Άξιζε τον κόπο να ακούει κανείς τον Καρνεάδη να διδάσκει. Δυνατός στον λόγο αλλά και στη φωνή, τους τραβούσε όλους γύρω του. Οι ρήτορες, από τις διπλανές σχολές, έσπευδαν να απολύσουν τις τάξεις τους, για να πάνε να τον ακούσουν. Ήταν μεγαλοφωνότατος τόσο που μιαν ημέρα, μας λέγουν, ο γυμνασιάρχης έστειλε να του πουν να μην φωνάζει τόσο δυνατά. “Δώσε μου εσύ το μέτρο της φωνής”, του είπε ο Καρνεάδης. Φαίνεται όμως ότι ο άλλος δεν τα έχασε: “το μέτρο, απάντησε, είναι όσοι σε ακούνε”.
Πρέπει πράγματι να άφησαν εποχή αυτά τα μαθήματα, αφού το επεισόδιο με τον γυμνασιάρχη έφθασε και έως τον Πλούταρχο. Ως και ο Νουμήνιος, που δεν τον συμπαθούσε, γράφει ότι, όταν άρχιζε να αναπτύσσει τους αντιλογικούς λόγους και να λέγει και να αντιλέγει, και να χρησιμοποιεί λεπτόλογα επιχειρήματα, λάβρος από έξαψη, έσταζε σαν ποταμός που κατρακυλά με δύναμη και συμπαρασύρει όλα στο πέρασμά του. Ήταν πια γέρος, η μεγάλη φήμη του ως φιλοσόφου είχε απλωθεί παντού, όταν οι Αθηναίοι του αναθέτουν μια δύσκολη αποστολή. Δεν είναι μικρό πράγμα να πρέπει να αγορεύσει στην σύγκλητο, στην Ρώμη, για να υποστηρίξει ένα οικονομικό αίτημα των Αθηναίων.
Πράγματι· οι Ρωμαίοι είχαν επιβάλλει φόρο στους Αθηναίους, γιατί πήγαν οι τελευταίοι και λεηλάτησαν την πόλη του Ωρωπού. Ήταν βαρύ πρόστιμο, πεντακόσια τάλαντα. Έπρεπε να γίνει διάβημα στους Ρωμαίους να ανακληθεί η απόφασή τους. Ανέθεσαν το έργο σε τρεις φιλοσόφους. Πρόκειται για την περίφημη πρεσβεία των φιλοσόφων στην Ρώμη, το 155 π.Χ., οι οποίοι ανέλαβαν να παρουσιάσουν το αίτημα στους Ρωμαίους συγκλητικούς. Ήταν ο Καρνεάδης ο ακαδημαικός, ο Διογένης ο στωικός, ο Κριτόλαος ο περιπατητικός. Πριν όμως απευθυνθούν στην ολομέλεια της Συγκλήτου, ομίλησε ο καθένας χωριστά, μπροστά σε μεγάλο πλήθος. Και ήταν κάτι σαν αποκάλυψη: η συναρπαστική σφοδρότητα του λόγου του Καρνεάδου, η τέχνη και η επιδεξιότητα του Κριτολάου, η μετριοφροσύνη και η λιτότητα του Διογένους τους εξέπληξαν όλους.
Σαν δυνατός άνεμος που φύσηξε στην πόλη διαδόθηκε το νέο.
Ξεσηκώθηκαν οι νέοι να θαυμάσουν τους Έλληνες φιλοσόφους. Και ήταν πράγματι άξιοι θαυμασμού.
Την πρώτη ημέρα ο Καρνεάδης έπεισε με δυνατά επιχειρήματα ότι η δικαιοσύνη, ως ηθική έννοια, έχει απόλυτη αξία, σύμφωνα με τα όσα μας διδάσκουν και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Την δεύτερη ημέρα, με ακαταμάχητα επιχειρήματα έδειξε πόσο σχετική είναι η έννοια της δικαιοσύνης.
Ήταν ασυναγώνιστος στην τέχνη της αντιλογίας. Τρόμαξε ο Κάτων μπροστά σε τέτοια ικανότητα. Φοβήθηκε την επίδραση στους νέους· μήπως και ξεχάσουν την πειθαρχία και την υπακοή στους άρχοντες και στους νόμους και επιδοθούν στην ρητορική. Σπεύδει λοιπόν και παραπονείται στους συγκλητικούς, οι οποίοι καθυστερούν να βγάλουν απόφαση, να κάνουν δεκτό το αίτημα των Ελλήνων φιλοσόφων οι οποίοι έδειξαν πόσο πειστικοί είναι, ώστε να φύγουν το γρηγορότερο από την Ρώμη.
(Ο Πλούταρχος αποδίδει ιδιαίτερα ζωντανά τους φόβους του Κάτωνος. Είναι επικίνδυνοι αυτοί οι Έλληνες, που μπορούν εύκολα να πείθουν για ό,τι εκείνοι θέλουν: οὐ βούλοιντο· ο λόγος είναι του Κάτωνος. Με το επιχείρημα που ακολουθεί φαίνεται να προσπαθεί ο Κάτων να αιτιολογήσει με λογικοφανή τρόπο την εισήγησή του, για να φύγουν οι φιλόσοφοι από την Ρώμη: πρέπει να επιτρέψουν, για να συνεχίσουν την διδασκαλία τους στα Ελληνόπαιδα, αλλά και οι νέοι στην Ρώμη να συνεχίσουν να υπακούουν και να μην ξεσηκωθούν από έρωτα προς την φιλοσοφία και την ρητορική.)
Νέος είχε έναν σπουδαίο δάσκαλο: τον Διογένη τον Βαβυλώνιο, τον μαθητή του Χρυσίππου. Από εκείνον έμαθε πως να ανασκευάζει τα επιχειρήματα, πώς να αντιμετωπίζει τους αντιπάλους, πώς να τους καταβάλλει:
δεινῶς ἐπιπληκτικός καί ἐν ταῖς ζητήσεσιν δύσμαχος.
Είχε συνείδηση της δύναμης του λόγου ο Καρνεάδης ο οποίος δεν εξαπατούνταν, βέβαια, από όσα έλεγε. Αξίζει να σταθούμε εδώ, γιατί η παρατήρηση του Νουμηνίου, ο οποίος το γράφει, δίδει, κατά βάθος, και το στίγμα του ρήτορος: δεν αφήνεται ο ίδιος να εξαπατηθεί από τον λόγο του. Έχει επίγνωση ότι θέλει να πείσει τους άλλους όχι όμως τον εαυτό του. Εύκολα θυμόμαστε τον Γοργία και το μέγιστο μάθημα της ρητορικής:
… μέγιστον ἀγαθόν καί αἴτιον ἅμα μέν ἐλευθερίας αὐτοῖς τοῖς ἀνθρώποις, ἅμα δέ τοῦ ἄλλων ἄρχειν ἐν τῆ αὑτοῦ πόλει ἑκάστω. (ΠΛΑΤΩΝ, ΓΟΡΓΙΑΣ)
Ο ρήτορας είναι ελεύθερος· δεν δεσμεύεται με τους λόγους του.
Αυτό λέγει ο Νουμήνιος, με δόση κακίας, για τον Καρνεάδη. Οι κακίες του Νουμηνίου δεν μας απασχολούν, τις προσπερνούμε. Η ίδια όμως η παρατήρησή του είναι αξιοπρόσεχτη, γιατί φωτίζει την ουσιαστική δύναμη του ρήτορος: παραμένει ελεύθερος αυτός απέναντι σε όσους παρασύρει, δηλαδή σε όσους έχουν πεισθεί από τον λόγο του:
ἀπάγων τούς ἄλλους αὐτός ἔμενεν ἀνεξαπάτητος.
Όσο όμως και να μην αυτοεξαπατάται, δεν είναι εύκολο να ξεφύγει από τα πλοκάμια της διαλεκτικής. Γνωρίζει ο Καρνεάδης ότι αυτή καταστρέφει αλλά και αυτοκαταστρέφεται.
Αυτό που χρειάζεται στην μάθηση, και που το χρειαζόμαστε όλοι, μας το έχει πει ο Αριστοτέλης: φύσις, ἕξις, διδαχή. Πρέπει να υπάρχει προδιάθεση στον μαθητή για να μάθει να ασκείται, δηλαδή να εργάζεται· τέλος, να έχει καλούς δασκάλους. Είναι η τριπλή προϋπόθεση της παιδείας για τον άνθρωπο. Και τα τρία τα είχε ο Καρνεάδης.
Από την φύση του ήταν προικισμένος· διδάχθηκε από καλό δάσκαλο. Το άλλο όμως, η άσκηση, δηλαδή η μελέτη, η εργασία, είναι δικό του επίτευγμα. Είχαν να λένε για την εργατικότητα του· εργαζόταν όσο κανείς άλλος. Όλη την ημέρα, σκυμμένος πάνω από τα βιβλία, μελετά. Διαβάζει τα βιβλία των στωικών ιδίως του Χρυσίππου. Μελετά αλλά δεν γράφει, και κανένα γραπτό δεν άφησε. Μελετώντας προσεκτικά, παρακολουθώντας τους συλλογισμούς βλέπει τον μηχανισμό τους, συλλαμβάνει την συλλογιστική των στωικών. Έτσι, σιγά – σιγά, διαμορφώνεται στο νου του και ο αντίλογος ο δικός του, δηλαδή η φιλοσοφία της Ν. Ακαδημίας. Και τότε επιτίθεται.
Η επίθεση γνωρίζει τόση επιτυχία, ώστε ο ίδιος να πει: “αν δεν ήταν ο Χρύσιππος, δεν θα ήμουν εγώ”. Έργα όμως δεν άφησε πίσω του. Ας είναι καλά ο μαθητής του ο Κλειτόμαχος που κατέγραψε την διδασκαλία του.
Βυθισμένος στη σπουδή της φιλοσοφίας, παραμελεί τον εαυτό του και την εμφάνισή του· αφήνει να μακραίνουν τα μαλλιά του, ακόμη και τα νύχια του, και φυσικά, αρνείται προσκλήσεις σε δείπνο.
Πόσο διαφορετικός από τον Αρκεσίλαο! Κλεισμένος στον εαυτό του, είχε αρχίσει, όσο γήραζε, να σκέφτεται τον θάνατο, σαν να τον φοβόταν. Όταν έμαθε πως ο Αντίπατρος αυτοκτόνησε με δηλητήριο, έκανε να τον μιμηθεί, την τελευταία όμως στιγμή εδείλιασε. Η φύση που με δημιούργησε εκείνη θα με διαλύσει, έλεγε. Άρρωστο, τυφλό τον βρίσκει ο θάνατος στα ογδόντα του χρόνια.
Από συμπάθεια στον φιλόσοφο, εκείνη την ώρα το φεγγάρι κρύφτηκε, είπαν, σχολιάζοντας την έκλειψη της σελήνης.
( Δ.Λ. ΙV 64: τελευτῶντος δ’ αὐτοῦ φάσιν ἔκλειψιν γενέσθαι σελήνης, συμπάθειαν, ὡς ἄν εἴποι τις, αἰνιττομένου τοῦ μεθ’ ἥλιον καλλίστου τῶν ἄστρων.
Το γεγονός φαίνεται να έκανε εκείνα τα χρόνια μεγάλη εντύπωση, αφού η Σούδα το αναφέρει στα λιγοστά στοιχεία για τον Καρνεάδη: Καρνεάδης Λίβυς ἀπό Κυρήνης, υἱός Φιλοκώμου φιλόσοφος, ἀφ’ οὗπερ ἡ Νέα Ἀκαδημία ἤρξατο, φασί δέ τελευτήσαντος αὐτοῦ τήν σελήνην ἐκλιπεῖν καί τόν ἡλιον ἀμυδρόν γενέσθαι.)
Ας πιστεύσουμε τον Διογένη. Άλλωστε και ο Πλούταρχος δεν μας λέγει ότι γεννήθηκε την ημέρα του εορτασμού του Απόλλωνος; Με την λάμψη του Απόλλωνος και το σκοτείνιασμα της σελήνης συνδέεται στην φαντασία μας η γέννηση και ο θάνατος του αρίστου των φιλοσόφων, του αρχηγού της τρίτης Ακαδημίας, της Νέας. Στέκεται απέναντι στους τρομερούς στωικούς ως ίσος προς ίσους. Τους αφαιρεί τον τίτλο να είναι οι μοναδικοί*· είναι και αυτός τρομερός αντίπαλος, δύσμαχος. Συλλαμβάνει ότι ο άνθρωπος στην ζωή του έχει ανάγκη την γνώση, την θέλει, την επιδιώκει. Αφού όμως η απόλυτη αλήθεια δεν του δίδεται, έχει ο άνθρωπος κάτι άλλο, ένα πολύτιμο κριτήριο για την διεξαγωγή του βίου: το πιθανό.
Η Νέα Ακαδημία αποκτά έτσι τεράστια σημασία. Η φιλοσοφική σκέψη θα κινηθεί από εδώ και πέρα ανάμεσα σε δύο πόλους, στο αληθές και το πιθανόν. Για άλλη μια φορά βλέπουμε εμείς, που σήμερα γράφουμε για τους παλιούς, πόσο βαθιές είναι οι ρίζες της ελληνικής σκέψης. Βαθειές και γερές, αφού αυτές θα απλωθούν και θ’ αντέξουν το βάρος της ευρωπαϊκής σκέψης, που αντλεί από την αρχαία σκέψη τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς των μέσων χρόνων, της νεώτερης αλλά και της σύγχρονης φιλοσοφίας.
Ο σκεπτικισμός περνά τώρα από την ακαταληψία, την άρνηση της γνώσης, στην παραδοχή της πιθανής γνώσης, στην λεγόμενη “πιθανοκρατία”.
Είναι μεγάλη στιγμή των αρχαίων σκεπτικών η Νέα Ακαδημία.
-------------------
*O Κικέρων, ο οποίος δεν κρύβει την συμπάθειά του προς τους νεοακαδημεικούς, κάνει τον μεγαλύτερο έπαινο στον Καρνεάδη: εναντιώθηκε, μας λέγει, με ορμή και πάθος στους στωικούς “De divinatione II 150· πρβλ. και Tusc. Disput. V 88”. Είναι αληθεια ότι ο Χρύσιππος είναι εκείνος ο οποίος εδέχθηκε τις εντονώτερες επιθέσεις. Έφθασε και να τον ειρωνεύεται ο Καρνεάδης και να τον αποκαλεί Κρύψιππον. Ήταν μικρόσωμος ο Χρύσιππος και ο ανδριάντας του στον Κεραμεικό σχεδόν κρυβόταν από τον διπλανό, που ήταν ενός ιππέως. Το μαθαίνουμε από τον Διογένη Λαέρτιο στον βίο του Χρυσίππου.
Ἦν (ἐνν. ὁ Χρύσιππος) δέ καί τό σωμάτιον εὐὐτελής, ὡς δῆλον ἐκ τοῦ ἀνδριάντος τοῦ ἐν Κεραμεικῶ, ὅς σχεδόν τι ὑποκέκρυπται τῶ πλησίον ἱππεῖ, ὅθεν αὐτόν ο Καρνεάδης Κρύψιππον ἔλεγεν (Δ.Λ.VII 182).
ΣΕΞΤΟΣ Ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, ΠΥΡΡΩΝΕΙΕΣ ΥΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ Α’, Β’
Πρέπει πράγματι να άφησαν εποχή αυτά τα μαθήματα, αφού το επεισόδιο με τον γυμνασιάρχη έφθασε και έως τον Πλούταρχο. Ως και ο Νουμήνιος, που δεν τον συμπαθούσε, γράφει ότι, όταν άρχιζε να αναπτύσσει τους αντιλογικούς λόγους και να λέγει και να αντιλέγει, και να χρησιμοποιεί λεπτόλογα επιχειρήματα, λάβρος από έξαψη, έσταζε σαν ποταμός που κατρακυλά με δύναμη και συμπαρασύρει όλα στο πέρασμά του. Ήταν πια γέρος, η μεγάλη φήμη του ως φιλοσόφου είχε απλωθεί παντού, όταν οι Αθηναίοι του αναθέτουν μια δύσκολη αποστολή. Δεν είναι μικρό πράγμα να πρέπει να αγορεύσει στην σύγκλητο, στην Ρώμη, για να υποστηρίξει ένα οικονομικό αίτημα των Αθηναίων.
Πράγματι· οι Ρωμαίοι είχαν επιβάλλει φόρο στους Αθηναίους, γιατί πήγαν οι τελευταίοι και λεηλάτησαν την πόλη του Ωρωπού. Ήταν βαρύ πρόστιμο, πεντακόσια τάλαντα. Έπρεπε να γίνει διάβημα στους Ρωμαίους να ανακληθεί η απόφασή τους. Ανέθεσαν το έργο σε τρεις φιλοσόφους. Πρόκειται για την περίφημη πρεσβεία των φιλοσόφων στην Ρώμη, το 155 π.Χ., οι οποίοι ανέλαβαν να παρουσιάσουν το αίτημα στους Ρωμαίους συγκλητικούς. Ήταν ο Καρνεάδης ο ακαδημαικός, ο Διογένης ο στωικός, ο Κριτόλαος ο περιπατητικός. Πριν όμως απευθυνθούν στην ολομέλεια της Συγκλήτου, ομίλησε ο καθένας χωριστά, μπροστά σε μεγάλο πλήθος. Και ήταν κάτι σαν αποκάλυψη: η συναρπαστική σφοδρότητα του λόγου του Καρνεάδου, η τέχνη και η επιδεξιότητα του Κριτολάου, η μετριοφροσύνη και η λιτότητα του Διογένους τους εξέπληξαν όλους.
Σαν δυνατός άνεμος που φύσηξε στην πόλη διαδόθηκε το νέο.
Ξεσηκώθηκαν οι νέοι να θαυμάσουν τους Έλληνες φιλοσόφους. Και ήταν πράγματι άξιοι θαυμασμού.
Την πρώτη ημέρα ο Καρνεάδης έπεισε με δυνατά επιχειρήματα ότι η δικαιοσύνη, ως ηθική έννοια, έχει απόλυτη αξία, σύμφωνα με τα όσα μας διδάσκουν και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Την δεύτερη ημέρα, με ακαταμάχητα επιχειρήματα έδειξε πόσο σχετική είναι η έννοια της δικαιοσύνης.
Ήταν ασυναγώνιστος στην τέχνη της αντιλογίας. Τρόμαξε ο Κάτων μπροστά σε τέτοια ικανότητα. Φοβήθηκε την επίδραση στους νέους· μήπως και ξεχάσουν την πειθαρχία και την υπακοή στους άρχοντες και στους νόμους και επιδοθούν στην ρητορική. Σπεύδει λοιπόν και παραπονείται στους συγκλητικούς, οι οποίοι καθυστερούν να βγάλουν απόφαση, να κάνουν δεκτό το αίτημα των Ελλήνων φιλοσόφων οι οποίοι έδειξαν πόσο πειστικοί είναι, ώστε να φύγουν το γρηγορότερο από την Ρώμη.
(Ο Πλούταρχος αποδίδει ιδιαίτερα ζωντανά τους φόβους του Κάτωνος. Είναι επικίνδυνοι αυτοί οι Έλληνες, που μπορούν εύκολα να πείθουν για ό,τι εκείνοι θέλουν: οὐ βούλοιντο· ο λόγος είναι του Κάτωνος. Με το επιχείρημα που ακολουθεί φαίνεται να προσπαθεί ο Κάτων να αιτιολογήσει με λογικοφανή τρόπο την εισήγησή του, για να φύγουν οι φιλόσοφοι από την Ρώμη: πρέπει να επιτρέψουν, για να συνεχίσουν την διδασκαλία τους στα Ελληνόπαιδα, αλλά και οι νέοι στην Ρώμη να συνεχίσουν να υπακούουν και να μην ξεσηκωθούν από έρωτα προς την φιλοσοφία και την ρητορική.)
Νέος είχε έναν σπουδαίο δάσκαλο: τον Διογένη τον Βαβυλώνιο, τον μαθητή του Χρυσίππου. Από εκείνον έμαθε πως να ανασκευάζει τα επιχειρήματα, πώς να αντιμετωπίζει τους αντιπάλους, πώς να τους καταβάλλει:
δεινῶς ἐπιπληκτικός καί ἐν ταῖς ζητήσεσιν δύσμαχος.
Είχε συνείδηση της δύναμης του λόγου ο Καρνεάδης ο οποίος δεν εξαπατούνταν, βέβαια, από όσα έλεγε. Αξίζει να σταθούμε εδώ, γιατί η παρατήρηση του Νουμηνίου, ο οποίος το γράφει, δίδει, κατά βάθος, και το στίγμα του ρήτορος: δεν αφήνεται ο ίδιος να εξαπατηθεί από τον λόγο του. Έχει επίγνωση ότι θέλει να πείσει τους άλλους όχι όμως τον εαυτό του. Εύκολα θυμόμαστε τον Γοργία και το μέγιστο μάθημα της ρητορικής:
… μέγιστον ἀγαθόν καί αἴτιον ἅμα μέν ἐλευθερίας αὐτοῖς τοῖς ἀνθρώποις, ἅμα δέ τοῦ ἄλλων ἄρχειν ἐν τῆ αὑτοῦ πόλει ἑκάστω. (ΠΛΑΤΩΝ, ΓΟΡΓΙΑΣ)
Ο ρήτορας είναι ελεύθερος· δεν δεσμεύεται με τους λόγους του.
Αυτό λέγει ο Νουμήνιος, με δόση κακίας, για τον Καρνεάδη. Οι κακίες του Νουμηνίου δεν μας απασχολούν, τις προσπερνούμε. Η ίδια όμως η παρατήρησή του είναι αξιοπρόσεχτη, γιατί φωτίζει την ουσιαστική δύναμη του ρήτορος: παραμένει ελεύθερος αυτός απέναντι σε όσους παρασύρει, δηλαδή σε όσους έχουν πεισθεί από τον λόγο του:
ἀπάγων τούς ἄλλους αὐτός ἔμενεν ἀνεξαπάτητος.
Όσο όμως και να μην αυτοεξαπατάται, δεν είναι εύκολο να ξεφύγει από τα πλοκάμια της διαλεκτικής. Γνωρίζει ο Καρνεάδης ότι αυτή καταστρέφει αλλά και αυτοκαταστρέφεται.
Αυτό που χρειάζεται στην μάθηση, και που το χρειαζόμαστε όλοι, μας το έχει πει ο Αριστοτέλης: φύσις, ἕξις, διδαχή. Πρέπει να υπάρχει προδιάθεση στον μαθητή για να μάθει να ασκείται, δηλαδή να εργάζεται· τέλος, να έχει καλούς δασκάλους. Είναι η τριπλή προϋπόθεση της παιδείας για τον άνθρωπο. Και τα τρία τα είχε ο Καρνεάδης.
Από την φύση του ήταν προικισμένος· διδάχθηκε από καλό δάσκαλο. Το άλλο όμως, η άσκηση, δηλαδή η μελέτη, η εργασία, είναι δικό του επίτευγμα. Είχαν να λένε για την εργατικότητα του· εργαζόταν όσο κανείς άλλος. Όλη την ημέρα, σκυμμένος πάνω από τα βιβλία, μελετά. Διαβάζει τα βιβλία των στωικών ιδίως του Χρυσίππου. Μελετά αλλά δεν γράφει, και κανένα γραπτό δεν άφησε. Μελετώντας προσεκτικά, παρακολουθώντας τους συλλογισμούς βλέπει τον μηχανισμό τους, συλλαμβάνει την συλλογιστική των στωικών. Έτσι, σιγά – σιγά, διαμορφώνεται στο νου του και ο αντίλογος ο δικός του, δηλαδή η φιλοσοφία της Ν. Ακαδημίας. Και τότε επιτίθεται.
Η επίθεση γνωρίζει τόση επιτυχία, ώστε ο ίδιος να πει: “αν δεν ήταν ο Χρύσιππος, δεν θα ήμουν εγώ”. Έργα όμως δεν άφησε πίσω του. Ας είναι καλά ο μαθητής του ο Κλειτόμαχος που κατέγραψε την διδασκαλία του.
Βυθισμένος στη σπουδή της φιλοσοφίας, παραμελεί τον εαυτό του και την εμφάνισή του· αφήνει να μακραίνουν τα μαλλιά του, ακόμη και τα νύχια του, και φυσικά, αρνείται προσκλήσεις σε δείπνο.
Πόσο διαφορετικός από τον Αρκεσίλαο! Κλεισμένος στον εαυτό του, είχε αρχίσει, όσο γήραζε, να σκέφτεται τον θάνατο, σαν να τον φοβόταν. Όταν έμαθε πως ο Αντίπατρος αυτοκτόνησε με δηλητήριο, έκανε να τον μιμηθεί, την τελευταία όμως στιγμή εδείλιασε. Η φύση που με δημιούργησε εκείνη θα με διαλύσει, έλεγε. Άρρωστο, τυφλό τον βρίσκει ο θάνατος στα ογδόντα του χρόνια.
Από συμπάθεια στον φιλόσοφο, εκείνη την ώρα το φεγγάρι κρύφτηκε, είπαν, σχολιάζοντας την έκλειψη της σελήνης.
( Δ.Λ. ΙV 64: τελευτῶντος δ’ αὐτοῦ φάσιν ἔκλειψιν γενέσθαι σελήνης, συμπάθειαν, ὡς ἄν εἴποι τις, αἰνιττομένου τοῦ μεθ’ ἥλιον καλλίστου τῶν ἄστρων.
Το γεγονός φαίνεται να έκανε εκείνα τα χρόνια μεγάλη εντύπωση, αφού η Σούδα το αναφέρει στα λιγοστά στοιχεία για τον Καρνεάδη: Καρνεάδης Λίβυς ἀπό Κυρήνης, υἱός Φιλοκώμου φιλόσοφος, ἀφ’ οὗπερ ἡ Νέα Ἀκαδημία ἤρξατο, φασί δέ τελευτήσαντος αὐτοῦ τήν σελήνην ἐκλιπεῖν καί τόν ἡλιον ἀμυδρόν γενέσθαι.)
Ας πιστεύσουμε τον Διογένη. Άλλωστε και ο Πλούταρχος δεν μας λέγει ότι γεννήθηκε την ημέρα του εορτασμού του Απόλλωνος; Με την λάμψη του Απόλλωνος και το σκοτείνιασμα της σελήνης συνδέεται στην φαντασία μας η γέννηση και ο θάνατος του αρίστου των φιλοσόφων, του αρχηγού της τρίτης Ακαδημίας, της Νέας. Στέκεται απέναντι στους τρομερούς στωικούς ως ίσος προς ίσους. Τους αφαιρεί τον τίτλο να είναι οι μοναδικοί*· είναι και αυτός τρομερός αντίπαλος, δύσμαχος. Συλλαμβάνει ότι ο άνθρωπος στην ζωή του έχει ανάγκη την γνώση, την θέλει, την επιδιώκει. Αφού όμως η απόλυτη αλήθεια δεν του δίδεται, έχει ο άνθρωπος κάτι άλλο, ένα πολύτιμο κριτήριο για την διεξαγωγή του βίου: το πιθανό.
Η Νέα Ακαδημία αποκτά έτσι τεράστια σημασία. Η φιλοσοφική σκέψη θα κινηθεί από εδώ και πέρα ανάμεσα σε δύο πόλους, στο αληθές και το πιθανόν. Για άλλη μια φορά βλέπουμε εμείς, που σήμερα γράφουμε για τους παλιούς, πόσο βαθιές είναι οι ρίζες της ελληνικής σκέψης. Βαθειές και γερές, αφού αυτές θα απλωθούν και θ’ αντέξουν το βάρος της ευρωπαϊκής σκέψης, που αντλεί από την αρχαία σκέψη τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς των μέσων χρόνων, της νεώτερης αλλά και της σύγχρονης φιλοσοφίας.
Ο σκεπτικισμός περνά τώρα από την ακαταληψία, την άρνηση της γνώσης, στην παραδοχή της πιθανής γνώσης, στην λεγόμενη “πιθανοκρατία”.
Είναι μεγάλη στιγμή των αρχαίων σκεπτικών η Νέα Ακαδημία.
-------------------
*O Κικέρων, ο οποίος δεν κρύβει την συμπάθειά του προς τους νεοακαδημεικούς, κάνει τον μεγαλύτερο έπαινο στον Καρνεάδη: εναντιώθηκε, μας λέγει, με ορμή και πάθος στους στωικούς “De divinatione II 150· πρβλ. και Tusc. Disput. V 88”. Είναι αληθεια ότι ο Χρύσιππος είναι εκείνος ο οποίος εδέχθηκε τις εντονώτερες επιθέσεις. Έφθασε και να τον ειρωνεύεται ο Καρνεάδης και να τον αποκαλεί Κρύψιππον. Ήταν μικρόσωμος ο Χρύσιππος και ο ανδριάντας του στον Κεραμεικό σχεδόν κρυβόταν από τον διπλανό, που ήταν ενός ιππέως. Το μαθαίνουμε από τον Διογένη Λαέρτιο στον βίο του Χρυσίππου.
Ἦν (ἐνν. ὁ Χρύσιππος) δέ καί τό σωμάτιον εὐὐτελής, ὡς δῆλον ἐκ τοῦ ἀνδριάντος τοῦ ἐν Κεραμεικῶ, ὅς σχεδόν τι ὑποκέκρυπται τῶ πλησίον ἱππεῖ, ὅθεν αὐτόν ο Καρνεάδης Κρύψιππον ἔλεγεν (Δ.Λ.VII 182).
ΣΕΞΤΟΣ Ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, ΠΥΡΡΩΝΕΙΕΣ ΥΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ Α’, Β’
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου