότης έθετε το χαρακτηριστικό λευκό μανδύα με τον κόκκινο σταυρό πάνω στους ώμους του νεοφώτιστου, την ώρα που ο εντεταλμένος ιερέας έψαλλε τον ύμνο Ecce quam bonum και οι υπόλοιποι αδελφοί έλεγαν το Πάτερ Ημών.
H επισφράγιση της εισόδου του νέου ιππότη στο τάγμα ήταν χαρακτηριστική: τόσο ο οικοδεσπότης όσο και ο ιερέας, ασπάζονταν στο στόμα το νέο, πλέον, Ναΐτη. Τα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία του τάγματος, οι νεαροί Ναΐτες ήταν υποχρεωμένοι σε έναν χρόνο μαθητείας, μία ''δοκιμαστική περίοδο'' κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν υποχρεωμένοι να αποδείξουν ότι άξιζαν την τιμή να είναι μέλη του τάγματος. Αυτό το μέτρο εφαρμοζόταν επίσημα, αφού αναφορά του σώζεται στις πρώτες εκδόσεις του Κανόνα. Όμως φαίνεται ότι με τα χρόνια αυτή η πρακτική ατόνησε, αφού οι αδελφοί είχαν ήδη ελέγξει το ποιον κάθε υποψήφιου αδελφού και γνώριζαν αν ήταν κατάλληλος για το τάγμα.
Σε περίπτωση που δεν ήταν, συνήθως δεν θα αργούσε να υποπέσει σε κάποια από τις εννιά παραβάσεις που οδηγούσαν απευθείας σε αποπομπή από το τάγμα.
Ποιοι Γίνονταν Ναΐτες
Στην ουσία, το τάγμα των φτωχών ιπποτών του Χριστού ήταν ένα ''χωνευτήρι'' διαφόρων κατηγοριών ανθρώπων, που συχνά δεν είχαν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους. Προκαλεί έκπληξη στον μελετητή η μεγάλη ποικιλία ανθρώπων που πύκνωναν τις τάξεις του περίφημου ιπποτικού τάγματος. H ανώτερη τάξη του Ναού, οι αδελφοί - ιππότες προέρχονταν κατά κανόνα από την ανώτερη κοινωνική τάξη, τους ''ευγενικής καταγωγής''. Κάποιοι μελετητές έχουν προτείνει κατά καιρούς ότι στις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξης του τάγματος κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο και ότι αρκετές φορές κάποιοι που προέρχονταν από κατώτερη κοινωνική τάξη γινόταν αδελφοί ιππότες.
Ωστόσο, αποδείξεις για κάτι τέτοιο δεν υφίστανται, αντίθετα βάσει των τυπικών του τάγματος και των αναφορών των πηγών, διαπιστώνουμε ότι από την πρώτη έως την τελευταία μέρα ύπαρξης του τάγματος διατηρήθηκε ο αυστηρός κοινωνικός διαχωρισμός σε ''milites'' και μη. Βεβαίως, μεταξύ των ''ευγενών'' υπήρχαν πολλές διαφορές. Στις τάξεις του τάγματος βρίσκουμε κατά καιρούς από πάμπλουτους κόμητες και μεγαλοφεουδάρχες, έως μικροευγενείς που είχαν πτωχεύσει και που εντάχθηκαν στο τάγμα δωρίζοντας μόνο την πανοπλία και τα όπλα τους. H σχετική ''ισότητα'' εντός του τάγματος (μεταξύ εκείνων που ανήκαν στην ίδια ''τάξη'') γίνεται φανερή από το ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι λιγότερο εύποροι, αλλά και ιεραρχικά κατώτεροι στην κοινωνία των ευγενών, κατόρθωναν να ανελιχθούν στα ύπατα αξιώματα του τάγματος.
Στις κατώτερες τάξεις του τάγματος εντάσσονταν διαφόρων ειδών άνθρωποι. Μεταξύ των ιερέων βρίσκουμε και άτομα ανώτερης κοινωνικής τάξης, αν και αυτό θα πρέπει να ήταν σχετικά ασύνηθες. Άλλωστε την εποχή αυτή γενικά στην Ευρώπη ο κατώτερος κλήρος προέρχονταν από τη μέση τάξη. Αντίθετα, οι γόνοι των ευγενών που είχαν θεολογικές ανησυχίες αναλάμβαναν ανώτερα αξιώματα (επίσκοποι, ηγούμενοι, αβάδες) ήδη από μικρή ηλικία, μόλις ολοκλήρωναν τις σπουδές τους. Όσον αφορά στο τάγμα, κατά κανόνα οι ιερείς και οι σεργέντοι προέρχονταν από τη μέση τάξη. Υπήρχε άλλη μία ''συνομοταξία'' ευγενών που ήθελαν να γίνουν μέλη του τάγματος, δίχως να υποστούν τις στερήσεις και τις κακουχίες που καθόριζαν τη ζωή ενός Ναΐτη.
Συνήθως επρόκειτο για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας, με υψηλή θέση στη μεσαιωνική κοινωνία, που επιθυμούσαν με το θάνατό τους να ταφούν στα παρεκκλήσια των Ναϊτών. Αυτό θεωρείτο μεγάλη τιμή και ''προσόν'' για τη μεταθανάτια ζωή, αλλά αύξανε επίσης σημαντικά το κύρος της οικογένειας τους. Για το σκοπό αυτό, συνήθως γινόταν μέλη λίγο πριν πεθάνουν, ακόμη και στο νεκροκρέβατο τους. H καλή πίστη του τάγματος εξασφαλιζόταν με μία πλουσιοπάροχη δωρεά, συνήθως κάποιο σημαντικό φέουδο ή κάτι ανάλογης αξίας. Στις τάξεις των Ναϊτών έβρισκαν συχνά ''καταφύγιο'' διάφοροι εγκληματίες ή κατατρεγμένοι στην κοινωνία της Δυτικής Ευρώπης.
Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται αφορισμένοι ιππότες, δολοφόνοι, ληστές και άλλοι κακοποιοί. Κατά κύριο λόγο, ήταν κατώτερης κοινωνικής τάξης (κυρίως όσον αφορά σε όσους βαρύνονταν με εγκλήματα κατά της περιουσίας). Σε αυτή την περίπτωση, εντάσσονταν στην τάξη των σεργέντων και όχι των ιπποτών. Αν επρόκειτο για milites, φυσικά γίνονταν δεκτοί ως αδελφοί-ιππότες. Βεβαίως με την πρώτη ματιά θα έλεγε κάποιος ότι οι Ναΐτες δεν μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα επιλεκτικοί ως προς το ποιον δέχονταν στο τάγμα, αφού είχαν συνεχώς ανάγκη από νέα, ετοιμοπόλεμα μέλη. Αυτό όμως δεν είναι απολύτως ακριβές, αφού είδαμε παραπάνω ότι μετά το 1140 οι Ναΐτες είχαν αποκτήσει αρκετή φήμη και μια σταθερή προσέλευση υποψηφίων μελών.
Υπήρχε επίσης μία πολύ πρακτική παράμετρος, την οποία αγνοούν πολλοί σύγχρονοι μελετητές, αλλά όχι όσοι έγραψαν για το τάγμα τον 12ο αιώνα, όπως ο Άγιος Βερνάρδος. Στα γραφόμενά του είχε πολύ ξεκάθαρα αναφέρει ότι γενικά οι Άγιοι Τόποι θα μπορούσαν να είναι ένα είδος ''αποικίας'' αντικοινωνικών στοιχείων, που θα πολεμούσαν για τη Χριστιανική πίστη. Ληστές, δολοφόνοι και άλλοι εγκληματίες πήγαιναν να πολεμήσουν τους άπιστους στους Αγίους Τόπους και αυτό κατά το Βερνάρδο ήταν ''διπλή ευλογία'': Από τη μία οι γείτονές τους χαίρονταν που έφευγαν και από την άλλη οι Φράγκοι του βασιλείου της Ιερουσαλήμ ήταν ευγνώμονες για τη βοήθεια που θα τους προσέφεραν στην ατέλειωτη διαμάχη με τους Μωαμεθανούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι Μεσαιωνικά δικαστήρια, κοσμικά ή εκκλησιαστικά, καταδίκαζαν κάποιους εγκληματίες σε υπηρεσία στους Αγίους Τόπους, ως μία μορφή εξιλέωσης για το έγκλημα που είχαν διαπράξει. Όσον αφορά στους Ναΐτες, τυπικά -τουλάχιστον στην αρχή- αιρετικοί και εγκληματίες δεν είχαν καμία θέση στο Ναό. Αλλά αυτό άλλαξε σύντομα, καθώς οι κάθε είδους παράνομοι φαίνεται ότι αποτελούσαν σημαντικό μέρος των υποψήφιων ταγματικών σε όλες τις βαθμίδες. Από ένα σημείο και μετά, φαίνεται ότι η καθολική Εκκλησία χρησιμοποιούσε το Ναό και για άλλες ''αποστολές''.
Για παράδειγμα, το 1244 ο Πάπας Ονώριος B' ζήτησε από τον τότε Μάγιστρο να δεχτεί στις τάξεις του Ναού έναν ιππότη ονόματι Βερτράνδο, ο οποίος βαρυνόταν από ένα τρομερό αμάρτημα: είχε σκοτώσει έναν επίσκοπο. Μάλιστα η ''ποινή'' του Βερτράνδου, ο οποίος προφανώς ήταν αρκετά ισχυρός για να αποφύγει μία πραγματική τιμωρία, ήταν επτά χρόνια υπηρεσίας στο τάγμα. Σαφώς, ανάμεσα στα κίνητρα όσων επιθυμούσαν να ενταχθούν στο τάγμα ήταν το ισχυρό θρησκευτικό αίσθημα του Μεσαιωνικού ανθρώπου. O Ναός, ιδιαίτερα δε αν ο ιππότης στελνόταν για υπηρεσία στους Αγίους Τόπους, προσέφερε μία ''εγγυημένη'' άφεση αμαρτιών, κάτι που το Μεσαίωνα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για όλους τους πιστούς.
H ζωή του Μεσαιωνικού ανθρώπου ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις βίαιη και σύντομη, αφού οποιαδήποτε ασθένεια που σήμερα θεωρούμε ήσσονος σημασίας, μπορεί να επέφερε το θάνατο. Οπότε η εξασφάλιση του Παραδείσου αποτελούσε στόχο ζωής για τους περισσότερους. Δεν ήταν μόνο οι πολεμιστές που συνέρρεαν στο Ναό. Ιδιαίτερα μετά την τέταρτη δεκαετία του 12ου αιώνα, όταν η περιουσία του τάγματος άρχισε να αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, ανάλογα μεγεθύνθηκαν οι απαιτήσεις για έμπειρα στελέχη που θα μπορούσαν να αναλάβουν όλες τις εργασίες για λογαριασμό του Ναού, από την τήρηση των πολύπλοκων λογιστικών καταστίχων έως τη διαχείριση κτημάτων και κοπαδιών και από το χτίσιμο νέων κάστρων έως τη σίτιση των αδελφών.
Για τους σκοπούς αυτούς, το τάγμα χρησιμοποίησε αδελφούς (αδελφούς - τεχνίτες, ακόμη και αδελφούς-ιερείς σε κάποιες περιπτώσεις) αλλά πολύ συχνότερα εξω-ταγματικούς. Οι τελευταίοι προσλαμβάνονταν ως μισθωτοί, συνήθως με συμβόλαιο για συγκεκριμένο χρόνο ''υπηρεσίας''. Επίσης, στους Αγίους Τόπους το τάγμα χρησιμοποιούσε σε μεγάλη έκταση σκλάβους, που ήταν συνήθως αιχμαλωτισμένοι Μουσουλμάνοι ή είχαν αγοραστεί σε κάποιο από τα μυριάδες σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Με την αύξηση των κάστρων και των οχυρών που είχε υπό την ευθύνη του το τάγμα, έγινε αναγκαία και η πρόσληψη μεγάλων αριθμών μισθοφόρων, που πύκνωναν τις γραμμές του τάγματος δίχως να είναι δεσμευμένοι με αυτό πέραν του καθορισμένου (συνήθως με σύμβαση) χρόνου υπηρεσίας τους.
Ιεραρχία του Τάγματος
Ένα τάγμα όπως οι Ναΐτες, που από τη μία ήταν μία μικρογραφία της κοινωνίας μέσα στην οποία είχε δημιουργηθεί, αλλά από την άλλη ήταν ένας θρησκευτικός - στρατιωτικός οργανισμός με συγκεκριμένη αποστολή και ευθύνη, χρειαζόταν μία λεπτομερώς καθορισμένη δομή για να λειτουργήσει. Στην κορυφή της ιεραρχίας ήταν βεβαίως ο Μέγας Μάγιστρος (Magister Magnus). O ανώτερος άρχοντας των Ναϊτών ήταν ανάλογου κοινωνικού ''αναστήματος'' με τους σημαντικότερους κοσμικούς άρχοντες και συνδιαλεγόταν μαζί τους επί ίσοις όροις. Συχνά δε, λόγω της εξάρτησης πολλών κοσμικών αρχόντων από τις οικονομικές και στρατιωτικές υπηρεσίες του τάγματος, ήταν επί της ουσίας ανώτερος.
O Μέγας Μάγιστρος κατά κανόνα ζούσε στην Ουτρεμέρ, έχοντας το αρχηγείο του στην κύρια έδρα του τάγματος. H θέση και τα καθήκοντά του είχαν να κάνουν τόσο με τη διοικητική - οικονομική πλευρά του ναού, όσο και με τη στρατιωτική και διπλωματική παρουσία του. Υπό αυτήν την έννοια, ήταν σαφώς ένας αιρετός και με καθορισμένα καθήκοντα ''μονάρχης''. O Μέγας Μάγιστρος ήταν επικεφαλής του Ναού, η ανώτερη αρχή στην οποία απευθύνονταν οι Ναΐτες, είχε απόλυτη εξουσία πάνω στους ιππότες και τους υπόλοιπους αδελφούς του τάγματος, συνδιαλεγόταν με τους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες, διοικούσε τον ιδιαίτερα περίπλοκο οργανισμό με τη βοήθεια των δικών του συμβούλων και των αδελφών που διόριζε γι' αυτό το σκοπό.
Προΐστατο επίσης των μαγίστρων των τοπικών παραρτημάτων των Ναϊτών. Έως την 7η δεκαετία του 12ου αιώνα, ο Μέγας Μάγιστρος είχε δικαίωμα να διαθέτει τέσσερα πολεμικά άλογα, κάτι που ήταν εξαιρετικά ασύνηθες σε μία εποχή που η κατοχή έστω κι ενός τέτοιου αλόγου ήταν δείγμα κύρους και μεγάλου πλούτου. Παράλληλα, διέθετε μία εκτεταμένη ακολουθία, στην οποία μετείχαν ένας ιερέας, δύο ιππότες, ένας σεργέντος, ένας ακόλουθος (squire) που κουβαλούσε τη λόγχη και την ασπίδα του, καθώς και ένας διοικητικός υπάλληλος (γραμματέας). Επίσης, μέλη της αντιπροσωπείας του ήταν ένας ιπποκόμος για να φροντίζει τα άλογα, ένας Σαρακηνός γραμματέας που είχε καθήκοντα μεταφραστή, ένας Τουρκόπουλος και ένας μάγειρας.
Παρόμοια ακολουθία μπορούσαν να συντηρούν μόνο ισχυροί μεγαλοφεουδάρχες, οπότε ο Μάγιστρος του Ναού σαφέστατα ξεχώριζε για την ισχύ και τη μεγαλοπρέπειά του. Επίσης είχε το ''πρώτο δικαίωμα'' (δηλαδή το δικαίωμα πρώτης επιλογής) όταν έρχονταν νέα άλογα στο Ναό, ενώ ο κανονισμός τού παρείχε τη δυνατότητα να χαρίζει στους διακεκριμένους κοσμικούς ''φίλους'' και συμμάχους του τάγματος άλογα, πολύτιμα σκεύη ή άλλα αγαθά. Μπορούσε ανά πάσα στιγμή να κινητοποιήσει μία ομάδα έως και δέκα ιπποτών ως προσωπική ακολουθία πέραν της μόνιμης που διέθετε, ενώ στην περίπτωση που χρειαζόταν να ταξιδέψει, του διέθεταν έως και τέσσερα υποζύγια για να μεταφέρει ό,τι χρειαζόταν.
O Μάγιστρος είχε και άλλες εξουσίες. Μπορούσε να αναδιανείμει τους καθορισμένους πόρους μεταξύ των κάστρων και αρχηγείων του τάγματος, ενώ στο πεδίο της μάχης η εξουσία του ήταν απόλυτη και όποιος τον παράκουε ήταν υποψήφιος για άμεση αποπομπή από το Ναό. Όμως σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο για έναν δικτάτορα, αφού όχι μόνο τα καθήκοντά του ήταν αυστηρά καθορισμένα από τον Κανόνα, αλλά τις περισσότερες από τις σημαντικές αποφάσεις έπρεπε να τις λαμβάνει από κοινού με το συμβούλιο του τάγματος.
Οι περιπτώσεις όπου ο Μάγιστρος δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει απόφαση μόνος του περιελάμβαναν την κήρυξη πολέμου και την υπογραφή ανακωχής, την αποδοχή ενός κάστρου, την ανάθεση διοικήσεων σε αδελφούς του τάγματος, την αποδοχή νέων μελών και τη μετάθεση αδελφών σε αρχηγεία της Δύσης. H διαδοχή του Μεγάλου Μάγιστρου ήταν επίσης μία αυστηρά καθορισμένη διαδικασία, την οποία διεκπεραίωναν με ιδιαίτερη προσοχή οι αδελφοί ιππότες. Σε περίπτωση θανάτου του, ο Μαρεσάλος (Marshal) του τάγματος φρόντιζε τα της κηδείας και εν συνεχεία έστελνε μήνυμα σε όλους τους περιφερειακούς διοικητές του τάγματος για να συγκεντρωθούν στο αρχηγείο.
Τότε, όλοι οι προσκεκλημένοι επέλεγαν έναν Μεγάλο Διοικητή (Grand Commander) για να ασκεί καθήκοντα επικεφαλής του τάγματος έως ότου επιλεγεί ο νέος Μάγιστρος. Αυτό επιβαλλόταν από τις ανάγκες της λειτουργίας του τάγματος ως στρατιωτικού οργανισμού, αφού μεταξύ των βασικότερων καθηκόντων του Μάγιστρου ήταν να οδηγεί τους αδελφούς στη μάχη και μάλιστα πολεμώντας μαζί τους σαν ένας από αυτούς. Άλλωστε, από το σύνολο των Μαγίστρων, τουλάχιστον έξι σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης, πολεμώντας τους εχθρούς της πίστης. Αφού είχε τακτοποιηθεί η προσωρινή διοίκηση του Ναού, οι συγκεντρωμένοι επέλεγαν έναν που θα προήδρευε της διαδικασίας.
Μετά από μία νύχτα προσευχής, ο προεδρεύων μαζί με έναν καθορισμένο σύντροφο, επέλεγαν δύο ακόμη αδελφούς και αυτοί οι δύο άλλους δύο και ούτω καθεξής, έως ο αριθμός τους να φθάσει τους δώδεκα προς τιμήν των δώδεκα αποστόλων. Με την προσθήκη ενός ιερέα που ήταν ο ''Χριστός'' αυτού του ιδιότυπου ''Μυστικού Δείπνου'', ο αριθμός των εκλεκτόρων γινόταν 13. Εξ αυτών οι οκτώ ήταν αδελφοί ιππότες, οι τέσσερις σεργέντοι και ένας ιερέας. Γινόταν επίσης προσπάθεια να αντιπροσωπεύονται επαρκώς όλες οι εθνικές ομάδες που μετείχαν στο Ναό. Στη συνέχεια, οι εκλέκτορες συσκέπτονταν, έως ότου καταλήξουν στο πρόσωπο του νέου μάγιστρου.
Συνήθως γινόταν προσπάθεια να επιτευχθεί ομοφωνία, αλλά σε πολλές περιπτώσεις η πλειοψηφία ήταν αρκετή. Επίσης, κατά κανόνα οι Μάγιστροι έπρεπε να υπηρετούν στην Ουτρεμέρ, αλλά και αυτός ο Κανόνας σε αρκετές περιπτώσεις δεν ελήφθη υπόψη και εξελέγησαν μάγιστροι από τα αρχηγεία της Δύσης. Παρά την ανεξαρτησία του τάγματος, σε τουλάχιστον 7 περιπτώσεις -σε ένα σύνολο 24 Μεγάλων Μαγίστρων- ο επικεφαλής του Ναού ήταν επιλογή τοπικών κοσμικών αρχών, την οποία υιοθέτησαν (ή προκατέλαβαν) οι αδελφοί ιππότες. Στην πραγματικότητα, σπάνια οι Ναΐτες αγνόησαν τις ρεαλιστικές παραμέτρους της κοινωνίας στην οποία δραστηριοποιούνταν, παρά τη θρυλούμενη άμετρη αλαζονεία τους.
Με άλλα λόγια, στόχος του τάγματος ήταν να έχει καλές σχέσεις με την κοσμική εξουσία και για το λόγο αυτό συχνά επέλεγαν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες των εκάστοτε ηγεμόνων της Ουτρεμέρ ή των άλλων δυνάμεων που είχαν σχέση με το τάγμα. Αυτό συνήθως δεν είχε ουσιαστική επίπτωση στη λειτουργία του τάγματος, καθώς υπήρχαν επαρκείς δικλείδες ασφαλείας για αυταρχικούς Μάγιστρους που δεν υπηρετούσαν τους σκοπούς του. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην επιλογή του Γεράρδου ντε Ριντφόρ, αποδείχτηκε ότι ήταν δυνατόν να έχει καταστροφικές συνέπειες. Βάσει Κανόνα, η διαδικασία επιλογής ενός νέου Μάγιστρου κρατιόταν αυστηρά μυστική και έτσι δεν υπάρχουν αρχεία για αυτές τις συνεδριάσεις.
Αμέσως μετά το Μάγιστρο στην ταγματική ιεραρχία ήταν ο Σενεσάλος (Seneschal). Επρόκειτο ουσιαστικά για τον αναπληρωτή Μάγιστρο, ο οποίος στη μάχη κρατούσε το ασπρόμαυρο λάβαρο που μαζί με τον κόκκινο σταυρό ήταν τα διακριτικά σήματα του τάγματος. Είχε και αυτός μία σημαντική ακολουθία, αν και όχι τόσο μεγάλη όσο αυτή του Μάγιστρου και σε ορισμένες περιπτώσεις ο Σενεσάλος, ως εναλλακτικός πόλος δύναμης στην ιεραρχία του τάγματος, χρησιμοποιούσε τη δύναμη του για να εξισορροπεί την εξουσία του Μάγιστρου. Τρίτος τη τάξει, αν και σε πολλά ζητήματα δεύτερος μόνο μετά το Μάγιστρο, ήταν ο Μαρεσάλος (Marshal), ο στρατιωτικός διοικητής.
Στη μάχη, ο Μάγιστρος οδηγούσε τους αδελφούς, ωστόσο ο Μαρεσάλος λειτουργούσε ως αρχηγός του επιτελείου. Ήταν υπεύθυνος για τη διοίκηση των επιμέρους αξιωματικών, φρόντιζε τα ζητήματα επιμελητείας, ήταν υπεύθυνος για τα πολύτιμα πολεμικά άλογα και τις προμήθειες του τάγματος σε όπλα και εξοπλισμό και γενικά απολάμβανε μίας θέσης εξαιρετικής ισχύος. Οι Μαρεσάλοι και οι Σενεσάλοι ήταν κατά κανόνα οι πρώτες επιλογές στην εκλογή νέου Μάγιστρου. Υψηλά στην ιεραρχία βρισκόταν και ο Διοικητής (Commander) του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Επρόκειτο πρακτικά για τον επικεφαλής διαχειριστή του τάγματος και οι δυνάμεις του ήταν διαρθρωμένες έτσι ώστε να αποτελούν συμπλήρωμα αυτών του Μάγιστρου.
Μάλιστα, ο Διοικητής ουσιαστικά ήλεγχε το Μάγιστρο και είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο ανώτερος αξιωματούχος του τάγματος είχε το δικαίωμα να διαθέτει ένα κλειδωμένο χρηματοκιβώτιο σε ένα δωμάτιο του αρχηγείου, τα κλειδιά του δωματίου αυτού βρισκόταν στα χέρια του Διοικητή. O πέμπτος ''ισχυρός άνδρας'' του τάγματος ήταν ο αξιωματικός επί των υφασμάτων (Draper), ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τις προμήθειες του τάγματος σε ενδύματα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, ενώ είχε το καθήκον ελέγχου στην ενδυμασία και στην εν γένει εικόνα των αδελφών του τάγματος.
Αυτοί οι πέντε αποτελούσαν τον ισχυρό πυρήνα της εξουσίας του Ναού και κάτω από αυτούς διαρθρωνόταν η διοικητική αλυσίδα του τάγματος. Εκ των σημαντικότερων αρχόντων του τάγματος στην Ουτρεμέρ ήταν οι περιφερειακοί διοικητές, με πρώτο εξ αυτών το διοικητή της πόλης της Ιερουσαλήμ και εν συνεχεία τους διοικητές της Τρίπολης και της Αντιόχειας. Κάτω από αυτούς βρίσκονταν οι διοικητές των υπόλοιπων οικισμών και κάστρων όπου είχαν παρουσία οι Ναΐτες, ενώ υπήρχαν ακόμη ο Τουρκοπουλιέρος, ο επικεφαλής των τουρκόπουλων του τάγματος, ο υπο-Μαρεσάλος και ο Σημαιοφόρος. Οι δύο τελευταίοι προερχόταν από τη δεύτερη τάξη του τάγματος, τους σεργέντους.
Οι υπόλοιποι ανώτατοι αξιωματούχοι του τάγματος ήταν αδελφοί ιππότες. Οι μόνες άλλες ''υψηλές'' θέσεις που μπορούσε να καταλάβει ένας σεργέντος ήταν αυτές του Μάγειρα (υπεύθυνος για τη σίτιση του τάγματος), του Ιπποκόμου (υπεύθυνος για τα άλογα του τάγματος) και η διοίκηση ενός κάστρου ή μιας μικρής γεωγραφικής περιφέρειας, εφόσον δεν υπήρχε υπό τις διαταγές του κάποιος ιππότης. Αντίστοιχα αξιώματα υπήρχαν και στην ιεραρχία των παραρτημάτων των Ναϊτών στη Δύση, αφού κάθε περιφέρεια είχε το Διοικητή της, ενώ υπήρχαν και οι Μάγιστροι της Δύσης που προΐσταντο των Διοικητών. Κάθε ευρεία περιοχή είχε το Μάγιστρό της (Μάγιστρος της Γαλλίας, της Αγγλίας κ.λπ.).
Οι αξιωματούχοι αυτοί ήταν ιεραρχικά κατώτεροι των ανώτερων αξιωματούχων της Ανατολής. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα ενδελεχή ιεραρχία, η οποία έδινε τη δυνατότητα στο τάγμα να λειτουργεί με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
H Καθημερινή Ζωή στο Ναό
Ανέκαθεν ένα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Ναΐτες και τα ιπποτικά τάγματα εν γένει ήταν η δυσκολία προσαρμογής των νεοεισερχόμενων. H δυσκολία αυτή αφορούσε τόσο στην προσαρμογή στις απαιτήσεις της ζωής στους Αγίους Τόπους όσο και στην δυσκολία κατανόησης από μέρους τους της περίπλοκης πραγματικότητας των Λατινικών κρατών της Ουτρεμέρ. Τα πράγματα στην περίπτωση των Ναϊτών γινόταν ακόμη δυσκολότερα εξαιτίας της εικόνας που είχαν οι Δυτικοί για αυτούς. Αντίθετα με τους Οσπιτάλιους, που είχαν ξεκινήσει ως ένα νοσοκομειακό τάγμα, οι Ναΐτες ήταν ένα καθαρά στρατιωτικό τάγμα, δημιουργημένο εξ αρχής για να αντιπαρατεθεί εν όπλοις στους ''απίστους''.
H εικόνα του τάγματος ενισχυόταν από τα όσα έγραφαν για αυτό κατά καιρούς οι διάφοροι Ευρωπαίοι λόγιοι που ερχόταν σε επαφή με το Ναό ή είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν με τα ίδια τους τα μάτια τα κατορθώματα των λευκοντυμένων ιπποτών με τον κόκκινο σταυρό. Ύμνοι για τους ''Στρατιώτες του Χριστού”''που ''έπεφταν πάνω στους άπιστους σαν λύκοι, ακόμη και αν ήταν μία χούφτα ενάντια σε μυριάδες'', ακούγονταν στους νεαρούς βλαστούς της δυτικοευρωπαϊκής ιπποσύνης ως επιβεβαίωση ότι κάπου υπάρχουν και δρουν πραγματικοί ιππότες, οι οποίοι δε σταματούν μπροστά σε τίποτε για να κερδίσουν δόξα και τιμή, πολεμώντας τους εχθρούς του Σταυρού.
H πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική, αλλά έως ότου συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συμβαίνει, οι ορμητικοί νεόφερτοι είχαν ήδη υποπέσει σε πολλά ατοπήματα. Συχνά αυτά απέβαιναν μοιραία για τη ζωή του νεαρού Ναΐτη, παρότι οι παλιότεροι αδελφοί προσπαθούσαν πάντα να ενσταλάξουν την πειθαρχία του τάγματος στα νέα μέλη. Οι δυσκολίες της ζωής στην Ουτρεμέρ την εποχή εκείνη ήταν πολλές και σημαντικές. Οι Ευρωπαίοι που δεν είχαν γεννηθεί στην περιοχή αντιμετώπιζαν σοβαρότατα προβλήματα στη διαβίωσή τους. Συνηθισμένοι στα ήπια καλοκαίρια της Δ. Ευρώπης, με τον ερχομό τους αντιμετώπιζαν την τρομερή ζέστη και υγρασία που είναι ενδημική στη M. Ανατολή.
H αναγκαιότητα αλλαγής των συνηθειών ως προς την ενδυμασία, ήταν επιτακτική. Αλλωστε, ο Ναός ήταν το μοναδικό θρησκευτικό τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που είχε κερδίσει το δικαίωμα να εκχωρεί στα μέλη του ελαφρά λινά πουκάμισα για να τα φορούν τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι αλλαγές ήταν ακόμη πιο εμφανείς στον καθημερινό τρόπο ζωής και στο φαγητό. Οι δυτικοί είχαν υιοθετήσει πολλές από τις συνήθειες των Ανατολιτών, τόσο στο φαγητό όσο και στην εμφάνιση και στην καθημερινή ζωή. Τα φαγητά που απολάμβαναν οι Λατίνοι της Ουτρεμέρ λίγο διέφεραν από τα αντίστοιχα των Μεσανατολιτών και ουδεμία σχέση είχαν με αυτά που έτρωγαν στην Ευρώπη.
Για να συνηθίσουν την άφθονη χρήση ελαιόλαδου και καρυκευμάτων, οι Ευρωπαίοι χρειάζονταν μήνες ή και χρόνια. Τα μικρά, καθημερινά ζητήματα ήταν μόνο η μία όψη των προβλημάτων προσαρμογής των νέων Ναϊτών. H σοβαρότερη ήταν η προσαρμογή στη στρατιωτική και πολιτική πραγματικότητα της Ουτρεμέρ. Οι νεοφερμένοι ήταν, ήδη πριν αναχωρήσουν από την Ευρώπη, απολύτως πεπεισμένοι ότι με το που θα έφθαναν στη M. Ανατολή θα ζώνονταν τα άρματά τους και θα έπεφταν πάνω στους απίστους, για να τους σφάξουν και να κερδίσουν δόξα και τιμή. Ωστόσο η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική.
Ακόμη και ο τρόπος διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη M. Ανατολή - πολλές, συχνές, επιδρομές μικρής κλίμακας και σπάνια μεγάλες μάχες -ήταν διαφορετικός από αυτόν της Ευρώπης, όπου επιδιωκόταν η ''αποφασιστική μάχη''. H αναγκαιότητα συμβίωσης κατά το δυνατόν ειρηνικά, με κάποιους έστω από τους Μουσουλμάνους ήταν δεδομένη, τουλάχιστον μετά τη B' Σταυροφορία και οι Ναΐτες, τους οποίους χαρακτήριζε ο ρεαλισμός, υπήρξαν πρωτοπόροι σε αυτό τον τομέα. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι οι Ναΐτες δεν ήταν πιστοί στο πλαίσιο που είχε τεθεί με την πράξη ίδρυσης τους, δηλαδή τον Κανόνα, στο οποίο δεσμευόταν κάθε νεοεισερχόμενος κατά τη διάρκεια της τελετής υποδοχής του.
O νέος Ναΐτης ορκιζόταν, πέρα από τα να παραμένει αγνός και φτωχός, να ''βοηθά στο μέτρο των δυνατοτήτων του για τη διατήρηση των κτήσεων (των Χριστιανών) στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ και κατάκτηση εκείνων που δεν είχαν αποκτηθεί ακόμη''. Μ' αυτή την προϋπόθεση αναχωρούσαν για τους Αγίους Τόπους οι νεαροί Ναΐτες. Παρά τις προσπάθειες των παλιότερων να τους νουθετήσουν, ώστε να κατανοήσουν ότι η καθημερινότητα του τάγματος δεν ήταν συνεχείς μάχες και σφαγές, στις περισσότερες περιπτώσεις οι νεαροί Ναΐτες δεν ήταν εύκολο να αποβάλουν την εικόνα που είχαν σχηματίσει πριν από την είσοδο τους στο τάγμα. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν απέβαλαν αυτές τις βλαβερές για το τάγμα συνήθειες ούτε μετά από πολλά χρόνια στους Αγίους Τόπους.
Μία χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας αντιμετώπισης ήταν ο Μεγάλος Μάγιστρος την εποχή του Χαττίν, Γεράρδος του Ριντφόρ. O ορμητικός Φλαμανδός είχε προσχωρήσει στους Ναΐτες για λάθος λόγους, δηλαδή εξαιτίας της αδυναμίας του να εξασφαλίσει ένα φέουδο από τον κόμη της Τρίπολης. Αν και κατόρθωσε να αναρριχηθεί γρήγορα στην ιεραρχία του Ναού, φαίνεται ότι ουδέποτε ''απέβαλε'' τη νοοτροπία του νεοφώτιστου. Αυτό έμελλε να έχει τραγικές συνέπειες, ιδιαίτερα όταν αντάμωσε με άλλους δύο τυχοδιώκτες, το Ρεϋνάλδο του Σατιλλιόν και τον Γκυ ντε Λουζινιάν, στην ηγεσία των Χριστιανών.
Βεβαίως η πλειονότητα των Μαγίστρων δεν ήταν σαν τον Ριντφόρ, αντίθετα ήταν ιππότες ''ψημένοι'' στη σκληρή πραγματικότητα της Ουτρεμέρ, που γνώριζαν πολύ καλά την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα και έπρατταν αναλόγως. Γι' αυτό άλλωστε συνήθως επιλέγονταν μάγιστροι από την Ανατολή. Ωστόσο δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να αγνοήσουν ότι ο ρόλος του τάγματος ήταν ακριβώς να αποτελεί την ''πρώτη γραμμή άμυνας'' του Χριστιανισμού ενάντια στους Μουσουλμάνους, αλλά και την αιχμή του δόρατος στις επιθετικές προσπάθειες των Χριστιανών. H παρουσία των Ναϊτών στις μάχες στις οποίες έλαβαν μέρος, δείχνει ανάγλυφα ότι τιμούσαν και με το παραπάνω το ρόλο τους.
Όμως όταν οι λευκοντυμένοι ιππότες δεν ζώνονταν τα αμφίστομα σπαθιά τους για να πάνε στη μάχη, ήταν δεινοί διπλωμάτες που διατηρούσαν σχέσεις με πολλούς Μουσουλμάνους ηγεμόνες.
H Ημέρα Ενός Ναΐτη
H καθημερινότητα του Ναΐτη είχε πολλές ομοιότητες με αυτή ενός μοναχού σε οποιοδήποτε μοναστικό τάγμα, αν και οι διαφορές ήταν εξίσου πολλές. Οι αδελφοί ξεκινούσαν την ημέρα τους με την παρουσία στον όρθρο, ο οποίος τους καλοκαιρινούς μήνες θα πρέπει να ξεκινούσε γύρω στις 4 το πρωί. Οι υπόλοιπες ακολουθίες που λάμβαναν χώρα σε κάθε ναϊτικό αρχηγείο, όπως επέβαλλε το καθολικό τυπικό, ακολουθούσαν στις 6, στις 8 και στις 11.30. Οι Ναΐτες καλούνταν στο παρεκκλήσι με τον ήχο μίας καμπάνας και οι μόνοι που είχαν δικαίωμα να μην προσέλθουν ήταν οι τραυματίες και οι ασθενείς. Μεταξύ του όρθρου και της λειτουργίας των 6, ο Ναΐτης είχε δικαίωμα να κοιμηθεί λίγο, εφόσον είχε εκπληρώσει τα λατρευτικά καθήκοντά του.
Σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν κατάχρηση αυτού του προνομίου, όπως φαίνεται από ορισμένες πηγές, με αποτέλεσμα να γίνονται συστάσεις στους αδελφούς που παρασπονδούσαν. H παρουσία των Ναϊτών στις λειτουργίες δεν ήταν μόνο απαραίτητη για λόγους λατρευτικούς, αλλά και για καθαρά πρακτικούς: οι διαταγές της ημέρας και τυχόν ενημερώσεις, γινόταν αμέσως μετά το πέρας των λειτουργιών στους αδελφούς που ήταν παρόντες. O Ναΐτης ήταν υποχρεωμένος πριν από το μεσημέρι να έχει απαγγείλει 60 φορές το Πάτερ Ημών. Μετά την τελευταία λειτουργία, οι Ναΐτες γευμάτιζαν. Κατά κανόνα, πρώτα κάθονταν στο τραπέζι οι ιππότες και όταν αυτοί τέλειωναν, κάθονταν οι υπόλοιποι.
Οι Ναΐτες ήταν υποχρεωμένοι να τρώνε σε απόλυτη σιωπή, καθώς αυτό επιβαλλόταν από τον Κανόνα. Μόνο ένας αδελφός έψελνε κατά τη διάρκεια του γεύματος, ενώ αν υπήρχε διαθέσιμος ιερέας, είχε ως αποστολή να ευλογήσει το τραπέζι και τους συμμετέχοντες. Μετά τον εσπερινό, που ξεκινούσε στις 6 το απόγευμα, οι Ναΐτες λάμβαναν το δείπνο τους. Μια και αναφερθήκαμε στο φαγητό, να σημειώσουμε ότι η παρουσία των αδελφών ήταν υποχρεωτική και σε καμία περίπτωση δεν επιτρεπόταν να σηκωθούν από το τραπέζι πριν ολοκληρωθεί το γεύμα ή το δείπνο εκτός από περίσταση εκτάκτου ανάγκης, εφόσον χρειαζόταν να αντιμετωπιστεί εχθρική επίθεση, ή διαπιστωνόταν ότι υπήρχε πρόβλημα με τα άλογα.
Μετά το πέρας του φαγητού, οι αδελφοί έπιναν συνήθως νερωμένο κρασί. Σε αυτές τις σύντομες βραδινές κρασοκατανύξεις τους οφείλουν οι Ναΐτες τα καυστικά σχόλια περί κραιπάλης που τους συνόδευαν επί μακρόν. Αλλά σε αυτό το σημείο οι Ναΐτες λίγο διαφοροποιούνταν από άλλα μοναστικά τάγματα της εποχής, καθώς στα περισσότερα μοναστήρια η κατανάλωση οίνου ήταν η μόνη ''επιτρεπόμενη αμαρτία'', αρκεί βεβαίως να μην κατέληγε σε μέθη. H διατήρηση αυτού του καθημερινού τυπικού ήταν αδύνατη όταν οι Ναΐτες βρίσκονταν σε εκστρατεία, κάτι που συνέβαινε αρκετά συχνά, αφού οι επιδρομές στα εδάφη των απίστων, η συνοδεία προσκυνητών ή οι εξορμήσεις για αντιμετώπιση Μουσουλμανικών επιδρομών ήταν τακτικές.
Σ' αυτές τις περιπτώσεις, οι Ναΐτες ως ''υποκατάστατο'' των λειτουργιών απάγγειλαν το Πάτερ Ημών όσες φορές καθόριζε ο επικεφαλής τους. Γενικότερα γινόταν προσπάθεια, τουλάχιστον θεωρητικά, να τηρείται το τυπικό της καθημερινότητας των μοναχών - ιπποτών και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Αυτό γινόταν όχι μόνο για λόγους πίστης, αλλά για τη διατήρηση της πειθαρχίας και της συνοχής μεταξύ των αδελφών. Άλλωστε, το τάγμα σε εκστρατεία ήταν ένας κανονικός στρατός και μάλιστα πρωτοπόρος στην εποχή του. Δεν ήταν δυνατό να χαλαρώσει η αυτοσυγκέντρωση των αδελφών και να αφεθούν οι -επιρρεπείς, λόγω πρότερου βίου- ιππότες δίχως τα δεσμά της περίφημης πειθαρχίας του τάγματος.
Οι Ναΐτες διέφεραν ριζικά από τους ''κανονικούς'' μοναχούς στο θέμα της νηστείας. Ελάχιστες ήταν οι επίσημες ημέρες νηστείας τις οποίες είχαν υποχρέωση να τηρούν οι Ναΐτες. Σχετικές εξαιρέσεις αναφέρονται ρητά στον Κανόνα του τάγματος και αυτό είναι ολοφάνερα ένα μέτρο που ελήφθη για να μην αποδυναμώνονται οι ιππότες και οι σεργέντοι ενόψει των δύσκολων πολεμικών καθηκόντων τους. Για τον ίδιο λόγο, οι Ναΐτες έτρωγαν αρκετές φορές τη βδομάδα κρέας, αντίθετα με τους μοναχούς που περιορίζονταν σε μία ή δύο. Ένα μεγάλο ζήτημα για τα μοναστικά τάγματα εν γένει, ήταν ο τρόπος με τον οποίο παροτρύνονταν οι αδελφοί να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους.
H Εκκλησία γενικά θεωρούσε τον ελεύθερο χρόνο ως ''πρόξενο κακών'' και ''αμαρτιών'', ενώ η αργία, σύμφωνα πάντα με τις επιταγές των εκκλησιαστικών αρχών, ήταν ιδιαίτερα κακή για τους ανθρώπους που είχαν αφιερώσει τους εαυτούς τους στην υπηρεσία του Θεού, δηλαδή τους μοναχούς. Αυτό γίνεται φανερό από τον Κανόνα των Βενεδικτίνων μοναχών, με τον οποίο οι αδελφοί μοναχοί καλούνται να περνούν τον ελεύθερο χρόνο μεταξύ των ακολουθιών εργαζόμενοι σκληρά για το καλό της μονής και της εκκλησίας. Αντίθετα, οι Ναΐτες δεν είχαν να κάνουν σκληρές, χειρωνακτικές εργασίες, αφού αυτές τις είχαν αναλάβει οι ''κατώτερες τάξεις'' του τάγματος.
Ενθαρρύνονταν λοιπόν να καταγίνονται με ασχολίες που έχουν να κάνουν με την κύρια ιδιότητά τους, αυτήν του πολεμιστή, να ελέγχουν τον εξοπλισμό τους, να φροντίζουν τα όπλα, τις πανοπλίες και τα άλογά τους, να στήνουν σκηνές και καταλύματα εφόσον βρίσκονται σε εκστρατεία ή ''να κάνουν οτιδήποτε αρμόζει στη λειτουργία τους'', όπως αναφέρει ο Κανόνας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, βάσει του Κανόνα, χρόνος για την εξάσκηση των αδελφών στα όπλα, δεν προβλέπεται. Ωστόσο είναι παράξενο κάτι τέτοιο, αφού η δυνατότητα των ιπποτών να υπερασπιστούν τη χριστιανοσύνη εξαρτιόταν ακριβώς από την επιδεξιότητά τους με αυτά τα όπλα.
Παρότι οι ιππότες δεν εισέρχονταν στο τάγμα παρά μόνο ως ενήλικοι άνδρες, δηλαδή έχοντας αποκτήσει μία ''ιπποτική'' εκπαίδευση και επιδεξιότητα στα όπλα της εποχής, θεωρείται απίθανο να μπορούν να διατηρούν εσαεί αυτές τις δεξιότητες δίχως τακτική εξάσκηση. Και σίγουρα τις διατηρούσαν, αφού οι εξαιρετικές ικανότητες των Ναϊτών στη χρήση πάσης φύσης όπλων ήταν τέτοιες ώστε να προκαλέσουν πλήθος αναφορών σε πολλές μεσαιωνικές πηγές.
Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η διφορούμενη διατύπωση ''να κάνουν οτιδήποτε αρμόζει στην λειτουργία τους'', φαίνεται ότι τους άφηνε το ελεύθερο να εξασκούνται στα πολεμικά πράγματα, κατά πάσα πιθανότητα ακόμη και στα πολεμικά παιχνίδια που τόσο διαδεδομένα ήταν μεταξύ των ιπποτών την εποχή αυτή. Εξ αυτών το πλέον διαδεδομένο ήταν οι έφιππες μονομαχίες, οι ''κονταρομαχίες'' (jousting) που θεωρούνταν μαζί με το κυνήγι οι κύριες ασχολίες των ευγενών της Ευρώπης.
H Πορεία του Ναΐτη
Από την ημέρα εισόδου του στο τάγμα, ο Ναΐτης δεν είχε πλέον προσωπική ζωή ούτε ήταν κύριος του εαυτού του. Αντίθετα, ήταν ''υπηρέτης και δούλος'' του Ναού, ζούσε κοινοβιακά με τους άλλους μοναχούς - ιππότες και όφειλε να βάζει το τάγμα και την υπεράσπιση της Χριστιανοσύνης πάνω από κάθε προσωπικό συμφέρον. Οι αδελφοί αφότου γίνονταν δεκτοί και εφόσον ήταν ιππότες, περνούσαν ένα διάστημα -μεγάλο ή μικρό- στα αρχηγεία της Δύσης. Μάθαιναν το τυπικό του Ναού, γινόταν προσπάθεια να τους ενσταλάξουν πειθαρχία και ενημερώνονταν για το μέγεθος και τη δύναμη του οργανισμού τον οποίο υπηρετούσαν.
Ανάλογα με τις ανάγκες που υπήρχαν στους Αγίους Τόπους, οι αδελφοί στέλνονταν στην Ανατολή για να υπηρετήσουν στο δύσκολο μέτωπο που είχε ανοίξει ο Χριστιανικός κόσμος με το Μουσουλμανικό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν δεν διαταράσσονταν η ''φυσιολογική'' νόρμα απωλειών στην Ουτρεμέρ, υπήρχε μία σταθερή ροή αδελφών που είχαν κάποια υπηρεσία (1 - 2 χρόνια ή και περισσότερο) στο τάγμα. Όμως όταν υπήρχε ανάγκη, ακόμη και νεοσύλλεκτοι στέλνονταν στην Ανατολή αμέσως μετά τους όρκους τους. Αναλάμβαναν εκεί οι έμπειροι και ''ψημένοι'' στις δυσκολίες της Ουτρεμέρ αδελφοί της Ανατολής να τους μυήσουν στις ιδιαιτερότητες του τάγματος και της αποστολής που είχαν αναλάβει.
Μία άλλη περίσταση στην οποία νεαροί αδελφοί που δεν είχαν επί της ουσίας ενημερωθεί επαρκώς στέλνονταν στους Αγίους Τόπους ήταν όταν ξεκινούσε μία νέα σταυροφορία. Είναι εντυπωσιακό ότι οι αδελφοί της Δύσης που δεν είχαν πρότερη εμπειρία, κατόρθωναν να ξεχωρίζουν μεταξύ των σταυροφορικών δυνάμεων και να αποτελούν το μοναδικό πειθαρχημένο και αξιόμαχο κάτω από όλες τις συνθήκες τμήμα τους. Αν και τα ποσοστά θνησιμότητας των Ναϊτών στη μάχη ήταν ιδιαίτερα υψηλά, υπήρχε πάντα η περίπτωση ένας αδελφός να κατορθώσει να φθάσει σε προχωρημένη ηλικία υπηρετώντας το τάγμα.
Σ' αυτή την περίπτωση και εφόσον δεν ήταν πλέον σε θέση να προσφέρει στρατιωτικές υπηρεσίες, υποχρεωνόταν να παραδώσει τα όπλα του και τα πολεμικά άλογά του στους υπεύθυνους του τάγματος, οι οποίοι του χορηγούσαν ένα ήρεμο άλογο ιππασίας για τις ανάγκες μεταφοράς του. Οι γηραιοί αδελφοί ενθαρρύνονταν να συμπεριφέρονται με ιδανικό για ένα Ναΐτη τρόπο, ώστε να αποτελούν ζωντανό παράδειγμα για τους νεότερους αδελφούς. Σε πολλές περιπτώσεις, ένας αδελφός περασμένης ηλικίας στελνόταν πίσω στη Δύση, όπου περνούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του υποδεχόμενος νέους αδελφούς και επιτηρώντας την περιουσία του τάγματος.
Ποινές και Τιμωρίες
H πειθαρχία σε οποιονδήποτε στρατό και σε κάθε εποχή επιβάλλεται από ένα προσεκτικά οργανωμένο πλαίσιο τιμωριών και ανταμοιβών, που έχουν σχεδιαστεί για να ισορροπούν τις δυσχέρειες της στρατιωτικής ζωής και να αποθαρρύνουν την ''αρνητική'' συμπεριφορά, ενθαρρύνοντας παράλληλα έναν τρόπο δράσης που είναι επωφελής για το σύνολο. Αναλογιζόμενοι ότι το τάγμα των φτωχών ιπποτών του Χριστού ήταν ένα γέννημα της Μεσαιωνικής κοινωνίας, είναι εντυπωσιακό το πόσο καλά οργανωμένο ήταν το δικό τους δίκτυο ανταμοιβών - τιμωριών. H έμφαση ήταν, βεβαίως, στις τιμωρίες, οι οποίες δρούσαν αποτρεπτικά και προληπτικά, αφού στόχος ήταν να μη χρειαστεί να εφαρμοστούν.
Εφόσον όμως ένας αδελφός παρέβαινε τους κανόνες, η τιμωρία ήταν άμεση, σκληρή και αποτελεσματική. H σημαντικότερη ήταν η αποπομπή από το τάγμα, η ''απώλεια του Οίκου'' όπως λεγόταν. Εννιά παραπτώματα επέσυραν τη βαρύτατη αυτή ποινή: σιμωνία, φόνος ενός Χριστιανού (άνδρα ή γυναίκας), κλοπή και ληστεία, αποκάλυψη των μυστικών του τάγματος σε μη ταγματικούς, έξοδος από ένα κλειστό κάστρο ή οίκο του τάγματος από θύρα άλλη από την καθορισμένη, συνωμοσία ενάντια σε άλλους αδελφούς του τάγματος, υιοθέτηση αιρετικών πεποιθήσεων, αποσκίρτηση στους ''Σαρακηνούς'', εγκατάλειψη του λάβαρου του τάγματος κατά τη διάρκεια της μάχης.
Αυτά τα ''εννιά θανάσιμα αμαρτήματα'' είναι εκείνα που είχαν καταγραφεί στις πρώτες εκδόσεις του Κανόνα. Αργότερα, η έξοδος από ένα κλειστό κάστρο ή σπίτι ενσωματώθηκε στην γενική κατηγορία των κλοπών ή ληστειών και προστέθηκε στις 8 κατηγορίες μία άλλη, ο σοδομισμός, ίσως ως απάντηση του τάγματος στις φήμες περί ομοφυλοφιλικών πρακτικών μεταξύ των Ναϊτών. H δικαιοσύνη του τάγματος, ήταν αμείλικτη ακόμη κι αν ο παραβάτης ήταν ένα σημαίνον στέλεχός του. Επιβιώνουν έως τις μέρες μας διάφορες μαρτυρίες για τιμωρίες που επιβλήθηκαν σε μέλη που είχαν παρασπονδήσει.
Για παράδειγμα, τρεις αδελφοί είχαν σκοτώσει Χριστιανούς εμπόρους στην Αντιόχεια και το τάγμα τους απέβαλε από τις τάξεις του και τους επέβαλε μία τρομερή τιμωρία: τους μαστίγωσαν στους δρόμους της Αντιόχειας, της Τρίπολης, της Τύρου και της Άκρας και στη συνέχεια τους αλυσόδεσαν στα μπουντρούμια του κάστρου Σατώ Πελερέν, όπου απεβίωσαν. H αποπομπή από το Ναό για ένα μέλος του τάγματος σήμαινε πολύ περισσότερα από την απλή απομάκρυνσή του από την κοινότητα των ενόπλων μοναχών. Κατ' αρχάς, τα μέλη του Ναού ήταν υποκείμενοι μίας ιδιότυπης ασυλίας. Τα εγκλήματά τους δεν δικάζονταν από λαϊκά ή θρησκευτικά δικαστήρια αλλά από αδελφούς του Ναού.
Και εφόσον δεν ενέπιπταν σε κάποια από τις ''εννέα θανάσιμες αμαρτίες'', ήταν σχετικά εύκολο να αποφύγουν την τιμωρία ή να τιμωρηθούν με σχετική επιείκεια. Με την απώλεια του Οίκου, αυτή η επιείκεια δεν ίσχυε πλέον. Αλλά το ότι ένας αδελφός εκδιωκόταν από το τάγμα δεν σημαίνει ότι ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι επιθυμεί με τη ζωή του. Αντίθετα, με δεδομένο ότι οι όρκοι που τον έδεναν με το τάγμα ήταν ακόμη ισχυροί, υποχρεωνόταν να εισέλθει σε ένα ''αυστηρότερο τάγμα''. Με τον όρο ''αυστηρότερο'' υπονοούνταν σαφώς ένα καθαρά μοναστικό τάγμα, όπου ο έκπτωτος Ναΐτης έπρεπε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Αντίθετα, αποθαρρυνόταν η είσοδος σε κάποιο άλλο ιπποτικό τάγμα και μάλιστα οι Ναΐτες είχαν προχωρήσει σε ειδικές συμφωνίες με τους Ιωαννίτες και τους Λαζαρίτες ώστε να μη δέχονται έκπτωτους Ναΐτες. Καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι αποπεμφθέντες αδελφοί επιθυμούσαν να επανέλθουν στην κοσμική ζωή, το τάγμα συχνά χρειαζόταν να τους ''πείσει''. Μία διαδεδομένη μέθοδος τέτοιας ''πειθούς'', ήταν η φυλάκισή τους μέχρις ότου αποφασίσουν να συμμορφωθούν και να ενταχθούν με τη θέλησή τους σε κάποιο μοναστικό τάγμα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις το ίδιο το τάγμα του Ναού χρησιμοποιούνταν ως ''τόπος τιμωρίας'' μοναχών ή μελών άλλων ταγμάτων που είχαν παρασπονδήσει και θεωρείτο ότι είχαν ανάγκη συμμόρφωσης. Στους Ναΐτες είχαν σταλεί αρκετά μέλη άλλων, λιγότερο αυστηρών, ιπποτικών ταγμάτων, ακόμη και καθαρά μοναστικών, όπως των Φραγκισκανών.
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ
Παρά την απώλεια της Αραγωνίας το τάγμα συνέχισε να αναπτύσσεται. Στους Αγίους Τόπους οι Ναΐτες είχαν αποκτήσει σημαντικές θέσεις όπου κατασκεύασαν ισχυρά κάστρα. Στον Νότο το τάγμα τους κατείχε την πόλη της Γάζας, ένα από τα σημαντικά λιμάνια της περιοχής, σε στρατηγικής σημασίας περιοχή η οποία έλεγχε την επικοινωνία ανάμεσα στην Παλαιστίνη και στη βόρεια Αίγυπτο. Στη Συρία διέθετε μια εκτεταμένη βάση. Μια σειρά από κάστρα των Ναϊτών φύλασσε τα περάσματα ανάμεσα στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας και στην περιοχή της Κιλικίας. Ετσι το τάγμα υπεράσπιζε το δεύτερο σε σημασία σταυροφορικό κράτος και διέθετε μια σχεδόν αυτόνομη ηγεμονία.
Στην περιοχή του Λιβάνου κατείχε το λιμάνι της Τορτόσας, όπου έκτισε νέα πόλη μετά την καταστροφή της προηγούμενης από τους μουσουλμάνους και την οχύρωσε με εντυπωσιακά τείχη και ένα εξαιρετικά ισχυρό κάστρο, το οποίο δέσποζε στην παραλία. Η Τορτόσα εκτός από στρατιωτική βάση για την υπεράσπιση της λιβανικής ακτής ήταν και σπουδαίο εμπορικό λιμάνι, τα έσοδα του οποίου αποτελούσαν σημαντική ενίσχυση για τα ταμεία του τάγματος. Οι Ναϊτες κατείχαν κάστρα και στην ενδοχώρα του Λιβάνου, όπου τα εδάφη του γειτόνευαν με τους οικισμούς των Ασσασίνων, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει έναν θύλακα μέσα στην κατεχόμενη από τους Χριστιανούς περιοχή.
Η γειτνίαση με την παράξενη αυτή αίρεση φανατικών Μουσουλμάνων συνοδευόταν συχνά από ένταση. Οι Ναΐτες προσπαθούσαν πάντα να επιβάλλουν και στις υπόλοιπες Χριστιανικές δυνάμεις την εχθρότητα προς τους Ασσασίνους. Η στάση τους προκάλεσε το ναυάγιο πολλών προσπαθειών που κατέβαλαν οι βασιλείς της Ιερουσαλήμ για συνεργασία με τους αρχηγούς της αίρεσης εναντίον των κοινών τους αντιπάλων, των Τούρκων της Συρίας. Κάστρα του Τάγματος των Ναϊτών υπήρχαν και στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, σε στρατηγικής σημασίας σημεία, τα οποία οι ιππότες είχαν καταλάβει και οχυρώσει για να προστατεύουν τους δρόμους που χρησιμοποιούσαν οι προσκυνητές.
Η κατοχή των κάστρων συνεπαγόταν και την εκμετάλλευση της περιοχής γύρω από αυτά. Το τάγμα διέθετε μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις μαζί με τους μύλους και τα υπόλοιπα εργαστήρια που βρίσκονταν σε αυτές. Χάρη στην τεράστια ακίνητη περιουσία του στους Αγίους Τόπους και στη δυτική Ευρώπη, τις γενναιόδωρες εισφορές των πιστών και τη χρηματοπιστωτική του δραστηριότητα το τάγμα εξελίχθηκε σε έναν από τους ισχυρότερους οικονομικούς οργανισμούς. Κέντρο της διοίκησης του τάγματος ήταν το τέμενος του Αλ Ακτσά στην Ιερουσαλήμ. Εκεί διέμενε ο μεγάλος μάγιστρος και φυλασσόταν το αρχείο του τάγματος.
Στα υπόγεια του κτιρίου βρίσκονταν οι στάβλοι των Ναϊτών, για τους οποίους ένας Γερμανός προσκυνητής είχε υπολογίσει ότι μπορούσαν να στεγάσουν 2.000 άλογα και 1.500 καμήλες. Επειδή στον ίδιο χώρο έπρεπε να υπάρχουν καταλύματα για τους ιπποκόμους και ίσως για φτωχούς προσκυνητές, στην πραγματικότητα οι περίφημοι αυτοί στάβλοι θα πρέπει να φιλοξενούσαν περίπου πεντακόσια άλογα, αριθμό εντυπωσιακό για τα δεδομένα της εποχής και αποκαλυπτικό για τη δύναμη του τάγματος. Τα άλογα αυτά δεν ήταν όλα πολεμικά, ούτε προορίζονταν για χρήση αποκλειστικά από τους ιππότες, καθώς το τάγμα διέθετε και έφιππους σεργέντες, μαχητές ελαφρύτερα οπλισμένους από τους ιππότες μοναχούς.
Μεταξύ των ελαφρύτερα οπλισμένων τμημάτων υπήρχαν και οι Τουρκόπουλοι, μαχητές με Μουσουλμανική καταγωγή που είχαν προσηλυτισθεί στον Χριστιανισμό και αποτελούσαν μια ευέλικτη δύναμη ιππικού. Η μεγάλη δύναμη του τάγματος το είχε μετατρέψει σε έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες στα σταυροφορικά κράτη και πολλές φορές η ηγεσία του ήλθε σε σύγκρουση με τους τοπικούς ηγεμόνες. Σε πολλές περιπτώσεις το τάγμα κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε τη δική του εξωτερική πολιτική, πολλές φορές σε βάρος του κοινού συμφέροντος των Χριστιανών, επηρεαζόμενο από τις οικονομικές σχέσεις που είχε αναπτύξει με τους Μουσουλμάνους, την άμετρη αναζήτηση νέων εδαφών και τον ανταγωνισμό με το Τάγμα των Ιωαννιτών.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου