Ἔστιν δὲ τῶν σημείων τὸ μὲν ὡς τὸ καθ᾽ ἕκαστον πρὸς τὸ καθόλου ὧδε, οἷον εἴ τις εἴπειεν σημεῖον εἶναι ὅτι οἱ σοφοὶ δίκαιοι, Σωκράτης γὰρ σοφὸς ἦν καὶ δίκαιος. τοῦτο μὲν οὖν σημεῖον, λυτὸν δέ, κἂν ἀληθὲς ᾖ τὸ εἰρημένον· ἀσυλλόγιστον γάρ. τὸ δέ, οἷον εἴ τις εἴπειεν σημεῖον ὅτι νοσεῖ, πυρέττει γάρ, ἢ τέτοκεν, ὅτι γάλα ἔχει, ἀναγκαῖον. ὅπερ τῶν σημείων τεκμήριον μόνον ἐστίν· μόνον γάρ, ἂν ἀληθὲς ᾖ, ἄλυτόν ἐστιν. τὸ δὲ ὡς τὸ καθόλου πρὸς τὸ κατὰ μέρος ἔχον, οἷον εἴ τις εἴπειεν ὅτι πυρέττει σημεῖον εἶναι, πυκνὸν γὰρ ἀναπνεῖ. λυτὸν δὲ καὶ τοῦτο, κἂν ἀληθὲς ᾖ· ἐνδέχεται γὰρ καὶ μὴ πυρέττοντα πνευστιᾶν. τί μὲν οὖν εἰκός ἐστι καὶ τί σημεῖον καὶ τεκμήριον, καὶ τί διαφέρουσιν, εἴρηται μὲν καὶ νῦν, μᾶλλον δὲ φανερῶς καὶ περὶ τούτων, καὶ διὰ τίν᾽ αἰτίαν τὰ μὲν ἀσυλλόγιστά ἐστι τὰ δὲ συλλελογισμένα, ἐν τοῖς Ἀναλυτικοῖς διώρισται περὶ αὐτῶν.
Παράδειγμα δὲ ὅτι μέν ἐστιν ἐπαγωγὴ καὶ περὶ ποῖα ἐπαγωγή, εἴρηται· ἔστι δὲ οὔτε ὡς μέρος πρὸς ὅλον οὔθ᾽ ὡς ὅλον πρὸς μέρος οὔθ᾽ ὡς ὅλον πρὸς ὅλον, ἀλλ᾽ ὡς μέρος πρὸς μέρος, ὅμοιον πρὸς ὅμοιον—ὅταν ἄμφω μὲν ᾖ ὑπὸ τὸ αὐτὸ γένος, γνωριμώτερον δὲ θάτερον ᾖ θατέρου, παράδειγμά ἐστιν· οἷον ὅτι ἐπεβούλευε τυραννίδι Διονύσιος αἰτῶν τὴν φυλακήν· καὶ γὰρ Πεισίστρατος πρότερον ἐπιβουλεύων ᾔτει φυλακὴν καὶ λαβὼν ἐτυράννησε, καὶ Θεαγένης ἐν Μεγάροις· καὶ ἄλλοι ὅσους ἴσασι, παράδειγμα πάντες γίγνονται τοῦ Διονυσίου, ὃν οὐκ ἴσασίν πω εἰ διὰ τοῦτο αἰτεῖ. πάντα δὲ ταῦτα ὑπὸ τὸ αὐτὸ καθόλου, ὅτι ὁ ἐπιβουλεύων τυραννίδι φυλακὴν αἰτεῖ.
[1358a] ἐξ ὧν μὲν οὖν λέγονται αἱ δοκοῦσαι εἶναι πίστεις ἀποδεικτικαί, εἴρηται. τῶν δὲ ἐνθυμημάτων μεγίστη διαφορὰ καὶ μάλιστα λεληθυῖα σχεδὸν παρὰ πᾶσίν ἐστιν ἥπερ καὶ περὶ τὴν διαλεκτικὴν μέθοδον τῶν συλλογισμῶν· τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν ἐστι κατὰ τὴν ῥητορικὴν ὥσπερ καὶ κατὰ τὴν διαλεκτικὴν μέθοδον τῶν συλλογισμῶν, τὰ δὲ κατ᾽ ἄλλας τέχνας καὶ δυνάμεις, τὰς μὲν οὔσας τὰς δ᾽ οὔπω κατειλημμένας· διὸ καὶ λανθάνουσίν τε καὶ μᾶλλον ἁπτόμενοι κατὰ τρόπον μεταβαίνουσιν ἐξ αὐτῶν. μᾶλλον δὲ σαφὲς ἔσται τὸ λεγόμενον διὰ πλειόνων ῥηθέν.
Λέγω γὰρ διαλεκτικούς τε καὶ ῥητορικοὺς συλλογισμοὺς εἶναι περὶ ὧν τοὺς τόπους λέγομεν· οὗτοι δ᾽ εἰσὶν οἱ κοινοὶ περὶ δικαίων καὶ φυσικῶν καὶ περὶ πολιτικῶν καὶ περὶ πολλῶν διαφερόντων εἴδει, οἷον ὁ τοῦ μᾶλλον καὶ ἧττον τόπος· οὐδὲν γὰρ μᾶλλον ἔσται ἐκ τούτου συλλογίσασθαι ἢ ἐνθύμημα εἰπεῖν περὶ δικαίων ἢ περὶ φυσικῶν ἢ περὶ ὁτουοῦν· καίτοι ταῦτα εἴδει διαφέρει. ἴδια δὲ ὅσα ἐκ τῶν περὶ ἕκαστον εἶδος καὶ γένος προτάσεών ἐστιν, οἷον περὶ φυσικῶν εἰσι προτάσεις ἐξ ὧν οὔτε ἐνθύμημα οὔτε συλλογισμὸς ἔστι περὶ τῶν ἠθικῶν, καὶ περὶ τούτων ἄλλαι ἐξ ὧν οὐκ ἔσται περὶ τῶν φυσικῶν· ὁμοίως δὲ τοῦτ᾽ ἔχει ἐπὶ πάντων. κἀκεῖνα μὲν οὐ ποιήσει περὶ οὐδὲν γένος ἔμφρονα· περὶ οὐδὲν γὰρ ὑποκείμενόν ἐστιν· ταῦτα δὲ ὅσῳ τις ἂν βέλτιον ἐκλέγηται [τὰς προτάσεις], λήσει ποιήσας ἄλλην ἐπιστήμην τῆς διαλεκτικῆς καὶ ῥητορικῆς· ἂν γὰρ ἐντύχῃ ἀρχαῖς, οὐκέτι διαλεκτικὴ οὐδὲ ῥητορικὴ ἀλλ᾽ ἐκείνη ἔσται ἧς ἔχει τὰς ἀρχάς. ἔστι δὲ τὰ πλεῖστα τῶν ἐνθυμημάτων ἐκ τούτων τῶν εἰδῶν λεγόμενα, τῶν κατὰ μέρος καὶ ἰδίων, ἐκ δὲ τῶν κοινῶν ἐλάττω. καθάπερ οὖν καὶ ἐν τοῖς Τοπικοῖς, καὶ ἐνταῦθα διαιρετέον τῶν ἐνθυμημάτων τά τε εἴδη καὶ τοὺς τόπους ἐξ ὧν ληπτέον. λέγω δ᾽ εἴδη μὲν τὰς καθ᾽ ἕκαστον γένος ἰδίας προτάσεις, τόπους δὲ τοὺς κοινοὺς ὁμοίως πάντων. πρότερον οὖν εἴπωμεν περὶ τῶν εἰδῶν· πρῶτον δὲ λάβωμεν τὰ γένη τῆς ῥητορικῆς, ὅπως διελόμενοι πόσα ἐστίν, περὶ τούτων χωρὶς λαμβάνωμεν τὰ στοιχεῖα καὶ τὰς προτάσεις.
***
Παράδειγμα ένδειξης που να παρουσιάζει τη σχέση του μερικού προς το γενικό είναι, π.χ., αν υποστηρίζαμε ότι ένδειξη για το ότι οι σοφοί είναι δίκαιοι αποτελεί το ότι ο Σωκράτης ήταν σοφός και δίκαιος. Αυτό είναι πράγματι μια ένδειξη, μπορεί όμως να ανασκευασθεί, έστω και αν ο λόγος αληθεύει· κι αυτό γιατί δεν πρόκειται για συλλογιστικά ισχυρό συμπέρασμα. Αν όμως λέγαμε ότι αποτελεί ένδειξη για το ότι κάποιος είναι άρρωστος το ότι έχει πυρετό, ή για το ότι μια γυναίκα γέννησε το ότι έχει γάλα, αυτό είναι μια ένδειξη που την αποδεχόμαστε υποχρεωτικά: από όλες τις ενδείξεις αυτή μόνο είναι τεκμήριο· γιατί μόνο αυτή (με τον όρο, βέβαια, ότι αληθεύει) δεν μπορεί να ανασκευασθεί. Παράδειγμα, τώρα, ένδειξης που να παρουσιάζει τη σχέση του γενικού προς το μερικό είναι αν, π.χ., λέγαμε ότι αποτελεί ένδειξη πυρετού το ότι κάποιος αναπνέει γρήγορα· και αυτό όμως μπορεί να ανασκευασθεί, έστω και αν αληθεύει· γιατί είναι δυνατό κανείς να ασθμαίνει και μη έχοντας πυρετό.
Είπαμε λοιπόν και τώρα τί είναι πιθανό, τί είναι ένδειξη και τεκμήριο και σε τί διαφέρουν μεταξύ τους· στα Αναλυτικά όμως ορίσαμε τα πράγματα αυτά με μεγαλύτερη σαφήνεια· εκεί προσθέσαμε και την εξήγηση γιατί μερικά από αυτά δεν μπορούν να κάνουν συλλογισμό, ενώ άλλα μπορούν.
Είπαμε ότι το παράδειγμα είναι επαγωγή· είπαμε επίσης με τί είδους πράγματα σχετίζεται αυτή η επαγωγή. Δεν πρόκειται για συλλογισμό ούτε από το μέρος προς το όλο, ούτε από το όλο προς το μέρος, ούτε από το όλο προς το όλο, αλλά από το μέρος προς το μέρος, από το όμοιο προς το όμοιο: όταν δύο πράγματα ανήκουν στο ίδιο γένος, το ένα όμως είναι πιο γνωστό από το άλλο, τότε έχουμε παράδειγμα· π.χ. ότι ο Διονύσιος επιδιώκει να γίνει τύραννος, αφού ζητάει να του δοθεί σωματοφυλακή· γιατί και ο Πεισίστρατος παλιότερα επιδιώκοντας να γίνει τύραννος ζήτησε να του δοθεί σωματοφυλακή, και όταν την πήρε, έγινε τύραννος· το ίδιο και ο Θεαγένης στα Μέγαρα· και όλοι οι άλλοι που είναι γνωστοί στους ακροατές γίνονται παράδειγμα για τον Διονύσιο, για τον οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν γνωρίζουν ακόμη αν αυτός είναι πράγματι ο λόγος για τον οποίο ζητάει να του δοθεί σωματοφυλακή. Όλα αυτά τα παραδείγματα βρίσκονται κάτω από την ίδια γενικού περιεχομένου πρόταση: ότι αυτός που επιδιώκει να γίνει τύραννος ζητάει να του δοθεί σωματοφυλακή.
[1358a] Εξηγήσαμε λοιπόν σε τί βασίζονται οι αποδείξεις που θεωρούνται αποδεικτικές.
Μεταξύ των ενθυμημάτων όμως υπάρχει μια πολύ μεγάλη διαφορά, η οποία και έμεινε σχεδόν τελείως απαρατήρητη από όλους: είναι αυτή ακριβώς που υπάρχει και μεταξύ των συλλογισμών της διαλεκτικής. Μερικά δηλαδή από αυτά ακολουθούν τους κανόνες της ρητορικής μεθόδου των συλλογισμών με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ακολουθούν τους κανόνες της διαλεκτικής μεθόδου των συλλογισμών, κάποια άλλα όμως ακολουθούν τους κανόνες άλλων επιστημών και άλλων τεχνών, που άλλες τους ήδη υπάρχουν, άλλες όμως δεν τις έχουμε ακόμη. Αυτός είναι και ο λόγος που οι διαφορές αυτές δεν γίνονται αντιληπτές, και όσο πιο πολύ εξειδικευόμαστε, τόσο πιο πολύ βγαίνουμε από τον χώρο της ρητορικής και της διαλεκτικής — αυτό όμως θα γίνει σαφέστερο, αν μιλήσουμε γι᾽ αυτό πιο διεξοδικά.
Λέγοντας «διαλεκτικούς» και «ρητορικούς» συλλογισμούς εννοώ αυτούς που έχουν σχέση με αυτό που ονομάζουμε «τόπους» και έχουν εφαρμογή εξίσου καλά στο δίκαιο, στις επιστήμες της φύσης και της πολιτικής και σε πολλές άλλες ακόμη, διαφορετικές στο είδος τους, επιστήμες· παράδειγμα ο τόπος για το «περισσότερο» και το «λιγότερο»: από τον τόπο αυτό μπορεί κανείς να σχηματίσει συλλογισμό ή ενθύμημα το ίδιο καλά στην περιοχή του δικαίου, στην περιοχή της επιστήμης της φύσης ή σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή — και όμως οι επιστήμες αυτές διαφέρουν η μια από την άλλη στο είδος τους. «Ειδικοί», πάλι, είναι αυτοί που προκύπτουν από προκείμενες που προσιδιάζουν σε κάθε επιμέρους είδος ή γένος γνώσης· π.χ. υπάρχουν στην περιοχή της επιστήμης της φύσης προκείμενες που δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ενθυμήματα ή συλλογισμούς στην περιοχή της ηθικής, όπως υπάρχουν άλλες στην περιοχή της ηθικής που θα είναι αδύνατο να οδηγήσουν σε ενθυμήματα ή συλλογισμούς στην περιοχή της επιστήμης της φύσης — το ίδιο ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Το πρώτο είδος των τόπων κανέναν δεν πρόκειται να τον κάνει ειδικό σε κάποια επιστήμη, αφού δεν αφορούν σε κανένα γνωστικό αντικείμενο· με τους «ειδικούς» όμως, όσο καλύτερα κάνει κανείς τις επιλογές του, θα περάσει —χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό— σε άλλη επιστήμη, διαφορετική από τη ρητορική και τη διαλεκτική· γιατί αν τύχει και πέσει πάνω σε «πρώτες αρχές», δεν θα πρόκειται πια για διαλεκτική ή ρητορική, αλλά για εκείνη την επιστήμη, στις «πρώτες αρχές» της οποίας έχει φτάσει. Τα περισσότερα ενθυμήματα σχηματίζονται από αυτούς τους «ειδικούς», τους μερικούς δηλαδή και ιδιαίτερους, τόπους· από τους κοινούς τόπους λιγότερα. Πρέπει λοιπόν και εδώ, όπως στα Τοπικά, να διακρίνουμε τους «ειδικούς» και τους «κοινούς» τόπους, από τους οποίους πρέπει να σχηματίζονται τα ενθυμήματα. Με το «ειδικούς» εννοώ τις ξεχωριστές προκείμενες που προσιδιάζουν σε κάθε επιμέρους ειδική επιστήμη, ενώ με το «κοινούς» αυτές που έχουν εφαρμογή εξίσου καλά σε όλες. Ας αρχίσουμε λοιπόν τον λόγο μας με τις «ειδικές». Πριν από όλα όμως ας αναφερθούμε στα είδη της ρητορικής, ώστε, αφού προσδιορίσουμε τον αριθμό τους, να αναφερθούμε, χωριστά για το καθένα, στα στοιχεία και στις προκείμενές του.
Παράδειγμα δὲ ὅτι μέν ἐστιν ἐπαγωγὴ καὶ περὶ ποῖα ἐπαγωγή, εἴρηται· ἔστι δὲ οὔτε ὡς μέρος πρὸς ὅλον οὔθ᾽ ὡς ὅλον πρὸς μέρος οὔθ᾽ ὡς ὅλον πρὸς ὅλον, ἀλλ᾽ ὡς μέρος πρὸς μέρος, ὅμοιον πρὸς ὅμοιον—ὅταν ἄμφω μὲν ᾖ ὑπὸ τὸ αὐτὸ γένος, γνωριμώτερον δὲ θάτερον ᾖ θατέρου, παράδειγμά ἐστιν· οἷον ὅτι ἐπεβούλευε τυραννίδι Διονύσιος αἰτῶν τὴν φυλακήν· καὶ γὰρ Πεισίστρατος πρότερον ἐπιβουλεύων ᾔτει φυλακὴν καὶ λαβὼν ἐτυράννησε, καὶ Θεαγένης ἐν Μεγάροις· καὶ ἄλλοι ὅσους ἴσασι, παράδειγμα πάντες γίγνονται τοῦ Διονυσίου, ὃν οὐκ ἴσασίν πω εἰ διὰ τοῦτο αἰτεῖ. πάντα δὲ ταῦτα ὑπὸ τὸ αὐτὸ καθόλου, ὅτι ὁ ἐπιβουλεύων τυραννίδι φυλακὴν αἰτεῖ.
[1358a] ἐξ ὧν μὲν οὖν λέγονται αἱ δοκοῦσαι εἶναι πίστεις ἀποδεικτικαί, εἴρηται. τῶν δὲ ἐνθυμημάτων μεγίστη διαφορὰ καὶ μάλιστα λεληθυῖα σχεδὸν παρὰ πᾶσίν ἐστιν ἥπερ καὶ περὶ τὴν διαλεκτικὴν μέθοδον τῶν συλλογισμῶν· τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν ἐστι κατὰ τὴν ῥητορικὴν ὥσπερ καὶ κατὰ τὴν διαλεκτικὴν μέθοδον τῶν συλλογισμῶν, τὰ δὲ κατ᾽ ἄλλας τέχνας καὶ δυνάμεις, τὰς μὲν οὔσας τὰς δ᾽ οὔπω κατειλημμένας· διὸ καὶ λανθάνουσίν τε καὶ μᾶλλον ἁπτόμενοι κατὰ τρόπον μεταβαίνουσιν ἐξ αὐτῶν. μᾶλλον δὲ σαφὲς ἔσται τὸ λεγόμενον διὰ πλειόνων ῥηθέν.
Λέγω γὰρ διαλεκτικούς τε καὶ ῥητορικοὺς συλλογισμοὺς εἶναι περὶ ὧν τοὺς τόπους λέγομεν· οὗτοι δ᾽ εἰσὶν οἱ κοινοὶ περὶ δικαίων καὶ φυσικῶν καὶ περὶ πολιτικῶν καὶ περὶ πολλῶν διαφερόντων εἴδει, οἷον ὁ τοῦ μᾶλλον καὶ ἧττον τόπος· οὐδὲν γὰρ μᾶλλον ἔσται ἐκ τούτου συλλογίσασθαι ἢ ἐνθύμημα εἰπεῖν περὶ δικαίων ἢ περὶ φυσικῶν ἢ περὶ ὁτουοῦν· καίτοι ταῦτα εἴδει διαφέρει. ἴδια δὲ ὅσα ἐκ τῶν περὶ ἕκαστον εἶδος καὶ γένος προτάσεών ἐστιν, οἷον περὶ φυσικῶν εἰσι προτάσεις ἐξ ὧν οὔτε ἐνθύμημα οὔτε συλλογισμὸς ἔστι περὶ τῶν ἠθικῶν, καὶ περὶ τούτων ἄλλαι ἐξ ὧν οὐκ ἔσται περὶ τῶν φυσικῶν· ὁμοίως δὲ τοῦτ᾽ ἔχει ἐπὶ πάντων. κἀκεῖνα μὲν οὐ ποιήσει περὶ οὐδὲν γένος ἔμφρονα· περὶ οὐδὲν γὰρ ὑποκείμενόν ἐστιν· ταῦτα δὲ ὅσῳ τις ἂν βέλτιον ἐκλέγηται [τὰς προτάσεις], λήσει ποιήσας ἄλλην ἐπιστήμην τῆς διαλεκτικῆς καὶ ῥητορικῆς· ἂν γὰρ ἐντύχῃ ἀρχαῖς, οὐκέτι διαλεκτικὴ οὐδὲ ῥητορικὴ ἀλλ᾽ ἐκείνη ἔσται ἧς ἔχει τὰς ἀρχάς. ἔστι δὲ τὰ πλεῖστα τῶν ἐνθυμημάτων ἐκ τούτων τῶν εἰδῶν λεγόμενα, τῶν κατὰ μέρος καὶ ἰδίων, ἐκ δὲ τῶν κοινῶν ἐλάττω. καθάπερ οὖν καὶ ἐν τοῖς Τοπικοῖς, καὶ ἐνταῦθα διαιρετέον τῶν ἐνθυμημάτων τά τε εἴδη καὶ τοὺς τόπους ἐξ ὧν ληπτέον. λέγω δ᾽ εἴδη μὲν τὰς καθ᾽ ἕκαστον γένος ἰδίας προτάσεις, τόπους δὲ τοὺς κοινοὺς ὁμοίως πάντων. πρότερον οὖν εἴπωμεν περὶ τῶν εἰδῶν· πρῶτον δὲ λάβωμεν τὰ γένη τῆς ῥητορικῆς, ὅπως διελόμενοι πόσα ἐστίν, περὶ τούτων χωρὶς λαμβάνωμεν τὰ στοιχεῖα καὶ τὰς προτάσεις.
***
Παράδειγμα ένδειξης που να παρουσιάζει τη σχέση του μερικού προς το γενικό είναι, π.χ., αν υποστηρίζαμε ότι ένδειξη για το ότι οι σοφοί είναι δίκαιοι αποτελεί το ότι ο Σωκράτης ήταν σοφός και δίκαιος. Αυτό είναι πράγματι μια ένδειξη, μπορεί όμως να ανασκευασθεί, έστω και αν ο λόγος αληθεύει· κι αυτό γιατί δεν πρόκειται για συλλογιστικά ισχυρό συμπέρασμα. Αν όμως λέγαμε ότι αποτελεί ένδειξη για το ότι κάποιος είναι άρρωστος το ότι έχει πυρετό, ή για το ότι μια γυναίκα γέννησε το ότι έχει γάλα, αυτό είναι μια ένδειξη που την αποδεχόμαστε υποχρεωτικά: από όλες τις ενδείξεις αυτή μόνο είναι τεκμήριο· γιατί μόνο αυτή (με τον όρο, βέβαια, ότι αληθεύει) δεν μπορεί να ανασκευασθεί. Παράδειγμα, τώρα, ένδειξης που να παρουσιάζει τη σχέση του γενικού προς το μερικό είναι αν, π.χ., λέγαμε ότι αποτελεί ένδειξη πυρετού το ότι κάποιος αναπνέει γρήγορα· και αυτό όμως μπορεί να ανασκευασθεί, έστω και αν αληθεύει· γιατί είναι δυνατό κανείς να ασθμαίνει και μη έχοντας πυρετό.
Είπαμε λοιπόν και τώρα τί είναι πιθανό, τί είναι ένδειξη και τεκμήριο και σε τί διαφέρουν μεταξύ τους· στα Αναλυτικά όμως ορίσαμε τα πράγματα αυτά με μεγαλύτερη σαφήνεια· εκεί προσθέσαμε και την εξήγηση γιατί μερικά από αυτά δεν μπορούν να κάνουν συλλογισμό, ενώ άλλα μπορούν.
Είπαμε ότι το παράδειγμα είναι επαγωγή· είπαμε επίσης με τί είδους πράγματα σχετίζεται αυτή η επαγωγή. Δεν πρόκειται για συλλογισμό ούτε από το μέρος προς το όλο, ούτε από το όλο προς το μέρος, ούτε από το όλο προς το όλο, αλλά από το μέρος προς το μέρος, από το όμοιο προς το όμοιο: όταν δύο πράγματα ανήκουν στο ίδιο γένος, το ένα όμως είναι πιο γνωστό από το άλλο, τότε έχουμε παράδειγμα· π.χ. ότι ο Διονύσιος επιδιώκει να γίνει τύραννος, αφού ζητάει να του δοθεί σωματοφυλακή· γιατί και ο Πεισίστρατος παλιότερα επιδιώκοντας να γίνει τύραννος ζήτησε να του δοθεί σωματοφυλακή, και όταν την πήρε, έγινε τύραννος· το ίδιο και ο Θεαγένης στα Μέγαρα· και όλοι οι άλλοι που είναι γνωστοί στους ακροατές γίνονται παράδειγμα για τον Διονύσιο, για τον οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν γνωρίζουν ακόμη αν αυτός είναι πράγματι ο λόγος για τον οποίο ζητάει να του δοθεί σωματοφυλακή. Όλα αυτά τα παραδείγματα βρίσκονται κάτω από την ίδια γενικού περιεχομένου πρόταση: ότι αυτός που επιδιώκει να γίνει τύραννος ζητάει να του δοθεί σωματοφυλακή.
[1358a] Εξηγήσαμε λοιπόν σε τί βασίζονται οι αποδείξεις που θεωρούνται αποδεικτικές.
Μεταξύ των ενθυμημάτων όμως υπάρχει μια πολύ μεγάλη διαφορά, η οποία και έμεινε σχεδόν τελείως απαρατήρητη από όλους: είναι αυτή ακριβώς που υπάρχει και μεταξύ των συλλογισμών της διαλεκτικής. Μερικά δηλαδή από αυτά ακολουθούν τους κανόνες της ρητορικής μεθόδου των συλλογισμών με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ακολουθούν τους κανόνες της διαλεκτικής μεθόδου των συλλογισμών, κάποια άλλα όμως ακολουθούν τους κανόνες άλλων επιστημών και άλλων τεχνών, που άλλες τους ήδη υπάρχουν, άλλες όμως δεν τις έχουμε ακόμη. Αυτός είναι και ο λόγος που οι διαφορές αυτές δεν γίνονται αντιληπτές, και όσο πιο πολύ εξειδικευόμαστε, τόσο πιο πολύ βγαίνουμε από τον χώρο της ρητορικής και της διαλεκτικής — αυτό όμως θα γίνει σαφέστερο, αν μιλήσουμε γι᾽ αυτό πιο διεξοδικά.
Λέγοντας «διαλεκτικούς» και «ρητορικούς» συλλογισμούς εννοώ αυτούς που έχουν σχέση με αυτό που ονομάζουμε «τόπους» και έχουν εφαρμογή εξίσου καλά στο δίκαιο, στις επιστήμες της φύσης και της πολιτικής και σε πολλές άλλες ακόμη, διαφορετικές στο είδος τους, επιστήμες· παράδειγμα ο τόπος για το «περισσότερο» και το «λιγότερο»: από τον τόπο αυτό μπορεί κανείς να σχηματίσει συλλογισμό ή ενθύμημα το ίδιο καλά στην περιοχή του δικαίου, στην περιοχή της επιστήμης της φύσης ή σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή — και όμως οι επιστήμες αυτές διαφέρουν η μια από την άλλη στο είδος τους. «Ειδικοί», πάλι, είναι αυτοί που προκύπτουν από προκείμενες που προσιδιάζουν σε κάθε επιμέρους είδος ή γένος γνώσης· π.χ. υπάρχουν στην περιοχή της επιστήμης της φύσης προκείμενες που δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ενθυμήματα ή συλλογισμούς στην περιοχή της ηθικής, όπως υπάρχουν άλλες στην περιοχή της ηθικής που θα είναι αδύνατο να οδηγήσουν σε ενθυμήματα ή συλλογισμούς στην περιοχή της επιστήμης της φύσης — το ίδιο ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Το πρώτο είδος των τόπων κανέναν δεν πρόκειται να τον κάνει ειδικό σε κάποια επιστήμη, αφού δεν αφορούν σε κανένα γνωστικό αντικείμενο· με τους «ειδικούς» όμως, όσο καλύτερα κάνει κανείς τις επιλογές του, θα περάσει —χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό— σε άλλη επιστήμη, διαφορετική από τη ρητορική και τη διαλεκτική· γιατί αν τύχει και πέσει πάνω σε «πρώτες αρχές», δεν θα πρόκειται πια για διαλεκτική ή ρητορική, αλλά για εκείνη την επιστήμη, στις «πρώτες αρχές» της οποίας έχει φτάσει. Τα περισσότερα ενθυμήματα σχηματίζονται από αυτούς τους «ειδικούς», τους μερικούς δηλαδή και ιδιαίτερους, τόπους· από τους κοινούς τόπους λιγότερα. Πρέπει λοιπόν και εδώ, όπως στα Τοπικά, να διακρίνουμε τους «ειδικούς» και τους «κοινούς» τόπους, από τους οποίους πρέπει να σχηματίζονται τα ενθυμήματα. Με το «ειδικούς» εννοώ τις ξεχωριστές προκείμενες που προσιδιάζουν σε κάθε επιμέρους ειδική επιστήμη, ενώ με το «κοινούς» αυτές που έχουν εφαρμογή εξίσου καλά σε όλες. Ας αρχίσουμε λοιπόν τον λόγο μας με τις «ειδικές». Πριν από όλα όμως ας αναφερθούμε στα είδη της ρητορικής, ώστε, αφού προσδιορίσουμε τον αριθμό τους, να αναφερθούμε, χωριστά για το καθένα, στα στοιχεία και στις προκείμενές του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου