Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Νηπιοβαπτισμός - Ο ασφαλέστερος τρόπος προσηλυτισμού και πνευματικού βιασμού

«Αφού, λοιπόν, πορευτείτε, κάντε μαθητές όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Ιησούς Χριστός (Κατά Ματθαίον, 28: 19)

Τί είναι το βάπτισμα (βάφτιση);
Βάπτισμα ονομάζεται η ιερή τελετή των χριστιανικών εκκλησιών με χρήση ύδατος ως συμβόλου εξαγνισμού, η οποία σηματοδοτεί την εισαγωγή του πιστού στο σώμα της Εκκλησίας. Η λέξη «βάπτισμα» προέρχεται από το ρήμα βάπτω/βαπτίζω, που σημαίνει «βυθίζω συχνά ή έντονα, βουτάω, καταδύω».

Το νόημα και οι προϋποθέσεις του βαπτίσματος
Τα νήπια βαπτίζονται, για να καθαρθούν από τον μολυσμό του «προπατορικού αμαρτήματος» και να είναι εύθετα στη «βασιλεία των ουρανών». Διότι η παρουσία του προπατορικού αμαρτήματος στα νήπια, έστω κι αν αυτά δεν έχουν προσωπικές αμαρτίες, τα εμποδίζει να γίνουν μέτοχα της «αιώνιας ζωής».

Σύμφωνα με την Εκκλησία, με το άγιο βάπτισμα μεταδίδεται στον βαπτιζόμενο:
1) Η άφεση όλων των αμαρτιών, δηλαδή η απαλλαγή από τον μολυσμό του προπατορικού αμαρτήματος και, όταν ο βαπτιζόμενος είναι μεγάλης ηλικίας, των προσωπικών αμαρτιών. Γι᾿ αυτό μετά το Βάπτισμα, ανεξαρτήτως προηγουμένης ζωής μπορεί ο αναγεννημένος χριστιανός και να ιερωθεί.

2) Η αναγέννηση, η δικαίωση, η υιοθεσία και η δυνατότητα σωτηρίας. Ο βαπτισμένος έχει επανέλθει στην προπτωτική κατάσταση του «κατ᾿ εικόνα και καθ᾿ ομοίωσιν», εκτός της ροπής προς το κακό, το οποίο όμως υπερνικάται (όταν κανείς ζει και αγωνίζεται εντός της Εκκλησίας) και του φυσικού θανάτου, ο οποίος όμως δεν έχει άλλες συνέπειες, εφ΄ όσον πλέον ο άνθρωπος μεταβαίνει με αυτόν τον φυσικό θάνατο στη ζωή (την αιώνιο). Η βάση της αγιότητας τέθηκε. Υπολείπεται η ενεργός, η προσωπική συμμετοχή του καθενός, για να γίνει «κατά χάριν Θεός».

Σύμφωνα με τους λόγους του Ιησού (Κατά Μάρκον, 16: 16), προϋπόθεση του βαπτίσματος είναι η πίστη σ' αυτόν.

Η πίστη αυτή περιλαμβάνει κυρίως τρία σημεία:
1) Την απόταξη του Σατανά, την απομάκρυνση του πιστού από κάθε τι το σατανικό. Σ᾿ αυτό συντελεί και ο εξορκισμός του Σατανά που γίνεται πριν από τη βάπτιση.

2) Τη σύνταξη του πιστού με τον Χριστό. Τη στροφή δηλαδή της σκέψεως, των πράξεων, της αγάπης και ολόκληρης της ζωής προς τον Χριστό.

3) Την προσκύνηση και τη λατρεία του Χριστού.

Ιστορική αναδρομή
Αν και ο όρος «βάπτισμα» δε χρησιμοποιείται για την περιγραφή ιουδαϊκών ιεροτελεστιών, το τελετουργικό εξαγνισμού (ή Μικβά -τελετουργική εμβάπτιση) στην ιουδαϊκή παράδοση έχει κάποιες ομοιότητες με το χριστιανικό βάπτισμα.

Στο «Τανάκ» και άλλα ιουδαϊκά κείμενα, η είσοδος ή εμβάπτιση στο νερό για τελετουργικό εξαγνισμό καθιερώθηκε για αποκατάσταση της τελετουργικής αγνότητας σε ιδιαίτερες περιπτώσεις.

Στην Καινή Διαθήκη η βάπτιση πρώτη φορά εμφανίζεται από τον Ιωάννη τον Προδρόμο. Αυτή τη βάπτιση την είχαν λάβει οι μαθητές και Απόστολοι του Χριστού αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Το τελετουργικό ήταν ιδιαίτερα απλό, αφού σε τρεχούμενο ύδωρ, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάπτιζε τους πιστούς και τους καλούσε σε μετάνοια. Το βάπτισμα αυτό υπήρξε πρόδρομος του βαπτίσματος της χριστιανικής Εκκλησίας, αλλά είχε διαφορετικό περιεχόμενο και έννοια σε σχέση με το θεσμοθετημένο βάπτισμα της νεοσύστατης Εκκλησίας. Ο σκοπός ήταν η προετοιμασία για τον ερχομό του Μεσσία και η μετάνοια των πιστών Ιουδαίων.

Η διαμόρφωση του βαπτίσματος
Κατά τους αποστολικούς χρόνους μια σύντομη ομολογία της πίστεως αρκούσε για την παροχή βαπτίσματος στους πιστεύοντες, χωρίς ιδιαίτερη προγενέστερη κατήχηση ή ειδική προετοιμασία. Κατά τους μεταποστολικούς χρόνους όμως, προηγείτο του βαπτίσματος μια σύντομη κατήχηση με τις θεμελιώδεις αρχές της πίστεως. Το βάπτισμα τελείτο με κατάδυση στο νερό όπως γίνεται φανερό και από τη γραμματεία της εποχής.

Πιθανώς η κατήχηση δεν ήταν ιδιαίτερα εκτενής, δηλαδή αποτελούνταν από την εκμάθηση της Κυριακής προσευχής και τη διδασκαλία της εν Χριστώ σωτηρίας. Για τη διδασκαλία της εν Χριστώ σωτηρίας μαθαίνουμε από τον Βαρνάβα ότι περιείχε στοιχεία και προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, ηθική κατήχηση και τη διδασκαλία περί των δύο οδών. Επίσης προετοιμαζόταν για το τελετουργικό του μυστηρίου. Με το πέρας τής διδασκαλίας και κατά την ετοιμασία του βαπτίσματος επιβαλλόταν διήμερος νηστεία και ομολογία πίστεως.

Το βάπτισμα αρχικά γινόταν σε ανοικτούς φυσικούς χώρους με τρεχούμενο νερό όπως οι λίμνες και τα ποτάμια ή άλλους ειδικούς χώρους, τα λεγόμενα «βαπτιστήρια». Με το πέρασμα του χρόνου η τελετή λάβαινε χώρα στους ναούς. Ο Ιουστίνος αναφέρει στο βάπτισμα ευχές για καθαγιασμό του νερού και εξορκιστικές ευχές, ενώ προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να ερμηνευτεί και η νηστεία προ του βαπτίσματος. Η προοδευτική ανάπτυξη της διδασκαλίας της εκκλησίας επέφερε αλλαγές και στη κατήχηση των βαπτιζομένων. Η κατήχηση αυξήθηκε ενώ στην ανατολή δημιουργήθηκαν δύο σώματα. Το σώμα των «ακροώμενων» και των «φωτιζομένων». Επίσης επετράπη η παρακολούθηση του διδακτικού μέρους της λειτουργίας, όχι όμως και του μυστηριακού. Η αρχική ομολογία των πρώτων αιώνων ήταν απλή, εν συνεχεία έγινε πιο σύνθετη λόγω των αιρετικών ομάδων.

Ως χρόνος τελέσεως του βαπτίσματος καθορίστηκε στη Δύση την προηγούμενη νύκτα των εορτών του Πάσχα και της Πεντηκοστής, ενώ στην Ανατολή με τις ίδιες εορτές και αργότερα με την προσθήκη της εορτής των Επιφανείων. Στη Δύση οι βαπτισθέντες επί 8 ημέρες έφεραν λευκό χιτώνιο και για αυτό τον λόγο το Σάββατο του Θωμά αποκλήθηκε «Sabbatum in albis», ενώ στην ανατολή «Διακαινίσιμος». Οι μοντανιστές μάλιστα έδιναν κατά τη βάπτιση μέλι και γάλα. Με το βάπτισμα συνδέθηκε τόσο η Θεία Ευχαριστία όσο και το χρίσμα.

Σε ό,τι αφορά την τελετουργία, οι κατηχούμενοι που ήσαν επικίνδυνοι να πεθάνουν βαπτίζονταν δια ραντισμού, σε περίπτωση όμως που ζούσαν έπρεπε το βάπτισμα να συμπληρωθεί ειδάλλως θεωρείτο άκυρο, όπως η Σύνοδος τη Nεοκαισάρειας αποφάσισε. Επίσης αν πέθαινε ο κατηχούμενος απαγορευόταν η βάπτισή του, κάτι που είχαν στο τυπικό τους οι Μαρκιωνίτες. Οι εμφανίσεις αιρέσεων και θεολογικών ομάδων στο προσκήνιο ιδίως τον τρίτο αιώνα προκάλεσε εντάσεις στο εσωτερικό της Εκκλησίας που διαμόρφωσαν περαιτέρω το τυπικό της Εκκλησίας πάνω στο μυστήριο. Αυτά προέκυψαν από το ζήτημα της κύρωσης του βαπτίσματος των μετανοούντων στους κόλπους της Εκκλησίας. Αρκετές σύνοδοι ασχολήθηκαν με το ζήτημα και επικράτησε η άποψη πως έγκυρο βάπτισμα θεωρείται το βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδας.

Νηπιοβαπτισμός και θέσπιση του βαπτίσματος δια νόμου
Ο νηπιοβαπτισμός προκάλεσε διχογνωμία κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Ο Ειρηναίος περί το 185 αναφέρεται ασαφώς για πρώτη φορά στο ζήτημα αυτό. Ο Τερτυλλιανός αποδοκίμαζε την πρακτική του βαπτίσματος νηπίων και προάσπισε την άποψη ότι θα έπρεπε να ενηλικιωθούν πρώτα: «Fiant Christiani cum Christum nosse potuerint», δηλαδή «ας γίνονται χριστιανοί (δηλαδή να βαπτίζονται) τα παιδιά όταν είναι πλέον σε θέση να γνωρίσουν τον Χριστό».

Αντιθέτως ο Κυπριανός, ο οποίος είχε την άποψη ότι «όλες οι αμαρτίες εξαλείφονται με το βάπτισμα», θεωρούσε και τα νήπια ανεξαιρέτως θα έπρεπε να βαπτίζονται, ενώ ο Ωριγένης θεωρούσε τον νηπιοβαπτισμό αποστολική παράδοση. Από τον 3ο αιώνα η Εκκλησία άρχισε να καθιερώνει τον νηπιοβαπτισμό. Εν τούτοις, δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία υπέρ του νηπιοβαπτισμού πριν από τον 3ο αιώνα, ενώ είναι προφανές ότι όλες οι αρχαίες βαπτιστήριες λειτουργίες αφορούσαν το βάπτισμα ενηλίκων.

Ως τον 6ο αιώνα το αργότερο καθιερώθηκε ευρύτερα το βάπτισμα νηπίων, καθώς και η υποχρέωση ότι το νήπιο θα ακολουθούσε την πίστη, καθώς ένας ενήλικος χριστιανός, ο λεγόμενος «ανάδοχος», αναλάμβανε εν ονόματι του νηπίου την υποχρέωση να ακολουθήσει ως ενήλικος την χριστιανική πίστη και προσωποποιούσε την ευθύνη του όλου σώματος της τοπικής εκκλησίας για την ορθή κατήχηση του νέου μέλους της. Το έθιμο του νηπιοβαπτισμού σύντομα μετά τη γέννηση του νηπίου διαδόθηκε ευρύτερα κατά τον 10ο και 11ο αιώνα και έγινε γενικότερα αποδεκτό κατά τον 13ο αιώνα.

Ο υποχρεωτικός βαπτισμός —νηπίων και ενηλίκων— αλλά και ο εξαναγκασμός ειδωλολατρικών και έτερων χριστιανικών ομάδων ώστε να εκχριστιανιστούν μέσω βαφτίσματος μαρτυρείται ήδη από τον 6ο αιώνα στον Ιουστινιάνειο Κώδικα που εκδόθηκε από τον Ιουστινιανό Α', όπου επαναλαμβάνεται για πολλοστή φορά, σχεδόν εναγωνίως, το ότι τάχα ο Χριστιανισμός είναι η «αληθινή πίστη» και καθυβρίζονται οι Έλληνες (οι μη χριστιανοί δηλαδή) ως «αλιτήριοι», ενώ για να μην ξεφεύγει κανείς και να εμπίπτουν όλοι στις διατάξεις, ως αποστάτες, είναι «νόμιμο» να τιμωρούνται με την θανατική ποινή:
Θεσπίζουμε δε και νόμο, σύμφωνα με τον οποίο όλα τα μικρά παιδιά πρέπει να δέχονται το σωτήριο βάπτισμα αμέσως και χωρίς καμμία αναβολή, ώστε όπως και οι μεγαλύτεροι να μπορούν να εκκλησιάζονται και να κατηχούνται στις θείες γραφές και τους θείους κανόνες.
 
Έτσι θα μπορούν να διαφυλάξουν την αληθινή πίστη των ορθοδόξων χριστιανών και δεν θα επιστρέψουν ξανά στην παλαιά πλάνη. Και όσων έχουν κάποιο στρατιωτικό ή άλλο αξίωμα και περιουσία μεγάλη και για να κρατήσουν τα προσχήματα εβαπτίσθησαν οι ίδιοι ή πρόκειται να βαπτισθούν, αφήνοντας όμως τις συζύγους τους και τα τέκνα τους ή τα άλλα μέλη του οίκου τους μέσα στην ελληνική πλάνη, διατάσσουμε να δημευθεί η περιουσία τους, να στερηθούν όλων των πολιτικών δικαιωμάτων τους και να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει, αφού είναι φανερό ότι έτυχαν του αγίου βαπτίσματος δίχως να έχουν πίστη, και τα ίδια δε θα υφίστανται οι αλιτήριοι Έλληνες και οι Μανιχαίοι, τμήμα των οποίων είναι οι Βορβορίτες
Επίλογος
Ο νηπιοβαπτισμός είναι παράνομος ως πρακτική και θα έπρεπε να καταργηθεί και να γίνεται κατόπιν επιλογής ενηλίκου ατόμου και όχι ενός «βιασθέντος» νηπίου.

Η δημιουργία ποιμνίου από την Εκκλησία κι από νεαρή ηλικία, χωρίς φυσικά το άτομο να έχει αποδεχτεί τον χριστιανισμό συνειδητά, έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με το Σύνταγμα (στην ουσία, καταργείται η θρησκευτική ελευθερία που μνημονεύεται, καθώς στην πραγματικότητα υπάρχει «πειθαναγκασμός» με αποτέλεσμα τον προσηλυτισμό ενός άβουλου πλάσματος), αλλά και με την εντολή του Ιησού: «Πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο, και κηρύξτε το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση. Όποιος πιστέψει και βαπτιστεί θα σωθεί, όποιος όμως απιστήσει, θα κατακριθεί» (Μάρκος 16:15-16). Ο ίδιος ο Χριστός, δεχόταν την βάπτιση και την κατήχηση μόνο ενηλίκων. Δηλαδή, πρώτα πιστεύουμε και μετά βαπτιζόμαστε.

Ο νηπιοβαπτισμός είναι απαράδεκτος γιατί αφαιρεί το δικαίωμα από τον άνθρωπο να διαλέξει τον δικό του θεό ή ένα φιλοσοφικό σύστημα που θα τον προστατεύει από τους θεούς και τις δεισιδαιμονίες που επινόησαν οι πρόγονοί του πριν χιλιάδες χρόνια.

Η ενέργεια αυτή πρέπει να θεωρηθεί παράνομη γιατί παραβιάζει κάθε δεοντολογία περί ελευθερίας των ιδεών.

Οι ανοησίες, περί απαλλαγής του…προπατορικού αμαρτήματος, δεν μας αφορούν. Ανήκουν στη σφαίρα λογικής της εβραϊκής φιλολογίας και της θρησκευτικής παράκρουσης που ταλαιπωρούν κάθε αδαή πιστό.

Στο ελληνικό κράτος υπάρχει η επιλογή της μη βάπτισης, χωρίς όμως συνέπειες όπως παλιά!

Ονοματοδοσία και βάπτιση - Μια διαιωνιζόμενη παρανόηση

Υπάρχει πολύς κόσμος σήμερα, που πιστεύει η ονοματοδοσία ενός παιδιού που βαπτίζεται, προκύπτει απ' αυτή καθ' αυτή την διαδικασία του όλου τελετουργικού της βάπτισης και ότι η δήλωση του ονόματος στο Ληξιαρχείο, είναι μια δευτερεύουσα διαδικασία. Υπάρχει πολύς κόσμος επίσης, που πιστεύει ότι για να δώσει ένα όνομα στο παιδί του, θα πρέπει υποχρεωτικά να το πάει στην εκκλησία και να το βαφτίσει ένας παπάς. Υπάρχει τέλος κι ένα σημαντικό ποσοστό, που γνωρίζει την νόμιμο οδό, αλλά κάτω κι από την πίεση του κοινωνικού περίγυρου (τι θα πει ο κόσμος), αναγκάζεται ουσιαστικά να ακολουθήσει και την θρησκευτική οδό.

Θα πρέπει κατ' αρχάς να καταστεί σαφές, σύμφωνα και με τον Συνήγορο του Πολίτη, ότι ονοματοδοσία χωρίς το τελετουργικό της βάπτισης γίνεται, το αντίστροφο όχι. Κι αυτό γιατί, η ονοματοδοσία, είναι μια έννομη, υποχρεωτική και τυπική διαδικασία, ενώ η βάπτιση όχι. Δηλαδή, η βάπτιση παρ' ότι δεν θεωρείται παράνομη (παρ' ότι ο νηπιοβαπτισμός, αποτελεί στην ουσία πράξη προσηλυτισμού, χωρίς μάλιστα την συναίνεση του προσηλυτιζόμενου), εν τούτοις είναι μια άτυπη θρησκευτική διαδικασία, χωρίς καμμία νομική ισχύ, την οποία δεν υποχρεώνεται κάποιος ν' ακολουθήσει. Με λίγα λόγια, για να αποκτήσει ένα παιδί όνομα, η υποχρέωση των γονέων (ή των νομίμων κηδεμόνων) έγκειται κατ' αρχήν στο ότι θα πρέπει να πάνε στο Ληξιαρχείο και να υπογράψουν από κοινού, για το όνομα που επιθυμούν να πάρει το παιδί. Αν υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στους γονείς για το όνομα που θα δώσουν στο παιδί, τότε η διαφορά λύνεται μέσω της δικαστικής οδού. Στην περίπτωση που ένας γονέας απουσιάζει, τότε απαιτείται έγγραφη εξουσιοδότησή του.

Βεβαίως με την ισχύουσα νομοθεσία της Ελλάδος, οι γονείς μπορούν καταχωρήσουν ταυτόχρονα με την ονοματοδοσία και την βάπτιση. Η καταχώριση βάπτισης όμως, έχει ως αποκλειστικό αποτέλεσμα την αναγραφή θρησκεύματος και ουδόλως επιδρά στο ήδη δηλωθέν (ή ταυτοχρόνως δηλούμενο) όνομα, ενώ μπορεί να γίνει και χωρίς εξουσιοδότηση γονέως ή ακόμη και με πρωτοβουλία άλλων προσώπων απαριθμουμένων στο άρθρο 26 παρ. 2 ν. 344/76 («η βάπτισις καταχωρίζεται εις το περιθώριον της ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως … επί τη προσαγωγή δηλώσεως του τελέσαντος ή συμπράξαντος εις την ιεροπραξίαν θρησκευτικού λειτουργού. … Υπόχρεοι προς δήλωσιν της βαπτίσεως είναι ο βαπτισθείς, … ο πατήρ ή η μήτηρ …, ο ανάδοχος και οι συγγενείς εξ αίματος του βαπτισθέντος μέχρι και του τρίτου βαθμού. … Η σημειουμένη βάπτισις περιλαμβάνει την χρονολογίαν της βαπτίσεως, το εις το νεογνόν τυχόν δοθέν όνομα, το όνομα και επώνυμον του δηλούντος, του αναδόχου, του ιερέως…»). Το γεγονός ότι ο νόμος, στην περιγραφή του περιεχομένου της δήλωσης βάπτισης, συμπεριλαμβάνει και «το εις το νεογνόν τυχόν δοθέν όνομα», δεν ιδρύει εναλλακτική διαδικασία ονοματοδοσίας ξεχωριστή από την κανονική, καθ’ όσον, όπως ήδη από μακρού (απόφαση 240/75 Ολομέλειας Αρείου Πάγου) και αδιαλείπτως δέχεται η νομολογία, η λήψη ονόματος δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της βάπτισης.

Η εκδοχή, ότι σε ονοματοδοσία προβαίνουν μόνον όσοι δεν τελούν βάπτιση, ή ότι επί τελεσθείσης βαπτίσεως παρέλκει η ονοματοδοσία, όχι μόνο δεν παρίσταται σύμφωνη προς τις νόμιμες διατάξεις, αλλ’ επί πλέον έχει ως αποτέλεσμα τον καταναγκασμό πολιτών σε ακούσια ληξιαρχική καταγραφή θρησκεύματος, δηλαδή ένα ενδεχόμενο σαφώς αντίθετο στο Σύνταγμα (αποφάσεις 2279-2286/2001 Συμβουλίου Επικρατείας: «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνει και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα που ακολουθεί … κανένας δεν μπορεί να εξαναγκασθεί με οποιονδήποτε τρόπο να αποκαλύψει είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, υποχρεούμενος σε πράξεις ή παραλείψεις από τις οποίες θα τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους, και καμία κρατική αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στον απαραβίαστο χώρο αυτό της συνείδησης του ατόμου και να αναζητούν το θρησκευτικό του φρόνημα, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων του ατόμου αναφορικά με το θείο»).

Εν όψει των ανωτέρω, αν ένας γονεύς, κατ’ αρχήν προτιθέμενος να προβεί μόνο σε ονοματοδοσία του τέκνου του, εξαναγκασθεί (διά της μη νόμιμης προβολής διοικητικών προσκομμάτων ή διά της παροχής μη ακριβών πληροφοριών ως προς τη νομική φύση των επίμαχων ληξιαρχικών εγγραφών) να προβεί, τελικώς, σε δήλωση βάπτισης, δικαιούται να εγκαλέσει τη διοίκηση για παραβίαση συνταγματικού του δικαιώματος και ν’ αξιώσει επαναφορά των πραγμάτων στη νόμιμη κατάσταση αυτών βάσει της αρχικής του επιθυμίας, ήτοι καταχώριση ονοματοδοσίας και διαγραφή της δήλωσης βάπτισης.

Το γεγονός ότι, σήμερα, η ληξιαρχική εγγραφή ονόματος του παιδιού έχει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συντελεσθεί, δεν σημαίνει ότι το ζήτημα έχει καταστεί «άνευ αντικειμένου», καθ’ όσον η διοίκηση δεν είναι δυνατό, προς στήριξη ισχυρισμού περί αδυναμίας περαιτέρω ενεργειών της, να επικαλείται καταστάσεις τις οποίες η ίδια παρανόμως προκάλεσε.

Ο τρόπος εγγραφής των κατ’ άρθρο 26 ν. 344/76 «δηλώσεων βάπτισης», ακόμη περισσότερο δε η αποδοχή «δηλώσεων βάπτισης», εκ μέρους του Ληξιαρχείου, χωρίς ταυτόχρονη υπόμνηση, προς τον δηλούντα γονέα, της εκκρεμούς έννομης υποχρέωσής του για ξεχωριστή (και κοινή με τον έτερο γονέα) «δήλωση ονοματοδοσίας» κατ’ άρθρο 26 ν. 344/76, παρέχουν πρόσφορο έδαφος για δημιουργία και διαιώνιση νομικής πλάνης περί ταύτισης των δύο αυτών πράξεων. Το ενδεχόμενο αυτό δεν στερείται σοβαρών πρακτικών συνεπειών, καθ’ όσον, ελλείψει κανονικής ονοματοδοσίας, η εγγραφή βάπτισης στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης γέννησης είναι πιθανό να παρασύρει τους ενδιαφερομένους και τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες στην εντύπωση ότι η ονοματοδοσία είναι περιττή ακόμη και όταν η βάπτιση έγινε με δήλωση μόνον ενός εκ των γονέων. Ο κίνδυνος αυτός παρίσταται ιδιαίτερα έντονος σε περιπτώσεις υπηρεσιών αρμόδιων για άλλες επίσημες εγγραφές (δημοτολόγιο, μητρώο αρρένων, στρατολογικοί πίνακες, αρχείο δελτίων αστυνομικής ταυτότητας κ.ο.κ.), καθ’ όσον ενδεχόμενη εσφαλμένη αποδοχή και μεταγραφή του «βαπτιστικού» ονόματος ως κανονικού, αν και εγγενώς παράνομη λόγω έλλειψης συναίνεσης ενός εκ των γονέων, γεννά έννομες συνέπειες και παρίσταται δυσχερώς αναστρέψιμη.

Καταλήγοντας, σύμφωνα με έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών (Διεύθυνση Αστ. & Δημ. Κατάστασης, Διευκρινίσεις και οδηγίες προς τα Ληξιαρχεία, υπ’ αρ. πρωτ. Φ.104770/22433 24.10.2006):
«Η ονοματοδοσία αποτελεί την αποκλειστική διαδικασία κτήσης ονόματος νεογνού το οποίο καταχωρίζεται στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως ύστερα από δήλωση των γονέων του που ασκούν τη γονική μέριμνα ή του ενός απ’ αυτούς εφόσον έχει έγγραφη εξουσιοδότηση του άλλου, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής. Αν ο ένας από τους γονείς δεν υπάρχει ή δεν έχει τη γονική μέριμνα, η δήλωση του ονόματος γίνεται από τον άλλο γονέα.

Η βάπτιση καταχωρίζεται στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξεως γέννησης, περιλαμβάνει τα στοιχεία που περιγράφονται στην παρ. 3 του άρθρου 26 ν. 344/76 και δηλώνεται από τους υποχρέους, όπως καθορίζονται στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου».

Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει αβίαστα ότι οι δύο ανωτέρω περιγραφόμενες πράξεις είναι ξέχωρες μεταξύ τους και η μεν ονοματοδοσία έχει σαν αποτέλεσμα την κτήση ονόματος, η δε βάπτιση, κατά πάγια νομολογία, την κτήση θρησκεύματος και δεν επιδρά καθόλου στο ήδη δηλωθέν ή ταυτόχρονα δηλούμενο όνομα.

Συνεπώς μία δήλωση βάπτισης δεν μπορεί να εκληφθεί και σαν δήλωση ονοματοδοσίας αν δεν γίνεται με τους όρους του άρθρου 25 του ν. 344/76, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 15 ν. 1438/84, δηλαδή αν δεν γίνεται και από τους δύο γονείς ή αν δεν συνοδεύεται από εξουσιοδότηση του απόντος γονέως.

ΔΕΣ και: Προσηλυτισμός, νηπιοβαπτισμός και...«ελεύθερη βούληση»