Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (22.178-22.240)

Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο,
βὰν δ᾽ ἴμεν ἐς θάλαμον, λαθέτην δέ μιν ἔνδον ἐόντα.
180 ἦ τοι ὁ μὲν θαλάμοιο μυχὸν κάτα τεύχε᾽ ἐρεύνα,
τὼ δ᾽ ἔσταν ἑκάτερθε παρὰ σταθμοῖσι μένοντε,
εὖθ᾽ ὑπὲρ οὐδὸν ἔβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
τῇ ἑτέρῃ μὲν χειρὶ φέρων καλὴν τρυφάλειαν,
τῇ δ᾽ ἑτέρῃ σάκος εὐρὺ γέρον, πεπαλαγμένον ἄζῃ,
185 Λαέρτεω ἥρωος, ὃ κουρίζων φορέεσκε·
δὴ τότε γ᾽ ἤδη κεῖτο, ῥαφαὶ δ᾽ ἐλέλυντο ἱμάντων·
τὼ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπαΐξανθ᾽ ἑλέτην ἔρυσάν τέ μιν εἴσω
κουρίξ, ἐν δαπέδῳ δὲ χαμαὶ βάλον ἀχνύμενον κῆρ,
σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε δέον θυμαλγέϊ δεσμῷ
190 εὖ μάλ᾽ ἀποστρέψαντε διαμπερές, ὡς ἐκέλευσεν
υἱὸς Λαέρταο, πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε
κίον᾽ ἀν᾽ ὑψηλὴν ἔρυσαν πέλασάν τε δοκοῖσι.
τὸν δ᾽ ἐπικερτομέων προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
195 «νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ, Μελάνθιε, νύκτα φυλάξεις,
εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν·
οὐδὲ σέ γ᾽ ἠριγένεια παρ᾽ Ὠκεανοῖο ῥοάων
λήσει ἀνερχομένη χρυσόθρονος, ἡνίκ᾽ ἀγινεῖς
αἶγας μνηστήρεσσι δόμον κάτα δαῖτα πένεσθαι.»
200 Ὣς ὁ μὲν αὖθι λέλειπτο, ταθεὶς ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ·
τὼ δ᾽ ἐς τεύχεα δύντε, θύρην ἐπιθέντε φαεινήν,
βήτην εἰς Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην.
ἔνθα μένος πνείοντες ἐφέστασαν, οἱ μὲν ἐπ᾽ οὐδοῦ
τέσσαρες, οἱ δ᾽ ἔντοσθε δόμων πολέες τε καὶ ἐσθλοί.
205 τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ ἀγχίμολον θυγάτηρ Διὸς ἦλθεν Ἀθήνη,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.
τὴν δ᾽ Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ μῦθον ἔειπε·
«Μέντορ, ἄμυνον ἀρήν, μνῆσαι δ᾽ ἐτάροιο φίλοιο,
ὅς σ᾽ ἀγαθὰ ῥέζεσκον· ὁμηλικίη δέ μοί ἐσσι.»
210 Ὣς φάτ᾽, ὀϊόμενος λαοσσόον ἔμμεν᾽ Ἀθήνην.
μνηστῆρες δ᾽ ἑτέρωθεν ὁμόκλεον ἐν μεγάροισι.
πρῶτος τήν γ᾽ ἐνένιπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος·
«Μέντορ, μή σ᾽ ἔπεσσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδυσσεὺς
μνηστήρεσσι μάχεσθαι, ἀμυνέμεναι δέ οἱ αὐτῷ.
215 ὧδε γὰρ ἡμέτερόν γε νόον τελέεσθαι ὀΐω·
ὁππότε κεν τούτους κτέωμεν, πατέρ᾽ ἠδὲ καὶ υἱόν,
ἐν δὲ σὺ τοῖσιν ἔπειτα πεφήσεαι, οἷα μενοινᾷς
ἔρδειν ἐν μεγάροις· σῷ δ᾽ αὐτοῦ κράατι τίσεις.
αὐτὰρ ἐπὴν ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ,
220 κτήμαθ᾽ ὁπόσσα τοί ἐστι, τά τ᾽ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρηφι,
τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν· οὐδέ τοι υἷας
ζώειν ἐν μεγάροισιν ἐάσομεν, οὐδὲ θύγατρας
οὐδ᾽ ἄλοχον κεδνὴν Ἰθάκης κατὰ ἄστυ πολεύειν.»
Ὣς φάτ᾽, Ἀθηναίη δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον,
225 νείκεσσεν δ᾽ Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν·
«οὐκέτι σοί γ᾽, Ὀδυσεῦ, μένος ἔμπεδον οὐδέ τις ἀλκή,
οἵη ὅτ᾽ ἀμφ᾽ Ἑλένῃ λευκωλένῳ εὐπατερείῃ
εἰνάετες Τρώεσσιν ἐμάρναο νωλεμὲς αἰεί,
πολλοὺς δ᾽ ἄνδρας ἔπεφνες ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι,
230 σῇ δ᾽ ἥλω βουλῇ Πριάμου πόλις εὐρυάγυια.
πῶς δὴ νῦν, ὅτε σόν γε δόμον καὶ κτήμαθ᾽ ἱκάνεις,
ἄντα μνηστήρων ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι;
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο, πέπον, παρ᾽ ἔμ᾽ ἵσταο καὶ ἴδε ἔργον,
ὄφρα ἰδῇς οἷός τοι ἐν ἀνδράσι δυσμενέεσσι
235 Μέντωρ Ἀλκιμίδης εὐεργεσίας ἀποτίνειν.»
Ἦ ῥα, καὶ οὔ πω πάγχυ δίδου ἑτεραλκέα νίκην,
ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἄρα σθένεός τε καὶ ἀλκῆς πειρήτιζεν
ἠμὲν Ὀδυσσῆος ἠδ᾽ υἱοῦ κυδαλίμοιο.
αὐτὴ δ᾽ αἰθαλόεντος ἀνὰ μεγάροιο μέλαθρον
240 ἕζετ᾽ ἀναΐξασα, χελιδόνι εἰκέλη ἄντην.

***
Αυτά τους είπε, τον άκουσαν αυτοί κι υπάκουσαν.
Όρμησαν προς την κάμαρη, μέσα τον πετυχαίνουν, δίχως ο ίδιος να το πάρει
180 είδηση. Έψαχνε ακόμη εκεί στο βάθος κι άλλες αρματωσιές,
οπότε εκείνοι τον περίμεναν, στημένοι κι από τις δυο μεριές του παραστάτη.
Και μόλις ο Μελάνθιος, ο γιδολάτης, πάτησε το κατώφλι,
κρατώντας στο ένα χέρι του φανταχτερή κι ωραία περικεφαλαία,
και στο άλλο ένα σκουτάρι, γέρικο και φαρδύ, στη σκόνη μπουκωμένο —
κάποτε το φορούσε νιος ο αντρείος Λαέρτης, μα τώρα
είχαν ξηλώσει στα λουριά οι ραφές.
Οπότε ορμούν οι δυο τους και τον πιάνουν, απ᾽ τα μαλλιά τον τράβηξαν,
κατάχαμα τον έριξαν, κι αυτός να βράζει απ᾽ το κακό του.
Μετά σφιχτά του δένουν, δέσιμο που πονούσε, χέρια και πόδια,
190 και του τα στρίβουν πίσω για καλά, καθώς το πρόσταξε
βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, γιος του Λαέρτη.
Τέλος, με μια πλεχτή τριχιά τον περιζώνουν και,
την άλλην άκρη του σχοινιού τραβώντας, τον ανεβάζουν στην ψηλή κολόνα,
να φτάσει ως τα δοκάρια.
Και πάνω εκεί, καλέ μου Εύμαιε χοιροβοσκέ, χλευάζοντας του φώναξες:
«Τώρα, Μελάνθιε, περίφημα θα την περάσεις όλη σου τη νύχτα,
σε στρώμα πλαγιασμένος μαλακό και καταπώς σου πρέπει·
κι όταν με το ξημέρωμα απ᾽ τις ροές του Ωκεανού φτάσει χρυσόθρονη η Αυγή,
δεν πρόκειται να σε ξεχάσει, την ώρα που πηγαίνεις κάθε μέρα
τις γίδες στους μνηστήρες, να τρων και να χορταίνουν στο παλάτι.»
200 Έμεινε αυτός εκεί, φριχτά δεμένος, κρεμασμένος,
ενώ οι δυο τους οπλισμένοι έκλεισαν τα γυαλιστερά θυρόφυλλα
και προχωρούν στον Οδυσσέα, δολοπλόκο αγωνιστή.
Στημένοι αντίκρυ απάνω στο κατώφλι οι τέσσερις,
από το μένος του πολέμου φλογισμένοι, κι απέναντί τους οι πολλοί μνηστήρες,
μέσα στην αίθουσα αυτοί κι αντρειωμένοι.
Τότε φτάνει κοντά τους η θεά Αθηνά, του Δία η θυγατέρα,
με τη μορφή και τη φωνή του Μέντορα.
Την είδε κι ένιωσε χαρά ο Οδυσσέας μέσα του, μετά της μίλησε:
«Μέντωρ, σ᾽ αυτόν τον κίνδυνο πάρε το μέρος μου, τον ακριβό θυμήσου φίλο σου,
που τόσα έκαμα καλά για σένα — είμαστε εξάλλου συνομήλικοι.»
210 Μιλώντας τό φαντάστηκε πως ήταν μπρος του η Αθηνά, της μάχης σύμμαχος.
Αλλά απ᾽ αντίκρυ φώναζαν μέσα στην αίθουσα όλοι οι μνηστήρες·
πρώτος ο Αγέλαος, του Δαμαστόρου ο γιος, τον αποπήρε φοβερίζοντας:
«Μέντωρ, τον νου σου μη σε παρασύρει ο Οδυσσέας με τα λόγια του
να συνταχθείς μαζί του, τους μνηστήρες πολεμώντας.
Γιατί να ξέρεις την απόφασή μας, που δεν θα μείνει ατέλεστη:
μόλις τους δυο, γιο και πατέρα, τους σκοτώσουμε, θα ᾽ρθει η σειρά σου
να πεθάνεις, κι αυτά που σκέφτεσαι να κάνεις μέσα εδώ
με το κεφάλι σου θα τα πληρώσεις.
Κι όταν χαλάσουμε με τον χαλκό τη δύναμή σας,
220 όλο το βιός σου, ό,τι μέσα στο σπίτι σου κατέχεις κι απέξω στους αγρούς,
με του Οδυσσέα τα αγαθά θα παν μαζί· και βέβαια δεν πρόκειται ν᾽ αφήσουμε
τους γιους σου ζωντανούς στο σπιτικό σου, μήτε τις κόρες
και την τιμημένη σου γυναίκα να σεργιανούν στους δρόμους της Ιθάκης.»
Έτσι της μίλησε, κι η Αθηνά χολώθηκε μέσα της κι άλλο·
στον Οδυσσέα όμως τον θυμό της γύρισε και τον τσινούσε:
«Στάλα, Οδυσσέα, πια δεν σου ᾽μεινε απ᾽ την παλιά σου ορμή και την αλκή σου;
Σαν τότε που για χάρη της λευκώλενης Ελένης, φύτρας ευγενικής,
χρόνους εννιά, δίχως αναπαμό, τους Τρώες πολεμώντας σ᾽ άγρια μάχη
σκότωνες πολλούς πολεμιστές, ώσπου με τη δική σου έξυπνη βουλή
230 αλώθηκε το κάστρο του Πριάμου, έπεσε η πόλη τους με τους μεγάλους δρόμους.
Τώρα λοιπόν γιατί και πώς, φτασμένος πια στο σπίτι και στα πλούτη σου,
μπρος στους μνηστήρες κλαψουρίζεις, σάμπως να σου έλειψε η αλκή;
Έλα, καλέ μου, πλάι μου στάσου, κατόρθωμα να δεις,
να μάθεις πως ο Μέντορας, του Αλκίμου ο γιος, ξέρει
να ξεπληρώνει το καλό που του έκαναν, και στους εχθρούς μπροστά.»
Έτσι μιλώντας, δεν του χάριζε ολότελα τη νίκη ακόμη·
μόνο δοκίμαζε πάλι και πάλι το σθένος τους και την αλκή,
του Οδυσσέα και του φημισμένου γιου του.
Στο μεταξύ πετά ψηλά, στο μαυρισμένο απ᾽ τον καπνό δοκάρι
της στέγης του μεγάρου κάθησε, κι έμεινε εκεί,
240 με χελιδόνι μοιάζοντας, να βλέπει.

Έρωτας, αγάπη, πόθος: Πότε; Πώς; Με ποιον;

Σε κοιτάζω επίμονα, με προσοχή, εμφατικά, επιστρατεύω εκείνο το ειδικό βλέμμα μου με τις χίλιες σημασίες, και σου λέω πολύ σοβαρά:

«Σ’ αγαπώ», υπονοώντας εν δυνάμει τα πάντα: σε ποθώ, σε έχω ερωτευτεί, σ’ αγαπώ, θέλω να σε παντρευτώ, έλα να διαλύσουμε μαζί το κρεβάτι, έλα να κατασπαραχτούμε αλλά μετά μη μ’ ενοχλείς και πολύ – εννοώντας κι οτιδήποτε άλλο μπορεί να χωρά μέσα στο κουτάκι του «σ’ αγαπώ».

Ή, λέμε μεταξύ μας κι άλλα πολλά, πάρα πολλά: «σε θέλω», «μου αρέσεις», «σ’ έχω ερωτευτεί πάρα πολύ», «τρελαίνομαι για σένα, λιώνω», «μόνο εσένα σκέφτομαι», «είσαι ό,τι πιο πολύτιμο έχω στη ζωή μου», «δεν ξέρω τι έχω πάθει μαζί σου».

Στην καθημερινότητα, μαζί με το βασιλικής ισχύος «σ’ αγαπώ» (που κατάντησε να χωρά πλέον τα πάντα και παντού), κυκλοφορούν αμέτρητες ανάλογες εκφράσεις που παλεύουν κάπως να περικλείσουν ό,τι συμβαίνει στις σχέσεις και τις συναντήσεις μας.

Η ανακολουθία λέξεων, νοημάτων και αισθημάτων

Προσπαθούμε λοιπόν ποικιλοτρόπως να εκφράσουμε στον άλλον όσα νιώθουμε και χρειαζόμαστε αλλά, εδώ ακριβώς, είναι που ανακύπτει ένα σοβαρό ζήτημα, διότι θεωρούμε δεδομένο:

(α) ότι αντιλαμβανόμαστε πλήρως και εκφράζουμε με ακρίβεια όσα νιώθουμε,
(β) ότι ο άλλος καταλαβαίνει ακριβώς ό,τι εννοούμε.

Στην πραγματικότητα, όχι μόνο το σχεσιακό μας λεξιλόγιο είναι πάμφτωχο, αλλά και η δική μας επίγνωση του τι βιώνουμε και του τι σημαίνουν αυτά που λέμε για να εκφράσουμε όσα βιώνουμε, είναι ακόμα πιο φτωχή.

Επίσης, η σχεσιακή μας παιδεία και οι έτοιμες αξίες με τις οποίες κινείται, παραβλέπουν τις λεπτές αποχρώσεις των πολύμορφων αναγκών μας για τον άλλον και παρεμποδίζουν την επίγνωση της αδιανόητα λεπτόπλοκης ροής των αισθημάτων μας.

Έτσι, μέχρι σήμερα που ο πλανήτης μας μάλλον εξακολουθεί να γυρίζει κι εμείς εξακολουθούμε να συναντιόμαστε με άπειρους τρόπους, οι ανάγκες μας για έρωτα, αγάπη και σεξ γίνονται καθημερινά κουβάρι.

Τρεις αυτόνομοι αστερισμοί αναγκών

Η δική μου πρόταση, είναι να δούμε αυτές τις ανάγκες μας να συνιστούν τρεις μεγάλους, αυτόνομους και μόνο εν μέρει σχετιζόμενους αστερισμούς μερικότερων αναγκών.

Σ’ αυτήν την πρόταση στηρίζεται και ολόκληρη η προσέγγιση μου για τον έρωτα, στο βιβλίο μου «Στις Σκιές του έρωτα - τα μάτια που με κοίταξαν» - με ειδική αφιέρωση: «για τους αιρετικούς της αγάπης»...

Καθένας από αυτούς τους αστερισμούς διαθέτει το χαρακτηριστικό χρώμα της δικής του ξεχωριστής ταυτότητας. Το δε χρώμα αυτό καθορίζεται από μία ή περισσότερες έντονα κυρίαρχες επί μέρους ανάγκες, οι οποίες επιδρούν καθοριστικά στις υπόλοιπες που συνθέτουν τον συγκεκριμένο αστερισμό.

Μιλώντας δηλαδή για την ευρύτερη ανάγκη αγάπης, έρωτα και σεξουαλικού πόθου, εννοούμε τρεις μεγάλες ομάδες επί μέρους αναγκών, οι οποίες αποκτούν την ταυτότητά τους ως εξής:

* Στην «αγάπη» μεταξύ συντρόφων, το χρώμα δίνουν οι ανάγκες για ψυχική εγγύτητα, συμπόρευση, επίγνωση αλλά και αποδοχή της αναπόφευκτης διαφορετικότητάς μας.

* Στον «έρωτα», αντιθέτως, κυρίαρχη είναι η ανάγκη μας να ξεχάσουμε τη διαφορετικότητά μας, να υπερβούμε τα όρια του προσωπικού μας σύμπαντος, να χάσουμε την ατομικότητά μας βουτώντας στο ομοιογενές σύνολο που συνεπάγεται η απόλυτη, ιδανική ένωση με τον Άλλον.

* Στη «σεξουαλικότητά» μας, κυρίαρχη είναι η ανάγκη μας να κατέβουμε στις χθόνιες ρίζες μας, να χαρούμε το άρωμα, τον ιδρώτα, το σμήγμα, τις εκκρίσεις των ζωντανών, παλλόμενων σωμάτων.

Έτσι, αυτές οι τρεις μεγάλες ομάδες αναγκών, αν και σαφώς συναντιούνται και τέμνονται μερικώς, αντιπροσωπεύουν εν πολλοίς αυτόνομες στον πυρήνα τους εκδηλώσεις της ύπαρξής μας.
Με κανέναν όμως τρόπο δεν είναι τρεις παραλλαγμένες εκφράσεις ενός μόνο φαινομένου της ψυχικής μας ζωής. Παραμένουν σε όλη μας τη ζωή ανεξάρτητοι (και συχνότατα συγκρουόμενοι) κόσμοι προσωπικών σημασιών, με τον καθένα τους να διαθέτει τη δική του ζωική ενέργεια.

Γνωρίσματα, μύθοι και σχέσεις των αναγκών αγάπης, έρωτα, σεξουαλικότητας

(1) Αυτές οι ανάγκες είναι σχετικά ασύμβατες μεταξύ τους – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συναντιούνται σε πολλά σημεία. Εννοώ ότι, για παράδειγμα, ο έρωτας προϋποθέτει την ομοιότητα, ενώ η αγάπη τη διαφορά (κάτι σαν το νερό με το λάδι).

Επιπλέον, η σεξουαλικότητα μπορεί να συνοδεύει τόσο την αγάπη όσο και τον έρωτα, αλλά όχι απαραίτητα και όχι κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο. Είναι μύθος ότι το σεξ πρέπει απαραιτήτως να «κολλάει» πάντα με την αγάπη ή τον έρωτα.

(2) Η αγάπη, ο έρωτας και η σεξουαλικότητα δεν υποκαθίστανται μεταξύ τους ή δεν είναι, ούτε μπορούν να γίνουν ποτέ, συγκοινωνούντα δοχεία.

Αν και οι ανάγκες αυτές συνδέονται σαφώς στο πλαίσιο ολόκληρης της ύπαρξής μας, δεν μπορεί να υπερτονιστεί η μία ανάγκη, ώστε να ικανοποιηθούν από το περίσσευμα και οι άλλες (όσο και να φάμε, δεν ξεδιψούμε).

Η ιδέα ότι ικανοποιώντας μία από τις τρεις ανάγκες ησυχάζουν και οι άλλες δύο, είναι ένας ακόμη κλασικός μύθος περί σχέσεων.

(3) Καμία από τις τρεις αυτές ανάγκες μας δεν είναι «ομπρέλα» για τις άλλες.

Δηλαδή, δεν τίθεται κανένα απολύτως ζήτημα κάθετης ιεραρχικής αξιολόγησης των τριών αυτών αναγκών, από τη σπουδαιότερη προς τη λιγότερο σπουδαία.

Ακριβώς επειδή διαφέρουν, δεν συγκρίνονται μεταξύ τους. Είναι μύθος ότι υπάρχει μια κάθετη γραμμή που τις συνδέει ιεραρχικά, με την αγάπη στην κορυφή, όπως συνήθως λέγεται ότι συμβαίνει.

(4) Οι τρεις αυτές ανάγκες αλλάζουν με τον χρόνο. Σε ένα σύμπαν αέναων μεταμορφώσεων, δεν παραμένουμε ίδιοι ούτε εμείς ούτε οι ανάγκες ούτε οι σχέσεις μας.

Είναι μύθος ότι, όταν μια σχέση αλλάζει, είναι προβληματική και ότι κριτήριο μιας καλής σχέσης είναι το να μη μεταβάλλεται και να μην περιλαμβάνει κραδασμούς.

Επίσης, σχετικός μύθος είναι ότι μια σχέση που διακόπτεται είναι «κρίμα» ή ότι «απέτυχε».

(5) Όποια από τις τρεις αυτές ανάγκες και αν κυριαρχεί στον τρόπο που σχετιζόμαστε κάθε φορά, ποτέ δεν μπορούμε να δούμε αντικειμενικά τι συμβαίνει στη σχέση μας, ούτε να γνωρίσουμε πλήρως τον άλλον.

Είναι μύθος ότι γνωρίζουμε απολύτως και αντικειμενικά αυτά που συμβαίνουν μεταξύ μας ή ότι ξέρουμε απ’ έξω κι ανακατωτά τον άλλον στην όποια σχέση μας.

(6) Οι τρόποι με τους οποίους ερωτευόμαστε, αγαπούμε, ποθούμε, αντικατοπτρίζουν το πώς διαχειριζόμαστε κάποια πάρα πολύ βαθιά και κοινά γνωρίσματα που έχουμε όλοι μας: τα λεγόμενα και κοινά μας «υπαρξιακά δεδομένα».

Εννοώ τη μοναξιά λόγω της μοναδικότητάς μας, την κάθε λογής απώλεια και θάνατο, τη ματαιότητα, την ευθύνη των επιλογών μας σε έναν κόσμο στον οποίο δεν ελέγχουμε το παραμικρό από τα φυσικά γεγονότα του και ο οποίος μοιάζει να αδιαφορεί παντελώς για εμάς.

Οπότε, αναγκαστικά, στο σκηνικό των διαδρομών μας με τον άλλον, συμμετέχουν πάντοτε και καθοριστικά αυτά τα κοινά μας τρομαχτικά υπαρξιακά γνωρίσματα, ανεξάρτητα από το αν καλύπτονται από τα φώτα και τις μουσικές της καταναλωτικής, τάχα χαρούμενης ζωής μας.

Θεωρώ ότι θα έπρεπε να είναι μύθος η ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι σχετιζόμαστε για να ξεχνούμε όλα τα παραπάνω.

(7) Δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε ταυτοχρόνως και τις τρεις αυτές ανάγκες στον ίδιο βαθμό.
Δεν υπάρχει μαγικό κουμπάκι για κάτι τέτοιο, και το ραβδάκι του Χάρι Πότερ είναι πολύ μικρό.

Δεν υπάρχει ιδανικός Άλλος που θα καλύπτει πάντα και απολύτως τις τρεις αυτές ανάγκες μας, ακριβώς γιατί διαφέρουν και είναι συχνότατα συγκρουόμενες, παρότι συνδυάζονται με πολλούς τρόπους.

Από τους μεγαλύτερους σημερινούς μύθους είναι η τέλεια, ιδανική σχέση, με τον ιδανικό σύντροφο, εραστή, φίλο και συνεταίρο στη ζωή, ο οποίος μας παρέχει αδιαλείπτως συντροφικότητα, στήριξη, έρωτα και συγκλονιστικό σεξ.

(8) Τέλος, οποιαδήποτε από αυτές τις ανάγκες κι αν επιλέξουμε ως κυρίαρχη σε μια φάση της ζωής μας, πάντα, κυριολεκτικά πάντα, κάτι χάνουμε από τις άλλες δύο.

Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να ζητούμε από τον εραστή που μας ξετρελαίνει ή από αυτόν που έχουμε παθιασμένα ερωτευτεί, να μας αγαπά όπως ένας σύντροφος-συνοδοιπόρος σε μια σχέση που χαρακτηρίζεται από εγγύτητα, διάρκεια και δέσμευση του ενός συντρόφου απέναντι στον άλλο – και το αντίστροφο.

Το δια ταύτα αυτής της πρότασης για τον έρωτα, την αγάπη, τον σεξουαλικό πόθο

Εμείς οι άνθρωποι επιζητούμε αδιαλείπτως, εκ κατασκευής (και όχι μεταφυσικά), να συναντιόμαστε ποικιλοτρόπως, να σμίγουμε, να αγκαλιαζόμαστε ή να αποχαιρετιόμαστε, χωρίς σταματημό.

Και η αέναη κίνησή μας προς και από τον άλλον δεν μπορεί παρά να εκδηλώνεται, καλώς ή κακώς, με αμέτρητους τρόπους: απαιτητικά, ικετευτικά, με απαστράπτουσα λαχτάρα, μέσω του σώματος ή και του πνεύματος, τρυφερά ή κυνικά, με ευθύτητα ή με υπεκφυγές, αξιοπρεπώς ή αναξιοπρεπώς.

Ας φροντίζουμε τουλάχιστον να έχουμε επίγνωση των εκάστοτε αναγκών που ορίζουν αυτήν την κίνηση.

Ώστε να μη βασανιζόμαστε πάρα πολύ εμείς οι ίδιοι, εγκλωβιζόμενοι στα επαναλαμβανόμενα αδιεξοδικά μας σενάρια, όπου ο έρωτας, η αγάπη και ο σεξουαλικός πόθος ρίχνονται απερίσκεπτα στο μίξερ.

Ώστε να βασανίζουμε κάπως λιγότερο τους άλλους που συναντούμε, και να αυξάνουμε τις πιθανότητες να κάνουμε κάτι όμορφο μαζί τους - όσο και αν διαρκέσει, όποιο και να είναι αυτό.
--------------------------
* Όμως, όσο κι αν ζυμώνουμε την αυταπάτη, δεν υπάρχει σωτηρία μέσω κάποιου Άλλου, υπαρκτού/απτού ή φανταστικού/άυλου. Υπάρχει μόνο η προσπάθεια να βάζουμε πλάι-πλάι τις διαδρομές μας - κι αυτό είναι ήδη σπουδαίο και πανέμορφο. Σε τελευταία ανάλυση, υπάρχει μόνο η “διαδρομή”, παρέα με κάποιον συνοδοιπόρο, υπαρκτό ή φανταστικό. Αν είναι απτός, τόσο το καλύτερο.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Η εύνοια μοιάζει με φιλία αλλά δεν είναι

Η εύνοια ναι μεν μοιάζει με φιλία, δεν είναι όμως φιλία· διότι εύνοια γίνεται και προς άγνωστα πρόσωπα και χωρίς να το γνωρίζουν, φιλία όμως όχι — αυτά έχουν ειπωθεί και πρωτύτερα.

Αλλά ούτε αγάπη είναι, καθώς δεν έχει ένταση ούτε επιθυμία, στοιχεία που υπάρχουν στην αγάπη. Εξάλλου η αγάπη προϋποθέτει οικειότητα, ενώ εύνοια γίνεται και ξαφνικά, όπως συμβαίνει και με τους αθλητές· αφού γινόμαστε ευνοϊκοί προς αυτούς και θέλουμε ό,τι και εκείνοι, όχι όμως ότι θα τους βοηθούσαμε σε κάτι, διότι, καθώς είπαμε, ξαφνικά γινόμαστε ευνοϊκοί και επιφανειακά αγαπάμε.

Φαίνεται λοιπόν πως είναι αρχή φιλίας, όπως και στον έρωτα αρχή είναι η τέρψη που λαμβάνει κανείς στη θέα του αγαπημένου προσώπου· αφού κανείς δεν ερωτεύεται, αν πρώτα δεν λάβει χαρά από την εικόνα του, ενώ αυτό, δηλαδή η χαρά μπροστά στη θέα του προσώπου, δεν αρκεί για να πει κανείς πως είναι ερωτευμένος, αλλά είναι ερωτευμένος όταν και ποθεί στην απουσία του και επιθυμεί την παρουσία του. Έτσι λοιπόν και δεν είναι δυνατόν να είναι κανείς φίλος δίχως να έχει ευνοϊκή διάθεση, όμως όσοι έχουν, δεν σημαίνει ότι και αγαπούν· αφού θέλουν μόνο τα καλά πράγματα για εκείνους που αισθάνονται έτσι, αλλά όχι ότι θα τους βοηθούσαν, ούτε θα έμπαιναν σε κόπο για χατίρι τους.

Γι’ αυτό και θα μπορούσε κανείς, μιλώντας μεταφορικά, να πει πως είναι μια ανενεργή φιλία, που, όταν χρονίσει και αποκτήσει οικειότητα, γίνεται φιλία, όχι όμως εκείνο το είδος της φιλίας που χαρακτηρίζεται από το όφελος ούτε εκείνο που χαρακτηρίζεται από την ευχαρίστηση· αφού τέτοιου είδους φιλίες δεν προκαλούν εύνοια. Γιατί αυτός που ευεργετήθηκε προσφέρει την εύνοιά του σε αντάλλαγμα για όσα του συνέβησαν, πράττοντας έτσι το σωστό, ενώ εκείνος που θέλει να προκόψει κάποιος ελπίζοντας ότι μέσω εκείνου θα βρεθεί σε καλή κατάσταση, δεν φαίνεται ευνοϊκός προς εκείνον, αλλά μάλλον προς τον εαυτό του, καθώς ούτε φίλος είναι, αν τον φροντίζει για κάποιο όφελος.

Γενικώς, η εύνοια γίνεται για κάποια αρετή και καλοσύνη, όταν φανεί κανείς σε κάποιον καλός ή ανδρείος ή κάτι τι παρόμοιο, όπως ακριβώς είπαμε και για τους αθλητές.

Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια (1166b.30 έως 1167a.21)

Θουκυδίδης: Διότι τότε ο κάθε πολίτης, εντασσόμενος στο σύνολο του λαού, υπερτιμά αλόγιστα τις δυνάμεις του

Οι άνθρωποι αψηφούν τον κίνδυνο της τιμωρίας βασιζόμενοι στην ελπίδα. Ποτέ κανείς δεν διακινδύνευσε χωρίς την ενδόμυχη πίστη πως θα γλιτώσει την τιμωρία.

Πολλοί παράγοντες εξωθούν τους ανθρώπους σε πράξεις άνομες· σ’ άλλους η ανέχεια προσδίδει την τόλμη της απελπισίας, άλλους η εξουσία τους κάνει αλαζονικούς και πλεονέκτες, άλλοι κυριαρχούνται από πάθη αγιάτρευτα απόρροια των συνθηκών της ζωής τους. 

Η επιθυμία κι η ελπίδα είναι πανταχού παρούσες· η πρώτη σχεδιάζει και η δεύτερη προσβλέπει στην εύνοια της τύχης· και οι δύο μαζί προξενούν μεγάλο κακό στους ανθρώπους, χειρότερο απ’ ότι φαίνεται επειδή είναι αθέατα δεινά. Αλλά κι η τύχη εξωθεί εξίσου σε ανομήματα, καθώς υπάρχουν φορές που εκδηλώνεται απροσδόκητα και ωθεί τους ανθρώπους να διακινδυνεύσουν με μέσα λιγότερα από τα απαιτούμενα. 

Τούτο παρατηρείται κυρίως στα κράτη, προκειμένου για τα ύψιστα θέματα της ελευθερίας ή της κυριαρχίας -διότι τότε ο κάθε πολίτης, εντασσόμενος στο σύνολο του λαού, υπερτιμά αλόγιστα τις δυνάμεις του. Γενικά, είναι πολύ μωρός όποιος φαντάζεται ότι με το φάσμα του νόμου ή με οποιοδήποτε άλλο φόβητρο μπορεί να αποτραπεί μια πράξη, που αναβλύζει ασυγκράτητη απ’ την ίδια τη φύση του ανθρώπου. (Γ, 45)

Γιατί αξίζει να βιώνουμε τις συγκρούσεις και η δύναμη που κρύβει η επίλυσή τους

Η σύγκρουση συνιστά ένα αναπόσπαστο και φυσιολογικό κομμάτι της ζωής μας. Αναπόφευκτα διαφωνούμε με άλλους αναφορικά με τις αξίες, τις πεποιθήσεις, τη συμπεριφορά μας και με πολλά άλλα.

Θα πω ότι χρειάζεται να εστιάσουμε και στις συγκρούσεις εντός της οικογένειας και των σχέσεών μας. Ξεκινώντας από το κοντινό μας πλαίσιο, στη συνέχεια μπορούμε να κινηθούμε προς το ευρύτερο. Από την κλινική μου εμπειρία, οι σχέσεις ισχυροποιούνται, δυναμώνουν μέσω της επίλυσης μιας σύγκρουσης.

Αλλά η επίλυση χρειάζεται εξάσκηση. Απαιτεί το χτίσιμο διαπροσωπικών δεξιοτήτων, απαραιτήτων σε μια τρυφερή σχέση στο σπίτι, στη φιλία και στην κοινότητα. Η διαδικασία της επίλυσης μιας σύγκρουσης επίσης χτίζει και τη δική μας ανθεκτικότητα. Στις οικογένειες, υπάρχουν δύο καταστάσεις που με ανησυχούν κλινικά:

1. Οι οικογένειες που ποτέ δεν καυγαδίζουν, που δεν υπάρχει ούτε εμφανής μα ούτε και κρυμμένη σύγκρουση.

2. Οικογένειες στις οποίες η σύγκρουση είναι ολοφάνερη, συχνά βίαιη, ακόμη και τραυματική.

Το κοινό ανάμεσα σε αυτές τις δύο καταστάσεις είναι η έλλειψη επίλυσης της σύγκρουσης. Στη μία κατάσταση, η σύγκρουση κρύβεται ή απωθείται. Στην άλλη, ο έντονος θυμός, η σκληρότητα και η αυστηρότητα δεν επιτρέπουν τον στοχασμό και τη γαλήνη. Και στις δύο περιπτώσεις, η σύγκρουση κατατρώει τον δεσμό και επιβαρύνει τόσο τις ίδιες τις σχέσεις, όσο και την προσωπική αίσθηση ασφάλειας, αποδοχής και αυτοεκτίμησης.

Ένα είναι βέβαιο: όλοι θα έρθουμε σε σύγκρουση κάποιες φορές – είναι θεμελιώδες στοιχείο των ανθρώπινων σχέσεων. Όμως, όταν καθιστούμε τη σύγκρουση αυτή ορατή, όταν παίρνουμε την ευθύνη του ρόλου μας σε αυτή και όταν την επιλύουμε, ερχόμαστε πιο κοντά. Το δέσιμο και η αίσθηση του ανήκειν βελτιώνονται θεαματικά.

Ένας σύντομος οδηγός για την επίλυση των συγκρούσεων

Η επίλυση δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι συμφωνούμε. Μπορεί να συμφωνούμε ότι διαφωνούμε. Η επίλυση περιλαμβάνει:

– την εκτίμηση των διαφορών

– την αποδοχή

– την ανοχή

– την ικανότητα να αγαπάμε ο ένας τον άλλο παρά τις διαφωνίες.

Σε πολλές συγκρούσεις, είναι εμφανές το τι συμβαίνει – ίσως να αφορά έναν καυγά για κανόνες, για μια συμπεριφορά ή για διαφορετικές απόψεις. Εντούτοις, υπάρχουν και φορές που είναι δυσκολότερο να φτάσουμε στη ρίζα των προβλημάτων.

Όταν η σύγκρουση δεν είναι εμφανής, μπορούμε να δούμε την επίδρασή της μόνο στη συμπεριφορά ενός παιδιού ή ενός εφήβου. Για παράδειγμα, σε μια σύγκρουση ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, το παιδί θα επιδεικνύει θυμό, εναντιωματική συμπεριφορά ή σωματικά συμπτώματα, όπως κοιλιακό πόνο. Τα παιδιά λαμβάνουν ασυνείδητα τη διαμάχη και την ένταση αυτή. Ως εκ τούτου, είναι κρίσιμο να έχουμε υπόψη μας τα παρακάτω:

1. Κάνουμε ανοιχτές συζητήσεις και ακούμε όλες τις πλευρές με την ίδια προσοχή και βαρύτητα.

2. Προσέχουμε να μην είμαστε επικριτικοί. Καμία σύγκρουση δεν επιλύεται με ειρωνεία, σαρκασμό και κριτική.

3. Κάνουμε συχνές συζητήσεις και διατηρούμε υπό έλεγχο τα συναισθήματα. Καμία μεγάλη σύγκρουση δεν επιλύεται σε μια στιγμή.

4. Προετοιμαζόμαστε για το ενδεχόμενο να χρειαστεί να ζητήσουμε συγγνώμη. Η συγγνώμη δεν επιλύει τη σύγκρουση απαραιτήτως, αλλά είναι μέρος της βάσης που χρειαζόμαστε για αποδοχή, αντοχή και σύνδεση.

5. Αναγνωρίζουμε το πρόβλημα και φτιάχνουμε ένα πλάνο. Είναι ίσως το πιο δύσκολο, ειδικά αν πρόκειται για κρυμμένη σύγκρουση.

6. Αναλαμβάνουμε την ευθύνη για ό,τι μας αναλογεί χωρίς υπεκφυγές αλλά και χωρίς παράλογους συμβιβασμούς.

7. Η βία δεν πρέπει ποτέ και για κανένα λόγο να γίνεται ανεκτή σε μια σύγκρουση.

8. Οι επιπτώσεις και διόρθωση είναι ορισμένες φορές μέρος της λύσης. Ορισμένες φορές δηλαδή θα χρειαστεί προσπάθεια και από τις δύο πλευρές, ακόμη και χρόνια.

9. Το ζήτημα δεν είναι αν κερδίζει κανείς – μαθαίνουμε να ζούμε με τις διαφορές μας.

Δημήτρης Λιαντίνης: Τρύγησε την ημέρα… Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη

Πιο κάτω παρατίθεται απόσπασμα από διδασκαλία του Δημήτρη Λιαντίνη, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στη σημασία της απόλαυσης της ζωής.

“Η ζωή είναι προσφορά, η ζωή είναι απόλαυση, η ζωή είναι ευφροσύνη, ευλογία. Αλλά, σιγά-σιγά και καθώς περνούν τα χρόνια, να το έχουμε υπόψη μας αυτό το πράγμα, ότι σε ένα άλλο πλαίσιο είμαστε κι εμείς και θα έρθει μια μέρα που θα πεθάνουμε. Εκείνη η ώρα να μας βρει να έχουμε εξισωθεί με την αναγκαιότητα της σκληρής τιμής. Τότε κάπως αν δεν συμφιλιωθούμε, θα έρθουμε σε μια κατανόηση όμως. Να πεθάνουμε αξιοπρεπώς, που λέει ο Καβάφης, καταλάβατε;

Αυτό το πράγμα όμως είναι ένα αγώνισμα ολυμπιακό δια βίου. Είναι εκείνο που λέει ο Χρηστός, «μην κοιμηθείτε παρθένες θα σας πω μωρές». Μη κοιμηθείτε. Τι θα πει αυτό; Είναι φοβερή αυτή η εντολή, η παραβολή των 10 παρθένων, οι μωρές. Μιλάμε για υπαρκτικό ύπνο.

Σε παρέσυρε η ζωή και ξεχνάς ποια είναι η ουσία; Να σαι πάντα άγρυπνος, «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», λέει ο Σολωμός. Νά ’τοι οι στίχοι του Σολωμου που σας λέω ότι καθένας αξίζει για δεκα τόμους. Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα. Να τη ζω, να την ρουφάω, θα την χαίρομαι, όσο μπορώ πιο έντιμα, γιατί λάθη θα κάνουμε όλοι αγαπητοί μου φίλοι. Όσο μπορώ πιο έντιμα, πιο ηθικά, πιο ενάρετα, πιο όμορφα, υπάρχει ομορφιά μέσα στην ηθική.

Τρύγησε την ημέρα. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη, την κάθε μέρα. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη. Είναι εκείνο που ο Όμηρος μας το είπε με το παράδειγμα των βοδιών του Απόλλωνα.

Άντε να σας πω κι ένα Σεφέρη τώρα. Λέει: «Οι σύντροφοι στον Άδη». Ποιοι είναι οι σύντροφοι στον Άδη, καταδικασμένοι δηλαδή και στη ζωή και στο θάνατο. Σαν να μην ζήσανε. Ακούστε τι λέει ο Σεφέρης:

«αφού μας μέναν παξιμάδια,

τι κακοκεφαλιά να φάμε στην ακρογιαλιά του θεού (Ήλιου) τ´αργά γελάδια

που το καθένα κι ένα κάστρο για να το πολεμάς σαράντα χρόνους

να πας να γίνεις ήρωας κι άστρο.

Πεινάσαμε στης γης την πλάτη

σα φάγαμε καλά πέσαμε εδώ στα χαμηλά

ανίδεοι και χορτάτοι».

Τι σημαίνει εδώ «φάγανε τα γελάδια του ήλιου»; Τα γελάδια του ήλιου κατά μία έννοια είναι 365. Σημαίνει μην αφήσετε, μην σπαταλήσετε άδικα και ανόητα τις μέρες σας. Την κάθε μέρα να τη βλέπεις και να την καρπώνεσαι μέσα σε μέτρα, μην την αφήσεις και περνάει γιατί την έχασες. Και δεν θα ξανάρθει. Και φεύγει κι η άλλη, κι η άλλη κι η άλλη…

Τα σβήστα κεριά του Καβάφη. Και στο τέλος μια απέραντη σειρά από κεράκια σβηστά. Λοιπόν, αυτό είναι. Να την χαιρόμαστε τη ζωή, είναι οδηγία και ευλογία και νόημα και εντολή. Η πιο σπουδαία εντολή, ας πούμε ελληνική, ενός ελληνικού Δεκαλόγου. Να τη χαίρεσαι τη ζωή, μέσα σε μέτρα όμως. Χωρίς υπερβολές, χωρίς να φτάνεις στην ύβρη. Αυτό είναι το νόημα, που σημαίνει κατάφαση.

Λοιπόν, και όσο δεν έχουμε αυτή την αγρυπνία και αφήνουμε και περνάει η μέρα και περνάει και αύριο και αύριο και έχεις καιρό και έχεις καιρό, κάποτε θα πάθουμε εκείνο που έπαθε ο Θαλής (αυτός το έπαθε συνειδητά βέβαια). Ο Θαλής, πολύ μεγάλος, τρομακτικό πνευματικό μέγεθος στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, ο Θαλής ο Μιλήσιος. Του έλεγε λοιπόν η μάνα του, είχε αφιερωθεί εκεί στις έρευνες του, « Παντρέψου γιε μου». Της έλεγε έχω καιρό μάνα, ουκέτι καιρός, δεν ήρθε ακόμα η ώρα να παντρευτώ».«Παντρέψου γιε μου και παντρέψου, παντρέψου». Οπότε μια μέρα του λέει «Παντρέψου γιε μου!» και εκείνος λέει εκείνο το περίφημο «Ούπω καιρός», δεν είναι πια καιρός. Αυτό είναι το νόημα, να χαιρόμαστε τη ζωή, αλλά μέσα σε μέτρα. Δεν είναι όλα κοιλιά και στομάχι και μήτρα, με την χλωρίδα της, του ευλογημένου θηλυκού…

Οι τρεις αιτίες που κίνησαν την ιστορία λέει κι ο Ουγκώ είναι το μυαλό, η καρδιά (λέγοντας “η καρδιά” εδώ είναι και τα συναισθήματα) και η κοιλιά, κυρίως η κοιλιά του θηλικού, με την έννοια όχι του φαγητού αλλά της γενετήσιας βουλιμίας.

Λοιπόν, όταν είμαστε άγρυπνοι και χαιρόμαστε σωστά τη μέρα μας, θα πει χαίρομαι, είμαι άγρυπνος και ξέρω ποια είναι η πραγματική μου κατάσταση και περνάω και δεν πάνε χαμένες οι μέρες μου, σιγά-σιγά καθώς πλησιάζω στο τέλος, με βρίσκει σύμμετρο…”

Ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας (υστερική προσωπικότητα)

Τι είναι η ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας

Η ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας (Histrionic Personality Disorder, HPD) είναι ένας τύπος δυσλειτουργικής προσωπικότητας, που χαρακτηρίζεται από ένα μοτίβο δραματικής και υπερβολικής επίδειξης συναισθημάτων. Αναφέρεται και ως υστερική διαταραχή προσωπικότητας, δραματική προσωπικότητα ή υστερική προσωπικότητα. Δε θα πρέπει να ταυτίζεται με την υστερία, μια διαταραχή που εκδηλώνεται με νευρολογικά συμπτώματα.

Η ιστριονική διαταραχή ανήκει στην Β Ομάδα (Cluster B) των διαταραχών προσωπικότητας. Οι διαταραχές που κατηγοριοποιούνται σε αυτή την ομάδα χαρακτηρίζονται από δραματική, έντονα συναισθηματική ή ασταθή συμπεριφορά, παρορμητικότητα και όλες σχετίζονται με δυσκολίες στη διατήρηση διαπροσωπικών σχέσεων. Εκτός από την ιστριονική, σε αυτή την ομάδα ανήκουν και η οριακή, η αντικοινωνική και η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας.

Τα άτομα με ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας συχνά βλέπουν τον εαυτό τους ως ευαίσθητο και, προς τους άλλους, σε μία πρώτη γνωριμία, φαίνονται ζεστά και συναισθηματικά. Σύντομα, όμως, αυτό αλλάζει, καθώς μπορεί να γίνουν απαιτητικά και να φανούν επιπόλαια και ανειλικρινή. Διακατέχονται από εγωκεντρικότητα που τους εμποδίζει να συνάψουν και να διατηρήσουν σημαντικές συναισθηματικές σχέσεις. Ενώ μπορεί να φαίνονται ότι είναι άτομα δίχως ενσυναίσθηση, στην πραγματικότητα πρόκειται για άτομα με μειωμένη αυτεπίγνωση.

Χαρακτηριστικά στοιχεία ιστριονικής προσωπικότητας

Σύμφωνα με το DSM-5, για τη διάγνωση της ιστριονικής διαταραχής θα πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον 5 από τα παρακάτω κριτήρια:
  • Το άτομο νιώθει άβολα όταν δεν αποτελεί το επίκεντρο της προσοχής
  • Οι κοινωνικές συναναστροφές, συχνά, χαρακτηρίζονται από απρόσφορη, σαγηνευτική ή προκλητική συμπεριφορά
  • Εκδηλώσεις ευμετάβλητης και ρηχής έκφρασης συναισθημάτων
  • Χρήση της εξωτερικής εμφάνισης για την προσέλκυση της προσοχής των άλλων
  • Περίπλοκος και υπερβολικά εντυπωσιακός τρόπος ομιλίας με έλλειψη λεπτομερειών ή επιχειρηματολογίας
  • Αυτοδραματοποίηση, θεατρινισμός και υπερβολική έκφραση συναισθημάτων
  • Υποβολιμότητα, επηρεάζεται εύκολα από τους άλλους (και μόδες της εποχής) και γενικά από τις καταστάσεις
  • Θεωρεί τις διαπροσωπικές του σχέσεις πιο στενές απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα
  • Σε πολλές περιπτώσεις, τα άτομα με ιστριονική διαταραχή παρουσιάζουν αξιόλογες κοινωνικές δεξιότητες∙ Ωστόσο, τείνουν να χρησιμοποιούν αυτές τις δεξιότητες για να χειραγωγούν τους άλλους, με σκοπό να λάβουν φροντίδα και προσοχή.
Επιπλέον, πολλές φορές, φαίνονται να είναι σαγηνευτικά ή προκλητικά, όχι μόνο προς κάποιο πρόσωπο που τα ενδιαφέρει, αλλά και προς άλλους, σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών ή επαγγελματικών πλαισίων, με τρόπο που ενδέχεται να μην αρμόζει στις περιστάσεις. Η σεξουαλικοποίηση είναι ένας τρόπος λειτουργίας αμυντικός ως προς το άγχος απόρριψης.

Άλλοι μηχανισμοί άμυνας στην υστερική προσωπικότητα είναι η απώθηση και η παλινδρόμηση. Όταν είναι ανασφαλείς, φοβούνται την απόρριψη ή αντιμετωπίζουν μια πρόκληση που διεγείρει ασυνείδητο φόβο, μπορεί να παλινδρομήσουν σε παιδικόμορφη συμπεριφορά, στην προσπάθειά τους να αποκρούσουν δυνητικούς (ή φαντασιακούς) κακοποιητές.

Οι υστερικοί χαρακτήρες αισθάνονται αμήχανα ή δυσάρεστα όταν δεν αποτελούν το επίκεντρο της προσοχής και μπορεί να προσφύγουν σε δραματικές ή ανάρμοστες εκδηλώσεις, με σκοπό να προκαλέσουν την προσοχή των άλλων, για παράδειγμα, μπορεί να διηγηθούν φανταστικές ιστορίες ή να κάνουν σκηνή (APA, 2013).

Αν και τα άτομα με υστερική προσωπικότητα μπορεί να θεωρηθούν ελεγκτικά και χειριστικά, η υποκειμενική τους κατάσταση είναι ακριβώς το αντίθετο. Οι χειρισμοί που πραγματοποιούνται από άτομα με υστερική δομή είναι, σε έντονη αντίθεση με τους ελιγμούς των ψυχοπαθών ατόμων, δευτερεύοντες στην προσπάθειά τους για ασφάλεια και αποδοχή. Η χειραγώγηση των άλλων είναι η έκφραση προσπαθειών να επιτύχουν μια νησίδα ασφάλειας σε έναν τρομακτικό κόσμο, να σταθεροποιήσουν την αυτοεκτίμηση τους, να εκφράσουν ασυνείδητη εχθρότητα ή κάποιο συνδυασμό αυτών των κινήτρων.

Ο υστερικός χαρακτήρας μπορεί, ακόμη, να:
  • Έχει έντονη ανάγκη για διέγερση, καθώς βαριέται γρήγορα και ψάχνει συχνά για κάτι καινούριο (π.χ. στον επαγγελματικό ή τον διαπροσωπικό τομέα).
  • Τα πηγαίνει καλά σε επαγγέλματα που απαιτούν φαντασία και δημιουργικότητα, αλλά πιθανώς να δυσκολεύεται σε καθήκοντα που προϋποθέτουν τη χρήση λογικής και αναλυτικής σκέψης.
  • Δυσκολεύεται σε καταστάσεις που απαιτούν καθυστέρηση της ικανοποίησης (delayed gratification)∙ συχνά συμπεριφέρεται με στόχο την άμεση ικανοποίηση.
  • Εμπιστεύεται με υπερβολική άνεση, ειδικά άτομα σε θέση ισχύος, διότι πιστεύει ότι ενδεχομένως μπορούν να του λύσουν τα προβλήματά του «μαγικά».
  • Επενδύει υπερβολικό χρόνο, ενέργεια και χρήματα στην περιποίηση και τον ρουχισμό του, καθώς χρησιμοποιεί την εξωτερική του εμφάνιση ως ένα μέσο εντυπωσιασμού των άλλων.
  • Πρόσφατη έρευνα υποδεικνύει ότι τα άτομα αυτά είναι πιο ευάλωτα προς την εξαρτητική χρήση των social media (Akça et al., 2019).
Επιδημιολογία

Περίπου 9% του γενικού πληθυσμού έχει τουλάχιστον μία διαταραχή προσωπικότητας, ενώ είναι πιθανό για κάποια άτομα να έχουν περισσότερες από μία διαταραχές. Ο επιπολασμός της υστερικης διαταραχής, στο γενικό πληθυσμό, κυμαίνεται περίπου στο 2 με 3%.

Οι γυναίκες φαίνεται να έχουν τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με ιστριονική διαταραχή από τους άντρες. Ωστόσο, έρευνες υποδηλώνουν ότι οι γυναίκες, ενδεχομένως, υπερδιαγιγνώσκονται με την διαταραχή αυτή συγκριτικά με τους άνδρες, επειδή η ευθύτητα ως προς τη σεξουαλικότητα είναι λιγότερο κοινωνικά αποδεκτή για τις γυναίκες. Επιπρόσθετα, είναι λιγότερο πιθανό για τους άνδρες να αναφέρουν σχετικά συμπτώματα και έτσι μπορεί να υποδιαγνωστούν.

Η ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας τείνει να είναι εγω-συντονική, δηλαδή τα άτομα με αυτή τη διαταραχή, συνήθως, θεωρούν τη συμπεριφορά τους φυσιολογική και δυσκολεύονται να εντοπίσουν τυχόν προβλήματα που δημιουργούνται εξαιτίας των συμπτωμάτων τους. Η έλλειψη διορατικότητάς τους, λοιπόν, μπορεί να συμβάλλει στην υποδιάγνωση της διαταραχής μέχρι τα μοτίβα συμπεριφοράς τους να έχουν επηρεάσει σημαντικά τις σχέσεις, τη διαπροσωπική ευεξία και τον επαγγελματικό τους τομέα, μετέπειτα στη ζωή τους.

Ορισμένες φορές, η ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας φαίνεται να παρουσιάζει κοινά στοιχεία και με άλλες διαταραχές της προσωπικότητας (ναρκισσιστική, οριακή και εξαρτητική). Για τον λόγο αυτό, είναι σημαντικό να διεξαχθεί διαφορική διάγνωση από κάποιον επαγγελματία υγείας.

Αιτίες

Αν και δεν είναι γνωστό τι ακριβώς προκαλεί την εμφάνιση της ιστριονικής διαταραχής, φαίνεται να προέρχεται από σειρά διαφορετικών παραγόντων. Θεωρείται πως ο συνδυασμός γενετικών και περιβαλλοντικών (ή μαθημένων) επιρροών είναι η κύρια αιτία της διαταραχής.

Σύμφωνα με υποθέσεις, η ιστριονική διαταραχή μπορεί να αναπτυχθεί ως αποτέλεσμα παρελθοντικού τραύματος στην παιδική ηλικία. Τα παιδιά ενδεχομένως να αντέξουν μία τραυματική εμπειρία αντιμετωπίζοντας το περιβάλλον τους με τρόπους που τελικά οδηγούν στη διαταραχή. Δηλαδή, οι διαταραχές προσωπικότητας στην παιδική ηλικία, γενικότερα, μπορεί να προέρχονται από την προσαρμογή για την αντιμετώπιση μιας τραυματικής κατάστασης ή τραυματικού περιβάλλοντος.

Παράγοντες που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαταραχών προσωπικότητας περιλαμβάνουν:
  • Γονεϊκό στυλ ανατροφής (έλλειψη ορίων, υπερβολική επιείκεια, αντιφατικότητα, κ.λπ.)
  • Πρότυπα δραματικών ή ασταθών συμπεριφορών από τους γονείς
  • Οικογενειακό ιστορικό ψυχιατρικών διαταραχών, χρήσης ουσιών ή διαταραχών προσωπικότητας
  • Παιδικό τραύμα

Th. Adorno: μαζική δημοκρατία και συντριβή της ατομικότητας

Τέοντορ Αντόρνο: 1903-1969

MINIMA MORALIA

Πολιτικό σύστημα: Ο παραλογισμός και τα παράσιτά του

1. Στο έργο του Minima Moralia [=Μικρά Ηθικά], που έγραψε στο τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ο Αντόρνο συμπυκνώνει στοχασμούς του για την εποχή του και την εποχή μας με τη μορφή Αφορισμών. Το φιλοσοφικό πνεύμα των εν λόγω Αφορισμών απηχεί τη φθαρμένη ζωή, που ξεδιπλώνεται από το αδύναμο προς ριζοσπαστική δράση υποκείμενο, από την πανταχού παρούσα πολιτιστική βιομηχανία του καπιταλιστικού κόσμου, από μια ολοκληρωτικά δομημένη κοινωνία, από τις αυταπάτες της μαζικής δημοκρατίας, από τις ηθικολογικές θεωρίες ή ιδεολογίες των φαινομενικά διαφοροποιημένων πολιτικών στρατοπέδων.

2. Μέσα σε τούτη την κοινωνία, ο ατομικισμός έχει λεηλατήσει κάθε δυνατότητα ή διάθεση του ατόμου για κριτική αντιπαράθεση με τον παραλογισμό του συστήματος εξουσίας και για μια αληθινή απελευθέρωση της ύπαρξής του· η δυσαρμονία ανάμεσα στο επί μέρους, το ατομικό, και το καθολικό, το οικουμενικό, έχει παραλύσει κάθε είδους συμπαντική δραστηριότητα· ο απόλυτος φετιχισμός της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας απονεκρώνει, χωρίς την παραμικρή αντί-σταση, κάθε ζωντανό κύτταρο των ενεργών ακόμα μορφών ζωής. Δεσπόζουσα είναι σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δράσης η αρνητική ολότητα.

3. Πώς μπορεί να διαπεραστεί, έστω και κατ’ ελάχιστο, μια τέτοια ολότητα; Με τον αλληγορικό ερμηνευτικό λόγο. Εάν λάβουμε υπόψη πως την εποχή, που ο Αντόρνο έγραφε το συγκεκριμένο φιλοσοφικό κείμενο, η σκέψη του Μαρξ ‒ό,τι αυθεντικό περιείχε‒ είχε υπονομευθεί, κυρίως εκ των έσω, από έναν στείρο οικονομισμό και από τον πιο βάναυσο, γραφειοκρατικό και χυδαίο υλισμό, με ορισμένες εξαιρέσεις βέβαια τον Λούκατς και άλλους διανοητές, όπως ο Ε. Μπλοχ, τότε ο ως άνω αλληγορικός ερμηνευτικός λόγος αποτελούσε μια εφικτή δυνατότητα, για να αποτυπώσει ο φιλόσοφος τις τραυματικές εμπειρίες του ατόμου της μαζικής δημοκρατίας· και τούτο σε σχέση πάντα με την ως άνω αρνητική ολότητα. Μια εικόνα της συντριβής της ελεύθερης ατομικότητας από την ανεξέλεγκτη δράση της πολιτικής και κοινωνικής βαρβαρότητας μας δίνει ο τρίτος Στοχασμός-Αφορισμός από τα Minima Moralia που μεταφράζεται και σχολιάζεται κατά τμηματική υπο-ενότητα στη συνέχεια.

4. Minima Moralia 3: Ψάρι στο νερό

[Ι]. «–Αφότου ο εκτεταμένος μηχανισμός διανομής της πάρα πολύ συγκεντρωμένης βιομηχανίας έχει αντικαταστήσει τη σφαίρα της κυκλοφορίας, η τελευταία τούτη αρχίζει μια πολύ περίεργη μετα-ύπαρξη. Ενώ η οικονομική βάση για τα μεσιτικά επαγγέλματα εξαφανίζεται, η ιδιωτική ζωή αναρίθμητων ανθρώπων μεταποιείται σε εκείνη των πρακτόρων και των μεσιτών, η σφαίρα του ιδιωτικού μάλιστα καταβροχθίζεται εξ ολοκλήρου από μια αινιγματώδη πολυπραγμοσύνη, που φέρει όλα τα γνωρίσματα του εμπορικού είδους, χωρίς στην πραγματικότητα να υπάρχει κάποια εμπορική κατάσταση».

Σχόλιο: Η σφαίρα της κυκλοφορίας από καθαρά οικονομική σφαίρα γενικεύεται σε μια σφαίρα πολυπράγμονος δραστηριότητας, όπου κυριαρχούν οι μηχανισμοί των πρακτόρων, μεταπρατών και μεσιτών. Εδώ μέσα συνθλίβεται κάθε ίχνος ιδιωτικής, με την έννοια της ελεύθερης προσωπικής ζωής, καθώς η τελευταία μαζοποιείται και φετιχοποιείται σε εμπόρευμα. Τα πάντα εμπορευματοποιούνται και η προσωπικότητα της ανθρώπινης ατομικότητας μετατρέπεται σε υπηρετικό εργαλείο αυτής της εμπορευματικής δραστηριότητας του κοινωνικού Είναι.

[ΙΙ]. «Οι καταπτοημένοι, από τον άνεργο ως τη διασημότητα, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να επισύρει την οργή εκείνων, την επένδυση των οποίων αντιπροσωπεύει, πιστεύουν ότι μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της εκτελεστικής εξουσίας που φαντάζει ως πανταχού παρούσα μόνο με ευαισθησία, με ζήλο/αφοσίωση, με εκδούλευση, με πονηριές και κατεργαριές, δηλαδή με ιδιότητες των εμπόρων· και σε λίγο δεν θα υπάρχει καμιά σχέση πλέον, που δεν θα απέβλεπε σε σχέσεις, καμιά παρόρμηση που δεν θα βρισκόταν υπό την εξουσία προληπτικής λογοκρισίας, προκειμένου να μην παρεκκλίνει από το αποδεκτό/το αρεστό [στην εκτελεστική εξουσία]. Η έννοια των σχέσεων, μια κατηγορία της μεσίτευσης και της κυκλοφορίας, ποτέ δεν ευδοκίμησε στην πραγματική σφαίρα της κυκλοφορίας, στην αγορά, αλλά σε κλειστές ιεραρχίες μονοπωλιακού είδους».

Σχόλιο: Τα άτομα, με την αντίστοιχη κοινωνική τους μοίρα [=άνεργοι κ.λπ.] ή τον αντίστοιχο ρόλο [=διασημότητες] μεταποιούνται εύκολα σε φοβισμένες, κατατρομαγμένες υπάρξεις, και καθορίζονται από αδιόρατους και διεφθαρμένους μηχανισμούς, έτσι ώστε πρόθυμες πλέον να γίνουν βίδα και ρόδα αυτών των εξουσιαστικών μηχανισμών. Η διανθρώπινη σχέση τώρα έχει χάσει κάθε πρωταρχική της ζωτικότητα και εκφυλίζεται σε υπολογιστική σχέση. Στη βάση αυτών των υπολογιστικών σχέσεων οικοδομείται το κλειστό σύστημα των ιεραρχιών, ενισχυμένο και με ένα απροσπέλαστο ηθικό ψεύδος, που μονοπωλεί κάθε άλλη σχέση και δραστηριότητα.

[ΙΙΙ]. «Τώρα που ολόκληρη η κοινωνία γίνεται ιεραρχική, οι αδιαφανείς σχέσεις κολλούν παντού, ακόμη κι εκεί που εννοούσε να υπάρχει η επίφαση της ελευθερίας. Ο παραλογισμός του συστήματος δεν εκφράζεται λιγότερο στην παρασιτική ψυχολογία των επί μέρους ατόμων απ’ ό,τι στην οικονομική τους μοίρα. Παλιότερα, όταν εξακολουθούσε να υπάρχει κάτι σαν εκείνο τον δυσφημισμένο αστικό διαχωρισμό ανάμεσα στο επάγγελμα και την ιδιωτική ζωή, που διακαώς σχεδόν θα επιθυμούσε κανείς τώρα να αναπολήσει, όποιος επιδίωκε συγκεκριμένους σκοπούς στην ιδιωτική σφαίρα, τον περιεργάζονταν με καχυποψία σαν ένα άξεστο παρείσακτο. Σήμερα, όποιος ασχολείται με κάτι ιδιωτικό, χωρίς έναν ευδιάκριτο σκοπό, περνάει για αλαζόνας, ξένος και ανοίκειος. Όποιος δεν «θέλει» τίποτε, δηλ. δεν θέλει, δεν επιθυμεί να κάνει κάτι, είναι σχεδόν ύποπτος: κανένας δεν εμπιστεύεται κάποιον άλλο, πως θα μπορούσε να του παρασταθεί για να τα βγάλει πέρα, χωρίς να νομιμοποιείται με ανταπαιτήσεις».

Σχόλιο: Τα πάντα –συναισθήματα, ευαισθησίες, ελευθερία βούλησης και σκέψης, σχέσεις κ.λπ.– υποτάσσονται στο κλειστό και απρόσωπο σύστημα υπό το άγρυπνο βλέμμα της αδιαφάνειας και της μαζικής εθελοδουλείας. Ο παραλογισμός του δεν εντοπίζεται μόνο στο ότι επιφέρει οικονομικές ανισότητες με αντίστοιχες εξαθλιώσεις στα άτομα, αλλά και στο γεγονός ότι έχει μετατρέψει μυριάδες από αυτά σε παρασιτικά όντα, τα οποία με τη σειρά τους αναπαράγουν τον φαύλο κύκλο, ως λειτουργικά-πειθήνια όργανα μιας πανταχού παρούσας και μυστικοποιημένης εξουσίας. Οι σχέσεις έχουν πια μεταποιηθεί σε ανταλλακτικές: ο καθένας σκέπτεται το ίδιον όφελος· κάθε μορφή συμπαράστασης, ενσυναίσθησης, αλληλεγγύης απαιτεί τα ανταλλάγματά της.

[ΙV]. «Αναρίθμητοι κάνουν επάγγελμά τους, [δηλαδή ρυθμίζουν τη διαβίωσή τους με βάση], μια κατάσταση, που προκύπτει από την κατάλυση του επαγγέλματος. Αυτοί είναι οι ευγενείς άνθρωποι, οι αρεστοί, που είναι φίλοι με όλους, οι δίκαιοι, που συγχωρούν κάθε είδους προστυχιά ως ανθρώπινη και αδέκαστα αποκλείουν από την κοινωνία, ως συναισθηματική, κάθε μη συμμορφωμένη προς τα πρότυπά της παρόρμηση. Είναι απαραίτητοι, χάρη στο ότι γνωρίζουν όλα τα κανάλια και τους μηχανισμούς της εξουσίας, μαντεύουν τις πιο μυστικές ετυμηγορίες της και ζουν από την επιδέξια διάδοσή τους».

Σχόλιο: Ο μαζικός χαρακτήρας της αστικής κοινωνίας, η μαζική δημοκρατία, δεν επιφυλάσσει κάποια σχετική αφύπνιση των μαζών. Απεναντίας φέρνει στο προσκήνιο, καθιστά κυριολεκτικά κυρίαρχες, ευρείες μάζες επιτήδειων ανθρώπων, που επανδρώνουν τους πολυπλόκαμους μηχανισμούς και φροντίζουν, με ένα κατ’ επίφαση ήθος και με κίβδηλους κώδικες ηθικής, για την αντι-ανθρώπινη λειτουργία μιας ολόκληρης κοινωνίας. Δεν γνωρίζουν τίποτε άλλο πέρα από έναν, ταιριαστό στην κοινωνικο-πολιτική τους αυτο-υποδούλωση, βάναυσο καθωσπρεπισμό, που συνεπάγεται ευθέως την κατάπνιξη κάθε είδους ατομικής αυτενέργειας, την εκρίζωση κάθε αυθεντικής ελευθερίας των ανθρώπινων ατόμων. Έτσι εξελίσσονται σε αναπόσπαστο τμήμα της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και μάλιστα πολύ «ικανό» για τη διάδοση της μαζικής κουλτούρας· για την εδραίωση επομένως της πιο απίστευτης βαρβαρότητας, που επιτίθεται με βίαιο μένος σε καθετί το πνευματικό, εξολοθρεύει τις δημιουργικές τάσεις των καθέκαστων ατόμων και δεν τους αφήνει περιθώρια για αυτοστοχασμό και αυτοκαθορισμό, ώστε να μην μπορέσει να αμφισβητηθεί ο φαύλος κόσμος της ως άνω κυρίαρχης πολιτικής και κοινωνικής τάξης.

[V]. «Αυτούς τους συναντάμε σε όλα τα πολιτικά στρατόπεδα, ακόμη κι εκεί, όπου η απόρριψη του συστήματος λογίζεται αυτονόητη και γι’ αυτό έχει αναπτύξει έναν χαλαρό και πανούργο κομφορμισμό που τις ταιριάζει. Συχνά κερδίζουν τη συμπάθεια των ανθρώπων χάρη σε μια ορισμένη «καλοκαγαθία», μια συμπάσχουσα συμπαράσταση στη ζωή των άλλων: η ανιδιοτέλεια ως κερδοσκοπία. Είναι έξυπνοι, πνευματώδεις, ευαίσθητοι και ευέλικτοι: έχουν ξαναγυαλίσει το παλιό εμπορικό πνεύμα με τα επιτεύγματα της κάθε φορά προχθεσινής ψυχολογίας. Είναι ικανοί για όλα, ακόμη και για αγάπη, αλλά πάντοτε άπιστοι. Δεν απατούν από ενστικτώδη ορμή, αλλά από μια αρχή: ακόμη και την αξία του ίδιου του εαυτού τους την μετρούν ως κέρδος, το οποίο δεν επιθυμούν να μοιραστούν με κανέναν άλλο. Με το πνεύμα τούς συνδέει εκλεκτική συγγένεια και μίσος: για αυτούς που σκέπτονται είναι ένας πειρασμός, αλλά και οι χειρότεροι εχθροί τους. Γιατί είναι αυτοί που έξυπνα σφετερίζονται και ατιμάζουν και τις τελευταίες ακόμα εστίες της αντίστασης, τις ώρες που μένουν ακόμα ελεύθερες από τις αξιώσεις του μηχανισμού. Ο καθυστερημένος ατομικισμός τους δηλητηριάζει ό,τι ίσως ακόμα απομένει από το άτομο».

Σχόλιο: Διερωτάται ο Αντόρνο: σε ποιους πολιτικούς χώρους «ευδοκιμούν» τέτοια παρασιτικά όντα; Και απαντά: σε όλους, μηδέ εξαιρουμένων και εκείνων των πολιτικών χώρων που λεκτικά στρέφονται ενάντια στο σύστημα· ας πούμε των «δημοκρατικο-σοσιαλιστικών», των πιο ύπουλων και τυραννικών, ακόμη κι από τα καθαυτά αντιδημοκρατικά καθεστώτα. Σε τέτοιους χώρους συνήθως επωάζεται ο πιο δόλιος και μη αντιμετωπίσιμος δηλητηριασμός της μαζικής συνείδησης: αντικαθιστούν την αυθεντικά ριζοσπαστική δράση με αντικαπιταλιστική ρητορεία, ενώ στην πράξη εργάζονται με ζήλο για τη διατήρηση των ιεραρχικών δομών της άνομης εξουσίας, αλλά υπό τη δική τους διαχείριση. Ο Αντόρνο εδώ έχει υπόψη του και τις ένοχες πολιτικές όλων των πολιτικών παρατάξεων της Γερμανίας, που με την ανοχή τους, αλλά και με μια έμμεση σύμπραξη, διευκόλυναν αντικειμενικά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, χωρίς βέβαια να φείδονται αντιφασιστικής και αντικαπιταλιστικής ρητορείας. Εν τέλει τα άτομα με την παρασιτική ψυχολογία δεν έχουν καμιά πατρίδα ιδεών και αρχών: προσφέρουν αναίσχυντα τις εκδουλεύσεις τους σε κάθε πολιτικό χώρο. Τέτοιες εμπειρίες που μας περιγράφει ο Αντόρνο αποτελούν το σήμα κατατεθέν στα πολιτικά στρατόπεδα της Ελλάδας· και μάλιστα σε εκείνα τα καθεστωτικο-αριστερά, που ανέξοδα ρητορεύουν αντικαπιταλιστικά, αλλά στην πράξη καθιστούν την αναρρίχησή τους στην εξουσία στιλπνό αντικείμενο αγοραπωλησίας: μόνο τους μέλημα η κατάληψη της εξουσίας για βόλεμα συγγενών και ερωμένων, κι η κοινωνία , όπως και η πολιτεία, ας καίγεται.

Νίτσε: Το συναίσθημα της δύναμης

Κάθε άνθρωπος με το να κάνει το καλό ή το κακό, εξασκεί τη δύναμή του σε άλλους, και δεν ζήτα τίποτε περισσότερο.

Κάνοντας το κακό, εξασκείς τη δύναμή σου σ’ όλους εκείνους πού είσαι αναγκασμένος να τούς κάνεις να την νοιώσουν, να την αισθανθούν, γιατί το κακό, o πόνος δηλαδή, για τον σκοπό αυτό, είναι ένα μέσο περισσότερο αισθητό από την ηδονή.

O πόνος πάντοτε ζήτα να μάθει την αίτια του, ενώ ή ηδονή έχει την τάση να κλείνεται στον εαυτό της και να μην γυρίζει να κοιτάξει προς τα πίσω. Κάνοντας το καλό, ή με το να επιθυμούμε το καλό των άλλων, εξασκούμε τη δύναμή μας σ’ όλους εκείνους πού, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, εξαρτώνται κιόλας από μας (δηλαδή πού έχουν συνηθίσει να μάς σκέπτονται στον αίτιά τους).

Προσπαθούμε να αυξήσουμε τη δύναμή τους γιατί έτσι μεγαλώνουμε και τη δική μας δύναμη, ή θέλουμε να τούς αποδείξουμε πόσο κερδισμένοι είναι πού βρίσκονται στην εξουσία μας. Έτσι, θα τούς ικανοποιεί περισσότερο ή κατάστασή τους, θα κάνουν εχθρούς, τούς εχθρούς της δικής μας δύναμης και θα είναι περισσότερο έτοιμοι να τούς πολεμήσουν.

Το γεγονός ότι κάνουμε θυσίες για το καλό ή το κακό, ακόμα κι’ αν παίζουμε κορώνα – γράμματα τη ζωή μας, όπως o μάρτυρας κάνει θυσία για το πιστεύω του, για την εκκλησία του, και τότε πάλι κάνουμε θυσίες για την ανάγκη μας για δύναμη, ή για να διατηρήσουμε το συναίσθημα της δύναμής μας. “Αν συλλαμβάναμε σ’ όλη του την έκταση το «κατέχω την αλήθεια», πόσα και πόσα αγαθά δεν θα αφήναμε στην άκρη για να διατηρήσουμε το συναίσθημα αυτό!

Πόσα και πόσα πράγματα δε θα ρίχνουμε στο «ποτάμι» για να μπορέσουμε να σταθούμε στην επιφάνεια, να σταθούμε δηλαδή πάνω απ’ όλους εκείνους πού στερούνται την αλήθεια. Βέβαια, είναι πολύ σπάνιο, ή κακή πράξη, να είναι το ίδιο ευχάριστη, το ίδιο καθαρά ευχάριστη με ’κείνη την πράξη του καλού. Αυτό είναι ένα δείγμα πού φανερώνει πώς μάς λείπει ακόμα δύναμη ή πού εκδηλώνει το πείσμα μας γι ’ αυτή τη φτώχεια. Είναι ό προάγγελος για νέους κινδύνους η για νέες αβεβαιότητες στο κεφάλαιο της δύναμης πού διαθέτουμε.

Είναι ό προάγγελος τού ορίζοντά μας πού τον σκεπάζουν προοπτικές εκδίκησης, τιμωρίας, αποτυχίας, εμπαιγμού. Μονάχα οι πιο ευέξαπτοι άνθρωποι, οι πιο άπληστοι για αίσθημα δύναμης, μπορούν να νοιώσουν κάποια ευχαρίστηση όταν αποτυπώνουν την σφραγίδα της κυριαρχίας τους σ’ έναν δύστροπο άνθρωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με ’κείνους πού βλέπουν μόνο ανία και βάρος στο αντίκρισμα ενός πλάσματος πού έχει πλέον υποδουλωθεί πού έγινε, δηλαδή, αντικείμενο καλοσύνης.

Πρέπει να ξέρουμε τί «καρυκεύματα» μάς αρέσει να βάζουμε στη ζωή μας; Πρέπει να ξέρουμε, αν θέλουμε το αργό ή το απότομο μεγάλωμα της δύναμής μας; Τί σίγουρο, ή το επικίνδυνο και παράτολμο; Είναι πλέον ζήτημα γούστου. Γυρεύουμε το ένα ή το άλλο καρύκευμα, ανάλογα με την κλίση της ιδιοσυγκρασίας μας. Για τις αγέρωχες φύσεις, ή εύκολη λεία είναι κάτι το ευκολοκαταφρόνητο.

Μονάχα στο αντίκρισμα ολοκληρωμένων ανθρώπων πού θα μπορούσαν να γίνουν εχθροί τους, νοιώθουν ένα αίσθημα ευεξίας, καθώς επίσης και στο αντίκρισμα απρόσιτων αποκτημάτων. Πολλές φορές, είναι σκληρές για όποιον υποφέρει, γιατί δεν τον θεωρούν άξιο για την προσπάθεια και την υπερηφάνεια τους, ενώ δείχνουν ευγένεια στους όμοιους τους πού μ’ αυτούς ή πάλη θα ήταν σίγουρα τιμητική αν παρουσιαζόταν ή ευκαιρία.

Κάτω από την εντύπωση τού συναισθήματος της ευεξίας πού τούς δίνει αυτή ή προοπτική, οι άνθρωποι της ιπποτικής κάστας έχουν συνηθίσει να συμπεριφέρονται ό ένας στον άλλο με πολύ λεπτή ευγένεια. Ό οίκτος είναι το πιο ευχάριστο συναίσθημα σε -κείνους πού δεν είναι αρκετά υπερήφανοι και πού δεν έχουν πιθανότητες να κάνουν μεγάλες κατακτήσεις. Ή εύκολη λεία —και κάθε άνθρωπος πού υποφέρει είναι εύκολη λεία— είναι ένα πράγμα πού τούς χαροποιεί. Επαινούν τον οίκτο σαν αρετή των προστυχών γυναικών

Φρίντριχ Νίτσε, Η θεωρία του σκοπού της

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟΚΡΥΦΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ (ΝΟΘΩΝ - ΨΕΥΤΙΚΩΝ)

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ... Δηλαδή οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις «γιορτάζουν» την επίσκεψη μιας εβραίας στον ναό του Σολομώντος στην Ιερουσαλήμ. Κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος διερωτάται: τι είδους εορτή είναι αυτή και τι σχέση έχουν οι ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ με τον ναό του Σολομώντα. Ναι, στον ναό του Σολομώντα. Ούτε καν στον Παρθενώνα. Ποιος ΑΝΘΕΛΛΗΝΑΣ που διευθύνει το αρχηγείο των ενόπλων δυνάμεων επέβαλε αυτήν την εορτή, που δεν στηρίζεται στα 4 Ευαγγέλια, αλλά στο (απόκρυφο - νόθο - ψεύτικο ) μη κανονικό «Ευαγγέλιο» του Ιακώβου;

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ ΤΙ ΣΧΕΣΗ ΕΧΕΙ Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΨΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΤΩΝ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ»

Οι Έλληνες έχουν, για αδιευκρίνιστους λόγους, σαν ημέρα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, την ημέρα που, όπως γράφουν τα θρησκευτικά βιβλία: «μία μικρή εβραία, η Μαριάμ, όταν έγινε τριών ετών, οδηγήθηκε από τους γηραιούς γονείς της στο Ναό του Σολομώντος, προκειμένου να εκπληρωθεί το τάμα τους προς τον Θεό. Η Μαρία ανήλθε μόνη της τα 15 σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον Ναό και παραδόθηκε από τους γονείς της στα χέρια του ιερέα Ζαχαρία. Αυτός την αγκάλιασε, την ευλόγησε και είπε: «Εμεγάλυνε ο Κύριος το όνομά σου σε όλες τις γενεές. Με σένα θα ευλογηθούν τα έθνη και ο Κύριος θα λυτρώση τους υιούς του Ισραήλ». Στη συνέχεια ανέβασε την τριετή Μαρία στο εσωτερικό του θυσιαστηρίου, όπου ο Θεός της πρόσφερε τη Χάρη του. Το νεαρό κορίτσι υπηρέτησε τον Ναό μέχρι τα 14 χρόνια του, οπότε αρραβωνιάστηκε τον Ιωσήφ».

Το γεγονός κάλλιστα μπορεί να μην έλαβε ποτέ χώρα, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται από τα 4 κανονικά ευαγγέλια αλλά από τα νόθα ευαγγέλια, όπως επίσης και η μικρή εβραία να ήταν τελικά ανύπαρκτη.

Το ερώτημα πάντως παραμένει. Γιατί;

Σε τι συνέβαλε αυτή η εβραία και ο ναός του Σολομώντα στην πολεμική αρετή των Ελλήνων;

Πόσους παραλογισμούς είναι επιτέλους ικανοί να αντέξουν οι ευφυείς απόγονοι του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή και του Γέλωνα;

Τα Εισόδια της Θεοτόκου είναι η Θεομητορική εορτή της Χριστιανικής Εκκλησίας, με την οποία τιμάται η είσοδος για τους Ορθοδόξους και η εμφάνιση για τους Καθολικούς (Presentazione della Beata Vergine Maria) της μικρής Μαριάμ (Μαρίας) μαζί με τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα στο Ναό του Σολομώντος στην Ιερουσαλήμ, προκειμένου η μέλλουσα Θεοτόκος να αφιερωθεί στον Θεό. Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου και από τις δύο Εκκλησίες, ενώ στις 4 Δεκεμβρίου την γιορτάζουν οι χριστιανοί που ακολουθούν το παλαιό Ιουλιανό ημερολόγιο (Παλαιοημερολογίτες).

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟΚΡΥΦΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ (ΝΟΘΩΝ - ΨΕΥΤΙΚΩΝ).

Η αναφορά για το περιστατικό των Εισοδίων της Θεοτόκου δεν γίνεται σε κάποιο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά σε δύο απόκρυφα (νόθα) Ευαγγέλια: το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου (κεφ. 6-7) και το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου. Σύμφωνα με αυτά, οι ευσεβείς γονείς της Θεοτόκου, Ιωακείμ και Άννα, έπειτα από εικοσαετή έγγαμο βίο, ήσαν άτεκνοι και παρακαλούσαν θερμά τον Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί. Ο Θεός τους ανάγγειλε με Άγγελο ότι η επιθυμία τους θα εκπληρωθεί και η Άννα έμπλεη χαράς υποσχέθηκε να αφιερώσει το παιδί στον Θεό. Πράγματι, η Άννα έμεινε έγκυος και μετά από εννέα μήνες απέκτησε κόρη, τη Μαριάμ (Μαρία).

(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Εάν όντως εορτάζουμε τα εισόδια της Θεοτόκου βάσει των αναφορών των αποκρύφων (νόθων) Ευαγγελίων και θεωρούμε την ιστορία αυτή σαν αληθινή, πρέπει να θεωρήσουμε σαν αληθινές και τις άλλες ιστορίες που αναφέρουν τα απόκρυφα Ευαγγέλια, πολλές των οποίων είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές έως και γαργαλιστικές.

Δεν πρέπει να παίρνουμε από εκεί ότι μας συμφέρει. Όχι δύο μέτρα και δύο σταθμά. Διαβάστε χριστιανοί τα απόκρυφα (νόθα - ψεύτικα) ευαγγέλια αφού τα θεωρείται αληθή και πολλές γιορτές κάνετε βάσει των εξιστορήσεων αυτών των ευαγγελίων).

Όταν η Μαριάμ έγινε τριών ετών, οδηγήθηκε από τους γηραιούς γονείς της στο Ναό του Σολομώντος, προκειμένου να εκπληρωθεί το τάμα τους προς τον Θεό. Η Μαρία ανήλθε μόνη της τα 15 σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον Ναό και παραδόθηκε από τους γονείς της στα χέρια του ιερέα Ζαχαρία. Αυτός την αγκάλιασε, την ευλόγησε και είπε: «Εμεγάλυνε ο Κύριος το όνομά σου σε όλες τις γενεές. Με σένα θα ευλογηθούν τα έθνη και ο Κύριος θα λυτρώση τους υιούς του Ισραήλ». Στη συνέχεια ανέβασε την τριετή Μαρία στο εσωτερικό του θυσιαστηρίου, όπου ο Θεός της πρόσφερε τη Χάρη του. Το νεαρό κορίτσι υπηρέτησε τον Ναό μέχρι τα 14 χρόνια του, οπότε αρραβωνιάστηκε τον Ιωσήφ και στη συνέχεια έγινε η μητέρα του Ιησού Χριστού.

Τα Εισόδια της Θεοτόκου καθιερώθηκαν ως εκκλησιαστική εορτή κατά τον 7ο αιώνα, πρώτα στην Ανατολή και πολύ αργότερα στη Δύση. Αναφορές υπάρχουν στα γραπτά του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητή και των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιου και Γερμανού. Με τα Εισόδια της Θεοτόκου συνδέεται και η βασιλική της Αγίας Μαρίας της Νέας, που χτίστηκε δίπλα στα ερείπια του Ναού του Σολομώντος και εγκαινιάστηκε στις 21 Νοεμβρίου 543 από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Εξ αυτού του γεγονότος φαίνεται να επελέγη από την εκκλησία ο εορτασμός των Εισοδίων της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου. Επί αυτοκράτορος Μανουήλ Α' Κομνηνού (1143-1180) καθιερώθηκε ως ημέρα αργίας για το Βυζάντιο.

Απολυτίκιον

“Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον, και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις. Εν ναώ του Θεού τρανώς η Παρθένος δείκνυται, και τον Χριστόν τοις πάσι προκαταγγέλλεται. Αυτή και ημείς μεγαλοφώνως βοήσωμεν˙ Χαίρε της οικονομίας του Κτίστου η εκπλήρωσις.”

Η αναφορά για το περιστατικό των Εισοδίων της Θεοτόκου δεν γίνεται σε κάποιο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά σε δύο απόκρυφα (νόθα) Ευαγγέλια: το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου (κεφ. 6-7) και το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.

Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου. 

Εκδόθηκε για πρώτη φορά στο πρωτότυπο από τον M. Neander το 1564.

Στην χειρόγραφη παράδοση φέρει τον τίτλο «Ιστορία Ιακώβου».

Το Αρχαιότερο χειρόγραφο που έχουμε είναι του 3ου Αιώνα και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι αρχικά υπήρχαν δύο τμήματα (1-20) και ότι το τρίτο μέρος αποτελεί πρόσθετο τμήμα κατά τον χρόνο συγγραφής του Παπύρου.

Στο πρώτο από τα δύο τμήματα περιγράφεται η γέννηση και ο βίος της Μαρίας μέχρι και της παραλαβής της υπό του Ιωσήφ. Ο Ιωακείμ πατέρας της Μαρίας άτεκνος όπως ήταν πήγε στην έρημο λόγω του ονειδισμού της ατεκνίας ενώ η Άννα ενδύθηκε νυφικό φόρεμα και προσευχήθηκε με αποτέλεσμα να εισακουσθεί η προσευχή της.

Στο δεύτερο μέρος περιγράφεται από τον Ιωσήφ η Γέννηση του Ιησού με βάση τα Τέσσερα Ευαγγέλια αλλά και με πολλές πρόσθετες πληροφορίες. Περιέχει επίσης και έναν Ύμνο στην Αειπαρθενία της Θεοτόκου ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ως κάποια προσπάθεια πρόληψης έναντι των Αρνητών της.
Στο τρίτο μέρος περιέχει την Ιστορία του Ζαχαρία, την σφαγή των Νήπιων, την διαφυγή του Ιωάννη του Βαπτιστή, και τον θάνατο του Ηρώδη.

Στο τέλος του τρίτου τμήματος υπάρχει σημείωση που δείχνει ως συγγραφέα τον Ιάκωβο και μάλιστα ως αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων ο οποίος είναι αδελφός του Κύριου και υιός του Ιωσήφ από τον προηγούμενο γάμο. Ο Ιάκωβος προφανώς διέφυγε την σφαγή και επέστρεψε μετά.

Ο συντάκτης του Ευαγγελίου κατά την σύγχρονη έρευνα προφανώς αγνοεί την Γεωγραφία της Παλαιστίνης αλλά και τα έθιμα. Έτσι δεν είναι ούτε ο Ιάκωβος όπως αναφέρεται αλλά ούτε και οποιοσδήποτε Ιουδαίος της Παλαιστίνης. Στην πραγματικότητα τα δύο πρώτα τμήματα γράφτηκαν το 180 μ.Χ. Αυτό το συμπέρασμα βασίζεται και στον Ιουστίνο όπου φαίνεται να μην γνωρίζει το βιβλίο ενώ γνωρίζει τις παραδόσεις τις οποίες διατηρεί το βιβλίο αλλά και ο Ωριγένης το αναφέρει με το όνομά του «Βίβλος Ιακώβου» Ως προς το τρίτο τμήμα πιστεύεται ότι προσετέθη στις αρχές του 3ου αιώνα και ότι ο συντάκτης του άφησε το σημείωμα περί του Ιακώβου.

Το «Βιβλίον του Ιακώβου» καταδικάσθηκε από τον Γελάσιο δια διατάγματος περί γνήσιων και νόθων βιβλίων αλλά εξακολουθούσε να διαβάζεται στην Ανατολή παρότι στην Δύση δεν συνέβαινε το ίδιο.

Η Εκκλησία παρέλαβε από αυτό το Ευαγγέλιο τα ονόματα των γονέων της Μαρίας και πάνω σε αυτό στηρίχθηκε η Εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου αλλά και πάνω σε αυτό στηρίχθηκε το δόγμα περί Ασπόρου Συλλήψεως των Ρωμαιοκαθολικών.

β) Γέννα Μαρίας

Στο τελευταίο μέρος του Παπύρου ο οποίος διατηρεί το έργο υπάρχει η σημείωση «Γέννα Μαρίας», «Αποκάλυψις Ιακώβου».Το πρώτο μέρος του τίτλου «Γέννα Μαρίας» είχε άλλο κείμενο στο οποίο αφιερώνει με ιδιαίτερη σημασία ο Επιφάνιος μετά παραθέσεως ενός σύντομου χωρίου περί του θανάτου του Ζαχαρία. Ο Επιφάνιος Κύπρου καθιστά σαφές ότι το βιβλίο αυτό ανήκε στους Γνωστικούς και το περιεχόμενο του παραθέματος μαρτυρεί το ίδιο. Είναι προφανές ότι αυτό είχε περιεχόμενο συγγενές με το ανωτέρω, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτό, επειδή αποτελεί το γνωστικό αντίστοιχο του Ευαγγελίου του Ιακώβου που γράφτηκε λίγο μετά από αυτό και με εμφανή την επίδρασή του.

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΗΡΙΧΤΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ (ΜΗ ΚΑΝΟΝΙΚΟ - ΝΟΘΟ - ΨΕΥΔΕΣ) ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ

7. 1. Καθώς περνούσαν οι μήνες, το παιδί μεγάλωνε. Όταν έγινε δύο ετών, είπε ο Ιωακείμ στην Άννα: «Ας την οδηγήσουμε στο ναό του Κυρίου, για να εκπληρώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε, μήπως μας στείλει ο Κύριος την οργή Του και δεν γίνει δεκτό τότε το Δώρο μας». Η Άννα τότε απάντησε: «Ας περιμένουμε το τρίτο έτος, για να μην αποζητήσει το κορίτσι τον πατέρα ή την μητέρα». Και o Ιωακείμ είπε: «Ας περιμένουμε». 2. Όταν έγινε τριών χρόνων το κορίτσι, είπε ο Ιωακείμ: «Προσκαλέστε τις αμόλυντες θυγατέρες των Εβραίων να πάρουν από μια λαμπάδα, που θα κρατούν αναμμένη, ώστε να μην στραφεί το κορίτσι προς τα πίσω και μείνει αιχμάλωτη η καρδιά της μακριά από το Ναό του Κυρίου». Έτσι έκαναν, λοιπόν, ώσπου ανέβηκαν στο ναό του Κυρίου, όπου ο ιερέας την υποδέχτηκε, την ασπάστηκε, την ευλόγησε και είπε: «Ο Κύριος δόξασε το όνομα σου σε όλες τις γενιές. Μέσα από εσένα θα αποκαλύψει o Κύριος στις έσχατες ημέρες τη λύτρωση Του στους Ισραηλίτες». 3. Ο ιερέας την έβαλε να καθίσει στον τρίτο αναβαθμό του θυσιαστηρίου. Ο Κύριος, ο Θεός, της έδωσε χάρη και χόρεψε (με τα πόδια της) και όλος ο λαός του Ισραήλ την αγάπησε.

ΔΕΣ:

Oι πιο σκανδαλώδεις μύθοι για την Παρθένο Μαρία και τη Γέννηση του Ιησού

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

Πόσων ετών ήταν η Μαρία όταν κατέστη έγκυος;

Παρ' όλο που η Καινή Διαθήκη δεν μας αποκαλύπτει την ηλικία της μικρής Μαρίας, στο «ευαγγέλιο της γέννησης της Μαρία» καθώς και στο «Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου» διαβάζουμε:

«Η Παρθένος του Κυρίου που προχωρούσε στα χρόνια και αύξανε σε τελειότητα… συνομιλούσε καθημερινά με αγγέλους και δεχόταν επισκέπτες απ' τον θεό… Έτσι όταν έφτασε σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ο αρχιερέας αποφάσισε να επιστρέψουν όλες οι παρθένες του Ναού στα σπίτια τους και να παντρευτούν». Ευαγγέλιο της γέννησης της Μαρίας κεφ. 5

Το «Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου» είναι αποκαλυπτικότερο: «Η Μαρία έμεινε στο Ναό σαν περιστέρι που μαθήτευε εκεί και ελάμβανε τροφή από τα χεριά ενός αγγέλου. Όταν έγινε δώδεκα ετών οι ιερείς έκαναν συμβούλιο και είπαν: Άδου η Μαρία είναι δώδεκα χρονών, τι πρέπει να κάνουμε μήπως και κινδυνεύσει να κηλιδωθεί (προφανώς απ' την έμμηνο ρύση της νεαρής Μαρίας) ο ιερός χώρος του Κυρίου;» Ο Ιερέας Ζαχαρίας προσευχήθηκε και άγγελος Κυρίου έδωσε την απάντηση: «Ζαχαρία πήγαινε να καλέσεις όλους τους χήρους. Αυτός που θα φανερώσει ο Κύριος θα είναι ο σύζυγος της Μαρίας»

Δωδεκάχρονο κοριτσάκι λοιπόν, και προφανώς στην αρχή των έμμηνών της η μικρούλα Μαρία! Και η ερώτηση, γιατί ένας θεός προτίμησε να αφήσει έγκυο ένα τόσο μικρό κοριτσάκι, ένα παιδάκι ουσιαστικά και όχι μια ώριμη γυναίκα; Αν ο θεός προτίμησε να καταστήσει έγκυο ένα κοριτσάκι, γιατί να μην τον μιμηθούν και οι αναρίθμητοι οπαδοί της θρησκείας του; Γιατί κατηγορούν τον Μωάμεθ που παντρεύτηκε μια εννιάχρονη παιδούλα και γενικότερα τους Μουσουλμάνους που έχουν ανάλογα έθιμα; Και επιτέλους γιατί δεν γίνεται αισθητή η υποβόσκουσα παιδεραστία;

Ενδιαφέρον έχει επίσης η συγκαλυμμένη περιγραφή της "συνεύρεσης" ενός "αγγέλου" με την Μαρία όπως μας αποκαλύπτουν τα Ευαγγέλια Βαρθολομαίου και Ιακώβου: «Μεγάλωνε δε η Μαρία στον ναό και ελάμβανε τροφή εκ χειρός αγγέλου» Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου (2ος αι.μ.Χ.) 7.11-17.3.
 
Προσέξτε την τελευταία αυτή λεπτομέρεια, που μας αποκαλύπτει ότι οι ιερείς μεγάλωναν το αφιερωμένο κοριτσάκι μέσα στο ναό (η έκφραση μπορεί να υπονοεί οποιοδήποτε χώρο στην αυλή του ναού) και ελάμβανε τροφή (σαν αθώο περιστεράκι!) μόνο από ειδικό πρόσωπο, που η αφιερωμένη μικρή Μαρία, διδάχθηκε να το αποκαλεί άγγελο!

Σε άλλο "ευαγγέλιο", που για δικούς τους λόγους, κάποιοι ονόμασαν απόκρυφο, διαβάζουμε ότι κατά την αναγγελία της σύλληψης, η Μαρία είχε μια εξαιρετικά τρυφερή εμπειρία σύλληψης, όταν ακόμα ζούσε μέσα στο ναό! Σ’ αυτό το απόκρυφο επαναλαμβάνω ευαγγέλιο, η ίδια η Μαρία περιγράφει την εξαίσια εμπειρία της συνάντησής της με τον "άγγελο" της σύλληψης ως εξής:

«Ως ήμην εν τω ναό του θεού λαμβάνουσα τροφήν εκ χειρός αγγέλου, (και σ’ αυτό το κείμενο επίσης, η μικρή Μαρία φαίνεται πεπεισμένη, ότι αυτός που της έφερνε την καθημερινή της τροφή, ήταν άγγελος!) μια των ημερών, εφάνη μοι (άλλος) άγγελος ερχόμενος προς εμέ, ουκ έχων εν τη χειρί αυτού άρτον ή ποτήριον, καθώς ο πρίν ερχόμενος πρός με άγγελος, το δε πρόσωπον αυτού ην αχώρητον. (δηλαδή: μόλις ο "άγγελος" που της προσέφερε τροφή έφυγε, εμφανίστηκε ένας άλλος "άγγελος" του οποίου το πρόσωπο δεν πρόφτασε να δει) Και εξαίφνης ο ναός εράγισε, σεισμός έγινε και εγώ έπεσα επί το πρόσωπόν μου, μη φέρουσα την ιδέαν αυτού, (έπεσε μπρούμυτα, χωρίς να προλάβει να δει το πρόσωπό του)!

«Ο δε (άγγελος) υπέβαλεν την χείρα αυτού και ήγειρέν με, (;!) και ανέβλεψα πρός τον ουρανόν (!) και ήλθεν νεφέλη δρόσου και εράντισέ με από κεφαλής έως ποδών, ο δε (άγγελος) με απέμαξε (με απεσπόγγισε) με τη στολή αυτού (το πόσο άγγελος δεν ήταν, φαίνεται απ' την ιδιαίτερη στολή του… που μ’ αυτήν σκούπισε την δροσιά του ουρανού!) και είπεν μοι. Χαίρε κεχαριτωμένη, σκεύος εκλογής. Και (μετά την ουράνια δροσιά…) επάταξεν την δεξιάν αυτού και εγένετο άρτος υπερμεγέθης (!) και έφαγεν αυτός και έδωκεν και εμοί. Και ιδού ποτήριον οίνου και έπιεν αυτός και έδωκεν και εμοί. (Δηλαδή: μετά την "ουράνια δροσιά", έφαγαν ψωμί και ήπιαν και κρασί... δεν θυμίζουν κάτι όλα αυτά!) Και είπεν μοι (ο άγγελος) αποστείλω σοι τον λόγον μου και συλλήψης υιόν και δι αυτού σωθήσεται πάσα η κτίσις. Ειρήνη σοι αγαπητή μου. Και αφανής εγένετο ("ο άγγελος") απ’ εμού, και εγένετο ο ναός καθώς ήν το πρότερον» Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου 2.17-19.

Ούτε πραγματικός σεισμός λοιπόν είχε σημειωθεί, ούτε κανένα ρήγμα συνέβη στον ναό, την ώρα που εμφανίστηκε ο "άγγελος" με τις "δροσιές" της σύλληψης! Απ’ την τελευταία φράση της Μαρίας: «και εγένετο ο ναός καθώς ήταν το πρότερον», καταλαβαίνουμε ότι η μικρούλα παρθένα, αφού έλαβε τροφή από τον πρώτο άγγελο, έπεσε σε κατάσταση "έκστασης" ακριβώς την στιγμή που μπροστά της εμφανιζόταν ο δεύτερος "άγγελος", δηλαδή ο αγγελιοφόρος της σύλληψης!

Δικαίως, αυτή η περιγραφή της σύλληψης παρέμεινε απόκρυφη, γιατί όπως όλοι καταλαβαίνουμε, υπαινίσσεται άλλες, εντελώς διαφορετικές συνθήκες "αναγγελίας" και σύλληψης, μέσα στον ναό όπου μεγάλωνε αποκομμένη απ’ τον έξω κόσμο η δωδεκάχρονη ανήλικη αφιερωμένη Μαρία!

Ένα αθώο δωδεκάχρονο κοριτσάκι, που δεν γνώρισε άλλο περιβάλλον εκτός της απομόνωσης του Ναού, σίγουρα δεν θα μπορούσε να δώσει άλλες ερμηνείες, σε όσα του συμβαίνουν, εκτός απ' αυτές που για χρόνια ολόκληρα του επέβαλε το πανούργο και ικανότατο ιερατείο!

Η περιγραφή αυτή, είναι στην ίδια ακριβώς γλώσσα γραμμένη με τα ευαγγέλια και τόσο αρχαία όσο και τα κανονικά ευαγγέλια! Παραμένει δε απόκρυφη και άγνωστη, γιατί όπως και ο τελευταίος από μας καταλαβαίνει, είναι πολύ πλουσιότερη σε τρυφερούς υπαινιγμούς φυσιολογικής σύλληψης, από οποιονδήποτε άλλον θρύλο, που παρουσιάζει την Μαρία να οσφραίνεται τον οποιονδήποτε κρίνο της σύλληψης!

Σύμφωνα λοιπόν με την ενδιαφέρουσα αυτή αφήγηση, και η Μαρία (όπως και η μητέρα της καθώς και η γιαγιά της) ήταν "αφιερωμένο", και συνεπώς δεσμευμένο, δηλαδή παιδί εξολοκλήρου αφιερωμένο, στην υπηρεσία του ιερατείου. Γίνεται λοιπόν τώρα καλύτερα κατανοητό, το γιατί ζητήθηκε απ’ αυτήν, και όχι από οποιαδήποτε άλλη κοπέλα, να αναλάβει τον συγκεκριμένο ρόλο της "παρθενογένεσης"! Η Μαρία ήταν παιδί του Ναού, αφιερωμένη δια βίου στον "θεό" (δηλαδή στην υπηρεσία του ιερατείου) και εξ αυτού υποχρεωμένη να αναθρέψει τουλάχιστον ένα τέτοιο παιδί, που δεν θα ήταν του συζύγου της, αλλά σπορά ουρανοκατέβατης "δροσιάς αγγέλου", ή επί το θεολογικότερον «αγιοπνευματική σπορά»!

Το εντελώς παράξενο, όσο κι αν αυτό ακούγεται εξωπραγματικό, είναι ότι ψήγματα παρόμοιων συνθηκών σύλληψης, με ενδείξεις σαρκικής επαφής "αγγέλου" και Μαρίας, απέμειναν και στην Καινή Διαθήκη! Το συγκεκριμένο εδάφιο, που υπαινίσσεται κάτι τέτοιο, αν και αιώνες τώρα είναι εκεί... δεν το γνωρίζει "κανένας" πιστός, αφού το παρασιωπούν επιμελώς όλες οι άλλες μεταφράσεις, εκτός από τα μόνα εγκεκριμένα απ’ την ανατολική ορθόδοξη εκκλησία κείμενα της Καινής Διαθήκης, που βρίσκουμε ενσωματωμένα με την Παλαιά Διαθήκη των εβδομήκοντα, (Ο΄) όπου διαβάζουμε: «και εισελθών ο "άγγελος" πρός αυτήν είπε: Χαίρε κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου» Λουκ.1.28.

Μέχρις εδώ κανένα πρόβλημα. Περιέργως όμως, η Μαρία φαίνεται ότι ένιωσε κάτι περισσότερο από απλό χαιρετισμό, όπως στην άμεση συνέχεια, με την παράδοξη αντίδρασή της αφήνει το βιβλικό κείμενο να εννοηθεί: «η δε (Μαρία) επί τω λόγω (του Γαβριήλ) διεταράχθη και διελογίζετο ποταπός είη (είναι) ο ασπασμός ούτος» Λουκ.1.29.

Το κείμενο φαίνεται να διέσωσε μόνο την ταραγμένη αντίδραση την μικρής Μαρίας, σε κάποιον ασπασμό... η ίδια όμως η πράξη του ασπασμού, περιέργως πουθενά δεν περιγράφεται! Ο Αθανάσιος Θεολόγος, γνωρίζοντας για τον ασπασμό αυτόν, γράφει: «όχι μόνο με ταραχή (αντέδρασε η Μαρία), αλλά και με διαλογισμούς και αμφιβολίες και τα παραπλήσια τούτων. Το δε αθρόον (αιφνίδιον) της αγγελικής εισόδου και το ξένον της όψεως και το ασύνηθες της συντυχίας (του συμβάντος)... εις δειλίαν ενέβαλε την Παρθένον» Αθανάσιος Εις το γενέθλιον του Προδρόμου και εις την Θεοτόκον 28.912.27. Οι λεγόμενοι εκκλησιαστικοί πατέρες λοιπόν, γνώριζαν την "λεπτομέρεια"... μόνο εμείς τα νομίζαμε αλλιώς!

Βέβαια, δικαίως κάποιοι έχουν αντιρρήσεις περί ασπασμού, λέγοντας ότι αυτός μπορεί να εννοεί, όχι φιλί εναγκαλισμού, αλλά χαιρετισμό. Το περίεργο είναι ότι, η ιδία αυτή έκφραση δεν αποκλείει τίποτε απ' τα δυο. Στο λεξικό της αρχαίας Σταματάκου διαβάζουμε: «Ασπάζομαι: υποδέχομαι ή αποχαιρετώ φιλοφρόνως, χαιρετίζω, εναγκαλίζομαι, περιπτύσσομαι, φιλώ, θωπεύω, χαϊδεύω». Επίσης και στο λεξικό της αρχαίας Χάρη Πάτση: «Ασπασμός: αγκάλιασμα, φίλημα». Αυτό δείχνει και η συνηθισμένη έκφραση του Παύλου: «Ασπάσθητε αλλήλους εν φιλήματι αγίω». Ρωμαίους 16.16.

Όσο για τη λέξη «ποταπός»… τουλάχιστον στην Βίβλο είναι εντελώς συγκεκριμένη, και σημαίνει πάντοτε αυτό που και σήμερα αντιλαμβάνεται κανείς, όπως δείχνει το παρακάτω εδάφιο, όπου η λέξη "ποταπός", αντιδιαστέλλεται προς την λέξη έντιμος: «το παιδίον θέλει αλαζονεύεσθαι προς τον γέροντα και ο ποταπός προς τον έντιμο». Ησαΐας 3.5.

Αλλά και η έκφραση "εισελθών ο άγγελος προς αυτήν" που υπογραμμίσαμε παραπάνω δεν είναι χωρίς την δική της πλούσια σε υπαινιγμούς σημασία.

Αυτή δεν είναι μια τυχαία έκφραση, που χρησιμοποιείται στις "γραφές" για να δηλώσει μια αθώα επίσκεψη. Στην Παλαιά Διαθήκη συναντάμε την έκφραση αυτή να χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις, όπου ένας άνδρας "εισέρχεται προς" μια γυναίκα, με πολύ συγκεκριμένο νόημα. Ας δούμε κάποια παραδείγματα:

Παλαιά Διαθήκη, Γένεση, Κεφάλαιο 16

Σάρα δε γυνή Άβραμ ουκ έτικτεν αυτώ. Ήν δε αυτή παιδίσκη Αιγυπτία, ή όνομα Άγαρ. Είπε Δε Σάρα προς Άβραμ: ιδού συνέκλεισέ με Κύριος του μη τίκτειν, είσελθε ούν προς την παιδίσκην μου, ίνα τεκνοποιήσωμαι εξ αυτής. Υπήκουσε δε Άβραμ της φωνής Σάρας. Και λαβούσα Σάρα η γυνή Άβραμ Άγαρ την Αιγυπτίαν την εαυτής παιδίσκην, μετά δέκα έτη του οικήσαι Άβραμ εν γή Χαναάν, έδωκεν αυτήν τω Άβραμ ανδρί αυτής αυτώ γυναίκα. Και εισήλθε προς Άγαρ, και συνέλαβε.

Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις, Κεφάλαιο 20

Και εδούλευσεν Ιακώβ περί Ραχήλ επτά έτη, και ήσαν εναντίον αυτού ως ημέραι ολίγαι, παρά το αγαπάν αυτόν αυτήν. Είπε δε Ιακώβ τω Λάβαν: δός μοι την γυναίκα μου, πεπλήρωνται γαρ αι ημέραι, όπως εισέλθω προς αυτήν. Συνήγαγε δε Λάβαν πάντας τους άνδρας του τόπου και εποίησε γάμον. Και εγένετο εσπέρα, και λαβών Λείαν τη θυγατέρα αυτού εισήγαγε προς Ιακώβ και εισήλθε προς αυτήν Ιακώβ. Έδωκε δε Λάβαν Λεία τη θυγατρί αυτού Ζελφάν την παιδίσκην αυτού αυτή παιδίσκην. Εγένετο δε πρωί και ιδού ην Λεία. Είπε δε Ιακώβ τω Λάβαν: τι τούτο εποίησάς μοι; ου περι Ραχήλ εδούλευσα παρά σοι; και ίνα τι παρελογίσω με; Απεκρίθη δε Λάβαν: ουκ έστιν ούτως εν τω τόπω ημών, δούναι την νεωτέραν πριν ή την πρεσβυτέραν. Συντέλεσον ουν τα έβδομα ταύτης, και δώσω σοι και ταύτην αντί της εργασίας, ής εργά παρ εμοί, έτι επτά έτη έτερα. Εποίησε δε Ιακώβ ούτως και ανεπλήρωσε τα έβδομα ταύτης, και έδωκεν αυτώ Λάβαν Ραχήλ την θυγατέρα αυτού αυτώ γυναίκα. Έδωκε δε Λάβαν τη θυγατρί αυτού Βαλλάν την παιδίσκην αυτού αυτή παιδίσκη. Και εισήλθε προς Ραχήλ, ηγάπησε δε Ραχήλ μάλλον ή Λείαν. Και εδούλευσεν αυτώ επτά έτη έτερα...

Είπε δε Ραχήλ τω Ιακώβ: Ιδού η παιδίσκη μου Βαλλά. Είσελθε προς αυτήν, και τέξεται επί των γονάτων μου και τεκνοποιήσομαι καγώ εξ αυτής. Και έδωκεν αυτώ Βαλλάν την παιδίσκην αυτής αυτώ γυναίκα. Και εισήλθε προς αυτήν Ιακώβ και συνέλαβε Βαλλά η παιδίσκη Ραχήλ και έτεκε τω Ιακώβ υιόν...

Δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι η έκφραση "εισελθών ο άγγελος προς αυτήν" δεν είναι εκεί τυχαία. Ο συγγραφέας αυτής της αφήγησης, αν πράγματι το ήθελε, θα μπορούσε να αποφύγει τους βιβλικούς συνειρμούς της συγκεκριμένης έκφρασης, που αυτόματα παραπέμπουν στις γνωστές βιβλικές γονιμοποιές "εισόδους"!

Τι λοιπόν εννοούσε ο Λουκάς, όταν έβαζε τον άγγελο Γαβριήλ να εισέρχεται στην παιδούλα Μαριάμ;

Ποιός μπορεί να είναι ο "άγγελος"; Μα φυσικά οποιοσδήποτε εκλεκτός απεσταλμένος "άγγελος" δηλαδή αγγελιοφόρος του Ιερατείου!

Αυτές είναι λοιπόν οι συνθήκες σύλληψης του Ιησού, σύμφωνα με τα λεγόμενα απόκρυφα ευαγγέλια! Ένας άγγελος, γέμισε "δροσιές" την δωδεκάχρονη παιδούλα Μαρία μέσα στο ναό, και μετά την πάντρεψαν με έναν χήρο τον Ιωσήφ, μέχρι που «γέννησε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκο». Λουκάς 2.7.
Η ιδία δε αυτή λέξη «πρωτότοκος» υπονοεί σαφέστατα και την γέννηση άλλων παιδιών απ' τη Μαρία, όπως δευτερότοκος κλπ. Αν η Μαρία είχε μόνο ένα παιδί, ο Λουκάς θα έγραφε: και γέννησε τον υιόν αυτής τον μονογενή!

Στην ιδία κατεύθυνση της απόκτησης περισσότερων παιδιών από την Μαρία είναι και τα παρακάτω εδάφια: «Ενώ δε αυτός ελάλει έτι προς τους όχλους, ιδού, η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού ίσταντο έξω, ζητούντες να λαλήσωσι προς αυτόν. Είπε δε τις προς αυτόν• Ιδού, η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου ίστανται έξω, ζητούντες να λαλήσωσι προς σε». Ματθαίος 12 46 Μάρκος 3.31 Λουκάς 8.20.

«Μετά τούτο κατέβη εις Καπερναούμ αυτός και η μήτηρ αυτού και οι αδελφοί αυτού και οι μαθηταί αυτού, και εκεί έμειναν ουχ πολλάς ημέρας. Είπον λοιπόν προς αυτόν οι αδελφοί αυτού. Εάν πράττης ταύτα, φανέρωσον σεαυτόν εις τον κόσμον. Διότι ουδέ οι αδελφοί αυτού επίστευον εις αυτόν». Ιωάννης 7.3-5 Μάρκος 3.21

«Αφού δε ανέβησαν οι αδελφοί αυτού, τότε και αυτός ανέβη εις την εορτήν, ουχί φανερώς αλλά κρυφίως πως». Ιωάννης 7..

Έτσι εξηγείται και η απορία των ιερέων: «δεν είναι ούτος ο υιός του τέκτονος; η μήτηρ αυτού δεν λέγεται Μαριάμ, και οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος και Ιωσής και Σίμων και Ιούδας; και αι αδελφαί αυτού δεν είναι πάσαι παρ' ημίν;» Ματθαίος 13.55-56 Ιωάννης 6.42

Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις, κανένας απ' τους ευαγγελιστές δεν κάνει την παραμικρή υποσημείωση, που να υπενίσεται έστω, ότι αυτά δεν ήταν τα πραγματικά αδέλφια του Ιησού.

Στην περίπτωση δε που ο Ιωσήφ είχε δικά του παιδιά πριν απ' την Μαρία (όπως θέλουν οι θρησκευόμενοι) τότε γεννιέται η απλή ερώτηση: γιατί δεν τα έχει μαζί του όταν ανέβηκε στην γενέτειρα του Βηθλεέμ για να απογραφεί;!

Αναρωτιέται λοιπόν με πικρία κανείς… ως πότε η ανθρωπότητα θα υποτάσσεται δουλικά σε έναν επίπλαστο Ιουδαίο "σωτήρα", όταν μάλιστα τα περισσότερα στοιχεία που έχουμε γι' αυτόν, είναι ολοφάνερα πρόχειρα, αντιφατικά, παραποιημένα, πλαστογραφημένα ή εντελώς φανταστικά;

ΤΙ ΑΝΑΦΕΡΟΥΝ ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ».

Ο Ιωσήφ, ο αρραβωνιαστικός της Μαρίας, είχε προβλήματα κατανόησης της όλης κατάστασης. Δεν φαινόταν καθόλου ενθουσιασμένος με την ξαφνική εγκυμοσύνη της αρραβωνιαστικιάς του, που συνέβη χωρίς την δική του ανάμειξη!

Ενδεικτικότατο της ακραίας δυσαρέσκειας και του προβληματισμού του, για την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της αρραβωνιαστικιάς του, είναι το γεγονός ότι η Καινή Διαθήκη δεν διέσωσε ούτε μια του λέξη, που να μας μεταφέρει έστω και το παραμικρό ίχνος των συναισθημάτων του.

Πραγματικά δι άλλης οδού και ο Ιωσήφ παραμένει "μουγκός"! Αυτό απλούστατα σημαίνει, πως ό,τι κι αν είπε ο Ιωσήφ, δεν πρέπει να ήταν καθόλου κολακευτικό, τόσο για την συμβία του, όσο και για τον "άγγελο", που σκορπούσε παιδιά στην περιοχή, χωρίς καν να ρωτήσει τους άνδρες που θα τα αναθρέψουν, αν θέλουν να διαθέσουν τις γυναίκες τους για τον σκοπό αυτόν! Πραγματικά ο Ιωσήφ δεν ερωτήθηκε καν, αν θέλει την εμπλοκή της οικογένειάς του στην υπόθεση αυτή!

Όλως παραδόξως και τα δυο αυτά ουρανοκατέβατα παιδιά, (Ιωάννης ο Βαπτιστής και Ιησούς) έπεσαν στο ίδιο συγγενικό περιβάλλον! Μάλιστα το κακό τριτώνει, όταν από εξωβιβλικά κείμενα μαθαίνουμε ότι και η ίδια η Μαρία, ήταν ένα τέτοιο ουρανόσταλτο παιδί, μια και η μητέρα της Άννα, ήταν κι αυτή στην εποχή της στείρα και άτεκνη, μέχρι που οι προσευχές της εισακούστηκαν και με παρόμοιο τρόπο απέκτησε την Μαρία!

Να τι μαθαίνουμε για την Άννα, την μητέρα της Μαρίας: «και είπε άγγελος Κυρίου, Άννα, Άννα, άκουσε ο Κύριος τις δεήσεις σου, θα συλλάβεις και θα γεννήσεις και θα ακουστεί το σπέρμα σου σε ολόκληρη την οικουμένη. Και είπε η Άννα. Ζει Κύριος. Αν γεννήσω, είτε άρρεν είτε θήλυ, θα το προσφέρω να υπηρετεί στον ναό... και γέννησε η Άννα και έδωσε (στο κοριτσάκι) το όνομα Μαρία. Μεγάλωνε δε η Μαρία στον ναό και ελάμβανε τροφή εκ χειρός αγγέλου»

Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου (2ος αι.μ.Χ.) 7.11-17.3.

Προσέξτε την τελευταία αυτή λεπτομέρεια που μας αποκαλύπτει ότι οι ιερείς μεγάλωναν το αφιερωμένο κοριτσάκι μέσα στο ναό1 και ελάμβανε τροφή μόνο από ειδικό πρόσωπο, που η αφιερωμένη μικρή Μαρία, διδάχθηκε να το αποκαλεί άγγελο!

Σε άλλο "ευαγγέλιο", που για δικούς τους λόγους, κάποιοι ονόμασαν απόκρυφο, διαβάζουμε ότι κατά την αναγγελία της σύλληψης, η Μαρία είχε μια εξαιρετικά τρυφερή εμπειρία σύλληψης, όταν ακόμα ζούσε μέσα στο ναό!

Σ’ αυτό το απόκρυφο επαναλαμβάνω ευαγγέλιο, η ίδια η Μαρία περιγράφει την εξαίσια εμπειρία της συνάντησής της με τον άγγελο της σύλληψης ως εξής: «Ως ήμην εν τω ναό του θεού λαμβάνουσα τροφήν εκ χειρός αγγέλου, (και σ’ αυτό το κείμενο επίσης, η μικρή Μαρία φαίνεται πεπεισμένη, ότι αυτός που της έφερνε την καθημερινή της τροφή, ήταν άγγελος!) μια των ημερών, εφάνημοι (άλλος) άγγελος ερχόμενος προς εμέ, ουκ έχων εν τη χειρί αυτού άρτον ή ποτήριον, καθώς ο πρίν ερχόμενος πρός με άγγελος, το δε πρόσωπον αυτού ην αχώρητον. (δηλαδή: μόλις ο "άγγελος" που της προσέφερε τροφή έφυγε, εμφανίστηκε ένας άλλος "άγγελος" του οποίου το πρόσωπο δεν πρόφτασε να δει) Και εξαίφνης ο ναός εράγισε, σεισμός έγινε και εγώ έπεσα επί το πρόσωπόν μου, μη φέρουσα την ιδέαν αυτού, (έπεσε μπρούμυτα χωρίς να προλάβει να δει το πρόσωπό του).

«Ο δε (άγγελος) υπέβαλεν την χείρα αυτού και ήγειρέν με, και ανέβλεψα πρός τον ουρανόν (!) και ήλθεν νεφέλη δρόσου και εράντισέ με από κεφαλής έως ποδών, ο δε (άγγελος) με απέμαξε (με απεσπόγγισε) με τη στολή αυτού (ο άγγελος είχε ιδιαίτερη στολή… και μ’ αυτήν σκούπισε την δροσιά του ουρανού!) και είπεν μοι. Χαίρε κεχαριτωμένη, σκεύος εκλογής. Και (μετά την ουράνια δροσιά) επάταξεν την δεξιάν αυτού και εγένετο άρτος υπερμεγέθης (!) και έφαγεν αυτός και έδωκεν και εμοί. Και ιδού ποτήριον οίνου και έπιεν αυτός και έδωκεν και εμοί. (Δηλαδή μετά την "ουράνια δροσιά", έφαγαν ψωμί και ήπιαν και κρασί!) Και είπεν μοι (ο άγγελος) αποστείλω σοι τον λόγον μου και συλλήψης υιόν και δι αυτού σωθήσεται πάσα η κτίσις. Ειρήνη σοι αγαπητή μου. Και αφανής εγένετο ("ο άγγελος") απ’ εμού, και εγένετο ο ναός καθώς ήν το πρότερον»2

Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου (3ος αι.μ.Χ.) 2.17-19.

Ούτε πραγματικός σεισμός λοιπόν είχε σημειωθεί, ούτε κανένα ρήγμα συνέβη στον ναό, την ώρα που εμφανίστηκε ο "άγγελος" με τις "δροσιές" της σύλληψης! Απ’ την τελευταία φράση της Μαρίας: «και εγένετο ο ναός καθώς ήταν το πρότερον», καταλαβαίνουμε ότι η νεαρή παρθένα, αφού έλαβε τροφή από τον πρώτο άγγελο, έπεσε σε κατάσταση "έκστασης" ακριβώς την στιγμή που μπροστά της εμφανιζόταν ο δεύτερος "άγγελος" ο αγγελιοφόρος της σύλληψης!

Δικαίως, αυτή περιγραφή της σύλληψης παρέμεινε απόκρυφη, γιατί όπως όλοι καταλαβαίνουμε υπαινίσσεται, άλλες, διαφορετικές συνθήκες αναγγελίας και σύλληψης, μέσα στον ναό όπου μεγάλωνε αποκομμένη απ’ τον κόσμο η δωδεκάχρονη3 ανήλικη αφιερωμένη Μαρία!

Η περιγραφή αυτή, είναι στην ίδια ακριβώς γλώσσα γραμμένη με τα ευαγγέλια και τόσο αρχαία όσο και τα κανονικά ευαγγέλια! Παραμένει δε απόκρυφη και άγνωστη, γιατί όπως και ο τελευταίος από μας καταλαβαίνει, είναι πολύ πλουσιότερη σε τρυφερούς υπαινιγμούς φυσιολογικής σύλληψης, από οποιονδήποτε άλλον θρύλο, που παρουσιάζει την Μαρία να οσφραίνεται τον οποιονδήποτε κρίνο της σύλληψης!

Σύμφωνα λοιπόν με την ενδιαφέρουσα αυτή αφήγηση και η Μαρία ήταν "θεόδοτο" παιδί και συνεπώς δεσμευμένο, δηλαδή αφιερωμένο, στην υπηρεσία του ιερατείου. Γίνεται λοιπόν τώρα καλύτερα κατανοη­τό, το γιατί ζητήθηκε απ’ αυτήν και όχι από οποιαδήποτε άλλη κοπέλα, να αναλάβει τον συγκεκριμένο ρόλο της παρθενογένησης! Η Μαρία ήταν παιδί του Ναού,4 αφιερωμένη δια βίου στον "θεό" (δηλαδή στην υπηρεσία του ιερατείου) και εξ αυτού υποχρεωμένη να αναθρέψει ένα τουλάχιστον τέτοιο παιδί, που δεν θα ήταν του συζύγου της, αλλά σπορά ουρανοκατέβατης "δροσιάς αγγέλου", ή επί το θεολογικότερον «αγιοπνευματική σπορά»!

Το εντελώς παράξενο, όσο κι αν αυτό ακούγεται εξωπραγματικό, είναι ότι ψήγματα παρόμοιων συνθηκών σύλληψης, με ενδείξεις σαρκικής επαφής "αγγέλου" και Μαρίας, απέμειναν και στην Καινή Διαθήκη! Το συγκεκριμένο εδάφιο, που υπαινίσσεται κάτι τέτοιο, αν και αιώνες τώρα είναι εκεί... δεν το γνωρίζει "κανένας" πιστός, αφού το παρασιωπούν επιμελώς όλες οι άλλες μεταφράσεις, εκτός από τα μόνα εγκεκριμένα απ’ την ανατολική ορθόδοξη εκκλησία κείμενα της Καινής Διαθήκης, που βρίσκουμε ενσωματωμένα με την Παλαιά Διαθήκη των εβδομήκοντα, (Ο΄) όπου διαβάζουμε: «και εισελθών (ο "άγγελος" Γαβριήλ) είπε: Χαίρε κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου» Λουκ.1.28.

Μέχρις εδώ κανένα πρόβλημα. Περιέργως όμως, η Μαρία φαίνεται ότι ένιωσε κάτι περισσότερο από απλό χαιρετισμό, όπως στην άμεση συνέχεια, με την παράδοξη αντίδρασή της αφήνει το βιβλικό κείμενο να εννοηθεί: «η δε (Μαρία) επί τω λόγω (του Γαβριήλ) διεταράχθη και διελογίζετο ποταπός είη(είναι)ο ασπασμός5 ούτος» Λουκ.1.29.

Το κείμενο φαίνεται να διέσωσε μόνο την ταραγμένη αντί­δραση την μικρής Μαρίας, σε κάποιον ασπασμό... η ίδια όμως η πράξη του ασπασμού, περιέργως πουθενά δεν περιγράφεται! Ο Αθανάσιος Θεολόγος, γνωρίζοντας για τον ασπασμό αυτόν, γράφει: «όχι μόνο με ταραχή (αντέδρασε η Μαρία), αλλά και με διαλογισμούς και αμφιβολίες και τα παραπλήσια τούτων. Το δε αθρόον (αιφνίδιον) της αγγελικής εισόδου και το ξένον της όψεως και το ασύνηθες της συντυχίας (του συμβάντος)... εις δειλίαν ενέβαλε την Παρθένον»6 Οι λεγόμενοι εκκλησιαστικοί πατέρες λοιπόν, γνώριζαν την "λεπτομέρεια"... μόνο εμείς τα νομίζαμε αλλιώς!

Ο Ι. Χρυσόστομος συμπληρώνει: «επειδή τον ασπασμόν ήκουσεν... εταράχθη ζητούσα το ποταπόν του ασπασμού. Η δε εξέστη (αναστατώθηκε) την αισχύνην (την ντροπή) συλογιζόμενη και δεν περίμενε με όσα κι αν (θα) πει να πείσει κάποιους ότι δεν είναι από μοιχεία το γεγενημένον»7 Υπήρξε λοιπόν ένας τέτοιος αγγελικός "ασπασμός" και μάλιστα με "τρόπο" που αναστάτωσε έντονα την μικρή Μαρία! Κανένας όμως απλός χαιρετιστήριος ασπασμός, δεν μπορεί να φαίνεται ποταπός, αν δεν έχει κάτι επιπλέον!

Η λέξη «ποταπός», υπάρχει στο (μασοριτικό) βιβλικό κείμενο όπου διαβάζουμε: «το παιδίον θέλει αλαζονεύεσθαι προς τον γέροντα και ο ποταπός προς τον έντιμο». Ησαΐας 3.5. Η ίδια λοιπόν η λέξη ποταπός, αντιδιαστέλλεται προς την λέξη έντιμος, άρα εδώ τουλάχιστον εννοεί τον ανέντιμο. Το ίδιο εδάφιο στην Ο΄ λέει: «προσκόψει το παιδίον προς τον πρεσβύτην, (και) ο άτιμος προς τον έντιμον». Άρα κατά την εδώ βιβλική χρήση, «ποταπός» ξεκάθαρα σημαίνει ανέντιμος!
---------------------
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

1 Η έκφραση μπορεί να υπονοεί οποιοδήποτε χώρο στην αυλή του ναού!

2 Από το ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου υπάρχουν αντίγραφα στα Λατινικά Κοπτικά και Ελληνικά. Τα αποσπάσματά είναι από το: Fragmenta evangelii Bartholomaei, A. Wilmart and E. Tisserant, N. Bonwetsch "Die apokryphen Fragen des bartholomauj" cod: 4,156.

3 «Η Μαρία έμενε στο ναό και έπαιρνε τροφή σαν περιστέρι από τα χέρια αγγέλου. Όταν έγινε δώδεκα χρονών... άκουσε μια φωνή να λέει: χαίρε κεχαριτωμένη...». Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου 8ο και 9ο κεφάλαιο.

4 Τέτοιες γυναίκες υπήρχαν και : «δεν απεμακρύνετο εκ του ιερού». ο Λουκάς 2.37.

5 «Ασπάζομαι: υποδέχομαι ή αποχαιρετώ φιλοφρόνως, χαιρετίζω, εναγκαλίζομαι, περιπτύσσομαι, φιλώ, θωπεύω, χαϊδεύω» Λεξικό της αρχαίας Σταματάκου. «Ασπασμός: αγκάλιασμα, φίλημα» Λεξικό της αρχαίας Χάρη Πάτση

6 Αθανάσιος Εις το γενέθλιον του Προδρόμου και εις την Θεοτόκον 28.912.27.

7 Ι. Χρυσόστομος Υπόμνημα εις τον 'Αγιον Ματθαίον 57.45.20.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟΣ

ΙΣΟΚΡ 7.1–15

(ΙΣΟΚΡ 7) 

Προοίμιον: Η πρόθεση του Ισοκράτη να μιλήσει υπέρ της σωτηρίας της πόλης – Η ανεπάρκεια της σύγχρονης αθηναϊκής πολιτικής

Ο Αρεοπαγιτικός γράφηκε μετά το τέλος του Συμμαχικού πολέμου (357–355 π.Χ.), ο οποίος σήμανε τη διάλυση της Β´ Αθηναϊκής συμμαχίας. Σε αυτόν ο Ισοκράτης κάνει έκκληση προς τους συμπολίτες του για αναπροσαρμογή της πολιτικής τους στα εσωτερικά και εξωτερικά θέματα και επιστροφή στις πατροπαράδοτες αρχές διακυβέρνησης της πόλης.


[1] Πολλοὺς ὑμῶν οἶμαι θαυμάζειν ἥντινά ποτε γνώμην
ἔχων περὶ σωτηρίας τὴν πρόσοδον ἐποιησάμην, ὥσπερ τῆς
πόλεως ἐν κινδύνοις οὔσης ἢ σφαλερῶς αὐτῇ τῶν πραγμά-
των καθεστηκότων, ἀλλ’ οὐ πλείους μὲν τριήρεις ἢ διακο-
σίας κεκτημένης, εἰρήνην δὲ καὶ τὰ περὶ τὴν χώραν ἀγού-
σης, καὶ τῶν κατὰ θάλατταν ἀρχούσης, [2] ἔτι δὲ συμ-
μάχους ἐχούσης πολλοὺς μὲν τοὺς ἑτοίμως ἡμῖν, ἤν τι
δέῃ, βοηθήσοντας, πολὺ δὲ πλείους τοὺς τὰς συντάξεις
ὑποτελοῦντας καὶ τὸ προσταττόμενον ποιοῦντας· ὧν
ὑπαρχόντων ἡμᾶς μὲν ἄν τις φήσειεν εἰκὸς εἶναι θαρρεῖν
ὡς πόρρω τῶν κινδύνων ὄντας, τοῖς δ’ ἐχθροῖς τοῖς ἡμετέ-
ροις προσήκειν δεδιέναι καὶ βουλεύεσθαι περὶ τῆς αὑτῶν
σωτηρίας.

[3] Ὑμεῖς μὲν οὖν οἶδ’ ὅτι τούτῳ χρώμενοι τῷ λογισμῷ
καὶ τῆς ἐμῆς προσόδου καταφρονεῖτε, καὶ πᾶσαν ἐλπίζετε
τὴν Ἑλλάδα ταύτῃ τῇ δυνάμει κατασχήσειν· ἐγὼ δὲ δι’
αὐτὰ ταῦτα τυγχάνω δεδιώς. ὁρῶ γὰρ τῶν πόλεων τὰς
ἄριστα πράττειν οἰομένας κάκιστα βουλευομένας καὶ τὰς
μάλιστα θαρρούσας εἰς πλείστους κινδύνους καθισταμένας.
[4] αἴτιον δὲ τούτων ἐστίν, ὅτι τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν κακῶν
οὐδὲν αὐτὸ καθ’ αὑτὸ παραγίγνεται τοῖς ἀνθρώποις, ἀλλὰ
συντέτακται καὶ συνακολουθεῖ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς
δυναστείαις ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία, ταῖς δ’
ἐνδείαις καὶ ταῖς ταπεινότησι σωφροσύνη καὶ πολλὴ
μετριότης, [5] ὥστε χαλεπὸν εἶναι διαγνῶναι ποτέραν ἄν
τις δέξαιτο τῶν μερίδων τούτων τοῖς παισὶν τοῖς αὑτοῦ
καταλιπεῖν. ἴδοιμεν γὰρ ἂν ἐκ μὲν τῆς φαυλοτέρας εἶναι
δοκούσης ἐπὶ τὸ βέλτιον ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τὰς πράξεις ἐπι-
διδούσας, ἐκ δὲ τῆς κρείττονος φαινομένης ἐπὶ τὸ χεῖρον
εἰθισμένας μεταπίπτειν. [6] καὶ τούτων ἐνεγκεῖν ἔχω
παραδείγματα πλεῖστα μὲν ἐκ τῶν ἰδιωτικῶν πραγμάτων,
πυκνοτάτας γὰρ ταῦτα λαμβάνει τὰς μεταβολάς, οὐ μὴν
ἀλλὰ μείζω γε καὶ φανερώτερα τοῖς ἀκούουσιν ἐκ τῶν ἡμῖν
καὶ Λακεδαιμονίοις συμβάντων. ἡμεῖς τε γὰρ ἀναστάτου
μὲν τῆς πόλεως ὑπὸ τῶν βαρβάρων γεγενημένης διὰ τὸ
δεδιέναι καὶ προσέχειν τὸν νοῦν τοῖς πράγμασιν ἐπρωτεύ-
σαμεν τῶν Ἑλλήνων, ἐπειδὴ δ’ ἀνυπέρβλητον ᾠήθημεν τὴν
δύναμιν ἔχειν, παρὰ μικρὸν ἤλθομεν ἐξανδραποδισθῆναι·
[7] Λακεδαιμόνιοί τε τὸ μὲν παλαιὸν ἐκ φαύλων καὶ ταπει-
νῶν πόλεων ὁρμηθέντες διὰ τὸ σωφρόνως ζῆν καὶ στρα-
τιωτικῶς κατέσχον Πελοπόννησον, μετὰ δὲ ταῦτα μεῖζον
φρονήσαντες τοῦ δέοντος, καὶ λαβόντες καὶ τὴν κατὰ γῆν
καὶ τὴν κατὰ θάλατταν ἀρχήν, εἰς τοὺς αὐτοὺς κινδύνους
κατέστησαν ἡμῖν.

[8] Ὅστις οὖν εἰδὼς τοσαύτας μεταβολὰς γεγενημένας
καὶ τηλικαύτας δυνάμεις οὕτω ταχέως ἀναιρεθείσας
πιστεύει τοῖς παροῦσι, λίαν ἀνόητός ἐστιν, ἄλλως τε καὶ
τῆς μὲν πόλεως ἡμῶν πολὺ καταδεέστερον νῦν πραττούσης
ἢ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τοῦ δὲ μίσους τοῦ τῶν Ἑλλήνων
καὶ τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς βασιλέα πάλιν ἀνακεκαινισμένης,
ἃ τότε κατεπολέμησεν ἡμᾶς.

[9] Ἀπορῶ δὲ πότερον ὑπολάβω μηδὲν μέλειν ὑμῖν
τῶν κοινῶν πραγμάτων, ἢ φροντίζειν μὲν αὐτῶν,
εἰς τοῦτο δ’ ἀναισθησίας ἥκειν ὥστε λανθάνειν ὑμᾶς
εἰς ὅσην ταραχὴν ἡ πόλις καθέστηκεν. ἐοίκατε
γὰρ οὕτω διακειμένοις ἀνθρώποις, οἵτινες ἁπάσας
μὲν τὰς πόλεις τὰς ἐπὶ Θρᾴκης ἀπολωλεκότες, πλείω
δ’ ἢ χίλια τάλαντα μάτην εἰς τοὺς ξένους ἀνηλωκότες,
[10] πρὸς δὲ τοὺς Ἕλληνας διαβεβλημένοι καὶ τῷ βαρβάρῳ
πολέμιοι γεγονότες, ἔτι δὲ τοὺς μὲν Θηβαίων φίλους σῴζειν
ἠναγκασμένοι, τοὺς δ’ ἡμετέρους αὐτῶν συμμάχους
ἀπολωλεκότες, ἐπὶ τοιαύταις πράξεσιν εὐαγγέλια μὲν δὶς
ἤδη τεθύκαμεν, ῥᾳθυμότερον δὲ περὶ αὐτῶν ἐκκλησιάζομεν
τῶν πάντα τὰ δέοντα πραττόντων.

[11] Καὶ ταῦτ’ εἰκότως καὶ ποιοῦμεν καὶ πάσχομεν·
οὐδὲν γὰρ οἷόν τε γίγνεσθαι κατὰ τρόπον τοῖς μὴ καλῶς
περὶ ὅλης τῆς διοικήσεως βεβουλευμένοις, ἀλλ’ ἂν καὶ
κατορθώσωσι περί τινας τῶν πράξεων ἢ διὰ τύχην ἢ δι’
ἀνδρὸς ἀρετήν, μικρὸν διαλιπόντες πάλιν εἰς τὰς αὐτὰς
ἀπορίας κατέστησαν. καὶ ταῦτα γνοίη τις ἂν ἐκ τῶν περὶ
ἡμᾶς γεγενημένων. [12] ἁπάσης γὰρ τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ
τὴν πόλιν ἡμῶν ὑποπεσούσης καὶ μετὰ τὴν Κόνωνος
ναυμαχίαν καὶ μετὰ τὴν Τιμοθέου στρατηγίαν, οὐδένα
χρόνον τὰς εὐτυχίας κατασχεῖν ἠδυνήθημεν, ἀλλὰ ταχέως
διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν αὐτάς. πολιτείαν γὰρ
τὴν ὀρθῶς ἂν τοῖς πράγμασι χρησομένην οὔτ’ ἔχομεν οὔτε
καλῶς ζητοῦμεν. [13] καίτοι τὰς εὐπραγίας ἅπαντες
ἴσμεν καὶ παραγιγνομένας καὶ παραμενούσας οὐ τοῖς τὰ
τείχη κάλλιστα καὶ μέγιστα περιβεβλημένοις, οὐδὲ τοῖς
μετὰ πλείστων ἀνθρώπων εἰς τὸν αὐτὸν τόπον συνηθροι-
σμένοις, ἀλλὰ τοῖς ἄριστα καὶ σωφρονέστατα τὴν αὑτῶν
πόλιν διοικοῦσιν. [14] ἔστι γὰρ ψυχὴ πόλεως οὐδὲν
ἕτερον ἢ πολιτεία, τοσαύτην ἔχουσα δύναμιν ὅσην περ ἐν
σώματι φρόνησις. αὕτη γάρ ἐστιν ἡ βουλευομένη περὶ
ἁπάντων, καὶ τὰ μὲν ἀγαθὰ διαφυλάττουσα, τὰς δὲ συμφο-
ρὰς διαφεύγουσα. ταύτῃ καὶ τοὺς νόμους καὶ τοὺς ῥήτορας
καὶ τοὺς ἰδιώτας ἀναγκαῖόν ἐστιν ὁμοιοῦσθαι καὶ πράττειν
οὕτως ἑκάστους οἵαν περ ἂν ταύτην ἔχωσιν. [15] ἧς
ἡμεῖς διεφθαρμένης οὐδὲν φροντίζομεν, οὐδὲ σκοποῦμεν
ὅπως ἐπανορθώσομεν αὐτήν· ἀλλ’ ἐπὶ μὲν τῶν ἐργαστηρίων
καθίζοντες κατηγοροῦμεν τῶν καθεστώτων, καὶ λέγομεν ὡς
οὐδέποτ’ ἐν δημοκρατίᾳ κάκιον ἐπολιτεύθημεν, ἐν δὲ τοῖς
πράγμασιν καὶ ταῖς διανοίαις αἷς ἔχομεν μᾶλλον αὐτὴν
ἀγαπῶμεν τῆς ὑπὸ τῶν προγόνων καταλειφθείσης.

***
Νομίζω ότι πολλοί από σας απορούν, με ποιες σκέψεις παρουσιάζομαι μπροστά σας για να μιλήσω, καθώς έχω σκοπό «περί σωτηρίας» δίνοντας την εντύπωση ότι το κράτος μας αντιμετωπίζει κινδύνους στη σημερινή εποχή, ή ότι τα πράγματά του βρίσκονται σε κακή κατάσταση, ενώ ξέρουμε όλοι μας ότι και τριήρεις έχει παραπάνω από διακόσιες και στην ξηρά περνάει περίοδο ειρηνική και στη θάλασσα διατηρεί την κυριαρχία κι' έχει ακόμη συμμάχους πολλούς που είναι πρόθυμοι να μας βοηθήσουν, αν παρουσιαστή ανάγκη, κι' ακόμη πιο πολλούς υποτελείς φόρου που στέκουν στο πόδι σε κάθε του πρόσταγμα. Με τέτοιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να πη κανείς, ότι πρέπει να έχουμε θάρρος, γιατί βρισκόμαστε μακριά από κάθε κίνδυνο κι' ότι ταιριάζει περισσότερο στους εχθρούς μας να 'χουν ανησυχίες και φόβους και να κάνουν σκέψεις και να παίρνουν αποφάσεις για τη δική τους σωτηρία.

Καταλαβαίνω λοιπόν ότι σεις με το να σκέπτεσθε κατά τέτοιο τρόπο, και τη δική μου εμφάνιση πολύ λίγο λογαριάζετε και διατηρείτε ακόμη ελπίδες ότι με τη σημερινή δύναμη του κράτους θα κατορθώσετε να γίνετε κύριοι ολόκληρης της Ελλάδος. Εγώ όμως για όλα αυτά πάρα πολύ φοβούμαι· γιατί βλέπω ότι από τα κράτη, όσα νομίζουν ότι τα πράγματά τους βρίσκονται σε άριστη κατάσταση, σκέπτονται κατά το χειρότερο τρόπο και όσα πάλι ξεχωρίζουν για το μεγάλο τους θάρρος, αντιμετωπίζουν πάρα πολλούς κινδύνους. Αιτία των φαινομένων αυτών είναι: ότι καμμία ευτυχία και καμμία συμφορά δεν έρχονται μόνες τους στον άνθρωπο, αλλ' υπάρχει συνυφασμένη και ακολουθεί στον πλούτο και στις δυναστείες αφροσύνη και μαζί μ' αυτήν ακολασία, ενώ στη φτώχεια και στην ταπεινοφροσύνη κυριαρχεί αγνή σκέψη και εγκράτεια. Είναι λοιπόν δύσκολο ν' αποφασίση κανείς σε ποιαν από τις δύο μερίδες είναι προτιμότερο ν' αφήση τα παιδιά του. Γιατί βλέπουμε πολλές φορές, ότι εκείνη που θεωρείται φαυλότερη συχνά βαδίζει προς το καλύτερο, ενώ εκείνη που φαίνεται πως είναι ηθικώτερη, κατρακυλάει τις πιο πολλές φορές προς το χειρότερο.

Και για την αλήθεια των σκέψεων αυτών μπορώ να φέρω παραδείγματα πάρα πολλά και πρώτα–πρώτα από την ιδιωτική ζωή, επειδή ακριβώς αυτή πάρα πολύ συχνά υφίσταται μεταβολές και είναι ακόμη πιο μεγάλα και πιο φανερά σ' αυτούς που τα ακούνε, από εκείνα που έχουν συμβή σε μας και τους Λακεδαιμονίους.

Γιατί και μεις, όταν η πόλη μας καταστράφηκε από τους βαρβάρους, επειδή είχαμε φόβους και παρακολουθούσαμε προσεκτικά τα πράγματα, εκερδίσαμε τα πρωτεία ανάμεσα σ' όλους τους Έλληνας, και επειδή πάλι ενομίσαμε εγωϊστικά ότι έχουμε ακαταμάχητη δύναμη, λίγο έλειψε να γίνουμε δούλοι. Οι Λακεδαιμόνιοι κατόπιν, αν και ξεκίνησαν στην αρχή από μικρές και ασήμαντες πόλεις, επειδή έκαναν ζωή μετρημένη και είχαν μεγάλη στρατιωτική πειθαρχία, έγιναν κυρίαρχοι ολόκληρης της Πελοποννήσου, όταν όμως ύστερα υπερηφανεύτηκαν περισσότερο απ' όσο έπρεπε και απόκτησαν την ηγεμονία και στην ξηρά και στη θάλασσα, περιέπεσαν στους ίδιους ακριβώς κινδύνους με μας.

Εκείνος λοιπόν που, αν και ξέρη ότι γίνονται τόσο πολλές μεταβολές και ότι τόσο μεγάλες δυνάμεις περιπίπτουν σε αφάνεια, πιστεύει ότι είναι ικανοποιητική η σημερινή κατάσταση, είναι χωρίς άλλο πολύ ανόητος, γιατί και το κράτος μας τώρα βρίσκεται σε χειρότερη θέση παρ' όσο κατά την εποχή εκείνη, το δε μίσος των Ελλήνων και η έχθρα προς τον βασιλέα των Περσών, που μας επολέμησαν τον παλαιό καιρό, βρίσκονται πάλι σε ένταση.

Δεν ξέρω μάλιστα ποιο από τα δύο να υποθέσω, ότι δηλ. δεν σας ενδιαφέρει τίποτε από τα δημόσια πράγματα ή ότι ενδιαφέρεσθε μεν γι' αυτά, αλλ' έχετε καταντήσει σε τόση αναισθησία, ώστε σας διαφεύγει σε ποιαν αναστάτωση έχει περιέλθει το κράτος μας. Γιατί μοιάζετε, μα την αλήθεια, καταπληκτικά με τους ανθρώπους εκείνους, που έχουν χάσει όλες τους τις πόλεις στη Θράκη κι' έχουν ξοδέψει μάταια πάνω από χίλια τάλαντα σε μισθοφόρους στρατιώτες κι' έχουν συκοφαντηθή στους Έλληνας και με τους βαρβάρους έχουν εχθρότητα, είναι δε ακόμα υποχρεωμένοι να εξυπηρετούν τους φίλους των Θηβαίων και έχουν τέλος εγκαταλειφθή από τους συμμάχους των. Παρ' όλα όμως αυτά εμείς έχουμε προσφέρει δύο φορές ως τώρα ευχαριστήριες θυσίες προς τους θεούς και στις συνελεύσεις μας μιλάμε γι' αυτά με μεγαλύτερη αδιαφορία από εκείνους που εκπληρώνουν όλες τους τις υποχρεώσεις. Και όλα αυτά τα κάνουμε και τα υποφέρουμε δίκαια, γιατί κανένα από τα δημόσια πράγματα δεν μπορεί να γίνη όπως πρέπει σ' εκείνους που δεν έχουν ορθή σκέψη για την όλη διοίκηση, αλλά που και αν ακόμη πετύχουν σε μερικές περιστάσεις ή από εύνοια της τύχης ή λόγω της προσωπικής αξίας ενός μόνο ανδρός, ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα αντιμετωπίζουν τα ίδια πάλι προβλήματα. Και όλα αυτά μπορεί κανείς να τα νοιώση βαθιά, αν παρακολουθήση προσεχτικά όσα έχουν συμβή σε μας.

Όταν δηλαδή ολόκληρη η Ελλάς περιήλθε στην εξουσία της δικής μας πολιτείας, τόσο ύστερα από τη ναυμαχία του Κόνωνος όσο και μετά τη στρατηγία του Τιμοθέου, δεν μπορέσαμε ούτε για λίγες στιγμές να διατηρήσουμε τα αγαθά της επιτυχίας τους, αλλ' αντιθέτως τα εσκορπίσαμε και τα εχάσαμε. Και ο λόγος είναι ότι «πολίτευμα» που να μπορή να διοικήση καλά τα πράγματα, ούτε έχουμε ούτε με καλή τακτική επιδιώκουμε να συστήσουμε. Και όμως όλοι ξέρουμε καλά ότι τα αγαθά και έρχονται και παραμένουν όχι σ' εκείνους που οχυρώνονται με τείχη στερεά και μεγάλα, ούτε σ' εκείνους που συναθροίζονται στον ίδιο τόπο με πολλούς άλλους ανθρώπους, αλλά σ' εκείνους που διοικούν την πολιτεία τους με ενδιαφέρον και περίσκεψη. Γιατί «ψυχή» της πολιτείας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το «πολίτευμα», που έχει τόσο μεγάλη δύναμη όσο έχει για τον άνθρωπο η ορθή σκέψη. Γιατί αυτό ακριβώς, είναι που φροντίζει για όλα, και τα μεν αγαθά διαφυλάττει, ενώ τις συμφορές προσπαθεί να εξαλείφη. Με αυτό είναι ανάγκη να εξομοιώνωνται και οι νόμοι και οι ρήτορες και οι ιδιώται και καθένας απ' αυτούς να ενεργή σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος πολιτεύματος. Για το πολίτευμα λοιπόν που είναι διεφθαρμένο στα χρόνια μας, δεν δείχνουμε κανένα ενδιαφέρον, ούτε και κάνουμε καμμιά σκέψη για να το επαναφέρουμε σε καλύτερη θέση, αλλ' όταν καθόμαστε και συζητούμε στα εργαστήρια, περιοριζόμαστε να κατηγορούμε τη σημερινή πολιτειακή ακαταστασία και υποστηρίζουμε ότι ποτέ κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας δεν είχαμε πιο άθλια διοίκηση, ενώ στην πραγματικότητα και μέσα μας ικανοποιούμεθα περισσότερο μ' αυτή παρά μ' εκείνη που εκληρονομήσαμε από τους προγόνους.