Ο Αριστοτέλης προχωρώντας το ένατο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» ξεκαθαρίζει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να συνάπτει κανείς υγιείς φιλίες είναι η σχέση που έχει με τον εαυτό του: «Οι φιλικές σχέσεις του ανθρώπου με τους άλλους, στις οποίες βασίζονται κατά κανόνα και οι ορισμοί της φιλίας, φαίνεται ότι έχουν την αρχή τους στη φιλική σχέση του ανθρώπου με τον ίδιο τον εαυτό του» (1166a 4, 1-3).
Η εικόνα του εαυτού παρουσιάζεται ως κύριος διαμορφωτικός παράγοντας για τις σχέσεις με τους άλλους, καθώς αυτός που στερείται αυτοεκτίμησης είναι αδύνατο να συνάψει και σοβαρές φιλίες. Η άσκηση της αρετής είναι και πάλι το κυρίαρχο στοιχείο, αφού μόνο ο ενάρετος είναι σε θέση να εκτιμά τον εαυτό του. Η αρετή, ως επίτευξη του καλού που οριοθετείται από τη μεσότητα, θα επιφέρει την ψυχική ισορροπία, δηλαδή τη συναισθηματική πληρότητα, η οποία θα καταστήσει κάποιον ικανό να έρθει σε ουσιαστική επαφή με τους άλλους ξεπερνώντας τη ρηχότητα της απλής ευχαρίστησης ή του οφέλους, που χαρακτηρίζουν τα κατώτερα είδη φιλίας.
Οι σχέσεις με τον εαυτό είναι οι συνθήκες της ισορροπίας (ή της ανισορροπίας), που αναγκαστικά αντανακλώνται και στις σχέσεις με τους άλλους. Ο ενάρετος κατέχοντας τη γαλήνη της αγάπης του εαυτού έχει τη δυνατότητα να τη μοιραστεί ή, αν πρέπει να ειπωθεί διαφορετικά, απαραίτητη προϋπόθεση, για να αγαπήσει κανείς τους άλλους, είναι πρωτίστως να αγαπά τον εαυτό του: «… ο ενάρετος άνθρωπος βρίσκεται πάντοτε σε απόλυτη συμφωνία με τον εαυτό του, και επιθυμεί τα ίδια πάντοτε πράγματα με όλη του την ψυχή· έτσι: και επιθυμεί για τον εαυτό του τα αγαθά πράγματα (γιατί το χαρακτηριστικό του ενάρετου ανθρώπου είναι να εργάζεται με όλες του τις δυνάμεις για το αγαθό) και αυτό το κάνει για τον ίδιο τον εαυτό του (αφού το κάνει για χάρη του διανοητικού μέρους της ψυχής του, του μέρους δηλαδή που θεωρείται πως είναι ο ίδιος του ο εαυτός)» (1166a 4, 14-19).
Το ότι ο ενάρετος «επιθυμεί τα ίδια πάντοτε πράγματα με όλη του την ψυχή» δε σηματοδοτεί τη στασιμότητα του μονοδιάστατου που δεν ανανεώνεται ή δεν εξελίσσεται ποτέ, αλλά τη σταθερότητα των κινήτρων της συμπεριφοράς που είναι πάντα η επίτευξη του καλού, όπως ορίζεται από τους κανόνες της αρετής. Οι προτεραιότητες ή οι προτιμήσεις είναι δυνατό να αλλάξουν από την πνευματική ή διανοητική καλλιέργεια που αποτελεί διαρκή εξελικτική διαδικασία. Εκείνο, όμως, που δεν αλλάζει ποτέ είναι ο τελικός στόχος των ενεργειών που είναι πάντα η πραγμάτωση της αρετής.
Η διευκρίνιση ότι ο ενάρετος «αυτό το κάνει για τον ίδιο τον εαυτό του» δεν καταδεικνύει μόνο την ισορροπία που επέρχεται από τη σύμπλευση του εαυτού με τις πράξεις, αλλά και την ουσία της αρετής που επέρχεται με τον εθισμό κι ολοκληρώνεται μονάχα όταν συνδεθεί με τα συναισθήματα. Όταν κάποιος νιώθει χαρά ασκώντας την αρετή, δεν μπορεί παρά να το κάνει συνέχεια. Η διαρκής αίσθηση της χαράς από τις πράξεις που ενισχύουν την αυτοεικόνα είναι η εκπλήρωση της ψυχικής ισορροπίας, που εν τέλει θα οδηγήσει στην ευτυχία.
Σε τελική ανάλυση, ο άνθρωπος θα εισπράξει την ευτυχία πρώτα από τον εαυτό του και στη συνέχεια θα τη μεταδώσει στους άλλους μέσα από τις φιλίες που θα συνάψει. Η υγιής εικόνα του εαυτού σε συνδυασμό με τις υγιείς σχέσεις με τους άλλους (που θα προκύψουν) θα επιφέρουν την ύψιστη ευτυχία, δηλαδή την ανώτερη μορφή ολοκλήρωσης που έχει να κάνει με την πληρότητα του εαυτού που εναρμονίζεται με τους γύρω. Υπό αυτές τις συνθήκες ο άνθρωπος είναι έτοιμος και να προσφέρει και να εισπράξει ευτυχία, και οι σχέσεις αυτού του είδους των ανθρώπων κρίνονται ιδανικές.
Το διανοητικό μέρος της ψυχής του ανθρώπου που «θεωρείται ο ίδιος του ο εαυτός» είναι η αναφορά της λογικής που πρέπει να βρίσκεται σε ισορροπία με το συναίσθημα. Η λογική χαράζει το δρόμο της αρετής (και μάλιστα η λογική του φρόνιμου ανθρώπου) και το συναίσθημα γεννιέται από τον εθισμό που συνδυάζει την πραγμάτωση της αρετής με τη χαρά μετατρέποντας τη συνήθεια σε μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα. Η ευτυχία αυτού του είδους είναι το νόημα της ζωής και γι’ αυτό έχει κάτι το θεϊκό μέσα της.
Ο άνθρωπος που τη βιώνει αγαπά τη ζωή, ως καθαυτό αγαθό που προσφέρει ανεξάντλητες απολαύσεις. Γι’ αυτό και διψάει να ζήσει περισσότερο: «θέλει, επίσης, για τον εαυτό του (και μάλιστα για εκείνο το μέρος του μέσω του οποίου σκέφτεται) να ζει και να διασώζεται. Γιατί η ύπαρξη είναι για τον ενάρετο άνθρωπο ένα αγαθό, και ο κάθε άνθρωπος επιθυμεί για τον εαυτό του ό,τι είναι αγαθό» (1166a 4, 19-22).
Η αγάπη για τη διατήρηση της ύπαρξης είναι η αγάπη για τον εαυτό που θέλει να ζήσει. Κι αυτό, βέβαια, δεν πρέπει να εκληφθεί ως άποψη που θέλει τον μη ενάρετο να επιδιώκει το θάνατό του. Ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Όλα όμως αυτά τα στοιχεία για τα οποία μιλήσαμε φαίνεται ότι τα έχει και η πλειονότητα των ανθρώπων, ακόμη κι αν πρόκειται για άτομα κατώτερης αξίας» (1166b 4, 2-3). Πράγματι, ακόμη και οι πιο ευτελείς θέλουν επίσης να ζήσουν και θέλουν επίσης να νιώσουν το θεϊκό στοιχείο της ευτυχίας.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης θα δώσει κι άλλα χαρακτηριστικά του ενάρετου ανθρώπου: «Ο ενάρετος, επίσης, άνθρωπος θέλει να περνάει όλο του τον καιρό με τον εαυτό του· γιατί αυτό είναι κάτι που το κάνει με ευχαρίστηση, αφού και των παλαιότερων πράξεων η ανάμνηση είναι τερπνή και οι προσδοκίες και οι προβλέψεις του για τις μελλοντικές του πράξεις είναι καλές και γι’ αυτό ευχάριστες» (1166a 4, 25-29).
Η φράση «θέλει να περνάει όλο του τον καιρό με τον εαυτό του» δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως τάση για απομόνωση ή για αποφυγή των άλλων. Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο και πλήρως αντιφατικό σ’ ένα φιλοσοφικό κείμενο που εξαίρει τη φιλία και μάλιστα από τον Αριστοτέλη που υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση κοινωνικό ον. (Θα έλεγε κανείς ότι μια τέτοια ερμηνεία θα ισοδυναμούσε με την παραδοχή ότι ο ενάρετος άνθρωπος είναι αντίθετος με τη φύση).
Είναι προφανές ότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην ψυχική ισορροπία του ενάρετου ανθρώπου, που όχι μόνο είναι σε θέση να συνάψει τις γνησιότερες φιλίες, αλλά ταυτόχρονα έχει τη δυνατότητα να απολαύσει και τις μοναχικές του στιγμές. Η αγάπη για τον εαυτό και η ευχαρίστηση που αντλεί τόσο από τις πράξεις του παρελθόντος, όσο και από αυτές που σχεδιάζει για το μέλλον, τον καθιστά ολοκληρωμένο, ώστε να μπορεί να χαίρεται ακόμα και μόνος. Κι αυτό δεν αφορά τον αποκλεισμό από τους άλλους, αλλά την εκδοχή της ύψιστης ευτυχίας που μπορεί να βιωθεί και ατομικά.
Η καλλιέργεια του πνεύματος, η αυτογνωσία, η ενίσχυση των ενδιαφερόντων (κάθε είδους) προϋποθέτουν τη μοναχικότητα. Όσο απαραίτητο είναι να έχει κανείς γνήσιους φίλους, άλλο τόσο πρέπει να μένει και μόνος. Κι αυτός που ξέρει να τα εξισορροπεί αυτά αντλώντας ευτυχία είναι ο ενάρετος άνθρωπος.
Οι τιποτένιοι δε θα μπορέσουν ποτέ να φτάσουν σ’ αυτά τα ύψη: «Πραγματικά, στους τελείως αχρείους ανθρώπους, στους ανθρώπους των ανόσιων πράξεων, δεν τα συναντούμε σε καμιά περίπτωση τα στοιχεία αυτά – ούτε καν δίνουν οι άνθρωποι αυτοί την εντύπωση ότι τα έχουν. Θα έλεγα ότι και στους γενικά μικρής αξίας ανθρώπους δεν τα συναντούμε· γιατί οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται σε διάσταση με τον ίδιο τους τον εαυτό: άλλα επιθυμούν κι άλλα θέλουν, όπως κάνουν π.χ. οι ακρατείς άνθρωποι: στη θέση αυτών που θεωρούν ότι είναι για τους ίδιους καλά πράγματα, προτιμούν να επιλέγουν τα ευχάριστα, που είναι όμως βλαβερά γι’ αυτούς· άλλοι, πάλι, από δειλία και οκνηρία αποφεύγουν να κάνουν αυτά που θεωρούν ότι είναι τα καλύτερα γι’ αυτούς» (1166b 4, 5-12).
Οι άνθρωποι αυτού του είδους είναι αδύνατο να τρέφουν αυτοεκτίμηση. Όσο κι αν δεν το παραδέχονται ή αν υπερασπίζουν τον εαυτό τους στην περίπτωση που τους κατηγορούν, στο βάθος έχουν επίγνωση των πράξεών τους. Αυτό που μένει είναι να μειώνουν τις προσπάθειες των άλλων, ακριβώς για να κρύψουν τη δική τους αδυναμία. Κι αυτή είναι η απαρχή της κακίας, που έχει να κάνει πρωτίστως με την κακή εικόνα του εαυτού και που, βέβαια, επηρεάζει αρνητικά και τις σχέσεις που θα συναφθούν. Ο πραγματικά άξιος, που με μόχθο πετυχαίνει αυτά που επιθυμεί, συνήθως δεν είναι αρεστός σε τέτοιους ανθρώπους. Οι επιτυχίες του λειτουργούν ως υπενθύμιση της ανεπάρκειάς τους.
Εν τέλει, βιώνουν την αντίληψη του εαυτού με τρόπο συγκρουσιακό κι αυτό τους εμποδίζει να φτάσουν στην ψυχική ισορροπία. Από αυτή την άποψη, η αρετή είναι το μέσο που θα συμφιλιωθεί κανείς με τον εαυτό του. Και η αποδοχή του εαυτού είναι το θεμέλιο για την αποδοχή του άλλου. Ο άνθρωπος που δεν αποδέχεται τον εαυτό του είναι αδύνατο να φτάσει στην ευτυχία. Σε ακραίες περιπτώσεις ενδέχεται να φτάσει κανείς και στο μίσος ενάντια στον εαυτό, δηλαδή στο μίσος ενάντια στην ίδια την ύπαρξη, που μετατρέπει τη ζωή σε μαρτύριο: «Άλλοι, επίσης, που έχουν κάνει πολλές φοβερές πράξεις και έχουν γίνει μισητοί λόγω της κακίας τους, βαριούνται πια τη ζωή τους και καταλήγουν να σκοτώσουν τον ίδιο τους τον εαυτό» (1166b 4, 13-15).
Η αυτοκαταστροφή, όμως, αυτού του είδους αφορά περιπτώσεις πολύ εξεζητημένες. Ο συνηθισμένος αχρείος προτιμά την ποταπότητα. Και την προτιμά, όχι επειδή πράγματι τη θεωρεί προτιμότερη, αλλά επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Οι αδυναμίες του χαρακτήρα του (τεμπελιά, δειλία, φόβος στην ανάληψη ευθυνών, έλλειψη αυτοπεποίθησης, επίγνωση αδυναμιών που αδυνατεί να αντιπαρέλθει, ανασφάλειες κάθε είδους, επιρρέπεια σε ηδονές που τον αποπροσανατολίζουν κλπ) τον καθιστούν τόσο ανίσχυρο να διεκδικήσει τις πραγματικές του επιθυμίες που τον καθηλώνουν. Κι αυτή είναι η οπτική της πιο συντριπτικής ήττας. Η ανειλικρίνεια, η χυδαία ανταγωνιστικότητα, η κακοήθεια και η ευτέλεια είναι η κατάδειξη του συμπλέγματος της κατωτερότητας που δεν πρέπει με τίποτε να ομολογηθεί.
Γι’ αυτό και δεν αρέσκονται να κάνουν παρέα με τον εαυτό τους. Γιατί την ευθύνη πρέπει να τη ρίχνουν πάντα σε άλλους και πρέπει όλοι να πειστούν γι’ αυτό. Και κυρίως ο εαυτός τους – πράγμα όχι και τόσο εύκολο. Κι αφού δεν πείθουν τον εαυτό, είναι προτιμότερο να τον αποφεύγουν. Οι συναναστροφές κάθε είδους κρίνονται πρωτίστως ανακουφιστικές, καθώς απομακρύνουν το πρόβλημα: «Ψάχνουν, επίσης, οι κακοί άνθρωποι να βρουν συντρόφους για να περνούν μαζί τους τις ώρες και τις μέρες τους και αποφεύγουν να μένουν μόνοι με τον εαυτό τους· ο λόγος είναι ότι, μένοντας μόνοι τους, αναθυμούνται πολλές δυσάρεστες πράξεις τους (ξέροντας την ίδια στιγμή ότι θα κάνουν και άλλες παρόμοιες στο μέλλον), όταν όμως είναι μαζί με άλλους, τις ξεχνούν» (1166b 4, 16-19).
Όμως, αυτού του είδους οι συναναστροφές δεν μπορούν να έχουν καμία ποιότητα. Πρόκειται για φιλίες ευχαρίστησης και μάλιστα στην ευτελέστερη εκδοχή τους. Κατά κανόνα διαρκούν ελάχιστα. Η δυσαρμονία της ψυχής κατά κάποιο τρόπο τους ακρωτηριάζει αποξενώνοντάς τους από τους άλλους, αλλά κυρίως από τον ίδιο τους τον εαυτό: «γιατί στην ψυχή τους γίνεται ένα είδος εμφύλιου πολέμου: το ένα μέρος της ψυχής τους εξαιτίας της κακίας του λυπάται και πονάει που απέχει από κάποια πράγματα, το άλλο, αντίθετα, ευχαριστιέται, και ενώ το ένα τους τραβάει προς τα εδώ, το άλλο τους τραβάει προς τα εκεί, σαν για να τους κομματιάσουν. Και αν είναι αδύνατο ο άνθρωπος να νιώσει την ίδια στιγμή λύπη και χαρά, εν πάση περιπτώσει ύστερα από λίγο λυπάται που ένιωσε ευχαρίστηση, και θα ήθελε τα συγκεκριμένα αυτά πράγματα να μη του είχαν δώσει ευχαρίστηση· γιατί οι μικρής αξίας άνθρωποι είναι γεμάτοι μεταμέλειες» (1166b 4, 21-27).
Η μεταμέλεια εδώ πρέπει να εκληφθεί περισσότερο ως ενοχή απέναντι σε πράξεις που επαναλαμβάνονται χωρίς, όμως, και να θεωρούνται σωστές. Η σημασία της πραγματικής μετάνοιας εμπεριέχει τη δράση για την ανατροπή μιας κατάστασης και οι άνθρωποι αυτοί παραμένουν παθητικοί, κυριολεκτικά έρμαια των αδυναμιών τους. Γι’ αυτό δεν έχουν άλλη επιλογή από την περιχαράκωση. Αλίμονο σ’ αυτόν που θα τολμήσει να τους κάνει κριτική. Δεν υπάρχει περίπτωση να χαρακτηριστεί φίλος, όσο καλές προθέσεις κι αν έχει. Αυτομάτως θα δημιουργηθεί πόλωση. Οι σχέσεις πρέπει να παραμένουν επιφανειακές.
Ο ενάρετος άνθρωπος είναι το ακριβώς αντίθετο: «Τις λύπες του, επίσης, και τις χαρές του ο ενάρετος άνθρωπος τις μοιράζεται κατά κύριο λόγο με τον εαυτό του· γιατί το ίδιο πράγμα είναι γι’ αυτόν πάντοτε δυσάρεστο και το ίδιο πάντοτε ευχάριστο, και όχι τη μια φορά αυτό και την άλλη κάποιο άλλο· γιατί –για να το πούμε έτσι– ο ενάρετος άνθρωπος δεν αισθάνεται ποτέ μεταμέλεια» (1166a 4, 29-32).
Η μεταμέλεια ερμηνεύεται και πάλι ως ενοχή. Ο ενάρετος άνθρωπος ασφαλώς και μετανιώνει, αν κάπου έχει σφάλλει, και διαρκώς μ’ αυτό τον τρόπο βελτιώνει τον εαυτό του. Γι’ αυτό και είναι ενάρετος. Δεν έχει, όμως, λόγο να νιώθει ενοχές. Γιατί και τα λάθη του δεν έχουν πρόθεση. Κι αυτός είναι ο λόγος που τα έχει καλά με τον εαυτό του.
Το συμπέρασμα για τον Αριστοτέλη είναι σαφές: οι σχέσεις με το φίλο είναι σχέσεις με τον ίδιο τον εαυτό: «Επειδή λοιπόν όλα αυτά χαρακτηρίζουν τον ενάρετο άνθρωπο στη σχέση του προς τον ίδιο τον εαυτό του, και επειδή η σχέση του προς το φίλο του είναι σαν τη σχέση του με τον εαυτό του (γιατί ο φίλος είναι ένας άλλος εαυτός μας), γι’ αυτό και η φιλία θεωρείται ότι είναι κάτι από όλα αυτά, και, ακόμη, ότι φίλοι είναι αυτοί που χαρακτηρίζονται από όλα αυτά» (1166a 4, 32-36).
Κι αν κάποιος χρειάζεται περισσότερες διευκρινήσεις, ο Αριστοτέλης θα επαναλάβει γι’ αυτούς που δεν κατέχουν την αρετή: «Αν, επομένως, αυτού του είδους η κατάσταση είναι ένα εξαιρετικά ελεεινό πράγμα, πρέπει να βάζει κανείς όλα του τα δυνατά για να αποφεύγει την κακία και να προσπαθεί να είναι καλός άνθρωπος· γιατί τότε και με τον εαυτό του θα έχει φιλική σχέση και με κάποιον άλλον θα μπορεί να γίνει φίλος» (1166b 4, 29-33).
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου