ΧΟ. οἶμαί γε τῶν νεωτέρων τὰς καρδίας [ἀντ.]
πηδᾶν, ὅ τι λέξει.
εἰ γὰρ τοιαῦτά γ᾽ οὗτος ἐξειργασμένος
λαλῶν ἀναπείσει,
1395 τὸ δέρμα τῶν γεραιτέρων λάβοιμεν ἂν
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἐρεβίνθου.
σὸν ἔργον, ὦ καινῶν ἐπῶν κινητὰ καὶ μοχλευτά,
πειθώ τινα ζητεῖν, ὅπως δόξεις λέγειν δίκαια.
ΦΕ. ὡς ἡδὺ καινοῖς πράγμασιν καὶ δεξιοῖς ὁμιλεῖν,
1400 καὶ τῶν καθεστώτων νόμων ὑπερφρονεῖν δύνασθαι.
ἐγὼ γὰρ ὅτε μὲν ἱππικῇ τὸν νοῦν μόνῃ προσεῖχον,
οὐδ᾽ ἂν τρί᾽ εἰπεῖν ῥήμαθ᾽ οἷός τ᾽ ἦν πρὶν ἐξαμαρτεῖν·
νυνὶ δ᾽ ἐπειδή μ᾽ οὑτοσὶ τούτων ἔπαυσεν αὐτός,
γνώμαις δὲ λεπταῖς καὶ λόγοις ξύνειμι καὶ μερίμναις,
1405 οἶμαι διδάξειν ὡς δίκαιον τὸν πατέρα κολάζειν.
ΣΤ. ἵππευε τοίνυν, νὴ Δί᾽, ὡς ἔμοιγε κρεῖττόν ἐστιν
ἵππων τρέφειν τέθριππον ἢ τυπτόμενον ἐπιτριβῆναι.
ΦΕ. ἐκεῖσε δ᾽ ὅθεν ἀπέσχισάς με τοῦ λόγου μέτειμι,
καὶ πρῶτ᾽ ἐρήσομαί σε τουτί· παῖδά μ᾽ ὄντ᾽ ἔτυπτες;
1410 ΣΤ. ἔγωγέ σ᾽ εὐνοῶν τε καὶ κηδόμενος. ΦΕ. εἰπὲ δή μοι,
οὐ κἀμὲ σοὶ δίκαιόν ἐστιν εὐνοεῖν ὁμοίως
τύπτειν τ᾽, ἐπειδήπερ γε τοῦτ᾽ ἔστ᾽ εὐνοεῖν, τὸ τύπτειν;
πῶς γὰρ τὸ μὲν σὸν σῶμα χρὴ πληγῶν ἀθῷον εἶναι,
τοὐμὸν δὲ μή; καὶ μὴν ἔφυν ἐλεύθερός γε κἀγώ.
1415 «κλάουσι παῖδες, πατέρα δ᾽ οὐ κλάειν δοκεῖς;»
φήσεις νομίζεσθαι σὺ παιδὸς τοῦτο τοὔργον εἶναι·
ἐγὼ δέ γ᾽ ἀντείποιμ᾽ ἂν ὡς «δὶς παῖδες οἱ γέροντες»,
εἰκός τε μᾶλλον τοὺς γέροντας ἢ νέους τι κλάειν,
ὅσῳπερ ἐξαμαρτάνειν ἧττον δίκαιον αὐτούς.
1420 ΣΤ. ἀλλ᾽ οὐδαμοῦ νομίζεται τὸν πατέρα τοῦτο πάσχειν.
ΦΕ. οὔκουν ἀνὴρ ὁ τὸν νόμον θεὶς τοῦτον ἦν τὸ πρῶτον
ὥσπερ σὺ κἀγώ, καὶ λέγων ἔπειθε τοὺς παλαιούς;
ἧττόν τι δῆτ᾽ ἔξεστι κἀμοὶ καινὸν αὖ τὸ λοιπὸν
θεῖναι νόμον τοῖς υἱέσιν, τοὺς πατέρας ἀντιτύπτειν;
1425 ὅσας δὲ πληγὰς εἴχομεν πρὶν τὸν νόμον τεθῆναι,
ἀφίεμεν, καὶ δίδομεν αὐτοῖς προῖκα συγκεκόφθαι.
σκέψαι δὲ τοὺς ἀλεκτρυόνας καὶ τἄλλα τὰ βοτὰ ταυτί,
ὡς τοὺς πατέρας ἀμύνεται· καίτοι τί διαφέρουσιν
ἡμῶν ἐκεῖνοι, πλήν γ᾽ ὅτι ψηφίσματ᾽ οὐ γράφουσιν;
1430 ΣΤ. τί δῆτ᾽, ἐπειδὴ τοὺς ἀλεκτρυόνας ἅπαντα μιμεῖ,
οὐκ ἐσθίεις καὶ τὴν κόπρον κἀπ᾽ ἰκρίου καθεύδεις;
ΦΕ. οὐ ταὐτόν, ὦ τᾶν, ἐστίν, οὐδ᾽ ἂν Σωκράτει δοκοίη.
ΣΤ. πρὸς ταῦτα μὴ τύπτ᾽· εἰ δὲ μή, σαυτόν ποτ᾽ αἰτιάσει.
ΦΕ. καὶ πῶς; ΣΤ. ἐπεὶ σὲ μὲν δίκαιός εἰμ᾽ ἐγὼ κολάζειν,
1435 σὺ δ᾽, ἢν γένηταί σοι, τὸν υἱόν. ΦΕ. ἢν δὲ μὴ γένηται,
μάτην ἐμοὶ κεκλαύσεται, σὺ δ᾽ ἐγχανὼν τεθνήξεις.
ΣΤ. ἐμοὶ μέν, ὦνδρες ἥλικες, δοκεῖ λέγειν δίκαια·
κἄμοιγε συγχωρεῖν δοκεῖ τούτοισι τἀπιεικῆ.
κλάειν γὰρ ἡμᾶς εἰκός ἐστ᾽, ἢν μὴ δίκαια δρῶμεν.
1440 ΦΕ. σκέψαι δὲ χἀτέραν ἔτι γνώμην. ΣΤ. ἀπὸ τἄρ᾽ ὀλοῦμαι.
ΦΕ. καὶ μὴν ἴσως γ᾽ οὐκ ἀχθέσει παθὼν ἃ νῦν πέπονθας.
ΣΤ. πῶς δή; δίδαξον γὰρ τί μ᾽ ἐκ τούτων ἐπωφελήσεις.
ΦΕ. τὴν μητέρ᾽ ὥσπερ καὶ σὲ τυπτήσω. ΣΤ. τί φῄς, τί φῂς σύ;
τοῦθ᾽ ἕτερον αὖ μεῖζον κακόν. ΦΕ. τί δ᾽, ἢν ἀνέχων τὸν ἥττω
1445 λόγον σε νικήσω λέγων
τὴν μητέρ᾽ ὡς τύπτειν χρεών;
ΣΤ. τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἤ, ταῦτ᾽ ἢν ποῇς,
οὐδέν σε κωλύσει σεαυ-
τὸν ἐμβαλεῖν εἰς τὸ βάραθρον
1450 μετὰ Σωκράτους
καὶ τὸν λόγον τὸν ἥττω;
***
ΧΟΡ. Με χτυποκάρδι οι νέοι θα καρτερούν να δουν
τί λόγο θα βγάλει·
αν αποδείξει, τώρα που έτσι φέρθηκε,
πως τάχα έχει δίκιο,
των γέρων τα τομάρια δε θ᾽ αξίζουν πια
ούτ᾽ ένα ρεβύθι.
ΚΟΡ. Ε συ, που νέους συλλογισμούς κινείς κι αναμοχλεύεις,
σκέψου για επιχειρήματα που δίκιο να σου ρίχνουν.
ΦΕΙ. Είναι γλυκό με τα σοφά να ζεις και τα καινούρια
1400 και πιο ψηλά απ᾽ τους τωρινούς νόμους να τρέχει ο νους σου.
Το νου μου εγώ αποκλειστικά στην ιππασία σαν είχα,
τρεις φράσεις δεν ξεστόμιζα χωρίς να κάμω λάθος·
μα απ᾽ τη στιγμή που ο δάσκαλος με γιάτρεψε από κείνα
και ζω με ιδέες, γνώμες λεπτές και λογισμούς, θα δείξω
πως δίκιο ειναι να τιμωρεί κανένας το γονιό του.
ΣΤΡ. Κάνε ιππική· μά το θεό, καλύτερα να θρέφεις
για τέθριππο άλογα παρά να λιώσω εγώ απ᾽ το ξύλο.
ΦΕΙ. Πιάνω το λόγο μου από κει που μ᾽ έκοψες· και πρώτα
θα σε ρωτήσω αυτό: Παιδί σαν ήμουν, με χτυπούσες;
1410 ΣΤΡ. Μα ναι, απ᾽ αγάπη, για καλό δικό σου. ΦΕΙ. Πες μου τότε,
την ίδια αγάπη εγώ για σε δεν είναι δίκιο να έχω
και να σε δέρνω, αφού είν᾽ αυτό η αγάπη, το να δέρνεις;
Άμαθο να ᾽ναι από χτυπιές το σώμα σου, κι εμένα
όχι; Δεν είν᾽ ελεύθερη κι εμέ η καταγωγή μου;
«Θρηνούν οι γιοι, να μη θρηνεί ο πατέρας;»
Αυτό μονάχα στα παιδιά θα πεις το συνηθίζουν·
κι εγώ απαντώ πως «δυο φορές είναι παιδιά οι γερόντοι»
και το σωστό είναι πιο πολύ να κλαιν αυτοί απ᾽ τους νέους,
αφού πολύ πιο αταίριαστα γι᾽ αυτούς τα σφάλματα είναι.
1420 ΣΤΡ. Μα πουθενά για τους γονιούς δεν είναι τέτοιος νόμος.
ΦΕΙ. Θνητός δεν ήταν σαν κι εμάς κι ο που έθεσε το νόμο
και με το λόγο τους παλιούς δεν έπειθε; Δεν έχω
δικαίωμα το λοιπόν κι εγώ καινούριο νόμο τώρα
να ορίσω: στους γονιούς οι γιοι το ξύλο να επιστρέφουν;
Τώρα, όσο ξύλο φάγαμε πριν νά ᾽μπει αυτός ο νόμος
ας ξεγραφτεί πια, χάρισμα το ᾽χουμε φάει ας πούμε.
Κοκόρια κι άλλα ζωντανά τί κάνουν; Οι πατέρες
τσιμπούν, αντιτσιμπούν και αυτά· κι ωστόσο τί διαφέρουν
τάχα από μας; ψηφίσματα μονάχα δε συντάσσουν.
1430 ΣΤΡ. Αφού, μωρέ, τους πετεινούς για πρότυπο τους παίρνεις,
γιατί δεν τρως κοπριά, γιατί σε ξύλο δεν κουρνιάζεις;
ΦΕΙ. Δεν είναι το ίδιο, και σ᾽ αυτό θα διαφωνεί ο Σωκράτης.
ΣΤΡ. Μη με χτυπάς· θα᾽ ρθει καιρός που θα το μετανοιώσεις.
ΦΕΙ. Πώς; ΣΤΡ. Δίκιο ειναι το γιο σου εσύ να τιμωρείς, αν κάμεις,
κι εσένα εγώ. ΦΕΙ. Τί ωραία! Κι αν γιο δεν κάμω, τζάμπα ξύλο
εγώ, κι εσύ απ᾽ το τάφο σου κορόιδο σου να μ᾽ έχεις.
ΣΤΡ., στους θεατές.
Νομίζω, συνομήλικοι, πως έχει λίγο δίκιο·
δεν πρέπει κάτι λογικό κανείς να τους τ᾽ αρνιέται·
σ᾽ άδικο αν πέφτουμε, σωστό να χύνουμε και δάκρυα.
1440 ΦΕΙ. Μα κι άλλη σκέψη μου άκουσε. ΣΤΡ. Τί; Κι άλλη; Πάω χαμένος.
ΦΕΙ. Αν έπαθες ό,τι έπαθες, τόσο δυσάρεστο ίσως
για σε δε θα ᾽ναι. ΣΤΡ. Μπα! Σαν τί κέρδος μπορώ να βγάλω;
ΦΕΙ. Θα δείρω και τη μάνα μου. ΣΤΡ. Τί λες; Τί λες; Αυτό ᾽ναι
ακόμη πιο βαρύ. ΦΕΙ. Όμως αν εγώ, πιάνοντας τώρα
το λόγο τον αδύνατο,
δείξω πως τις μητέρες μας
ανάγκη να τις δέρνουμε;
Τότε; ΣΤΡ. Αν το κάμεις δα κι αυτό,
έν᾽ απομένει μοναχά:
να πέσετε στο βάραθρο
1450 εσύ, μαζί ο Σωκράτης σου,
κι ο Αδύνατός σας Λόγος.
πηδᾶν, ὅ τι λέξει.
εἰ γὰρ τοιαῦτά γ᾽ οὗτος ἐξειργασμένος
λαλῶν ἀναπείσει,
1395 τὸ δέρμα τῶν γεραιτέρων λάβοιμεν ἂν
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἐρεβίνθου.
σὸν ἔργον, ὦ καινῶν ἐπῶν κινητὰ καὶ μοχλευτά,
πειθώ τινα ζητεῖν, ὅπως δόξεις λέγειν δίκαια.
ΦΕ. ὡς ἡδὺ καινοῖς πράγμασιν καὶ δεξιοῖς ὁμιλεῖν,
1400 καὶ τῶν καθεστώτων νόμων ὑπερφρονεῖν δύνασθαι.
ἐγὼ γὰρ ὅτε μὲν ἱππικῇ τὸν νοῦν μόνῃ προσεῖχον,
οὐδ᾽ ἂν τρί᾽ εἰπεῖν ῥήμαθ᾽ οἷός τ᾽ ἦν πρὶν ἐξαμαρτεῖν·
νυνὶ δ᾽ ἐπειδή μ᾽ οὑτοσὶ τούτων ἔπαυσεν αὐτός,
γνώμαις δὲ λεπταῖς καὶ λόγοις ξύνειμι καὶ μερίμναις,
1405 οἶμαι διδάξειν ὡς δίκαιον τὸν πατέρα κολάζειν.
ΣΤ. ἵππευε τοίνυν, νὴ Δί᾽, ὡς ἔμοιγε κρεῖττόν ἐστιν
ἵππων τρέφειν τέθριππον ἢ τυπτόμενον ἐπιτριβῆναι.
ΦΕ. ἐκεῖσε δ᾽ ὅθεν ἀπέσχισάς με τοῦ λόγου μέτειμι,
καὶ πρῶτ᾽ ἐρήσομαί σε τουτί· παῖδά μ᾽ ὄντ᾽ ἔτυπτες;
1410 ΣΤ. ἔγωγέ σ᾽ εὐνοῶν τε καὶ κηδόμενος. ΦΕ. εἰπὲ δή μοι,
οὐ κἀμὲ σοὶ δίκαιόν ἐστιν εὐνοεῖν ὁμοίως
τύπτειν τ᾽, ἐπειδήπερ γε τοῦτ᾽ ἔστ᾽ εὐνοεῖν, τὸ τύπτειν;
πῶς γὰρ τὸ μὲν σὸν σῶμα χρὴ πληγῶν ἀθῷον εἶναι,
τοὐμὸν δὲ μή; καὶ μὴν ἔφυν ἐλεύθερός γε κἀγώ.
1415 «κλάουσι παῖδες, πατέρα δ᾽ οὐ κλάειν δοκεῖς;»
φήσεις νομίζεσθαι σὺ παιδὸς τοῦτο τοὔργον εἶναι·
ἐγὼ δέ γ᾽ ἀντείποιμ᾽ ἂν ὡς «δὶς παῖδες οἱ γέροντες»,
εἰκός τε μᾶλλον τοὺς γέροντας ἢ νέους τι κλάειν,
ὅσῳπερ ἐξαμαρτάνειν ἧττον δίκαιον αὐτούς.
1420 ΣΤ. ἀλλ᾽ οὐδαμοῦ νομίζεται τὸν πατέρα τοῦτο πάσχειν.
ΦΕ. οὔκουν ἀνὴρ ὁ τὸν νόμον θεὶς τοῦτον ἦν τὸ πρῶτον
ὥσπερ σὺ κἀγώ, καὶ λέγων ἔπειθε τοὺς παλαιούς;
ἧττόν τι δῆτ᾽ ἔξεστι κἀμοὶ καινὸν αὖ τὸ λοιπὸν
θεῖναι νόμον τοῖς υἱέσιν, τοὺς πατέρας ἀντιτύπτειν;
1425 ὅσας δὲ πληγὰς εἴχομεν πρὶν τὸν νόμον τεθῆναι,
ἀφίεμεν, καὶ δίδομεν αὐτοῖς προῖκα συγκεκόφθαι.
σκέψαι δὲ τοὺς ἀλεκτρυόνας καὶ τἄλλα τὰ βοτὰ ταυτί,
ὡς τοὺς πατέρας ἀμύνεται· καίτοι τί διαφέρουσιν
ἡμῶν ἐκεῖνοι, πλήν γ᾽ ὅτι ψηφίσματ᾽ οὐ γράφουσιν;
1430 ΣΤ. τί δῆτ᾽, ἐπειδὴ τοὺς ἀλεκτρυόνας ἅπαντα μιμεῖ,
οὐκ ἐσθίεις καὶ τὴν κόπρον κἀπ᾽ ἰκρίου καθεύδεις;
ΦΕ. οὐ ταὐτόν, ὦ τᾶν, ἐστίν, οὐδ᾽ ἂν Σωκράτει δοκοίη.
ΣΤ. πρὸς ταῦτα μὴ τύπτ᾽· εἰ δὲ μή, σαυτόν ποτ᾽ αἰτιάσει.
ΦΕ. καὶ πῶς; ΣΤ. ἐπεὶ σὲ μὲν δίκαιός εἰμ᾽ ἐγὼ κολάζειν,
1435 σὺ δ᾽, ἢν γένηταί σοι, τὸν υἱόν. ΦΕ. ἢν δὲ μὴ γένηται,
μάτην ἐμοὶ κεκλαύσεται, σὺ δ᾽ ἐγχανὼν τεθνήξεις.
ΣΤ. ἐμοὶ μέν, ὦνδρες ἥλικες, δοκεῖ λέγειν δίκαια·
κἄμοιγε συγχωρεῖν δοκεῖ τούτοισι τἀπιεικῆ.
κλάειν γὰρ ἡμᾶς εἰκός ἐστ᾽, ἢν μὴ δίκαια δρῶμεν.
1440 ΦΕ. σκέψαι δὲ χἀτέραν ἔτι γνώμην. ΣΤ. ἀπὸ τἄρ᾽ ὀλοῦμαι.
ΦΕ. καὶ μὴν ἴσως γ᾽ οὐκ ἀχθέσει παθὼν ἃ νῦν πέπονθας.
ΣΤ. πῶς δή; δίδαξον γὰρ τί μ᾽ ἐκ τούτων ἐπωφελήσεις.
ΦΕ. τὴν μητέρ᾽ ὥσπερ καὶ σὲ τυπτήσω. ΣΤ. τί φῄς, τί φῂς σύ;
τοῦθ᾽ ἕτερον αὖ μεῖζον κακόν. ΦΕ. τί δ᾽, ἢν ἀνέχων τὸν ἥττω
1445 λόγον σε νικήσω λέγων
τὴν μητέρ᾽ ὡς τύπτειν χρεών;
ΣΤ. τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἤ, ταῦτ᾽ ἢν ποῇς,
οὐδέν σε κωλύσει σεαυ-
τὸν ἐμβαλεῖν εἰς τὸ βάραθρον
1450 μετὰ Σωκράτους
καὶ τὸν λόγον τὸν ἥττω;
***
ΧΟΡ. Με χτυποκάρδι οι νέοι θα καρτερούν να δουν
τί λόγο θα βγάλει·
αν αποδείξει, τώρα που έτσι φέρθηκε,
πως τάχα έχει δίκιο,
των γέρων τα τομάρια δε θ᾽ αξίζουν πια
ούτ᾽ ένα ρεβύθι.
ΚΟΡ. Ε συ, που νέους συλλογισμούς κινείς κι αναμοχλεύεις,
σκέψου για επιχειρήματα που δίκιο να σου ρίχνουν.
ΦΕΙ. Είναι γλυκό με τα σοφά να ζεις και τα καινούρια
1400 και πιο ψηλά απ᾽ τους τωρινούς νόμους να τρέχει ο νους σου.
Το νου μου εγώ αποκλειστικά στην ιππασία σαν είχα,
τρεις φράσεις δεν ξεστόμιζα χωρίς να κάμω λάθος·
μα απ᾽ τη στιγμή που ο δάσκαλος με γιάτρεψε από κείνα
και ζω με ιδέες, γνώμες λεπτές και λογισμούς, θα δείξω
πως δίκιο ειναι να τιμωρεί κανένας το γονιό του.
ΣΤΡ. Κάνε ιππική· μά το θεό, καλύτερα να θρέφεις
για τέθριππο άλογα παρά να λιώσω εγώ απ᾽ το ξύλο.
ΦΕΙ. Πιάνω το λόγο μου από κει που μ᾽ έκοψες· και πρώτα
θα σε ρωτήσω αυτό: Παιδί σαν ήμουν, με χτυπούσες;
1410 ΣΤΡ. Μα ναι, απ᾽ αγάπη, για καλό δικό σου. ΦΕΙ. Πες μου τότε,
την ίδια αγάπη εγώ για σε δεν είναι δίκιο να έχω
και να σε δέρνω, αφού είν᾽ αυτό η αγάπη, το να δέρνεις;
Άμαθο να ᾽ναι από χτυπιές το σώμα σου, κι εμένα
όχι; Δεν είν᾽ ελεύθερη κι εμέ η καταγωγή μου;
«Θρηνούν οι γιοι, να μη θρηνεί ο πατέρας;»
Αυτό μονάχα στα παιδιά θα πεις το συνηθίζουν·
κι εγώ απαντώ πως «δυο φορές είναι παιδιά οι γερόντοι»
και το σωστό είναι πιο πολύ να κλαιν αυτοί απ᾽ τους νέους,
αφού πολύ πιο αταίριαστα γι᾽ αυτούς τα σφάλματα είναι.
1420 ΣΤΡ. Μα πουθενά για τους γονιούς δεν είναι τέτοιος νόμος.
ΦΕΙ. Θνητός δεν ήταν σαν κι εμάς κι ο που έθεσε το νόμο
και με το λόγο τους παλιούς δεν έπειθε; Δεν έχω
δικαίωμα το λοιπόν κι εγώ καινούριο νόμο τώρα
να ορίσω: στους γονιούς οι γιοι το ξύλο να επιστρέφουν;
Τώρα, όσο ξύλο φάγαμε πριν νά ᾽μπει αυτός ο νόμος
ας ξεγραφτεί πια, χάρισμα το ᾽χουμε φάει ας πούμε.
Κοκόρια κι άλλα ζωντανά τί κάνουν; Οι πατέρες
τσιμπούν, αντιτσιμπούν και αυτά· κι ωστόσο τί διαφέρουν
τάχα από μας; ψηφίσματα μονάχα δε συντάσσουν.
1430 ΣΤΡ. Αφού, μωρέ, τους πετεινούς για πρότυπο τους παίρνεις,
γιατί δεν τρως κοπριά, γιατί σε ξύλο δεν κουρνιάζεις;
ΦΕΙ. Δεν είναι το ίδιο, και σ᾽ αυτό θα διαφωνεί ο Σωκράτης.
ΣΤΡ. Μη με χτυπάς· θα᾽ ρθει καιρός που θα το μετανοιώσεις.
ΦΕΙ. Πώς; ΣΤΡ. Δίκιο ειναι το γιο σου εσύ να τιμωρείς, αν κάμεις,
κι εσένα εγώ. ΦΕΙ. Τί ωραία! Κι αν γιο δεν κάμω, τζάμπα ξύλο
εγώ, κι εσύ απ᾽ το τάφο σου κορόιδο σου να μ᾽ έχεις.
ΣΤΡ., στους θεατές.
Νομίζω, συνομήλικοι, πως έχει λίγο δίκιο·
δεν πρέπει κάτι λογικό κανείς να τους τ᾽ αρνιέται·
σ᾽ άδικο αν πέφτουμε, σωστό να χύνουμε και δάκρυα.
1440 ΦΕΙ. Μα κι άλλη σκέψη μου άκουσε. ΣΤΡ. Τί; Κι άλλη; Πάω χαμένος.
ΦΕΙ. Αν έπαθες ό,τι έπαθες, τόσο δυσάρεστο ίσως
για σε δε θα ᾽ναι. ΣΤΡ. Μπα! Σαν τί κέρδος μπορώ να βγάλω;
ΦΕΙ. Θα δείρω και τη μάνα μου. ΣΤΡ. Τί λες; Τί λες; Αυτό ᾽ναι
ακόμη πιο βαρύ. ΦΕΙ. Όμως αν εγώ, πιάνοντας τώρα
το λόγο τον αδύνατο,
δείξω πως τις μητέρες μας
ανάγκη να τις δέρνουμε;
Τότε; ΣΤΡ. Αν το κάμεις δα κι αυτό,
έν᾽ απομένει μοναχά:
να πέσετε στο βάραθρο
1450 εσύ, μαζί ο Σωκράτης σου,
κι ο Αδύνατός σας Λόγος.