Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (380-407)

380 ΟΙ. ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης
ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ,
ὅσος παρ᾽ ὑμῖν ὁ φθόνος φυλάσσεται,
εἰ τῆσδέ γ᾽ ἀρχῆς οὕνεχ᾽, ἣν ἐμοὶ πόλις
δωρητόν, οὐκ αἰτητόν, εἰσεχείρισεν,
385 ταύτης Κρέων ὁ πιστός, οὑξ ἀρχῆς φίλος,
λάθρᾳ μ᾽ ὑπελθὼν ἐκβαλεῖν ἱμείρεται,
ὑφεὶς μάγον τοιόνδε μηχανορράφον,
δόλιον ἀγύρτην, ὅστις ἐν τοῖς κέρδεσιν
μόνον δέδορκε, τὴν τέχνην δ᾽ ἔφυ τυφλός.
390 ἐπεί, φέρ᾽ εἰπέ, ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής;
πῶς οὐχ, ὅθ᾽ ἡ ῥαψῳδὸς ἐνθάδ᾽ ἦν κύων,
ηὔδας τι τοῖσδ᾽ ἀστοῖσιν ἐκλυτήριον;
καίτοι τό γ᾽ αἴνιγμ᾽ οὐχὶ τοὐπιόντος ἦν
ἀνδρὸς διειπεῖν, ἀλλὰ μαντείας ἔδει·
395 ἣν οὔτ᾽ ἀπ᾽ οἰωνῶν σὺ προυφάνης ἔχων
οὔτ᾽ ἐκ θεῶν του γνωτόν· ἀλλ᾽ ἐγὼ μολών,
ὁ μηδὲν εἰδὼς Οἰδίπους, ἔπαυσά νιν,
γνώμῃ κυρήσας οὐδ᾽ ἀπ᾽ οἰωνῶν μαθών·
ὃν δὴ σὺ πειρᾷς ἐκβαλεῖν, δοκῶν θρόνοις
400 παραστατήσειν τοῖς Κρεοντείοις πέλας.
κλαίων δοκεῖς μοι καὶ σὺ χὡ συνθεὶς τάδε
ἀγηλατήσειν· εἰ δὲ μὴ ᾽δόκεις γέρων
εἶναι, παθὼν ἔγνως ἂν οἷά περ φρονεῖς.
ΧΟ. ἡμῖν μὲν εἰκάζουσι καὶ τὰ τοῦδ᾽ ἔπη
405 ὀργῇ λελέχθαι καὶ τὰ σ᾽, Οἰδίπου, δοκεῖ.
δεῖ δ᾽ οὐ τοιούτων, ἀλλ᾽ ὅπως τὰ τοῦ θεοῦ
μαντεῖ᾽ ἄριστα λύσομεν, τόδε σκοπεῖν.

***
380 ΟΙΔ. Ω πλούτε, ω εξουσία,
τέχνη απ᾽ όλες τις τέχνες υπέρτερη,
αξιοζήλευτη ζωή·
κι όμως γεννά το φθόνο.
Εξαιτίας της εξουσίας αυτής
που δεν τη ζήτησα,
—η πόλη μου τη δώρισε—,
ο Κρέων, παλιός, πιστός μου φίλος,
αποπειράθηκε με δόλο σκευωρώντας
από το θρόνο μου να με πετάξει
έχοντας υποχείριο το μάγο αυτόν,
τον δολερό μηχανορράφο, τον αγύρτη,
που βλέπει μοναχά το κέρδος
κι είναι στην τέχνη του τυφλός.
390 Έλα και πες μου,
πότε αλάθητος υπήρξες μάντης;
Όταν η σκύλα Σφίγγα τραγουδούσε εδώ,
άρθρωσες λόγο σωτηρίας στους πολίτες;
Η λύση του αινίγματος
δεν ήτανε δουλειά περαστικού και ξένου.
Ήταν δουλειά της μαντικής.
Και φάνηκε πως τέχνη δεν κατείχες.
Δεν διάβασες τους οιωνούς,
ούτε τη σκέψη των θεών.
Εγώ σαν ήρθα
ο ανιδιοτελής και ανίδεος Οιδίπους
της έκλεισα το στόμα μια για πάντα
χωρίς σημάδια κι οιωνούς,
μονάχα με το στοχασμό.
Αυτόν αποπειράθηκες να διώξεις
ελπίζοντας να βρεις μια θέση
400 στου Κρέοντα το θρόνο πλάι.
Θα δεις πως κλαίγοντας και συ
κι αυτός που τα σοφίστηκε,
το βάρος της κατάρας θα σηκώσετε.
Αν γέρος δεν ήσουν,
θα ᾽βαζες γνώση παθαίνοντας
όσα τ᾽ ανόσιο μυαλό σου μηχανεύεται.
ΧΟΡ. Θαρρώ πως ήταν της οργής το ξέσπασμα
τα λόγια του και τα δικά σου, Οιδίπου.
Ώρα δεν είναι γι᾽ αυτά.
Σκεφτείτε μόνο ποιάν ερμηνεία δέχεται
ο θεϊκός χρησμός.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 11. Έννοιες και αρχές

11.11. Η ηθική των θεών: από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

Αν και στα δύο έπη εφαρμόζεται ο λεγόμενος «θεϊκός μηχανισμός» (η ανθρωπομορφική κατά κανόνα παρέμβαση των ολυμπίων στα πράγματα των θνητών), εντούτοις ο μηχανισμός αυτός παίρνει διαφορετικές τροπές στα δύο έπη και προσαρμόζεται στη διαφορετική φυσιογνωμία και θεματολογία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Η Ιλιάδα ως πολεμικό έπος προβάλλει κατεξοχήν τα έντονα πάθη των ηρώων και τις δυστυχίες που αυτά συνεπάγονται. Στην πολεμική παθολογία των ηρώων αντιστοιχούν τα πάθη των αθανάτων, τα οποία επηρεάζουν με αποφασιστικό τρόπο την τύχη των θνητών, ανεξάρτητα από το αν έχουν οδυνηρά ή ευεργετικά αποτελέσματα. Όπως οι ήρωες μοιράζονται στο πεδίο της μάχης ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς, έτσι και οι ολύμπιοι, ανάλογα με τις παραδοσιακές τους συμπάθειες και αντιπάθειες, επιλέγουν τους προστατευόμενους και τους αντιπάλους τους στον χώρο των θνητών και πράττουν ανάλογα.

Μερικά παραδείγματα: Αχαιοί και Τρώες ορκίζονται ότι από την έκβαση της μονομαχίας του Μενελάου με τον Αλέξανδρο θα κριθεί η έκβαση του ιλιαδικού πολέμου. Προσεύχονται μάλιστα στον Δία και στους ολυμπίους να τιμωρήσουν όποιον πατήσει τους όρκους. Όμως, ο ποιητής, προετοιμάζοντας το ακροατήριό του για το αδιέξοδο της μονομαχίας, λέει ότι ο γιος του Κρόνου δεν άκουσε την προσευχή των θνητών (Γ 302). Πρώτη λοιπόν παραβιάζει τους όρκους η θεά Αφροδίτη. Τη στιγμή που ο Μενέλαος ετοιμάζεται να εξοντώσει τον αντίπαλό του, η θεά, προστάτιδα από το μυθολογικό επεισόδιο της «Κρίσης του Πάρη» του τρωαδίτη ήρωα, τον αρπάζει ξαφνικά από το πεδίο της μάχης και τον μεταφέρει τυλιγμένο με ομίχλη στον θάλαμο της Ελένης. Αμέσως μετά, με την όψη γριάς υφάντρας, εξαναγκάζει την κόρη του Δία να κάνει έρωτα με τον εραστή της, ενώ ο Μενέλαος αναζητεί μάταια τον αντίπαλό του στο πεδίο της μάχης. Το δραματικό αυτό επεισόδιο οι αθάνατοι το παρακολουθούν από τον Όλυμπο διασκεδάζοντας (Δ 1-4):

Οι θεοί από την άλλη, καθισμένοι κοντά στο Δία πάνω στο χρυσό πάτωμα, συζητούσαν, και ανάμεσά τους η σεβάσμια Ήβη κερνούσε νέκταρ· εκείνοι έπιναν ο ένας στην υγεία του άλλου με χρυσά ποτήρια, κοιτάζοντας την πολιτεία των Τρώων.

Ο χρυσός («χρυσό πάτωμα», «χρυσά ποτήρια») και το νέκταρ, υπογραμμίζοντας την άφθαρτη φύση των θεών, υπαινίσσονται το αγεφύρωτο χάσμα που συντηρείται ανάμεσα στον ουρανό και στη γη. Από την άλλη μεριά όμως η απόσταση αυτή μετριάζεται, καθώς οι αθάνατοι διασκεδάζουν όπως οι θνητοί: δέχονται τις υπηρεσίες του οινοχόου (της Ήβης), κάνουν προπόσεις ο ένας στον άλλον και, γενικότερα, απολαμβάνουν σαν θεατές τη δραματική μονομαχία μέσα σε κλίμα ψυχαγωγικής χαλάρωσης. Ο Δίας μάλιστα, με πειραχτικά λόγια, λέει ότι η Ήρα και η Αθηνά, που αδικημένες στο μυθολογικό επεισόδιο της «Κρίσης του Πάρη» υπερασπίζονται τον απατημένο Μενέλαο, «τέρπονται» παρακολουθώντας τη δραματική σκηνή (Δ 10), ενώ η Αφροδίτη λύτρωσε από τον θάνατο τον προστατευόμενό της Πάρη.

Ο παντοδύναμος θεός, συμμετέχοντας στο διασκεδαστικό κλίμα των αθανάτων, όχι μόνο δεν απέτρεψε την Αφροδίτη από την «παράτυπη» ενέργειά της αλλά στη συνέχεια την ενισχύει. Υποκύπτοντας στις πιέσεις της γυναίκας του, που θέλει τον όλεθρο των Τρώων και όχι απλώς την αναγνώριση του Μενελάου ως νικητή, παραγγέλλει στην Αθηνά να παραβιάσει τους όρκους της μονομαχίας και να συνεχίσει τον ιλιαδικό πόλεμο. Η Αθηνά άλλο που δεν θέλει. Παίρνει τη μορφή του Λαοδόκου και εξωθεί τον τρωαδίτη Πάνδαρο να τοξεύσει ύπουλα τον Μενέλαο, προκειμένου να αναιρεθεί η ανακωχή ανάμεσα σε Αχαιούς και Τρώες (Δ 86 κ.ε.).

Με δόλιο επίσης τρόπο η ίδια θεά συμβάλλει αργότερα στην εξόντωση του Έκτορα από τον Αχιλλέα. Παίρνοντας τη μορφή του αδελφού του Έκτορα Δηίφοβου εξωθεί πρώτα τον τρωαδίτη ήρωα να αντιμετωπίσει τον γιο της Θέτιδας, ύστερα όμως τον εγκαταλείπει αβοήθητο. Τη συμπεριφορά αυτή της θεάς ο Έκτορας την αναγνωρίζει λίγο πριν το τέλος του ως απάτη (Χ 226 κ.ε., 297-299). Τέλος, με ύπουλο τρόπο ο Απόλλωνας οδηγεί στον θάνατο τον Πάτροκλο. Χτυπά πρώτα πισώπλατα τον φίλο του Αχιλλέα και ύστερα τον αποσβολώνει, ώστε να γίνει εύκολη λεία πρώτα για τον Εύφορβο και ύστερα για τον Έκτορα. Λίγο πριν από τον θάνατό του και ο αχαιός ήρωας αναγνωρίζει πως η εξόντωσή του οφείλεται πάνω απ᾽ όλα στον Δία και στον γιο του Απόλλωνα (Π 786 κ.ε., 846-850).

Στα παραδείγματα αυτά το ευρύτερο πλαίσιο των θεϊκών παρεμβάσεων είναι τραγικό, καθώς οι ύπουλες ενέργειες των αθανάτων έρχονται σε αντίθεση προς τις ηρωικές των θνητών. Γενικότερα, το μεγαλείο της δράσης των ηρώων τονίζεται ακριβώς από την τύχη που τους επιφυλάσσουν οι θεοί. Και αυτό είναι μια επιπρόσθετη τραγική όψη της ζωής τους στο έπος της Ιλιάδας. Οι θνητοί μπορεί να εύχονται και να ελπίζουν ότι οι ολύμπιοι, κυρίως ο Δίας, θα υποστηρίξουν στο τέλος τους αδικημένους· ωστόσο, αυτή η εξέλιξη, όπως φάνηκε προηγουμένως, δεν καθορίζει της πλοκή της Ιλιάδας. Προβάλλεται αντίθετα η ιδέα ότι το καλό με το κακό, που στέλνουν στους θνητούς οι θεοί, είναι αξεδιάλυτα μπλεγμένα. Στην πραγματικότητα αυτή οφείλουν να συμμορφώνονται οι θνητοί, όπως λέει ο Αχιλλέας στον γέροντα Πρίαμο (Ω 525-533): η διανομή των αγαθών και των συμφορών από τον Δία γίνεται αδιακρίτως, χωρίς ηθικά κριτήρια και δίχως λόγο. Στην καλύτερη θέση βρίσκεται ο θνητός που του τυχαίνουν όχι αποκλειστικά τα αγαθά δώρα του Δία αλλά τα ανάμεικτα (αγαθά και δυστυχίες)· στη χειρότερη θέση βρίσκεται εκείνος στον οποίο λαχαίνουν τα δώρα μόνο με τις συμφορές, καθώς ζει περιφρονημένος από θεούς και θνητούς. Για τον Αχιλλέα τόσο ο γέροντας πατέρας όσο και ο ίδιος οφείλουν να υποταχθούν στο δεύτερο κυρίως μερίδιο κληροδοσίας, όπως το έχουν ορίσει οι «απίκραντοι» θεοί.

Στην Οδύσσεια οι ολύμπιοι εξακολουθούν να παρεμβαίνουν με ανεξήγητο τρόπο στα ανθρώπινα ζητήματα, ωστόσο τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους είναι από ηθική άποψη περισσότερο δικαιολογημένα από ό,τι των θεών της Ιλιάδας. Παρεμβαίνουν όχι μόνο λιγότεροι στα ανθρώπινα πράγματα (με πρωταγωνιστές τον Δία και την Αθηνά) αλλά και, παρά τον εξανθρωπισμό τους, παίρνουν μεγαλύτερες αποστάσεις από την ηρωική δράση από ό,τι οι θεοί στην Ιλιάδα. Το κυριότερο: θεωρούν πως για ό,τι συμβαίνει στη γη δεν ευθύνονται μόνον οι ίδιοι αλλά και οι θνητοί.

Στην πρώτη ραψωδία της Οδύσσειας ο Δίας επικαλείται το παράδειγμα του Αιγίσθου, για να δείξει ότι οι ολύμπιοι όχι μόνο δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για τα βάσανα των θνητών, αλλά ότι αντίθετα επιχειρούν με προειδοποιήσεις να τους αποτρέψουν από τη συμφορά. Έτσι έπραξαν και με τον Αίγισθο, ο οποίος, αν και προειδοποιήθηκε μέσω του Ερμή να μη δολοφονήσει τον Αγαμέμνονα και να μην παντρευτεί την Κλυταιμνήστρα, αυτός προχώρησε στην άνομη πράξη του, με αποτέλεσμα να τον εκδικηθεί ο γιος του Αγαμέμνονα Ορέστης. Επομένως, και οι θνητοί, καταλήγει ο Δίας απαντώντας κατά κάποιον τρόπο στον ιλιαδικό Αχιλλέα, ευθύνονται για ό,τι τους συμβαίνει στη ζωή και όχι μόνον οι θεοί (α 32-34):

Αλίμονο, είναι αλήθεια ν᾽ απορείς που θέλουν οι θνητοί να ρίχνουν
στους θεούς τα βάρη τους· έρχεται λένε το κακό από μας -
κι όμως οι ίδιοι, κι από φταίξιμο δικό τους [σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν], πάσχουν και βασανίζονται,
και πάνω απ᾽ το γραφτό τους.

Το προσωπικό «φταίξιμο» αντιπροσωπεύει τα σφάλματα των θνητών, που προέρχονται κυρίως από την απερίσκεπτη ή και αλαζονική τους συμπεριφορά, με την οποία υπερβαίνεται το ορισμένο μέτρο. Η αρχαία λέξη που ορίζει την υπέρμετρη πράξη είναι ἀτασθαλίη (σε χρήση μόνο σε πτώσεις του πληθυντικού αριθμού), ενώ ο δράστης και οι άστοχες ή υβριστικές πράξεις του χαρακτηρίζονται με το επίθετο ἀτάσθαλος, -ος, -ον. Αν ευσταθεί η άποψη ότι ο υπαινιγμός του Δία για τις ατασθαλίες των θνητών φωτογραφίζει τους αλαζόνες μνηστήρες, η θεά Αθηνά, που αναλαμβάνει στη συνέχεια να διεκπεραιώσει στο έπος τη βούληση του Δία υποστηρίζοντας τον Τηλέμαχο και τον Οδυσσέα, υποδηλώνει με τον δικό της τρόπο την επικείμενη τιμωρία των καταχραστών της βασιλικής περιουσίας (α 47): την ίδια μοίρα να ᾽χει κι όποιος ανάλογα κριματιστεί.

Εξάλλου, η ευθύνη που φέρουν οι θνητοί για τις πράξεις τους αφορά και στους εταίρους του Οδυσσέα, οι οποίοι σφάζουν τα βόδια του Ήλιου, παρά τις προειδοποιήσεις του αρχηγού τους. Αποτέλεσμα: ο Δίας, αποδεχόμενος τη διαμαρτυρική οργή του Ήλιου, τους στερεί τη ζωή και τον νόστο. Στο προοίμιο της Οδύσσειας ο ποιητής προεξαγγέλλει τον χαμό των εταίρων στη Θρινακία τονίζοντας τις δικές τους ατασθαλίες· με τον ίδιο, λίγο πολύ, τρόπο που ο Δίας με την Αθηνά υπαινίσσονται την επικείμενη τιμωρία των μνηστήρων (α 5-9):

Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ᾽ τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα [σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν],
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.


Οι θεοί, όπως ο Ήλιος και ο Ποσειδώνας, δεν παύουν και στην Οδύσσεια να υπερασπίζονται τα δικά τους συμφέροντα και τους ευνοούμενούς τους αντιμαχόμενοι τους εχθρούς τους, ακόμη και όταν πρόκειται για τους ευσεβείς και ενάρετους Φαίακες. Οι θνητοί επίσης γνωρίζουν ότι η αρετή τους (η ευημερία και επιτυχία τους) εξαρτάται από τους θεούς. Όμως οι αινιγματικές παρεμβάσεις των θεών της Ιλιάδας στα πράγματα των θνητών στην Οδύσσεια συμπληρώνονται από την πλευρά των θνητών με όψεις μιας γενικής δικαιοσύνης. Ο μεταμορφωμένος σε ζητιάνο Οδυσσέας, φίλος του εξαφανισμένου άρχοντα της Ιθάκης, εκφράζει τη διπλή αυτή άποψη θεοδικίας στον πιο υπεύθυνο από τους μνηστήρες Αμφίνομο (σ 132-148):

Ούτε που το φαντάζεται ο θνητός το τι κακό τον περιμένει,
όσο οι θεοί τού δίνουν προκοπή [ἀρετήν] κι αισθάνεται να τον κρατούν
τα πόδια του· όταν ωστόσο οι μάκαρες ορίσουν
να πέσουν πάνω του οι συμφορές, θέλοντας τότε και μη θέλοντας
τις υποφέρει κάνοντας υπομονή.
Έτσι κι αλλιώς αλλάζει ο νους του ανθρώπου που σέρνεται
σ᾽ αυτή τη γη, ανάλογα του πώς, μέρα τη μέρα, αλλάζει τη ζωή του
ο Δίας, προστάτης θνητών και αθανάτων.
Εμένα θέλησε η μοίρα κάποτε να ζήσω ευτυχισμένος·
έπραξα όμως αδικίες μεγάλες [ἀτάσθαλα], στη δύναμή μου
ενδίδοντας, υπολογίζοντας στις πλάτες του πατέρα μου
ή και των αδελφών μου. Γι᾽ αυτό κανείς ποτέ δεν πρέπει
να πατεί το δίκιο· παρά, με δίχως κομπασμό, να δέχεται
τα δώρα των θεών, όσα κάθε φορά του δίνουν.
Όχι, όπως βλέπω εδώ, να μηχανεύονται ανόσια έργα [ἀτάσθαλα] οι μνηστήρες,
ρημάζοντας ξένα αγαθά, προσβάλλοντας γυναίκα ομόκλινη
κάποιου που, ξέρω, δεν θα μείνει πια πολύν καιρό
μακριά από πατρίδα και δικούς - μπορεί να βρίσκεται
κιόλας κοντά.
Θα ᾽ταν λοιπόν καλύτερο για σένα να σ᾽ εξαιρούσε ένας θεός,
και να γυρνούσες σπίτι σου· να μη βρεθείς μπροστά του,
όποτε εκείνος επιστρέψει στο πατρικό νησί.


Όπως ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα, έτσι και ο Οδυσσέας στην Οδύσσεια αναγνωρίζει την καθοριστική επέμβαση των θεών στα ανθρώπινα ζητήματα, δίνοντας μάλιστα αρχικά και αυτός έμφαση στο ανεξέλεγκτο γύρισμα της ζωής των θνητών από την ευτυχία στη δυστυχία, όταν το ορίσει ο Δίας· ο οποίος ωστόσο αποκαλείται «προστάτης θνητών και αθανάτων». Όπως ο καιρός, έτσι και η τύχη των ανθρώπων γυρίζει από το καλό στο κακό, όταν οι αθάνατοι αποφασίσουν να στείλουν συμφορές στους θνητούς. Η στάση βέβαια των θνητών απέναντι στη μυστηριώδη συμπεριφορά των θεών για τον μεταμορφωμένο Οδυσσέα δεν είναι η συμμόρφωση, όπως έλεγε ο ιλιαδικός Αχιλλέας, αλλά η υπομονή. Κάτι ξέρει ο πολύτλας ήρωας από την ιδιότητα αυτή, εφόσον χάρη στην υπομονή του αλλά και στην πολύτροπη, όπως του καιρού, φύση του μπόρεσε να γυρίσει στην Ιθάκη.

Εξάλλου, αν η ζωή εμφανίζεται και από τον Οδυσσέα ως τροχός της τύχης, ρυθμιστές δεν είναι τώρα μόνον οι θεοί αλλά και οι θνητοί. Ο μεταμορφωμένος ζητιάνος αναγνωρίζει πως και ο ίδιος συντέλεσε στο γύρισμα της ζωής του από την ευτυχία στη δυστυχία, επειδή έπραξε «αδικίες μεγάλες» (ἀτάσθαλα). Ο μεταμορφωμένος ήρωας στο σημείο αυτό λέει προφανώς ψέματα στον Αμφίνομο. Όμως, και ο ίδιος από νικητής πολεμιστής της Τροίας κατάντησε περιπλανώμενος ναυαγός όχι μόνο εξαιτίας των ατασθαλιών των συντρόφων του, που έφαγαν τα βόδια του Ήλιου, αλλά, όπως τον κατηγορεί ο Ευρύλοχος, και από το δικό του λάθος (τούτου ἀτασθαλίῃσιν, κ 437) να θελήσει να μπει στη σπηλιά του Πολύφημου, με αποτέλεσμα να φαγωθούν οι εταίροι του. Επιπρόσθετα, με την αλλαγή της ζωής του άρχοντα της Ιθάκης δικαιολογείται ποιητικά η υποκριτική μεταμόρφωσή του σε ζητιάνο και επιτρέπεται και η σύγκρισή του με τους μνηστήρες, οι οποίοι μηχανεύονται «ανόσια έργα» (ἀτάσθαλα) στο παλάτι. Το μήνυμα του λόγου προς τον Αμφίνομο εμφανίζεται, κατά κάποιον τρόπο, παράδοξο: η υπομονετική στάση απέναντι στα όποια δώρα των θεών, για την οποία ο μεταμορφωμένος ήρωας μίλησε προηγουμένως, υποδεικνύεται τώρα ως μέτρο δικαίου, το οποίο δεν επιτρέπεται να παραβαίνει κάποιος με τη χρήση βίας. Διαφορετικά κινδυνεύει εύλογα να τιμωρηθεί.

Έτσι, αν ο αλληγορικός λόγος του ιλιαδικού Αχιλλέα τονίζει τη μοιραία υποταγή των θνητών σε ό,τι τους επιφυλάσσουν οι θεοί, ο προειδοποιητικός λόγος του Οδυσσέα στον Αμφίνομο τον επαναλαμβάνει παραλλαγμένο αλλά και τον συμπληρώνει, υποδηλώνοντας ότι με την έμμετρη συμπεριφορά τους οι θνητοί μπορεί να αποφύγουν την οποιαδήποτε βλάβη. Οι θεοί, για παράδειγμα, μπορεί να εξαιρέσουν τον Αμφίνομο από την επικείμενη τιμωρία των υπόλοιπων μνηστήρων, αν ο ίδιος αποφασίσει έγκαιρα να εγκαταλείψει τη συντροφιά τους.

Το γενικό συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι στην Οδύσσεια οι θεοί εμφανίζονται με διπλή όψη. Από τη μια μεριά είναι μυστήριοι, δωρητές του καλού και του κακού, απέναντι στους οποίους οι θνητοί δεν μπορούν να αντιτάξουν παρά την υπομονή, και βρίσκονται εκτός ηθικής. Με τον τρόπο αυτό ενεργούν κυρίως ο Ποσειδώνας και ο Ήλιος, έχοντας τη συγκατάθεση ή την υποστήριξη και του Δία, ενώ ο στόχος τους είναι οι Φαίακες, οι εταίροι και ο αρχηγός τους στο πρώτο μέρος της Οδύσσειας. Από την άλλη μεριά ωστόσο οι ολύμπιοι εμφανίζονται ως τιμωροί και εκδικητές όσων υπερβαίνουν το μέτρο, γι᾽ αυτό και μπορούν με την όψη τους αυτή να οδηγήσουν τους θνητούς σε δίκαιες πράξεις. Έτσι δρουν ο Δίας και κυρίως η Αθηνά με στόχο τους αλαζόνες μνηστήρες στο δεύτερο μέρος της Οδύσσειας, όπου η όψη αυτής της θεοδικίας επικρατεί προοδευτικά της πρώτης. Η επικράτηση αυτή διαπιστώνεται και από το ότι, σε αντίθεση προς την παραδοσιακή Ιλιάδα, τα προειδοποιητικά σήματα των θεών στην Οδύσσεια αλλά και των θνητών, όπως του μεταμορφωμένου Οδυσσέα στον Αμφίνομο, στο τέλος εκπληρώνονται. Ο πρωταγωνιστής της Οδύσσειας εξοντώνει, με τη βοήθεια της Αθηνάς, τους μνηστήρες, οι οποίοι πληρώνουν για τα εγκλήματά τους, όπως ο Αίγισθος για τον φόνο του Αγαμέμνονα. Κατ᾽ επέκταση, οι ισχυρισμοί των θνητών ότι η τιμωρία των μνηστήρων οφείλεται στους θεούς, καθώς επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των αφηγηματικών δρωμένων, είναι μια μορφή ποιητικής αλήθειας. Για τον γέροντα Λαέρτη η ύπαρξη των θεών αποδεικνύεται από το ότι οι μνηστήρες τιμωρήθηκαν για την αλαζονική τους συμπεριφορά (ω 351-352):

Ω Δία πατέρα, αλήθεια υπάρχετε οι θεοί στον Όλυμπο ψηλά,
αν πράγματι οι μνηστήρες πλήρωσαν την αλαζονική τους ύβρη [ἀτάσθαλον ὕβριν
].

Φαίνεται ότι για τον γέροντα πατέρα του Οδυσσέα υπάρχει κάποιος πρακτικός λόγος τον οποίο οφείλουν να εξυπηρετούν οι θεοί αν θέλουν να τους πιστεύουν οι θνητοί. Αυτός ο λόγος δεν είναι άλλος από το ότι τελικά τιμωρούν τους αλαζόνες, επιβάλλοντας τη δικαιοσύνη. Αν οι θεοί ήταν άδικοι, αν ενεργούσαν πάντοτε σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες τους για να προστατεύσουν τα δικά τους συμφέροντα, η ίδια τους η ύπαρξη θα κλονιζόταν.

Ειδικότερα, στην Οδύσσεια διαμορφώνεται μια πιο επείγουσα ανάγκη, ώστε οι θεοί να ενεργήσουν δίκαια. Η ανάγκη αυτή δημιουργείται από τη χαοτική κατάσταση που επικρατεί από την αρχή του έπους στην Ιθάκη. Η τύχη του άρχοντα του παλατιού αγνοείται, ενώ οι μνηστήρες ρημάζουν την περιουσία του και διεκδικούν τη γυναίκα του. Από την άλλη μεριά, τα όρια αντίστασης της Πηνελόπης εξαντλούνται, ενώ ο γιος της Τηλέμαχος φαίνεται ότι ούτε μπορεί να ανατρέψει το χαοτικό σκηνικό μέσα στο παλάτι ούτε είναι σε θέση να κινητοποιήσει τους αδρανείς Ιθακησίους. Έναντι λοιπόν της τραγικής εξέλιξης που παίρνουν τα πολεμικά δρώμενα της Ιλιάδας, της Οδύσσειας επιβάλλουν μια εξέλιξη σαφέστερα αναγνωρίσιμη ως ηθικολογική, ώστε οι αδικημένοι να δικαιωθούν και οι άδικοι να τιμωρηθούν.

Όπως στην Ιλιάδα έτσι και στην Οδύσσεια οι ολύμπιοι δεν αποτελούν αξεπέραστα πρότυπα αρετής, ανταποκρίνονται ωστόσο στο επιτακτικό αίτημα των θνητών για δικαιοσύνη. Κατά τα άλλα, οι ιδιότητες των θεών παραμένουν βασικά οι ίδιες και στα δύο ποιήματα. Έχουν όμως ταιριάξει διαφορετικά, προκειμένου να υπηρετήσουν διαφορετικούς στόχους: την τραγική όψη της ζωής των θνητών στην πολεμική Ιλιάδα, και το ενδιαφέρον για ποιητική δικαιοσύνη στη μεταπολεμική Οδύσσεια.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 3. Αγαπημένη μου Κλεοπάτρα

3.1. Η νύχτα των στρατηγών


Για πέντε σχεδόν αιώνες μετά την κατάργηση της βασιλείας, η ρωμαϊκή δημοκρατία στηρίχτηκε στον πολιτικό συμβιβασμό της αριστοκρατίας των πατρικίων με τις λαϊκές τάξεις και, παρά τις δύσκολες περιστάσεις που συχνά κλήθηκε να αντιμετωπίσει, λειτούργησε αποτελεσματικά με κυρίαρχο όργανο τη Σύγκλητο και τους υπάτους. Ωστόσο, το σύστημα διακυβέρνησης που έκανε τη Ρώμη κυρίαρχη σε ολόκληρη σχεδόν τη λεκάνη της Μεσογείου έδειξε καθαρά τα μειονεκτήματά του όταν οι ρωμαϊκές στρατιές είχαν απλωθεί στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Το πρόβλημα ήταν η αδυναμία της Συγκλήτου να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια, και το πρόβλημα οφειλόταν κυρίως στην αυξημένη επιρροή και αίγλη που είχαν κερδίσει ορισμένοι από τους νικηφόρους στρατηγούς της Ρώμης.

Εκτός από αίγλη οι στρατηγοί διέθεταν και λεγεώνες. Οι λεγεωνάριοι, μετά από μακρά και σκληρή θητεία στα στρατόπεδα και τα πολεμικά μέτωπα, αναγνώριζαν τους διοικητές τους ως τους μόνους φυσικούς αρχηγούς τους· και επειδή η τύχη τους μετά την αποστράτευση εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τους στρατηγούς, που συνήθως φρόντιζαν να τους δίνουν χωράφια για συνταξιοδοτικό εφάπαξ, οι δεσμοί ανάμεσα στους λεγεωνάριους και τον στρατηγό γίνονταν ακόμη πιο στενοί. Έτσι, οι μεγάλοι στρατιωτικοί άνδρες της Ρώμης είχαν στα χέρια τους τεράστια δύναμη, την οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν εναντίον της κεντρικής εξουσίας όταν οι σχέσεις τους με τη Σύγκλητο έφθαναν σε σημείο ρήξης. Όταν μάλιστα οι στρατάρχες ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξοι και ικανοί, το πρόβλημα ήταν ιδιαίτερα οξύ. Και όταν ένας τέτοιος στρατηγός, ο Μάριος, βάδισε για πρώτη φορά με τις λεγεώνες του εναντίον της Ρώμης το 88 π.Χ., άρχισε μια μεγάλη και εξαιρετικά αιματηρή περίοδος εμφυλίων πολέμων που κράτησε κάπου πενήντα χρόνια.

Ο πιο φιλόδοξος και χαρισματικός από αυτούς τους στρατηγούς ήταν ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ. Ήξερε να κερδίζει στρατιωτικές μάχες αλλά και τις καρδιές των στρατιωτών του· αγαπούσε τον πόλεμο αλλά και τις γυναίκες· κατέκτησε, ανάμεσα σε άλλες περιοχές, τη Γαλατία του Οβελίξ και του Αστερίξ· ήταν γλαφυρός ιστορικός και έγραψε απομνημονεύματα από τα πολεμικά του μέτωπα· και σε αντίθεση με τους περισσότερους στρατηγούς, έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για φιλολογικά και γλωσσικά ζητήματα.

Η σύγκρουση το Ιούλιου Καίσαρα με τη Σύγκλητο έδωσε μια νέα τροπή στις ρωμαϊκές εμφύλιες διαμάχες. Η Σύγκλητος βρήκε στήριξη στο πρόσωπο του ένδοξου στρατάρχη Πομπήιου, ο οποίος είδε τελικά τις λεγεώνες του να αποδεκατίζονται από τα καισαρικά στρατεύματα στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας το 48 π.Χ. - ρωμαϊκό δράμα, ελληνική σκηνή. Μετά τα Φάρσαλα, ο Καίσαρ δεν είχε αντίπαλο παρά μόνο τον εαυτό του. Ο νικητής έθεσε αποκλειστικό στόχο να αλλάξει την πολιτειακή δομή του απέραντου ρωμαϊκού κράτους καθώς διαπίστωνε ότι το παραδοσιακό σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης χρειαζόταν άμεση αναθεώρηση.

Στην πραγματικότητα ήθελε να συγκεντρώσει την απόλυτη εξουσία στα χέρια που εμπιστευόταν περισσότερο - τα δικά του. Έτσι, δρομολόγησε μια συστηματική προπαγάνδα υπέρ της προσωπικής του εξουσίας, απευθυνόμενος στις λαϊκές μάζες, τις οποίες ήξερε άριστα να γοητεύει και να δελεάζει τόσο με τη ρητορική του όσο και με τη γενναία προσφορά δημόσιων θεαμάτων. Ταυτόχρονα προσπάθησε να αυτοπροβληθεί ως ένα είδος επίσημης θεότητας που διέθετε ιερείς και τόπους λατρείας στα μήκη και τα πλάτη της αυτοκρατορίας. Η θεοποίηση του μονάρχη ήταν συνηθισμένη στους αρχαίους λαούς της Ανατολής, και σε ορισμένες περιπτώσεις και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι παλιότερα είχαν αποδώσει κάποιες θεϊκές ιδιότητες στους άρχοντές τους· ωστόσο, αυτό που έκανε ο Ιούλιος Καίσαρ ήταν πρωτοφανές από άποψη έντασης και συστηματικότητας.

Έπαιρνε την πόζα «Μεσσία» και «Θεού», αλλά οι πολιτικοί του αντίπαλοι έβλεπαν μόνο τις διαθέσεις του τύραννου και την πυγμή του δικτάτορα· και όταν ο μονάρχης άρχισε να αυθαιρετεί επιδεικτικά σε βάρος των παλιών δημοκρατικών θεσμών, αποφάσισαν να τον αφανίσουν. Και αυτό ακριβώς έκαναν στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ., μέσα στη Σύγκλητο. Οι μαχαιριές σκότωσαν τον Καίσαρα αλλά άφησαν ανέπαφο τον καισαρισμό, και έφεραν έναν νέο κύκλο αίματος -

στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη, στη σφενδόνη,
πόσοι γύροι, πόσοι αιμάτινοι κύκλοι,
πόσες μαύρες
σειρές…

Ζάλευκος

Ανατρέχοντας στο οποιοδήποτε γενικό ιστορικό εγχειρίδιο, στα κεφάλαια που αφορούν τον περίφημο Β’ Ελληνικό αποικισμό προς τη Νότια Ιταλία (8ος - 7ος αιώνας π.Χ.), συναντάμε σύντομες αναφορές για την ιστορία και τον πολιτισμό ονομαστών πόλεων, όπως των Συρακουσών, του Ρήγιου, του Κρότωνα, της Κατάνης, της Σύβαρης και τόσων άλλων. Κάπου, σε λίγες αράδες, καταγράφεται η πόλη των Επιζεφύριων Λοκρών, μια πόλη στην οποία νομοθέτησε κάποιος Ζάλευκος - πρόσωπο ίσως μυθικό - και στην οποία εκδηλώθηκαν κάποιοι κοινωνικοί αγώνες και άκμασε κάποιος πολιτισμός. Σε λίγες προτάσεις, ο ιστορικός πηδά βιαστικά τους αιώνες και ξεμπερδεύει με τη λεπτομέρεια αυτή, για να προχωρήσει στο επόμενο θέμα...

Κι όμως, στους Επιζεφύριους Λοκρούς, στην πόλη που έχτισαν οι Λοκροί της κυρίως Ελλάδας στα τέλη του 8ου αιώνα με αρχές του 7ου, εκδηλώθηκε μια εξέλιξη, που σημάδεψε αποφασιστικά την ιστορία του Δικαίου, την πορεία της κοινωνίας και - σε επέκταση - την πορεία του πολιτισμού της Ευρώπης. Πρόκειται για τη δημιουργία του γραπτού νόμου, που επισημοποίησε και κατοχύρωσε - για πρώτη φορά στον ευρωπαϊκό χώρο - τον ταξικό συμβιβασμό και περιχάραξε τα όρια δράσης της εξουσίας.

Η ανάγκη του συμβιβασμού

Η κοινωνία των Επιζεφύριων Λοκρών ήταν γέννημα μιας γόνιμης, σε κοινωνικούς αγώνες, εποχής, μιας εποχής που η, από καταγωγή, άρχουσα αριστοκρατία έβλεπε να ορθώνεται απειλητικά απέναντι της η δραστήρια τάξη των ισχυρών του πλούτου. Ο Αριστοτέλης μας πληροφορεί ότι στην πόλη επικρατούσε «ταραχή πολλή» ενώ ο Αιλιανός αναφέρει ότι υπήρχε μεγάλη ανάγκη για «επανόρθωση» (προφανώς για αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας και τάξης). Στην κρίσιμη αυτή περίοδο, οι Επιζεφύριοι Λοκροί δέχονται καθημερινά όλο και νέους αποίκους, κυρίως από άλλες περιοχές της Μεγάλης Ελλάδας, γεγονός που - όπως φαίνεται - έδινε επικίνδυνες προεκτάσεις στην κοινωνική και πολιτική αναταραχή. Στις συνθήκες αυτές, η αριστοκρατική τάξη συνειδητοποίησε ότι ήταν αδύνατη η απόλυτη καταστολή των αντιπάλων της, οι οποίοι - με τη σειρά τους και αυτοί - διαπίστωναν ότι τα εμπόδια για την επικράτηση τους ήταν ανυπέρβλητα. Έτσι διαμορφώθηκε σταδιακά η ώριμη σκέψη για κάποιο σταθερό και μόνιμο συμβιβασμό, ένα συμβιβασμό που θα τερμάτιζε μια πολύχρονη αναταραχή και ανασφάλεια. Η λύση αυτή φαίνεται ότι ικανοποιούσε και τα υπόλοιπα στρώματα της κοινωνίας, που συνθλίβονταν μέσα στη σκληρή σύγκρουση των δύο πλευρών.

Οι κανόνες του παιχνιδιού

Οι παραπάνω εξελίξεις είναι βέβαιο ότι δεν εκδηλώθηκαν μόνο στην κοινωνία της συγκεκριμένης πόλης, αλλά -σε άλλη έκταση και με άλλη ένταση- στο σύνολο σχεδόν του ελληνικού κόσμου της εποχής εκείνης. Αυτό όμως που προσδίνει μοναδικότητα στους Επιζεφύριους Λοκρούς είναι ότι για πρώτη φορά συγκεκριμενοποιήθηκαν εκεί οι «όροι του παιχνιδιού», μέσω του γραπτού νόμου, που αποτελούσε και εγγύηση για σταθερότερη και μονιμότερη κατοχύρωση του συμβιβασμού. Με το γραπτό νόμο, τερματιζόταν το καθεστώς αβεβαιότητας, αντιφατικών ρυθμίσεων, αυθαίρετων ερμηνειών κ.λπ. και - το σπουδαιότερο - το κάθε δικαίωμα αποκτούσε λειτουργική αυθυπαρξία. Οι διάφοροι ιστορικοί αναφέρουν ότι ο συμβιβασμός επιτεύχθηκε με διαιτησία (άποψη που γενικά δεν αντικρούστηκε). Διαιτητής γινόταν κάποιο πρόσωπο αξιοσέβαστο από όλους, με κοινωνική ακτινοβολία, ηθικό κύρος, πείρα, μόρφωση και δύναμη πειθούς. Το πρόσωπο αυτό δεν προοριζόταν ν' ασκήσει εξουσία (παρέμενε ιδιώτης), αλλά να προτείνει τις αναγκαίες εκείνες και μόνιμες ρυθμίσεις, που θα γίνονταν επίσημα αποδεκτές και θα επικυρώνονταν από τα αντίπαλα μέρη. Οι ρυθμίσεις αυτές, διατυπωμένες και κωδικοποιημένες σε γραπτό κείμενο, δεν ήταν τίποτα άλλο από το γραπτό νόμο.

Ο πρώτος ευρωπαίος νομοθέτης

Πρωτοπόρος στη γενιά των νομοθετών του 7ου π.Χ. αιώνα (αργότερα ακολούθησαν ο Χαρώνδας της Κατάνης, ο Δράκων της Αθήνας, ο Λυκούργος της Σπάρτης και άλλοι) υπήρξε ο Ζάλευκος, που τόσο λίγο τίμησε η ιστορία και οι μεταγενέστεροι... Ο Ζάλευκος μπορεί να μην αποτέλεσε το μεγάλο κοινωνικό ανατόμο και μεταρρυθμιστή, μπορεί να μην κατόρθωσε (ούτε να επιδίωξε) την ανατροπή κάποιας εξουσίας, μπορεί να μη συνέβαλε και να μην κληροδότησε κάποιες μεγαλοφυείς φιλοσοφικές απόψεις, μπορεί να μην ξεπέρασε τα ιδεολογικά πρότυπα της εποχής του, άνοιξε όμως το δρόμο για τη νομική συγκρότηση των αντικρουόμενων συμφερόντων που την κατεύθυναν.

Είναι ο πρώτος Ευρωπαίος νομοθέτης που συγκέντρωσε, μελέτησε και επεξεργάστηκε αντιφατικούς κανόνες Δικαίου, προερχόμενους από την ετερόκλητη - ταξικά και από άποψη καταγωγής - κοινωνία της πατρίδας του, ο πρώτος που ενοποίησε το σύνολο αυτό και το προσάρμοσε στις συγκεκριμένες συνθήκες, ο πρώτος που κατάρτισε κανόνες υποχρεωτικής συμπεριφοράς που να αφορούν όλους τους πολίτες. Από μια άποψη, το έργο του είναι για τον ελληνικό κόσμο, ανάλογης σημασίας μ’ εκείνο του Χαμουραμπί, που 1.100 χρόνια πιο πριν είχε προσφέρει στον πολιτισμό την πρώτη γραπτή νομοθεσία της Γης (κάτω φυσικά από άλλα ταξικά και πολιτικά δεδομένα και σε άλλη έκταση). Ο Ζάλευκος, άλλωστε, φαίνεται ότι διδάχτηκε πολλά από το μεγάλο εκείνο νομοθέτη των ανατολικών λαών, και ότι ήταν βαθύς γνώστης των Δικαίων της εποχής του.

Μύθος ή πραγματικότητα

Δυστυχώς δε σώθηκε ούτε ένα αυθεντικό απόσπασμα από το νομοθετικό έργο του Ζάλευκου και ότι ξέρουμε γι’ αυτόν προέρχεται από μαρτυρίες μεταγενέστερων συγγραφέων. Τούτο δεν είναι παράξενο αν σκεφτούμε τις τότε συνθήκες. Άλλωστε γενικά δε σώθηκαν ντοκουμέντα του ελληνικού κόσμου από την εποχή εκείνη. Την ύπαρξη του Ζάλευκου αμφισβήτησε - σύμφωνα με μαρτυρία του Κικέρωνα - ο ιστορικός Τίμαιος. Την ίδια όμως άποψη εξέφρασαν και συγγραφείς που κινήθηκαν στο χώρο των πυθαγόρειων θεωριών (λέγεται γι' αυτούς, ότι ήταν αδύνατο να ανεχτούν πως κάποιος άλλος προηγήθηκε του δασκάλου τους...). Στους νεότερους χρόνους, ανάλογες απόψεις είχε ο Γερμανός ιστορικός Μπέλοχ («Ελληνική Ιστορία») που επιχείρησε και ετυμολογική ερμηνεία του ονόματος του Ζάλευκου (διάλευκος = διάφανος, ξεκάθαρος, σαφής) για να ενισχύσει τις θεωρίες του. Οι παραπάνω γνώμες έρχονται σε σύγκρουση με πολυάριθμες μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων (Αριστοτέλη, Δημοσθένη, Στράβωνα, Αιλιανού, Στοβαίου, Σούδα και άλλων), που άφησαν - οπωσδήποτε αντιφατικά - στοιχεία για τη ζωή και το έργο του μεγάλου Έλληνα νομοθέτη. Σήμερα, ο ιστορικός δε διαθέτει επαρκείς αποδείξεις για να διαψεύσει αποφασιστικά την ύπαρξη του Ζάλευκου, ορισμένοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι οι σχετικές θεωρίες δεν αποτελούν παρά αντανάκλαση μιας πολύ γνωστής τάσης ορισμένων ιστορικών: να διακρίνουν - ίσως σωστά - τη γενικότερη ροή των ιστορικών φαινομένων, αλλά να δυσπιστούν και να αρνούνται το ρόλο ορισμένων μεμονωμένων γεγονότων ή συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων στη διαμόρφωση τους, φτάνοντας έτσι στο αντίθετο άκρο από εκείνο των ιστοριογράφων (που - αντίστροφα - απαριθμούν απλώς γεγονότα και πρόσωπα, χωρίς να διακρίνουν την ιστορική ροή και τους γενικότερους μηχανισμούς της). Στα πλαίσια βέβαια αυτού του σημειώματος, δεν μπορεί να υπάρχει τελική ιστορική άποψη... Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκφράστηκαν και απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες δεν αμφισβητείται η ύπαρξη του Ζάλευκου, αλλά η εποχή στην οποία έδρασε και νομοθέτησε. Ο Ιάμβλιχος, ο Σούδας και άλλοι, υποστήριξαν π.χ. ότι ο Ζάλευκος υπήρξε μαθητής του Πυθαγόρα, πράγμα που ιστορικά δεν ευσταθεί, μια και ο μεγάλος φιλόσοφος υπήρξε κατά ένα αιώνα μεταγενέστερος της γενιάς των πρώτων νομοθετών.

Όχι ταπεινής καταγωγής

Η παράδοση θέλει το Ζάλευκο ταπεινής καταγωγής και μάλιστα δούλο και ποιμένα, που εμπνεύστηκε με θεία επέμβαση τη νομοθεσία του, η οποία και έγινε αμέσως αποδεκτή από την κοινωνία των Επιζεφύριων Λοκρών. Σ' ότι αφορά φυσικά τη θεία προέλευση του νόμου, δεν υπάρχει ιστορικό πρόβλημα, μια και είναι γνωστή η αγωνία των αρχαίων λαών να προσδώσουν στο Δίκαιο υπερφυσικό κύρος.

Όσο για την ταπεινή καταγωγή του Ζάλευκου (σχετική μαρτυρία μας παρέχει και ο Σούδας) πρόκειται για άποψη που γενικά δεν κρίνεται σωστή. Ο Διόδωρος άλλωστε αναφέρει ότι «ο Ζάλευκος ήταν Λοκρός από την Ιταλία ως προς το γένος, άνδρας ευγενής και θαυμαστός για την παιδεία του», πράγμα που φαίνεται λογικό για την τότε πραγματικότητα (ούτε η αριστοκρατία, αλλά ούτε και οι δυνατοί του χρήματος δε θα μπορούσαν ν' ανεχτούν τη διαιτησία ενός ποιμένα και μάλιστα δούλου). Υπάρχουν βέβαια απόψεις ότι η λέξη «ποιμένας» εμφανίζεται στις σχετικές παραδόσεις με αλληγορική σημασία (ότι έχει την έννοια του «καθοδηγητή»). Οι θεωρίες, πάντως, για τη λαϊκή καταγωγή του Ζάλευκου βρήκαν θερμούς υποστηριχτές, σε μεταγενέστερες εποχές, στους εκπροσώπους των δημοκρατικών δυνάμεων, γεγονός όμως που δεν αρκεί για να τους προσδώσει και ιστορικό κύρος.

Με την απειλή του θανάτου

Εντυπωσιακή είναι η σημασία που προσέδωσαν οι Επιζεφύριοι Λοκροί στη σταθερότητα του νόμου, ενόψει των τόσο δυσάρεστων εμπειριών του παρελθόντος. Ο Δημοσθένης μας δίνει μια φοβερή μαρτυρία για το πόσο επικίνδυνη ήταν η απόπειρα μετατροπής του νόμου ή η ψήφιση νέου. Γράφει συγκεκριμένα, ότι όποιος ήθελε να προτείνει νέο νόμο, φορούσε μια θηλιά στο λαιμό και εμφανιζόταν στους «Χίλιους» (το νομοθετικό, δικαστικό και κυβερνητικό σώμα της πόλης) και διατύπωνε την πρόταση του. Αν γινόταν δεκτό, όλα πήγαιναν καλά. Αν όμως απορριπτόταν, τότε ο πολίτης στραγγαλιζόταν επιτόπου... Καταλαβαίνει κανείς ότι κάτω από τις συνθήκες αυτές δεν υπήρχε και τόσο μαζική διάθεση για νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Ο Δημοσθένης μάλιστα αναφέρει ότι σε διάρκεια 200 χρόνων, μόνο ένας νέος νόμος είχε κατορθωθεί να ψηφιστεί. Χαρακτηριστική είναι, εξάλλου, και η μαρτυρία του Πλούταρχου, σύμφωνα με την οποία τιμωρήθηκε κάποτε ένας πολίτης που είχε επιστρέψει στην πόλη μετά από πολύχρονη απουσία, γιατί απλώς ρώτησε τους συμπολίτες του, αν κατά τη διάρκεια της απουσίας του αυτής άλλαξε κάτι εκεί... Γιά τη σταθερότητα του Δικαίου, η μια προϋπόθεση ήταν το αμετάβλητο των νόμων. Η άλλη ήταν να έχουν οι νόμοι αυτοί μια και σταθερή ερμηνεία, έτσι ώστε ν’ αποφεύγεται η καταστρατήγηση, καθώς και η σιωπηρή (μέσο των δικαστικών αποφάσεων) μεταρρύθμιση τους. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, ό Ζάλευκος όρισε ότι θα υπήρχε ειδικά εξουσιοδοτημένος λειτουργός, ο Κοσμόπολις, μοναδικός αρμόδιος για να κρίνει αν ο νόμος είχε αυτή ή την άλλη ερμηνεία. Μέχρι εδώ όλα φαίνονται απλά. Όμως η συνέχεια είναι αρκετά πρωτότυπη: όταν κάποιος πολίτης έκρινε ότι η ερμηνεία του Κοσμόπολι ήταν για τον άλφα ή βήτα λόγο λαθεμένη, είχε κάθε δικαίωμα να καταφύγει στους «Χίλιους» και να τους ζητήσει να αποφασίσουν πάνω στη διαφωνία. Αν δεν τους έπειθε, θανατωνόταν την ίδια στιγμή, ενώ αν τους έπειθε, η τύχη αυτή επιφυλασσόταν για τον άτυχο Κοσμόπολι... Με το σύστημα αυτό πιστευόταν ότι εξασφαλιζόταν η σωστή ερμηνεία του νόμου από τον Κοσμόπολι, αλλά και σεβασμός της ερμηνείας αυτής από τους πολίτες.

Οφθαλμός αντί οφθαλμού

Ο Ζάλευκος δεν μπήκε γενικά στη σφαίρα του Δημοσίου Δικαίου, δεν προχώρησε δηλαδή σε μεταρρυθμίσεις που να αφορούν τη διοίκηση της πολιτείας. Η επέμβαση του στο χώρο αυτόν ήταν έμμεση και εκδηλώθηκε με την οριοθέτηση των εξουσιών της υπάρχουσας διοίκησης, έτσι ώστε αυτή να μην αυθαιρετεί. Πολυάριθμες είναι, εξάλλου, οι παραινέσεις και συμβουλές που απηύθυνε προς τους πολίτες και τους άρχοντες, να τηρούν το νόμο και να σέβονται τους θεούς. Στο χώρο του Ποινικού Δικαίου, η επέμβαση του Ζάλευκου ήταν αποφασιστική και πολύτιμη. Σημαντικότερος θεσμός εδώ είναι - σύμφωνα με μαρτυρίες του Εφόρου - ότι ο δικαστής στερείται την εξουσία να επιβάλλει αυθαίρετα όποια ποινή θέλει για το συγκεκριμένο έγκλημα και περιορίζεται στο να τιμωρεί όταν και όπως ορίζει ο νόμος. Τούτο σημαίνει ότι το κάθε έγκλημα είχε, ανάλογα με τη σοβαρότητα του, μια συγκεκριμένη «ποινική διατίμηση», έτσι ώστε ο κολασμός να είναι ανάλογος και να αποφεύγεται κάθε αυθαιρεσία. Είναι περιττό νομίζουμε να τονίσει κανείς την τεράστια σημασία που είχε η παραπάνω ρύθμιση για την εξέλιξη του Δικαίου... Γενικότερα, η ποινική νομοθεσία του Ζάλευκου αναφερόταν σ' εγκλήματα σχετικά με την προσβολή του δημοσίου συμφέροντος, την απαιτούμενη ευσέβεια στους θεούς και την κρατούσα γενετήσια ηθική. Ως προς την προσβολή «ιδιωτικών» συμφερόντων, επικρατεί η αρχή της ανταπόδοσης («αντιπεπονθός»), κυρίως σ’ ότι αφορά την πρόκληση σωματικών βλαβών και το φόνο. Τούτο είναι απόλυτα φυσικό για τα τότε δεδομένα, και αποδεικνύει την άμεση επιρροή των ανατολικών Δικαίων (Κώδικα Χαμουραμπί κ.λπ.) στην ελληνική, περί Δικαίου, αντίληψη. Ειδικότερα, ο Δημοσθένης μας πληροφορεί, ότι ο Ζάλευκος «εάν τις οφθαλμόν εκκόψη, αντεκκόψαι παρασχείν τον εαυτού» (κατά το γνωστό «οφθαλμον αντί οφθαλμού»).

Ήταν απάνθρωπη η νομοθεσία;

Το ερώτημα δεν μπορεί παρά να έχει σχετική απάντηση. Αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε το κάθε ιστορικό φαινόμενο με τα δεδομένα της εποχής μας, τότε ναι, ήταν απάνθρωπη. Είναι σκληρό να θανατώνεις εκείνον που φιλοδοξεί να ανανεώσει το Δίκαιο, εκείνον που αμφισβητεί την επίσημη ερμηνεία του νόμου, είναι βάρβαρο να θανατώνεις τον αλκοολικό, να τυφλώνεις το μοιχό, να ακρωτηριάζεις εκείνον που ακούσια ακρωτηρίασε άλλον. Μπορούμε όμως να κρίνουμε το παρελθόν, να κοστολογήσουμε τις αξίες του, οχυρωμένοι πίσω από τις κατακτήσεις του καιρού μας; Νομίζουμε όχι. Με τη λογική αυτή, τι θα μπορούσαν να σκεφτούν οι άνθρωποι του μέλλοντος για την εποχή μας; Τι θα σκεφτούν όταν πληροφορηθούν ότι φυλακίζαμε το ναρκομανή ανήλικο, ότι δέρναμε τον ομοφυλόφιλο, ότι περιφρονούσαμε το γύφτο, ότι εξουθενώναμε τον ανακρινόμενο για να ομολογήσει, ότι εισβάλλαμε στην ανομολόγητη προσωπική ζωή του καθενός για να σκυλέψουμε κάποια δημοσιογραφική επιτυχία; Όχι λοιπόν. Η νομοθεσία του Ζάλευκου δεν ήταν πιο βάρβαρη από τη δική μας, ούτε πιο πολιτισμένη. Ηταν απλώς ανάλογη με τις τότε αξίες και κοινωνικές σκοπιμότητες. Ήταν όμως αναμφισβήτητα πιο αυστηρή. Χαρακτηριστικός είναι ο παρακάτω μύθος του Αιλιανού: κάποτε - γράφει - πιάστηκε ο γιος του ίδιου του Ζάλευκου σαν ένοχος μοιχείας και καταδικάστηκε να τυφλωθεί. Λέγεται ότι τότε ο μεγάλος νομοθέτης δεν απαίτησε χάρη για το παιδί του (εκμεταλλευόμενος το κύρος του), αλλά απλώς ζήτησε το ένα μάτι να αφαιρεθεί από τον ίδιο... Στο χώρο των ιδιωτικών σχέσεων η νομοθεσία του Ζάλευκου χαρακτηρίζεται από βαθύ συντηρητισμό, που αποσκοπεί - όπως φαίνεται - στη μη διατάραξη των συμφωνιών που προέκυψαν από το συμβιβασμό των τάξεων. Η γη απαγορεύεται να πουληθεί, παρά μόνο αν υπάρχει μεγάλη και αποδειγμένη ανάγκη (μαρτυρία του Αριστοτέλη), ενώ δεν επιτρέπεται η εμπορία αγροτικών προϊόντων. Οι δικονομικές διατάξεις είναι απλουστευμένες και για την απόδειξη ενός γεγονότος βαραίνει η προφορική μαρτυρία και όχι ο ψυχρός τύπος...

Το παιχνίδι της εξουσίας

Είναι τουλάχιστον αφελές να βλέπει κανείς το Δίκαιο σαν φαινόμενο ξεκομμένο από τις κοινωνικές του καταβολές, σαν αυτόνομο ηθικό μέγεθος που επινοείται για να εξυπηρετήσει μια αφηρημένα σωστή δεοντολογία. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξωπραγματικό. Το Δίκαιο και κάθε μερική του εκδήλωση, δεν αποτελεί παρά έκφραση κοινωνικής σκοπιμότητας, εξωτερικεύει δηλαδή τη βούληση των δυνάμεων που ελέγχουν την κοινωνική ζωή και την εξοπλίζει με δύναμη καταναγκασμού. Ο νόμος - γραπτή υλοποίηση του Δικαίου - ρυθμίζει συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις και απειλεί κυρώσεις, οριοθετώντας έτσι το αιώνιο παιχνίδι της εξουσίας... Με βάση τα παραπάνω, ο Ζάλευκος, ο νομοθέτης των Επιζεφύριων Λοκρών υπήρξε πρωτοποριακό στοιχείο στην εποχή του και χάραξε αποφασιστικά την ιστορία. Η νομοθεσία του αποτελεί την πρώτη - στον ελληνικό κόσμο αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο - επισημοποίηση μιας εξουσίας, που βασίστηκε στο συμβιβασμό ετερόκλητων κοινωνικών δυνάμεων... Ίσως, από την άποψη αυτή και μόνο, ο Ζάλευκος δικαιούται μια καλύτερη θέση στα ιστορικά εγχειρίδια και στη μνήμη των μεταγενέστερων.

Οἱ Στω­ι­κοί καί ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος

Οἱ Στω­ι­κοί, ὅπως ὁ­μο­λο­γοῦ­σαν καί οἱ ἴδιοι, ἄν­τλη­σαν πολ­λές ἰ­δέ­ες ἀ­πό τόν Ἡ­ρά­κλει­το. Ἐ­ξε­τά­ζον­τας με­ρι­κά ἀ­πό αὐτά τά δά­νει­α, θά μπο­ρέ­σου­με νά συν­δέ­σου­με με­τα­ξύ τους ὁ­ρι­σμέ­να νή­μα­τα σκέ­ψης πού ἐ­ξε­τά­σα­με στό προ­η­γού­με­νο κε­φά­λαι­ο καί νά εἰ­σα­γά­γου­με τό θέ­μα τοῦ ἑ­πό­με­νου.

Πα­ρα­θέ­του­με ἐ­δῶ τρί­α ἀ­πο­σπά­σμα­τα τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του, πού πε­ρι­έ­χουν τή λέ­ξη λό­γος:

Ἄ­φοῦ ἀ­κού­σε­τε ὄχι ἐ­μέ­να, ἀλλά τόν λό­γον, εἶ­ναι σο­φό νά συμ­φω­νή­σε­τε (ὁμο-λο­γεῖν) ὅτι ὅλα εἶ­ναι ἕ­να (ἀ­πό­σπ. 50 Diels-Kranz).

Ἄν καί ὅλα συμ­βαί­νουν σύμ­φω­να μέ αὐτόν τό λό­γον, οἱ ἄν­θρω­ποι μοιά­ζουν νά μή τό γνω­ρί­ζουν (ἀ­πεί­ροι­σιν), ὅσο καί ἄν ἔ­χουν τήν ἐμ­πει­ρί­α (πειρώ­με­νοι) τῶν λέ­ξε­ων καί τῶν πρά­ξε­ων πού ἐκ­θέ­τω, δι­α­κρί­νον­τας κά­θε πράγμα σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση του καί ἐ­ξη­γών­τας πῶς εἶ­ναι (ἀ­πό­σπ. 1).

Ἄν καί ὁ λό­γος εἶ­ναι κοι­νός, οἱ πολ­λοί ζοῦν σάν νά ἔ­χει ὁ κα­θέ­νας τή δι­κή του φρό­νη­σιν (ἀ­πό­σπ. 2).

Ἀ­πό τά χω­ρί­α αὐτά γί­νε­ται φα­νε­ρό ὅτι ὁ λό­γος εἶ­ναι κά­τι πού μπο­ρεῖ νά ἀ­κου­στεῖ, πού χρη­σι­μεύ­ει στήν ἐ­ξή­γη­ση τῶν πραγ­μά­των, πού εἶ­ναι κοι­νό σέ ὅλους, κτλ.

Μί­α ἄλ­λη θε­με­λι­α­κή ἔν­νοι­α τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του εἶ­ναι ἡ Ἁρ­μο­νί­α. Φαί­νε­ται ὅτι ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν τόν κό­σμο ὡς συλ­λο­γή πραγ­μά­των ἑ­νο­ποι­η­μέ­νων καί ρυθ­μι­σμέ­νων ἀ­πό τόν λό­γον πού εἶ­ναι κοι­νός σ’ αὐτά. Καί ἡ ἔν­νοι­α αὐτή ἔχει πο­λύ με­γά­λη ση­μα­σί­α στό Στω­ι­κι­σμό. Γιά τόν Ἠ­ρά­κλει­το, ὁ λό­γος εἶ­ναι αὐτός πού κά­νει τόν κό­σμο εὔ­τα­κτο οἰ­κο­δό­μη­μα, κό­σμον. Ἀλ­λά κά­τι πα­ρό­μοι­ο εἶ­χαν ὑ­πο­θέ­σει καί οἱ μι­λή­σι­οι φι­λό­σο­φοι, ὅταν προ­σπα­θοῦ­σαν νά ἐ­ξη­γή­σουν ὅλα τά πράγ­μα­τα μέ βά­ση τίς με­ταλ­λα­γές μιᾶς μο­να­δι­κῆς ὑ­λι­κῆς ἀρ­χῆς. Οἱ Ἕλ­λη­νες δέν εἶ­χαν ἄ­ναγ­κη νά προσφύ­γουν σέ ἕ­να λό­γον ρυθ­μι­στή, γιά νά ἐκ­φρά­σουν τήν ἔννοι­α τῆς τά­ξης στή φύ­ση. Ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, ἄν καί ὑ­πο­στή­ρι­ζε βέ­βαι­α ὅτι ὁ κό­σμος εἶ­ναι εὔ­τα­κτο οἰ­κο­δό­μη­μα, ἐν­νο­οῦ­σε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅταν ἔ­λε­γε ὅτι ὅλα τά πράγ­μα­τα συμ­βαί­νουν σύμ­φω­να μέ τόν λό­γον. Κα­τά τή γνώ­μη μου ὑ­πο­νο­οῦ­σε ὅτι ὑ­πάρ­χει θε­με­λι­α­κή σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στά κο­σμι­κά γε­γο­νό­τα καί τήν ἀν­θρώ­πι­νη σκέ­ψη ἤ ὁ­μι­λί­α· ὅτι οἱ ἄν­θρω­ποι δέν μπο­ροῦν δυ­στυ­χῶς νά τό ἀν­τί- λη­φθοῦν, ἀλλά ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἱ­κα­νό­τη­τά τους νά σκέ­φτον­ται καί νά μι­λοῦν εἶναι κά­τι πού τούς συν­δέ­ει μέ τόν κό­σμο καί μπο­ρεῖ νά τούς δώ­σει τό κλει­δί, γιά νά προ­σεγ­γί­σουν τήν ἀ­λη­θι­νή φύ­ση τῶν πραγ­μά­των.

Τό ὕφος τοῦ ἴ­διου του Ἡ­ρα­κλεί­του ἐκ­φρά­ζει τίς ἀν­τι­θέ­σεις καί τίς σχέ­σεις πού πί­στευ­ε ὅτι χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τόν κό­σμο. Τό κα­λύ­τε­ρο ἴσως πα­ρά­δειγ­μα εἶναι τό ἀ­πό­σπα­σμα 48: «Τό ὄνομα τοῦ τό­ξου (βί­ος) εἶ­ναι ζω­ή (βί­ος), ἀλλά τό ἔρ­γο του εἶναι ὁ θά­να­τος». Γιά τόν Ἡ­ρά­κλει­το ἡ ἀμ­φι­ση­μί­α τῆς λέ­ξης βί­ος συμ­βο­λί­ζει μι­άν ἀμ­φι­ση­μί­α στήν ἴ­δια τή φύ­ση: τό τεν­τω­μέ­νο τό­ξο ἤ ἡ λύ­ρα ἀ­πο­τε­λεῖ μι­άν ἑ­νό­τη­τα ἤ ἁρ­μο­νί­α, ἀλλά αὐτή ἡ ἑ­νό­τητα πα­ρά­γε­ται ἀ­πό τήν ἔν­τα­ση ἤ τήν πά­λη ἀ­νά­με­σα στή χορ­δή καί τό πλαί­σι­ο. Ὅπως ἡ γλώσσα μπο­ρεῖ νά εἶναι αἰ­νιγ­μα­τι­κή, ἀμ­φί­ση­μη, ἀν­τι­νο­μι­κή, ἔ­τσι καί στόν κό­σμο τά ἀν­τί­θε­τα συ­νυ­πάρ­χουν, ἡ ἑ­νό­τη­τα εἶναι προ­ϊ­όν δι­α­φο­ρᾶς, ἡ ἁρ­μο­νί­α συ­νέ­πει­α τῆς ἔ­ρι­δας. Δέν ὑ­πο­νο­ῶ βέ­βαι­α ὅτι ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος ὁ­δη­γή­θη­κε στίς θε­ω­ρί­ες του γιά τόν κό­σμο ἀ­πό τό στο­χα­σμό του πά­νω στήν ἑλ­λη­νι­κή γλώσσα. Ἄλ­λα οἱ λέ­ξεις λό­γος-λέ­γειν μέ τή ση­μα­σί­α τῆς «ὁ­μι­λί­ας πού ἔ­χει νό­η­μα» πρέ­πει νά συν­δέ­ον­ται μέ τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό του ὅτι ὁ λό­γος ρυθ­μί­ζει τά πάν­τα. Εἶ­χε τή γνώ­μη ὅτι ὁ κό­σμος εἶ­ναι ἑ­νό­τη­τα ἀν­τι­θέ­σε­ων, ἁρ­μο­νί­α ἀν­τί­θε­των δυ­νά­με­ων πού μπο­ρεῖ νά ἐκ­φρα­στεῖ μέ προ­τά­σεις ὅπως: «Ὁ Θε­ός εἶ­ναι μέ­ρα νύ­χτα, χει­μώ­νας κα­λο­καί­ρι, πό­λε­μος εἰ­ρή­νη» (ἀ­πό­σπ. 67)· «Ὁ δρό­μος πρός τά ἐ­πά­νω καί πρός τά κά­τω εἶναι ὁ ἴ­διος» (ἀ­πό­σπ. 60). Ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος ἐ­πι­νό­η­σε τή σύ­ζευ­ξη ἀν­τί­θε­των κα­τη­γο­ρη­μά­των, γιά νά ἀ­πο­δώ­σει μέ πα­ρα­δείγ­μα­τα συ­νά­φει­ες στή φύ­ση πού τίς ἔ­χει συ­σκο­τί­σει ἡ κοι­νή γλώσσα.

Οἱ Στω­ι­κοί δέν χρη­σι­μο­ποί­η­σαν ἰ­δι­αί­τε­ρα τήν ἔν­νοι­ά της ἡρα­κλεί­τει­ας ἑ­νό­τη­τας μέ­σα ἀ­πό τήν ἀντίθεση, ἄν καί βρί­σκου­με κά­ποια ἴ­χνη της. Δα­νεί­στη­καν ὅμως ἀ­πό τόν Ἡ­ρά­κλει­το τήν ἔν­νοι­α τοῦ λό­γου πού κα­τευ­θύ­νει τά πάν­τα καί στόν ὁποῖο με­τέ­χουν ὅλοι οἱ ἄν­θρω­ποι. Ἡ φω­τιά, τό σύμ­βο­λο ἤ ὁ φο­ρέ­ας τοῦ λό­γου στόν Ἡ­ρά­κλει­το, υἱ­ο­θε­τή­θη­κε ἐ­πί­σης ἀ­πό τόν Ζή­νω­να ὡς βά­ση τῆς στω­ι­κῆς φυ­σι­κῆς. Οἱ Στω­ι­κοί πά­νω ἀ­πό ὅλα ἐ­πε­ξερ­γά­στη­καν συ­στη­μα­τι­κά τίς γλωσ­σι­κές καί λο­γι­κές ἐ­πι­πτώ­σεις τῆς ἄ­πο­ψης ὅτι τό σύμ­παν κα­τευ­θύ­νε­ται ἀ­πό τόν λό­γον. Θά ἦ­ταν φαν­τα­σι­ο­κο­πί­α νά προ­σπα­θή­σου­με νά βροῦ­με σέ ὅλα αὐτά συγ­κε­κρι­μέ­νη ἐ­πί­δρα­ση τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του. Ὡστόσο, ἡ στω­ι­κή ἔν­νοι­α τοῦ νά ζεῖ κα­νείς ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως, σέ συ­νέ­πει­α μέ τόν λό­γον, ἡ ὁ­ποί­α το­νί­ζει τή σχέ­ση πού θά ἔ­πρε­πε νά ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στόν ἄν­θρω­πο καί τόν κό­σμο, εἶ­ναι στή σύλ­λη­ψή της ἡ­ρα­κλεί­τει­α.

Ἡ ὕ­πο­θε­ση ὅτι τό σύμ­παν εἶ­ναι εὔ­τα­κτο οἰ­κο­δό­μη­μα προ­σι­δι­ά­ζει στήν ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α. Ὅπως στό Στω­ι­κι­σμό, ἔ­τσι καί στόν Πλά­τω­να καί τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἡ ἔν­νοι­α τῆς τά­ξης συν­δυ­ά­ζε­ται μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ σκο­ποῦ ἤ τῆς πρό­θε­σης. Ἀλ­λά οὔ­τε ὁ Πλά­των οὔ­τε ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης συμ­φω­νοῦ­σαν μέ τούς Στω­ι­κούς ὅτι ἡ τά­ξη αὐτή εἶ­ναι τά­ξη αἰ­τί­ας καί ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος, πού ἐκφρά­ζε­ται τέ­λει­α στά γή­ι­να φαι­νό­με­να καί στήν κί­νη­ση τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των. Δέν ὑπάρχει τί­πο­τε στό Στω­ι­κι­σμό πού νά ἀντι­στοι­χεῖ στίς Ἰ­δέ­ες τοῦ Πλά­τω­να οὔ­τε πά­λι στή δι­ά­κρι­ση τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἀ­νά­με­σα στίς οὐ­ρά­νι­ες πε­ρι­ο­χές καί στίς πε­ρι­ο­χές πού βρί­σκον­ται κά­τω ἀ­πό τή σε­λή­νη. Ὁ Στω­ι­κι­σμός δέν υἱ­ο­θετεῖ τούς βαθ­μούς τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τοῦ Πλά­τω­να οὔ­τε τή δι­ά­κρι­ση τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἀ­νά­με­σα στήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα καί τό ἐν­δε­χό­με­νο. Τά ἀν­τι­κεί­με­να τῆς αἰ­σθη­τη­ρι­α­κῆς ἀντίληψης στό Στω­ι­κι­σμό ἀ­πο­τε­λοῦν ὅλα τέ­λει­α πα­ρα­δείγ­μα­τα «αὐ­τοῦ πού ὑ­πάρ­χει», δη­λα­δή τῶν σω­μά­των καί ὑ­πάρ­χουν ἀ­ναγ­καῖ­α, ἐ­φό­σον ὑ­πάρ­χει αἰ­τι­α­κή σύν­δε­ση πού κα­θο­ρί­ζει ὅλα τά πράγ­μα­τα.

Ἡ δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στήν πλα­τω­νι­κή ἡ τήν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή με­θο­δο­λο­γί­α καί στό Στω­ι­κι­σμό ὀ­φεί­λε­ται ἔν­με­ρει στή στω­ι­κή ἔννοι­α τοῦ λό­γου. Ἡ ἐ­νο­ποί­η­ση σέ μι­ά μο­να­δι­κή ἔν­νοι­α τῆς αἰ­τί­ας ὅλων τῶν συμ­βάν­των καί τοῦ ὀρ­γά­νου τῆς σκέ­ψης καί τῆς ὁ­μι­λί­ας ὁ­δή­γη­σε τούς Στω­ι­κούς νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν ὁ­ρι­σμέ­νους τρό­πους φι­λο­σο­φι­κῆς ἀ­νά­λυ­σης, πού κα­τά τή γνώ­μη τους δέν ἀν­τι­στοι­χοῦ­σαν σέ τί­πο­τε πραγ­μα­τι­κό. Ἡ γλώσσα καί ἡ σκέ­ψη, ἐ­φό­σον εἶ­ναι φυ­σι­κές, πρέ­πει νά ται­ριά­ζουν μέ τά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να. Οἱ κα­θο­λι­κές ἔν­νοι­ες, ἐ­φό­σον δέν ἔ­χουν ἀν­τι­κει­με­νι­κή ὕ­παρ­ξη, δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λοῦν ἀν­τι­κεί­με­νο φι­λο­σο­φι­κῆς με­λέ­της. Ὡς ἔν­νοι­ες μᾶς δί­νουν ἕ­ναν πρό­σφο­ρο τρό­πο κα­τά­τα­ξης τῶν πραγ­μά­των, ἀλλά δέν ὁ­ρί­ζουν τή δο­μή τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ἡ φύ­ση μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει ἐ­πι­μέ­ρους ἀν­τι­κεί­με­να καί ὄ­χι κα­θο­λι­κές ἔν­νοι­ες. Ἡ ἀ­ξία τῆς γλώσ­σας γιά τό φι­λό­σο­φο εἶ­ναι ἡ δυ­να­τό­τη­τά της νά πε­ρι­γρά­φει τόν κό­σμο. Σ’ ἕ­ναν κό­σμο πού τόν κυ­βερ­νά­ει ὁ λό­γος αὐτό πού χρει­ά­ζε­ται εἶ­ναι νά συν­δέ­εις, νά βρί­σκεις τή σω­στή πε­ρι­γρα­φή, τήν πε­ρι­γρα­φή πού ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στό ἀ­νά­λο­γο μέ­ρος τῆς φύ­σης.

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΝ ΔΙΑΣΤΡΟΦΩΝ

«Την άκρα ανοησία αγγίζει αυτός που θέλει να νικήσει την φύση». Ευριπίδης

Ο άνθρωπος είναι βιολογικό και κοινωνικό ον. Πάνω απ΄ όλα όμως είναι ένα βιολογικό-φυσικό ον. Η εναντίωση στην φυσικότητα του ανθρώπου ως «άθλος» ή «καταξίωση έναντι του θείου» αποτέλεσε μέσον χειραγώγησης και καταπίεσης των μαζών από την πολιτική και θρησκευτική εξουσία. Θεμελιωτές και πρωτεργάτες υπήρξαν οι ιδρυτές αφύσικων φιλοσοφικών θεωριών και θρησκευτικών δογμάτων ανά τους αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας.

Από αρχαιοτάτων χρόνων η θρησκεία συμπεριέλαβε όλες τις ανθρώπινες ανησυχίες και έγινε ο εκπρόσωπος και ο φορέας των κοινωνικών προβληματισμών. Τα εκάστοτε ιερατεία ήσαν οι πρώτες αμειβόμενες ομάδες για την κοινωνική αυτή προσφορά. Ο λαός και οι απλοί απαίδευτοι άνθρωποι είχαν επιλέξει τους πνευματικούς τους σωτήρες και τους άμειβαν πλουσιοπάροχα για την προστασία που τους παρείχαν έναντι κάποιας θεϊκής τιμωρίας ή χάριτος. Το ερωτικό στοιχείο (ο έρωτας και η συνουσία) υπήρξαν αναμφίβολα οι πρωτογενείς δομές των κοινωνιών, αλλά η γυναικεία ύπαρξη εξ αιτίας της βιολογικής της κατασκευής θεωρήθηκε προβληματική, ακατανόητη, μαγική.

Ο αιματηρός κύκλος της εμμηνορρυσίας, της εγκυμοσύνης, του τοκετού, της γαλακτοφορίας και της γενικότερης ψυχοσωματικής συμπεριφοράς της, παραξένευαν τόσο τις ίδιες όσο και τον ανδρικό πληθυσμό ιδιαίτερα. Οι πρωτογενείς θρησκείες με τους μάγους-ιερουργούς της φυλής άλλοτε έβλεπαν την γυναίκα με θαυμασμό και δέος ως ιερό πρόσωπο καθιστώντας την ιέρεια ή μάντη, και άλλοτε την αντιμετώπιζαν ως βλαπτικό δαίμονα και αποδιοπομπαίο πλάσμα.

Έτσι η ερωτική συνεύρεση με την γυναίκα άλλοτε υμνήθηκε ως θεϊκή προσφορά γονιμότητας και άλλοτε καταδικάστηκε ως σαρκική, κτηνώδης αμαρτία και απαρέσκεια στον θεό. Η δεύτερη αυτή αντιμετώπιση του έρωτα έφτασε σε απαράδεκτες και ακραίες θέσεις στον χριστιανικό ασκητισμό-μοναχισμό και στις διδαχές του ιερατείου του. Η καταδίκη της σάρκας και ιδιαιτέρως των γεννητικών οργάνων (ως μέσον του σατανά για να κερδίσει ψυχές), θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα θέματα στην ιστορία του χριστιανισμού και των αιρέσεών του. Γι΄ αυτό και η ιδέα της παρθενίας στάθηκε κεντρικό σημείο αναφοράς στην «αγιοσύνη» και «θέωση» του ανθρώπου. Απόρροιες όλων αυτών των καταστάσεων είναι οι σεξουαλικές διαστροφές ως εναντίωση στην φυσικότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Διαστροφή πρώτη: Παρθενία

Όλως ιδιαίτερη προσοχή επέστησε για την παρθενία η χριστιανική θρησκεία που την εξύψωσε σε ηθικό επίπεδο κατά πολύ ανώτερο από εκείνο της εποχής προ Χριστού.

Τα Ευαγγέλια και η χριστιανική Εκκλησία διδάσκουν ότι η παρθενία είναι ηθικά προτιμότερη του γάμου. Ο λόγος αυτής της υπεροχής, σύμφωνα με τους θεολόγους και τους μυστικιστές είναι, ότι εκείνοι που τηρούν την παρθενία (άνδρες ή γυναίκες) λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, εκτός του ότι προσομοιάζουν με τον Ιησού, είναι περισσότερο ελεύθεροι να αφιερωθούν στην υπηρεσία του θεού ή των αγίων του.

Ο χριστιανισμός, ως θρησκεία από την οποία εκλείπει εντελώς η θηλυκή γονιμοποιός αρχή (Πατήρ-Υιός-Άγιο Πνεύμα), επιτέθηκε με σφοδρότητα στον σαρκικό έρωτα θεοποιώντας αφύσικες και διαστροφικές καταστάσεις. Η θρησκεία και η θεολογία που επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στα γεννητικά όργανα του ανθρώπου, το μόνο που καταφέρνει είναι να υπερτονίζει τον ρόλο τους στην ζωή ως πρωταρχικής σημασίας, αφού το γενετήσιο ένστικτο της αναπαραγωγής δεν είναι απλώς μια παροδική επιθυμία, αλλά στοχεύει στην διαιώνιση της ζωής με βάση το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Σ΄ αυτήν την θρησκεία η σεξουαλική δραστηριότητα (λόγω της περιφρόνησης των γυναικών) αποτελεί «αναγκαίον κακό» για την αναπαραγωγή, και μόνο μέσα στον γάμο. Μετά την εγκυμοσύνη η σεξουαλική επαφή θεωρείτο πορνεία. Το Βατικανό (Β΄ Σύνοδος) δήλωνε: «Μέσα στον γάμο πρέπει να καλλιεργείται σοβαρά η υπόθεση της παρθενίας».

Ο δυϊστικός τρόπος σκέψης σώμα-ψυχή, κόσμος-εκκλησία, ερωτισμός-εγκράτεια, δημιούργησε ένα σωρό εκτροπές της φυσιολογικής ανθρώπινης ζωής με αποτέλεσμα την δημιουργία του ασκητισμού, του μοναχισμού, της αντιερωτικής συμπεριφοράς των θρησκευομένων, ακόμα και για το ίδιο τους το σώμα.

Χαρακτηριστική είναι η θέση του Μ. Αθανασίου για την «χαρά» που δίνει η παρθενία, γράφοντας: «Ποίος λοιπόν εκ των ανθρώπων μετά θάνατον ή έστω ζων εδίδαξε περί παρθενίας και ότι δεν είναι αδύνατον αυτή η αρετή εις τους ανθρώπους; Αλλά ο Σωτήρ μας και βασιλεύς πάντων Χριστός, απεδείχθη τόσον πολύ ισχυρός εις την διδασκαλία αυτής, ώστε και παιδιά τα οποία δεν έφτασαν ακόμη εις την νόμιμον ηλικίαν, να ασκούν την ανωτέραν του νόμου παρθενίαν» (Περί ενανθρωπίσεως 51. 1-10). Μπορούμε να φανταστούμε την διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός παιδιού που από την μικρή του ηλικία διδάσκεται ότι η παρθενία και η αποχή από κάθε φυσιολογική σεξουαλικότητα, αποτελεί θεάρεστο τρόπο ζωής. Είναι φυσικό να επέλθει το μίσος και ο φανατισμός σε οτιδήποτε προκαλεί την σεξουαλική διέγερση, και ιδιαίτερα το μένος προς την γυναίκα (μισογυνισμός).

Δέσμια πλέον η ανθρώπινη προσωπικότητα φτάνοντας στην ενηλικίωση με πάμπολλες φοβίες και ενοχές εμπλέκεται στην δίνη των αφύσικων απαγορεύσεων, όπως μας την δίνει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιερώνυμος: «Η παρθενία μπορεί να χαθεί και μόνο με την σκέψη. Και η κόλαση περιμένει τον ασελγώς σκεπτόμενο αμαρτωλό.»

Ο Ε. Ροΐδης σε ένα απόσπασμα από το θαυμάσιο έργο του «Πάπισσα Ιωάννα» γράφει για τα αφύσικα των παράλογων απαγορεύσεων: «Ο καιρός, λένε, θεραπεύει όλες τις πληγές. Αλλά όχι, νομίζω, τον έρωτα και την πείνα. Τουναντίον, όσο περισσότερο μένει κανείς αγνός ή νηστικός, τόσο η όρεξή του μεγαλώνει, ως ότου καταντήσει να φάει τα παπούτσια του, όπως οι στρατιώτες του Ναπολέοντα στη Ρωσία, ή ν΄ αγαπήσει τις γίδες του, όπως οι τσοπάνηδες των Πυρηναίων.»

Και συνεχίζει πιο κάτω:

«Πολλοί φιλόσοφοι προσπάθησαν να βρούνε σε τι διαφέρει ο άνθρωπος από το κτήνος. Οι Εβραίοι ισχυρίστηκαν ότι διαφορά δεν υπάρχει («και τι επερίσσευσεν ο άνθρωπος παρά το κτήνος; Ουδέν, ότι τα πάντα ματαιότης» Εκκλησιαστής Γ΄19), και οι χριστιανοί ότι ο άνθρωπος έχει αθάνατη ψυχή, οι φιλόσοφοι ότι είναι λογικός, και ο Αριστοτέλης ότι φταρνίζεται συχνότερα από τα άλλα ζώα (Αριστοτέλης Προβλ. Ανέκδ. Τμήμα Β΄να΄). Αλλά καλύτερα απ΄ όλους πέτυχε νομίζω, ο Σωκράτης, που πρόσεξε ότι υπερέχουμε από τα ζώα στο ότι αυτά την άνοιξη μονάχα κάνουν εκείνα, που ο άνθρωπος μπορεί όλο τον χρόνο να τα κάνει (Ξενοφώντος:Απομνημονεύματα Α΄4)».

Ο μέγιστος ιστορικός Θουκυδίδης θα καταθέσει πολλά χρόνια πριν την έλευση του χριστιανισμού την θέση του για το αφύσικο στην ζωή των ανθρώπων, γράφοντας:

«Γενικά, είναι αδύνατον, και είναι πολύ ανόητος αυτός που νομίζει ότι μπορεί ν΄ αποτρέψει την ανθρώπινη φύση όταν αυτή ορμά να κάνει κάτι, με την δύναμη των νόμων ή με οποιονδήποτε άλλο φόβο

Με την πρωτοφανή εχθρότητα που εισάγεται ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ίδια του την φύση, διαμορφώνεται ένας μαζοχιστικός ανθρώπινος χαρακτήρας, αναίτια επιθετικός απέναντι στις ίδιες του τις παρορμήσεις και ακατάπαυστα αυτοτιμωρούμενος, επειδή όμως δεν υπάρχει μαζοχισμός χωρίς το σαδιστικό του παραπλήρωμα, αυτός ο τύπος ανθρώπου που γέννησε ο χριστιανισμός, στάθηκε ικανός για τις αγριότερες ωμότητες που γνώρισε ποτέ η ανθρώπινη ιστορία.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα: ο Χίτλερ εστάλη από την βαθιά θρησκευόμενη μητέρα του στο σχολείο του μοναστηριού στο Λάμπαχ. Ο Στάλιν έζησε τα παιδικά του χρόνια μέσα σε ιερατική σχολή. Οι καθολικοί Ισπανοί και Πορτογάλοι ρήμαξαν και εκφύλισαν τους λαούς της Λατινικής Αμερικής και ταλαιπώρησαν την Ευρώπη με τις ιερές τους Εξετάσεις. Οι Αμερικανοί είναι υπεύθυνοι για την γενοκτονία των Ινδιάνων και των μισών Αφρικανών που με τις ευλογίες της εκκλησίας, τους έθεσαν υποπόδιο των ποδών τους.

Διαστροφή δεύτερη: Ευνουχισμός

Από αρχαιοτάτων χρόνων στις διάφορες μυστηριακές θρησκείες της Ανατολής, και ιδιαιτέρως της Κυβέλης της μητρός των θεών και του Άττιος στην Μ. Ασία, οι ιερείς ήσαν ευνούχοι. Η Κυβέλη ήταν μια χθόνια θεότητα, θεά της βλαστήσεως, μητέρα των πάντων, η δε υποδεέστερη θέση του Άττιος δίπλα της, υπενθυμίζει τους χρόνους της μητριαρχίας.

Κατά τον μύθο, όταν μαίνεται η καταιγίδα στην Ίδη, περνά η Κυβέλη καθισμένη πάνω σε λιοντάρι που βρυχάται και αναζητά με θρήνους τον εραστή της Άττι. Ακολουθούσαν πεζοί οι πιστοί βγάζοντας μακρύ θρήνο με την συνοδεία κυμβάλων, και αυλών. Κραυγές και μανιώδης θόρυβος χτυπούσαν τον αέρα διακοπτόμενες από τα άγρια πηδήματα των πιστών. Έτσι καταλαμβάνονταν από ιερό ενθουσιασμό, έκσταση και μανία.

Στην λατρεία αυτή μεγάλο ρόλο έπαιζε η φύση και το κλίμα των οροπεδίων της Μ. Ασίας, δηλαδή ο πολύ δριμύς χειμώνας και η ξαφνική αναπήδηση της βλαστήσεως μετά από τις ραγδαίες ανοιξιάτικες βροχές, η οποία μαραίνεται γρήγορα από τον αφόρητο καύσωνα του καλοκαιριού. Οι εναλλαγές αυτές ευφορίας και ξηρασίας, ευθυμίας και μελαγχολίας της φύσεως επιφέρουν απότομες αλλαγές χαράς και πένθους μέσα στην ανθρώπινη ψυχή.

Τον θρήνο για τον θάνατο της φύσεως διαδέχεται η έκρηξη παράφορης χαράς κατά την διάρκεια της άνοιξης. Η αντίθεση αυτή των συναισθημάτων εκδηλώνονταν με άγρια έθιμα, με οργιαστικούς χορούς, εκούσιους τραυματισμούς, την μέθη στην θέα του αίματος, ραντισμό των βωμών με αυτό, και με την θυσία του ανδρισμού υπό το κράτος του παροξυσμού. Έτσι πίστευαν ότι ενώνονταν με την θεότητα και μεταφέρονταν πραγματικά σε πλήρη πάθους έκσταση. Η μανία αυτή και οι ακρωτηριασμοί είναι εκδήλωση του διακαούς πόθου προς απαλλαγή από την δουλεία των σαρκικών ορμών και την απελευθέρωση της ψυχής από τα δεσμά της ύλης. «Θαρσείτε μύσται του θεού σεσωσμένου. Έσται γαρ υμίν εκ πόνων σωτηρία.» Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι στην λατρεία της Κυβέλης παρατηρούνται ασκητικές τάσεις, όπως αποδεικνύει η ύπαρξη μοναχών γνωστών με το όνομα «μητραγύρτες», οι οποίοι με την εμφάνισή τους στον ελλαδικό χώρο προξενούσαν την αποστροφή.

Στην αιγυπτιακή θρησκεία ο Ώρος, γιος του Όσιρι και της Ίσιδος ευνουχίζει τον Τυφώνα. Πολλοί ευνούχοι στην εποχή των Πτολεμαίων απόλαυσαν μέγιστων τιμών ως στρατηγοί και κηδεμόνες ανήλικων βασιλέων. Από την Αλεξάνδρεια ο ευνουχισμός εισήχθη στη Ρώμη, στο Βυζάντιο και τον χριστιανισμό. Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ευσέβιος αναφέρει τον αυτοευνουχισμό του Ωριγένους. Ο Βαλέσιος τον μιμήθηκε και όταν καταδιώχθηκε κατέφυγε στην Πέτρα της Αραβίας όπου οι μιμητές του ( εκουσίως ευνουχισμένοι) αποτέλεσαν την αίρεση των βαλεσιανών (240μ.Χ) τους οποίους αποκαλεί ο Επιφάνιος «αποκόπους». Παρά τους αυστηρούς νόμους κατά του ευνουχισμού στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τις απαγορεύσεις των Οικουμενικών Συνόδων, το φαινόμενο του ευνουχισμού για θρησκευτικούς λόγους είχε πάρει ανησυχητικές διαστάσεις.

Μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνος στην Αίγυπτο τον ευνουχισμό τον εκτελούσαν στα μοναστήρια τους οι Κόπτες ιερείς.

Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (ΙΘ΄12) αναφέρονται τα λόγια του Ιησού που πάνω σ΄ αυτά στηρίχθηκε η πεποίθηση ότι ο ευνουχισμός είναι αρεστός στον θεό: «εισί γαρ ευνούχοι οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω. Και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνουχίσθησαν υπό των ανθρώπων, και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς δια την βασιλείαν των ουρανών. Ο δυνάμενος χωρείν χωρείτο.»

Ο ευνουχισμός ως πράξη «θεάρεστη», που σκοπό είχε την προστασία από τον πειρασμό της σάρκας, είναι υβριστική σύμφωνα με τους νόμους της φύσεως. Πουθενά στο ζωικό βασίλειο δεν παρατηρείται τέτοιας μορφής ύβρις. Μόνον ο ανθρώπινος νους, ο δημιουργός θεών και θρησκειών, είναι ικανός να επινοήσει μεθόδους ταπείνωσης και εξευτελισμού για να επιτύχει την ένωση με την άλλη του νοητική δημιουργία, το θείον!

Διαστροφή τρίτη: Αναχωρητισμός-Ασκητισμός-Μοναχισμός

«Είναι ψυχική νόσος το να επιθυμείς το αδύνατον.» Βίας ο Πριηνεύς

Η βασική προϋπόθεση που επιτρέπει ακραίες αποφάσεις ζωής και συμπεριφοράς, είναι η δυαρχική αντίληψη περί του κόσμου (ύπαρξη καλού-κακού, ύλη-πνεύμα) και του ανθρώπου (σώμα-ψυχή). Το σώμα θεωρείτο τάφος της ψυχής και ο αγώνας του ανθρώπου έγκειται στην απελευθέρωση της ψυχής από τα δεσμά της σάρκας και του κόσμου των αισθήσεων.

«Αναχωρητές» ονομάστηκαν από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς εκείνοι που για θρησκευτικούς λόγους και σκοπούς απαρνήθηκαν τον κόσμο και τα εντός αυτού εγκαταλείποντας τις πόλεις, για να αφοσιωθούν αποκλειστικά σε μια ζωή μετανοίας, νεκρώσεως των επιθυμιών της σάρκας, προς επίτευξη ανώτερης πνευματικής κατάστασης.

«Ασκητές» (ασκούμενοι), η Ιστορία της Θρησκείας παρατηρεί ότι υπάρχουν λίγο ή πολύ σε κάθε θρησκεία. Και στις πρωτόγονες ακόμα κοινωνίες παρατηρούνται «καθαρτικές», ή «εκστατικές» ασκήσεις. Από όλες όμως τις επιμέρους θρησκείες ο ασκητισμός αναπτύχθηκε περισσότερο στους Ινδούς και στον χριστιανισμό.

Ο χριστιανικός ασκητικός-μοναχικός βίος εδράζεται στην ηθική των Ευαγγελίων και στηρίζεται στην εγκράτεια και την αυταπάρνηση αποβλέποντας στην δυνατή τελειότητα και στην αγάπη του θεού. Περιλαμβάνει την εγκράτεια, την άσκηση, την αγνεία και την παρθενία. Στα εκατοντάδες χριστιανικά μοναστήρια ανά τον κόσμο οι μοναχοί υπάκουαν σε κανόνες αυστηρούς που η παράβασή τους τιμωρούνταν αυστηρά. Είχαν ακόμα ποινικοποιηθεί ως «μολυσματικές» και οι απόλυτα φυσιολογικές σωματικές δράσεις. Αναφέρουμε ως παράδειγμα το «Πηδάλιον» (Νικοδήμου Αγιορείτου) στο οποίο καταγράφονται όλοι οι ιεροί κανόνες του μοναχικού βίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εδώ παραθέτουμε ενδεικτικά μερικούς για να κατανοήσουμε τον βαθμό παράνοιας και διαστροφής των ανθρώπων που τους συνέταξαν.

Κανών στ΄: «Ο παρών κανών διορίζει, ότι όποιος μολυνθεί τη νύκτα με την καθ΄ ύπνους ρεύση, να μη μεταλαμβάνει εκείνη την ημέρα. Να πει δε τον ν΄ Ψαλμό του Δαυίδ και τεσσαράκοντα εννέα μετάνοιες να κάνει, έτσι καθαρίζεται από τον μολυσμό αυτόν. Επειδή δε και οι γυναίκες παθαίνουν καθ΄ ύπνους ενυπνιασμό, πρέπει παρόμοια με τους άνδρες να επιτιμώνται.»

Κανών ζ΄: «Όποιος πάθει ρεύση ακόμα κι αν είναι ξύπνιος, επτά ημέρες εμποδίζεται από την θεία κοινωνία, κατά τον κανόνα αυτόν, λέγοντας κάθε ημέρα τον ν΄ Ψαλμό και κάνοντας κάθε ημέρα τεσσαράκοντα εννέα μετάνοιες.

Και ο συγγραφέας του Πηδαλίου «άγιος» Νικόδημος εξηγεί:

«Το να παθαίνει κάποιος όταν είναι ξύπνιος ρεύση, προέρχεται ή από μια ζωντανή φαντασία και εικόνα του αντικειμένου που αγαπά, όταν αυτό δεν είναι παρόν, ή από μια ηδονική θεωρία του προσώπου, ή ακοή της φωνής, ή άγγιγμα του ερωμένου υποκειμένου, όταν αυτό είναι παρόν. Ακολουθεί δε αυτό ως επί το πλείστον εις εκείνους οπού είναι θερμής κράσεως και θερμού αίματος, και εις εκείνους οπού συνήθισαν εις την πορνεία πολύ καιρό. Διότι αυτών οι πόροι του σπέρματος με το να είναι ανοικτοί, από λίγη αιτία εύκολα αποσπερματίζουν, καθώς λέγουν οι ιατροί. Σημείωσε δε ότι βρίσκεται επιγραφομένη Αναστασίου Αντιοχείας διαίρεση περί της ρεύσεως οπού μπορεί να πάθει κάποιος όντας ξύπνιος, που λέγει: Την έξυπνη ρεύση ή την κάνει ο άνθρωπος εις τον εαυτόν του ή σε άλλον. Αυτή που γίνεται στον εαυτόν του, ή γίνεται με πιάσιμο της χειρός, και αυτή κανονίζεται εις σαράντα ημέρες (επειδή είναι η ίδια μαλακία), ή χωρίς πιάσιμο της χειρός. Αυτή δε, άλλη γίνεται από μόνη προσβολή και κανονίζεται μία ημέρα, και άλλη γίνεται με συνδυασμό του λογισμού. Η με συνδυασμό γενομένη ή γίνεται χωρίς συγκατάθεση και χωρίς γαργαλισμόν και κανονίζεται τρεις ημέρες, ή και με γαργαλισμό χωρίς όμως συγκατάθεση και κανονίζεται επτά ημέρες.

Πάλι η προς άλλο πρόσωπο γινομένη, ή γίνεται με συγκυλισμό ή χωρίς συγκυλισμό. Η χωρίς συγκυλισμό γινομένη, ή γίνεται με πιασίματα και φιλήματα, χωρίς όμως γαργαλισμό, και κανονίζεται είκοσι ημέρες, ή γίνεται με γαργαλισμό και κανονίζεται τριάντα ημέρες. Η δε με συγκυλισμό γινομένη, ή γίνεται εις ομογενή και κανονίζεται εβδομήντα ή ογδόντα ημέρες, ή γίνεται σε ετερογενή, ζώα δηλαδή, και κανονίζεται επτά χρόνους.»

Κανών η΄: «Ο παρών κανών διορίζει ότι όποιος κάνει μαλακία, τεσσαράκοντα ημέρες να μην μεταλαμβάνει, περνώντας αυτές με ξηροφαγία, δηλαδή με ψωμί μόνο και νερό, και κάνοντας καθημερινά εκατό μετάνοιες. Περί δε των μαλακών και πόρνων απλώς λέγει ο άγιος Μελέτιος ο Ομολογητής, ότι κάνουν θυσία εις τον διάβολο το σπέρμα τους, το οποίο είναι το τιμιώτερο μέρος του σώματός των.»

Κανών θ΄: «Μίξη εδώ ο Κανών λέγει όχι την τέλεια αμαρτία της αρσενοκοιτίας, αλλά όταν κάποιοι δυο, ο ένας εις τον άλλο κάνουν την μαλακία, το οποίο με διπλό Κανόνα κανονίζει ο Άγιος, και αυτόν που το έκανε επιτιμά με ογδόντα ημέρες να ξηροφαγεί και να κάνει καθημερινά εκατό μετάνοιες, επειδή όχι μόνο βλάπτει τον εαυτό του, αλλά και τον αδελφό του, και κάνει την αμαρτία διπλή.»

Από την προσεκτική ανάγνωση των λίγων «Κανόνων» που αναφέρονται, ο αναγνώστης μπορεί να σκιαγραφήσει το ψυχολογικό προφίλ του συγγραφέα, που με περισσή ανάλυση και περιγραφή των σεξουαλικών καταστάσεων προσπαθεί να νουθετήσει τους στην «αμαρτία» περιπεσόντες μοναχούς. Ο φυσιολογικός ερωτικός πόθος ανδρών και γυναικών καταδικάζεται και τιμωρείται με ξηροφαγίες, γονυκλισίες και ψαλμούς. Εδώ ο σοφός Ροΐδης θα μπορούσε να παρεμβληθεί και να σχολιάσει: «Οι ερωτικοί πόθοι μοιάζουνε με τον ασβέστη, που όσο περισσότερο τον βρέχεις, τόσο πιο πολύ ανάβει!». Και ο Αρχιγένης θα συμπλήρωνε: «Η εγκράτεια είναι το πιο σφοδρό αφροδισιακό».

Αλλά ο «άγιος» Νικόδημος συνεχίζει, για να βοηθήσει κι εμάς στην κατανόηση της δημιουργίας των σεξουαλικών διαστροφών από την κατάπνιξη και καταπίεση του φυσιολογικού ανθρώπινου ερωτισμού, γράφοντας:

«Αλλά πρέπει και να σημειώσουμε ότι η μαλακία γίνεται τριών λογιών, ή με το χέρι το ίδιο του ανθρώπου, ή με το χέρι άλλου, ή με το κοπάνισμα και κτύπημα εις τα μηρία. Δεν πρέπει και τούτο να λανθάνει τους πνευματικούς Πατέρες, ότι η κατάρατος μαλακία προχωρεί και εις τις γυναίκες. Δια τούτο και αυτές πρέπει να κανονίζονται ωσάν και οι άνδρες, ίνα μη λέγω και βαρύτερα.

Μερικοί, μίξη νόμισαν τον συγκυλισμό και την παρατριβή των μελών και όχι την τέλεια αμαρτία. Γίνεται δε ο συγκυλισμός, ή μετά δυο ανδρών, ή μετά δυο γυναικών, ή μετά ανδρός και γυναικός. Είναι δε ο συγκυλισμός κατά το βάρος της αμαρτίας, ανάμεσον μαλακίας και πορνείας, της μεν μαλακίας μεγαλύτερος, της δε πορνείας μικρότερος.»

Το φυσιολογικό ξύπνημα των ανθρώπινων ορμών κατά την εφηβική ηλικία και η αυτοϊκανοποίηση θεωρούνται μέγιστα αμαρτήματα στην χριστιανική θρησκεία. Οι διδαχές του αγίου Ιωάννη του Νηστευτή δηλώνουν ότι:

«Οι μαλακοί (οι αυτοϊκανοποιούμενοι) είναι άθλιοι και ελεεινοί, διότι α) κιτρινίζουν, β) αδυνατεί ο στόμαχός των και να χωνεύσουν δεν ημπορούν, γ) ασθενεί η όραση των οφθαλμών των, δ) χάνουν την φωνή των, ε) χάνουν την ευφυΐα των, στ) χάνουν την μνήμη, ζ) χάνουν τον ύπνο με κάποια ταραχώδη ενύπνια, η) τρέμει το σώμα των, θ) χάνουν όλη την ανδρεία του σώματος και της ψυχής και γίνονται άνανδροι ωσάν γυναίκες, ι) ακολουθεί εις αυτούς η αποπληξία, δηλαδή ο ταμπλάς, ια) ακολουθεί συχνά εις αυτούς η καθ΄ ύπνους ρεύσις, πολλάκις δε και όταν είναι ξύπνιοι, δια το πολύ άνοιγμα των σπερματικών πόρων, και ιβ΄) τέλος πάντων γηράσκουν γλίγωρα και αποθνήσκουν κακώς.»

Με αυτές τις τρομακτικές και ανατριχιαστικές καταστάσεις απειλούσαν οι εκπρόσωποι της «θρησκείας της αγάπης» τους νέους ανθρώπους, ευνουχίζοντας ψυχές και σώματα, δημιουργώντας στερημένους μισάνθρωπους.

Διαστροφή τέταρτη: Δουλικότητα-αυτοεξευτελισμός-μαζοχισμός

Τα όμορφα, γυμνασμένα, ερωτικά σώματα ανδρών και γυναικών εκδιώχθηκαν στα Τάρταρα και την θέση τους πήραν τα άσχημα, αποστεωμένα και βρώμικα σώματα των «αγίων» και ασκητών, που αποτέλεσαν πρότυπα αγιοσύνης και οσιότητας.

Η υπερηφάνεια, η αξιοπρέπεια, η ρώμη, η ελευθερία, το κάλλος και όλες εν γένει οι ελληνικές ανθρώπινες αξίες περιέπεσαν στην λήθη, αφού ο χριστιανικός θεός και οι εκπρόσωποί του απαιτούσαν την πλήρη υποταγή του ποιμνίου του.

Η διδαχή του Ιησού (Κατά Ματθαίον 5, 39) λέει: «Να μην αντιστέκεστε στο πονηρό, άλλ΄ όποιος σε κτυπήσει στο δεξί μάγουλο, να του στρέψεις και το άλλο. Και σε εκείνον που θέλει να σε πάει στο δικαστήριο και να πάρει το πουκάμισό σου, άφησέ του και το πανωφόρι. Και όποιος σου επιβάλει αγγαρεία ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο.»

Ο απόστολος των εθνών Παύλος δηλώνει:

«Ας υποτάσσεται ο καθένας στις ανώτερες εξουσίες, διότι δεν υπάρχει εξουσία παρά από τον θεό. Ώστε εκείνος που αντιτάσσεται στην εξουσία, αντιτάσσεται εις την διαταγή του θεού. Και εκείνοι που αντιστάθηκαν, θα κατακριθούν. Αυτός είναι ο λόγος που πληρώνετε φόρους, διότι οι αρχές είναι υπηρέτες του θεού (Προς Ρωμαίους 13,1).

«Οι δούλοι να υπακούετε εις τους κυρίους σας του κόσμου αυτού με φόβο και τρόμο…» (Προς Εφεσίους 6,5).

«Όσοι είναι εις τον ζυγόν της δουλείας, ας θεωρούν τους κυρίους των άξιους κάθε τιμής, δια να μην δυσφημείται το όνομα του θεού και η διδασκαλία» (Προς Τιμόθεον 6,1).

«Οι δούλοι να υποτάσσονται εις τους κυρίους τους, να είναι εις όλα ευάρεστοι» (Προς Τίτον 2,9).

«Υποταχθείτε λοιπόν σε κάθε ανθρώπινη εξουσία χάριν του Κυρίου, διότι είναι το θέλημα του θεού. Οι υπηρέτες να υποτάσσεσθε εις τους κυρίους σας, με τον οφειλόμενο σεβασμό, κι όχι μόνον με τους καλούς κι επιεικείς, αλλά και εις τους διεστραμμένους» (Προς Πέτρον 2,13).

Ένας από τους Τρεις Ιεράρχες της Ελληνικής παιδείας, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, προτρέπει λέγοντας:

«Όπως ακριβώς δεν ωφελεί καθόλου η περιτομή, ούτε βλάπτει η έλλειψη περιτομής, έτσι και δεν βλάπτει η δουλεία, ούτε ωφελεί η ελευθερία. Αλλά και αν μπορείς να γίνεις ελεύθερος, χρησιμοποίησε περισσότερο την δουλεία, δηλαδή να είσαι περισσότερο δούλος. Διότι θέλει να δείξει ότι καθόλου δεν βλάπτει η δουλεία, αλλά μάλιστα ωφελεί.» (Εις Α΄ Κορινθίους Ομιλία ΙΘ΄).

Ίσως από όλα τα ανωτέρω να μην έγινε κατανοητό το ζήτημα της γένεσης των διαστροφών μέσω των διαφόρων θρησκειών και ιδιαίτερα του χριστιανισμού. Θα αναφέρω όμως ένα πραγματικό γεγονός που ελπίζω να πείσει τον αναγνώστη για τον ρόλο που παίζουν οι ανόητες απαγορεύσεις στο σεβαστότερο και υγιέστερο ένστικτο του ανθρώπου: το ερωτικό.

Στις 7/10/2.000 στην Θεσσαλονίκη έγινε το 18ο Ιατρικό Συνέδριο Ενόπλων Δυνάμεων, και ο γενικός αρχίατρος Παύλος Διδάγγελος ανακοίνωσε: «Δραματική αύξηση του καρκίνου των όρχεων στους στρατεύσιμους. Οι στρατιώτες διστάζουν να αναφέρουν σε ανωτέρους ή σε γιατρούς, για τυχόν ενοχλήσεις ή συμπτώματα κατά την διάρκεια της θητείας και της εκπαίδευσής τους, με αποτέλεσμα να έρχονται σε μας με καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο.»

Στο ίδιο συνέδριο δηλώνεται ότι η έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού θεραπεύει το 98% των περιπτώσεων. Αντιθέτως, αντιστρόφως ανάλογη είναι η επιτυχία σε σχέση με την καθυστέρηση παρουσίασης κι αντιμετώπισης του προβλήματος. Φυσιολογικά πλέον τίθενται τα βασικά ερωτήματα:

Α) Γιατί ντρέπονται οι νεαροί ασθενείς να φανερώσουν το πρόβλημά τους;

Β) Εάν το πρόβλημα αυτό εμφανιζόταν σε κάποιο άλλο μέρος του σώματός των, θα υπήρχε ο παραμικρός δισταγμός για την δήλωσή του;

Γ) Οι Έλληνες ανέκαθεν ντρέπονταν για τα γεννητικά τους όργανα, και αν όχι, από πότε και από ποια αιτία περιέπεσαν στην απαράδεκτη αυτή νοοτροπία;

Οι απαντήσεις, τουλάχιστον από τα ανωτέρω, είναι προφανείς. Δεν είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι ένας λαός όπως ο Ελληνικός, με τους γυμνικούς του αγώνες, με τα γυμνά του αγάλματα των οποίων τα γεννητικά όργανα πρόβαλαν χωρίς πρόβλημα, με τις γιορτές της φαλλοφορίας, ότι αυτός ο λαός μπορεί να θεωρεί αμαρτωλά τα γεννητικά όργανα. Εν αντιθέσει, όπως αναφέρθηκε, δεκάδες χωρία από τους λόγους των Πατέρων της χριστιανικής πίστης, αφορίζουν στην κυριολεξία το ανθρώπινο σώμα και τις φυσικές ορμές του, δημιουργώντας άρρωστες και διαστροφικές προσωπικότητες. Ολοκληρώνουμε με την θέση του ιερού Αυγουστίνου: «Το ανθρώπινο γένος είναι βρώμικο, επειδή γεννιέται μέσα στις βρωμιές της μάνας του.» ή «ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου.» (Ψαλ. 50,7)

ΔΕΣ:

Χριστιανισμός και σώμα

Η αιμομιξία στον Ιουδαιοχριστιανισμό – Σεξ, ψέματα και… ψέματα

ΚΑΛΟΓΕΡΙΣΤΙΚΕΣ ΨΥΧΑΝΩΜΑΛΙΕΣ

Το ιδεώδες της αθηναϊκής δημοκρατίας

Το αθηναϊκό ιδεώδες κανένας άλλος δεν το παρουσίασε με ευγλωττία πιο μεγαλειώδη και πιο δυνατή από τον Θουκυδίδη. Ο ιστορικός προσέχει καλά να μη μιλήσει για λογαριασμό του· Έτσι, αυτό το θαυμάσιο σχόλιο, το αποδίδει στον Περικλή.

Επιφορτισμένος να εκφωνήσει τον επιτάφιο των πολεμιστών που πέθαναν για την πατρίδα, ο ρήτορας δηλώνει ότι, χωρίς να χρονοτριβήσει στον έπαινο όλων εκείνων που, στο παρελθόν ή στο παρόν, συνέβαλαν στο μεγαλείο της Αθήνας, θα εξετάσει τους θεσμούς και τα ήθη που συνιστούν τη βασική αιτία της δύναμης και της ευημερίας της.

«Το πολίτευμά μας, βεβαιώνει αρχίζοντας, δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τους νόμους των γειτόνων· γεγονός είναι ότι αποτελούμε παράδειγμα για μερικούς, παρά ότι έχουμε μιμηθεί άλλους. Το όνομά του είναι δημοκρατία, γιατί σκοπεύει στο συμφέρον όχι μιας μειοψηφίας, αλλά του πιο μεγάλου αριθμού». Πρώτη του αρχή έχει την ισότητα. Στην ιδιωτική ζωή ο νόμος δεν κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα στους πολίτες. Στην δημόσια ζωή η υπόληψη δεν συνδέεται ούτε με την καταγωγή ούτε με τη περιουσία, αλλά μόνο με την αξία, και δεν είναι οι κοινωνικές διακρίσεις, αλλά η αρμοδιότητα και η ιδιοφυία που ανοίγουν το δρόμο στις τιμές. Μια τέτοια αντίληψη για την ισότητα, που αφήνει το πεδίο ανοιχτό στην προσωπική αξία, δεν βλάπτει καθόλου την ελευθερία. Καθένας είναι ελεύθερος στις πράξεις του, χωρίς να φοβάται ούτε φιλύποπτη περιέργεια ούτε αποδοκιμαστικά βλέμματα. Αλλά η ελευθερία των ατόμων έχει ως όρια τα δικαιώματα του κράτους την υποχρέωση των πολιτών να πειθαρχούν. Η δημόσια τάξη επιβάλλει την υποταγή στις καθιερωμένες εξουσίες, την υπακοή στους νόμους, κυρίως στους νόμους της αδελφοσύνης, που εξασφαλίζουν την προστασία των αδυνάτων, και στους άγραφους νόμους που πηγάζουν από την καθολική συνείδηση.

Ένα τέτοιο πολίτευμα δαψιλεύει σε όλους αναρίθμητες ευεργεσίες. Η ζωή έχει περισσότερη γοητεία στην Αθήνα παρά οπουδήποτε αλλού: οι περιοδικές εορτές ξεκουράζουν το μυαλό, και το θαλάσσιο εμπόριο κάνει να συρρέουν προϊόντα απ’ όλο τον κόσμο. Αυτό δεν εμποδίζει την μαθητεία στα πολεμικά. Αλλά όλα γίνονται σε άπλετο φως χωρίς μυστήριο και χωρίς καταναγκασμό. Δεν υπάρχουν νόμοι που να αποκλείουν τους ξένους από την πόλη· δεν υπάρχουν επίπονες ασκήσεις που να καθιστούν την ανδρεία αρετή που διδάσκεται· το φυσικό θάρρος είναι αρκετό στους Αθηναίους για να φανούν, σε ώρες δοκιμασίας, εφάμιλλοι των εχθρών, των οποίων η ζωή είναι μια ατέρμονη καταπόνηση.

Και να άλλοι τίτλοι δόξας: Φιλοκαλλούν χωρίς υπερβολικές δαπάνες· καλλιεργούν την επιστήμη χωρίς να χάνουν τίποτε από τη δραστηριότητά τους. Γι’ αυτούς ο πλούτος δεν αποτελεί αντικείμενο μεγαλαυχίας, αλλά όργανο εργασίας, και η φτώχεια δεν είναι ντροπή παρά όταν δεν κάνουν τίποτε για να απαλλαγούν από αυτήν. Πως τέτοιοι άνθρωποι δεν θα ήταν άξιοι να φροντίσουν συγχρόνως τα συμφέροντά τους και τα συμφέροντα της πόλης τους; Στην Αθήνα οι άνθρωποι που εργάζονται καταλαβαίνουν από πολιτική, και όποιος μένει έξω από τα δημόσια πράγματα θεωρείται άχρηστος. Ενωμένοι σε ένα σώμα, οι πολίτες ξέρουν να κρίνουν σωστά και να παίρνουν τις αποφάσεις που πρέπει, γιατί δεν νομίζουν ότι ο λόγος είναι βλαβερός στην πράξη και θέλουν αντίθετα, να χυθεί φως με τη συζήτηση. Ενώ αλλού η τόλμη είναι αποτέλεσμα άγνοιας και η σκέψη αιτία αναποφασιστικότητας τους, η Αθήνα εξασκείται στην τόλμη με την σκέψη.

Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει από τα άλλα έθνη είναι η γενναιοδωρία της. Προσφέρει τις υπηρεσίες της χωρίς υπολογισμό χωρίς υστεροβουλία, και με την εμμονή της στο να εξυπηρετεί προλαμβάνει τη χαλάρωση της ευγνωμοσύνης. «Με λίγα λόγια, συμπεραίνει ο Περικλής, η Αθήνα αποτελεί της Ελλάδος παίδευσιν» (το σχολείο της Ελλάδος).

Μόλο που αυτές οι αντιλήψεις είναι πολύ ωραίες και πολύ συστηματοποιημένες, για να δώσουν μια πιστή και πλήρη εικόνα της πραγματικότητας, όμως ρίχνουν ένα κολακευτικό φως πάνω της, χωρίς να την παραμορφώνουν. Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο από τα κεφάλαια του Θουκυδίδη δεν είναι οι σκέψεις πάνω στη δημοκρατική ισότητα, γιατί είναι συνηθισμένες και θυμίζουν τους κοινούς τόπους πάνω στην ισονομία, για τους οποίους καμαρώνουν ο Ηρόδοτος και ο Ευριπίδης. Αυτό που αξίζει να επισύρει την προσοχή είναι οι ιδέες για τη σχέση κράτους και ατόμου. Σε αυτές βρίσκει κανείς αξιώματα που θα έλεγα ότι ενέπνευσαν τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η πολιτική ελευθερία δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της ελευθερίας που απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες στην ιδιωτική τους ζωή. Που είναι λοιπόν η καταπίεση που τους έκανε να νιώθουν, σύμφωνα με μια διαδεδομένη προκατάληψη, η παντοδυναμία της πόλης; Συνηθισμένοι να ζουν όπως τους αρέσει, επεμβαίνουν χωρίς δυσκολία, εάν θέλουν, στις συζητήσεις που διαφωτίζουν τις κοινές αποφάσεις. Αυτό εννοούσε και ο Ευριπίδης, όταν έβαλε τον Θησέα, τον ήρωα της δημοκρατίας, να λέει: «Η ελευθερία είναι τούτο: “όποιος θέλει να δώσει μια καλή γνώμη στην πόλη, ας βγει μπροστά και ας μιλήσει”. Καθένας μπορεί, κατά τη διάθεση του, να προβληθεί εκφράζοντας μια γνώμη ή να σιωπήσει. Υπάρχει ωραιότερη ισότητα για τους πολίτες;» Τέλος, με όλες αυτές τις αρχές, η αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αιώνα τείνει να κρατήσει μια σωστή ισορροπία ανάμεσα στη νόμιμη εξουσία του κράτους και στα φυσικά δικαιώματα του ατόμου.                                                                                                                   

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.5.1-6.5.7)

[6.5.1] Ὡς δὲ οὐ πόρρω τῶν ξυμβολῶν ἦσαν, ἐνταῦθα δὴ οἱ κυβερνῆται παραγγέλλουσιν ὡς βιαιοτάτῃ εἰρεσίᾳ χρωμένους ἐξελαύνειν ἐκ τῶν στενῶν, τοῦ μὴ ἐμπιπτούσας τὰς ναῦς ἐς τὰς δίνας ἀναστρέφεσθαι πρὸς αὐτῶν, ἀλλὰ κρατεῖν γὰρ τῇ εἰρεσίᾳ τῶν ἐπιστροφῶν τοῦ ὕδατος. [6.5.2] τὰ μὲν δὴ στρογγύλα πλοῖα ὅσα καὶ ἔτυχεν αὐτῶν περιστραφέντα πρὸς τοῦ ῥοῦ, οὐδέν τι παθόντα ἐν τῇ ἐπιστροφῇ ὅτι μὴ ταράξαντα τοὺς ἐμπλέοντας, κατέστη ἐς εὐθύ, πρὸς αὐτοῦ τοῦ ῥοῦ ὀρθωθέντα· αἱ δὲ μακραὶ νῆες οὐχ ὡσαύτως ἀπαθεῖς ἀπῆλθον ἐν τῇ ἐπιστροφῇ, οὔτε μετέωροι ἐπὶ τοῦ ἐπικαχλάζοντος κύματος ὡσαύτως οὖσαι, ὅσαι τε δίκροτοι αὐτῶν τὰς κάτω κώπας οὐκ ἐπὶ πολὺ ἔξω ἔχουσαι τοῦ ὕδατος· [6.5.3] καὶ αἱ κῶπαι δὲ αὐτοῖς πλαγίοις ἐν ταῖς δίναις γενομένοις συνετρίβοντο, ὅσων γε ἐγκατελήφθησαν ὑπὸ τοῦ ὕδατος οὐ φθασάντων αὐτὰς μετεωρίσαι, ὡς πολλὰς μὲν πονῆσαι τῶν νεῶν, δύο δὲ δὴ περιπεσούσας ἀλλήλαις αὐτάς τε διαφθαρῆναι καὶ τῶν ἐμπλεόντων ἐν αὐταῖς πολλούς. ὡς δὲ ἐς πλάτος ἤδη ὁ ποταμὸς διέσχεν, ἐνταῦθα δὴ ὅ τε ῥοῦς οὐκέτι ὡσαύτως χαλεπὸς ἦν καὶ αἱ δῖναι οὐχ ὁμοίᾳ τῇ βίᾳ ἐπέστρεφον. [6.5.4] προσορμίσας οὖν τῇ ἐν δεξιᾷ ὄχθῃ Ἀλέξανδρος τὸν στρατόν, ἵνα σκέπη τε ἦν τοῦ ῥοῦ καὶ προσβολὴ ταῖς ναυσὶν καί τις καὶ ἄκρα τοῦ ποταμοῦ ἐπιτηδείως ἀνεῖχεν ἐς τῶν ναυαγίων τε τὴν ξυναγωγὴν καὶ εἴ τινες ἐπ᾽ αὐτῶν ζῶντες ἔτι ἐφέροντο, τούτους τε διέσωσε καὶ ἐπισκευάσας τὰς πεπονηκυίας τῶν νεῶν Νέαρχον μὲν καταπλεῖν κελεύει ἔστ᾽ ἂν ἀφίκηται ἐπὶ τὰ ὅρια τοῦ Μαλλῶν ἔθνους, αὐτὸς δὲ τῶν βαρβάρων τῶν οὐ προσχωρούντων καταδρομὴν τῆς χώρας ποιησάμενος καὶ κωλύσας ἐπικουρῆσαι αὐτοὺς τοῖς Μαλλοῖς, οὕτω δὴ αὖθις ξυνέμιξε τῷ ναυτικῷ.

[6.5.5] Καὶ ἐνταῦθα Ἡφαιστίων τε αὐτῷ καὶ Κρατερὸς καὶ Φίλιππος ξὺν τοῖς ἀμφ᾽ αὐτοὺς ὁμοῦ ἤδη ἦσαν. ὁ δὲ τοὺς μὲν ἐλέφαντας καὶ τὴν Πολυπέρχοντος τάξιν καὶ τοὺς ἱπποτοξότας καὶ Φίλιππον ξὺν τῇ ἀμφ᾽ αὐτὸν στρατιᾷ διαβιβάσας τὸν Ὑδάσπην ποταμὸν Κρατερῷ ἄγειν προσέταξε· Νέαρχον δὲ ξὺν τῷ ναυτικῷ πέμπει τρισὶν ἡμέραις τὴν στρατιὰν κελεύσας φθάνειν κατὰ τὸν πλοῦν. [6.5.6] τὸν δὲ ἄλλον στρατὸν τριχῇ διένειμε· καὶ Ἡφαιστίωνα μὲν πέντε ἡμέραις προϊέναι ἔταξεν, ὡς εἴ τινες τοὺς ξὺν αὐτῷ τεταγμένους φεύγοντες ἐς τὸ πρόσω κατὰ σπουδὴν ἴοιεν, τοῖς ἀμφὶ Ἡφαιστίωνα ἐμπίπτοντες ἁλίσκωνται· Πτολεμαῖον δὲ τὸν Λάγου δοὺς καὶ τούτῳ τῆς στρατιᾶς μέρος τρισὶν ἡμέραις ὑπολειπόμενον ἕπεσθαι ἐκέλευσεν, ὡς ὅσοι τὸ ἔμπαλιν ὑποστρέφοιεν αὐτὸν φεύγοντες, οὗτοι δὲ ἐς τοὺς ἀμφὶ τὸν Πτολεμαῖον ἐμπίπτοιεν. [6.5.7] ἐπὰν δὲ ἀφίκωνται ἐς τὰς ξυμβολὰς τοῦ τε Ἀκεσίνου καὶ τοῦ Ὑδραώτου ποταμοῦ, ἐνταῦθα δὴ τούς τε φθάνοντας ὑπομένειν ἐκέλευσεν, ἔστ᾽ ἂν ἥκῃ αὐτός, καὶ τοὺς ἀμφὶ Κρατερὸν καὶ Πτολεμαῖον αὐτῷ ξυμβαλεῖν.

 

***

[6.5.1] Όταν πλησίασαν στο σημείο που συνενώνονται οι ποταμοί, τότε πλέον οι κυβερνήτες διέταξαν τους κωπηλάτες να κωπηλατούν με όλη τους τη δύναμη για να βγουν έξω από τα στενά, ώστε να μην πέσουν τα πλοία τους στους υδάτινους στρόβιλους και ανατραπούν από αυτούς, αλλά να υπερνικήσουν με την κωπηλασία τις περιδινήσεις του νερού.
[6.5.2] Όσα φορτηγά πλοία έτυχε να υποστούν τις περιστροφικές κινήσεις του ρεύματος δεν έπαθαν τίποτε από αυτές παρά μόνο ταλαιπώρησαν όσους μετέφεραν και επανήλθαν στην ευθεία πορεία, επειδή το ίδιο ρεύμα τα επανέφερε. Τα πολεμικά όμως πλοία υπέστησαν ζημίες από τις περιδινήσεις και δεν υψώνονταν κατά τον ίδιο τρόπο στον παφλασμό των κυμάτων. Και όσα πλοία είχαν διπλή σειρά κουπιών δεν κράτησαν για πολλή ώρα έξω από το νερό τα κάτω κουπιά τους, [6.5.3] τα οποία άρχισαν να σπάζουν, όταν τα πλοία αυτά βρέθηκαν πλάγια προς τους υδάτινους στρόβιλους, όσα τουλάχιστον γέμισαν νερό πριν προλάβουν οι κωπηλάτες να υψώσουν τα κουπιά τους. Έτσι πολλά πλοία έπαθαν ζημιές, ενώ δύο που συγκρούσθηκαν μεταξύ τους καταστράφηκαν και πνίγηκαν πολλοί από τους επιβάτες τους. Όταν όμως ο ποταμός έγινε πλατύτερος, τότε φυσικά και το ρεύμα δεν ήταν πια τόσο ορμητικό και οι υδάτινοι στρόβιλοι δεν περιστρέφονταν με την ίδια ορμή. [6.5.4] Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, προσόρμισε τα πλοία με τον στρατό του στη δεξιά όχθη, όπου υπήρχε προφύλαξη από το ρεύμα και αγκυροβόλιο για τα πλοία· εξείχε εκεί και κάποιο ακρωτήριο του ποταμού έτσι ώστε να διευκολύνει την περισυλλογή των ναυαγίων και όσων φέρονταν ενδεχομένως ζωντανοί επάνω σε αυτά. Διέσωσε τους άνδρες αυτούς, επισκεύασε τα πλοία που είχαν υποστεί ζημιές και διέταξε τον Νέαρχο να συνεχίσει να πλέει, ώσπου να φθάσει στα σύνορα του λαού των Μαλλών. Ο ίδιος επιχείρησε επιδρομή στη χώρα των βαρβάρων που δεν προσχωρούσαν σε αυτόν και τους εμπόδισε να έρθουν σε βοήθεια των Μαλλών· κατόπιν συνενώθηκε πάλι με το ναυτικό του.
[6.5.5] Εδώ συνενώθηκαν πλέον μαζί του ο Ηφαιστίων, ο Κρατερός και ο Φίλιππος με τις δυνάμεις τους. Ο Αλέξανδρος μετέφερε στην απέναντι όχθη του Υδάσπη τους ελέφαντες και τη φάλαγγα του Πολυπέρχοντα, τους ιπποτοξότες και τον Φίλιππο με τον στρατό του και διέταξε τον Κρατερό να αναλάβει την αρχηγία. Έστειλε επίσης τον Νέαρχο με το ναυτικό, αφού τον διέταξε να προηγείται του στρατού τρεις ημέρες. [6.5.6] Τον υπόλοιπο στρατό διαίρεσε σε τρία τμήματα. Διέταξε τον Ηφαιστίωνα να προπορεύεται πέντε ημερών πορεία, έτσι ώστε αν μερικοί βάρβαροι διέφευγαν από τον στρατό του Αλεξάνδρου και προχωρούσαν γρήγορα εμπρός, να συλλαμβάνονται όπως θα έπεφταν επάνω στους άνδρες του Ηφαιστίωνα. Έδωσε και στον Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου, μέρος του στρατεύματος και τον διέταξε να ακολουθεί μένοντας πίσω πορεία τριών ημερών, ώστε όσοι βάρβαροι διέφευγαν από τον Αλέξανδρο και στρέφονταν πίσω να πέφτουν στα χέρια των ανδρών του Πτολεμαίου. [6.5.7] Και όσους θα έφθαναν πρώτοι στο μέρος όπου συμβάλλει ο Ακεσίνης με τον Υδραώτη ποταμό τους διέταξε να περιμένουν εκεί, μέχρις ότου φθάσει ο ίδιος και ενωθούν μαζί του οι άνδρες του Κρατερού και του Πτολεμαίου.