3.2. Πολλά δεινά άρχισαν και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους
Για να εξασφαλίσει τη νίκη του, ο Αρταφέρνης πήρε δύο πρωτοβουλίες. Πρώτον, υποχρέωσε τις ιωνικές πόλεις να συνάψουν συνθήκες μεταξύ τους, να λύνουν τις διαφορές τους με διαιτησία και να μη βλάπτουν η μία την άλλη. Δεύτερον, καθόρισε με σαφήνεια τους φόρους που έπρεπε να πληρώνει καθεμία, σε επίπεδα που δεν ήταν υψηλότερα από τα παλαιότερα. Έτσι, κάτω από τον περσικό ζυγό, οι Ίωνες ενώθηκαν με έναν τρόπο που δεν είχαν έως τότε πετύχει μόνοι τους. Σύντομα ο Πέρσης στρατηγός Μαρδόνιος, γαμπρός του Δαρείου, προχώρησε σε ριζοσπαστικότερες αλλαγές. Όπως ισχυρίζεται ο Ηρόδοτος, έπαυσε όλους τους διορισμένους από την Περσία τυράννους και κατέστησε τις ιωνικές πόλεις «δημοκρατίες» - ό,τι και αν μπορούσε να σημαίνει αυτός ο όρος σε συνθήκες ξένης κατοχής. Η πρόσφατη εμπειρία είχε δείξει ότι οι τύραννοι δεν αποτελούσαν εγγύηση για τα περσικά συμφέροντα. Ο Μαρδόνιος θα σκέφτηκε ότι, μονοιασμένοι και λαμβάνοντας τις αποφάσεις τους δημοκρατικά, οι Ίωνες είχαν κάθε λόγο να φροντίσουν για το συμφέρον τους και να δεχτούν την κυριαρχία των Περσών. Και αυτοί από την πλευρά τους ανέλαβαν να πληρώνουν τους φόρους τους και να συστρατεύονται με τους Πέρσες - ακόμη και όταν στρέφονταν εναντίον άλλων Ελλήνων.
Ο Δαρείος ήταν πλέον έτοιμος να συνεχίσει την επέκταση της αυτοκρατορίας του. Η συμμετοχή της Αθήνας και της Ερέτριας στην
εξέγερση των Ιώνων τού υπέδειξε την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να κινηθεί. Εάν πετύχαινε να τις υποτάξει, μοναδικό εμπόδιο θα απέμενε η Σπάρτη και η Πελοποννησιακή της Συμμαχία. Για τις επιχειρήσεις του διέθετε άλλωστε καλούς συμβούλους, εφόσον δεχόταν με μεγάλη προθυμία στην αυλή του Έλληνες ηγέτες που ζητούσαν την προστασία του. Ήδη στο περιβάλλον του βρίσκονταν ο έκπτωτος τύραννος της Αθήνας Ιππίας και ο έκπτωτος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος.
Για να ξεσηκώσει τους Ίωνες εναντίον των Περσών, ο Αρισταγόρας είχε θεωρήσει ότι μόνο μια επιχείρηση με ευρύτερη ελληνική συμμετοχή είχε ελπίδες επιτυχίας. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες ελληνικές πόλεις είχαν ήδη είτε υποταχθεί στους Πέρσες είτε συνθηκολογήσει μαζί τους. Και από αυτές που παρέμεναν ανεξάρτητες, οι σημαντικότερες δεν είχαν πολλά περιθώρια να δράσουν, διότι ανταγωνίζονταν η μία την άλλη.
Η Σπάρτη βρισκόταν από καιρό σε θανάσιμη αναμέτρηση με το Άργος, το οποίο κατάφερε να κατατροπώσει μόλις το 494. Στην αναμέτρηση εκείνη σκοτώθηκαν περίπου 6.000 Αργείοι. (Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ίσως σφαγή οπλιτών σε καθαρά ενδοελληνικό πόλεμο.) Η Αθήνα πάλι, που συμφώνησε να στείλει μια σχετικά μικρή δύναμη για να ενισχύσει τους Ίωνες, εγκατέλειψε τον αγώνα επειδή απειλήθηκε από την Αίγινα. Το 491 οι δύο πόλεις βρίσκονταν πλέον σε πόλεμο μεταξύ τους. Η Αθήνα είχε και άλλους εχθρούς. Αρκετά χρόνια νωρίτερα είχε συνδράμει με επιτυχία τη μικρή πόλη των
Πλαταιών, που δεν επιθυμούσε να ενταχθεί στη μεγάλη βοιωτική συμμαχία των Θηβαίων. Η ενέργεια αυτή κατέστησε τη Θήβα φανατικό εχθρό της Αθήνας και σύμμαχο της Αίγινας. Η κατάσταση στον ελληνικό κόσμο ήταν μάλιστα ακόμη πιο περίπλοκη, καθώς όλες οι μεγάλες πόλεις είχαν επίσης ανοιχτά εσωτερικά μέτωπα.
Στη Σπάρτη καραδοκούσαν οι είλωτες της Μεσσηνίας, έτοιμοι να εξεγερθούν σχεδόν σε κάθε ευκαιρία. Οι δύο βασιλείς, που αντιδικούσαν με τους εφόρους γύρω από την εξωτερική πολιτική της πόλης, δεν ήταν καν σύμφωνοι μεταξύ τους. Ο Κλεομένης συγκρούστηκε επανειλημμένα με τον Δημάρατο και κατάφερε να τον ανατρέψει, οδηγώντας τον στην αυτοεξορία.
Στο Άργος επικρατούσε κοινωνική αναταραχή. Πολλοί κάτοικοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και ονομάζονταν περίοικοι ή, δυσφημιστικότερα, δοῦλοι. Η στάση που κράτησαν στη σύγκρουση με τη Σπάρτη δεν είναι σαφής, αλλά ορισμένοι ενδέχεται να συνεργάστηκαν με τον εχθρό. Μετά την ήττα και την απώλεια μεγάλου μέρους του στρατού, ορισμένοι από αυτούς έγιναν αναγκαστικά δεκτοί στο σώμα των πολιτών και τη διακυβέρνηση της πόλης, αλλά η σύγκρουση δεν καταλάγιασε.
Στην Αθήνα οι φίλοι του Ιππία και των τυράννων ενεργούσαν πλέον μέσα από τους νεοσύστατους θεσμούς της δημοκρατίας, ακολουθώντας μια πολιτική ανοχής ή φιλίας προς την Περσία. Αλλά και οι εχθροί της Περσίας δεν ήταν όλοι σύμφωνοι για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Ο Θεμιστοκλής είχε την άποψη ότι το μέλλον της πόλης βρισκόταν στη θάλασσα - προφανώς για να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην Αίγινα. Αυτό θα σήμαινε ότι, εκτός από ισχυρό ναυτικό και κατάλληλο λιμάνι, η πόλη έπρεπε να στηρίζεται όλο και περισσότερο στους φτωχότερους πολίτες, κυρίως στους θήτες, που κωπηλατούσαν τα πολεμικά πλοία. Άλλοι πολιτικοί εξακολουθούσαν να έχουν σχεδόν αποκλειστικά εμπιστοσύνη στους βαριά οπλισμένους αγρότες, τους ζευγίτες.
Στην Αίγινα διεξαγόταν ένας οξύς κοινωνικός αγώνας. Οι πλούσιοι αντιστέκονταν με επιτυχία στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των δημοκρατικών. Ανταγωνίζονταν σκληρά την Αθήνα και στηρίζονταν στη Σπάρτη. Όταν όμως ο φόβος τους και η εχθρότητα προς την Αθήνα τούς οδήγησε να αποδεχθούν την υποταγή στην Περσία, βρήκαν αντιμέτωπους και τους Σπαρτιάτες. Οι δημοκρατικοί αναθάρρησαν και ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων. Όμως, η εξέγερση απέτυχε, και 700 δημοκρατικοί εκτελέστηκαν.
Η Ερέτρια ήταν επίσης διχασμένη. Τον έλεγχο είχε η μερίδα που ακολουθούσε σταθερά αντιπερσική πολιτική, και έτσι η πόλη έσπευσε να συνδράμει, όσο μπορούσε, τους Ίωνες, και μάλιστα τους Μιλήσιους, με τους οποίους διατηρούσε δεσμούς φιλίας. Η αντίπαλη μερίδα, πάλι, λογάριαζε ότι μπορούσε να ωφεληθεί από τους Πέρσες και σχεδίαζε να τους παραδώσει την πόλη την κρίσιμη στιγμή. Εσωτερικά προβλήματα που επηρέαζαν την εξωτερική τους πολιτική είχαν και πολλές άλλες πόλεις.
Αιφνιδιασμένοι και απροετοίμαστοι, οι Πέρσες είχαν χρειαστεί έξι ολόκληρα χρόνια για να καταστείλουν την εξέγερση των Ιώνων. Αλλά δεν σκόπευαν να επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Γνώριζαν πλέον καλά τις αντιθέσεις του ελληνικού κόσμου και ήταν αποφασισμένοι να τις εκμεταλλευτούν. Άρχισαν λοιπόν να ζητούν με απεσταλμένους υποταγή και συνεργασία. Οι περισσότερες απαντήσεις που λάμβαναν ήταν θετικές. Για τις λίγες αρνητικές αντιδράσεις χρειάζονταν άλλου είδους ενέργειες.
Το 492 οι Πέρσες ετοιμάστηκαν για μια μεγάλη επιχείρηση. Αρχηγός του πολυπληθούς στρατού και του στόλου ανέλαβε ο Μαρδόνιος. Ο στόλος όμως, καθώς περιέπλεε τον Άθω, έπεσε σε τρικυμία και έπαθε απροσδόκητη καταστροφή, ενώ ο στρατός δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από θρακικά φύλα. Ο ίδιος ο Μαρδόνιος τραυματίστηκε σοβαρά, και έτσι η εκστρατεία ματαιώθηκε. Έπρεπε να γίνουν νέες προετοιμασίες προκειμένου να συγκεντρωθεί νέο αξιόμαχο στράτευμα.
Το 490 οι Πέρσες αποφάσισαν να διασχίσουν το Αιγαίο με ισχυρές δυνάμεις και να επιτεθούν εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας. Σε ειδικά καράβια επιβίβασαν πολλά πολεμικά άλογα. Νέοι αρχηγοί του στρατού και του στόλου ανέλαβαν ο Μήδος Δάτις και ο Αρταφέρνης, γιος του ομώνυμου σατράπη των Σάρδεων και ανεψιός του Δαρείου. Σύμβουλος στην επιχείρηση ήταν ο Ιππίας, που ήλπιζε ότι θα του δινόταν και πάλι η εξουσία στην Αθήνα. Στη διαδρομή κατέλαβαν τη Νάξο (που είχε αντισταθεί με επιτυχία εννέα χρόνια νωρίτερα), έκαψαν τους ναούς της και αιχμαλώτισαν όσους κατοίκους συνέλαβαν. Σεβάστηκαν όμως και τίμησαν το ιερό νησί της Δήλου, θέλοντας ασφαλώς να δείξουν ότι δεν εχθρεύονταν τους θεούς των Ελλήνων. Η Δήλος, όπου σύμφωνα με τον μύθο είχαν γεννηθεί ο Απόλλων και η Άρτεμη, ήταν πανελλήνιο κέντρο λατρείας και ιερός τόπος όλων των Ιώνων ήδη από τον 8ο αιώνα. Η περιστολή των Περσών είχε αναμφίβολα συμβολική σημασία.
Η Ερέτρια υπέκυψε εύκολα ύστερα από σύντομη πολιορκία και προδοτικές ενέργειες πολιτών της. Οι Πέρσες σύλησαν τους ναούς, για να εκδικηθούν την καταστροφή των δικών τους ναών, και υποδούλωσαν τους κατοίκους. (Πεντακόσια χρόνια αργότερα οι απόγονοί τους κατοικούσαν ακόμη, καθώς λεγόταν, κοντά στη Βαβυλώνα, εκεί όπου τους είχε εγκαταστήσει ο Δαρείος.) Σειρά είχε πλέον η Αθήνα.
Ο πολυάριθμος στρατός και το ιππικό αποβιβάστηκαν στον
Μαραθώνα. Η ιδέα ήταν του Ιππία, που θυμήθηκε, καθώς φαίνεται, ότι από μια μάχη στον Μαραθώνα, στην οποία είχε πάρει μέρος και ο ίδιος, κρίθηκε η οριστική επικράτηση του πατέρα του στην τυραννία. Ο Μαραθώνας ήταν επίσης άριστη τοποθεσία για την ανάπτυξη του ιππικού. Οι Αθηναίοι έσπευσαν να παραταχθούν απέναντι από τους Πέρσες σε ένα ύψωμα. Όπως υπολόγισαν, είχαν να αντιμετωπίσουν δυνάμεις από 46 διαφορετικά έθνη.
Η αθηναϊκή δύναμη περιλάμβανε 10.000 οπλίτες. Οι Σπαρτιάτες, που είχαν ειδοποιηθεί, δεν έφτασαν εγκαίρως, διότι από θρησκευτική πρόληψη ανέμεναν την πανσέληνο πριν ξεκινήσουν. Ως μοναδική ενίσχυση κατέφθασαν μόνο οι Πλαταιείς με όλες τις δυνάμεις τους (πανδημεί), για να ανταποδώσουν στους Αθηναίους τη βοήθεια που είχαν λάβει στο παρελθόν. Είχαν συγκεντρώσει 1.000 άνδρες.
Αρχηγοί του αθηναϊκού στρατού ήταν ο Καλλίμαχος, που εκείνη τη χρονιά κατείχε το αξίωμα του πολέμαρχου, και δέκα στρατηγοί. Από αυτούς ξεχώριζε ο Μιλτιάδης, που γνώριζε καλά τους Πέρσες, εφόσον είχε διατελέσει τύραννος στη θρακική Χερσόνησο. Οι απόψεις των στρατηγών ήταν μοιρασμένες, αλλά ο Καλλίμαχος συντάχθηκε με τον Μιλτιάδη, και έτσι αποφασίστηκε να επιτεθούν πρώτοι οι Αθηναίοι εναντίον του εχθρού. Όπως πληροφορεί ο βυζαντινός λεξικογράφος της Σούδας, που συμπληρώνει στο σημείο αυτό μια σημαντική παράλειψη του Ηροδότου, ο Δάτις είχε ξαναφορτώσει κρυφά το ιππικό στα πλοία. Προφανώς, ο σκοπός του ήταν να κρατήσει με το πεζικό καθηλωμένους τους Αθηναίους οπλίτες στον Μαραθώνα και να επιτεθεί με το ιππικό στην αφύλακτη πόλη, περιπλέοντας το Σούνιο. Ωστόσο, οι Ίωνες, που συμμετείχαν στον περσικό στρατό, έδωσαν τη σημαντική αυτή πληροφορία στους Αθηναίους, και ο Μιλτιάδης έσπευσε να την εκμεταλλευτεί. Η επίθεση έπρεπε να γίνει γρήγορα, τη στιγμή που έλειπε το ιππικό και πριν οι περσικές δυνάμεις φτάσουν στο Φάληρο.
Μόλις έλαβαν την εντολή, οι Αθηναίοι οπλίτες όρμησαν τρέχοντας εναντίον των εισβολέων. Αυτό ήταν κάτι παρακινδυνευμένο, που γινόταν για πρώτη φορά. Ο οπλισμός των Ελλήνων ήταν βαρύς και το τρέξιμο τον έκανε ασφαλώς επαχθέστερο. Το πιο παράτολμο ήταν ωστόσο ότι η αθηναϊκή φάλαγγα, για να εξασφαλίσει το ίδιο εύρος με τις περσικές γραμμές, είχε μικρότερο βάθος στο κέντρο. Ένα ρήγμα στη φάλαγγα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Η νίκη όμως για τους Αθηναίους ήταν θριαμβευτική. Πολεμώντας χωρίς ιππικό και χωρίς τη συνοχή της φάλαγγας των οπλιτών, οι Πέρσες εγκλωβίστηκαν στο κέντρο του μετώπου και βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τους Αθηναίους, που κατάφεραν να ανασυνταχθούν στα νώτα τους.
Οι Πέρσες επιβιβάστηκαν στα πλοία με βαριές απώλειες, κάνοντας μιαν ακόμη προσπάθεια να φτάσουν στο Φάληρο πριν από τους Αθηναίους οπλίτες. (Το ιππικό θα πρέπει να βρισκόταν εν πλω.) Αλλά διαψεύστηκαν, διότι οι Αθηναίοι οπλίτες πρόλαβαν και επέστρεψαν εγκαίρως πεζή. Ηττημένοι, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία. Είχαν αφήσει στο πεδίο της μάχης, καθώς λεγόταν, περίπου 6.300 νεκρούς, ενώ οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς μόνο 192.
Στον Μαραθώνα δεν κρίθηκε αποκλειστικά η ελευθερία των Αθηναίων αλλά και η δημοκρατία τους. Από τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη είχαν περάσει μόλις δεκαεπτά χρόνια. Οι νέοι θεσμοί λειτουργούσαν κανονικά, αλλά δεν είχαν δοκιμαστεί σε συνθήκες σκληρής πολεμικής αναμέτρησης. Κανένας δεν γνώριζε εκείνη την εποχή εάν ένας στρατός μπορούσε να διοικηθεί αποτελεσματικά με δημοκρατικές διαδικασίες. Η απάντηση δόθηκε για πρώτη φορά.
Τον αθηναϊκό στρατό διοικούσαν εκλεγμένοι άρχοντες: ο πολέμαρχος και οι στρατηγοί, με ετήσια θητεία και υποχρέωση να λογοδοτούν δημοσίως για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Την απόφαση να παραταχθεί το αθηναϊκό στράτευμα στον Μαραθώνα την έλαβε η ίδια η Εκκλησία του Δήμου. Παρά την πίεση των γεγονότων, συνήλθε για να συζητήσει και να εγκρίνει σχετικό ψήφισμα που υπέβαλε ο Μιλτιάδης. Στο πεδίο της μάχης, πάλι, οι εκλεγμένοι στρατηγοί όφειλαν να ενεργούν ύστερα από συζήτηση και ψηφοφορία. Η κρίσιμη απόφαση πάρθηκε με μία ψήφο διαφορά. Έτσι, καθώς οι Αθηναίοι κατατρόπωναν τους Πέρσες, διαβεβαίωναν τους πάντες αλλά κυρίως τον εαυτό τους ότι η δημοκρατία ήταν ένα καλό πολίτευμα - ακόμη και στον πόλεμο.
Οι Πέρσες ήταν υποχρεωμένοι να επανέλθουν. Για την έκταση και τη δύναμη της αυτοκρατορίας τους μια μάχη όπως αυτή στον Μαραθώνα δεν ήταν κάτι άξιο λόγου. Είχε τρωθεί όμως το γόητρό τους, και αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσαν να ανεχθούν. Άρχισαν λοιπόν να προετοιμάζονται για μια νέα επιχείρηση, που θα είχε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από κάθε προηγούμενη.
Για τρία χρόνια ολόκληρη η Ασία αναστατώθηκε από τη στρατολόγηση ανδρών. Τον τέταρτο, όταν πλέον οι προετοιμασίες πλησίαζαν στο τέλος τους, οι Αιγύπτιοι αποσκίρτησαν από την αυτοκρατορία και οι Βαβυλώνιοι εξεγέρθηκαν. Ο Μαραθώνας, όπως φαίνεται, είχε δείξει ότι οι Πέρσες δεν ήταν ανίκητοι. Μαζί με το γόητρο των Περσών έπρεπε να αποκατασταθεί η ακεραιότητα και η συνοχή της αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος σχεδίασε πρώτα να καταπνίξει την εξέγερση και μετά να βαδίσει εναντίον των Ελλήνων. Αλλά τον επόμενο χρόνο πέθανε, ύστερα από τριάντα έξι χρόνια στην εξουσία. Την ολοκλήρωση των σχεδίων του ανέλαβε ο γιος του Ξέρξης (486-465).
Το 484 ο Ξέρξης υπέταξε την Αίγυπτο, που είχε για δύο περίπου χρόνια ανακτήσει την ανεξαρτησία της. Αμέσως μετά εισήλθε στη Βαβυλώνα. Ανάμεσα σε πολλά άλλα αφαίρεσε από τον ναό ένα ολόχρυσο λατρευτικό άγαλμα και σκότωσε τον ιερέα που του αντιστάθηκε. Μετά άρχισε πάλι τις ετοιμασίες εναντίον των Ελλήνων. Γνώριζε ότι αποτελούσαν το μόνο άξιο λόγου εμπόδιο στην πορεία του προς τη Δύση. Φαντάστηκε έτσι την περσική γη να αποκτά για σύνορα τον «αιθέρα του Δία».
Το 480, έχοντας οργανώσει τη μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιχείρηση που γνώρισε ο αρχαίος κόσμος έως την εποχή του, γεφύρωσε τον Ελλήσποντο, άνοιξε διώρυγα στον Άθω, για να περάσουν χωρίς κίνδυνο τα καράβια του, και άρχισε να κατευθύνεται αργά προς την Αθήνα. Στον στρατό του συμμετείχαν άνδρες από τη μακρινή Ινδία έως τα ιωνικά παράλια. Ο Ηρόδοτος απαριθμεί 61 έθνη και 17 διαφορετικούς τύπους οπλισμού. Μεταφέροντας τις εκτιμήσεις της εποχής και προβαίνοντας σε δικούς του υπολογισμούς, ισχυρίστηκε ότι ο στρατός του Ξέρξη είχε 2.641.610 πολεμιστές (από τους οποίους βεβαίως αρκετοί ήταν Έλληνες) και περίπου άλλους τόσους υπηρέτες. Κοντά σε αυτούς πορεύονταν γυναίκες που ζύμωναν το ψωμί, παλλακίδες και ευνούχοι. Τα καράβια των Περσών τα ανεβάζει σε 1.207. Οι αριθμοί αυτοί είναι πέρα από κάθε λογική ή φαντασία, αλλά δείχνουν την εντύπωση (και τον τρόμο) που προκάλεσε ο στρατός στο πέρασμά του.
Οι περισσότεροι Έλληνες, όσοι δεν είχαν ήδη υποταχθεί, έσπευσαν να αποδεχθούν την κυριαρχία των Περσών - άλλοι από φόβο, άλλοι από υπολογισμό και κάποιοι από πεποίθηση. Πρώτοι και καλύτεροι ανάμεσά τους οι Αλευάδες, οι τοπικοί άρχοντες της Θεσσαλίας. Ήδη από καιρό προσκαλούσαν τους Πέρσες και τους υπόσχονταν κάθε δυνατή βοήθεια. Το ίδιο έκαναν και άλλοι.
Οι Έλληνες που αποφάσισαν να αντισταθούν στους Πέρσες πήραν δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις. Πρώτον, να σταματήσουν τις έχθρες και τους πολέμους μεταξύ τους και, δεύτερον, να ζητήσουν τη συνεργασία ισχυρών πόλεων που, χωρίς να έχουν υποταχθεί στους Πέρσες, δεν συμμετείχαν έως εκείνη τη στιγμή στις προετοιμασίες. Έστειλαν για τον σκοπό αυτό αντιπροσωπείες στο Άργος, τη Σικελία, την Κέρκυρα και την Κρήτη. Ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε, αλλά ο δεύτερος όχι. Για διάφορους λόγους οι απαντήσεις που έλαβαν από ισχυρές ελληνικές πόλεις ήταν αρνητικές. Έτσι, οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι και όσοι συμμάχησαν μαζί τους υποχρεώθηκαν να ενεργήσουν μόνοι.
Οι Αθηναίοι συσκέφθηκαν και συναποφάσισαν με τους δημοκρατικούς τρόπους που είχαν καθιερώσει. Όπως συνηθιζόταν, ξεκίνησαν τις προετοιμασίες ζητώντας χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Ύστερα συνήλθαν για να εκτιμήσουν την απάντηση και να πάρουν τις αποφάσεις τους. Στη συζήτηση που έγινε στην Εκκλησία του Δήμου διαφώνησαν μεταξύ τους, όπως ήταν φυσικό σε μια δημοκρατία. Άλλοι εκτιμούσαν ότι έπρεπε να οχυρωθούν στην Ακρόπολη και άλλοι στα καράβια τους. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι θα αντιστέκονταν στους Πέρσες με όλες τους τις δυνάμεις. Εάν ήταν αναγκαίο θα έκαναν όποια υποχώρηση χρειαζόταν για να συνεργαστούν με τους συμμάχους τους. Στη συζήτηση παρενέβη ο Θεμιστοκλής, που στο πρόσφατο παρελθόν είχε πείσει τους Αθηναίους να κατασκευάσουν ισχυρό στόλο, και τους έπεισε ξανά να ρίξουν το βάρος στη θάλασσα.
Ένας ελληνικός στρατός 6.000 ή 7.000 ανδρών από διάφορες πόλεις, με αρχηγό τον βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα (490-480), αδελφό του Κλεομένη, αντιμετώπισε τους εισβολείς στις
Θερμοπύλες. Ταυτοχρόνως, ένας στόλος 270 πολεμικών πλοίων, με αρχηγό τον Σπαρτιάτη στρατηγό Ευρυβιάδη, συγκεντρώθηκε στο Αρτεμίσιο. Ακόμη και για τα ελληνικά δεδομένα, οι δυνάμεις αυτές ήταν πολύ μικρές. Στόχο τους δεν είχαν τη νίκη αλλά μάλλον την καθυστέρηση των Περσών, ώστε να γίνουν οι κατάλληλες προετοιμασίες. Ενώ ο στρατός του Ξέρξη παρέμενε καθηλωμένος για λίγες μέρες στις Θερμοπύλες, το ελληνικό ναυτικό αναζητούσε ευκαιρίες για να επιφέρει πλήγματα στα περσικά καράβια. Στις πρώτες θαλάσσιες αναμετρήσεις με τους Πέρσες οι Έλληνες σημείωσαν κάποιες επιτυχίες, αλλά τίποτε δεν είχε κριθεί.
Όταν έγινε φανερό ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν άλλο τον περσικό στρατό, ο Λεωνίδας κράτησε στο πεδίο της μάχης 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και 300 Θηβαίους, που δεν είχαν συνταχθεί με τη φιλοπερσική τους ηγεσία. Στο πεδίο της μάχης παρέμειναν επίσης οι πολυάριθμοι είλωτες που συνόδευαν τους Σπαρτιάτες στη μάχη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Λεωνίδας σχεδίασε μια νυχτερινή επίθεση για να σκοτώσει τον Ξέρξη, που αν πετύχαινε θα έδινε ίσως τέλος στην αναμέτρηση. Αλλά παρά τις επιτυχίες των Σπαρτιατών, το σχέδιο απέτυχε, και έτσι, πολεμώντας όλοι τους έως τον τελευταίο (για την ακρίβεια, τον διακοσιοστό ενενηκοστό όγδοο, αφού δύο σώθηκαν), έδωσαν τη δυνατότητα στον υπόλοιπο στρατό να υποχωρήσει συντεταγμένα, χωρίς να κινδυνεύει από το περσικό ιππικό. Η ήττα τους πάντως αποδόθηκε και σε προδοσία, που επέτρεψε στους Πέρσες να επιτεθούν στους Έλληνες από τα νώτα και να εκμεταλλευτούν τη βασική αδυναμία της φάλαγγας των οπλιτών. Οι 300 Λακεδαιμόνιοι ήταν όλοι ήδη πατέρες. Οι άτεκνοι υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη Σπάρτη, για να αποκτήσουν απογόνους. Ο θάνατός τους θα ήταν υπερβολικά σκληρό πλήγμα, αν δεν υπήρχαν παιδιά για να διατηρούν ζωντανή την ένδοξη μνήμη της θυσίας τους. Η ήττα του Λεωνίδα υποχρέωσε επίσης το ναυτικό να εγκαταλείψει τη θέση του.
Η πρώτη αυτή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών στην εκστρατεία του Ξέρξη δεν είχε μεγάλη στρατηγική σημασία. Είχε όμως μεγάλη επίπτωση στο ηθικό των δύο πλευρών. Η ελληνική πλευρά βίωσε εκείνη την εποχή την ήττα ως τραυματικό γεγονός, ενώ η περσική αναθάρρησε. Ύστερα από κατάλληλες σκηνοθετικές προετοιμασίες, ο Ξέρξης έδωσε άδεια στους στρατιώτες του να επιθεωρήσουν το πεδίο της μάχης και να δουν από κοντά τους νεκρούς Σπαρτιάτες. Η μαζική προσέλευση βεβαιώνει ότι ο περσικός στρατός, παρά τον όγκο του, αισθανόταν ένα δέος έναντι των Ελλήνων πολεμιστών. Πεντακόσια χρόνια αργότερα οι ντόπιοι επιδείκνυαν στους επισκέπτες το μνημείο του Λεωνίδα και το ακριβές σημείο όπου είχαν αναμετρηθεί οι δύο στρατοί.
Στο μεταξύ, καθώς τελείωνε η μάχη των Θερμοπυλών, οι Έλληνες, όπως κάθε τέσσερα χρόνια, γιόρταζαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο ελληνικός στόλος που έφυγε από το Αρτεμίσιο συγκεντρώθηκε στη Σαλαμίνα. Τον αποτελούσαν 380 πλοία, από τα οποία τα μισά τουλάχιστον ήταν αθηναϊκά, αλλά γενικός αρχηγός ανέλαβε και πάλι ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης. Η ανάγκη να καταστρωθούν νέα σχέδια ήταν πλέον προφανής.
Καθώς οι Σπαρτιάτες με τους συμμάχους τους τείχιζαν τον Ισθμό για να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο, οι υπόλοιπες πόλεις απέμειναν παντελώς απροστάτευτες. Αρκετοί Έλληνες, ανάμεσα τους οι Αθηναίοι, μάζεψαν τα γυναικόπαιδα και τους δούλους τους και τους φυγάδεψαν όπως μπορούσαν. Στο μεταξύ ο Ξέρξης κατέστρεφε κάθε πόλη που του αντιστεκόταν αλλά και αυτές που είχαν εγκαταλειφθεί. Πυρπόλησε έτσι τη χώρα των Θεσπιέων και των Πλαταιέων, καθώς επίσης την Αθήνα - μαζί και τον ναό της Αθηνάς. Ένας από τους αντικειμενικούς στόχους της εκστρατείας του είχε πλέον επιτευχθεί. Μόνο τους ιερούς Δελφούς, που έτσι κι αλλιώς είχαν συνταχθεί με το μέρος του, άφησε απείραχτους.
Στο συμβούλιο των Ελλήνων στρατηγών τέθηκε το ζήτημα εάν θα κατευθυνόταν και ο στόλος στον Ισθμό για να συνεργαστεί καλύτερα με το πεζικό. Υπερίσχυσε η γνώμη του Θεμιστοκλή, και η ναυμαχία δόθηκε στα στενά της Σαλαμίνας. Από τη μια πλευρά παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι απέναντι από τους Φοίνικες, και οι Λακεδαιμόνιοι απέναντι από τους Ίωνες· από την άλλη πλευρά οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς· στο κέντρο συγκεντρώθηκαν οι υπόλοιποι Έλληνες. Η ναυμαχία ήταν δύσκολη και τα προγνωστικά αμφίβολα. Αλλά στο περσικό ναυτικό ο συντονισμός δεν ήταν επιτυχής, ενώ οι ελιγμοί των πλοίων στα στενά αποδείχτηκαν δυσχερείς. Μέσα στη σύγχυση που επικράτησε οι Έλληνες έδειξαν όλη την τέχνη και την ανδρεία τους, κατατροπώνοντας τους εισβολείς. Έχασαν 40 πλοία και βύθισαν περισσότερα από 200, πέρα από αυτά που αιχμαλώτισαν. Επιπλέον, καθώς οι ναυαγοί του εχθρού πνίγονταν μαζικά, οι δικοί τους ναυαγοί, έμπειροι στα θαλασσινά, κολυμπούσαν έως τις πλησιέστερες στεριές.
Ο Ξέρξης, που παρακολουθούσε προσεκτικά την έκβαση της αναμέτρησης από τους πρόποδες του Αιγάλεω, κρατούσε σημειώσεις για να επιβραβεύσει τους θαρραλέους και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους της ήττας. Όταν είδε το αποτέλεσμα επέστρεψε βιαστικά στην Περσία με το ναυτικό του που είχε σωθεί. Φοβόταν πλέον ότι οι Έλληνες θα έσπευδαν πρώτοι να καταστρέψουν τη γέφυρα στον Ελλήσποντο, αποκόβοντας τον στρατό του από την Ασία.
Ο Ηρόδοτος έγραψε πολλά για να επαινέσει τους Αθηναίους, το θάρρος και την αποφασιστικότητά τους. Ο χαρακτηρισμός που τους δίνει, «σωτήρες της Ελλάδας», τα συμπυκνώνει όλα. Τη δόξα για τη νίκη είχε πάρει άλλωστε ο Θεμιστοκλής.
Η ήττα των Περσών ήταν πολύ σοβαρή. Ο στόλος που είχαν συγκεντρώσει με μεγάλη φροντίδα δοκιμάστηκε ενώπιον του βασιλιά του και αποδείχθηκε ανίκανος να αντιμετωπίσει τους Έλληνες. Οι υψηλές φιλοδοξίες των Περσών να κυριαρχήσουν στη θάλασσα διαψεύδονταν. Επιπλέον, άρχισαν και τριγμοί στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Οι αποστασίες στη Χαλκιδική ήταν το προμήνυμα. Πολλές ιωνικές πόλεις ήταν επίσης ανήσυχες και ζητούσαν πάλι τη συνδρομή των Σπαρτιατών για να ελευθερωθούν. Στη Βαβυλώνα ξέσπασε εξέγερση. Ωστόσο, οι πιο αξιόμαχες δυνάμεις των Περσών παρέμεναν ανίκητες. Με αρχηγό τον Μαρδόνιο, συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία για να ξεχειμάσουν και να συνεχίσουν την κατάκτηση της Ελλάδας την άνοιξη.
Εντωμεταξύ στη Δύση εξελισσόταν μια άλλη μεγάλη αναμέτρηση. Η αυξανόμενη δύναμη των Καρχηδονίων στη βόρεια Αφρική και η πίεση των Ετρούσκων στην Ιταλία ήταν η κύρια αιτία που οι Έλληνες της Δύσης δεν είχαν συνδράμει τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες στον αγώνα τους εναντίον των Περσών. Άλλωστε, και οι ίδιοι βρίσκονταν σε διαρκείς αντιπαραθέσεις μεταξύ τους. Όταν ο έκπτωτος τύραννος μιας σικελικής πόλης ζήτησε τη συνδρομή των Καρχηδονίων, αυτοί έσπευσαν να ανταποκριθούν.
Την ίδια εποχή που γινόταν η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, ο τύραννος των Συρακουσών Γέλων κατατρόπωσε τους Καρχηδόνιους στην Ιμέρα και εξασφάλισε την κυριαρχία του σε μεγάλο τμήμα της Σικελίας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 474, ο αδελφός του και διάδοχος στη τυραννία Ιέρων νίκησε τους Ετρούσκους σε μια ναυμαχία έξω από την Κύμη. Οι Έλληνες της Δύσης εξασφάλισαν έτσι και αυτοί την ανεξαρτησία τους. Ασφαλώς δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί ότι, παρά τη συντριπτική τους ήττα, οι Καρχηδόνιοι έμελλε να γίνουν πολύ ισχυρότεροι, ενώ αντίθετα οι ηττημένοι Ετρούσκοι άφηναν ανοιχτό το πεδίο για τη ραγδαία ανάπτυξη της Ρώμης.
Η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες δόθηκε στις Πλαταιές το 479. Ο Μαρδόνιος διέθετε πλέον έναν στρατό πολύ μικρότερο από αυτόν που είχε αρχικά κινητοποιηθεί, αλλά πάντα αξιόμαχο. Ο Ηρόδοτος, δίνοντας για μια ακόμη φορά έναν υπερβολικό αριθμό, αναφέρεται σε 300.000 άνδρες πεζούς και ιππικό. Με αυτούς άλλωστε συμπαρατάχτηκαν και πάρα πολλοί Έλληνες - ίσως και 50.000 άνδρες, όπως υπολόγισε ο ιστορικός.
Οι Έλληνες που ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν γνώριζαν καλά ότι τα πάντα θα κρίνονταν πλέον στην ξηρά. Για πρώτη και τελευταία φορά στην αρχαία ελληνική ιστορία τόσοι Έλληνες, από τόσες πόλεις, παρατάχθηκαν μαζί για να πετύχουν έναν κοινό σκοπό. Ο Ηρόδοτος υπολόγισε ότι το σύνολο των οπλιτών ήταν 40.500 και το σύνολο των ελαφρά οπλισμένων 69.500, μαζί και οι είλωτες. Όλοι αυτοί προέρχονταν από 25 διαφορετικές πόλεις, πολλές από τις οποίες είχαν ασφαλώς στείλει το σύνολο των ανδρών που μπορούσαν να στρατευτούν (πανστρατιά). Δύο ακόμη πόλεις έστειλαν τον στρατό τους με καθυστέρηση και δεν πρόλαβαν τη μάχη. Αρχηγός των συνασπισμένων δυνάμεων ήταν ο Παυσανίας, επίτροπος του ανήλικου γιου του Λεωνίδα.
Η μάχη των Πλαταιών κράτησε συνολικά πολλές μέρες, με μεγάλα στάδια αναμονής και αναδιάταξης. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, οι Έλληνες παρατάχθηκαν όλοι μαζί, στη δεξιά πτέρυγα οι Σπαρτιάτες και στην αριστερή οι Αθηναίοι. Ανάμεσά τους οι υπόλοιποι. Ωστόσο, την κρισιμότερη στιγμή το βάρος το μοιράστηκαν αποκλειστικά οι Σπαρτιάτες, που υποχρεώθηκαν μαζί με τους Τεγεάτες να αντιμετωπίσουν το περσικό πεζικό, οι Αθηναίοι, που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν το ιππικό των Θεσσαλών και των Βοιωτών, καθώς και οι οπλίτες της Θήβας. Το αποτέλεσμα παρέμενε αμφίρροπο, καθώς και οι δύο πλευρές πολεμούσαν με αποφασιστικότητα. Όταν όμως ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε πολεμώντας, η μάχη κρίθηκε σχετικά γρήγορα. Οι Πέρσες, που ήταν αποτελεσματικοί στην επίθεση, και μάλιστα με το ιππικό τους, αποδείχθηκαν πολύ κακοί στην υποχώρηση. Η αμφίρροπη αναμέτρηση εξελίχθηκε έτσι σε σφαγή. Οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι και οι Τεγεάτες μετρούσαν τους νεκρούς της τελικής μάχης σε δεκάδες άνδρες, ενώ οι Πέρσες σε δεκάδες χιλιάδες. Το ένα δέκατο από τα πλουσιότατα λάφυρα οι Έλληνες νικητές το αφιέρωσαν στους πανελλήνιους θεούς των Δελφών, της Ολυμπίας και σε άλλα ιερά.
Την ίδια μέρα που ο συνασπισμένος στρατός των Ελλήνων νικούσε στις Πλαταιές, ο στόλος καταδίωκε τους Πέρσες στη Μυκάλη. Οι Πέρσες δεν τόλμησαν να αντισταθούν στη θάλασσα και η μάχη κρίθηκε πάλι στη στεριά. Καθώς η νίκη έγερνε προς την πλευρά των Ελλήνων, οι Ίωνες που πολεμούσαν στο πλευρό των Περσών άλλαξαν στρατόπεδο και στράφηκαν εναντίον τους - πρώτοι και καλύτεροι οι Σάμιοι και οι Μιλήσιοι. Έτσι, είκοσι ακριβώς χρόνια μετά την εξέγερσή τους εναντίον του Δαρείου, οι Ίωνες απελευθερώθηκαν για δεύτερη φορά.
Μετά τον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές τίποτε πια δεν ήταν ίδιο στον κόσμο των Ελλήνων - ούτε άλλωστε στον κόσμο των Περσών. Οι Έλληνες που είχαν αντισταθεί με επιτυχία στις εισβολές αποκτούσαν συνείδηση υπεροχής και ανωτερότητας. Στο ελληνικό λεξιλόγιο η λέξη βάρβαρος, με την οποία αποκαλούνταν ως αλλοεθνείς και αλλόγλωσσοι οι Πέρσες και οι λαοί που κυβερνούσαν, σήμαινε πλέον αυτόν που από την ίδια του τη φύση ήταν κατώτερος. Με την αυτοπεποίθηση και την υπεροψία που απέκτησαν, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες δεν έβλεπαν πλέον τον λόγο να συμμαχούν μεταξύ τους. Ο μεγάλος κίνδυνος από την Ανατολή είχε αποσοβηθεί, και έτσι οι παλαιοί τους ανταγωνισμοί μπορούσαν να εκδηλωθούν και πάλι ελεύθερα.
Στον μισό αιώνα που ακολούθησε μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων (περίοδος γνωστή ήδη από την αρχαιότητα ως Πεντηκονταετία) οι ισορροπίες στον ελληνικό κόσμο άλλαξαν. Παρά το κύρος που απέκτησε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, η Σπάρτη έσπευσε να κλειστεί γρήγορα στα σύνορά της. Ο μεγάλος αγώνας εναντίον των Περσών, στον οποίο ηγήθηκε με απόλυτη επιτυχία, την είχε οδηγήσει στα όριά της. Η απουσία του στρατού της από την πόλη για μεγάλο διάστημα ανέδειξε τη μόνιμη και εγγενή αδυναμία της, καθώς οι είλωτες ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία. Άλλωστε, σύντομα έμελλε να ξεσηκωθούν ανοιχτά.
Η Αθήνα είχε την ευχέρεια να ακολουθήσει μια τελείως διαφορετική πολιτική. Αμέσως μετά τις μεγάλες αναμετρήσεις με τους Πέρσες, ανέλαβε την ηγεσία του αγώνα για την απελευθέρωση των Ιώνων και την αντιμετώπιση ενδεχόμενης νέας απειλής. Με δική της πρωτοβουλία συγκροτήθηκε μια συμμαχία εκατοντάδων ελληνικών πόλεων, που είχε ως κέντρο το ιερό νησί της Δήλου. Η στροφή στη θάλασσα, την οποία είχε εισηγηθεί ο Θεμιστοκλής, ολοκληρώθηκε. Την πόλη προστάτευαν πλέον ένα πανίσχυρο ναυτικό και τα Μακρά Τείχη, που σταδιακά ένωσαν το άστυ με τον Πειραιά.
Η Συμμαχία της Δήλου βασιζόταν πρώτα και καλύτερα στο ναυτικό της Αθήνας, της Χίου, της Σάμου και της Λέσβου. Οι υπόλοιπες πόλεις συνεισέφεραν οικονομικά, με ποσά σαφώς μικρότερα από αυτά που παλαιότερα ήταν υποχρεωμένες να καταβάλλουν στους Πέρσες. Η έκβαση των αγώνων είχε πείσει τους Έλληνες των μικρασιατικών παραλίων και πολλών νησιών του Αιγαίου ότι μια μόνιμη συμμαχία δεν ήταν μόνο επιθυμητή αλλά και εφικτή. Όταν η Συμμαχία έφτασε τη μέγιστη ακμή της, συμμετείχαν σε αυτήν περισσότερες από 400 ανεξάρτητες ελληνικές πόλεις.
Η ισχύς της Αθήνας και η προθυμία της να συνεχίσει τις πολεμικές προετοιμασίες την κατέστησαν αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της κοινής προσπάθειας. Νέες αναμετρήσεις με τους Πέρσες υπενθύμιζαν άλλωστε διαρκώς ότι ο κίνδυνος δεν είχε εκλείψει. Με στρατηγό τον Κίμωνα, τον γιο του Μιλτιάδη, οι Αθηναίοι συνέτριψαν ταυτοχρόνως το περσικό (δηλαδή το φοινικικό) ναυτικό και το πεζικό στις εκβολές του ποταμού Ευρυμέδοντα της Παμφυλίας. Όταν όμως οι Αθηναίοι προσπάθησαν να αναμειχθούν στις περσικές επιχειρήσεις στην Αίγυπτο, υπέστησαν μια μεγάλη ήττα. Το 454 το κοινό ταμείο της Συμμαχίας μεταφέρθηκε για ασφάλεια από τη Δήλο στην Αθήνα και η ίδια η συμμαχία μετατράπηκε σε αθηναϊκή ηγεμονία.
Οι διαδοχικές νίκες της Αθήνας δυνάμωσαν και τη δημοκρατία της. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη Σαλαμίνα, ακόμη και ο μεγάλος της πρωταγωνιστής, ο Θεμιστοκλής, ανακάλυψε ότι δεν είχε πλέον θέση στην πόλη. Με τη διαδικασία του οστρακισμού υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πόλη του και, ύστερα από μεγάλες περιπέτειες, να αναζητήσει καταφύγιο στην περσική αυλή. Ο Ξέρξης είχε δολοφονηθεί, και ο γιος του, ο νέος βασιλιάς Αρταξέρξης Α' (465-424), έσπευσε να υποδεχθεί πρόθυμα τον άνδρα που ταπείνωσε την αυτοκρατορία του. Για ένα σύντομο διάστημα στην Αθήνα άσκησε την επιρροή του ο συντηρητικός πολιτικός Κίμων. Αλλά οι δημοκρατικοί, με επικεφαλής τον Εφιάλτη, ήταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε νέες, ριζικές μεταρρυθμίσεις. Δέκα χρόνια μετά την πτώση του Θεμιστοκλή, οστρακίστηκε και ο Κίμων. Με τη δολοφονία του Εφιάλτη το 461, η αθηναϊκή δημοκρατία βρήκε στο πρόσωπο του Περικλή τον επιφανέστερο ηγέτη της. Με τη δική του καθοδήγηση η αθηναϊκή δημοκρατία έφτασε στη μεγαλύτερή της ακμή.
Στη Σπάρτη ο εσωτερικός αγώνας διεξαγόταν με ακόμη μεγαλύτερη βιαιότητα. Ο μεγάλος νικητής των Πλαταιών, ο Παυσανίας, άρχισε να δρα στο Αιγαίο αυτόνομα, χωρίς την έγκριση της πόλης του. Ορισμένοι τον κατηγόρησαν για συνεργασία με τους Πέρσες και τον ανακάλεσαν να λογοδοτήσει. Στο τέλος μια επώδυνης διαδικασίας οδηγήθηκε σε έναν βασανιστικό θάνατο από ασιτία. Τα ηνία της πόλης έπαιρναν όλο και περισσότερο οι αιρετοί έφοροι, που περιόριζαν την εξουσία των βασιλέων και των στρατηγών. Σύντομα, ωστόσο, ένας καταστροφικός σεισμός έδωσε την ευκαιρία στους είλωτες να ξεσηκωθούν για μια ακόμη φορά. Στον λεγόμενο Γ' Μεσσηνιακό Πόλεμο, που κράτησε πολλά χρόνια, συμμετείχαν μάλιστα με το μέρος των ειλώτων και περίοικοι. Οι Σπαρτιάτες επέβαλαν με μεγάλο κόπο και κόστος την κυριαρχία τους.
Η Πεντηκονταετία ήταν επίσης πολύ σημαντική για τους Έλληνες που κατοικούσαν στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία. Η τυραννία, που είχε επιβληθεί στις περισσότερες πόλεις της περιοχής, αποδείχθηκε κατάλληλο πολίτευμα για τους αγώνες εναντίον των Καρχηδονίων και των Ετρούσκων. Εκτός των άλλων επέτρεπε τη σύναψη συμμαχιών, που σφραγίζονταν με επιγαμίες των τυράννων. Οι πληροφορίες που δίνει ο Θουκυδίδης δεν είναι πολλές, συμπληρώνονται όμως θαυμάσια από έναν αρκετά μεταγενέστερο ιστορικό. Αντιγράφοντας από παλαιότερους συγγραφείς, ο Διόδωρος Σικελιώτης συγκέντρωσε άφθονες ειδήσεις για τον τόπο της καταγωγής του.
Οι τύραννοι της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, ενισχυμένοι από τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, επιδόθηκαν σε ειρηνικά έργα. Η μεγάλη τους νίκη εναντίον των Καρχηδονίων δεν τους εξασφάλισε μόνο την ασφάλεια που χρειάζονταν αλλά και υπερβολικά μεγάλο πλήθος αιχμαλώτων. Μοιρασμένοι στις διάφορες πόλεις ως δούλοι, οι αιχμάλωτοι αξιοποιήθηκαν για την κατασκευή περίλαμπρων κτιρίων, υπονόμων αλλά και ιχθυοτροφείων. Πολλοί κατέληξαν στην ιδιοκτησία ιδιωτών και εργάστηκαν για τον εξωραϊσμό της υπαίθρου. Λέγεται ότι ορισμένοι δεσπότες είχαν στην ιδιοκτησία τους περίπου 500 δούλους ο καθένας. Τα αμπέλια και τα δέντρα που φυτεύτηκαν απέδωσαν μεγάλα εισοδήματα στον
Ακράγαντα και τις άλλες πόλεις. Στις συνθήκες ευημερίας που επικράτησαν οι τύραννοι της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας προώθησαν ιδιαιτέρως τις τέχνες και τα γράμματα. Διάσημοι ποιητές προσκλήθηκαν από τις μητροπόλεις να δοξάσουν τους αθλητές των πόλεών τους και να διασκεδάσουν τους πολίτες.
Όπως όμως είχε ήδη συμβεί σε άλλες ελληνικές πόλεις, οι τύραννοι έπεσαν θύματα των επιτυχιών τους. Σε συνθήκες ευημερίας και σχετικής ασφάλειας οι πολίτες επιδόθηκαν στην αύξηση της παραγωγής τους και το εμπόριο. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ανακάλυπτε έτσι ότι η τυραννία δεν ήταν το πολίτευμα της αρεσκείας του. Όλο και περισσότεροι πολίτες στις Συρακούσες, τον Ακράγαντα και άλλες πόλεις επιθυμούσαν και διεκδικούσαν συμμετοχή στην πολιτική διακυβέρνηση. Οι περισσότερες τυραννίες ανατράπηκαν και αντικαταστάθηκαν από δημοκρατίες. Πρότυπο ορισμένων ήταν ασφαλώς η Αθήνα.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες της Σικελίας ήταν η αυξανόμενη δυσαρέσκεια τοπικών πληθυσμών, τους οποίους από την εποχή του μεγάλου αποικισμού είχαν υποτάξει ή απωθήσει στο εσωτερικά του νησιού. Μια μεγάλη εξέγερση σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες. Οι Σικελοί ανέδειξαν δικό τους βασιλιά και συγκρότησαν ένα κοινόν, στο οποίο συμμετείχαν πολλές πολιτείες. Στο πλευρό τους βρέθηκαν και ορισμένοι Έλληνες. Το 451 ο βασιλιάς τους, που τον έλεγαν Δουκέτιο, κατάφερε να νικήσει ακόμη και τον ενωμένο στρατό των Συρακούσιων και των Ακραγαντίνων. Αλλά οι επιτυχίες του αποδείχθηκαν βραχύβιες, καθώς οι Συρακούσιοι πέτυχαν τελικά να επιβληθούν.
Οι Έλληνες της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας είχαν διαρκείς και σταθερές σχέσεις με τις μητροπόλεις τους και τους άλλους Έλληνες. Δραστήριοι στην περιοχή τους ήταν τόσο οι Σπαρτιάτες όσο και οι Αθηναίοι. Οι Σπαρτιάτες διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με την αποικία τους, τον Τάραντα, από όπου παρακολουθούσαν τις τοπικές εξελίξεις και συμμετείχαν σε αυτές. Οι Αθηναίοι, πάλι, όποτε έβρισκαν ευκαιρία, προχωρούσαν σε συμμαχίες με διάφορες πόλεις, ακόμη και μη ελληνικές. Ο ανταγωνισμός των δύο μεγάλων ελληνικών πόλεων επεκτάθηκε στη Σικελία πολύ πριν ξεσπάσει μεταξύ τους ανοιχτός πόλεμος.