Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἱππόλυτος (856-901)

ΘΗ. ἔα ἔα·
τί δή ποθ᾽ ἥδε δέλτος ἐκ φίλης χερὸς
ἠρτημένη; θέλει τι σημῆναι νέον;
ἀλλ᾽ ἦ λέχους μοι καὶ τέκνων ἐπιστολὰς
ἔγραψεν ἡ δύστηνος, ἐξαιτουμένη;
860 θάρσει, τάλαινα· λέκτρα γὰρ τὰ Θησέως
οὐκ ἔστι δῶμά θ᾽ ἥτις εἴσεισιν γυνή.
καὶ μὴν τύποι γε σφενδόνης χρυσηλάτου
τῆς οὐκέτ᾽ οὔσης οἵδε προσσαίνουσί με.
φέρ᾽ ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων
865 ἴδω τί λέξαι δέλτος ἥδε μοι θέλει.
ΧΟ. φεῦ φεῦ, τόδ᾽ αὖ νεοχμὸν ἐκδοχαῖς
ἐπεισφρεῖ θεὸς κακόν· †ἐμοὶ [μὲν οὖν ἀβίοτος βίου]
τύχα πρὸς τὸ κρανθὲν εἴη τυχεῖν·†
ὀλομένους γάρ, οὐκέτ᾽ ὄντας, λέγω,
870 φεῦ φεῦ, τῶν ἐμῶν τυράννων δόμους.
[ὦ δαῖμον, εἴ πως ἔστι, μὴ σφήληις δόμους,
αἰτουμένης δὲ κλῦθί μου· πρὸς γάρ τινος
οἰωνὸν ὥστε μάντις εἰσορῶ κακόν.]
ΘΗ. οἴμοι, τόδ᾽ οἷον ἄλλο πρὸς κακῶι κακόν,
875 οὐ τλητὸν οὐδὲ λεκτόν· ὦ τάλας ἐγώ.
ΧΟ. τί χρῆμα; λέξον, εἴ τί μοι λόγου μέτα.
ΘΗ. βοᾶι βοᾶι δέλτος ἄλαστα· πᾶι φύγω
βάρος κακῶν; ἀπὸ γὰρ ὀλόμενος οἴχομαι,
οἷον οἷον εἶδον γραφαῖς μέλος
880 φθεγγόμενον τλάμων.
ΧΟ. αἰαῖ, κακῶν ἀρχηγὸν ἐκφαίνεις λόγον.
ΘΗ. τόδε μὲν οὐκέτι στόματος ἐν πύλαις
καθέξω δυσεκπέρατον ὀλοὸν
κακόν· ἰὼ πόλις.
885 Ἱππόλυτος εὐνῆς τῆς ἐμῆς ἔτλη θιγεῖν
βίαι, τὸ σεμνὸν Ζηνὸς ὄμμ᾽ ἀτιμάσας.
ἀλλ᾽, ὦ πάτερ Πόσειδον, ἃς ἐμοί ποτε
ἀρὰς ὑπέσχου τρεῖς, μιᾶι κατέργασαι
τούτων ἐμὸν παῖδ᾽, ἡμέραν δὲ μὴ φύγοι
890 τήνδ᾽, εἴπερ ἡμῖν ὤπασας σαφεῖς ἀράς.
ΧΟ. ἄναξ, ἀπεύχου ταῦτα πρὸς θεῶν πάλιν,
γνώσηι γὰρ αὖθις ἀμπλακών· ἐμοὶ πιθοῦ.
ΘΗ. οὐκ ἔστι. καὶ πρός γ᾽ ἐξελῶ σφε τῆσδε γῆς,
δυοῖν δὲ μοίραιν θατέραι πεπλήξεται·
895 ἢ γὰρ Ποσειδῶν αὐτὸν εἰς Ἅιδου δόμους
θανόντα πέμψει τὰς ἐμὰς ἀρὰς σέβων
ἢ τῆσδε χώρας ἐκπεσὼν ἀλώμενος
ξένην ἐπ᾽ αἶαν λυπρὸν ἀντλήσει βίον.
ΧΟ. καὶ μὴν ὅδ᾽ αὐτὸς παῖς σὸς ἐς καιρὸν πάρα
900 Ἱππόλυτος· ὀργῆς δ᾽ ἐξανεὶς κακῆς, ἄναξ
Θησεῦ, τὸ λῶιστον σοῖσι βούλευσαι δόμοις.

***
ΘΗΣ. Ε! Ε!
Σαν τί ᾽ναι αυτό το γράμμα, που απ᾽ το χέρι
τ᾽ αγαπημένο κρέμεται; Κανένα
κακό καινούργιο μάς μηνάει; Ή κάτι
παραγγέλνει σ᾽ εμέ και τα παιδιά μας;
860 Σύχασε κακομοίρα. Άλλη γυναίκα
δε θα μπει στο κρεβάτι του Θησέα!
Μα το μάτι μου πήρε του χρυσού της
δαχτυλιδιού τη βούλα στο γραφτό της.
Φέρε να ξετυλίξουμε το δέμα
να ιδούμε τί το γράμμα της μας λέει.
ΧΟΡ. Πωπώ!
Άλλο πάλι θεοτικό
χτύπημα μας βρήκε. Τώρα
είναι αζώητ᾽ η ζωή μου!
Πάει, χαλάστηκε του αφέντη
870 —ώχου κι ώχου μου — το σπίτι!
Λυπήσου, θε μου, μη μας το γκρεμίσεις!
Τα παρακάλια μου άκου τα! Μαντεύω,
κακό μεγάλο από κακά σημάδια.
ΘΗΣ. Αχ, συφορές, η μια πάνου στην άλλη!
Αβάσταγη κι ανείπωτ᾽ η καινούργια!
ΚΟΡ. Τί πράμα; Πε μου, αν στέκει να τ᾽ ακούσω!
ΘΗΣ. Φωνάζει τρομερά η γραφή, φωνάζει!
Πού να φύγω, για να σωθώ απ᾽ το χτύπημα
τ᾽ ασήκωτο! Πάει χάθηκα!
Θανάσιμο είναι μοιρολόγι
880 για μέ το δύστυχο το γράμμα!
ΚΟΡ. Πολύ κακό μηνάει αυτός σου ο λόγος!
ΘΗΣ.
Δε θα κρατήσει το στόμα μου
τούτο τ᾽ ολέθριο, αξεπέραστο
ντρόπιασμα, ω πόλη!

Ν᾽ απλώσει χέρι τόλμησε ο Ιππόλυτος
με τη βία στο κρεβάτι μου, χωρίς
τ᾽ άγιο μάτι του Δία να φοβηθεί.
Πατέρα Ποσειδώνα, μου ᾽χεις τάξει,
τρία πράματ᾽ αν ζητήσω, να τα κάνεις.
Κάνε μου τώρα τούτο: να σκοτώσεις
το γιο μου, πριν τελειώσει τούτ᾽ η μέρα,
890 αν είναι αλήθεια τα ταξίματά σου.
ΚΟΡ. Βασιλιά, πάρε πίσω την κατάρα σου,
γιατί θα ιδείς μια μέρα πως γελάστηκες!
ΘΗΣ. Δε γίνεται! Και θα τον διώξω ακόμα
κι απ᾽ την πατρίδα κι έτσι έν᾽ απ᾽ τα δυο
τα κατά θα τον εύρει: ή ο Ποσειδώνας
θα τον στείλει νεκρόν στον Κάτου Κόσμο,
ακούοντας την κατάρα μου, ή διωγμένος
σε ξένες χώρες θα πλανιέται ξένος,
ώσπου ο θλιβερός βίος του να τελειώσει.
ΚΟΡ. Μα, νά τονε στην ώρα φτάνει ο γιος σου,
900 ο Ιππόλυτος! Χαλάρωσε, Θησέα,
την οργή σου και σκέψου το καλύτερο
για σένα και το σπίτι σου.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.: Η όψιμη κλασική περίοδος

7.4. Η κατωιταλιωτική κεραμική

7.4.1. Απουλικός ελικωτός κρατήρας με παράσταση του Ορέστη στους Δελφούς

Αναφέραμε ήδη ότι από το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. άρχισε στην Κάτω Ιταλία η παραγωγή ερυθρόμορφων αγγείων όμοιων με τα αττικά, με συνέπεια τον περιορισμό των αττικών εξαγωγών. Τα εργαστήρια που παρήγαν τα αγγεία αυτά τα δημιούργησαν πιθανότατα Αθηναίοι κεραμείς, οι οποίοι έφυγαν από την πόλη τους και εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία για να βρίσκονται πιο κοντά στις κύριες αγορές των προϊόντων τους. Τα πρώτα κατωιταλιωτικά αγγεία δύσκολα διακρίνονται από τα αττικά. Η κυριότερη διαφορά τους είναι ότι το μαύρο γάνωμά τους δεν έχει τη στιλπνότητα που χαρακτηρίζει εκείνο των προϊόντων του αττικού Κεραμεικού. Με την πάροδο του χρόνου τα εργαστήρια της Κάτω Ιταλίας (και αργότερα της Σικελίας) ανέπτυξαν το καθένα τη δική του χαρακτηριστική τεχνοτροπία.
 
Το πιο παραγωγικό από τα εργαστήρια αυτά ήταν το απουλικό, εγκατεστημένο στον Τάραντα, του οποίου η επίδραση στα υπόλοιπα είναι εμφανής, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 4ου αιώνα. Τα παλαιότερα απουλικά ερυθρόμορφα αγγεία χρονολογούνται στη δεκαετία 430-420 π.Χ.· είναι συνήθως μικρού μεγέθους και οι παραστάσεις τους είναι απλές, ενώ οι αγγειογράφοι αποφεύγουν τη χρήση πρόσθετων χρωμάτων. Από το τέλος του 5ου αιώνα όμως αρχίζουν να εμφανίζονται μεγάλα σχήματα, ιδιαίτερα κρατήρες, που διακοσμούνται με μεγάλες πολυπρόσωπες συνθέσεις, από τις οποίες δεν λείπουν τα πρόσθετα χρώματα, όπως το λευκό, το κίτρινο και το ιώδες. Ενδιαφέρον έχουν επίσης τα πλούσια φυτικά μοτίβα που κοσμούν κενές περιοχές στην επιφάνεια των αγγείων καθώς και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα οποία αποδίδονται με τη χρήση της προοπτικής.
 
Απουλικός ελικωτός κρατήρας με παράσταση του Ορέστη στους Δελφούς
 
Ένας μεγάλος ελικωτός κρατήρας, που προέρχεται από το Ruvo της Απουλίας και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεάπολης, έχει ύψος (μαζί με το καπάκι) 0,90 m και χρονολογείται γύρω στο 380 π.Χ. Στην κύρια όψη εικονίζεται μια μυθολογική σκηνή, εμπνευσμένη ίσως από τις Ευμενίδες του Αισχύλου. Πρέπει να πούμε ότι στα κατωιταλιωτικά αγγεία τα θεατρικά θέματα είναι συχνότερα από ό,τι στα αττικά. Βλέπουμε τον νεαρό Ορέστη σχεδόν γυμνό (το μόνο του ένδυμα είναι ένα μικρό ιμάτιο που πέφτει στα σκέλη του), με σανδάλια στα πόδια και με εγχειρίδιο στο δεξί του χέρι, να έχει καταφύγει στον ομφαλό των Δελφών (που καλύπτεται από ένα μάλλινο δίχτυ, το αγρηνόν) κυνηγημένος από τις Ερινύες μετά τον φόνο της μητέρας του της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου. Δίπλα στον ομφαλό διακρίνεται το ιερό δέντρο του Απόλλωνα, η δάφνη.
 
Ο Απόλλωνας, στεφανωμένος με δάφνη και με το τόξο στο αριστερό του χέρι, απλώνει το δεξί για να σταματήσει την απειλητική μαύρη Ερινύα επάνω αριστερά, που καταδιώκει τον Ορέστη κρατώντας ένα φίδι. Μπροστά στον Απόλλωνα και κάτω από την Ερινύα εικονίζεται η ηλικιωμένη ιέρεια, η Πυθία, με το χαρακτηριστικό της γνώρισμα, το κλειδί του ναού, στο πλάι, να φεύγει υψώνοντας έντρομη τα χέρια. Στο δεξιό άκρο της παράστασης το άγαλμα της Άρτεμης, της θεάς του κυνηγιού, φαίνεται να παρακολουθεί από μακριά όσα συμβαίνουν. Η σκηνή εκτυλίσσεται μέσα στον ναό των Δελφών, όπως δηλώνουν οι τρεις λευκοί ιωνικοί κίονες που στηρίζουν ένα επιστύλιο. Οι χάλκινοι τρίποδες ανάμεσα στις μορφές καθώς και η υδρία την οποία έχει αναποδογυρίσει ο Ορέστης με το ορμητικό του τρέξιμο είναι αναθήματα στον Απόλλωνα· το ίδιο και οι τροχοί αρμάτων και τα κράνη που κρέμονται στο βάθος. Ο λαιμός του αγγείου διακοσμείται με μια σειρά από ανθέμια και άνθη λωτού, ενώ στο καπάκι (που δεν είναι βέβαιο ότι ανήκει στο αγγείο) εικονίζεται μια καθιστή Μούσα που παίζει λύρα.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ - 2. Νομοθέτες και τύραννοι

2.5. Κυβέρνησε την πόλη στολίζοντάς την όμορφα και ταιριαστά

Οι θεοί των αρχαίων ήταν βεβαίως ανθρωπόμορφοι, αλλά δεν ήταν άνθρωποι. Μπορούσαν να παρουσιάζονται συχνά ως κοινοί θνητοί, αλλά ήταν αθάνατοι. Οι ανθρώπινες ενσαρκώσεις τους είχαν συμβεί στο μυθικό παρελθόν που αφηγούνταν οι ποιητές. Στο εκάστοτε παρόν οι άνθρωποι έβλεπαν τους θεούς με το φως της φαντασίας τους, όχι με τα ίδια τους τα μάτια· τις περισσότερες φορές, όχι όμως πάντα…
 
Κατά την πρώτη επιστροφή του Πεισίστρατου από την εξορία, τότε που ήρθε στην Αθήνα για να παντρευτεί την κόρη του Μεγακλή, οι Αθηναίοι είχαν τη σπάνια ευκαιρία να αντικρύσουν την πολιούχο της πόλης τους. Επρόκειτο βεβαίως για ένα τέχνασμα που σκοπό είχε να παρουσιάσει τον Πεισίστρατο ως θεοπρόβλητο ηγέτη. Το τέχνασμα όμως, αν και απλοϊκό κατά τη γνώμη του Ηροδότου που μας το παραδίδει, πέτυχε πλήρως. Λαός συνέρρευσε από όλες τις άκρες της Αττικής για να δει την Αθηνά σε πλήρη εξάρτυση πάνω σε άρμα να οδηγεί και να εγκαθιστά τον αγαπημένο της μονάρχη στην Ακρόπολη. Η ενότητα της Αθήνας τονώθηκε.
 
Η ιδέα ανήκε στον Μεγακλή. Κατά τον Ηρόδοτο, την Αθηνά υποδύθηκε μια πολίτις από την Παιανία ονόματι Φύα· κατ' άλλους, μια δούλη από τη Θράκη, μικροπωλήτρια λουλουδιών, που είχε το ίδιο όνομα. Η γυναίκα επιλέχθηκε με κριτήριο το ύψος και την ομορφιά της. Διδάχτηκε πώς να στέκεται μεγαλόπρεπα και πώς να κοιτάζει επιβλητικά, περιβλήθηκε με πανοπλία, κράνος και δόρυ, και στήθηκε στο στολισμένο άρμα. Τόσο λίγο απείχαν οι θεοί από τους ανθρώπους - όσο και η βαρβαρική ευπιστία από την αθηναϊκή ευστροφία. Ο Ηρόδοτος απορεί πώς πείστηκαν οι ευφυείς Αθηναίοι. Ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθεί τι ακριβώς θα τους εμπόδιζε να πειστούν. Πάντως, η ιστορία είναι ενδεικτική της σημασίας που είχαν οι πολλοί στην αποδοχή των τυράννων και της εξουσίας τους.
 
Επειδή δεν αναγνωρίζουμε τους αρχαίους θεούς, δεν μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε το πολιτιστικό μεγαλείο που ψυχικά έκρυβε αυτή η πολιτική πράξη. Στα μάτια των απλών Αθηναίων, όμως, τα αρχιτεκτονικά μνημεία με τα οποία κόσμησε αργότερα ο Πεισίστρατος την πόλη τους είχαν αναντίρρητα, εκτός από πατριωτική, και θρησκευτική σημασία: οι θεοί ήταν εκεί, δίπλα τους, και τους βοηθούσαν. Πρώτος από όλους οικοδομήθηκε ένας ναός στην Ακρόπολη για να τιμηθεί η Αθηνά - πιθανόν ως αντίδωρο για την ευεργεσία που είχε παράσχει στην πόλη της. Ύστερα τιμήθηκε ο πατέρας της, ύπατος των θεών, με μια μνημειώδη κατασκευή που ανέλαβε να ολοκληρώσει, πολλούς αιώνες αργότερα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός: οι σωζόμενοι μέχρι σήμερα στύλοι του Ολυμπίου Διός οφείλουν την ύπαρξή τους σε μια αρχική έμπνευση του Πεισίστρατου. Ολόκληρο το δωδεκάθεο βρήκε επίσης τη θέση του στο κέντρο της αγοράς, πάνω σε έναν πολυτελή βωμό που διατηρήθηκε για χρόνια. Ακολούθησαν άλλες, χρηστικότερες δημόσιες κατασκευές, όπως η Εννεάκρουνος, για να προμηθεύονται εύκολα νερό οι πολίτες.
 
Πρωτοφανής ήταν η αίγλη που κέρδισαν στα χρόνια του Πεισίστρατου τα Παναθήναια, μια ετήσια θρησκευτικοπολιτική γιορτή η οποία, από το μέσον του 6ου αιώνα, επαναλαμβανόταν κάθε τέσσερα χρόνια, πολυήμερη και με πανελλήνια λαμπρότητα. Στη γιορτή αυτή δοξάζονταν από κοινού η Αθήνα και η Αθηνά - ή έτσι περίπου κατέληξε να είναι, αφού η μεγαλοπρεπής πομπή που μετέφερε παραδοσιακά τον νέο πέπλο της Αθηνάς Πολιάδος πάνω στον ιστό ενός πλοίου προς τον ναό της στην Ακρόπολη έγινε τελικά η αφορμή για να επιδεικνύεται όλη η ομορφιά, η δεξιοτεχνία και η καλλιέργεια των νέων και των ενηλίκων της Αθήνας. Η πόλη έδειχνε στους Έλληνες που συνέρρεαν από παντού τη δύναμή της. Το γόητρο των Αθηναίων ενισχυόταν. Μια χαρακτηριστική αρματοδρομία που παρέπεμπε σε ένα απώτερο παρελθόν συνδύαζε την ομηρική τεχνική με την οπλιτική εξάρτυση: ο αναβάτης πηδούσε από το άρμα εν κινήσει και έτρεχε πεζός μέχρι το ορισμένο τέρμα του δρόμου, σε έναν αγώνα που απαιτούσε ταυτόχρονα δεξιοτεχνία και ταχύτητα - όπως στον πόλεμο. Απαγγελίες ποιημάτων, και μάλιστα ραψωδιών από τα ομηρικά έπη, συναυλίες, χοροί, αθλητικοί και μουσικοί αγώνες και κάθε είδους εορταστικοί πανηγυρισμοί εντάχθηκαν τελικά στο πρόγραμμα των παναθηναϊκών εκδηλώσεων. Βέβαια, κάθε χρόνο η πολιούχος θεά λάμβανε τις πατροπαράδοτες τιμές με μικρότερη, αποκλειστικά τοπική, εμβέλεια.
 
Παράλληλα με τους μεγάλους ολύμπιους θεούς, ο Πεισίστρατος έστρεψε την προσοχή του και στον παραμελημένο αλλά πολύ αγαπητό στον αγροτικό πληθυσμό θεό του κρασιού και της μέθης, τον Διόνυσο, και μετέφερε το ξόανό του από τις αρχικά βοιωτικές Ελευθερές εγκαινιάζοντας ειδικό ιερό προς τιμήν του στις νοτιοανατολικές παρυφές της Ακρόπολης. Με το ίδιο σκεπτικό ενθάρρυνε τα λαϊκά διονυσικά δρώμενα και τις αγροτικές λατρείες και ίδρυσε τη μεγάλη γιορτή του Διονύσου στην Αθήνα, τα μεγάλα ή ἐν ἄστει Διονύσια. Το χαρακτηριστικότερο αθηναϊκό επίτευγμα στον χώρο του πολιτισμού, η τραγωδία, έλκει την απώτερη καταγωγή της από εκείνα τα χρόνια της τυραννίας. Ο Θέσπις, ο θρυλούμενος πρώτος τραγωδοποιός, λέγεται ότι έδρασε κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, και οι τραγωδίες του πρέπει να πρωτοπαρουσιάστηκαν σε διονυσιακές εορτές. Τότε επίσης καταγράφηκαν, κατά τη μαρτυρία των αρχαίων, τα ομηρικά έπη, και τότε μάλλον έγινε η πρώτη συλλογή των ορφικών ποιημάτων και χρησμών από τον Ονομάκριτο. Ακόμη και αν οι μαρτυρίες αυτές δεν είναι εντελώς αξιόπιστες, φανερώνουν το ενδιαφέρον που έδειξαν ο Πεισίστρατος και οι γιοι του για τον πολιτισμό ως υπόθεση της πόλης.
 
Ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης, που ασκούσε την εξουσία του την ίδια εποχή, ενδιαφέρθηκε και αυτός για έργα πολιτισμού που μπορούσαν να δώσουν κύρος στην πόλη και να αυξήσουν την υπερηφάνεια του λαού της. Ορισμένα τεχνικά επιτεύγματα που εφαρμόστηκαν στο νησί του είναι αξιοθαύμαστα ακόμη και με τα σημερινά κριτήρια. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση αποτελεί το Ευπαλίνειο Όρυγμα. Για να βελτιώσει την ύδρευση της πόλης, ο τύραννος κάλεσε έναν διάσημο μηχανικό από τα Μέγαρα, τον Ευπαλίνο, και του ζήτησε να σκάψει το βουνό και να μεταφέρει νερό από το ένα σημείο του νησιού στο άλλο. Ο Ευπαλίνος τα κατάφερε περίφημα: το εντυπωσιακό όρυγμα που κατασκεύασε έχει μήκος πάνω από ένα χιλιόμετρο, και ο ενδιαφερόμενος περιηγητής μπορεί να το επισκεφθεί και να το θαυμάσει ακόμη και σήμερα.
 
Ένας άλλος μηχανικός κατασκεύασε τεχνητό μόλο μήκους 350 μέτρων για την προστασία των καραβιών από τους ξαφνικούς θυμούς του Ποσειδώνα. Το έργο όμως για το οποίο υπήρξε ξακουστή η Σάμος, το περίφημο Ηραίον, σχεδιάστηκε από ντόπιο αρχιτέκτονα, τον Ροίκο, και αποτελεί ένα εξαιρετικό και πρωτοποριακό δείγμα αρχιτεκτονικής. Η πανάρχαιη Μεγάλη Θεά της Σάμου, που ταυτίστηκε στους ιστορικούς χρόνους με τη σύζυγο του Ολύμπιου Δία, έλαβε γενναίο μερίδιο από τις πιο εξελιγμένες τεχνικές κατακτήσεις της εποχής. Ο νέος ναός της ήταν ένας από τους μεγαλύτερους που κατασκευάστηκαν στην αρχαία Ελλάδα.
 
Η κατάσταση ήταν αρκετά διαφορετική στην πελοποννησιακή Σικυώνα. Η τυραννία εκεί ήταν, εξάλλου, προγενέστερη. Ο Κλεισθένης υπήρξε γιος ενός από τους πρώτους τυράννους στην Ελλάδα. Ο ίδιος πήρε την εξουσία από τον πατέρα του περίπου το 600. Η λαϊκή στήριξη που είχε βασιζόταν σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Αργείων. Στην προσπάθειά του να ανακόψει την επεκτατική πολιτική του Άργους στην Πελοπόννησο, ο Κλεισθένης, αντιλαμβανόμενος τη σπουδαιότητα που έχει η ποίηση στη διαμόρφωση των πεποιθήσεων του λαού, απαγόρευσε σε ραψωδούς να απαγγέλλουν τα ομηρικά έπη στην πόλη του. Όπως σωστά υποστήριξε, ο Όμηρος υμνεί πάρα πολύ το Άργος και τους Αργείους. Φυσικά, στην Ιλιάδα ο όρος αναφέρεται συλλογικά σε όλους τους συμμάχους που εκστράτευσαν από την Ελλάδα εναντίον των Τρώων. Υποδηλώνει όμως σαφώς και την πολεμική υπεροχή της πόλης του Άργους. Ο αρχηγός της εκστρατείας Αγαμέμνων προερχόταν από εκεί. Με τέτοια αδιάψευστα πειστήρια που έφεραν τη σφραγίδα της αυθεντίας του Ομήρου, πώς θα μπορούσε κανείς να αντιταχθεί στις αξιώσεις των νεότερων Αργείων να έχουν τον πρώτο λόγο; Η λογοκρισία κρίθηκε απαραίτητη.
 
Πολιτικές σκοπιμότητες εξυπηρετούσε και μια άλλη αλλαγή που επέφερε ο Κλεισθένης - στον χώρο της θρησκείας αυτή τη φορά. Ο Άδραστος ήταν ένα επιχώριος ήρωας που είχε το ιερό του στην αγορά των Σικυωνίων και λατρευόταν με ιδιαίτερες τιμές. Η παράδοση όμως ήθελε τον Άδραστο να κατάγεται από το Άργος. Μέσα στο ίδιο το κέντρο της πόλης που διοικούσε ο Κλεισθένης έβλεπε τον εχθρό με τη μορφή ενός ήρωα του παρελθόντος. Έπρεπε να τον εξορίσει. Έστειλε αντιπροσώπους στους Δελφούς για να πάρει τη συγκατάνευση του θεού και να προχωρήσει στην κατάργηση της λατρείας. Η Πυθία όμως απάντησε ότι ο Άδραστος είναι ο πραγματικός βασιλιάς των Σικυωνίων και ο Κλεισθένης δεν ήταν παρά «πετροβολητής» του, κάποιος που θέλησε να σφετεριστεί την εξουσία του. Ο Κλεισθένης έπρεπε τώρα να βρει νέο τέχνασμα για να ευοδωθούν τα πολιτικά του σχέδια. Σκέφτηκε, λοιπόν, να εισαγάγει από τη Θήβα τη λατρεία ενός άλλου ήρωα που βρισκόταν, κατά τον μύθο, σε εχθρική σχέση με τον Άδραστο. Οι Θηβαίοι συμφώνησαν να του δανείσουν τη λατρεία του Μελάνιππου.
 
Με την εισαγωγή της νέας λατρείας στη Σικυώνα, ο Κλεισθένης φρόντισε να εγκαταστήσει τον Μελάνιππο στο πρυτανείο της πόλεως και να δημιουργήσει εκεί το τέμενός του. Παράλληλα ενθάρρυνε τη λατρεία με πολυτελείς θυσίες και εορτές. Πίστευε ότι ο νέος ήρωας θα εξόριζε τον μισητό εχθρό του. Ο Άδραστος, όμως, και τα ηρωικά του παθήματα λατρεύονταν με τρόπο που θύμιζε τις διονυσιακές εορτές και είχαν βαθύ λαϊκό έρεισμα. Ο Κλεισθένης αποφάσισε να αντικαταστήσει την οργιαστική λατρεία του Αδράστου με αυτή του Διονύσου, να εγκαταστήσει χορούς (που σε πολλούς μεταγενέστερους θα θύμιζαν τους τραγικούς χορούς της Αθήνας) και να απευθύνει τις παλαιές θυσίες που δεχόταν ο Άδραστος στον Μελάνιππο. Με τη συνδυαστική εισαγωγή δύο μυθικών Θηβαίων, του Μελάνιππου και του Διονύσου, ο Αργείος Άδραστος έχασε τη δύναμή του.

Παιδιά που δεν βλέπουν το άλλο μισό της ζωής

Κάποτε, σε παλαιότερες κοινωνίες, αλλά και σήμερα σε θύλακες στις σύγχρονες πόλεις και βέβαια σε μεγάλο κομμάτι του αναπτυσσόμενου κόσμου, η ζωή για τα παιδιά ήταν υπερβολικά, άδικα σκληρή. Παιδιά παλιά και σήμερα να πεθαίνουν από απλές αρρώστιες όπως πνευμονίες, να βιώνουν την στέρηση, την κακουχία, την αδικία, την δουλειά, την σωματική βία, τον πόνο.

Έπειτα οι κοινωνίες μας έδειξαν σημάδια προόδου. Δεν είναι ανεκτό πλέον να μην δίνεις παυσίπονα ή αναισθησία σε ένα μικρό παιδί «γιατί τα μικρά παιδιά δεν είναι άνθρωποι, δεν πονούν», δεν είναι ανεκτό να εκθέτεις παιδιά σε αναίτιο κίνδυνο ή πόνο.

Ωστόσο, στον σύγχρονο δυτικό κόσμο αυτή η υγιής αντίδραση στην κακή παιδική ηλικία του παρελθόντος φτάνει στιγμές σε δόσεις υπερβολής.

Ο πόνος, η σωματική κόπωση, η ψυχική προσπάθεια, οι στερήσεις, το κακό, ο θάνατος είναι αναπόσπαστα κομμάτια της ενήλικης ζωής μας, έτσι που τα παιδιά μας όσο μεγαλώνουν χρειάζεται να ανοίγονται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, να παίρνουν πρώτες γεύσεις και να προετοιμάζονται από τους γονείς τους με ασφαλή, ελεγχόμενο τρόπο σε κάθε ευκαιρία.

Είναι καλό το positive thinking, αλλά παρερμηνεύεται εάν δίνουμε στα παιδιά την εντύπωση ότι σκοπός κάθε τους μέρας είναι να αποφεύγουν πάση θυσία οτιδήποτε δυσάρεστο, επίπονο, επώδυνο, να κλείνουν τα μάτια στην άλλη πλευρά αυτού του κόσμου πάση θυσία.

Εκφάνσεις και παραδείγματα αυτής της διαδεδομένης αντίληψης γονεϊκής και μεγαλώματος των παιδιών:

Ευκολία. Να μην σηκωθούν να πάρουν το νερό από την κουζίνα, θα τους το φέρουμε εμείς. Να παραγγέλνουν κάθε μεσημέρι τι θέλουν να φάνε έτοιμοι στο τραπέζι, με τους γονείς σερβιτόρους από πάνω τους. Να μην συμμετέχουν στις δουλειές του σπιτιού.

Άρνηση ανίας. Να μην βαριούνται ούτε στιγμή, μια στιγμή πριν καθίσουν πραγματικά και πάνε προς το να βαρεθούν, να τα βομβαρδίζουμε με ερεθίσματα, παιχνίδια, δραστηριότητες. Να μην αισθανθούν έστω και για κλάσμα δευτερολέπτου άσχημα, ότι δεν ξέρουν τι να κάνουν, για αυτό να γεμίσουμε τη μέρα και τη νύχτα τους με παιδικούς, σχολεία, αγγλικά γερμανικά αθλήματα και κάθε είδους οργανωμένη από μεγάλους δραστηριότητα. Πάνε να βαρεθούν ή να γκρινιάξουν περιμένοντας το φαγητό στο εστιατόριο; Αστραπιαία προληπτική κίνηση να πάρουν το κινητό ή το τάμπλετ στο χέρι. Κάθε στιγμή τους πρέπει να είναι ευχαρίστηση, απαγορεύεται η πλήξη, η υποψία δυσαρέσκειας.

Άρνηση σωματικού πόνου. Να μην πονέσουν στο εμβόλιο, στην εξέταση του παιδιού στον παιδίατρο. Υπάρχουν γονείς που δεν πηγαίνουν σε παιδίατρο γιατί το παιδί «θα κλάψει», και η εμβολιοφοβία έχει σήμερα σε σημαντικό βαθμό από πίσω αυτόν τον ψυχολογικό μηχανισμό: Αδυνατώ να δω το παιδί για ταλαιπωρείται για λίγες στιγμές ώστε να αποφύγει μεγαλύτερη ταλαιπωρία αν αρρωστήσει, δεν μπορώ να δω την μεγάλη εικόνα, εστιάζω μόνο στο πως θα αποφύγω οποιονδήποτε πόνο του παιδιού μου πάση θυσία.

Άρνηση ταλαιπωρίας. Να μην περπατήσουν λίγο παραπάνω, να είναι συνέχεια σε ένα καρότσι. Να μην πάρουν φάρμακο, έστω με το ζόρι μετά από εξήγηση και σταθερότητα του γονιού, με αποτέλεσμα να υποθεραπεύονται. Να μην ταξιδέψουν με αεροπλάνο γιατί θα ταλαιπωρηθούν, να μην βγουν έξω γιατί θα κρυώσουν κα.

Άρνηση της όψης του θανάτου. Να μην δουν κηδεία, να μην δουν τον αγαπημένο τους παππού πεθαμένο, να μην ακούσουν την αλήθεια ότι πέθανε. Να μην λυπηθούν, να μην σκεφτούν τι είναι η ζωή, τα μεγάλα της διλήμματα, μόνο να παίζουν ρομποτικά, ξέφρενα, μηχανιστικά και αυτιστικά πέραν του πραγματικού κόσμου, στον δικό τους πλασματικό παιδικό κόσμο της ευμάρειας και ευχαρίστησης χωρίς διακοπή. Να τα κρατήσουμε μακριά από τα σοβαρά ερωτήματα της ζωής, μην έτσι σκεφτούν και πονέσουν.

«Και γιατί να δείξω στο παιδί μου προβλήματα, δυσάρεστες καταστάσεις και δυσκολίες, δεν θα τα βρει μπροστά του ούτως ή άλλως όταν μεγαλώσει;»

Όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε γυάλα υπερβολικής ασφάλειας, απομόνωσης από τις κακές εκφάνσεις του κόσμου, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να έρθει κάποια στιγμή σε απότομη σύγκρουση με τον εξωτερικό κόσμο. Αν οποιαδήποτε υποψία βίας είναι παντελώς αποκλεισμένη στο σπίτι, τότε η βία μπορεί να γίνει απαγορευμένος καρπός, έτσι που αντί να βοηθήσουμε το παιδί να μάθει να διαχειρίζεται ένα δυσάρεστο αλλά συχνό φαινόμενο γύρω του, αντί να το βοηθήσουμε να την ενσωματώσει υγιώς και να την απομυθοποιήσει, εντείνουμε την αναζήτησή της ως μυστήριο, ως επανάσταση εφηβείας, ως εικονική πραγματικότητα μακριά από το σπίτι.

Μεγαλώνουμε μη ρεαλιστικά ανάπηρα άτομα που δεν βλέπουν το άλλο μισό της ζωής, έως ότου, όταν πια ο γονεϊκός έλεγχος του σπιτιού γκρεμίζεται και οι συνομίληκοι έρχονται στο πρώτο πλάνο, απομυθοποιούνται οι γονείς και ο τρόπος που ανέθρεψαν.

Και επειδή η ανάγκη υπάρχει, η ανάγκη να κοιτάξουμε τον θάνατο, τη βία, το κακό, όσο και να τα κρύψουμε, βγαίνει στην επιφάνεια κάποτε, ως ακαταμάχητη περιέργεια για τον πραγματικό σκληρό κόσμο ή ως μετωπική σύγκρουση με τραυματισμό, πολλά παιδιά και έφηβοι θα απολαύσουν με εμμονή και χωρίς ίχνος διαχείρισης από τους γονείς δεκάδες σκοτωμούς σε ταινίες, βιντεο-παιχνίδια κα.

Είναι εν πολλοίς χαρακτηριστικό των δυτικών, χριστιανικών κοινωνιών: μια ζωή μακριά από κάθε πόνο, δυστυχία, θάνατο. Έτσι όμως προστατεύουμε πραγματικά τα παιδιά μας;

Δεν είναι όλα ευχαρίστηση, υπάρχει και η αυτοθυσία, η συμμετοχή στον πόνο, η ενσυναίσθηση, η ανθρωπιά, τα τραγικά ερωτήματα της ζωής, το ρίσκο και ο κίνδυνος, που μπορούν όλα αυτά να έχουν παροδικά γεύση πίκρας πολλές φορές αλλά γεμίζουν τη ζωή μας και που πρέπει να τα δείξουμε σταδιακά στα παιδιά μας όσο περνούν στην σχολική ηλικία. Χωρίς αυτά διδάσκουμε μια ζωή που έχει μπει στον αποχυμωτή και έχει βγει καρικατούρα, ένα ανούσιο, ανόητο κυνήγι ευμάρειας.

Κανείς δεν θέλει να επιστρέψει στα επίπεδα παιδικής παραμέλησης και κακοποίησης που χαρακτήριζαν παλαιότερες κοινωνίες, ωστόσο το άλλο άκρο που παρατηρείται συχνά σήμερα παράγει παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς όρια, ευθύνες, χωρίς συμμετοχή, χωρίς ολοένα αυξανόμενες, ελεγχόμενες με ασφάλεια από τους γονείς δόσεις έκθεσης στον πραγματικό κόσμο εκεί έξω. Κι αυτό γιατί οι γονείς σε κάποιες περιπτώσεις δεν περνούν στο επόμενο στάδιο.

Στόχος του γονιού δεν είναι να αποφεύγει για το παιδί κάθε πόνο, κάθε δυσκολία, κόπωση, μικρές ταλαιπωρίες, εμπειρίες της κακής πλευράς της ανθρώπινης φύσης. Ανάμεσα στο ένα άκρο, να βομβαρδίζεται το παιδί από άθλιας ποιότητας παιδικά με ανθρωπόμορφα τέρατα ή παραμύθια με ανθρωποφάγους δράκους, και στο άλλο, σε παιδικά ή παραμύθια γλυκανάλατα με απουσία υποψίας κακού ήρωα, υπάρχει η σταδιακή έκθεση μέσα από βιβλία και ταινίες σε σύγχρονα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής και κακές συμπεριφορές ή καταστάσεις. Δεν χρειάζεται το δεκάχρονο παιδί να βλέπει φυσικά κάθε μέρα το ενημερωτικό δελτίο των 8 με όλα τα δεινά του κόσμου σε ακατάλληλες συχνά εικόνες, αλλά και δεν χρειάζεται σε αυτό το παιδί να κρύβουμε οποιαδήποτε σκηνή δυστυχίας ή υποψίας βίας ή σεξουαλικότητας.

Στα πρώτα χρόνια της ζωής στη σχέση του γονιού με το μικρό προτεραιότητα έχει το χτίσιμο εμπιστοσύνης, η ανταπόκριση, η κατά απαίτηση φροντίδα. Έπειτα και μέχρι τα δώδεκα χρόνια περίπου μπαίνει στην εικόνα αναπόφευκτα το άνοιγμα στον έξω κόσμο, το χτίσιμο ενός γερού παιδιού, που μαθαίνει να κρατιέται όρθιο σε σωματικούς και ψυχικούς πόνους, που εκπαιδεύεται στο stamina και στο resilience, στο χτίσιμο ανθεκτικότητας, που μαθαίνει να κοιτάζει την μεγάλη εικόνα, big picture, πέρα από παροδικούς πόνους και κακουχίες, που χτίζει δυνάμεις για τα δύσκολα. Μετά τα 12, δυστυχώς ή ευτυχώς, ο γονιός παύει να επηρεάζει οτιδήποτε, ο έφηβος έχει ήδη ξεπεράσει τον γονιό, έχει ανοιχτεί στον κόσμο και επηρεάζεται κυρίως από τους συνομήλικους, το σχολείο, το ίντερνετ. Εκεί το μόνο που μένει στον γονιό είναι το προσωπικό του παράδειγμα, η στάση ζωής του, όχι το τι λέει στο παιδί αλλά το τι κάνει.

Σκόρπιες σκέψεις, τροφή για περαιτέρω σκέψη, μα ίσως και να το’ χουμε παρακάνει.

S. Freud: Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό

Η έρευνά μας για την ευτυχία δεν μας έχει μάθει προσώρας τίποτα που δεν είναι ευρέως γνωστό. Ακόμη κι όταν τη συνεχίζουμε με το ερώτημα γιατί είναι τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι, η προοπτική να μάθουμε κάτι καινούργιο δεν είναι τόσο μεγάλη.

Έχουμε ήδη δώσει την απάντηση, αφού ήδη μνημονεύσαμε τις τρεις πηγές από τις οποίες προέρχονται τα βάσανά μας: την υπεροχή της φύσης, την αδυναμία του σώματός μας, και τις ατέλειες των θεσμών που ρυθμίζουν τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στην οικογένεια, το Κράτος και την κοινωνία.

Σε σχέση με τις δύο πρώτες, η κρίση μας δεν μπορεί να ταλαντεύεται περισσότερο· μας αναγκάζει να αναγνωρίσουμε αυτές τις πηγές πόνου και να παραδοθούμε στο αναπότρεπτο. Δεν θα κυριαρχήσουμε ποτέ ολότελα πάνω στη φύση, ο οργανισμός μας, κομμάτι κι ο ίδιος αυτής της φύσης, θα παραμείνει πάντα ένα πρόσκαιρο, ένα περιορισμένης προσαρμογής και απόδοσης μόρφωμα.

Η επίγνωση αυτή δεν λειτουργεί παραλυτικά· τουναντίον, κατευθύνει τη δραστηριότητά μας. Δεν μπορούμε να εξαλείψουμε όλα τα βάσανά μας, αλλά μπορούμε να εξαλείψουμε πολλά από αυτά, ενώ κάποια άλλα να τα ανακουφίσουμε- η εμπειρία χιλιάδων χρόνων μάς το έχει αποδείξει. Διαφορετικά συμπεριφερόμαστε με την τρίτη πηγή, την κοινωνική πηγή του πόνου.

Δεν θέλουμε να την παραδεχτούμε, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί οι θεσμοί που οι ίδιοι δημιουργήσαμε δεν θα έπρεπε να μας προστατεύουν και να μας ωφελούν περισσότερο. Εξάλλου, όταν σκεφτόμαστε πόσο άσχημα έχει λειτουργήσει το ζήτημα της πρόληψης του πόνου, εγείρεται η υποψία ότι πίσω του μπορεί, επίσης, να κρύβεται ένα κομμάτι της ακατανίκητης φύσης, δηλαδή της δικής μας ψυχικής κατασκευής.

Καθώς ασχολούμαστε με τούτη την πιθανότητα, συναντάμε μια τόσο εκπληκτική άποψη, στην οποία θα θέλαμε να σταματήσουμε για λίγο. Σύμφωνα με αυτήν ένα μεγάλο μέρος ευθύνης για την αθλιότητά μας φέρει ο αποκαλούμενος πολιτισμός, που, αν τον αρνούμασταν και επιστρέφαμε στις πρωτόγονες σχέσεις, θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι.

Τη λέω εκπληκτική, διότι – όπως και αν θέλουμε να ορίσουμε την έννοια πολιτισμός – όλα αυτά με τα οποία προσπαθούμε να προστατευτούμε από την απειλή που εκπέμπουν οι πηγές του πόνου ανήκουν στον ίδιο ακριβώς τον πολιτισμό.

Έχουμε εδώ έναν ακόμη παράγοντα απογοήτευσης. Τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι έκαναν εξαιρετικές προοόδους στις φυσικές επιστήμες και στις τεχνικές τους εφαρμογές, η κυριαρχία τους επί της φύσεως εδραιώθηκε σε έναν αδιανόητο προηγουμένως βαθμό.

Τα καθέκαστα αυτών των προόδων είναι κοινώς γνωστά, και περιττεύει να τα απαριθμήσουμε. Οι άνθρωποι περηφανεύονται γι’ αυτά τα επιτεύγματα, και όχι αδίκως. Όμως φαίνεται πως έχουν αντιληφθεί ότι η νεοαποκτηθείσα εξουσία επί του χώρου και του χρόνου, η υποταγή των φυσικών δυνάμεων, εκπλήρωση χιλιόχρονων πόθων, δεν αυξάνει τον βαθμό ικανοποίησης της απόλαυσης που προσδοκούν από τη ζωή, δεν τους προσφέρει περισσότερο ευτυχισμένα συναισθήματα.

Έτσι, από τη διαπίστωση αυτή καλό θα ήταν να αντλήσουμε απλώς και μόνο το συμπέρασμα ότι η εξουσία επί της φύσεως δεν είναι η μοναδική προϋπόθεση της ανθρώπινης ευτυχίας, όπως ακριβώς δεν είναι ο μοναδικός σκοπός των πολιτισμικών επιδιώξεων, αλλά όχι και να συναγάγουμε από αυτήν ότι οι τεχνικές πρόοδοι δεν έχουν αξία για την οικονομία της ευτυχίας μας.

Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς: δεν αποκομίζω ένα θετικό κέρδος απόλαυσης, δεν αυξάνεται το συναίσθημα της χαράς μου, όταν μπορώ να ακούσω όσο συχνά θέλω τη φωνή του παιδιού μου που ζει χιλιόμετρα μακριά μου, όταν μπορώ να μάθω από τον φίλο μου, αμέσως μετά την άφιξή του, ότι το μακρύ, κουραστικό ταξίδι του πήγε καλά;

Δεν σημαίνει τίποτα ότι η ιατρική κατόρθωσε να μειώσει εντυπωσιακά τη θνησιμότητα των μικρών παιδιών, ότι ο κίνδυνος μόλυνσης για τις λεχώνες έχει υποχωρήσει τόσο σημαντικά, ώστε να επιμηκυνθεί για αρκετά χρόνια ο μέσος όρος ζωής των πολιτισμένων ανθρώπων; Και θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε μια μεγάλη σειρά ευεργετημάτων που οφείλουμε στην τόσο κακολογημένη εποχή των τεχνικών και επιστημονικών επιτευγμάτων.

Όμως, αφήνουμε την φωνή της απαισιόδοξης κριτικής να ακουστεί και να μας προτρέψει ότι οι περισσότερες από τις απολαύσεις αυτές είναι κατά το πρότυπο εκείνης της «φτηνής απόλαυσης» που εγκωμιάζεται σε κάποιο ανέκδοτο.

Η απόλαυση εκείνου, με άλλα λόγια, που βγάζει το πόδι του από το σκέπασμα μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα, για να το ξαναβάλει μέσα.

Αν δεν υπήρχε τρένο για να μειώσει τις αποστάσεις, δεν θα υπήρχε και παιδί για να απομακρυνθεί από τον πατέρα του, και δεν θα χρειαζόταν τηλέφωνο για να ακούσει ο τελευταίος τη φωνή του. Αν δεν υπήρχαν πλοία να διασχίζουν τον ωκεανό, κανείς δεν θα έκανε ένα τέτοιο ταξίδι, και δεν θα χρειαζόταν τηλέγραφος για να ανακουφίσει την έγνοιά μου για το πώς έφτασε ο φίλος μου.

Ποιο το όφελος από τον περιορισμό της παιδικής θνησιμότητας, όταν μας επιβάλλει έναν υπερβολικό περιορισμό των γεννήσεων, με αποτέλεσμα να μη μεγαλώνουμε στο σύνολο περισσότερα παιδιά από όσα κατά την εποχή πριν από την επικράτηση της υγιεινής, ενώ έχουμε δυσχεράνει τη σεξουαλική μας ζωή μέσα στο γάμο και έχουμε πιθανόν δουλέψει αντίθετα σε σχέση με την ευεργετική τάση της φυσικής επιλογής;

Και, τέλος, τι να την κάνουμε τη μακροζωία, όταν ταλαιπωρούμαστε, όταν δεν έχουμε φίλους, όταν ο πόνος μάς φέρνει στο σημείο να καλοδεχόμαστε τον θάνατο σαν λύτρωση;

Φαίνεται βέβαιο ότι δεν νιώθουμε καλά μέσα στον σημερινό πολιτισμό μας, αλλά είναι πολύ δύσκολο να κρίνουμε αν και σε ποιον βαθμό οι άνθρωποι προηγούμενων εποχών αισθάνονταν ευτυχέστεροι και κατά πόσο συνέβαλλαν σ’ αυτό οι πολιτισμικές συνθήκες.

Θα έχουμε πάντα την τάση να αντιλαμβανόμαστε την αθλιότητα αντικειμενικά, δηλαδή να μεταφερόμαστε με την ευαισθησία και τις απαιτήσεις μας σ’ εκείνες τις συνθήκες και, κατόπιν, να αναζητούμε τις αφορμές που θα βρίσκαμε σ’ αυτές για συναισθήματα ευτυχίας ή δυστυχίας.

Τούτος ο τρόπος παρατήρησης, που φαίνεται αντικειμενικός, διότι παραβλέπει τις παραλλαγές της υποκειμενικής ευαισθησίας, είναι φυσικά, και ο πλέον υποκειμενικός που μπορεί να υπάρξει, εφόσον κάποιος τοποθετεί στη θέση όλων των άλλων άγνωστων ψυχικών ιδιοσυγκρασιών τη δική του.

Όμως, η ευτυχία είναι κάτι τελείως υποκειμενικό. Τρομάζουμε ακόμη απέναντι σε ορισμένες καταστάσεις, όπως αυτή του αρχαίου σκλάβου της γαλέρας, του αγρότη κατά τον Τριακονταετή πόλεμο, του θύματος της Ιεράς Εξέτασης.

Αλλά μας είναι αδύνατον να προσεγγίσουμε εσωτερικά αυτούς τους ανθρώπους, να μαντέψουμε τις μεταβολές που η αρχική απάθεια, η σταδιακή άμβλυνση, η αναστολή των προσδοκιών, οι τραχύτεροι ή λεπτότεροι τρόποι νάρκωσης της ευαισθησίας τους για συναισθήματα ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας έχουν επιφέρει.

Σε περίπτωση ακραίας πιθανότητας πόνου ενεργοποιούνται και κάποιοι προστατευτικοί ψυχικοί μηχανισμοί. Μου φαίνεται άσκοπο να συνεχίσουμε παραπέρα τούτη την πλευρά του ζητήματος.
 
S. Freud, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό

Η ευτυχία και η οδύνη

Τον τελευταίο καιρό έχει τύχει να παρευρεθώ σε διάφορες συζητήσεις, στις οποίες το συμπέρασμα ήταν ότι ο κύριος σκοπός της ζωής είναι η ευτυχία. Αυτό είναι φυσιολογικό. Όταν οι άνθρωποι σχεδιάζουν το μέλλον, συχνά μιλάνε για όλες τις καλές εμπειρίες που ελπίζουν να έχουν.

Ζούμε σε μια κουλτούρα πλημμυρισμένη από κουβέντες για την ευτυχία. Στη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου της περασμένης χρονιάς, πάνω από 1.000 βιβλία πάνω σ’ αυτό το θέμα βγήκαν στις προθήκες του Amazon.

Παρατηρήστε όμως το εξής φαινόμενο. Όταν οι άνθρωποι ανακαλούν το παρελθόν, δεν μιλούν μόνο για την ευτυχία. Συχνά οι δοκιμασίες που πέρασαν φαίνονται πιο ενδιαφέρουσες. Οι άνθρωποι στοχεύουν την ευτυχία αλλά νιώθουν ότι έχουν διαμορφωθεί μέσα από τις οδυνηρές δοκιμασίες.

Τώρα, βέβαια, καλό είναι να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα αναγκαστικά εξευγενιστικό στον πόνο. Όπως η αποτυχία είναι ενίοτε απλώς αποτυχία (και όχι ο δρόμος για να γίνεις ο επόμενος), τα βάσανα συχνά είναι απλώς κάτι καταστροφικό.

Ωστόσο, ορισμένοι άνθρωποι πράγματι εξευγενίζονται από τον πόνο. Ας σκεφτούμε τον τρόπο που ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ επέστρεψε στην πολιτική πολύ πιο σοφός και ευαίσθητος μετά την πολιομυελίτιδα από την οποία προσβλήθηκε. Συχνά η σωματική ή κοινωνική οδύνη μπορεί να δώσει στους ανθρώπους μια διαφορετική προοπτική, μια πολύ οξύτερη επίγνωση για τα βάσανα που άλλοι υποφέρουν.

Το μεγάλο πράγμα, όμως, που κάνει η οδύνη είναι ότι σε βγάζει έξω από εκείνη ακριβώς τη νοοτροπία που η ευτυχία ενθαρρύνει. Η ευτυχία σε θέλει να σκέφτεσαι μόνο πώς να μεγιστοποιήσεις τα πλεονεκτήματά σου. Η δυσκολία και ο πόνος σε στέλνουν σε μιαν άλλη πορεία.

Πρώτα πρώτα, η οδύνη σε τραβάει βαθύτερα μέσα στον εαυτό σου. Ο θεολόγος Πολ Τίλιτς έγραψε ότι οι άνθρωποι που περνούν μια οδυνηρή δοκιμασία φεύγουν πέρα από τη ρουτίνα της ζωής τους για να ανακαλύψουν ότι δεν είναι ακριβώς αυτοί που νόμιζαν πως είναι. Η αγωνία, ας πούμε, της σύνθεσης ενός σπουδαίου έργου μουσικής ή η θλίψη για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου μπορεί να σπάσει αυτό που κάποιος θεωρούσε δάπεδο της ύπαρξής του, αποκαλύπτοντας μια περιοχή που βρισκόταν από κάτω, κι έπειτα να σπάσει και το δεύτερο δάπεδο, αποκαλύπτοντας ένα άλλο κοίτασμα.

Επιπλέον, η οδύνη προσφέρει στους ανθρώπους μια ακριβέστερη αίσθηση των ορίων τους. Όταν κάποιος βυθίζεται σ’ αυτές τις βαθύτερες ζώνες αντιμετωπίζει το γεγονός ότι δεν μπορεί να καθορίσει τι συμβαίνει εκεί ούτε να κοντρολάρει τα συναισθήματά του. Και η διαδικασία της επούλωσης, όταν η θλίψη μαλακώνει, είναι κι αυτή κάτι που δεν προκαθορίζεται, μια φυσική ή θεία διεργασία πέρα από τον ατομικό έλεγχο.

Ωστόσο, στη διάρκεια μιας σοβαρής δοκιμασίας, υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται μια κλήση. Δεν είναι κυρίαρχοι της κατάστασης, αλλά ούτε ανήμποροι. Δεν καθορίζουν την πορεία του πόνου τους, αλλά μπορούν να απαντήσουν σ’ αυτόν. Και πολλές φορές νιώθουν την ηθική ευθύνη να απαντήσουν καλά, σ’ ένα επίπεδο βαθύτερο από το επίπεδο της συμφεροντολόγας ατομικής ευτυχίας.

Η απάντησή τους δεν είναι η αναζήτηση της ευχαρίστησης αλλά η αγιότητα, και δεν το θέτω καν με τη θρησκευτική έννοια. Σημαίνει να βλέπεις τη ζωή σαν ένα ηθικό δράμα, τοποθετώντας την οδυνηρή εμπειρία σε ηθικό πλαίσιο και προσπαθώντας να επανορθώσεις κάτι κακό μετατρέποντάς το σε κάτι ιερό. Γονείς που έχασαν το παιδί τους έχουν δημιουργήσει ιδρύματα. Ο Αβραάμ Λίνκολν, μετά την τρομακτική δοκιμασία του Εμφυλίου, έδωσε τη ζωή του για την ενότητα της πατρίδας του. Αιχμάλωτοι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με τον ψυχολόγο Βίκτορ Φρανκλ ορκίστηκαν να φανούν άξιοι των ελπίδων και των προσδοκιών των αγαπημένων τους προσώπων, έστω κι αν πολλά από αυτά τα πρόσωπα πιθανόν να μη βρίσκονταν πια στη ζωή.

Η ανάρρωση από την οδύνη δεν είναι σαν την ανάρρωση από αρρώστια. Πολλοί άνθρωποι δεν βγαίνουν γιατρεμένοι. Βγαίνουν διαφορετικοί. Συγκρούονται με τη λογική του ατομικού συμφέροντος και φέρονται παράδοξα. Αντί να οπισθοχωρήσουν από τις δεσμεύσεις της αγάπης, που σχεδόν πάντα συνεπάγονται πόνο, ρίχνονται ακόμα πιο βαθιά μέσα σ’ αυτές. Ακόμα κι όταν βιώνουν τις πιο φοβερές συνέπειες, ρίχνονται με μεγαλύτερο πάθος και ευγνωμοσύνη στην τέχνη τους, στις αγάπες τους, στους στόχους τους.

Η οδύνη που φέρνει στη ζωή τους η επιδίωξη αυτών των στόχων γίνεται ένα τρομακτικό δώρο, πολύ διαφορετικό από το άλλο πολυπόθητο δώρο, την ευτυχία, όπως συμβατικά προσδιορίζεται.

Η Αριστοτελική φιλία: Εγωκεντρική ή Αλτρουιστική;

Αν αρχή της παίδευσης και της επιστημονικής θεώρησης των πραγμάτων «των ονομάτων η επίσκεψις» η εννοιολογική αποκρυστάλλωση της φιλίας συνιστά απαραίτητο προηγούμενο, προκειμένου να συζητηθεί οτιδήποτε αφορά στην ζωτικής σημασίας αριστοτελική αυτήν αρετή. Γιατί, πράγματι, η φιλία στον Αριστοτέλη δε είναι απλώς μία σχέση, αλλά αρετή ή προϋπόθεση της αρετής. Η συνήθης, σύγχρονη έννοια της φιλίας, καλύπτει μόνον ένα μικρό μέρος του πλάτους της φιλίας, ως αρχαιοελληνικού όρου, ο οποίος, συμφώνως προς την αριστοτελική φιλοσοφία, ανταποκρίνεται σε ένα πολύ μεγαλύτερο πλάτος σχέσεων. Η φιλία μεταξύ των νέων είναι, κατεξοχήν, ερωτική, αφού θεμελιώνεται στο πάθος και την ηδονή. Άλλη φιλική σχέση, η πιο τέλεια είναι εκείνη μεταξύ των ομοίων ως προς την αρετή, όπου ο καθένας είναι αγαθός καθ’ εαυτόν και αγαθός προς τον φίλο του. Φιλικές αποκαλούνται και οι συμμαχικές σχέσεις μεταξύ των πόλεων, οι οποίες στηρίζονται στο αμοιβαίο συμφέρον, ενώ ο Σταγειρίτης υποστηρίζει ότι υπάρχει και η λεγόμενη «καθ’ υπεροχήν» φιλία, όπως είναι η φιλία πατέρα-γιού, του μεγαλύτερου με τον μικρότερο στην ηλικία, και επίσης, η φιλία του άνδρα με την σύζυγο και, γενικά, η φιλία του άρχοντα με τον αρχόμενο. Σε κάθε μορφή συνάφειας παρατηρείται κάποια μορφή δικαίου και ταυτοχρόνως, φιλία, συνήθως, διαρκεί όσο και η συνύπαρξή των στο ταξίδι και στον πόλεμο.[1]
 
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η φιλία είναι εγωκεντρική ή αλτρουιστική. Σε κάθε σχέση, κι όχι μονάχα στην φιλία, η οποία θέλει να ανταποκρίνεται στον λόγο ύπαρξής της, οι συμμετέχοντες σε αυτήν διατηρούν την ταυτότητά τους, τον εαυτό τους, στην σχέση, ως παρουσία, με άλλα λόγια εισέρχονται στην σχέση με το εγώ τους, διακριτό κι όχι μειωμένο μέχρι διάλυσης, χάριν της φιλίας εν προκειμένω. Ο Erich Fromm παρατηρεί ότι σε τέτοιου είδους σχέσεις δεν είναι λειτουργική η εξίσωση δύο φορές ένα ίσον δύο (2 Χ 1 = 2), αλλά πιο εποικοδομητική είναι εκείνη, η οποία τονίζει την συμβολή των προσθετέων στο τελικό αποτέλεσμα: ένα συν ένα ίσον δύο (1+1=2). Ενέχει εξαιρετική σημασία το γεγονός του καθορισμού των ορίων. Ποιος τονισμός του εγώ δεν καταλήγει στον εγωισμό, την εγωπάθεια και την έπαρση; Πράγματι οι αρνητικοί, εν λόγω, χαρακτηρισμοί καταστρέφουν τις ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες απαιτούν έξοδο από το εγώ.
 
Σε ότι αφορά στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, η φιλική σχέση θεμελιώνεται στον αλτρουισμό, αφού διαπνέεται από αισθήματα φιλαλληλίας, χωρίς τα οποία η φιλία δεν έχει νόημα και χάνει κάθε αυθεντικότητα. Γίνεται αντιληπτό ότι η φιλαλληλία δεν πραγματώνεται ουσιαστικά χωρίς την έμφαση στο εγώ ούτε η εστίαση ενδιαφέροντος στο εγώ δικαιώνεται χωρίς την φιλαλληλία.
 
Ο D. Ross, ένας από τους καλούς μελετητές και σχολιαστές του Αριστοτέλη, υποστηρίζει ότι το ηθικό σύστημα του Αριστοτέλη, στο μεγαλύτερο μέρος του, είναι εγωκεντρικό, αφού ο άνθρωπος αποβλέπει στην προσωπική του ευδαιμονία. Στο σύνολο έργο των Ηθικών του ο Αριστοτέλης, παρατηρεί ο Ross, αν εξαιρεθούν οι πραγματείες του περί φιλίας, τίποτε δεν υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να εκδηλώνουν έντονο προσωπικό ενδιαφέρον για τους άλλους ανθρώπους. Με άλλα λόγια η φιλαλληλία όχι μόνον δεν εξαίρεται, αλλά απουσιάζει, σχεδόν, παντελώς. Ακόμη και στην περίπτωση της φιλίας λειτουργεί ένα είδος εγωισμού, αφού, σε οποιανδήποτε μορφή δοσίματος αναμένεται ανταπόδοση. Ωστόσο, η φιλαλληλία εξαίρεται κατεξοχήν. Πράγματι, το φιλείν θεωρείται ανώτερο του φιλείσθαι.[2] Κλασσικό, εν προκειμένω, είναι το παράδειγμα της μητρικής αγάπης, όπου η μητέρα εκδηλώνει την αγάπη της, χωρίς να αναμένει ανταπόδοση αντιφίλησιν. Όλα τα, κατά Αριστοτέλη, είδη της φιλίας είναι κυρωτικά του κοινωνικού χαρακτήρα της. Ένα άτομο επιθυμεί το καλό του φίλου του χάριν εκείνου και όχι χάριν της δικής του ευτυχίας.[3] Στη φιλία συναντώνται και συνυπάρχουν ένα είδος εγωισμού-καλής φιλαυτίας και η φιλαλληλία, ο αλτρουισμός. Αν η φιλία δεν είναι μόνον αρετή, αλλά και κάτι αναγκαιότατο στην ζωή, χωρίς το οποίο η ευδαιμονία, το κορυφαίο για όλους και για τον καθένα αγαθό, είναι ανέφικτη, πώς δικαιολογείται η διατυπωθείσα υπό του Ross άποψη ότι το μεγαλύτερο μέρος της ηθικής διδασκαλίας του Αριστοτέλη είναι εγωκεντρικό; Πρόοδος και ευημερία δεν νοούνται χωρίς φιλία, δεδομένου ότι την κάθε επιτυχία και χαρά ο άνθρωπος, αν δεν τις μοιρασθεί με άλλους, δεν τις απολαμβάνει.
 
Τρία είναι τα είδη της αριστοτελικής φιλίας, τα οποία κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν, στο πλαίσιο του συζητουμένου προβλήματος. Πρώτο είδος φιλίας, κατώτερο, είναι εκείνο που αποβλέπει στην χρησιμότητα. Οι φίλοι αυτού του είδους δεν αγαπούν ο ένας τον άλλο καθ’ εαυτόν, αλλά για τα αγαθά που θα αποκομίσουν ο ένας από τον άλλον. Παρομοίως, στο δεύτερο είδος φιλίας, οι άνθρωποι γίνονται φίλοι και αγαπούν αλλήλους για την ευχαρίστηση που παρέχουν ο ένας στον άλλον και όχι για τον χαρακτήρα τους. Οι φιλίες αυτές είναι συμπτωματικές και διαλύονται μόλις το χρήσιμο και το ευχάριστο εκλείψουν. Όταν οι λόγοι που δημιούργησαν τις φιλικές, εν λόγω, σχέσεις παύσουν να υπάρχουν, τότε και οι φιλίες διαλύονται. Τρίτο είδος φιλίας, το ανώτερο, είναι η τέλεια φιλία, η αναπτυσσόμενη μεταξύ εκείνων που είναι αγαθοί και όμοιοι ως προς την αρετή. Τα μέλη της τέλειας φιλίας θέλουν με τον ίδιο τρόπο ο ένας το καλό του άλλου, για μόνον τον λόγο ότι είναι άνθρωποι αγαθοί. Όλοι εκείνοι, οι οποίοι προσφέρουν το καλό στους φίλους των, είναι οι γνησιότεροι. Αν η φιλία είναι αρετή, δηλαδή αξία, είναι σημαντική η διαπίστωση ότι μια αξία κρίνεται από την διάρκειά της. Έτσι η τέλεια φιλία, η στηριζόμενη στην αρετή των μελών της, δεν είναι συμπτωματική, αλλά σταθερή, μόνιμη και ακλόνητη. Η φιλία, που έχει κινητική δύναμη το αγαθόν, είναι, δευτερογενώς, και χρήσιμη και ευχάριστη συμπυκνώνοντας και τα δύο κατώτερα είδη φιλίας στον εαυτό της. Η φιλία, ως αρετή, εντάσσεται όχι στις διανοητικές, αλλά στις ηθικές αρετές. Οι πρώτες προσκτώνται δια της διδασκαλίας, ενώ οι δεύτερες εξ έθους, μετά από άσκηση. Ο οικοδόμος γίνεται αυτό που είναι, οικοδομώντας και ο κιθαριστής κιθαρίζοντας. Με ορισμένον τρόπο, αμφότεροι. Παρομοίως, ο δίκαιος επιτελώντας δίκαιες πράξεις και ο ανδρείος ανδρείες πράξεις. Με βάση την τάξη αυτήν των ιδεών, ο φίλος, για να είναι εμπράκτως και όχι θεωρητικά φίλος, είναι απαραίτητο να εξέρχεται του εγώ του, το οποίο δεν υποβαθμίζει, προκειμένου να προβαίνει ελευθέρως σε φιλικές, προς τα πρόσωπα που είναι φίλος, ενέργειες και πράξεις. Συνεπώς, η φιλία τονίζει από μια άποψη το εγώ, από μια άλλη σκοπιά, επιβάλλεται να το υπερβεί χάριν της πραγμάτωσης κοινωνικών αξιών, όπως είναι η αγαστή σχέση. Όλα σε τελευταία ανάλυση, κρίνονται από ορισμένες κινήσεις ακριβείας. Ο κυβερνήτης του πλοίου από μια κίνηση ακριβείας μπορεί να διασώσει το πλοίο και τους επιβαίνοντες σε αυτό, ενώ αρκεί, κάποτε, μια κίνηση αδεξιότητος για να καταστρέψει το καράβι και να οδηγήσει στον θάνατο τους επιβάτες του. Κατά ανάλογο τρόπο, η απόδοση μεγαλύτερης σημασίας στο ατομικό εγώ μπορεί να καταστρέψει την φιλία, όπως, επίσης, στο ίδιο αποτέλεσμα είναι δυνατό να οδηγήσει και η ολοκληρωτική αφοσίωση στους άλλους σε βάρος του εγώ. Οι αρετές φθείρονται λόγω υπερβολής και έλλειψης και διασώζονται, ενίοτε, λόγω της εφαρμογής του μέτρου.
 
Στο πρώτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι κάθε τεχνική ικανότητα και κάθε γνωστική δραστηριότητα και πράξη αποβλέπουν σε ένα υπέρτατο αγαθό, το οποίο επιδιώκεται για αυτό το ίδιο και όχι χάριν άλλου και που είναι η ευδαιμονία, αντικείμενο της κυριότερης τέχνης και επιστήμης, που είναι η πολιτική, αφού αυτή αποφασίζει ποιες τέχνες και επιστήμες καλλιεργούνται σε μια πολιτεία. Η ευδαιμονία, το τελικό αγαθό είναι το ίδιο για το άτομο και την πόλη; Ο Σταγειρίτης υποστηρίζει ότι το αγαθό της πόλης, η ευδαιμονία της, αξίζει να το επιδιώξει κανείς περισσότερο και να το διαφυλάξει, ως κάτι το σημαντικότερο και το τελειότερο. Και παρ’ ότι δεν είναι λιγότερο επιθυμητή η κάρπωσή του από ένα άτομο, η πραγμάτωσή του από την πολιτεία και το έθνος είναι κάτι πιο καλό και πιο θεάρεστο.[4] Η προγραμματική αυτή δήλωση του Αριστοτέλη, η καταγραφόμενη στην αρχή των Ηθικών Νικομαχείων, δεν δικαιολογεί διόλου την άποψη του D. Ross ότι, συμφώνως προς το μεγαλύτερο μέρος της αριστοτελικής ηθικής διδασκαλίας, οι άνθρωποι αγωνίζονται ατομικά για την πραγμάτωση των στόχων και των σκοπών τους, χωρίς να εκδηλώνουν κανένα ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους των. Ωστόσο, στην διάρθρωση και στην εξέλιξη των διανοημάτων αυτών, καλόν είναι να έχει κάποιος κατά νουν ότι τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης, αν και ήθελαν τους πολλούς να καρπώνονται, καθώς οι άριστοι λίγοι και ο ένας, τα αγαθά της ευδαίμονος ζωής, της θεμελιωμένης στο σύνολο των αρετών, διανοητικών και ηθικών, εντούτοις διαπίστωναν ότι τούτο ήταν ανέφικτο. Ο Ηράκλειτος παρατηρούσε ότι: «εις εμοί μύριοι εάν άριστο ς ή» (Β67), ενώ ο πλατωνικός Σωκράτης διατύπωνε στον Κρίτωνα την απογοήτευσή του για τους πολλούς: «ει γαρ ώφελον οιοί τά είναι οι πολλοί τα μέγιστα κακά εργάζεσθαι, ίνα οιοί τ΄ ήσαν και αγαθά τα μέγιστα; και καλώς αν είχεν. Νυν δε ουδέτερα οιοί τε» (μακάρι να ήσαν ικανοί οι πολλοί να κάνουν τα μεγαλύτερα κακά, για να είναι ικανοί να πράξουν και τα μεγαλύτερα αγαθά και καλώς θα είχε το πράγμα. Πλην όμως, για κανένα από τους δύο δεν είναι ικανοί (44d 6-8). Και ο Αριστοτέλης σε ό,τι αφορά στην φιλαυτία υποστηρίζει: «ούτω μεν ουν φίλαυτον είναι δει… ως δ΄οι πολλοί, ου χρη»[5] (με αυτόν τον τρόπο πρέπει να είναι κανείς φίλαυτος… όχι όμως με τον τρόπο των πολλών). Οι εν λόγω διανοητές δεν απαξίωναν a priori τους πολλούς, αλλά δια-πίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να αντέξουν την ευθύνη της ελευθερίας και της αρετής.
 
Το πρόβλημα του κατά πόσον η φιλία είναι εγωκεντρική ή αλτρουιστική ή υπό ποίαν έννοιαν είναι και εγωκεντρική, εκτός από σχέση φιλαλληλίας, απασχόλησε τον Αριστοτέλη, ο οποίος διακρίνει μεταξύ καλής και κακής φιλαυτίας. Ορισμένως, διερωτάται κατά πόσον, πρωταρχικά, πρέπει κανείς να αγαπά τον εαυτό του ή κάποιον άλλον. Η κοινή αντίληψη συνίσταται στο ότι φίλαυτος είναι εκείνος που ό, τι κάνει το κάνει για την εξυπηρέτηση του ατομικού του συμφέροντος, άβουλος όντας καθ’ όλα, εν αντιθέσει προς τον αξιόλογο άνθρωπο, του οποίου οι πράξεις γίνονται προς χάριν του καλού ήθους και προς χάριν του φίλου του, με παραγνώριση του ατομικού συμφέροντος. Προς την εν λόγω άποψη του κοινού διαφωνούν τα ίδια τα πράγματα, τα οποία λένε πως τα αγαθά που επιθυμούμε για τον καλύτερο μας φίλο, χάριν εκείνου, εμφανίζονται πρώτα στον εαυτό μας, ο οποίος είναι ο καλύτερος μας φίλος, και μετά επεκτείνονται και στους άλλους ανθρώπους. Ως εκ τούτου, πρέπει να αγαπούμε τον εαυτό μας. Ποια είναι η αλήθεια;
 
Όσοι, και είναι οι πιο πολλοί, αντιλαμβάνονται την φιλαυτία ως ντροπή, αποκαλούν φίλαυτους αυτούς που θέλουν για τον εαυτό τους ένα μεγάλο μέρος του πλούτου, της δόξας και των σωματικών ηδονών, αγαθά τα οποία ονειρεύονται οι πλείστοι. Όσοι επιδεικνύουν απληστία ως προς αυτά τα πράγματα εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην ικανοποίηση των επιθυμιών, των παθών και των αλόγων μορίων της ψυχής. Αυτού του τύπου η φιλαυτία έχει θιασώτες τους πολλούς και φαύλους και, ως εκ τούτου, δικαίως, κατ΄ Αριστοτέλη, τυγχάνει αποδοκιμασίας. Αντιθέτως, εκείνος ο οποίος δεν θέλει παρά να πράττει τα έργα της δικαιοσύνης και της σωφροσύνης ή όποιας άλλης αρετής και γενικώς, επιχειρεί να εξασφαλίζει για τον εαυτό του το ηθικό κάλλος, κανένας δεν θα τον αποκαλέσει φίλαυτον ούτε θα τον φέξει.[6] Και όμως, ο τύπος αυτός ανθρώπου -πολύ διαφορετικός από τον ψεγόμενο,- ο οποίος κατευθύνετο στα ενεργήματά του από την λογική και όχι από τα πάθη, είναι πιο φίλαυτος από τον αρνητικής αξίας συνώνυμό του, με την έννοια ότι επιδιώκει για τον εαυτό του τα καλύτερα και κάλλιστα πράγματα, τα συνυφασμένα με τις αρετές, υπηρετώντας το ανώτερο μόριο της οντότητας του που είναι ο νους, δια του οποίου ελέγχει τον εαυτό του. Αυτός είναι ο αληθινός φίλαυτος κατά τον Αριστοτέλη. Αυτός που ωφελεί εαυτόν και τους άλλους[7], σε αντίθεση με τον κακό φίλαυτο που βλάπτει τόσο τον εαυτό του, όσο και τους άλλους. Ο Αριστοτέλης είναι, τελικά ηθικός εγωιστής; Το ερώτημα απασχόλησε πολλούς σχολιαστές της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Όχι μόνον τον D.Ross αλλά και τον Gerard Hughes και την Jennifer Whiting. O Hughes απορρίπτει την ύπαρξη αγωϊστικών κινήτρων κατά την πραγμάτωση της αριστοτελικής φιλίας, παρ’ ότι, κάποιος δικαιολογημένα, υποστηρίζει, θα μπορούσε να αντιλέξει ότι και σε αυτά ακόμη τα αγνά αισθήματα και σε ό, τι άλλο θετικό ο φίλος εκδηλώνει, με καλή θέληση, προς τους φίλους του, υπόκειται ένας εγωισμός, με την αυστηρή σημασία του όρου, δεδομένου ότι όλες αυτές οι εκδηλώσεις φιλίας αποβλέπουν στην ατομική τελείωση. Ωστόσο, ο Hughes απορρίπτει, ακολούθως, το επιχείρημα τούτο με το σκεπτικό ότι οι ηθικά ενάρετες δραστηριότητες αξίζει να επιτελούνται, επειδή είναι ευγενείς και ωραίες επειδή συνιστούν αξίες καθ΄ αυτές. Και επειδή, ζώντας κανείς έτσι, ζει μίαν ολοκληρωμένη ζωή. Μια πράξη καλής θέλησης που γίνεται προς χάριν ενός φίλου είναι ορθή και ενάρετη και, ως τέτοια, αξίζει τον κόπο να γίνεται για αυτήν την ίδια την πράξη, ως έκφραση και ως βίωμα μιας ολοκληρωμένης ζωής. Ο Kraut ad hoc, διαφωνώντας προς το επιχείρημα του Hughes, παρατηρεί πως, αν το πράττει κανείς για χάρη της φίλης του αξίζει μόνον επειδή τον ολοκληρώνει, τότε το γεγονός ότι γίνεται για χάρη της φίλης δεν του παρέχει από μόνο του κάποιον λόγο για να το κάνει.[8] Η Jennifer Whiting, συζητώντας το θέμα του ηθικού εγωισμού (rational egoism), ό,τι, δηλαδή, κάθε δρω υποκείμενο στοχεύει στην δική του ευδαιμονία, η οποία είναι δυνατό να περιβάλει και την ευδαιμονία άλλων προσώπων, υποστηρίζει ότι μερικοί ερευνητές προσδίδουν στην αριστοτελική διδασκαλία περί του φίλου ως άλλου εαυτού μας το νόημα ότι, εάν ο φίλος ενός ενεργούντος υποκειμένου είναι ο άλλος εαυτός του, τότε η ευδαιμονία του φίλου του συνιστά μόριο της δικής του και, ως εκ τούτου, η εκ μέρους ενός ατόμου προαγωγή της ευδαιμονίας του φίλου του αποτελεί τρόπον προαγωγής της δικής του ευδαιμονίας. Πόσο, διερωτάται η Whiting, η ερμηνεία αυτή τιμά την επαναλαμβανόμενη αριστοτελική αντίληψη ότι ο αυθεντικός φίλος αγαπά και επιδιώκει το καλό του φίλου του χάριν του φίλου του;     Η J.Whiting υποστηρίζει, τελικώς, ότι στα Ηθικά Νικομάχεια η ατομική ευδαιμονία δεν αποτελεί τον υπέρτατο σκοπό όλων των ανθρώπινων πράξεων, αφού ο Αριστοτέλης, ενίοτε, θέτει ως πρωταρχική επιδίωξη την ευδαιμονία των άλλων, χάριν της οποίας ενεργούν οι άνθρωποι και η οποία δεν συνιστά μόριο της δικής των ευδαιμονίας. Η αυθεντικότης των φιλικών αισθημάτων δεν έχει ως λόγον την ευδαιμονία του εκφραστή των, αλλά εκείνην του φιλικού προσώπου, προς το οποίο απευθύνονται.
 
Πού είναι, σε τελευταία ανάλυση, η αλήθεια; Μελετώντας τα σχετικά έργα του Αριστοτέλη, τα Ηθικά Ευδήμεια, τα Ηθικά Νικομάχεια και τα Ηθικά Μεγάλα, κάθε άλλο παρά καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο Σταγειρίτης είναι ηθικός εγωιστής. Όταν στη Ηθικά Ευδήμεια ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι το γλυκύτερο πράγμα για έναν άνθρωπο[9] είναι ο άνθρωπος, κι όταν διδάσκει ότι ο φίλος αγαπά τον φίλο του για κανέναν άλλον λόγο, παρά για τον χαρακτήρα του, πώς δικαιολογείται ο ηθικός εγωϊσμός; Ωστόσο, στην φιλία μεταξύ φαύλων, μιαν εκφυλισμένη μορφή φιλίας, εύκολα διακρίνεται το ατομικό συμφέρον και ο εγωϊσμός, απλώς επειδή στην μορφή αυτήν φιλίας ο άνθρωπος χρησιμοποιείται ως μέσον και όχι ως σκοπός, εν αντιθέσει προς την φιλία μεταξύ εντίμων ατόμων, η οποία καθιστά κοινά τα μεταξύ των αγαθά.9 Ο ατομικός αγώνας αυτοπραγμάτωσης, ελευθερίας και ευδαιμονίας δεν συγχέεται προς οποιανδήποτε μορφή κακής φιλαυτίας.
 
Τότε ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης δίνουν εξαιρετική βαρύτητα στον προσωπικό αγώνα του κάθε ατόμου για την ανέλιξή του και για την πραγμάτωση της εντελέχειάς του. Πάντοτε μέσα στο ευνοϊκό περιβάλλον μιας συγκροτημένης με όλες της αξίες πολιτείας. Στον Πλάτωνα δεν παρατηρείται σύγκρουση μεταξύ της ατομικής-προσωπικής και της ευημερίας ενός συνόλου, μικρού ή μεγάλου.[10] Όταν το δάκτυλο πληγωθεί, ο άνθρωπος αισθάνεται πόνον στο δάκτυλο. Σε μιαν εύτακτη πόλη, το καλό ή το κακό που υφίσταται ο πολίτης, τα προσλαμβάνει η πόλις ως δική της εμπειρία.[11] Ο πλατωνικός Σωκράτης, σε όλες τις πράξεις και τα ενεργήματά του, των σχέσεων φιλίας περιλαμβανομένων, δεν συμπεριφέρεται για κανέναν άλλον λόγον συμφώνως των αρετών, παρά για την τελείωση της ψυχής του. Στον Κρίτωνα δεν δέχεται να αποδράσει από το δεσμωτήριο, για να μην υποστεί ψυχική φθορά, ενώ στην Πολιτεία ο άνθρωπος με νουν τιμά τα μαθήματα, τα οποία καθιστούν τέλεια την ψυχή, παραγνωρίζοντας όλα τα άλλα.[12] Στην αριστοτελική έννοια της φιλίας, όπου ο φίλος θέλει το καλό του φίλου του χάριν εκείνου, στην ερώτηση κατά πόσον η εν λόγω φιλία στερείται της χρησιμότητας και της ηδονής, η απάντηση είναι αρνητική στην περίπτωση που η φιλία είναι τέλεια. Πράγματι, όταν οι φίλοι είναι ενάρετοι και ευγενείς, αποκομίζουν από την σχέση τους όφελος και ευχαρίστηση. Ο έντιμος φίλος αγαπά τους φίλους του για χάρη του και για χάρη τους.[13] «Και φιλούντες τον φίλον το αυτοίς αγαθόν φιλούσι».
 
Η φιλία, στην τέλεια εκδοχή της, ενέχει στον μέγιστο βαθμό τον αλτρουισμό, και στον ελάχιστο βαθμό ένα είδος εγωισμού, για να κρατιέται. Αντιθέτως, στις ατελείς της μορφές έχει τον εγωκεντρισμό σε περιωπή, ως χρησιμοθηρία και ως ηδονισμό, ενώ, αναλόγως, διέπεται από έναν αλλοτριωμένο αλτρουισμό. Στην αυθεντική σχέση ο παλιός μύθος διηγείται τον διαγωνισμό μεταξύ των φίλων, για το ποιος θα πεθάνει στην θέση του άλλου. Στην κάθε σχέση συμφέροντος, τα πράγματα λειτουργούν, όπως στη περίπτωση του βασιλιά και του κιθαρωδού: Ο βασιλιάς, όταν καλούσε τον κιθαρωδό στα ανάκτορα για να δώσει μια παράσταση, δεν κοίταζε τίποτε άλλο από την απόλαυσή του, ενώ ο μουσικός, όταν πήγαινε στο παλάτι μόνο το συμφέρον του είχε κατά νουν. Έτσι, όταν ήλθε η ώρα της πληρωμής, ο βασιλιάς, λες και δεν χρωστούσε τίποτε άλλο από απόλαυση, είπε στον καλλιτέχνη: «Την απόλαυση που μου χάρισες, παίζοντας και τραγουδώντας, σου την έχω ήδη πληρώσει με την απόλαυση που σου πρόσφεραν οι υποσχέσεις μου!».[14] Ωστόσο, η φιλόσοφη ενατένιση και η τέχνη της ζωής επικυρώνουν την μεγάλη αλήθεια ότι τίποτε δεν είναι πιο επαγωγός προς ευδαιμονίαν, όπως το φιλείν και φιλείσθαι.
-----------------------------------------
[1] Αριστ. Ηθ. Νικ. ,Θ3, 1156 b 1-2΄Θ4, 115 b 6-14, Θ5, 1157α 25-28,Θ8, 1158 b 11-14, Θ9, 1159 b 25-30. Πβ: G.J. Hughes,ΗθικάΝικομάχεια.Ένας Οδηγός ανάγνωση ς, μτφρ. Π. Γκολίτσης, επμ. Π. Κοτζιά, Αθήνα, Οκτώ, 2013, σ. 188-189. 
[2] Πβ.Αυτόθι, Θ9, 1159α 27-28.
[3] Αυτόθι, Θ2, 1155b 31: τω δε φίλω φασί δεν βούλεσθαι ταγαθά εκείνου ένεκα
[4] Αυτόθι, Α1, 1094α. 18-1094 b
[5] Αυτόθι, 18, 1169α 34 -1169 b 
[6] Αυτόθι, 18, 1168α 28 – 1168 b
[7] Αυτόθι, 18, 1168b 28 – 1169 α 13.
[8] Πβ. G.J. Hughes, Ηθικά Νικομάχεια, Ένας Οδηγός ανάγνωσης σσ.192- 196, R.Kraut,A r i s t o t l e a n d t h e H u m a n G o o d , Princeton Uni.Press, 1989 (Kef. 2). Πβ. Α. Μάνου, Η αρχαία φιλοσοφία ως τέχνη της ζωής. Τα μέτρα του καιρού. Αθήνα, Α. Καρδαμίτσα, 2013,σσ. 59-63.
[9] Ηθικά Ευδήμει α. 1237 α 26- b5, 1237b 27-34.
[10] Πβ. R.W. Hall,P l a t o a n d t h e Individual, The Hague, M. N., 1963,ss. 211-212.
[11] Πλατ. Πο λ., 462 d-e.
[12] Του Αυτού, Κριτ. 47c – 48d,Πο λ., Θ 591c 1-3. Πβ. Gr. Vlastos, Πλατωνικές Μελέτες, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα 2000, σ. 64.
[13] Gr. Vlastos, αυτόθι, σ. 30
[14] Αριστ. Ηθ. Ευ δ. Η, 1243 b 24-27.

Η τυραννία της ευτυχίας

Μπορεί κάποιος να συλλάβει μια χίμαιρα; Μπορεί αυτή να τον οδηγήσει σε μονοπάτια απελευθέρωσης και προσωπικής πληρότητας; Είναι δυνατό να ξεπεράσουμε τα προσωπικά ψυχικά μας τραύματα και τα χτυπήματα της ζωής και να πετύχουμε την αυτοεξέλιξη και την αυτοβελτίωση;

Μπορούμε να διαχειριστούμε τον εαυτό μας σαν εμπορικό μπραντ και να ευδοκιμήσουμε επαγγελματικά και κοινωνικά, αφήνοντας πίσω τα αρνητικά συναισθήματα και την ηττοπάθεια; Είναι η «ψυχική ανθεκτικότητα» (resilience) μια ιδιότητα που μπορούμε να χτίσουμε;

Η απάντηση της Θετικής Ψυχολογίας -ενός κλάδου που άκμασε και ακμάζει στις ΗΠΑ (και όχι μόνο) τις τελευταίες δεκαετίες- σε αυτά τα ερωτήματα είναι απολύτως καταφατική. Οχι μόνο μπορούμε να τα πετύχουμε όλα αυτά, αλλά επιβάλλεται να τα επιχειρήσουμε με τη βοήθεια των «ειδικών» και μετά από προσωπική μας απόφαση.

Στις απόψεις αυτές ασκούν καταλυτική και αποδομητική κριτική ο ψυχολόγος Edgar Cabanas και η κοινωνιολόγος Eva Illouz στο βιβλίο τους «Ευτυχιοκρατία: πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας» από τις εκδόσεις Πόλις.

Βασικό επιχείρημα των δύο συγγραφέων είναι ότι η λεγόμενη Θετική Ψυχολογία αναπτύχθηκε σε ένα περιβάλλον επέκτασης και εδραίωσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, με τον οποίο «κούμπωσε» απολύτως, αφού ανταποκρινόταν στα βασικά του χαρακτηριστικά και ιδεολογήματα. Ποια είναι αυτά; Ο ανταγωνισμός είναι στη φύση του ανθρώπου, η προσπάθεια κοινωνικής αλλαγής παράγει μόνο αρνητικά συναισθήματα, οι κήρυκες αυτής της αλλαγής (από τον Μαρξ και τον Φρόιντ μέχρι τον Ντιρκέμ) προκαλούν «αρνητικότητα» χωρίς αποτέλεσμα, τα άτομα που δεν ευτυχούν φταίνε τα ίδια γιατί δεν προσπαθούν αρκετά, όσοι δεν πετυχαίνουν την αυτοεξέλιξη στην ουσία δεν μπορούν να πάρουν μια κομβική απόφαση για τη ζωή τους, ενώ η προσωπική ευδοκίμηση έρχεται ως αποτέλεσμα αυτογνωσίας και εσωτερικής αναζήτησης.

Αυτές οι «αρετές» της Θετικής Ψυχολογίας την κατέστησαν ένα ιδανικό εμπόρευμα για τις ανησυχίες της εύπορης μεσαίας και της ανώτερης κοινωνικής τάξης, οι οποίες με τη σύμπραξη «κόουτς», συμβούλων, γκουρού, ψυχολόγων και επαγγελματιών επαγγελματικής αποκατάστασης επιδόθηκαν σε ένα καταναλωτικό όργιο ιδεών, συμβουλών, προτροπών και συνταγών για την κατάκτηση της ευτυχίας.

Δημιουργήθηκε έτσι μια νέα κατηγορία «ευτυχιοχόνδριων», δηλαδή κυνηγών μιας ευτυχίας-εμπόρευμα που πάντα κυνηγάμε, αλλά ποτέ δεν φτάνουμε. Γινόμαστε δηλαδή μαζικοί καταναλωτές ευτυχίας και προϊόντων όπως «συναισθηματική νοημοσύνη», «αυτοέλεγχος», «αυτοδιαχείριση», «ηγετικές ικανότητες», «πνευματικότητα», «δημιουργικότητα», «θετική σκέψη». 'Εννοιες που δένουν τέλεια με την άλλο όρο του συρμού, την «αριστεία».

Παράλληλα, η νέα αυτή επιστήμη -με απολύτως αμφιλεγόμενα θέσφατα και μεθόδους- κατάφερε να αποσπάσει αμέσως πλούσια χρηματοδότηση και χορηγίες, αλλά και να διεισδύσει σε Πανεπιστήμια, ερευνητικά προγράμματα και Ινστιτούτα.

Η πορεία της υπήρξε ευθέως ανάλογη με τη χρηματοδοτούμενη επικράτηση των υπόλοιπων ιδεολογημάτων του νεοφιλελευθερισμού, έτσι όπως την περιγράφει ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ στο βιβλίο του «Νεοφιλελευθερισμός: Ιστορία και παρόν» (εκδόσεις Καστανιώτη).

Είναι χαρακτηριστικό ότι -όπως λένε οι συγγραφείς- η έννοια του Ακαθάριστου Προϊόντος Ευτυχίας (Gross Happiness Product) εισήχθη για πρώτη φορά στην Χιλή. Στη συνέχεια η έννοια αυτή, που προτείνεται να αντικαταστήσει το ΑΕΠ, υιοθετήθηκε από τον ΟΟΣΑ και τον ΟΗΕ.

Αυτή η «τυραννία του θετικού», που ταυτίζει υπόρρητα την ευτυχία με την ηθική, απονευρώνει τα αρνητικά συναισθήματα, όπως ο θυμός και η οργή, τα οποία, σύμφωνα με τους συγγραφείς, μπορεί κατά περίπτωση να συμβάλλουν στην πολιτική κινητοποίηση και στην προσπάθεια κοινωνικής αλλαγής. Άρα η «θετικότητα» μπορεί να λειτουργεί και ως απολύτως συντηρητικό στοιχείο που υποκρύπτει και δικαιολογεί την κοινωνική ανισότητα και αποτρέπει τις σκέψεις και πράξεις αλλαγής του συστήματος, συμβάλλοντας στην περιχαράκωση στον «εαυτό φρούριο» και στις προσπάθειες βελτίωσής του ως μόνη εναλλακτική προσωπικής κινητοποίησης.

Η «Ευτυχιοκρατία» είναι ένα πολύτιμο βοήθημα για την κατανόηση ρευμάτων εσωτερισμού, «αυτοβελτίωσης» και «προσωπικής ευδοκίμησης» -που αποτελούν μετεξέλιξη του ρεύματος του New Age της δεκαετίας του 1970- και πετυχαίνουν με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: και την αποχαύνωση του ατόμου, αλλά και την κοινωνική αδρανοποίησή του, αφού όλο το βάρος, οι ευθύνες και οι ενοχές μετατίθενται στους ώμους των μεμονωμένων ανθρώπων, οι οποίοι καλούνται να διαχειριστούν τον εαυτό τους σαν εμπορικό μπραντ, εάν θέλουν να ευδοκιμήσουν και να προκόψουν.

Αρχές της Ορφικής Θεολογίας (Οι Πέντε Μυήσεις)

Πηγαίνοντας πίσω εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια (όταν ακόμα ο άνθρωπος βρισκόταν στο προανθρώπινο στάδιο του ζώου) ο άνθρωπος είχε ήδη ενστικτώδη γνώση του Περιβάλλοντος, της Αχανούς (Αόρατης και ορατής) Φύσης και γνώριζε από εμπειρία (καθώς τον οδηγούσε η ανάγκη της επιβίωσης, υπαρξιακής και υλικής) διαφόρων στοιχείων της Φύσης, που τα έβλεπε, είτε ενταγμένα στη Γενικότερη Φύση, είτε ξεχωριστά και ιδιαίτερα. Ζούσε πάνω στη Γη, τρεφόταν από τη γη, χρησιμοποιούσε το Νερό (κι όχι μονάχα για να πίνει), χρησιμοποιούσε το Φως του Ήλιου, την Ημέρα, για τις δραστηριότητές του και την φωτιά, φτωχό υποκατάστατο του Ήλιου, χρησιμοποιούσε τον Αέρα (για να ανασαίνει κι αργότερα και γι’ άλλους σκοπούς), και «διαισθάνονταν» το Πέμπτο Στοιχείο, τον Αιθέρα, σαν τον Χώρο που Κατοικούσαν οι Ανώτερες Δυνάμεις, που μόλις συνειδητοποιούσε την ύπαρξή τους.

Οι άνθρωποι όταν άρχισε να εκδηλώνεται, ήδη από την παλαιολιθική εποχή, η θεωρητική σκέψη, πίστευαν ότι ο κόσμος σχηματίστηκε από τα πέντε στοιχεία, τον αόρατο αιθέρα, τον αέρα, το πυρ, το νερό, τη γη. Κάποιοι πίστευαν μάλιστα ότι δημιουργήθηκε με τη σειρά που τα αναφέρουμε, κάποιοι άλλοι πρότειναν άλλες λύσεις... 
Οι Ορφικοί, χιλιετηρίδες μετά, για διαφόρους δικούς τους λόγους πίστευαν ότι ο Κόσμος  δημιουργήθηκε στη διάρκεια πέντε τεράστιων αλλά διακριτών χρονικών διαστημάτων. Από τον Αρχικό Αόρατο Αιθέρα δημιουργήθηκε το Πύρινο Πνεύμα (ο πύρινος άνεμος), μετά δημιουργήθηκε το Πυρ που αποτέλεσε τον πυρήνα του Κόσμου. Μετά δημιουργήθηκε το Νερό η Ρευστή Ουσία της Ζωής. Τέλος από το Ζωντανό Νερό δημιουργήθηκε ο Υλικός Κόσμος κι η γη…
Μάλιστα όπως έγινε σε Κοσμικό Επίπεδο έγινε και στο Υλικό Επίπεδο: Από τον Αιθέρα (που Αποτελεί τη Βάση Όλων των Κόσμων) δημιουργήθηκε το υλικό πύρινο πνεύμα που συμπυκνώθηκε στο υλικό πυρ που αποτέλεσε (και) τον πυρήνα της γης. Στη γη δημιουργήθηκε μετά το υλικό νερό και στο τέλος διαμορφώθηκε η γη στην οποία ζούμε ακόμα σήμερα. Με άλλα λόγια η δημιουργία επαναλαμβάνεται ίδια τόσο στον αόρατο κόσμο, όσο και στον υλικό μακρόκοσμο, όσο και στο επίπεδο της γης… το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει και για τον μικρόκοσμο (που άρχισαν οι Έλληνες να διερευνούν με τον Δημόκριτο)… Ακόμα και ο άνθρωπος αποτελείται (μεταφυσικά) από τα Πέντε Στοιχεία αλλά και υλικά συντίθεται από τα πέντε υλικά στοιχεία και παράλληλα χρησιμοποιεί αυτά τα στοιχεία που βρίσκει στη φύση για να επιβιώσει… Η Δημιουργία λοιπόν για τους Ορφικούς είναι Πενθήμερος, κι όχι Εξαήμερος όπως γράφει η Εβραϊκή Βίβλος… και μάλιστα επαναλαμβάνεται με το Ίδιο Σχέδιο στα Διάφορα Πεδία Ύπαρξης…
Κάποιους αιώνες μετά τους Ορφικούς οι φιλόσοφοι (προφανώς αντλώντας από την Ορφική Γνώση) πρότειναν διάφορες (μερικές) λύσεις:  Ο Θαλής (όπως αναφέρει ο Αέτιος) έλεγε ότι: «Ο Θεός είναι νους του κόσμου, το δε σύμπαν είναι έμψυχο συγχρόνως και πλήρες δαιμόνων, δια μέσου δε του αποτελούντος το αρχικό στοιχείο υγρού είναι κατανεμημένη εν συνεχεία δύναμη θεία η οποία μπορεί να το θέσει σε κίνηση»… Ο Αναξίμανδρος πίστευε ότι το Άπειρο είναι η Αρχή των πάντων.
Ο Νεοπλατωνικός Σιμπλίκιος αναφέρει τη ρήση του Αναξίμανδρου από το έργο του «Εις Φυσικά»:
«Ο Αναξίμανδρος είπε ότι αρχή των όντων είναι το άπειρο… από το οποίο έγιναν όλοι οι ουρανοί και οι κόσμοι που υπάρχουν... Και απ’ όπου προέρχεται η γένεση των όντων εκεί ακριβώς συντελείται και η διάλυση τους σύμφωνα με την ανάγκη, γιατί τιμωρούνται και επανορθώνουν αμοιβαία για την αδικία, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου»... Ο Αναξιμένης πίστευε ότι ο Αέρας είναι Αρχή των πάντων. Ο Ιππόλυτος (στα «Ελληνικά» του) αναφέρει: «Ο Αναξιμένης είπε, ότι ο άπειρος αέρας είναι η θεμελιώδης αρχή, από την οποία προέρχονται όσα γεννήθηκαν, όσα γεννιούνται και όσα θα γεννηθούν, οι θεοί και τα θεία, ενώ τα υπόλοιπα προέρχονται από τα παράγωγά του».
Σήμερα η επιστήμη (που βέβαια περιορίζεται στην υλική πραγματικότητα)  ακολουθώντας τον  Λαπλάς υποστηρίζει ότι κάποια εποχή ο Ήλιος, οι πλανήτες και οι δορυφόροι τους (που δεν είχαν διαχωριστεί ακόμα) αποτελούσαν μια μεγάλη αεριώδη διάπυρη μάζα που περιστρεφότανε στο διάστημα. Σιγά-σιγά αυτή η αερώδης διάπυρη μάζα ψυχόταν και συμπυκνωνόταν κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της περιστροφικής κίνησης και τη δημιουργία φυγόκεντρης δύναμης. Με αυτόν τον τρόπο σχηματίστηκε ο ήλιος,  οι πλανήτες,  η γη. Η γη στην αρχή ήταν μια διάπυρη σφαίρα που στη συνέχεια καθώς ψυχόταν δημιούργησε ένα εξωτερικό φλοιό (που δεν είχε καμία σχέση με τη γη όπως την γνωρίζουμε). Από τα έγκατα της γης έβγαιναν τεράστιες ποσότητες αερίων, άζωτο, διοξείδιο του άνθρακα, αμμωνία, μεθάνιο και υδρατμοί, που τύλιξαν τη γη σχηματίζοντας την πρώτη της ατμόσφαιρα, όπου εκδηλώνονταν κατά εκατομμύρια ηλεκτρικές εκκενώσεις. Μετά ξέσπασαν κατακλυσμιαίες βροχές και το νερό συσσωρεύθηκε στα κοιλώματα της γης σχηματίζοντας τον αρχικό ωκεανό που περιέβαλε τη ξηρά (Πανγαία) Τότε εμφανίζεται κι η ζωή στον ωκεανό (ή και σε λίμνες της ξηράς, πιθανόν), που εξελίχθηκε σε δύο μορφές, την φυτική (που ανέπνεε διοξείδιο του άνθρακα και απέβαλε οξυγόνο) και την ανώτερη ζωική (που ανέπνεε οξυγόνο και απέβαλε διοξείδιο το άνθρακα). Σιγά-σιγά η ζωή βγήκε από το νερό και κατέκλυσε τη γη και στο τέλος από κάποιο προανθρώπινο είδος προήλθε και ο σημερινός άνθρωπος (που κανονικά θα έπρεπε να ονομάζεται homo simian κι όχι homo sapiens). Σιγά σιγά η Πανγαία διαχωρίστηκε στις γνωστές Ηπείρους που εξακολουθούν να μετακινούνται (και μετά από κάποια εκατομμύρια χρόνια θα έχουν τελείως διαφορετική θέση στη γήινη σφαίρα)… Στην πραγματικότητα η επιστήμη απλώς επιβεβαίωσε αυτά που έλεγαν οι Αρχαίοι και ιδιαίτερα οι Ορφικοί.
Τα Πέντε Στοιχεία (γη, νερό, φωτιά αέρας, αιθέρας) λοιπόν, όχι μόνο έπαιζαν ρόλο στη ζωή των ανθρώπων όλες αυτές τις χιλιετηρίδες, αλλά και χρησιμοποιήθηκαν σαν σύμβολα για να περιγράψουν τον κόσμο μέχρι που, ήδη από την ύστερη νεολιθική εποχή, παίρνουν μεταφυσική διάσταση κι αποκτούν μια εσωτερική σημασία (καθώς διευρύνεται η αντίληψη του ανθρώπου και βαθαίνει η κατανόηση του για το φαινόμενο της ύπαρξης).
Αυτά τα Σύμβολα θα χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν (οι πιο σοφοί κι έμπειροι μέσα στις κοινωνίες των ανθρώπων) τον Κόσμο σαν πνευματικό (και νοητικό) γεγονός σαν μια Διαβάθμιση, από το Χάος του Απροσδιόριστου μέχρι το συγκεκριμένο υλικό. Έτσι φτάνοντας στην ιστορική εποχή (εδώ και 4, 3, χιλιετηρίδες) τα Πέντε Στοιχεία (σε ολόκληρη την παγκόσμια θρησκευτική παράδοση, και στην Ινδία, και στην Κίνα, και στην Ελλάδα, κι αλλού) θα χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν την δομή του κόσμου.
Ο Ορφέας από αυτή την πανάρχαια γνώση κι εμπειρία και παράδοση άντλησε τις βασικές αντιλήψεις για να διαμορφώσει την εικόνα του κόσμου, και το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι φιλόσοφοι που ακολούθησαν μετά στην ελληνική σκέψη:
Ο Αιθέρας είναι το Άγνωστο που Χάνεται στην Ανυπαρξία Θείον.
Ο Αέρας, το Πνεύμα, η Πνοή, είναι η Ενοποιός Ουσία των Πάντων. Χωρίς Ιδιότητες εισδύει παντού, πνέει όπου θέλει, είναι το Αληθινό Είναι που τα περιλαμβάνει όλα.
Το Φως (Πυρ), η Φωτιά, είναι το στοιχείο που κάνει τα πάντα ορατά, προσδιορίζει τα σχήματα, καθορίζει τα όρια, τις σχέσεις και τις αποστάσεις, και γενικά περιγράφει τον κόσμο, τον χώρο και τις δραστηριότητές του. Είναι ο Νους, η νοημοσύνη, η νόηση κι η λογική κι η αντίληψη.
Το Νερό είναι το «δυναμούχο πνεύμα» που παίρνει πιο συγκεκριμένη μορφή και ζωογόνες ιδιότητες. Είναι η «πλαστική ουσία της ζωής», η Ψυχή, που δημιουργεί, ζωοποιεί κι εξαλείφει τις μορφές (όταν τις εγκαταλείπει).
Η Γη είναι το τελευταίο στοιχείο, το «δοχείο» που τα συγκεντρώνει όλα, το υλικό από το οποίο  γίνονται οι μορφές του φυσικού κόσμου.
Με αυτά τα Πέντε Στοιχεία στην υλική μορφή τους δημιουργείται (κατά την ίδια τάξη) και το υλικό σύμπαν.
Αυτή η εσωτερική ερμηνεία των Στοιχείων συναντάται όπως είπαμε σε ολόκληρη την θρησκευτική παράδοση και τα Πέντε Στοιχεία αποτελούν Σύμβολα της παγκόσμιας θρησκευτικής σκέψης εδώ και τουλάχιστον 3000 χρόνια (σε καταγραμμένα Ιερά Κείμενα). Τις ερμηνείες τους τις συναντάμε στις Βέδες, σε Κινέζικα Κείμενα… και στην Ελληνική Παράδοση.
Ο 29ος αιώνας πριν από σήμερα, στην Ελλάδα, είναι ένας αιώνας θρησκευτικών συνθέσεων και μεταρρυθμίσεων και μια τιτάνια προσπάθεια να διατυπωθεί ένα ενιαίο θεολογικό σύστημα στο οποίο θα εντάσσονταν όλες οι θρησκευτικές αντιλήψεις περί Θεότητας. Μια τέτοια προσπάθεια έγινε από τον Ησίοδο  (και μολονότι η πιο γνωστή όχι η πιο βαθιά και επιτυχημένη) αλλά και από άλλους.
Αυτή την εποχή άρχισε να κυριαρχεί η αντίληψη ότι η Αρχή των Πάντων πρέπει να είναι Μία, Ένας Θεός, Άπειρος, Υπερβατικός, Άγνωστης Ουσίας και Πέρα από τον Κόσμο. Σιγά-σιγά ο Ζευς Ανυψώνεται σαν Μοναδικός Υπερβατικός Θεός. Ο Ζευς των θρησκευτικών κύκλων και των φιλοσόφων δεν έχει βέβαια καμία σχέση με τον Δία του Ομήρου και των ποιητών (άλλωστε η Ποίηση δεν είναι Θεολογία και οι σκοποί της είναι τελείως διαφορετικοί από εκείνους της θρησκευτικής διδασκαλία). Ακόμα και ο Ζευς του Ησίοδου είναι ήδη μια ξεπερασμένη θεϊκή μορφή.
Παράλληλα με την Ανύψωση της Θεότητας σε ένα Υπερβατικό Υπερκόσμιο Επίπεδο συνεχίζεται η αντίληψη για ένα Γονιμοποιό Θεό που είναι σε Σχέση με την δημιουργία.
Ανάμεσα στον Κοσμικό Θεό και τον φυσικό κόσμο μεσολαβούν αναγκαστικά η Οργανωτική Δύναμη της Διάνοιας (η Νοερή Δύναμη) και το Δυναμούχο Πνεύμα, η Περιοχή των Ψυχικών Αιτιών και της Ζωοποιού Δραστηριότητας που εμψυχώνει τον κόσμο, που ενσωματώνεται στην υλική μορφή του κόσμου των αισθήσεων.
Τέτοιες λοιπόν θρησκευτικές συνθέσεις προσπαθούν να αφομοιώσουν όλη την ανθρώπινη μεταφυσική εμπειρία και να διατυπώσουν μια ενιαία θεωρία για το παν. Σε αυτή την σύνθεση ενσωματώνεται βεβαίως και ο άνθρωπος, που ταυτίζεται οντολογικά με το Παν (σαν μικρόκοσμος) και στο Σύνολό του και στα επιμέρους δομικά στοιχεία του που είναι ακριβώς αντίγραφα των κοσμικών.
Έτσι το Κοσμικό (Αιθέρας, Πνεύμα, Φως, Ύδωρ, Γη) Ουσιώνεται από το Θεϊκό (Άχρονο Χάος, Θεός, Νους, Ψυχή, Κόσμος) Συγχωνεύεται με το Ανθρώπινο (Καθαρή Ουσία, Είναι, νους, ψυχή, σώμα), Αναφέρεται στο Χώρο (Ουράνιος Κόσμος, Ενότητα, φωτεινός κόσμος του νου και των ιδεών, ψυχικός κόσμος, υλικός κόσμος), κι Εκφράζεται με φιλοσοφικούς όρους που έχουν πολλά συστήματα αναφοράς, πολλές αντιλήψεις και επίπεδα ανάγνωσης, και εξηγούν το Φαινόμενο της Ύπαρξης από το πιο εσωτερικό επίπεδο μέχρι το πιο εξωτερικό και από την γενικότερη αντίληψη μέχρι την πιο μερική και ιδιαίτερη.
Μια τέτοια Θρησκευτική Σύνθεση πραγματοποίησε ο Ορφέας, όπως θα δούμε πιο κάτω.
Ο αιώνας των θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα (29 αιώνες πριν) ήταν ένας αιώνας θρησκευτικής ζύμωσης των αντιλήψεων, των συμβόλων και των θεωριών για τον κόσμο. Έγινε μια προσπάθεια όχι μόνο να αφομοιωθεί η παγκόσμια θρησκευτική σκέψη αλλά και να δοθούν εσωτερικές και συγκεκριμένες περιγραφές του φαινομένου της ύπαρξης. Οι επίσημοι θεολόγοι και ποιητές στην Ελλάδα, στην Ιωνία (και λίγο αργότερα στη Μεγάλη Ελλάδα) εργάζονται σε συνθέσεις σύμφωνα με την πατροπαράδοτη γραμμή που ακολουθούν όσοι σχετίζονται με την κοσμική εξουσία. Μιλάμε για Ποιητές σαν τον Όμηρο και Θρησκευτικούς Σχολιαστές σαν τον Ησίοδο που ασφαλώς υπήρξαν μεγάλες μορφές της παγκόσμιας διανόησης αλλά μένουν σε μια εξωτερική (μυθική) περιγραφή του κόσμου κι ο μελετητής χρειάζεται να πάει πέρα (κι από τις προθέσεις ίσως των Ποιητών και) το κείμενο για να βρει πίσω από την αλληγορική περιγραφή κάποια στοιχεία Αλήθειας.
Ο Ορφέας υπήρξε τελείως διαφορετικός άνθρωπος. Είναι σίγουρο ότι ανήκε σε βασιλική γενιά των Λειβήθρων, στους πρόποδες του Ολύμπου, και υπήρξε πρίγκηπας (σαν τον Άλλο Μεγάλο, τον Σιντάρτα Γκοτάμα, που ήταν πρίγκηπας σε ένα μικρό βασίλειο στο σημερινό Νεπάλ, στους πρόποδες των Ιμαλαΐων). Η σχέση του όμως με την κοσμική εξουσία του έδωσε απλά την δυνατότητα να μορφωθεί και να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, που δεν ήταν η βασιλεία αλλά η αφιέρωση στο Θείο και στα Ιερά Πράγματα (όπως κι ο Σιντάρτα που εγκατέλειψε το βασίλειό του για να γίνει Ασκητής, Φωτισμένος και Δάσκαλος). Ο Ορφέας υπήρξε κατ’ αρχήν Μυστικιστής και μετά Θεολόγος και Μύστης και Διδάσκαλος. Αν δεν είχε Εσωτερική Έμπνευση, αν δεν είχε Βιώσει τον Άπειρο Θεό, το Χάος του Θεού, το Άχρονο της Ύπαρξης, δεν θα μπορούσε να παρακινηθεί να οργανώσει τις θρησκευτικές γνώσεις της εποχής του σε μια Ενιαία Σύνθεση, ούτε θα μπορούσε να περιγράψει (μέσα από την Μύηση και τα Μυστήρια) την Ανύψωση του ανθρώπου Ως το Θεό (τον Άχρονο Δία), κι ασφαλώς δεν θα γινόταν ποτέ ο Μεγάλος Ιερουργός που κατέχοντας το Εσωτερικό Βίωμα δεν περιφρόνησε την Εξωτερική Λατρεία, την Διδασκαλία και την Καθοδήγηση των ανθρώπων. Ο Ορφέας υπήρξε πάνω από όλα (όπως όλοι οι Μεγάλοι Μύστες, ο Λάο Τσε, ο Βούδας) Ένας Οδηγός των ανθρώπων. Κατά το Πρότυπο του Θεού του, του Βάκχου, που έμπαινε μπροστά στην Πομπή των μυημένων, κρατώντας πρώτος τον θύρσο. Ας θυμηθούμε ότι στα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν ο Ίδιος ο Θεός, ο ΄Ιακχος, (η Μυστηριακή Μορφή του Διονύσου) που οδηγούσε την πομπή. Ο Ορφέας, σαν τον Θεό του, τον Βάκχο, ήταν ένας Οδηγός, ο Μύστης που πήγαινε μπροστά στον Ιερό Κύκλο των μυστών, για να φωτίσει τα Μυστήρια του Υπερπέραν, και να εξηγήσει με κάθε λεπτομέρεια τις διαδικασίες της πνευματικής εξέλιξης. Το ίδιο δεν έκανε πολλούς αιώνες μετά κι ο Ιησούς; Δεν ήταν Αυτός που οδηγούσε τους μαθητές του στα μυστήρια της Βασιλείας των Ουρανών;
Ασφαλώς ο Ορφέας είχε την ευκαιρία να αφιερώσει χρόνο και στην Μυστικιστική Έκστασή του και στην Θεολογική Ενατένισή του και να επεξεργαστεί τον Μυητικό Δρόμο που Οδηγεί στο Θεό, αλλά και να συγγράψει τον Ιερό Λόγο του και να αφιερωθεί στην Διδασκαλία που άρχισε σιγά-σιγά, με συζητήσεις με τους πιο κοντινούς φίλους του για να επεκταθεί αργότερα και σε άλλους ανθρώπους μακριά από την Πατρίδα του.
Αυτοί που θεωρούν τον Ορφέα (είτε λόγω ελλιπούς πληροφόρησης – που επιβλήθηκε στα χρόνια της Βυζαντινής σκλαβιάς – είτε λόγω ιδεολογικής εχθρότητας) μυθικό ή ανύπαρκτο πρόσωπο (παρ’ όλες τις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων και των ιστορικών στοιχείων) ασφαλώς είναι προκατειλημμένοι  και αντιμετωπίζουν με δυσπιστία αυτά που λέμε εδώ. Αλλά είναι θέμα λογικής. Δηλαδή γιατί στην Μακρινή Κίνα, την ίδια περίπου εποχή εμφανίζονται διδασκαλίες κι εξηγήσεις του κόσμου ανάλογες, γιατί στην Μακρινή Ινδία εμφανίζονται οι διδάσκαλοι των Ουπανισάδ που μιλούν με αφηρημένο τρόπο για την ύπαρξη (Βράχμαν, Άτμαν, μάνας, πράνα, ακάσα…) και γιατί λίγο αργότερα (από την εποχή του Ορφέα) θα εμφανιστούν Μεγάλοι Έλληνες Φιλόσοφοι, σαν τον Πυθαγόρα, τον Παρμενίδη, τον Ηράκλειτο, τον Πλάτωνα, που θα μιλήσουν με φιλοσοφικούς (αφηρημένους) όρους για την ύπαρξη, αλλά αποκλείεται δύο αιώνες πριν τον Πυθαγόρα να υπήρξε ένας εξίσου σοφός άνθρωπος που μίλησε για τον Θεό και την ύπαρξη; (Δηλαδή δύο μόλις αιώνες πριν τον Πυθαγόρα οι Έλληνες ήταν ηλίθιοι ειδωλολάτρες και η θρησκεία τους ήταν το θέατρο σκιών του Ομήρου; Πρέπει να είσαι παρανοϊκός, διεστραμμένος για να διδάσκεις τέτοια Ελληνική Ιστορία… και δυστυχώς αυτό κάνουν δυο χιλιετηρίδες τώρα, το ηλίθιο κράτος και οι θλιβεροί συνοδοιπόροι του).
Ο Ορφέας και η Ορφική Σκέψη αποτελούν την Πηγή της (Πραγματικής) Ελληνικής Θρησκείας και της Φιλοσοφικής Σκέψης. Αν διαγράψουμε από την Ιστορία τον Ορφέα μένει χωρίς θεμέλια όλη η μετέπειτα Ελληνική σκέψη. Δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε η Διονυσιακή Λατρεία της Κλασσικής Αθήνας, ούτε η φιλοσοφική γλώσσα του Πυθαγόρα (για τον Μεγάλο Ορφικό αφιερώσαμε στο παρελθόν ιδιαίτερο εκτεταμένο άρθρο), ούτε οι φιλοσοφικές ιδέες του Πλάτωνα, ούτε ο Παγκόσμιος Λόγος των Στωικών, ούτε το Ένα του Πλωτίνου, τίποτα… Συνεπώς όχι μόνο τα ιστορικά στοιχεία (και οι αναφορές σημαντικών εκπροσώπων της Ελληνικής σκέψης, σαν τον Πλάτωνα και ον Αριστοτέλη) είναι επαρκή για να θεωρούμε τον Ορφέα ένα Αληθινό Πρόσωπο, ένα Ζωντανό Διδάσκαλο, Πραγματικό Άνθρωπο κι όχι μυθική μορφή, αλλά και όλη η ιδεολογική ανάπτυξη της Ελληνικής σκέψης παραπέμπει σε ένα μοναδικό πρόσωπο, μαρτυράει για ένα και μοναδικό άνθρωπο: τον Ορφέα.
Τι ήταν όμως αυτό που Βίωσε ο Ορφέας; Λογικά, θα πρέπει να είχε μια Αποκάλυψη της Πραγματικότητας, όπως την περιέγραφαν αιώνες πριν μέσα στη παγκόσμια θρησκευτική παράδοση: Μια Εμπειρία του Άχρονου… Όπως πχ. ο Βούδας.
Ασφαλώς, εδώ και χιλιετηρίδες, η πιο μυστική αντίληψη του Θεού είναι αυτή στην οποία η Αντίληψη στέκει ανήμπορη χωρίς να μπορεί να επέμβει, χωρίς να μπορεί να κινηθεί, να συλλάβει, να εξηγήσει: η Αντίληψη του Ανοιχτού Χάους. Όχι απλά του Αγνώστου (αντίληψη που διατηρεί μια ελπίδα γνώσης), αλλά του Αδύνατου να Γνωρισθεί, η Πλήρης Παραίτηση της Αντίληψης. Το Χάος δεν μπορεί ποτέ να μπει στην τάξη της Αντίληψης. Καθώς πρόκειται για εκστατική, εσωτερική βιωματική εμπειρία, είναι κάτι που δίνεται έτσι όπως είναι, είναι πραγματικό, ακόμα κι αν δεν μπορείς να το συλλάβεις ή να πεις κάτι γι’ αυτό. Έτσι η Άμορφη Μορφή με την Οποία Βίωσε ο Ορφέας το Θείον ήταν Αυτή του Ανοιχτού και Ζωντανού Χάους (του Μηδενός, της Ανυπαρξίας, που είναι όμως Πλήρης Ύπαρξη, της Απουσίας Χαρακτηριστικών μέσα στην Αντίληψη). (Αυτή η Αντίληψη του Χάους αποτελεί την Αφετηρία και σε άλλες εκστατικές εμπειρίες, και σε άλλα θεολογικά συστήματα, ή θεωρίες για την ύπαρξη και τον κόσμο, όπως του Ησίοδου…).
Αυτή η Αντίληψη του Χάους (μέσα στην Εμπειρία του Ορφέα) με την Απροσδιοριστία και την Αδυναμία Οργάνωσης, Απορροφά Μέσα της όλες τις Αντιλήψεις του Θείου, αντιλήψεις που τείνουν να υπερβούν τον εαυτό τους και να βυθιστούν στο Μηδέν, στο Άγνωστο, στο Άπειρο, στο Αιώνιο (όλες οι αντιλήψεις). Έτσι με το Χάος Ταυτίζεται ο Άχρονος Θεός. Είναι σαν την Μαύρη Τρύπα, Χωρίς Κέντρο, Χωρίς Όρια, που Απορροφά τα πάντα. Αυτός Είναι ο Άχρονος Ζευς.
Ταυτόχρονα όμως Αυτό το Απύθμενο Μηδέν Αποτελεί την πιο Πλήρη Ύπαρξη, Ένα Ήλιο Ουσίας που Ξεχύνεται προς την Δημιουργία. Η Αυτοσυνειδησία του Χάους, του Μηδενός Μετουσιώνεται σε Ένα. Αυτός είναι ο Φάνης, ο Δημιουργός Θεός,  ο Έρωτας των Ύμνων, ο Ζαγρέας (του Τελετουργικού Μύθου), ο Διόνυσος της Λατρείας, ο Βάκχος των Μυστηρίων. Είναι το Παγκόσμιο Πνεύμα, ο Ζωοδότης Αέρας που Γεννιέται από τον Ανύπαρκτο σχεδόν Αιθέρα, με την συγκεκριμενοποίηση, με το κατακάθισμα και την προοδευτική εξέλιξη της Αντίληψης προς το Συγκεκριμένο.  Σε Αυτή την Μορφή του Παγκοσμίου Πνεύματος, του Έρωτα των Ύμνων, της Αρχικής Παγκόσμιας Δύναμης θα συγκεντρωθούν όλες οι Αντιλήψεις της Ύπαρξης. Είναι η Αρχή και το Τέλος, η Πηγή και η Ουσία, το Αληθινό Είναι, το Στήριγμα των Κόσμων, όλα έγιναν μέσω Αυτού. Είναι ο Παγκόσμιος Λόγος των μετέπειτα φιλοσόφων, από τον Ηράκλειτο και τους Στωικούς, μέχρι τους σύγχρονους φιλοσόφους. Αυτός ο Θεός Λόγος είναι τα Πρότυπα των Θεών – Λόγων πολλούς αιώνες μετά.
Είναι φυσικό μια Αντίληψη του Ενός να συγκεντρώνει και να αφομοιώνει, σαν Καθαρό Είναι, όλες τις αντιλήψεις της ύπαρξης. Έτσι το Θείο Εμφανίζεται να έχει όχι Μία αλλά Πολλές Όψεις. Στην Μορφή του Θεού θα Αφομοιωθούν όλες οι Θεϊκές Μορφές. Είναι ο Γιός του Άχρονου Θεού, είναι ο Δημιουργός, είναι ο Γονιμοποιός, είναι ο Οδηγός, είναι ο Λυτρωτής. Είναι η Ουσία των όντων και κάθε ον ξεχωριστά (με την μορφή του προσωπείου του Θεού). Είναι ο Ήλιος της Φύσης, τα Ηλιοστάσια σαν Υπέρβαση του Χρόνου και οι Ισημερίες σαν Ισορροπία μεταξύ Φωτός και Σκότους. Είναι η Ζωή, τα Ζώα, ο Ταύρος και το Ελάφι, τα Φυτά, ο Κισσός, κι η Άμπελος, κι ο Οίνος. Είναι η ίδια η ζωή, κι οι Γιορτές, κι η κάθε μέρα της ζωής κι οι εμπειρίες, η ζωή κι ο θάνατος… Όλα Αναφέρονται σε Αυτόν, τον Ένα Θεό. Τι σημασία έχει πως θα Τον Ονομάσουμε;  Είναι η Δύναμη της Δημιουργίας, ο Παντοτινός Έρωτας, είναι ο Κοσμικός Ζαγρέας της Μυστηριακής Λατρείας, είναι το Πνεύμα της Φύσης, ο Γονιμοποιός Διόνυσος, είναι ο Μύστης Βάκχος, είναι ο Τελετουργικός Ίακχος των Μυστηρίων, είναι πάντα ο Ένας, Αυτός που Προήλθε από το Μεταφυσικό Μηδέν, το Απύθμενο Χάος του Θεού, η Εικόνα του Αοράτου.
Όταν το Ένα (που Αποτελεί Συγκεκριμενοποίηση του Μηδενός, Ανάδυση της Ουσίας από το Μηδέν) Συνειδητοποιεί τον Εαυτό του στα Πλαίσια του Μηδενός τότε Αναδύεται η Αντίληψη του Πέρατος, του περιορισμού και του πεπερασμένου. Αυτή ακριβώς η αντίληψη του πεπερασμένου είναι που δημιουργεί την δυνατότητα της πολλαπλότητας και αποτελεί ταυτόχρονα την πραγμάτωσή της. Έτσι το Ένα Αντανακλάται μέσα στην Ίδια την Ουσία Του άπειρες φορές. Το Ένα Είναι Ένα, Είναι όλα, και κάθε τι ιδιαίτερο είναι Ολόκληρο το Ένα. Αυτό το Ολογραφικό Σύμπαν είναι ο Κόσμος του Κοσμικού Πυρός, του Φωτός, ο Φωτεινός Κόσμος του Νου, ο Αιώνιος Κόσμος των Ιδεών και της πολλαπλότητας.
Κάθε Αντίληψη – Ιδέα αποτελεί ένα πυρήνα ύπαρξης, ένα δυναμικό παράγοντα που μπορεί να δράσει ελεύθερα μέσα στο μηδέν (αλλά όχι στο Πρωταρχικό Μηδέν, παρά μόνο στην φτωχή εικόνα του μέσα στην δημιουργία και στην εξέλιξη). Έτσι από την Ιδέα δημιουργείται το δυναμούχο πνεύμα, η Ψυχή, η Μυστική Φύση, η Ζωοποιός Αιτία, το Ύδωρ της Ζωής, που αποτελεί (το ενδιάμεσο μεταξύ Ιδέας και ύλης και) το Πρότυπο της φυσικής μορφής.
Η υλική μορφή δεν είναι τίποτα άλλο από την υλοποίηση (μέσω της ζωοποιού ψυχής) της Ιδέας, ξανά και ξανά στον κόσμο της υλικής πολλαπλότητας, που είναι ατελής και παροδικός, κι αυτός κι οι μορφές του.
Ο Ορφέας λειτούργησε, μετά την Αντίληψη του Ανοιχτού Χάους στο Κέντρο της Ύπαρξής του, μετά το Βίωμα της Θεϊκής Ουσίας, σαν Οραματιστής, βλέποντας να Ξεδιπλώνεται μπροστά του το Πανόραμα της Ύπαρξης. Άλλοι πριν από αυτόν είχαν ανοίξει τον Δρόμο, είχαν αναφερθεί στην Ουσία του Κόσμου, κι είχαν περιγράψει τα Σύμβολά του. Ο Ορφέας μπόρεσε όλα αυτά να τα Συνθέσει σε Μια Εικόνα, σε μια Ενιαία Θεωρία, βάζοντας έτσι τα Θεμέλια της παγκόσμιας Θεολογίας.
Κατανοώντας  (ο Ορφέας) ότι η Σχέση της Ουσίας με τον Άνθρωπο είναι Δεδομένη (η Ίδια Ουσία) μπορούσε όχι μόνο να συμπεράνει την Εξέλιξη και τον Προορισμό του ανθρώπου αλλά και να βυθομετρήσει τις δυνατότητες του ανθρώπου, να στερεώσει τις Βαθμίδες που Οδηγούν στον Θεό, μέσω της Περισυλλογής και της Έκστασης και να περιγράψει με ακρίβεια την Οδό της Μύησης και την Μυητική Διαδικασία που μετουσιώνει τον άνθρωπο σε Θεό.
Η Ουσία και το Περιεχόμενο της Μύησης βρίσκονταν ήδη μέσα στο Μυητικό Βίωμα του Ορφέα, διαγράφονταν ήδη μέσα στο Θεολογικό Όραμά του και οι αντιλήψεις του για τις Μυητικές Βαθμίδες, τα Στάδια της Πνευματικής Εξέλιξης, καθορίζονταν ήδη από την περιγραφή του κόσμου(όπως την ταίριαξε ο Ορφέας μέσα στην αντίληψή του): Το Μεταφυσικό Μηδέν (το Ανοιχτό Χάος, το Άχρονο Θείον) Αγκαλιάζει τους τέσσερις κατώτερους κόσμους, τον Κόσμο του Ενός Παγκόσμιου Πνεύματος, τον Κόσμο του Φωτεινού Νου και των Ιδεών, τον Κόσμο της Ψυχής, και τον Φυσικό Κόσμο. Το Μηδέν και η Κατώτερη Τετρακτύς (κατά τις περιγραφές τον Πυθαγορείων αργότερα) αποτελεί την Ιερή Πεντάδα της Ύπαρξης. Υπάρχει πλήρης αντιστοιχία στα Πέντε Στοιχεία (Αιθέρας, Πνεύμα, Πυρ, Ζωντανό Ύδωρ, Γη) που ανυψώνονται σε Σύμβολα μέσα στην μεταφυσική σκέψη. Η Ανύψωση Ως Τον Θεό δεν μπορεί παρά να έχει Πέντε Βαθμίδες που αντιστοιχούν στην κυριαρχία των κατώτερων στοιχείων του Όντος, και την Τελική Επίτευξη που είναι η Ανάδυσή του στο Άχρονο. Πέντε Βαθμίδες Μύησης παρέδωσε ο Ορφέας στα Μυστήριά του και Πέντε Βαθμίδες Μύησης γνώριζαν οι Μύστες της Ελευσίνας, αιώνες μετά τον Ορφέα, (κι όχι τρεις όπως εσφαλμένα, από έλλειψη στοιχείων κάποιων δήθεν μελετητών υποστηρίζεται). Πως είναι δυνατόν, όταν οι Κόσμοι είναι Πέντε, τα Στοιχεία του Όντος είναι Πέντε, η Εξέλιξη του ανθρώπου, η Μύηση, κι η Ανύψωση Ως Τον Θεό να μην έχει Πέντε Βαθμίδες;
Οποιοσδήποτε (ακόμα και ερασιτέχνης και επιπόλαιος) μελετητής των θρησκειών αντιλαμβάνεται αμέσως ότι η Μυητική Οδός του Ορφέα είναι ανάλογη με εκείνη των άλλων Μεγάλων Μυστών, του Λάο Τσε, του Βούδα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Όλοι μιλάμε για την Ίδια Φύση, το Ίδιο Ον (τον άνθρωπο), την ίδια σύνθεση, την ίδια εξέλιξη του όντος. Κανείς δεν θα μπορούσε να πει κάτι διαφορετικό. Στην πραγματικότητα (για να μιλήσουμε για τις ανώτερες Βαθμίδες της Μύησης), η περισυλλογή του νου για την οποία μιλάει ο Ορφέας και που αναλύει διεξοδικά ο Πυθαγόρας κι ο Πλάτωνας αργότερα, δεν είναι παρά το Ντυάνα (τα τέσσερα κατώτερα Ντυάνα) του Βούδα. Κι η Έκσταση του Ορφέα που μας οδηγεί βαθμιαία στην Ενότητα του Είναι, περιγράφεται σαν τα Τέσσερα Σαμμαπάτι  από τον Βούδα. Κι όταν ο Ορφέας Αναδύεται μέσα από τον εικονικό κόσμο της δημιουργίας στο Αρχέγονο Χάος του Θεού, τι άλλο είναι αυτό από το Νιρβάνα του Βούδα; (το Αδημιούργητό του); Ακόμα, υπάρχει πλήρης αντιστοιχία στις Μυητικές Βαθμίδες του Ορφέα και το Σύστημα του Πανταζάλι. Η περισυλλογή του νου είναι το σαμπράτζνατα σαμάντι και η Έκσταση είναι ακριβώς το Ασαμπράτζνατα Σαμάντι. Το Άχρονο του Ορφέα είναι το Καϊβαλγία του Πανταζάλι. Ακόμα, οι χριστιανοί μυστικοί, αντιγράφοντας τον Ορφέα, ξεκινώντας από το Κήρυγμα του Ιησού που Βίωνε την Παρουσία του Θεού, και τον Ιωάννη, και μετά τον Ωριγένη και τον Ευάγριο κι άλλους πατέρες, διαμόρφωσαν ανάλογο σύστημα πνευματικής προσευχής με αντίστοιχες βαθμίδες πνευματικής εξέλιξης…
Η Μύηση, με την γενική έννοια του όρου, είναι μια πανάρχαια διαδικασία (πιο σωστά διαδικασίες) που σκοπό έχει να εισάγει τους νέους (ή οποιονδήποτε άλλον) σε μια νέα, πρακτική, κοινωνική, ψυχολογική, η πνευματική πραγματικότητα. Η Μύηση από την εφηβεία στην ωριμότητα, η μύηση στο κυνήγι (ή στο επάγγελμα) είναι πανάρχαια. Δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί η όποια γνώση αλλιώς. Η είσοδος σε μια θρησκευτική ομάδα (Θίασοι στην Αρχαία Ελλάδα) με συγκεκριμένη κοσμοθεωρία και δραστηριότητα είναι μια μύηση. Η φοίτηση στις Αρχαίες Σχολές, σαν την Ακαδημία του Πλάτωνα είναι επίσης μια μύηση. Ακόμα και σήμερα η φοίτηση στα σχολεία είναι μια μύηση (σε μια κατακομματιασμένη γνώση όμως, χωρίς πραγματικό προσανατολισμό).
Η Μύηση, πέρα από τα όποια θεωρητικά στοιχεία έχει (αναγκαστικά), είναι κυρίως μια πρακτική δραστηριότητα που πρέπει να πραγματοποιηθεί και να έχει συγκεκριμένα αποτελέσματα αλλιώς δεν μπορεί να προχωρήσει σε ανώτερα επίπεδα. Η Καθαρά Θρησκευτική Μύηση είναι Εσωτερική ενατένιση της ίδιας μας της Ουσίας, που συνδέεται στα Χαρακτηριστικά της με την Ίδια την Ουσία Του Παντός, της Φύσης, του Κόσμου. Για να φτάσουμε όμως σε αυτή την Πλήρη Αντίληψη της Πραγματικότητας χρειάζεται να περάσουμε από κάποια διαδικασία (αν και στα ανώτερα στρώματα της Ενατένισης κάθε διαδικασία σταματά φαινομενικά κι εισερχόμαστε σε μια Αδιαφοροποίητη Ροή της Αντίληψης). Μια τέτοια πραγματική βιωματική πορεία που μεταμορφώνει τη συνείδηση και την αντίληψη και την δραστηριότητά μας, έχει μια συγκεκριμένη εξέλιξη, διακεκριμένα στάδια και προσδιορισμένες υπαρξιακές καταστάσεις (ξεκινώντας από την απλή συνειδητοποίηση μέσα στον χώρο της ύπαρξης και φτάνοντας με την διεύρυνση της συνείδησης μέχρι το σημείο να Διαλυόμαστε μέσα στο Άπειρο, να Γινόμαστε Αυτό. Η Μύηση σαν Πορεία μέσα από τις διάφορες πνευματικές βαθμίδες συνδέεται όπως είναι φυσικό με την ίδια την Σύνθεση του Όντος, με τον άνθρωπο, με την σύνθεσή του. Με αυτή την έννοια η Μύηση δεν είναι παρά πρακτική εφαρμογή του Μυστικού Βιώματος και του Θεολογικού Οράματος που είναι συνέπειά του.
Ο Ορφέας, έχοντας ο ίδιος Βιώσει το Αρχέγονο Χάος, την Άχρονη Θεότητα, την Πηγή των Πάντων (που οι άνθρωποι στην εποχή του ονόμαζαν Δία, Αυτός που Ήταν, Είναι και Θα Είναι) κι έχοντας κατανοήσει όλη την Διαδικασία της Δημιουργίας μέσω της Θεϊκής Δράσης (που οι άνθρωποι ονομάζουν Θεό και Γιό Του Θεού, Διόνυσο) κι έχοντας εξερευνήσει βιωματικά τους κόσμους κι έχοντας εξαντλήσει κάθε στοχασμό για την ανθρώπινη οντότητα και την εξέλιξή της, ήθελε (όπως όλοι οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι) να Μεταδώσει αυτή τη Βιωματική Αλήθεια στους άλλους ανθρώπους, να Μυήσει τον άνθρωπο στην Πραγματικότητα που Βίωνε αυτός ο ίδιος, που είναι το απόσταγμα όλης της θρησκευτικής παράδοσης της εποχής του. Γιατί ο Ορφέας (όπως όλοι οι Μεγάλοι Μύστες) ήταν όχι ένας Πρωτοπόρος αλλά ένας Μεταρρυθμιστής. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ανθρωπότητα προχωρά σαν σύνολο, σαν είδος, όχι σαν άτομα, ή σαν κοπάδι (αυτοί που έχουν αυτή την τελευταία εντύπωση είναι εχθροί του ανθρώπου).
ΔΕΣ:
Στην Ορφική Αντίληψη υπήρχαν Πέντε Μυήσεις που αντιστοιχούν στους Πέντε Κόσμους ή στα Πέντε Στοιχεία του Όντος, ή στις Πέντε Λειτουργίες της ανθρώπινης ύπαρξης (Θεότητα, Είναι, Νους, Ψυχή, Σώμα).
Όταν ο Ορφέας αποφάσισε να μιλήσει για τον Κόσμο της Θεότητας, δεν το έκανε ούτε θεωρητικά μιλώντας δημόσια (δεν λέγονται αυτά τα πράγματα έτσι), ούτε μαζικά. Εμπιστεύτηκε στην αρχή λίγους ανθρώπους και σιγά-σιγά οργάνωσε τον κύκλο των μυημένων, καθόρισε τις τυπικές διαδικασίες και τις Μυήσεις, τον Χώρο, τον Χρόνο, τις Δραστηριότητες.
Η Μύηση στην Ορφική Θεολογία, ή στην Λατρεία της Αληθινής Θεότητας, ή στην Λατρεία του Διονύσου (όπως κι αν το πούμε είναι το ίδιο) γινόταν από τον ίδιο τον Διδάσκαλο και με παρουσία συνήθως κι άλλων Μυημένων. Ο Μυημένος έμπαινε στον Κύκλο των Μυημένων όπου όλοι ήταν ίσοι κι ο Διδάσκαλος ξεχώριζε τελείως φυσικά με το πραγματικό μεγαλείο, σαν πατέρας και καθοδηγητής κι όχι σαν εξουσιαστής, επιβαλλόταν με την Σοφία του κι όχι με αυθαίρετο ή βίαιο τρόπο (όπως οι κοσμικοί άρχοντες).
Στην Μύηση μεταδίδονταν, πέρα από την Αλήθεια και πρακτικές οδηγίες που έχουν να κάνουν με την διαχείριση της ανθρώπινης ύπαρξης στα διάφορα επίπεδα εκδήλωσης της. Οι πρακτικές οδηγίες δεν αφορούσαν απλά τις εξωτερικές δραστηριότητες, αλλά κυρίως τις εσωτερικές λειτουργίες που τις προκαλούσαν και προπάντων την διαδικασία να απελευθερωθεί η Πραγματική Οντότητα, η Συνείδηση από όλες αυτές τις δραστηριότητες (σωματικές, ψυχικές, νοητικές, πνευματικές), να λύσει τελείως τα τετραπλά δεσμά στους κόσμους και στα διάφορα επίπεδα των κόσμων και να Ανυψωθεί Ως την Θεότητα. Λεπτομερή έκθεση αυτών των πρακτικών οδηγιών θα δώσουμε πιο κάτω (σε επόμενο άρθρο) όταν θα μιλήσουμε για την Ορφική Μύηση. Είναι σίγουρο πως η διαδικασία της Μύησης περιλάμβανε και ιερουργίες και τελετουργίες, χρήση της Μουσικής (που έχει ένα βαθύ μεταφυσικό νόημα), ύμνους προς τον Θεό, αφιερώματα κι εξωτερικές πράξεις, αλλά ποτέ δεν εξαντλειόταν σε όλα αυτά. Καθώς πρόκειται για μια Πρακτική Διαδικασία Προσωπικής Ανάπτυξης (που Οδηγεί στην υπέρβαση του εαυτού στο τέλος της) ο Μύστης έπρεπε να Βιώσει την Αλήθεια και να αποδείξει έμπρακτα τον βαθμό επίτευξής του με την Κατανόησή του και την Δραστηριότητά του. Έπρεπε κάποιος να επιβάλει με την Γνώση του και την Εμπειρία του την παρουσία του μέσα στον Κύκλο των Μυστών, αλλιώς δεν μπορούσε να σταθεί. Ήταν μια δύσκολη υπόθεση αλλά μέσα στις ανθρώπινες δυνατότητες.
Επίσης ο Χρόνος της Μύησης (και της κάθε Μυητικής Βαθμίδας ιδιαίτερα) δεν ήταν αυθαίρετος ούτε τυχαίος. Καθώς η Θεϊκή Δημιουργία θεωρείτο Κύκλος (αφού όλα ξεκινούν Από τον Άχρονο Θεό κι όλα Καταλήγουν Εδώ, στο τέλος της εξέλιξής τους) ο Ορφέας έβλεπε (όπως πολλοί άλλοι πριν από αυτόν και πολλοί σύγχρονοί του) ένα Σύμβολο της Θεϊκής Δημιουργίας στον Ετήσιο Κύκλο της Φύσης (υπήρχε μια Ιερή Αντιστοιχία, όχι ταύτιση) και «ταύτιζε» σημαντικές Φάσεις της Δημιουργίας με Χρονικές Στιγμές στον Ετήσιο Κύκλο.
Το Χειμερινό Ηλιοστάσιο (όταν ο Ήλιος στην φαινομενική του κίνηση στην εκλειπτική βρίσκεται στο πιο χαμηλό σημείο και ρίχνει τις ακτίνες του κάθετα στον Τροπικό του Αιγόκερω, σε απόσταση 23° 26′ 22″ νότια, στις 22 Δεκεμβρίου του χριστιανικού ημερολογίου – μιλώντας βέβαια για το Βόρειο Ημισφαίριο τη Γης, γιατί στο Νότιο Ημισφαίριο τα πράγματα γίνονται αντίστροφα) είναι (για τους Ορφικούς) η Πιο Ιερή Στιγμή του Χρόνου, το Α και το Ω, όπου ο Χρόνος διαλύεται στο Τίποτα και Ξαναγεννιέται για να αρχίσει τον Κύκλο του. Έτσι αυτή η Χρονική Στιγμή συνδέθηκε με το Άχρονο και με τον Ζαγρέα (που είναι η Εικόνα Του) κι εκφράστηκε αργότερα στην Δελφική Λατρεία με τις Τελετές του Χειμώνα. Η Χειμερινή Περίοδος ανήκε στον Διόνυσο τον Δημιουργό (που είναι ο Χειμωνιάτικος Ήλιος, ενώ η Θερινή Περίοδος είναι του Απόλλωνα, του Χορηγού της Ζωής (που είναι ο Θερινός Ήλιος). Για τον Ορφέα ο Διόνυσος κι ο Απόλλωνας είναι ο Ίδιος Θεός (μέσα στον Κύκλο της Δημιουργίας, και Συμβολίζεται από τον Ήλιο μέσα στον Ετήσιο Κύκλο της Φύσης). Αυτό αποδεικνύεται, πέρα από τις μαρτυρίες Ορφικών και φιλοσόφων (σαν τον Αριστοτέλη) από την Δελφική Λατρεία όπου οι Δύο Θεοί Λατρεύονται σαν Όψεις Ενός Θεού, του Ίδιου Θεού. Έτσι σε όσους λένε ότι ο Ορφέας λάτρευε μόνο τον Διόνυσο ή μόνο τον Απόλλωνα απαντάμε ότι Διόνυσος κι Απόλλωνας είναι ο Ίδιος Θεός.
Μέσα σε αυτόν λοιπόν τον Ετήσιο Κύκλο της Φύσης που καθορίζεται από την κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον εαυτό της οι πιο σημαντικές Στιγμές του Χρόνου είναι τα Ηλιοστάσια και οι Ισημερίες. Γνωρίζουμε βεβαίως (σήμερα) ότι το φαινόμενο των Εποχών οφείλεται στην κίνηση της γης γύρω από τον Ήλιο και στην κλίση του άξονα της γης. Αλλά ακόμα και σήμερα (κι έτσι θα είναι πάντα) αντιλαμβανόμαστε ότι εμείς είμαστε ακίνητοι στη γη κι ότι ο ήλιος κινείται γύρω από τη γη διαγράφοντας ένα πλήρη κύκλο στην διάρκεια ενός εικοσιτετράωρου. Αυτή η κυκλική τροχιά είναι η εκλειπτική, που όμως δεν είναι σταθερή αλλά (λόγω της ετήσιας κίνησης της γης γύρω από τον ήλιο μετατοπίζεται κάθε μέρα του έτους από λίγο (σαν ένας νοητός κύκλος γύρω από την νοητή διάμετρο των ισημεριών ή αλλιώς μια διάμετρο που ενώνει δύο σημεία του γήινου ισημερινού που προεκτείνονται στην φαινομενική εκλειπτική).
Και για να το εξηγήσουμε πιο απλά και πιο αναλυτικά: Στις 22 Δεκεμβρίου του χριστιανικού ημερολογίου (για να καταλάβουν όσοι χρησιμοποιούν αυτό το ημερολόγιο) ο νοητός κύκλος της εκλειπτικής ή αλλιώς η περιφέρεια του νοητού δίσκου στον οποίο κινείται ο Ήλιος (δηλαδή ο δίσκος πάνω στον οποίο κινείται στην πραγματικότητα η γη) και ο δίσκος που ταυτίζεται με τον ισημερινό της γη, του οποίου η νοητή προέκταση είναι ο ουράνιος ισημερινός έχουν διαφορά 23° 26′ 22″ με την εκλειπτική να είναι χαμηλότερα του ισημερινού (νότια). Αυτή την Χρονική Στιγμή οι ακτίνες του Ήλιου πέφτουν κάθετα στον Τροπικό του Αιγόκερω (δηλαδή οι κάτοικοι του Τροπικού του Αιγόκερω βλέπουν τον Ήλιο το μεσημέρι κατακόρυφα από πάνω τους - στο Ζενίθ του Ουράνιου Θόλου)… Κάθε μέρα που περνάει (λόγω της πραγματικής κίνησης της γης γύρω από τον ήλιο) ο νοητός κύκλος της εκλειπτικής ή ο δίσκος στην περιφέρεια του οποίου κινείται ο Ήλιος ανυψώνεται (προς το Βορά) και πλησιάζει τον Ισημερινό (τον πραγματικό της γης και την προέκτασή του τον ουράνιο ισημερινό στον Ουράνιο Θόλο). Ακριβώς στις 21,22 του Μάρτη του χριστιανικού ημερολογίου ο δίσκος της εκλειπτικής ταυτίζεται με τον δίσκο του Ισημερινού, δηλαδή η απόκλιση είναι 0°. Τότε ο Ήλιος φωτίζει εξίσου το Βόρειο και το Νότιο Ημισφαίριο της Γης κι έχουμε την Εαρινή Ισημερία (ίση μέρα ίση νύχτα). Αυτή την Χρονική στιγμή οι ακτίνες του Ήλιου πέφτουν κάθετα στον Ισημερινό (δηλαδή οι κάτοικοι του Ισημερινού βλέπουν τον Ήλιο το μεσημέρι κατακόρυφα από πάνω τους – στο Ζενίθ του Ουράνιου Θόλου)… Στην συνέχεια ο δίσκος της εκλειπτικής (συνεχίζοντας προς το Βορά) υπερβαίνει τον Ισημερινό και φτάνει στο ανώτερο σημείο στις 22 του Ιουνίου του χριστιανικού ημερολογίου και οι δύο δίσκοι της εκλειπτικής και του Ισημερινού έχουν τώρα απόκλιση 23° 26′ 22″ με την εκλειπτική να είναι τώρα ψηλότερα του Ισημερινού (βόρεια). Αυτή την Χρονική Στιγμή οι ακτίνες του Ήλιου πέφτουν κάθετα στον Τροπικό του Καρκίνου (δηλαδή οι κάτοικοι του Τροπικού του Καρκίνου βλέπουν τον Ήλιο το μεσημέρι κατακόρυφα από πάνω τους - στο Ζενίθ του Ουράνιου Θόλου)… Μετά ο δίσκος της Εκλειπτικής αρχίζει να χαμηλώνει προς τον Ισημερινό και στις 22 του Σεπτέμβρη του χριστιανικού ημερολογίου, όταν η απόκλιση γίνεται πάλι 0° οι δύο δίσκοι ταυτίζονται κι έχουμε την Φθινοπωρινή Ισημερία ). Αυτή την Χρονική στιγμή οι ακτίνες του Ήλιου πέφτουν πάλι κάθετα στον Ισημερινό (δηλαδή οι κάτοικοι του Ισημερινού βλέπουν ξανά τον Ήλιο το μεσημέρι κατακόρυφα από πάνω τους – στο Ζενίθ του Ουράνιου Θόλου)… Μετά ο δίσκος της Εκλειπτικής απομακρύνεται πάλι, χαμηλώνει για να φτάσει πάλι στο χαμηλότερο σημείο και στην μεγαλύτερη απόκλιση (νότια) στις 22 Δεκεμβρίου του χριστιανικού ημερολογίου…  Όλα αυτά που περιγράφουμε τα αντιλαμβάνεται ο κάτοικος του Βορείου Ημισφαιρίου. Στο Νότιο Ημισφαίριο τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Όσοι κατοικούν ανάμεσα στον Τροπικό του Καρκίνου και το Τροπικό του Αιγόκερω βλέπουν δύο φορές τον Ήλιο στο Ζενίθ του τόπου τους. Όσοι κατοικούν βόρια του Τροπικού του Καρκίνου και νότια του Τροπικού του Αιγόκερω  δεν βλέπουν ποτέ τον Ήλιο στο Ζενίθ, αλλά τον βλέπουν τόσο πιο ψηλά (μια φορά το χρόνο, στο θέρος τους) όσο πιο κοντά είναι προς τον Ισημερινό. Όσο ανεβαίνουμε προς τους πόλους τα πράγματα αλλάζουν. Στον Βόρειο Πόλο τον Χειμώνα, μετά τον Αρκτικό Κύκλο σε πλάτος 66° 33΄ 38΄΄, λόγω της κλίσης του άξονα της γης η περιοχή δεν φωτίζεται για έξη μήνες κι ακριβέστερα είναι σούρουπο και μόνο στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο ο Ήλιος, στο Βόρειο Πόλο, χάνεται τελείως, (ενώ το αντίστροφο συμβαίνει στο Νότιο Πόλο μετά τον Ανταρκτικό Κύκλο, σε νότιο πλάτος 66° 33΄ 38΄΄, στον Νότιο Πόλο ). Μετά, το Θέρος (για το Βόρειο Ημισφαίριο (πάλι λόγω της κλίσης του άξονα της γης ) η περιοχή φωτίζεται για έξη μήνες (ενώ το αντίστροφο συμβαίνει στο Νότιο Πόλο).
Όλα αυτά που περιγράψαμε συμβαίνουν λόγω ακριβώς της κίνησης της γης γύρω από τον Ήλιο και λόγω της απόκλισης του άξονα της γης σε σχέση με τον δίσκο πάνω στον οποίο κινείται στην πραγματικότητα, ενώ οι κινήσεις του Ηλίου στην διάρκεια της Ημέρας και του Έτους είναι φαινομενικές. Παρ’ όλα αυτά αυτές οι κινήσεις έχουν μεγάλη σημασία για την ζωή των ανθρώπων, σε καθημερινή και ετήσια βάση, και γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο από τους απλούς ανθρώπους αλλά και από τους πνευματικούς και θρησκευτικούς ηγέτες, κυριολεκτικά και Συμβολικά.
Ο Ορφέας (και οι Ορφικοί) τοποθέτησαν λοιπόν γι’ αυτούς τους λόγους τις Μυήσεις σε σχέση με αυτές τις σημαντικές Χρονικές Στιγμές (Ηλιοστάσια και Ισημερίες):
Η Περίοδος μετά το Χειμερινό Ηλιοστάσιο είναι κατάλληλη για να δοθεί η Πρώτη Μύηση που αφορά την γέννηση, τον ερχομό στον κόσμο και την αίσθηση της ζωής. Η Πρώτη Μύηση αφορά (όπως είπαμε και πιο πάνω) όχι μόνο την ορθή διευθέτηση της εξωτερικής δραστηριότητας, αλλά κυρίως τον έλεγχο της λειτουργίας της Συνείδησης σε σχέση με το σώμα, που θα προετοιμάσει την Λύση των δεσμών με το σώμα. Τότε τοποθετούνται και οι Γιορτές της Άνοιξης.
Η Περίοδος μετά την Εαρινή Ισημερία είναι κατάλληλη για να δοθεί η Δεύτερη Μύηση που αφορά την διαχείριση των ψυχικών λειτουργιών (αλλά κυρίως πως συνδέεται η Ψυχή με το σώμα και πως ελέγχεται και λύνεται αυτός ο δεσμός). Η παράδοση αυτή ακολουθείται ακόμα πολλούς αιώνες μετά στην Ελευσίνα (αφού την άνοιξη τελούνται τα Μυστήρια της Περσεφόνης στην Αθήνα με εποπτεία της Ελευσίνας).
Η Περίοδος μετά το Θερινό Ηλιοστάσιο που στέκει σαν σύμβολο απέναντι στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο κι είναι η Ιερή Στιγμή της Πληρότητας της Φύσης, του ανθρώπου, της εξέλιξης, η Στιγμή που αρχίζει η Αιώνια Επιστροφή θεωρήθηκε κατάλληλη για να δοθεί η Τρίτη Μύηση που αφορά την Περισυλλογή του νου από τον κόσμο και την στροφή προς τα Έσω, προς τον Αόρατο Κόσμο της Θεότητας.
Η Περίοδος μετά την Φθινοπωρινή Ισημερία θεωρήθηκε ώριμη για να μυηθεί ο άνθρωπος στην Έκσταση, δηλαδή στην υπέρβαση της σκεπτοδιαδικασίας και στην διεύρυνση της Συνείδησης μέχρι τον Άπειρο Θεό. Οδηγός εδώ είναι ο Ίδιος ο Θεός με το Όνομα του Βάκχου. Αυτή την Περίοδο γίνονται κι αργότερα τον Δεκέμβριο οι Χειμερινές Γιορτές από τις μαινάδες του Παρνασσού.
Κοντά στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο (κι ουσιαστικά έξω από την ροή του χρόνου) ο Ορφέας τοποθέτησε την πιο Ιερή Στιγμή στην εξέλιξη του ανθρώπου, την Ολοκληρωτική Απορρόφηση της οντότητας στο Θεό. Τότε δίνονταν η Πέμπτη Μύηση, αν και  ελάχιστοι είναι ακόμα και σήμερα αυτοί που μπορούν να δεχτούν την Πλήρη Αποκάλυψη της Αλήθειας.΄
Έτσι σοφά τοποθετήθηκαν οι Πέντε Μυήσεις στην διάρκεια του Φυσικού Έτους και η εξέλιξη της φύσης συνδέθηκε με την εξέλιξη του ανθρώπου για να θυμίζει στον άνθρωπο ότι Προέρχεται από τον Θεό και στον Θεό Καταλήγει. Ταυτόχρονα καθιερώθηκαν κάποιες γιορτές που συνδέονται τόσο με τον Ετήσιο Κύκλο της Φύσης, όσο και με την εξέλιξη του ανθρώπου και τις Μυήσεις. Επίσης αφομοιώθηκαν Διονυσιακές Γιορτές, ακόμα και λαϊκές γιορτές που σχετίζονται με την ζωή των ανθρώπων.
Για το ουσιαστικό περιεχόμενο της Μύησης (ή των Πέντε Μυήσεων) θα μιλήσουμε αναλυτικά σε επόμενο άρθρο.
Σε Ιερουργικό και τελετουργικό επίπεδο κάθε θρησκευτική, μυητική, η ευχαριστήρια δραστηριότητα εκφράζεται σε πέντε επίπεδα:
Στο Θεό αντιστοιχεί και αναφέρεται το ουσιαστικό περιεχόμενο κάθε δραστηριότητας.
Στην Πνευματική Ενότητα αντιστοιχεί η Μουσική, που θεωρείται Θεϊκή Τέχνη. Η Μουσική είναι Αρμονία που συμπλέκει όχι ισότητες αλλά ανισότητες για να δημιουργήσει ένα στέρεο και ολοκληρωμένο σύνολο: μια Ενότητα. Ο Ορφέας όχι μόνο ήταν Μεγάλος Μουσικός αλλά χρησιμοποίησε επίσης την Μουσική στην Λατρεία και όχι μόνον.
Στο Νου αντιστοιχεί το άναμμα της Τελετουργικής Φωτιάς που Φανερώνει την Πραγματικότητα κι ο Ιερός Λόγος Που ονοματίζει τα πράγματα,  (Η πιο υψηλή μορφή του Ιερού Λόγου είναι ο Ύμνος Προς Τον Θεό).
Στην Ψυχή αντιστοιχούν τα άνθη της προσφοράς. Τα άνθη είναι τα άνθη της ζωής, κάτι πολύτιμο, πραγματικά άνθη, καρποί, ζώο, ή κάτι άλλο.
Τέλος στο Σώμα αντιστοιχούν τα «άδεια χέρια της προσευχής».
Αυτές είναι οι Πέντε Ιερές Προσφορές: Η Ουσία της Δραστηριότητας, η Μουσική, η Φωτιά και οι Ύμνοι, τα Άνθη, και η στάση ή η κίνηση της προσευχής. Βεβαίως ανάλογα το επίπεδο της Μύησης άλλαζε όχι μόνο το Ουσιαστικό περιεχόμενο της Δραστηριότητας αλλά και τα άλλα στοιχεία, η Μουσική κλπ. για να προσαρμοστούν στις συγκεκριμένες συνθήκες. Πάντως σε όλες τις Μυήσεις γινόταν χρήση αυτών των ιερών προσφορών, δεν υπήρχε ιερουργία ή τελετουργική πράξη που να μην είχε αυτά τα πέντε στοιχεία.
Στην Ακρόπολη των Λειβήθρων όπου υπήρχε Πανάρχαιος Ναός  (γιατί πάντα οι άνθρωποι ήταν θρησκευόμενοι) ο Ορφέας (χρησιμοποιώντας τον Ναό που υπήρχε ή βελτιώνοντάς τον, δεν γνωρίζουμε ακριβώς) Εγκαθίδρυσε το Τελεστήριο των Μυστηρίων του. Μετά τον θάνατο του Ορφέα έγινε Ναός Λατρείας του, μέχρι την φυσική καταστροφή του πολύ αργότερα από πλημμύρα.
Η Ακρόπολη των Λειβήθρων στις παρυφές του Ολύμπου, σήμερα. Εδώ βρισκόταν πριν 29 αιώνες το Ιερό Τελεστήριο του Ορφέα, όπου Τελέσθηκαν για πρώτη φορά τα Ορφικά Μυστήρια. Η Πόλη των Λειβήθρων βρίσκονταν Β., ΒΔ. της Ακρόπολης.
Το Περιεχόμενο της Μύησης (των Πέντε Μυήσεων) θα αναλυθεί, όπως είπαμε σε επόμενο άρθρο (Η Ορφική Μύηση).
Τα Ορφικά Μυστήρια όπως Καθιερώθηκαν από τον Ορφέα και διατηρήθηκαν μετά από μοναχικούς ορφικούς μύστες ή αργότερα σε Ορφικούς Θιάσους, μεταδόθηκαν σαν Ιερή Αποκάλυψη και επηρέασαν βαθιά τόσο την Δελφική Λατρεία όσο και την Ελευσίνια Θεολογία αλλά μολονότι η φήμη του Ορφέα σαν Μεγάλου Μύστη και Θεολόγου εξαπλωνόταν στην Ιστορία και στην κοινωνία των ανθρώπων, ποτέ δεν εξηγήθηκαν τόσο καλά όσο την εποχή που ζούσε ο Ορφέας πάνω στη γη. Από άποψη Περιεχομένου, Οργάνωσης και Πρακτικής Χρησιμότητας τα Ορφικά Μυστήρια είναι κάτι πολύ ανώτερο από όσα διατήρησαν και δίδαξαν μετά οι άνθρωποι. Έτσι σιγά-σιγά η Γνώση διαλύθηκε μέσα στην Ιστορία μέχρι σήμερα, που ανιχνεύουμε τα ίχνη της (και πρέπει να κάνουμε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να Ανασυνθέσουμε τη Διδασκαλία του Ορφέα). Και μολονότι ο Ορφέας όχι μόνο υπήρξε Πραγματικό Πρόσωπο και Μεγάλος Διδάσκαλος που Δίδαξε και άφησε Ίχνη της Διδασκαλίας του, σήμερα, όταν μιλάμε για τον Ορφέα και την Διδασκαλία του πολλοί μας ακούνε με δυσπιστία κι ας λέμε λίγα σε σύγκριση με αυτά που έχουμε διερευνήσει και γνωρίζουμε, αφού τα έχουμε υποβάλει σε αυστηρό έλεγχο για να μην περάσουμε από την αντικειμενική ιστορία στον χώρο της φαντασίας και του μύθου.
Δυστυχώς οι σημερινοί Έλληνες μετά από τόσους αιώνες σκλαβιάς (στους Έλληνες Μακεδόνες, στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς, στους Οθωμανούς, και σήμερα στους Ευρωπαίους Simian) έχουν χάσει κάθε επαφή με τις ιστορικές ρίζες τους, με την ιδεολογία των προγόνων τους και με την παλιά αντίληψη της Πραγματικότητας που είναι η Αιώνια Αλήθεια. Έχουν καταντήσει λαθρεπιβάτες της Ιστορίας.
Να σημειώσουμε τέλος, κλείνοντας το άρθρο, ότι κατά την Αντίληψη του Ορφέα ο Άχρονος Θεός που Γεννά τον Δημιουργό και την δημιουργία και τον άνθρωπο και την φύση, τα Αγκαλιάζει όλα και τα αποδέχεται όλα, και την Θεϊκή και την ανθρώπινη (προσωρινή) κατάσταση, Εντάσσοντάς τα όλα στον Κύκλο της Εξέλιξης.
Ο Ορφέας, αν και ανυψώθηκε Ως το Θείο Είναι (τον Θεό Διόνυσο) και το Άχρονο και Διεύρυνε την Αντίληψή του μέχρι το Άπειρο, δεν υπήρξε ποτέ ένας απομονωμένος μυστικιστής που απορρίπτει τον κόσμο. Το αντίθετο. Αποδέχεται την ζωή και τον κόσμο και μάλιστα τα τιμά. Πως όμως; Με Οδηγό την Ιερή Γνώση εντάσσει την ζωή μέσα στον Κύκλο της Θείας Εξέλιξης και την μετουσιώνει σε μια Πορεία από τον Θεό στην ζωή, στον κόσμο και πάλι πίσω στον Θεό. Έτσι όλα βρίσκουν την θέση τους. Ο άνθρωπος οφείλει να ζήσει την ζωή με Γνώση και πάλι με Γνώση οφείλει, όταν έρθει η ώρα, να εγκαταλείψει την ζωή, για να Επιστρέψει στην Πηγή του. Ο Ορφέας δεν υπήρξε ποτέ εχθρός της ζωής και του κόσμου και του σώματος, όπως (εσφαλμένα) λένε μερικοί ανόητοι. Κι αν θεωρεί το σώμα τάφο της ψυχής (όπως δίδασκε κι ο Πυθαγόρας κι ο Πλάτωνας, αργότερα) αυτό γινόταν μόνο όταν ο άνθρωπος λησμονούσε τελείως την Θεϊκή Προέλευσή του και έχανε τον Αιώνιο Προορισμό του, που είναι να Επιστρέψει στο Θεό του.
Αυτός είναι ο λόγος (αυτή η αντίληψη) που ο Ορφέας όχι μόνο τιμούσε τον Ετήσιο Κύκλο της Φύσης και τα Ηλιοστάσια και τις Ισημερίες στα οποία βρήκε τα σημάδια της Θεϊκής Εξέλιξης αλλά και αποδεχόταν πλήρως την εξωτερική Διονυσιακή Λατρεία σαν ένα ακόμα τρόπο προσέγγισης του Θεού και Καθόρισε Γιορτές του Χειμώνα, της Άνοιξης, του Θέρους και του Φθινοπώρου, Γιορτές που έγιναν μετά Πρότυπες που καθιερώθηκαν επίσημα στην Κλασσική Αθήνα.
Ο Ορφέας υπήρξε ένας Ολοκληρωμένος Άνθρωπος που Βίωνε όλες τις βαθμίδες εξέλιξης του ανθρώπου, κάθε χρόνο (μέσα στον ετήσιο κύκλο), σε όλη του την ζωή, διδάσκοντας τους ανθρώπους να ζουν κι αυτοί ολοκληρωτικά, ολόκληρη την διαδρομή, από τον Θεό (από την γέννηση)στην ολοκλήρωση στη ζωή μέσα στον κόσμο, κι από την ζωή στον κόσμο (μέσω της Μύησης) πίσω στον Θεό. Μόνο όταν ο άνθρωπος έκανε όλη την διαδρομή μπορούσε να είναι ολοκληρωμένος. Όπως και να έχει αυτοί που ακολουθούσαν αυτόν τον δρόμο της Εξέλιξης ήταν πιο πολλοί στην Αρχαία Εποχή παρά σήμερα στον «πολιτισμένο κόσμο».
Ο Ορφέας δεν λάτρευε μόνο τον Άχρονο Δία, δεν λάτρευε μόνο τον Ζαγρέα του Χειμώνα, αλλά και τον Διόνυσο της Άνοιξης και τον Απόλλωνα του Θέρους, και τον Βάκχο του Φθινοπώρου. Λάτρευε τον Θεό σε κάθε Όψη Του, ζούσε την ζωή σε κάθε εκδήλωσή της μέσα στο Φως της Γνώσης, πάνω στην Οδό της Αρετής, στην Αιώνια Κατοικία της Πλήρους Εκπλήρωσης κάθε Προορισμού.
Αυτός ήταν ο Ορφέας! Πώς να μην νοιώσεις όχι σεβασμό αλλά δέος, για ένα Τόσο Μεγάλο Άνθρωπο; Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να είμαστε ταπεινοί μαθητές του.