Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

3.7. Η φιλοσοφία τον 4ο π.Χ. αιώνα


Η καταδίκη και ο θάνατος του Σωκράτη αποτέλεσαν σταθμό στην εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης. Με μια σειρά από συγγράμματα οι οπαδοί του προσπάθησαν να τον υπερασπιστούν, να αποκρούσουν τις όποιες κατηγορίες και να εξάρουν την αρετή του δασκάλου τους.[1] Ακόμα, οι σωκρατικοί, όσοι εξακολούθησαν να φιλοσοφούν, μοιράστηκαν τις ιδέες του Σωκράτη, ή καλύτερα διάλεξαν καθένας να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο από τους πολλούς που είχε ανοίξει, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν περισσότερες από μία σωκρατικές φιλοσοφικές σχολές.[2]

Απολογητής του Σωκράτη στάθηκε, όπως είδαμε, ο Ξενοφών, που στα σωκρατικά του έργα δεν περιορίστηκε στο να μιλά για τον δάσκαλό του σε τρίτο πρόσωπο, αλλά παρουσίασε και τον ίδιο τον Σωκράτη να απολογείται στο δικαστήριο ή να συζητά με τον ένα και με τον άλλο, αποδίδοντάς του λόγια που μπορεί να μην ήταν αυτούσια δικά του αλλά οπωσδήποτε αντιπροσώπευαν τις ιδέες του και τους διαλεκτικούς του τρόπους. Παρόμοια υπερασπίστηκαν τον δάσκαλό τους και άλλοι σωκρατικοί, που όμως τα έργα τους, αν εξαιρέσουμε αυτά του Πλάτωνα, είναι όλα χαμένα.

Κέβης από τη Θήβα (5ος/4ος π.Χ. αι.): του αποδίδονται τρεις σωκρατικοί διάλογοι, αλλά ένα έργο που σώζεται με το όνομά του, ο Πίναξ, πρέπει να γράφτηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα.

Σιμμίας από τη Θήβα (5ος/4ος π.Χ. αι.): του αποδίδονται 23 σωκρατικοί διάλογοι (Περὶ σοφίας, Περὶ ἀνδρείας κ.ά.).

Αισχίνης από την Αθήνα (5ος/4ος π.Χ. αι.): έγραψε σωκρατικούς διάλογους (Ἀλκιβιάδης, Ἀσπασία κ.ά.).

Ευκλείδης από τα Μέγαρα (450-380 π.Χ.): έγραψε σωκρατικούς διάλογους (Κρίτων, Ἐρωτικός, Αἰσχίνης κ.ά.), και εγκαινίασε τη μεγαρική σχολή, με έμφαση στη διαλεκτική και στην οντολογία. Διάλογους έγραψε και ο σημαντικότερος διάδοχός του, ο Στίλπων από τα Μέγαρα (περ. 380-300 π.Χ.).

Αντισθένης από την Αθήνα (περ. 445-360 π.Χ.): στα πάμπολλα έργα του[3] περιλαμβάνονταν και σωκρατικοί διάλογοι (Ἀσπασία, Ἀλκιβιάδης, Μενέξενος κ.ά.). Δίνοντας έμφαση στο ιδανικό της αυτάρκειας, ο Αντισθένης άνοιξε τον δρόμο για τους πολλούς κυνικούς φιλοσόφους που ακολούθησαν. Διασημότερος ανάμεσά τους ο Διογένης από τη Σινώπη (περίπου 400-325 π.Χ.), που και γι᾽ αυτόν παραδίδεται ότι έγραψε διάλογους και τραγωδίες.

Αρίστιππος από την Κυρήνη (435-355 π.Χ.): ορισμένα έργα του (Περὶ παιδείας, Περὶ ἀρετῆς κ.ά.) δεν είναι διαλογικά· έχουν όμως φανερά σωκρατικό χαρακτήρα. Ο ίδιος έδωσε έμφαση στην ηθική και εγκαινίασε την κυρηναϊκή σχολή.

Φαίδων από την Ηλεία (5ος/4ος π.Χ. αι.): έγραψε σωκρατικούς διάλογους (Σίμων, Ζώπυρος) και εγκαινίασε την ηλειακή σχολή.

Χαριτωμένους διάλογους για ποικίλα θέματα παραδίδεται πως έγραψε και ο Ηρακλείδης από την Ηράκλεια του Πόντου (περ. 390-310 π.Χ.), που φοίτησε τόσο στην Ακαδημία του Πλάτωνα όσο και στο Λύκειο του Αριστοτέλη.

Μελετώντας τους συγγραφικούς τρόπους διαπιστώνουμε ότι ο διάλογος, ένα από τη φύση του καθαρά προφορικό είδος, χρησιμοποιήθηκε συχνά τον 4ο π.Χ. αιώνα σε γραπτή μορφή για να αποδώσει τη φιλοσοφική διδασκαλία. Παράλληλα, δίπλα στον διάλογο, για να εκθέσουν τις θεωρίες τους οι φιλόσοφοι έγραψαν και πραγματείες (ή διατριβές), είδος γνωστό από την ιωνική επιστημονική παράδοση, όπου η κινημένη διαλογική παρουσίαση έδινε τη θέση της στη συστηματικότερη, πιο ήρεμη και πιο ολοκληρωμένη μονολογική ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης. Είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πώς οι κορυφαίοι φιλόσοφοι του αιώνα, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, χρησιμοποίησαν τη μία ή την άλλη μορφή του φιλοσοφικού λόγου.

ΠΛΑΤΩΝ (427-347 π.Χ.)

Τὰ μὲν ὁρᾶσθαί φαμεν νοεῖσθαι δ᾽ οὔ, τὰς
δ᾽ αὖ ἰδέας νοεῖσθαι μὲν ὁρᾶσθαι δ᾽ οὔ
.[4]
Πολιτεία 507b

Γεννήθηκε στην Αθήνα από ισχυρή οικογένεια που συγγένευε με παλιά αριστοκρατικά γένη. Από τους δασκάλους του γνωστός είναι ο Κρατύλος, που υποστήριζε τις απόψεις του Ηράκλειτου. Οι πρώτες του προσπάθειες να ασχοληθεί με την ποίηση ματαιώθηκαν όταν γνώρισε τον Σωκράτη και έγινε φανατικός οπαδός του. Βίωσε από κοντά την καταστροφή του 404 π.Χ., τη φαύλη διακυβέρνηση των Τριάκοντα, που μερικοί ήταν συγγενείς του, και τους αγώνες για την παλινόρθωση της δημοκρατίας· όμως το βίωμα που σφράγισε τη ζωή του και τον έσπρωξε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία ήταν η δίκη, η άδικη καταδίκη και η θανατική εκτέλεση του Σωκράτη (399 π.Χ.).

Η δεκαετία που ακολούθησε αποτέλεσε την πρώτη περίοδο της συγγραφικής δράσης του Πλάτωνα, όπου ανήκουν η Ἀπολογία Σωκράτους και οι κατεξοχήν σωκρατικοί διάλογοι: Λάχης, Χαρμίδης, Λύσις, Εὐθύφρων, Πρωταγόρας, Ἱππίας ἐλάσσων, Ἱππίας μείζων, Ἴων, Κρίτων, Γοργίας. Πρόκειται για σχετικά σύντομους και ζωηρούς διάλογους που έχουν πάρει το όνομά τους από τον κύριο κάθε φορά συνομιλητή του Σωκράτη. Γνήσια σωκρατικά είναι τα θέματα των συζητήσεων για το τι είναι ανδρεία, σωφροσύνη, φιλία, ευσέβεια, για το αν μπορεί να διδαχτεί η αρετή, και άλλα παρόμοια. Χαρακτηριστικό και ότι στους περισσότερους διάλογους ο Σωκράτης περιορίζεται στο να θέτει προβλήματα και να αποδείχνει τη μια μετά την άλλη σφαλερές τις λύσεις που προτείνονται - ακόμα και από τον ίδιο!

Από το 390 ως το 388 π.Χ. ο Πλάτων ταξίδεψε πρώτα στην Κάτω Ιταλία, όπου γνωρίστηκε με τον Αρχύτα και μελέτησε τον πυθαγορισμό, ύστερα και στη Σικελία, όπου για ένα διάστημα φιλοξενήθηκε στην αυλή του Διονυσίου Α', τυράννου των Συρακουσών. Εκεί συνδέθηκε στενά με τον Δίωνα, γαμπρό του Διονυσίου, που είχε τις ίδιες με αυτόν πολιτικές ανησυχίες και ελπίδες. Η φιλία τους ανησύχησε τον Διονύσιο, που υποπτεύτηκε συνωμοσία, ο Πλάτων υποχρεώθηκε να φύγει όπως όπως και να επιστρέψει, όχι χωρίς περιπέτειες, στην Αθήνα, όπου λίγα χρόνια αργότερα, το 385 π.Χ., ίδρυσε την Ακαδημία.[5]

Τυπικά η Ακαδημία ήταν λατρευτικό κέντρο του Απόλλωνα και των Μουσών· ουσιαστικά αποτελούσε κοινόβιο, με αυστηρούς κανόνες διαβίωσης και με στόχο την καλλιέργεια της φιλοσοφίας. Ο Πλάτων έμεινε επικεφαλής της Ακαδημίας, συγγράφοντας και διδάσκοντας, ως το τέλος της ζωής του, με δύο διακοπές, όταν ξαναταξίδεψε στη Σικελία.

Στη μέση συγγραφική περίοδο του Πλάτωνα, ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο ταξίδι, ανήκουν τα πιο γνωστά του έργα, ο Μένων, ο Κρατύλος, ο Εὐθύδημος, ο Μενέξενος, ο Φαίδων, ο Φαῖδρος, ο Παρμενίδης, ο Θεαίτητος, το Συμπόσιον και η Πολιτεία, μεγάλοι διάλογοι που πραγματεύονται θεμελιακά θέματα όπως η αθανασία της ψυχής, η αληθινή αρετή, ο έρωτας, η φύση των λέξεων, η λειτουργία των αριθμών και άλλα παρόμοια. Ο Σωκράτης εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί, αλλά πια δεν περιορίζεται στο να απορρίπτει τις απόψεις των συνομιλητών του αφήνοντάς τους σε απορία, αλλά χαράζει κατευθύνσεις και οδηγεί τη συζήτηση αν όχι σε οριστικά, τουλάχιστο σε θετικά αποτελέσματα. Έτσι, στην Πολιτεία οι συνομιλητές, για να γνωρίσουν την πραγματική δικαιοσύνη, αναπλάθουν, με την καθοδήγησή του, τη γένεση και την εξέλιξη μιας ιδανικής πολιτείας όπου θεμελιακή θέση κατέχει η εκπαίδευση. Δικαιολογημένα γεννιέται η υποψία ότι σε αυτούς τους μέσους διάλογους ο Πλάτων αποδίδει στον Σωκράτη και δικές του νεότερες σκέψεις και συμπεράσματα.

Το 367 π.Χ. ο Πλάτων, προσκαλεσμένος από τον Δίωνα, ταξίδεψε πάλι στη Σικελία. Ο Διονύσιος Α' είχε πεθάνει, ο Διονύσιος Β' ήταν νέος, καλόγνωμος, και οι δυο φίλοι είχαν την ελπίδα να συνεργαστούν μαζί του για τη δημιουργία της ιδανικής πολιτείας όπου «είτε κυβερνούν οι φιλόσοφοι, είτε οι κυβερνήτες φιλοσοφούν» (7η Επιστολή 326b). Ωστόσο, η φιλοσοφική θεωρία δύσκολα εφαρμόζεται στην πολιτική πράξη: το εγχείρημα σκόνταψε στις μηχανορραφίες των αυλικών και απότυχε, όπως αποτυχημένο ήταν και το τρίτο ταξίδι του Πλάτωνα στις Συρακούσες (361-360 π.Χ.), όταν ο Διονύσιος επέμενε να τον κρατήσει και χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο Αρχύτας για να μπορέσει ο φιλόσοφος να επιστρέψει στην Αθήνα.

Η ύστερη συγγραφική περίοδος περιλαμβάνει τους διάλογους Σοφιστής και Πολιτικός, που γράφτηκαν ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο ταξίδι, τον Φίληβο, τον Τίμαιο και τον Κριτία, που γράφτηκαν μετά την οριστική επιστροφή στην Αθήνα, και τους Νόμους, που ο Πλάτων δεν πρόλαβε να τους ολοκληρώσει, αλλά ο γραμματέας του τους συμπλήρωσε από τις σημειώσεις του και τους δημοσίευσε μετά τον θάνατό του.[6] Ιδιαίτερα διεξοδικά, τα τελευταία αυτά έργα πραγματεύονται δύσβατα κοσμολογικά, οντολογικά, πολιτειακά και άλλα πολύπλοκα φιλοσοφικά θέματα. Η διαλογική μορφή διατηρείται, αλλά έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος από τη φυσικότητα και τη ζωηρότητά της. Αντίστοιχα υποβαθμισμένη είναι και η συμμετοχή του Σωκράτη, που σε μία περίπτωση, στους Νόμους, απουσιάζει τελείως. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνουν άλλα πρόσωπα, πραγματικά (όπως ο Κριτίας), φανταστικά (όπως ο Τίμαιος), ή και ανώνυμα (όπως ο ελεάτης ξένος στον Σοφιστή και ο αθηναίος ξένος στους Νόμους), πρόσωπα που εκθέτουν ολοκληρωμένες θεωρίες με κάθε άνεση και σε συνεχή λόγο, όπως στις διατριβές. Είναι φανερό ότι προς το τέλος της ζωής του ο Πλάτων είχε πολύ απομακρυνθεί από τον δάσκαλό του.

Η εξέλιξη που παρακολουθήσαμε ας μη μας εμποδίσει να εκτιμήσουμε τον πλατωνικό διάλογο, που την ώρα της ακμής του αποτέλεσε ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα του αρχαιοελληνικού έντεχνου λόγου. Έχουν προηγηθεί τα δράματα του Επιχάρμου, οι μίμοι του Σώφρονα, οι αγώνες του αττικού θεάτρου - και ακόμα, η καλλιέργεια του προφορικού λόγου από τους σοφιστές, οι ρητορικές αντιλογίες και η σωκρατική διαλεκτική, όπως την είχε γνωρίσει ο Πλάτων από κοντά. Όλα αυτά ζυμώνονται στους διάλογους, όπου τα θεατρικά στοιχεία από τη μια τονίζονται (π.χ. με την ειδυλλιακή «σκηνογραφία» στον Φαίδρο, ή με την καλομελετημένη «σκηνοθεσία» στο Συμπόσιο), από την άλλη συγκαλύπτονται, καθώς οι συζητήσεις δεν παρουσιάζονται άμεσα αλλά έμμεσα από κάποιον που τάχα τις παρακολούθησε και τάχα τις διηγείται αργότερα σε τρίτους.

Η λογοτεχνική φλέβα του Πλάτωνα φανερώνεται και στη ζωντανή, εύκαμπτη, λαμπερή, ποιητική σχεδόν γλώσσα, και στη συχνή χρήση των μύθων - όχι των γνωστών της παράδοσης αλλά νέων, που τους επινόησε ο ίδιος. Οι πλατωνικοί μύθοι, ανάμεσά τους η δημιουργία του ανθρώπου από τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα στον Πρωταγόρα και η ιστορία της Ατλαντίδας στον Κριτία, εικονοποιούν τη θεωρητική σκέψη, αντικαθιστούν επίπονους αποδεικτικούς συλλογισμούς, υπερβαίνουν λογικά αδιέξοδα και πάνω απ᾽ όλα κάνουν την ανάγνωση πιο ελκυστική και τα νοήματα πιο εύληπτα στους αναγνώστες· γιατί μην ξεχνούμε ότι οι διάλογοι απευθύνονταν στο μεγάλο κοινό.

Με τους εταίρους της Ακαδημίας ο Πλάτων επικοινωνούσε προφορικά, με συζητήσεις και διαλέξεις. Το περιεχόμενο αυτής της εσωτερικής διδασκαλίας, όπως την ονομάζουμε, μας είναι (παρ᾽ όλες τις προσπάθειες των ερευνητών που επιχειρούν να το ανασυνθέσουν μέσα από τα δημοσιευμένα έργα και κάποιες άλλες όχι ξεκάθαρες πληροφορίες) ουσιαστικά άγνωστο.

Με το όνομα του Πλάτωνα σώζονται αρκετοί ακόμα διάλογοι που δεν είναι δικοί του αλλά ανήκουν στο κλίμα της Ακαδημίας, και δεκατρείς επιστολές, οι περισσότερες ψευδεπίγραφες. Από τις τρεις που κρίνονται γνήσιες, ιδιαίτερα σημαντική είναι η έβδομη επιστολή, προς τους οπαδούς του Δίωνα στις Συρακούσες, όπου σε αυτήν ο φιλόσοφος αποκαλύπτει πλήθος βιογραφικά του στοιχεία.

Πεθαίνοντας ο Πλάτωνας εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση της Ακαδημίας στον ανεψιό του τον Σπεύσιππο (περ. 407-339 π.Χ.), που προσπάθησε, όχι πάντα με επιτυχία, να συστηματοποιήσει και να προχωρήσει την πλατωνική σκέψη. Τα έργα του μας είναι γνωστά μόνο από πληροφορίες και αποσπάσματα· φαίνεται όμως να είναι γνήσια δική του μια επιστολή με πολιτικό περιεχόμενο, που έχει σωθεί και απευθύνεται στον Φίλιππο Β' της Μακεδονίας.

Μετά τον θάνατο του Σπευσίππου οι εταίροι της Ακαδημίας εκλέξαν διάδοχό του στην ηγεσία της Ακαδημίας τον Ξενοκράτη από τη Χαλκηδόνα (396-312; π.Χ.) «θαυμάζοντας τη σωφροσύνη του». Οι πολλές και ποικίλες διατριβές του έμειναν αδημοσίευτες στην Ακαδημία ως το 86 π.Χ., οπότε ολόκληρη η σχολή με τη βιβλιοθήκη της καταστράφηκε από τους λεγεωνάριους του Σύλλα.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ (384-322 π.Χ.)

Ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φύσις οὐδὲν μάταιον ποιοῦσιν.[7]
Περὶ οὐρανοῦ 271a

Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής και μεγάλωσε στην Πέλλα, όπου ο πατέρας του ήταν γιατρός του Αμύντα Α' της Μακεδονίας. Δεκαεπτά χρονών ήρθε στην Αθήνα και εντάχτηκε στην Ακαδημία, όπου και έμεινε ως τον θάνατο του Πλάτωνα - είκοσι ολόκληρα χρόνια. Απογοητευμένος γιατί ο Πλάτων δεν τον όρισε διάδοχό του, ο Αριστοτέλης αποφάσισε να ιδρύσει δική του σχολή (παράρτημα της Ακαδημίας), και το έκανε, πρώτα στην Άσσο της Τρωάδας, όπου συνδέθηκε με τον τύραννο Ερμία και παντρεύτηκε την ανεψιά του, ύστερα και στη Μυτιλήνη, ώσπου το 342 π.Χ. προσκλήθηκε στη Μακεδονία να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του Μεγαλέξανδρου, που ήταν τότε δεκατεσσάρων χρονών. Σίγουρα ο Αλέξανδρος διδάχτηκε πολλά στα τρία χρόνια της μαθητείας του· όμως στα πολιτικά θέματα ο μαθητής δεν υιοθέτησε τις απόψεις του δασκάλου, και στη συνέχεια οι σχέσεις τους δεν ήταν τόσο αρμονικές όσο λέγεται συνήθως.

Πίσω στην Αθήνα, ο Αριστοτέλης ίδρυσε το 335 π.Χ. ανεξάρτητο διδακτήριο, το Λύκειον, στην ομώνυμη περιοχή κοντά στον Λυκαβηττό, όπου λατρευόταν ο Ἀπόλλων λύκειος (= λυκοκτόνος;).[8] Η σχολή, που ονομάστηκε και περιπατητική γιατί ορισμένα μαθήματα γινόταν περπατώντας σε σκιερές στοές, είχε μεγάλη επιτυχία. Πλήθος σπουδαστές και επιστήμονες συνεργάζονταν για να συγκεντρωθεί ο όγκος των πληροφοριών που προϋποθέτουν τα έργα του Αριστοτέλη και των άλλων Περιπατητικών. Ο Αριστοτέλης έμεινε επικεφαλής του Λυκείου για δώδεκα όλα κι όλα χρόνια, ως το 323 π.Χ., οπότε το αντιμακεδονικό κλίμα που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στη Χαλκίδα, όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο.

Το έργο που άφησε πίσω του ήταν τεράστιο, και καλύπτει πολλά και διαφορετικά γνωστικά πεδία:

(α) Λογικά: πέντε διατριβές (Κατηγορίαι, Περὶ ἑρμηνείας, Τοπικά, Ἀναλυτικὰ πρότερα, Ἀναλυτικὰ ὕστερα), που οι νεότεροι τις ονόμασαν όλες μαζί Ὄργανον, δηλαδή «εργαλείο» για τη λογική σκέψη.

(β) Φιλολογικά: Ρητορική, Ποιητική.

(γ) Φυσικά: Φυσικά, Περὶ οὐρανοῦ, Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, Μετεωρολογικά.

(δ) Φυσιογνωστικά: Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι, Περὶ ζῴων γενέσεως, Περὶ ζῴων πορείας, Περὶ ζῴων μορίων, Περὶ ζῴων κινήσεως.

(ε) Ανθρωπολογικά: Περὶ ψυχῆς, Περὶ μακροβιότητος καὶ βραχυβιότητος, Περὶ αἰσθήσεως καὶ αἰσθητῶν, Περὶ μνήμης καὶ ἀναμνήσεως, Περὶ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως, Περὶ ἐνυπνίων, Περί τῆς καθ᾽ ὕπνον μαντικῆς, Περὶ νεότητος καὶ γήρως καὶ ζωῆς καὶ θανάτου, Περὶ ἀναπνοῆς.

(Ϛ) Ηθικά: Ἠθικὰ Εὐδήμεια, Ἠθικὰ Νικομάχεια.[9]

(ζ) Πολιτικά: Πολιτικά, Ἀθηναίων πολιτεία (η μόνη που σώθηκε από το Πολιτεῖαι πόλεων, όπου περιγράφονταν ένα ένα ξεχωριστά τα πολιτεύματα διαφόρων πόλεων).

(η) Πρωταρχικά οντολογικά και θεολογικά θέματα καλύπτουν τα Μετὰ τὰ Φυσικά, έργο που ονομάστηκε έτσι μόνο και μόνο γιατί η θέση του στις αρχαίες εκδόσεις των αριστοτελικών έργων ήταν «μετά τα Φυσικά».[10]

Τα παραπάνω έργα, γραμμένα σε αττικό πεζό λόγο, έχουν σωθεί.[11] Είναι όλα εσωτερικά ή ακουσματικά, όπως ονομάζονται, έργα που δεν προορίζονταν να εκδοθούν αλλά για να χρησιμέψουν ως διδακτικό υλικό μέσα στο Λύκειο. Συγκεκριμένα, πρόκειται για υπομνήματα που ο Αριστοτέλης τα χρησιμοποιούσε ως βάση των μαθημάτων του, κεφάλαια της διδασκαλίας του που τα τροποποιούσε, όταν ήθελε, προσθέτοντας, αφαιρώντας ή μεταθέτοντας ενότητες, παρεμβάλλοντας σημειώσεις κλπ.

Έτσι, τα εσωτερικά έργα δεν είναι τελειωμένες πραγματείες· δεν αντιπροσωπεύουν ένα ολοκληρωμένο άκαμπτο φιλοσοφικό σύστημα, αλλά καθρεφτίζουν μια ρευστή και εξελισσόμενη φιλοσοφική σκέψη. Μελετώντας τα δε μπορούμε παρά να θαυμάσουμε την αυστηρή μέθοδο του Αριστοτέλη, που για να πραγματευτεί ένα θέμα ξεκινούσε από τις λέξεις και τους ορισμούς, συνέχιζε εκθέτοντας και ανασκευάζοντας τις θεωρίες των προγενέστερών του φιλοσόφων, και στη συνέχεια, βήμα βήμα, με αυστηρή λογική πορεία (στέριες εμπειρικές παρατηρήσεις, ισχυρά επιχειρήματα και αποδεικτικούς συλλογισμούς), προχωρούσε στις δικές του διαπιστώσεις και συμπεράσματα.

Αντίστοιχα είναι και το ύφος αυστηρό και απέριττο: η λογική σκέψη, όταν καταγράφεται, όχι μόνο δε χρειάζεται αλλά και δεν επιτρέπει πλατειασμούς, ρητορικά σχήματα, εικόνες και γλωσσικά στολίδια, που θα έδιναν την εντύπωση ότι ο συγγραφέας επιχειρεί να επηρεάσει την ορθή και αντικειμενική κρίση του αναγνώστη. Αν προσθέσουμε ότι τα θέματα που απασχολούσαν τον φιλόσοφο ήταν από τη φύση τους δύσκολα, και ότι τα υπομνήματα της διδασκαλίας δε γινόταν παρά να είναι σύντομα, καταλαβαίνουμε πώς συμβαίνει η ανάγνωση των εσωτερικών αριστοτελικών έργων να είναι κοπιαστική και η κατανόησή τους να απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Μην ξεχνούμε όμως ότι πρόκειται για κείμενα που προορίζονταν να αξιοποιηθούν από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στα μαθήματά του, όπου είχε κάθε άνεση να αναπτύξει και να εδραιώσει τις θέσεις του προφορικά.

Διαφορετική μορφή και προορισμό είχαν τα εξωτερικά, όπως ονομάζονται, έργα του Αριστοτέλη, απ᾽ όπου δε μας σώζονται παρά ελάχιστα αποσπάσματα. Πρόκειται για διάλογους (Περὶ φιλοσοφίας, Περὶ ψυχῆς, Περὶ δικαιοσύνης, Περὶ ποιητῶν κ.ά.) που απευθύνονταν στο μεγάλο κοινό, και που οι περισσότεροι είχαν γραφτεί και εκδοθεί όταν ο Αριστοτέλης ήταν ακόμα εταίρος της Ακαδημίας.

Οι φιλοσοφικές θεωρίες δε γίνεται να εκτεθούν με λίγα λόγια. Σημειώνουμε μόνο ότι, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, που είχε την τάση να υποτιμά τον αισθητό κόσμο δίνοντας το προβάδισμα στις αφηρημένες ιδέες, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί ως αφετηρία του, μελετά και ερμηνεύει τον πραγματικό κόσμο εμπειρικά, όπως τον αποκαλύπτουν οι αισθήσεις. Αυτό εξηγεί και την επίδοσή του σε επιστημονικά πεδία όπως η μετεωρολογία και η ζωολογία, που το αντικείμενό τους είναι απόλυτα συγκεκριμένο.

Το σώμα των αριστοτελικών έργων περιέχει και πολλά μικρά ή μεγάλα έργα ψευδεπίγραφα, που παραδίδονται με το όνομα του δασκάλου αλλά ανήκουν στους μαθητές και στους διαδόχους του της περιπατητικής σχολής.

Τον Αριστοτέλη διαδέχτηκε ο μαθητής και συνεργάτης του Θεόφραστος από τη Μυτιλήνη (περ. 370-288 π.Χ.), ἀνὴρ συνετώτατος καὶ φιλοπονώτατος (Διογένης Λαέρτιος 5.36),[12] που έμεινε επικεφαλής του Λυκείου για περισσότερα από τριάντα χρόνια - χρόνια ακμής, όταν η σχολή έφτασε να αριθμεί δύο χιλιάδες μέλη. Ο Κικέρωνας (1ος π.Χ. αι.) δεν είχε άδικο όταν έγραφε πως ο Θεόφραστος «πραγματεύτηκε θέματα που τα είχε πραγματευτεί πριν από αυτόν ο Αριστοτέλης». Είναι αλήθεια ότι από τα πάμπολλα έργα που ξέρουμε ότι είχε γράψει τα περισσότερα εντάσσονται σε θεματικούς κύκλους που είχαν ήδη απασχολήσει τον Αριστοτέλη· αλήθεια είναι όμως και ότι τα λιγοστά συγγράμματά του που διασώθηκαν ολόκληρα αφορούν πεδία που δεν καλύπτονται από τα έργα του Αριστοτέλη. Συγκεκριμένα, μας έχουν σωθεί (α) δύο μεγάλα έργα συστηματικής φυτολογίας, το Περὶ φυτῶν ἱστοριῶν και το Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, και (β) οι Χαρακτῆρες, όπου με οξεία παρατηρητικότητα και καυστικό χιούμορ ο Θεόφραστος ορίζει και περιγράφει έναν έναν τριάντα ανθρώπινους τύπους, όχι τους καλύτερους: τον κόλακα, τον γκρινιάρη, τον φλύαρο, τον αλαζόνα, τον δειλό, τον ολιγαρχικό, τον ξαδιάντροπο κ.ά.

Λίγο νεότερος πρέπει να ήταν ο Δικαίαρχος από τη Μεσσήνη της Σικελίας, μαθητής και αυτός του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου, πολύξερος και πολυγράφος. Για να ενισχύσει τη θέση του ότι ο πρακτικός βίος είναι προτιμότερος από τον θεωρητικό, έγραψε μια σειρά από βιογραφίες και ένα έργο με τον τίτλο Βίος Ἑλλάδος, την πρώτη ιστορία του ελληνικού πολιτισμού, που πολύ θα θέλαμε να είχε σωθεί. Από τα πολλά ακόμα χαμένα (ηθικά, πολιτικά, ιστορικά, φιλολογικά, γεωγραφικά κ.ά.) έργα του ξεχωρίζει το Καταμετρήσεις τῶν ἐν Πελοποννήσῳ ὀρῶν, όπου ο Δικαίαρχος προσδιόριζε, χωρίς μεγάλη ακρίβεια, το ύψος των βουνών της Πελοποννήσου.
------------------------------
1. Στο αντίθετο στρατόπεδο, ο αθηναίος ρητοροδιδάσκαλος Πολυκράτης δημοσίευσε τη χαμένη σήμερα Κατηγορία Σωκράτους για να αποδείξει ότι πραγματικά ο Σωκράτης ήταν επικίνδυνος για τη δημοκρατία.

2. Το περιεχόμενο της διδασκαλίας τους ανήκει στην ιστορία της φιλοσοφίας· εδώ οι φιλόσοφοι εξετάζονται περισσότερο από την πλευρά της συγγραφικής τους δράσης.

3. Δε σώθηκαν παρά δυο ρητορικά γυμνάσματα από την εποχή που ο Αντισθένης, πριν γίνει οπαδός του Σωκράτη, είχε μαθητέψει στον Γοργία.

4. Για άλλα «λέμε πως μπορεί κανείς να τα δει, αλλά όχι να τα συλλάβει με τον νου· και πάλι για τις ιδέες (λέμε) πως μπορεί κανείς να τις συλλάβει με τον νου, αλλά όχι να τις δει».

5. Η Ακαδημία πήρε το όνομά της από τον ήρωα Ακάδημο, που λατρευόταν έξω από τα τείχη της Αθήνας, στον δρόμο προς την Ελευσίνα, εκεί όπου ο Πλάτωνας εγκατάστησε τη σχολή του - και οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν τα ίχνη της.

6. Το ίδιο ισχύει και για ένα ακόμα σύντομο έργο, που παραδίδεται με τον τίτλο Ἑπινομίς και αποτελεί συνέχεια των Νόμων.

7. «Ο θεός και η φύση δεν κάνουν τίποτα χωρίς λόγο.»

8. Λύκειον ονομαζόταν η περιοχή, το εκεί γυμναστήριο και η σχολή του Αριστοτέλη. Στους αιώνες της Αναγέννησης η ίδια λέξη χρησιμοποιήθηκε στη δυτική Ευρώπη για ορισμένα διδακτικά ιδρύματα, και από εκεί προέρχεται η ονομασία λύκειο για τα σχολεία της δεύτερης βαθμίδας στην ελληνική μέση εκπαίδευση.

9. Ο Νικόμαχος ήταν γιος, ο Εύδημος άξιος μαθητής του Αριστοτέλη.

10. Έτσι, επικράτησε να ονομάζουμε ως σήμερα μεταφυσική τον κλάδο της φιλοσοφίας που εξετάζει τις γενικές αρχές της ύπαρξης και μεταφυσικά τα φαινόμενα που υπερβαίνουν τις ανθρώπινες αισθήσεις και δε μπορούν να εξηγηθούν με τους φυσικούς νόμους.

11. «Ο Αριστοτέλης παράδωσε τη βιβλιοθήκη του στον Θεόφραστο. Ο Θεόφραστος την παράδωσε στον Νηλέα, που τη μετάφερε στη Σκήψη (της Τρωάδας) και την παράδωσε στους κληρονόμους του, απλούς ανθρώπους, που κρατούσαν τα χειρόγραφα κατάκλειστα και χωρίς φροντίδα. Τελικά, ύστερα από πολύν καιρό, τα ταλαιπωρημένα από την υγρασία και σκουληκοφαγωμένα βιβλία του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου οι απόγονοί τους τα πούλησαν ακριβά στον Απελλίκωνα από την Τέω, που ήταν βιβλιόφιλος περισσότερο παρά φιλόσοφος» (Στράβων 13.1.54). Οι περιπέτειες των χειρογράφων συνεχίστηκαν, ώσπου τον 1ο π.Χ. αιώνα τα χειρόγραφα του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου βρέθηκαν πάλι στην Αθήνα, στο Λύκειο, όπου φρόντισε να τα τακτοποιήσει και να τα εκδώσει ο Ανδρόνικος από τη Ρόδο, που ήταν τότε επικεφαλής της σχολής.

12. Δικός του λόγος είναι το πολυτελὲς ἀνάλωμα ὁ χρόνος, «κοστίζει πολύ το ξόδιασμα του χρόνου».

Ο λοιμός της Αθήνας, 430 π.Χ.

ΜΕΡΟΣ Α'

Ο Θουκυδίδης και η συστηματική σκέψη

Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος διήρκεσε 27 χρόνια, από το 431 έως το 404 π.Χ., με την έναρξη των εχθροπραξιών να χρεώνεται στην Πελοποννησιακή πλευρά, αν και όλες οι προηγούμενες πρωτοβουλίες στοχευμένης πολιτικής όξυνσης βάρυναν την πλευρά των Αθηναίων. Γιατί η Αθήνα ήταν βέβαιη ότι, αν κατόρθωνε να εξωθήσει τους γεωστρατηγικούς της αντιπάλους σε ανοιχτή πλέον σύρραξη, θα έβγαινε νικήτρια, εξασφαλίζοντας την ηγεμονία της όχι μόνον στο Αιγαίο, αλλά και σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Πράγματι, επί σειρά ετών, η Αθήνα κινούσε όλα τα νήματα, είτε εφαρμόζοντας οικονομικούς κι εμπορικούς αποκλεισμούς, είτε επεμβαίνοντας στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων πόλεων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα χειριζόταν οικείους και αντιπάλους, προβλέποντας τις αντιδράσεις τους ή –για να το θέσουμε ακριβέστερα– προσανατολίζοντας τις αντιδράσεις τους προς την κατεύθυνση που η ίδια επιθυμούσε, έχοντας όμως πάρει γι’ αυτό το σκοπό, εγκαίρως, τα κατάλληλα μέτρα.

Και επειδή ο Περικλής, με την εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε, το περίμενε πως αργά ή γρήγορα θα εισέβαλλαν οι εχθροί στην Αττική, είχε φροντίσει για την οργάνωση της άμυνας της πόλης με οχύρωση που οι άλλες δεν διέθεταν. Το έργο είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα, από την εποχή του Θεμιστοκλή. Ο Περικλής το επεξέτεινε και το ολοκλήρωσε. Οι εχθροί μπορούσαν να ρημάζουν το λεκανοπέδιο, καίγοντας κατοικίες, λεηλατώντας καλλιέργειες. Σε όποιο ενδεχόμενο, ωστόσο, ο πληθυσμός της υπαίθρου θα έβρισκε καταφύγιο πίσω από τα ισχυρά τείχη του άστεως, με την τροφοδοσία του εξασφαλισμένη. Γιατί τα Μακρά Τείχη κάλυπταν μέχρι και το λιμάνι του Πειραιά. Από εκεί και πέρα ξανοιγόταν η θάλασσα με τις απεριόριστες δυνατότητες που παρείχε στο παντοδύναμο αθηναϊκό ναυτικό να προσπορίζεται από τους λεγόμενους συμμάχους –και φόρου υποτελείς στην Αθήνα– κάθε είδους αγαθά.

Κατά το δεύτερο έτος του πολέμου, λοιπόν, και στην αρχή του καλοκαιριού, η Αθήνα βρισκόταν σε αυτήν ακριβώς τη συνθήκη. Με τους Πελοποννησίους να έχουν στρατοπεδεύσει στο έδαφος της Αττικής, πυρπολώντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Με τον αθηναϊκό στρατό να τους εμπαίζει, κάνοντας πως αδιαφορεί για την ύπαρξή τους, χωρίς να βγαίνει να τους αντιμετωπίσει σε χερσαία σύγκρουση. Και με τον αγροτικό πληθυσμό να παρακολουθεί αφ’ υψηλού τη δήωση της Αττικής. Γιατί η αθηναϊκή πολιτική έπαιζε τα ρέστα της στη θάλασσα. Και το στοίχημά της, στο επίπεδο του πολέμου των εντυπώσεων, ήταν να αποδείξει ότι εννοούσε την απεδαφικοποιημένη της ηγεμονία. Με όποιο κόστος!

Και ενώ το άστυ βρισκόταν καλά θωρακισμένο, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, απέναντι στον εξωτερικό εχθρό, μια άξαφνη μάστιγα εκδηλώθηκε στην πόλη. Το θανατικό που πήρε διαστάσεις πανδημίας. Κράτησε κοντά τρία χρόνια κι εξολόθρευσε το ένα τέταρτο, ίσως και το ένα τρίτο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των σύγχρονων μελετητών, του αθηναϊκού πληθυσμού. Προσέβαλε και τον Περικλή που τελικά πέθανε αφού πιο πριν είχε κηδεύσει τους δυο γιους του. Ο ισχυρός άνδρας της αθηναϊκής δημοκρατίας, αυτός που νόμιζε ότι μπορεί να βλέπει πάνω και πέρα απ’ τα κύματα, πάνω και πέρα από τα ακλόνητα τείχη της πόλης του, πριν τον θάνατό του, είχε ψυχικά καταρρεύσει. Ο πιο απρόβλεπτος και ύπουλος εχθρός αναπτυσσόταν intra muros. Η πανούκλα. Ο λοιμός!

Την πιο εμπεριστατωμένη μελέτη πάνω στο θέμα μάς την έχει αφήσει ο Θουκυδίδης, καθώς, όπως εξηγεί, είχε κι ο ίδιος νοσήσει, αλλά κατάφερε να αποθεραπευτεί, κατά τρόπο ανεξιχνίαστο, μαζί με αρκετούς άλλους. Η περί λοιμού πραγματεία περιλαμβάνεται στο Β΄ βιβλίο του ιστορικού και ακολουθεί την εξής δομή.

Αρχικά (48), ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι επρόκειτο για άγνωστη ασθένεια –με μεγάλη ακτίνα μετάδοσης στην Ανατολική Μεσόγειο, παρ’ όλη την αρχική σκέψη των Αθηναίων ότι το θανατικό οφειλόταν σε δηλητήρια τα οποία οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίξει στα πηγάδια του Πειραιά– ασθένεια που σημείωσε τρομακτική έξαρση στην Αθήνα, με τους γιατρούς να μην επαρκούν –και μάλιστα να πεθαίνουν κατεξοχήν αυτοί λόγω της επαφής τους με τους ασθενείς– και με τους ανθρώπους να καταλαμβάνονται από πλήρη απελπισία, εφόσον ούτε η καταφυγή στα ιερά των θεών έφερνε, βεβαίως, κανένα αποτέλεσμα.

Στη συνέχεια –και προκειμένου να υπάρχει καταγεγραμμένη γνώση πάνω στο φαινόμενο ώστε, αν ποτέ ξαναεκδηλωθεί, να το αναγνωρίσουν οι γιατροί, αλλά και οι απλοί άνθρωποι που θα το αντιμετωπίζουν– περιγράφονται αναλυτικά (49-51) τα συμπτώματα της νόσου: πυρετοί, ερυθρήματα και οιδήματα, εμετοί και διάρροιες, σήψη των άκρων, κατάθλιψη, παράνοια ή αμνησία. Περιγράφεται, επίσης, και η κοινωνική απομόνωση και εγκατάλειψη, ακόμη κι απ’ τους πλησιέστερους συγγενείς, που αντιμετώπιζαν τα θύματα της αρρώστιας.

Αμέσως μετά (52), ο ιστορικός εστιάζει στις άθλιες συνθήκες υγιεινής που επικρατούσαν στο άστυ λόγω της πολιορκίας του, με την εγκατάσταση του πληθυσμού της Αττικής σε πνιγηρούς καταυλισμούς και τον αναπόφευκτο συνωστισμό του μέσα στα στενά όρια του τειχισμένου χώρου, συνθήκες που επιδεινώνονταν από τις υψηλές θερμοκρασίες του θέρους, οδηγώντας σε εκτός ελέγχου κατάσταση όταν οι θάνατοι άρχισαν να εκδηλώνονται μαζικά, με τα πτώματα να σήπονται διάσπαρτα στους δημόσιους χώρους, στους δρόμους, στις κρήνες, στους ναούς, ενώ την ίδια στιγμή οι ζωντανοί δεν έβρισκαν καν τα μέσα για να τα θάψουν ή, ακόμη καλύτερα, να τα κάψουν.

Η διάβρωση των ηθών, κάθε αξίας και έννοιας δικαίου, παράλληλα με την επιδίωξη του εφήμερου κέρδους και τη στροφή προς τις κάθε είδους ηδονές, απασχολεί την επόμενη (53) παράγραφο.

Και ο ιστορικός καταλήγει (54) ως εξής στην περί λοιμού πραγματεία του: «Μέσα στη δυστυχία τους θυμήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, και τον εξής στίχο που παλαιότερα ψαλλόταν, όταν έλεγαν οι γεροντότεροι “Θα ’ρθει πόλεμος Δωρικός και μαζί μ’ αυτόν λοιμός”. Πάνω στο θέμα αυτό ξέσπασε φιλονεικία ότι στον στίχο αυτό οι παλαιοί δεν μιλούσαν για λοιμό, αλλά για λιμό. Επικράτησε, ωστόσο, στη δεδομένη περίσταση η εκδοχή ότι ο στίχος μιλούσε για λοιμό, γιατί η μνήμη των ανθρώπων προσαρμόζεται στα παθήματά τους. Και νομίζω ότι, αν κάποτε στο μέλλον γίνει άλλος Δωρικός πόλεμος, και τότε συμβεί λιμός, έτσι θα ψάλλουν φυσικά τον στίχο. Και τότε θυμήθηκαν κι ένα χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμόνιους όταν είχαν ρωτήσει τον Απόλλωνα (των Δελφών) αν έπρεπε να πολεμήσουν και τους απάντησε ότι θα νικήσουν, αν πολεμήσουν με όλες τις δυνάμεις τους, και ότι κι εκείνος θα βοηθήσει. Συμπέραιναν, λοιπόν, (οι Αθηναίοι) ότι αυτά που τους συνέβαιναν ήταν σύμφωνα με τον χρησμό, αφού, εξάλλου, η νόσος είχε ενσκήψει αμέσως μόλις εισέβαλαν οι Πελοποννήσιοι (στην Αττική)».

Έτσι αντιμετωπίζει ο Θουκυδίδης, στη σχετική του μελέτη, το φαινόμενο του μεγάλου λοιμού της Αθήνας κατά την έναρξη της σύρραξης με τους Πελοποννησίους. Με τη συστηματική σκέψη του ιστορικού που αναγνωρίζει ότι βασική παράμετρος στη φρικτή υπόθεση των πολέμων είναι η αγωνία των πολιορκημένων πόλεων οι οποίες, την ίδια στιγμή που έχουν να αντιμετωπίσουν την απειλή των εξωτερικών επιθέσεων, γίνονται, εκ των πραγμάτων, περισσότερο ευάλωτες σε ενδημικά καταστροφικά φαινόμενα, σαν τις αρρώστιες. Με την επιστημονική σκέψη του κλινικού γιατρού, που παρατηρεί τα εμπειρικά δεδομένα, καταγράφει τη συμπτωματολογία, μελετά τις συνθήκες εξάπλωσης μιας νόσου, ερευνά τις αντιστάσεις της και αναζητεί τα σημεία υποχώρησής της. Με τον ορθολογισμό του πολιτικού διανοητή, τέλος, που βλέπει ότι οι πανδημίες έχουν ανυπολόγιστης σημασίας ηθικές και κοινωνικές επιπτώσεις: αναλγησία απέναντι στις ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες, γενίκευση των φαινομένων δεισιδαιμονίας, εξάπλωση της κοινωνικής υστερίας και παράκρουσης.

Κι έτσι, με την πραγματεία του αυτή –και ειδικά με την ειρωνική του κατακλείδα σχετικά με το πόσο αφελώς επιδιώκουν συνήθως οι άνθρωποι, σε περιόδους κρίσης, κάθε λογής “χρησμούς” και πώς ερμηνεύουν τη λεγόμενη “θεϊκή βούληση”– ο Θουκυδίδης απομακρύνεται πλήρως από την προηγούμενη μαγικο-θρησκευτική σκέψη. Εκείνην που αντιμετώπιζε τις νόσους ως εκδηλώσεις ενός τιμωρητικού θεϊκού παράγοντα και που γνωστό της παράδειγμα βρίσκουμε στην Α ραψωδία της Ιλιάδας, όπου ένας λοιμός στο στρατόπεδο των Αχαιών, οφείλεται στα εκδικητικά βέλη του Απόλλωνα Σμινθέως (Απόλλωνα των Ποντικιών), προκειμένου να πληρώσει ο Αγαμέμνονας για την αλαζονεία του. Ναι, ο Θουκυδίδης έχει βρεθεί πολύ μακριά από όλα αυτά. Μάλιστα, κατά τη γνώμη των σύγχρονων μελετητών, με την περί λοιμού πραγματεία του, ο Θουκυδίδης αποδεικνύεται ένθερμος θιασώτης της ιπποκρατικής ιατρικής που –κακά τα ψέματα– παρ’ όλη την άμεση έκθεση των υποστηρικτών της στους κινδύνους του λοιμού, εκείνην ακριβώς την περίοδο σημείωσε τεράστια πρόοδο λόγω της δυνατότητας που της δόθηκε να κάνει παρατηρήσεις και έρευνα πάνω σε έναν ολόκληρο συγκεντρωμένο πληθυσμό. Ναι, ο Θουκυδίδης γράφει σαν ένας πραγματικός γιατρός! Κι ίσως η ιπποκρατική του συγκρότηση επηρέασε άμεσα τη διαμόρφωση της σκέψης του ως πολιτικού ιστορικού. Στην Ιστορία του, πήρε την έννοια του νοσήματος από το επίπεδο της σωματικής ή ψυχικής εκδήλωσης, για να την χρησιμοποιήσει ως μεταφορά στο πολιτικό επίπεδο, μιλώντας –πρώτος και κατεξοχήν αυτός– για την ανηθικότητα της πολεμοκάπηλης πολιτικής με όρους «νόσου πόλεως».

ΜΕΡΟΣ Β'

Ο Σοφοκλής και η μυθολογική προσέγγιση
και, τέλος πάντων, Θουκυδίδης vs Σοφοκλή;

Στο α΄ μέρος αυτής της συζήτησης, είδαμε ότι ο λοιμός που ξέσπασε στην Αθήνα το 430 π.Χ. μάς είναι γνωστός σε όλες του τις λεπτομέρειες (συμπτωματολογία, φαινόμενα μαζικής δεισιδαιμονίας και υστερίας, ηθικές και κοινωνικές προεκτάσεις) από τη σχετική πραγματεία του Θουκυδίδη, που με ορθολογιστική προσέγγιση –και υπό το φως των καινοτομιών που εισήγαγε η ιπποκρατική ιατρική– αναπτύσσεται στο Β΄ βιβλίο της Ιστορίας του. Ένας λοιμός είχε απασχολήσει και τον Σοφοκλή, σε τραγωδία του με θέμα τον Οιδίποδα. Εκείνος όμως είχε δει το θέμα μέσα από διαφορετικό πρίσμα.

Στην αρχαιότητα, ο μύθος του Οιδίποδα ήταν από τους πλέον γνωστούς. Υπαγόταν στις αφηγήσεις για την καταραμένη γενιά των βασιλέων της Θήβας. Ένας από αυτούς, ο Λάιος, είχε πάρει χρησμό από τον Απόλλωνα των Δελφών ότι το αγόρι που θα γεννιόταν από τη γυναίκα του, Ιοκάστη, θα σκότωνε κάποτε τον ίδιο και θα παντρευόταν τη μάνα του. Έντρομος, σκέφτηκε να απαλλαγεί μόλις το μωρό γεννήθηκε. Τρύπησε κι έδεσε σφιχτά τους αστραγάλους του και το παρέδωσε σε έναν υπηρέτη για να το εγκαταλείψει στο όρος Κιθαιρώνα. Ο υπηρέτης όμως δεν άφησε έκθετο το παιδί, παρά το εμπιστεύτηκε σε γνωστό του βοσκό από την Κόρινθο. Κι εκείνος, με τη σειρά του, το παρέδωσε στο βασιλικό ζεύγος της πόλης του που ήταν άτεκνο. Το ονόμασαν Οιδίποδα λόγω των πρησμένων του ποδιών. Όταν όμως το αγόρι ενηλικιώθηκε, το αποκάλεσε νόθο κάποιος συνδαιτυμόνας σε γλέντι. Και ο Οιδίποδας ξεκίνησε για τους Δελφούς, για να ζητήσει από τον Απόλλωνα να του φανερώσει την πραγματική καταγωγή του. Ο θεός δεν του έδωσε άλλη απάντηση παρά ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα παντρευτεί τη μάνα του. Ο Οιδίποδας, λοιπόν, θέλοντας να αποφύγει το “γραμμένο” και θεωρώντας πως οι γονείς του ήταν όντως Κορίνθιοι, πήρε αντίθετη κατεύθυνση, οδεύοντας προς τη Θήβα. Στο δρόμο σκότωσε, όντας σε άμυνα, έναν γέροντα που επέβαινε σε άμαξα και τον είχε προηγουμένως προσβάλει. Αυτός ήταν ο πατέρας του. Συνεχίζοντας την πορεία του, σκότωσε το τέρας Σφίγγα, λύνοντας με το σοφό μυαλό του το αίνιγμά της για τον άνθρωπο και απαλλάσσοντας κατά τον τρόπο αυτό τη Θήβα από μεγάλο φόβητρο. Όταν, λοιπόν, έφτασε στην πόλη, του έδωσαν ως ανταμοιβή την Ιοκάστη και την εξουσία. Κι έτσι, ο Οιδίποδας έκανε με τη μάνα του τέσσερα παιδιά. Ο χρησμός είχε εκπληρωθεί, χωρίς ο ίδιος ο Οιδίποδας να το γνωρίζει. Την αλήθεια την ανακάλυψε πολύ αργότερα, οπότε αυτοτυφλώθηκε, αυτοεξορίστηκε και κατέληξε να πεθάνει περιπλανώμενος.

Τον μύθο τον δραματοποίησε ο Σοφοκλής στην περί Οιδίποδα τριλογία του, με το κρισιμότερο μέρος της υπόθεσης –εκείνο που αφορούσε στο πώς ο ήρωας ανακάλυψε την αλήθεια και αυτοτιμωρήθηκε– να αποτελεί το περιεχόμενο του κεντρικού έργου. Παρουσίαζε τον Οιδίποδα να ασκεί εδώ και πολλά χρόνια την εξουσία στη Θήβα, χωρίς επίγνωση της πραγματικής καταγωγής του, έχοντας σκοτώσει τον πατέρα του –στοιχείο που εξακολουθούσε να αγνοεί– και έχοντας την Ιοκάστη σύζυγο και μητέρα των παιδιών του. Ήταν η τραγωδία Οιδίπους Τύραννος. Ο τίτλος της σχετιζόταν με παλαιότερη πολιτική ορολογία που συνδεόταν άμεσα με το νομικό status –ή μάλλον την εθιμική υπόσταση– ενός απόλυτου άρχοντα: ένας βασιλιάς βασιζόταν στα κληρονομικά δικαιώματα τα οποία ο παραδοσιακός συντηρητισμός διαφύλασσε γι’ αυτόν, ενώ ένας τύραννος αναγορευόταν ως τέτοιος κατόπιν έντονης ποπουλαρίστικης επιθυμίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι στα αυτιά του αθηναϊκού κοινού, στο διονυσιακό θέατρο του 5ου π.Χ. αιώνα, ο όρος τύραννος ηχούσε ενοχλητικά. Ανεξαρτήτως της ποιότητας, των προθέσεων και του χαρακτήρα του ανδρός, για τύραννο επρόκειτο, δηλαδή για ό,τι πιο μισητό υπήρχε για τους πολίτες της άμεσης δημοκρατίας, που είχαν κάθε λόγο να υπερηφανεύονται για τη γραμμένη με αίμα τυραννοκτονική εποποιία της Αθήνας.

Ο Οιδίποδας, βεβαίως, σε όλη την έκταση του συγκεκριμένου έργου σκιαγραφείται ως εξαιρετικά ευφυής άνθρωπος, με ευαισθησίες και αγωνία για τον λαό της Θήβας. Πολύ περισσότερο γιατί, από τους πρώτους κιόλας στίχους του προλόγου του έργου, αντιλαμβανόμαστε ότι την πόλη αυτή την έχει χτυπήσει ανυπολόγιστων διαστάσεων κακό. Μια ομάδα παιδιών και εφήβων, με γέροντα ιερέα επικεφαλής, έχουν προσπέσει ικέτες μπροστά στον Οιδίποδα, με πλήρη εμπιστοσύνη στη φρόνηση και στα έργα του, ζητώντας του, για άλλη μια φορά, να τους βρει σωτηρία, γιατί:

«ο υπόλοιπος λαός, κρατώντας ικετευτικά στεφάνια,
στέκει στις αγορές, γύρω από της Αθηνάς Παλλάδας τους δύο
ναούς και τον μαντικό βωμό του Ισμηνού.
Κι η πόλη, όπως βλέπεις, ανυπέρβλητα
ήδη κλυδωνίζεται και να σηκώσει κεφάλι
δεν μπορεί από τα βάθη τρικυμίας φονικής,
καθώς σαπίζουν πρόωρα οι καρποί της γης,
ψοφούν τα κοπάδια των βοδιών, κι οι τοκετοί
των γυναικών αποβαίνουν άκαρποι∙ και μέσα σ’ όλα αυτά, ο φλογοφόρος θεός,
ενσκήπτοντας, η μισητή πανούκλα, αφανίζει την πόλη,
απ’ τον οποίο ρημάζει ο οίκος του Κάδμου∙ κι ο μαύρος
Άδης πλουτίζει από στεναγμούς και θρήνους
» (19-30).

Ο Οιδίποδας ανταποκρίνεται με ευσυνειδησία στις εκκλήσεις, ώστε να τους καθησυχάσει. Έχει προλάβει τις επιθυμίες τους. Εδώ και μέρες, έχει στείλει τον γυναικάδελφό του, τον Κρέοντα, να ζητήσει χρησμό από τον Φοίβο των Δελφών σχετικά με την αιτία της δυστυχίας. Όταν ο Κρέοντας επιστρέφει, ανακοινώνει:

«Ξεκάθαρα ο βασιλιάς Φοίβος μάς διατάζει
το μίασμα της χώρας, που γεννήθηκε στον τόπο
αυτόν εδώ, να διώξουμε και να μην θρέφουμε μέχρι να γίνει αγιάτρευτο
» (96-98).

Και παρακάτω (100-110) διευκρινίζεται: Καταστρέφει την πόλη το αίμα του προηγούμενου βασιλιά. Πρέπει να βρουν τον φονιά και είτε να τον εξορίσουν είτε να τον σκοτώσουν.

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα μίασμα, μύσος, άγος – η έννοια επαναλαμβάνεται σταθερά (138, 241, 313). Είναι κάτι καταραμένο και ανίερο, μια ηθικής τάξεως βάναυση παρέκκλιση, που αντικειμενοποιείται σε νόσημα, παίρνει υλική υπόσταση πάνω στο σώμα, προσβάλλει τα κύτταρα σαν λοιμός, θρέφεται σαν απόστημα, απειλεί τα πάντα στο περιβάλλον της, τα κάνει να σαπίζουν. Κι έτσι, ο Οιδίποδας αναλαμβάνει προσωπικά τη διεξαγωγή της έρευνας, με μια προσήλωση που υπερβαίνει τη μεθοδικότητα του ανακριτή και μάλλον προσιδιάζει στην αυταπάρνηση του γιατρού. Αναζητεί «ίαση» (68), «καθαρμό» (99), «υπηρέτες ταγμένους απέναντι στην αρρώστια, για δύναμη κι ανακούφιση από τα δεινά» (217-218), «έκλυση του νοσήματος» (306-307), προκειμένου «να ξεπλυθεί όλη η μόλυνση που προέρχεται από τον νεκρό» (313). Σ’ αυτό τον αγώνα, οφείλει να ψάξει «τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η συμφορά» (99), «το ίχνος ακόμη και το πλέον δυστέκμαρτο» (109). Επιδίδεται σε «ανίχνευση μεγάλης έκτασης, στη βάση σημείων» (220-221). Οφείλει να τα πάρει «όλα απ’ την αρχή για να αποκαλυφθεί η πρωτογενής αιτία» (132).

Αυτό που διακυβεύεται στην περίπτωση του Οιδίποδα είναι η αποτελεσματικότητα της συστηματικής και ορθολογικής αναζήτησης της αλήθειας. Και σωστά οι J.-P. Vernant και P. Vidal-Naquet, στο Myth and Tragedy in Ancient Greece, παρατηρούν ότι η προβληματική αυτή είναι σύμφυτη με τον ίδιο τον χαρακτήρα του Οιδίποδα, καθώς το όνομά του ετυμολογείται μεν από το οίδημα, υποδηλώνει όμως και συνάφεια με το ρήμα οἶδα, που σήμαινε γνωρίζω. Ο ήρωας έχει τυφλή εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της γνώσης, ενώ υποβλέπει οτιδήποτε αντιλαμβάνεται ως μαγικό, κρυμμένο στα σκοτάδια των υπαινιγμών και στην αχλύ του μυστηρίου. Εξ ου κι η βίαιη αντίδρασή του απέναντι στις σιβυλλικές παρατηρήσεις του μάντη Τειρεσία. Ο ίδιος χτίζει στο φως το οικοδόμημα της έρευνάς του. Λιθαράκι λιθαράκι. Και, σε μια κρίσιμη στιγμή της διαδικασίας, διαισθάνεται ότι, καθώς συμπληρώνει πια το παζλ, με πείσμα και με αστείρευτα αποθέματα θάρρους, βρίσκεται πολύ κοντά στο να ανακαλύψει κυριολεκτικά τα πάντα, ακόμη και την ίδια του τη φύτρα. Ευνοημένος απ’ όλους του οιωνούς, νιώθει «Παιδί της Τύχης» (1080). Ποια ειρωνεία! Η στιγμή της αποκορύφωσης της καλότυχης ευστροφίας του τον καταβαραθρώνει. Βρίσκει τον φονιά κι αυτός δεν είναι άλλος από τον εαυτό του! Ο γιατρός έχει μετατραπεί στην πιο καταραμένη νόσο! Έχουμε εδώ την πλήρη, την πιο δραματική και εκ θεμελίων αντιστροφή των όρων του παιχνιδιού!

Είναι απολύτως βέβαιο ότι στο υπόβαθρο της τραγωδίας αυτής του Σοφοκλή διακρίνεται ο αθηναϊκός λοιμός που ξέσπασε το 430 π.Χ. Ο αιφνιδιασμός και η οδυνηρή εμπειρία των Αθηναίων απηχούνται όχι μόνο στην ομαδική ικεσία του Προλόγου, αλλά και στο τραγούδι του Χορού Γερόντων των στίχων 167-188. Αν συμφωνήσουμε, λοιπόν, μαζί με τους σύγχρονους μελετητές, πως έτσι είχαν τα πράγματα, και πως το έργο αυτό του Σοφοκλή έχασε το πρώτο βραβείο στους δραματικούς αγώνες επειδή μιλούσε στο κοινό για οικεία κακά, ποιοι υπαινιγμοί κρύβονταν –ίσως– πίσω απ’ το προσωπείο και την τραγική μετάπτωση του ρόλου του Οιδίποδα; Μια πρόχειρη απάντηση ενδεχομένως θα υποδείκνυε τους ιπποκρατικούς γιατρούς, που έπεσαν με τα μούτρα, όπως ξέρουμε από τον Θουκυδίδη, στην αντιμετώπιση του λοιμού και κατέληξαν οι ίδιοι να αποτελούν το πιο ευπρόσβλητο τμήμα του πληθυσμού. Μια διεισδυτικότερη ερμηνεία θα υποδείκνυε, ωστόσο, τον Περικλή. Εκείνος, πριν το θάνατό του απ’ την αρρώστια, κατέρρευσε κηδεύοντας τα δυο παιδιά του. Κι επίσης, εκείνος –σίγουρα– θα είχε ακούσει νωρίτερα ικεσίες σαν αυτές του ιερέα της τραγωδίας που έμμεσα αφήνει αιχμές προς τα μεγαλεπήβολα και συστηματικά οργανωμένα περίκλεια σχέδια για την τοιχοποιία και την ολοκλήρωση της απεδαφικοποίησης της αθηναϊκής ηγεμονίας.

«Γιατί, αν μέλλει να κυβερνάς αυτή τη χώρα, όπως το κάνεις τώρα,
καλύτερο είναι να την ορίζεις με λαό κι όχι αδειανή.
Γιατί δεν αξίζει τίποτε ούτε πύργος ούτε καράβι,
αν είναι έρημο, χωρίς ανθρώπους μέσα
.» (54-55)

Τι άλλο θα είχε να προσάψει, μέσω του Οιδίποδά του, ο Σοφοκλής στον πρώτο του αθηναϊκού δήμου; Η σκιαγράφηση ενός ήρωα μιαρού, που προερχόταν από την καταραμένη βασιλική γενιά των Λαβδακιδών της Θήβας, συμμεριζόταν ενδεχομένως τη δεισιδαιμονική βεβαιότητα πολλών Αθηναίων, την οποία επίσης καταγράφει ο Θουκυδίδης (1. 126. 2), ότι ο Περικλής καταγόταν απ’ την αριστοκρατική γενιά των Αλκμεωνιδών την οποία βάραινε αρχαίο άγος; Όχι απαραίτητα, νομίζω. Ωστόσο, η μαγικο-θρησκευτική προσέγγιση του Σοφοκλή στο θέμα του λοιμού, μέσω της πτώσης του ήρωά του, διαπερνάται μάλλον από τον άξονα εκείνο που είναι κεντρικός στην αρχαία τραγωδία. Κι αυτός είναι ο άξονας της ύβρεως, της καταπάτησης, δηλαδή, και της υπέρβασης των ορίων που αντικειμενικά υπάρχουν στη σκέψη και στη δράση των ανθρώπων. Ο Περικλής έφτασε στα όριά της την πολιτική τέχνη, αυτή την τέχνη που περιγράφεται απ’ τον Οιδίποδα ως «ανώτερη από κάθε άλλη στην πολυζήλευτη ανθρώπινη ζωή» (380-381). Κι αυτά τα όρια τα ξεπέρασε, με τρόπο υπεροπτικό προς τους εχθρούς –και εντέλει αφύσικο. Ποντάροντας στη δυναμική της θαλασσοκρατίας, καταδίκασε την πόλη και τον εαυτό του σε μια παράλογη λοιμώδη στενοχωρία.

Τι θα έλεγε ο Θουκυδίδης, που ασφαλώς είχε παρακολουθήσει την παράσταση του Οιδίποδα Τυράννου, για την προσέγγιση του Σοφοκλή στο θέμα; Θα αποτολμήσω να υποθέσω ότι δεν διαφώνησε. Κι εκείνος σκοπίμως τοποθέτησε στην Ιστορία του, ακριβώς πριν την αφήγηση των γεγονότων του λοιμού εκείνο τον περίφημο Επιτάφιο Λόγο του Περικλή, που προκαλεί ερωτήματα. Γιατί για τους νεκρούς κάποιων ασήμαντων αψιμαχιών υποτίθεται ότι εκφωνήθηκε, χρησιμοποιείται όμως από τον Θουκυδίδη για να προβάλλει το ιδεώδες του Περικλή για την αθηναϊκή δημοκρατία και ηγεμονία. Κι έτσι, στο μυαλό του αναγνώστη, προκύπτει ένα καλότυχο πριν (η ακμή της ηγεμονίας) κι ένα οδυνηρό μετά (ο λοιμός). Εντυπωσιακή αντίστιξη –σχολιάζουμε, συνήθως, οι φιλόλογοι. Θα αποτολμήσω να πω: τραγική μετάπτωση! Και με σοφόκλειους όρους…

Η Αόρατη Πύλη: Μπαίνοντας στο Βασίλειο της Αληθινής Ακινησίας

Στο ταξίδι της ζωής, συχνά αναζητούμε ειρήνη μέσω διαφόρων μορφών πειθαρχίας—διαλογισμού, προσευχής ή πνευματικής προσπάθειας. Αυτές οι πρακτικές, αν και ωφέλιμες, διαφέρουν θεμελιωδώς από τη Φυσική Ακινησία που προκύπτει αυθόρμητα, απρόκλητα και ανεπίτρεπτα. Αυτή η Φυσική Ακινησία δεν αναδύεται μέσω της επιδίωξης, αλλά μέσω της εξάντλησης και της παύσης της σκέψης, της επιθυμίας και των περιττών κινήσεων της ζωής. Είναι μια βαθιά σιωπή, ένα κενό, μια κατάσταση ύπαρξης που απλά ρέει και αντιδρά στις συνθήκες χωρίς προσπάθεια ή πρόθεση.

Η Φύση της Φυσικής Ακινησίας

Η φυσική ακινησία είναι μια κατάσταση αφήματος, ένα βαθύ κενό που σχηματίζει την Απόλυτη Βάση της Σιωπής. Σε αυτή την κατάσταση, γίνεται αντιληπτός ακόμη και ο παραμικρός ψίθυρος ζωής, σκέψης ή πράξης. Η ίδια η προσπάθεια να επιτευχθεί αυτή η ακινησία είναι από μόνη της μια κίνηση που τη διαταράσσει. Σε αντίθεση με την «πειθαρχημένη σιωπή» που επιτυγχάνεται μέσω του διαλογισμού ή της προσευχής, η Φυσική Ακινησία δεν είναι αποτέλεσμα οποιασδήποτε διαδικασίας. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης που συμβαίνει φυσικά, χωρίς επιδίωξη, επιθυμία ή συνειδητοποίηση. Όσο το κυνηγάμε, τόσο υποχωρεί, όπως ο πάντα μακρινός ορίζοντας.

Η Αδιαπέραστη Πύλη

Αυτή η άπιαστη κατάσταση της Φυσικής Ακινησίας συμβολίζεται από την έννοια της Αόρατης Πύλης. Η Πύλη αντιπροσωπεύει την αληθινή διέξοδο από τη σύγχυση και τα προβλήματα, ωστόσο είναι αδιαπέραστη από οποιαδήποτε σωματική προσπάθεια ή διανοητική επιδίωξη. Είναι μια πραγματική έξοδος σε μια βαθύτερη πραγματικότητα, η οποία όμως δεν μπορεί να διεισδύσει με συμβατικά μέσα. Πρέπει απλά να συμβεί. Αν κατανοήσετε το αληθινό νόημα αυτής της Πύλης, έχετε ήδη περάσει από αυτήν. Το κλειδί έγκειται στην κατανόηση ότι η Πύλη, ενώ είναι πραγματική, είναι απρόσιτη σε οποιαδήποτε μορφή σωματικής ή πνευματικής προσπάθειας.

Κατανόηση της Πύλης

Οι λέξεις «Αδιαπέραστη Πύλη» τα λένε όλα, αν ξέρεις να τις διαβάζεις. Υπάρχει πράγματι μια Πύλη—ένα μονοπάτι προς μια βαθύτερη, πιο βαθιά πραγματικότητα. Ωστόσο, αυτή η Πύλη δεν μπορεί να προσεγγιστεί με δύναμη, επιθυμία ή προσπάθεια. Είναι αδιαπέραστο από οποιαδήποτε μορφή επιδίωξης ή υλοποίησης. Η συνειδητοποίηση αυτής της αλήθειας είναι η ίδια η διέλευση από την Πύλη. Είναι μια βαθιά κατανόηση που μας απελευθερώνει από τον κύκλο της προσπάθειας και μας επιτρέπει να εισέλθουμε στο βασίλειο της αληθινής ακινησίας.

Αγκαλιάζοντας την Αληθινή Ακινησία

Για να αγκαλιάσουμε την αληθινή ακινησία, πρέπει να αφήσουμε τις προσπάθειές μας για να την επιτύχουμε. Πρέπει να εγκαταλείψουμε τις επιθυμίες, τις σκέψεις και τις κινήσεις μας, επιτρέποντας στον εαυτό μας να παρασυρθούμε στη Φυσική Ακινησία που βρίσκεται πέρα από αυτά. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να επιτευχθεί με κανένα συμβατικό μέσο. πρέπει απλώς να συμβεί. Είναι μια οργανική διαδικασία, μια φυσική εξέλιξη που συμβαίνει όταν παύουμε να αγωνιζόμαστε και απλά να είμαστε.

Συμπέρασμα

Το ταξίδι στην αληθινή ακινησία είναι ένα μυστικιστικό μονοπάτι που υπερβαίνει τις συμβατικές πρακτικές και προσπάθειες. Απαιτεί μια βαθιά κατανόηση της Αόρατης Πύλης, του αδιαπέραστου περάσματος που οδηγεί σε μια βαθιά κατάσταση Φυσικής Ακινησίας. Αφήνοντας τις επιθυμίες, τις σκέψεις και τις κινήσεις μας, μπορούμε να μπούμε σε αυτό το βασίλειο της απόλυτης σιωπής και κενού. Σε αυτή την κατάσταση, βρίσκουμε αληθινή γαλήνη, μια βαθιά ησυχία που είναι πέρα από κάθε προσπάθεια ή επιδίωξη. Αυτή είναι η αληθινή ουσία του μυστικιστικού ταξιδιού, ο απόλυτος προορισμός της πνευματικής μας αναζήτησης.

Δωδεκάτη Ώρα

Η Αιωνιότητα Διαρκεί γιατί ανήκει στο Εδώ και Τώρα... ο χρόνος δεν είναι παρά μια φαντασία του ανθρώπου που προσπαθεί να περιγράψει διαδικασίες, εξελίξεις, μνήμες…

Υπάρχουμε και Ζούμε μόνο στο Εδώ και Τώρα… ακόμα κι όταν το «λησμονούμε» κι «ονειρευόμαστε» περιορίζοντας την αντίληψή μας σε διαδικασίες ύπαρξης, όπως η ψυχοσωματική διαδικασία, που μας δίνει εμπειρία του εξωτερικού κόσμου (που «πλάθουμε» κατά την άγνοιά μας, την φαντασία μας, ή τους «ευσεβείς πόθους» μας).

Το Εδώ και Τώρα παραμένει Αιώνιο και Διαρκεί και είναι το πλαίσιο της ύπαρξης, όποιο κι αν είναι το περιεχόμενο της αντίληψης, η εμπειρία της ύπαρξης κι η αίσθηση της ζωής: Είμαστε Πάντα Εδώ, Τώρα, είτε ζούμε στο φυσικό κόσμο, είτε τον εγκαταλείπουμε… αλλάζουν μόνο οι «παραστάσεις».

Το Εδώ και Τώρα είναι Όλος ο Χώρος Ύπαρξης, το Πλαίσιο κάθε μορφής ύπαρξης, όποιες κι αν είναι οι δραστηριότητες της, που ‘ναι σε τελευταία ανάλυση ασήμαντες.

Το Εδώ και Τώρα είναι η Αληθινή Φύση, η Ύστατη Ουσία όλων των πραγμάτων, η Ίδια η Αιωνιότητα, που Αναδύεται όταν διαλύεται η ομίχλη της σχετικής ύπαρξη στους κόσμους.

Ενάτη Ώρα

Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΕΑΥΤΟΣ σου Είναι Ακόμα Εδώ, ακόμα κι όταν χάνεσαι στο λαβύρινθο των σκέψεων, όταν μπερδεύεσαι στην ομίχλη των «αισθήσεων», ή περιπλανιέσαι σαν ναυαγός στις «ακτές» του κόσμου.

Αληθινά Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που είναι έτοιμος, ακόμα και σήμερα, ακόμα και τώρα, να «πεθάνει», γιατί γνωρίζει πως υπάρχει ένας πλατύτερος κόσμος πέρα από την «γη», γιατί κατανοεί πως η ζωή στη «γη», οι άνθρωποι, ο πολιτισμός τους, οι σημαντικές υποθέσεις τους, οι πράξεις τους, είναι όλα τελείως ασήμαντα.

Αληθινά φωτισμένος είναι ο άνθρωπος που έχει πραγματικά αποδεσμευτεί από την ζωή, και ζει την ζωή, όποια κι αν είναι, τώρα, εδώ, στη κάθε στιγμή, χωρίς να νοιάζεται για τη συνέχειά της.

Πραγματικότητα είναι το Πλαίσιο στο Οποίο η αντίληψη τοποθετεί τους συσχετισμούς ανάμεσα στα πράγματα συνθέτοντας την εικόνα του κόσμου… δεν είναι η σκέψη, οι συσχετισμοί αυτοί καθ’ εαυτοί.

Η Έσχατη Πραγματικότητα βρίσκεται πέρα και από την αντίληψη ακόμα, στο Απόλυτο Σκοτάδι ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ (όχι αυτού που «δραστηριοποιείται»).

Αρμονία στη Ροή: Το Μυστικιστικό Ταξίδι στην Αληθινή Φώτιση

Στο συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο της ανθρώπινης εμπειρίας, συχνά βρισκόμαστε μπλεγμένοι σε έναν ιστό επιθυμιών, σκέψεων και πολιτισμικών ερμηνειών που συσκοτίζουν την αληθινή ουσία της ύπαρξης. Η αληθινή αλλαγή, η αληθινή λύτρωση και η αληθινή σωτηρία δεν έγκεινται στην αλλαγή του εξωτερικού κόσμου, αλλά στην υπέρβαση της άγνοιάς μας και της εξαρτημένης πραγματικότητας που διδάσκει η κοινωνία. Αυτό το ταξίδι προς τη φώτιση περιλαμβάνει ένα βήμα πέρα από τις περιορισμένες αντιλήψεις της πραγματικότητας στις οποίες προσκολλάται η ανθρωπότητα και την ανακάλυψη της βαθιάς αλήθειας που βρίσκεται στην απεραντοσύνη της ύπαρξης.

Η Ουσία της Αλήθειας

Η αλήθεια δεν περιορίζεται στα όρια της ανθρώπινης κατανόησης. Υπάρχει πέρα από τη σφαίρα της αντίληψης, πέρα από τις ερμηνείες και τις διδασκαλίες που πέρασαν από γενιά σε γενιά. Η αλήθεια είναι η ελευθερία που προέρχεται από τη βίωση της απεραντοσύνης της ύπαρξης στην πιο αγνή της μορφή. Είναι μια βύθιση στο άγνωστο, μια συνάντηση με την αληθινή ουσία της ζωής που ξεπερνά την αναπνοή, τη σκέψη και τον χρόνο. Στο απόλυτο παρόν, βρίσκουμε την απόλυτη αλήθεια, ανέγγιχτη από ανθρώπινες κατασκευές και περιορισμούς.

Το Μονοπάτι προς την Απόλυτη Αρμονία

Για να είμαστε σε απόλυτη αρμονία με όλα αυτά, πρέπει να ησυχάσουμε τις επιθυμίες μας και να σωπάσουμε τις σκέψεις μας. Αυτή η αρμονία είναι μια απέραντη αγκαλιά όλων όσων υπάρχουν, μια κατάσταση όπου ούτε ερχόμαστε από πουθενά ούτε πάμε πουθενά, και όμως είμαστε πλήρως παρόντες στο εδώ και τώρα. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης που ρέει με ζωή, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς του τόπου και του χρόνου. Σε αυτή την αρμονική κατάσταση, είμαστε σε ειρήνη με τη ροή της ζωής, επιτρέποντάς της να αποκατασταθεί χωρίς την παρέμβασή μας.

Η Απελευθέρωση της Παρουσίας

Το να είσαι εδώ, αληθινά παρών, σημαίνει να αγκαλιάζεις μια συνολική αίσθηση ύπαρξης που δεν αποκλείει τίποτα, δεν συγκρατεί τίποτα και δεν εξαρτάται από τίποτα. Είναι η παρουσία που βρίσκεται πέρα από το συνεχώς μεταβαλλόμενο, ατελείωτο περιεχόμενο της ζωής. Αυτή η παρουσία δεν έχει να κάνει με την προσκόλληση σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή ή εμπειρία, αλλά με την πλήρη επίγνωση και την εμπλοκή στην παρούσα στιγμή χωρίς προσκόλληση.

Η Μυστική Εμπειρία

Σε αυτή την κατάσταση παρουσίας, βιώνουμε μια βαθιά ακινησία μέσα στο χάος της ζωής. Βρίσκουμε διαύγεια στη σύγχυση και γαλήνη στην πράξη της αποχώρησης. Επιτρέποντας στα πράγματα να είναι όπως είναι, δεν γινόμαστε εμπόδιο στη φυσική ροή της ζωής. Αντίθετα, γινόμαστε μέρος της απρόσκοπτης ταπισερί της ύπαρξης, ελεύθερα και απεριόριστα. Είμαστε παντού και πουθενά ταυτόχρονα, υπάρχοντες σε μια κατάσταση καθαρής ύπαρξης που υπερβαίνει το φυσικό βασίλειο.

Συμπέρασμα

Το μυστικιστικό ταξίδι προς την αληθινή φώτιση είναι ένα ταξίδι βαθιάς εσωτερικής μεταμόρφωσης. Απαιτεί να υπερβούμε τις εξαρτημένες πραγματικότητες του ανθρώπινου πολιτισμού και να αγκαλιάσουμε την αληθινή ουσία της ύπαρξης. Με το να είμαστε παρόντες στο εδώ και τώρα, βρίσκουμε αρμονία με όλα όσα είναι. Αυτή η κατάσταση απόλυτης παρουσίας, απαλλαγμένη από επιθυμίες και σκέψεις, μας επιτρέπει να ρέουμε με τη ζωή στην πιο αγνή της μορφή. Σε αυτή την αρμονική κατάσταση, βιώνουμε την απόλυτη αλήθεια, την απεραντοσύνη της ύπαρξης και την απελευθέρωση που προέρχεται από το να είμαστε αληθινά παρόντες. Αυτή είναι η ουσία της αληθινής αλλαγής, της αληθινής λύτρωσης και της αληθινής ζωής.

Η Δυναστεία του Φυσιολογικού στις Σεξουαλικές Σχέσεις

Το πραγματικό πρόβλημα στις σεξουαλικές σχέσεις βρίσκεται στην ποιότητα τους και όχι στην καθ' αυτή ερωτική επαφή. Η ποσότητα των ερωτικών εμπειριών μέσα από έναν νέο τρόπο έκφρασης της σεξουαλικότητας, έχει δώσει τη θέση της στην ποιοτική επιλογή και μέσα απ' αυτή ζητάμε όλοι να μυηθούμε στα άγνωστα μονοπάτια της. Μετά από τόσα χρόνια έχω μάθει να ''βλέπω'' στους ανθρώπους την παρουσία ή την απουσία σεξ στη ζωή τους, καθώς και την υποκρισιά τους στο θέμα αυτό.

Τα σώματα μιλάνε, ο τρόπος που περιφέρονται, που μιλούν, που τρώνε, κοιτάζουν, χορεύουν ή γυμνάζονται, κάθε χειρονομία, κάθε λεπτομέρεια είναι αποκαλυπτική για τη σεξουαλική εικόνα. Αυτό που βλέπω συνήθως δεν ειναι ενθαρρυντικό! Έχω την αίσθηση ότι πάρα πολλοί άνθρωποι παραμένουν ανικανοποίητοι από τη ζωή τους γιατί το σημαντικότερο ίσως κομμάτι της παραδέρνει στα σκοτάδια της προσωπικότητας τους χωρίς διέξοδο να εκφραστεί.

Γι' αυτό κάποιες φορές που συναντώ ζευγάρια η άτομα μεμονωμένα τα οποία θεωρώ λειτουργικά, ειλικρινά χαίρομαι! Σκέφτομαι... να τα τα διαμάντια! Και για να μην αναρωτιέστε, δεν είναι τόσο δύσκολο, αν ο ίδιος νιώθεις ελεύθερος, ν' αναγνωρίσεις πρόσωπα και σώματα αληθινά πανέμορφα που κόντρα στους σύγχρονους αισθητικούς κανόνες ίσως, απλά εξωτερικεύουν αυτό που ''ζει'' μέσα τους και σε μαγεύουν! Την ελευθερία του να εκφράζουν τον εαυτό τους! Το ότι τόσα εκατομμύρια άνθρωποι παγιδεύονται μέσα στο ίδιο τους το πνεύμα, την ψυχή και κατ' επέκταση στο σώμα τους δεν είναι τυχαίο.

Όλα αυτά τα χρόνια ο ''πολιτισμός'' εγκλώβισε την σεξουαλικότητα με εξουσιαστικό τρόπο. Η θρησκεία φυσικά, έπαιξε τον πιο ''άγριο'' ρόλο σ' αυτό. Ευτυχώς απ' τη Βικτωριανή εποχή μέχρι σήμερα υπάρχει μια μεγάλη διαδρομή απενοχοποίησης. Έτσι μέσα απ' τις σύγχρονες επιστημονικές μελέτες αποδεικνύεται ότι τα ''φυσιολογικά ζευγάρια'' εμπλουτίζουν τη ζωή τους με ποικίλες σεξουαλικές συμπεριφορές που ανεβάζουν πολύ την ποιότητα της ευχαρίστησης. Η ανησυχία βέβαια έχει μόνιμη βάση.

Είμαι φυσιολογικός που θέλω αυτό ή που φαντασιώνω εκείνο; Είμαστε φυσιολογικοί εγώ και ο/η σύντροφος μου όταν θέλουμε να κάνουμε το δείνα; Σε μια κοινωνία που πιέζει τόσο πολύ τα μέλη της παντού στο να φέρονται ''φυσιολογικά'' και να είναι ''κανονικοί'', είναι φυσικό οι άνθρωποι να τρομάζουν σε κάθε τι που νιώθουν ότι δεν συντάσσεται με τις κοινωνικές επιταγές για το τι είναι σωστό και τι όχι. Η πορεία τού καθενός μας ν' απελευθερωθεί εσωτερικά απ' τα δεσμά της ''κανονικότητας '' είναι μακρύ, δύσκολο ταξίδι.

Ωστόσο όταν αποδεχτείτε τους εαυτούς σας γι' αυτό που είστε θα κατανοήσετε την εσωτερική σας αλήθεια κι αυτό ισχύει συνολικά για την προσωπικότητα σας και δεν αφορά μόνο το σεξ. Λατρεύω τον Foucault! Τον θεωρώ μια μεγάλη μορφή και συμφωνώ με αυτό που είπε ότι: ''αυτό που θεωρείται ανώμαλο ή νοσηρό συνδέεται με τις ηθικές ανοχές και τις επιθυμητότητες της κάθε εποχής".

Η ωραιότερη κατάσταση που έχω βιώσει με τις ερωμένες μου είναι όταν στις επαφές μας τολμούσαμε να προχωρήσουμε σε πρακτικές που δεν είχαν την κοινή αποδοχή του φυσιολογικού. Στα μάτια μας υπήρχε η λάμψη της εσωτερικής μας παραβατικότητας, κάτι που εκείνη την ώρα έστελνε τη λίμπιντο στα ύψη! Μέσα απ' αυτές τις διαδρομές όμως μαθαίνεις τον εαυτό σου. Και τον μαθαίνεις καλύτερα στην αμφίδρομη λειτουργία του με τον άλλο. Καμιά εμπειρία δεν είναι άχρηστη ή παραπλανητική και δεν θα έπρεπε ποτέ να μιλάμε για απώλεια χρόνου στη ζωή. Και ποτέ δεν είμαστε ίδιοι με τον κάθε εραστή/ερωμένη μας. Είμαστε διαφορετικοί με τον καθένα.

Πάντα κάθε μας σχέση βγάζει κάτι που μάς είναι άγνωστο, καινούργιο, διαφορετικό. Έτσι μπαίνουμε σε μια ''διαδρομή μύησης'', τόσο σημαντική για μας. Δοκιμάζουμε τα όρια μας, νιώθουμε την ευχαρίστηση του ν' αποκαλύπτεσαι στον άλλο μέσα απ' τη δική του αποδοχή. Ό,τι συμβαίνει με τη συναίνεση των δύο πλευρών δεν πρέπει ν' αμφισβητείται ως μη φυσιολογικό.

Ο περισσότερος κόσμος χρησιμοποιεί λέξεις όπως αποκκλίνουσες συμπεριφορές ή διαστροφές όταν θέλει να περιγράψει αυτό που προσωπικά δεν αντέχει. Προσωπικά, αποφεύγω να χαρακτηρίζω με αυτές τις λέξεις τις σεξουαλικές συμπεριφορές και την ποικιλία τους. Για μένα υπάρχουν σεξουαλικές προτιμήσεις και πράξεις συνηθισμένες ή λιγότερο συνηθισμένες. Ανοίξτε αυτή την πόρτα στο μυαλό σας, μιας και όλα ξεκινούν απ' αυτό το θαυμαστό όργανο και προσπαθήστε να κατανοήσετε πόσο σημαντικό είναι να βγάλετε απ΄τη ζωή σας τη Δυναστεία του Φυσιολογικού!

Η Αλήθεια & Το Ψέμα

Η αλήθεια δεν υπάρχει, είναι απολύτως σχετική.

Όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι στις διδασκαλίες τους έλεγαν στους μαθητές τους ότι οι άνθρωποι δεν μπορούμε να διακρίνουμε τις αλήθειες, τις άφθαρτες μορφές που συγκροτούν την κοινωνία των ιδεών. Οι αλήθειες αποκαλύπτονται μόνο στους σοφούς, σαν σκιές φευγαλέες. Ο Καντ, ο Νίτσε, ο Βιτγκενστάιν, ο Σπινόζα και ο Χάιντεγκερ προχώρησαν στις δικές τους διασκευές περί αλήθειας, ως μία και μοναδική και επανέλαβαν ότι η κατάκτηση της αλήθειας δεν είναι εφικτή.

Η κριτική θεωρία, που βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην μοντέρνα θεωρία της Woke χαβούζας, πρεσβεύει ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα πάντα για τίποτα. Κατά συνέπεια, κάθε γνώση είναι παράγωγο μιας εξουσίας, κάθε ιδέα είναι αποτέλεσμα της επιβολής ενός συστήματος σκέψης και κάθε γεγονός είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα. Η αλήθεια είναι άλλη στην Αθήνα του Περικλή και άλλη στην Μόσχα του Στάλιν.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όλες οι αλήθειες είναι ισάξιες. Κάθε εποχή κατασκευάζει τις αλήθειες που της ταιριάζουν, για την ακρίβεια, τις αλήθειες που ταιριάζουν στην εξουσία, γι αυτό και σπάνια κάποια αλήθεια ταιριάζει με την λογική. Γιατί είναι άλλη η λογική του ανθρώπου των μαζών κι άλλη η λογική των κυβερνητών τους, άλλη η λογική της αλήθειας των τραπεζιτών-τοκογλύφων και άλλη η λογική των μισθωτών, άλλη των ποδοσφαιριστών και άλλη των παπάδων… και πάει λέγοντας.

Κάπως έτσι φτάσαμε στην εποχή των (αστείων και σαν όνομα) fake news / hoax όπου όλες οι αλήθειες, όλων των κλάδων, επιστημονικών και θρησκευτικών, πολιτικών και οικονομικών, έχουν γίνει σούπα, με τις συστημικές να έχουν ξεπέσει σε ανυποληψία και τις εναλλακτικές να παίρνουν την πρωτοκαθεδρία ανάκατες με ψεύδη και γελοιότητες. Λογικό είναι, εφόσον δεν έχουμε πρόσβαση στην απόλυτη αλήθεια, είναι αναμενόμενο ότι οι σχετικές αλήθειες και ψεύδη του μεταπολεμικού κόσμου κάποτε θα κλονίζονταν από νέες αλήθειες και νέα ψεύδη. Επίσης είναι αναμενόμενο πως θα κλονίζονταν σήμερα, αφού η παραγωγή αλήθειας, πληροφορίας και πραγματικότητας έφυγε από τα κέντρα εξουσίας και κατέβηκε στην μάζα όπου με την έξαρση του ιντερνέτ ο καθένας μπορεί να παράξει την οποιαδήποτε αλήθεια ακόμη και την πιο αντισυστημική, ακόμη και την πλέον εξωπραγματική.

Τι είναι πραγματικότητα;

Ο,τι συμφωνούμε ότι είναι πραγματικό, ότι δεν συμφωνούμε, δεν είναι πραγματικό κι άρα δεν είναι αλήθεια.

Τι είναι εξωπραγματικό;

Ο,τιδήποτε δεν συμφωνεί με την συμφωνημένη αλήθεια – πραγματικότητα.

Ας πούμε, κάποτε οι ερευνητές, επιστήμονες ιατροί, (κι όχι κάποιοι «θεοί με άσπρη μπλούζα») είπαν στους ανθρώπους ότι τα εμβόλια είναι πανάκεια και τα παιδιά τους δεν θα ασθενήσουν από κάποιες παιδικές ασθένειες. Οι άνθρωποι συμφώνησαν κι έκαναν στα παιδιά τους εμβόλια, χωρίς να γνωρίζουν οι ίδιοι τι ήταν ακριβώς αυτά που έβαζαν στο σώμα των παιδιών τους. Απλώς συμφώνησαν με την αλήθεια των ιατρών κι έκαναν ότι τους έλεγαν. Κάθε παρενέργεια αυτών των εμβολιασμών δεν γινόταν γρήγορα γνωστή γιατί δεν υπήρχε η ταχύτητα της διάδοσης της πληροφορίας. Ακόμη κι όταν γινόταν γνωστό κάποιο πρόβλημα είχαν τον τρόπο να ρίξουν την αλήθεια «κάτω απ’ το χαλί».

Με τα χρόνια όμως, η ταχύτητα μετάδοσης την αλήθειας σχεδόν αυτοστιγμή, σε ολόκληρο τον πλανήτη, έδωσε σε πολλούς ιατρούς κι ερευνητές την δυνατότητα να κοινοποιήσουν τις παρενέργειες των εμβολιασμών και ταυτόχρονη πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες στους γονείς. Έτσι δημιουργήθηκαν δύο πόλοι (με δεκάδες ενδιάμεσους) από την μία οι αντιεμβολιστές κι από την άλλη οι εμβολιαζόμενοι με τις ανοησίες και τις υπερβολές και στους δύο πόλους αληθειών. Οι μεν βρίζουν και καταριούνται τους δε και η ανυποληψία που έχει περιέλθει το θέμα «εμβολιασμοί» είναι μνημειώδης.

Σαφώς και δεν λύνεται με νόμους και επιβολές (πρακτικές εποχών προ πολέμων) αλλά με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης από πλευράς των εξουσιών που τα προωθούν, αν θέλουν οι άνθρωποι να κάνουν εμβολιασμούς. Μα, βλέπουμε πως αυτό δεν το κάνουν!!! κάθε άλλο. Οι άνθρωποι αν δεν θέλουν δεν θα κάνουν εμβόλια, κι έχουν τους τρόπους τους να το επικοινωνούν, μυριάδες νόμοι να βγουν για να τους αναγκάσουν να τα κάνουν είναι αναποτελεσματικοί, από την στιγμή που δεν συμφωνούν με αυτά που τους λένε. Δηλαδή δεν είναι αληθινή η αλήθεια που τους πουλάνε οι «θεοί με την άσπρη μπλούζα» γιατί οι ίδιοι έχουν ξεπέσει σε δημόσια ανυποληψία, από την σκανδαλώδη συμπεριφορά τους που κι αυτή γίνεται ταχύτατα γνωστή.

Από την στιγμή που η δική του αλήθεια περί εμβολιασμών, εν προκειμένω, δεν συμφωνεί με την εν γένει συμπεριφορά του (ηθική, λογική, οικονομικά κλπ) σε παρόμοια θέματα καταρρίπτει κάθε έννοια εμπιστοσύνης σε οποιοδήποτε θέμα. Αναρωτήσου αν θα πήγαινες σε κάποιον νευροχειρούργο για επέμβαση αν γνώριζες ότι αυτός είναι καθημερινός θαμώνας χαρτοπαικτικών λεσχών, αν θα εμπιστευόσουν σε δικηγόρο τα νομικά σου αν γνώριζες πως εμπορεύεται κι εκδίδει γυναίκες ή αν θα εμπιστευόσουν σε ιδιωτικό σχολείο τα παιδιά σου αν γνώριζες ότι είναι οι διδάσκαλοι του χρήστες ναρκωτικών ουσιών; Ξέρω είναι ακραία παραδείγματα, αλλά με ακραία παραδείγματα αντιλαμβάνεται ο νους τις αντιθέσεις, που φυσικά έχουν μερικές χιλιάδες αποχρώσεις ενδείξεις και διαβάθμιση.

Κατάλαβες αναγνώστη; Δεν είναι ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους και τους εαυτούς τους αλλά είναι που δεν τους πιστεύουν και δεν τους πιστεύουν, όχι γιατί πιθανόν λένε ψέματα, όχι, μπορεί να λένε αλήθεια, αλλά γιατί πλέον είναι ανυπόληπτοι. Κι όποιος είναι ανυπόληπτος όποια αλήθεια και να πει δεν την πιστεύει κανείς, τουλάχιστον όχι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι.

Τώρα στο θέμα «εμβολιασμοί» βάλε οποιοδήποτε άλλο θέμα θέλεις, δημοσιογραφία, πολιτική, θρησκεία, οικονομολόγοι, φυσικοί και μεταφυσικοί, χαρτορίχτρες, αστρολόγοι κι αστρονόμοι, στρατιωτικοί, οι κυνηγοί των UFO κι αναμένοντες τους Ανδρομέδιους ή τους Πλειάδειους (θα σε γελάσω) τους επιπεδογήινους και τους σφαιρογήινους, την προπαγάνδα και την αντιπροπαγάνδα, τους Ατλάντειους, τους Κρόνιους, τον Χριστό-Γιαχβέ, τον Βούδα, τον Κρίσνα, τους ΕΛΛ και τους Κουνελ κάθε είδους κι απόχρωσης ..κι όσα περισσότερα υποδείγματα φτιάξεις τόσο περισσότερο θα σου γίνει αντιληπτό ότι μεγάλο μέρος της εξουσίας, αλλά και της παραεξουσίας, τους κράτους και του παρακράτους, έχει περιέλθει σε ανυποληψία.

Υπόληψη είναι η πολύ καλή εικόνα, η καλή φήμη του, το ήθος του, η βαθύτατη εκτίμηση και ο σεβασμός που έχουν οι άλλοι για κάποιον και τα πεπραγμένα του.

Ανυποληψία είναι η έλλειψη εκτίμησης για το ήθος, για την εντιμότητα ή για την συνέπεια κάποιου. Η αμφισβήτηση της αξίας και η περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον ή κάτι.

Τόσο απλό. Οι αρχικοί ιατροί έχασαν την υπόληψη τους στον δρόμο κάπου ανάμεσα σε πληρωμένα συνέδρια και την εμφανέστατη πλέον διαπλοκή τους με τις φαρμακοβιομηχανίες που υπηρετούν κι από ιατροί κατάντησαν «θεοί με την άσπρη μπλούζα» που κατέχουν το θέσφατο και την μοναδική αλήθεια, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση κι ενόχληση γι’ αυτές. Λοιπόν είναι κακά τα μαντάτα για τις αυθεντίες κάθε είδους. Οι άνθρωποι πλέον έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες ταχύτατα και διαμορφώνουν τις δικές τους αλήθειες.

Σήμερα λοιπόν οι άνθρωποι δημιουργούν ομάδες και συμφωνούν μεταξύ τους σε αλήθειες και πραγματικότητες που είναι αδιανόητες για τις συστημικές αλήθειες της εξουσίας. Το αποτέλεσμα της συστηματικής αντικατάστασης της εξουσιαστικής «αλήθειας» με άλλες αλήθειες, δεν είναι μόνον ότι οι νέες αλήθειες γίνονται δεκτές ως νέες πραγματικότητες, αλλά ότι καταστρέφεται η αίσθηση με την οποία βρίσκουν οι μάζες τον προσανατολισμό τους εμπιστευόμενες την εξουσία. Αυτό που χάθηκε λοιπόν, είναι η πίστη στην εξουσία, στο κράτος, στην οικογένεια, στον Θεό και (το μεγαλύτερο ανοσιούργημα) στους «θεούς με την άσπρη μπλούζα». Έχασαν οι εξουσίες σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη μεγάλης μάζας από το μαντρί τους.

Διανθρωπισμός – Προσομοιωμένη Πραγματικότητα.

Προσομοιωμένη πραγματικότητα ονομάζεται η υπόθεση ότι η πραγματικότητα μπορεί να είναι προσομοιωμένη -για παράδειγμα, από προσομοίωση υπολογιστή- σε ένα βαθμό που είναι αδύνατο να διαχωριστεί από την “πραγματική” πραγματικότητα. Περιλαμβάνει μυαλά, τα οποία μπορεί να είναι ή και όχι εντελώς συνειδητά ότι ζουν μέσα σε μία προσομοίωση. Αυτή είναι η βασική διαφορά της ιδέας της προσομοιωμένης πραγματικότητας από αυτή της εικονικής πραγματικότητας, καθώς στην δεύτερη είναι εύκολο να διακρίνει ο μετέχων τη διαφορά της από την πραγματικότητα. Στην προσομοιωμένη πραγματικότητα, αντιθέτως, κάτι τέτοιο είναι απίθανο.

Η υπόθεση της προσομοιωμένης πραγματικότητας δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά από τον Hans Moravec. To 2003, ο φιλόσοφος Νικ Μπόστρομ ανέπτυξε έναν εκτενή λόγο για να ερευνήσει την πιθανότητα ότι η πραγματικότητα του ανθρώπου είναι προσομοίωση, θέτοντας συγκεκριμένους όρους. Υποστηρικτής της ύπαρξης προσομοιωμένης πραγματικότητας είναι, επίσης, ο Έλον Μασκ.

Ο διανθρωπισμός, η επιδίωξη της χρήσης της επιστήμης και της τεχνολογίας προκειμένου ο άνθρωπος να ξεπεράσει τους βιολογικούς του περιορισμούς, κερδίζει δυναμική, τόσο ως φιλοσοφία, όσο και ως πολιτικό κίνημα. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε «ευαγγελιστές» υψηλού προφίλ, όπως ο Ray Kurzweil, ο Hans Moravec και η Martine Rothblatt, σε επιχειρηματικές προσπάθειες όπως τα έργα επέκτασης της ζωής της Calico, (θυγατρική της Google), καθώς και σε διάφορες δράσεις λαϊκής βάσης, όπως το κίνημα βιο-χακαρίσματος DIY (Do It Yourself ― «Κάντο μόνος σου»).

Η τάση αυτή μπορεί να φαίνεται πολύ πρόσφατη, στην πραγματικότητα όμως γεννήθηκε πριν από δεκαετίες. Οι ρίζες του σύγχρονου κινήματος ανάγονται σε έναν Ιρανο-Αμερικανό φουτουριστή, πλέι μπόι του διεθνούς τζετ σετ, συγγραφέα, φιλόσοφο, διδάσκαλο, ομιλητή και σύμβουλο επιχειρήσεων, που ονομαζόταν Fereidoun M. Esfandiary, ο οποίος έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο που ο ίδιος επινόησε, ως FM-2030.

Ο Esfandiary στα μέσα της δεκαετίας του 1970 άλλαξε νόμιμα το όνομά του σε FM-2030 για δύο κύριους λόγους: πρώτον, για να αντανακλά την ελπίδα και την πεποίθηση ότι θα ζήσει για να γιορτάσει τα εκατοστά γενέθλιά του το 2030. Δεύτερον, και σημαντικότερο, για να διαρρήξει την ευρέως διαδεδομένη συμβατική πρακτική της ονοματοδοσίας που είδε ως ριζωμένη σε μια συλλογική νοοτροπία που είχε διασωθεί τελικά μόνο ως λείψανο του φυλετικού παρελθόντος της ανθρωπότητας.

Θεωρούσε ότι τα παραδοσιακά ονόματα σχεδόν πάντα σφράγιζαν μια ετικέτα συλλογικής ταυτότητας πάνω στο άτομο ―η οποία ποικίλλει από το φύλο στην εθνικότητα― γεγονός που εκ πρώτης όψεως ήταν απότοκο των διαδικασιών σκέψης στον ανθρώπινο πολιτιστικό ιστό, αλλά η ταυτότητα τελικά τείνει να εκφυλίζεται σε στερεότυπα, φανατισμό και διακρίσεις. Όπως ο ίδιος έλεγε,

«…τα συμβατικά ονόματα ορίζουν το παρελθόν ενός ατόμου: την καταγωγή, την εθνότητα, την εθνικότητα, τη θρησκεία. Δεν είμαι αυτός που ήμουν πριν από δέκα χρόνια και σίγουρα δεν θα είμαι ο ίδιος σε είκοσι χρόνια. Ο αριθμός 2030 στο όνομά μου αντικατοπτρίζει την πεποίθησή μου ότι τα χρόνια γύρω στο 2030 θα είναι μια μαγική εποχή. Το 2030 θα είμαστε χωρίς ηλικία και όλοι θα έχουμε μια εξαιρετική ευκαιρία να ζήσουμε για πάντα. Το 2030 είναι ένα όνειρο και ένας στόχος ζωής».

Ο FM-2030 πέθανε το καλοκαίρι του 2000 από καρκίνο του παγκρέατος, σε ηλικία 69 ετών. Καταψύχθηκε από την «Μέκκα» της κρυογονικής, δηλαδή την εταιρεία Alcor Life Extension Foundation στην Αριζόνα των ΗΠΑ, η οποία χρησιμοποίησε μια νέα μέθοδο που ονομάζεται υαλοποίηση (vitrification). Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο εφαρμόστηκε αυτή η μέθοδος κρυογονικής, αντί για την μέχρι τότε συνήθη κατάψυξη.

Ο FM-2030 είχε κάνει πολλές προβλέψεις που ήδη επαληθεύτηκαν όπως η τεχνητή γονιμοποίηση, η γενετική μηχανική, η τηλεδιάσκεψη, οι τηλεαγορές, και η τηλεϊατρική. Επίσης είχε προβλέψει τους τρισδιάστατους εκτυπωτές και πίστευε πως η ελεύθερη ενέργεια από τον ήλιο θα μας παρείχε κάποτε ανεξάντλητους ενεργειακούς πόρους και θα περιόριζε την ανάγκη των ανθρώπων για ανταγωνισμό.

Ερωτήματα για την Νοημοσύνη.

“Είναι δυνατό, να δημιουργηθεί μια μηχανή που να μπορεί να λύνει όλα τα προβλήματα, που οι άνθρωποι λύνουν χρησιμοποιώντας την νοημοσύνη τους;”. Αυτό το ερώτημα εξετάζει την οπτική των ικανοτήτων που θα αποκτήσουν στο μέλλον οι μηχανές και κατευθύνει τις έρευνες της τεχνητής νοημοσύνης. Οι έρευνες αυτές, εξετάζουν μόνο την συμπεριφορά των μηχανών και αγνοούν τους προβληματισμούς που ενδιαφέρουν τους ψυχολόγους, τους γνωστικούς επιστήμονες και τους φιλοσόφους. Συνεπώς, η απάντησή τους δεν σχετίζεται με το αν οι μηχανές σκέφτονται πραγματικά (όπως το άτομο) ή αν πράττουν σαν να σκέφτονται.

Η θεμελιώδης σκέψης των περισσότερων ερευνητών της τεχνητής νοημοσύνης συμπεριλαμβάνεται στην πρόταση του Dartmouth workshop (1956):

“Κάθε πλευρά της μάθησης ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό της νοημοσύνης μπορεί να περιγραφεί με τόση ακρίβεια, που μια μηχανή μπορεί να φτιαχτεί ώστε να το απομιμείται.”

Τα επιχειρήματα που ασκούν κριτική στην υπόθεση αυτή είναι δύο: α) Ο σχεδιασμός ενός συστήματος τεχνητής νοημοσύνης είναι αδύνατος, επειδή υπάρχουν ορισμένοι πρακτικοί περιορισμοί στις ικανότητες των υπολογιστών β) Υπάρχει μια ορισμένη μοναδική ικανότητα του ανθρώπινου νου που είναι απαραίτητη για τη σκέψη και δεν μπορεί να αντιγραφεί από τη μηχανή (ή από μεθόδους των ερευνητών της τεχνητής νοημοσύνης). Τα επιχειρήματα υπέρ της υπόθεσης αυτής, πρέπει να δείξουν ότι ένα τέτοιο σύστημα είναι δυνατό να υπάρξει. Το πρώτο βήμα για να απαντηθεί η ερώτηση είναι να καθοριστεί ο ορισμός της “νοημοσύνης”.

O Άλαν Τούρινγκ περιόρισε το πρόβλημα του ορισμού της νοημοσύνης σε μια απλή ερώτηση σχετική με τη συζήτηση. Πρότεινε ότι:

“…Αν μια μηχανή μπορεί να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση της θέσεις, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις που ένα συνηθισμένο πρόσωπο θα χρησιμοποιούσε, τότε μπορούμε να αποκαλούμε αυτή την μηχανή, έξυπνη.”

Μια μοντέρνα εκδοχή του πειραματικού σχεδιασμού του θα χρησιμοποιούσε ένα online chat room, που ο ένας από τους συνομιλητές είναι άνθρωπος και ο άλλος είναι υπολογιστικό πρόγραμμα. Το πρόγραμμα “περνάει” το τεστ αν δεν μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει από τους συνομιλητές ποιος είναι ο άνθρωπος. Ο Τούρινγκ υπογραμμίζει ότι κανείς (εκτός από τους φιλόσοφους) δεν έχει αναρωτηθεί “μπορούν οι άνθρωποι να σκεφτούν;”. Μάλιστα, γράφει:

“Αντί να διαφωνούμε συνεχώς για το θέμα αυτό, είναι σύνηθες να έχουμε μια ευγενική σύμβαση ότι όλοι μπορούν να σκεφτούν”. Το πείραμα του Τούρινγκ επεκτείνει την “ευγενική σύμβαση” και για τις μηχανές: “Αν μια μηχανή συμπεριφέρεται τόσο έξυπνα όσο ένα ανθρώπινο ον, τότε είναι τόσο νοήμον όσο ένα ανθρώπινο ον.”

Ένα αντεπιχείρημα του πειράματος εκφράζει ότι είναι ανθρωπομορφικό. Αν ο ιδανικός σκοπός είναι να δημιουργήσουμε μηχανές που είναι πιο έξυπνες από τον άνθρωπο, γιατί να επιμένουμε ότι οι μηχανές πρέπει να είναι όσο πιο φαινομενικά, γίνεται, ανθρώπινες; Για παράδειγμα, ο St. Rusell και ο P. Norving γράφουν ότι:

“Τα κείμενα της αεροναυτικής μηχανικής δεν προσδιορίζουν τον σκοπό του κλάδου τους λέγοντας ότι πρέπει να σχεδιάζουν μηχανές που πετάνε ακριβώς όπως τα περιστέρια ώστε να είναι δυνατό να ξεγελάνε τα άλλα περιστέρια.”

Στην σύγχρονη εποχή, οι ερευνητές της τεχνητής νοημοσύνης ορίζουν την νοημοσύνη με κριτήρια του νοητικού παράγοντα. “Ευφυής Πράκτορας” είναι αυτός που αντιλαμβάνεται και πράττει σε ένα περιβάλλον. Το “μέτρο απόδοσης” προσδιορίζει την μετρήσιμη επιτυχία του παράγοντα. Πιο συγκεκριμένα:

“Αν ένας παράγοντας πράττει έτσι ώστε να μεγιστοποιήσει την προσδοκώμενη αξία του μέτρου απόδοσης, που βασίζεται σε παλαιότερη εμπειρία και γνώση, τότε είναι νοήμων.”

Ορισμοί, σαν αυτόν, προσπαθούν να συλλάβουν την ουσία της νοημοσύνης. Έχουν το πλεονέκτημα, σε αντίθεση με το πείραμα Turing, ότι δεν συμπεριλαμβάνουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά που δεν θεωρούμε ότι είναι έξυπνα, όπως η ικανότητα να προσβάλλουμε ή η πρόθεση να ψευδόμαστε. Αντίστοιχα, έχουν το μειονέκτημα να αποτυγχάνουν στα ζητήματα κοινής λογικής όπως στο “καταστάσεις που σκεφτόμαστε” και “καταστάσεις που δεν σκεφτόμαστε”, με αποτέλεσμα να θεωρείται, ότι ακόμη και ένας θερμοστάτης έχει στοιχειώδη νοημοσύνη!!

Επιχειρήματα υπέρ της τεχνητής νοημοσύνης.

Ο Χ. Ντρέιφους περιγράφει το επιχείρημά του λέγοντας ότι:

“Αν το νευρικό σύστημα υπακούει στους νόμους της φυσικής και της χημείας, που έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι το κάνει, τότε… εμείς… θα έπρεπε να είμαστε ικανοί να αναπαραγάγουμε την συμπεριφορά του νευρικού συστήματος με κάποια υλική μηχανή”.

Το επιχείρημα, αυτό, ειπώθηκε για πρώτη φορά το 1943 και έντονα υποστηρίχθηκε το 1988 από τον Χανς Μόραβεκ. Ο Ρέι Κουρτσβάιλ, υπολογίζει ότι η υπολογιστική δύναμη θα είναι επαρκής για να πραγματοποιήσει προσομοίωση εγκεφάλου το 2029. Αντίστοιχα, μια μη-πραγματικού-χρόνου προσομοίωση θαλαμοφλοιωδούς μοντέλου που είχε το μέγεθος ανθρώπινου εγκεφάλου, πραγματοποιήθηκε το 2005 και χρειάστηκαν 50 μέρες για την προσομοίωση 1 δευτερολέπτου εγκεφαλικής δραστηριότητας από σύμπλεγμα 27 επεξεργαστών. Μερικοί διαφωνούν ότι η προσομοίωση εγκεφαλικής δραστηριότητας είναι εφικτή ως θεωρία, ακόμη και κριτικοί της τεχνητής νοημοσύνης όπως ο Χ. Ντρέιφους και ο Τζ. Σέαρλ. Όμως, ο Σέαρλ τονίζει ότι θεωρητικά, τα πάντα μπορούν να προσομοιωθούν σε υπολογιστή, επομένως, σύμφωνα με τον ορισμό υπάρχει ένα σημείο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε διαδικασία μπορεί τεχνικά να θεωρηθεί “υπολογιστική”. Επισημαίνει:

“Αυτό που επιθυμούμε να γνωρίσουμε είναι αυτό που ξεχωρίζει τους θερμοστάτες από το ήπαρ”.

Συμπερασματικά, απλώς το γεγονός να αντιγραφεί η λειτουργία του εγκεφάλου θα μπορούσε από μόνο του, να είναι μια παραδοχή άγνοιας που σχετίζεται με την νοημοσύνη και την φύση του νου.

Η ανθρώπινη σκέψη είναι επεξεργασία συμβόλων.

Το 1963, ο Άλεν Νιούελ και ο Χέρμπετ Σάιμον πρότειναν ότι ένας “συμβολικός χειρισμός” αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης και της μηχανικής νοημοσύνης. Πιο συγκεκριμένα:

“Ένα φυσικό συμβολικό σύστημα έχει τα απαραίτητα και τα επαρκή χαρακτηριστικά της γενικής νοητικής πράξης”.

Η πεποίθηση αυτή είναι πολύ ισχυρή: Υπονοεί ότι και η ανθρώπινη σκέψη είναι είδος συμβολικού χειρισμού (επειδή ένα συμβολικό σύστημα είναι απαραίτητο για την νοημοσύνη) και ότι οι μηχανές μπορούν να είναι έξυπνης (επειδή ένα συμβολικό σύστημα είναι επαρκές για την νοημοσύνη). Μια άλλη εκδοχή της πρότασης αυτής, περιγράφηκε από τον φιλόσοφο Χ. Ντρέιφους, και ονομάζεται “Φιλοσοφική Υπόθεση”:

“Η σκέψη μπορεί να παρατηρηθεί ως μια μηχανή που χειρίζεται στοιχεία πληροφοριών, σύμφωνα με επίσημους κανόνες”.

Γίνεται, συνήθως, διαφοροποίηση μεταξύ του είδους των υψηλών επιπέδων συμβόλων που άμεσα συμφωνούν με αντικείμενα του κόσμου, όπως “σκύλος” και “ουρά”, και των πιο περίπλοκων συμβόλων που υπάρχουν στις μηχανές, όπως ένα νευρικό δίκτυο. Μια πρόσφατη έρευνα της τεχνητής νοημοσύνης, που καλείται “Παλιά καλή παραδοσιακή τεχνητή νοημοσύνη” (GOFAl) του Τζον Χόγκλαντ, εξετάζει αυτού του είδους υψηλού επιπέδου σύμβολα.

Τα αντεπιχειρήματα αυτής της θέσης, υποστηρίζουν ότι η ανθρώπινη σκέψη δεν συγκροτείται από υψηλού επιπέδου συμβολικό χειρισμό. Δεν υποστηρίζουν, όμως, ότι δεν είναι δυνατή η τεχνητή νοημοσύνη αλλά ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από την διαδικασία των συμβόλων.

Ο Άλαν Τούρινγκ σημείωσε ότι υπάρχουν πολλές διαφωνίες του τύπου “μια μηχανή ποτέ δεν θα κάνει το Χ”, όπου Χ μπορεί να είναι πολλά πράγματα, όπως:

“Να είναι ευγενική, επινοητική, όμορφη, φιλική, να παίρνει πρωτοβουλίες, να έχει αίσθηση του χιούμορ, να διακρίνει το σωστό από το λάθος, να κάνει λάθη, να ερωτεύεται, να απολαμβάνει φράουλες με σαντιγί, να κάνει κάποιον να την ερωτευτεί, να μαθαίνει από τις εμπειρίες, να χρησιμοποιεί της λέξεις σωστά, να είναι το αντικείμενο της σκέψης της, να έχει διάφορες συμπεριφορές όπως ο άνθρωπος, να κάνει κάτι καινούργιο.”

Είναι μια μηχανή φιλική ή εχθρική;

Το ερώτημα έχει δύο μορφές: α) η “εχθρικότητα” μπορεί να οριστεί ως λειτουργία ή συμπεριφορά, που σε αυτήν την περίπτωση, “εχθρικός” είναι το συνώνυμο του “επικίνδυνου” β) η “εχθρικότητα” μπορεί να οριστεί ως πρόθεση, δηλαδή, μπορεί μια μηχανή “εσκεμμένα” να ρυθμιστεί για να κάνει κακό. Το ερώτημα που σχετίζεται με το αν υψηλής νοημοσύνης και εντελώς αυτόνομα μηχανήματα μπορούν να είναι επικίνδυνα εξετάζεται λεπτομερώς από τους φουτουριστές.

Ένα πρόβλημα είναι ότι οι μηχανές μπορεί να αποκτήσουν την αυτονομία και την νοημοσύνη που χρειάζονται για να γίνουν επικίνδυνες, πολύ γρήγορα. Ο Βέρνορ Βινγκ θεωρεί ότι σε λίγα χρόνια, οι υπολογιστές ξαφνικά θα γίνουν χιλιάδες ή μυριάδες φορές πιο έξυπνοι από τους ανθρώπους και υποθέτει ότι αυτό με κάποιο τρόπο ή πιθανώς να γίνει επικίνδυνο για τους ανθρώπους. Αυτό είναι ένα ζήτημα που ερευνάται από την φιλοσοφία που καλείται Σινγκιουλαριταριανισμός ή Μοναδικοτακισμός (Singularitarianism).

To 2009, ακαδημαϊκοί και τεχνολογικά εξειδικευμένοι παρευρέθησαν σε συνέδριο για να συζητήσουν την ενδεχόμενη σύγκρουση των ρομπότ και των υπολογιστών και τη σύγκρουση με την υποθετική πιθανότητα ότι μπορούν να γίνουν αυτόνομα και ικανά να λαμβάνουν τις δικές τους αποφάσεις. Συζήτησαν, ακόμη, την πιθανότητα και την έκταση που οι υπολογιστές και τα ρομπότ θα μπορούν να αποκτήσουν και σε ποιο βαθμό θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητες αυτές ώστε να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε απειλή.

Σημειώθηκε ότι μερικές μηχανές έχουν αποκτήσει διάφορες μορφές αυτονομίας, περιλαμβάνοντας την δυνατότητα αναζήτησης πηγών ενέργειας από μόνες τους και την δυνατότητα να επιλέγουν στόχους επίθεσης με όπλα. Επιπροσθέτως, υπογράμμισαν όταν ορισμένοι ιοί υπολογιστών μπορούν να επιβιώσουν με τις ικανότητες “κατσαρίδας”. Βεβαίως, τόνισαν ότι η αυτονομία στο επίπεδο που παρουσιάζεται στα σενάρια επιστημονικής φαντασίας είναι σχεδόν απίθανη αλλά υπάρχουν ορισμένοι δυνητικοί κίνδυνοι.

Κάποιοι ειδικοί και ακαδημαϊκοί θέτουν τις αμφιβολίες τους για την χρήση ρομπότ από τον στρατό, ειδικά για τα ρομπότ που έχουν αυτόνομες ιδιότητες. Το Ναυτικό των Η.Π.Α. συγκρότησε μια δήλωση που υποστηρίζει ότι τα στρατιωτικά ρομπότ καθώς γίνονται πιο περίπλοκα, χρειάζονται μεγαλύτερη προσοχή στην διαχείρισή τους και στις ικανότητες που έχουν για την λήψη αυτόνομων αποφάσεων.

Κάποιοι άλλοι ειδικοί πρότειναν την ανάγκη σχεδιασμού “Φιλικής τεχνητής νοημοσύνης”, υποστηρίζοντας ότι στα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την τεχνητή νοημοσύνη, πρέπει να συμπεριληφθούν και οι προσπάθειες δημιουργίας μιας τεχνητής νοημοσύνης που είναι φιλική και ανθρώπινη. Κοντολογίς, έχουν χάσει τον μπούσουλα…

ΠΟΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ;

Αλήθεια είναι, γενικά, η υπαρκτότητα μιας κατάστασης ή η πραγματικότητα ενός γεγονότος. Ως αλήθεια δεχόμαστε αυτό που αντιλαμβάνονται ως πραγματικότητα, με σιγουριά και συμφωνία, οι περισσότεροι άνθρωποι. Όταν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν στην αντίληψη ενός φαινομένου, δημιουργούν μια κοινή σύμβαση για το φαινόμενο και την «αίσθηση» που αυτό προκαλεί. Όταν αυτή η κοινή σύμβαση αφορά ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων, όταν δηλαδή «όλοι» αντιλαμβάνονται κάτι με όμοιο τρόπο, τότε η κοινή αυτή σύμβαση γίνεται αποδεκτή ως αλήθεια.

Δύο διαφορετικές ομάδες ανθρώπων μπορούν να έχουν διαφορετικές «αλήθειες»: οι μεν να λένε ότι ο ουρανός είναι γαλάζιος και οι δε ότι ο ουρανός είναι μπλε. Καθώς το χρώμα είναι μόνο μια μορφή που σχηματίζεται στον εγκέφαλο από την επεξεργασία της αλληλουχίας ηλεκτρικών ώσεων που μεταφέρει το οπτικό νεύρο, το μπλε είναι μια σύμβαση, η οποία εξαρτάται από την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε όλοι με όμοιο τρόπο κάτι όπως το χρώμα. Η αχρωματοψία για παράδειγμα θα μπορούσε να προκαλέσει μια τέτοια ασυμφωνία.

Η αλήθεια ως όρος χρησιμοποιείται από την ευρωπαϊκή φιλοσοφία για να καθορίσει αυτό που αποτελεί μέρος της πραγματικότητας. Γενικά η έννοια και η αξία της αλήθειας αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα της φιλοσοφίας, με πολλές διαφορετικές θεωρίες να έχουν ειπωθεί.

Η έκφραση της μη αλήθειας είναι το ψέμα.

Η λέξη προέρχεται από το στερητικό α- και τη λέξη λήθη (λησμονιά). Σύμφωνα όμως με το λεξικό των Liddell – Scott η λέξη προέρχεται από το λήθω = λανθάνω (= μου διαφεύγει) και το στερητικό “α”.

Το ψέμα δεν είναι το ακριβώς αντίθετο της αλήθειας. Η αλήθεια αντανακλά και παράγει πραγματικότητα, η μη αλήθεια δεν παράγει πραγματικότητα, ενώ το ψέμα, επειδή δεν αντανακλά την πραγματικότητα, παράγει νέα πραγματικότητα, νέα δηλαδή αλήθεια, όταν το πιστεύει κάποιος.

Μισή αλήθεια: Πολλές φορές κάποιος μπορεί να κάνει αληθείς δηλώσεις, να μη λέει δηλαδή ψέματα για όσα τον ρωτούν και παρόλα αυτά να κρύβει μέρος της αλήθειας, ηθελημένα. Αυτού του είδους η πρακτική για πολλούς είναι ομότιμη με ψέμα, με την έννοια ότι έχει την ίδια πρόθεση.

«Προσωπική» αλήθεια: Η αλήθεια για τον καθένα είναι η πραγματικότητα που βιώνει. Η πραγματικότητα αυτή καθορίζεται από όσα αισθάνεται και πιστεύει. Συνήθως, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο αλήθεια, αναφερόμαστε σε πράγματα που αισθανόμαστε και πιστεύουμε από κοινού.

Η σχετικότητα της αλήθειας: Η αλήθεια δεν είναι ίδια για τον καθένα. Για την αλήθεια διαφωνούν ακόμη και ειδικοί επί των θεμάτων. Για παράδειγμα οι επιστήμονες διαφωνούν σε πολλά θέματα για το τι ισχύει πραγματικά και οι θρησκείες αποδέχονται διαφορετική εκδοχή της αλήθειας η μία από την άλλη. Ακόμη και όταν αλήθεια θεωρείται η πραγματικότητα που βιώνουμε, όσοι υποστηρίζουν πως υπάρχουν παράλληλα σύμπαντα, θεωρούν πως ένα σύμπαν σαν το δικό μας είναι επίσης μια εκδοχή της αλήθειας.

Επιστημονική αλήθεια: Για να αποφεύγει το λάθος, η επιστήμη αναζητά την αλήθεια μέσα από αυστηρές διαδικασίες ελέγχου. Η επιστημονική αλήθεια φαίνεται να είναι αρκετά αντικειμενική καθώς ζητά τα όσα ισχυρίζεται κάποιος να επαληθεύονται πειραματικά, όσες φορές κι αν κάποιο πείραμα επαναλαμβάνεται. Για όσο διάστημα μια θεωρία καλύπτει όσα παρατηρούμε, η θεωρία αυτή θεωρείται αληθής. Καθώς η επιστήμη κάνει συνεχώς νέες ανακαλύψεις, η επιστημονική αλήθεια αναπροσαρμόζεται ή επεκτείνεται.

Θρησκευτική αλήθεια: Η αλήθεια των θρησκειών είναι περισσότερο αξιωματική και αδιαπραγμάτευτη από αυτή της επιστήμης. Η θρησκευτική αλήθεια παραμένει σταθερή, ενδεχομένως όμως να αλλάζει η ερμηνεία των πιστεύω της ώστε να ακολουθεί τις σύγχρονες παρατηρήσεις. Στον χριστιανισμό, η θρησκευτική αλήθεια φανερώνει τον ίδιο τον Θεό ως την απαρχή και συνέχεια της αλήθειας: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. γ΄ 21). Μεγάλο μέρος της θρησκευτικής αλήθειας δεν φαίνεται να είναι δυνατό να τεκμηριωθεί με επιστημονική διαδικασία και ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτή μέσω της πίστης. Στην θρησκευτική αλήθεια γίνεται φανερό πως, εννοιολογικά, η αλήθεια δεν είναι το αντίθετο του ψέματος, καθώς οι θρησκευτικές αλήθειες διαφέρουν μεταξύ τους.

Η αλήθεια σύμφωνα με την «Θεωρία των Ιδεών» του Πλάτωνα

Ο Πλάτωνας, θέλοντας να δείξει την δυσκολία του να συλλάβει κανείς την αλήθεια, χρησιμοποίησε μια αλληγορία. Είπε πως οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις αισθήσεις τους για να συλλάβουν την αλήθεια, όμως εξαπατώνται από αυτές. Μοιάζουν σαν να είναι δεμένοι μέσα σε ένα σπήλαιο από το οποίο δεν μπορούν να βγουν ή να κοιτάξουν πίσω, όπου (πίσω τους) βρίσκεται αναμμένη μία φωτιά, καθώς και διάφορα αντικείμενα που περνούν από μπροστά της οι δεσμώτες-θαυματοποιοί. Το μόνο που βλέπουν είναι οι σκιές που σχηματίζονται από τα αντικείμενα στον τοίχο του σπηλαίου καθώς αυτά φωτίζονται από την φωτιά που την χειρίζονται οι δεσμώτες τους.

Η σκιά ενός κύβου θα μπορούσε να εμφανίζεται είτε σαν ακανόνιστο εξάγωνο, σαν παραλληλόγραμμο ή σαν τετράγωνο, αλλάζοντας συνεχώς μορφή καθώς αυτός περιστρέφεται. Οι σκιώδεις αυτές μορφές εμφανίζονται μάλιστα παραμορφωμένες από την φωτιά που κυματίζει και από το ανάγλυφο του τοίχου του σπηλαίου. Οι άνθρωποι τελικά, εμπιστευόμενοι την εικόνα που τους δίνει η περιορισμένη όρασή τους, την οποία και συνηθίζουν, πιστεύουν πως η αλήθεια είναι οι σκιές.

Ακόμη και αν κάποιος δραπετεύσει και βγει από το σπήλαιο στο φως του ήλιου, αν δεν έχει ανοικτό φιλοσοφικό πνεύμα τυφλώνεται από το φως και ξαναμπαίνει στη σιγουριά του σπηλαίου, ανίκανος να ξεφύγει από αυτό που έχει συνηθίσει ως αληθινό. Ο φιλόσοφος, αυτός δηλαδή που συνεχώς θέτει ερωτήματα για το «τι», «πώς» και «γιατί», είναι ο μόνος που μπορεί να δει την αλήθεια και παρόλο που γνωρίζει πως θα χλευαστεί στην προσπάθειά του να την μεταφέρει και στους υπόλοιπους μέσα στο σπήλαιο, ο Πλάτωνας υποστηρίζει πως είναι χρέος του να τους μεταδώσει την γνώση αυτή. Διαφωνώ!

Σύγχρονη Φιλοσοφία: Με το ζήτημα της αλήθειας, ασχολήθηκαν και ανέπτυξαν διάφορες θεωρίες και πολλοί άλλοι φιλόσοφοι, όπως οι Ιμμάνουελ Καντ, Ρενέ Ντεκάρτ, Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, Φρειδερίκος Νίτσε, Πολ Νατόρπ και άλλοι.

Η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη δίνει στον όρο αλήθεια διάφορες ερμηνείες:

Οντολογική αλήθεια: Είναι η αλήθεια για τα πράγματα όπως υπάρχουν καθ’ εαυτά και όπως είναι η πραγματική τους φύση και όχι όπως ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να τα γνωρίσει.

Τυπική αλήθεια: Στην τυπική αλήθεια προϋπόθεση είναι η έλλειψη αντιφατικότητας και η ταυτόχρονη παρουσία λογικής ακολουθίας. Ωστόσο μία τυπική αλήθεια μπορεί να μην είναι ουσιαστική. Στην φράση «η ψυχή είναι αθάνατη», περιέχεται μία τυπική αλήθεια, δεδομένου ότι δεν είναι ουσιαστικά επιβεβαιωμένη.

Καθ’ ύλην αλήθεια: Είναι η αλήθεια κατά την οποία υπάρχει πλήρης ταύτιση της γνώσης προς το περιεχόμενο και τα πραγματικά δεδομένα. Η φράση «Η γη κινείται γύρω από τον ήλιο» είναι πραγματική αλήθεια και διαθέτει απόλυτο κύρος.

Μεταφυσική αλήθεια: Πρόκειται για την αλήθεια που δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει με βεβαιότητα. Έρχεται σε αντίθεση με την θετική σχολή, που υποστηρίζει ότι γνωρίζουμε την αλήθεια μόνο με τα εμπειρικά δεδομένα.

Δογματική αλήθεια: Είναι η άποψη ότι μπορούμε με βεβαιότητα να γνωρίσουμε την αλήθεια των πραγμάτων, τα οποία είναι όπως ακριβώς μας πλασάρονται.

Αληθές και ψευδές στην λογική και την φιλοσοφία.

Το αληθές είναι μία από τις δύο βασικές αξίες (τιμές) της λογικής. Η δεύτερη είναι το ψευδές.

Ο Αριστοτέλης φαίνεται να ήταν ο πρώτος που έθεσε τυπικό πλαίσιο για την λογική, την προτασιακή λογική, που εξελίχθηκε και συνδέεται άμεσα με την ευρύτερη μαθηματική λογική. Η Άλγεβρα Μπουλ, που έχει προκύψει ως μαθηματική έκφραση της Αριστοτέλειας λογικής (του είναι ή δεν είναι), έχει βρει ευρεία εφαρμογή στην σχεδίαση του λογισμικού και των κυκλωμάτων των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Ψέμα είναι μια πρόταση που λέγεται από κάποιον με σκοπό να πείσει το κοινό του ότι είναι αληθής, ενώ ο ίδιος συνειδητά γνωρίζει ότι η πρόταση είναι αναληθής.

Υποκατηγορίες του ψέματος.

Στην καθημερινή ζωή η έννοια του ψέματος συνδέεται με την πρόθεση της εξαπάτησης. Ωστόσο αυτή είναι μόνο μια κατηγορία ψεμάτων. Δηλαδή, ένας άνθρωπος λέει ένα ψέμα όταν προσπαθεί να πείσει κάποιον ότι αυτό που λέει είναι αλήθεια ενώ ο ίδιος έχει αμφιβολίες προς την αλήθεια της πρότασης ή γνωρίζει όντως ότι είναι αναληθής. Μια πρόταση μπορεί να εξεταστεί ως προς την αλήθεια της και να αποδειχτεί ψευδής ή αληθής. Δεν είναι όμως απαραίτητο να αποδειχτεί κάτι ψευδές ώστε να χαρακτηριστεί ως ψέμα.

Μια αληθινή πρόταση μπορεί τελικά να χαρακτηριστεί ψέμα όταν αυτός που την λέει έχει αμφιβολίες. Παράδειγμα: Όταν κάποιος λέει “Ο ουρανός είναι γαλάζιος”, παρότι γνωρίζουμε τώρα ότι είναι γαλάζιος και μπορούμε να το εξηγήσουμε, όταν αυτός ο άνθρωπος αγνοεί ή έχει αμφιβολία ότι είναι γαλάζιος τότε αυτή η αντικειμενική αλήθεια τελικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως ψέμα. Ακόμα και αν δεν έχει καμία αμφιβολία για κάποια πρόταση, η εξέταση της πρότασης και η αδυναμία να αποδειχτεί αληθής τότε καθιστούν την πρόταση ως ψέμα.

Παράδειγμα: Όταν κάποιος λέει ότι έχει μέσα στο δωμάτιο του έναν αόρατο ροζ ελέφαντα που κανείς δεν μπορεί να αγγίξει, να νιώσει ή να αντιληφθεί με οποιονδήποτε τρόπο και είναι 100% σίγουρος ότι υπάρχει, επειδή αδυνατούμε με τα μέσα που διαθέτουμε να επαληθεύσουμε αυτή την πρόταση τότε χαρακτηρίζεται ως ψέμα.

Μια ακόμα υποκατηγορία ψέματος εμφανίζεται όταν κάποιος εσκεμμένα δεν δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα με σκοπό ή την ελπίδα το κοινό του να πιστέψει αυτό που ο ίδιος θέλει. Παράδειγμα: Όταν ένας δημοσιογράφος ρωτάει έναν πολιτικό να διευκρινίσει κάποιες πτυχές σε ένα θέμα και ο πολιτικός εσκεμμένα αποφεύγει την απάντηση με σκοπό ο δημοσιογράφος να νομίζει ό,τι θέλει τότε η αρχική θέση του πολιτικού στο θέμα μπορεί να χαρακτηριστεί ψέμα.

Τα ‘λευκά’ ψέματα είναι μια υποκατηγορία που φαινομενικά δεν έχουν κανέναν αρνητικό αντίκτυπο. Είναι μικρά ψέματα που κάποιος μπορεί να πει, στη πλειοψηφία για να αποφύγει μια άβολη ή άχαρη κατάσταση. Παράδειγμα: Όταν ένα παιδί δεν έχει φάει για μεσημέρι και η μητέρα του το ρωτάει αν έχει φάει και απαντάει “Ναι, έχω φάει” με σκοπό να βγει να παίξει. Τα λευκά ψέματα στην πραγματικότητα απέχουν πολύ λίγο από τα ψέματα. Η γνώση ότι κάποιος λέει τέτοιου είδους ψέματα τελικά δημιουργεί την ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης από το κοινωνικό σύνολο. Για τα ‘λευκά ψέμματα’ που τα επικροτεί και τα θεωρεί επιβεβλημένα, έχει αναφερθεί εκτενώς ο Πλάτωνας.

Στο μικρό δοκίμιο ‘On Bullshit’ o Χάρυ Φράνκφουρτ διαφοροποιεί την έννοια του ψέματος από αυτή του bullshitting, ελληνιστί ‘μαλακίες’. Σύμφωνα με τον Χάρυ Φράνκφουρτ λοιπόν, όποιος λέει ψέματα έχει στο μυαλό του πάντα την έννοια της αλήθειας. Αντιθέτως ο bullshitter δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την αλήθεια και μπορεί να πει κάποια πρόταση μόνο και μόνο για να δώσει μια εντύπωση της πραγματικότητας – μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής βέβαια. Παράδειγμα: Όταν κάποιος, έπειτα από πίεση σε ένα θέμα που δεν τον ενδιαφέρει καθόλου και δεν πρόκειται να ασχοληθεί, λέει μια άποψη για ένα θέμα μόνο για να ευχαριστήσει τον συνομιλητή του ώστε να σταματήσει να τον πιέζει.

Η Αλκυόνη και οι Αλκυονίδες ημέρες, αποσυμβολισμός

Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν παρατηρήσει κάποιες μέρες καλοκαιρίας μέσα στον χειμώνα κατά το διάστημα 15η Δεκεμβρίου έως και την 15η Φεβρουαρίου, με μεγαλύτερη συχνότητα το διάστημα 15-31 Δεκεμβρίου και 16-31 Ιανουαρίου. Ήταν ηλιόλουστες ημέρες, δίχως δυνατούς ανέμους. Αυτές τις μέρες τις ονόμασαν Αλκυονίδες μέρες, από το πουλί την Αλκυόνη που σύμφωνα με το μύθο πριν γίνει πουλί ήταν μία πανέμορφη γυναίκα κόρη του Θεού των ανέμων Αίολου και της Ενάρετης.

Σύμφωνα με τον μύθο η Αλκυόνη παντρεύτηκε έναν όμορφο νέο τον Κύηκα. Η Αλκυόνη και ο Κύηκας αγαπούσαν την Θάλασσα, για αυτό και ζούσαν στην ακροθαλασσιά.  Η ένωση τους ήταν τέλεια και ήταν τόσο ευτυχισμένοι, ώστε διέπραξαν την ύβρη, να πιστέψουν πως ήταν ισάξιοι σε ομορφιά και ευτυχία με τους Θεούς. Ο Κύηκας θεώρησε τον εαυτό του ισάξιο του Δία, και την Αλκυόνη ισάξια της Ήρας. Μάλιστα ο Κύηκας πρότεινε στην Αλκυόνη να σταματήσουν να φωνάζουν ο ένας τον άλλο με τα πραγματικά τους ονόματα, αλλά με τα αντίστοιχα των Θεών που πίστευαν ότι είναι ισάξιοί τους. Δηλαδή η Αλκυόνη θα αποκαλούσε τον σύζυγό της «Δία», και αυτός την Αλκυόνη «Ήρα». Ήταν τέτοια η ασέβεια και η αλαζονεία του Κύηκα, που θέλησε και οι κάτοικοι της περιοχής να τους αποκαλούν έτσι.

Τέτοια αλαζονική συμπεριφορά δεν μπορούσε φυσικά να περάσει απαρατήρητη. Έτσι όταν ο Δίας έμαθε την συμπεριφορά αυτή του Κύηκα, εξοργίστηκε και αποφάσισε να τον τιμωρήσει παραδειγματικά αφού αυτός ήταν ο εμπνευστής αυτής της ασέβειας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές της ιστορίας και του τρόπου τιμωρίας του Κήυκα. Σύμφωνα με μία από αυτές, ο Δίας μεταμόρφωσε τον Κήυκα σε πουλί (όρνιο ή γλάρο). Σύμφωνα με άλλες πριν από αυτό, ο Κύηκας είχε ανοιχτεί στο πέλαγος με την βάρκα του, όταν ο Δίας τον κατακεραύνωσε του με αποτέλεσμα να πνιγεί.

Ανώφελα τον έψαχνε παντού η Αλκυόνη. Έμεινε ημέρες να μοιρολογεί στην ακρογιαλιά και παρακάλαγε τους Θεούς να την λυπηθούν. Κατά μία άλλη εκδοχή όταν έμαθε τον πνιγμό του Κήυκα αυτοκτόνησε. Σε κάθε περίπτωση ο Δίας την λυπήθηκε και την μεταμόρφωσε και αυτήν σε πουλί, (την Αλκυόνη), ώστε να μπορεί να ψάχνει στις ακρογιαλιές και στις θάλασσες για να βρει τον Κύηκα. Ακόμα και τότε όμως η δυστυχία δεν την εγκατέλειψε καθώς αντίθετα από τ' άλλα πουλιά που γεννούν και κλωσούν τ' αυγά τους την άνοιξη, η Αλκυόνη γένναγε τα αυγά της μέσα στο μέσον του χειμώνα, οπότε τα μανιασμένα κύματα κατέστρεφαν τη φωλιά της και έσπαγαν τα αυγά της, κάνοντάς την να κλαίει σπαραχτικά.

Ο Δίας την λυπήθηκε ξανά, και πήρε την απόφαση για λίγες μέρες μέσα στο καταχείμωνο να καταλαγιάζουν οι άνεμοι, να ηρεμεί η θάλασσα και να να ζεσταίνει ο καιρός, ώστε να μπορεί η Αλκυόνη να κλωσάει τα αυγά της. Αυτές τις ξάστερες και ζεστές μέρες του χειμώνα οι αρχαίοι Έλληνες τις ονόμαζαν Αλκυονίδες μέρες. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ακόμα και όταν η Αλκυόνη ήταν πλέον θαλασσοπούλι, αγαπούσε τόσο το σύζυγο της που όχι μόνο δεν τον αποχωριζόταν ποτέ, αλλά αν αυτός τύχαινε να αρρωστήσει και ήταν ανίκανος να πετάξει, τον έπαιρνε στους ώμους της και τον κουβαλούσε πάνω της.

Παρότι ο μύθος είναι προφανές πως δημιουργήθηκε για να περιγράψει ένα καιρικό φαινόμενο, περιέχει δομικά αρχετυπικά σύμβολα, τα οποία τα συναντούμε στις αρχαίες μυητικές τελετές. Θα προσπαθήσω στην συνέχεια να αναδείξω κάποια από αυτά.

Στον μύθο γίνεται αναφορά σε ένα ζευγάρι, ένας εκ των οποίων έχει Θεϊκή καταγωγή (Αλκυόνη). Αυτό ίσως συμβολίζει τον «ιερό γάμο» που συντελείται εντός του ανθρώπου, εφόσον υπήρχε η πεποίθηση πως στον άνθρωπο συνυπάρχουν τόσο το Θεϊκό, όσο και το ανθρώπινο στοιχείο. Για αυτό τον λόγο και ο «ιερός γάμος», τελούνταν σε όλες τις μυσταγωγικές και μυητικές τελετές στα κατά τόπους μυστήρια, με την ένωση του Ιεροφάντη και της πρωθιέρειας των Μυστηρίων.

Στις μυστηριακές τελετές των Ελευσινίων (ως αναπαράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Άδη), η τελετή έληγε με τη συμβολική γέννηση ή αναγέννηση ενός αγοριού, του Ίακχου, ή του Διόνυσου-Ζαγρέα. Ο Ορφικός μύθος του Θεού Διονύσου Ζαγρέα περιγράφει χαρακτηριστικά την αιτία συνύπαρξης του Θεϊκού στοιχείου στον άνθρωπο. Ο «πρώτος Διόνυσος» ήταν γιός του Δία και της Περσεφόνης. Γεννήθηκε από το Δία ο οποίος είχε μεταμορφωθεί σε φίδι και την κερασφόρο Περσεφόνη. Ο Δίας για να τον προφυλάξει από την Ήρα, τον εμπιστεύθηκε στον Απόλλωνα και τους Κουρήτες, οι οποίοι τον έκρυψαν στα δάση του Παρνασσού. Η Ήρα όμως τον ανακάλυψε και έστειλε τους Τιτάνες να τον εξοντώσουν. Εκείνοι για να το ξεγελάσουν του έδωσαν παιχνίδια για να παίξει, τα οποία ήταν ένας ρόμβος, ένας αστράγαλος, χρυσά μήλα, μία σβούρα και ένας καθρέφτης.

Η στιγμή που ο Διόνυσος Ζαγρεύς κοίταξε τον καθρέπτη είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς την στιγμή εκείνη ο Διόνυσος αντιλήφθηκε την «απατηλότητα του φαινομενικού» κόσμου. Ο Καθρέπτης έχει την ιδιότητα να αντανακλά το είδωλο, δίχως όμως το πρόσωπο να υπάρχει μέσα του. Κατά τον ίδιο τρόπο το «Θείο» αντανακλάται στις ανθρώπινες ψυχές. Για αυτό τον λόγο η ανθρώπινη ψυχή έχει τα ίδια χαρακτηριστικά και ουσία με το Θείο, ευρισκόμενη φυσικά σε χαμηλότερο «συνειδησιακό επίπεδο». Ο Δαμάσκιος αναφέρει πως: «όταν ο θεός Διόνυσος προέβαλε την αντανάκλαση του εαυτού του στον καθρέπτη, την ακολούθησε και έτσι διασκορπίστηκε παντού στο Σύμπαν. Ο θεός Απόλλων τον περιμάζεψε και τον επανέφερε πίσω στον ουρανό, διότι αυτός είναι ο εξαγνιστής θεός και σωτήρας του Διονύσου και γι’ αυτόν τον λόγο εορτάζεται ως ο «Διόνυσος Χορηγός» (Διονυσοδότης).

Ο Πρόκλος τονίζει τη σημασία του καθρέφτη ως σύμβολο ικανό να οδηγήσει στην κατανόηση της έννοιας του σύμπαντος, όπως αναφέρει: «γι’ αυτό λένε ότι ο Ήφαιστος κατασκεύασε τον καθρέφτη για τον Διόνυσο, στον οποίο κοίταξε ο θεός και, επειδή αντίκρισε το είδωλό του, έγινε ότι και στο διαιρετό κόσμο».

Μόλις οι Τιτάνες επιτέθηκαν ο Ζαγρέας άρχισε να αλλάζει μορφές στην προσπάθειά του να ξεφύγει. Μεταμορφώθηκε κατά σειρά σε λιοντάρι, τίγρη, άλογο, φίδι, και όταν πήρε τη μορφή ταύρου, οι Τιτάνες τον έπιασαν, τον κομμάτιασαν σε επτά κομμάτια (όσοι και αυτοί), έβρασαν το κρέας του σ' ένα καζάνι και έφαγαν κομμάτια του.

Ο Απόλλωνας μάζεψε τα κομμάτια του Ζαγρέα και τα έθαψε στους Δελφούς. Την ανέπαφη καρδιά του την πήρε ο Δίας, τη διέλυσε σε ένα ποτό που το πρόσφερε στη Σεμέλη. Εκείνη τότε έμεινε έγκυος κι έφερε στον κόσμο το Νεώτερο Διόνυσο. Ο Δίας κατακεραύνωσε τους Τιτάνες για αυτή τους την ενέργεια, και από τις στάχτες τους δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι. Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι είχαν μέσα τους το Θεϊκό στοιχείο. Διότι οι Τιτάνες είχαν φάει το Θεϊκό Διόνυσο, είχαν όμως και την «τιτανική φύση» μέσα τους που τους ωθούσε στο κακό, εφόσον είχαν πλαστεί και από την στάχτη των Τιτάνων.

Το Θεϊκό στοιχείο αντιπροσωπεύει το «άπειρο» το ανθρώπινο το «πέρας». Με την ένωση του Θεϊκού με το ανθρώπινο στοιχείο δύνεται η δυνατότητα στον άνθρωπο να «συμμετέχει της δημιουργίας Θεούμενος». Ο Διόνυσος Ζαγρέας αντιπροσωπεύει το Θείο πνεύμα στο σύμπαν και ονομάζεται Ζαγρεύς, (κυνηγός) λόγω του ότι «κυνηγάει» τις ψυχές, εφόσον τις οδηγεί προς την έξοδο από το σώμα ώστε να φτάσουν στη Θέωση, καθιστάμενος Λυτήριος ή Λυσεύς (αλλά και Ελευθερεύς)..

Η «καρδιά» του πρέπει να αναζητηθεί από τον άνθρωπο ώστε να «αναγεννηθεί πνευματικά » ανταποκρινόμενος σε «ανώτερες συνειδησιακές καταστάσεις», δια μέσου μιας εξαγνισμένης ψυχής. Ο Ζαγρέας της Ορφικής Θεολογίας είναι το Ον που βρίσκεται παντού στο σύμπαν. Είναι το «Είναι» του Πλάτωνα και των φιλοσόφων, είναι ο Κοσμικός Λόγος των Στωικών...

Αν ο άνθρωπος καταφέρει να απαλλαγεί από τα Τιτανικά πάθη του, θα ξαναγεννηθεί ως δεύτερος Θεός απαλλαγμένος από την λανθάνουσα εκείνη κατάσταση όπου η γνώση του πραγματικού «εαυτού» είναι τεμαχισμένη στον άνθρωπο. Αν επιτευχθεί αυτό «γεννιέται η σοφία», που είναι ο λόγος, ο υιός του Θεού και μιας θνητής μητέρας, δηλαδή του φθαρτού μέρους της ψυχής, η οποία ανυψώνεται ασυνείδητα προς το Θείο.

Ο Πλωτίνος αναφέρει σχετικά: «Αποσύρσου από τον εαυτό σου και κοίτα. Και αν δεις τον εαυτό σου να μην είναι ακόμη ωραίος, πράξε όπως ο δημιουργός του αγάλματος που πρέπει να το κάνει ωραίο. Έτσι αφαιρεί, λαξεύει, λειαίνει και καθαρίζει, μέχρι να φανεί πάνω στο άγαλμα ένα ωραίο πρόσωπο. Ετσι και συ αφαίρεσε τα περιττά και ίσιωσε τα στραβά, και όσα είναι σκοτεινά κάνε τα να γίνουν λαμπρά καθαρίζοντάς τα, και μη πάψεις να σμιλεύεις το άγαλμα σου (την ψυχή σου), έως ότου λάμψει πάνω του η Θεόμορφη λαμπρότητα της αρετής, ώσπου να δεις τη σωφροσύνη ανεβασμένη σε ιερό βάθρο....»

Στον μύθο που εξετάζουμε, ο Κύηκας είναι αλαζόνας και διαπράττει Ύβρη απέναντι στους Θεούς. Παρότι η ανθρώπινη υπόσταση του μετέχει του «Θείου», αυτός παρασυρμένος από τα πάθη του, την «κατώτερη φύση του», τις Τιτανικές εκείνες δυνάμεις της χωριστικότητας τιμωρείται τελικά, και δεν μπορεί να ενωθεί με τον «ανώτερο του εαυτό». Η Αλκυόνη τιμωρείται και αυτή, αλλά την βοηθάει η Θεϊκή της φύση.

Η μεταμόρφωση σε πουλί συμβολίζει την επιθυμία του ανθρώπου για ελευθερία, και την αποδέσμευση από τα δεσμά της Ύλης, το πέταγμα της ψυχής προς το Θεϊκό της Λίκνο. Η Αλκυόνη γεννάει τα αυγά της κοντά στην Θάλασσα. Η Θάλασσα συμβολίζει τον συναισθηματικό κόσμο και τα πάθη. Με την βοήθεια του Θεού υπάρχει η ελπίδα, τα αυγά δεν καταστρέφονται τελικά.

Τα αυγά σε όλες τις αρχαίες παραδόσεις είναι σύμβολο δημιουργίας που συνδέεται με τις γιορτές της άνοιξης για αναγέννηση και αναζωογόνηση. Στην αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στον Ορφισμό το αυγό είναι το μυστήριο της ζωής, της δημιουργίας, της Ανάστασης. Περιβάλλεται από ένα φίδι που δαγκώνει την ουρά του, τον ουροβόρο. Oι Θεοί γεννιούνται από το αυγό, που αντιπροσωπεύει την πληρότητα του αδιαφοροποίητου όντος. Πρώτος γεννήθηκε ο Φάνης ή Έρως ή Μήτις ή Πρωτόγονος, θεός δίφυλος θηλυκός αλλά και γεννήτορας μαζί, πρώτος κυβερνήτης του κόσμου.

Το Αυγό σε κοσμικό επίπεδο συμβολίζει την αρχή της ζωής από τον κόσμο του χάους, τον σπόρο κάθε δημιουργίας, το ΟΛΟΝ που περικλείει τα πάντα, τον χωροχρόνο, τους αρχέγονους γονείς, την ενότητα των αντιθέτων, την ανάσταση, την ελπίδα.

Αν ο άνθρωπος είναι «ταπεινός» και καταφέρει να ξεπεράσει τα πάθη του, την κατώτερη Τιτανική του φύση, ίσως στο τέλος καταφέρει να ξαναγεννηθεί ή να αναγεννηθεί σπάζοντας «το τσόφλι της άγνοιας», αποκτώντας την «Θεία φώτιση», υπερβαίνοντας τα όρια του χώρου και του χρόνου. Η μόνη πραγματικότητα βρίσκεται πέρα από το αντιληπτό από εμάς, πέρα από το αισθητό, βρίσκεται στο ενιαίο και το ΟΛΟΝ...