Χρειαζόμαστε μια Αναγέννηση, όχι μια επαναφορά: Γιατί το Σημείο Μοναδικότητας δεν έρχεται.
Η ανθρωπότητα είχε πάντα μια ιστορία και πάντα θα έχει. Ανάλογα με την κατανόηση αυτής της ιστορίας, τα άτομα ή η ανθρωπότητα στο σύνολό της, μπορούν να οδηγηθούν σε θεμελιωδώς διαφορετικά μονοπάτια. Ας εξετάσουμε μερικές από τις λεπτομέρειες της ανθρώπινης ιστορίας μας με στόχο να κατανοήσουμε πώς είναι η ιστορία της ανθρωπότητας, όχι ως κάτι στο παρελθόν, αλλά ως κάτι που σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο που επιλέγουμε να γράψουμε τα επόμενα κεφάλαιά της.
Σήμερα, οι διανθρωπιστές μιλούν για την άνοδο μιας νέας «παγκόσμιας άχρηστης τάξης», η οποία θα είναι το αποτέλεσμα των υπολογιστών που θ’ αντικαταστήσουν θεώρησε τα περιττά, περιττά και ελαττωματικά μέρη της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με τους γκουρού της τεχνολογίας όπως ο Ray Kurtzweil, με αρκετά 1 και 0 η τεχνητή νοημοσύνη θα φτάσει σύντομα στο «σημείο μοναδικότητας», οι μηχανές θα γίνουν συνειδητά δημιουργικά όντα που μαθαίνουν μόνοι τους, καθιστώντας πολλούς ανθρώπους «απαρχαιωμένους». Όσοι επιθυμούν να παραμείνουν «σχετικοί» θα πρέπει να αποφύγουν τις ανθρώπινες μορφές τους 1.0 και να γίνουν νέοι γενετικά τροποποιημένοι υπεράνθρωποι που συγχωνεύονται με μηχανές και την πιο πρόσφατη «βιονική» τεχνολογία αιχμής. Όσοι αντιστέκονται θα γίνουν άχρηστοι, μέρος της νέας «παγκόσμιας άχρηστης τάξης».
Έτσι πάει η ιστορία.
Σύμφωνα μ’ αυτήν την βδελυρή άποψη κι επειδή, όπως λένε, η ανθρώπινη σκέψη και η γνώση δεν είναι ουσιαστικά τίποτα άλλο από μια συλλογή χημικών ουσιών και νευρώνων που εκτοξεύονται, οι νέοι υπεράνθρωποι θα μπορούν να σκέφτονται και να αποδίδουν πιο αποτελεσματικά, καθώς με τις χημικές ουσίες στον εγκέφαλό τους θα γίνεται πιο αποτελεσματική η διαχείρισή τους. Μερικοί μπορεί ακόμη και να είναι εφοδιασμένοι με έναν “βηματοδότη για τον εγκέφαλο”, βλέποντας πώς το Cloud και οι ισχυροί αλγόριθμοί του, υποτίθεται, θα είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι για να διαχειριστούν την χημεία του εγκεφάλου τους, πολύ περισσότερο από τα πρωτόγονα “1.0 βιολογικά σώματα.”
Ενώ η ανθρωπότητα χρειάζεται οπωσδήποτε ένα νέο κεφάλαιο, μια Αναγέννηση απαιτεί μια άποψη/γνώση του ανθρώπινου μυαλού πολύ διαφορετική από την ελαττωματική και περιορισμένη προοπτική που ενσαρκώνει η ιδέα μιας δήθεν υπερανθρωπιστικής «Νέας Επαναφοράς».
Η επιλογή των αφηγήσεων του εικοστού πρώτου αιώνα για τον δυτικό πολιτισμό και την ανθρωπότητα γενικότερα γίνεται πιο ξεκάθαρη όταν λάβουμε υπόψη την μακρύτερη ιστορία της ανθρωπότητας -μια ιστορία που δεν έχει εκτραπεί και δεν έχει δηλητηριαστεί από τα δόγματα των Μαλθουσιανών του εικοστού αιώνα, από Wellsian φαντασιώσεις και τα ουτοπικά οράματα μιας οικονομικής ελίτ. Είναι η ιστορία αυτού που γνωρίζουμε ως παράδοση του δυτικού κλασικού (Ελληνικού) πολιτισμού κι ένα επαναστατικό νέο κεφάλαιο γνωστό ως ‘Ευρωπαϊκή Χρυσή Αναγέννηση’.
Στο επίκεντρο αυτής της ιστορίας βρίσκεται η ιδέα της ιερότητας και της κυριαρχίας του ανθρώπινου ατόμου. Η έννοια είναι τόσο συνυφασμένη στον ιστό της κοινωνίας μας και την προσυπογράφουν τόσα άτομα σε όλο τον κόσμο -είτε θρησκευόμενοι, είτε όχι- που ξεχνάμε πόσο επαναστατική και ριζική ήταν η έννοια ή τι υπήρχε στην πραγματικότητα πριν από αυτήν.
Ιστορικά, η προοπτική κράτησε σταθερά με την έλευση της ‘Ευρωπαϊκής Χρυσής Αναγέννησης’ και την έννοια του «imago viva dei», δηλαδή ότι κάθε άτομο είναι προικισμένο με μια έμφυτη θεϊκή δημιουργική σπίθα, αφού ο καθένας μας είναι φτιαγμένος κατά την εικόνα του Δημιουργού, κι ο καθένας έχει την ικανότητα να συμμετέχει άμεσα στο θεϊκό δημιουργικό έργο -«capax dei». Ως εκ τούτου, κάθε άτομο κατανοείται ως ένας μικρόκοσμος του μακρόκοσμου, με την μοναδική ικανότητα να καλλιεργεί σκόπιμα την έμφυτη σπίθα του δημιουργικού Λόγου Του/Της, αντί να είναι μια απλή κενή πλάκα, προϊόν αισθητηριακών αντιληπτικών «εισροών» ή απλώς η αναδυόμενη ιδιότητα μιας ολοένα και πιο περίπλοκης διαδικασίας.
Από την προοπτική “imago viva dei” μια αντίληψη για κυρίαρχες κυβερνήσεις περιλάμβανε την δημιουργία συνθηκών στις οποίες το έμφυτο φυσικό ανθρώπινο δυναμικό για εσκεμμένη δημιουργική λογική θα μπορούσε να καλλιεργηθεί στον υψηλότερο βαθμό μεταξύ του μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων, προς το συμφέρον της γενικής ευημερίας. Μια κλασική ουμανιστική εκπαίδευση σήμαινε την ανάπτυξη μεθόδων για την αποκάλυψη και την καλλιέργεια σε ό,τι ήταν ήδη εκεί, αντί να εισάγονται πληροφορίες σε μια κενή πλάκα. Η κατανόηση αυτής της θεμελιώδους διαφοράς βρίσκεται στο επίκεντρο της κατανόησης του πώς μοιάζει μια πραγματική ανθρωπιστική εκπαίδευση και τι σημαίνει Αναγέννηση σήμερα.
Τι ήταν η Αναγέννηση;
Η Αναγέννηση ήταν μια περίοδος της Ευρωπαϊκής ιστορίας που σηματοδοτεί την μετάβαση από τον Σκοτεινό Μεσαίωνα στην νεωτερικότητα και καλύπτει τον 15ο και τον 16ο αιώνα και χαρακτηρίζεται από μια προσπάθεια αναβίωσης και υπέρβασης ιδεών και επιτευγμάτων της θρησκευτικής/εκκλησιαστικής εξουσίας. Συνέβη μετά την Κρίση του Ύστερου Μεσαίωνα και συνδέθηκε με μεγάλες κοινωνικές αλλαγές. Εκτός από την τυπική περιοδοποίηση οι υποστηρικτές μιας «μακράς Αναγέννησης» τοποθετούν την αρχή της στον 14ο και το τέλος της στον 17ο αιώνα.
Περίπου το 1300, οι αιώνες της ευημερίας και της ανάπτυξης στην Ευρώπη έφτασαν σταδιακά στο τέλος τους. Μια σειρά λοιμών και επιδημιών πανώλης, όπως ο Μεγάλος Λιμός του 1315–1317 και ο Μαύρος Θάνατος, ελάττωσαν τον πληθυσμό πάνω από το ήμισυ. Μαζί με την πληθυσμιακή συρρίκνωση επήλθε κοινωνική αναταραχή και ενδημικοί πόλεμοι. Η Γαλλία και η Αγγλία βίωσαν μια υπεραιωνόβια κατά διαστήματα διακοπτόμενη σύγκρουση κατά τον Εκατονταετή Πόλεμο καθώς και πολυαίμακτες εξεγέρσεις χωρικών: Η Γαλλία την Jacquerie το 1358 και η Αγγλία την Εξέγερση των Χωρικών Peasants’ Revolt το 1381. Επιπροσθέτως, η ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας διασπάστηκε από το Δυτικό Σχίσμα. Όλα αυτά τα γεγονότα αναφέρονται ενίοτε ως Κρίση του Ύστερου Μεσαίωνα.
Παρά την κρίση το θανατικό και τους πολέμους, ο 14ος αιώνας ήταν επίσης εποχή μεγάλης προόδου στις τέχνες και τις επιστήμες. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά κείμενα που άρχισε στον Μέσο Μεσαίωνα, οδήγησε στην Ιταλική Αναγέννηση. Η εξοικείωση με τα λατινικά κείμενα είχε αρχίσει πριν από την Αναγέννηση του 12ου αιώνα μέσω επαφών με τους Άραβες κατά τις Σταυροφορίες, αλλά η πρόσβαση σε σημαντικά Ελληνικά κείμενα έγινε ευχερέστερη μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους, όταν πολλοί Βυζαντινοί λόγιοι αναζήτησαν άσυλο στη Δύση, και ειδικά στην Ιταλία.
Οι μεταβολές που συνέβησαν λόγω αυτών των εξελίξεων έχουν οδηγήσει πολλούς ερευνητές να θεωρούν ότι οδήγησαν στο τέλος του Μεσαίωνα και στην έναρξη της σύγχρονης ιστορίας και της πρώιμης σύγχρονης Ευρώπης. Όμως η διαίρεση πάντα θεωρείται τεχνητή για τους μελετητές, καθώς η αρχαία γνώση ουδέποτε ήταν εντελώς απούσα από την Ευρωπαϊκή κοινωνία. Θεωρούν συνεπώς ότι υπήρχε εξελικτική συνέχεια μεταξύ αρχαιότητας και της σύγχρονης εποχής. Μερικοί ιστορικοί, ειδικά στην Ιταλία, προτιμούν να μην αναφέρονται καθόλου σε ύστερο Μεσαίωνα, αλλά θεωρούν ότι η μέση περίοδος του Μεσαίωνα ήταν μεταβατική για την Αναγέννηση και την σύγχρονη εποχή.
Σε συνδυασμό με αυτήν την εισροή κλασσικών ιδεών ήρθε η εφεύρεση της τυπογραφίας που διευκόλυνε την διάδοση του έντυπου λόγου και συνέβαλε στον διάδοση της γνώσης. Αυτά τα δύο γεγονότα αργότερα θα οδηγούσαν στην Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Προς το τέλος αυτής της περιόδου ξεκίνησε η Εποχή των Ανακαλύψεων. Η άνοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που κορυφώθηκε με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, απέκοψε τη δυνατότητα εμπορίου με την Ανατολή. Οι Ευρωπαίοι αναγκάστηκαν να ψάξουν για νέους εμπορικούς δρόμους, όπως συνέβη με την αποστολή του Χριστόφορου Κολόμβου στην Αμερική το 1492, και με τον περίπλου της Ινδίας και της Αφρικής το 1498. Οι ανακαλύψεις τους ενίσχυσαν την οικονομία και την ισχύ των ευρωπαϊκών εθνών.
Το λεξικό ορίζει την αναγέννηση ως: 1. εποχή αναδημιουργίας ή αναμόρφωσης στον πολιτιστικό ή κοινωνικοοικονομικό τομέα, η οποία ακολουθεί μια περίοδο παρακμής: ~ των γραμμάτων και των τεχνών / του εμπορίου και της ναυτιλίας. 2. το ξαναζωντάνεμα: H ~ της φύσης. 3. Αναγέννηση, περίοδος στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού που χρονικά βρίσκεται μετά τον Μεσαίωνα, χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών και διαπνέεται από το πνεύμα της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας. 4. (βιολ.) η αναπλήρωση τμημάτων ενός οργανισμού που έχουν υποστεί φθορά ή ακρωτηριασμό.
Σκεφτείτε τι υπήρχε στην Ευρώπη πριν από την εμφάνιση της Αναγέννησης. Πριν από την Αναγέννηση, τα εθνικά κράτη ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτα σε όλη την Ευρώπη. Η ήπειρος θα μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα ως μια «Ευρώπη των περιοχών», μια συλλογή από φέουδα που κυβερνώνται από διάφορες αντιμαχόμενες «ευγενείς» οικογένειες. Σε αυτό το φεουδαρχικό σύστημα της Σκοτεινής Εποχής, αν οι γονείς ενός ατόμου ήταν δουλοπάροικοι που δούλευαν στα χωράφια, τα παιδιά τους ήταν εξ ορισμού δουλοπάροικοι. Για τους περισσότερους, αυτό ήταν το τέλος της ιστορίας. Δεν υπήρχε ανοδική κινητικότητα, οι τάξεις ήταν αυστηρά καθορισμένες. Σύμφωνα με την αυθαίρετη πίστη στην ανωτερότητα ορισμένων κληρονομικών σειρών αίματος και στο θείο δικαίωμα των βασιλιάδων, ένα αριστοτελικό σύστημα ηθικής για τους «κυρίαρχους» και ηθικής για τους «δούλους» ίσχυε αποτελεσματικά.
Ένα φετίχ για την εξουσία πάνω από την πίστη στις έμφυτες δυνάμεις του ανθρώπινου δημιουργικού λόγου ήταν δημοφιλές τόσο στην Εκκλησία όσο και στην κοινωνία γενικά. Ωστόσο, τα κορυφαία μυαλά των ανθρωπιστών της Αναγέννησης ανέτρεψαν ακριβώς αυτό το είδος σκέψης. Ο Francesco Petrarch (1304-1374), που θεωρείται από ορισμένους ο «πρώτος σύγχρονος άνθρωπος», απηχούσε αυτό το συναίσθημα όταν περιέγραψε την επιρροή του Αριστοτέλη στο μυαλό των ανθρώπων, ιδιαίτερα των «τεσσάρων Βενετών φίλων» του:
«Μερικές φορές ρώτησα, με ένα χαμόγελο, πώς μπορούσε να το γνωρίζει ο Αριστοτέλης, γιατί δεν αποδεικνυόταν από το φως της λογικής, ούτε μπορούσε να ελεγχθεί με πείραμα. Τότε θα σιωπούσαν, έκπληκτοι και θυμωμένοι, σαν να με θεωρούσαν βλάσφημο που ζητούσε οποιαδήποτε απόδειξη πέρα από την εξουσία του Αριστοτέλη. Γι’ αυτό, ζητάμε δίκαια να μην είμαστε πια φιλόσοφοι, λάτρεις της αλήθειας, αλλά αριστοτελικοί… αναβιώνοντας το παράλογο έθιμο που μας επιτρέπει να μην κάνουμε καμία ερώτηση παρά μόνο αν το είπε… Πιστεύω, πράγματι, ότι ο Αριστοτέλης ήταν σπουδαίος άνθρωπος και ότι ήξερε πολλά, όμως δεν ήταν παρά ένας άντρας, και επομένως κάτι, όχι, πολλά πράγματα, μπορεί να του ξέφυγαν. Θα πω περισσότερα…
Είμαι βέβαιος, χωρίς αμφιβολία, ότι έκανε λάθος σε όλη του την ζωή, όχι μόνο σε μικρά ζητήματα, όπου ένα λάθος μετράει ελάχιστα, αλλά στα πιο βαριά ερωτήματα, όπου εμπλέκονταν τα υπέρτατα συμφέροντά του. Και παρόλο που έχει πει πολλά για την ευτυχία, τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος της Ηθικής του, τολμώ να ισχυριστώ -αφήστε τους επικριτές μου ν’ αναφωνήσουν όσο και αν είναι- ότι αγνοούσε τόσο την αληθινή ευτυχία που οι απόψεις γι’ αυτό το θέμα, οποιουδήποτε ευσεβούς ή ηλικιωμένης γυναίκας ή ο πιστού ψαρά, ή βοσκού ή γεωργού, αν δεν ήταν τόσο λεπτεπίλεπτη, θα ήταν πιο σημαντικές από τις δικές του». Francesco Petrarch “De Sui ipsius et Multorum Ignorantia”.
Σύμφωνα με τον Petrarch, μια ευσεβής ηλικιωμένη γυναίκα ή ένας ψαράς ήταν πολύ πιο γνώστες της γνήσιας ευτυχίας από τον ίδιο τον «Φιλόσοφο» ή από εκείνους των σχολαστικών/Αριστοτελικών που ήταν κυρίαρχοι στην εποχή του. Σήμερα, τα φετίχ για εξουσία, ομαδική σκέψη και «αξιολόγηση από ομότιμους» αφθονούν γι’ άλλη μια φορά. Ένας δογματικός επιστημονικός κλήρος ασκεί και σήμερα μεγάλη επιρροή στην κοινωνία. Αυτό στην ουσία είναι που ανέτρεψε η Αναγέννηση, με αποτέλεσμα μια μεγάλη αφύπνιση της περιέργειας για την φύση του πραγματικού κόσμου και του σύμπαντος και την σχέση της ανθρωπότητας με αυτό το σύμπαν.
Με την έλευση της Ευρωπαϊκής Χρυσής Αναγέννησης του 15ου αιώνα, ο δυτικός πολιτισμός αναδύθηκε από τους Σκοτεινούς Αιώνες. Αυτή η ίδια η προαναγεννησιακή περίοδος σήψης ήταν το αποτέλεσμα της κατάρρευσης μιας εκφυλισμένης αυτοκρατορικής Ρώμης και του Βυζαντίου, μαζί με την βαρβαρότητα που έδωσε μετάσταση ως αποτέλεσμα του κενού που δημιούργησαν τα πτώματα των φθαρμένων αυτοκρατοριών.
Αυτή η επαναστατική νέα άποψη που θα επικρατούσε με την Αναγέννηση διατυπώθηκε ιδιαίτερα με μεγάλη σαφήνεια από μια κορυφαία προσωπικότητα του δέκατου πέμπτου αιώνα – τον φιλόσοφο, μαθηματικό, διπλωμάτη και καρδινάλιο, Nicholas of Cusa (1401-1464). Στο De Concordancia Catholica (Σχετικά με την Παγκόσμια Συμφωνία), ο Cusa έκανε τις ακόλουθες επαναστατικές δηλώσεις:
«Όλη η νομοθεσία βασίζεται στο φυσικό δίκαιο και κάθε νόμος που έρχεται σε αντίθεση με αυτόν δεν μπορεί να είναι έγκυρος. Επομένως, εφόσον ο φυσικός νόμος βασίζεται φυσικά στην λογική, όλος ο νόμος έχει τις ρίζες του από την φύση στην λογική του ανθρώπου. Κάθε νόμιμη εξουσία προκύπτει από την εκλεκτική συμφωνία και την ελεύθερη υποβολή. Υπάρχει στους ανθρώπους ένας θεϊκός σπόρος λόγω της κοινής ίσης γέννησής τους και των ίσων φυσικών δικαιωμάτων όλων των ανθρώπων, έτσι ώστε κάθε εξουσία που προέρχεται από τον Θεό, όπως και ο ίδιος ο άνθρωπος, αναγνωρίζεται ως θεία όταν προκύπτει από την κοινή συναίνεσή των.
Είναι κοινή γνώμη όλων των ειδικών στο θέμα ότι ο ρωμαϊκός λαός μπορεί να πάρει την εξουσία για να βάλει νόμους από τον αυτοκράτορα επειδή αντλεί την δύναμή του από τον λαό. Όταν διατάσσουν κάτι αντίθετο με μια θεία εντολή, είναι προφανές ότι η εντολή δεν μετέχει στην θεία κυριαρχία και κανείς δεν πρέπει να την υπακούει. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να τηρεί έναν άδικο νόμο και κανένας ζωντανός δεν εξαιρείται από τον δίκαιο». ‘On Catholic Concordance’ – Nicholas of Cusa, 1434)
Ως μικρόκοσμος, το ανθρώπινο άτομο ήταν μοναδικά προικισμένο με την ικανότητα να αντικατοπτρίζει και να κατανοεί την διάταξη του μακρόκοσμου με έναν όλο και λιγότερο ατελές τρόπο. Η ικανότητα της ανθρωπότητας να κάνει θεμελιώδη άλματα στην επιστημονική γνώση και την καλλιτεχνική σύνθεση απέδειξε ότι η ανθρώπινη δημιουργική σκέψη και οι φυσικοί νόμοι που ζωντάνευαν το σύμπαν ήταν σύμφωνοι.
Επιπλέον, ο Cusa τόνισε ότι αυτό που δεν είναι ‘Η Αλήθεια’ δεν μπορεί να μετρήσει την ‘Αλήθεια’, έτσι ώστε τίποτα δεν απαγορεύει στην ανθρωπότητα να προσεγγίσει την ‘Αλήθεια’ απείρως πιο στενά. Για να αποδείξει την σύλληψή του παιδαγωγικά, ο Cusa χρησιμοποίησε το μαθηματικό πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου ως μεταφορά για την θεμελιώδη φύση της Αλήθειας και την σχέση του ανθρώπινου μυαλού με αυτήν:
“Γιατί η αλήθεια δεν είναι κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο, αλλά είναι κάτι αδιαίρετο. Ό,τι δεν είναι αλήθεια δεν μπορεί να μετρήσει με ακρίβεια την αλήθεια. (Συγκριτικά, ένας μη κύκλος δεν μπορεί να μετρήσει έναν κύκλο, του οποίου η ύπαρξη είναι κάτι αδιαίρετο.) Επομένως, η διάνοια, που δεν είναι αλήθεια, ποτέ δεν κατανοεί την αλήθεια τόσο ακριβώς ώστε η αλήθεια να μην μπορεί να κατανοηθεί απείρως με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Διότι η νόηση είναι προς την αλήθεια όπως είναι ένα εγγεγραμμένο πολύγωνο στον εγγεγραμμένο κύκλο. Όσο περισσότερες γωνίες έχει το εγγεγραμμένο πολύγωνο τόσο πιο όμοιο είναι με τον κύκλο. Ωστόσο, ακόμα κι αν ο αριθμός των γωνιών του αυξάνεται επ’ άπειρον, το πολύγωνο δεν γίνεται ποτέ ίσο με τον κύκλο, εκτός και αν αναλυθεί σε ταυτότητα με τον κύκλο”.
Ο Cusa έδειξε πώς ένα εγγεγραμμένο πολύγωνο -η ανθρώπινη διάνοια- μπορεί πάντα να πλησιάζει την περίμετρο ενός κύκλου-την Αλήθεια-τόσο μέσα όσο και έξω από την κυκλική περιοχή, αλλά από την φύση του το πολύγωνο (που σημαίνει πολύπλευρο) δεν θα μπορούσε ποτέ να επιλυθεί σε μια ταυτότητα με τον κύκλο (ο οποίος από την φύση του δεν έχει πλευρές). Το καμπύλο και το ευθύ αντιπροσώπευαν δύο ποιοτικά διακριτά μεγέθη.
Κάποιος μπορεί να προσθέσει πλευρές στο πολύγωνο επ’ άπειρον, αλλά όσο στενά μπορεί να έρθει σε εγγύτητα με το εμβαδόν ενός κύκλου, το πολύγωνο δεν φτάνει ποτέ την ίδια ταυτότητα με τον κύκλο. Δεν μπορούν ποτέ να επιλυθούν γιατί δεν μπορούν ποτέ να συναντηθούν. Αυτή η γνώση της ουσιαστικής διαφοράς τους ο Cusa την ονόμασε γνώση της «ασυγκρίσιμότητάς τους». Η γνώση της ασυμμετρίας μεταξύ του ευθύγραμμου και του καμπύλου αντιπροσώπευε μια ανώτερη τάξη κατανόησης: δεν ήταν ούτε γνώση της γραμμικότητας, ούτε της κυκλικότητας, αλλά η γνώση που ανήκε σε ένα ποιοτικά ανώτερο βασίλειο.
Κατά συνέπεια, η αναγνώριση του ασυμβίβαστου μεταξύ της νόησης και της Αλήθειας από τον Cusa υπονοούσε ότι η πρόοδος ήταν μια φυσική κατάσταση ύπαρξης για το ανθρώπινο είδος, αφού η διάνοια μπορεί πάντα να προσεγγίσει την Αλήθεια πιο στενά. Υπονοούσε επίσης ότι δεν υπήρχε κανένα απόλυτο όριο Μαλθουσιανής στο σύμπαν πέρα από το οποίο η ανθρωπότητα δεν θα μπορούσε να τολμήσει -αυτό το όριο ήταν πάντα σχετικό με την κατανόησή μας για το σύμπαν.
Για παράδειγμα, φανταστείτε την σειρά από άλματα που κάνει η ανθρωπότητα καθώς φεύγει από την κύρια πηγή ενέργειάς της που είναι η καύση ξύλου, δηλαδή η πρωτόγονη «φωτιά» σε σύγκριση με ένα που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα, την κυριαρχία των διαδικασιών σχάσης, την σύντηξη και τα ελεγχόμενα πλάσματα, ακόμη και την ύλη κατά αντιδράσεις ύλης. Το φάσμα των πιθανών πόρων δεν είναι ποτέ «αυτονόητο», αλλά πάντα αντανακλά την ανάπτυξη του νου.
Το ίδιο ισχύει και για αυτό που θεωρούμε «κατοικήσιμο» περιβάλλον μας. Μεγάλο μέρος της ανθρώπινης κοινωνίας έχει ιστορικά συγκεντρωθεί κοντά στις ακτές για να είναι κοντά στο νερό. Έτσι, οι περισσότερες περιοχές που δεν ήταν κοντά στο νερό ήταν εξ ορισμού μη «κατοικήσιμες» για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας. Αυτό άλλαξε με την ανάπτυξη της άρδευσης, των παρόχθιων συστημάτων και των σιδηροδρόμων, με το καθένα να μεταμορφώνει τον σχετικό χωροχρόνο στον οποίο εκτυλίσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα.
Έτσι, αντί να είναι η έννοια της τελειότητας κάποιου είδους σταθερό στατικό σύστημα ισορροπίας, η αλλαγή και η ανάπτυξη νοούνται ως ουσιαστικά μέρη οποιασδήποτε έννοιας τελειότητας ή φύσης. Καθώς η ανθρωπότητα αυξάνει τις γνώσεις της για το σύμπαν και τους νόμους που διέπουν την φύση, η ανθρωπότητα -ο μικρόκοσμος- πλησιάζει πιο κοντά στις αιώνιες αλήθειες -τον μακρόκοσμο- η γνώση των οποίων μπορεί πάντα να βελτιωθεί, και κατά συνέπεια, το ίδιο μπορεί και το είδος.
Αναγνωρίζοντας την θεμελιώδη διάκριση μεταξύ του καμπύλου και του ευθύγραμμου, ο Cusa έδειξε την ικανότητα του νου να διακρίνει μεταξύ ποσοτικών και ποιοτικών μορφών γνώσης, οι οποίες είναι απαραίτητες για νέες θεμελιώδεις ανακαλύψεις. Δεδομένου ότι η καμπύλη και η ευθεία αντιπροσώπευαν δύο ποιοτικά διαφορετικά είδη μεγέθους, η γνώση της θεμελιώδους διαφοράς μεταξύ δύο ποιοτικά διαφορετικών ειδών αντιπροσώπευε η ίδια μια ανώτερη μορφή αντικειμένου σκέψης.
Αυτό το ανώτερο επίπεδο ανήκε στην «διάνοια» στην οποία η γνώση είναι ποιοτική, παρά η απλή λογική ή η μαθηματική σκέψη, δηλαδή η «αναλογία», όπου η γνώση είναι ποσοτική. Όπως θα δούμε σύντομα, οι συνέπειες για την επιστημονική ανακάλυψη και την ικανότητα της ανθρωπότητας να κάνει εννοιολογικά άλματα στην σκέψη ήταν συγκλονιστικές. Ο Cusa δήλωσε:
«Αν απελευθερώσετε το μέγιστο και το ελάχιστο από την ποσότητα -αφαιρώντας διανοητικά το μεγάλο και το μικρό- θα δείτε καθαρά ότι το μέγιστο και το ελάχιστο συμπίπτουν». ‘On Learned Ignorance’ Nicholas of Cusa, 1440
Χρησιμοποιώντας αυτό που ονόμασε την “Μέθοδο της μαθημένης άγνοιας” ο Cusa ανέπτυξε την ιδέα μιας αρχής Μέγιστο-Ελάχιστο, σύμφωνα με την οποία μπόρεσε να δείξει πώς οποιαδήποτε σωστή αντίληψη του Θεού ή η ικανότητα σύλληψης οποιουδήποτε αντικειμένου της «διανόησης», έπρεπε απαραίτητα να απαλλαγεί από κάθε έννοια συγκριτικής (ποσοτικής) γνώσης, δηλαδή «αναλογισμού».
Χρησιμοποίησε το παράδειγμα του κύκλου που εγγράφεται ή περιγράφεται από ένα πολύγωνο. Είτε προσθέτοντας περισσότερες πλευρές στο περιγεγραμμένο πολύγωνο και φέρνοντάς το πιο κοντά στην κυκλική περίμετρο από έξω, είτε εγγράφοντας ένα πολύγωνο μέσα στον κύκλο και προσθέτοντας συνεχώς πλευρές, κανένα δεν θα έφτανε ποτέ στον κύκλο, έτσι ώστε ο κύκλος να είναι τόσο το μέγιστο όσο και το ελάχιστο.
Για τον Cusa, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της ικανότητας του νου να αντιλαμβάνεται τον Θεό με τρόπο που ήταν απαλλαγμένος από συγκριτικές έννοιες, έδειξε την ικανότητα του ανθρώπινου νου να κατανοεί μη ποσοτικές ιδέες -αντικείμενα καθαρής «διάνοιας». Ο Θεός δεν ήταν ζήτημα περισσότερων ή λιγότερων, αλλά αναγκαστικά υπονοούσε μια ενιαία ενότητα για την οποία δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη, αλλά ούτε και μικρότερη.
Αυτό έπρεπε να συνέβαινε γιατί αν ήταν κάτι λιγότερο από τον Θεό, θα σήμαινε ότι υπήρχε κάτι έξω από αυτόν, και αν υπήρχε κάτι μεγαλύτερο από τον Θεό, σήμαινε απαραίτητα ότι υπήρχε κάτι πέρα από αυτό που περιείχε ο Θεός. Καθώς είμαστε σε θέση να συλλάβουμε καθαρά αντικείμενα της νόησης, η μέθοδος του Cusa μας επιτρέπει να κάνουμε θεμελιώδεις ερωτήσεις σχετικά με την φύση όλων των πραγμάτων, ερωτήσεις όπως “σε ποιο σύμπαν βρισκόμαστε;”
Για να δώσετε κάποια αίσθηση του πόσο βαθιές και πνευματικά πλούσιες ήταν αυτές οι ιδέες όταν εφαρμόστηκαν σε μια έρευνα του φυσικού σύμπαντος, σκεφτείτε ότι ο Cusa στο έργο του το 1440 απέδειξε, χωρίς άμεση εμπειρική γνώση, ότι η Γη ήταν αναγκαστικά η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του καμπύλου και του ευθύγραμμου, κι οδηγήθηκε να διερευνήσει τι διαμόρφωσε πραγματικά την πορεία των πλανητών που ταξιδεύουν στο διάστημα. Αν δεν ήταν τέλειοι κύκλοι, τότε τι διαμόρφωσε αιτιακά τις τροχιές τους;
Ο Κέπλερ οδηγήθηκε στην ανακάλυψη ενός συστήματος που δεν αποτελείται από φανταστικούς κύκλους και έναστρες σφαίρες -που δεν ήταν μόνο αφηρημένα μαθηματικά αντικείμενα- αλλά μάλλον ατελείς και συνεχώς μεταβαλλόμενες ελλειπτικές τροχιές αρμονικά διατεταγμένες ως ενιαίο ηλιακό σύστημα- με τον ήλιο ως φυσικό οδηγό για κάθε κίνηση.
Ο Cusa υποστήριξε ότι το φυσικό σύμπαν δεν θα μπορούσε να έχει κέντρο, ή καλύτερα, το κέντρο ήταν παντού. Επιπλέον, όχι μόνο δεν υπήρχαν τέλεια κέντρα, και κατά συνέπεια δεν υπήρχαν τέλειοι κύκλοι, που σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν τέλειες πλανητικές τροχιές. Αυτές οι ιδέες θα εμπνεύσουν τον Johannes Kepler, ο οποίος κατανοώντας την μέθοδο του Cusa της το κέντρο στο κέντρο του σύμπαντος —όταν αυτό εξακολουθούσε να πιστεύεται παγκοσμίως—γιατί το φυσικό σύμπαν από την ίδια του την φύση δεν μπορούσε να έχει κανένα φυσικό σταθερό σημείο ή κέντρο, επειδή, η ιδέα ενός απόλυτου σταθερού σημείου υπονοούσε απαραίτητα κάποιο άλλο σταθερό σημείο αναφοράς έξω από αυτό.
Στο κομμάτι του “On the Hidden God” ο Cusa επεσήμανε ότι ο Θεός ήταν και παντού και πουθενά: ήταν αναγκαστικά, γιατί το να μην είναι παντού σήμαινε ότι υπήρχε κάτι έξω από αυτόν -οπότε δεν θα ήταν πλέον το μέγιστο- και ήταν παντού επειδή το να βρισκόταν σε ένα συγκεκριμένο μέρος σήμαινε απαραίτητα ότι απουσίαζε κάπου αλλού. Επιπλέον, επειδή δεν θα μπορούσε να υπάρχει απόλυτο σημείο αναφοράς στο δημιουργημένο σύμπαν, δηλαδή στο φυσικό σύμπαν, ο Cusa επισήμανε ότι το σύμπαν χαρακτηριζόταν απαραίτητα από καμπυλότητα.
Επειδή δεν θα μπορούσε να υπάρχει τέλεια ευθεία γραμμή στο σύμπαν που να μην μπορεί να γίνει απείρως ευθύτερη, έπρεπε απαραίτητα να υπάρχει κάποιος βαθμός απόκλισης από την ευθεία -αυτό που με τα σημερινά πρότυπα θα μπορούσε να ονομαστεί «καμπυλότητα του φυσικού χωροχρόνου», σε αντίθεση με ένα Καρτεσιανό ή Νευτώνειο σύμπαν που χαρακτηρίζεται από άπειρη γραμμική επέκταση.
Αυτό που ο Cusa αντιλαμβανόταν ήταν ένα πραγματικό φυσικό σύμπαν, παρά λογικές και μαθηματικές αφαιρέσεις χωρίς καμία βάση στην πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένων τέλεια κυκλικών τροχιών και ουράνιων κρυστάλλινων σφαιρών. Αντί για λογοπαίγνια, ο Cusa έδειχνε την ικανότητα του ανθρώπινου μυαλού να παράγει έννοιες που αναγκαστικά έπρεπε να είναι αληθινές, επειδή βασίζονταν στην λογική, η οποία διέπει το φυσικό σύμπαν.
Ο Cusa αναγνώρισε ότι το πεπερασμένο ήταν αναγκαστικά μόνο μια μοναδική έκφραση του απείρου, αφού η αναγνώριση οποιουδήποτε πεπερασμένου πράγματος προϋποθέτει την ύπαρξη κάτι έξω από αυτό, το “γνωστό” ήταν αναγκαστικά μόνο μια ειδική περίπτωση του “άγνωστου” -ενός “γνωστού/άγνωστου” δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει κανένα πράγμα που να ήταν γνωστό με απόλυτους όρους, η απόλυτη γνώση οποιουδήποτε πράγματος στο σύμπαν συνεπάγεται απόλυτη γνώση του οτιδήποτε άλλο στο σύμπαν που οδηγεί σε αυτό. Υπό αυτή την έννοια, το «γνωστό» ήταν μια ειδική περίπτωση του «άγνωστου», το πεπερασμένο μόνο μια ειδική περίπτωση του απείρου, και το άτομο -ο μικρόκοσμος- μια μοναδική αντανάκλαση του μακρόκοσμου, χάρη στην ικανότητα της ανθρώπινης «διάνοιας» να αντιλαμβάνεται το σύμπαν ως σύνολο.
Από την σκοπιά της «αναλογίας» -της αριστοτελικής λογικής- το ελάχιστο ήταν αναγκαστικά αντιφατικό στο μέγιστο. Ο άνθρωπος και ο Θεός ήταν απείρως χώρια. Το «γνωστό» ήταν αναγκαστικά αντίθετο στο «άγνωστο», το πνευματικό απείρως ξεχωριστό από το φυσικό -ο ένας δεν συναντιέται ποτέ με τον άλλο παρά μόνο με την μεσολάβηση κάποιου είδους ιερατικού ή διανοητικού «εκλεκτού». Στην πραγματικότητα, ο Cusa έδειξε εννοιολογικά πώς κάθε άτομο -το ελάχιστο- ήταν μέγιστο, χάρη στην δημιουργική διάνοια ταυτόχρονα μια μοναδική αντανάκλαση του Θεού του Δημιουργού.
Στον κόσμο της τέχνης, αυτές οι αντιλήψεις αποτυπώθηκαν από τον ποιητή Dante Alighieri (1256-1321) και την Commedia του, η οποία αντλήθηκε από τις πλούσιες παραδόσεις του Ελληνικού πολιτισμού, αλλά έφερε και κάτι θεμελιωδώς νέο στο τραπέζι. Γιατί, όταν ο ποιητής προσκυνητής έφτασε στην κορυφή του Paradiso και κοίταξε το ουράνιο φως μέχρι που τα βλέμματά του δεν άντεχαν άλλο την φωτεινότητα, αυτό που είδε ήταν, όχι κάποιος γενειοφόρος Θεός παλαιών ή υπερφυσικών όντων που λατρευόταν σε κάποιον ειδυλλιακό παράδεισο, αυτό που είδε ήταν μια εικόνα του δικού του προσώπου -ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Έτσι, η σχέση μεταξύ του μικρόκοσμου -του ανθρώπου- και του μακρόκοσμου -του σύμπαντος και της αρχής της δημιουργίας- καθιερώθηκε.
Ενώ η λογική έχει τους σκοπούς της και την αδιαμφισβήτητη χρησιμότητά της , ο Cusa -όπως και πολλά άλλα μεγάλα μυαλά- είδε ότι δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση την βάση της ανθρώπινης γνώσης ή την προσέγγιση της αλήθειας. Διότι, η ανθρώπινη δημιουργική ανακάλυψη είναι από την φύση της μη γραμμική, δεν συμβαίνει σε μια απλή σειρά σταδιακών βημάτων ή μέσω της γραμμικής αύξησης των «πληροφοριών», αλλά συντελείται μη γραμμικά, φρακταλικά, δημιουργικά σε αναλαμπές διορατικότητας και ευφάνταστα άλματα που χαρακτηρίζονται από την επίλυση των παραδόξων και των νέων «γνωστών-άγνωστων».
Ενώ η λογική, δηλαδή η «αναλογία» υμνήθηκε τόσο πολύ στους μεσαιωνικούς χρόνους, -ο Cusa έδειξε ότι ήταν κάτι πολύ χρήσιμο αλλά και κοινό η ανθρώπινη λογική- ήταν απλώς μια πιο σύνθετη ποσοτικά έκφραση, της ίδιας ποσοτικής μορφής σκέψης.
Ως πρακτικό παράδειγμα αυτού του είδους «λογικής» που μοιράζεται με τα ζώα, πάρτε το παράδειγμα του πώς μαθαίνει ένας σκύλος. Εάν ο σκύλος πάει στην θέση Α, τιμωρείται, ενώ η μετάβαση στην θέση Β οδηγεί σε ανταμοιβή, μέσω δοκιμής και λάθους, ο σκύλος μας «γνωρίζει» ότι το μέρος Α είναι επικίνδυνο ενώ το μέρος Β είναι ασφαλές. Αυτό το είδος λογικής, το οποίο μπορεί να επεξεργαστεί και να αναπτυχθεί με μεγάλη πολυπλοκότητα και χρησιμότητα σε διάφορα είδη καταστάσεων ή δυαδικών συστημάτων, εξακολουθεί να μην είναι το ίδιο με την γνώση, ότι το άπειρο πολύγωνο εξακολουθεί, να μην είναι κύκλος.
Μπορεί κανείς να φανταστεί την διαφορά μεταξύ μιας εκπαίδευσης που βασίζεται στο να αναπαράγουν τα παιδιά ένα συγκεκριμένο σύνολο πληροφοριών σε ένα τεστ, αντί να πειραματιστούν με διάφορες υποθέσεις και υποθέσεις και να δοκιμάσουν τις ιδέες τους, για να δουν ποια είναι τα διάφορα αποτελέσματα.
Δεδομένου ότι τα παιδιά δίνουν την ίδια ονομαστική απάντηση στο τεστ, τα δύο συστήματα μπορεί να φαίνονται σχεδόν αδιάκριτα. Ωστόσο, όποιος αμφιβάλλει για την ποιοτική διαφορά και τα σχετικά αποτελέσματα των δύο συστημάτων θα ήταν σε σοβαρό λάθος. Θα ήταν τόσο μακριά από την αλήθεια όσο το πολύγωνο άπειρης όψης είναι από τον κύκλο -μια εικόνα χωρίς πλευρές.
Αναγέννηση ή Επαναφορά;
Αλλά σήμερα, 600+ χρόνια μετά το On Learned Ignorance του Cusa, μας λένε ότι με τον σωστό αριθμό 1 και 0, και μέσω της ποσοτικής αύξησης των πληροφοριών σε ένα δυαδικό σύστημα, οι μηχανές θα μπορέσουν επιτέλους να αντικαταστήσουν τους δημιουργικούς ανθρώπους. Σύμφωνα με ορισμένους, αυτό που γνωρίζουμε ως μυαλό και οι δυνάμεις του για δημιουργική ανακάλυψη δεν είναι τίποτα άλλο από μια περίπλοκη μορφή αναλογίας, τέτοια που μπορεί να αναπαραχθεί με αρκετά 1 και 0.
Το ανθρώπινο μυαλό είναι απλώς το άθροισμα των χημικών ουσιών και των κυκλωμάτων στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Το ίδιο και η ζωή δεν είναι παρά ένας πιο περίπλοκος συνδυασμός μη ζωντανής ύλης. Η έκφραση του δημιουργικού μυαλού και της γνώσης ως θεμελιώδης οργανωτική αρχή στο σύμπαν απορρίπτεται ευθέως, και αντίθετα θεωρείται απλώς η αναδυόμενη ιδιότητα μιας τυχαίας άσκοπης διαδικασίας. Έτσι, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ ο Γιουβάλ Χαράρι πρόσφατα δήλωσε:
«Δεν είμαστε πια μυστηριώδεις ψυχές. είμαστε πλέον ζώα που μπορούν να χακαριστούν».
Από την άλλη πλευρά, η μέθοδος του Cusa μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε το θεμελιώδες μυστήριο του δημιουργικού Λόγου ως την αρχή που ξεχωρίζει τα ανθρώπινα όντα από όλη την υπόλοιπη ζώσα ζωή. Αυτό το κεφάλαιο της ‘Αναγέννησης’ μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμο για την ενημέρωση του τρόπου με τον οποίο η ανθρώπινη κοινωνία ενεργεί και οργανώνεται προκειμένου να επιτύχει ένα νέο ποιοτικό άλμα (Κβαντικό Άλμα) στην δημιουργική της εξέλιξη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου