Ἐγὼ τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἅ γέ μοι δοκεῖ περὶ τοῦ ᾄσματος τούτου, πειράσομαι ὑμῖν διεξελθεῖν. φιλοσοφία γάρ ἐστιν παλαιοτάτη τε καὶ πλείστη τῶν Ἑλλήνων ἐν Κρήτῃ τε καὶ [342b] ἐν Λακεδαίμονι, καὶ σοφισταὶ πλεῖστοι γῆς ἐκεῖ εἰσιν· ἀλλ᾽ ἐξαρνοῦνται καὶ σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι, ἵνα μὴ κατάδηλοι ὦσιν ὅτι σοφίᾳ τῶν Ἑλλήνων περίεισιν, ὥσπερ οὓς Πρωταγόρας ἔλεγε τοὺς σοφιστάς, ἀλλὰ δοκῶσιν τῷ μάχεσθαι καὶ ἀνδρείᾳ περιεῖναι, ἡγούμενοι, εἰ γνωσθεῖεν ᾧ περίεισιν, πάντας τοῦτο ἀσκήσειν, τὴν σοφίαν. νῦν δὲ ἀποκρυψάμενοι ἐκεῖνο ἐξηπατήκασιν τοὺς ἐν ταῖς πόλεσι λακωνίζοντας, καὶ οἱ μὲν ὦτά τε κατάγνυνται μιμούμενοι [342c] αὐτούς, καὶ ἱμάντας περιειλίττονται καὶ φιλογυμναστοῦσιν καὶ βραχείας ἀναβολὰς φοροῦσιν, ὡς δὴ τούτοις κρατοῦντας τῶν Ἑλλήνων τοὺς Λακεδαιμονίους· οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι, ἐπειδὰν βούλωνται ἀνέδην τοῖς παρ᾽ αὑτοῖς συγγενέσθαι σοφισταῖς καὶ ἤδη ἄχθωνται λάθρᾳ συγγιγνόμενοι, ξενηλασίας ποιούμενοι τῶν τε λακωνιζόντων τούτων καὶ ἐάν τις ἄλλος ξένος ὢν ἐπιδημήσῃ, συγγίγνονται τοῖς σοφισταῖς λανθάνοντες τοὺς ξένους, καὶ αὐτοὶ οὐδένα ἐῶσιν τῶν νέων [342d] εἰς τὰς ἄλλας πόλεις ἐξιέναι, ὥσπερ οὐδὲ Κρῆτες, ἵνα μὴ ἀπομανθάνωσιν ἃ αὐτοὶ διδάσκουσιν. εἰσὶν δὲ ἐν ταύταις ταῖς πόλεσιν οὐ μόνον ἄνδρες ἐπὶ παιδεύσει μέγα φρονοῦντες, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες. γνοῖτε δ᾽ ἂν ὅτι ἐγὼ ταῦτα ἀληθῆ λέγω καὶ Λακεδαιμόνιοι πρὸς φιλοσοφίαν καὶ λόγους ἄριστα πεπαίδευνται, ὧδε· εἰ γὰρ ἐθέλει τις Λακεδαιμονίων τῷ φαυλοτάτῳ συγγενέσθαι, τὰ μὲν πολλὰ ἐν τοῖς λόγοις εὑρήσει [342e] αὐτὸν φαῦλόν τινα φαινόμενον, ἔπειτα, ὅπου ἂν τύχῃ τῶν λεγομένων, ἐνέβαλεν ῥῆμα ἄξιον λόγου βραχὺ καὶ συνεστραμμένον ὥσπερ δεινὸς ἀκοντιστής, ὥστε φαίνεσθαι τὸν προσδιαλεγόμενον παιδὸς μηδὲν βελτίω. τοῦτο οὖν αὐτὸ καὶ τῶν νῦν εἰσὶν οἳ κατανενοήκασι καὶ τῶν πάλαι, ὅτι τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν, εἰδότες ὅτι τοιαῦτα οἷόν τ᾽ εἶναι ῥήματα φθέγγεσθαι [343a] τελέως πεπαιδευμένου ἐστὶν ἀνθρώπου. τούτων ἦν καὶ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος καὶ Πιττακὸς ὁ Μυτιληναῖος καὶ Βίας ὁ Πριηνεὺς καὶ Σόλων ὁ ἡμέτερος καὶ Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος καὶ Μύσων ὁ Χηνεύς, καὶ ἕβδομος ἐν τούτοις ἐλέγετο Λακεδαιμόνιος Χίλων. οὗτοι πάντες ζηλωταὶ καὶ ἐρασταὶ καὶ μαθηταὶ ἦσαν τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας, καὶ καταμάθοι ἄν τις αὐτῶν τὴν σοφίαν τοιαύτην οὖσαν, ῥήματα βραχέα ἀξιομνημόνευτα ἑκάστῳ εἰρημένα· οὗτοι καὶ κοινῇ συνελθόντες [343b] ἀπαρχὴν τῆς σοφίας ἀνέθεσαν τῷ Ἀπόλλωνι εἰς τὸν νεὼν τὸν ἐν Δελφοῖς, γράψαντες ταῦτα ἃ δὴ πάντες ὑμνοῦσιν, «Γνῶθι σαυτόν» καὶ «Μηδὲν ἄγαν». τοῦ δὴ ἕνεκα ταῦτα λέγω; ὅτι οὗτος ὁ τρόπος ἦν τῶν παλαιῶν τῆς φιλοσοφίας, βραχυλογία τις Λακωνική· καὶ δὴ καὶ τοῦ Πιττακοῦ ἰδίᾳ περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα ἐγκωμιαζόμενον ὑπὸ τῶν σοφῶν, τὸ «Χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι». ὁ οὖν Σιμωνίδης, [343c] ἅτε φιλότιμος ὢν ἐπὶ σοφίᾳ, ἔγνω ὅτι εἰ καθέλοι τοῦτο τὸ ῥῆμα ὥσπερ εὐδοκιμοῦντα ἀθλητὴν καὶ περιγένοιτο αὐτοῦ, αὐτὸς εὐδοκιμήσει ἐν τοῖς τότε ἀνθρώποις. εἰς τοῦτο οὖν τὸ ῥῆμα καὶ τούτου ἕνεκα τούτῳ ἐπιβουλεύων κολοῦσαι αὐτὸ ἅπαν τὸ ᾆσμα πεποίηκεν, ὥς μοι φαίνεται.
Ἐπισκεψώμεθα δὴ αὐτὸ κοινῇ ἅπαντες, εἰ ἄρα ἐγὼ ἀληθῆ λέγω. εὐθὺς γὰρ τὸ πρῶτον τοῦ ᾄσματος μανικὸν ἂν φανείη, εἰ βουλόμενος λέγειν ὅτι ἄνδρα ἀγαθὸν γενέσθαι χαλεπόν, [343d] ἔπειτα ἐνέβαλε τὸ «μέν». τοῦτο γὰρ οὐδὲ πρὸς ἕνα λόγον φαίνεται ἐμβεβλῆσθαι, ἐὰν μή τις ὑπολάβῃ πρὸς τὸ τοῦ Πιττακοῦ ῥῆμα ὥσπερ ἐρίζοντα λέγειν τὸν Σιμωνίδην· λέγοντος τοῦ Πιττακοῦ ὅτι «χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι», ἀμφισβητοῦντα εἰπεῖν ὅτι Οὔκ, ἀλλὰ «γενέσθαι μὲν χαλεπὸν» ἄνδρα ἀγαθόν ἐστιν, ὦ Πιττακέ, ὡς ἀληθῶς — οὐκ ἀληθείᾳ ἀγαθόν, οὐκ ἐπὶ τούτῳ λέγει τὴν ἀλήθειαν, ὡς ἄρα ὄντων τινῶν [343e] τῶν μὲν ὡς ἀληθῶς ἀγαθῶν, τῶν δὲ ἀγαθῶν μέν, οὐ μέντοι ἀληθῶς —εὔηθες γὰρ τοῦτό γε φανείη ἂν καὶ οὐ Σιμωνίδου— ἀλλ᾽ ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι ἐν τῷ ᾄσματι τὸ «ἀλαθέως», οὑτωσί πως ὑπειπόντα τὸ τοῦ Πιττακοῦ, ὥσπερ ἂν εἰ θεῖμεν αὐτὸν λέγοντα τὸν Πιττακὸν καὶ Σιμωνίδην ἀποκρινόμενον εἰπόντα· Ὦ ἄνθρωποι, «χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι», τὸν δὲ [344a] ἀποκρινόμενον ὅτι Ὦ Πιττακέ, οὐκ ἀληθῆ λέγεις· οὐ γὰρ εἶναι ἀλλὰ γενέσθαι μέν ἐστιν ἄνδρα «ἀγαθὸν χερσί τε καὶ ποσὶ καὶ νόῳ τετράγωνον, ἄνευ ψόγου τετυγμένον, χαλεπὸν ἀλαθέως.» οὕτω φαίνεται [τὸ] πρὸς λόγον τὸ μέν ἐμβεβλημένον καὶ τὸ ἀλαθέως ὀρθῶς ἐπ᾽ ἐσχάτῳ κείμενον· καὶ τὰ ἐπιόντα πάντα τούτῳ μαρτυρεῖ, ὅτι οὕτως εἴρηται. πολλὰ μὲν γὰρ ἔστι καὶ περὶ ἑκάστου τῶν [344b] ἐν τῷ ᾄσματι εἰρημένων ἀποδεῖξαι ὡς εὖ πεποίηται —πάνυ γὰρ χαριέντως καὶ μεμελημένως ἔχει— ἀλλὰ μακρὸν ἂν εἴη αὐτὸ οὕτω διελθεῖν· ἀλλὰ τὸν τύπον αὐτοῦ τὸν ὅλον διεξέλθωμεν καὶ τὴν βούλησιν, ὅτι παντὸς μᾶλλον ἔλεγχός ἐστιν τοῦ Πιττακείου ῥήματος διὰ παντὸς τοῦ ᾄσματος.
Ἐπισκεψώμεθα δὴ αὐτὸ κοινῇ ἅπαντες, εἰ ἄρα ἐγὼ ἀληθῆ λέγω. εὐθὺς γὰρ τὸ πρῶτον τοῦ ᾄσματος μανικὸν ἂν φανείη, εἰ βουλόμενος λέγειν ὅτι ἄνδρα ἀγαθὸν γενέσθαι χαλεπόν, [343d] ἔπειτα ἐνέβαλε τὸ «μέν». τοῦτο γὰρ οὐδὲ πρὸς ἕνα λόγον φαίνεται ἐμβεβλῆσθαι, ἐὰν μή τις ὑπολάβῃ πρὸς τὸ τοῦ Πιττακοῦ ῥῆμα ὥσπερ ἐρίζοντα λέγειν τὸν Σιμωνίδην· λέγοντος τοῦ Πιττακοῦ ὅτι «χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι», ἀμφισβητοῦντα εἰπεῖν ὅτι Οὔκ, ἀλλὰ «γενέσθαι μὲν χαλεπὸν» ἄνδρα ἀγαθόν ἐστιν, ὦ Πιττακέ, ὡς ἀληθῶς — οὐκ ἀληθείᾳ ἀγαθόν, οὐκ ἐπὶ τούτῳ λέγει τὴν ἀλήθειαν, ὡς ἄρα ὄντων τινῶν [343e] τῶν μὲν ὡς ἀληθῶς ἀγαθῶν, τῶν δὲ ἀγαθῶν μέν, οὐ μέντοι ἀληθῶς —εὔηθες γὰρ τοῦτό γε φανείη ἂν καὶ οὐ Σιμωνίδου— ἀλλ᾽ ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι ἐν τῷ ᾄσματι τὸ «ἀλαθέως», οὑτωσί πως ὑπειπόντα τὸ τοῦ Πιττακοῦ, ὥσπερ ἂν εἰ θεῖμεν αὐτὸν λέγοντα τὸν Πιττακὸν καὶ Σιμωνίδην ἀποκρινόμενον εἰπόντα· Ὦ ἄνθρωποι, «χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι», τὸν δὲ [344a] ἀποκρινόμενον ὅτι Ὦ Πιττακέ, οὐκ ἀληθῆ λέγεις· οὐ γὰρ εἶναι ἀλλὰ γενέσθαι μέν ἐστιν ἄνδρα «ἀγαθὸν χερσί τε καὶ ποσὶ καὶ νόῳ τετράγωνον, ἄνευ ψόγου τετυγμένον, χαλεπὸν ἀλαθέως.» οὕτω φαίνεται [τὸ] πρὸς λόγον τὸ μέν ἐμβεβλημένον καὶ τὸ ἀλαθέως ὀρθῶς ἐπ᾽ ἐσχάτῳ κείμενον· καὶ τὰ ἐπιόντα πάντα τούτῳ μαρτυρεῖ, ὅτι οὕτως εἴρηται. πολλὰ μὲν γὰρ ἔστι καὶ περὶ ἑκάστου τῶν [344b] ἐν τῷ ᾄσματι εἰρημένων ἀποδεῖξαι ὡς εὖ πεποίηται —πάνυ γὰρ χαριέντως καὶ μεμελημένως ἔχει— ἀλλὰ μακρὸν ἂν εἴη αὐτὸ οὕτω διελθεῖν· ἀλλὰ τὸν τύπον αὐτοῦ τὸν ὅλον διεξέλθωμεν καὶ τὴν βούλησιν, ὅτι παντὸς μᾶλλον ἔλεγχός ἐστιν τοῦ Πιττακείου ῥήματος διὰ παντὸς τοῦ ᾄσματος.
***
Ο Σωκράτης ερμηνεύει την ωδή.Πάνω σ᾽ αυτά τα λόγια μου ο Πρωταγόρας είπε: Αν θέλεις, Σωκράτη, μίλησε εσύ. Αλλά και ο Πρόδικος και ο Ιππίας το απαιτούσαν επίμονα, όπως και οι άλλοι της συντροφιάς.
α) Η προσφορά της Σπάρτης στη φιλοσοφία: η βραχυλογία.
Λοιπόν, θα προσπαθήσω να σας αναπτύξω τη γνώμη μου πάνω σ᾽ αυτή την ωδή, είπα. Δηλαδή, από τις ελληνικές χώρες η φιλοσοφία πρωτοφάνηκε στην Κρήτη [342b] και στη Σπάρτη και εκεί είναι περισσότερο απλωμένη — σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δε βρίσκονται τόσοι σοφιστές όσοι εκεί. Μόνο που εκείνοι δεν το παραδέχονται και κάνουν τον αμόρφωτο, για να μη μάθει όλος ο κόσμος ότι εκείνο που τους κάνει ανώτερους από όλους τους Έλληνες είναι η σοφία (κάτι τέτοιο δεν κάνουν και οι σοφιστές που μας έλεγε ο Πρωταγόρας;), και να μείνουμε με την εντύπωση ότι η μαχητικότητα και η αντρεία είναι που τους κάνει ανώτερους· κι αυτό, επειδή πιστεύουν ότι, αν οι άλλοι μάθουν τί είναι εκείνο που τους κάνει ανώτερους, όλοι θα επιδοθούν σ᾽ αυτό, τη σοφία. Τώρα όμως, με το να κρατήσουν μυστικό εκείνο, ξεγέλασαν όσους στις άλλες πολιτείες λακωνίζουν κι έτσι στην προσπάθειά τους να τους μιμηθούν άλλοι σχίζουν τ᾽ αυτιά τους [342c] και τυλίγουν τα πόδια τους με λουριά και καταπιάνονται με τη γυμναστική και φορούν κοντά πανωφόρια, με τη σκέψη πως αυτά βέβαια είναι που κάνουν τους Λακεδαιμονίους πρώτους ανάμεσα στους Έλληνες. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως, όταν θελήσουν να συζητήσουν ελεύθερα με τους σοφιστές του τόπου τους —δυσανασχετούν βλέπεις πια να συζητούν μαζί τους κρυφά— διώχνουν από τη χώρα τους τους ξένους (και τους λακωνίζοντες που αναφέραμε και κάθε άλλον ξένο που βρίσκεται στη χώρα τους) και συζητούν με τους σοφιστές, χωρίς να τους παίρνουν είδηση οι ξένοι. Κοντά σ᾽ αυτά δεν αφήνουν κανένα νέο [342d] να κινήσει για άλλη πόλη —το ίδιο κάνουν και οι Κρήτες—, για να μη ξεμάθει την αγωγή που πήρε στην πατρίδα του. Σ᾽ αυτές λοιπόν τις πολιτείες δε βρίσκονται μονάχα άντρες, αλλά και γυναίκες περήφανες για τη σοφία τους. Και για να καταλάβετε ότι τα λόγια μου αυτά είναι αληθινά και ότι οι Σπαρτιάτες έχουν πάρει την καλύτερη μόρφωση πάνω στη φιλοσοφία και τη ρητορική, σας λέω τούτο: αν θελήσει κανείς να συζητήσει με τον τελευταίο από τους Σπαρτιάτες, θα διαπιστώσει πως πάνω στα περισσότερα θέματα [342e] αυτός φαίνεται ένα τίποτε. Στη συνέχεια όμως, σ᾽ ένα οποιοδήποτε σημείο της συζήτησης, γυρνά και σου πετά ξαφνικά μια εντυπωσιακή φράση, σύντομη κι όλο νεύρο, σαν φοβερός ακοντιστής, έτσι που ο συνομιλητής του να φαίνεται κοντά του σαν μωρό παιδί, τίποτε περισσότερο. Αυτό το έχουν καταλάβει αρκετοί και από τους σημερινούς και από τους παλιούς, δηλαδή ότι καλύτερα λακωνίζει κανείς φιλοσοφώντας παρά ασκώντας τη γυμναστική, αφού παρατήρησαν ότι μόνο ένας άνθρωπος με τέλεια μόρφωση μπορεί να εκφράζεται με αυτό τον τρόπο. [343a] Σ᾽ αυτούς ανήκει κι ο Θαλής ο Μιλήσιος κι ο Πιττακός ο Μυτιληναίος κι ο Βίας από την Πριήνη κι ο Σόλων ο συμπολίτης μας κι ο Κλεόβουλος από τη Λίνδο και ο Μύσων από τις Χηνές· έβδομο μαζί τους λογαριάζουν τον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο. Όλοι αυτοί ήταν φανατικοί οπαδοί και εραστές και μαθητές της σπαρτιατικής παιδείας. Απόδειξη ότι κάτι τέτοιο ήταν η σοφία τους είναι οι σύντομες φράσεις, οι αξιομνημόνευτες, που έχει πει ο καθένας τους και που, αφού συγκεντρώθηκαν όλοι αυτοί, [343b] τις έκαναν κοινό αφιέρωμα στον Απόλλωνα, στο ναό του στους Δελφούς, σαν τον πρώτο καρπό της σοφίας τους, χαράζοντας τα επιγράμματα που λέει και ξαναλέει όλος ο κόσμος: «γνώρισε τον εαυτό σου» και «μακριά από τις υπερβολές».
β) Ο Πιττακός και το γνωμικό του – Ο εριστικός τόνος της ωδής του Σιμωνίδη.
Τώρα, για ποιόν λόγο τα λέω αυτά; Γιατί τον παλιό καιρό μ᾽ αυτό τον τρόπο φιλοσοφούσαν: με σύντομες φράσεις, σαν τους Λάκωνες. Έτσι και το ρητό αυτό του Πιττακού περνούσε από στόμα σε στόμα και το εκτιμούσαν ιδιαίτερα, και οι σοφοί το επαινούσαν, δηλαδή το «να ᾽ναι κανείς καλός είναι δύσκολο». Λοιπόν ο Σιμωνίδης, [343c] καθώς είχε τη φιλοδοξία να γίνει ξακουστός για τη σοφία του, έκανε τη σκέψη πως θ᾽ αποχτούσε φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους του καιρού του, αν έβαζε κάτω, σαν φημισμένο παλαιστή, αυτό το ρητό κι έβγαινε νικητής. Η γνώμη μου είναι ότι την ωδή αυτή ολόκληρη τη σύνθεσε γι᾽ αυτή την αιτία και με στόχο του αυτό το ρητό: βάλθηκε να το ταπεινώσει. Και, για να δούμε αν η γνώμη μου είναι ορθή, ας εξετάσουμε άλλη μια φορά όλοι μαζί την ωδή.
Ο πρώτος κιόλας στίχος της ωδής μπορεί να φανεί παράλογος, αφού, θέλοντας να πει ότι είναι δύσκολο να γίνει κανείς καλός, [343d] κατόπι βάζει στη μέση το «ναι». Όμως ποιά άλλη λογική εξήγηση για την εμφάνιση αυτού του «ναι» μπορούμε να δώσουμε, παρά μονάχα αν υποθέσουμε ότι ο Σιμωνίδης μιλά σαν να έχει μπροστά του το ρητό του Πιττακού και να τα βάζει μαζί του; Δηλαδή, την ώρα που ο Πιττακός λέει «να ᾽ναι κανείς καλός είναι δύσκολο», ο Σιμωνίδης τον αποπαίρνει λέγοντας: «Όχι, αλλά είναι δύσκολο, ναι, ενάρετος ο άνθρωπος να γίνει, Πιττακέ, στ᾽ αλήθεια» — όχι «αληθινά ενάρετος»· δε συνδέει τη λέξη «αληθινά» με το «ενάρετος», σα να υπάρχουν άνθρωποι [343e] άλλοι αληθινά ενάρετοι κι άλλοι ενάρετοι, όχι όμως αληθινά· ένα τέτοιο νόημα θα φαινόταν ανόητο κι όχι άξιο του Σιμωνίδη. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι η λέξη «αληθινά» τοποθετήθηκε εδώ σε σχήμα υπερβατό, δηλαδή ότι ο Σιμωνίδης ερμήνευσε κάπως έτσι το ρητό του Πιττακού: ας πούμε ότι μιλά ο ίδιος ο Πιττακός κι ο Σιμωνίδης απαντά. Ο πρώτος λέει: « Άνθρωποι, να ᾽ναι κανείς καλός είναι δύσκολο»· [344a] απαντά ο άλλος: «Δε λες την αλήθεια, Πιττακέ· γιατί όχι να είναι, αλλά να γίνει, βέβαια, ενάρετος ο άνθρωπος, τετράγωνος στα χέρια και στα πόδια και στο νου, είναι στ᾽ αλήθεια δύσκολο». Έτσι βλέπουμε ότι έχει τη θέση του εκείνο το «ναι» που μπήκε στη μέση και ότι η ορθή θέση του «αληθινά» είναι στο τέλος· κι όλοι οι στίχοι που ακολουθούν βεβαιώνουν ότι αυτό το νόημα έχει το ποίημα. Και η κάθε μικρότερη ενότητα της ωδής έχει πολλά στοιχεία [344b] που πείθουν ότι είναι ένα ωραίο ποίημα· γιατί είναι κομψό και φροντισμένο. Αν όμως επιχειρούσαμε να το αναλύσουμε μ᾽ αυτό τον τρόπο, η συζήτηση θα πήγαινε σε μάκρος· ας εξετάσουμε λοιπόν το γενικό διάγραμμα και την πρόθεσή του, ότι δηλαδή η ωδή από την αρχή ώς το τέλος είναι επίκριση του ρητού του Πιττακού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου