ΑΓΡΑΥΛΟΣ ή ΑΓΛΑΥΡΟΣ
(πέτρινο άγαλμα)
«Η ΑΓΛΑΥΡΑ ΕΓΩ ΠΟΥ ΠΕΤΡΩΣΑ ΑΠ' ΤΗ ΖΟΥΛΙΑ»
(Δάντης, Θεία Κωμωδία, 14η ωδή (Καθαρτήριο)
Οι δύο γυναίκες που είναι γνωστές με το όνομα αυτό είναι μητέρα και κόρη. Η ιστορία της κόρης καταλήγει στον Οβίδιο σε μια μεταμόρφωση σε πέτρινο άγαλμα εξαιτίας της ζήλειας της νέας για την ερωτευμένη από τον θεό Ερμή αδελφή της Έρση.
Η μητέρα Άγραυλος ήταν κόρη του πρώτου βασιλιά της Αθήνας, του Ακταίου (Γι' αυτό η Αττική ονομαζόταν Ακτική ή Ακτή), σύζυγος του Κέκροπα από τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον Ερυσίχθονα, και τρεις κόρες, την Άγραυλο, την Έρση, την Πάνδροσο. Τα ονόματα και των τριών αυτών νέων σχετίζονται με τους αγρούς -Άγραυλος είναι αυτή που μένει στους αγρούς, ενώ Πάν-δροσος και Έρση (=δροσιά) σχετίζονται με το υγρό στοιχείο, προϋπόθεση για τη ζωή. Συμμετέχουν σε χορούς αφιερωμένους στην Αθηνά με πρωτοχορευτή τον Ερμή και τον Πάνα να συνοδεύει με το σουραύλι του.
Στις τρεις αυτές Κεκροπίδες η θεά Αθηνά εμπιστεύθηκε το πανέρι μέσα στο οποίο είχε κλείσει τον καρπό του πόθου του Ήφαιστου γι' αυτήν, τον μικρό Εριχθόνιο, τον οποίο μεγάλωνε μέχρι τότε κρυφά η ίδια. Κυρίως η Πάνδροσος ήταν υπεύθυνη για τη φύλαξη του παιδιού. Από περιέργεια, ή επειδή υποψιάζονταν, κυρίως η Άγραυλος, πως το πανέρι περιείχε χρυσάφι, οι τρεις αδελφές το άνοιξαν και είδαν το παιδί περιτριγυρισμένο από ένα φίδι. Ο φόβος που ένιωσαν προκάλεσε στις κοπέλες τρέλα, άρχισαν να τρέχουν, μέχρι που έπεσαν από τα βράχια της Ακρόπολης και σκοτώθηκαν. Στο μεταξύ, ένα κοράκι πρόλαβε τα νέα στην Αθηνά. Στον Οβίδιο η Άγραυλος, περισσότερο ένοχη από όλες, δεν παραφρόνησε, όμως ζήλεψε* τόσο πολύ την αδελφή της Έρση για τον έρωτα που ένιωθε γι' αυτήν ο Ερμής, τόσο πόθησε να βγάλει χρυσάφι από το αίτημα του θεού να διαμεσολαβήσει στην αδελφή της, που ο θεός στο τέλος τη μεταμόρφωσε σε πέτρινο άγαλμα**, αφού πρώτα η Αθηνά προκάλεσε μέσα στην ψυχή της ζήλια για την τύχη της αδελφής της. Με αυτό τον τρόπο η θεά τιμώρησε την κόρη που τόλμησε να κοιτάξει το παιδί του Ήφαιστου, το αγέννητο από μάνα (Οβ., Μετ. 2. 757).
-----------------------------
*Η Αθηνά επισκέφτεται τη Ζήλια και η Ζήλια την Άγραυλο
Πήρε τη στράτα κι έφτασε ως εκεί η Αθηνά, παρθένα κι αντρειωμένη·
δε μπήκε (στους ολύμπιους η είσοδος είναι απαγορευμένη),
σήκωσε το κοντάρι μοναχά και κρούοντας τη θύρα με τη μύτη
ανοίξαν τα θυρόφυλλα μεμιάς - η Ζήλια ήταν μόνη της στο σπίτι.
Έτρωγε σάρκες όχεντρας, φαΐ κατάλληλο για φθόνους και γινάτια,
και με το που την είδε η Αθηνά απέστρεψε τα γαλανά της μάτια.
Εκείνη ανασηκώθηκε, νωθρά, το φίδι χάμω μισοφαγωμένο,
και σύρθηκε ως την πόρτα μισερή, το βήμα της βραδύ, βαριεστημένο.
Πάνοπλη και ωραία η Αθηνά ορθώνονταν κατάντικρύ της, φάτσα -
την είδε και στενάζοντας βαριά έκανε από ζήλια μια γκριμάτσα.
Η όψη της χλομή, σαν το πανί, και το κορμί της το 'τρωγε σαράκι,
τα στήθια της ανάβλυζαν χολή και έσταζε η γλώσσα της φαρμάκι·
το βλέμμα της αλλήθωρο, λοξό, τα δόντια μες στο στόμα της σαπίλα,
ποτέ της δε γελάει παρεχτός όταν οι άλλοι πάθουν κάποια νίλα.
Ύπνος γλυκός δε ξέρει τι θα πει, και μοχθηρή ποτέ δε κλείνει μάτι,
δε θέλει κανενός την προκοπή, και από φθόνο πάντοτε γεμάτη
λειώνει όταν ο άλλος πάει μπροστά, κάνει κακό και σκάει απ' το κακό της,
τυράννια για τους άλλους και μαζί τον ίδιο τυραννάει τον εαυτό της.
[η Ζήλια] πήρε μετά στο χέρι το ραβδί που έζωναν τους κόμπους του
αγκάθια
και κίνησε, φιγούρα σκοτεινή, πνιγμένη σε κατάμαυρη αντάρα.
Στο διάβα της ολούθε χαλασμός· τσαλαπατεί τα λουλούδια στους κάμπους,
μαραίνει τα χορτάρια, τις κορφές των δέντρων τσουρουφλίζει σαν το λίβα,
η ανάσα της μολεύει τους θνητούς, ολάκερους λαούς και πολιτείες,
στης Άγλαυρος την κάμαρα γλιστρώντας
το χέρι της, βαμμένο με χολή, απίθωσε στης κοπελιάς τον κόρφο,
της γιόμισε με αγκάθια την καρδιά, τα σωθικά να της σουβλίζει ο φθόνος,
το χνότο της, σα μαύρο τοξικό, το πέρασε στην Άγλαυρο φυσώντας
και φύτεψε τη λοίμωξη βαθιά στο αίμα, στα πνευμόνια, στο μεδούλι.
(Οβ., Μετ. 2 765-782, 789-793, 797-801)
**Η μεταμόρφωση της Αγραύλου
Από ζήλια για τον έρωτα του Ερμή για την αδελφή της Έρση, η Άγραυλος θέλησε να σταθεί εμπόδιο στην πραγμάτωση του έρωτα αυτού. Γι' αυτό, αποφασισμένη να μην το κουνήσει από τη θέση της, στάθηκε στο κατώφλι του σπιτιού εμποδίζοντας την είσοδο στον Ερμή:
και με το θεϊκό του το ραβδί άνοιξε [ο Ερμής] τα θυρόφυλλα. Εκείνη
έκανε τότε ν' ανασηκωθεί, ωστόσο, όπως κάθονταν, τα μέλη
που ήταν λυγισμένα δεν ακούν· ήταν νωθρά, βαριά σαν το μολύβι.
Έκανε πάλι όρθια να σταθεί τανύζοντας απάνω το κορμί της
μα ένωσε τα γόνατα σκληρά, μια ψύχρα την επέρασε ως τα νύχια
κι οι φλέβες από αίμα αδειανές της έκοψαν ολότελα το χρώμα,
του θανάτου παγωνιά τη μάργωνε κι αυτήν αγάλι-αγάλι
εσφράγιζε τους πόρους της ζωής κι έκλεινε της ανάσας το κανάλι.
Δε βγήκε απ' το στόμα της μιλιά, κι αν το 'θελε, ο κόπος της χαμένος -
ήταν κλειστός ο δρόμος της φωνής, και ο λαιμός ήταν μαρμαρωμένος.
Σκληρή και η θωριά της, προτομή και άγαλμα δίχως ζωής ικμάδα -
το μάρμαρο ωστόσο μελανό, της φθονερής ψυχής της μελανάδα.
(Οβ., Μετ. 2. 819-824, 827-832)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου