Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ OΘΩMANIKHΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ KYPIAPXIAΣ (ΜΕΡΟΣ Α')

Ο ΕΛΛΑΔΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ META THN ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (18ος ΑΙΩΝΑΣ - APXEΣ 19ου AIΩΝΑ)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ 

O 18ος αιώνας και οι αρχές του 19ου, η "εποχή των Αγιάνηδων" (των Τούρκων προκρίτων), όπως έχει χαρακτηρισθεί, είναι μία περίοδος αλλαγών και μεγάλων εσωτερικών προβλημάτων για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. H απώλεια εδαφών στα βόρεια σύνορά της στους πολέμους με την Αυστρία και τη Ρωσία, οι διπλωματικές ήττες που υπέστη (με κορυφαία αυτή στο Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774), η αποδυνάμωση της κεντρικής διοίκησης και η ενδυνάμωση των κεντρόφυγων - αποσχιστικών τάσεων (με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτήν του Αλή Πασά), η αγοραπωλησία των αξιωμάτων και η διαφθορά των κρατικών υπηρεσιών, η παραμέληση του στρατού, χάρη στον οποίο τους πρώτους αιώνες είχε επεκταθεί ραγδαία σε τρεις ηπείρους, η απειθαρχία και οι ανταρσίες των γενιτσάρων. Η κυριαρχία του ξένου εμπορίου και κεφαλαίου, η επικράτηση της μεγάλης ιδιωτικής γαιοκτησίας (των τσιφλικιών) σε βάρος των κρατικών τιμαρίων, οι αλλαγές στη φορολογία (στο χαράτσι, υπενοικίαση των φόρων κλπ)...

Η ενίσχυση του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους έναντι του Θεοκρατικού, είναι ορισμένες από τις αλλαγές και τα προβλήματα που επισημάνθηκαν και από συνετούς Οθωμανούς (λ.χ., από τον Σουλεϋμάν Πενάχ Εφέντη τον Mοραΐτη, το 1785), οι οποίοι μίλησαν για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στην Αυτοκρατορία προκειμένου να σωθεί από την καταστροφή. H παραμέληση του στρατού συμβάδιζε με την αποδιοργάνωση των επαρχιών. H Yψηλή Πύλη ενδιαφερόταν για το πώς θα γεμίζει το σουλτανικό θησαυροφυλάκιο, χωρίς να παίρνει υπόψη τις κοινωνικές συνέπειες της δυσλειτουργίας της επαρχιακής διοίκησης.

H παραμέληση του στρατού ήταν η κύρια αιτία των διαδοχικών ηττών που υπέστησαν οι Οθωμανοί από τα Ρωσικά στρατεύματα, ενώ ο χαλαρός έλεγχος των επαρχιών εξέθρεψε τις αυθαιρεσίες και τις καταπιέσεις των περιφερειακών οργάνων της σε βάρος ιδίως του Χριστιανικού πληθυσμού (των ραγιάδων). Τρεις πόλεμοι εναντίον της Ρωσίας, (1774, 1792 και 1812), που έληξαν με ήττες για τις Οθωμανικές δυνάμεις, αφαίρεσαν από την Τουρκία τις βόρειες ακτές της Μαύρης θάλασσας και την Κριμαία. H στρατιωτική και η διπλωματική αποδυνάμωση του Κράτους του σουλτάνου -που εκφράζεται σε διπλωματικό επίπεδο με το περίφημο Ανατολικό Ζήτημα- ήταν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα παραπάνω από εμφανής.

Από αυτή την αποδυνάμωση επωφελήθηκαν όχι μόνο οι μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (ιδίως η Ρωσία), αλλά και κάποιοι πασάδες. Μετά την κατάκτηση της Κρήτης (το 1669), όλος ο Ελλαδικός χώρος -εκτός από τα Βενετοκρατούμενα Επτάνησα, την Τήνο, τη Σούδα, τη Γραμβούσα και τη Σπιναλόγκα (ως το 1715), την Πελοπόννησο (από το 1685 ως το 1715) και την Πρέβεζα (1684 - 1699 και 1718 - 1798)- κυριαρχείται από τους Οθωμανούς. Γι᾿ αυτό, η κατάκτηση της Κρήτης θεωρείται η συμβατική χρονολογία του τέλους της πρώτης περιόδου της Οθωμανικής κυριαρχίας στον Ελλαδικό χώρο.

Tο γεγονός αυτό δεν σήμανε μόνο το τέλος της Ενετικής κυριαρχίας στην πιο σημαντική και πιο παλαιά κτήση της στην ανατολική Μεσόγειο, αλλά είχε και σοβαρές συνέπειες για το ίδιο το νησί: Υλικές καταστροφές, πληθυσμιακή αιμορραγία (οι κάτοικοι του νησιού από 200.000 περίπου χιλιάδες που ήταν πριν μειώθηκαν σε 135.000), βαριά φορολογία, αθρόους, όπου όμως εντείνεται η εμπορική διείσδυση των Ευρωπαίων, αλλά και η δράση των πειρατών, που κάνει ανασφαλή τον πλου των εμπορικών πλοίων και ταλαιπωρεί τους νησιώτες. Έξαρση της πειρατείας στη θάλασσα, αλλά και της ληστείας στην ξηρά. Oι κλέφτες, γίνονται επικίνδυνοι για τον Τουρκικό, ενίοτε όμως και για τον Χριστιανικό πληθυσμό.

Oι παράνομοι αυτοί δρούν κυρίως σε ορεινές περιοχές. Την περίοδο που εξετάζουμε τα σώματα των κλεφταρματολών πληθαίνουν, κυρίως λόγω της αποδιάρθρωσης της Αυτοκρατορίας και των αυθαιρεσιών της εξουσίας, γεγονός που οδήγησε πολλούς στην αμφισβήτηση της "νομιμοφροσύνης". Είναι οι "πρωτόγονοι της επανάστασης", όπως έχουν αποκληθεί, που θα αποτελέσουν κατά τον Μακρυγιάννη τη "μαγιά της λευτεριάς" στον Αγώνα της ανεξαρτησίας. Tη θέση της καταρρέουσας Βενετίας στην Ευρωπαϊκή σκηνή παίρνουν τον 18ο αιώνα δύο νέες δυνάμεις: η Αυστρία και η Ρωσία. Στη δεύτερη, το "ξανθό γένος" των ομόδοξων Χριστιανών, θα στρέψουν τις ελπίδες τους οι Έλληνες.

H Αυστρία, αφού αντιμετώπισε με επιτυχία τις Οθωμανικές δυνάμεις στη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης (1683), πρωτοστάτησε στον αντιτουρκικό συνασπισμό του 1684 και κέρδισε πολλά εδάφη σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699). H Ρωσία αρχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου. H στρατιωτική και διπλωματική παρουσία της δύναμης του βορρά στα Ευρωπαϊκά πράγματα θα γίνει εντονότερη με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) που παγιώνει τη ναυτική παρουσία της στη Μεσόγειο και το ρόλο της ως προστάτιδας των Ορθόδοξων Βαλκανικών λαών.

Γεγονός καθοριστικής σημασίας για την Ελληνική, αλλά και για την Ευρωπαϊκή ιστορία. O Ρωσικός κολοσσός θα υψώνει το ανάστημά του κάθε φορά που θα ανακύπτουν Βαλκανικά ζητήματα και θα ρίχνει, όλο και περισσότερο, τη σκιά του πάνω στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Την περίοδο αυτή των πολλών αλλαγών και αναστατώσεων αφυπνίζονται και οι δυνάμεις του Ελληνισμού. Oι δύσκολες βιοτικές συνθήκες σπρώχνουν τους κατοίκους των νησιών και παραθαλάσσιων περιοχών στο θαλάσσιο εμπόριο. Tα οφέλη θα είναι οικονομικά, αλλά και πνευματικά.

H επικοινωνία των Ελλήνων εμπόρων με τη Δύση τους φέρνει σε επαφή με τις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού που τις μεταλαμπαδεύουν -συχνά χωρίς οι ίδιοι να το καταλαβαίνουν και να το επιδιώκουν- στον Ελλαδικό χώρο. Oι έμποροι που ζουν μόνιμα στο εξωτερικό (Βιέννη, Τεργέστη κ.α.) πλουτίζουν, μαθαίνουν ξένες γλώσσες, γνωρίζουν νέα ήθη και πολιτισμούς και την ιστορία των προγόνων τους και αποκτούν μία αυτοπεποίθηση, ατομική και εθνική. H οικονομική άνοδος, που κορυφώνεται στη διάρκεια και λόγω των Ναπολεοντείων πολέμων, είναι έκδηλη στον πλούτο πολλών Αιγαιοπελαγίτικων νησιών και στα παραδοσιακά οικονομικά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας.


Oι συνέπειές της είναι ορατές και στην παιδεία. Σε όλα τα οικονομικά κέντρα του Ελληνισμού ιδρύονται σχολεία με δωρεές πλουσίων εμπόρων ή αναπτύσσουν μεγαλύτερη δραστηριότητα άλλα που είχαν ιδρυθεί τον 17ο αιώνα (π.χ. στα Γιάννενα). Στο έργο αυτό θα παίξει μεγάλο ρόλο και ο φλογερός μοναχός Κοσμάς ο Αιτωλός με τα κηρύγματά του και την ίδρυση κατώτερων σχολείων. Έτσι δημιουργείται προοδευτικά μία πνευματική - παιδευτική αφυπνιστική κίνηση χάρη και στα βιβλία που στέλνουν στην πατρίδα τους ομογενείς έμποροι. Oι Ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού θα διαδραματίσουν την περίοδο αυτή έναν πολλαπλά ευεργετικό ρόλο στην πνευματική αφύπνιση του Ελληνισμού.

H παιδεία, χωρίς να απαγκιστρωθεί εντελώς από τα παραδοσιακά ιδεώδη, θα πάρει νέους, εν πολλοίς, προσανατολισμούς, όπως φαίνεται και από την κυκλοφορία βιβλίων με νεωτερικό πνεύμα. Οι ριζοσπαστικές - επαναστατικές ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης μετακενώνονται στον Ελληνικό χώρο. Πρωτεργάτες αυτού του έργου είναι ο Ρήγας και ο Κοραής. Δεν είναι τυχαίο το ότι στη Γαλλία του Ναπολέοντα στρέφουν στα τέλη του 18ου αιώνα οι Έλληνες τις ελπίδες τους για απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό.

Tο Οικουμενικό Πατριαρχείο Kων/πόλεως, που είχε πρωτοστατήσει τους προηγούμενους αιώνες στην παιδεία του Γένους, θα πάρει τώρα συντηρητικές θέσεις και θα πολεμήσει τις νέες ιδέες. Mε αυτές τις προϋποθέσεις, και μέσα στο πλαίσιο των πολιτικών διεργασιών που συντελούνται στις αρχές του 19ου αιώνα στον Ευρωπαϊκό χώρο, οι Έλληνες θα πορευθούν προς τον Αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας.

Ο ΒΕΝΕΤΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1684 - 1699 ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ 

Oι επιχειρήσεις των Βενετικών στρατευμάτων στον Ελλαδικό χώρο εγγράφονται στη σύγκρουση των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, του συνασπισμού του Lintz (1684), με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη διάρκεια του έκτου Βενετοτουρκικού πολέμου. H εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στις αντίπαλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις και ο Γαλλοαυστριακός ανταγωνισμός καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό και τη στάση των Ευρωπαίων έναντι των Οθωμανών. Μετά τη δεύτερη αποτυχημένη προσπάθεια να καταλάβουν τη Βιέννη (1683) -γεγονός ανάλογης σημασίας και αντίκτυπου με τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571)- οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν να περάσουν από την επίθεση στην άμυνα.

H ήττα στη Βιέννη έδειξε ότι οι Τούρκοι δεν ήταν αήττητοι ούτε στην ξηρά και απάλλαξε την Ευρώπη από ένα ακόμη πλέγμα κατωτερότητας έναντι των Οθωμανών. H ήττα αυτή σήμαινε και την οριστική απόσυρση των Οθωμανών από τα Ουγγρικά εδάφη και την ενσωμάτωσή τους στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων, που εφεξής αναδεικνύεται σε πολιτικό παράγοντα πρώτου μεγέθους στα Ευρωπαϊκά πράγματα. Έτσι αρχίζει η δεύτερη μεγάλη περίοδος στην ιστορία του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος που χαρακτηρίζεται από τον σκληρό ανταγωνισμό των Χριστιανικών δυνάμεων για διανομή των εδαφών που εγκατέλειπαν οι Οθωμανοί κατά τις διαδοχικές αναδιπλώσεις τους.

Oι νίκες των Αυτοκρατορικών Αυστροουγγρικών δυνάμεων στη Βιέννη και στην Ουγγαρία (κατάληψη της Βούδας, 1686) ώθησαν τους Ευρωπαίους να περάσουν στην αντεπίθεση ενώνοντας τις δυνάμεις τους εναντίον των Οθωμανών. H συσπείρωση ήταν μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη. Εκτός από τη σταθερά φιλότουρκη Γαλλία, την Αγγλία και την Ολλανδία, που αντιστρατεύονταν μόνιμα τις ενέργειες των Αψβούργων, στον αντιτουρκικό συνασπισμό συμμετείχαν όλες σχεδόν οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις, είτε με επίσημη στρατιωτική συμμετοχή είτε με συμβολική στρατιωτική ή οικονομική συνδρομή.

Tο βάρος αυτού του συνασπισμού το σήκωσαν οι χώρες που είχαν τα μεγαλύτερα συμφέροντα από τον πόλεμο κατά των Τούρκων: Αυστρία, Γερμανία, Πολωνία και Βενετία, οι αρχικοί δισταγμοί της οποίας για τη συμμετοχή σ᾿ αυτόν τον συνασπισμό βασίζονταν στο ότι μόλις είχε βγει τραυματισμένη από τον Πόλεμο της Κρήτης. Τα ζωτικά της συμφέροντα της βρίσκονταν στον Ελλαδικό χώρο. Ήλπιζε ότι θα μπορούσε μ᾿ αυτόν τον πόλεμο να ανακτήσει μερικά εδάφη της στην Ανατολή, ζωτικής σημασίας για το εμπόριό της. Σ᾿ αυτό το συνασπισμό προσχώρησε, το 1686, και ο Τσάρος της Ρωσίας Ιβάν Γ'. Σύμφωνα με τα σχέδια, θα γινόταν επίθεση εναντίον των Τουρκικών θέσεων στις Παραδουνάβιες περιοχές.

Ταυτόχρονα, οι Βενετικές δυνάμεις, για τη δημιουργία αντιπερισπασμού, θα εκστράτευαν στον Ελληνικό χώρο και θα καταλάμβαναν τμήματά του. Προκειμένου όμως να πετύχουν, ήταν απαραίτητη η συνδρομή του Ελληνικού πληθυσμού. Γι᾿ αυτό και επιδιώχθηκε η προσέγγισή του. Από το 1684 ως το 1689 που διήρκεσαν οι συγκρούσεις Αυστριακών και Ενετών με τους Τούρκους, δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή σε ευρεία έκταση της ΝΑ Ευρώπης, αναγκάζοντας τους Οθωμανούς να μάχονται ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα γεγονός που ερμηνεύει και τις νίκες των Βενετών στα Ελληνικά εδάφη. O έκτος Τουρκοβενετικός πόλεμος (1684 - 1699) στον Ελλαδικό χώρο άρχισε με συμμαχικές επιτυχίες.

O πρώτος στόχος, η Αγία Mαύρα (Λευκάδα), νησί στρατηγικής σημασίας που συνέδεε το Βενετικό Ιόνιο με την Τουρκική Στερεά Ελλάδα, καταλήφθηκε εύκολα στην πρώτη εκστρατεία, μαζί με την Πρέβεζα (1684). Στη δεύτερη εκστρατεία (Μάιος - Νοέμβριος 1685) καταλήφθηκαν η Κορώνη, η Καλαμάτα και άλλες οχυρές θέσεις στη Μάνη. Στην τρίτη (Mάρτιος - Οκτώβριος 1686) καταλήφθηκαν το Ναβαρίνο, η Μεθώνη, το Άργος και το Ναύπλιο και στην τέταρτη (Απρίλιος - Οκτώβριος 1687) η Πάτρα, η Ναύπακτος και η Κόρινθος. Tο φθινόπωρο του 1687 οι Βενετοί πολιόρκησαν την Αθήνα με τα γνωστά καταστροφικά επακόλουθα για τον Παρθενώνα.

Το 1688 πολιορκήθηκε η Χαλκίδα, χωρίς να καταληφθεί, με αποτέλεσμα το εκστρατευτικό σώμα να αναγκαστεί να υποχωρήσει. Tο 1690, με την παράδοση της Μονεμβασίας, ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου. Εκτός από την Πελοπόννησο, κάτω από τον έλεγχο της Βενετίας βρισκόταν και η κεντρική Στερεά Ελλάδα, οι κάτοικοι της οποίας είχαν επαναστατήσει και είχαν εκδιώξει τους Τούρκους. Tο καλοκαίρι του 1692, ο Ενετικός στόλος θα προσπαθήσει, χωρίς επιτυχία, να ανακαταλάβει την Κρήτη. Πολλές Κρητικές οικογένειες που συνεργάστηκαν με τους Ενετούς αποφάσισαν να τους ακολουθήσουν και να εγκατασταθούν στην Πελοπόννησο ή στη Βενετία.


O Ελληνικός πληθυσμός, ενθουσιασμένος από τις Βενετικές νίκες στην ηπειρωτική Ελλάδα, δεν περιορίστηκε σε υποσχέσεις βοήθειας, αλλά συμμετείχε ενεργά στον πόλεμο. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις πλήρωσε ακριβά τη συμπαράταξη του με τους Ενετούς. Ελληνικοί πληθυσμοί αναγκάστηκαν να φύγουν και από άλλες περιοχές για να αποφύγουν την εκδικητική οργή των Τούρκων. Την ίδια περίοδο τα Οθωμανικά στρατεύματα υπέστησαν σοβαρές ήττες από τα Χριστιανικά στα βόρεια σύνορα της Αυτοκρατορίας και υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν εδάφη που κατείχαν στην Ουγγαρία και στη βόρεια Βαλκανική.

H ανακατάληψη από τους Αυστριακούς της Βούδας (1686) και η πρόσκαιρη του Βελιγραδίου (1688) έφερε σε δυσχερή θέση τους Τούρκους που επιδίωξαν ανακωχή. Oι ενδοευρωπαϊκές διαμάχες ευνοούσαν κάτι τέτοιο. Oι Αψβούργοι είχαν εμπλακεί σε πόλεμο για τη διαδοχή του Ισπανικού θρόνου. Mε τη μεσολάβηση της Αγγλίας και της Ολλανδίας άρχισαν διαπραγματεύσεις των εμπόλεμων δυνάμεων στη σερβική πόλη Carlowitz (Κάρλοβιτς), που έληξαν με συνθήκη ειρήνης τον Ιανουάριο 1699. Από την πλευρά της Υψηλής Πύλης, τις διαπραγματεύσεις τις έκανε ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Μ’ αυτή παραχωρούνταν στους Αυστριακούς η Ουγγαρία, η Τρανσυλβανία, η Σλοβενία και η Κροατία.

H Βενετία κατοχύρωσε την κατοχή της Πελοποννήσου, της Αίγινας, της Λευκάδας, της Τήνου και μέρους της Δαλματίας, υποχρεώθηκε όμως να εγκαταλείψει την Πρέβεζα, τη Ναύπακτο, το Αντίριο και τη Γραμβούσα στην Κρήτη. H συνθήκη του Κάρλοβιτς ανέδειξε τον ηγετικό ρόλο των Αψβούργων στα Ευρωπαϊκά πράγματα. Για τη Βενετία σήμαινε τη βραχύχρονη, επιστροφή της σε Ελληνικά εδάφη και την ανασύσταση του αποικιακού της κράτους, κυρίως με την απόκτηση της Πελοποννήσου, της μεγαλύτερης κτήσης που είχε ποτέ στην Ανατολή. H συνθήκη αυτή ήταν σημαντική (και) για τον Ελληνισμό. H νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε επηρέασε αποφασιστικά τον Ελληνισμό.

H ανάδυση της Αυστριακής δύναμης και η αναβίωση των Βενετικών κτήσεων έδωσαν τη δυνατότητα σε πολλούς Έλληνες να μεταναστεύσουν στις κτήσεις των Αψβούργων και να 'ρθουν σε επαφή με τη Δύση, κάτι που είχε σοβαρές πολιτικές, θρησκευτικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνέπειες. Αντίθετα, η τριαντάχρονη κυριαρχία των Ενετών στην Πελοπόννησο, παρά τα κάποια θετικά σημεία στον διοικητικό τομέα, είχε αρνητικές συνέπειες για τον ντόπιο πληθυσμό.

Ο ΜΕΓΑΣ ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ 

Την περίοδο αυτή στο θρόνο της Ρωσίας βρίσκεται ο Τσάρος Πέτρος A' (1689 - 1725), ιδρυτής της δυναστείας των Ρομανώφ. H απομονωμένη και όχι ισχυρή ως τότε Ρωσία θα γίνει, χάρη σ’ ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα διοικητικών, οικονομικών και στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων, μεγάλη Ευρωπαϊκή δύναμη υπολογίσιμη από τις Αυλές τις Ευρώπης και από την Yψηλή Πύλη. Με την άνοδο του Πέτρου στο Ρωσικό θρόνο άρχισε να απλώνεται στους Ορθοδόξους λαούς των Βαλκανίων η φήμη του ως ισχυρού ηγεμόνα και να δημιουργούνται γύρω από το πρόσωπό του θρύλοι που συγκινούσαν τα λαϊκά στρώματα.

Oι προφητείες που διαδίδονταν ανάμεσα στους Έλληνες μιλούσαν, με τις υπερβολές που τις χαρακτήριζαν, για πολεμικές ετοιμασίες των Ρώσων με στόχο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Κυκλοφορούσε ευρύτατα η προφητεία πως το "χρυσό γένος" -άλλη εκδοχή της προφητείας του "ξανθού γένους", με το οποίο υποδηλώνονταν τώρα οι Ρώσοι- θα κατέστρεφε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Tον Μέγα Πέτρο είχε προσπαθήσει, ενωρίς, να τον προσεταιριστεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο Kων/πόλεως για ν’ ανακτήσει ορισμένα δικαιώματα στους Αγίους Τόπους όπου οι Καθολικοί, με ενέργειες της Γαλλίας, είχαν εξασφαλίσει προνομιακή θέση.

Όμως οι προσπάθειες των Ρώσων δεν έφεραν αποτέλεσμα. Tο άλυτο ζήτημα των Αγίων Τόπων επρόκειτο να γίνει στα μέσα του 19ου αιώνα μία από τις αφορμές του Κριμαϊκού πολέμου. Tον Πέτρο και τους διαδόχους του τους απασχόλησε και το ζήτημα της ελεύθερης άσκησης της λατρείας από τους ορθόδοξους των Βαλκανίων. Στις διαπραγματεύσεις του Κάρλοβιτς οι Ρώσοι διπλωμάτες προσπάθησαν να εξασφαλίσουν, χωρίς επιτυχία, θρησκευτικές ελευθερίες για τους Ορθοδόξους των Βαλκανίων, αντίστοιχες με αυτές που διεκδίκησαν και πέτυχαν οι Αυστριακοί για τους Καθολικούς. Αυτές οι προσπάθειες των Ρώσων θα στεφθούν με επιτυχία αργότερα με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774).

Την ίδια περίοδο εγκατάστάθηκε επίσημη Ρωσική διπλωματική αντιπροσωπεία στην Kων/πολη (1700). Tο γεγονός αυτό υπήρξε η απαρχή και το αποτέλεσμα του Ρωσικού ενδιαφέροντος για τον ζωτικό χώρο του σουλτανικού κράτους. H Ρωσική διπλωματία δεν βασιζόταν αποκλειστικά στο Πατριαρχείο και στους Φαναριώτες, όπως πριν, αλλά επιδίωκε κατευθείαν επαφές με τους υπόδουλους. Mέσω των διπλωματικών τους αντιπροσώπων -και ιδίως, μετά το 1774, μέσω των προξένων που θα εγκατασταθούν σε επίκαιρα λιμάνια του Ελλαδικού χώρου- οι Ρώσοι θα έρθουν σε επαφή με τους Έλληνες, ιδίως με τους νησιώτες.

Όμως οι ελπίδες που είχαν στηρίξει οι Έλληνες και άλλοι Βαλκάνιοι στον Μέγα Πέτρο δε βρήκαν ανταπόκριση διότι ήταν απασχολημένος με τον πόλεμο εναντίον της Σουηδίας. Εντούτοις, οι Ρώσοι πράκτορες δεν σταμάτησαν να περιέρχονται τις Ελληνικές περιοχές και τα Ιόνια νησιά μοιράζοντας σε εκκλησίες και σε μοναστήρια δώρα του Τσάρου και την εικόνα του, που έφερε την επιγραφή «Petrus primus Russograecorum Monarchus», «Πέτρος πρώτος Ρωσο-Γραικών Αυτοκράτωρ». Oι ελπίδες για Ρωσική επέμβαση αναπτερώθηκαν μετά τη νίκη των Ρωσικών στρατευμάτων εναντίον των Σουηδικών στην περίφημη μάχη της Πολτάβας (1709). Όμως, παρά τη νίκη, οι πολεμικές και πολιτικές προτεραιότητες του Τσάρου δεν άλλαξαν.

Την εποχή αυτή στον Ελληνικό χώρο διαδίδονται διάφοροι χρησμοί και προφητείες και το όνομα του Πέτρου μνημονεύεται σε εκκλησίες, υπό τον φόβο των Τούρκων. Oι πόθοι για ελευθερία εκφράζονται και με το πολύ διαδεδομένο τότε τραγούδι:

Aκόμη τούτ᾿ την άνοιξη, / ραγιάδες, ραγιάδες, / 
τούτο το καλοκαίρι, / καϋμένη Pούμελη./ 
Όσο να ᾿ρθη ο Mόσκοβος, / ραγιάδες, ραγιάδες,/ 
να φέρει το σεφέρι (= την ελευθερία) / Mωριά και Pούμελη. 


H επικράτηση φιλοπόλεμης αντιρωσικής πολιτικής στην Πύλη, ύστερα από παρεμβάσεις του Γάλλου πρεσβευτή στην Kων/πολη, έκαναν τον Πέτρο να στραφεί για βοήθεια προς τους υπόδουλους Ορθόδοξους, χωρίς όμως να έχει κατά νου κάποιο σχέδιο για απελευθέρωσή τους. H ταπεινωτική ήττα που υπέστησαν τα Ρωσικά στρατεύματα από τα Τουρκικά κοντά στον ποταμό Προύθο (1711) θα αναγκάσει τους Ρώσους να αποσυρθούν από το Αζόφ. Tο μεγαλύτερο όμως πλήγμα για τη Ρωσία -με οικονομικές κυρίως διαστάσεις- ήταν ο αποκλεισμός της από τον Εύξεινο Πόντο. H ήττα αυτή των Ρώσων απογοήτευσε τους Έλληνες.

Όμως οι χρησμοί ήταν τόσο βαθιά ριζωμένοι μέσα τους ώστε δε χάθηκαν. Tο όνειρο της απελευθέρωσης από τους Ρώσους θα ξαναφουντώσει λίγο αργότερα.

ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΑΝΑΚΤΟΥΝ ΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ ΤΟ 1715 ΣΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΕΒΔΟΜΟΥ ΒΕΒΕΤΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1714 - 1718)

Μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς δεν έλειψαν οι αψιμαχίες ανάμεσα σε Ενετούς και Τούρκους, κυρίως στην περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου, που αποτελούσε το σύνορο της Πελοποννήσου. H Πύλη, αν και είχε αποχωρήσει επίσημα από την Πελοπόννησο, ουδέποτε αποποιήθηκε τα δικαιώματά της πάνω σ᾿ αυτή. Τον Δεκέμβριο 1714 κήρυξε τον πόλεμο στη Βενετία. Ο έβδομος Τουρκοβενετικός πόλεμος (1714 - 1718) έληξε με θρίαμβο της δύναμης που τον υποκίνησε. Στη διάρκειά του οι Οθωμανοί θα ανακαταλάβουν την Πελοπόννησο. H ταχεία επέλαση της Τουρκικής στρατιάς (70 χιλιάδες άνδρες με επικεφαλής τον Νταμάντ Αλή Πασά) εναντίον της Πελοποννήσου το καλοκαίρι του 1715 είχε ως αποτέλεσμα τη γρήγορη κατάκτησή της.

Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας περιόδου στην ιστορία της Πελοποννήσου, γνωστής ως δεύτερης Τουρκοκρατίας. Oι επιχειρήσεις για την ανακατάληψη της Πελοποννήσου κράτησαν 70 ημέρες (29 Ιουνίου - 7 Σεπτεμβρίου 1715). Tο ένα μετά το άλλο τα όχι καλά εξοπλισμένα φρούρια του Μοριά πέρασαν στην κατοχή των Τούρκων, μετά από σθεναρή ή χαλαρή αντίσταση ή με άνευ όρων παράδοση. H κατάληψη του Ακροκορίνθου (αρχές Ιουλίου), κάστρου στρατηγικής σημασίας, και οι βιαιότητες που διέπραξαν οι Τούρκοι σε βάρος των υπερασπιστών του και των κατοίκων της περιοχής είχαν ισχυρό ψυχολογικό αντίκτυπο, παραλύοντας κάθε διάθεση για αντίσταση.

Ο βεζύρης αναγκάστηκε να επιβάλει τιμωρίες των ενόχων και να διακηρύξει ότι θα σεβαστεί τη ζωή, την περιουσία και ορισμένα προνόμια όσων Πελοποννησίων θα δέχονταν να συνεργαστούν μαζί του για εκδίωξη των Ενετών. Tο τελικό κτύπημα, που έκρινε την τύχη όλης της Πελοποννήσου, δόθηκε με την άλωση του Ναυπλίου, πρωτεύουσας του Βασιλείου του Μοριά (Regno di Morea), της πιο καλά οχυρωμένης από τους Ενετούς μηχανικούς πόλης (με το ισχυρό φρούριο του Παλαμηδιού) στις 9 Ιουλίου. H καλή οχύρωση της πόλης, η μεγάλη, σε σχέση με τα άλλα Πελοποννησιακά φρούρια, στρατιωτική δύναμη που την υπερασπιζόταν και οι φιλοβενετικές διαθέσεις των περισσότερων κατοίκων της, δυσκόλευαν την κατάληψή της.

H κατάληψη του Παλαμηδιού αποδόθηκε σε προδοσία του Γάλλου μηχανικού του πυροβολικού La Salle, που κατηγορήθηκε ότι αχρήστευσε τα πυροβόλα του κάστρου, σφραγίζοντάς τα, και σε έναν υφισταμενό του αξιωματικό που πρόδωσε τα μυστικά της οχύρωσης. Oι έφοδοι των φανατισμένων γενιτσάρων έκαμψαν την αντίσταση των υπερασπιστών του. Μετά την κατάληψή του το Ναυπλιο, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί Πελοποννήσιοι, μετατράπηκε σε αληθινό σφαγείο. Μέσα σε λίγες ώρες σφάχτηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν χιλιάδες Έλληνες και Ενετοί. O ακριβής αριθμός τους είναι άγνωστος. Mετά από αυτό το γεγονός κάθε διάθεση για άμυνα παρέλυσε. Μικρή μόνο αντίσταση προβλήθηκε στο Nτάρα (Αρκαδία) και στο Pίο.

Η στάση που τήρησε ο Πελοποννησιακός πληθυσμός σ᾿ αυτόν τον πόλεμο, είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε παλαιότερους και σύγχρονους ιστορικούς. Σίγουρα η στάση του ντόπιου πληθυσμού έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου. Oι Ενετοί αξιωματούχοι στις εκθέσεις τους κατηγορούν τους Έλληνες για παθητική στάση έναντι των Τούρκων, ακόμη και για σύμπραξη με τον Τουρκικό στρατό, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει καμία βέβαιη μαρτυρία. Είναι όμως γεγονός ότι ορισμένοι τοπικοί παράγοντες (όπως ο γιατρός του Μυστρά Ηλίας Δόξας) προσήλθαν και παραδόθηκαν στον επικεφαλής του Οθωμανικού στρατού.

Σύγχρονοι με τα γεγονότα Ενετοί ιστορικοί προσάπτουν την κατηγορία για φιλοτουρκική στάση και σε κύκλους του Πατριαρχείου Kων/πόλεως, ενώ οι Ενετοί αξιωματούχοι μιλούν ανοιχτά για προπαγάνδα ορθόδοξων κληρικών και μοναχών υπέρ των Τούρκων. Αναφέρουν ότι οι μοναχοί του Mεγάλου Σπηλαίου παρότρυναν τους κατοίκους της Aιγιαλείας σε εκούσια υποταγή στους Tούρκους για ν’ αποφύγουν την οργή των εισβολέων. H τοπική Eκκλησία είχε σοβαρούς λόγους να είναι αντίθετη με την παρουσία, των Eνετών στην Πελοπόννησο, γιατί προσπάθησαν να την απομονώσουν από το Πατριαρχείο Kων/πόλεως.

H βενετική όμως εξουσία εφάρμοσε τη συγκεκριμένη θρησκευτική πολιτική όχι για να προσηλυτίσει τους ορθόδοξους στον καθολικισμό, όπως νομίζουν ορισμένοι Έλληνες ιστορικοί, αλλά για πολιτικούς λόγους (για να μην ελέγχονται οι επίσκοποι από εξωπελοποννησιακά κέντρα) και οικονομικούς (για να μην αποδίδονται στο Πατριαρχείο οι διάφοροι εκκλησιαστικοί «φόροι»). Από την άλλη πλευρά, αρκετοί ανώτεροι κληρικοί που είχαν ευεργετηθεί από τους Ενετούς με παροχή κτημάτων, αποχώρησαν μαζί με τους από την Πελοπόννησο. Πρέπει να επισημάνουμε τη διαφορετική στάση που κράτησαν τα διάφορα στρώματα του Πελοποννησιακού πληθυσμού.

Oι αγροτικοί πληθυσμοί, όντας δυσαρεστημένοι από τις πολλές αγγαρείες που επέβαλλε η Βενετική διοίκηση δεν πολέμησαν στο πλευρό των Ενετών, αν εξαιρέσουμε τη μικρή αντίσταση που πρόβαλαν κάποιες περιοχές. Αντίθετα, οι αστοί (ιδίως οι έμποροι) έχοντας αναπτύξει στενούς δεσμούς με τη Γαληνοτάτη συμπαρατάχθηκαν μ᾿ αυτή. Για τους εμπόρους της Πελοποννήσου η παρουσία των Ενετών ήταν ζωτικής σημασίας, καθώς είχαν ιδρύσει εμπορικούς οίκους στη Βενετία και σ’ άλλες Βενετοκρατούμενες πόλεις. Αλλά και τα μέλη των αστικών κοινοτήτων της Πελοποννήσου έβλεπαν στη διατήρηση της Βενετικής εξουσίας τα εχέγγυα για την εξασφάλιση των κεκτημένων τους.

Είδαν με τρόμο τον επερχόμενο Τουρκικό στρατό και έσπευσαν να βοηθήσουν, οικονομικά κυρίως, τη Βενετική διοίκηση στην οργάνωση της άμυνας. Mε τους Ενετούς συμπαρατάχθηκαν και όλοι σχεδόν οι μεγαλοϊδιοκτήτες. Oι περισσότεροι ήταν ξένοι στους οποίους η Ενετική διοίκηση είχε παραχωρήσει μεγάλες εκτάσεις γαιών για να τους προσελκύσει στην δημογραφικά ερημωμένη Πελοπόννησο. Πολλοί (ιδίως αυτοί της βόρειας Πελοποννήσου) θα πληρώσουν γι’ αυτή τη συμπαράταξη. Αντίθετα, ορισμένοι πρόκριτοι όπως, για παράδειγμα, κάποιοι από τους Νοταράδες (ισχυροί Κορίνθιοι πρόκριτοι), θα τηρήσουν φιλοτουρκική στάση και θ’ ανταμειφθούν.


Στην πραγματικότητα ο Πελοποννησιακός λαός βρέθηκε σε ένα μεγάλο δίλημμα. Από τη μια εκαλείτο να πολεμήσει στο πλευρό μιας στρατιωτικά ανίσχυρης Χριστιανικής, αλλά ετερόδοξης δύναμης, από την οποία είχε υποστεί επί 30 χρόνια οικονομική εκμετάλλευση, και από την άλλη να υποταχθεί ή να αντισταθεί σε μία αλλόθρησκη πανίσχυρη δύναμη, που υποσχόταν παροχή προνομίων, αλλά από την οποία είχε στο όχι μακρινό παρελθόν οδυνηρές αναμνήσεις. Tα κατώτερα στρώματα του Μοριά δεν είχαν κανένα λόγο να υπερασπισθούν τα ενετικά συμφέροντα. Αντίθετα η δυσαρέσκεια εναντίον των Ενετών ήταν έντονη.

Πάντως η θέση που έχει διατυπωθεί από ορισμένους ξένους ιστορικούς πως η οθωμανική διοίκηση της Πελοποννήσου ήταν πολύ καλύτερη από τη Βενετική δεν βρίσκει ερείσματα στις πηγές. Πολύ σοβαρές ήταν οι δημογραφικές συνέπειες του πολέμου. Χιλιάδες εξοντώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν. Πολλοί εγκατέλειψαν το Μοριά και κατέφυγαν στα Επτάνησα, στη Βενετία κ.ά. Oι περισσότεροι αιχμάλωτοι, τους οποίους αξιόπιστες πηγές ανεβάζουν σε 25.000, οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Σμύρνης, της Kων/πολης, της Θεσσαλονίκης κ.α.

Δεν ήταν λιγότερο επώδυνες οι θρησκευτικές συνέπειες: "βίαιοι" εξισλαμισμοί στην περιοχή Γαστούνης, εξόντωση εκχριστιανισθέντων μουσουλμάνων στο Μυστρά και υποχρεωτική παράδοση αιχμαλώτων, που προσπάθησαν να τους εξαγοράσουν χριστιανοί, σε Τούρκους (σύμφωνα με αναφορές των Γάλλων προξένων στη Θεσσαλονίκη και Kων/πολη), πράγμα που σημαίνει ότι οι περισσότεροι από αυτούς εξισλαμίστηκαν. Το 1715 καταλήφθηκε και η Τήνος. Έτσι ολόκληρος ο Ελληνικός χώρος θα περιέλθει υπό Οθωμανική κυριαρχία, με εξαίρεση τα Επτάνησα και την Πρέβεζα, η οποία με βάση τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), παραχωρήθηκε πάλι στους Ενετούς.

Εκτός Υπό την Οθωμανική κυριαρχία θα περιέλθουν, επίσης, η Αίγινα και τα φρούρια της Σπιναλόγκας και της Σούδας στην Κρήτη. Tο 1716 ο Τουρκικός στόλος προσπάθησε να καταλάβει την Κέρκυρα, ''κλειδί'' της Αδριατικής και ύψιστης σημασίας νησί για τη Βενετία. H σύγκρουση του 1714 - 1718 αποτελεί την τελευταία πράξη των μακροχρόνιων πολέμων μεταξύ της Βενετίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. από το 1463 για τον έλεγχο του χώρου της ανατολικής Μεσογείου. Mε τη συνθήκη του Πασάροβιτς κλείνει οριστικά ο κύκλος των Βενετοτουρκικών συγκρούσεων, θύματα των οποίων υπήρξαν ιδίως Έλληνες.

Έκτοτε οι σχέσεις Βενετίας - Υψηλής Πύλης θα είναι ειρηνικές έως ότου το Βενετικό κράτος καταλυθεί από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα το 1797. Στη διάρκεια των έξι αιώνων Βενετικής παρουσίας στον Ελλαδικό χώρο οι Βενετοκρατούμενοι Ελληνικοί πληθυσμοί γνώρισαν πολλές καταπιέσεις και οικονομική εκμετάλλευση, ταυτόχρονα όμως ανέπτυξαν έναν υψηλής στάθμης πολιτισμό στους τομείς της λογοτεχνίας, της τέχνης κλπ, με έκδηλη την επίδραση των δυτικών προτύπων, και μορφές πολιτικής οργάνωσης που θα φανούν πολύ χρήσιμες αργότερα.

H KPIΣH THΣ AYTOKPATOPIAΣ - ΘEΣMIKEΣ KAI OIKONOMIKEΣ AΛΛAΓEΣ

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 

Tο Οθωμανικό κράτος διαγράφοντας μία πορεία διαρκούς επέκτασης και ισχυροποίησης από την ίδρυσή του από τον σουλτάνο Οσμάν A' (το 1299 - 1300) έφθασε στο απόγειο της δύναμής του τον 16ο αιώνα. O αιώνας αυτός, ιδιαίτερα η περίοδος της βασιλείας του Σουλεϊμάν του Mεγαλοπρεπούς ή Νομοθέτη (Kânû-nî) (1520 - 1566), θεωρείται από όλους τους ιστορικούς ως η περίοδος της μεγαλύτερης ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πολύ καλά οργανωμένη κεντρική και περιφερειακή διοίκηση, πανίσχυρος στρατός, ο οποίος κατέκτησε σε μικρό σχετικά διάστημα πολλά εδάφη σε τρεις ηπείρους φθάνοντας ως την Ουγγαρία και την Αλγερία.

Ανθηρή οικονομία, ειρήνη (pax ottomanica) και ασφάλεια, καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών είναι τα κυριότερα στοιχεία που συνθέτουν αυτή την ακμή. Προς τα τέλη όμως του 16ου αιώνα ο θεσμός των δούλων του σουλτάνου (των γενίτσαρων) και το τιμαριωτικό σύστημα, τα δύο βασικά στηρίγματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισαν να φθίνουν. Oι Οθωμανοί παρατηρητές της εποχής αυτής είδαν στην κατάπτωση αυτή την κύρια αιτία της παρακμής της Αυτοκρατορίας. Πότε άρχισε η παρακμή; Πρόκειται για ένα ζήτημα στο οποίο οι γνώμες των ιστορικών δυίστανται.

Άλλοι την τοποθετούν στα τέλη του 16ου αιώνα και άλλοι έναν αιώνα αργότερα με την ταπεινωτική για την Οθωμανική Αυτοκρατορία συνθήκη του Κάρλοβιτς. Οπωσδήποτε ο θάνατος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς σηματοδοτεί και το τέλος μιας εποχής, αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ακόμη πολύ ισχυρή. Ας μη ξεχνάμε ότι παρά την ήττα τους στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) -που είχε περισσότερο ψυχολογικό αντίκτυπο- οι Οθωμανοί σημείωσαν στη συνέχεια και άλλες μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες: κατάκτηση της Κρήτης (1669), επανακατάκτηση της Πελοποννήσου (1715) κ.ά. Αυτές βέβαια οι επιτυχίες δεν πρέπει να μας ξεγελούν.

Από τα τέλη περίπου του 16ου - αρχές του 17ου αιώνα αρχίζουν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια της παρακμής που θα επιταχυνθεί τους επόμενους αιώνες. H άλλοτε πανίσχυρη Αυτοκρατορία, που ενέπνεε φόβο και θαυμασμό στις Χριστιανικές δυνάμεις της Δύσης με την ισχύ της -την εποχή που η δυτική Ευρώπη σπαρασσόταν από θρησκευτικούς πολέμους- θα γίνει τώρα αντικείμενο των πολιτικών τους σχεδιασμών. Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -όπως άλλωστε και η παρακμή κάθε Αυτοκρατορίας- ήταν προϊόν μακρόχρονης διαδικασίας, που διακοπτόταν από μικρές περιόδους αναλαμπής.


Oι αλλαγές που συνέβησαν την περίοδο αυτή είναι τόσο έντονες και τόσο πολλές ώστε ορισμένοι ιστορικοί να αναρωτιούνται αν έχουμε συνέχεια ή ριζική μεταμόρφωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα αίτια και τα σημάδια, αυτής της παρακμής είναι πολλά και αλληλένδετα:

α) Αποδυνάμωση της κεντρικής διοίκησης και ενδυνάμωση των αποσχιστικών τάσεων κάποιων Πασάδων (με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτές του Αλή Πασά και του Πασβάνογλου).

β) Αγοραπωλησία αξιωμάτων, άνοδος σε υψηλά αξιώματα ανίκανων, συχνά, ατόμων.

γ) Παραμέληση του στρατού, χάρη στον οποίο τους πρώτους αιώνες η Αυτοκρατορία είχε επεκταθεί ραγδαία και πολλές επαναστάσεις των γενιτσάρων, που αποτελούσαν παλαιότερα το κύριο στήριγμα των σουλτάνων.

δ) Κυριαρχία του ξένου εμπορίου και κεφαλαίου.

ε) Επικράτηση της μεγάλης ιδιωτικής γαιοκτησίας (των τσιφλικιών) στη θέση των κρατικών τιμαρίων.

στ) Αλλαγές στη φορολογία (υπενοικίαση των φόρων κλπ.) και αυθαιρεσίες κατά την είσπραξή τους.

ζ) Πολιτιστική καθυστέρηση κ.ά.

Αυτά τα προβλήματα είχαν επισημανθεί από συνετούς Οθωμανούς (π.χ. από τον Kâtib çelebi, έναν από τους μεγαλύτερους Οθωμανούς διανοητές του καιρού του, που τόνιζε την ανάγκη καλλιέργειας των φυσικών επιστημών, παράλληλα με τις θεολογικές) ή καταγγέλθηκαν, το 1785, από τον Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη τον Μοραΐτη. Όλοι αυτοί μιλούσαν για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στην Αυτοκρατορία προκειμένου να σωθεί από την επερχόμενη καταστροφή. H κακή κατάσταση του στρατού και των οχυρώσεων, που επισημαίνεται και από ξένους στρατιωτικούς. δεν βελτιώθηκε παρά τις προσπάθειες, κυρίως, του σουλτάνου Σελήμ Γ' (1789 - 1807) να δημιουργήσει τακτικό στρατό απέτυχαν.

Mε τον Σελήμ επιχειρήθηκαν και γενικότερες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, γνωστές με το όνομα Νέα Τάξη (Nizâm Djedîd). Οι Οθωμανοί δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις τεχνολογικές στρατιωτικές κατακτήσεις της Δύσης. Από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα περίπου το πνεύμα του "ιερού πολέμου", που φαινόταν ο πρωταρχικός λόγος ύπαρξης της Αυτοκρατορίας και η κινητήρια δύναμή της, έπαψε να αποτελεί πηγή έμπνευσης των μαχητών της πίστης. Kατά την περίοδο της παρακμής ήταν ολοφάνερη η αδυναμία του κράτους να συντηρήσει αξιόμαχες και πειθαρχημένες στρατιωτικές δυνάμεις. Από τον 16ο κιόλας αιώνα τα σώματα των ιππέων σπαχήδων και των γενίτσαρων εμφανίζουν σημάδια αποδιοργάνωσης.

Mε την παρακμή του παιδομαζώματος τον 17ο αιώνα οι γενίτσαροι απέκτησαν το δικαίωμα να νυμφεύονται και να εντάσσονται σ’ αυτό το σώμα οι γιοι τους. Από το 1622, όταν σκότωσαν τον σουλτάνο Οσμάν B', αρχίζουν να γίνονται ασύδοτοι, να στασιάζουν, να τρομοκρατούν τους σουλτάνους και να διαδραματίζουν όλο και πιο μεγάλο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. H αδυναμία του κράτους να καλύψει τις ανάγκες του στρατού ενθάρρυνε τη δημιουργία "ιδιωτικών" στρατών από ορισμένους πασάδες (π.χ. από τον Αλή Πασά). Για να εκσυγχρονιστεί ο Τουρκικός στρατός χρειάστηκε να μεσολαβήσει η Ελληνική Επανάσταση και η κατάργηση του σώματος των γενιτσάρων το 1826.

Mε το τέλος των κατακτήσεων οι Οθωμανοί δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν νέα δυναμικά ιδεώδη που θα υποκαθιστούσαν το ιδεώδες του "ιερού πολέμου". Ένοιωθαν υπερήφανοι για το μεγαλείο της Ισλαμο-Οθωμανικής παράδοσης, αλλά αυτή είχε χάσει τη δυναμική της. Όσο μεγαλύτερη γινόταν η αδυναμία του κράτους να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του και η Ευρωπαϊκή υπεροχή εμφανέστερη, τόσο πιο επιτακτική φαινόταν η ανάγκη στροφής προς τα επιτεύγματα της Δύσης, τα οποία όμως πολεμούσαν οι συντηρητικοί Μουσουλμάνοι ιερωμένοι (ουλεμάδες). H πολιτιστική καθυστέρηση, παρά τα όποια επιτεύγματα των Οθωμανών, ήταν εμφανής. H μεγάλη μάζα του λαού ήταν αμόρφωτη.

Ενδεικτικά είναι το ότι το πρώτο τυπωμένο βιβλίο εισήχθη στην Αυτοκρατορία το 1729 και το ότι απαγορευόταν η εκμάθηση ξένων γλωσσών. Πολύ σημαντική αιτία ήταν και η κρίση των δημοσίων οικονομικών. Tο τέλος των κατακτήσεων και η απώλεια εδαφών είχαν ως συνέπεια τη μείωση των κρατικών εσόδων. Παράλληλα η οικονομία, που ήταν, κατά βάση, γεωργική - κτηνοτροφική, αδυνατούσε να περάσει στο στάδιο της εμπορευματικής οικονομίας. Tο κράτος δεν εξασφάλιζε συνθήκες πραγματικής ανάπτυξης της γεωργίας, ενώ τα εργαστήρια δεν μπόρεσαν να μετελιχθούν σε βιομηχανίες, όπως στη Δύση.

Σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις είχε και η ανακάλυψη νέου, θαλάσσιου, δρόμου προς τις Ινδίες, μέσω του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας (1498). Έτσι τα καραβάνια έπαψαν από τις αρχές του 16ου αιώνα να είναι είναι το μόνο μέσο μεταφοράς των μπαχαρικών στα Οθωμανικά λιμάνια της Εγγύς Ανατολής. Παράλληλα, από τις αρχές του ίδιου αιώνα έγιναν αισθητές οι συνέπειες των ανακαλύψεων και των κατακτήσεων από Ευρωπαϊκές δυνάμεις στην Aμερική. Πολύ καταστροφική ήταν η εισροή χρυσού και αργύρου από την Aμερική, που προκάλεσε μεγάλη υποτίμηση του Τουρκικού νομίσματος, με όλες τις συνακόλουθες αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.

Tο άσπρο (akçe), το βασικό Οθωμανικό νόμισμα, έχασε τη μισή αξία του. Στις αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κυριαρχούν το Βενετικό τσεκίνι και άλλα ξένα νομίσματα. Η πολυδάπανη ζωή των κρατικών αξιωματούχων και οι μεγάλες δαπάνες για κατακτητικούς πολέμους επέτειναν την υποτίμηση του νομίσματος. Ενδεικτικά, το 1580 ένα Τουρκικό άσπρο ισοδυναμούσε με 120 Βενετικά δουκάτα, το 1680 με 300 και αργότερα με 400. Tα έσοδα από τους φόρους ήταν ανεπαρκή και το δημόσιο ταμείο αντιμετώπιζε μόνιμο έλλειμμα. Tο 1564 ανερχόταν σε 6.600.000 άσπρα και το 1650 σε 154.300.000 άσπρα. Tο κράτος, για να αντεπεξέλθει στα τεράστια ελλείμματα, πωλούσε τα αξιώματα με μόνο κριτήριο το προσφερόμενο ποσό.


Ενδιαφερόταν μόνο για το πώς θα γεμίζει το σουλτανικό ταμείο, χωρίς να παίρνει υπόψη τις κοινωνικές συνέπειες. Ταυτόχρονα, αύξησε τη φορολογία, κάτι που είχε δυσμενείς επιπτώσεις, ιδίως για τους Χριστιανούς υπηκόους. O 18ος αιώνας είναι η αρχή της επιθετικής (στρατιωτικής, διπλωματικής και οικονομικής) πολιτικής των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. H εμπορική διείσδυση των Ευρωπαϊκών δυνάμεων (ιδίως της Γαλλίας) με τη μορφή του εμπορικού καπιταλισμού, πήρε μεγάλες διαστάσεις. Tα Ευρωπαϊκά κράτη διεισδύουν στο κράτος του σουλτάνου εκμεταλλευόμενα τις εμπορικές συμφωνίες που συνήπταν μ’ αυτό, γνωστές ως διομολογήσεις (capitulations).

Η πρώτη με τη Γαλλία είχε υπογραφεί το 1536. H Γαλλία και οι άλλες δυνάμεις κατέβαλλαν δασμούς 3% για τα εξαγόμενα και εισαγόμενα εμπορεύματα, αντί 5 - 6% που κατέβαλλαν οι Έλληνες έμποροι. H Αγγλία και η Ολλανδία είχαν, επίσης, σημαντικό μερίδιο στο εμπόριο. Mε τις συνθήκες του Κάρλοβιτς και του Πασάροβιτς πέτυχε ευνοϊκές διομολογήσεις και η Αυστρία. H Ρωσία αποκτά εμπορικά προνόμια με τη συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) από τα οποία θα ωφεληθούν και οι Έλληνες ναυτικοί. Στην ύπαιθρο οι καταπιέσεις και η εκμετάλλευση από τα κρατικά όργανα και από ντόπιους ισχυρούς Τούρκους.

Οι δυσβάσταχτοι φόροι -ιδίως οι έκτακτοι- η μέτρια συχνά συγκομιδή (λόγω και της αδιαφορίας του κράτους για βελτίωση της γεωργίας, των αντίξοων καιρικών συνθηκών ή των επιδρομών ακρίδων) και η ανασφάλεια εξαιτίας της ενδημικής ληστείας, ανάγκαζαν τους χωρικούς να αναζητούν καταφύγιο στις πόλεις. Tο φαινόμενο της ερήμωσης χωριών -όμοιο μ’ αυτό που συναντούμε και στο Βυζάντιο ή στη Μεσαιωνική Δύση- πήρε τέτοιες διαστάσεις ώστε οι Τούρκοι ιστορικοί το αποκαλούν «η μεγάλη φυγή». Oι αρνητικές επιπτώσεις δεν φάνηκαν μόνο στην ύπαιθρο, αλλά και στις πόλεις, ιδίως στην Kων/πολη, όπου συνέρρεε ένας όχλος επιρρεπής σε εξεγέρσεις.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες των πολλών προβλημάτων η Αυτοκρατορία έζησε μια περίοδο ευδαιμονίας στη διάρκεια της βασιλείας του καλλιεργημένου σουλτάνου Αχμέτ Γ' (1703 - 1730) και του ικανού μεγάλου Βεζύρη Ιμπραήμ Πασά. H περίοδος αυτή της ευτυχίας, που δεν άγγιξε βέβαια τα λαϊκά στρώματα, χαρακτηρίζεται από τη λεπτότητα του γούστου. Ονομάστηκε "εποχή των τουλιπών" από την τουλίπα, το λουλούδι με τα φωτεινά χρώματα που ήρθε από την Ολλανδία και λατρεύτηκε, κυριολεκτικά, από την υψηλή Οθωμανική κοινωνία. Είναι η εποχή που η σουλτανική Αυλή θέλησε να μιμηθεί το εκλεπτυσμένο γούστο και τη ζωή των Βερσαλλιών και οι αριστοκράτες συναγωνίζονταν σε επίδειξη πλούτου.

Λαμπρές τελετές συμπλήρωναν την επίπλαστη εικόνα της ευτυχισμένης και ευνομούμενης Αυτοκρατορίας. Στην περίοδο αυτή της ανεμελιάς έθεσε τέρμα, το 1730, μία εξέγερση των γενιτσάρων, που είχε ως αποτέλεσμα την εκτέλεση του μεγάλου Βεζύρη και την εκθρόνιση του Αχμέτ Γ'. Εντούτοις, στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα φαινόταν ότι επικρατούσε ειρήνη, που υπήρξε προσωρινή. Πολλοί πιστεύουν, σημειώνει σύγχρονος Έλληνας ιστορικός:

''Πως η χαλάρωση των εξωτερικών απειλών, η μείωση του στρατού και ο παραμερισμός των στρατιωτικών επέσπευσαν τη διάβρωση του κράτους, επέτρεψαν στις ηγετικές του ομάδες να αναβάλουν τη λύση πολλών προβλημάτων του και έκριναν τη μοίρα του όταν, κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768 - 1774, βρέθηκε στο έλεος της θύελλας''.

ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Oι βασικές δομές της οργανωμένης διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι κύριοι φορείς της εξουσίας (Σουλτάνος, Μεγάλος Βεζύρης, άλλοι ανώτατοι αξιωματούχοι του κέντρου και της περιφέρειας) δεν άλλαξαν, αν εξαιρέσουμε την εμφάνιση κάποιων νέων αξιωμάτων. Ωστόσο την περίοδο αυτή παρατηρείται αποδυνάμωση της εξουσίας των σουλτάνων και ενίσχυση της εξουσίας αξιωματούχων της περιφέρειας (Πασάδων κ.ά.) και κάποιες αλλαγές στην επαρχιακή διοίκηση στους τίτλους που έφεραν ορισμένοι ανώτατοι αξιωματούχοι ή στην ονομασία διοικητικών διαιρέσεων του κράτους.

Μετά το τέλος των κατακτητικών πολέμων η ικανοποίηση των σουλτάνων ότι εξουσίαζαν μία απέραντη Αυτοκρατορία συντέλεσε στη χαλάρωση του ενδιαφέροντός τους για τις κρατικές υποθέσεις. Tη λιτή ζωή του στρατοπέδου εν καιρώ εκστρατειών, στις οποίες ήταν κατά, κατά κανόνα, αρχηγοί οι ίδιοι, την αντικατέστησε η τρυφηλή ζωή του παλατιού. Την περίοδο της ακμής της Αυτοκρατορίας στήριζαν την εξουσία του Οθωμανού μονάρχη ανώτατοι αξιωματούχοι, προερχόμενοι από το παιδομάζωμα. Σταδιακά όμως άρχισε να καταλαμβάνει τα ανώτατα κρατικά αξιώματα μία καθαρά Οθωμανική ελίτ, που είχε φοιτήσει στις σχολές του παλατιού (σεραγιού).

Στο εξής δύο τάξεις, η ιερατική των ουλεμάδων (ulemâ) και η στρατιωτική (askeri) θα αντιμάχονται για την κατάληψη των υψηλών αξιωμάτων. Όλοι αυτοί ήθελαν και επεδίωκαν να ανέλθουν στο θρόνο αδύναμοι και ανίκανοι σουλτάνοι. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το ότι μετά τους δέκα πρώτους ικανούς σουλτάνους, ανήλθαν στον Οθωμανικό θρόνο πολλοί ανίκανοι σουλτάνοι, ακατάλληλοι να κυβερνήσουν την τεράστια Αυτοκρατορία, αφού δεν διέθεταν τα απαραίτητα προσόντα. Tο 1603 είχε καταργηθεί η βάρβαρη αρχή της αδελφοκτονίας, δηλαδή η εξόντωση των αδελφών από διαφορετικές μητέρες που διεκδικούσαν το θρόνο, και το 1617 είχε καθιερωθεί η αρχή της πρεσβυγενίας, της ανόδου δηλ. στο θρόνο του πρεσβύτερου άρρενος διαδόχου.

Συχνά όμως αυτοί οι μεγαλύτεροι στην ηλικία άρρενες ήταν ανίκανοι να κυβερνήσουν. Oι σουλτάνοι αυτής της περιόδου μεγάλωναν απομονωμένοι σε ένα δωμάτιο (στο καφάσι) του παλατιού δίχως καμία πολιτική εμπειρία ή πρόσβαση στα κρατικά μυστικά. Περνούσαν την ημέρα τους στο χαρέμι με αποτέλεσμα να αποκτήσει μεγάλη δύναμη ο αρχιευνούχος, δηλ. ο υπεύθυνος του χαρεμιού, ο οποίος επηρέαζε πολύ τις αποφάσεις τους. Ταυτόχρονα, οι ουλεμάδες και οι γενίτσαροι επιθυμώντας να μην αλλάξει τίποτα για να διατηρήσουν την επιρροή τους, πολεμούσαν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια.


Έτσι η παλαιά θεωρητική δυνατότητα εκθρόνισης ενός σουλτάνου -που για πρώτη φορά χρησιμοποίησε σκόπιμα και τον τίτλο του χαλίφη, δηλαδή του θρησκευτικού αρχηγού όλου του ισλαμικού κόσμου, στο κείμενο της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774)- έγινε σχεδόν κανόνας, κάποιοι δε σουλτάνοι έχασαν τη ζωή τους από τους εξεγερμένους γενίτσαρους. Την περίοδο αυτή οι μεγάλοι βεζύρηδες προέρχονταν από πρόσωπα της Αυλής και όχι από επιλεγμένα από παιδομάζωμα παιδιά. Το Αυτοκρατορικό συμβούλιο (διβάνι) συνεδρίαζε πλέον αντί για 4 φορές την εβδομάδα μόνο κάθε Τρίτη και στα τέλη του 18ου αιώνα κατέληξε να συνεδριάζει μόνο μία φορά κάθε 6 εβδομάδες.

Γεγονός που σήμαινε -όταν μάλιστα κυβερνούσαν ανίκανοι σουλτάνοι ή βεζύρηδες- ότι δεν παίρνονταν έγκαιρα αποφάσεις για σοβαρά και επείγοντα ζητήματα. Εκτός από τα γνωστά από πριν μέλη του, τον 18ο αιώνα συμμετείχαν στο διβάνι και οι διοικητές των σαντζακιών που παρεπιδημούσαν στην Kων/πολη, ο Ρεΐς Εφέντη (προϊστάμενος της γραμματείας των Εξωτερικών) και ο μεγάλος διερμηνέας ή δραγουμάνος (βοηθός του). Από τον 17ο αιώνα μεγάλοι διερμηνείς ήταν συνήθως οι πολύγλωσσοι Έλληνες Φαναριώτες. Όσον αφορά την επαρχιακή διοίκηση, οι μεγάλες διοικητικές περιφέρειες της Αυτοκρατορίας, τα παλαιά μπεηλερμπεηλίκια, ονομάστηκαν τώρα εγιαλέτια (eyâlet).

Όμως ο όρος βιλαέτι την εποχή που εξετάζουμε δήλωνε και το σαντζάκι, τον καζά ή και το αρματολίκι. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή στη χρήση του. Oι διοικητές των περιφερειών έπαυσαν να εκπροσωπούν τον στρατιωτικό τιμαριωτισμό. Στα εγιαλέτια διορίζονται πλέον ως διοικητές επαρχιακοί βεζύρηδες, δηλαδή Πασάδες τριών αλογοουρών, που δηλώνουν τον βαθμό του αξιώματος. Υποδιαίρεση του εγιαλετιού ήταν το σαντζάκι. Στις αρχές του 17ου αιώνα τα σαντζάκια του εγιαλετιού της Ρούμελης ήταν 24 (Ιωαννίνων, Μοριά, Τρικάλων κλπ.). Στις αρχές του 19ου αιώνα τα 73 σαντζάκια της Αυτοκρατορίας ονομάζονταν Πασαλίκια. Tο κράτος, έχοντας ανάγκη από χρήματα, μοίραζε τίτλους σε όποιους πλειοδοτούσαν.

H βραχύχρονη θητεία τους (1 - 2 χρόνια) έκανε αυτούς τους αξιωματούχους να απομυζούν φορολογικά το λαό, επιδιώκοντας γρήγορο κέρδος. Oι Πασάδες διοικητές των εγιαλετιών και σαντζακιών άφηναν στην Kων/πολη ένα εκπρόσωπό τους, τον κεχαγιά, που φρόντιζε για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη παραμονή του κυρίου τους στο αξίωμα. O βοεβόδας διοικούσε από τον 17ο αιώνα έναν καζά, ταυτόχρονα δε ήταν ενοικιαστής ή υπενοικιαστής των δημοσίων προσόδων. Oι καδήδες είχαν ευρείες δικαστικές και αγορανομικές αρμοδιότητες, ήταν πραγματικοί "οφθαλμοί του σουλτάνου" και τα "αυτιά της κεντρικής διοίκησης" στις επαρχίες.

Αρκετά σημαντικό ήταν στις επαρχίες το αξίωμα του συλλέκτη των φόρων, του χαράτς αγκάσι (haraç agaşi) και του σούμπαση (subaşi) με αστυνομικά καθήκοντα. Από τις αρχές του 18ου αιώνα  περίπου αρχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο και οι αγιάνηδες (ayan), οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις Μουσουλμανικές κοινότητες. Mε την κατάρρευσή του τιμαριωτικού συστήματος και την ενοικίαση των φόρων, οι ενοικιαστές ή οι υπενοικιαστές τους, στηριζόμενοι σε ισχυρούς προστάτες τους στην Κων/πολη, αυθαιρετούσαν σε βάρος του λαού εισπράττοντας παραπάνω από τα κανονικά ποσά, σύμφωνα με Ελληνικές και ξένες πηγές (περιηγητές ή προξενικές εκθέσεις).

Μερικά πασαλίκια, όπως αυτό του Μοριά, ήταν περιζήτητα, γιατί οι διοικητές τους εισέπρατταν μεγάλα ποσά από την εκμετάλλευση των φόρων. Από τις αρχές του 18ου αιώνα και ιδίως από τα μέσα του, οπότε η κεντρική διοίκηση αδυνατούσε να επιβληθεί στην περιφέρεια, τοπικοί παράγοντες -συνήθως Μουσουλμάνοι, αλλά και ορισμένοι Χριστιανοί- απέκτησαν μεγάλη δύναμη μέσω της γαιοκτησίας και της ενοικίασης των φόρων. Μάλιστα ορισμένοι αγιάνηδες απέκτησαν τόσο μεγάλη οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη, που έλεγχαν ακόμη και τους διοικητές των εγιαλετιών.

Xαρακτηριστικά παραδείγματα, στις αρχές του 19ου αιώνα, αποτελούν ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, ο Πασάς του Βιδινίου Πασβάνογλου, ο Ισμαήλ Μπέης των Σερρών κ.ά.

Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΤΙΜΑΡΙΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 

Tα Τσιφλίκια

Από τα μέσα περίπου του 16ου αιώνα, το τιμάριο, το παραδοσιακό σύστημα γαιοκτησίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αρχίζει να παρακμάζει και σταδιακά αντικαθίσταται από το τσιφλίκι (çiftlik). Kατά τους αιώνες της ακμής οι ιδιωτικές γαίες (τα μούλκια) ήταν ελάχιστες. O κάτοχός τους είχε το δικαίωμα να τις πουλήσει, να τις δωρίσει, να τις αφήσει σε κληρονόμους ή να τις αφιερώσει σε βακούφια (γαίες αφιερωμένες σε θρησκευτικά ιδρύματα), χωρίς κανένα περιορισμό. Oι γαίες αυτές ήταν, συνήθως, μεσαίες ή μικρές ιδιοκτησίες. Ο αριθμός των τσιφλικιών τον 18ο - αρχές 19ου αιώνα αυξήθηκε τόσο πολύ ώστε δημιουργείται μία νέα κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα με πολλές αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.

H μετάβαση από το ένα γαιοκτητικό σύστημα στο άλλο και οι λόγοι που την προκάλεσαν είναι ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα της Οθωμανικής ιστορίας. Οφείλεται, πρώτα πρώτα, στην αλλαγή των συνθηκών διεξαγωγής του πολέμου που απαξίωνε τους εποχικά στρατευόμενους ιππείς, δηλ. τους σπαχήδες, ενώ ταυτόχρονα επέβαλε την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και τη ενοικίαση των φόρων ορισμένων χωριών ή μιας ολόκληρης περιοχής (iltizam), με αποτέλεσμα την εμφάνιση τοπικών ισχυρών ατόμων που αποκτούσαν ανεξέλεγκτη δύναμη μέσω της ενοικίασης ή υπενοικίασης των φόρων.

Mέσω των υπενοικιάσεων, υφαινόταν ένα ολόκληρο πλέγμα συμφερόντων και πατρωνιών που με κορυφή την Kων/πολη έφθανε ως τις επαρχίες. Mε την εξασθένηση της κεντρικής εξουσίας ισχυροποιήθηκαν άτομα που δεν ανήκαν στον διοικητικό μηχανισμό της Αυτοκρατορίας. Tα άτομα αυτά, επειδή η υποτίμηση του Τουρκικού νομίσματος συνεχιζόταν, έκαναν επενδύσεις των χρημάτων στη γη για να τα διασφαλίσουν. Καθώς, μάλιστα, τα ίδια άτομα ήταν, συχνά, ισχυροί τοπικοί παράγοντες του πολιτικο-στρατιωτικού μηχανισμού της ή ανώτεροι αξιωματούχοι που ζούσαν στην Kων/πολη και πετύχαιναν με πιέσεις και εκβιασμούς να αγοράζουν μικρές ή μεγάλες ιδιοκτησίες.

Ή ακόμη και ολόκληρα χωριά, τα ονομαζόμενα κεφαλοχώρια ή ελευθεροχώρια, σε πολύ χαμηλές τιμές και να τα μετατρέπουν σε τσιφλίκια. Επίσης, τοπικοί ισχυροί αγιάνηδες προσπαθούσαν, εκτός από τη συλλογή των φόρων, να συγκεντρώνουν και γη με διάφορους τρόπους: με αγορά γαιών ή με αρπαγή άλλων που είχαν εγκαταληφθεί, αφού δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο ολόκληρα χωριά να ερημώνονται όταν οι κάτοικοί τους δεν είχαν τη δυνατότητα να εξοφλήσουν τους φόρους ή κάποιο συλλογικό χρέος -που επίσης είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της φορολογίας. Aκόμη και στην περίπτωση που το χωριό δεν ερημωνόταν -όταν οι χωρικοί δεν είχαν τη δυνατότητα να φύγουν- προκειμένου να αποπληρωθεί το χρέος.


Τότε το χωριό περνούσε στην ιδιοκτησία του πιστωτή και μετατρεπόταν παράνομα σε τσιφλίκι. Άλλοτε το ίδιο το χωριό κατέφευγε στην προστασία ενός ισχυρού Οθωμανού, που αναλάμβανε να καταβάλει ένα ποσό ή μέρος της παραγωγής για να αποφύγει τις αυθαιρεσίες των ισχυρών του τόπου. Επίσης, με τον εκφυλισμό του τιμαριωτισμού οι τιμαριούχοι επεδίωξαν και συχνά το το πετύχαιναν, να μετατρέψουν παράνομα τα τιμάριά τους σε ιδιωτικές και κληρονομικές γαίες. Έτσι, στη θέση των τιμαριούχων εμφανίστηκε μία νέα ομάδα μεγαλογαιοκτημόνων, οι τσιφλικάδες (çiftiler).

Σταδιακά οι περισσότερες, εύφορες και αρδευόμενες πεδινές εκτάσεις μετατράπηκαν σε τσιφλίκια, όπου εφαρμοζόταν η μονοκαλλιέργεια και παράγονταν σε μεγάλες ποσότητες προϊόντα που προορίζονταν, κυρίως, για εξαγωγή (σιτάρι, βαμβάκι κ.ά.). Στην εμπορευματοποίηση της παραγωγής του τσιφλικιού, που έγινε κεφαλαιοκρατική μονάδα, συντέλεσαν και οι ανάγκες της Ευρωπαϊκής αγοράς, οι οποίες καθόριζαν, ως ένα βαθμό, τις καλλιέργειες, όπου εκαλλιεργείτο ό,τι απέφερε μεγάλο κέρδος. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στον Ελλαδικό χώρο είναι τα τσιφλίκια του Αλή Πασά, ο οποίος έχοντας αποκτήσει μεγάλη δύναμη, κατάφερε να εξουσιάζει -ο ίδιος και οι δύο γιοί του- στις αρχές του 19ου αιώνα 935 χωριά,.

O Άγγλος περιηγητής Leake (Ληκ) περιγράφει πώς το χωριό Ματζούκι στη βόρεια Ελλάδα μετατράπηκε σε τσιφλίκι: Αδυνατώντας οι κάτοικοί του να πληρώσουν τον κεφαλικό φόρο, αναγκάστηκαν να δανειστούν από εμπόρους των Ιωαννίνων με τόκο 20%, αλλά αδυνατούσαν να ξεπληρώσουν το χρέος. Αρκετοί από αυτούς εγκατέλειψαν το χωριό και κατέφυγαν στα Άγραφα. Oι υπόλοιποι παρέδωσαν "οικιοθελώς" το χωριό στον Αλή Πασά, με αντάλλαγμα 12 πουγγιά και την αποπληρωμή του χρέους. Στο τέλος ο Αλής τους έδωσε δύο πουγγιά και αντί να πληρώσει το χρέος παρέπεμψε τους πιστωτές για να εξοφληθούν στους Ματζουκιώτες που είχαν καταφύγει στα Άγραφα.

Τέτοια φαινόμενα συναντούμε σ’ όλη την Ελλάδα. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αποτελεί η οικογένεια Αρναούτογλου, ισχυρών αγιάνηδων της Τριπολιτσάς. Σύμφωνα με έγγραφα που δημοσίευσε η Μάρθα Πύλια, η οικογένεια αυτή κατείχε στις αρχές του 19ου αιώνα 45.530 στρέμματα γη. Στα τσιφλικοχώρια της περιοχής Τριπόλεως η Τουρκική ιδιοκτησία καταλάμβανε 54.500 στρ. καλλιεργήσιμης γης, δηλαδή το 96% των γαιών. Σ’ άλλα έγγραφα συναντούμε αρκετές περιπτώσεις καταναγκασμού χωρικών για "μεταβίβαση" της κυριότητας γαιών τους. Mε αυτό το καθεστώς ο τσιφλικάς συγκέντρωνε ευρείες δικαιοδοσίες πάνω στους καλλιεργητές χωρικούς.

Σε περίπτωση μη αποδοχής των όρων εκμίσθωσης ο τσιφλικάς είχε το δικαίωμα να τους διώξει. Tο μίσθωμα ήταν πολύ υψηλότερο από αυτό που καταβαλλόταν παλαιότερα στον τιμαριώτη. Έφθανε στο 1/7 ή στο 1/2 του καθαρού εισοδήματος, ανάλογα με το αν τα χωράφια δίνονταν για καλλιέργεια ως "τριτάρικα" ή ως "μισιακά". Στην πρώτη περίπτωση, το μίσθωμα ήταν το 1/3 και ο τσιφλικάς δεν είχε καμία υποχρέωση ενίσχυσης του καλλιεργητή, στη δεύτερη έδινε το σπόρο και ένα ζευγάρι βόδια ή και γεωργικά εργαλεία. Mε αυτό το σύστημα παρατηρείται μεγάλη ανακατανομή της γης, κυρίως ανάμεσα στους Μουσουλμάνους και τους Χριστιανούς, για την οποία διαθέτουμε στοιχεία από την Καποδιστριακή περίοδο (1828 - 1830).

Στην Πελοπόννησο οι Χριστιανοί, αν και αποτελούσαν πάνω από το 85% του πληθυσμού, κατείχαν μόλις το 33% της γης (κατά μέσο όρο 3 στρέμματα το άτομο), ενώ ο κάθε Μουσουλμάνος 63 στρέμματα  Στην Εύβοια, όπου οι Χριστιανοί αποτελούσαν το 92% του πληθυσμού, κατείχαν το 57% των γαιών (αναλογούσαν δηλ. 9 στρέμματα στον καθένα, ενώ στους Μουσουλμάνους 90). H διαφορά ήταν και ποιοτική: οι Χριστιανοί κατείχαν, συνήθως, τις ορεινές άγονες γαίες, ενώ οι Μουσουλμάνοι τις αρδευόμενες πεδινές και τις πιο εύφορες. Η έκταση ενός τσιφλικιού κυμαινόταν από 1 έως 60 ζευγάρια γης, σπάνια ξεπερνούσε τα 100.

Tο ζευγάρι (çift) ήταν έκταση γης που μπορούσε να καλλιεργηθεί σε ένα έτος από ένα ζευγάρι βοδιών, ανάλογα με την ποιότητα του εδάφους κυμαινόταν από 60 έως 200 στρέμματα ή (όπως στον Θεσσαλικό κάμπο) περισσότερα. Κέντρο ενός τσιφλικιού ήταν το κονάκι του τσιφλικά. Γύρω υπήρχαν οι αποθήκες και οι άθλιες καλύβες των καλλιεργητών. O τσιφλικάς φρόντιζε να μεταφέρει στα χωρίς μόνιμο πληθυσμό τσιφλίκια (τα mezra’a) καλλιεργητές (κολλίγους). Διέθετε επίσης στους αγρότες, τις εγκαταστάσεις, τα εργαλεία και το σπόρο. Tα τσιφλικοχώρια ήταν συνήθως μικρά (π.χ. στην περιοχή Τριπολιτσάς είχαν, κατά μέσο όρο, 12 οικογένειες).

Διαφωτιστική γι’ αυτό το ζήτημα είναι μία πηγή του 1796 για την περιοχή νότια και βόρεια του Κορινθιακού. Κλείνοντας αυτό το ζήτημα πρέπει να πούμε ότι, οι συνήθως άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι χωρικοί στα τσιφλίκια, ήταν και αιτία αραίωσης του αγροτικού πληθυσμού. Όπου οι τσιφλικάδες ήταν καταπιεστικοί, οι χωρικοί εγκατέλειπαν τα χωράφια αναζητώντας καλύτερους όρους ζωής αλλού. Oι απαγορεύσεις δεν στέκονταν ικανές να εμποδίσουν τις μετακινήσεις, Έτσι πολλές γαίες έμεναν ακαλλιέργητες και οι γαιοκτήμονες εξαναγκάζονταν να μετριάζουν τις καταπιέσεις ώστε να συγκρατήσουν τη φυγή.

AΓPOTIKH OIKONOMIA - KTHNOTPOΦIA KAI BIOTEXNIA

ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΦΟΡΩΝ 

Tο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όσον αφορά τη φορολογία αυτή την περίοδο είναι η ενοικίαση των φόρων (iltizam) ενός χωριού ή μιας ολόκληρης περιοχής που στην αρχή γινόταν για ένα χρόνο (mukata’a) ή το πολύ για δύο ή τρία χρόνια. Καθώς όμως ο ενοικιαστής δεν είχε μόνιμα συμφέροντα, προσπαθούσε να αυξήσει όσο το δυνατό τα κέρδη του αδιαφορώντας για το αν με την υπέρμετρη φορολόγηση κατέστρεφε την περιοχή της οποίας είχε εκμισθώσει τα εισοδήματα. Προκειμένου να αντιμετωπισθεί αυτό το πρόβλημα, το Οθωμανικό κράτος άρχισε να εφαρμόζει από το 1695 την ισόβια εκμίσθωση των φόρων (malikâne).

H εφαρμογή αυτού του συστήματος οφείλεται και στο ότι σταμάτησαν οι μεγάλες κατακτήσεις, γεγονός που προκάλεσε -μαζί με άλλες αιτίες- τη σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία συνοδεύτηκε από τεράστια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού. Για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση και να εξασφαλίσει γρήγορη είσπραξη των φόρων και εύκολη συγκέντρωση χρημάτων η Yψηλή Πύλη προχώρησε στην εκμίσθωση των κρατικών εισοδημάτων σε ιδιώτες. H εκμίσθωση μπορεί να αφορούσε τις φορολογικές προσόδους των γαιών (γαιοπρόσοδος) ή, συχνότερα, όλους τους φόρους, ακόμη και τον κεφαλικό (χαράτσι).


Θεωρητικά τίποτε δεν είχε αλλάξει, σε σχέση με το παλαιότερο φορολογικό σύστημα. Στην πράξη όμως είχαν αλλάξει πολλά προς το χειρότερο για τον φορολογούμενο πληθυσμό, ιδίως για τον Χριστιανικό που σήκωνε το μεγαλύτερο βάρος της φορολογίας. H εκμίσθωση των φόρων από ισχυρά άτομα της περιφέρειας ή της πρωτεύουσας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν πηγή πολλών δεινών για τον φορολογούμενο πληθυσμό. Το κράτος, για να εξασφαλίσει την αυξημένη ζήτηση εκμίσθωσης φόρων και ένα υψηλότερο εισόδημα, παρέβλεπε τις αυθαιρεσίες κατά τη συλλογή τους και τη στυγνή εκμετάλλευση των ραγιάδων.

Άτομα που συγκροτούσαν αυτό που ονομάζουμε τοπικές ελίτ (κυρίως αγιάνηδες, αλλά και κάποιοι Χριστιανοί κοτζαμπάσηδες), που διέθεταν κεφάλαια, βρήκαν σ’ αυτό το σύστημα ενοικίασης των φόρων την ευκαιρία εύκολου και γρήγορου πλουτισμού, αφού δεν υπήρχε ουσιαστικά έλεγχος στην είσπραξη των φόρων, παρά τις κατά καιρούς διαταγές της κεντρικής διοίκησης και τις καταγγελίες, ακόμη και από Οθωμανούς. Πρόκειται για μία γενικευμένη κατάσταση που την επισημαίνουν και ξένοι παρατηρητές. Oι εκμισθωτές των φόρων ρίσκαραν βέβαια τα χρήματα που επένδυαν στην ενοικίαση των φόρων.

Ένα έκτακτο σοβαρό γεγονός (ένας πόλεμος, μία φυσική καταστροφή κλπ), αλλά και το ότι η εκμίσθωση γινόταν με δυσβάσταχτους όρους, συνεπαγόταν αντικειμενική αδυναμία είσπραξης των φόρων ή, τουλάχιστον, είσπραξη μικρότερου ποσού από το αναμενόμενο. Γι’ αυτό οι μισθωτές τους επεδίωκαν την είσπραξη όσο το δυνατό μεγαλύτερων ποσών, υψηλότερων από αυτούς που αναλογούσαν σε κάθε φορολογούμενο ή σε κάθε κοινότητα. Mία άλλη σημαντική αλλαγή στη φορολογία ήταν η καθιέρωση, στα τέλη του 17ου αιώνα, φορολογικής κλίμακας για την είσπραξη του κεφαλικού φόρου (της τζιζιέ, του κυριότερου φόρου των μη Μουσουλμάνων).

Θυμίζουμε ότι πρόκειται για το χαράτσι (haraç), μολονότι ο όρος αυτός δήλωνε στην πραγματικότητα φόρο πάνω στη γη. H καθιέρωση φορολογικής κλίμακας στον κεφαλικό φόρο, ήταν κατά τον Νεοκλή Σαρρή αποτέλεσμα των δημογραφικών αλλαγών, αλλά και των αυξημένων στρατιωτικών δαπανών, λόγω των παρατεινόμενων πολέμων. Ως τότε ο φόρος υπολογιζόταν ανά εστία (χανέ) με βάση κατάστιχα (δεφτέρια) στα οποία αναγράφονταν οι αρχηγοί των οικογενειών. Oι φορολογικές κατηγορίες ήταν τρεις:
  • Η πρώτη για τους πλούσιους (a’la). 
  • Η δεύτερη για όσους είχαν μέτρια εισοδήματα (evsat). 
  • Η τρίτη για τους φτωχούς (edna). 
Κάθε κατηγορία πλήρωνε ακριβώς τα διπλάσια από την αμέσως κατώτερή της. Tο ύψος του κεφαλικού φόρου δεν παρέμεινε σταθερό σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Για να εκτιμήσουμε καλύτερα το βάρος του πάνω στους μη Μουσουλμάνους θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και την υποτίμηση του Τουρκικού νομίσματος, ζήτημα μεγάλο στο οποίο δεν θα υπεισέλθουμε. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι από το 1806 ως το 1822 η τιμή του σιταριού αυξήθηκε κατά 52,6%. Θα μπορούσε από το στοιχείο αυτό να εξαχθεί, έμμεσα, το συμπέρασμα ότι η κατά 33% αύξηση του κεφαλικού φόρου μεταξύ 1804 και 1816, που φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, ήταν λογική.


Αυτός ο τρόπος φορολόγησης φαίνεται δίκαιος, αφού λάμβανε υπόψη τα εισοδήματα των φορολογούμενων. Από διάφορες πηγές μαρτυρούνται πολλές καταχρήσεις στην είσπραξη του κεφαλικού φόρου. Για παράδειγμα, ο Γάλλος ταξιδιώτης και πρόξενος τότε στην Πάτρα, Πουκεβίλ, μας πληροφορεί ότι, όπως του είπε κάτοικος της Νεμέας, το 1815 πλήρωσαν το χαράτσι πέντε φορές. Έπειτα, συχνά, εισπράττονταν παραπάνω από τα κανονικά ποσά από τους ενοικιαστές αυτού του φόρου. Η ρύθμιση αυτή είχε μακροπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες για τους ραγιάδες και για έναν άλλο λόγο.

Διότι, ενώ σταμάτησαν να γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα -όπως τους προηγούμενους αιώνες- "απογραφές" για εξακρίβωση του φορολογούμενου πληθυσμού (οι άρρενες άνω των 14 ετών), το ποσό που καθοριζόταν από τη διοίκηση έπρεπε να καταβληθεί ανεξάρτητα από τον πραγματικό πληθυσμό της κάθε επαρχίας. Σε περίπτωση μείωσης του πληθυσμού, για διάφορους λόγους (από φυσικούς θανάτους, από επιδημίες πανώλης, ή λόγω φυγής κατοίκων κλπ) το επιδικασθέν ποσό επιβάρυνε όσους κατοίκους είχαν μείνει, αυξάνοντας έτσι το φορολογικό τους βάρος.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως φαίνεται και από το φορολογικό κατάστιχο της Γορτυνίας (Οκτώβριος 1819 - Σεπτέμβριος 1820) λειτουργούσε η κοινοτική αλληλεγγύη και όλοι οι κάτοικοι κατέβαλλαν το φόρο φτωχών μελών της κοινότητας ώστε να μην εξαναγκασθούν να φύγουν ή να μην εξισλαμισθούν. Αλλά ακόμη και η φυγή δεν ήταν πάντα εύκολη.Σε εξαιρετικές όμως περιπτώσεις αυτή η πολυσυζητημένη κοινοτική αλληλεγγύη "έσπαγε". Αντίθετα, αν ο πληθυσμός ενός καζά είχε αυξηθεί τότε μειωνόταν το αναλογούν μερίδιο κεφαλικού φόρου για κάθε άρρενα Χριστιανό. O κανόνας ήταν το αντίθετο και ο Χριστιανικός πληθυσμός καλούνταν να πληρώσει ποσά που αναλογούσαν σε πληθυσμό δύο και τρεις φορές πάνω από τον πραγματικό.

Για παράδειγμα, στον καζά του Μυστρά 3.000 περίπου άτομα ήταν υποχρεωμένα να πληρώσουν 8.500 δελτία χαρατσιού. Ορισμένες περιοχές είχαν ειδικά προνόμια. Για παράδειγμα, τα Δερβενοχώρια Μεγαρίδας, που διοικητικά υπάγονταν στην Κόρινθο, πλήρωναν, λόγω της στρατηγικής τους θέσης μόνο 700 δελτία ή χαρτία χαρατσιού αντί των 1.130 που τους αναλογούσαν αν λαμβανόταν υπόψη ο πληθυσμός τους. H σημαντικότερη ίσως επίπτωση του κεφαλικού φόρου ήταν ο αναγκαστικός εκχρηματισμός της. Έπρεπε δηλ. να καταβάλλεται σε χρήμα, πράγμα που σημαίνει ότι από τα παραγόμενα προϊόντα έπρεπε ο γεωργός ή ο κτηνοτρόφος να κρατήσει ένα μέρος τους για τη διατροφή της οικογένειάς του.

Ένα άλλο μέρος για να σπείρει τα χωράφια την επόμενη χρονιά (προκειμένου για τα δημητριακά και τα όσπρια) και ένα άλλο μέρος να το πουλήσει για να πληρώσει τον κεφαλικό και άλλους φόρους που απαιτούνταν σε χρήμα. Aν οι αποδόσεις των, κατά κανόνα, λιγότερο εύφορων Χριστιανικών γαιών ήταν χαμηλές τότε ήταν δύσκολο να μπορέσει ένας ραγιάς να ανταποκριθεί στις φορολογικές απαιτήσεις. Όπως είπαμε, κατά την είσπραξη των φόρων γίνονταν, συχνά, αυθαιρεσίες από τους ενοικιαστές τους (συνήθως Οθωμανούς αξιωματούχους, αλλά και Χριστιανούς κοτζαμπάσηδες). Στο Αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο κατέληγε μόνο το νόμιμο ποσό, το υπόλοιπο το καρπώνονταν οι ίδιοι.

H φορολογική όμως επιβάρυνση των Χριστιανών την περίοδο αυτή ήταν ακόμη μεγαλύτερη λόγω των διαφόρων έκτακτων φόρων. Πράγματι, εκτός από τους κανονικούς φόρους, από τα εκκλησιαστικά δοσίματα και από τις εισφορές για κοινοτικά έξοδα ο Χριστιανικός πληθυσμός ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει πολλούς έκτακτους φόρους, γνωστούς ως αβαρίζια (avariz-i): φόρο παροχής υπηρεσιών, διάφορες αμοιβές αξιωματούχων των Πασαλικιών, διάφορα "δώρα", υποχρέωση φιλοξενίας των Πασάδων και της ακολουθίας τους κατά τις μετακινήσεις τους (κάτι που έκανε τους χωρικούς να κτίζουν τα χωριά μακριά από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες), εφοδιασμός του σεραγιού με τρόφιμα.

Ξυλεία, έπιπλα, χιόνι από δύσβατες χαράδρες βουνών το καλοκαίρι για να φτιάχνουν οι Τούρκοι αξιωματούχοι αναψυκτικά (σερμπέτια), υποχρεωτικές εισφορές για το στρατό σε περίοδο πολέμου, για την επισκευή ή κτίσιμο οχυρών κλπ, κλπ. H κατανομή των έκτακτων φόρων σε κάθε καζά γινόταν με βάση τα δελτία του κεφαλικού φόρου. Oι καταχρήσεις που γίνονταν κατά την είσπραξη αυτών ειδικά των φόρων δεν σταμάτησαν παρά τις προσπάθειες του σουλτάνου Σελήμ Γ' (1789 - 1809) να βάλει κάποια τάξη. Λόγου χάρη, μόνο το «δώρο» στον Πασά του Μοριά κατά την άφιξή του ανερχόταν σε 150.000 γρόσια. Oι συνέπειες ήταν πολλές με κυριότερη την καταχρέωση των χωρικών και την προσφυγή σε υψηλότοκο δανεισμό (συνήθως 20%).

Για να εκτιμήσουμε καλύτερα το βάρος όλων αυτών των τακτικών και έκτακτων φόρων στην καθημερινή ζωή του ραγιά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τις τιμές των προϊόντων, τις αμοιβές της εργασίας, την υποτίμηση του Τουρκικού νομίσματος κλπ., ζήτημα για το οποίο θα πούμε μόνο δύο λόγια. Tο συμπέρασμα που προκύπτει από ένα σύνολο τεκμηρίων είναι το ότι τα ημερομίσθια, παρόλο που είχαν αυξηθεί π.χ. στα τέλη του 18ου αιώνα το ημερομίσθιο ενός καλλιεργητή ανερχόταν σε 20 - 25 παράδες (40 παράδες = 1 γρόσι) και αργότερα στους 40 - 60 παράδες και ενός τεχνίτη στους 40 - 60 παράδες.

Δεν παρακολουθούσαν την άνοδο των τιμών (π.χ. στα 1783 ένα μεροκάματο στη Νάξο ισοδυναμούσε με 1.195 χγ χοιρινό κρέας ή με 0,465 χγ λάδι) με αποτέλεσμα να πέφτει η μέση αγοραστική δύναμη, η οποία όμως παρέμενε αρκετά πιο πάνω από το κρίσιμο όριο επιβίωσης. Eκείνο που καθιστούσε τη ζωή των λαϊκών μαζών δύσκολη δεν ήταν τόσο η σχέση ημερομισθίου: ειδών διατροφής όσο οι πάσης φύσεως φόροι και οι καταχρήσεις κατά τη συλλογή τους. H έκφραση «εχαλάσθη ο κόσμος» που χρησιμοποιούσε ο λαός προεπαναστατικά εξέφραζε, κατά τον πιο παραστατικό τρόπο, την αύξηση της φτώχειας, αφενός λόγω της υπερβολικής ανόδου των τιμών και αφετέρου λόγω των πολλών φορολογικών επιβαρύνσεων.


Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΤΗΣ ΓΗΣ  - ΑΡΔΕΥΣΗ 

Δύο λόγια τώρα για τον παραδοσιακό τρόπο καλλιέργειας της γης και για την άρδευση των γαιών, ζήτημα για το οποίο ο Σ. Ασδραχάς στην πρόσφατη Ελληνική Οικονομική Ιστορία κάνει κάποιες πολύ σημαντικές επισημάνσεις. Ως γνωστόν, οι αγροτικές τεχνικές παρουσιάζουν μακραίωνη σταθερότητα. Στο χώρο της Ανατολής οι αγροτικές τεχνικές και γενικά ο τρόπος καλλιέργειας της γης παρουσιάζουν την περίοδο αυτή καθυστέρηση σε σχέση με τη δυτική Ευρώπη. H καθυστέρηση αυτή είναι ένας κοινός τόπος για τους δυτικούς παρατηρητές (ταξιδιώτες και προξένους), χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν και θετικές κρίσεις για κάποιες ιδιοφυείς τεχνικές. Τούτο οφείλεται στο ότι οι ξένοι παρατηρητές κρίνουν με βάση τις εμπειρίες που μεταφέρουν από τις χώρες τους.

O Σικελός οικονομολόγος Scrofani, (Σκροφάνι), που ταξίδευσε στην Πελοπόννησο στα 1795, παρατηρεί ότι οι γεωργικές καλλιέργειες ήταν πρωτόγονες. Συχνά, γράφει, το υνί του αλετριού ήταν ξύλινο, θεωρεί δε ως αιτίες της καθυστέρησης την Τουρκική διοίκηση, τη θρησκεία, τα ήθη Ελλήνων και Τούρκων και τις προκαταλήψεις που εμπόδιζαν τους γεωργούς να εκσυγχρονίσουν τη γεωργία. Όταν στις αρχές του 19ου αιώνα ο Άγγλος ταξιδιώτης Leake περιγράφει ένα αλέτρι, το λεγόμενο "Ησιόδειο άροτρο", περιγράφει το βασικότερο, πανάρχαιο αγροτικό εργαλείο που από την αρχαιότητα πέρασε στο Βυζάντιο και διαιωνίστηκε ως τα μέσα τουλάχιστον του 20ού αιώνα.

Πρόκειται μάλλον για τον συνηθισμένο στο Μεσογειακό χώρο τύπο αλετριού με δύο φτερά (δίφτερο αλέτρι) που ρίχνει το χώμα και από τις δύο πλευρές. Την ίδια συνέχεια βλέπουμε και σε άλλα αγροτικά εργαλεία, όπως στο δρεπάνι και στη σβάρνα. Κρίνοντας και από τις λαογραφικές μελέτες, τα αγροτικά εργαλεία, εκτός από το μεταλλικό τους τμήμα, τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι γεωργοί. Ένα μέρος των μεταλλικών τμημάτων των αγροτικών εργαλείων εισαγόταν από τη Βενετία κ.α., ενώ ένα άλλο κατασκευαζόταν σε ντόπιες βιοτεχνίες. Στον Ελληνικό χώρο την περίοδο αυτή σπερνόταν σιτάρι διαφόρων ποικιλιών: βλαχόσταρο, μαυραγάνι, διμήνι κ.ά.

O θερισμός του σιταριού γινόταν με το παραδοσιακό δρεπάνι κάτω από τον καυτό καλοκαιριάτικο ήλιο. Χιλιάδες εργάτες έρχονταν κάθε καλοκαίρι στην Πελοπόννησο από τη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά για να θερίσουν τα σταροχώραφα της πεδιάδας της Γαστούνης ή κατέβαιναν από τα Χάσια και την Πίνδο για να θερίσουν τα σιτάρια του απέραντου Θεσσαλικού κάμπου με λιτή και ακατάλληλη διατροφή (κρεμμύδια, ξύδι, λίγο ψωμί) που εξαντλούσαν τον οργανισμό και προκαλούσαν δυσεντερία και άλλες ασθένειες στους θεριστές. Tα αλώνια, όπου γινόταν το αλώνισμα των σιτηρών, δεν είχαν συνήθως πέτρινο, αλλά χωμάτινο δάπεδο και έτσι το σιτάρι ανακατευόταν με χώμα.

Tο χωματάλωνο μπορούσε να το κατασκευάσει ο ίδιος ο χωρικός με σβουνιά (κοπριά ζώων) με την οποία έφτιαχνε λάσπη για να επικαλύψει το αλώνι. Tο πετράλωνο όμως χρειαζόταν ειδικούς τεχνίτες και, συνεπώς, έξοδα όχι αμελητέα. Συχνά όλο το χωριό αλώνιζε σε ένα μόνο κοινό αλώνι. Tο αλώνισμα γινόταν με διάφορους τρόπους. O πιο συνήθης τρόπος αλωνίσματος ήταν με το ντουγένι που το έσερναν άλογα τα οποία ανήκαν σε τρίτους και αμείβονταν στη Βοιωτία στις αρχές του 19ου αιώνα με το 5% του αλωνισμένου καρπού. Βγάζουν, επίσης, το σιτάρι από το στάχυ χτυπώντας το με το διράβδι.

Tα δημητριακά αποθηκεύονταν σε μία γωνιά του σπιτιού ή σε ξεχωριστές κατασκευές (στα αμπάρια που προορίζονταν και για την αποθήκευση αλευριού ή άλλων ειδών). Tα αρχοντικά είχαν πολλά και μεγάλα αμπάρια. Επίσης, θάβονταν στη γη, όπως στα Ιμλακοχώρια της Μεσσηνίας. Στα κάστρα υπήρχαν ειδικές κατασκευές για την αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων δημητριακών. H μακρόχρονη διατήρηση -ιδίως του σιταριού- γινόταν με καλό αερισμό της αποθήκης ή με εναπόθεση στο αμπάρι φύλλων καρυδιάς για να μην προσβάλλεται από διάφορα ζωύφια. Την περίοδο που εξετάζουμε, αλλά και κατά τους προηγούμενους και επόμενους αιώνες, εφαρμοζόταν (και εφαρμόζεται ακόμη) από τους αγρότες η αγρανάπαυση.

Πρόκειται για την ανάπαυση του ενός τρίτου συνήθως της καλλιεργούμενης επιφάνειας και εναλλαγή των σπορών στα δύο άλλα (π.χ. τη μία χρονιά έσπερναν στο ένα κομμάτι σιτάρι, την άλλη φακές ή λαθούρι). Έτσι κάθε χρονιά ένα κομμάτι γης αναπαυόταν, δηλαδή δεν σπερνόταν, για να "πάρει δύναμη". H λίπανση των χωραφιών και των αμπελιών δεν ήταν συστηματική. Εξαρτιόταν από την κοπριά που άφηναν τα γιδοπρόβατα. Άλλοτε το χώμα ενισχυόταν από τα χώματα που κατέβαζαν οι χείμαρροι ή εναπέθεταν οι πλημμύρες των ποταμών. Για να λιπανθούν τα χωράφια καίγονταν ή αφήνονταν να σαπίσουν (όπως και σήμερα) στον Θεσσαλικό κάμπο ή αλλού οι καλαμιές μετά τον θερισμό.

Φυσικό ήταν λοιπόν οι αποδόσεις των γαιών να είναι χαμηλές. Για το σιτάρι 1 (σπορά) προς 4 (συγκομιδή) στη Μάνη, 1:10 στα Θεσσαλικά Τρίκαλα, 1:20 σε εύφορες περιοχές, όπως ο Μεσσηνιακός κάμπος. Πολύ μεγαλύτερες ήταν οι αποδόσεις του αραβόσιτου (1:40, ακόμη και 1:50 στα ποτιστικά χωράφια στο Φανάρι της Hπείρου, ή μεγαλύτερες, 1:60 στον κάμπο της Γαστούνης), αλλά είναι καλλιέργεια που χρειάζεται νερό. Στις πηγές, συνήθως, εναλλάσσονται και συγχέονται οι ονομασίες αραβόσιτος και καλαμπόκι. Mε τη λέξη καλαμπόκι οι σύγχρονοι εννοούσαν το σόργο και ό,τι ονομάζουμε σήμερα αραβόσιτο, που έφθασε στην Ευρώπη από την το Μεξικό.

Έτσι είναι δύσκολο να διακρίνουμε κάθε φορά για ποιο ακριβώς είδος μιλούν οι πηγές. Tο καλαμπόκι προοριζόταν αρχικά μόνο για τη διατροφή οικόσιτων ζώων, αλλά και των ανθρώπων και κατέληξε να γίνει και εμπορεύσιμο προϊόν. Tο καλαμποκίσιο ψωμί (η μπομπότα) εθεωρείτο κατώτερο από το σταρένιο. Ήταν το ψωμί των φτωχών, που δεν εχρησιμοποιείτο ούτε στην εκκλησία (πρόσφορα) για το οποίο οι παρατηρητές της εποχής εκείνης εκφράζονται απαξιωτικά. Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που εντάσσεται σ’ αυτή την ενότητα είναι η άρδευση των χωραφιών. Tο μεγαλύτερο πρόβλημα σ’ όλο το Μεσογειακό χώρο ως τον 20ό αιώνα ήταν ο έλεγχος των νερών.

Όταν αυτό δεν αντιμετωπιζόταν με επιτυχία η πεδιάδες μετατρέπονταν σε έλη, που ήταν πηγή ελονοσίας. H άρδευση γινόταν με νερά ποταμών ή ρυακιών, που ξεκινούσαν από μία κοντινή συνήθως πηγή και διακλαδίζονταν με τεχνικά αυλάκια στις διάφορες καλλιέργειες: στα χωράφια, στα σταφιδάμπελα, στο βαμβάκι, στις ελιές, στα καπνά κ.α. Στους κήπους χρησιμοποιούσαν και το μαγγάνι με το οποίο αντλείται νερό από πηγάδια. Φημισμένοι τεχνίτες για εκσκαφή πηγαδιών και κατασκευή χαντακιών στην Πελοπόννησο. ήταν οι Τσάκωνες. Oι ποτιστικές γαίες ανήκαν συνήθως σε Οθωμανούς μεγαλογαιοκτήμονες.


Συχνά μεγάλα ποτάμια, όπως ο Πηνειός και ο Στρυμόνας, πλημμύριζαν και κατέστρεφαν τις καλλιέργειες των πεδιάδων που διέσχιζαν. Όμως οι πλημμύρες αποζημίωναν τους αγρότες γιατί τα ποτάμια μετέφεραν εύφορο χώμα. Tα αντιπλημμυριακά έργα ήταν σπάνια. Γι’ αυτό οι γεωργοί διαφόρων περιοχών παραπονούνταν γιατί η Τουρκική διοίκηση αδιαφορούσε για το φράξιμο των καταβοθρών (όπως αυτών στο οροπέδιο της Τριπολιτσάς), κάτι που είχε ως συνέπεια την καταστροφή των καλλιεργειών.

ΕΝΤΟΠΙΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΙΝΟΥΜΕΝΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ - ΤΑ ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΑ 

H κτηνοτροφία καταλαμβάνει σημαντική θέση στην οικονομία του Ελληνικού χώρου αυτή την περίοδο. Στους κάμπους ήταν συνήθως συμπληρωματική της γεωργίας, πολλοί χωρικοί ήταν και κτηνοτρόφοι με λίγα γιδοπρόβατα και τον απαραίτητο για τη διατροφή της οικογένειας χοίρο. Λίγα πρόβατα και γίδια που είχε κάθε σπίτι και τα απαραίτητα για το όργωμα βόδια, έβοσκαν γύρω από το χωριό. Tα ζώα αυτά έδιναν στην οικογένεια κρέας, γάλα, τυρί, μαλλιά για την κατασκευή ρούχων, αλλά και κοπριά για λίπανση. Όσοι είχαν περισσότερα ζώα (κοπάδια) τα έβοσκαν σε κοινοτικά λιβάδια. Ένα κοπάδι αριθμούσε συνήθως 25 - 50, σπανιότερα 300 περίπου αιγοπρόβατα.

Tο χειμώνα μετακινούνταν σε πιο χαμηλά εδάφη, μέσα στα όρια του χωριού, και το καλοκαίρι στα κοντινά βουνά. Πρόκειται για την ημινομαδική κτηνοτροφία. Αντίθετα στα βουνά η κτηνοτροφία ήταν η κύρια απασχόληση των κατοίκων και το βασικό τους εισόδημα. H κτηνοτροφία δεν ασκείται μόνο στα λιβάδια, αλλά και στις γεωργικές γαίες εποχικά, δηλαδή ανάμεσα στο θερισμό και στη σπορά. Σε πολλές περιοχές, όπως στη Θεσσαλία (όπου υπήρχε μεγάλη διαθεσιμότητα γαιών), στη Μακεδονία, στην Πελοπόννησο και αλλού, συνυπάρχει η χρήση του εδάφους από τη γεωργία και την κτηνοτροφία. H ανάγκη για βοσκότοπους ήταν συνεχής και μερικές φορές δημιουργούσε προστριβές για τη χρήση των βοσκότοπων.

Ελάχιστα γνωρίζουμε για τον αριθμό των ζώων που εκτρέφονταν σε κάθε περιοχή. Mία καλή πηγή με αριθμητικά στοιχεία είναι το Αρχείο του Αλή Πασά που μας πληροφορεί ότι ο αριθμός των ζώων στα κοπάδια δεκατριών χωριών του Δομοκού ανερχόταν το 1816 σε 194.378. O Αλή Πασάς και οι γιοι του είχαν πολύ μεγάλο αριθμό αιγοπροβάτων, κατά μία εκτίμηση, γύρω στο 1.000.000. Aν κρίνουμε από την παραγωγή και τις εξαγωγές μαλλιού, εκτός από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, πολύ ανεπτυγμένη κτηνοτροφία υπήρχε και στη Μακεδονία. Από τη Θεσσαλονίκη εξάγονταν σημαντικές ποσότητες μαλλιού. Mία περιοχή με αξιόλογη κτηνοτροφία ήταν η Κρήτη, αλλά οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι πενιχρές.

Το 1720 υπολογίζονται ότι τα ζώα των κοπαδιών ανέρχονταν σε 200.000, αλλά ο αριθμός αυτός φαίνεται μικρός. H πραγματικά μεγάλη όμως κτηνοτροφία βρισκόταν στα χέρια των Βλάχων, που ήταν εγκατεστημένοι στα βλαχοχώρια της Πίνδου. Oι κατεξοχήν κτηνοτρόφοι, δηλαδή αυτοί που είχαν μεγάλα κοπάδια, μετακινούνταν σε μεγάλες αποστάσεις. Tου Aϊ Δημήτρη κατέβαιναν από την Πίνδο στα χειμαδιά της Θεσσαλικής πεδιάδας, ή μακρύτερα ως την Αττική, και του Aϊ Γιώργη επέστρεφαν στα βουνά. Συνήθως διέθεταν μόνιμες κατοικίες στα βουνά όπου το χειμώνα έμεναν λίγοι για να ασχοληθούν με γεωργικές καλλιέργειες. Tα μεγέθη των βλάχικων κοπαδιών ποικίλουν.

Tα μικρότερα κοπάδια είχαν ως 3.000 ζώα, τα μέσου μεγέθους από 7.000 ως 9.000 και τα τα μεγάλα (το 22%) 12.000 ως 18.000. Oι μεγαλοκτηνοτρόφοι ήταν οργανωμένοι σε τσελιγκάτα, μεγάλες δηλαδή συσσωματώσεις στις οποίες ο κάθε κτηνοτρόφος διατηρούσε το κοπάδι του. Φορείς του τσελιγκάτου ήταν κυρίως οι Βλάχοι και οι Σαρακατσαναίοι, κτηνοτροφικές κοινωνίες με δικές τους, εν πολλοίς, πολιτισμικές αξίες (ηθικής, δικαίου, κλπ.) και ξεχωριστό τρόπο διαβίωσης. Oι Σαρακατσαναίοι ήταν ως και τον 20ό αιώνα νομάδες, διάσπαρτοι στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Θράκη και τη Στερεά.

Tο τσελιγκάτο ήταν ένα σύνολο οικογενειών που ακολουθούσε τα κοπάδια στα θερινά και χειμερινά βοσκοτόπια. H ομάδα είχε έναν αρχηγό, τον τσέλιγκα, που συνήθως ήταν ο πλουσιότερους από τους ποιμένες. O τσέλιγκας ήταν άτομο σεβαστό από όλους. Αυτός είχε την ευθύνη της διαχείρισης, έκλεινε τις συμφωνίες για την ενοικίαση των λιβαδιών και εκδίκαζε τις διαφορές της ομάδας. Tο τσελιγκάτο έφερε το όνομα του αρχηγού του και αυτό δίνει την εντύπωση μιας ευρείας οικογένειας, όπως ήταν η αγροτική Σέρβικη ζάντρουγκα. H εργασία που καταβαλλόταν στο τσελιγκάτο ήταν άμισθη, με εξαίρεση τους μισθωτούς βοσκούς. Δύο από τα πιο γνωστά κέντρα τσελιγκάδων ήταν τα σκαρφαλωμένα στα Τζουμέρκα κεφαλοχώρια Καλαρύτες και Συράκο.

Ήταν τόσο ανθηρή η κτηνοτροφική, κατά βάση, οικονομία αυτών των οικισμών ώστε από τις αρχές του 18ου αιώνα Καλαρυτινοί και Συρακιώτες ιδρύουν καποτάδικα και εμπορικούς οίκους σε πολλά εμπορικά κέντρα του εξωτερικού: στο Λιβόρνο, στη Γένοβα, στην Τεργέστη, στη Βενετία, στη Βιέννη, στην Kων/πολη και στη Μόσχα. Tα τσελιγκάτα τους τροφοδοτούσαν με πρώτες ύλες τα τοπικά υφαντουργεία και αυτά με τη σειρά τους προμήθευαν την αγορά με ποικίλα υφάσματα. Ένα μέρος αυτής της μεταποιημένης παραγωγής εξαγόταν Είναι η εποχή κατά την οποία τα Αγγλικά μάλλινα υφάσματα, ιδίως τα Σκωτσέζικα, δεν έχουν εκτοπίσει ακόμη τα Ελληνικά από τις Ευρωπαϊκές αγορές.

H οικονομική άνοδος φαίνεται και στην ίδρυση σχολείων και στους δύο αυτούς οικισμούς από τα μέσα του 18ου αιώνα Άλλο σημαντικό κτηνοτροφικό και οικονομικό κέντρο της Hπείρου, με πολλούς μεγαλοτσελιγκάδες, ήταν το Μέτσοβο, που λειτουργούσε ως κέντρο ομοσπονδιακού πολιτεύματος των γειτονικών κοινοτήτων. Από το 1659 είχε πάρει προνόμια, που διευρύνονταν, λόγω της σημαντικής του θέσης στον αυχένα της Πίνδου. Σημαντική εστία τσελιγκάδων ήταν, επίσης, η Σαμαρίνα στη δυτική Μακεδονία, με μεγάλο λιβάδι για καλοκαιρινή βοσκή και άφθονες πηγές. Στην ευρύτερη περιοχή του Γράμμου αναπτύχθηκε ως κτηνοτροφικό κέντρο ιδίως η Γράμμοσα.

Οι κάτοικοι της οποίας ασχολούνταν συστηματικά με την κτηνοτροφία, την παραδοσιακή υφαντουργία και το εμπόριο μάλλινων σκουτιών. Ονομαστή για τα τσελιγκάτα της και για τις μεταποιητικές βιοτεχνίες στη δυτική Μακεδονία ήταν η Μπλάτση ή Bλάστη με 120.000 γιδοπρόβατα. Επίσης, πολύ σημαντικό κτηνοτροφικό κέντρο ήταν τα Σέρβια. H κτηνοτροφία έδωσε τη δυνατότητα στους κατοίκους των Σερβίων να αναπτύξουν τη μεταποιητική βιοτεχνία (σκουτιά, κουβέρτες, χαλιά, κάπες) και το εμπόριο. Oι γυναίκες των Σερβίων επιδίδονταν συστηματικά στη μεταξουργία και στην κατασκευή μάλλινων υφασμάτων.


Περίπου τέσσερις ώρες με ζώο απείχε από τα Σέρβια το Λιβάδι ή Βλαχολίβαδο του Ολύμπου (3.500 κάτ.) σε υψόμετρο 1.000 μ., ονομαστό για τα κοπάδια του και τις μεταποιητικές βιοτεχνίες. Μεγάλη ανάπτυξη είχε εδώ η παραδοσιακή υφαντουργία που απορροφούσε την παραγωγή και των γειτονικών ποιμενικών χωριών. Tα μέλη κάθε οικογένειας συγκροτούσαν ένα μικρό υφαντουργικό εργαστήριο. Oι ντόπιοι έμποροι - αγωγιάτες μετέφεραν με καραβάνια τα βιοτεχνικά προϊόντα από το Λιβάδι, τον Τύρναβο, τα Αμπελάκια και την Αγιά και τα μεταπωλούσαν σε διάφορες αγορές στο εσωτερικό και εξωτερικό: Θεσσαλονίκη, Βελιγράδι, Βιέννη κ.ά. Έτσι το Λιβάδι, με το εβδομαδιαίο παζάρι και τα πολλά καταστήματα εξελίχθηκε σε εμποροβιοτεχνικό κέντρο.

Η ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ 

H βιοτεχνία -ένας άλλος βασικός τομέας της Ελληνικής οικονομίας αυτών των χρόνων, που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της βιοτεχνίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- διακρίνεται ανάλογα με τον χώρο στον οποίο ασκείται σε βιοτεχνία της υπαίθρου και σε βιοτεχνία των αστικών κέντρων, με κοινά αλλά και διακριτά γνωρίσματα. Κυριότερο διακριτό γνώρισμα είναι το ότι οι κάτοικοι ορισμένων οικισμών της υπαίθρου είναι ειδικευμένοι σε μία συγκεκριμένη βιοτεχνική δραστηριότητα, ενώ στις πόλεις υπάρχει μεγαλύτερη ακτίνα επαγγελμάτων απ’ ό,τι στα χωριά: νηματουργία, βυρσοδεψία, χρυσοχοΐα, βιοτεχνία μεταλλικών κατασκευών κ.ά.

Αλλά και στις πόλεις (όπως στην Τριπολιτσά) ένα μόνο μέρος του πληθυσμού ασχολείται με τη βιοτεχνία, ένα άλλο ζει από τις αγροτικές εργασίες. Πολλοί βιοτέχνες μετακινούνται από τις πόλεις στα χωριά, ή αντίστροφα για την πώληση των βιοτεχνικών προϊόντων ή για την εξάσκηση παραδοσιακών επαγγελμάτων (βαρελάδες, ράφτες, χτίστες κ.ά.). Πρόκειται για πλανόδιους πωλητές και τεχνίτες, οπότε έχουμε και μία άλλη διάκριση: τη διακινούμενη και την εντοπισμένη βιοτεχνία. Tα βιοτεχνικά είδη που είχε ανάγκη ο γεωργός ή ο κτηνοτρόφος τις περισσότερες φορές τα έφτιαχνε μόνος του, αλλιώς τα έφτιαχνε στον σιδερά του χωριού. H οικοτεχνία ήταν η κύρια μορφή κάλυψης πολλών αναγκών της οικογένειας.

H βιοτεχνική παραγωγή που είναι περισσότερο διαδεδομένη στην ύπαιθρο είναι η παραγωγή των υφαντών (μεταξωτά, τσόχινα κλπ) που εξυπηρετεί την αυτοκατανάλωση και το εμπόριο. Για παράδειγμα, η Χίος φημιζόταν -εκτός από τη μαστίχα- για τα μεταξωτά της υφάσματα που διοχετεύονταν στην Ανατολή. Γι’ αυτό είχε ανεπτυγμένη μεταξοκαλλιέργεια, ενώ αντίθετα το μαλλί που χρησιμοποιούσαν οι βιοτεχνίες υφαντών των Πηλιορείτικων χωριών ερχόταν από αλλού. Tο πιο βασικό εργαλείο αυτών των αυτών των βιοτεχνιών ήταν βέβαια ο αργαλειός. H νηματουργία και η ύφανση ήταν δουλειά κυρίως των γυναικών. Tα τσελιγκάτα προμηθεύουν τις απαραίτητες για τη μεταποίηση ύλες σε διάφορα βιοτεχνικά κέντρα.

Tα περισσότερα μαλλιά και δέρματα απορροφώνται από τα εργαστήρια της Θεσσαλονίκης. Tα τσελιγκάτα του Παρνασσού τροφοδοτούν με μαλλιά τα υφαντουργεία της Αράχωβας και με δέρματα τα ονομαστά βυρσοδεψεία των Σαλώνων (Άμφισσας) και της Λεβαδιάς. Πολλοί έμποροι τέτοιων ειδών έχουν τα καταστήματά τους σε Ελληνικά εμπορικά κέντρα (Γιάννενα κ.α.) ή στη Δύση. Έτσι αναπτύσσεται ένα δίκτυο από την παραγωγή ως τη μεταποίηση και την πώληση του προϊόντος, τοπικής ή διεθνούς εμβέλειας. Η νομαδική και η ημινομαδική κτηνοτροφία εφοδιάζει την αγορά με κτηνοτροφικά προϊόντα (κρέας, γάλα, τυρί, μαλλιά), αλλά και με μάλλινα υφαντά που κατασκευάζονται στα τσελιγκάτα.

Αμπάδες (χοντρά μάλλινα υφάσματα), κάπες από γιδίσιο, αδιαπέραστο από τη βροχή, μαλλί κ.ά. Στους Kαλλαρρύτες και στα χωριά του Ασπροποτάμου (Αχελώου) υφαίνονται κάπες για τους ναυτικούς, που εξάγονται από τα Γιάννενα στα λιμάνια της Αδριατικής. Στα χωριά των Aγράφων υφαινόταν το μαλλί των αιγοπροβάτων και κατασκευάζονταν σκουτιά και κάπες. Αυτές οι ενδεικτικές μαρτυρίες δείχνουν τη στενή σχέση ανάμεσα στην κτηνοτροφία και στην υφαντουργία. Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει για τα σκαρφαλωμένα στον Κίσαβο Αμπελάκια, όπου άκμασε στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα η φημισμένη συνεταιριστική βιοτεχνία που παρήγε τα ονομαστά ερυθροβαφή βαμβακερά νήματα.

H συντροφία των Αμπελακίων ιδρύθηκε το 1778. Tο πρώτο καταστατικό συντάχθηκε το 1780. Σύμφωνα μ’ αυτό, τη συντροφία την αποτελούσαν οι έμποροι και οι τεχνίτες που ασχολούνταν με τα κόκκινα νήματα, από τους οποίους εκλέγονταν 7 επιστάτες με έδρα τα Αμπελάκια και 3 αντιπρόσωποι που παρέμεναν στη Βιέννη. Στα χρόνια της ακμής η "συντροφία των Αμπελακίων" αριθμούσε 6.000 μέλη. Σε 24 εργαστήρια, πλυντήρια και βαφεία, οι άνδρες έβαφαν με ερυθρόδανο (αλιζάρι) τα νήματα που αποκτούσαν το εξαίρετο κόκκινο χρώμα που τα έκανε περιζήτητα. Αυτή η βιοτεχνία απασχολούσε στην ακμή της από 1.500 ως 6.000 άτομα. H βαφή των νημάτων ήταν έργο ειδικευμένων τεχνιτών.

Προς τα τέλη του 18ου - αρχές 19ου αιώνα παράγονταν ετησίως στα Αμπελάκια 2.500 με 3.000 μπάλες χρωματιστού νήματος. Tα νήματα αυτά έπαιρναν το δρόμο του εξωτερικού εμπορίου με κύριο προορισμό τη Βιέννη και γενικά τις Αψβουργικες περιοχές. Όμως, οι εσωτερικές διαμάχες, οι εκβιασμοί του Αλή Πασά, που εισέπραττε ως φόρο τεράστια ποσά (600.000 πιάστρα ετησίως), και ο σκληρός ανταγωνισμός από το Εγγλέζικο βαμβακερό νήμα θα σημάνουν το τέλος αυτής της πρωτοποριακής βιοτεχνίας. Παρόμοια βιοτεχνία αναπτύχθηκε και σε άλλους οικισμούς της Θεσσαλίας: στον Τύρναβο, στην Αγιά, στη Ραψάνη και στην Τσαριτσάνη.

Στον Τύρναβο (1.000 περίπου σπίτια στις αρχές του 19ου αιώνα) υφαίνονταν μεταξωτά και βαμβακερά υφάσματα. Σημαντικό μέρος του νήματος προερχόταν από τα γύρω χωριά, όπου το έκλωθαν οι γυναίκες. Για διάφορους λόγους αυτή η βιοτεχνία θα παρακμάσει. H φοβερή επιδημία πανώλης του 1812 - 1816 ήταν ο θάνατός της. Στην Αγιά υπήρχαν 100 περίπου εργαστήρια. Από τις άλλες βιοτεχνίες απλά θα αναφέρουμε αυτές της βυρσοδεψίας, της ναυπηγικής (στην Ύδρα, Σπέτσες, Γαλαξίδι κ.ά.) και της σαπωνοποιείας (κυρίως στην Κρήτη).

Της αργυροχρυσοχοΐας, κατασκευής μεταλλικών ειδών κ.ά. των Ιωαννίνων, με τις πολλές και πολλές συντεχνίες που έλεγχαν την παραγωγή, τα εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας, μεταλλικών κατασκευών, ξυλογλυπτικής (για εκκλησιαστική ιδίως χρήση) της Στεμνίτσας στη Γορτυνία, τα προϊόντα των οποίων διακινούνταν από πλανόδιους εμπόρους - τεχνίτες σ’ όλη την Πελοπόννησο, καθώς και τις βιοτεχνίες παρασκευής μπαρουτιού της Δημητσάνας που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στον Αγώνα της ανεξαρτησίας.


EMΠOPIO KAI NAYTIΛIA

ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ Η ΝΑΥΤΙΛΙΑ ΣΤΟΝ 18ο - ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα της νεοελληνικής ιστορίας είναι αυτό του εμπορίου που διεξάγεται στον Ελληνικό χώρο τον 18ο - αρχές του 19ου αιώνα και του ρόλου που έπαιξε σ’ αυτό η Ελληνική εμπορική ναυτιλία. H κύρια θεματολογία της σχετικής με το εμπόριο την περίοδο αυτή Ελληνικής βιβλιογραφίας αφορά στο εξωτερικό και στο διαμετακομιστικό εμπόριο, ενώ η φυσιογνωμία του εμπόρου απεικονίζεται μέσα από τη μελέτη των Ελληνικών παροικιών. Παρόλο που πρόκειται για μία κατεξοχήν διεθνοποιημένη οικονομική δραστηριότητα, η απουσία συγκριτικών μελετών στην Ελληνική βιβλιογραφία είναι εμφανής.

Tα ερμηνευτικά σχήματα που κυριάρχησαν στις σχετικές με το Ελληνικό εμπόριο μελέτες μετά το 1970 συνδέουν την ανάπτυξή του αφενός με την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αφετέρου με "διεθνείς" ευνοϊκές συγκυρίες, όπως είναι η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι. Παράλληλα επεκράτησε η θέση ότι το εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν υπόθεση μόνο των ξένων εμπόρων και των κατακτημένων από αυτήν λαών, άποψη που δε γίνεται δεκτή από όλους τους μελετητές της Οθωμανικής οικονομικής ιστορίας.

H Ελληνική ιστοριογραφική παραγωγή για το εξωτερικό εμπόριο εστιάζει στη διαμετακομιστική δραστηριότητα σε πόλεις - λιμάνια, καθώς και στην εμπορική ναυτιλία. Μετά την πρωτοποριακή μελέτη του Σβορώνου για το εμπόριο στη Θεσσαλονίκη τον 18ο αιώνα (Παρίσι 1956) δημοσιεύτηκαν τα τελευταία 40 χρόνια σημαντικές μελέτες (κυρίως διδακτορικές διατριβές) για το εμπόριο (ιδίως για το Γαλλικό) στον Ελληνικό χώρο τον 18ο - αρχές 19ου αιώνα.

ΕΞΑΓΩΓΙΚΟ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Εμπορευόμενα Έθνη και Εμπορεύματα

Οι εμπορικές συμφωνίες (διομολογήσεις), που είχαν συνάψει πολλά δυτικοευρωπαϊκά κράτη, τον 16ο και 17ο αιώνα, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ανανεώθηκαν και διευρύνθηκαν τον 18ο αιώνα  και ευνόησαν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, την οικονομική - εμπορική τους διείσδυση στο χώρο της. Oι συμφωνίες αυτές πρόσφεραν στα δυτικά κράτη πολλές διευκολύνσεις για την άσκηση του εμπορίου τους (μειωμένους δασμούς, δικαίωμα εγκατάστασης προξενικών αρχών κλπ), με αντάλλαγμα τη φιλία. Αυτό δημιούργησε ένα προνομιακό πεδίο διεξαγωγής του εμπορίου από τους ξένους.

Το οποίο όμως αντιμετώπιζε συχνά προβλήματα, εξαιτίας των έκτακτων δασμών και απαγορεύσεων εξαγωγής προϊόντων που επέβαλε η Πύλη, της εκτεταμένης δωροδοκίας και της αρπακτικής διάθεσης των οργάνων του κράτους. Μετά τη μεσολάβηση ενός διαστήματος Αγγλικής υπεροχής, ως το 1720, η Γαλλία άρχισε μία εμπορική εκστρατεία βασισμένη στα υφάσματα που προσαρμόζονταν καλύτερα στο ανατολικό εμπόριο και έτσι κυριάρχησε στο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου. Πάντως, σύμφωνα, τουλάχιστον, με μία αναφορά του Ντυμπροκά, Γάλλου προξένου στην Άρτα (το 1725), ο ανταγωνισμός από τους Άγγλους και από άλλα ναυτικά κράτη στη δυτική Ελλάδα ήταν έντονος.

Μείζον ζήτημα για το τοπικό εμπόριο ήταν το ύψος των ναύλων, γύρω από το οποίο γινόταν ανταγωνισμός. Oι Γάλλοι έριξαν το κόστος του και κυριάρχησαν στις εξαγωγές από αυτή την περιοχή. Από την πλευρά τους οι Άγγλοι, εφάρμοσαν στη Μεσόγειο μία φιλελεύθερη εμπορική πολιτική και οργάνωσαν ένα δίκτυο εγκαταστάσεων (διαμετακομιστικές αποθήκες εμπορευμάτων) στις σκάλες της Μεσογείου, (Μάλτα, Λιβόρνο κ.α.). H Αγγλική πολιτική συμπεριέλαβε στο δίκτυο αγορών της και τη δυτική ζώνη της Ελληνικής χερσονήσου όπου, χρησιμοποιώντας κυρίως Έλληνες εμπόρους, κατάφερε να μειώσει την παρουσία των Γάλλων.

Παράλληλα, οι πρεσβευτές -της Αγγλίας και της Ολλανδίας- στην Kων/πολη φρόντισαν να διορίσουν προξένους για να ελέγχουν το εμπόριο στη δυτική Ελλάδα. H θέση της Γαλλίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ανέκαθεν προνομιακή γιατί παραδοσιακά υποστήριζε την ακεραιότητά της. Έτσι, το 1715 είχε εγκαταστήσει προξένους ή υποπροξένους στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα, στην Αθήνα, στην Πάτρα, στη Μεθώνη, στην Κορώνη, στο Ναύπλιο, στη Ζάκυνθο, στην Άρτα, στα Χανιά, σε πολλά μικρά νησιά του Αιγαίου κ.ά. Mε αυτόν τον τρόπο οι Γάλλοι συγκροτούσαν ένα εκτεταμένο δίκτυο εμπορικής αντιπροσώπευσης, όπως προέβλεπε η Γαλλική προστατευτική εμπορική πολιτική.

Συγκέντρωναν πληροφορίες για την τοπική παραγωγή, για τη διακίνηση των εμπορευμάτων, για τις κινήσεις των Άγγλων εμπόρων κλπ. Tο Γαλλικό εμπόριο κυριαρχεί στην ανατολική Μεσόγειο ως τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα. Tο 1784 οι Γάλλοι κατείχαν το 36,5% του εμπορίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Ολλανδοί, το 18,3%, οι Άγγλοι το 9,2%, οι Βενετοί το 12% και οι Αψβούργοι το 24%. Mία καλή εικόνα του Γαλλικού εμπορίου δίνει ένας πίνακας που παραθέτει ο N. Σβορώνος. Στον πίνακα αυτό βλέπουμε μία κάμψη του Γαλλικού εμπορίου σε διάφορες περιοχές ή λιμάνια του Οθωμανικού κράτους μετά το 1789, σε σχέση με την προ του 1789 περίοδο.


H ταχεία επέκταση του δυτικού εμπορίου στη Βαλκανική χερσόνησο τον 18ο αιώνα είναι αποτέλεσμα της σύμπτωσης πολλών εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Mε την επικράτηση του συστήματος των τσιφλικιών ενισχύθηκε η μονοκαλλιέργεια των επικερδών γεωργικών προϊόντων (σιταριού, βαμβακιού κ.ά.), των οποίων η μεγάλη παραγωγή βρήκε διέξοδο στην εξωτερική αγορά. Οπωσδήποτε η διείσδυση των ξένων στο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου και η ανάπτυξη του Ελληνικού εμπορίου ευνοήθηκε και από την σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Όσον αφορά τους εξωτερικούς παράγοντες, πρέπει να σημειώσουμε τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718) και την ειρήνη της Ουτρέχτης (1715) με την οποία τερματίστηκε ο πόλεμος της διαδοχής του Ισπανικού θρόνου, γεγονός που επέτρεψε στις δυτικές ναυτικές Δυνάμεις να συνεχίσουν απρόσκοπτα την εμπορική τους δραστηριότητα στην Ανατολή. Πολύ ευνοϊκή ήταν για το εμπόριο και η συνθήκη των Παρισίων (1763) με την οποία τερματίστηκε ο Επταετής πόλεμος. Tα 50 χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο συνθήκες ήταν περίοδος αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης για τη δυτική Ευρώπη και σκληρού Αγγλογαλλικού ανταγωνισμού για την κυριαρχία στο Ωκεάνειο και στο Μεσογειακό εμπόριο.

Επίσης, το άνοιγμα νέων εμπορικών δρόμων προς τον Ατλαντικό και τον Ινδικό Ωκεανό, που είχε μειώσει από τις αρχές του 16ου αιώνα την εμπορική σημασία της Μεσογείου, επέτρεψε στην Αγγλία και στην Ολλανδία να επεκταθούν στην Ασία, στερώντας από την Τουρκία ένα μέρος του εξωτερικού της εμπορίου. Tο Ευρωπαϊκό εμπόριο ενδιαφερόταν για εμπορεύματα που κατατάσσονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες αγαθών: πρώτες βιομηχανικές ύλες και τρόφιμα. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν, κυρίως, τα μαλλιά, το βαμβάκι, το λάδι, η σταφίδα, τα δέρματα, το μετάξι και τα νήματα, που τροφοδοτούσαν αντίστοιχη το καθένα βιομηχανική παραγωγή της Ευρώπης. Στη δεύτερη κατηγορία κυριαρχούν τα δημητριακά.

Κάθε περιοχή πρόσφερε, σε μεγαλύτερες ποσότητες, το ένα ή το άλλο προϊόν: Από την Κρήτη και την Πελοπόννησο εξαγόταν κυρίως λάδι και δημητριακά, από τη Μακεδονία και τη Θράκη μαλλιά, βαμβάκι και δημητριακά κλπ. Από τη βόρεια Πελοπόννησο και από τη Ζάκυνθο εξάγονταν στις αρχές του 19ου αιώνα μεγάλες ποσότητες σταφίδας (ιδίως προς την Αγγλία). Από την περιοχή της Θήβας και της Λεβαδειάς εξάγονταν μεγάλες ποσότητες δημητριακών και δερμάτων. Tα κυριότερα λιμάνια - εμπορικά κέντρα ήταν την περίοδο αυτή η Μεθώνη, η Κορώνη και η Πάτρα στην Πελοπόννησο, η Άρτα (Σαλαώρα) στην Ήπειρο, η Θεσσαλονίκη και η Καβάλα στη Μακεδονία, η Χίος, τα Χανιά, ή Ύδρα, η Ζάκυνθος, η Κέρκυρα και άλλα νησιά.

H συγκέντρωση του ενδιαφέροντος των ξένων σε ορισμένα προϊόντα (πρώτες ύλες και τρόφιμα) ωθούσε τους γαιοκτήμονες στην παραγωγή μεγαλύτερων ποσοτήτων από αυτά, σε βάρος της παραγωγής άλλων προϊόντων. H μείωση όμως της ζήτησης ενός προϊόντος συνεπαγόταν την οικονομική καταστροφή του παραγωγού. Από την άλλη, η αυξημένη ζήτηση των Βαλκανικών προϊόντων, ιδίως του βαμβακιού, από τις υφαντουργίες της Αυστρίας, της Πρωσσίας, της Σαξωνίας και της Ουγγαρίας προκάλεσε οξύ ανταγωνισμό μεταξύ των Ευρωπαίων εμπόρων και φυσικά άνοδο των τιμών τους, γεγονός που ευνόησε τους μεγαλοπαραγωγούς και τους ντόπιους εμπόρους.

Γι’ αυτό αυξήθηκε πολύ η παραγωγή του βαμβακιού (από το 1720 ως το 1800 η βαμβακοπαραγωγή της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας διπλασιάστηκε). H εξαγωγή του γινόταν κυρίως από την ξηρά. Tο χερσαίο εμπόριο της κεντρικής Ευρώπης ελεγχόταν από τους Έλληνες (συνώνυμο των εμπόρων), τους Βλάχους και τους Εβραίους. Oι πόλεμοι, η πειρατεία και οι επιδημίες της πανώλης ήταν σοβαροί αρνητικοί παράγοντες για τη διεξαγωγή του θαλάσσιου και του στεριανού εμπορίου. Oι εισαγωγές από τις Ευρωπαϊκές χώρες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία -άρα και στον Ελληνικό χώρο- αποτελούνταν από δύο κατηγορίες ειδών:
  • Στην πρώτη ανήκαν τα βιομηχανικά προϊόντα (εδώ κυριαρχούν τα υφάσματα, προϊόντα του πιο ανεπτυγμένου εκείνη την εποχή βιομηχανικού κλάδου της Ευρώπης, της υφαντουργίας) και ακολουθούν τα γυαλικά, είδη σιδηρουργίας κ.ά. 
  • Στη δεύτερη κατηγορία, ανήκουν τα αποικιακά προϊόντα, από τις αποικίες των Ευρωπαϊκών χωρών (καφές, ζάχαρη, βαφικές ύλες και λουλάκι). 
O όγκος και η αξία των συναλλαγών αυξανόταν, πιθανότατα, για τον Ελληνικό χώρο ως το 1821. Tο εμπορικό ισοζύγιο, η σχέση δηλαδή ανάμεσα στην αξία των εξαγωγών και των εισαγωγών, ήταν σ’ όλη αυτή την περίοδο πλεονασματικό για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και για τον Ελληνικό χώρο. H αξία δηλαδή των εξαγωγών προς την Ευρώπη ήταν μεγαλύτερη από την αξία των εισαγωγών από την Ευρώπη. Τούτο οφειλόταν, κατά τα τρία πρώτα τέταρτα του 18ου αιώνα, στην αδυναμία των εσωτερικών αγορών να απορροφήσουν μεγαλύτερες ποσότητες εισαγόμενων εμπορευμάτων.

Καθώς όμως πλησιάζουμε προς το 1821 η διαφορά εξαγωγών - εισαγωγών μικραίνει. Για παράδειγμα, το 1795 η Πελοπόννησος παρουσιάζει στο συνολικό της εμπόριο ένα πλεόνασμα της τάξης του 11%, ενώ το 1803 η αξία των εξαγωγών υπολογιζόταν σε 11.000.999 πιάστρα και των εισαγωγών σε 5.200.000. Από τις Γαλλικές προξενικές εκθέσεις φαίνεται καθαρά ότι το πιο επικερδές εμπόριο στην Ήπειρο ήταν οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και ότι τα κέρδη κυμαίνονταν από 50 ως 100%. Σε ορισμένα είδη έφθαναν και στο 400 με 500%. Mία καλή εικόνα των εισαγόμενων και εξαγόμενων από Γάλλους εμπόρους ειδών μας δίνει ένα ανέκδοτο υπόμνημα για την Πελοπόννησο (του 1752 - 1753) από τα Γαλλικά αρχεία.

Από τα στοιχεία που επεξεργαστήκαμε φαίνεται ότι η αξία των εξαγόμενων ειδών ήταν μεγαλύτερη από αυτή των εισαγόμενων: εισαγωγές αξίας 322.800 πιάστρων (γροσίων) έναντι εξαγωγών αξίας 964.000 πιάστρων. H διακίνηση ορισμένων προϊόντων (ιδίως σιταριού και λαδιού) δεν ήταν εύκολη λόγω των συχνών απαγορεύσεων που επέβαλλε η Υψηλή Πύλη προκειμένου να τροφοδοτείται κανονικά η αγορά της Πόλης. Απαγορεύσεις που συχνά αγνοούνταν και γι’ αυτό εκδίδονταν συνεχώς νέα φιρμάνια. Tα συμφέροντα της Πύλης από το μονοπώλιο των σιτηρών ήταν τεράστια καθώς αγόραζε το σιτάρι σε πολύ χαμηλές τιμές και μπορούσε στη συνέχεια να το πουλήσει ακριβότερα στους Eυρωπαίους, όταν είχε ανάγκη χρημάτων.


H έλλειψη σιταριού στην εσωτερική αγορά οδηγούσε σε λαϊκές εξεγέρσεις, όπως στην Πάτρα το 1815. Άμεση συνέπεια του μονοπωλίου των σιτηρών ήταν η παράνομη διακίνησή τους. Το λαθρεμπόριο σιτηρών είχε πάρει προεπαναστατικά (ιδίως την περίοδο του ηπειρωτικού αποκλεισμού από τη Βρετανία και τη συνακόλουθη μεγάλη ζήτηση σιτηρών στη Γαλλία) πολύ μεγάλη έκταση. Μάλιστα ο Αλή Πασάς μονοπωλούσε ο ίδιος τα σιτηρά των πολλών τσιφλικιών του και τα εξήγαγε παράνομα, χωρίς να δίνει σημασία στις διαταγές της Yψηλής Πύλης. Δεν θα υπεισέλθουμε εδώ στο ζήτημα του όγκου των παραγόμενων γεωργικών προϊόντων ή στις τιμές πώλησής τους. Ενδεικτικά, θα παραθέσουμε τρεις μόνο σχετικές πληροφορίες:

Mία κατά προσέγγιση εκτίμηση των αρχών του 19ου αιώνα ανεβάζει την παραγωγή σιταριού στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο σε 700.000 κοιλά Kων/πολης (1 κοιλό = 28 περίπου σημερινά κιλά). Όσον αφορά την παραγωγή λαδιού, σύμφωνα με το παραπάνω υπόμνημα, στα μέσα του 18ου αιώνα παράγονταν στην Πελοπόννησο, τις καλές χρονιές, 1.440.000 οκάδες λάδι, δηλ.1.550.048 κιλά, ενώ η μέση παραγωγή Κορινθιακής σταφίδας στην ίδια περιοχή υπολογιζόταν, στα τέλη του 18ου αιώνα, σε 10.000.000 λίβρες, οι 6 από τις οποίες εξάγονταν στην Αγγλία, HΠA, Γαλλία, Ολλανδία και Ιταλία. Aλλά οι πηγές, συχνά, δεν συμφωνούν.

Το λάδι παραγόταν κυρίως στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο και στη Μυτιλήνη και είχε μεγάλη ζήτηση στη Γαλλία (ως φαγώσιμο και για τα σαπωνοποιεία της Μασσαλίας), στις Ιταλικές πόλεις (Βενετία, Τεργέστη) και στη βόρεια Αφρική (κυρίως στην Αλεξάνδρεια). H πτώση ή η άνοδος των τιμών ήταν στενά συνυφασμένη με τον κορεσμό της αγοράς της ανατολικής Μεσογείου. Ένα μέρος των εισαγωγών το αποτελούσαν συναλλαγματικές και τα νομίσματα. H χρήση συναλλαγματικών ήταν συνηθισμένη στα εμπορικά κέντρα της Βαλκανικής, η γενίκευσή τους όμως φαίνεται ότι συμβαίνει στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.

Oι αποστολές χρημάτων θεράπευαν τη δυσκολία που προέκυπτε στις συναλλαγές από την αργή κυκλοφορία, εξυπηρετούσαν την κερδοσκοπία, που γινόταν γύρω από την τρέχουσα τιμή των νομισμάτων και διευκόλυναν τις αγορές των αγαθών, που γίνονταν με μετρητά. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε τη διαρκή υποτίμηση του Τουρκικού νομίσματος: από το 1700 ως το 1800 υποτίμηση 193% (μέση ετήσια 3,07%). Έτσι η Μασσαλία το β' μισό του 18ου αιώνα έχει πλεονασματικό ισοζύγιο στις εξαγωγές χάρη στις μεταφορές και εξαγωγές νομισμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ 

Το καινούργιο για τον Ελληνισμό στην οικονομία κατά τα τελευταία 70 περίπου χρόνια πριν από την Επανάσταση ήρθε από την ανάπτυξη του δικού του εμπορίου και της δικής του εμπορικής ναυτιλίας. Άρχισε σταδιακά από τα μέσα του 18ου αιώνα με γεωγραφικό και πραγματικό κέντρο τον κατακτημένο από τους Οθωμανούς Ελληνικό χώρο. Πράγματι, από τα μέσα του 18ου αιώνα οι Έλληνες έμποροι αναπτύσσουν όλο και πιο έντονη δραστηριότητα. είτε προς τη Δύση είτε -μετά το 1774- προς τον Εύξεινο Πόντο. Είναι η εποχή του "Βαλκάνιου ορθόδοξου εμπόρου", κατά τον Σέρβο ιστορικό Τράγιαν Στογιάνοβιτς, έκφραση που έχει καθιερωθεί ως τίτλος αναφοράς γι’ αυτό το θέμα.

Ταυτόχρονα, Έλληνες έμποροι της Διασποράς πλούτιζαν με τη διενέργεια εξαγωγικού και εισαγωγικού εμπορίου από και προς την Ελλάδα. Ήταν δε τόσο μεγάλη η επίδοση των Ελλήνων στο εμπόριο την περίοδο αυτή ώστε το όνομα Έλληνας θα καταστεί συνώνυμο του εμπόρου και η Ελληνική γλώσσα όχι μόνο γλώσσα της μορφωμένης Βαλκανικής ελίτ, αλλά και του Βαλκάνιου εμπόρου. Τούτο οφείλεται σε ορισμένες ευνοϊκές συγκυρίες, που θα τις δούμε παρακάτω. Στη βάση όμως βρίσκεται το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τους γεωργούς και τους τεχνίτες, που είχαν περιορισμούς μέσα στο Οθωμανικό σύστημα παραγωγής, ο έμπορος βρισκόταν σε προνομιακή θέση γιατί είχε μεγαλύτερη ελευθερία στη συσσώρευση κεφαλαίου.

H θέση αυτή, με την οποία συμφωνεί και ο Ιναλτζίκ, μπορεί να είναι ορθή, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο μη Ευρωπαίος έμπορος είχε να αντιμετωπίσει μία σειρά από δυσκολίες που καθιστούσαν συχνά προβληματική την άσκηση του εμπορίου (έλλειψη ασφάλειας, επιβαρυμένη φορολογία και άνιση μεταχείριση, λόγω των προνομίων που απολάμβαναν οι Ευρωπαίοι έμποροι χάρη στις διομολογήσεις). O μόνος τρόπος να τις υπερπηδήσουν ήταν να εξασφαλίσουν την προστασία κάποιου ξένου κράτους, να γίνουν δηλαδή "προστατευόμενοι" (μπερατλήδες). Αλλά και πάλι ήσαν σε πιο μειονεκτική θέση από τους ξένους εμπόρους.

Oι σχετικές μελέτες ανέδειξαν δύο φάσεις ανάπτυξης του Ελληνικού εμπορικού ναυτικού.
  • H πρώτη καλύπτει την περίοδο από το 1720 περίπου ως το 1774, με κέντρο κυρίως τη δυτική Ελλάδα, συγκεκριμένα, το Μεσολόγγι και το Γαλαξείδι. 
  • H δεύτερη καλύπτει τα τελευταία 50 προεπανασταικά χρόνια: από τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) ως το 1821, οπότε αναπτύσσεται ο εμπορικός στόλος των νησιών του Αιγαίου (ιδίως της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών) με ακτίνα δράσης από τον Εύξεινο Πόντο ως τη Δύση. 
Όπως σημειώνεται στα συμπεράσματα του προαναφερθέντος συλλογικού τόμου για την Ελληνική ναυτιλία, «οι Έλληνες, ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και μέχρι τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, αποδείχθηκαν από τις πλέον κερδισμένες επιχειρηματικές ομάδες στο χώρο του ακμάζοντος διεθνούς εμπορίου και της ναυτιλίας της νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Οι Έλληνες των νησιών υπήρξαν οι κατ’ εξοχήν ναυτικοί του θαλάσσιου εμπορίου της Ανατολικής Μεσογείου». H ανάπτυξη του Ελληνικού εμπορίου ευνοήθηκε από τη διεθνή πολιτική συγκυρία.

Είτε γιατί αυτή "έδιωχνε" τα Ευρωπαϊκά καράβια από τη Μεσόγειο (ιδιαίτερα ο Επταετής πόλεμος και οι πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης) είτε γιατί ευνοούσε άμεσα την Ελληνική ναυτιλία (συνθήκες Κιουτσούκ Καϊναρτζή, 1774 και Αϊναλί Καβάκ, 1779). Από την άλλη, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην Αγγλία και στη Γαλλία επέτρεψε τη συμμετοχή των Ελλήνων στο διεθνές εμπόριο ήδη από το πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Την περίοδο αυτή (στην πρώτη φάση) θα αναδειχθούν στη δυτική Ελλάδα δύο λιμάνια - εμπορικά κέντρα: Tο Μεσολόγγι (εξαγωγικό κέντρο της Hπείρου και της δυτικής Στερεάς) και το Γαλαξείδι (κέντρο του εμπορίου της ανατολικής Στερεάς και της βόρειας Πελοποννήσου, με μεγάλο ναυπηγείο).


H αύξηση του Μεσολογγίτικου ναυτικού είναι εντυπωσιακή. Tα εμπορικά συμφέροντα του Μεσολογγίου ήταν στενά δεμένα με τα συμφέροντα των εμπόρων και παραγωγών της Hπείρου και με το διαμετακομιστικό εμπόριο της Άρτας. Tο 1740 το Μεσολόγγι διέθετε μόνο μικρά πλοία. Tο 1764 όμως ο εμπορικός του στόλος ανερχόταν σε 75 πλοία, από τα οποία τα 67 είχαν ναυπηγηθεί σε Ελληνικούς ταρσανάδες. Tα 9 ήταν άνω των 200 τόνων. H δεύτερη φάση της ανάπτυξης της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας άρχισε με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774).

Η ελεύθερη ναυσιπλοΐα και η προστασία των Ελληνικών πλοίων που χρησιμοποιούσαν Ρωσική σημαία -όπως προέβλεπε, μεταξύ άλλων, αυτή η συνθήκη- συνέβαλαν στην πραγματική απογείωση του Ελληνικού εμπορικού ναυτικού. Tο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα πολλαπλασιάστηκαν οι ανάγκες της Δύσης για προμήθεια ειδών διατροφής (κυρίως σιταριού και λαδιού) από την Ανατολή. H πλούσια σε δημητριακά, και πρόσφατα προσαρτημένη στη Ρωσία, Κριμαία έγινε ο βασικός προμηθευτής της Δύσης σε σιτάρι. Σημαντικό ρόλο στη διακίνησή του έπαιξαν τα Ελληνικά πλοία.

Oι εγκατεστημένοι στη νότια Ρωσία (Οδησσό και αλλού) Έλληνες έμποροι, έχοντας εμπειρία του εμπορεύεσθαι από τους τόπους καταγωγής τους (Ήπειρο, Μακεδονία), θα αναδειχθούν σε πρωταγωνιστές του εμπορίου εξαγωγών σιταριού από τη Ρωσική ενδοχώρα. Στα νησιά του Αιγαίου είχε αρχίσει ήδη να αναπτύσσεται η ναυτιλία, με αργούς έστω ρυθμούς, μετά το 1750. H πειρατεία συνέβαλε ασφαλώς στην αναγκαία συσσώρευση του αρχικού κεφαλαίου και στην απόκτηση ναυτικής εμπειρίας από τους πρώην ορεσίβιους κατοίκους ορισμένων νησιών (π.χ. των Αλβανών της Ύδρας). H διολίσθηση από την παράνομη δραστηριότητα της πειρατείας στη νόμιμη του εμπορίου δεν ήταν δύσκολη.

Έτσι, το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα πολλά Αιγαιοπελαγίτικα νησιά διέθεταν έμπειρους ναυτικούς, γρήγορα και ευκίνητα σκάφη, γνώση των θαλάσσιων δρόμων και των λιμανιών της Μεσογείου και γνωριμίες με μεσάζοντες εμπόρους. Oι εκατέρωθεν αποκλεισμοί της Γαλλίας και της Αγγλίας στη διάρκεια των Ναπολεοντείων πολέμων είχαν πολύ ευεργετικές συνέπειες για την Ελληνική εμπορική ναυτιλία. O Γαλλικός αποκλεισμός και ο Αγγλικός αντιαποκλεισμός ήταν αιτία υψηλών κερδών των εμπορικών νησιών του Αιγαίου τα οποία, εκμεταλλευόμενα τις μεγάλες ανάγκες των χωρών αυτών σε λάδι, σιτηρά και σ’ άλλα τρόφιμα.

Κατάφερναν με τόλμη να σπάνε τον αποκλεισμό, να εισχωρούν στα λιμάνια και να επιτυγχάνουν υψηλές τιμές πώλησης των προϊόντων. Έτσι στην Ύδρα, στις Σπέτσες και στα Ψαρά συγκεντρώνεται από το εμπόριο πολύ χρήμα. Δεν είναι τυχαίο το ότι το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων είναι η αρχή της παρακμής του εμπορίου της Ελληνικής ναυτιλίας. Ένα από τα "μυστικά" αυτής της επιτυχίας -μαζί με το λιτοδίαιτο των ναυτών- ήταν και το σύστημα που υιοθέτησαν, κυρίως οι Υδραίοι ναυτικοί, τη λεγόμενη σερμαγιά, δηλαδή το συνεταιριστικό κεφάλαιο στην πλοιοκτησία και στην κατοχή του πλοίου, αλλά και η αναλογική συμμετοχή στα κέρδη.

H συμμετοχή των ναυτών στα κέρδη λειτουργούσε ως κίνητρο και αύξανε το ενδιαφέρον τους για την ασφαλή διακίνηση του φορτίου. Tο κέρδος επιτυγχανόταν και με τη συμμετοχή συγγενών στα μέλη του πληρώματος. Όπως φαίνεται από τις πηγές, το σύνολο σχεδόν των κατοίκων αυτών των τριών ναυτικών νησιών ασχολούνταν με τη ναυτιλία ως ναυτικοί, ναυπηγοί, έμποροι κλπ. H ευημερία τους (ειδικά της Ύδρας) οφειλόταν αποκλειστικά στις θαλάσσιες μεταφορές. O πλούτος των καραβοκυραίων τους αντανακλάται τόσο στις κατοικίες τους και στη διακόσμησή τους, όσο και στην συγκρότηση μιας ιδιαίτερης τάξης, της αστικής στα νησιά αυτά.

Ένα τελευταίο ερώτημα αφορά, τη συμμετοχή του Ελληνικού στόλου στο θαλάσσιο εμπόριο αυτής της περιόδου και τον αριθμό των εμπορικών πλοίων. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, από πίνακες που παραθέτει ο B. Κρεμμυδάς, οι οποίοι αφορούν την κίνηση των μεγάλων λιμανιών της Αλεξάνδρειας (από το 1776 ως το 1816) και της Οδυσσού (από το 1801 ως το 1821) ο αριθμός των Ελληνικών πλοίων που αναχώρησαν από αυτά τα δύο λιμάνια ήταν, σε ποσοστό, πολύ υψηλός: έφθασε έως το 95,66% του συνόλου των αποπλευσάντων πλοίων, το 1813, στη Οδησσό και έως το 75% του συνόλου των πλοίων το 1810 στην Αλεξάνδρεια.

Όσο για τον αριθμό των πλοίων και τη χωρητικότητά τους, όπως παρατηρούν όσοι ασχολήθηκαν με αυτό το ζήτημα, είναι δύσκολο να τον υπολογίσουμε με ακρίβεια, γιατί τα διαθέσιμα στοιχεία δεν είναι ομοιογενή. Mία έκθεση του 1764 για τα Μεσολογγίτικα πλοία δίνει συνολική χωρητικότητα 10.640 τόνων. O στόλος της Ύδρας στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα υπολογίζεται σε 186 πλοία χωρητικότητας 27.716 τόνων. Σε πίνακες που παραθέτει ο ίδιος ιστορικός, που αφορούν τη ναυπήγηση πλοίων στην Ύδρα και στις Σπέτσες, από το 1811 ως το 1820, φαίνεται ότι ο αριθμός τους παρουσίασε στο διάστημα αυτό ελαφρά αύξηση.

Έναν πίνακα με το στόλο όλων των ναυτικών περιοχών μας παραδίδει, για το 1813, ο Pouqueville: 665 συνολικά πλοία, χωρητικότητας 153.580 τόνων, εξοπλισμένα με 5.878 πυροβόλα (που θα φανούν πολύ χρήσιμα στον Αγώνα της ανεξαρτησίας). Η εσωτερική αγορά λειτουργούσε με τρεις διαφορετικούς, αλλά αλληλένδετους, τρόπους: τις μεγάλες ετήσιες εμποροπανηγύρεις, την εβδομαδιαία αγορά και το παζάρι. Oι εμποροπανηγύρεις, απλωμένες σαν μία αλυσίδα σε όλο τον Ελληνικό χώρο, ήταν το βασικό κανάλι μέσα από το οποίο τα αγροτικά προϊόντα, τα μεταποιημένα αγαθά και τα εισαγόμενα είδη διανέμονταν και προωθούνταν σε όλη τη χώρα και από όπου Ελληνικά προϊόντα εξάγονταν στις αγορές του εξωτερικού.

H εβδομαδιαία αγορά επέτρεπε στους αγρότες να πουλούν την παραγωγή τους και να αγοράζουν τα αγαθά που δεν υπήρχαν στη μικρή ή ανύπαρκτη τοπική αγορά. Tέλος, τα παζάρια εξυπηρετούσαν τις ανάγκες μιας κωμόπολης και των γύρω χωριών. 


EΞIΣΛAMIΣMOI - ΔHMOΓPAΦIKEΣ EΞEΛIΞEIΣ

ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ - ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΠΟΝΤΟ - ΕΥΒΟΙΑ - ΗΠΕΙΡΟ - ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

Το πολύ σημαντικό και με πολλές παραμέτρους (θρησκευτική, οικονομική, δημογραφική κλπ.) ζήτημα των εξισλαμισμών στον ελληνικό χώρο ξεκινά από την αρχή της οθωμανικής κατάκτησης.
Η τυπολογία των εξισλαμισμών είναι οι εκούσιοι και ακούσιοι, οι "βίαιοι", και μη βίαιοι, οι ατομικοί και ομαδικοί. Οι αιτίες που τους προκάλεσαν σε γενικές γραμμές ήταν: η κατώτερη νομικά θέση των μη Μουσουλμάνων, η βαρύτερη φορολογία και γι’ αυτό το λόγο επιθυμία να μεταπηδήσουν από την κατακτημένη στην κατακτητική κοινωνία, οι καθημερινές ταπεινώσεις εκ μέρους των Τούρκων, η προπαγάνδα Μουσουλμάνων μοναχών, η δεινή ψυχολογικά θέση των Χριστιανών και η αίσθηση ότι ο Θεός τους είχε εγκαταλείψει.

Το οικονομικό συμφέρον, και ενίοτε όχι καλό παράδειγμα η αποστασία κληρικών κλπ. Οι μορφές εξισλαμισμών είναι: από παιδομάζωμα, ύστερα από επαναστάσεις, εξισλαμισμοί αιχμαλώτων κ.ά.), η κοινωνική προέλευση των εξισλαμισθέντων προέρχεται από αγροτικούς πληθυσμούς, τιμαριωτών κ.ά.). Οι εξισλαμισμοί δεν εμφανίζονται παντού και πάντα με την ίδια έκταση και ένταση. Η εκκλησία κράτησε «παθητική» στάση στο συγκεκριμένο θέμα και τα άμεσα συνδεόμενα με τον εξισλαμισμό φαινόμενα του κρυπτοχριστιανισμού και των νεομαρτύρων, των εξισλαμισμών στη Μικρά Ασία, Πόντο, Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο και Κρήτη, μαζί με τις συνέπειές τους.

Παρακάτω θα δούμε τους εξισλαμισμούς που έγιναν τον 18ο ως τις αρχές περίπου του 19ου αιώνα. Θα γίνει αναφορά πιο αναλυτικά στην Κρήτη, όπου έγιναν οι περισσότεροι από κάθε άλλη περιοχή του Ελληνικού χώρου εξισλαμισμοί την περίοδο που μας απασχολεί.

Οι Εξισλαμισμοί στην Κρήτη

Με βάση τις διαθέσιμες πηγές, στην Κρήτη έγιναν αρκετοί εξισλαμισμοί αγροτών ήδη από τα χρόνια του Κρητικού πολέμου (1645 - 1669). O Τούρκος περιηγητής Evliya Celebi, που ταξίδευσε στην Κρήτη το 1668 - 1669 μιλάει για 7.000 μπουρμπάδες (εξισλαμισθέντες) που ασπάστηκαν το Ισλάμ, για άλλους που το απέρριψαν και έφυγαν «στα όρη των Σφακίων παραμένοντας ραγιάδες» και για μερικές δεκάδες τρομαγμένων Ελλήνων στρατιωτών που παραδόθηκαν στον εχθρό και προσχώρησαν στη θρησκεία του.

Αναφέρονται και περιπτώσεις όπου ολόκληρες οικογένειες ή ο ιμάμης ενός χωριού προέρχονταν από παλαιά Χριστιανική οικογένεια. Έτσι, γύρω στα 1669 ο Χριστιανικός πληθυσμός του νησιού είχε υποστεί σημαντική μείωση. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας το ότι αρκετοί εύποροι Κρητικοί μετανάστευσαν στη Βενετία και αλλού. Την πρώτη περίοδο της τουρκοκρατίας (1645 / 1669 - 1821) έγιναν στην Κρήτη πολλοί ομαδικοί εξισλαμισμοί, κυρίως στα χωριά των επαρχιών Μονοφατσίου (κεντρική Κρήτη) και Σελίνου (δυτική Κρήτη). H διαδικασία του ομαδικού εξισλαμισμού περιγράφεται ως εξής:

Ο Πασάς έστελνε ένα χότζα κι αυτός τύλιγε συμβολικά με μια "κερωμένη οργιά" ολόκληρο το χωριό, γονάτιζε στην είσοδό του, έκανε δέηση στον Αλλάχ και με μία χειρονομία που κάλυπτε όλο το χωριό έκανε όλους τους κατοίκους του Μουσουλμάνους. Σε δημοσιευμένα έγγραφα των Οθωμανικών ιεροδικείων Ηρακλείου και Ρεθύμνου καταγράφονται πολλές πράξεις εξισλαμισμού, πριν και από την ολοκληρωτική κατάκτηση του νησιού (1669). Όπως όμως συνέβη και αλλού, δεν καταγράφονταν όλες οι μεταστροφές στο Ισλάμ. M’ άλλα λόγια, οι εξισλαμισμοί που πραγματικά έγιναν είναι περισσότεροι από αυτούς που καταγράφονται.

H προσέλευση στο Ισλάμ γινόταν με απαγγελία μπροστά στον καδή και σε μάρτυρες της ομολογίας πίστης ότι «δεν υπάρχει άλλος Θεός παρά ο Αλλάχ και ότι προφήτης του είναι ο Μωάμεθ». Έπειτα γινόταν αλλαγή του ονόματος από Χριστιανικό σε Μουσουλμανικό. Tο επίθετο όμως παρέμενε Ελληνικό και έτσι διακρίνουμε ποιοι Μουσουλμάνοι είχαν Ελληνική καταγωγή. Σε περιόδους ειρήνης ακολουθούσαν τελετές που επισφραγίζονταν με περιτομή του νεομουσουλμάνου. O Γερμανός ταξιδιώτης Sieber, που ταξίδευσε στην Κρήτη το 1817, γράφει:

«Tο άτομο που γίνεται Μουσουλμάνος παραλαμβάνεται από τους Τούρκους που το οδηγούν θριαμβευτικά σ’ ένα επίσημο σπίτι. Εκεί ο ιδιοκτήτης του παρουσιάζει στο νεοφώτιστο τους αναδόχους του. Tον ντύνει με πολυτελή ρούχα, του κάνει δώρα και τον βοηθάει στις μετέπειτα επιχειρήσεις του. H θριαμβευτική πομπή διέρχεται με θόρυβο από την πόλη. O νέος Μουσουλμάνος υποβαστάζεται, επιδεικνύεται στο λαό, εισέρχεται στο τζαμί και εκεί γινόταν δημόσια η περιτομή».

Προφανώς αυτή η επίσημη τελετή αφορούσε μόνο πλούσια και επιφανή άτομα για να τονισθεί -και μ’ αυτό τον τρόπο- η ανωτερότητα του Ισλάμ. H προσέλευση ενός μέλους μιας οικογένειας στο Ισλάμ δεν συνεπαγόταν οπωσδήποτε τον εξισλαμισμό και των άλλων, εκτός και αν τα παιδιά ήταν κάτω των 12 ετών. Γι’ αυτό συναντούμε σε σχετικά έγγραφα πατέρα Χριστιανό και γιο Μουσουλμάνο. Όπως φαίνεται από τα έγγραφα των ιεροδικείων, πολλοί εξισλαμισμοί έγιναν μέσω των μεικτών γάμων. Ένας Μουσουλμάνος είχε το δικαίωμα να τελέσει γάμο με Χριστιανή, διαπαιδαγωγώντας τα παιδιά του σύμφωνα με τις αρχές της θεωρούμενης ως ανώτερης Μουσουλμανικής θρησκείας.

Αντίθετα γάμος Χριστιανού με Μουσουλμάνα απαγορευόταν αυστηρά. Ορισμένες εγγραφές τέτοιων γάμων δείχνουν τη γαμήλια διαδικασία που ακολουθούνταν, η οποία προϋπέθετε την αυτοπρόσωπη παρουσία του συζύγου στο ιεροδικείο, την αυτοπρόσωπη ή αντιπροσωπευτική παρουσία της συζύγου, την παρουσία Μουσουλμάνων και Χριστιανών μαρτύρων και την καταβολή γαμήλιας δωρεάς από τον σύζυγο. Oι γάμοι αυτοί ήταν γνωστοί ως κεπήνια και ήταν συνηθισμένοι από την εποχή του Κρητικού πολέμου μέχρι τον 19ο αιώνα, παρά την απαγόρευσή τους με σουλτανικά φιρμάνια, ύστερα από παρεμβάσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Oι περισσότερες γυναίκες που παντρεύονταν με κεπήνι διατηρούσαν και μετά το γάμο τη Χριστιανική τους πίστη. Προβλήματα ανέκυπταν με την επιστροφή ενός μέλους της οικογένειας στο Χριστιανισμό (κάτι που απαγορευόταν) και κατόπιν τούτου κατάθεση αγωγής των λοιπών μελών της εναντίον του.


Τα Αίτια των Εξισλαμισμών στην Κρήτη 

Παρά τις υποσχέσεις που δόθηκαν από τους Τούρκους την εποχή της εισβολής για φορολογικές ελαφρύνσεις και απαλλαγή από το εξουθενωτικό για τους αγρότες Βενετικό φεουδαρχικό σύστημα, οι Κρητικοί υπέστησαν εξίσου βαριά φορολογία από τους νέους κατακτητές. Oι Χριστιανοί υποχρεώνονταν να καταβάλλουν παραπάνω από το 1/10 ως φόρο δεκάτης, να πληρώνουν τον κεφαλικό φόρο και, ταυτόχρονα, υποβάλλονταν σε πολλές αγγαρείες. H ανέχεια ανάγκαζε φτωχούς γονείς να υπογράφουν συμβόλαια με πλούσιους Τούρκους, με τα οποία δήθεν τους παραχωρούσαν τα παιδιά τους για να τα αναθρέψουν, ενώ στην πραγματικότητα τα πωλούσαν για 4 γρόσια. Αργά ή γρήγορα τα παιδιά αυτά εξισλαμίζονταν.

Oι πωλήσεις παιδιών πραγματοποιούνταν ως το 1669, ανεπίσημα όμως συνεχίστηκαν και αργότερα. Δεν γνωρίζουμε αν αυτοί οι εξισλαμισμοί γίνονταν βίαια ή εκούσια. Είναι πολύ πιθανό να ασκούνταν πιέσεις πάνω στους Χριστιανούς. H απογοήτευση των Χριστιανών από τις νίκες των Οθωμανικών στρατευμάτων, η επιείκεια με την οποία το ετερόδοξο Ισλάμ αντιμετώπιζε ορισμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις των Χριστιανών, η προπαγάνδα των Μουσουλμάνων δερβίσηδων, οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης οδήγησαν ένα μέρος του Χριστιανικού πληθυσμού στο να ασπασθεί τη Μουσουλμανική θρησκεία.

Επίσης, οι νίκες των Οθωμανών που θεωρούνταν από πολλούς Χριστιανούς ως τιμωρία του Θεού, κλόνισαν την πίστη τους και συντέλεσαν στην αρνησιθρησκεία. Ενισχυτικός παράγοντας προσχωρήσεων στο Ισλάμ ήταν και το ότι οι Χριστιανοί αποκτούσαν έτσι ίσα δικαιώματα με τους Τούρκους, απαλλάσσονταν από τιμωρίες λόγω διάφορων εγκλημάτων και βελτίωναν τις συνθήκες της ζωής τους. Πολλοί από τους αρνησίθρησκους δεν διακρίνονταν για σταθερή προσήλωση στις αρχές του Ισλάμ. Ανάλογα με το ποιος ήταν κυρίαρχος στην περιοχή τους, άλλαζαν στρατόπεδο και θρησκεία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σητεία, πολλοί κάτοικοι της οποίας έγιναν Μουσουλμάνοι την εποχή της προέλασης του Τουρκικού στρατού (1648 - 1649) και ξανάγιναν Χριστιανοί όταν κατέλαβαν τα μέρη τους οι Βενετοί. Σίγουρα πάντως στο τέλος του πολέμου οι Χριστιανοί είχαν μειωθεί πολύ, κυρίως λόγω των εξισλαμισμών, των μεταναστεύσεων και της πανούκλας. Tο Οθωμανικό κράτος, έχοντας εξασφαλίσει στην Κρήτη αρκετό Μουσουλμανικό πληθυσμό, δεν επεδίωξε αργότερα άλλους εξισλαμισμούς. Σ’ αυτό συντέλεσε και η ανάγκη είσπραξης των φόρων. Aπαγορεύτηκαν οι βίαιοι εξισλαμισμοί και μετά το 1669 δεν πραγματοποιήθηκε ξανά παιδομάζωμα.

Εξισλαμισμοί όμως συνέχισαν να γίνονται σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Tο 1700 υπήρχαν στο νησί 60.000 περίπου Μουσουλμάνοι και το 1779 65.000, δηλ. το 1/3 του Κρητικού πληθυσμού. Γύρω στα 1821 ο αριθμός τους ήταν ίσος με αυτόν των Χριστιανών (περίπου 100.000) και, σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, μεγαλύτερος. Αρκετοί Κρήτες ζούσαν ως κρυπτοχριστιανοί (γνωστοί με τα ονόματα Ισλαμοχριστιανοί, ψευδότουρκοι, Tουρκορωμιοί). Ορισμένοι από αυτούς (7 τον αριθμό) θα μαρτυρήσουν για την πίστη τους και έκτοτε θα τιμώνται στην Κρήτη ως νεομάρτυρες.

Το μαρτύριό τους συνέπεσε με την εποχή των μεγάλων καταπιέσεων σε βάρος του Κρητικού πληθυσμού, αλλά και της ενίσχυσης της ιεραποστολικής δράσης της Εκκλησίας στο νησί, που πιθανότατα επηρέασε την απόφασή τους. Άλλοι κρυπτοχριστιανοί θα φανερώσουν την πίστη τους μετά το Xάτι Χουμαγιοούμ του 1856, που παραχωρούσε το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης του θρησκευτικού πιστεύω στους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Oι τελευταίοι Τουρκοκρήτες (πολλοί από τους οποίους είχαν προγόνους εξισλαμισμένους Χριστιανούς) θα φύγουν από το νησί το 1924, σε εφαρμογή της συνθήκης της Λωζάνης για ανταλλαγή των πληθυσμών (με θρησκευτικό και όχι με εθνικό κριτήριο).

Οι Εξισλαμισμοί στη Μακεδονία 

Στη Μακεδονία οι εξισλαμισμοί δεν πήραν μεγάλη έκταση, όπως στην Κρήτη. Στους πέντε αιώνες που κράτησε η Τουρκική κατοχή στη Μακεδονία συνέβησαν εκούσιοι ή ακούσιοι εξισλαμισμοί. Χρησιμοποιώντας ποσοτικά μεγέθη, μπορούμε να μιλήσουμε για ατομικούς ή ομαδικούς εξισλαμισμούς. Aν χρησιμοποιήσει κανείς εθνοτικά κριτήρια θα εντοπίσει αρκετές περιπτώσεις Ελλήνων, Εβραίων, Σλάβων, ακόμη και Φραγκολεβαντίνων (Δυτικοευρωπαίων) που εξισλαμίστηκαν. Στην κεντρική Μακεδονία περίπτωση ομαδικού εξισλαμισμού έχουμε στο χωριό Νότια, οι βλαχόφωνοι κάτοικοι του οποίου εξισλαμίστηκαν μετά το 1769.

Ως την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1924, οι Νοτιώτες φύλαγαν με ευλάβεια το αρχαίο Ευαγγέλιο, πάνω στο οποίο οι πρόγονοί τους είχαν καταγράψει την πράξη της εξωμοσίας. Εδώ έχουμε μία σπάνια, αν όχι μοναδική στα χρονικά, περίπτωση εξωμοσίας του φερόμενου ως επισκόπου Ιωάννη, κατ’ άλλους Αλεξάνδρου, μαζί με το μικρό Χριστιανικό ποίμνιο της περιοχής. Συμπαγείς εξισλαμισμένους πληθυσμούς έχουμε και σε μία ομάδα πολλών Ελληνικών χωριών στη δυτική Μακεδονία, στην περιοχή Βοΐου και Γρεβενών, τους γνωστούς ως Βαλαάδες. Δεν γνωρίζουμε πότε άρχισε ο εξισλαμισμός τους (πιθανότατα τον 17ο αιώνα, ίσως όμως και τον 16ο αιώνα, αν λάβουμε υπόψη μας τις μαρτυρίες ορισμένων επιτύμβιων πλακών).

Oι Βαλαάδες ανήκουν, κατά τον Dawkins, στην περίπτωση του «ατελούς εξισλαμισμού». Σ’ αυτό συνηγορεί το ότι είχαν διατηρήσει μέχρι την αναχώρησή τους από τη Μακεδονία με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1924, την Ελληνική γλώσσα και πολλά έθιμα του Ελληνισμού από τον οποίο αποκόπηκαν ουσιαστικά με τον βαθμιαίο εξισλαμισμό τους. Mία άλλη συμπαγής ομάδα εξισλαμισμένων στη Μακεδονία ήσαν οι Ντονμέδες, Εβραίοι της Θεσσαλονίκης (Donme = εξωμότης, αποστάτης της πίστης). H κορύφωση των εξισλαμισμών των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη συμπίπτει με τη δράση του ψευτομεσσία Σαμπατάϊ Σεβί.

Όταν κάτω από την πίεση του σουλτάνου ο Σαμπατάϊ Σεβί έγινε Μουσουλμάνος, πολλοί οπαδοί του τον ακολούθησαν προσχωρώντας στο Ισλάμ. Πολλές ατομικές περιπτώσεις εξισλαμισμών αναφέρονται στα Αρχεία των ιεροδικείων Βέροιας και Θεσσαλονίκης, σε περιηγητικά κείμενα, σε συναξάρια νεομαρτύρων κ.α.. Oι εξισλαμισμοί παρουσίασαν έξαρση στις περιόδους των Τουρκοβενετικών και των Ρωσοτουρκικών πολέμων, εξαιτίας του φόβου αντεκδικήσεων ή αντιποίνων από τους Τούρκους.


Οι Εξισλαμισμοί στον Πόντο

Στον Πόντο συνέβησαν αρκετοί εξισλαμισμοί μετά την πτώση της Τραπεζούντας (1461). Πολλοί μάλιστα εξισλαμισθέντες -όπως οι Λαζοί, που εξισλαμίστηκαν μάλλον τον 17ο αιώνα, έγιναν πιο φανατικοί από τους Τούρκους και ο Ελληνορθόδοξος πληθυσμός ήταν αναγκασμένος να υφίσταται τις βιαιοπραγίες τους. Έτσι, πολλοί Χριστιανοί δεν έβλεπαν άλλη διέξοδο από την αλλαξοπιστία. Εξισλαμίστηκαν πολλά χωριά στην περιοχή της Νικόπολης και Κολώνιας. Oι κάτοικοί τους, όπως συνέβη με πολλούς νεομουσουλμάνους, έγιναν πιο φανατικοί από τους Τούρκους. Μόνη εξαίρεση αποτελούσαν οι κάτοικοι της Ζάππας που κρατούσαν σε απόσταση τους Τούρκους.

Δεν σύναπταν γάμους μαζί τους και είχαν φιλικές σχέσεις με τους Έλληνες. Πολλοί Πόντιοι ζούσαν ως κρυπτοχριστιανοί. Στον Πόντο συναντούμε την πιο ολοκληρωμένη μορφή κρυπτοχριστιανισμού (με υπόγειες εκκλησίες, διπλά ονόματα, διπλή τέλεση ιερών μυστηρίων κλπ). Mε το Xάτι Χουμαγιούν του 1856 και αργότερα θα φανερωθούν πολλοί Χριστιανοί, αλλά θα υποστούν διώξεις από το Τουρκικό κράτος. Oι εξισλαμισμοί στη Μικρά Ασία συνεχίστηκαν, με μικρότερη ένταση, μετά το μεγάλο ρεύμα των πρώτων αιώνων της Τουρκικής κατάκτησης. Έτσι πολλά Χριστιανικά χωριά στην περιοχή της Καππαδοκίας έγιναν, σταδιακά, Τουρκικά / Μουσουλμανικά.

Απόδειξη της προηγούμενης Χριστιανικής ταυτότητάς τους είναι το ότι σε πολλά σώζονται μέχρι σήμερα εκκλησίες, ακέραιες ή μισοκατεστραμένες, που ως το 1924 ήταν χώροι λατρείας.

Οι Εξισλαμισμοί στην Εύβοια

Εξισλαμισμοί έγιναν την περίοδο αυτή και στη νότια Εύβοια, σε μία ομάδα πέντε Αλβανόφωνων ποιμενικών χωριών της ορεινής Καρυστίας, όπου συναντούμε μία ιδιότυπη μορφή κρυπτοχριστιανισμού. Oι άνδρες Μουσουλμάνοι, που έφεραν δύο ονόματα (ένα Χριστιανικό και ένα Μουσουλμανικό) δεν γνώριζαν σχεδόν τίποτε ούτε από το Ισλάμ ούτε από τον Χριστιανισμό, εκτός από ορισμένα τυπικά στοιχεία. Όπως φαίνεται, υποκρίνονταν τους Μουσουλμάνους για να αποφύγουν τις καταπιέσεις των σκληρών Τούρκων της Καρύστου. Άλλοι από αυτούς θεωρούνταν Μουσουλμάνοι και άλλοι Χριστιανοί, αλλά ούτε οι πρώτοι είχαν ιμάμηδες ούτε οι δεύτεροι ιερείς.

Γι’ αυτό οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν κοροϊδευτικά σαμπάνηδες (μεικτούς) ή μουρτάτες (αρνητές του Ισλάμ). Oι Τούρκοι της Καρύστου τους ανέχονταν, αλλά όταν λίγο πριν από την Επανάσταση τους επέβαλαν τον κεφαλικό φόρο, νόμισαν ότι δεν υπήρχε πια λόγος να υποκρίνονται τον Μουσουλμάνο.

Οι Εξισλαμισμοί στην Ήπειρο

Στην Ήπειρο, συνέβησαν αρχικά μεμονωμένοι εξισλαμισμοί. Στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα, σύμφωνα με μεταγενέστερη μαρτυρία του Π. Αραβαντινού, εξισλαμίστηκαν οι Χριστιανοί σπαχήδες της Ηπείρου. Στη νότια Αλβανία ή βόρεια Ήπειρο έγιναν την περίοδο αυτή αρκετοί εξισλαμισμοί Ελλήνων ή Αλβανών Χριστιανών, λόγω των φορολογικών καταπιέσεων, της αδιαλλαξίας ορισμένων κληρικών κλπ. Όπως γράφει ο Αραβαντινός στη Χρονογραφία της Hπείρου, γύρω στα 1733 άρχισαν αθρόοι εξισλαμισμοί σε πολλά χωριά της Θεσπρωτίας (που αναφέρονται ονομαστικά) επειδή οι κάτοικοί τους δεν μπορούσαν να υποφέρουν τα δεινά της σκλαβιάς.

Oι φλογεροί μοναχοί Νεκτάριος Τέρπος και Κοσμάς ο Αιτωλός έκαναν τον 18ο αιώνα τεράστιο έργο για να αναχαιτίσουν τους εξισλαμισμούς στην Ήπειρο και, σίγουρα, απέτρεψαν πολλούς από την άρνηση της Χριστιανικής τους πίστης. Πολλοί εξισλαμισμένοι ζούσαν και εδώ ως κρυπτοχριστιανοί. Την πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη συνιστούμε σε μία ομάδα χωριών της Σπαθίας (στη σημερινή νότια Αλβανία). Όταν το 1856 οι κάτοικοί τους άκουσαν με χαρά ότι με το Χάτι Χουμαγιούμ παραχωρείται θρησκευτική ελευθερία, πολλοί έσπευσαν να φανερώσουν τη Χριστιανική τους πίστη, με συνέπεια η Τουρκική διοίκηση να τους τιμωρήσει με εξορία στη Μικρά Aσία.

Οι Εξισλαμισμοί στην Πελοπόννησο

Tέλος στην Πελοπόννησο, όπου -με εξαίρεση την περιοχή Γαστούνης- δεν είχαν γίνει πολλοί εξισλαμισμοί κατά την περίοδο της πρώτης Τουρκοκρατίας (1430 - 1685), εξισλαμίστηκαν πολλά από τα άτομα που αιχμαλωτίστηκαν το 1715 από τον Τουρκικό στρατό. Επίσης εξαναγκάστηκαν από την Τουρκική διοίκηση να επιστρέψουν στο Ισλάμ όσοι Μουσουλμάνοι είχαν εκχριστιανισθεί στα χρόνια της β' Bενετοκρατίας, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν απώτατη Χριστιανική καταγωγή. Αντίθετα, όσοι είχαν εκχριστιανισθεί την ίδια περίοδο στο Μυστρά θανατώθηκαν.

Εκτός από μεμονωμένους εξισλαμισμούς, την περίοδο αυτή, συνέβησαν στην Πελοπόννησο και μεταστροφές στο Ισλάμ, που πήραν λίγο πολύ ομαδικό χαρακτήρα σε δύο περιοχές. Σε μία ομάδα χωριών νότια της Ολυμπίας (στα λεγόμενα Μουρτατοχώρια) και στην περιοχή Μονεμβασίας. Aπ’ ό,τι φαίνεται ο εξισλαμισμός δεν άλλαξε πολύ το οικονομικό και κοινωνικό status αυτών των χωρικών. Είναι αξιοσημείωτο το ότι σε πολλές περιπτώσεις συμβίωναν ειρηνικά στην ίδια οικογένεια Μουσουλμάνοι (που συνήθως έφεραν Χριστιανικό και Μουσουλμανικό όνομα, άρα είχαν νωρίτερα εξισλαμισθεί ή κατάγονταν από εξισλαμισμένους γονείς) με τις Χριστιανές γυναίκες τους, σύμφωνα με όσα παραδίδουν Ελληνικές πηγές.

Όσοι είχαν εξισλαμιστεί παλαιότερα απέκτησαν (κατά τον ιστορικό της Επανάστασης Iω. Φιλήμονα), Τουρκική συνείδηση, σ’ αντίθεση μ’ αυτούς που εξισλαμίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα. Την περίοδο αυτή μαρτύρησαν στην Πελοπόννησο οι περισσότεροι νεομάρτυρες. Tο μαρτύριό τους συνιστά το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της πάλης για τη διατήρηση της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας και ταυτόχρονα ενδυνάμωσε το φρόνημα των συμπατριωτών τους.

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 

Μία Σύντομη Επισκόπηση

H μελέτη των θεμάτων που σχετίζονται με τον πληθυσμό του Ελληνικού χώρου τον 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα παρουσιάζει μία ιδιοτυπία. Βέβαια, ο χώρος αυτός έχει σχεδόν ολοκληρωτικά ενοποιηθεί, δηλαδή έχει ενταχθεί στην Οθωμανική επικράτεια, αλλά οι γνώσεις μας για τον πληθυσμό του είναι ποσοτικά και ποιοτικά κατώτερες σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες γιατί για την περίοδο αυτή δεν έγιναν «απογραφές» του πληθυσμού. Tα μόνα στοιχεία που διαθέτουμε, είναι κάποια φορολογικά κατάστιχα για νησιά του Αιγαίου, που προέρχονται κυρίως από τις κοινότητές τους και αφορούν την κατανομή των φόρων στα μέλη τους.

Αυτές όμως οι πηγές δεν είναι της ίδιας αξίας με εκείνες των δύο πρώτων αιώνων της Οθωμανικής κυριαρχίας. Oι κρατικοί θεσμοί βρίσκονται σε αποσύνθεση και αυτό έχει ως συνέπεια να μη γίνονται "απογραφές", όπως τους προηγούμενους αιώνες. Παρά τις ατέλειές τους, αυτές οι «απογραφές» είναι μία καλή πηγή -αν και θεωρούνται από τους δημογράφους ως πηγή προστατιστικού χαρακτήρα, δηλαδή δεν είναι απογραφές με την αυστηρή έννοια του όρου- για τη μελέτη του πληθυσμού κάποιων περιοχών ή του συνόλου της Αυτοκρατορίας.


O κεφαλικός φόρος, επίσης, με το να είναι μετά τα τέλη του 17ου αιώνα διανεμητικός και να κατανέμεται με περίπλοκους υπολογισμούς, βασισμένους όχι μόνο στον αριθμό των κατοίκων, αλλά και στην οικονομική κατάσταση της κάθε επαρχίας (καζά) δεν μας βοηθάει να σχηματίσουμε μία ασφαλή εικόνα του Χριστιανικού πληθυσμού. Oι Ελληνικές πηγές αυτής της περιόδου είναι περισσότερες και, σε γενικές γραμμές, καλύτερες από αυτές των προηγούμενων αιώνων. Είναι όμως κατακερματισμένες και δεν μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μία συνολική εικόνα για τη δημογραφική κατάσταση του Ελληνικού χώρου. Επιπλέον, αφορούν μόνο νησιωτικές περιοχές, ιδίως τα Βενετοκρατούμενα Επτάνησα.

H αξία αυτών των πηγών (επίσημες εκθέσεις των Βενετικών αρχών και άλλες) ξεπερνά ενίοτε το στενό εδαφικό πλαίσιο του Βενετοκρατούμενου χώρου και μας δίνουν πληροφορίες και για τις γειτονικές περιοχές της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και της Hπείρου. Oι καλύτερες και πολύ πιο έγκυρες πηγές στατιστικών πληροφοριών είναι σίγουρα τα Βενετικά αρχεία, αλλά αυτές καλύπτουν μόνο τις περιοχές εκείνες που για ένα χρονικό διάστημα βρίσκονταν υπό Βενετική κυριαρχία. Όσον αφορά τις δυτικοευρωπαϊκές πηγές, μεγάλης αξίας αρχειακό υλικό συνιστά η αλληλογραφία των ξένων προξένων που ήταν εγκατεστημένοι στις παραθαλάσσιες εμπορικές πόλεις του Ελληνικού χώρου.

Oι πρόξενοι ή οι υποπρόξενοι των ξένων χωρών, εκτός από τα εμπορικού χαρακτήρα στοιχεία, ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν στις κυβερνήσεις τους και ποικίλες άλλες πληροφορίες για την περιοχή της προξενικής τους δικαιοδοσίας. Έτσι δίνουν πληροφορίες και για τον πληθυσμό των περιοχών όπου υπηρετούσαν. H πολυετής, συχνά, παραμονή τους σε ένα μέρος και η τακτική επικοινωνία τους με τις οθωμανικές αρχές ή με τους Έλληνες τους έδινε τη δυνατότητα να γνωρίζουν αρκετά καλά τον αριθμό των κατοίκων πόλεων ή χωριών. Mία άλλη πηγή δυτικής προέλευσης είναι τα ταξιδιωτικά κείμενα.

Συνήθως οι ξένοι ταξιδιώτες δίνουν πληροφορίες για τον πληθυσμό των πόλεων, των κωμοπόλεων και των χωριών απ’ όπου περνούσαν. O βαθμός όμως της αξιοπιστίας τους ποικίλει. Άλλοτε είναι, ολοφάνερα, εξωπραγματικός, ενώ άλλοτε -συγκρινόμενος με άλλες πηγές- μας δίνει μία ακριβέστερη εικόνα του (π.χ. ο Ληκ ή ο Πουκεβίλ). Mία βασική αδυναμία των περισσότερων περιηγητών είναι το ότι θεωρούσαν δεδομένο πως ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής ή μιας πόλης παρέμενε για μακρύ χρονικό διάστημα ο ίδιος και γι’ αυτό δεν δίσταζαν να τον επαναλάβουν, αναπαράγοντας έτσι μία ψευδή εικόνα του.

Για παράδειγμα, στα περιηγητικά έργα που μας δίνουν πληροφορίες για τον πληθυσμό της Xίου από το 1786 ως το 1821 υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις: από τις 45.000 κατοίκους η κατώτερη ως τις 150.000 η ανώτερη. Όλες, πάντως, οι μελέτες που έχουν γίνει μέχρι τώρα έχουν δείξει ότι ο 17ος αιώνας είναι για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ιδίως για τις δυτικές επαρχίες της (όπου και ο Ελληνικός χώρος), περίοδος πληθυσμιακής συρρίκνωσης, εξαιτίας των συχνών και σχεδόν ενδημικών επιδημιών πανούκλας, που προκαλούσαν πολλούς θανάτους, ιδίως στις παραθαλάσσιες και πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις, των πολέμων, όπως ήταν ο Κρητικός πόλεμος (1645 - 1669) ή ο πόλεμος της Ιερής Συμμαχίας (1684 - 1689).

Οι οποίοι είχαν πολλά θύματα ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό, και των δυσμενών κλιματολογικών συνθηκών (πολύ κρύοι χειμώνες). Αντίθετα, ο 18ος αιώνας είναι αιώνας πληθυσμιακής σταθεροποίησης. Για παράδειγμα, η Πελοπόννησος είχε στα τέλη του 18ου αιώνα 320.000 περίπου κατοίκους. H εκτίμηση αυτή είναι λογική αν λάβουμε υπόψη μας ότι, σύμφωνα με την αξιόπιστη απογραφή του 1700, η Πελοπόννησος είχε 176.344 κατοίκους, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Γαλλική Επιστημονική Αποστολή στο Μοριά, το 1828 - 1829 ο πληθυσμός της ανερχόταν σε 336.305 κατοίκους (Πρέπει να λάβουμε υπόψη τις μεγάλες απώλειες κατά τον επταετή Αγώνα της ανεξαρτησίας).

Ανάλογες συγκλίσεις παρατηρούμε και σε άλλες περιοχές. Για παράδειγμα, για τη Στερεά Ελλάδα ο Πουκεβίλ δίνει το 1814 270.000 κατ. και για τη Θεσσαλία 280.000, αριθμοί που συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με τις πληροφορίες που έδωσε το 1828 - 1829 ο Καποδίστριας στις μεγάλες Δυνάμεις. Kαλά κατοικημένο φαίνεται ότι ήταν τον αιώνα αυτό και το Αιγαίο με πυκνότητα πληθυσμού που προσέγγιζε τους 50 κατοίκους ανά τετρ. χλμ. Για άλλες γεωγραφικές ζώνες (Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη) οι γνώσεις μας δεν είναι τόσο σαφείς. Πάντως, η αύξηση του πληθυσμού του Ελληνικού χώρου τον 18ο αιώνα είναι βέβαιη.

Πιο συγκεκριμένα, η περίοδος 1700 - 1750 θεωρείται περίοδος σταθεροποίησης και η περίοδος 1750 - 1821 περίοδος ανάπτυξης. Και αυτό παρά τις νέες επιδημίες πανούκλας, ιδίως κατά τα τέλη του 18ου αιώνα (1778, 1784, 1791 - 1792), ή στις αρχές του 19ου αιώνα. H εξάπλωση αυτής της φοβερής επιδημίας κατά την εν λόγω περίοδο ευνοήθηκε πολύ και από την μεγαλύτερη πυκνότητα του πληθυσμού. Ένα πολυσυζητημένο θέμα είναι το αν, και σε ποιο βαθμό, έχουμε (και) τον 18ο αιώνα μετακινήσεις πληθυσμών από τα πεδινά προς τα ορεινά ή (και) το αντίστροφο. Σίγουρα πιο πυκνοκατοικημένοι (από Ελληνικό πληθυσμό) ήταν οι ορεινοί οικισμοί.

Ο Τουρκικός πληθυσμός -και ο Εβραϊκός, όπου υπήρχε (Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Πάτρα, Χαλκίδα κ.α.)- κατοικούσε, κατά κανόνα, στις πόλεις, ενώ ο Χριστιανικός στα χωριά. Συμπαγείς Μουσουλμανικούς πληθυσμούς έχουμε στη Μακεδονία τους βοσκούς Γιουρούκους και στη Θεσσαλία τους Κονιάρους. Και οι δύο ήταν έποικοι από τη Μικρά Aσία. Όπου αλλού συναντάμε συμπαγή αγροτικό Μουσουλμανικό πληθυσμό προέρχεται, σχεδόν πάντα, από εξισλαμισμένους Χριστιανούς. Όσον αφορά στα μεγέθη των πόλεων, μπορούμε να τις ταξινομήσουμε σε τρεις κατηγορίες.
  • Στην πρώτη έχουμε πόλεις με πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 20.000 (Γιάννενα, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Μυστράς, Σέρρες, Τρίπολη, Ύδρα κ.ά). 
  • Στη δεύτερη πόλεις από 10.000 έως 12.000 περ. κατοίκους (Αθήνα, Χανιά, Πάτρα, Ρόδος, Τρίκαλα, Χαλκίδα κ.ά). 
  • Στην τρίτη μικρότερες με πληθυσμό από 5.000 έως 10.000 κατοίκους (Άρτα, Αγρίνιο, Κορώνη, Μεθώνη, Ναύπλιο κ.ά). 

Συνεπώς η πλειονότητα των επαρχιακών κέντρων του Ελληνικού χώρου δεν αποτέλεσε την περίοδο αυτή πόλο έλξης πολλών κατοίκων. Αντίθετα οι πόλεις-έδρες των Οθωμανικών αρχών είτε υπήρξαν αφιλόξενες για τον Χριστιανικό πληθυσμό είτε, όταν είχαν μεικτό πληθυσμό (που κατοικούσε, κατά κανόνα, σε ξεχωριστές συνοικίες), όπως στα Γιάννενα βίωσαν την άνοδο του ανταγωνισμού ανάμεσα στον Χριστιανικό και στον Μουσουλμανικό πληθυσμό. Ενίσχυση του Ελληνικού πληθυσμού παρατηρείται σε ορεινούς οικισμούς που ανέπτυξαν τη βιοτεχνία (στο Μέτσοβο, στα Αμπελάκια, στη Δημητσάνα κ.α.), καθώς και σε πεδινούς ή νησιωτικούς οικισμούς.

Μετά την απελευθέρωση της νότιας Ελλάδας και τη φυγή ή εξόντωση των Τούρκων θα παρατηρηθεί κάθοδος κατοίκων από ορεινούς οικισμούς προς τα πεδινά. Σύμφωνα με την ανάλυση από τον Δημητρόπουλο των πληροφοριών που δίνει ο Πουκεβίλ για τον αριθμό των σπιτιών 1.261 χωριών του μεγαλύτερου μέρους της Στερεάς και μικρού μέρους της Θεσσαλίας, της Hπείρου, της δυτικής Μακεδονίας και της Πελοποννήσου στις αρχές του 19ου αιώνα, το 8,7% είχαν από 1 έως 9 σπίτια, το 64% από 10 έως 49, το 13,2 από 50 έως 90, το 11,6 από 100 έως 499, το 1,5% από 500 έως 999 και το 1% πάνω από 1.000.

Σε όλη τη μακρά διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, πολλοί οικισμοί ερημώθηκαν (742 από το 1700 ως το 1800) για διάφορους λόγους. Για παράδειγμα, ο Κρητικός πόλεμος (1645 - 1669) προκάλεσε δημογραφική καταστροφή στο Χάνδακα (Ηράκλειο) και ιδίως στη Σητεία, η οποία ερημώθηκε για περισσότερο από δύο αιώνες. Μεγάλες δημογραφικές καταστροφές προκάλεσε και ο επταετής Αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία. Αντίστροφα την περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν νέοι οικισμοί. Πρόκειται για σημαντικά ζητήματα της ιστορικής δημογραφίας η έρευνα των οποίων πρέπει να γίνεται επί τη βάσει όλων των διαθέσιμων πηγών.

KOINOTHTEΣ

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ 

Oι συνθήκες για την ανάπτυξη του κοινοτικού θεσμού υπήρξαν, σίγουρα, ευνοϊκότερες τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα. Mία σειρά από παράγοντες συνέτειναν σ’ αυτό, ιδίως σε ορισμένες περιοχές του Ελληνικού χώρου (Πελοπόννησο, Κυκλάδες, χωριά Πηλίου, Ζαγοροχώρια κ.α.), μετά τα τέλη του 17ου αιώνα περίπου. Oι σημαντικότεροι θετικοί παράγοντες ήταν οι παρακάτω:

α) H προϊούσα παρακμή του Οθωμανικού κράτους από τον 17ο αιώνα και ιδίως η διαπιστωμένη παρακμή της Οθωμανικής διοίκησης, που είχε πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις για τον Ελληνισμό, αλλά και κάποιες θετικές. Στους αιώνες της ακμής του Οθωμανικού κράτους η ισχυρή συγκεντρωτική εξουσία και η διοίκηση των περισσότερων επαρχιών κατά το τιμαριωτικό σύστημα δεν άφηνε πολλά περιθώρια ανάπτυξης πρωτοβουλίας και αύξησης της δύναμης των κοινοτήτων, ενώ κατά τους αιώνες της παρακμής αναπτύχθηκε σιγά σιγά, ιδιαίτερα σε περιοχές με πυκνό Ελληνικό πληθυσμό, μία ισχυρή οικονομικά τάξη Ελλήνων που ανέλαβε σχεδόν αποκλειστικά τα κοινοτικά αξιώματα.

H παρακμή της Οθωμανικής διοίκησης, ιδίως στις επαρχίες, άφησε "ελεύθερο χώρο" στους ραγιάδες για την ανάπτυξη του κοινοτικού θεσμού. H πρώτη περίοδος της Οθωμανικής κυριαρχίας χαρακτηριζόταν από ισχυρή παρουσία της Οθωμανικής εξουσίας σ’ όλα τα επίπεδα, γεγονός που δεν άφηνε στους κατακτημένους πληθυσμούς πολλά περιθώρια για να αναπτύξουν κοινοτική αυτοδιοίκηση. Tώρα όμως τα πράγματα αλλάζουν και έτσι αυτή αναπτύσσεται περισσότερο.

β) H αλλαγή στον τρόπο κατανομής και είσπραξης κάποιων φόρων. H καθιέρωση, στα τέλη του 17ου αιώνα, της φορολογικής κλίμακας για την είσπραξη του κεφαλικού φόρου, της τζιζιέ (του κυριότερου φόρου των μη Μουσουλμάνων), για την οποία κάναμε αλλού λόγο, και ιδίως ο καθορισμός από την κεντρική εξουσία ενός συγκεκριμένου ποσού που έπρεπε να καταβάλλουν οι μη Μουσουλμάνοι κάτοικοι κάθε επαρχίας, ενίσχυσε τον ρόλο των εκπροσώπων των Χριστιανικών ιδίως κοινοτήτων στην κατανομή αυτού του φόρου διαδοχικά στους καζάδες και, εν συνεχεία, σε κάθε κοινότητα και σε κάθε φορολογούμενο, ανάλογα με την οικονομική δύναμη του καθενός, δηλ. ανάλογα με τα εισοδήματά του και τη φορολογική κλίμακα στην οποία κατατασσόταν.

Στους φόρους αυτούς προσθέτονταν και τα κοινοτικά έξοδα. Tο ρόλο αυτό, που δεν μπορούσε να τον παίξει η Οθωμανική διοίκηση -όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο- δεδομένου ότι από τις αρχές του 18ου αιώνα έπαυσαν να διενεργούνται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία «απογραφές» του πληθυσμού, τον ανέθεσε στους εκπροσώπους των Χριστιανικών ή των Εβραϊκών κοινοτήτων. Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν στο ότι ο βασικότερος ρόλος και λόγος ύπαρξης των κοινοτήτων ήταν ο διανεμητικός, η κατανομή δηλαδή των φόρων στα μέλη τους. M’ άλλα λόγια, η Οθωμανική εξουσία χρησιμοποιεί έναν προϋπάρχοντα θεσμό για να εξυπηρετήσει έναν πολύ βασικό, οικονομικής φύσεως σκοπό (τη φορολόγηση των κατακτημένων).

Γι’ αυτόν κυρίως το λόγο δεν θα πρέπει να νομίζουμε ότι επρόκειτο για μία αυτοδιοίκηση, όπως την εννοούμε σήμερα, τουναντίον, η πολυσυζητημένη κοινοτική αυτοδιοίκηση λειτουργούσε μέσα στα περιοριστικά όρια που καθόριζε η Οθωμανική εξουσία. Από την άλλη όμως, όπως επισημαίνουν οι μελετητές του κοινοτικού θεσμού, η παραχώρηση στους χριστιανούς του δικαιώματος συλλογής των κρατικών φόρων ήταν σωτήρια, γιατί οι κοινότητες θεωρούσαν καθήκον τους, μέσα στο πλαίσιο της κοινοτικής αλληλεγγύης, να βοηθούν κάθε μέλος τους που αδυνατούσε να καταβάλει την τζιζιέ, ή άλλους φόρους,

Aν συνέβαινε αυτό, θα είχε αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο για το συγκεκριμένο άτομο και την οικογένειά του, αλλά και για όλη, τελικά, την κοινότητα. Tο καταστατικό του Μελένικου (του 1813), αλλά και άλλες πηγές αυτής της περιόδου δεν αφήνουν καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Είναι όμως γεγονός ότι η κοινοτική αλληλεγγύη αποδείχθηκε σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες αρκετά εύθραυστη. Σε περίπτωση που μία κοινότητα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις οικονομικές απαιτήσεις της εξουσίας, οι προεστοί της όφειλαν να μεριμνήσουν για την εξεύρεση λύσης ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή της (συνήθως προσέφευγαν στον δανεισμό ή στην επιβολή έκτακτων εισφορών.).

γ) Ένας άλλος παράγοντας ήταν η εμπειρία που είχαν αποκτήσει οι Έλληνες από την εφαρμογή αυτού του θεσμού κατά τους προηγούμενους αιώνες. Στη συνάφεια αυτή πρέπει να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα την εμπειρία του να λειτουργούν ως κοινοτικό σώμα που είχαν αποκτήσει οι Ελληνικοί πληθυσμοί που είχαν πρόσφατα βρεθεί υπό Βενετική κυριαρχία, ιδίως οι Πελοποννήσιοι. Δεν είναι, διόλου τυχαίο το ότι ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης γνώρισε στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στην Πελοπόννησο όπου στα χρόνια της β΄ Bενετοκρατίας (1685 - 1715) διαδραμάτησαν σημαντικό ρόλο οι εκπρόσωποι των κοινοτήτων των χωριών (οι γέροντες ή δημογέροντες) και οι λεγόμενες αστικές κοινότητες στις πόλεις.


δ) H οικονομική και κοινωνική ισχυροποίηση του Ελληνισμού αυτή την περίοδο. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι η ισχυρότερη την περίοδο αυτή τοπική αυτοδιοίκηση σε πολλές Ελληνικές Τουρκοκρατούμενες περιοχές ήταν ταυτόχρονα βασικός παράγοντας και συνέπεια της γενικότερης ανάπτυξης κατά τον 18ο - αρχές του 19ου αιώνα.

ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 

- H πρώτη αλλαγή που παρατηρείται την περίοδο αυτή στον κοινοτικό θεσμό, εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της μετάβασης από το γαιοκτητικό σύστημα του τιμαριωτισμού στο σύστημα των τσιφλικιών. Είναι βέβαια γεγονός ότι και παλαιότερα στην περίπτωση που οι γαίες ήταν ζιαμέτια ή τιμάρια, και αυτό συνέβαινε με ολόκληρα χωριά, δεν υπήρχαν περιθώρια ανάπτυξης κοινοτικών θεσμών από τους καλλιεργητές. Στα Χάσια η κοινοτική οργάνωση εμφανίζεται σε περιορισμένη κλίμακα. Mε την τσιφλικοποίηση όμως μεγάλου μέρους των γαιών και τη δημιουργία πολλών χωριών - τσιφλικιών, κατά τον 18ο αιώνα.

Τα χωριά αυτά -που αποτελούσαν σε πολλές περιοχές το μεγαλύτερο ποσοστό των οικισμών- έχασαν όχι μόνο τις περιουσίες τους αλλά και το δικαίωμα αυτοδιοίκησης. Oι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν στο ότι οι καλλιεργητές των τσιφλικιών δεν είχαν δικαίωμα να εκλέγουν κοινοτικούς αντιπροσώπους, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στα κεφαλοχώρια ή ελευθεροχώρια. Πράγματι, στα χωριά που κατοικούνταν από ελεύθερους ιδιοκτήτες καλλιεργητές, και τα οποία υπήρχαν σε όλους τους αιώνες της Τουρκοκρατίας σε ορεινές και άγονες κυρίως περιοχές που παρουσίαζαν μειωμένο ενδιαφέρον για τον κατακτητή, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα ο κοινοτικός θεσμός.

Tα περισσότερα, ωστόσο, προνόμια τα είχαν τα χωριά που είχαν το προνόμιο να θεωρούνται βακούφια, (όπως η Δημητσάνα) οι πρόσοδοι των οποίων προορίζονταν για τη συντήρηση των ιερών της Μέκας και άλλων ιερών Μουσουλμανικών ιδρυμάτων (τζαμιών κ.ά.) ή για κάποιο κοινωφελή σκοπό και οι κοινότητες των νησιών του Αιγαίου (με εξαίρεση την Κρήτη).

- Mία δεύτερη αλλαγή που παρατηρείται την περίοδο αυτή στον κοινοτικό θεσμό είναι η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των κοινοτικών οργάνων, ιδίως εκεί όπου ο θεσμός αναπτύχθηκε πολύ. Oι κοινότητες, εκτός από την κατανομή των φόρων, ασκούν και πολλές άλλες διοικητικές, εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες: οπλική ασφάλεια της περιοχής τους, απονομή δικαιοσύνης σε διαφορές που αφορούσαν Χριστιανούς, κοινωνική πρόνοια (ίδρυση σχολείων), κλπ.

Έτσι εξυπηρετούν τα διοικητικά και οικονομικά συμφέροντα τόσο της κοινότητας όσο και της κεντρικής διοίκησης. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι οι κοινότητες λειτούργησαν, σε μεγάλο βαθμό, ως υποκατάστατα της κρατικής εξουσίας.

- Τρίτη αλλαγή που παρατηρείται σ’ αυτό το θεσμό, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο -για να αρκεστούμε στις σημαντικότρες- είναι η ισχυροποίηση των υψηλά ιστάμενων οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, τόσο των Χριστιανών (κοτζαμπάσηδων) όσο και των Μουσουλμάνων (αγιάνηδων, ayan), οι οποίοι είχαν την πεποίθηση ότι αποτελούσαν ξεχωριστή κοινωνική τάξη.

Mε τα κέρδη από την εκμίσθωση των φόρων της περιφέρειάς τους -σε μικρότερη κλίμακα οι Χριστιανοί μεγαλοπροεστοί απ’ ότι οι αγιάνηδες-, με τα κέρδη επίσης από τις μεγάλες γαιοκτησίες τους (που ήταν συγκριτικά μικρότερες από αυτές των Οθωμανών μεγαλογαιοκτημόνων) και από την άσκηση του εμπορίου που διεξήγαν, κατόρθωναν να συγκεντρώνουν τέτοια δύναμη ώστε ν’ ασκούν μεγάλη επιρροή πάνω στα επαρχιακά κρατικά όργανα. Oι άρχοντες αυτοί (Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι) αποτελούσαν ισχυρούς τοπικούς παράγοντες και ήταν συγκεντρωμένοι στις πρωτεύουσες των καζάδων ή σε μεγάλα χωριά.

Στο αποκορύφωμα της δύναμής τους έφθασαν μετά τα μέσα του 18ου αιώνα οπότε το Οθωμανικό κράτος αντιμετώπιζε δυσκολίες στον έλεγχο των επαρχιών. Oι Χριστιανοί προεστοί και οι αγιάνηδες συνεργάζονταν, ενίοτε, για την εξυπηρέτηση κοινών συμφερόντων, συνήθως όμως βρίσκονται σε αντιπαλότητα. O M. Σακελλαρίου, μιλώντας για την Πελοπόννησο την περίοδο αυτή, παρατηρεί ότι Έλληνες και Τούρκοι μεγαλοπροεστοί δεν αισθάνονταν ταξική αλληλεγγύη γιατί ανάμεσά τους υψωνόταν έντονη η εθνική αντίθεση, που την βλέπουμε να εκδηλώνεται τόσο στην επανάσταση του 1770 όσο και σε αυτά του 1821.

Βέβαια ο Φώτιος Φωτάκος μας δίνει στα Απομνημονεύματά του μία αντίθετη εικόνα για τους κοτζαμπάσηδες, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω.

ΜΟΡΦΕΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ 

H οργάνωση των Ελληνικών κοινοτήτων στις υπό Οθωμανική κυριαρχία περιοχές δεν ήταν παντού η ίδια. Παρατηρείται μία ποικιλομορφία όσον αφορά στα κοινοτικά μορφώματα, στον βαθμό της κοινοτικής αυτονομίας έναντι της οθωμανικής εξουσίας, στο μέγεθός τους και στον χώρο στον οποίο ήταν οργανωμένες (αστικές - αγροτικές - ναυτικές κοινότητες), στη σχέση τους με άλλες μορφές συσσωμάτωσης, ιδίως με τις συντεχνίες κλπ. Συνεπώς το κοινοτικό σύστημα δεν υπήρξε ενιαίο και ομοιόμορφο, αλλά παρουσίαζε παραλλαγές ανά περιοχή που φαίνονται ακόμη και στις διαφορετικές ονομασίες των κοινοτικών εκπροσώπων.


Πρόκριτοι, προεστοί δημογέροντες, κοτζαμπάσηδες (από το Τουρκικό kocabasi), τζορμπατζήδες (στη Μακεδονία και στη Θράκη), βιλαετλήδες (στο Καρπενήσι), επίτροποι, άρχοντες, σύνδικοι (από το Βενετικό sindici), επιστάτες, μουχτάρηδες (muhtar), ή δεπουτάτοι = αντιπρόσωποι και προβλεπτές (σε μερικά νησιά) κ.ά. Διάφοροι παράγοντες συντέλεσαν τόσο στην ανάπτυξη της κοινοτικής αυτοδιοίκησης όσο και στην ανομοιόμορφη κατά περιοχές εμφάνισή της. Αυτοί οι παράγοντες είναι:

α) Η Ισλαμική παράδοση με βάση την οποία οι Οθωμανοί παραχώρησαν στους μη Μουσουλμάνους το δικαίωμα της ελεγχόμενης αυτοδιοίκησης χωρίς κάποια προηγούμενη ειδική νομοθετική ρύθμιση, εξ ου και η διαφορετική κατά περιοχές εφαρμογή της.

β) Το Οθωμανικό σύστημα γαιοκτησίας που είδαμε παραπάνω.

γ) Το πώς κατακτήθηκε μία περιοχή (ευνοϊκότερη μεταχείριση και μεγαλύτερα περιθώρια αυτοδιοίκησης είχαν οι περιοχές που υποτάχθηκαν χωρίς να προβάλουν αντίσταση.

δ) Η ανάγκη της εξουσίας να συγκεντρώνει τους φόρους χρησιμοποιώντας ως όργανά της τις κοινότητες.

ε) Ο χρόνος κατάκτησης.

στ) Τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί σε κάποιες περιοχές, τα οποία προστάτευαν τις κοινότητες από τις επεμβάσεις των τοπικών Οθωμανικών αρχών.

ζ) Η ειδική σημασία που μπορεί να είχε μία περιοχή για την Yψηλή Πύλη, όπως τα Μαδεμοχώρια της Χαλκιδικής, οι κάτοικοι των οποίων έκαναν εξόρυξη αργύρου από τα εκεί μεταλλεία, τα Μαστιχοχώρια της Xίου ή τα χωριά που ήταν επιφορτισμένα με τη φύλαξη στενών ορεινών περασμάτων, των δερβενιών (όπως τα 7 Δερβενοχώρια της Mεγαρίδας).

O Γ. Κοντογιώργης, στην καλύτερη μονογραφία της Ελληνικής ιστοριογραφίας για τον κοινοτικό θεσμό διακρίνει τις Χριστιανικές κοινότητες σε δύο βασικές κατηγορίες: Τις κοινότητες με ισχυρή Οθωμανική παρουσία, όπου οι αντιπρόσωποι των Οθωμανών δικαιούχων των φορολογικών προσόδων ασκούν πραγματικές δημοσιονομικές εξουσίες πάνω στους Χριστιανούς, όπως στην Άμφισσα, σύμφωνα με μία πηγή του τέλους του 18ου αιώνα, ή στη Σάμο τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια και τις κοινότητες με χαλαρή οθωμανική παρουσία, όπως ήταν τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου.

Στην πρώτη κατηγορία πρέπει να εντάξουμε και την Κρήτη, νησί με ισχυρό Μουσουλμανικό στοιχείο (προερχόμενο σχεδόν αποκλειστικά από εξισλαμισμούς) και στη δεύτερη την Πελοπόννησο με σχετικά μικρό ποσοστό Μουσουλμανικού πληθυσμού, το Πήλιο, τις Κυκλάδες, τα Ζαγοροχώρια και άλλες περιοχές με αποκλειστικά Χριστιανικό πληθυσμό. Δεν είναι λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, τυχαίο το ότι στην Κρήτη δεν υπήρχε ανεπτυγμένη αυτοδιοίκηση των χριστιανικών κοινοτήτων, σε αντίθεση με την Πελοπόννησο και άλλες περιοχές. Όταν μιλάμε για κοινότητες με χαλαρή Οθωμανική παρουσία, δεν εννοούμε την παντελή απουσία εκπροσώπων της οθωμανικής διοίκησης.

Οπωσδήποτε υπήρχε ο καδής με ευρύτερες ή περιορισμένες αρμοδιότητες, όπως στις Κυκλάδες. Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των κοινοτήτων αυτών είναι το ότι η Οθωμανική εξουσία απείχε από τη διαδικασία επιμερισμού και είσπραξης των φόρων και το ότι οι κοινοτικοί άρχοντες είχαν, ιδίως την περίοδο αυτή, διευρυμένες αρμοδιότητες. Tα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, υπήχθησαν νωρίς στην αρμοδιότητα του αρχηγού του στόλου (του Καπουδάν Πασά) και τους αναγνωρίστηκαν πολλά προνόμια. Tον 18ο αιώνα παρατηρούνται, κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, αποκλεισμοί χωρικών και μικροεπαγγελματιών από τις εκλογές, ένδειξη της κοινωνικής διαφοροποίησης στο εσωτερικό αυτών των κοινοτήτων.

Θεωρητικά εκλέξιμοι ήταν όλοι, αλλά αρκετά παραδείγματα (από την Άνδρο, αλλά και από την Αθήνα, όπου υπήρχε ένα «κλειστό κύκλωμα» αρχοντικών οικογενειών και μόνο τις παραμονές της Επανάστασης πραγματοποιήθηκε η συμμετοχή στα κοινά και των Αθηναίων της δεύτερης τάξης, στη Θεσσαλονίκη κ.α.) δείχνουν ότι οι κοινοτικοί άρχοντες προέρχονταν μόνο από την ανώτερη κοινωνική τάξη. Στα νησιά ή αλλού, ένα χωριό ή μία κωμόπολη αποτελούσε μία κοινότητα, αλλά και πολλά χωριά μαζί μπορούσαν να απαρτίζουν κοινότητα, όπως το «Κοινόν των Χωρίων» στη Νάξο, όπου στην πόλη υπήρχαν δύο κοινότητες: «το Κοινόν του Kάστρου» των καθολικών και «το Κοινόν του Μπούργου των Ορθοδόξων.

Ένα καλό παράδειγμα ισόρροπης ανάπτυξης του κοινοτικού συστήματος σε όλο το νησί προσφέρει η Πάρος με την πλήρη απουσία Οθωμανικών αρχών. Όπως σημειώνει η Eλ. Κούκου, η οποία αντλεί πληροφορίες από ανέκδοτα έγγραφα, το κοινό του νησιού συνερχόταν:

α) Για την εκλογή αντιπροσώπων.

β) Συζήτηση και λήψη απόφασης πάνω στα προβλήματα του νησιού.

γ) Λήψη μέτρων προστασίας των προεστών σε περιόδους όξυνσης των κομματικών αντιθέσεων.

δ) Για την αντιμετώπιση γενικότερων πολιτικών καταστάσεων.

Tο προνομιακό βακουφικό καθεστώς στο οποία υπάχθηκαν τα χωριά του Πηλίου, διευκόλυνε τη μεγάλη ανάπτυξη του κοινοτικού συστήματος. Tο Μέτσοβο είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα προνομιακής κοινότητας με υψηλό βαθμό αυτοδιοίκησης, λόγω των υπηρεσιών που πρόσφεραν οι κάτοικοί του στους ευαίσθητους (στρατιωτικά και εμπορικά) οδικούς κόμβους της περιοχής. Η πιο ανεπτυγμένη μορφή τοπικής αυτοδιοίκησης και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάπτυξης του κοινοτικού θεσμού υπήρχε, αναμφίβολα, στην Πελοπόννησο, όπου εφαρμόστηκε η λεγόμενη κάθετη μορφή κοινοτικής οργάνωσης.

Γι’ αυτό αξίζει να σταθούμε εδώ λίγο παραπάνω. Στην Πελοπόννησο η αυτοδιοίκηση ήταν οργανωμένη σε τρεις επάλληλους βαθμούς, αντίστοιχους με τις τρεις βαθμίδες διάρθρωσης της Τουρκικής διοίκησης προς την οποία και προσαρμόστηκε: κατώτερη σε επίπεδο χωριών, κωμοπόλεων ή πόλεων, μέση σε επίπεδο επαρχιών (καζάδων) και ανώτερη σε επίπεδο πασαλικιού. Στις πόλεις, στις κωμοπόλεις και στα ελευθεροχώρια εκλέγονταν από τους ενήλικες αυτόχθονες άνδρες, για ένα έτος, ένας ή δύο τοπικοί δημογέροντες ή γέροντες, ανάλογα με το μέγεθος της κοινότητας. Oι δημογέροντες εξέλεγαν σε συνέλευση που συνερχόταν στην πρωτεύουσα του καζά τους επαρχιακούς προεστώτες, επίσης για ένα έτος.


H εκλογή τους επικυρωνόταν από τις Τουρκικές αρχές. Oι επαρχιακοί προεστώτες εισηγούνταν μέτρα που έκριναν αναγκαία για την επαρχία τους και μεριμνούσαν για την εφαρμογή τους. Βρίσκονταν σε ένα συνεχή αγώνα για να απαλλάξουν τις κοινότητες από την απληστία των κρατικών οργάνων. Όμως υπήρχαν και επίορκοι προεστώτες που χαρακτηρίζονταν για την απληστία τους. Πράγματι, το σύστημα της κατανομής των φορολογικών βαρών ήταν αιτία πολλών καταχρήσεων σε βάρος των φορολογούμενων ομοθρήσκων τους. Συγκέντρωναν στα χέρια τους τόση δύναμη ώστε μπορούσαν να επηρεάζουν ή να ανακαλούν τον διορισμό βοεβόδων και καδήδων.

Στην Καλαμάτα στα τέλη του 18ου αιώνα οι Χριστιανοί προεστοί είχαν το προνόμιο εκλογής του καδή. Mε τη λήξη της θητείας υποχρεώνονταν να κάνουν στην επαρχιακή συνέλευση απολογισμό του έργου τους. Ένα σημαντικό έργο των επαρχιακών προεστώτων ήταν και η εκλογή των δύο Μοραγιάνηδων (Mόρα = Mοριάς, Πελοπόννησος + αγιάνης / ayan] οι οποίοι έδρευαν μόνιμα κοντά στον Πασά, στην Τριπολιτσά, μαζί με δύο εκπροσώπους των Τουρκικών κοινοτήτων (αγιάνηδες) και τον διερμηνέα (δραγουμάνο), που ήταν πάντα Έλληνας. Όλοι αυτοί, μαζί με κάποιους ανώτερους Οθωμανούς αξιωματούχους, συγκροτούσαν το διαρκές συμβούλιο του Πασά του Μοριά.

Το κύριο έργο τους ήταν η κατανομή των φόρων στις επαρχίες του Μοριά, στους οποίους προστίθεντο και τα διάφορα έξοδα των επαρχιών. Μετά την λήξη της θητείας τους οι μοραγιάνηδες ήταν υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν στην επαρχιακή συνέλευση. Επιπλέον, οι Πελοποννήσιοι είχαν πάρει το εξαιρετικό προνόμιο να επικοινωνούν απευθείας με την Yψηλή Πύλη, μέσω δύο απεσταλμένων τους (βεκίληδων) που έδρευαν στην Πόλη, ως μόνιμοι αντιπρόσωποί τους, και παρενέβαιναν για διάφορα Πελοποννησιακά ζητήματα.

Λόγω της επιρροής που είχαν πάνω στη μητέρα του σουλτάνου και σε άλλα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, πετύχαιναν να επεμβαίνουν σωτήρια υπέρ των συμπατριωτών τους, αν και συχνά ενδιαφέρονταν μόνο για την προώθηση των συμφερόντων της φατρίας τους. H θέση των Πελοποννησίων προεστώτων ή προκρίτων έναντι της Τουρκικής εξουσίας ήταν σημαντική γιατί εθεωρούντο όργανά της. H αρχή της δύναμής τους πρέπει να αναχθεί στη συμφωνία των «προκριτότερων του τόπου» -προφανώς της αντιενετικής μερίδας- με τον Νταμάντ Αλή Πασά το 1715, σύμφωνα με όσα παραδίδει στα Απομνημονεύματά του ο Κανέλος Δεληγιάννης.

Tο μόνο δικαίωμα που είχε ο πολύς λαός ήταν το να εκλέγει τους κοινοτικούς εκπροσώπους. Tο δικαίωμα του εκλέγεσθαι στα ανώτερα αξιώματα ανήκε πάντα στα ίδια σχεδόν πρόσωπα, ή πιο σωστά στις ίδιες ισχυρές οικογένειες και εκληρονομείτο από πατέρα σε γιο. Από αυτές επιλέγονταν και οι βεκίληδες. Προ του 1770 πανίσχυρη οικογένεια Χριστιανών προκρίτων ήταν οι Μπενάκηδες στην Καλαμάτα. Μετά το 1770 αναδείχτηκαν οι οικογένειες Λόντου στη Βοστίτσα (Αίγιο), Ζαΐμη και Χαραλάμπη στα Καλάβρυτα, Σισίνη στη Γαστούνη, Νοταρά στα Τρίκαλα Κορινθίας, Περρούκα στο Άργος, Παπαγιαννόπουλου (Δεληγιάννη) στην επ. Kαρύταινας, Παπατσώνη στα Ιμπλάκια της Μεσσηνίας κ.ά.

Χωρισμένες σε δύο φατρίες ή κόμματα: στο «Καρυτομεσσηνιακόν» και στο «Αχαϊκόν». Oι Πελοποννήσιοι κοτζαμπάσηδες αντλούσαν την οικονομική τους δύναμη περισσότερο από τη μεγάλη γαιοκτησία -που ήταν όμως σαφώς μικρότερη από αυτή των μεγαλογαιοκτήμονων Οθωμανών- και από την ενοικίαση φορολογικών προσόδων και λιγότερο από το εμπόριο. Επίσης από τις επιγαμίες με άλλες ισχυρές οικογένειες Πελοποννησίων προυχόντων. Στην κοινοτική εκπροσώπηση αντανακλάται ο τρόπος συγκρότησης της κάθε μικροκοινωνίας με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την οργάνωση των χωριών του Σουλίου σε γένη, τις «φάρες».

Εδώ οι κάτοικοι εκπροσωπούνται από τους αρχηγούς των γενεών (π.χ. οι «φάρες» των Τζαβελαίων ή των Μποτσαραίων) και αυτοί αποφασίζουν, παρά τις διαφορές τους, για τις υποθέσεις που αφορούν το σύνολο ή όταν υπάρχει ανάγκη να έλθουν σε επαφή με τη γειτονική Βενετική επικράτεια. Άλλη μορφή κοινοτικής οργάνωσης ήταν οι ομοσπονδίες κοινοτήτων με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τα 46 Ζαγοροχώρια στην Ήπειρο, τα Μαδεμοχώρια στη Χαλκιδική και, εν μέρει, τα χωριά του Πηλίου. Τα 46 Ζαγοροχώρια συγκροτούσαν το Κοινό των Ζαγορίσιων, με έδρα το Καπέσοβο, στο οποίο αντιπροσωπεύονταν όλες οι κοινότητες. Επικεφαλής ήταν ο Ζαγόρ-κοτζάνπασης που εκλεγόταν για έξι μήνες.

H ομοσπονδία των Μαντεμοχωριών απαρτιζόταν από 12 κωμοπόλεις και 360 χωριά. Στη συγκρότηση της ομοσπονδιακής διοίκησης έπαιρναν μέρος μόνο οι 12 κωμοπόλεις, καθεμιά από τις οποίες είχε υπό την «εξουσία» της έναν αριθμό χωριών που έστελναν αντιπροσώπους στην έδρα της ομοσπονδίας, το Μαχαλά. Oι 24 κοινότητες του Πηλίου, που όφειλαν την ευημερία τους στην επεξεργασία και την εμπορία του μεταξιού και των μάλλινων σκεπασμάτων, παρουσιάζουν μία εσωτερική διαφοροποίηση ως προς την κατανομή των εξουσιαστικών αρμοδιοτήτων. Ηγετικό ρόλο έπαιζε η Μακρυνίτσα, αλλά τα χωριά του Πηλίου δε φαίνεται να είχαν σύνθετες μορφές ομοσπονδιακής οργάνωσης, όπως αυτές που προαναφέραμε.

Ξεχωριστή μορφή ομοσπονδιακής κοινοτικής οργάνωσης αποτελούσαν τα Αμπελάκια με τα γύρω χωριά. Εδώ όμως επρόκειτο μάλλον για παραγωγική και εμπορική ένωση παρά για ομοσπονδία κοινοτήτων. Nα σημειώσουμε τέλος ότι σε πολλές πόλεις συναντούμε οργάνωση κοινοτήτων κατά συνοικίες (μαχαλάδες). H κοινοτική οργάνωση της αστικής κοινωνίας στο επίπεδο των συνοικιών αποτελεί μικρογραφία του κοινοτικού συστήματος. Υπήρχε ένα σώμα προεστών που διαχειριζόταν τις υποθέσεις και εκπροσωπούσε τη συνοικία στην κεντρική διοίκηση της κοινότητας και για ορισμένα θέματα στις οθωμανικές αρχές.

Oι γέροντες των συνοικιών είχαν κυρίως δημοσιονομικές αρμοδιότητες (κατανομή φόρων και κοινοτικών βαρών). Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Αθήνα, με τις 36 συνοικίες -όσες και οι ενορίες- και η Θεσσαλονίκη με τις 12 Χριστιανικές συνοικίες. Πολύ ενδιαφέρον ζήτημα στο οποίο δεν θα υπεισέλθουμε εδώ είναι η σχέση κοινοτήτων - συντεχνιών στις πόλεις. Θα σημειώσουμε μόνο ότι ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές συσσωματώσεων υπάρχουν κοινά και διακριτά στοιχεία, στο επίπεδο της οργάνωσης και στο επίπεδο των επιδιωκόμενων στόχων και της λειτουργίας τους.


ΕΝΔΟΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ 

Tο ίδιο το σύστημα που καθιστούσε την κοινότητα υπεύθυνη για την κατανομή και τη συλλογή των φόρων και εξασφάλιζε στους υπόδουλους κάποιες ελευθερίες, κρατώντας μακριά από παρεμβάσεις τα όργανα της κρατικής εξουσίας, έκλεινε μέσα του και τις αιτίες εσωτερικών διενέξεων και διαιρέσεων σε παρατάξεις, καταχρήσεων και καταπιέσεων των κοινοτικών αρχόντων πάνω στον ραγιά. Oι ενδοκοινοτικές διενέξεις είναι πολύμορφες και πολυεπίπεδες και υπακούουν σε πολλές αιτίες.

H κριτική μελέτη των πηγών μας επιτρέπει να διακρίνουμε τόσο τις βαθύτερες αιτίες τους όσο και τις άμεσες ή έμμεσες συνέπειές τους, μία από τις οποίες ήταν και το ότι έδιναν αφορμή για Τουρκικές παρεμβάσεις, όπως φαίνεται σε ανώνυμο κείμενο του τέλους του 18ου αιώνα που αφορά τον καζά Bοστίτσας (Aιγίου). Mία συχνή κατηγορία που εκτοξεύεται από τον Χριστιανικό πληθυσμό εναντίον των κοινοτικών αρχόντων και ταυτόχρονα βασική αιτία ενδοκοινοτικής διαμάχης ήταν η άδικη κατανομή και είσπραξη των πολλών και δυσβάσταχτων φόρων που επέβαλλε το κράτος και οι οποίοι γίνονταν ακόμη βαρύτεροι λόγω της παρεμβολής ανάμεσα στο κράτος και τους φορολογούμενους των ενοικιαστών και των υποενοικιαστών των φόρων.

Στις πηγές απαντούν συχνά παράπονα και κατηγορίες για κακοδιοίκηση, για άδικη κατανομή των φόρων και των κοινοτικών εισφορών και για πάσης φύσεως αδικίες που οδηγούσαν πολλούς στην εξαθλίωση. Oι κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι σύμφωνα με σουλτανικό φιρμάνι του 1755 εθεωρούντο εντελώς απαραίτητοι για την είσπραξη του κεφαλικού και άλλων φόρων, καθώς και άλλοι κοινοτικοί άρχοντες, εκμεταλλεύονταν τη θέση τους για να εισπράξουν, με διάφορες προφάσεις, μεγαλύτερα από τα κανονικά ποσά. Tο γεγονός αυτό προκαλούσε διαμαρτυρίες, αποδέκτης των οποίων γινόταν συχνά και η ίδια η Πύλη.

Προεπαναστατικά ή μεταεπαναστατικά κείμενα (η Ελληνική Νομαρχία, ο Ρωσοαγγλογάλλος, τα Απομνημονεύματα του Φωτάκου και του Οικονόμου κ.ά., κατηγορούν ευθέως τους μεγαλοπροεστούς για απάνθρωπη συμπεριφορά σε βάρος των ομοεθνών τους. Βέβαια τα δύο τελευταία κείμενα γράφτηκαν μετά την Επανάσταση από άτομα φιλικά προσκείμενα στον Θ. Κολοκοτρώνη και για να ερμηνεύσει κανείς τη σκληρή κριτική τους κατά των Πελοποννήσιων κοτζαμπάσηδων πρέπει να έχει υπόψη του την προεπαναστατική σύγκρουση κλεφτών (κάπων) και κοτζαμπάσηδων, αλλά και τη σύγκρουση πολιτικών και στρατιωτικών στους δύο εμφύλιους πολέμους στα χρόνια του Αγώνα της ανεξαρτησίας.

Είναι αξιοσημείωτο το ότι και ένας επίσημος Οθωμανός του Μοριά, ο Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντης, κατηγορεί τους κοτζαμπάσηδες ότι συνεργάζονταν με Τούρκους αξιωματούχους και αγιάνηδες τυραννώντας τον ραγιά. Ίδιες κρίσεις συναντούμε και σε κείμενα Eυρωπαίων ταξιδιωτών που είχαν προσωπική αντίληψη των πραγμάτων. H καταπίεση από τους κοτζαμπάσηδες ορισμένων κοινοτήτων είχε ως συνέπεια ακόμη και εξεγέρσεις των κατοίκων τους, όπως στη Σάμο, πριν και μετά το 1808, ή τολμηρές καταγγελίες, όπως αυτή των κατοίκων της Σκύρου στις 3 / 1 / 1821. Mία άλλης μορφής ενδοκοινοτική διαμάχη είναι η διαμάχη ανάμεσα στους ισχυρούς προεστούς των επαρχιών, που ήταν χωρισμένοι σε αντιμαχόμενες παρατάξεις, σε «ταράφια» (από το taraf).

Σε «ταράφια» ήταν χωρισμένοι και οι Οθωμανοί αγιάνηδες, όπως, για παράδειγμα, στη Λάρισα (4 ταράφια) και στα Σάλωνα / Άμφισσα (2). Πολλές φορές οι προεστοί μιας παράταξης προκειμένου να υπερισχύσουν ζητούσαν τη βοήθεια Τούρκων αξιωματούχων με τελικό αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη καταπίεση των κοινοτήτων. Όταν τα πράγματα έφθαναν στο απροχώρητο οι αξιωματούχοι του κράτους προσπαθούσαν άλλοτε με παραινέσεις, άλλοτε με απειλές, ακόμη και με εκτελέσεις κοινοτικών αρχόντων, να αποσοβήσουν κοινωνικές αναστατώσεις. Την εντονότερη διαμάχη επαρχιακών προεστών τη συναντούμε, σίγουρα, στην προεπαναστατική Πελοπόννησο.

Εδώ, όπως είδαμε παραπάνω, οι ισχυρές οικογένειες των κοτζαμπάσηδων ήταν χωρισμένες σε δύο φατρίες ή παρατάξεις, το «Καρυτομεσσηνιακόν» και το «Αχαϊκόν», που αντιμάχονταν η μία την άλλη. Tο 1812 η πρώτη φατρία, με αρχηγό τον πολύ ισχυρό προεστό Iωάννη Παπαγιαννόπουλο (Δεληγιάννη) από τα Λαγκάδια της Γορτυνίας αντιμαχόταν τη δεύτερη που είχε αρχηγό τον επίσης ισχυρό προεστό της Βοστίτσας / Αιγίου Σωτηράκη Λόντο. Mετά την απομάκρυνση, το ίδιο έτος, του Βελή Πασά, διοικητή της Πελοποννήσου, η φατρία του Δεληγιάννη με τη βοήθεια των επισημότερων Τούρκων κατηγόρησε τον Λόντο στον νέο Πασά, ο οποίος αποκεφάλισε τον Σωτηράκη στην Τριπολιτσά, όταν ο τελευταίος πήγε εκεί για να αποδείξει την αθωότητά του.

Mε τον ερχομό του νέου Πασά η φατρία του Σ. Λόντου, υπό τον νέο αρχηγό της, τον Ανδρέα Λόντο, κατηγόρησε, με τη σειρά της, στον πασά τον γέροντα Iω. Δεληγιάννη, ο οποίος αποκεφαλίστηκε από Τουρκικό απόσπασμα στα Λαγκάδια, το 1816. O θάνατος του κορυφαίου αυτού προεστού κατατρόμαξε όλο το Μοριά και έκανε τους προεστούς να υπογράψουν την 1η Aπριλίου 1816 συμφωνητικό και υποσχετικό έγγραφο για «αδελφικήν ομόνοιαν». Mία άλλη πτυχή και συνάμα αιτία ενδοκοινοτικών διενέξεων την περίοδο αυτή είναι η συμμετοχή και ο ρόλος της Εκκλησίας στα κοινοτικά πράγματα. H συμμετοχή του κλήρου στα κοινοτικά ζητήματα ήταν ανέκαθεν σημαντική.

Οι κληρικοί μπορούσαν να στηρίξουν ηθικά μία κοινότητα, πολύ περισσότερο μάλιστα τη στιγμή που στο ίδιο πρόσωπο συναντιόταν η εθνική και η θρησκευτική εκπροσώπηση. Χάρη και στα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο κλήρος αναγνωριζόταν από τον κατακτητή ως ο εγκυρότερος διαχειριστής των κοινοτικών ζητημάτων. Οπωσδήποτε η ηθική και συνακόλουθα η πολιτική επιρροή του κλήρου μειώνεται μετά το τέλος του 17ου αιώνα και τον 18ο, οπότε η κοινοτική ηγεσία περνάει σιγά σιγά στα χέρια των λαϊκών προεστών. Eντούτοις οι κληρικοί, ιδίως οι επίσκοποι, όπως φαίνεται και από το καταστατικό του Mελένικου (1813), δεν έχασαν τον ρυθμιστικό τους ρόλο.

Μετά τα μέσα όμως του 18ου αιώνα παρατηρήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις μία προσπάθεια, αν όχι αποκλεισμού, τουλάχιστον περιορισμού της επέμβασης της Εκκλησίας στα εσωτερικά των κοινοτήτων. Τούτο δεν ήταν πάντα εφικτό, καθώς η Εκκλησία αντιδρούσε έντονα. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, οι αντιδράσεις αυτές προσέλαβαν έντονα ιδεολογικό - πολιτικό χαρακτήρα και κατέληξαν σε ανοιχτές συγκρούσεις, όπως στη Σμύρνη το 1819. Στην Κοζάνη από τα μέσα κιόλας του 18ου αιώνα είχαν συμβεί ισχυρές συγκρούσεις στις οποίες πρωτοστατούσε ο μητροπολίτης και οι οποίες προκάλεσαν τις επανειλημμένες παρεμβάσεις του Πατριαρχείου.


Στα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια η αμφισβήτηση του ρόλου της Εκκλησίας στις κοσμικές υποθέσεις είχε επεκταθεί με αποτέλεσμα να περιοριστεί ο ρόλος της στην επικύρωση των πρακτικών της κοινότητας. Μάλιστα ο ανώτερος κλήρος, επιδιώκοντας ηγετικό ρόλο σε συνεργασία με τους κοινοτικούς άρχοντες, παρενέβαινε συχνά στο έργο τους. Στους ισχυρότερους απένεμε και το οφφίκιο του λογοθέτη, όπως στον Iω. Στάμου Χονδροδήμο ή Λογοθέτη, πανίσχυρο κοτζάμπαση της Λεβαδειάς για μερικές δεκαετίες πριν από την Επανάσταση του 1821.

Oι ενδοκοινοτικές διενέξεις κατά την υπό εξέταση περίοδο οφείλονταν, επίσης, και στο ότι άλλες τάξεις επιδίωκαν τη συμμετοχή τους στη διοίκηση προσπαθώντας να καταργήσουν το παραδοσιακό κλειστό σύστημα, είτε στο ότι αντίπαλες ισχυρές οικογένειες από την ίδια τάξη επιζητούσαν με τη σειρά τους την ανάληψη της εξουσίας. Χαρακτηριστική περίπτωση διεκδίκησης συμμετοχής άλλων τάξεων στη διοίκηση αποτελεί η Αθήνα όπου μετά την προσωρινή εκδίωξη του τυραννικού Χατζή Αλή (1788), οι Αθηναίοι κατάργησαν το «κληρονομικόν» σύστημα της κοινοτικής εξουσίας και καθιέρωσαν την ελεύθερη εκλογή στις κοινοτικές αρχές.

Στη Σάμο η διαχείριση των κοινοτικών υποθέσεων οδήγησε σε μεγάλες ταραχές το 1807 και στην επέμβαση των Οθωμανικών οργάνων της τάξης. Στα Ψαρά προκλήθηκαν το 1815 ταραχές εξαιτίας της όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων ομάδων, που οδήγησαν σε νέα επέμβαση των Οθωμανών. Την ίδια περίοδο ξέσπασαν ενδοκοινοτικές συγκρούσεις στην Ύδρα, όπου οι διεκδικήσεις των κατώτερων τάξεων τους έφεραν αντιμέτωπους με τους προύχοντες και τους «νοικοκυραίους». Είναι εμφανές ότι τα προεπαναστατικά χρόνια αναπτυσσόταν στον Οθωμανοκρατούμενο Ελληνικό χώρο μία κοινωνική δυναμική, παράλληλα με την εθνική.

Tέλος, μία μικρότερης έκτασης αιτία ενδοκοινοτικών συγκρούσεων ήταν την περίοδο αυτή η σύγκρουση ανάμεσα στις κοινότητες και τους μπερατλήδες, δηλαδή στους Έλληνες γλωσσομαθείς που χρησιμοποιούνταν από τις ξένες χώρες για την καλύτερη άσκηση του εμπορίου τους. Tα άτομα αυτά, που εφοδιάζονταν από την Yψηλή Πύλη με ειδικό διοριστήριο έγγραφο (μπεράτι / βεράτι) είχαν σημαντικά προνόμια, όπως απαλλαγή από τους φόρους κλπ. Oι Ελληνικές κοινότητες αντιδρούσαν στο καθεστώς αναγνώρισης φορολογικών προνομίων στους προστατευόμενους, γιατί ήταν υποχρεωμένες να καταβάλλουν τους φόρους που αναλογούσαν σ’ αυτούς.

Όμως οι δυνατότητες παρέμβασης των κοινοτήτων για περιορισμό των προνομίων ήταν μικρές, αφού ακόμη και ευνοϊκές γι’ αυτήν σουλτανικές διαταγές αναιρούνταν ύστερα από παρεμβάσεις των πρέσβεων των ξένων δυνάμεων. Αυτή ήταν και η βασική αιτία της μεταξύ τους διαμάχης που έκανε τους Έλληνες προεστούς των πόλεων (για παράδειγμα της Θεσσαλονίκης και της Καλαμάτας) να στραφούν εναντίον τους ζητώντας από την Yψηλή Πύλη να τους αφαιρέσει αυτά τα προνόμια.

Ανεξάρτητα πάντως από αυτές τις ενδοκοινοτικές συγκρούσεις και όσα αρνητικά εμφανίστηκαν κατά την εφαρμογή του θεσμού και χωρίς να ωραιοποιούμε καταστάσεις του παρελθόντος, μπορούμε συμπερασματικά να πούμε ότι οι κοινότητες και οι εκπρόσωποί της έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τη συσπείρωση του ελληνικού λαού και για τη συντήρηση του Γένους. M’ άλλα λόγια, λειτούργησαν ως ένα ενδιάμεσο σώμα ανάμεσα στην οθωμανική εξουσία και στο λαό, ανάμεσα δηλαδή στην κυρίαρχη και στην κυριαρχούμενη κοινωνία, απαλύνοντας το βάρος της κατάκτησης.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

 
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Β' 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου