ΧΟ. ὦ πολύξεινος καὶ ἐλεύθερος ἀνδρὸς ἀεί ποτ᾽ οἶκος, [στρ. α]
570 σέ τοι καὶ ὁ Πύθιος εὐλύρας Ἀπόλλων
ἠξίωσε ναίειν,
ἔτλα δὲ σοῖσι μηλονόμας
ἐν δόμοις γενέσθαι,
575 δοχμιᾶν διὰ κλιτύων
βοσκήμασι σοῖσι συρίζων
ποιμνίτας ὑμεναίους.
σὺν δ᾽ ἐποιμαίνοντο χαρᾷ μελέων βαλιαί τε λύγκες, [ἀντ. α]
580 ἔβα δὲ λιποῦσ᾽ Ὄθρυος νάπαν λεόντων
ἁ δαφοινὸς ἴλα·
χόρευσε δ᾽ ἀμφὶ σὰν κιθάραν,
Φοῖβε, ποικιλόθριξ
585 νεβρὸς ὑψικόμων πέραν
βαίνουσ᾽ ἐλατᾶν σφυρῷ κούφῳ,
χαίρουσ᾽ εὔφρονι μολπᾷ.
τοιγὰρ πολυμηλοτάταν [στρ. β]
ἑστίαν οἰκεῖς παρὰ καλλίναον
590 Βοιβίαν λίμναν· ἀρότοις δὲ γυᾶν
καὶ πεδίων δαπέδοις ὅρον ἀμφὶ μὲν
ἀελίου κνεφαίαν
ἱππόστασιν αἰθέρα τὰν Μολοσσῶν ‹. . .› τίθεται,
595 πόντιον δ᾽ Αἰγαίων᾽ ἐπ᾽ ἀκτὰν
ἀλίμενον Πηλίου κρατύνει.
καὶ νῦν δόμον ἀμπετάσας [ἀντ. β]
δέξατο ξεῖνον νοτερῷ βλεφάρῳ,
τᾶς φίλας κλαίων ἀλόχου νέκυν ἐν
600 δώμασιν ἀρτιθανῆ· τὸ γὰρ εὐγενὲς
ἐκφέρεται πρὸς αἰδῶ.
ἐν τοῖς ἀγαθοῖσι δὲ πάντ᾽ ἔνεστιν σοφίας. ἄγαμαι·
πρὸς δ᾽ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται
605 θεοσεβῆ φῶτα κεδνὰ πράξειν.
***
ΧΟΡ. Αρχοντόσπιτο ανοιχτό στους ξένους πάντα,
σπίτι ανθρώπου ανοιχτοχέρη,
570 ως κι ο Απόλλωνας, ο Πύθιος, ο λυράρης,
δέχτηκε σ᾽ εσέ να μείνει
και να γίνει στα δικά σου βοσκοτόπια
προβατάρης· κι η φλογέρα του σκοπούς
έπαιζε ποιμενικούς
στις μακριές βουνοπλαγιές,
τα δικά σου όταν ζευγάρωναν κοπάδια.
Μαγεμένες απ᾽ τη γλύκα τους κι οι λύγκες
πλουμιστές μαζί βοσκούσαν·
580 κι απ᾽ της Όθρης τα φαράγγια κατεβήκαν
τα μαυρόξανθα λιοντάρια·
και πιο πέρ᾽ απ᾽ τα ψηλά, τα φουντωμένα
έλατα, ένα γοργοκίνητο, ελαφρό
ελαφάκι παρδαλό
βγήκε κι έστησε χορό,
Φοίβε, Φοίβε, στης κιθάρας σου τον ήχο.
Και γι᾽ αυτό κοντά στη λίμνη εκεί της Βοίβης
με τα καθαρά νερά
έχει ο Άδμητος αμέτρητα κοπάδια·
590 τα οργωμένα του χωράφια
κι οι πλατιοί ανοιχτοί του κάμποι
σύνορο έχουν
κατά κει που ο Ήλιος λύνει τ᾽ άλογά του,
δυτικά, τον ουρανό των Μολοσσών·
και το Πήλιο από την άλλη
κυβερνάει, όπου τ᾽ αλίμενα του Αιγαίου
ακρογιάλια.
Ως και σήμερα, με μάτια δακρυσμένα,
κι ενώ κλαίει την ακριβή,
την ασύγκριτη γυναίκα που έχει χάσει,
διάπλατ᾽ άνοιξε τις θύρες
600 του σπιτιού του για τον ξένο.
Ω, η ευγένεια
φέρνει πάντα την ευλάβεια προς τους άλλους.
Έχει ο ενάρετος και φρόνηση πολλή.
Τον θαυμάζω εγώ κι ελπίζω
πως καλό θα δει ένας άνθρωπος με τόση
θεοσέβεια.
570 σέ τοι καὶ ὁ Πύθιος εὐλύρας Ἀπόλλων
ἠξίωσε ναίειν,
ἔτλα δὲ σοῖσι μηλονόμας
ἐν δόμοις γενέσθαι,
575 δοχμιᾶν διὰ κλιτύων
βοσκήμασι σοῖσι συρίζων
ποιμνίτας ὑμεναίους.
σὺν δ᾽ ἐποιμαίνοντο χαρᾷ μελέων βαλιαί τε λύγκες, [ἀντ. α]
580 ἔβα δὲ λιποῦσ᾽ Ὄθρυος νάπαν λεόντων
ἁ δαφοινὸς ἴλα·
χόρευσε δ᾽ ἀμφὶ σὰν κιθάραν,
Φοῖβε, ποικιλόθριξ
585 νεβρὸς ὑψικόμων πέραν
βαίνουσ᾽ ἐλατᾶν σφυρῷ κούφῳ,
χαίρουσ᾽ εὔφρονι μολπᾷ.
τοιγὰρ πολυμηλοτάταν [στρ. β]
ἑστίαν οἰκεῖς παρὰ καλλίναον
590 Βοιβίαν λίμναν· ἀρότοις δὲ γυᾶν
καὶ πεδίων δαπέδοις ὅρον ἀμφὶ μὲν
ἀελίου κνεφαίαν
ἱππόστασιν αἰθέρα τὰν Μολοσσῶν ‹. . .› τίθεται,
595 πόντιον δ᾽ Αἰγαίων᾽ ἐπ᾽ ἀκτὰν
ἀλίμενον Πηλίου κρατύνει.
καὶ νῦν δόμον ἀμπετάσας [ἀντ. β]
δέξατο ξεῖνον νοτερῷ βλεφάρῳ,
τᾶς φίλας κλαίων ἀλόχου νέκυν ἐν
600 δώμασιν ἀρτιθανῆ· τὸ γὰρ εὐγενὲς
ἐκφέρεται πρὸς αἰδῶ.
ἐν τοῖς ἀγαθοῖσι δὲ πάντ᾽ ἔνεστιν σοφίας. ἄγαμαι·
πρὸς δ᾽ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται
605 θεοσεβῆ φῶτα κεδνὰ πράξειν.
***
ΧΟΡ. Αρχοντόσπιτο ανοιχτό στους ξένους πάντα,
σπίτι ανθρώπου ανοιχτοχέρη,
570 ως κι ο Απόλλωνας, ο Πύθιος, ο λυράρης,
δέχτηκε σ᾽ εσέ να μείνει
και να γίνει στα δικά σου βοσκοτόπια
προβατάρης· κι η φλογέρα του σκοπούς
έπαιζε ποιμενικούς
στις μακριές βουνοπλαγιές,
τα δικά σου όταν ζευγάρωναν κοπάδια.
Μαγεμένες απ᾽ τη γλύκα τους κι οι λύγκες
πλουμιστές μαζί βοσκούσαν·
580 κι απ᾽ της Όθρης τα φαράγγια κατεβήκαν
τα μαυρόξανθα λιοντάρια·
και πιο πέρ᾽ απ᾽ τα ψηλά, τα φουντωμένα
έλατα, ένα γοργοκίνητο, ελαφρό
ελαφάκι παρδαλό
βγήκε κι έστησε χορό,
Φοίβε, Φοίβε, στης κιθάρας σου τον ήχο.
Και γι᾽ αυτό κοντά στη λίμνη εκεί της Βοίβης
με τα καθαρά νερά
έχει ο Άδμητος αμέτρητα κοπάδια·
590 τα οργωμένα του χωράφια
κι οι πλατιοί ανοιχτοί του κάμποι
σύνορο έχουν
κατά κει που ο Ήλιος λύνει τ᾽ άλογά του,
δυτικά, τον ουρανό των Μολοσσών·
και το Πήλιο από την άλλη
κυβερνάει, όπου τ᾽ αλίμενα του Αιγαίου
ακρογιάλια.
Ως και σήμερα, με μάτια δακρυσμένα,
κι ενώ κλαίει την ακριβή,
την ασύγκριτη γυναίκα που έχει χάσει,
διάπλατ᾽ άνοιξε τις θύρες
600 του σπιτιού του για τον ξένο.
Ω, η ευγένεια
φέρνει πάντα την ευλάβεια προς τους άλλους.
Έχει ο ενάρετος και φρόνηση πολλή.
Τον θαυμάζω εγώ κι ελπίζω
πως καλό θα δει ένας άνθρωπος με τόση
θεοσέβεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου