Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ 6 ΗΜΕΡΩΝ (1967)

ΟΙ ΑΡΑΒΟΙΣΡΑΗΛΙΝΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Η ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΑΡΑΒΟΙΣΡΑΗΛΙΝΩΝ ΔΙΕΝΕΞΕΩΝ 

Ιστορικό Πλαίσιο

Κατά τον δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα η περιοχή με την μεγαλύτερη γεωπολιτική σημασία για τις μεγάλες δυνάμεις ήταν η Μέση Ανατολή. Αυτό συνέβει κυρίως εξαιτίας της εγγύτητας της με τρείς Ηπείρους (Ευρώπη, Ασία, Αφρική) αλλά και λόγω των μεγάλων ενεργειακών αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου που υπάρχουν στην περιοχή. Το μεγαλύτερο ζήτημα της Μέσης Ανατολής είναι αυτό της σύγκρουσης ανάμεσα στο κράτος του Ισραήλ και τους Άραβες γείτονες του. Η Αραβοϊσραηλινή διαμάχη είναι ίσως ένα από τα πιο πολύπλοκα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής παγκοσμίως. Για να βρούμε την ρίζα του προβλήματος θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και το πέρασμα της περιοχής που είναι σήμερα η Παλαιστίνη υπό την Βρετανική επιρροή. Αυτό συνέβη με ένα σύστημα Διεθνούς Εποπτείας το 1922, το οποίο λέγεται Εντολή... 
 
Πρόκειται για εντολές οι οποίες δόθηκαν από την Κοινωνία των Εθνών και έτσι η Παλαιστίνη δόθηκε υπό την εντολή των Βρετανών. Οι Βρετανοί προκειμένου να βρουν συμμάχους εναντίων των Οθωμανών κατά την διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν δώσει υποσχέσεις για κράτος στην περιοχή και προς τους Εβραίους και προς τους Παλαιστίνιους. Βέβαια, εκείνη την εποχή, οι Παλαιστίνιοι Άραβες στην Παλαιστίνη ήταν πάνω από 85 % του πληθυσμού. Με σταδιακή όμως, εγκατάσταση Εβραίων καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου από το 1922 μέχρι το 1940, η πληθυσμιακή σύνθεση άλλαξε. Αυτό οδήγησε σε μεγάλες συγκρούσεις και μετά ήρθε το Ολοκαύτωμα στην Ευρώπη από τους Ναζί.

Το οποίο δημιούργησε ακόμα πιο μεγάλες διεθνείς πιέσεις στην Βρετανία για να δημιουργήσει ένα κράτος Εβραίων στην περιοχή της Παλαιστίνης. Στην απόφαση αυτή οι Άραβες αντέδρασαν έντονα, καθώς θεώρησαν ότι δεν μπορεί να γίνει ένα τέτοιο κράτος σε μια περιοχή όπου είχαν πλειοψηφία. Έτσι το 1947, τα Ηνωμένα Έθνη και μετά από μεγάλη διπλωματική μάχη, αποφάσισαν ότι θα πρέπει να δημιουργηθούν δύο κράτη στην Παλαιστίνη: ένα Ισραηλινό και ένα Παλαιστινιακό. Οι Άραβες δεν δέχονται αυτή την απόφαση και έχουμε τον πρώτο Αραβοΐσραηλινό πόλεμο το 1948. Το Ισραήλ νικά και αποτέλεσμα είναι να καταλάβει μια σειρά από εδάφη Παλαιστινίων.

Από αυτή την πρώτη ''κατάληψη'' εδαφών, φεύγουν περί το ένα εκατομμύριο Παλαιστίνιοι πρόσφυγες, οι οποίοι κατευθύνθηκαν προς την δυτική όχθη του Ιορδάνη, στην Γάζα, στην Συρία και τον Λίβανο. Θα ακολουθήσουν άλλοι δύο Αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι το 1967 και το 1973. Στον πρώτο πόλεμο, γνωστό και ως «Πόλεμο των έξι ημερών», το Ισραήλ θα καταλάβει την δυτική όχθη του Ιορδάνη και ένας μεγάλος πληθυσμός Παλαιστινίων θα βρεθεί υπό κατοχή. Μετά από διάφορες περιπέτειες και πολέμους, φτάνουμε στο 1987 όταν και γίνεται η πρώτη μεγάλη εξέγερση των Παλαιστινίων, η Ιντιφάντα, η οποία αναγκάζει το Ισραήλ να έρθει σε αδιέξοδο, καθώς κατ’ ουσία χρησιμοποίησε τον στρατό, δημιουργώντας γενική κατακραυγή.

Από την άλλη μεριά, η Παλαιστίνη λόγω του ότι είχε ταχθεί με τη λάθος πλευρά στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου το 1991, αναγκάστηκε να κάνει βήματα συμβιβασμού. Έτσι έγινε η πρώτη συμφωνία ειρήνης, η Συμφωνία του Όσλο. Η συμφωνία αυτή παραδίδει κάποια εδάφη σε Παλαιστινιακή διοίκηση, όμως αφήνει τα τέσσερα βασικά προβλήματα του Παλαιστινιακού ζητήματος άλυτα:
  • Το εδαφικό 
  • Το ζήτημα της Ιερουσαλήμ 
  • Το ζήτημα των υδάτων 
  • Το ζήτημα των προσφύγων 
Το Ισραήλ μη έχοντας επιλογή πραγματοποίησε προληπτική επίθεση στις 5 Ιουνίου καταστρέφοντας αρχικά τις Αιγυπτιακές δυνάμεις και εν συνεχεία στράφηκε ανατολικά και διέλυσε τις Ιρακινές, Ιορδανικές και Συριακές Ένοπλες Δυνάμεις. Ο πόλεμος των έξι ημερών (Six-Day War) είχε τελειώσει με μια επιβλητική νίκη του Εβραϊκού κράτους. Το Ισραήλ κέρδισε έναν πόλεμο που ίσως ποτέ δεν ήθελε αλλά παρασύρθηκε να διεξάγει που όμως άλλαξε σημαντικά την γεωπολιτική ισορροπία στην Μέση Ανατολή καθώς τα εδαφικά οφέλη του ήταν μεγάλα. Παρά την ήττα τους οι Άραβες συνέχισαν να θέλουν τον αφανισμό του Ισραήλ και του λαού του όπως είχαν κάνει οι Ναζί μερικές δεκαετίες νωρίτερα.

Μερικά χρόνια αργότερα, τον Μάη του 1967 οι Αιγύπτιοι προκλητικά επανέλαβαν το κλείσιμο των στενών του Τιράν για την Ισραηλινή ναυσιπλοΐα όπως είχαν κάνει και το 1956, πραγματοποιώντας ναυτικό αποκλεισμό στο Ισραήλ από τον κόλπο του Άκαμπα και παραβιάζοντας την Συμφωνία Ανακωχής του 1949. Την ίδια στιγμή υπέγραφαν στρατιωτικό σύμφωνο με την Ιορδανία, ανέπτυσσαν στρατεύματα παραβιάζοντας το σύνορο που είχαν θεσπίσει τα Ηνωμένα Έθνη στην Χερσόνησο του Σινά και ανάγκαζαν τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών να αποχωρήσουν από την περιοχή.

Το επισφράγισμα ήρθε με το Ψήφισμα του Χαρτούν το 1967, όπου επιβεβαιώθηκε πως τα Αραβικά κράτη δεν θα αναγνωρίσουν, δεν θα διαπραγματευτούν αλλά θα πολεμήσουν μέχρις εσχάτων το Ισραήλ και δεν θα υπάρξει ειρήνη μέχρι να εξαφανιστεί ολοκληρωτικά. Την ίδια χρονιά (1967) οι Αιγύπτιοι υιοθετούν την στρατηγική του πολέμου φθοράς (war of attrition) στην περιοχή της Χερσονήσου του Σινά ούτως ώστε να εξουθενώσουν το Ισραήλ και να το εξαναγκάσουν σε υποχώρηση. Η στρατηγική των Αιγυπτίων για άλλη μια φορά απέτυχε παταγωδώς αφού δεν είχε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα και εγκαταλήφθηκε με τον θάνατο του Νάσερ το 1970


Το 1973 οι Αιγύπτιοι και οι Σύροι πραγματοποιούν μια ομολογουμένος ύπουλη αιφνιδιαστική επίθεση στο Εβραϊκό κράτος, αφού η μέρα που επιλέχθηκε για την επίθεση ήταν η 6η Οκτωβρίου που είναι η πιο Ιερή ημέρα στο Εβραϊκό ημερολόγιο. Ο πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ είχε ξεκινήσει και το Ισραήλ είχε αιφνιδιαστεί σε μεγάλο βαθμό. Τις επόμενες ημέρες και αφού οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις κατάφεραν να κινητοποιήσουν όλες τις απαραίτητες μονάδες ισορρόπησαν τον διμέτωπο σε δύση και ανατολή πόλεμο και αντεπιτέθηκαν επιτυχώς, με αιχμή του δόρατος την Ισραηλινή αεροπορική ισχύ που υπερτερούσε ποιοτικά έναντι των εχθρών.

Οι Άραβες αυτή την φορά έφτασαν πολύ κοντά σε μια νίκη αφού χρησιμοποίησαν κάθε στρατιωτικό και πολιτικό μέσο για να κερδίσουν (π.χ τιμές του πετρελαίου ως μέσο πίεσης στον Δυτικό κόσμο). Παρ όλα ταύτα το κράτος του Ισραήλ κατάφερε να επιβιώσει για άλλη μια φορά χάρη στο θάρρος και την αποφασιστικότητα που επέδειξε ο λαός και οι Ένοπλες Δυνάμεις του. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1981 η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) με την βοήθεια της Συρίας, πραγματοποίησε επίθεση στο Ισραήλ από τον Λίβανο με αποτέλεσμα το Ισραήλ να αναγκαστεί να εισβάλει στον Λίβανο το 1982.

Το 2006 η φονταμενταλιστική Σιιτική τρομοκρατική οργάνωση Χεζμπολάχ πραγματοποίησε διασυνοριακή επιδρομή στο Ισραήλ, το οποίο και εισέβαλε ξανά στον Λίβανο για δεύτερη φορά. Ωστόσο οι Παλαιστίνιοι συνέχιζαν τις τρομοκρατικές επιθέσεις κατά Εβραϊκών στόχων για δεκαετίες, όπως στο Τελ Αβίβ (1970), στο Μόναχο (1972) και στην Ουγκάντα (1976) καθώς επίσης είχαν θέσει σε εφαρμογή την πρώτη και δεύτερη Ιντιφάντα το 1982 και το 2000 αντίστοιχα.

Η μη διευθέτηση των ζητημάτων αυτών, οδηγεί σε νέες συγκρούσεις και στην δεύτερη μεγάλη εξέγερση, την Ιντιφάντα του 2000, η οποία καταπνίχθηκε από τον Ισραηλινό στρατό. Έκτοτε υπήρξαν συγκρούσεις μεταξύ της Παλαιστινιακής παραστρατιωτικής οργάνωσης Χαμάς και της πολιτικο-στρατιωτικής οργάνωσης του Γιασέρ Αραφάτ Φατάχ με αποτέλεσμα οι Παλαιστίνιοι να χωριστούν. Η Φατάχ ελέγχει την δυτική όχθη του Ιορδάνη και η Χαμάς την Γάζα. Η ιστορία δείχνει πως σχεδόν κάθε Αραβοϊσραηλινός πόλεμος ξεκίνησε από επιθετικές ενέργειες Αράβων και όχι Ισραηλινών. Όμως για να γίνει σαφέστερα αντιληπτό το δίκαιο και το άδικο θα το μεταφράσουμε σε δικά μας μέτρα και σταθμά.

Το κράτος του Ισραήλ είναι ένα κομμάτι γης 20.770 τετραγωνικών χιλιομέτρων και αυτό σημαίνει πως είναι μικρότερο σε έκταση από την Πελοπόννησο που αποτελείται από 21.549 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ο δε λαός του Ισραήλ είναι λίγο πάνω από 8 εκατομμύρια, άρα το Ισραήλ θεωρείται ένα μικρό κράτος. Οι Άραβες από την άλλη πλευρά ζουν σε είκοσι δύο κράτη που αποτελούν το σύνολο της βόρειας Αφρικής και το σύνολο της Αραβικής χερσονήσου με συνολική έκταση περίπου 13.333.296 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός τους είναι λίγο κάτω από 370 εκατομμύρια.

Αν συνυπολογίσουμε και άλλους μη Άραβες εχθρούς του Ισραήλ όπως οι Πέρσες (Ιράν), το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και προσφάτως η αναθεωρητική Τουρκία, οι αριθμοί είναι τρομακτικά χαοτικοί κατά του Ισραήλ. Άρα, ουδέποτε το Ισραήλ ήταν απειλή για τους Άραβες αλλά το θύμα μιας ακραίας θρησκευτικής και εθνικής Αραβικής επιθετικότητας. Το Ισραήλ γεωπολιτικά βρίσκεται στο σύνορο του μαλακού υπογάστριου της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που είναι η Ελλάδα. Αν το Ισραήλ πέσει πρώτο, ο Ελληνικός κόσμος, η Κύπρος και η Ελλάδα είναι οι επόμενοι.

Το Παλαιστινιακό

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου οι Εβραίοι ανά τον κόσμο υπέστησαν την μεγαλύτερη οργανωμένη απόπειρα αφανισμού ενός λαού, έπεσαν θύματα της μεγαλύτερης, βιαιότερης και πιο βάναυσης γενοκτονίας που γνώρισε η ανθρωπότητα. Και έγιναν λεία της παρανοϊκής ιδεοληψίας του Ναζισμού, που στόχο είχε την καταστροφή του "άλλου" ακριβώς επειδή το άλλο ήταν διαφορετικό και επειδή το άλλο έτυχε να υπερέχει νοητικά και οικονομικά σε μια ιστορική συγκυρία. Έτσι οι Εβραίοι έπεσαν θύματα του μεγαλύτερου οργανωμένου κομπλεξισμού και έγιναν ο αποδιοπομπαίος τράγος της Γερμανικής ήττας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το πέρας του Β' Π.Π. οι Εβραίοι δικαιωματικά έπρεπε να έχουν μια πατρίδα, ένα οργανωμένο κράτος, ένα καταφύγιο που θα τους προφύλασσε από παρόμοια δεινά.

Έτσι αποφάσισαν να γυρίσουν μαζικά στην γη των προγόνων τους, στην γη της Επαγγελίας, στην γη της Χαναάν κατά την Βίβλο. Που κατακτήθηκε από Φιλισταίους και άλλους όμως ανακτήθηκε από το λαό του Ισραήλ με αγώνες, πορείες, διωγμούς και πολέμους κατά την Βιβλική περίοδο σύμφωνα με την παράδοσή τους. Παρά το τέλος του Β' Π.Π. τα πολιτικά παιχνίδια των Βρετανών, που είχαν ξεκινήσει από την απομάκρυνση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Μέση Ανατολή (1915 - 1918) και υπόσχονταν μία στους Άραβες και μια στους Εβραίους την επιστροφή της γης τους, δεν σταμάτησαν. Παρ όλα αυτά οι Εβραίοι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν το κράτος που ονειρεύονταν το 1948 μετά από αιματηρούς αγώνες κατά Αράβων και Βρετανών.

Οι σειρήνες του πολέμου είχαν σιγήσει στην Ευρώπη αλλά όχι και για τους Εβραίους που το 1948 έπρεπε να αντιμετωπίσουν την επίθεση από πέντε Αραβικά κράτη (Αίγυπτος, Συρία, Ιορδανία, Ιράκ, Λίβανος) και ταυτόχρονα να αντισταθούν στις επιθέσεις ατάκτων Παλαιστινίων μαχητών, καθώς και εθελοντών από την Υεμένη, το Πακιστάν, την Σαουδική Αραβία και την Μουσουλμανική αδελφότητα που προέβαιναν σε τρομοκρατικές επιθέσεις εντός του νεοσύστατου Ισραήλ. Ο λαός του Ισραήλ κατάφερε να ανακόψει τους Άραβες και εν τέλει να κερδίσει τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας (Εβραϊκά: מלחמת העצמאות) δείχνοντας θάρρος και πυγμή.

Το Παλαιστινιακό είναι το παλαιότερο διεθνές ζήτημα στην ατζέντα των Ηνωμένων Εθνών. Ξεκίνησε στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν η ιστορική Παλαιστίνη βρισκόταν υπό Βρετανική Εντολή. Τότε μεγάλα κύματα Εβραίων μεταναστών, από την Ευρώπη κυρίως, άρχισαν να φτάνουν στην Παλαιστίνη, θέτοντας σε εφαρμογή το Σιωνιστικό σχέδιο για τον εποικισμό της περιοχής. Το 1947, με τη λήξη της βρετανικής εντολής και με πρόταση της Βρετανίας η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε την απόφαση Διαμελισμού της ιστορικής Παλαιστίνης σε δυο κράτη. Οι Παλαιστίνιοι και οι Άραβες απέρριψαν την απόφαση αυτή, καθώς αποτελούσε μια ιστορική αδικία σε βάρος των Παλαιστινίων που ζούσαν στην πατρίδα τους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.


Το Παλαιστινιακό πρόβλημα εντοπίζεται χρονικά στα τέλη του 19ου αιώνα με την ανάπτυξη του κινήματος του Σιωνισμού, ως αντίδραση στους διωγμούς που υφίσταντο οι Εβραίοι της Διασποράς. Το 1917 υπό το βάρος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η Μεγάλη Βρετανία με τη Διακήρυξη Μπάλφουρ αναγνωρίζει το δικαίωμα των Εβραίων σε μια «εθνική εστία» στην Παλαιστίνη, παρά την προγενέστερη υπόσχεσή της προς τους Άραβες για την ίδρυση ενιαίου Αραβικού βασιλείου. Η «παλιννόστηση» των Εβραίων στην Παλαιστίνη πραγματοποιείται σε κύματα (Aliyah) και ξεκινά μια περίοδος αναγκαστικής συμβίωσης των δυο εθνών με κλιμακούμενες εντάσεις.

Η πρόταση του ΟΗΕ (UNSCOP) για διχοτόμηση της περιοχής και το αίτημα του Αραβικού Συνδέσμου για ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους δεν οδηγούν πουθενά. Το 1948 ιδρύεται το κράτος του Ισραήλ επί τη βάση της Απόφασης 108 του ΣΑ / ΟΗΕ, που αναγνωρίζεται από τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ, ενώ ο Αραβικός Σύνδεσμος του κηρύττει πόλεμο. Επιβάλλεται κατάπαυση πυρός και το Συμβούλιο Ασφαλείας προσπαθεί να επιλύσει το ζήτημα με τον διορισμό της επιτροπής Μπερνατότ, που προτείνει -ανεπιτυχώς- με δύο διαδοχικές εκθέσεις την τριχοτόμηση και τη διχοτόμηση της περιοχής. Το 1964 συστήνεται ο Οργανισμός Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης (PLO) με τη σύμφωνη γνώμη του Αραβικού Συνδέσμου από τον Γιάσερ Αραφάτ.

Το 1967 ξεσπά πόλεμος, που λήγει με νίκη του Ισραήλ κι επέκταση των συνόρων του. Ξεκινά η αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο κατοχή της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας. Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ το 1973 διαμορφώνει νέες γεωπολιτικές ισορροπίες. Η αναγνώριση του δικαιώματος ανεξαρτησίας των Παλαιστινίων από τον ΟΗΕ (ψήφισμα 3070 / 1973) κι η αναβάθμιση του status της Παλαιστινιακής Αρχής σε κράτος-παρατηρητή (3273 / 1974) είχαν μόνο ηθικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, οι πολιτικές διακρίσεων κι ο κοινωνικός αποκλεισμός, που επέβαλε το ισραηλινό κράτος εις βάρος των Αράβων πολιτών του σε συνδυασμό με την ανάγκη των Παλαιστινίων να αντιδράσουν, οδήγησε στην πρώτη Intifada (1987 - 1991 / 1993).

Οι προτάσεις Μέρφι (1988) ανοίγουν έναν κύκλο πρωτοβουλιών της διεθνούς κοινότητας για την εκτόνωση της κρίσης και την οριστική επίλυση του ζητήματος, όπως: η Συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ (2000), ο Οδικός Χάρτης (2002), το Σχέδιο Ειρήνης του Αραβικού Συνδέσμου (2002), η Συμφωνία του Όσλο(2003). Καμία από αυτές δεν τελεσφορεί λόγω της αδιαλλαξίας. Το διαπραγματευτικό και πολιτικό αδιέξοδο οδηγεί στο ξέσπασμα της δεύτερης Intifada (2000 - 2005) και σε μια σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων του Ισραήλ στη Γάζα, κλιμακούμενου εύρους και βιαιότητας, με αποκορύφωμα την επιχείρηση «ProtectiveEdge» το 2014.

Η αδυναμία επέμβασης της διεθνούς κοινότητας ωθεί την Παλαιστινιακή Αρχή, να προσφύγει -ανεπιτυχώς- στο Συμβούλιο Ασφαλείας (Δεκέμβρης 2014) προτείνοντας ένα χρονοδιάγραμμα για την αποχώρηση του Ισραήλ από τα κατεχόμενα εδάφη και την ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους στα προ του 1967 σύνορα, καθώς και στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, όπου θα γίνει μέλος την 1η Απριλίου 2015. Ανεξαρτήτως, λοιπόν, της δράσης της διεθνούς κοινότητας οι αιτίες της μη επίλυσης του Παλαιστινιακού προβλήματος εδράζονται στην ανάγκη των δύο λαών να αυτοπροσδιοριστούν εθνικά (στο πλαίσιο ενός κράτους). Ο Σιωνισμός, δηλαδή η «επανεγκατάσταση στα πατρογονικά εδάφη» αναζωπυρώθηκε με την έκδοση του Judenstaat, τη «Βίβλο» του Σιωνισμού, από τον Αυστριακό δημοσιογράφο, Theodor Herlz, το 1879.

Η πολιτική αυτή διακήρυξη αποτέλεσε εφαλτήριο για την «Επιστροφή» στην περιοχή της Παλαιστίνης. Η μαζική εκδίωξη από την ΕΣΣΔ και το Ολοκαύτωμα ενέτειναν το αίτημα περί «επαναπατρισμού». Ο Παγκόσμιος Σιωνιστικός Οργανισμός (WZO) ενίσχυσε την Εβραϊκή επανεγκατάσταση μέσω χρηματοδοτήσεων. Παρά την ίδρυση του Ισραηλινού κράτους η ανασφάλεια των Εβραίων δεν υποχώρησε, αντιθέτως ενέτεινε τον εθνικισμό, επειδή η συμπεριφορά του Αραβικού Συνδέσμου, η στάση του Ιράκ και σήμερα του Ιράν ερμηνεύτηκε ως εχθρική. Μάλιστα, εκφράστηκε και μέσω της ψήφισης νόμου (Νakba) από το Ισραηλινό κοινοβούλιο (Knesset).

Η Knesset αποτελείται από μια πληθώρα κομμάτων, που σχηματίζουν συμμαχικές κυβερνήσεις. Τόσο δεξιοί σχηματισμοί, όπως το κυβερνών Likud, όσο και κεντροαριστεροί, όπως η Αξιωματική αντιπολίτευση τουZionist Union, επιδιώκουν την προαγωγή ενός Εβραϊκού εθνικού Κράτους, βασισμένου σε εθνικά και θρησκευτικά στοιχεία. Ειδοποιός τους διαφορά είναι η επιλογή ανάμεσα στη συνέχιση ή μη των διαπραγματεύσεων για εξεύρεση λύσης, η οποία και πάλι δε θεωρείται δεδομένη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του τέως πρωθυπουργούYitzhak Rabin, ο οποίος δύο χρόνια αφότου υπέγραψε τις συμφωνίες του Όσλο και τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης, δολοφονήθηκε ως «προδότης των Εβραϊκών αξιών» από υπερεθνικιστή Ισραηλινό.

Παράλληλα, αναπτύσσεται κι η Παλαιστινιακή ανάγκη αυτοπροσδιορισμού, της οποίας κομβικό σημείο είναι η ίδρυση του Ισραηλινού κράτους. Στον πόλεμο του 1948, ένα μεγάλο μέρος των Αράβων κατοίκων της ισραηλινής επικράτειας (700.000) εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και έγιναν πρόσφυγες. Κατά τη Nakba (Παλαιστινιακή Έξοδος), το 60 % του Παλαιστινιακού πληθυσμού κατέληξε σε προσφυγικούς καταυλισμούς εκτός του Ισραήλ και των κατεχόμενων εδαφών (Λίβανος, Κουβέιτ, Ιορδανία, Συρία κλπ). Αυτή η διασπορά προκάλεσε αντιαμερικανική στάση, καθώς το Ισραήλ θεωρήθηκε δίαυλος προώθησης Αμερικανικών συμφερόντων.

Η ανάπτυξη του Παλαιστινιακού εθνικισμού προώθησε και το αίτημα δημιουργίας Παλαιστινιακού κράτους. Μάλιστα, ο PLO έγινε ''ο μόνος νόμιμος αντιπρόσωπος του Παλαιστινιακού λαού''. Η νίκη του Ισραήλ το 1973 διέρρηξε την ενότητα των Αραβικών κρατών διασφαλίζοντας τη θέση υπεροχής του στη Μέση Ανατολή. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκε -κατά τη δεκαετία του 1980- η Παλαιστινιακή Τζιχάντ, υπερασπιζόμενη φανερά τον ένοπλο αγώνα ενάντια στην Ισραηλινή κατοχή. Η κατάσταση που διαμορφώθηκε ευνόησε την 1η Intifada, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε, προκρίνοντας ως στόχο την εγκαθίδρυση παλαιστινιακού κράτους. Ακολούθησε η 2η Intifada.

O εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Παλαιστινίων εκφράστηκε πολιτικά από την Φατάχ, κεντροαριστερό κόμμα με εθνικιστική ιδεολογία και μεγαλύτερη οργάνωση του PLO. Η Φατάχ ιδρύθηκε το 1959 από τον Αραφάτ, έναν εμβληματικό ηγέτη. Αρχικά, υιοθέτησε ακραίες πολιτικές θέσεις απορρίπτοντας εξ ολοκλήρου το Ισραηλινό αίτημα για σύσταση αυτόνομου κράτους και εν συνεχεία επιδόθηκε σε ένοπλο αγώνα εναντίον του. Το 1974, όμως, εγκατέλειψε -επισήμως- την ιδέα της ολοκληρωτικής επανάκτησης των παλαιστινιακών εδαφών χωρίς ωστόσο να απέχει εντελώς από ένοπλες επιθετικές και πολλές φορές τρομοκρατικές ενέργειες σε βάρος του κράτους του Ισραήλ.


Σύμφωνα με κάποιους αναλυτές ήταν αμφιλεγόμενη η σοβαρότητα των προθέσεων του Αραφάτ ως προς τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Παλαιστινιακού Ζητήματος. Με την συμφωνία του Όσλο, το 1993, η Φατάχ αναγνωρίστηκε από τη διεθνή κοινότητα ως επίσημη κυβέρνηση της Παλαιστίνης, με έδρα τη Ραμάλα, αποκαλούμενη εφεξής «Παλαιστινιακή Αρχή». Τον Νοέμβριο του 1947, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υπερψήφισε το σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης. Ο Αραβικός Σύνδεσμος, στο όνομα των Αράβων της Παλαιστίνης, το καταψήφισε. Με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, οι Αραβικές χώρες κήρυξαν τον πόλεμο στο νεοσύστατο κράτος.

Στα εξήντα επτά χρόνια που πέρασαν, διεξήχθηκαν πόλεμοι με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, και ατέρμονες διαπραγματεύσεις που δεν οδήγησαν σε βιώσιμη λύση. Οι πρωτεργάτες της διαδικασίας του Όσλο, της πρώτης πραγματικής προσπάθειας προσέγγισης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, πίστευαν ότι η συμφωνία αυτή θα οδηγούσε σε έναν ιστορικό συμβιβασμό. Όπως έγινε όμως σαφές από τις δεκάδες συναντήσεις που ακολούθησαν, οι διαφορές μεταξύ των δυο πλευρών δεν αφορούν μόνο τα θέματα των συνόρων και της ασφάλειας, των εποικισμών στη Δυτική Όχθη, την Ιερουσαλήμ και τους πρόσφυγες, αλλά αγγίζουν ένα βαθύτερο θέμα.

Εάν οι Ισραηλινοί θεωρούσαν, τότε τουλάχιστον, ότι πρόκειται για μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο εθνικά κινήματα και, επομένως, οι απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ Ισραήλ και ΟΑΠ μπορούσαν να οδηγήσουν σε λύση, για την Αραβική-Παλαιστινιακή πλευρά η αντιπαράθεση αφορά ένα εθνικό κίνημα (το Παλαιστινιακό) και μια αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική οντότητα (το Ισραήλ) η οποία πρέπει να εξαφανιστεί. Η Ισραηλινή πλευρά αναφέρεται σε «δύο κράτη για δύο λαούς», ενώ η Παλαιστινιακή πλευρά αναφέρεται μόνο σε «δύο κράτη». Στην Παλαιστινιακή αφήγηση, οι Εβραίοι δεν είναι λαός ή έθνος, αλλά απλώς μια θρησκευτική αίρεση, και ως εκ τούτου δεν έχουν δικαίωμα αυτοδιάθεσης.

Γι’ αυτό, η Παλαιστινιακή πλευρά αρνείται να αναγνωρίσει το Ισραήλ ως «κράτος του Εβραϊκού λαού». Εδώ βρίσκεται η ρίζα της αντιπαράθεσης με τους μετριοπαθείς Παλαιστίνιους -δεν είναι τα σύνορα ούτε οι εποικισμοί, ούτε καν η Ιερουσαλήμ. Έτσι εξηγείται η Παλαιστινιακή εμμονή στο δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων του 1948 και των απογόνων τους, η οποία θα αποτελούσε τον πιο αποτελεσματικό τρόπο εξαφάνισης του Ισραήλ. Κι αυτή είναι η πραγματική αιτία που οι πολύχρονες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και τους μετριοπαθείς Παλαιστίνιους -είτε υπό την αρχηγία του Γιάσερ Αραφάτ, είτε υπό την αρχηγία του Μαχμούντ Αμπάς (Αμπού Μάζεν)- δεν έχουν καρποφορήσει.

Σιωνισμός και Αραβικός Εθνικισμός

Η Ισραηλινοπαλαιστινιακή διένεξη χρονολογείται από τα τέλη του 19ου αιώνα, με την άνοδο των εθνικών κινημάτων, μεταξύ των οποίων ο Σιωνισμός και ο Αραβικός εθνικισμός. Η επιστροφή στη Γη του Ισραήλ (Παλαιστίνη) αποτελούσε πάντα τον μεγάλο πόθο του Εβραϊκού λαού. Ωστόσο, η συζήτηση για την πραγμάτωση αυτού του ονείρου άρχισε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν ο αντισημιτισμός στη Ρωσία και στα ευρωπαϊκά κράτη σημείωσε άνοδο. Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Μέσης Ανατολής, συμπεριλαμβανομένης της Παλαιστίνης, αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην Παλαιστίνη κατοικούσαν κυρίως Άραβες Μουσουλμάνοι, Φελάχοι και Βεδουίνοι, κι ένας μικρός αριθμός Χριστιανών Αράβων, Δρούζων, Τσερκέσιων και Εβραίων.

Οι περισσότεροι Εβραίοι ζούσαν τότε στη διασπορά, αλλά στην Ιερουσαλήμ αποτελούσαν, από το 1892, πλειοψηφία. Το 1897, ιδρύθηκε το Σιωνιστικό (εθνικό Εβραϊκό) κίνημα από τον Τεοντόρ Χερτσλ, ο οποίος άρχισε τις ενέργειες για να αποσπάσει τη συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων για την ίδρυση Εβραϊκού κράτους, που θα έδινε στον Εβραϊκό λαό δικαίωμα αυτοδιάθεσης και θα χρησίμευε ως καταφύγιο για τους Εβραίους όλου του κόσμου. Τα ιδρύματα του Σιωνιστικού κινήματος ενθάρρυναν τη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη και συγκέντρωναν χρήματα για την αγορά γαιών. Οι ηγέτες των Αράβων της Παλαιστίνης δεν άργησαν να δουν την εξέλιξη αυτή ως απειλή.

Σιγά σιγά η ένταση κλιμακώθηκε, με αποτέλεσμα οι Οθωμανικές αρχές να θέσουν περιορισμούς στην Εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη και, το 1892, να απαγορεύσουν την πώληση γαιών σε ξένους. Το 1914, ο Εβραϊκός πληθυσμός της Παλαιστίνης αριθμούσε περίπου 70.000 ψυχές. Η προοπτική κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε την πλειονότητα των Εβραίων και των Αράβων της Παλαιστίνης να υποστηρίξουν τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Το 1915, σε αντάλλαγμα της αραβικής εξέγερσης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Βρετανία υποσχέθηκε την ίδρυση κυρίαρχου αραβικού κράτους στην Παλαιστίνη.

Όπως όριζε η μυστική συμφωνία Σάικς-Πικό (1916) μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας, η Παλαιστίνη επρόκειτο να μοιραστεί σε περιοχές υπό Βρετανική κυριαρχία, υπό γαλλική κυριαρχία και υπό διεθνή έλεγχο. Παράλληλα, το 1917, οι Εβραίοι έλαβαν από τη Βρετανία υπόσχεση για ίδρυση Εβραϊκής εστίας στην Παλαιστίνη (Διακήρυξη Μπάλφουρ). Ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Σιωνιστικού κινήματος. Στο τέλος του 1918, η Βρετανία κατέλαβε την Παλαιστίνη, η οποία έμεινε υπό στρατιωτική διοίκηση ως τον Ιούλιο του 1920, που η εξουσία πέρασε στον Ύπατο Αρμοστή. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, η Βρετανία έλαβε επισήμως από την Κοινωνία των Εθνών την Εντολή για την Παλαιστίνη.

Μεταξύ 1919 και 1926 μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη περισσότεροι από 90.000 Εβραίοι. Οι σχέσεις ανάμεσα στον Εβραϊκό και τον αραβικό πληθυσμό επιδεινώθηκαν και η εχθρότητα μεταξύ των δυο κοινοτήτων μεγάλωσε.

Η Περίοδος της Βρετανικής Εντολής (1920 - 1948)

Διαφωνώντας με την Εβραϊκή Εγκατάσταση και τη Βρετανική πολιτική απέναντι στο Σιωνιστικό κίνημα, οι Άραβες της Παλαιστίνης άρχισαν να ασκούν βία και τρομοκρατία σε βάρος του Εβραϊκού πληθυσμού. Την περίοδο 1921 - 1948, ηγέτης του Αραβικού Παλαιστινιακού κινήματος ήταν ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ Χατζ Αμίν ελ-Χουσέινι, ο οποίος χρησιμοποίησε τις ρητορικές του ικανότητες για να συνεπάρει τα πλήθη και να τα ωθήσει σε τρομοκρατικές ενέργειες. Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι Εβραίοι επεδίωκαν να κυριαρχήσουν στο Όρος του Ναού, για να κτίσουν τον Ναό του Σολομώντος, και διεκδίκησε την έκταση του δυτικού τείχους της Ιερουσαλήμ (Τείχος των Δακρύων) ως ιερό τόπο των Μουσουλμάνων.

Το 1921, ύστερα από αραβικό πογκρόμ κατά του Εβραϊκού πληθυσμού, συγκροτήθηκε η Αγκανά, η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Εβραϊκής Εγκατάστασης στην Παλαιστίνη. Στα μεγάλα πογκρόμ του 1929, δολοφονήθηκαν οι κάτοικοι της Εβραϊκής συνοικίας της Χεβρώνας. Όσοι κατάφεραν να σωθούν διώχτηκαν από την πόλη, ενώ η βία εξαπλώθηκε στο Σαφέντ και την Ιερουσαλήμ. Το 1936, το Ανώτατο Μουσουλμανικό Συμβούλιο της Παλαιστίνης, υπό την ηγεσία του ελ-Χουσέινι, υποκίνησε τον Αραβικό πληθυσμό σε μια μεγάλη εξέγερση τριών ετών, κατά την οποία δολοφονήθηκαν πολλοί Εβραίοι σε διάφορες πόλεις.


Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, η Βρετανία άρχισε να αναδιπλώνεται από την ιδέα μιας εθνικής Εβραϊκής εστίας και να εξετάζει την ίδρυση ενός κράτους για δύο λαούς ή ενός Αραβικού κράτους με Εβραϊκή μειοψηφία. Προς την κατεύθυνση αυτή, συγκροτήθηκαν πολλές επιτροπές έρευνας -όπως η Επιτροπή Χέικραφτ (1921) και η Επιτροπή Σω (1929)- με πιο γνωστή την Επιτροπή Πηλ (1936 - 1939), η οποία έθεσε για πρώτη φορά θέμα διχοτόμησης της Παλαιστίνης σε δύο κράτη για δύο λαούς. Το Εβραϊκό κράτος θα περιλάμβανε την παράκτια λωρίδα, την κοιλάδα των Ιζραελών, το Μπετ-Σεάν και την κάτω Γαλιλαία, ενώ το αραβικό κράτος την ανατολική Υπεριορδανία και τη δυτική Παλαιστίνη.

Στην Εβραϊκή πλευρά υπήρχε διχογνωμία, ενώ η Αραβική πλευρά απέρριψε κάθε ιδέα διχοτόμησης της Παλαιστίνης. Το 1939, σε μια περίοδο που πολλοί Εβραίοι επιχειρούσαν με κάθε τρόπο να αποδράσουν από την Ευρώπη, η Βρετανία περιόρισε σημαντικά τον αριθμό των Εβραίων μεταναστών, καθώς και την αγορά γαιών στην Παλαιστίνη. Η ηγεσία της Εβραϊκής Εγκατάστασης οργάνωσε τότε μια μεγάλη επιχείρηση παράνομης μετανάστευσης (Ααπαλά). Στις 6 Νοεμβρίου 1941, ο Χατζ Αμίν ελ-Χουσέινι επισκέφθηκε το Βερολίνο, όπου συναντήθηκε με τον Χίτλερ, από τον οποίον ζήτησε να αντιταχθεί η Ναζιστική Γερμανία στην ίδρυση εθνικής Εβραϊκής εστίας στην Παλαιστίνη.

Περιγράφοντας τη συνάντηση, ο Μουφτής έκανε λόγο για «ταύτιση απόψεων». Στον ελ-Χουσέινι δόθηκε η υπόσχεση πως με την κατάκτηση της Μέσης Ανατολής, μοναδικός σκοπός της Γερμανίας θα ήταν η εξόντωση του εβραϊκού στοιχείου. Στη διάρκεια του πολέμου, ο Χουσέινι πήγε στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γιουγκοσλαβία και τους βοήθησε να στρατολογήσουν Μουσουλμάνους στα Waffen - SS. Οι εξελίξεις αυτές επιδείνωσαν τις σχέσεις μεταξύ αραβικής ηγεσίας και Βρετανίας, η οποία στράφηκε προς την Εβραϊκή Εγκατάσταση για συνεργασία, σε μια περίοδο που είναι γνωστή ως «διακόσιες μέρες τρόμου».

Μετά τον πόλεμο, οι Εβραϊκές αντιστασιακές οργανώσεις συγκρότησαν το «Εβραϊκό επαναστατικό κίνημα» (1945 - 1946), που συντόνιζε τις ένοπλες ενέργειες κατά των Βρετανικών αρχών. Την ίδια εποχή, έφτασαν παράνομα στην Παλαιστίνη πάνω από 70.000 άτομα. Πολλά από τα πλοία εντοπίζονταν από τους Άγγλους και οι επιβάτες τους εξορίζονταν σε στρατόπεδα στην Κύπρο, τότε Βρετανική αποικία. Το γεγονός αυτό, τη στιγμή που γινόταν γνωστή σε όλο τον κόσμο η φρίκη του Ολοκαυτώματος, προκάλεσε αίσθηση στη διεθνή κοινή γνώμη και η Βρετανία αποφάσισε να επιστρέψει την Εντολή για την Παλαιστίνη στον ΟΗΕ.

Ο ΟΗΕ συγκρότησε τότε μια Ειδική Επιτροπή για την Παλαιστίνη (Επιτροπή UNSCOP, η οποία πρότεινε τη διχοτόμηση της περιοχής σε ένα Εβραϊκό κι ένα Αραβικό κράτος, με την Ιερουσαλήμ υπό διεθνή έλεγχο. Κανένα από τα δυο κράτη δεν θα είχε εδαφική αλληλουχία. Ήταν μια πρόταση που δεν ικανοποιούσε καμιά από τις δυο πλευρές. Οι Εβραίοι δεν ήθελαν να χάσουν την Ιερουσαλήμ και φοβούνταν πως ένα κράτος χωρίς εδαφική συνέχεια δεν θα ήταν βιώσιμο. Παρ’ όλα αυτά, το Εβραϊκό Πρακτορείο, που ασκούσε χρέη κυβέρνησης της Εβραϊκής Εγκατάστασης, αποδέχθηκε το σχέδιο, ενώ η αραβική ηγεσία το απέρριψε. Την περίοδο εκείνη, πάνω από 60% των κατοίκων της Παλαιστίνης ήταν μη Εβραίοι (1.200.000), ενώ περίπου 35% (610.000) ήταν Εβραίοι.

Το σχέδιο διχοτόμησης υπερψηφίστηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (απόφαση 181), με 33 ψήφους υπέρ, 13 κατά και 10 αποχές. Η Ελλάδα ψήφισε κατά του σχεδίου, συντασσόμενη με την αραβική πλευρά. Το σχέδιο επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ τη νύχτα μεταξύ 14ης και 15ης Μαΐου, ημερομηνία κατά την οποία οι Βρετανοί θα παρέδιδαν την Εντολή. Η έγκριση του σχεδίου διχοτόμησης οδήγησε τους Άραβες της Παλαιστίνης, με τη βοήθεια εθελοντών από πολλά Αραβικά κράτη, σε ένοπλο αγώνα κατά της Εβραϊκής Εγκατάστασης, ο οποίος αποτέλεσε την απαρχή αυτού που το Ισραήλ ονομάζει Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Στις 14 Μαΐου 1948, ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ανακήρυξε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.

Την ίδια μέρα, η Αίγυπτος, η Συρία, η Ιορδανία, ο Λίβανος και το Ιράκ κήρυξαν τον πόλεμο στο νεοσύστατο κράτος. Ο πόλεμος έληξε με νίκη του Ισραήλ, το οποίο προσάρτησε εδάφη που δεν ορίζονταν από το σχέδιο διχοτόμησης. Η κατάπαυση του πυρός που κήρυξε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (22 Οκτωβρίου 1948) δεν τηρήθηκε, καθώς το Ισραήλ προχώρησε στην εκδίωξη του Αιγυπτιακού στρατού από το έδαφός του. Στις 16 Νοεμβρίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε τις δυο πλευρές σε διαπραγματεύσεις, γνωστές ως «συμφωνίες της Ρόδου» (22 Ιανουαρίου - 20 Ιουλίου 1949). Ορίστηκαν τότε τα σύνορα του Ισραήλ («πράσινη γραμμή» ή σύνορα έως το 1967).

Εδάφη που το Ισραήλ δεν κατέλαβε, όπως η περιοχή της Δυτικής Όχθης και η Λωρίδα της Γάζας, πέρασαν στην κυριαρχία της Ιορδανίας και της Αιγύπτου, αντίστοιχα. Το Ισραήλ κατέλαβε την Δυτική Ιερουσαλήμ, ενώ η παλιά πόλη και συνοικίες της Ανατολικής Ιερουσαλήμ πέρασαν στην κυριαρχία της Ιορδανίας. Το 1950, η Ιορδανία προσάρτησε τα εδάφη που είχε κατακτήσει στον πόλεμο, όπως και την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε Δυτική Όχθη, ονομασία που φέρει μέχρι σήμερα.

Οι Πρόσφυγες

Στη διάρκεια του πολέμου, ένα μεγάλο μέρος των Αράβων κατοίκων της Ισραηλινής επικράτειας (500.000 έως 700.000 ψυχές) εγκατέλειψαν τα σπίτια τους κι έγιναν πρόσφυγες. Άλλοι έφυγαν πριν από τον πόλεμο κι άλλοι στη διάρκεια των μαχών, είτε από δική τους επιλογή, είτε από παρότρυνση και εκφοβισμό από την πλευρά της Αραβικής ηγεσίας ή επειδή εκδιώχθηκαν από τον Ισραηλινό στρατό. Αυτή η εξέλιξη ονομάστηκε από τους Άραβες Νάκμπα (καταστροφή). Όταν ο ΟΗΕ συγκρότησε την UNHCR (Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες), οι Αραβικές χώρες δεν δέχτηκαν να ενταχθούν οι Παλαιστίνιοι, όπως οι άλλοι πρόσφυγες, στις χώρες όπου είχαν καταφύγει και απαίτησαν τη δημιουργία ξεχωριστού οργανισμού, που θα ασχολούνταν μόνο με την πρόνοια.

Πέντε μέρες μετά, ο ΟΗΕ ίδρυσε την UNRWA. Ο ορισμός της UNRWA για τον Παλαιστίνιο πρόσφυγα διαφέρει από τον ορισμό του ΟΗΕ για τους υπόλοιπους πρόσφυγες. Παλαιστίνιοι πρόσφυγες είναι «οι άνθρωποι που η κανονική τους κατοικία από τον Ιούνιο 1946 μέχρι τον Μάιο 1948 ήταν η Παλαιστίνη και έχασαν το σπίτι τους και τις πηγές βιοπορισμού τους εξαιτίας της Ισραηλινοαραβικής διένεξης του 1948». Επίσης: «Οι απόγονοι των Παλαιστινίων προσφύγων θεωρούνται κι αυτοί πρόσφυγες», κάτι που δεν ισχύει για τους άλλους πρόσφυγες. «Η κατοχή ιθαγένειας άλλης χώρας δεν πλήττει το καθεστώς του Παλαιστίνιου πρόσφυγα», κάτι που επίσης δεν έχει προηγούμενο.


Το καθεστώς του Παλαιστίνιου πρόσφυγα είναι κληρονομικό και δεν ακυρώνεται ποτέ, ούτε εξαιρούνται από αυτό παραβάτες, εγκληματίες, τρομοκράτες κ.ά. Από τότε, οι Αραβικές και Μουσουλμανικές χώρες, με την αυτόματη πλειοψηφία που διαθέτουν στον ΟΗΕ, διαιωνίζουν το πρόβλημα, προκειμένου να το χρησιμοποιούν ως διαπραγματευτικό χαρτί στη διένεξη με το Ισραήλ. Κι ενώ το πρόβλημα των εκατομμυρίων προσφύγων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έχει λυθεί προ πολλού, ο αριθμός των Παλαιστινίων προσφύγων του 1948 αντί να μειωθεί, αυξάνεται. Έτσι, όταν οι Παλαιστίνιοι μιλούν για δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων, εννοούν 7,5 - 10 εκατομμύρια άτομα, γεγονός που συνεπάγεται την εξαφάνιση του Ισραήλ.

Από την Ίδρυση του Κράτους στον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1949 - 1957)

Με την ίδρυση του κράτους, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, πρόσφυγες και επιζώντες του Ολοκαυτώματος άρχισαν να καταφθάνουν στο Ισραήλ. Στη διάρκεια του πολέμου, 856.000 Εβραίοι είχαν διωχθεί ή αποδράσει από τα Αραβικά κράτη και είχαν μεταναστεύσει στο Ισραήλ. Λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, αναγκάστηκαν να φύγουν όλοι σχεδόν οι Εβραίοι από τα Αραβικά κράτη. Το Ισραήλ αποσιώπησε αυτή την εξέλιξη, που πολλοί ονόμασαν «Εβραϊκή Νάκμπα» (καταστροφή), θέλοντας να δείξει ότι έλυσε μόνο του το θέμα των προσφύγων του. Στους Άραβες Παλαιστίνιους που έμειναν στο Ισραήλ δόθηκε Ισραηλινή υπηκοότητα. Μέχρι το 1966, όμως, ζούσαν υπό στρατιωτικό καθεστώς και η σχέση τους με το κράτος χαρακτηριζόταν από αμοιβαία καχυποψία.

Σταδιακά, οι στρατιωτικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους κατά μήκος των Ισραηλινών συνόρων αυξήθηκαν. Το 1964, ιδρύθηκε η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Το καταστατικό της οργάνωσης πρέσβευε το αποκλειστικό δικαίωμα του Παλαιστινιακού λαού σε όλη την Παλαιστίνη (συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ). Το 1967, Αιγυπτιακές δυνάμεις πέρασαν τη Διώρυγα του Σουέζ και εισέβαλαν στο Σινά, ενώ η Συρία και η Ιορδανία συγκέντρωσαν στρατό στα βόρεια και ανατολικά σύνορα. Το Ισραήλ αποφάσισε να χτυπήσει πρώτο.

Ακολούθησε ο Πόλεμος των Έξι Ημερών κατά της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας, στη διάρκεια του οποίου το Ισραήλ κατέλαβε τη Λωρίδα της Γάζας (από την Αίγυπτο), τη Δυτική Όχθη (από την Ιορδανία) και τα υψώματα του Γκολάν (από τη Συρία). Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, το Ισραήλ κατείχε ολόκληρη την επικράτεια της άλλοτε Βρετανικής Εντολής. Η Ισραηλινή κυβέρνηση βάσισε την επιχειρηματολογία της στο γεγονός ότι η Παλαιστίνη δεν υπήρξε ποτέ κυρίαρχο κράτος κι επομένως το Ισραήλ δεν παραβίασε το τέταρτο εδάφιο της Συνθήκης της Γενεύης.

Από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών στις Συμφωνίες του Όσλο (1967 - 1993)

Η ήττα των Αραβικών κρατών στον Πόλεμο των Έξι Ημερών ενίσχυσε τον Παλαιστινιακό εθνικισμό και τις οργανώσεις «ένοπλης αντίστασης». Στις 3 Νοεμβρίου 1969, ο Γιασέρ Αραφάτ, αρχηγός της οργάνωσης Φατάχ, εξελέγη πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΟΑΠ. Από την ίδρυσή της, η ΟΑΠ χρησιμοποιούσε βία εναντίον των Ισραηλινών στόχων. Στην αρχή, προσπάθησε να κυριαρχήσει στη Δυτική Όχθη, γρήγορα όμως διώχτηκε από τον Ισραηλινό στρατό και κατέφυγε στην Ιορδανία. Μόνο το 1969 πραγματοποιήθηκαν 3.170 επιθέσεις από τα Ιορδανικά σύνορα κατά του Ισραήλ. Επειδή η Χασεμιτική δυναστεία εκπροσωπούσε μόνο το 20% του Ιορδανικού πληθυσμού, η εγκατάσταση των Παλαιστινιακών οργανώσεων στην Ιορδανία αποτελούσε πραγματική απειλή για τη σταθερότητα του καθεστώτος.

Ο βασιλιάς Χουσεΐν προχώρησε σε συμφωνία με τις Παλαιστινιακές οργανώσεις, η οποία παραβιάστηκε το 1970, ύστερα από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Πολύ σύντομα, η αντιπαράθεση πήρε τη μορφή γενικευμένου πολέμου ανάμεσα στον Ιορδανικό στρατό και τις ένοπλες Παλαιστινιακές οργανώσεις. Τα γεγονότα αυτά είναι γνωστά ως «Μαύρος Σεπτέμβρης». Τελικά, ο βασιλιάς Χουσεΐν κατέστειλε την εξέγερση, κατά την οποία δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι έχασαν τη ζωή τους. Η ένοπλη αντιπαράθεση συνεχίστηκε ως τον Ιούλιο του 1971, με την εκδίωξη της ΟΑΠ στον Λίβανο. Μετά τον Μαύρο Σεπτέμβρη, μεγάλος αριθμός Παλαιστινίων μετακινήθηκε στον Λίβανο και εντάχθηκε στους εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους πρόσφυγες που ζούσαν εκεί.

Η μυστική «συμφωνία του Καΐρου», η οποία υπογράφηκε μεταξύ της ΟΑΠ και της κυβέρνησης του Λιβάνου και αναφερόταν σε Παλαιστινιακή αυτονομία στον νοτιοανατολικό Λίβανο, έδωσε τη δυνατότητα στην ΟΑΠ να χρησιμοποιεί την περιοχή ως βάση για εκτόξευση ρουκετών και επιθέσεων εναντίον αμάχων στο Ισραήλ, όπως η σφαγή σε σχολείο στο χωριό Μααλότ, που δολοφονήθηκαν 22 μαθητές και τραυματίστηκαν 68 (1974), η τρομοκρατική ενέργεια στο ξενοδοχείο Σαβόι στο Τελ-Αβίβ (1975) και η επίθεση εναντίον σχολικού λεωφορείου στο χωριό Αβιβίμ, όπου σκοτώθηκαν 12 παιδιά (1978). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι Παλαιστινιακές οργανώσεις διεύρυναν την τρομοκρατική δραστηριότητά τους με αεροπειρατείες και επιθέσεις σε Εβραϊκούς στόχους στο εξωτερικό.

Η Παλαιστινιακή τρομοκρατία κορυφώθηκε το 1972, με τη σφαγή των Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου κ.ά. Τον Οκτώβριο του 1983, ξέσπασε ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ. Σε μια συντονισμένη επίθεση, οι δυνάμεις της Συρίας και της Αιγύπτου αιφνιδίασαν, μέρα γιορτής, το Ισραήλ. Σταδιακά, ο ισραηλινός στρατός πέρασε από την άμυνα στην αντεπίθεση. Τελικά κηρύχθηκε κατάπαυση του πυρός. Ο πόλεμος του 1973 άνοιξε τον δρόμο για τις συμφωνίες του Καμπ Ντέηβιντ (1978), που αποτέλεσαν προηγούμενο για τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ομάδες του θρησκευτικού Σιωνισμού επιχείρησαν να εγκατασταθούν στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας -περιοχές που το Ισραήλ κρατούσε ως διαπραγματευτικό χαρτί. Στην αρχή, η Ισραηλινή κυβέρνηση εκκένωνε τους παράνομους οικισμούς, καθώς όμως δεν φαινόταν στον ορίζοντα προοπτική διαπραγμάτευσης, άρχισαν σιγά-σιγά οι πρώτοι εποικισμοί. Το 1977, η άνοδος του δεξιού κόμματος Λικούντ στην εξουσία επιτάχυνε τη διαδικασία του εποικισμού. Την ίδια χρονιά, στο Καμπ Ντέηβιντ, η Αίγυπτος ήταν η πρώτη Αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ, το οποίο αποχώρησε από το Σινά. Ακολούθησε η Ιορδανία, το 1994.

Η τρομοκρατική δράση των Παλαιστινίων συνεχίστηκε σε όλη τη δεκαετία του 1970, με εκατοντάδες ενέργειες εναντίον Ισραηλινών πολιτών. Η Ισραηλινή κυβέρνηση εγκαινίασε μια στρατιωτική επιχείρηση στον Λίβανο, με στόχο την προστασία των κατοικιών στο βόρειο Ισραήλ, με αποτέλεσμα όμως ο Ισραηλινός στρατός να φτάσει ως τη Βηρυτό. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου, οι Χριστιανικές πολιτοφυλακές του Λιβάνου διέπραξαν τη σφαγή στη Σάμπρα και Σατίλα, κατά την οποία δολοφονήθηκαν εκατοντάδες κάτοικοι των δυο Παλαιστινιακών προσφυγικών καταυλισμών. Μετά από αυτά τα γεγονότα, η ηγεσία της ΟΑΠ μετέφερε την έδρα της στην Τύνιδα. Η σφαγή αυτή δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στο Ισραήλ.


Η επιτροπή έρευνας που συγκροτήθηκε συμπέρανε πως δεν βρέθηκαν αποδείξεις για άμεση εμπλοκή του Ισραηλινού στρατού, αλλά πως ορισμένοι αξιωματικοί δεν επιχείρησαν να σταματήσουν τη σφαγή. Τα συμπεράσματα της επιτροπής οδήγησαν τον τότε υπουργό Άμυνας Αριέλ Σαρόν σε παραίτηση. Ο πόλεμος του Λιβάνου τελείωσε το 1985, με την οπισθοχώρηση του Ισραηλινού στρατού σε μια στενή λωρίδα στον νότιο Λίβανο, έτσι ώστε να αποτελεί προστατευτική ασπίδα για τα χωριά, τα κιμπούτς και τις πόλεις του βόρειου Ισραήλ. Τον Δεκέμβριο του 1987, ξέσπασε στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας η πρώτη Ιντιφάντα, κατά την οποία νεαροί Παλαιστίνιοι πετροβολούσαν Ισραηλινούς στρατιώτες.

Εκείνη την εποχή, ο Αχμέντ Γιασίν και ο Αβντ ελ-Αζίζ ε-Ραντίσι ίδρυσαν την οργάνωση Χαμάς. Τον Νοέμβριο του 1988, η ΟΑΠ ανακήρυξε την ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους, το οποίο αναγνωρίστηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο. Ύστερα από Αμερικανικές πιέσεις, η ΟΑΠ δήλωσε ότι αναγνωρίζει το Ισραήλ και τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλα κράτη αναγνώρισαν την ΟΑΠ. Το διεθνές γόητρο της ΟΑΠ υπέστη μεγάλο πλήγμα όταν υποστήριξε τον Σαντάμ Χουσεΐν στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου. Η διπλωματική απομόνωση οδήγησε τον Αραφάτ να λάβει μέρος σε ειρηνευτικές πρωτοβουλίες κι αργότερα στη διαδικασία του Όσλο.

Μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, οι ΗΠΑ θεώρησαν πως η νέα κατάσταση στη Μέση Ανατολή άνοιγε ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για την οργάνωση διεθνούς ειρηνευτικής διάσκεψης. Το 1991, στη διάσκεψη της Μαδρίτης οι Παλαιστίνιοι μετείχαν ως μέρος της Ιορδανικής διπλωματικής αποστολής. Αυτό το διπλωματικό τέχνασμα έδινε τη δυνατότητα έμμεσης διαπραγμάτευσης μεταξύ Ισραήλ και ΟΑΠ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι είχαν «διαπραγματευθεί» μόνο μέσω των όπλων. Στις εκλογές που διεξήχθησαν στο Ισραήλ, το 1992, νικητής αναδείχθηκε το Εργατικό Κόμμα υπό τον Ιτσχάκ Ράμπιν, ο οποίος είχε δεσμευθεί προεκλογικά για επίτευξη ειρήνης με τους Παλαιστίνιους, σε ένα διάστημα έξι έως εννιά μηνών.

Από τις Συμφωνίες του Όσλο στη Πρώτη Ιντιφάντα (1993 - 2000)

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1993, ύστερα από μυστικές συνομιλίες των δύο αντιπροσωπιών, ο Γιάσερ Αραφάτ και ο Ιτσχάκ Ράμπιν αντάλλαξαν επιστολές αμοιβαίας αναγνώρισης. Οι βασικές αρχές της συμφωνίας υπογράφηκαν με πλήρη μυστικότητα στο Όσλο (20 Αυγούστου) και επισήμως στην Ουάσιγκτον (13 Σεπτεμβρίου).Ειδικότερα, συμφωνήθηκε η αποχώρηση του Ισραήλ από τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Ύστερα από μια ενδιάμεση περίοδο, θα ακολουθούσε μόνιμη συμφωνία (βάσει των αποφάσεων 242 και 338 του Συμβουλίου Ασφαλείας). Οι συζητήσεις για την επίτευξή της θα άρχιζαν το αργότερο σε τρία χρόνια μετά την Ισραηλινή αναδίπλωση.

Έναντι των Ισραηλινών παραχωρήσεων, οι Παλαιστίνιοι δεσμεύονταν να προωθήσουν «ανεκτικότητα έναντι του Ισραήλ» στην Παλαιστινιακή κοινωνία. Η συμφωνία του Όσλο οδήγησε σε μια μακροχρόνια διαπραγμάτευση (διαδικασία του Όσλο), που συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Οι δυο πλευρές δεσμεύτηκαν να καταλήξουν σε πολιτική διευθέτηση για μια λύση «δύο κρατών για δύο λαούς». Ένα καίριο ερώτημα είναι κατά πόσο η Παλαιστινιακή Αρχή τήρησε τις δεσμεύσεις της, καθώς υπήρξαν ενδείξεις ότι μετείχε ενεργά στην ενθάρρυνση και χρηματοδότηση τρομοκρατικών ενεργειών κατά του Ισραήλ. Από τον Απρίλιο του 1994, η Χαμάς άρχισε τις επιθέσεις αυτοκτονίας σε κεντρικά σημεία Ισραηλινών πόλεων.

Τον Μάιο του 1994, το Ισραήλ απέσυρε τον στρατό του από το μεγαλύτερο μέρος της Λωρίδας της Γάζας και από την περιοχή της Ιεριχούς. Τα εδάφη αυτά, όπως και άλλα αργότερα, παραδόθηκαν στην Παλαιστινιακή Αρχή. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1995, ο Ράμπιν κι ο Αραφάτ υπέγραψαν τη συμφωνία Όσλο 2, που έδινε στους Παλαιστίνιους αυτονομία στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Ως αντάλλαγμα, η Παλαιστινιακή Αρχή δεσμεύτηκε να σταματήσει την τρομοκρατία. Ωστόσο, η Χαμάς και άλλες ομάδες συνέχισαν τις επιθέσεις αυτοκτονίας. Στις 4 Νοεμβρίου 1995, ο Ιτσχάκ Ράμπιν δολοφονήθηκε από τον ακροδεξιό φοιτητή Γιγκάλ Αμίρ. Τον αντικατέστησε ο Σιμόν Πέρες, ο οποίος ακολούθησε την πολιτική του προκατόχου του.

Στο μεταξύ, ο Αραφάτ έγινε πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής. Το 1996, πρωθυπουργός στο Ισραήλ έγινε ο ηγέτης του δεξιού κόμματος Λικούντ, Μπινιαμίν Νετανιάου, ο οποίος είχε εκφράσει τη διαφωνία του με τη διαδικασία του Όσλο, υποστηρίζοντας πως έπρεπε να εξελίσσεται σταδιακά και υπό τον όρο ότι η παλαιστινιακή πλευρά θα τηρούσε τις υποσχέσεις της. Τον Ιανουάριο του 1997, ο ισραηλινός στρατός μεταβίβασε περιοχές της Χεβρώνας στους Παλαιστίνιους. Η συμφωνία Γουάι (προσθήκη στις συμφωνίες του Όσλο), που υπογράφηκε στον Λευκό Οίκο, στις 23 Οκτωβρίου 1998, από τον Νετανιάου και τον Αραφάτ, περιείχε χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995 (Όσλο 2).

Η υλοποίησή της προσέκρουσε σε πολλά εμπόδια και δεν τηρήθηκε πλήρως. Το 1999, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Μπαράκ συνέχισε την πολιτική Ράμπιν. Στις 24 Μαΐου 2000, ο Ισραηλινός στρατός αποχώρησε από τη λωρίδα ασφαλείας του νοτίου Λιβάνου.

Η Δεύτερη Ιντιφάντα (2000 - 2005)

Στις 28 Σεπτεμβρίου 2000 ξέσπασε η δεύτερη Ιντιφάντα, με την αιτιολογία ότι η επίσκεψη του Αριέλ Σαρόν στο Όρος του Ναού απειλούσε τους ιερούς τόπους των Μουσουλμάνων. Η αποτυχία της διαδικασίας του Όσλο, η δεύτερη Ιντιφάντα και η αύξηση της Παλαιστινιακής τρομοκρατίας έκαναν μεγάλο μέρος των Ισραηλινών και των πολιτικών ηγεσιών τους να χάσουν κάθε εμπιστοσύνη προς την Παλαιστινιακή Αρχή ως αξιόπιστο εταίρο για την ειρήνη. Εξαιτίας της αυξανόμενης τρομοκρατίας της Χαμάς, ο ισραηλινός στρατός άρχισε να κάνει επιδρομές, συλλήψεις και εστιασμένες εξοντώσεις αρχηγών της οργάνωσης. Η πολιτική αυτή προκάλεσε μεγάλες αντιπαραθέσεις στο Ισραήλ και στη διεθνή κοινή γνώμη.

Στη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα έγιναν το 2001 στο Ισραήλ εκλογές τις οποίες κέρδισε ο Αριέλ Σαρόν, ο οποίος συγκρότησε κυβέρνηση μαζί με το Εργατικό Κόμμα. Στις 27 Μαρτίου 2002 έγινε το μεγάλο τρομοκρατικό χτύπημα στο ξενοδοχείο Παρκ, στη Νατάνια, όπου δολοφονήθηκαν 30 Ισραηλινοί, οι οποίοι γιόρταζαν την πρώτη μέρα του Εβραϊκού Πάσχα. Ο Σαρόν έδωσε τότε εντολή για την επιχείρηση Αμυντικό Τείχος (29 Μαρτίου - 10 Μαΐου 2002). Παράλληλα, το Ισραήλ άρχισε να κτίζει τον διαχωριστικό φράχτη, κατά μήκος των συνόρων της «πράσινης γραμμής» με τη Δυτική Όχθη, με αποτέλεσμα οι παλαιστινιακές επιθέσεις να μειωθούν κατά 90%.

Τον Μάρτιο του 2003, ο Αραφάτ διόρισε τον Μαχμούντ Αμπάς πρώτο πρωθυπουργό της Παλαιστινιακής Αρχής, αρνήθηκε όμως να του μεταβιβάσει τις Παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας και ο Αμπάς παραιτήθηκε. Μετά τον θάνατο του Αραφάτ (Νοέμβριος 2004), ο Αμπάς έγινε πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής. Μια από τις βασικές καταγγελίες κατά της Παλαιστινιακής Αρχής, μετά τον θάνατο του Αραφάτ, ήταν ότι ο τελευταίος και άλλα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης είχαν βάλει στις τσέπες τους δισεκατομμύρια δολάρια από την οικονομική βοήθεια. Οι κατηγορίες αυτές ενίσχυσαν την υποστήριξη του Παλαιστινιακού πληθυσμού στη Χαμάς, η οποία είχε αρχίσει να βομβαρδίζει με ρουκέτες όλα τα παραμεθόρια χωριά και κιμπούτς, καθώς και την πόλη Σντερότ.


Τον Αύγουστο του 2005, το Ισραήλ αποχώρησε μονομερώς από τη Λωρίδα της Γάζας. Τα περάσματα από το Ισραήλ στη Γάζα έμειναν στη δικαιοδοσία του Ισραήλ, όπως και ο εναέριος και θαλάσσιος χώρος. Η πόλη Σντερότ και τα παραμεθόρια χωριά και κιμπούτς βομβαρδίζονταν καθημερινά από τη Χαμάς.

Η Ενδυνάμωση της Χαμάς (2005 έως Σήμερα)

Μετά τη νίκη της Χαμάς, στις εκλογές του Ιανουαρίου 2006, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαϊκές χώρες κάλεσαν την οργάνωση να αναγνωρίσει το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ, να εγκαταλείψει τη βία και να αποδεχθεί τις ειρηνευτικές συμφωνίες. Η Χαμάς αρνήθηκε. Τον Ιανουάριο του 2006, μαχητές της οργάνωσης πέρασαν τα σύνορα, σκότωσαν δυο Ισραηλινούς στρατιώτες κι απήγαγαν έναν άλλον, τον Γκιλάντ Σαλίτ. Τη νίκη της Χαμάς στις εκλογές, ακολούθησε η ένοπλη αντιπαράθεσή της με τη Φατάχ στη Λωρίδα της Γάζας (Ιούνιος 2007), η οποία οδήγησε στη διχοτόμηση της Παλαιστινιακής Αρχής: η Λωρίδα της Γάζας πέρασε στην κυριαρχία της Χαμάς και η Δυτική Όχθη παρέμεινε στην κυριαρχία της Φατάχ.

Η συμφωνία για εξάμηνη κατάπαυση του πυρός ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς έληξε στις 19 Δεκεμβρίου 2008, χωρίς να υπάρξει ανανέωση. Νέοι βομβαρδισμοί ανάγκασαν το Ισραήλ να αρχίσει, τον Δεκέμβριο του 2008, την επιχείρηση ''Συμπαγές Μολύβι''. Η δράση εστιάστηκε κατά των στρατιωτικών βάσεων της Χαμάς, έγιναν όμως και επιθέσεις σε τζαμιά, νοσοκομεία και σχολεία, που σύμφωνα με το Ισραήλ χρησίμευαν ως αποθήκες πυρομαχικών και ρουκετών, και βάσεις εξόρμησης τρομοκρατών. Η Χαμάς διεύρυνε τους βομβαρδισμούς μέχρι το Ασντότ και άλλες πόλεις, που δεν είχαν βομβαρδιστεί στο παρελθόν.

Στην κυβέρνηση Νετανιάου, που ανέλαβε καθήκοντα στις 31 Μαρτίου 2009, ασκήθηκε πίεση από τον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα να παγώσει τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη. Στις 26 Νοεμβρίου άρχισε το πάγωμα τον εποικισμών για μια περίοδο 10 μηνών. Σε απευθείας διαπραγματεύσεις (Σεπτέμβριος 2010) οι Παλαιστίνιοι απαίτησαν να συνεχιστεί το πάγωμα των εποικισμών μετά την περίοδο των 10 μηνών. Το Ισραήλ απέρριψε το αίτημα και οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν. Στις 14 Νοεμβρίου 2012, το Ισραήλ διεξήγαγε νέα επιχείρηση, στη διάρκεια της οποίας οι ρουκέτες της Χαμάς έφτασαν για πρώτη φορά στο Τελ-Αβίβ. Οι περισσότερες αναχαιτίστηκαν από το αντιαεροπορικό σύστημα ''Σιδερένιος Θόλος''.

Τον Ιούνιο 2014, απήχθησαν και δολοφονήθηκαν από την Χαμάς τρεις νεαροί Ισραηλινοί. Η δολοφονία ενός νεαρού Παλαιστίνιου από Εβραίους εξτρεμιστές, ως αντίποινα, αναζωπύρωσε τη βία. Η εκτόξευση ρουκετών εναντίον άμαχου πληθυσμού στο νότιο Ισραήλ κλιμακώθηκε κι έτσι ξεκίνησε μια νέα ισραηλινή επιχείρηση, που σκοπός της ήταν να σταματήσει την εκτόξευση ρουκετών και να καταστρέψει τις σήραγγες που είχε κτίσει η Χαμάς, για να προβαίνει σε τρομοκρατικές ενέργειες και απαγωγές Ισραηλινών πολιτών ή στρατιωτών. Η επιχείρηση αυτή εξελίχθηκε στον πόλεμο της Γάζας (Ιούλιος - Αύγουστος 2014). Αυτός ο τελευταίος πόλεμος έφερε στην επιφάνεια ακόμα ένα πρόβλημα.

Σε όλη σχεδόν τη Μέση Ανατολή, από το Ιράν μέχρι την Αίγυπτο και τη Λιβύη, διεξάγεται εδώ και δυο-τρία χρόνια ένας πόλεμος, ο οποίος στην αρχή εμφανίστηκε ως εξέγερση των προοδευτικών στοιχείων στις αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής («Αραβική Άνοιξη»). Σήμερα ξέρουμε πως δεν πρόκειται για προοδευτική εξέγερση, αλλά για την αφύπνιση του ακραίου Ισλαμικού κινήματος, του οποίου στόχος είναι να επικρατήσει, σε πρώτο στάδιο, στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, και στη συνέχεια σε όλο τον «κόσμο των απίστων». Το Ισραήλ είναι το μοναδικό δυτικό κράτος που περιβάλλεται από Αραβικά και Μουσουλμανικά κράτη (και ακραίες οργανώσεις).

Πρόκειται κατά την Ισλαμική θρησκευτική διδασκαλία για «κράτος απίστων», Νταρ ελ Χάρεμπ (Οίκος του Πολέμου), Η γεωγραφική του θέση, καθώς βρίσκεται στον χώρο του Νταρ ελ-Ισλάμ (Οίκος του Ισλάμ), το καθιστά διπλό εχθρό. Οι Μουσουλμάνοι δεν είναι ελεύθεροι να ασκήσουν εκεί τη θρησκεία τους και επομένως πρέπει να καταστραφεί. Στην ουσία, η τριαδική αρχή -Νταρ ελ-Ισλάμ, Νταρ ελ-Χάρεμπ, Τζιχάντ- δεν ισχύει μόνο για το Ισραήλ, αλλά καθορίζει τις σχέσεις του Ισλάμ με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η αρχή εξηγεί, κατά κάποιο τρόπο, τον διαρκή πόλεμο του Ισλάμ, και κατ’ επέκταση της Χαμάς, κατά του Ισραήλ, κάτι που αναφέρεται σαφώς και στο καταστατικό της οργάνωσης.

Έτσι, λοιπόν, η πραγματική αιτία της διαμάχης ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Γάζα δεν αφορά εδαφικές ή οικονομικές διεκδικήσεις, αλλά την εξάπλωση του Ισλάμ. Κι ο τελευταίος πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς (που αποτελεί πτέρυγα των Αδελφών Μουσουλμάνων) βρίσκεται σε συνάρτηση με την Ισλαμική έξαρση που παρατηρείται σήμερα. Ωστόσο, η μεγάλη ελπίδα που γέννησε αυτός ο πόλεμος και η οποία μπορεί να σημάνει την απαρχή μιας λύσης είναι ότι εμφανίστηκε ένας επικίνδυνος εχθρός, που δεν είναι μόνο εχθρός του Ισραήλ, αλλά και των μετριοπαθών Αραβικών Ισλαμικών κρατών, και όλου του μη Ισλαμικού κόσμου. Εάν οι χώρες αυτές μπορέσουν να διαχειριστούν τη νέα κατάσταση, ενδέχεται να φτάσουμε στη λύση ενός μεγάλου, μακροχρόνιου προβλήματος.

Η ΑΡΑΒΟΙΣΡΑΗΛΙΝΗ ΔΙΕΝΕΞΗ ΑΠΟ ΤΟ 1948 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
  • Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας (1948 - 1949)
  • Η Κρίση του Σουέζ και η Εκστρατεία του Σινά (1956)
  • Ο Πόλεμος των Έξι Ήμερων (1967)
  • Ο Πόλεμος Φθοράς (1967 - 1970)
  • Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (1973)
  • Η Επιχείρηση "Έντεμπε" (1976)
  • Η επίθεση στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Ιράκ (1981)
  • Ο Πόλεμος του Λιβάνου (1982 - 2000)
  • Η Πρώτη Ιντιφάντα (1987 - 1993)
  • Ο Πόλεμος του Κόλπου (1990 - 1991)
  • Η ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο (1993 - 2000)
  • Η Δεύτερη Ιντιφάντα (2000 - 2003)

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΡΑΒΟ-ΙΣΡΑΗΛΙΝΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΓΕΝΙΚΑ

Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, γνωστός και ως Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος του 1967 ή Τρίτος Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος, ξέσπασε μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων γειτόνων του, την Αίγυπτο, την Ιορδανία και την Συρία. Το Ιράκ, η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και η Αλγερία συνεισέφεραν με άντρες και οπλισμό στις Αραβικές δυνάμεις. Το Ισραήλ, 19 χρόνια μετά την ίδρυσή του, πάλευε ακόμα για την ύπαρξή του, ενώ οι Άραβες επιδίωκαν την εξαφάνισή του. Οι εχθροπραξίες περατώθηκαν πέντε μέρες αργότερα, στις 10 Ιουνίου, με θρίαμβο των Ισραηλινών, που τριπλασίασαν τα εδάφη τους, κατακτώντας το Σινά, τη Λωρίδα της Γάζας, τη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τα Υψίπεδα του Γκολάν.

Τον Μάιο του 1967 η Αίγυπτος εκδίωξε τις δυνάμεις του ΟΗΕ (UNEF) από τη χερσόνησο του Σινά, οι οποίες στάθμευαν εκεί από το 1957 (ως συνέπεια της εισβολής του Ισραήλ στο Σινά το 1956), για να παρέχουν μια ειρηνευτική νεκρή ζώνη. Μετά τις απειλές του Ισραήλ εναντίον της συμμάχου της Συρίας, η Αίγυπτος συγκέντρωσε 1000 τεθωρακισμένα και 100.000 στρατιώτες στα σύνορα, έκλεισε τα στενά του Τίραν σε όλα τα πλοία που έφεραν ισραηλινή σημαία ή μετέφεραν υλικά στρατηγικής σημασίας και έκανε πρόσκληση για ενωμένη Αραβική απάντηση στο Ισραήλ. Στις 5 Ιουνίου 1967 το Ισραήλ εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των αεροπορικών δυνάμεων της Αιγύπτου, φοβούμενο, όπως υποστήριξε, άμεση εισβολή από την Αίγυπτο.

Η υπεροχή στον αέρα (κατέστρεψε τα περισσότερα Αιγυπτιακά αεροσκάφη με απώλειες 19 από τα 197 δικά του), υπήρξε το καθοριστικό Ισραηλινό όπλο. Σε απάντηση η Ιορδανία επιτέθηκε στην δυτική Ιερουσαλήμ και στη Νετάνια, αλλά η Ισραηλινή απάντηση ήταν άμεση. Στο τέλος του πολέμου το Ισραήλ είχε κερδίσει τον έλεγχο της ανατολικής Ιερουσαλήμ, της Λωρίδας της Γάζας, της Δυτικής Όχθης, των Υψιπέδων του Γκολάν και της Χερσονήσου του Σινά. Η καταστροφή των Αιγυπτιακών αεροσκαφών υπήρξε μαζική καθώς ήταν συγκεντρωμένα στους διαδρόμους των αεροδρομίων, μετά από απόφαση του Αιγύπτιου προέδρου Γκαμάλ Νάσερ να συμπτύξει τις αεροπορικές του δυνάμεις από τα προκεχωρημένα αεροδρόμια στα κύρια.

Το Ισραήλ χρησιμοποίησε όλα τα αεροσκάφη του, αφήνοντας μόνο 12 για την άμυνά του. Με πολλαπλά κύματα έπληξε το σύνολο των αεροδρομίων της Αιγύπτου και 23 θέσεις ραντάρ. Τα αποτελέσματα της προσβολής ήταν η καταστροφή των 2/3 της Αιγυπτιακής πολεμικής αεροπορίας, η καταστροφή του δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης μέσω ραντάρ και η εξάρθρωση του συστήματος επιτήρησης. Οι Ισραηλινοί πέτυχαν εκπληκτικό χρόνο επανεξυπηρέτησης των αεροσκαφών τους (7,5 λεπτά) δίνοντας τη δυνατότητα σε αρκετούς πιλότους να πραγματοποιήσουν μέχρι και 8 εξόδους την ημέρα, έναντι 2 που υπολόγιζαν οι αντίπαλοί τους.

Στις χερσαίες επιχειρήσεις το Ισραήλ εφάρμοσε τον δικό του ''κεραυνοβόλο πόλεμο''.Επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον της χερσονήσου του Σινά .Στην Ιορδανική και Συριακή μεθόριο διατήρησε αρχικά αμυντική διάταξη για να αγκιστρώσει τις εκεί εχθρικές δυνάμεις, ώστε να μην ενισχύσουν τους Αιγυπτίους. Αλεξιπτωτιστές βρέθηκαν πίσω από τις γραμμές των Αιγυπτίων και εξουδετέρωσαν όλο το πυροβολικό.Ο αρχηγός του Αιγυπτιακού επιτελείου, στρατηγός Χακίμ Αμερ, διέταξε υποχώρηση. Οι Ισραηλινοί , έκοψαν κάθε οδό διαφυγής προς την διώρυγα του Σουέζ. Οι απώλειες των Αιγυπτίων σε έμψυχο και άψυχο υλικό ήταν τεράστιες. Την επομένη ημέρα, η Αίγυπτος δέχθηκε την κατάπαυση του πυρός (ΟΗΕ) και ο πόλεμος στο μέτωπο της Αιγύπτου ουσιαστικά τελείωσε.

Το Ισραήλ στη συνέχεια επιτέθηκε προς Συρία - Ιορδανία με τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες δυνάμεις σε συνδυασμό με ρίψη αλεξιπτωτιστών και αεροπορική υποστήριξη. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η κατάληψη στην Ιορδανία της κοιλάδας του Ιορδάνη και του οροπεδίου Ναμπλούς και στη Συρία των υψιπέδων Κουνέιτρα και Μπουτμιγιέ. Στις 6 Ιουνίου σκληρές μάχες πραγματοποιήθηκαν στην Ιερουσαλήμ, στην Ιεριχώ και στη Βηθλεέμ, ενώ το πυροβολικό της Ιορδανίας βομβάρδιζε πόλεις και αεροπορικές βάσεις του Ισραήλ. Στις 7 Ιουνίου είχε καταληφθεί η περιοχή δυτικά του Ιορδάνη και είχε επιτευχθεί πλήρης εκκαθάριση της Ιερουσαλήμ.

Την επόμενη ημέρα η Συρία δέχθηκε την κατάπαυση του πυρός από τον ΟΗΕ, όμως την επομένη επανέλαβε τις επιχειρήσεις. Στις 10 Ιουνίου το Ισραήλ συνέχισε την επίθεσή του προς τα υψίπεδα Κουνέιτρα και Μπουτμιγιέ, εγκλωβίζοντας τις εκεί Συριακές δυνάμεις τις οποίες και κατέστρεψε. Στις 11 Ιουνίου είχε πλέον σταματήσει κάθε πολεμική δραστηριότητα.

ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Μετά την Κρίση του Σουέζ

Η Κρίση του Σουέζ το 1956 τερματίστηκε με στρατιωτική ήττα αλλά πολιτική νίκη για την Αίγυπτο. Ήταν ένα ζωτικής σημασίας γεγονός στην πορεία προς τον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Σε μια ομιλία για την νίκη του Ισραήλ που έγινε στην Κνέσετ (το Ισραηλινό Κοινοβούλιο), ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν δήλωσε πως η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός του 1949 με την Αίγυπτο ήταν νεκρή και θαμμένη, και πως οι γραμμές ανακωχής δεν ίσχυαν πλέον και δεν μπορούσαν να επανορθωθούν. Το Ισραήλ υπό καμία περίσταση δεν θα συμφωνούσε στην παραμονή δυνάμεων του ΟΗΕ στο έδαφος του ή σε περιοχή που κατείχε.

Οι εντονότατες διπλωματικές πιέσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ ανάγκασαν το Ισραήλ σε μια υπό όρους απόσυρση των στρατευμάτων του από την Χερσόνησο του Σινά, μόνο αφότου έγιναν ικανοποιητικοί γι’ αυτό διακανονισμοί με την διεθνή δύναμη, πως θα έμπαινε στην ζώνη της διώρυγας. Μετά τον πόλεμο του 1956, η Αίγυπτος συμφώνησε στην παραμονή μιας ειρηνευτικές δύναμης του ΟΗΕ στο Σινά, της Έκτακτης Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Emergency Force, UNEF), για να κρατήσει αυτή τη συνοριακή περιοχή αποστρατικοποιημένη, και ν’ αποτρέψει τους Παλαιστίνιους Φενταγίν αντάρτες να περάσουν τα σύνορα και να μπουν στο Ισραήλ.

Η Αίγυπτος συμφώνησε επίσης να ανοίξει ξανά τα Στενά του Τιράν για την Ισραηλινή ναυσιπλοΐα, της οποίας το κλείσιμο ήταν σημαντικός καταλύτης για την συμμετοχή του στη Κρίση του Σουέζ. Ως αποτέλεσμα, τα σύνορα Αιγύπτου και Ισραήλ έμειναν ήσυχα για ένα διάστημα. Μετά τον πόλεμο του 1956, η περιοχή επέστρεψε σε μια ασταθή ισορροπία χωρίς την λύση κανενός από τα θεμελιώδη ζητήματα. Εκείνη τη στιγμή, κανένα Αραβικό κράτος δεν είχε αναγνωρίσει το Ισραήλ. Η Συρία, ευθυγραμμισμένη με το Σοβιετικό μπλοκ, άρχισε να χρηματοδοτεί αντάρτικες επιδρομές στο Ισραήλ στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως μέρος του «λαϊκού απελευθερωτικού πολέμου», σχεδιασμένου για ν’ αντικρούει την εσωτερική αντιπολίτευση του Κόμματος Μπάαθ.


Ακόμα και μετά από δύο δεκαετίες ύπαρξης του Ισραήλ, κανένα γειτονικό Αραβικό κράτος δεν ήταν πρόθυμο να διαπραγματευτεί συμφωνία ειρήνης ή να αποδεχτεί την ύπαρξη του. Όταν ο Τυνήσιος Πρόεδρος Habib Bourgiba πρότεινε σε μια ομιλία του στην Ιεριχώ το 1965 πως ο Αραβικός κόσμος έπρεπε να δει την πραγματικότητα και να διαπραγματευτεί με το Ισραήλ, είδε την πρόταση του να απορρίπτεται απ’ όλες τις άλλες Αραβικές χώρες. Στις αρχές του 1967, έπειτα από μια περίοδο σχετικής ηρεμίας, που ακολούθησε τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1956, οι αψιμαχίες ξανάρχισαν στα σύνορα του Ισραήλ και των γειτονικών του Αραβικών κρατών.

Παλαιστίνιοι μαχητές πραγματοποιούσαν επιθέσεις στο έδαφος του Ισραήλ, ενώ ο Αιγύπτιος ηγέτης Νάσερ ζήτησε την απόσυρση των δυνάμεων του ΟΗΕ από το Σινά στις 18 Μαΐου και μετέφερε στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή. Έπειτα από 11 χρόνια, Ισραηλινοί και Αιγυπτιακοί ήρθαν και πάλι πρόσωπο με πρόσωπο. Το κλίμα βάρυνε από την απόφαση του Αιγύπτιου προέδρου Νάσερ να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό για τα Ισραηλινά πλοία στις 22 Μαΐου. Οκτώ μέρες αργότερα, Αίγυπτος και Ιορδανία υπέγραψαν σύμφωνο αμυντικής συνεργασίας, που θορύβησε τους Ισραηλινούς, καθώς οι Αραβικές δυνάμεις βρίσκονταν σε απόσταση 17 χιλιομέτρων από τη Μεσόγειο. Αυτό σήμαινε ότι μια καλά οργανωμένη επίθεση κατά του Ισραήλ θα μπορούσε να αποκόψει τη χώρα στα δύο.

Στις 4 Ιουνίου στη συμμαχία Αιγύπτου, Ιορδανίας και Συρίας προστέθηκε και το Ιράκ. ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση κατάλαβαν πλέον ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος και συνέστησαν αυτοσυγκράτηση.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ Υ∆ΑΤΙΝΩΝ ΠΟΡΩΝ

Σήμερα το νερό συνδέεται με μεγάλα στρατηγικά προβλήματα της περιοχής, όπως είναι το Παλαιστινιακό, οι σχέσεις Ισραήλ - Ιορδανίας - Συρίας και οι σχέσεις Τουρκίας - Συρίας - Ιράκ. Για παράδειγμα, η επίλυση του Παλαιστινιακού προβλήματος επηρεάζεται μεταξύ άλλων και από το ζήτημα των υδάτων, αφού το Ισραήλ αντλεί το 40% περίπου των υδάτινων πόρων που χρειάζεται από τα κατεχόμενα εδάφη. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το Ισραήλ σε κάποια μελλοντική ρύθμιση του Παλαιστινιακού θα επιστρέψει τα κατεχόμενα εδάφη ή μέρος αυτών, χωρίς να έχει εξασφαλίσει τον έλεγχο των υδάτινων πόρων που βρίσκονται εκεί.

Από την άλλη πλευρά, η μόνη χώρα που διαθέτει άφθονους υδάτινους πόρους στην ευρύτερη περιοχή είναι η Τουρκία, η οποία κατ΄ αυτό τον τρόπο καθίσταται ''υδάτινη υπερδύναμη'' αποκτώντας συνακόλουθα μεγάλη στρατηγική θέση. Μάλιστα, όχι μόνο διαθέτει πλεονάσματα του κρίσιμου αυτού στρατηγικού υλικού, αλλά έχει δημιουργήσει στα πλαίσια ενός μεγαλόπνοου προγράμματος τους απαραίτητους μηχανισμούς, φράγματα, δεξαμενές, δίκτυα αγωγών κλπ. που τις επιτρέπουν σήμερα να χρησιμοποιεί διπλωματικά το νερό ελέγχοντας το ρου των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, που πηγάζουν στο έδαφός της προς τη Συρία και το Ιράκ.

Η Φιλονικία για το Νερό

Το 1964, το Ισραήλ άρχισε να μεταφέρει νερό από τον Ιορδάνη ποταμό για τον δικό του Εθνικό Κομιστή Νερού. Το επόμενο έτος τα Αραβικά κράτη άρχισαν την κατασκευή του Σχεδίου Εκτροπής Νερού, το οποίο, μόλις θα ολοκληρωνόταν, θα μετέφερε νερό από τον Χείμαρρο Banias, πριν να φτάσει στο Ισραήλ και την Θάλασσα της Γαλιλαίας, σε ένα φράγμα στο Mukhaiba για χρήση μόνο από την Ιορδανία και την Συρία, και να εκτρέπει νερά από τον ποταμό Hasbani στον ποταμό Litani, στον Λίβανο. Τα έργα κατασκευής της εκτροπής θα μείωναν τα εγκατεστημένα αποθέματα νερού του Ισραήλ περίπου 35%, και το σύνολο απόθεμα νερού του Ισραήλ περίπου σε 11%.

Οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις επιτέθηκαν στις εργασίες εκτροπής στην Συρία, τον Μάρτιο, Μάιο και Αύγουστο του 1965, διαιωνίζονταν μια παρατεταμένη αλυσίδα συνοριακής βίας που συνδέεται απευθείας με τα γεγονότα που οδήγησαν στον πόλεμο.

Τα Υδρογεωπολιτικά Μπλοκ της Περιοχής

Η Μέση Ανατολή διαθέτει τέσσερις πηγές νερού, τις βροχοπτώσεις, τους ποταμούς, τους υδροφόρους ορίζοντες και το αφαλατωμένο θαλάσσιο νερό. Τα δύο σημαντικά υδρογεωπολιτικά μπλοκ της περιοχής είναι το σύστημα Ιορδάνη και Λιτανί. Η Μέση Ανατολή ενώνεται με το βορρά, με περιοχές με υψηλά υδάτινα αποθέματα, οι οποίες παρέχουν τα αλλόχθονα ρεύματα και τους ποταμούς, από τη ροή των οποίων εξαρτώνται εκατομμύρια Άραβες. Ο ποταμός Ιορδάνης ο οποίος αποτελεί τον κεντρικό άξονα του ποταμίου συστήματος της περιοχής, δεν εκβάλλει στη Νεκρά θάλασσα παρά 1.300 εκατ. κυβικά μέτρα νερού κατά έτος.

Οι παραπόταμοι του άνω Ιορδάνη είναι ο ποταμός Χασμπανί και ο ποταμός Νταν ο προερχόμενος από την ομώνυμη πηγή στο Λίβανο, όπως και ο ποταμός Μπανιάς, ο οποίος ρέει από τη Συρία διασχίζοντας τα υψίπεδα του Γκολάν. Η κυρία ποσότητα των νερών του Άνω Ιορδάνη, συσσωρευμένη στη Λίμνη Τιβεριάδα συλλέγεται από το ισραηλινό δίκτυο διανομής με την ονομασία ''National Water Carrier''. Σε απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων από τις εκβολές του Ιορδάνη στην Τιβεριάδα, ο ιερός ποταμός συναντά τον κύριο παραπόταμό του τον Γιαρμούκ, ο οποίος ρέοντας από τις πηγές του στη Συρία διατρέχει τα Σύρο-Ιορδανικά σύνορα και διασχίζει το Τρίγωνο της Αντισίγια.

Μετά από αυτό το ύψος, οι άλλοι παραπόταμοι του Ιορδάνη, δυτικά και ανατολικά, δεν αποτελούν παρά ασήμαντες πηγές και προσωρινά ρεύματα. Ο ποταμός Λιτανί, ο οποίος βρίσκεται σε Λιβανική περιοχή και την οποία διασχίζει από την κοιλάδα Μπεκάα μέχρι τις ακτές της χώρας στη Μεσόγειο, έχει μέση ετήσια παροχή της τάξεως των 700 - 900 εκατ. κυβικών μέτρων. Μερικά τμήματα του Λιτανί, όπως και η πηγή Ουαζανί, η οποία τροφοδοτεί τον ποταμό Χασμπανί, βρίσκονται στο εσωτερικό της Ισραηλινής ''ζώνης ασφαλείας'' του Ν. Λιβάνου.

Στο σύνολό τους, τα δεδομένα που έχουν σχέση με τη χρήση των επιφανειακών υδάτων από τα κράτη της περιοχής είναι αμφισβητήσιμα εφόσον χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα για να στηρίξουν τις διεκδικήσεις που βασίζονται στην αρχή των ''ιστορικών δικαιωμάτων'' 19 των ενδιαφερομένων κρατών.

ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΙΟΡΔΑΝΙΑ

Τα μεγάλα σύνορα μεταξύ Ιορδανίας και Ισραήλ βρίσκονταν σε ένταση από την έναρξη των αντάρτικων επιχειρήσεων της Φατάχ τον Ιανουάριο του 1965. Ενώ η Συρία ήταν ο βασικός υποστηρικτής αυτών των επιχειρήσεων, το Ισραήλ έβλεπε ως υπεύθυνη τη χώρα από την οποία διαπράττονταν αυτές οι επιχειρήσεις. Ο Βασιλιάς Χουσεΐν, ο Χασεμίτης ηγέτης της χώρας, είχε τα χέρια του δεμένα: δεν ήθελε να εμφανιστεί πως συνεργάζεται με το Ισραήλ υπό το φως των λεπτών σχέσεων της κυβέρνηση τους με την πλειοψηφία του Παλαιστινιακού πληθυσμού στο βασίλειο του, και η επιτυχία του στην πρόληψη τέτοιων ενεργειών ήταν μερική. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1966 συνέβησαν πολλά γεγονότα που περιλάμβαναν Ισραηλινούς πολίτες και στρατιωτικό προσωπικό.


Αυτό αποκορυφώθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1966, όταν μια Ισραηλινή συνοριακή περίπολος έπεσε σε νάρκη, με αποτέλεσμα τον θάνατο τριών στρατιωτών και τον τραυματισμό έξι. Το Ισραήλ πίστευε πως η νάρκη τοποθετήθηκε από στρατιωτικούς από το Es Samu, ένα χωριό στην βόρεια Δυτική Όχθη, κοντά από το σημείο που έγινε το περιστατικό, και το οποίο ήταν οχυρό της Φατάχ. Αυτό οδήγησε το Ισραηλινό Υπουργικό Συμβούλιο να εγκρίνει μιας μεγάλης κλίμακας επιχείρηση με τ’ όνομα ''Shredder''. Στις 12 Νοεμβρίου, ο Βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας, φοβούμενος Ισραηλινά αντίποινα, εξέδωσε γράμμα συλλυπητηρίων στο Ισραήλ μέσω της Αμερικανικής Πρεσβείας, αλλά ο Αμερικανός πρέσβης στο Ισραήλ, Walworth Barbour, το παρέδωσε πολύ αργότερα.

Το πρωί της 13ης Νοεμβρίου, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις κινητοποιήθηκαν, πέρασαν τα σύνορα της Δυτικής Όχθης και επιτέθηκαν στο Samu. Η επιθετική δύναμη αποτελούνταν από 3 000 - 4 000 στρατιώτες με κάλυψη τεθωρακισμένων και αεροπορίας. Μοιράστηκαν σε εφεδρεία, που παρέμεινε στην Ισραηλινή πλευρά των συνόρων, και δύο ομάδες εφόδου, που πέρασαν την Δυτική Όχθη, την οποία κατείχε η Ιορδανία. Η μεγαλύτερη δύναμη από οκτώ Τεθωρακισμένα Centurion, και 400 αλεξιπτωτιστές επιτέθηκε σε 40 ανοιχτής οροφής ήμι-ερπυστριοφόρα και 60 μηχανικούς σε ακόμα 10 ήμι-ερπυστριοφόρα, με κατεύθυνση το Samu, ενώ μια μικρότερη δύναμη τριών τεθωρακισμένων και 100 αλεξιπτωτιστών κατευθύνθηκαν σε δύο μικρότερα χωριά: το Kirbet El-Markas και το Kirbet Jimba.

Σύμφωνα με το βιβλίο του Terrence Prittie, Eshkol: The Man and the Nation, καταστράφηκαν 50 σπίτια, αλλά οι κάτοικοι τους τα είχαν εγκαταλείψει ώρες πριν. Προς έκπληξη του Ισραήλ, επενέβη ο Ιορδανικός στρατός. Το ΜΗ' (48ο) Τάγμα Πεζικού του Ιορδανικού Στρατού συγκρούστηκε με τις Ισραηλινές δυνάμεις βορειοδυτικά του Samu και δύο λόχοι πλησίαζαν από βορειοανατολικά αναχαιτίστηκαν από τους Ισραηλινούς, ενώ μια διμοιρία Ιορδανών οπλισμένων με δύο ΠΑΟ (Πυροβόλα Άνευ Οπισθοδρομήσεως) των 106 χιλιοστών μπήκε στην Samu. Η Ιορδανική Αεροπορία επενέβη με την σειρά της και ένα Ιορδανικό μαχητικό Hunter καταρρίφθηκε εν υπηρεσία.

Στην μάχες που ακολούθησαν, σκοτώθηκαν τρεις Ιορδανοί πολίτες και 15 στρατιώτες τραυματίστηκαν 54 στρατιώτες και 96 πολίτες. Ο διοικητής του Ισραηλινού τάγματος αλεξιπτωτιστών, Συνταγματάρχης Yoav Shaham, σκοτώθηκε και 10 άλλοι Ισραηλινοί στρατιώτες τραυματίστηκαν. Σύμφωνα με την Ισραηλινή κυβέρνηση, σκοτώθηκαν 50 Ιορδανοί, αλλά ο πραγματικός αριθμός δεν αποκαλύφθηκε ποτέ από τους Ιορδανούς, με σκοπό να κρατήσουν ψηλά το ηθικό και την πίστη στο καθεστώς του Βασιλιάς Χουσεΐν. Η μάχη ήταν σύντομη: οι Ισραηλινές δυνάμεις πέρασαν τα σύνορα στις 6:00 π.μ. ως τις 22:00 μ.μ. Ο Χουσεΐν ένιωσε προδομένος απ’ αυτήν την επιχείρηση.

Είχε μυστικές συναντήσεις για τρία χρόνια με τους Ισραηλινούς υπουργούς εξωτερικών Abba Eban και Γκόλντα Μέιρ. Σύμφωνα με τον ίδιο έκανε ότι μπορούσε για να σταματήσεις τις αντάρτικες επιθέσεις από την Ιορδανία. «Τους είπα πως δεν μπορούσα να απορροφήσω μια σοβαρή (Ισραηλινή) επίθεση αντιποίνων, και δέχτηκαν την λογική αυτού του δεδομένου και υποσχέθηκαν πως δεν θα πραγματοποιούσαν ποτέ». Δύο μέρες αργότερα, σ’ ένα μνημόνιο του Προέδρου των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον, ο Ειδικός Βοηθός του Walt Rostow έγραψε: «Τα αντίποινα δεν είναι η ουσία της υπόθεσης. Αυτή η επιδρομή των 3 000 ανδρών με άρματα και αεροπλάνα ξεπέρασε κάθε ισορροπία σε αναλογία με την πρόκληση και ήταν στραμμένη σε λάθος στόχο». Και συνέχισε περιγράφοντας την ζημιά που είχε γίνει στα Αμερικανικά και Ισραηλινά συμφέροντα:

«Βύθισαν ένα καλό σύστημα σιωπηρής συνεργασίας μεταξύ του Χουσεΐν και των Ισραηλινών. Υπέσκαψαν τον Χουσεΐν. Έχουμε ξοδέψει $500 εκατομμύρια για να τον στηρίξουμε ως παράγοντα σταθερότητας στα πιο επιμήκη Ισραηλινά σύνορα και απέναντι από την Συρία και το Ιράκ. Η επίθεση του Ισραήλ αυξάνει την πίεση πάνω του να αντεπιτεθεί όχι μόνο από τις ριζοσπαστικότερες Αραβικές κυβερνήσεις και από τους Παλαιστινίους της Ιορδανίας αλλά επίσης και από τον Στρατό, που είναι το κύριο στήριγμα του και ίσως τώρα να πιέσει για μια αποζημίωση των απωλειών της Κυριακής, έχουν εμποδίσει την πρόοδο σ’ ένα μεγάλης διάρκειας διακανονισμό με τους Άραβες. Ίσως να έχουν πείσει τους Σύριους πως το Ισραήλ δεν θα τολμούσε να επιτεθεί στην προστατευόμενη από τους Σοβιετικούς Συρίας αλλά μπορούσαν να επιτεθούν στην στηριζόμενη από τις ΗΠΑ Ιορδανία ατιμώρητα».

Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε ομόφωνα το Ψήφισμα 228 οικτίροντας την «απώλεια ζωών και τις σοβαρές ζημιές σε περιουσίες από την ενέργεια της Κυβέρνησης του Ισραήλ στις 13 Νοεμβρίου 1966», κατακρίνοντας το «Ισραήλ για την μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση σε παραβίαση της Χάρτας του ΟΗΕ και της Γενικής Συμφωνίας Κατάπαυσης του Πυρός μεταξύ Ισραήλ και Ιορδανία» και τόνισε «στο Ισραήλ πως οι πράξεις στρατιωτικών αντιποίνων δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές και πως, αν επαναληφθούν, το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πρέπει να σκεφτεί περαιτέρω και πιο αποτελεσματικά βήματα όπως τα οραματίστηκε ο Χάρτης για να διασφαλίσει πως τέτοιες ενέργειες δεν θα επαναληφθούν».

Αντιμετωπίζοντας καταιγίδα κριτικής από Ιορδανούς, Παλαιστίνιους και τους Άραβες γείτονες τους για την αποτυχία του να υπερασπίσει το Samu, ο Χουσεΐν διέταξε μια πανεθνική επιστράτευση στις 20 Νοεμβρίου. Ο Χουσεΐν παραπονέθηκε πως η Αίγυπτος είχε αποτύχει να υπερασπίσει την Δυτική Όχθη, ενώ «κρυβόταν πίσω από τις φούστες της UNEF», αυτή η κατηγορία ήταν ίσως ένας παράγοντας στην απόφαση του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ να απαλλάξει την χώρα του από την δύναμη της UNEF στην έναρξη του πολέμου. Η επιχείρηση ήταν η μεγαλύτερη στην οποία αναμείχθηκε το Ισραήλ από την Κρίση του Σουέζ.

Ενώ οι διπλωματικές και πολιτικές εξελίξεις δεν ήταν ακριβώς οι αναμενόμενες για το Ισραήλ, μετά την επιχείρηση ο Χουσεΐν δούλεψε σκληρά για ν’ αποφύγει περαιτέρω συγκρούσεις αποτρέποντας αντάρτικες επιχειρήσεις από την Ιορδανία. Κάποιοι είδαν την επιδρομή στο Samu ως την έναρξη της κλιμάκωσης των εντάσεων που οδήγησαν στον πόλεμο. Σύμφωνα με τον Moshe Shemesh, ένα ιστορικό και πρώην αξιωματικό της αντικατασκοπίας του Ισραηλινού στρατού, ο στρατός της Ιορδανίας και οι πολιτικοί ηγέτες υπολόγιζαν πως ο βασικός στόχος του Ισραήλ ήταν να κατακτήσει την Δυτική Όχθη. Ένιωθαν πως το Ισραήλ προσπαθούσε να παρασύρει όλες τις Αραβικές χώρες σε πόλεμο.

Μετά την επιδρομή στο Samu, αυτοί οι φόβοι έγιναν αποφασιστικός παράγοντας στην απόφαση της Ιορδανίας να μπει στον πόλεμο. Ο Βασιλιάς Χουσεΐν ήταν πεπεισμένος πως το Ισραήλ θα προσπαθούσε να καταλάβει την Δυτική Όχθη, είτε έμπαινε σε πόλεμο η Ιορδανία, είτε όχι.


ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΣΥΡΙΑ

Μαζί με την χρηματοδότηση επιθέσεων εναντίον του Ισραήλ (συχνά μέσω της Ιορδανικής επικράτειας, προς θλίψη του Βασιλιά Χουσεΐν), η Συρία άρχισε επίσης να βομβαρδίζει Ισραηλινές κοινότητες στην βορειοανατολική Γαλιλαία από θέσεις στα Υψώματα Γκολάν, ως μέρος του ζητήματος για τον έλεγχο στις Αποστρατικοποιημένες Ζώνες, μικρά κομμάτια γης που τα διεκδικούσαν Ισραήλ και Συρία. Έχοντας υπ’ όψιν επιθέσεις στο έδαφος του Ισραήλ, η Συρία ισχυριζόταν πως δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις δραστηριότητες της El-Fatah και της El-Asefa, ούτε για την άνοδο Παλαιστινιακών οργανώσεων των οποίων ο διακηρυγμένος στόχος ήταν ν’ απελευθερώσουν την κατακτημένη και κατεχόμενη τους περιοχή.

Η Συρία κατηγορούσε το Ισραήλ πως παρενοχλούσε Άραβες αγρότες στην αποστρατικοποιημένη ζώνη και άνοιγε πυρ σε Συριακές στρατιωτικές θέσεις, ενώ τα Ισραηλινά θωρακισμένα τρακτέρ καλλιεργούσαν Αραβική γη στην Αποστρατικοποιημένη Ζώνη, υποστηριγμένα παράνομα από Ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις. Εννιά χρόνια αργότερα, ο Μοσέ Νταγιάν, ο Ισραηλινός υπουργός άμυνας της περίοδο του πολέμου, δήλωσε πως η Ισραηλινή τακτική στα Συριακή σύνορα μεταξύ 1949 και 1967 αποτελούνταν από «ν’ αρπάζουμε κομμάτια περιοχής και να εξακολουθούμε να το κατέχουμε ώσπου ν’ απελπιστεί ο εχθρός και να μας την δώσει». Περίγραψε την κατάσταση με παρόμοιο τρόπο όπως την περίγραψε η Συριακή κυβέρνηση:

«Μετά απ’ όλα αυτά, ξέρω πως άρχισε τουλάχιστον 80 τοις εκατό των συγκρούσεων. Κατά την γνώμη μου, περισσότερο από το 80 %, αλλά ας μιλήσουμε περίπου για 80 %. Πήγαινε μ’ αυτό τον τρόπο: Στέλναμε ένα τρακτέρ για να οργώσει μια περιοχή που δεν ήταν δυνατόν να γίνει τίποτα, στην αποστρατικοποιημένη περιοχή, και ξέραμε προκαταβολικά πως οι Σύριοι θα ξεκινούσαν να πυροβολούν. Αν δεν πυροβολούσαν, θα λέγαμε στο τρακτέρ να προχωρήσει περισσότερο, ώσπου στο τέλος οι Σύριοι να εκνευριστούν και να πυροβολήσουν. Και μετά θα χρησιμοποιούσαμε το πυροβολικό μας και αργότερα την αεροπορία μας, και έτσι ήταν τα πράγματα. Το 'κανα αυτό, και ο Laskov με τον Chara το 'καναν αυτό, και ο Γιτζάκ το ίδιο, αλλά μου φαινόταν πως αυτός που απολάμβανε περισσότερο αυτά τα παιχνίδια ήταν ο Dado».

Το 1966, η Αίγυπτος και η Συρία υπέγραψαν σύμφωνο άμυνας στο οποίο κάθε μια χώρα θα υποστήριζε την άλλη αν δεχόταν επίθεση. Σύμφωνα με τον Indar Jit Rikhye, ο Αιγύπτιος Υπουργός Εξωτερικών Mahmoud Riad του είπε πως η Σοβιετική Ένωση είχε πείσει την Αίγυπτο να μπει στο σύμφωνο έχοντας δύο ιδέες στο μυαλό της: να μειώσει τις πιθανότητες μιας επίθεσης αντιποίνων στη Συρία από το Ισραήλ και να φέρει τους Συρίους υπό την μετριοπαθή επιρροή του Αιγυπτίου Προέδρου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ. Σε μια επίσκεψη του στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο του 1967, ο Ισραηλινός Υπουργός Εξωτερικών Abba Eban ανέλυσε στους δημοσιογράφους τις «ελπίδες και τις ανησυχίες του Ισραήλ».

Εξηγώντας στους παρόντες πως αν και οι κυβερνήσεις του Λιβάνου, της Ιορδανίας και της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας (το επίσημο όνομα της Αιγύπτου ως το 1971) φαίνονταν να έχουν αποφασίσει εναντίον της ενεργούς αντιπαράθεσης με το Ισραήλ φαινόταν να αποδειχτεί αν η Συρία μπορούσε να διατηρήσει ένα ελάχιστο επίπεδο περιορισμού στο οποίο οι εχθροπραξίες θα περιορίζονταν σε λεκτικό επίπεδο. Στις 7 Απριλίου 1967, ένα μικρής σημασίας συνοριακό περιστατικό κλιμακώθηκε σε κανονική αερομαχία πάνω από τα Υψώματα Γκολάν, με αποτέλεσμα την απώλεια έξι Συριακών MiG-21 από Dassault Mirage III της Ισραηλινής Πολεμικής Αεροπορίας (IAF), και την πτήση των τελευταίων πάνω από την Δαμασκό.

Τεθωρακισμένα, βαριά ολμοβόλα, και πυροβολικό χρησιμοποιήθηκαν σε πολλούς τομείς στα 47 μίλια (76 χιλιόμετρα) του μήκους των συνόρων σ’ αυτό που περιγράφηκε ως «μια διαμάχη για τα δικαιώματα καλλιέργειας στην αποστρατικοποιημένη ζώνη νοτιοανατολικά της Λίμνης Τιβεριάδας». Νωρίτερα στην εβδομάδα εκείνη, η Συρία είχε επιτεθεί δυο φορές σε Ισραηλινό τρακτέρ που δούλευε στην περιοχή και όταν εκείνο επέστρεψε το πρωινό της 7ης Απριλίου οι Σύριοι του ξανάνοιξαν πυρ. Οι Ισραηλινοί απάντησαν στέλνοντας ένα θωρακισμένο με μέταλλο τρακτέρ για να συνεχίσει το όργωμα, με αποτέλεσμα περαιτέρω ανταλλαγή πυρών.

Η Ισραηλινή αεροπορία πραγματοποίησε κάθετο βομβαρδισμό Συριακών θέσεων με βόμβες 250 και 500 κιλών. Οι Σύριοι απάντησε με βαρύ βομβαρδισμό των Ισραηλινών συνοριακών οικισμών, και τα Ισραηλινά αεριωθούμενα απάντησαν με τον βομβαρδισμό του χωριού Sqoufiye, καταστρέφοντας περίπου 40 σπίτια. Στις 15:19 οι Συριακοί βομβαρδισμοί άρχισαν να πραγματοποιούνται στο κιμπούτς Gadot, πάνω από 300 βόμβες έπεσαν στο κιμπούτς σε διάστημα 40 λεπτών. Ο Οργανισμός Εποπτείας Ανακωχής των Ηνωμένων Εθνών (UNTSO) προσπάθησε να διευθετήσει κατάπαυση του πυρός, αλλά η Συρία αρνήθηκε συνεργασία αν δεν σταματούσαν οι αγροτικές εργασίες του Ισραήλ.

Μιλώντας σε συγκέντρωση του κόμματος Mapai στην Ιερουσαλήμ στις 11 Μαΐου ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ Λευί Eshkol προειδοποίησε πως το Ισραήλ δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει αεροπορική δύναμη στην κλίμακα της 7ης Απριλίου σε απάντηση της συνεχιζόμενης συνοριακής τρομοκρατίας και την ίδια μέρα ο Ισραηλινός απεσταλμένος Γιδεών Rafael παρουσίασε ένα γράμμα στον πρόεδρου του Συμβουλίου Ασφαλείας προειδοποιώντας πως το Ισραήλ «θα ενεργούσε για να αμυνθεί αν το απαιτούσαν οι περιστάσεις».

Γράφοντας από το Τελ Αβίβ στις 12 Μαΐου, ο James Feron ανέφερε πως κάποιοι Ισραηλινοί ηγέτες είχαν αποφασίσει να χρησιμοποιήσουν βία εναντίον της Συρίας «μεγάλης ισχύος αλλά μικρής διάρκειας και σε περιορισμένη περιοχή» και παράθεσε «έναν αρμόδια παρατηρητή» ο οποίος «είπε πως μάλλον ήταν απίθανο η Αίγυπτος, ο στενότερος σύμμαχος της Συρίας στον Αραβικό κόσμο, να μπει σε εχθροπραξίες εκτός κι αν ήταν εκτεταμένη η Ισραηλινή επίθεση». Στις αρχές Μαΐου το Ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο εξουσιοδότηση ένα περιορισμένο χτύπημα εναντίον της Συρίας, αλλά η επαναλαμβανόμενη απαίτηση του Ραμπίν για μεγάλης κλίμακας χτύπημα με σκοπό την δυσφήμιση ή την ανατροπή του καθεστώτος του Μπάαθ βρήκε τον Eshkol να διαφωνεί. Ο δημοσιογράφος του BBC Jeremy Bowen ανέφερε:

Η μεγαλύτερη απειλή αναφέρθηκε από το πρακτορείο ειδήσεων United Press International (UPI) στις 12 Μαΐου: «Μια υψηλή Ισραηλινή πηγή είπε σήμερα πως το Ισραήλ θα αναλάμβανε περιορισμένη στρατιωτική δράση σχεδιασμένη για να πέσει το στρατιωτικό καθεστώς της Δαμασκού αν οι Σύριοι τρομοκράτες συνεχίσουν τις ηθελημένες τους επιδρομές μέσα στο Ισραήλ. Στρατιωτικοί παρατηρητές είπαν πως μια τέτοια επίθεση θα εξελισσόταν αμέσως σε ολοκληρωτικό πόλεμο αλλά θα μπορούσε να εξαπολύσει ένα αποδοτικό χτύπημα εναντίον της Συριακής κυβέρνησης».


Στην Δύση όπως και στον Αραβικό κόσμο η πρώτη υπόθεση ήταν πως η ανώνυμη πηγή ήταν ο Ραμπίν και πως μιλούσε σοβαρά. Στην πραγματικότητα, η πηγή ήταν ο Ταξίαρχος Aharon Yariv, αρχηγός της στρατιωτικής αντικατασκοπίας, και η ιστορία μεταδόθηκε υπερβολικά. Ο Yariv ανέφερε «μια ολική εισβολή στη Συρία και κατάληψη της Δαμασκού» αλλά μόνο ως την πιο ακραία πιθανότητα. Όμως η ζημιά είχε ήδη γίνει. Η ένταση ανέβηκε τόσο πολύ ώστε ο περισσότερος κόσμος, και όχι μόνο οι Άραβες, υπέθεσαν πως κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα σχεδιαζόταν εναντίον της Συρίας. Τα περιστατικά στα σύνορα πολλαπλασιάστηκαν και πολλοί Άραβες ηγέτες, πολιτικοί και στρατιωτικοί, κάλεσαν για τον τερματισμό των Ισραηλινών αντιποίνων.

Η Αίγυπτος, που τότε προσπαθούσε ήδη να πάρει μια κεντρική θέση στον Αραβικό κόσμο με τον Νάσσερ, συνόδευε τέτοιες διακηρύξεις με σχέδια επαναστρατικοποίησης του Σινά. Η Συρία μοιραζόταν αυτές τις απόψεις, αν και δεν προετοιμάστηκε για άμεση εισβολή. Η Σοβιετική Ένωση κάλυπτε ενεργά τις στρατιωτικές ανάγκες των Αραβικών κρατών. Αποκαλύφθηκε πως στις 13 Μαΐου μια Σοβιετική έκθεση αντικατασκοπίας που δόθηκε από τον Σοβιετικό Πρόεδρο Νικολάι Podgorny στον Αιγυπτιακό Αντιπρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ ανέφερε λανθασμένα πως τα Ισραηλινά στρατεύματα μετακινούνταν μαζικά στα σύνορα με την Συρία. Τον Μάιο του 1967, ο Hafez al-Assad, αργότερα Υπουργός Άμυνας της Συρίας διακήρυξε:

«Οι δυνάμεις μας είναι τώρα απολύτως έτοιμες όχι μόνο ν’ αποκρούσουν την επιθετικότητα, αλλά ν’ αρχίσουν την ίδια την πράξη της απελευθέρωσης, και ν’ ανατινάξουν την Σιωνιστική παρουσία από την Αραβική πατρίδα. Ο Συριακός Στρατός, με το δάκτυλο στην σκανδάλη, είναι ενωμένος... Εγώ, ως στρατιωτικός. Πιστεύω πως έχει έρθει η ώρα να μπούμε σε μια μάχη εκμηδένισης (του Ισραήλ)».

ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΕΙΡΗΝΕΥΤΩΝ ΤΟΥ ΟΗΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Στις 22:00 της 16ης Μαΐου, ο διοικητής της Έκτακτης Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών (UNEF), ο Στρατηγός Indar Jit Rikhye, πήρε γράμμα από τον Στρατηγό Μοχάμεντ Fawzy, Αρχηγό του Επιτελείου της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, το οποίο έγραφε: «Προς πληροφορία σας, έδωσα οδηγίες σε όλες τις ένοπλες δυνάμεις της ΗΑΔ να είναι έτοιμες για δράση εναντίον του Ισραήλ, από την στιγμή που θα εκτελέσει οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια εναντίον κάθε Αραβικής χώρας. Λόγω αυτών των οδηγιών τα στρατεύματα μας έχουν ήδη συγκεντρωθεί στο Σινά, στα ανατολικά μας σύνορα. Για χάριν της απόλυτης ασφάλειας όλων των στρατευμάτων του ΟΗΕ τα οποία έχουν φυλάκια παρατήρησης παράλληλα των συνόρων μας, ζητώ όπως διατάξετε την απόσυρση τους άμεσα».

Ο Rikhye απάντησε πως θα ενημέρωνε τον Γενικό Γραμματέα για να λάβει οδηγίες. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Ου Θαντ, προσπάθησε να διαπραγματευτεί με την Αιγυπτιακή κυβέρνηση, αλλά στις 18 Μαΐου ο Αιγύπτιος Υπουργός Εξωτερικών πληροφόρησε τα έθνη που είχαν στρατεύματα στην UNEF πως η αποστολή της UNEF στην Αίγυπτο και την Λωρίδα της Γάζας έχει τερματιστεί και πως έπρεπε να φύγουν αμέσως, και οι Αιγυπτιακές δυνάμεις απέτρεψαν τα στρατεύματα της UNEF να μπουν στα φυλάκια τους. Οι κυβερνήσεις της Ινδίας και της Γιουγκοσλαβίας αποφάσισαν ν’ αποσύρουν τα στρατεύματα τους από την UNEF, παρά την αντίθετη απόφαση του Ου Θαντ.

Ενώ γινόταν αυτό, ο Ου Θαντ πρότεινε όπως η UNEF να ανασυνταχθεί στην Ισραηλινή πλευρά των συνόρων, αλλά το Ισραήλ αρνήθηκε, υποστηρίζοντας πως τμήματα της UNEF τα οποία ήταν από χώρες εχθρικές προς το Ισραήλ θα ήθελαν να εμποδίσουν μια Ισραηλινή απάντηση στην Αιγυπτιακή επιθετικότητα παρά να σταματήσουν εξ αρχής την επιθετικότητα. Η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Αιγύπτου ενημέρωσε ακολούθως τον Ου Θαντ πως η Αιγυπτιακή κυβέρνηση είχε αποφασίσει να τερματίσει την παρουσία της UNEF στο Σινά και την Λωρίδα της Γάζας, και ζήτησε βήματα ώστε η δύναμη ν’ αποσυρθεί το γρηγορότερο δυνατόν. Στις 19 Μαΐου ο διοικητής της UNEF πήρε διαταγή ν’ αποσυρθεί.

Ο Αιγύπτιος Πρόεδρος Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ άρχισε μετά την επαναστρατικοποίηση του Σινά, και συγκέντρωσε στρατό και τεθωρακισμένα στα σύνορα με το Ισραήλ. Η απόσυρση των στρατευμάτων της UNEF θα κρατούσε για κάποιες εβδομάδες. Τα στρατεύματα που θ’ αποσύρονταν από αέρος και θαλάσσης μέσω του Port Said. Το σχέδιο απόσυρσης όριζε πως το τελευταίο προσωπικό της UNEF θα έφευγε από την περιοχή στις 30 Ιουνίου 1967. Το πρωί της 27ης Μαΐου, η Αίγυπτος απαίτησε από το Καναδικό τμήμα να εκκενώσει την περιοχή μέσα σε 48 ώρες εξαιτίας της στάσης που πήρε η Κυβέρνηση του Καναδά σε σχέση με την UNEF και το αίτημα της Κυβέρνησης της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας για την απόσυρση της.

Και να αποτρέψει κάθε πιθανή αντίδραση από τον λαό της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας εναντίον των Καναδικών Δυνάμεων στην UNEF. Η απόσυρση του Καναδικού τμήματος επιταχύνθηκε και ολοκληρώθηκε στις 31 Μαΐου, με την συνέπεια η UNEF να μείνει χωρίς τα τμήματα επιμελητείας της και της αεροπορικής υποστήριξης της. Στον ίδιο τον πόλεμο 15 μέλη της δύναμης που απέμεινε σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι έφυγαν μέσω Ισραήλ.

ΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΟΥ TIRAN

Την άνοιξη του 1967, η Σοβιετική Ένωση έδωσε ψευδείς πληροφορίες στην Συριακή κυβέρνηση πως το Ισραήλ σχεδίαζε να εισβάλει στην Συρία, οι Σύριοι αξιωματικοί ενημέρωσαν την Αιγυπτιακή κυβέρνηση. Στις 22 Μαΐου, η Αίγυπτος απάντησε ανακοινώνοντας, μαζί με την απόσυρση του ΟΗΕ, πως τα Στενά του Tiran θα έκλειναν «για κάθε πλοίο με Ισραηλινή σημαία, ή κάθε πλοίο το οποίο μεταφέρει στρατηγικά υλικά, απόφαση που θα ίσχυε από τις 23 Μαΐου». Τα δικαιώματα της Αιγύπτου που αφορούσαν τα Στενά του Tiran συζητήθηκαν στην Γενική Συνέλευση σε συμφωνία με την απόσυρση του Ισραήλ από το Σινά μετά την Κρίση του Σουέζ.

Ένας αριθμός κρατών, όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Δανία, η Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ υποστήριξαν πως τα Στενά ήταν διεθνή ύδατα, και, ως τέτοια, κάθε πλοίο είχε το δικαίωμα «ελεύθερης και ανεμπόδιστης διάβασης» μέσα απ’ αυτά. Η Ινδία, όμως, υποστήριξε πως η Αίγυπτος έπρεπε να δίνει την έγκριση της σε κάθε πλοίο το οποίο έπρεπε να ζητά άδεια πριν να μπει στον κόλπο αφού τα χωρικά της ύδατα κάλυπταν τα Στενά του Tiran. Αναγνώρισε επίσης το δικαίωμα της «αβλαβούς διέλευσης» από τέτοια νερά, αλλά δήλωσε πως εξαρτιόταν από το παραθαλάσσιο κράτος ν’ αποφασίσει ποια διάβαση ήταν «ασφαλή». Ο Νάσερ δήλωσε, «Δεν θα επιτρέψουμε υπό καμία περίσταση στην Ισραηλινή σημαία να πέρασε τον Κόλπο της Aqaba».


Το μεγαλύτερο ποσοστό από το εμπόριο του Ισραήλ χρησιμοποιούσε τα λιμάνια της Μεσογείου, και, σύμφωνα με τον John Quigley, κανένα πλοίο με Ισραηλινή σημαία δεν χρησιμοποίησε το λιμάνι του Eilat τα δύο χρόνια πριν τον Ιούνιο του 1967. Υπήρχαν, όμως, αμφιβολίες σχετικά με το πόσο αυστηρός ήταν ο αποκλεισμός, και κυρίως αν θα εφαρμοζόταν σε πλοία που δεν είχαν Ισραηλινή σημαία. Εγκαλώντας το διεθνές Δίκαιο, το Ισραήλ θεωρούσε το κλείσιμο των στενών παράνομο, και είχε δηλώσει το 1957 πως τέτοιος αποκλεισμός ήταν casus belli όταν αποσύρθηκε από το Σινά και την Γάζα.

Η Αίγυπτος δήλωσε πως ο Κόλπος της Aqaba ήταν πάντα εθνικά εσωτερικά χωρικά ύδατα υποκείμενα στην κυριαρχία μόνο των τριών νόμιμων παράκτιων της χωρών - της Ιορδανίας, της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου - που είχαν το δικαίωμα ν’ αποκλείουν εχθρικά πλοία. Ο αντιπρόσωπος της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας δήλωσε περαιτέρω πως «η αξίωση του Ισραήλ να έχει ένα λιμάνι στον κόλπο ήταν λανθασμένος, αφού το Ισραήλ ισχυριζόταν να έχει καταλάβει πολλά παράκτια μίλια στον κόλπο, μαζί με το Umm Rashrash, παραβιάζοντας τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1948 και των Αιγύπτιο-Ισραηλινών Γενικών Συμφωνικών Κατάπαυσης του Πυρός».

Τα Αραβικά κράτη αμφισβήτησαν το δικαίωμα του Ισραήλ για δίοδο μέσω των Στενών. Τόνισαν πως δεν είχαν υπογράψει την Σύμβαση περί Χωρικών Υδάτων και Κοινής Συνοριακής Ζώνης κυρίως εξαιτίας του άρθρου 16 (4) το οποίο έδινε αυτό το δικαίωμα στο Ισραήλ. Όμως, εδώ και καιρό ήταν πρακτική των κρατών και του συνήθη διεθνούς δικαίου πως όλες τα πλοία έχουν ένα δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης μέσω των χωρικών υδάτων. Συνεπώς γι’ αυτό η Αίγυπτος είχε επιτρέψει την δίοδο ως ζήτημα κρατικής πρακτικής ώσπου αργότερα υπέβαλε πως η opinio juris της σ’ αυτό το θέμα ήταν σύμφωνη με την πρακτική της.

Περαιτέρω, όταν η Αίγυπτος κατείχε τα Σαουδαραβικά νησιά του Sanafir και του Tiran το 1950, παρείχε εγγυήσεις στις ΗΠΑ πως η στρατιωτική κατοχή δεν θα χρησιμοποιούνταν για να εμποδίσει την ελεύθερη δίοδο, και πως η Αίγυπτος αναγνωρίζει πως τέτοια ελεύθερα περάσματα είναι «σε συμφωνία με την διεθνή πρακτική και τις αναγνωρισμένες αρχές του διεθνούς δικαίου». Το 1949 το Διεθνής Δικαστήριο κράτησε την Υπόθεση του Πορθμού της Κέρκυρας (Ηνωμένο Βασίλειο εναντίον Αλβανίας) όπου ένα στενό υπερκαλύφθηκε από ξένα πλοία σε χωρικά ύδατα, ακόμα και πολεμικά, τα οποία είχαν αναφαίρετο δικαίωμα αβλαβούς περάσματος μέσω τέτοιων στενών χρησιμοποιημένων για διεθνή ναυσιπλοΐα μεταξύ μερών ανοιχτής θάλασσας, αλλά καθόρισε όρο για το αθώο πέρασμα μέσω στενών μέσα σε χωρικά ύδατα ενός ξένους κράτους.

Αυτά τα όρια δεν είχαν κωδικοποιηθεί ως την Σύμβαση περί Χωρικών Υδάτων και Κοινής Συνοριακής Ζώνης. Στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ μετά τον πόλεμο, τα Αραβικά κράτη και οι υποστηρικτές τους είπαν πως ακόμα κι αν το διεθνές δίκαιο έδινε το δικαίωμα περάσματος στο Ισραήλ, το Ισραήλ δεν ήταν καθορισμένο να επιτεθεί στην Αίγυπτο για να το διεκδικήσει επειδή το κλείσιμο δεν ήταν «ένοπλη επίθεση» όπως προσδιορίζεται από το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Συμφώνως μ’ αυτό το σημείο, ο καθηγητής διεθνούς δικαίου John Quigley υποστηρίζει πως υπό το δόγμα της αναλογικότητας, το Ισραήλ θα καθοριζόταν να χρησιμοποιήσει τέτοια βία μόνο αν ήταν απαραίτητο να εξασφαλίσει το δικαίωμα για δίοδο.

Άλλοι διαφώνησαν: μετά την εκστρατεία του 1956 στην οποία το Ισραήλ κατέκτησε το Sharm el-Sheikh και άνοιξε τα κλειστά Στενά, αναγκάστηκε ν’ αποσυρθεί και να επιστρέψει την περιοχή στην Αίγυπτο. Εκείνη την στιγμή, μέλη της διεθνούς κοινότητας τότε, μέλη της διεθνούς κοινότητας ανέλαβαν την υποχρέωση το Ισραήλ να μην εμποδιστεί ποτέ στην χρήση των Στενών του Tiran. Ο Γάλλος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ, παραδείγματος χάριν, ανακοίνωσε πως μια απόπειρα ανάμειξης με την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά θα ήταν εναντίον του διεθνούς δικαίου.

Και ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ προχώρησε τόσο πολύ ώστε ν’ αναγνωρίσει δημόσια πως μια νέα επιβολή ενός αποκλεισμού στα Στενά του Tiran θα φαινόταν σαν επιθετική ενέργεια που θα υποχρέωνε το Ισραήλ να προστατέψει τα θαλάσσια δικαιώματα του σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Ου Θαντ πήγε επίσης στο Κάιρο για να βοηθήσει στην διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας για ν’ αποφευχθεί η σύγκρουση, αλλά μετά το κλείσιμο των Στενών του Tiran, ο Ισραηλινός Υπουργός Εξωτερικών, Abba Eban, διατήρησε την γνώμη τους πως αυτό ήταν αρκετό για να ξεκινήσει πόλεμος. Ο Eban είπε, «Από τις 24 Μαΐου και μετά, το ζήτημα για το ποιος ξεκίνησε τον πόλεμο ή πιο έριξε την πρώτη σφαίρα έγινε βαρυσήμαντα άσχετο.

Δεν υπάρχει διαφορά στο αστικό δίκαιο μεταξύ του φόνου ενός ατόμου με στραγγαλισμό ή με πυροβολισμό στο κεφάλι. Από την στιγμή που εφαρμόστηκε ο αποκλεισμός, άρχισαν ενεργές εχθροπραξίες, και το Ισραήλ δεν όφειλε τίποτα στην Αίγυπτο από τα δικαιώματα του». Το Ισραήλ έβλεπε το κλείσιμο των στενών με κάποιο φόβο και ζητήθηκε από τις ΗΠΑ με το Ηνωμένο Βασίλειο ν’ ανοίξουν τα Στενά του Tiran, όπως εγγυήθηκαν πως θα έκαναν το 1957. Η πρόταση του Harold Wilson για μια διεθνή ναυτική δύναμη για να δαμάσει την κρίση υιοθετήθηκε από τον Πρόεδρο Johnson, αλλά πήρε μικρή υποστήριξη, και μόνο η Βρετανία με την Ολλανδία προσφέρθηκαν να δώσουν πλοία.

Ο Γιτζάκ Ραμπίν ανέφερε πως το Υπουργικό Συμβούλιο βρισκόταν σε πλήρη αδιέξοδο σχετικά με το ζήτημα του αποκλεισμού. Ο Υπουργός Εσωτερικών Μοσιέ Haim Shapira συγκεκριμένα είχε τονίσει πως τα Στενά ήταν κλειστά από το 1951 ως το 1956 χωρίς εκείνη η κατάσταση να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του Ισραήλ.

ΑΙΓΥΠΤΟΣ ΚΑΙ ΙΟΡΔΑΝΙΑ

Κατά τον Μάιο και Ιούνιο η Ισραηλινή κυβέρνηση είχε δουλέψει σκληρά για να κρατήσει την Ιορδανία έξω από κάθε πολεμική ανάμειξη, την ανησυχούσε το γεγονός πως θα είχε να δεχτεί επίθεση σε πολλά μέτωπα και δεν ήθελε ν’ αντιμετωπίσει τον Παλαιστινιακό πληθυσμό της Δυτικής Όχθης. Όμως, ο Βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν πιάστηκε στο κύμα του Παναραβικού εθνικισμού που προηγήθηκε του πολέμου, και έτσι, στις 30 Μαΐου, η Ιορδανία υπέγραψε αμοιβαία αμυντική συμφωνία με την Αίγυπτο, και μ’ αυτό το τρόπο ενώθηκε στην στρατιωτική συμμαχία που υπήρχε ήδη μεταξύ Αιγύπτου και Συρίας.


Η κίνηση εξέπληξε τους Αιγυπτίους και τους ξένους παρατηρητές, επειδή ο Πρόεδρος Νάσερ βρισκόταν γενικά σε ασυμφωνία με τον Χουσεΐν, αποκαλώντας τον ένα «ιμπεριαλιστικό δουλικό» λίγες μόνο μέρες πριν. Ο Νάσερ είπε πως όποιες διαφορές υπήρχαν μεταξύ του και του Χουσεΐν σβήστηκαν «σε ένα λεπτό» και διακήρυξε: «Ο βασικός μας στόχος θα είναι η καταστροφή του Ισραήλ. Ο Αραβικός λαός θέλει να πολεμήσει». Στο τέλος Μαΐου 1967, οι Ιορδανικές δυνάμεις τέθηκαν υπό τις διαταγές ενός Αιγυπτίου στρατηγού, του Αμπντούλ Munim Riad. Την ίδια μέρα, ο Νάσερ διακήρυξε:

«Οι στρατιές της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, της Συρίας και του Λιβάνου βρίσκονται σε ετοιμότητα στα σύνορα του Ισραήλ για ν’ αντιμετωπίσουν την πρόκληση, ενώ βρίσκονται πίσω μας οι στρατιές του Ιράκ, της Αλγερίας, του Κουβέιτ, του Σουδάν και όλου του Αραβικού έθνους. Αυτή η πράξη θα καταπλήξει τον κόσμο. Σήμερα θα ξέρουν πως οι Άραβες είναι έτοιμοι για μάχη, η κρίσιμη ώρα έχει φτάσει. Φτάσαμε στο στάδιο της σοβαρής πράξης και όχι των περισσότερων διακηρύξεων». Το Ισραήλ απαίτησε πολλές φορές από την Ιορδανία ν’ απέχει από τις εχθροπραξίες. Σύμφωνα με τον Mutawi, ο Χουσεΐν πιάστηκε σ’ ένα ταπεινωτικό δίλημμα: να επιτρέψει στην Ιορδανία να παρασυρθεί σε’ ένα πόλεμο και ν’ αντιμετωπίσει την μέγιστη επιθετική αιχμή της απάντησης του Ισραήλ, ή να μείνει ουδέτερος και να ρισκάρει την πλήρη εξέγερση του λαού του.

Ο αρχιστράτηγος των χερσαίων δυνάμεων της Ιορδανίας Sharif Zaid Ben Shaker προειδοποίησε σε μια συνέντευξη τύπου πως «αν η Ιορδανία δεν μπει στον πόλεμο, θα ξεσπάσει στην χώρα εμφύλιος πόλεμος». Όμως, σύμφωνα με τον Avi Shlaim, οι πράξεις του Χουσεΐν καθοδηγήθηκαν από τα Αραβικά εθνικιστικά του αισθήματα. Στις 3 Ιουνίου, μέρες πριν τον πόλεμο, η Αίγυπτος μετακίνησε στο Amman δύο τάγματα καταδρομέων με διαταγή να παρεισφρήσουν στα σύνορα του Ισραήλ, να συμπλακούν στις επιθέσεις και τους βομβαρδισμούς τόσο ώστε να τραβήξουν τις Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις σε ένα Ιορδανικό μέτωπο και να χαλαρώσουν την πίεση που θα είχαν οι Αιγύπτιοι.

Επίσης Σοβιετικό πυροβολικό και Αιγυπτιακές στρατιωτικές προμήθειες και πληρώματα μετακινήθηκαν στην Ιορδανία. Η αίσθηση ανησυχίας του Ισραήλ όσον αφορούσε τον μελλοντικό ρόλο της Ιορδανίας πήγαζε από τον Ιορδανικό έλεγχο της Δυτικής Όχθης. Αυτό έβαζε τις Αραβικές δυνάμεις μόλις 17 χιλιόμετρα από τις ακτές του Ισραήλ, ένα σημείο εκκίνησης από το οποίο μια καλά συντονισμένη επίθεση τεθωρακισμένων θα έκοβε μέσα σε μισή ώρα το Ισραήλ στα δύο. Ο Χουσεΐν διπλασίασε το μέγεθος του Ιορδανικού στρατού την τελευταία δεκαετία και είχε πάρει Αμερικανικά όπλα και εκπαίδευση από τις αρχές του 1967, και υπήρχε ο φόβος πως μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για επιχειρήσεις εναντίον του Ισραήλ.

Επομένως, επίθεση από την Δυτική Όχθη πάντα φαινόταν από την Ισραηλινή ηγεσία ως μια απειλή για την ύπαρξη του Ισραήλ. Την ίδια ώρα πολλά Αραβικά κράτη που δεν είχαν σύνορα με το Ισραήλ, όπως το Ιράκ, το Σουδάν, το Κουβέιτ και η Αλγερία, άρχισαν να κινητοποιούν τις ένοπλες τους δυνάμεις.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Στην ομιλία του σε Άραβες συνδικαλιστές στις 26 Μαΐου, ο Νάσερ ανακοίνωσε: «Αν το Ισραήλ μπει σε επίθεση εναντίον της Συρίας ή της Αιγύπτου, η μάχη εναντίον του Ισραήλ θα είναι γενική και δεν θα περιοριστεί σ’ ένα σημείο στα Συριακά ή τα Αιγυπτιακά σύνορα. Η μάχη θα είναι γενική και ο βασικός μας στόχος θα είναι να καταστρέψουμε το Ισραήλ». Ο Ισραηλινός Υπουργός Εξωτερικών Abba Eban έγραψε στην αυτοβιογραφία του πως βρήκε «την διαβεβαίωση του Νάσερ πως δεν σχεδίαζε μια ένοπλη επίθεση» πειστική, προσθέτοντας πως «Ο Νάσερ δεν ήθελε πόλεμο, ήθελε νίκη χωρίς πόλεμο».

Γράφοντας από την Αίγυπτο στις 4 Ιουνίου 1967 ο δημοσιογράφος των New York Times James Reston παρατηρούσε: «Το Κάιρο δεν θέλει πόλεμο και σίγουρα δεν είναι έτοιμο για πόλεμο. Αλλά έχει αποδεχτεί ήδη την δυνατότητα, ακόμα και την πιθανότητα, του πολέμου, σαν να είχε χάσει τον έλεγχο της κατάστασης». Γράφοντας το 2002, ο Αμερικανός δημοσιογράφος του National Public Radio Mike Shuster εξέφρασε μια οπτική που ήταν η επικρατούσα στο Ισραήλ πριν τον πόλεμο, πως η χώρα «ήταν περικυκλωμένη από Αραβικά κράτη αποφασισμένα να την ξεριζώσουν. Η Αίγυπτος κυβερνιόταν από τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, έναν υποκινητή του εθνικισμού του οποίο ο στρατός ήταν ο ισχυρότερος στην Αραβική Μέση Ανατολή.

Η Συρία κυβερνιόταν από το ριζοσπαστικό κόμμα Μπάαθ, που συνέχεια εξέφραζε απειλές πως θα ρίξει το Ισραήλ στην θάλασσα» Με αυτό που το Ισραήλ έβλεπε ως προκλητικές ενέργειες, μαζί με τον αποκλεισμό των Στενών και την κινητοποίηση των δυνάμεων στο Σινά, δημιουργώντας στρατιωτική και οικονομική πίεση, και οι Ηνωμένες Πολιτείες, η πολιτική και στρατιωτική ελίτ του Ισραήλ ένιωθε πως προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο εξαιτίας της περιπλοκής τους στον Πόλεμο του Βιετνάμ, η πολιτική και στρατιωτική ελίτ του Ισραήλ ένιωθε πως το να προκαταλάβει τους αντιπάλους του δεν ήταν μερικώς προτιμητέα στρατιωτικά τακτική, αλλά μετασχηματίζουσα.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΤΙΚΕΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΕΙΣ

Το Ισραηλινό Υπουργικό Συμβούλιο συνεδρίασε στις 23 Μαΐου και αποφάσισε να εξαπολύσει επίθεση αν τα Στενά του Tiran δεν ξανάνοιγαν ως τις 25 Μαΐου. Μετά από μια προσέγγιση του Eugene Rostow, του τρίτου στην ιεραρχία του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, για να του αφήσουν χρόνο να διαπραγματευτεί μια ειρηνική λύση, το Ισραήλ συμφώνησε να καθυστερήσει από δέκα μέρες μέχρι δύο εβδομάδες. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Ου Θαντ, επισκέφθηκε το Κάιρο για να μεσολαβήσει προτείνοντας ένα μορατόριο (Δικαιοστάσιο) στα Στενά του Tiran και να ανανεώσει τη διπλωματική προσπάθεια για να λύσει την κρίση. Η Αίγυπτος συμφώνησε και το Ισραήλ απέρριψε αυτές τις προτάσεις.

Οι παραχωρήσεις του Νάσερ δεν πρότειναν αναγκαία πως πραγματοποιούσε μια συνολική προσπάθεια ν’ αποφύγει τον πόλεμο. Η απόφαση τον ωφελούσε πολιτικά και στρατιωτικά. Συμφωνώντας στην διπλωματία κέρδισε διεθνή πολιτική υποστήριξη. Επίσης κάθε καθυστέρηση έδινε χρόνο στην Αίγυπτο για να ολοκληρώσει τις στρατιωτικές της προετοιμασίες και να συντονιστεί με τις άλλες Αραβικές δυνάμεις. Επίσης, η απόρριψη από το Ισραήλ δεν έδειχνε αναγκαία μια επιθυμία για πόλεμο όσο έδειχνε την πίεση που του εγγυόταν αυτή η κατάσταση. Το Ισραήλ ένιωθε πως δεν μπορούσε ν’ αντέξει την ολική επιστράτευση για πολύ. Οι ΗΠΑ επίσης προσπάθησαν να μεσολαβήσουν, και ο Νάσερ συμφώνησε να στείλει τον αντιπρόεδρο του στην Ουάσιγκτον προς αναζήτηση διπλωματικού διακανονισμού.

Η συνάντηση δεν έγινε επειδή το Ισραήλ εξαπέλυσε την επίθεση του. Κάποιοι αναλυτές υιοθετούν πως ο Νάσερ προέβη σε ενέργειες με στόχο να δρέψει τα πολιτικά του κέρδη, τα οποία ήξερε πως κουβαλούσαν υψηλό ρίσκο βιασύνης των στρατιωτικών εχθροπραξιών. Η προθυμία του Νάσερ να πάρει τέτοια ρίσκα ήταν βασισμένη στην θεμελιώδη υποτίμηση που ασκούσε στο Ισραήλ ως προς την δυνατότητα του για ανεξάρτητη και αποτελεσματική στρατιωτική δράση. Ο Αιγύπτιος Στρατάρχης Abdel Hakim Amer κατάστρωσε ένα σχέδιο για να εξαπολύσει μια επίθεση στο Ισραήλ με στόχο να αποκόψει το Eilat την αυγή της 27ης Μαΐου.


Στις 26 Μαΐου 1967, ο Ισραηλινός Υπουργός Εξωτερικών Abba Eban έφτασε στην Ουάσιγκτον με στόχο να εξακριβώσει από την Αμερικανική κυβέρνηση την θέση της στο γεγονός της έκρηξης ενός πολέμου. Μόλις έφτασε ο Eban, κρατούσε ένα τηλεγράφημα από την Ισραηλινή κυβέρνηση. Το τηλεγράφημα έλεγε πως το Ισραήλ είχε μάθει την ύπαρξη ενός Αιγυπτιακού και Συριακού σχεδίου να εξαπολύσουν πόλεμο εκμηδένισης εναντίον του Ισραήλ στις επόμενες 48 ώρες. Ο Eban συναντήθηκε με τον Υπουργό Εξωτερικών Dean Rusk, τον Υπουργό Άμυνας Robert McNamara, και τελικά με τον Πρόεδρο Λύντον Τζόνσον. Οι Αμερικάνοι είπαν πως οι πηγές αντικατασκοπίας τους δεν μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τον ισχυρισμό, οι Αιγυπτιακές θέσεις στο Σινά παρέμεναν αμυντικές.

Ο Eban έφυγε από τον Λευκό Οίκο αλλόφρων. Αμετάπειστος πως ο Νάσερ ήταν είτε αποφασισμένος ή ακόμα έτοιμος να επιτεθεί, είδε τώρα Ισραηλινούς να φουσκώνουν την Αιγυπτιακή απειλή -και να φουσκώνουν την αδυναμία τους- με σκοπό να αποσπάσουν μια δέσμευση πως ο Πρόεδρος, δεσμευμένος απ’ το Κογκρέσο, δεν μπορούσε να κάνει. ''Μια πράξη σοβαρής ανευθυνότητας... εκκεντρική'' ήταν οι λέξεις του για το τηλεγράφημα, το οποίο, έγραψε, ''στερούνταν σύνεσης, ειλικρίνειας και τακτικής κατανόησης. Τίποτα σ’ αυτό δεν ήταν σωστό''. Σε μια διάλεξη που έδωσε το 2002, ο Oren είπε, «Ο Τζόνσον κάθισε με τους συμβούλους του και είπε, ''Τι θα ήταν το αποτέλεσμα αν οι πηγές αντικατασκοπίας τους είναι καλύτερες απ’ τις δικές μας;''.

Ο Τζόνσον αποφάσισε να δώσει ένα μήνυμα μέσω της τηλεφωνικής γραμμής αμέσου δράσεως στον παράλληλο του στο Κρεμλίνο, Αλεξέι Κοσύγκιν, στον οποίο είπε, ''Ακούσαμε από τους Ισραηλινούς, αλλά δεν μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε, πως οι πληρεξούσιοι σας στην Μέση Ανατολή, οι Αιγύπτιοι, σχεδιάζουν να επιτεθούν στο Ισραήλ μέσα στις επόμενες 48 ώρες. Αν δεν θέλετε να ξεκινήσετε μια παγκόσμια κρίση, αποτρέψτε τους να το κάνουν''. Στις 2:30 π.μ. της 27ης Μαΐου, ο Σοβιετικός Πρέσβης στην Αίγυπτο Dmitri Pojidaev χτύπησε την πόρτα του Νάσερ και του διάβασε ένα προσωπικό γράμμα από τον Κοσύγκιν το οποίο έγραφε, ''Δεν θέλουμε να κατηγορηθεί η Αίγυπτος πως άρχισε έναν πόλεμο στην Μέση Ανατολή. Αν πραγματοποιήσετε αυτήν την επίθεση, δεν μπορούμε να σας υποστηρίξουμε''.

Ο Amer συμβουλεύτηκε τις πηγές του στο Κρεμλίνο, οι οποίες επιβεβαίωσαν την υπόσταση του μηνύματος του Κοσύγκιν. Απελπισμένος, ο Amer είπε στον διοικητή της Αιγυπτιακής αεροπορίας, Υποπτέραρχο Mahmud Sidqi, πως η επιχείρηση ματαιώθηκε». Σύμφωνα με τον μετέπειτα Αιγύπτιο Αντιπρόεδρο Χουσεΐν el-Shafei, μόλις έμαθε τι σχεδίαζε ο Amer, ακύρωσε την επιχείρηση. Στις 30 Μαΐου, ο Νάσερ απάντησε στο αίτημα του Τζόνσον που είχε γίνει 11 μέρες νωρίτερα και συμφώνησε να στείλει τον Αντιπρόεδρο του, Zakkariya Muhieddin, στην Ουάσιγκτον στις 7 Ιουνίου για ν’ αναζητήσει ένα διπλωματικό διακανονισμό στο «έπ’ ακριβώς άνοιγμα του Λευκού Οίκου που είχε επιζητήσει».

Ο Υπουργός Εξωτερικών Rusk ήταν πικρά απογοητευμένος που το Ισραήλ επιτέθηκε στις 5 Ιουνίου, επειδή πίστεψε πως θα μπορούσε να βρει μια διπλωματική λύση αν ξεκινούσε η συνάντηση. Ο ιστορικός Michael Oren γράφει πως ο Rusk ήταν «απίστευτα εκνευρισμένος» και ο Τζόνσον αργότερα έγραψε «Δεν έκρυψε ποτέ την λύπη μου που το Ισραήλ αποφάσισε να κινηθεί όταν κινήθηκε». Μέσα στην πολιτική ηγεσία του Ισραήλ, αποφασίστηκε πως αν οι ΗΠΑ δεν ενεργούσαν, και αν ο ΟΗΕ δεν ενεργούσε, πως έπρεπε να ενεργήσει το Ισραήλ. Την 1η Ιουνίου, ο Μοσιέ Dayan έγινε ο νέος Ισραηλινός Υπουργός Άμυνας, και στις 3 Ιουνίου η κυβέρνηση Τζόνσον πραγματοποίησε μια αμφιλεγόμενη δήλωση, το Ισραήλ συνέχισε να προετοιμάζεται για πόλεμο.

Η επίθεση του Ισραήλ εναντίον της Αιγύπτου στις 5 Ιουνίου άρχισε αυτό που θα ονομαζόταν Πόλεμος των Έξι Ημερών. Σύμφωνα με τον Martin van Creveld, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις πίεζαν για πόλεμο: Η ιδέα των ''υπερασπίσιμων συνόρων'' δεν ήταν μέρος ούτε του λεξιλογίου των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Οποιοσδήποτε θα έψαχνε τον όρο στην στρατιωτική βιβλιογραφία της εποχής θα ματαιοπονούσε. Αντιθέτως, οι διοικητές του Ισραήλ βάσιζαν τις σκέψεις τους στον πόλεμο του 1948 και, ειδικά, στον θρίαμβο τους το 1956 επί των Αιγυπτίων από τον οποίο, από τον τότε Αρχηγό του Επιτελείου Dayan και κάτω, είχαν κερδίσει την αναγνώριση τους.

Όταν ξέσπασε η κρίση του 1967 ένιωσαν σίγουροι για την ικανότητα τους να κερδίσουν μια ''αποφασιστική, γρήγορη και κομψή νίκη'', όπως το έθεσε ένας από τους δικούς τους, ο Στρατηγός Haim Bar Lev, και πίεζε την κυβέρνηση να ξεκινήσει τον πόλεμο το συντομότερο δυνατό. Κάποιοι από τους Ισραηλινούς πολιτικούς ηγέτες, ωστόσο, έλπιζαν για μια διπλωματική λύση.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ (5 - 10 ΙΟΥΝΙΟΥ 1967)

Με την ανακήρυξη του Ισραήλ σε ανεξάρτητο κράτος, στις 14 Μαΐου 1948, αρχίζει μια εποχή συνεχών και σφοδρών συγκρούσεων μεταξύ Αράβων και Ισραήλ. Αυτό οφειλόταν στη μη αναγνώριση εκ μέρους των Αράβων, του νεοϊδρυθέντος κράτους με το οποίο υπήρξαν μέχρι το 1956 καθημερινές συγκρούσεις εξαιτίας των μεθοριακών επεισοδίων. Μετά τον πόλεμο του Οκτωβρίου του 1956 μεταξύ Ισραήλ - Αιγύπτου και την επέμβαση των Αγγλο-Γάλλων κατά της Αιγύπτου, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποφάσισε την αποστολή ειρηνευτικής δυνάμεως 3.375 ανδρών, που θα στάθμευε κατά μήκος των συνόρων των δύο χωρών με ιδιαίτερη προσοχή στον κόλπο της Άκαμπα και στην περιοχή της Γάζας.

Όμως, παρά την εγκατάσταση της ειρηνευτικής δυνάμεως, τα μεθοριακά επεισόδια κατά μήκος των συνόρων Ισραήλ, Ιορδανίας και Συρίας εξακολουθούσαν, με αποτέλεσμα να δοθεί η μεγάλη ευκαιρία στις δύο υπερδυνάμεις, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, ώστε, η ενεργός ανάμειξή τους στο χώρο, να μετατραπεί σε έναν τεράστιο ανταγωνισμό που απέβλεπε στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη επιρροή της καθεμιάς υπερδυνάμεως, στα κράτη της περιοχής. Επιρροή, που θα εξασφαλιζόταν με οικονομική βοήθεια, εξοπλισμούς, βιομηχανικές επενδύσεις κτλ. Έτσι, με τη συνεχιζόμενη ένταση μεταξύ των δυο πλευρών, των Αραβικών κρατών δηλαδή και του Ισραήλ, συνέβησαν τα παρακάτω:
  • 20 Μαΐου 1967. Ολοκλήρωση της μερικής κινητοποιήσεως εφεδρειών του Ισραήλ.
  • 22 Μαΐου 1967. Κλείσιμο των στενών του Στενού του Τιράν για όλα τα Ισραηλινά πλοία και αποκλεισμός του Κόλπου της Άκαμπα, από την Αίγυπτο. Διαμαρτυρία των ΗΠΑ για τον αποκλεισμό του κόλπου της Άκαμπα, τη θάλασσα του οποίου διακήρυσσαν ως διεθνή θαλάσσια οδό. Τη διακήρυξη αυτή υπερασπίζει σταθερά η Μ. Βρετανία, θέτοντας σε επιφυλακή τα πλοία της στη Μεσόγειο και συνεργαζόμενη με όλα τα έθνη, προκειμένου να πετύχει γενική αναγνώριση, δηλώνοντας, ταυτόχρονα, ότι δεν αποκλείει, ακόμα και κοινές με τις ΗΠΑ στρατιωτικές ενέργειες, με σκοπό τον ελεύθερο διάπλου της περιοχής.
  • 28 Μαΐου 1967. Συνέντευξη τύπου του προέδρου της Αιγύπτου Νάσερ και δήλωση του για τη Διώρυγα του Σουέζ. «Τα στενά του Τιράν είναι Αιγυπτιακά χωρικά ύδατα επί των οποίων εξασκούμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Αν ξεσπάσει πόλεμος με το Ισραήλ, το καθεστώς στην Διώρυγα του Σουέζ θα παραμείνει αμετάβλητο και σε περίπτωση ξένης επεμβάσεως δε θα υπάρξει πλέον Διώρυγα του Σουέζ».
  • 28 Μαΐου 1967. Έκθεση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ προς τα Ηνωμένα Έθνη (ΗΕ) στην οποία δηλώνεται το αναπόφευκτο Ισραηλο-Αιγυπτιακού πολέμου και βεβαιώνεται η απομάκρυνση των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ, εφόσον η Αίγυπτος, θεωρούσε το έργο τους πολύ επικίνδυνο.
  • 29 Μαΐου 1967. Λόγος του προέδρου της Αιγύπτου Νάσερ στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. «Αν τα δυτικά κράτη μας αγνοήσουν και αρνηθούν τα δικαιώματά μας, θα τα διδάξουμε πως να μας σέβονται. Δεν αντιμετωπίζουμε το Ισραήλ, αλλά εκείνους οι οποίοι δημιούργησαν το Ισραήλ».
  • 31 Μαΐου 1967. Αιφνίδια υπογραφή Συμφώνου Άμυνας μεταξύ Αιγύπτου και Ιορδανίας, στο Κάιρο, γεγονός που οδήγησε στη μετάπτωση από την ειρήνη στον πόλεμο.

Οι Άγγλο-Αμερικανικές διπλωματικές κινήσεις, που σκοπό είχαν να εξασφαλίσουν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον κόλπο της Άκαμπα, απέτυχαν, σε σημείο που ο πόλεμος να θεωρείται πια βέβαιος και να υπολείπεται μόνο η ημερομηνία ενάρξεως. Παράλληλα, οι έντονες προπαρασκευές για τον πόλεμο, από τα Αραβικά Κράτη και το Ισραήλ, είχαν ως αποτέλεσμα τα πυκνά μεθοριακά επεισόδια και τις συχνές παραβιάσεις του εναέριου χώρου. Αποκάλυπταν πια, ότι η κήρυξη του πολέμου, είχε ήδη φθάσει στο παραπέντε.
  • 3 - 4 Ιουνίου 1967. Μυστική σύσκεψη Ισραηλινών, στην οποία αποφασίσθηκε η επίθεση από το Ισραήλ. Η ανάληψη δράσεως θα στηριζόταν στον αιφνιδιασμό, τον οποίο, ελάχιστοι των εντός και εκτός της χώρας, ανέμεναν. Οι εκτιμήσεις των ειδικών ήταν, ότι οι ΗΠΑ δε θα τηρήσουν την ίδια τακτική του 1956 και ότι η Σοβιετική Ένωση δε θα επενέβαινε.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΕΔΙΩΝ ΤΩΝ ΜΑΧΩΝ

Χερσόνησος του Σινά:

Η χερσόνησος του Σινά, περιοχή που καλύπτεται από αχανείς αμμώδεις εκτάσεις και όγκους άγονων οροσειρών, είναι αυτή που χωρίζει την Αφρική από την Ασία και τη Μεσόγειο από τον Ινδικό Ωκεανό. Θεωρείται ένας πολύ ευνοϊκός και κατάλληλος χώρος για ένα σύγχρονο πόλεμο. Αυτό που χαρακτηρίζει τον τόπο αυτόν είναι η απόλυτη ερήμωση που ευνοεί τις πολεμικές συγκρούσεις, μια και δεν εμπλέκεται σ΄αυτές αστικός πληθυσμός, και χιλιάδες άρματα μπορούν να κάνουν ελιγμούς μαχόμενα μέσα στον κονιορτό της ερήμου.

Η χερσόνησος του Σινά προσφέρει μια κύρια διάβαση προς το Σουέζ, της Μίτλα, και δευτερεύουσες ορεινές, υποχρεωτικές όλες για την κίνηση προς Αίγυπτο, που βρίσκονται ανατολικά της διώρυγας. Η έρημος του Σινά έχει γνωρίσει πολλούς κατακτητές από τον εκπολιτιστή της Ασίας Μέγα Αλέξανδρο μέχρι το Μέγα Ναπολέοντα.

Κόλπος της Άκαμπα:

Διεισδύει βαθιά στην άλλοτε Παλαιστίνη. Με τον κόλπο αυτό συνορεύει η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, η Ιορδανία και το Ισραήλ, γι΄αυτό και έχει μεγάλη στρατηγική αξία όλη η περιοχή. Το κλείσιμο του κόλπου από το Νάσερ αποτελούσε στέρηση της ναυσιπλοΐας από το Ισραήλ.

Περιοχή Ραφά-Ελ Αρίς - Γάζας: 

Νότια της Ραφά υπάρχει μια σειρά αδιάβατων αμμόλοφων και η πόλη Ελ Αρίς που βρίσκεται πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή από την Καντάρα (διώρυγα) προς τη Γάζα και αποτελεί την κύρια βάση ανεφοδιασμού των Αιγυπτίων στο Σινά. Το αεροδρόμιο που βρίσκεται στην περιοχή, έχει πολύ μεγάλη αξία και αποτελεί με τη διώρυγα της Γάζας τον ΑΝΣΚ, του Ισραήλ. Το οχυρό Τζιραντέχ στην περιοχή του Ελ Αρίς, καθιστά το Βόρειο Τομέα των Αιγυπτίων πολύ ισχυρό.

Περιοχή Αμπού Αγκέιλα:

Νότια της λωρίδας της Γάζας βρίσκεται το Αμπού Αγκέιλα το οποίο δεσπόζει στην περιοχή και αποτελεί μεγάλο συγκοινωνιακό κόμβο του δρομολογίου Ελ Αρίς-Γκέμπελ Λιμνί και Εϊλάτ. Όποιος κατέχει τον κόμβο αυτόν ελέγχει την κύρια γραμμή προελάσεως από την περιοχή Νιτσάνα πρός τον Κεντρικό Τομέα της χερσονήσου του Σινά και στη συνέχεια προς τη Διώρυγα του Σουέζ.
Περιοχή Αποικισμού:Είναι οι ιδιαίτερα τρωτοί χώροι αποικισμού του Ισραήλ κατά μήκος της Συριακής μεθορίου. Αυτοί βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο στο οποίο δεσπόζει η Συριακή οροσειρά με τα υψώματα του Γκολάν τα οποία υψώνονται απότομα ανατολικά.

Ιερουσαλήμ:

Η Ιερή πόλη του Χριστιανισμού, Ιερουσαλήμ, βρίσκεται πολύ κοντά στα σύνορα και αποτελεί πολιτικής φύσεως ΑΝΣΚ και όχι στρατιωτικής. Είναι συμβολή οδικού δικτύου και μόνο με την οροσειρά μεταξύ Ιερουσαλήμ - Ραμαλάκ αποκτά στρατιωτική σημασία, εφόσον δεσπόζει στην περιοχή και δημιουργεί ευμενείς ή δυσμενείς συνθήκες για όποιον κινείται προς τη Νεκρά Θάλασσα και τον Ιορδάνη ποταμό.

Περιοχή Ναμπλούς:

Δυτικά της όχθης του Ιορδάνη βρίσκεται η περιοχή Ναμπλούς με την ομώνυμη πόλη που αποτελεί συγκοινωνιακό κόμβο στο Βόρειο Τομέα. Σε περίπτωση καταλήψεως της Ναμπλούς και σε συνδυασμό με την περιοχή της Ιερουσαλήμ και της Χεβρών στο Νότο, εξασφαλίζεται απόλυτα το δυτικό τμήμα της πεδιάδας του Ιορδάνη. Η ταχεία κατάληψη της πρωτεύουσας της Ιορδανίας Αμάν, εξασφαλίζεται, εφόσον χρησιμοποιηθούν επιπλέον και ταχυκίνητες μονάδες Τεθωρακισμένων και Πεζικού.

Ισραηλο-Συριακή Μεθόριος:

Βόρεια της θάλασσας της Γαλιλαίας εκτείνεται μια οροσειρά στην οποία οι Σύριοι είχαν κατασκευάσει μια ολόκληρη «Γραμμή Μαζινώ». Το βάθος της τοποθεσίας αυτής μεγαλύτερο από 10 χλμ., δε διέθετε πρώτη, δεύτερη ή τρίτη γραμμή άμυνας, αλλά αμέτρητες σειρές οχυρών και πυροβολείων, έργο τεράστιο. Το όλο σύστημα άμυνας είχαν επιβλέψει Σοβιετικοί σύμβουλοι. Τέλος, το οροπέδιο της περιοχής Κουνέιρα - Μπουλμιζιέ διαθέτει ένα ειδικό δίκτυο με μεγάλη στρατιωτική αξία, αφού δεσπόζει σε ολόκληρη την περιοχή εμποδίζοντας τη μετακίνηση τμημάτων από τον Ιορδάνη προς τη Δαμασκό.

ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ

ΣΤΡΑΤΟΣ ΞΗΡΑΣ 

Στην έναρξη του πολέμου, η Αίγυπτος είχε συγκεντρώσει περίπου 100.000 από τα 160.000 στρατεύματα της στο Σινά, τα οποία περιλάμβαναν το σύνολο των εφτά μεραρχιών της (τέσσερις πεζικάριες, δύο τεθωρακισμένες και μια μηχανοκίνητη), όπως και τέσσερις ανεξάρτητες ταξιαρχίες πεζικού και τέσσερις ανεξάρτητες ταξιαρχίες τεθωρακισμένων. Περισσότεροι από το ένα τρίτο τους ήταν βετεράνοι από την επέμβαση της Αιγύπτου στον Υεμενικό Εμφύλιο Πόλεμο και άλλο ένα τρίτο ήταν έφεδροι. Αυτές οι δυνάμεις είχαν 950 άρματα μάχης, 1 100 ΤΟΜΠ και περισσότερα από 1 000 πυροβόλα. Την ίδια εποχή κάποια Αιγυπτιακά στρατεύματα (15 000 - 20 000) πολεμούσαν ακόμα στην Υεμένη.


Η ταυτόχρονη έλξη και απώθηση του Νάσερ για τους σκοπούς του και τους στόχους του αντικατοπτρίζονταν στις διαταγές του στο στράτευμα. Το γενικό επιτελείο άλλαξε το επιχειρησιακό σχέδιο τέσσερις φορές τον Μάιο του 1967, κάθε φορά αναγκασμένο να αναδιαρθρώσει το στράτευμα, με τον αναπόφευκτο τίμημα ανδρών και οχημάτων. Προς το τέλος Μαΐου, ο Νάσερ επιτέλους απαγόρευσε στο γενικό επιτελείο να προχωρήσει με το Σχέδιο Qahir («Νίκη»), το οποίο απαιτούσε ένα προστατευτικό σώμα ελαφριού πεζικού στις προωθημένες οχυρώσεις με τον όγκο των δυνάμεων να μένουν πίσω για να πραγματοποιήσουν μια μαζική αντεπίθεση εναντίον της κύριες Ισραηλινής προέλασης όταν θα αναγνωριζόταν, και διέταξε μια προωθημένη άμυνα του Σινά.

Εν τω μεταξύ, συνέχισε να παίρνει μέτρα με σκοπό την αύξηση του επιπέδου της κινητοποίησης της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας, με σκοπό να πιέσει περισσότερο το Ισραήλ. Ο στρατός της Συρίας είχε συνολική δύναμη 75.000 ανδρών. Ο στρατός της Ιορδανίας είχε 55.000 στρατό, στον οποίο περιλαμβάνονταν 300 άρματα μάχης, από τα οποία τα 250 ήταν Αμερικανικά M48 Patton, αξιοσημείωτες ποσότητες από ΤΟΜΠ M113, ένα νέο τάγμα μηχανοκίνητου πεζικού, και ένα τάγμα αλεξιπτωτιστών εκπαιδευμένο στη νέα Αμερικανική σχολή εκπαίδευσης. Είχαν επίσης 12 μοίρες πυροβολικού και έξι πυροβολαρχίες από ολμοβόλα των 81 χιλιοστών και των 120 χιλιοστών.

Έγγραφα τα οποία έπιασαν οι Ισραηλινοί από διάφορα Ιορδανικά διοικητήρια καταγράφουν διαταγές από το τέλος Μαΐου για την Χασεμίτικη Ταξιαρχία να καταλάβει το Ramot Burj Bir Mai'in σε νυχτερινή έφοδο, με τον κωδικό «Επιχείρηση Khaled». Ο στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένα προγεφύρωμα μαζί με θέσεις στο Latrun για την ένοπλη κατάληψη του Lod και του Ramle. Η κωδική λέξη έναρξης ήταν ''Sa'ek'' και λήξης ''Nasser''. Οι Ιορδανοί σχεδίαζαν επίσης την κατάληψη του Motza και του Sha'alvim στον στρατηγικό Διάδρομο της Ιερουσαλήμ.

Ο Motza είχε την αποστολή να στρατοπεδεύσει την ΚΖ' (27η) Ταξιαρχία Πεζικού που στρατοπέδευε στο Ma'ale Adummim: «Η εφεδρική ταξιαρχία θα πραγματοποιήσει νυχτερινή διείσδυση στο Motza, θα το καταστρέψει εκ θεμελίων, και δεν θα αφήσει ούτε δείγμα πρόσφυγα ανάμεσα στους 800 της κατοίκους». 100 Ιρακινά τεθωρακισμένα και μια μεραρχία πεζικού βρίσκονταν σ’ ετοιμότητα κοντά στα Ιορδανικά σύνορα. Δύο σμήνη μαχητικών, Hawker Hunter και MiG 21, μετέφεραν την βάση τους κοντά στα Ιορδανικά σύνορα. Ο Ισραηλινός στρατός είχε συνολική δύναμη, μαζί με τους εφέδρους, 264 000 στράτευμα, αν και αυτός ο αριθμός δεν μπορούσε να διατηρηθεί, επειδή οι έφεδροι λειτουργούσαν την κοινωνία της χώρας.

Ο James Reston, γράφοντας στους New York Times στις 23 Μαΐου 1967 σημείωνε, «Σε πειθαρχία, εκπαίδευση, ηθικό, εξοπλισμό και γενική επάρκεια ο στρατός του (Νάσερ) και οι άλλες Αραβικές δυνάμεις, χωρίς την απευθείας βοήθεια από την Σοβιετική Ένωση, δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τους Ισραηλινούς, ακόμα και με τα 50.000 στρατεύματα του και τους καλύτερους στρατηγούς και την αεροπορία του στην Υεμένη, δεν μπόρεσε να κάνει το δικό του σ’ αυτή τη μικρή και πρωτόγονη χώρα (την Υεμένη), ακόμα και η προσπάθεια του να βοηθήσει τους επαναστάτες του Κονγκό ήταν παταγώδης αποτυχία».

Το απόγευμα της 1ης Ιουνίου, ο Ισραηλινός Υπουργός Άμυνας Μοσέ Νταγιάν κάλεσε τον Αρχηγό του Επιτελείου Γιτζάκ Ραμπίν και τον Ταξίαρχο Yeshayahu Gavish, διοικητή της Νότιας Διοίκησης, για να τους παρουσιάσει τα σχέδια εναντίον της Αιγύπτου. Ο Ραμπίν είχε καταστρώσει σχέδιο στο οποίο η Νότια Διοίκηση θα έφτανε στην Λωρίδα της Γάζας και ακολούθως θα κρατούσε την περιοχή και τους κατοίκους της ομήρους μέχρι η Αίγυπτος να συμφωνήσει στο άνοιγμα των Στενών του Tiran, ενώ ο Gavish είχε ένα πιο περιεκτικό σχέδιο που είχε στόχο την καταστροφή των Αιγυπτιακών δυνάμεων στο Σινά.

Ο Ραμπίν ευνόησε το σχέδιο του Gavish, το οποίο επικυρώθηκε ακολούθως από τον Νταγιάν με την υπενθύμιση πως μια παρόμοια επίθεση εναντίον της Συρίας έπρεπε να αποφευχθεί. Στις 2 Ιουνίου, η Ιορδανία συγκέντρωσε όλους τους έφεδρους αξιωματικούς της, και ο διοικητής της Δυτικής Όχθης συναντήθηκε με τους κοινοτάρχες στη Ramallah για να ζητήσει βοήθεια και συνεργασία για τα στρατεύματα του κατά τον πόλεμο, διαβεβαιώνοντας τους πως «σε τρεις μέρες θα είμαστε στο Τελ Αβίβ».

Χώρες                                            Άνδρες                  Αεροσκάφη             Άρματα  
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Α' Ισραήλ                                      270.000                        300(*)                      800
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Β' Αραβικός Συνασπισμός
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
α. Αίγυπτος                                   240.000                         450                      1.200
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
β. Συρία                                           50.000                         120                         400
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
γ. Ιορδανία                                      50.000                           40                         200
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
δ. Ιράκ                                             70.000                         200                         400
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
ε. Σαουδική Αραβία                       50.000                           20                          100
----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σύνολο Αράβων                            472.000                         848                      1.380
----------------------------------------------------------------------------------------------------------

(*) Από αυτά τα 50 εκπαιδευτικά

Αναλογία:

Ενόπλων Δυνάμεων:  1,6:1 υπέρ Αράβων
Αεροσκαφών:  2,8:1 υπέρ Αράβων
Αρμάτων Μάχης:  1,7:1 υπέρ Αράβων

ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Αντιτορπιλλικά:                                           37
Υποβρύχια:                                                 312
Πυραυλοφόρα σκάφη:                                18
Ανθυποβρυχιακά σκάφη:                          112
Τορπιλλάκατοι:                                          832
-------------------------------------------------------------
Σύνολο:                                                      1581


ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ 

Σχέδια και Αποστολές Ισραηλινών

Η στρατιωτική ηγεσία του Ισραήλ κατέφυγε στη διαπίστωση ότι η συντριβή του εχθρού θα εξασφαλιζόταν μόνο στην περίπτωση που το Ισραήλ θα αναλάμβανε την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και θα πετύχαινε τακτικό αιφνιδιασμό με πρωτεύοντα ΑΝΣΚ την αστραπιαία και ταυτόχρονη εξουδετέρωση της εχθρικής αεροπορίας στην Αίγυπτο, στην Ιορδανία και στη Συρία σε συνδυασμό με επίθεση εναντίον των χερσαίων δυνάμεων της Αιγύπτου. Το σχέδιο προέβλεπε:
  • Την καταστροφή των διαδρόμων των κυριότερων αεροδρομίων και των αεροσκαφών τους με αιφνιδιαστική και αστραπιαία αεροπορική προσβολή.
  • Τριπλής κατευθύνσεως επίθεση εναντίον της Χερσονήσου του Σινά: «Α» προς Γάζα - Ελ Αρίς, «Β» προς Αμπού Αγκέιλα, Γκέμπελ - Λιμνί και «Γ» προς Κουντίλα Δ ιάβαση Μίτλα με ΑΝΣΚ τη Διώρυγα του Σουέζ, τον ομώνυμο κόλπο και τη συντριβή των Αιγυπτιακών δυνάμεων.
  • Διατήρηση διήμερης αμυντικής διατάξεως στη μεθόριο προς Ιορδανία και Συρία με σκοπό την αγκίστρωση των εκεί δυνάμεων, ώστε να κινηθούν προς ενίσχυση των Αιγυπτίων. Σύμφωνα με το σχέδιο, οι Ισραηλινοί θα ήταν απερίσπαστοι να χρησιμοποιήσουν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους κατά της Χερσονήσου του Σινά, όπου και οι πρώτοι ΑΝΣΚ, πεπεισμένοι ότι Ιορδανοί και Σύριοι δε θα ενεργούσαν επιθετικά όπως το 1956.
  • Μετά την ευόδωση των επιχειρήσεων στη Χερσόνησο του Σινά, επιθετική ενέργεια με ταχυκίνητες Μονάδες Πεζικού και Τεθωρακισμένων, σε συνδυασμό με ρίψη αλεξιπτωτιστών για κατάληψη των ΑΝΣΚ, Οροπέδιο Νμπλούς και κοιλάδας Ιορδάνη στην Ιορδανία και υψιπέδων Κουνέιτρα και Μπουτμιγιέ στη Συρία.
Σχέδια και Αποστολές Αράβων

Αιγυπτίων:

Η διάταξη των Αιγυπτιακών δυνάμεων κατά το Στρατηγό Ταλ, διοικητή Τ/Θ του Ισραήλ ήταν απόλυτα επιτυχής. Το σχέδιο προέβλεπε:
  • 1. Επιθετική ενέργεια των προς Ανατολάς Μονάδων, διέλευσή τους στη νότια Νεγκέβ και με ειδικά τμήματα Πεζικού και Τεθωρακισμένων στα Δυτικά της Κουντίλα, προκειμένου να συνδεθούν με τις δυνάμεις της Ιορδανίας με ΑΝΣΚ την αποκοπή του Εϊλάτ από το υπόλοιπο Ισραήλ.
  • 2. Αμυντική ενέργεια που αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση των Ισραηλινών να προελάσουν προς τη Διώρυγα του Σουέζ, δια της Χερσονήσου του Σινά. Το υπόψη σχέδιο δεν προέβλεπε απόφραξη της νότιας διαβάσεως προς τη Χερσόνησο εναντίον της οποίας ενήργησε επιθετικά ο Στρατηγός Γιόφφε.
Ιορδανών: 
  • Το σχέδιο προέβλεπε επιθετική ενέργεια προς το όρος Σκοπόν στην περιοχή της Ιερουσαλήμ και αμυντική διάταξη στην περιοχή Ναμπλούς για την εξασφάλιση της κοιλάδας του Ιορδάνη.
Συρίων:

Το σχέδιο προέβλεπε διείσδυση στο Ισραήλ από τρεις κατευθύνσεις. Το σχέδιο αυτό βρέθηκε από Ισραηλινούς στην Κουνέιτρα και τελικά δεν εφαρμόσθηκε.
  • 1. Κατεύθυνση «Α», από Μισμάρ Αγιαρντέν προς τη Χάιφα και από εκεί ένα τμήμα να προσχωρήσει νότια προς Ναζαρέτ.
  • 2. Κατεύθυνση «Β», κοιλάδα Ιορδάνη- Τελ Καζίρ και από εκεί από προς Αφούλα.
  • 3. Κατεύθυνση «Γ», από Λίβανο προς Άκραν με κύρια προσπάθεια μέσω του Μισμάρ Αγιαρντέν.
ΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΜΕΤΩΠΑ

Η Έναρξη του Πολέμου

Στις 7:45 το πρωί της 5ης Ιουνίου 1967, όλα τα διαθέσιμα αεροπορία του Ισραήλ (197 τον αριθμό) «σηκώθηκαν» και επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά σε 19 Αιγυπτιακά αεροδρόμια, καταστρέφοντας μέσα σε τρεις ώρες σχεδόν όλη την αεροπορία της Αιγύπτου, που αριθμούσε 400 αεροπλάνα. Οι Ισραηλινοί, με απώλειες μόνο 19 αεροσκαφών, σημείωσαν ένα απροσδόκητο θρίαμβο, που δεν μπορούσε να φανταστεί ούτε και ο πιο αισιόδοξος στρατιωτικός τους. Παράλληλα, με συνεχείς αεροπορικές επιδρομές την ίδια μέρα προκάλεσαν ανεπανόρθωτες καταστροφές στις αεροπορίες των λοιπών συμμάχων των Αιγυπτίων. Η απόλυτη υπεροχή του Ισραήλ στον αέρα υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στην εύκολη και γρήγορη επικράτησή του.

Την ίδια ώρα, οι Ισραηλινές χερσαίες δυνάμεις εξαπέλυαν επίθεση εναντίον των Αιγυπτιακών στο Σινά και τη Λωρίδα της Γάζας. Με ένα ευφυές στρατήγημα, τα τεθωρακισμένα του στρατηγού Αριέλ Σαρόν βρέθηκαν πίσω από τις αιγυπτιακές δυνάμεις, κυκλώνοντάς τις. Από εκείνη τη στιγμή, στο νου των Αιγύπτιων ιθυνόντων ήταν το πώς οι δυνάμεις τους θα υποχωρήσουν με ασφάλεια από το αραιοκατοικημένο Σινά για να προστατεύσουν το Κάιρο. Μέσα σε 11 χρόνια οι Ισραηλινοί καταλάμβαναν για δεύτερη φορά τη Χερσόνησο του Σινά. Στο Δυτικό Μέτωπο, ο διστακτικός βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν πείστηκε από τον Νάσερ ότι η «νίκη ήταν με το μέρος τους».

Ενεπλάκη στον πόλεμο, αλλά η αντίδραση των Ισραηλινών ήταν ακαριαία. Στις 7 Ιουνίου είχαν υπό την κατοχή τους τη Δυτική Όχθη, ενώ εισήλθαν θριαμβευτικά στην Ανατολική Ιερουσαλήμ (Παλιά Πόλη), μετά από 1900 χρόνια. Η πιο εντυπωσιακή επιχείρηση έγινε στα Υψίπεδα του Γκολάν στη Συρία. Μέσα σε 24 ώρες οι Ισραηλινοί αντίκρισαν τις πεδιάδες της Δαμασκού. Η δυναμική που οδήγησε εν τέλι στον πόλεμο ήταν πολύπλοκη και ήταν αποτέλεσμα λανθασμένων εκτιμήσεων. Το Ισραήλ, έχοντας ήδη συγκρουστεί με τις χώρες αυτές (και μάλιστα δυο φορές με την Αίγυπτο) αμφισβητούσε και κοιτούσε πάντα με υποψία τον Αραβικό εθνικό συνασπισμό που δημιουργούσε ο Νάσσερ και τις φίλο-Σοβιετικής πολιτικής που ακολουθούσε αυτός.

Η Αίγυπτος,στις 14 Μαΐου 1967, συγκέντρωσε τις δυνάμεις της στο Σινά και ανάγκασε τον ΟΗΕ να αποσύρει τα στρατεύματα του από την Χερσόνησο και την Γάζα. Κατά αυτόν τον τρόπο το Ισραήλ έχασε την ασφάλεια που είχε κερδίσει μετά το 1956. Στις 22 Μαΐου η Αίγυπτος προχώρησε ποιο μακριά στις τακτικές της και έκλεισε τα στενά του Τιράν στα εμπορικά πλοία του Ισραήλ πράγμα που πλέον ήταν μια ανοικτή πρόκληση πολέμου. Ο Νάσσερ θεωρούσε πως η Αίγυπτος και οι υπόλοιπες αραβικές χώρες ήταν έτοιμες για πόλεμο όμως είχαν υποτιμήσει την πολεμική ικανότητα του Ισραήλ όπως και την θέληση του Εβραϊκού λαού να πολεμήσει για ότι είναι δικό του.


Φυσικά το Ισραήλ περίμενε κάποια έγκριση από τις Δυτικές Δυνάμεις για να προχωρήσει σε επιθετικές ενέργειες αλλά οι ΗΠΑ δεν επιθυμούσαν τον πόλεμο γιατί με αυτόν τον τρόπο θα αμφισβητούνταν η επιρροή του λόγου της στην Μέση Ανατολή καθότι οι ΗΠΑ είχαν επιβάλει την ειρήνη το 1956 έναντι του Ισραήλ, της Βρετανίας και της Γαλλίας δείχνοντας έτσι ότι έχει μεγάλες διπλωματικές ικανότητες και επιρροή ακόμα και σε εκείνο το μέρος της Γης. Τις επόμενες μέρες ο Νάσσερ θα δράσει με τέτοιο τρόπο ώστε θα στρέψει πολλές Δυτικές χώρες εναντίον του. Θα επιδοθεί στην δημιουργία μιας μόνιμης συμμαχίας μεταξύ «προοδευτικών Αραβικών χωρών» έναντι του «συντηρητικού και φιλοδυτικού Ιράν».

Έτσι με αυτόν τον τρόπο ο Νάσσερ απομάκρυνε την Δύση από δίπλα του και αύξησε την επιρροή της ΕΣΣΔ πάνω στις Αραβικές χώρες όταν ο Νάσσερ έκανε μεγάλη παραγγελία όπλων και αρμάτων από την ΕΣΣΔ προς την χώρα του (τακτική που ακολούθησε και η Συρία). Από την άλλη μεριά, στο Ισραήλ ο πρόεδρος Εσκόλ υποχώρησε στις απαιτήσεις της στρατιωτικής διοίκησης ( τις οποίες εξέφρασε ο Αριέλ Σαρόν) και σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Μετά από αυτά τα γεγονότα με τον Νάσσερ οι ΗΠΑ ενέκριναν κάποια ενδεχόμενη επίθεση του Ισραήλ στην Αίγυπτο και μάλιστα η Γαλλία ( η οποία πλήττονταν πάρα πολύ από την αραβική εθνικιστική πολιτική του Νάσσερ) προμήθευσε με όπλα το Ισραήλ.

ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Το Ισραήλ όπως ήταν φυσικό, ήταν υποχρεωμένο να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα την Αίγυπτο (Χερσόνησο του Σινά και Λωρίδα της Γάζας), την Ιορδανία και τη Συρία, διεξάγοντας τριμέτωπες επιχειρήσεις που θα περιγραφούν παρακάτω:

Αεροπορική Προσβολή: 

Πριν αρχίσει η περιγραφή των χερσαίων επιχειρήσεων, θα αναφερθούμε στην Ισραηλινή αεροπορική προσβολή, η οποία πραγματοποιήθηκε με την έναρξη των επιχειρήσεων στις 07:45 της 5 Ιουνίου 1967.
  • 1. Αστραπιαία Ισραηλινή αεροπορική επίθεση εναντίον δέκα από τα δεκαεννέα Αιγυπτιακά αεροδρόμια. Η επίθεση, αιφνιδιαστική, αποτελεσματική και εξαιρετικά πετυχημένη υπήρξε το αποτέλεσμα της ύψιστης ακριβείας των πληροφοριών των ειδικών υπηρεσιών του Ισραήλ.
  • 2. Με την έναρξη της προσβολής, καταστράφηκαν στο έδαφος τα 2/3 των Αιγυπτιακών αεροσκαφών, μεγάλος αριθμός ραντάρ και οι περισσότεροι διάδρομοι προσγειώσεως. Το νευραλγικό αεροδρόμιο του Σινά «Ελ Αρίς», έμεινε ηθελημένα ανέπαφο για να χρησιμοποιηθεί από το Ισραήλ ως βάση ανεφοδιασμού και διακομιδής τραυματιών.
  • 3. Το υπόλοιπο μέρος της μαχητικής αεροπορίας του Ισραήλ, προσέβαλε τις προμεσημβρινές ώρες αεροπορικές βάσεις της Ιορδανίας και της Συρίας, με εξαιρετικά αποτελέσματα.
  • 4. Όλα τα παραπάνω είχαν αποτέλεσμα να αποκτήσουν οι Ισραηλινοί την κυριαρχία στον αέρα. Έτσι, οι χερσαίες επιχειρήσεις που ακολούθησαν διέθεταν πλήρη αεροπορική υποστήριξη.
  • 5. Από τα αποτελέσματα της αεροπορικής προσβολής αποδείχθηκε ότι ήταν μια επιχείρηση σχεδιασμένη στην εντέλεια και ότι όλο το σύστημα επιχειρήσεως και άμυνας με τα 23 ραντάρ αλλά και το σύνολο των Ρωσικών πυραύλων SA-2 αποδείχθηκε εντελώς άχρηστο λόγω εξαπατήσεως.
Επιχειρήσεις στις 5 Ιουνίου

Στο Μέτωπο της Χερσονήσου του Σινά

1. Διάβαση των συνόρων και ταχεία προέλαση των Ισραηλινών Τ/Θ δυνάμεων και ΠΖ εντός της χερσονήσου του Σινά στις 08:15 και με τις παρακάτω δυνάμεις, σε τρεις φάλαγγες:
  • Επίλεκτο Τ/Θ τμήμα, υπό το Στρατηγό Ταλ, στο Βόρειο Τομέα, προς Ραφά.
  • Μεραρχία ΠΖ συν Τ/Θ, υπό το Στρατηγό Γιόφφε, στον Κεντρικό Τομέα.
  • Μεραρχία εξ εφέδρων, υπό το Στρατηγό Σάρον προς τη διάβαση Μίτλα και λοιπές διαβάσεις, Νότιου Τομέα.
2. Οι Αιγυπτιακές δυνάμεις πρώτης γραμμής, μετά τον αιφνιδιασμό που υπέστησαν και που είχε ως αποτέλεσμα την αντίδραση αλλά και μια αντιμετώπιση πραγματικά ασθενή, βοήθησαν από τα πρώτα κιόλας στάδια την ευόδωση της Ισραηλινής επιθέσεως.

3. Ρίψη Ισραηλινών αλεξιπτωτιστών και στους τρεις τομείς που αναφέρθηκαν, στις θέσεις Τάξεως των πυροβόλων. Αυτό αποσκοπούσε στο να σιγήσει το αιγυπτιακό πυροβολικό, μεγάλο μέρος του οποίου τελικά καταστράφηκε. Το γεγονός υπήρξε καθοριστικό για τις επιχειρήσεις των Αιγυπτίων, οι δυνάμεις των οποίων και χωρίς την κάλυψη της αεροπορικής υποστηρίξεως παρουσίαζαν μια άμυνα πραγματικά ασθενή.

4. Η Ισραηλινή αεροπορία εισήλθε στον αγώνα τις προμεσημβρινές ώρες καθηλώνοντας και καταστρέφοντας μεγάλο μέρος των Τ/Θ εφεδρειών, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την ενίσχυση των μαχόμενων μονάδων.

5. Οι πρώτες αυτές συγκρούσεις υπήρξαν πραγματικά κρίσιμες, ιδιαίτερα στον τομέα της Γάζας και τούτο διότι τη στιγμή που οι δυνάμεις του Ταλ διασπούσαν το Μέτωπο στο Χαν Γιουνίς, οι δυνάμεις του Γιόφφε προέλαυναν προς το Μπιρ Λαφάν. Η φάλαγγα κάλυψε απόσταση 60 μιλίων και έφθασε προ του αμυντικού οχυρού των Αιγυπτίων στις 1800 και ενώ οι δυνάμεις του Στρατηγού Σάρον προέλαυναν προς τη διάβαση Μίτλα.

6. Έτσι, οι Ισραηλινοί, κατόρθωσαν να εισχωρήσουν σε βάθος 50 χλμ. μέσα στη χερσόνησο του Σινά καταλαμβάνοντας το Αμπού Αγκέιλα, τη Ραφά, το Ελ Αρίς καταστρέφοντας και κυριεύοντας μεγάλες ποσότητες υλικού και συλλαμβάνοντας ικανό αριθμό αιχμαλώτων. Όλες οι παραπάνω ενέργειες των Ισραηλινών είχαν αποτέλεσμα την κάμψη της αμυντικής ικανότητας των Αιγυπτίων και την ολοκληρωτική κύκλωση των μονάδων τους στην περιοχή Αμπού Αγκέιλα.

Στο Μέτωπο Ισραήλ - Ιορδανίας

Με την έναρξη των Ισραηλινών επιθέσεων στη χερσόνησο του Σινά το Ιορδανικό πυροβολικό βομβαρδίζει τις Ισραηλινές πόλεις, τις αεροπορικές βάσεις και το Ισραηλινό τμήμα της Ιερουσαλήμ. Από την άλλη μεριά οι Ισραηλινές δυνάμεις εξαπολύουν μια ασθενή επίθεση χωρίς αποτέλεσμα.

Στο Μέτωπο Ισραήλ - Συρίας

Μικρές τοπικές ενέργειες, χωρίς ιδιαίτερη σημασία.


Επιχειρήσεις στις 6 Ιουνίου

Στο Μέτωπο της Χερσονήσου του Σινά

1. Ισραηλινές δυνάμεις προελαύνουν και τη νύκτα 5/6 Ιουνίου, εκμεταλλεύονται σε βάθος με την υποστήριξη της αεροπορίας και των Τ/Θ Δυνάμεων, και συνεχίζουν χωρίς διακοπή την επιθετική τους ενέργεια στους ίδιους άξονες και κατορθώνουν τις μεσημβρινές ώρες να διασπάσουν την αμυντική γραμμή του τελευταίου οχυρού των Αιγυπτίων στο Μπίρ Λαφάν.

2. Στη συνέχεια, τις απογευματινές ώρες, οι δυνάμεις του Ταλ κατορθώνουν να αγγίξουν τη Διώρυγα του Σουέζ, να καταλάβουν τη Γάζα και να επιτύχουν τη συνένωση των Τ/Θ του Γιόφφε με τους αλεξιπτωτιστές στη διάβαση Μίτλα. Τέλος, οι δυνάμεις του Σάρον πετυχαίνουν την κατάληψη του Νακλ αποκόπτοντας την υποχώρηση της 6ης Μεραρχίας της οποίας καταστρέφουν 200 άρματα και κυριεύουν αρκετό υλικό.

Στο Μέτωπο Ισραήλ - Ιορδανίας

Επιθετική ενέργεια Ισραηλινών δυνάμεων στο Ιορδανικό έδαφος, εναντίον της Ιερουσαλήμ και του τομέα της. Η σθεναρή αντίσταση των Ιορδανών, είχε αποτέλεσμα τη διεξαγωγή σκληρών μαχών εντός της «Ιερής πόλεως» και στη συνέχεια προ της Ιεριχούς και της Βηθλεέμ.

Στο Μέτωπο Ισραήλ - Συρίας

Στο μέτωπο καμία ουσιαστική ενέργεια δεν παρατηρήθηκε και από τις δύο δυνάμεις, παρά μόνο η συνεχής δραστηριότητα του πυροβολικού που έβαλε σε βάθος μέσα στο Ισραηλινό έδαφος.

Επιχειρήσεις στις 7 Ιουνίου

Στο Μέτωπο Χερσονήσου του Σινά

1. Ρίψη αλεξιπτωτιστών στο χωριό Ρας Νουράνι, στον κόλπο της Άκαμπα, τη στιγμή κατά την οποία οι Αιγυπτιακές δυνάμεις καταδιώκονται αδιάκοπα και υποχωρούν στις ίδιες κατευθύνσεις. Το Σώμα Αλεξιπτωτιστών υποστηριζόμενο από άρματα και από στολίσκο Τορπιλακάτων του λιμένα της Εϊλάτ, καταλαμβάνει το φρούριο Σαρμ Ελ Σέικ, στην είσοδο του κόλπου της Άκαμπα και πετυχαίνει τη λύση του θαλάσσιου αποκλεισμού.

2. Η κατάρρευση του Μετώπου της Χερσονήσου του Σινά ήταν πια γεγονός. Οι Ισραηλινές δυνάμεις φθάνουν στη Διώρυγα του Σουέζ αποκόπτοντας οδούς διαφυγής και συμπτύξεως και περιορίζουν τις Αιγυπτιακές δυνάμεις δυτικά της Διώρυγας. Το μεγαλύτερο μέρος των Αιγυπτιακών δυνάμεων τίθεται εκτός μάχης, με απώλειες σε νεκρούς, τραυματίες, αιχμαλώτους και τεθωρακισμένα.

Στο Μέτωπο Ισραήλ - Ιορδανίας 

Οι επιθετικές ενέργειες των Ισραηλινών συνεχίζονται με την υποστήριξη της αεροπορίας. Τις πρώτες μεσημβρινές ώρες είχε καταληφθεί η πεδιάδα που βρίσκεται δυτικά του Ιορδάνη ποταμού και είχε γίνει πλήρης εκκαθάριση της Ιερουσαλήμ. Με αυτό το γεγονός πραγματοποιήθηκε το προαιώνιο όνειρο των Ισραηλινών, η κατάληψη δηλαδή της » Ιερής Πόλης», γενέτειρας του βασιλιά Δαυίδ και των Αγίων Τόπων. Οι παραπάνω πολεμικές ενέργειες στοίχισαν στους Ιορδανούς τρεις Ταξιαρχίες, ενώ οι υπόλοιπες Ιορδανικές δυνάμεις πέρασαν ανατολικά από τον Ιορδάνη ποταμό, αφού προηγουμένως είχαν τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό.

Στο Μέτωπο Ισραήλ - Συρίας

Δεν εκδηλώνεται καμία δραστηριότητα.

Επιχειρήσεις στις 8 Ιουνίου

Στο Μέτωπο Χερσονήσου του Σινά

Αναποτελεσματική ήταν η σφοδρή αντεπίθεση των Αιγυπτίων που αποσκοπούσε στη διατήρηση προγεφυρώματος ανατολικά της Διώρυγας προκειμένου να διευκολυνθεί η διαπεραίωση των δυνάμεών της δυτικά του Σουέζ. Στην αρματομαχία που πραγματοποιήθηκε, καταστράφηκαν 150 Αιγυπτιακά άρματα και αποφράχθηκαν όλοι οι οδοί υποχωρήσεως των Αιγυπτίων. Έτσι, οι Ισραηλινές δυνάμεις, έφθασαν στη Διώρυγα του Σουέζ και στον ομώνυμο κόλπο. Το γεγονός αυτό σήμανε τη λήξη του πολέμου Ισραήλ-Αιγύπτου. Η Αίγυπτος αναγκάζεται να δεχθεί, από τον ΟΗΕ, την κατάπαυση του πυρός.

Στο Μέτωπο Ισραήλ - Ιορδανίας

Πλήρης εξουδετέρωση του Ιορδανικού Στρατού. Το Μέτωπό του είχε ουσιαστικά κλείσει από τη νύκτα της 7/8 Ιουνίου. Με τα γεγονότα αυτά, οι Ισραηλινές δυνάμεις κυριαρχούν στο οροπέδιο Ναμπλούς, στην κοιλάδα του Ιορδάνη και σε ολόκληρη την Ιορδανία.

Στο Μέτωπο Ισραήλ - Συρίας 

Η Συρία δέχεται την κατάπαυση του πυρός από τον ΟΗΕ.

Επιχειρήσεις στις 9 και 10 Ιουνίου

1. Αιφνιδιαστική επανάληψη του πολέμου στο Μέτωπο Ισραήλ - Συρίας το πρωί της 9ης Ιουνίου από τις Συριακές δυνάμεις.

2. Οι Ισραηλινές δυνάμεις, 3 συνολικά Ταξιαρχίες, επιτίθενται στο Βόρειο Τμήμα της Τιβεριάδας, με πλήρη αεροπορική υποστήριξη και κάλυψη. Η αεροπορική προσβολή ήταν συνεχής σε όλη τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας 9/10 Ιουνίου.

3. Με το ΠΦ στις 10 Ιουνίου και όλη τη μέρα, η επίθεση των 3 Ταξιαρχιών συνεχίζεται με κατεύθυνση το υψίπεδο Κουνέιτρα και Μπουτμιγιέ. Οι άλλες 2 Ταξιαρχίες έφθασαν με ΑΝΣΚ τη συνένωσή τους για ενίσχυση των προηγουμένων, με κατεύθυνση Νταμπουσίγια-Μπουτμιγιέ. Με τα παραπάνω γεγονότα επιτεύχθηκε ο ΑΝΣΚ των Ισραηλινών και ο εγκλωβισμός των 5 Συριακών Ταξιαρχιών με σημαντικές απώλειες σε προσωπικό και Τ/Θ.

4. Με το ΠΦ 11ης Ιουνίου, οι Ισραηλινές δυνάμεις σταμάτησαν πλέον όλες τις επιθετικές τους ενέργειες και έτσι τερματίσθηκαν οι επιχειρήσεις στον τομέα αυτόν.


Η Προληπτική Αεροπορική Επίθεση

Η πρώτη και αποφασιστικότερη κίνηση του Ισραήλ ήταν η προληπτική αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον της Αιγυπτιακής Αεροπορίας. Η Αίγυπτος είχε μακράν την μεγαλύτερη και πιο σύγχρονη πολεμική αεροπορία απ’ όλες τις Αραβικές δυνάμεις, την οποία αποτελούσαν 450 πολεμικά αεροσκάφη, όλα Σοβιετικά και μια μεγάλη αναλογία των κορυφαίων MiG-21, που μπορούσαν να πιάσουν ταχύτητα Mach 2. Απασχολούσαν πολύ τους Ισραηλινούς τα 30 μεσαία βομβαρδιστικά Tupolev Tu-16 ''Badger'' («κουνάβι»), ικανά να προκαλέσουν βαριές απώλειες στον Ισραηλινό στρατό και τα αστικά κέντρα.

Στις 5 Ιουνίου στις 07:45 ώρα Ισραήλ, ήχησαν οι σειρήνες της πολιτικής άμυνας σ’ όλο το Ισραήλ, και ταυτόχρονα η Ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία εξαπέλυσε την Επιχείρηση Moked (Εστία). Εκτός από 12 αεριωθούμενα, τα υπόλοιπα 188 της Ισραηλινής αεροπορίας έφυγαν από το Ισραηλινό FIR σε μια μαζική επίθεση στα αεροδρόμια της Αιγύπτου. Οι Αιγυπτιακές αμυντικές υποδομές ήταν πολύ φτωχές, και δεν υπήρχε αεροδρόμιο εξοπλισμένο με αντιαεροπορική άμυνα για να προστατέψει τα πολεμικά αεροπλάνα της Αιγύπτου. Τα Ισραηλινά αεροπλάνα κατευθύνονταν πάνω από την Μεσόγειο πριν να γυρίσουν προς την Αίγυπτο.

Εν τω μεταξύ, οι Αιγύπτιοι παρακώλυσαν την ίδια τους την άμυνα με το αποτελεσματική παύση της λειτουργίας ολόκληρου του αεροπορικού αμυντικού συστήματος τους: ανησυχούσαν πως εξεγερμένες Αιγυπτιακές δυνάμεις θα κατέρριπταν το αεροσκάφος που μετέφερε τον Στρατάρχη Amer και τον Αντιπτέραρχο Sidqi Mahmoud, που ήταν καθ' οδόν από το al Maza στο Bir Tamada στο Σινά για να συναντήσουν τους διοικητές των στρατευμάτων που βρίσκονταν εκεί. Οι Ισραηλινοί πιλότοι ήρθαν κάτω από την μύτη της Αιγυπτιακής κάλυψης ραντάρ και πολύ πιο κάτω από το χαμηλότερο σημείο στο οποίο οι πύραυλοι εδάφους-αέρος SA-2 μπορούσαν να καταρρίψουν αεροσκάφος.

Οι Ισραηλινοί ανέπτυξαν μια μεικτή επιθετική στρατηγική: με βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς εναντίον των εχθρικών αεροπλάνων, και με βόμβες διείσδυσης στην άσφαλτο των διαδρόμων των αεροδρομίων, ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Το αποτέλεσμα ήταν πως όσα αεροπλάνα δεν υπέστησαν ζημιές, δεν μπορούσαν ν’ απογειωθούν και έτσι έγιναν στόχοι για να επόμενα κύματα της Ισραηλινής επίθεσης. Η επίθεση ήταν πιο επιτυχημένη ακόμα και από τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις των Ισραηλινών. Οι Αιγύπτιοι αιφνιδιάστηκαν απόλυτα, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ουσιαστικά ολόκληρη η Αιγυπτιακή Πολεμική Αεροπορία χωρίς καν να προλάβει να απογειωθεί, με ελάχιστες Ισραηλινές απώλειες.

Πάνω από 300 Αιγυπτιακά αεροσκάφη καταστράφηκαν και 100 Αιγύπτιοι πιλότοι σκοτώθηκαν. Ανάμεσα στα Αιγυπτιακά αεροπλάνα που χάθηκαν ήταν και τα 30 βομβαρδιστικά Tupolev Tu-16, όπως και 27 από τα 40 βομβαρδιστικά Ilyushin Il-28, 12 Su-7 μαχητικά - βομβαρδιστικά, πάνω από 90 MiG-21, 20 MiG-19, 25 MiG-17 μαχητικά και γύρω στα 32 ταξινομημένα μεταγωγικά αεροπλάνα και ελικόπτερα. Οι Ισραηλινοί έχασαν 19 αεροπλάνα, κυρίως λόγω επιχειρησιακών απωλειών (μηχανική βλάβη, ατυχήματα, κτλ). Η επίθεση έδωσε στο Ισραήλ αεροπορική ανωτερότητα για το υπόλοιπο του πολέμου.

Πριν τον πόλεμο, οι Ισραηλινοί πιλότοι και τα επίγεια πληρώματα είχαν εκπαιδευτεί εντατικά στον άμεσο ανεφοδιασμό αεροσκάφους που επιστρέφει από εξόρμηση, επιτρέποντας σε ένα μόνο αεροσκάφος να πετάει τέσσερις φορές την μέρα (σε αντίθεση με τον μέσο όρο των Αραβικών αεροπορικών δυνάμεων με δύο εξορμήσεις την μέρα). Αυτό επέτρεψε στην Ισραηλινή αεροπορία να στείλει πολλά επιθετικά κύματα εναντίον των Αιγυπτιακών αεροδρομίων την πρώτη μέρα του πολέμου, συντρίβοντας την Αιγυπτιακή Πολεμική Αεροπορία. Αυτό επίσης συνέβαλε στην πίστη των Αράβων πως η Ισραηλινή αεροπορία είχε την βοήθεια ξένων αεροπορικών δυνάμεων.

Οι ίδιες οι Αραβικές αεροπορικές δυνάμεις βοηθήθηκαν από πιλότους της Πακιστανικής Πολεμικής Αεροπορίας, όπως και με κάποια αεροσκάφη από την Λιβύη, την Αλγερία, το Μαρόκο, το Κουβέιτ και την Σαουδική Αραβική για ν’ αντισταθμίσουν τις μαζικές απώλειες που δέχτηκαν την πρώτη μέρα του πολέμου. Μετά την επιτυχία της πρώτων επιθετικών κυμάτων εναντίον των κυρίων Αιγυπτιακών αεροδρομίων και των επακόλουθων επιδρομών, η Ιορδανική, Συριακή και Ιρακινή πολεμική αεροπορία επιτέθηκαν στο Ισραήλ. Το Ισραήλ απάντησε κι εκείνο με δεύτερο γύρο αεροπορικών επιθέσεων στα Αιγυπτιακά, Ιορδανικά και Συριακά αεροδρόμια, τα οποία αφάνισαν την πολεμική αεροπορία όλων αυτών των χωρών.

Ως το απόγευμα της πρώτης μέρας, η Ιορδανική πολεμική αεροπορία καταστράφηκε, χάνοντας πάνω από 20 μαχητικά Hawker Hunter, μαζί με έξι μεταγωγικά αεροσκάφη και δύο ελικόπτερα. Η Συριακή Πολεμική Αεροπορία έχασε κοντά στα 32 MiG 21, και 23 MiG-15 και MiG-17 μαχητικά, και δύο βομβαρδιστικά Ilyushin Il-28. καταστράφηκε επίσης ένας αριθμός Ιρακινών αεροσκαφών στην βάση H3 στο δυτικό Ιράκ από ένα Ισραηλινό αεροπορικά χτύπημα ο οποίος περιλάμβανε 12 από τα 20 MiG-21, δύο MiG-17, πέντε Hunter F6, και τρία βομβαρδιστικά Il-28. Επίσης καταρρίφθηκε και ένα Ιρακινό βομβαρδιστικό Tu-16 αργότερα την ίδια μέρα από Ισραηλινά αεροπορικά πυρά, την ώρα που προσπαθούσε να βομβαρδίσει το Τελ Αβίβ.

Το πρωί της 6ης Ιουνίου 1967, ένα Λιβανέζικο Hunter, ένα από τα 12 που είχε ο Λίβανος, καταρρίφθηκε στα σύνορα Λιβάνου/Ισραήλ από ένα Ισραηλινό Mirage IIIJC με χειριστή τον Uri Even-Nir. Ως την δύση του ηλίου, το Ισραήλ ισχυρίστηκε πως είχε καταστρέψει 416 Αραβικά αεροπλάνα, ενώ έχασε 26 από τα δικά του στις δύο πρώτες μέρες του πολέμου. Από την Ισραηλινή αεροπορία καταρρίφθηκαν έξι από τα 72 της μαχητικά Mirage IIIC/J, τέσσερα από τα 24 της μαχητικά Super Mystère, έξι από τα 60 της αεροσκάφη επίθεσης εδάφους Mystère IVA, τέσσερα από τα 40 Ouragan αεροσκάφη επίθεσης εδάφους, και πέντε από τα 25 της μεσαία βομβαρδιστικά Vautour II.

Ο αριθμός των Αραβικών αεροσκαφών που υποστήριξαν πως κατέρριψαν οι Ισραηλινοί στην αρχή θεωρήθηκε «πολύ παρατραβηγμένος» από τον Δυτικό τύπο. Όμως, το γεγονός πως η Αιγυπτιακή, Ιορδανική και οι άλλες Αραβικές πολεμικές αεροπορίες πρακτικά δεν εμφανίστηκαν στις επόμενες μέρες της σύγκρουσης απέδειξε πως οι αριθμοί στο μεγαλύτερο τους μέρος ήταν πραγματικοί. Σ’ όλο το διάστημα του πολέμου, η Ισραηλινή αεροπορία συνέχισε να βομβαρδίζει τους διαδρόμους των αεροδρομίων για να αποτρέψει την επισκευή και την επαναχρησιμοποίηση τους. Εν τω μεταξύ, το Αιγυπτιακό κρατικό ραδιόφωνο είχε αναφέρει μια Αιγυπτιακή νίκη, υποστηρίζοντας ψευδώς πως καταρρίφθηκαν 70 Ισραηλινά αεροπλάνα την πρώτη μέρα του πολέμου.


Αυτό το τόλμημα ήταν κάτι πρωτόγνωρο μέχρι τότε, που δεν είχε επιχειρήσει καμιά πολεμική αεροπορία του κόσμου, και ουσιαστικά καθόρισε την έκβαση του πολέμου από τις πρώτες ώρες διεξαγωγής του. Οι χερσαίες δυνάμεις του Ισραήλ επιτέθηκαν χωρίς να αντιμετωπίζουν αεροπορική απειλή, αντιθέτως μόνο εκείνες είχαν αεροπορική κάλυψη, με αποτέλεσμα να εκμηδενίσουν τους αντιπάλους τους.

Η Λωρίδα της Γάζας και η Χερσόνησος του Σινά

Οι Αιγυπτιακές δυνάμεις αποτελούνταν από εφτά μεραρχίες: τέσσερις τεθωρακισμένες, δύο πεζικάριες, και μια μηχανοκίνητου πεζικού. Συνολικά, η Αίγυπτος είχε περίπου 100.000 στράτευμα και 900-950 άρματα μάχης στο Σινά, τα οποία υποστηρίζονταν από 1.100 ΤΟΜΠ και 1.000 πυροβόλα. Αυτή η διευθέτηση ήταν βασισμένη στο Σοβιετικό στρατηγικό δόγμα, όπου οι ευκίνητες τεθωρακισμένες μονάδες σε στρατηγικό βάθος παρείχαν μια δυναμική άμυνα ενώ οι μονάδες πεζικού συμπλέκονταν σε αμυντικές μάχες.

Οι Ισραηλινές δυνάμεις συγκέντρωσαν στα σύνορα με την Αίγυπτο έξι τεθωρακισμένες ταξιαρχίες, μια ταξιαρχία πεζικού, μια ταξιαρχία μηχανοκίνητου πεζικού, τρεις ταξιαρχίες αλεξιπτωτιστών και 700 άρματα μάχης, σύνολο 70.000 ανδρών, που ήταν οργανωμένη σε τρεις τεθωρακισμένες μεραρχίες. Το Ισραηλινό σχέδιο είχε στόχο τον αιφνιδιασμό των Αιγυπτιακών δυνάμεων και σε συγχρονισμό (επίθεση την ίδια ώρα με τους βομβαρδισμούς της Ισραηλινής αεροπορίας στα Αιγυπτιακά αεροδρόμια), και σε θέση (επίθεση μέσω των βορείων και κεντρικών οδών του Σινά, αντίθετα με τις Αιγυπτιακές προβλέψεις για επανάληψη του πολέμου του 1956, όταν οι Ισραηλινοί επιτέθηκαν από τις κεντρικές και νότιες οδούς).

Και σε μέθοδο (χρήση προσέγγισης με συνδυασμένη δύναμη υπερφαλάγγισης παρά κατά μέτωπο επίθεση με τεθωρακισμένα). Η βορειότερη Ισραηλινή μεραρχία, την οποία αποτελούσαν τρεις ταξιαρχίες και τις διοικούσε ο Υποστράτηγος Ισραήλ Tal, ένας από τους πιο εξέχοντες διοικητές τεθωρακισμένων του Ισραήλ, προωθήθηκε αργά μέσω της Λωρίδας της Γάζας και του El-Arish, που δεν ήταν βαριά προστατευμένα. Η κεντρική μεραρχία (Υποστράτηγος Avraham Yoffe) και η νότια μεραρχία (Υποστράτηγος Αριέλ Σαρόν), όμως, μπήκαν στην βαριά αμυνόμενη περιοχή Abu-Ageila-Kusseima, οδηγώντας στην έναρξη της Μάχης της Abu-Ageila.

Οι Αιγυπτιακές δυνάμεις εκεί αποτελούνταν από μια μεραρχία πεζικού (την Β’), ένα τάγμα αντιαρματικών και ένα σύνταγμα τεθωρακισμένων, σχηματισμένο από άρματα μάχης του Β' Π.Π., που περιλάμβαναν 90 άρματα T-34-85 (με πυροβόλα των 85 χιλιοστών), 22 αντιαρματικά SU-100 (με πυροβόλα των 100 χιλιοστών), και περίπου 16 000 άνδρες, ενώ οι Ισραηλινή είχαν ανθρώπινο δυναμικό περίπου 14 000, και 150 αρμάτων μάχης τεχνολογίας νεότερης του Β' Π.Π., με άρματα AMX-13 με πυροβόλα 90 χιλιοστών, Centurion, και Super Sherman (και οι δύο τύποι με πυροβόλα των 105 χιλιοστών). Ο Σαρόν ξεκίνησε την επίθεση του, με ακρίβεια στον σχεδιασμό, στον συντονισμένο και στην εκτέλεση.

Έστειλε δύο από τις ταξιαρχίες του βόρεια του Um-Katef, την πρώτη για να προκαλέσει ρήγμα στην άμυνα του Abu-Ageila στον νότο, και την δεύτερη για να αποκλείσει τον δρόμο προς το El-Arish και να κυκλώσει το Abu-Ageila από ανατολικά. Την ίδια ώρα, μια δύναμη αλεξιπτωτιστών έφτασε μ’ ελικόπτερα στην οπισθοφυλακή των αμυντικών θέσεων και κατέστρεψε το πυροβολικό, εμποδίζοντας το να συμπλακεί με το Ισραηλινό πεζικό και τα τεθωρακισμένα. Ακολούθως, συνδυασμένες δυνάμεις τεθωρακισμένων, αλεξιπτωτιστών, πεζικού, πυροβολικού και μηχανικού επιτέθηκαν στους Αιγυπτίους κατά μέτωπο, από τα πλάγια και από πίσω, απομονώνοντας τους.

Οι επιθετικές προσπελάσεις, που γίνονταν σε αμμώδεις περιοχές και ναρκοπέδια, συνεχίστηκε για τρεις μέρες ώσπου το Abu-Ageila έπεσε. Πολλές από τις Αιγυπτιακές μονάδες παρέμειναν άθικτες και μπορούσαν να προσπαθήσουν να εμποδίσουν τους Ισραηλινούς να φτάσουν στην Διώρυγα του Σουέζ ή να μπουν στις μάχες στην προσπάθεια των αντιπάλων τους να φτάσουν στην διώρυγα. Όμως, όταν ο Αιγύπτιος Υπουργός Άμυνας, Στρατάρχης Abdel Hakim Amer έμαθε την πτώση του Abu-Ageila, πανικοβλήθηκε και διέταξε σ’ όλες τις μονάδες στο Σινά υποχώρηση. Αποτελεσματικά αυτή η διαταγή σήμαινε την ήττα της Αιγύπτου. Εξαιτίας της υποχώρησης των Αιγυπτίων, η Ισραηλινή Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση αποφάσισε να μην καταδιώξει τις Αιγυπτιακές μονάδες.

Αλλά προτίμησε να τις παρακάμψει και να τις καταστρέψει στα ορεινά περάσματα του Δυτικού Σινά. Έτσι, στις επόμενες δύο μέρες (6 και 7 Ιουνίου), και οι τρεις Ισραηλινές μεραρχίες (ο Σαρόν και ο Tal ενισχύθηκαν ο καθένας από μια ταξιαρχία τεθωρακισμένων) εφόρμησαν δυτικά και έφτασαν στα περάσματα. Πρώτα η μεραρχία του Σαρόν κινήθηκε νότια στο Πέρασμα Mitla. Εκεί ενώθηκε με μέρη της μεραρχίας του Yoffe, ενώ οι άλλες της μονάδες απέκλεισαν το Πέρασμα Gidi. Οι μονάδες του Tal σταμάτησαν σε διάφορα σημείο στο μήκος της Διώρυγας του Σουέζ. Η πράξη του αποκλεισμού από το Ισραήλ ήταν μόνο μερικώς επιτυχημένη.

Μόνο στο πέρασμα Gidi καταλήφθηκε πριν να φτάσουν οι Αιγύπτιοι, αλλά σε άλλα σημεία, οι Αιγυπτιακές μονάδες μπόρεσαν να διέλθουν και να περάσουν το κανάλι με ασφάλεια. Ωστόσο, σε τέσσερις μέρες επιχειρήσεων, το Ισραήλ νίκησε τον μεγαλύτερο και πιο βαριά εξοπλισμένο Αραβικό στρατό, αφήνοντας πάρα πολλά σημεία στο Σινά ακατάστατα με εκατοντάδες καιγόμενα ή εγκαταλειμμένα Αιγυπτιακά οχήματα και στρατιωτικό εξοπλισμό. Στις 8 Ιουνίου, το Ισραήλ είχε ολοκληρώσει την κατάληψη του Σινά στέλνοντας μονάδες πεζικού στο Ras-Sudar στην δυτική ακτή της χερσονήσου. Το Sharm El-Sheikh, στο νότιο της άκρο, είχε ήδη καταληφθεί μια μέρα νωρίτερα από το Ισραηλινό Ναυτικό.

Πολλά τακτικά στοιχεία έκαναν την αστραπιαία Ισραηλινή προέλαση δυνατή:
  • Πρώτον, η απόλυτη εναέρια ανωτερότητα από την Ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία στην Αιγυπτιακή αντίστοιχη της.
  • Δεύτερον, η αποφασισμένη υλοποίηση ενός καινοτόμου σχεδίου μάχης.
  • Τρίτον, η έλλειψη συντονισμού στα Αιγυπτιακά στρατεύματα. 
Αυτά θα αποδεικνύονταν αποφασιστικά στοιχεία και για τα άλλα μέτωπα του πολέμου, υπέρ του Ισραήλ.


Δυτική Όχθη

Η Ιορδανία ήταν απρόθυμη να μπει στον πόλεμο. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο Νάσερ χρησιμοποίησε την πολεμική ομίχλη των πρώτων ωρών της σύγκρουσης για να πείσει τον Χουσεΐν πως νικούσε. Υποστήριξε ως απόδειξη ένα δείγμα από ραντάρ που έδειχνα ένα Ισραηλινό σμήνος να επιστρέφει από επιδρομές βομβαρδισμών στην Αίγυπτο, το οποίο είπε πως ήταν Αιγυπτιακά αεροσκάφη καθ' οδόν να επιτεθούν στο Ισραήλ. Μία από τις Ιορδανικές ταξιαρχίες που στάθμευε στην Δυτική Όχθη στάλθηκε στην περιοχή της Χεβρώνας με σκοπό να συνδεθεί με τους Αιγυπτίους. Ο Χουσεΐν αποφάσισε να επιτεθεί.

Πριν τον πόλεμο, οι Ιορδανικές ένοπλες δυνάμεις περιλάμβαναν 11 ταξιαρχίες με σύνολο 55 000 άνδρες, εξοπλισμένες με 300 σύγχρονα δυτικά άρματα μάχης. Απ’ αυτές, οι εννιά ταξιαρχίες (45 000 στρατιώτες, 270 τεθωρακισμένα, 200 πυροβόλα) αναπτύχθηκαν στην Δυτική Όχθη, μαζί με την ελίτ τεθωρακισμένη Μ' (40η), και 2 στην Κοιλάδα του Ιορδάνη. Η Αραβική Λεγεώνα ήταν σώμα μακράς διάρκειας υπηρεσίας, επαγγελματικός στρατός και σχετικά καλά εξοπλισμένος. Ακόμα, οι Ισραηλινές πληροφορίες πριν τον πόλεμο ανέφεραν πως το Ιορδανικό επιτελείο δούλευε κι αυτό επαγγελματικά, αλλά ήταν πάντα «μισό βήμα» πριν τους Ισραηλινούς. Η μικροσκοπική Βασιλική Ιορδανική Πολεμική Αεροπορία αποτελούνταν μόνο από 24 Βρετανικά μαχητικά Hawker Hunter.

Σύμφωνα με τους Ισραηλινούς, τα Βρετανικής κατασκευής Hawker Hunter ήταν βασικά ισάξια με τα Γαλλικής κατασκευής Dassault Mirage III - των καλύτερων αεροσκαφών της Ισραηλινής Πολεμικής Αεροπορίας. Εναντίον των Ιορδανικών δυνάμεων στη Δυτική Όχθη, το Ισραήλ ανέπτυξε περίπου 40 000 στρατιώτες και 200 άρματα μάχης (8 ταξιαρχίες). Η Ισραηλινή Διοίκηση Κεντρικών Δυνάμεων αποτελούνταν από 8 ταξιαρχίες. Οι δύο πρώτες βρίσκονταν μόνιμα κοντά στην Ιερουσαλήμ και ονομάζονταν Ταξιαρχία Ιερουσαλήμ και μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Harel. Η ΝΕ' (55η) ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών του Mordechai Gur κλήθηκε από το μέτωπο του Σινά.

Μια τεθωρακισμένη ταξιαρχία προσδιορίστηκε από τις εφεδρείες του Γενικού Επιτελείου και προωθήθηκε προς την Ramallah, καταλαμβάνοντας στην εξέλιξη το Latrun. Η Ι' (10η) τεθωρακισμένη ταξιαρχία στάθμευε βόρεια της Δυτικής Όχθης. Η Ισραηλινή Βόρεια Διοίκηση έδωσε μια μεραρχία (3 ταξιαρχίες) υπό την διοίκηση του Υποστράτηγου Elad Peled, που στάθμευε βόρεια της Δυτικής Όχθης, στην Κοιλάδα Jezreel. Το στρατηγικό σχέδιο των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων ήταν να παραμείνουν σε αμυντική θέση παράλληλα με τα Ιορδανικά σύνορα, να ενδυναμώσουν την εστίαση τους στην αναμενόμενη εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου. Όμως, το πρωινό της 5 Ιουνίου, η Ιορδανία άρχισε να βομβαρδίζει στόχους στην δυτική Ιερουσαλήμ, στην Νετάνια, και στα περίχωρα του Τελ Αβίβ.

Η Βασιλική Ιορδανική Πολεμική Αεροπορία επιτέθηκε στα Ισραηλινά αεροδρόμια. Παρά αυτό το γεγονός, και οι αεροπορικές επιθέσεις, και οι επιθέσεις πυροβολικού, προκάλεσαν μικρή ζημιά, και το Ισραήλ έστειλε ένα μήνυμα στο οποίο υποσχόταν να μην ξεκινήσει δράση εναντίον της Ιορδανίας αν η τελευταία έμενε έξω από τον πόλεμο. Ο Χουσεΐν απάντησε πως ήταν πολύ αργά, «ο κύβος ερρίφθη». Το απόγευμα της 5ης Ιουνίου, το Ισραηλινό Υπουργικό Συμβούλιο συνεδρίασε για ν’ αποφασίσει τι θα γίνει. Ο Yigal Allon και ο Μεναχέμ Μπεγκίν υποστήριξαν πως αυτή ήταν μια ευκαιρία να πάρουν την Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, αλλά ο Eshkol αποφάσισε ν’ αναβάλει κάθε απόφαση ώσπου να συμβουλευτούν τον Μοσέ Νταγιάν και τον Γιτζάκ Ραμπίν.

Ο Uzi Narkis έκανε έναν αριθμό προτάσεων για στρατιωτική δράση, όπως την κατάληψη του Latrun, αλλά το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να τον απορρίψει. Ο Ισραηλινός στρατός ανέλαβε δράση μόνο αφότου οι Ιορδανικές δυνάμεις πραγματοποίησαν επιθέσεις στην περιοχή της Ιερουσαλήμ, καταλαμβάνοντας τον Προεδρικό Οίκο, που τον χρησιμοποιούσαν ως αρχηγείο οι παρατηρητές του ΟΗΕ και μια Αποστρατικοποιημένη ζώνη από τις Συμφωνίες Κατάπαυσης του Πυρός το 1949, που φαινόταν ως απειλή για την ασφάλεια της Ιερουσαλήμ. Στις 6 Ιουνίου, Ισραηλινές μονάδες επιτέθηκαν στις Ιορδανικές δυνάμεις στην Δυτική Όχθη. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, η Ισραηλινή Αεροπορία χτυπά και καταστρέψει την Βασιλική Ιορδανική Αεροπορία.

Ως το απόγευμα εκείνης της μέρας, η ταξιαρχία πεζικού της Ιερουσαλήμ μετακινήθηκε νοτίως της πόλης, ενώ οι μηχανοκίνητοι αλεξιπτωτιστές του Harel και του Gur περικύκλωσαν την πόλη από τον βορρά. Οι εφεδρική ταξιαρχία των αλεξιπτωτιστών ολοκλήρωσε την περικύκλωση της Ιερουσαλήμ στην αιματηρή Μάχη του του Λόφου Πυρομαχικών. Φοβούμενος ζημιές στους Αγίους Τόπους και έχοντας να πολεμήσει σε οικοδομημένες και πυκνοκατοικημένες περιοχές, ο Νταγιάν διέταξε τα στρατεύματα του να μην πάνε στην ίδια την πόλη. Στις 7 Ιουνίου, οι βαριές μάχες συνεχίστηκαν. Η ταξιαρχία πεζικού επιτέθηκε στο φρούριο του Latrun, καταλαμβάνοντας το τα ξημερώματα, και προωθήθηκε μέσω του Beit Horon προς την Ραμάλα.

Η ταξιαρχία Harel συνέχισε την προώθηση της στην βορειοδυτική Ιερουσαλήμ, συνδέοντας την πανεπιστημιούπολη του Εβραϊκού Πανεπιστημίου στο Όρος Σκοπός με την πόλη της Ιερουσαλήμ. Ως το απόγευμα, η ταξιαρχία έφτασε στην Ramallah. Η Ισραηλινή Αεροπορία εντόπισε και κατέστρεψε την Χ' (60η) Ιορδανική Ταξιαρχία ενώ βρισκόταν καθ' οδόν από την Ιεριχώ με σκοπό να ενισχύσει την Ιερουσαλήμ. Στο βορρά, ένα τάγμα από την μεραρχία του Peled στάλθηκε για να ελέγξει την Ιορδανική γραμμή άμυνα στην Κοιλάδα του Ιορδάνη. Μία ταξιαρχία που άνηκε στην μεραρχία του Peled κατέλαβε το δυτικό μέρος της Δυτικής Όχθης.

Άλλη κατέλαβε το Jenin και η τρίτη (ενισχυμένη με Γαλλικά ελαφρά τεθωρακισμένα AMX-13) εμπλάκηκε με τα Ιορδανικά βασικά άρματα μάχης M48 Patton ανατολικά. Ο Νταγιάν είχε διατάξει τα στρατεύματα του να μην μπουν στην Ιερουσαλήμ, όμως, μόλις μαθεύτηκε πως ο ΟΗΕ ήταν έτοιμος να διακηρύξει κατάπαυση του πυρός, άλλαξε γνώμη, και χωρίς την άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφάσισε να πάρει την πόλη. Οι αλεξιπτωτιστές του Gur μπήκαν στην Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ από την Πύλη του Λέοντος, και κατέλαβαν το Δυτικό Τείχος και το Όρος του Ναού. Η έντονη μάχη για την Παλαιά Πόλη έγινε κυρίως από αλεξιπτωτιστές, που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν σκληρές οδομαχίες.

Η Ισραηλινή ανώτατη στρατιωτική διοίκηση είχε διατάξει τις ένοπλες της δυνάμεις να μην χρησιμοποιήσουν βαρύ οπλισμό στην Παλαιά Πόλη - αφότου ήταν ιερή για τον Ιουδαϊσμό, η Ισραηλινή κυβέρνηση ήθελε να την αφήσει άθικτη. Ακολούθως η ταξιαρχία Ιερουσαλήμ ενίσχυσε τους αλεξιπτωτιστές, και συνέχισε νότια, καταλαμβάνοντας την Ιουδαία, το Gush Etzion και την Χεβρώνα. Η ταξιαρχία Harel προωθήθηκε ανατολικά, κατεβαίνοντας στον Ιορδάνη ποταμό. Στην Δυτική Όχθη, μία από τις ταξιαρχίες του Peled κατέλαβαν την Nablus.


Μετά ενώθηκε με μια από τις τεθωρακισμένες ταξιαρχίες της Κεντρικής Διοίκησης για να πολεμήσουν τις Ιορδανικές δυνάμεις, από την στιγμή που οι Ιορδανοί είχαν το πλεονέκτημα του ανώτερου εξοπλισμού και ήταν ίσοι σε αριθμό με τους Ισραηλινούς. Για μια ακόμη φορά, η αεροπορική ανωτερότητα του Ισραήλ αποδείχτηκε υπέρτερη, ακινητοποιώντας τον εχθρό, και οδηγώντας τον στην ήττα. Μία από τις ταξιαρχίες του Peled ενώθηκε με τις αντίστοιχες της στην Κεντρική Διοίκηση που έρχονταν από την Ραμάλα, και οι εναπομείναντες δύο απέκλεισαν τις διαβάσεις του Ιορδάνη ποταμού μαζί με την Ι' Ταξιαρχία της Κεντρικής Διοίκησης.

Η τελευταία πέρασε από τον Ιορδάνη Ποταμό προς την Ανατολική Όχθη για να παρέχει καλύψει τα Ισραηλινά σώματα μηχανικού ενώ ανατίναζαν τις γέφυρες Αμπντουλάχ και Χουσεΐν, αλλά γρήγορα υποχώρησε εξαιτίας της Αμερικανικής πίεσης. Δεν πάρθηκε καμιά σημαντική απόφαση για την κατάληψη οποιονδήποτε άλλων περιοχών ελεγχόμενων από την Ιορδανία. Μετά την κατάληψη της Παλαιάς Πόλης, ο Νταγιάν είπε στα στρατεύματα του να σκάψουν αμυντικές τάφρους και να την κρατήσουν. Όταν ένας διοικητής τεθωρακισμένης ταξιαρχίας μπήκε στην Δυτική Όχθη με δική του πρωτοβουλία, και είπε πως μπορούσε να δει την Ιεριχώ, ο Νταγιάν τον διέταξε να γυρίσει πίσω.

Μόνο μετά από τις αναφορές της αντικατασκοπίας που έδειχναν πως ο Χουσεΐν είχε αποσύρει τις δυνάμεις του απέναντι από τον Ιορδάνη ποταμό που ο Νταγιάν διέταξε τα στρατεύματα του να καταλάβουν την Δυτική Όχθη. Σύμφωνα με τον Narkis:

«Πρώτον, η Ισραηλινή κυβέρνηση δεν είχε καμιά πρόθεση να καταλάβει την Δυτική Όχθη. Αντιθέτως, ήταν ενάντια σ’ αυτό. Δεύτερον, δεν υπήρχε καμιά πρόκληση εκ μέρους των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Τρίτον, τα ηνία ήταν χαλαρωμένα όταν εμφανίστηκε μια πραγματική απειλή για την ασφάλεια της Ιερουσαλήμ. Αυτά είναι πραγματικά τα γεγονότα όπως συνέβησαν στις 5 Ιουνίου, αν και είναι δύσκολα πιστευτό. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν κάτι που δεν είχε σχεδιάσει κανένας».

Τα Υψώματα Γκολάν

Οι λανθασμένες Αιγυπτιακές αναφορές για συντριπτική νίκη εναντίον του Ισραηλινού στρατού και οι προβλέψεις πως το Αιγυπτιακό πυροβολικό σύντομα θα είχε στο βεληνεκές του το Τελ-Αβίβ επηρέασε την προθυμία της Συρίας να μπει στον πόλεμο. Η Συριακή ηγεσία, όμως, υιοθέτησε μια προσεκτικότερη προσέγγιση, και άρχισε να βομβαρδίζει το βόρειο Ισραήλ. Όταν η Ισραηλινή αεροπορία είχε ολοκληρώσει την αποστολή της στην Αίγυπτο, και έκανε μεταβολή για να καταστρέψει την αιφνιδιασμένη Συριακή Πολεμική Αεροπορία, η Συρία κατάλαβε πως τα νέα που είχαν φτάσει από την Αίγυπτο για την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του Ισραηλινού στρατού δεν μπορούσαν να είναι αληθινά.

Το απόγευμα της 5ης Ιουνίου, τα Ισραηλινά αεροπορικά χτυπήματα κατέστρεψαν τα δύο τρίτα της Συριακής αεροπορίας, και ανάγκασαν το εναπομείναντα ένα τρίτο να υποχωρήσει σε μακρινές βάσεις, χωρίς να παίξει περισσότερο ρόλο στον πόλεμο που βρισκόταν σε εξέλιξη. Μια μικρή Συριακή δύναμη προσπάθησε να κατέλαβε τις υδατικές εγκαταστάσεις στο Tel Dan (το αντικείμενο της έντονης κλιμάκωσης δύο χρόνια προηγουμένως). Αναφέρθηκε πως πολλά Συριακά άρματα μάχης βούλιαξαν στον Ιορδάνη ποταμό. Σε κάθε περίπτωση, η Συριακή διοίκηση εγκατέλειψε τις ελπίδες της για μια χερσαία επίθεση, και άρχισε μαζικούς βομβαρδισμούς στις Ισραηλινές πόλεις στην Κοιλάδα Hula.

Στις 7 και 8 Ιουνίου, διεξαγόταν μια συζήτηση στην Ισραηλινή ηγεσία για το αν τα Υψώματα Γκολάν θα προσβάλλονταν κι αυτά. Η στρατιωτική γνώμη ήταν πως μια επίθεση εναντίον τους θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρή, μια επίπονη μάχη εναντίον ενός αντιπάλου με ισχυρή οχύρωση. Η δυτική πλευρά των Υψωμάτων Γκολάν αποτελείτε από ένα γκρεμό 500 μέτρων από την Θάλασσα της Γαλιλαίας και τον Ιορδάνη ποταμό, και κυλά κάτω σ’ ένα πιο ήμερα γυρτό υψίπεδο. Ο Μοσέ Νταγιάν πίστευε πως μια τέτοια επιχείρηση θα είχε απώλειες 30.000 και ήταν κάθετα εναντίον της.

Ο Λευί Eshkol, από την άλλη πλευρά, ήταν πιο ανοιχτός στην πιθανότητα μιας επιχείρησης στα Υψώματα Γκολάν, όπως και η κεφαλή της Βόρειας Διοίκησης, Δαβίδ Elazar, του οποίου ο αχαλίνωτος ενθουσιασμός και η σιγουριά του για την επιχείρηση ίσως να λύγισαν την απροθυμία του Νταγιάν. Τελικά, ενώ ξεκαθάριζε η κατάσταση στα Κεντρικά και τα Νότια μέτωπα, ο Μοσέ Νταγιάν έγινε όλο και πιο ενθουσιώδης με την ιδέα, και έδωσε την άδεια του για την επιχείρηση. Ο Συριακός στρατός αποτελούνταν από περίπου 75.000 άνδρες οργανωμένος σε εννιά ταξιαρχίες, υποστηριγμένος από ένα ικανοποιητικό αριθμό πυροβολικού και τεθωρακισμένων.

Οι Ισραηλινές δυνάμεις που χρησιμοποιήθηκαν στη μάχη αποτελούνταν από δύο ταξιαρχίες (μια τεθωρακισμένη υπό την διοίκηση του Albert Mandler και την Ταξιαρχία Golani) στο βόρειο μέρος του μετώπου, και ακόμα δύο (μια πεζικού και μια από τις ταξιαρχίες του Peled που κλήθηκαν από την Jenin) στο κεντρικό. Το μοναδικό ανάγλυφο των Υψωμάτων του Γκολάν (ορεινές πλαγιές τις οποίες διασχίζουν παράλληλοι χείμαρροι σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από ανατολικά στα δυτικά), και η γενική έλλειψη δρόμων στην περιοχή διοχέτευσε και τις δύο δυνάμεις παράλληλα με τους ανατολικούς - δυτικούς άξονες κίνησης και περιόριζε την δυνατότητα των μονάδων να υποστηρίξουν τους φίλιους τους στα πλευρά.

Επομένως οι Σύριοι μπορούσαν να κινηθούν βόρεια-νότια μέσα στο υψίπεδο, και οι Ισραηλινοί μπορούσαν να κινηθούν βόρεια-νότια στην βάση του γκρεμού του Γκολάν. Ένα πλεονέκτημα που είχε το Ισραήλ ήταν οι ακριβείς του πληροφορίες που είχε συλλέξει ο πράκτορας της Μοσάντ Eli Cohen (ο οποίος είχε συλληφθεί και εκτελεστεί από τους Σύριους το 1965) που αφορούσαν τις Συριακές θέσεις μάχης. Ο εν λόγω πράκτορας είχε διεισδύσει στα υψηλότερα κλιμάκια της Συριακής κυβέρνησης, και σε κάποια στιγμή ήταν τρίτος στη σειρά διαδοχής του Προέδρου της Συρίας. Ανακαλύφθηκε όταν ήρθαν Σοβιετικοί ειδήμονες στην αντικατασκοπεία και παρατήρησαν την μεγάλη εκπομπή ραδιοσημάτων από το σπίτι του.

Πράγματι, μετέδιδε όλα τα κρατικά μυστικά της Συρίας, και όλες τις στρατιωτικές τις θέσεις στα σύνορα με το Ισραήλ. Εκτελέστηκε τελικά με απαγχονισμό σε δημόσια θέα, και το λείψανο του λέγεται πως κάηκε τρεις φορές επειδή οι Σύριοι φοβόντουσαν πως το Ισραήλ θα πραγματοποιούσε ειδική επιχείρηση για να πάρει την σορό του. Ο τόπος ταφής του, αν υπήρξε, παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος. Η Ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία, η οποία πραγματοποιούσε επιθέσεις στο Συριακό πυροβολικό για τέσσερις μέρες πριν την επίθεση, διατάχθηκε να επιτεθεί να επιτεθεί σε Συριακές θέσεις με όλη της τη δύναμη.


Ενώ το καλά προστατευμένο πυροβολικό υπέστη ελάχιστες ζημιές, οι χερσαίες δυνάμεις στο υψίπεδο του Γκολάν (έξι από τις εννιά ταξιαρχίες) στάθηκαν ανίκανες να οργανώσουν άμυνα. Ως το απόγευμα της 9ης Ιουνίου, οι τέσσερις Ισραηλινές ταξιαρχίες είχαν μπει στο υψίπεδο, όπου μπορούσαν να ενισχυθούν και ν’ αντικατασταθούν. Την επόμενη μέρα, 10η Ιουνίου, οι κεντρικές και βόρειες μονάδες ενώθηκαν σε μια κίνηση λαβίδας στο υψίπεδο, αλλά αυτό έπεσε κυρίως σε κενή περιοχή αφού οι Συριακές δυνάμεις έφυγαν. Πολλές μονάδες που ενώθηκαν από τον Elad Peled αναρριχήθηκαν στο Γκολάν από τον νότο, μόνο για να βρουν κι αυτοί κενές θέσεις.

Στη διάρκεια εκείνης της μέρας, οι Ισραηλινές μονάδες σταμάτησαν αφού κέρδισαν χώρο για ελιγμούς μεταξύ των θέσεων τους και μιας γραμμής ηφαιστειακών λόφων στα δυτικά. Ανατολικά, το έδαφος είναι μία ανοιχτή γυρτή πεδιάδα. Η θέση αυτή έγινε αργότερα η γραμμή κατάπαυσης του πυρός γνωστή ως η «Πορφυρή Γραμμή». Το περιοδικό Time ανέφερε: «Σε μια προσπάθεια να πιέσει τα Ηνωμένα Έθνη για να επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Δαμασκού υπονόμευσε τον ίδιο τον Συριακό στρατό μεταδίδοντας την πτώση της πόλης του Quneitra τρεις ώρες πριν να καταληφθεί. Αυτή η πρόωρη αναφορά της παράδοσης των αρχηγείων τους κατάστρεψε το ηθικό των Συριακών στρατευμάτων που έμειναν στην περιοχή του Γκολάν».

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι παρά την ένταση που υπήρξε πριν από τη σύρραξη τα 2/3 των αεροσκαφών της Αιγυπτιακής πολεμικής αεροπορίας καταστράφηκαν στο έδαφος. Οι πυροβολαρχίες των SA-2 δεν έβαλαν κατά την έναρξη των επιχειρήσεων λόγω αδράνειας των μέτρων επιτηρήσεως. Γενικά οι απώλειες των Αράβων ήταν συντριπτικά μεγαλύτερες από των Ισραηλινών.

Διαπιστώσεις - Συμπεράσματα

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η περιφανής νίκη των Ισραηλινών οφείλεται και στην υπηρεσία πληροφοριών. Οι πληροφορίες ήταν απόλυτα ορθές όσον αφορά τις ακριβείς θέσεις των μονάδων, τον αριθμό και τις θέσεις των αεροσκαφών, των αντιαεροπορικών πυραύλων και των υπόλοιπων κρίσιμων στόχων. Σε ένα σύγχρονο πόλεμο συμβατικών μέσων, η εξασφάλιση της κυριαρχίας του αέρα κατά του αντιπάλου, ή τουλάχιστον η αεροπορική υπεροχή, αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα για τις χερσαίες επιχειρήσεις που θα ακολουθήσουν. Η αρχική συγκρότηση των Ισραηλινών μονάδων που είχαν ως έργο την μέγιστη αποτελεσματικότητα καταστροφής του στόχου τους υπήρξε απόλυτα επιτυχής.

Η βασική μονάδα που ήταν η Ταξιαρχία (Τ/Θ και ΠΖ) αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων το ιδανικό κλιμάκιο για να δράσει και σε τόσο μεγάλο βάθος. Όσον αφορά την Ισραηλινή στρατηγική, αυτή βασίσθηκε σε δύο παράγοντες της τριβής, δηλαδή της φθοράς που επιτεύχθηκε με συνεχείς και πολύωρους βομβαρδισμούς αεροπορίας και πυροβολικού και των τακτικών κινήσεων και επιχειρησιακών τεχνασμάτων. Κατά το διάστημα της επιθετικής ενεργείας σε σημεία καίρια και αποφασιστικά, οι Ισραηλινοί χρησιμοποίησαν την ογκωδέστερη δύναμη ανδρών, πυροβολικού και τεθωρακισμένων που αποσκοπούσε στο να διασπασθεί η εχθρική τοποθεσία.

Η στρατηγική αυτή οδήγησε βεβαίως στην απόλυτη επιτυχία του επιδιωκόμενου σκοπού, όμως παράλληλα με την απόσυρση δυνάμεων από άλλα σημεία ριψοκινδύνευσε σοβαρά την εξασφάλιση άλλων τομέων. Το σύστημα επιστρατεύσεως και εφεδρείας του Ισραήλ, σχεδιασμένο με τρόπο άριστο, πέτυχε από απόψεως ετοιμότητας πολύ υψηλό βαθμό, κατορθώνοντας να ανταποκριθεί σε όλο το φάσμα των κρίσιμων εθνικών αναγκών και καταστάσεων. Η επιβίωση του Ισραήλ ως έθνους, βίωνε σ΄αυτές ακριβώς τις ανάγκες, εφόσον γύρω του υπήρχαν τα εχθρικά Αραβικά κράτη. Το σχέδιο επιστρατεύσεως κατά συνέπεια έπρεπε να είναι άριστο και απλό στην υλοποίησή του, ώστε να επιφέρει στο έπακρο τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Αυτά συνοψίζονται στην άμεση κινητοποίηση προσωπικού και υλικού ώστε έγκαιρα και το ταχύτερο δυνατό να οργανώνονται οι μονάδες, ώστε να χρησιμοποιηθούν σε όλο το φάσμα των επιχειρησιακών ενεργειών. Όλα τα εχθρικά εδάφη που κατέκτησε το Ισραήλ, η λωρίδα της Γάζας, το Σαρμ Ελ Σέιχ, η χερσόνησος του Σινά μέχρι τη Διώρυγα του Σουέζ, η Δυτική όχθη του Ιορδάνη, τα Συριακά υψώματα του Γκολάν, το βόρειο τμήμα του Ισραήλ, εκτός από την Ιερουσαλήμ, είναι όλα εδάφη ύψιστης στρατηγικής σημασίας για το ιδρυθέν κράτος αλλά τα ζωτικότερα όλων για την ασφάλειά του είναι η χερσόνησος του Σινά και το Σαρμ Ελ Σέιχ με το οποίο εξασφαλίζεται για το Ισραήλ ο ελεύθερος πλους από και προς το Εϊλάτ.

Ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1967 υπήρξε ο πόλεμος των έξι ημερών και έτσι έμεινε γνωστός. Στη σύγχρονη εποχή πολλοί είναι οι πόλεμοι, αλλά ελάχιστοι από αυτούς διαρκούν τόσο λίγο και έχουν να επιδείξουν μια τέτοια σφοδρότητα και ταχύτητα διεξαγωγής των κάθε είδους επιχειρήσεων. Η μεγάλη αυτή στρατιωτική νίκη του Ισραήλ το 1967 επέφερε πολλές πολιτικές αλλά και ψυχολογικές μεταβολές και εξελίξεις τόσο στη Μέση Ανατολή, όσο και διεθνώς. Δημιουργήθηκε ένα νέο κράτος με ύψιστο κύρος και γόητρο, ισχυρά βιώσιμο, το οποίο όχι μόνο εδραιώθηκε αλλά και αυξήθηκε σημαντικά.

Απώλειες
  • Το Ισραήλ παρέταξε 264.000 χιλιάδες άνδρες και είχε 679 νεκρούς και 2.563 τραυματίες.
  • Η Αίγυπτος διέθεσε 150.000.
  • Η Συρία 75.000. 
  • Η Ιορδανία 55.000. 
  • Οι Άραβες είχαν 21.000 νεκρούς και 45.000 τραυματίες.
Αποτελέσματα

Με αφορμή αυτόν τον πόλεμο η Αίγυπτος και η Συρία επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στο Ισραήλ στο 1973, ξεκινώντας τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, για να ανακτήσουν τα εδάφη που έχασαν. Η Αίγυπτος κατάφερε να νικήσει το Ισραήλ, να ανακτήσει τα εδάφη του Σινά και να εξασφαλίσει την ελεύθερη διέλευση των πλοίων από την Διώρυγα του Σουέζ.


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

- Στις 5 Ιουνίου το Ισραήλ εξαπολύει εναέρια επίθεση έναντι των αεροποριών της Αιγύπτου και της Συρίας εξολοθρεύονταν τους στο έδαφος μαζί με τους αεροδιαδρόμους τους. Τα περίπου 385 Σοβιετικά αεροσκάφη καταστράφηκαν όλα και η Αίγυπτος έμεινε χωρίς αεροπορική στήριξη. Την ίδια μοίρα περίμεναν και τα αεροσκάφη της Συρίας τα οποία ήταν αεροσκάφη τελευταίας γενιάς. Μέσα στις επόμενες ώρες οι Ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις εξαπέλυσαν επίθεση στην Λωρίδα της Γάζας και στην Δυτική Όχθη για να επιτεθούν σε δεύτερη φάση στην Χερσόνησο του Σινά υπό τον στρατηγό Αβραάμ Γιόφε.

Φυσικά η Αίγυπτος για να εμψυχώσει τα στρατεύματα της άρχισε να διαδίδει φήμες για υποτιθέμενες νίκες έναντι του Ισραήλ με αποτέλεσμα η Συρία να επιτεθεί στο Ισραήλ πιστεύοντας ότι θα πάρει μια άνετη νίκη. Αργότερα και η Ιορδανία μπήκε στον πόλεμο επιθετικά βομβαρδίζοντας με το πυροβολικό της τα δυτικά προάστια της Ιερουσαλήμ.

- Στις 6 Ιουνίου οι Ισραηλινές δυνάμεις άρχισαν να προελαύνουν στην χερσόνησο του Σινά φτάνοντας στα κομβικά σημεία του Μίτλα και Τζίντι και καταλαμβάνοντας τα. Χάρη στον εξαιρετικό συντονισμό, που ποτέ κανένας σύγχρονος στρατός δεν επέδειξε σε τέτοια κλίμακα, ο Ισραηλινός στρατός νίκησε τον υπέρτερο αριθμητικά Αιγυπτιακό στρατό προκαλώντας του απώλειες άνω των 4000 ατόμων ενώ το Ισραήλ έχασε μόνο 33 άτομα στην μάχη για την κατάληψη της χερσονήσου. Μέσα στον πανικό του ο Αιγύπτιος υπουργός Άμυνας Αμπντέλ Χακίμ Άμερ απέσυρε τα στρατεύματα της Αιγύπτου από το Σουέζ αλλά το Ισραήλ ακόμα μια φορά χρησιμοποιώντας την άριστη εκπαίδευση και οργάνωση των στρατευμάτων του χτύπησε και κατανίκησε όλες τις Αιγυπτιακές στρατιές .

- Στις 7 του Ιουνίου η Ισραηλινή αεροπορία βομβάρδισε συνεχώς τα Υψώματα του Γκολάν αναγκάζοντας τα Συριακά στρατεύματα σε αποχώρηση.

- Στις 8 του Ιουνίου το Ισραήλ έχει περικυκλώσει όλα τα Αιγυπτιακά Στρατεύματα στον Σινά και η Αίγυπτος συνθηκολογεί την ίδια μέρα. Την ίδια στιγμή το Ισραήλ καταρρίπτει το Αμερικάνικο αεροσκάφος «Λίμπερτι» σκοτώνοντας 34 άτομα. Αυτή η πράξη ήταν κατά πάσα πιθανότητα ένα μήνυμα ότι το Ισραήλ δεν θα ανεχόταν καμία ξένη δύναμη σε αυτόν τον πόλεμο.

- Στις 9 Ιουνίου το Ισραήλ επιτίθεται στα Υψώματα Γκολάν και τα κατέλαβαν με σχετική άνεση εκμηδενίζοντας τον Συριακό στρατό εκεί και επιβεβαιώνοντας την ήττα της Συρίας.

- Στις 10 Ιουνίου σταματάνε οι εχθροπραξίες και το Ισραήλ έχει τριπλασιαστεί σε έκταση. Το Ισραήλ ενώνει τα δύο μέρη της Ιερουσαλήμ και δείχνει με αυτόν στον τρόπο ότι αυτό το έδαφος είναι αδιαπραγμάτευτο. Οι ΗΠΑ ζητάνε από το Ισραήλ να αποχωρήσει από τα εδάφη που κέρδισε αλλά το Ισραήλ προτιμάει μια ανταλλαγή εδαφών αλλά τα αραβικά έθνη ενώθηκαν στην διάσκεψη του Χαρτούμ και είπαν πώς δεν το δέχονται αυτό.

Τελικά τα Ηνωμένα έθνη εξέδωσαν την Απόφαση 242 κατά την οποία εάν το Ισραήλ αποχωρούσε από τις κατεχόμενες περιοχές τότε θα υπήρχε «ειρήνη δίκαιη και μακροχρόνια». Όμως παρόλο που το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Ιορδανία συνομολογήσαν σε αυτήν την απόφαση, η Συρία και οι Παλαιστίνιοι με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης απέρριψαν αυτήν την απόφαση, αλλά ακόμα και η Αίγυπτος η ίδια δεν κράτησε την υπόσχεση της και επιτέθηκε το 1969 στο Ισραήλ χωρίς να καταφέρει και πάλι κάτι εκτός από το να πρόσθεση μία ακόμα ήττα της στους Άραβο-Ισραηλινούς πολέμους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο «Πόλεμος των Έξι Ημερών» κράτησε στην πραγματικότητα 132 ώρες και 30 λεπτά, λιγότερο κι από έξι ημέρες. Από πλευράς Ισραηλινών ενεπλάκησαν στις επιχειρήσεις 264.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων και των εφέδρων. Η Αίγυπτος παρέταξε 150.000 άνδρες, η Ιορδανία 55.000 και η Συρία 75.000 άνδρες. Οι απώλειες για τους Ισραηλινούς ανήλθαν σε 679 νεκρούς και 2.563, ενώ οι Άραβες είχαν κατά προσέγγιση 21.000 νεκρούς και 45.000 τραυματίες. Το Ισραήλ ένοιωθε, πλέον, καλά στα πόδια του και είχε τα αναγκαία εδάφη για να διαπραγματευθεί την απόκτηση ειρήνης και ασφάλειας με τους Άραβες γείτονές του. Μεγάλος ηττημένος του πολέμου υπήρξε ο Αιγύπτιος πρόεδρος Νάσερ, που είδε τις φιλοδοξίες του να ηγηθεί του Αραβικού κόσμου, να καταρρέουν.

Ίσως το μεγαλύτερο αποτέλεσμα του πολέμου των 6 ημερών ήταν το γεγονός πως το Ισραήλ ανέβηκε στο παγκόσμιο προσκήνιο σαν μία μεγάλη περιφερειακή δύναμη και το Ισραήλ, αμφισβητώντας τις Μεγάλες Δυνάμεις και επιτυχάνοντας τους στόχους του έγινε μια χώρα με δυνατότητες να γίνει μία μέρα και η ίδια μια Μεγάλη Δύναμη. Πάντως το ποιο προφανές αποτέλεσμα είναι το γεγονός πως αυτός ο πόλεμος απέδειξε την κατωτερότητα των Σοβιετικών όπλων έναντι των Δυτικών όπλων με αποτέλεσμα η ΕΣΣΔ να σπαταλήσει μεγάλο μέρος της παραγωγής της με σκοπό την παραγωγή περισσότερων και καλύτερων όπλων, πολιτική η οποία στο τέλος διέλυσε την ΕΣΣΔ.

Στον «Πόλεμο των Έξι Ημερών» έλαβαν μέρος στρατιωτικοί, που πρωταγωνίστησαν στις κατοπινές πολιτικές εξελίξεις της Μέσης Ανατολής. Αρχηγός του γενικού επιτελείου του Ισραήλ ήταν ο Γιτζάκ Ραμπίν, μετέπειτα πρωθυπουργός, που δολοφονήθηκε από ακροδεξιό το 1995. Της επίθεσης των Ισραηλινών στο Σινά, ηγήθηκε ο Αριέλ Σαρόν, τέως πρωθυπουργός και αυτός. Των Συριακών δυνάμεων ηγήθηκε ο Χαφέζ Ελ Ασαντ, πρόεδρος της Συρίας ως το θάνατό του το 2000.

Οι Συνέπειες του Πολέμου των 6 Ημερών

Ως τις 10 Ιουνίου, το Ισραήλ είχε ολοκληρώσει την τελική του επίθεση στα Υψώματα Γκολάν, και την επόμενη μέρα υπογράφηκε κατάπαυση του πυρός. Το Ισραήλ είχε πάρει την Λωρίδα της Γάζας, την Χερσόνησο του Σινά, την Δυτική Όχθη του Ιορδάνη Ποταμού (μαζί με την Ανατολική Ιερουσαλήμ), και τα Υψώματα Γκολάν. Συνολικά, το έδαφος του Ισραήλ τριπλασιάστηκε, περιλαμβάνοντας περίπου ένα εκατομμύριο Άραβες υπό τον άμεσο έλεγχο του Ισραήλ στις νέο-κατακτηθείσες περιοχές. Το στρατηγικό βάθος του Ισραήλ αυξήθηκε σε τουλάχιστον 300 χιλιόμετρα στον νότο, 60 χιλιόμετρα ανατολικά και 20 χιλιόμετρα εξαιρετικά ανώμαλου εδάφους στο βορρά, ένα πλεονέκτημα ασφαλείας που αποδείχτηκε χρήσιμο στον Άραβο-Ισραηλινό Πόλεμο του 1973, έξι χρόνια αργότερα.


Η πολιτική σημασία του Πολέμου του 1967 ήταν τεράστια, το Ισραήλ έδειξε πως δεν ήταν μόνο ικανό, αλλά και πρόθυμο να εξαπολύσει στρατηγικά χτυπήματα που μπορούσαν ν’ αλλάξουν την ισορροπία της περιοχής. Η Αίγυπτος και η Συρία διδάχτηκαν τακτικά μαθήματα και θα εξαπέλυαν επίθεση το 1973 με στόχο να ξαναπάρουν τις περιοχές που έχασαν. Μιλώντας τρεις εβδομάδες μετά το τέλος του πολέμου, ενώ δεχόταν τιμητικό δίπλωμα από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο, ο Γιτζάκ Ραμπίν έδωσε την δική του εξήγηση πίσω από την επιτυχία του Ισραήλ:

«Οι αεροπόροι μας, που χτύπησαν τα αεροπλάνα των εχθρών μας με τόση ακρίβεια όση κανένας άλλος στον κόσμο καταλαβαίνουν πως έγινε και ο κόσμος ζητά τεχνολογικές επεξηγήσεις ή μυστικά όπλα· οι ένοπλες δυνάμεις μας που νίκησαν τον εχθρό ακόμα και όταν ο εξοπλισμός τους ήταν κατώτερος απ’ αυτόν, οι στρατιώτες μας σ’ όλους τους άλλους κλάδους που κατέβαλαν τους εχθρούς μας παντού, παρά τους ανώτερους αριθμούς και τις οχυρώσεις των τελευταίων - όλα αυτά απέδειξαν όχι μόνο κρύο αίμα και κουράγιο στη μάχη, αλλά μια κατανόηση πως όχι μόνο η προσωπική τους στάση εναντίον των μεγαλύτερων κινδύνων θα έφερνε την νίκη για την χώρα τους και για τις οικογένειες τους, αλλά πως αν η νίκη δεν ήταν δική τους το εναλλακτικό ενδεχόμενο ήταν η εκμηδένιση».

Σύμφωνα με τον Chaim Herzog:

«Στις 19 Ιουνίου 1967, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (του Ισραήλ) ψήφισε ομόφωνα να επιστρέψουμε το Σινά στην Αίγυπτο και τα Υψώματα Γκολάν στην Συρία σε αντάλλαγμα για ειρηνικές διαπραγματεύσεις. Τα Υψώματα Γκολάν θα αποστρατικοποιούνταν και ένας ειδικός διακανονισμός θα διαπραγματευόταν για τα Στενά του Tiran. Η κυβέρνηση επίσης αποφάσισε να ανοίξει διαπραγματεύσεις με τον Βασιλιά Χουσεΐν σχετικά με τα ανατολικά σύνορα».

Η Ισραηλινή απόφαση θα μεταβιβαζόταν στα Αραβικά κράτη από τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ ήταν πληροφορημένες για την απόφαση, αλλά όχι για το ότι θα το μεταβίβαζαν εκείνοι. Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη παραλαβής του από την Αίγυπτο ή την Συρία, και κάποιοι ιστορικοί ισχυρίζονται πως δεν πήραν ποτέ την προσφορά. Αργότερα, η Αραβική Σύνοδος Κορυφής στο Χαρτούμ αποφάσισε πως δεν θα υπήρχε «ούτε ειρήνη, ούτε αναγνώριση, ούτε διαπραγμάτευση με το Ισραήλ». Όμως, όπως σημειώνει ο Avraham Sela, η σύνοδος του Χαρτούμ είχε αποτέλεσμα μια αλλαγή πορείας όσον αφορά την αντίληψη της σύγκρουσης από τα Αραβικά κράτη μακριά από αυτήν που ήταν κεντραρισμένη στο ζήτημα της νομιμότητας του Ισραήλ.

Προς αυτήν που εστιαζόταν στις περιοχές και τα σύνορα, και αυτό ενισχύθηκε στις 22 Νοεμβρίου όταν η Αίγυπτος και η Ιορδανία αποδέχτηκαν το Ψήφισμα 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ Η απόφαση του Ισραηλινού Υπουργικού Συμβουλίου στις 19 Ιουνίου δεν περιλάμβανε την Λωρίδα της Γάζας, και άφησε ανοιχτή την πιθανότητα της μόνιμης προσάρτησης στο Ισραήλ μέρους της Δυτικής Όχθης. Στις 25 - 27 Ιουνίου, το Ισραήλ ενσωμάτωσε την Ανατολική Ιερουσαλήμ μαζί με περιοχές της Δυτικής Όχθης βόρεια και νότιας της πόλης στα νέα δημοτικά όρια της Ιερουσαλήμ.

Ακόμα άλλη οπτική γωνία του πολέμου αγγίζει τον πληθυσμό στις καταληφθείσες περιοχές: περίπου ένα εκατομμύριο Παλαιστίνιοι στην Δυτική Όχθη, 300.000 (σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ) έφυγαν στην Ιορδανία, όπου συνέβαλαν στην αυξανόμενη αναταραχή. Οι υπόλοιπες 600.000 παρέμειναν. Στα Υψώματα Γκολάν, έφυγαν περίπου.80 000 Σύριοι. Μόνο στους κατοίκους της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και των Υψωμάτων Γκολάν επιτράπηκε να πάρουν πλήρη Ισραηλινή υπηκοότητα, όταν το Ισραήλ προσάρτησε αυτές τις περιοχές στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Η Ιορδανία και η Αίγυπτος τελικά απέσυραν τις διεκδικήσεις τους στην Δυτική Όχθη και την Γάζα αντίστοιχα (το Σινά επιστράφηκε στην βάση τις Συμφωνίες του Camp David το 1978 και το ζήτημα των Υψωμάτων Γκολάν ακόμα βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την Συρία). Μετά την Ισραηλινή κατάκτηση αυτών των νέων «περιοχών», ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια εποικισμού για ν’ ασφαλίσει το μόνιμο στήριγμα του Ισραήλ. υπήρχαν τώρα εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί έποικοι σ’ αυτές τις περιοχές, αν και οι Ισραηλινοί οικισμοί στην Γάζα εκκενώθηκαν και καταστράφηκαν τον Αύγουστο του 2005 ως μέρος του μονομερούς σχεδίου του Ισραήλ για απεμπλοκή.

Επίσης ο Πόλεμος του 1967 έθεσε τα θεμέλια για μελλοντική δυσαρμονία στην περιοχή - από τις 22 Νοεμβρίου 1967, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε το Ψήφισμα 242, την φόρμουλα «γη για ειρήνη», η οποία καλούσε την απομάκρυνση του Ισραήλ «από τις περιοχές που κατείχε» το 1967 ως αντάλλαγμα για «τον τερματισμό όλων των διεκδικήσεων ή των κρατών για πολεμική στάση». Οι σχεδιαστές του Ψηφίσματος 242 αναγνώριζαν πως κάποιες εδαφικές ρυθμίσεις ήταν πιθανές, και επομένως σκόπιμα δεν συμπεριέλαβαν τις λέξεις όλες ή τις στην επίσημη έκδοση του κειμένου στην Αγγλική γλώσσα όταν αναφερόταν στις «κατεχόμενες περιοχές» κατά τον πόλεμο, αν και είναι παρόν στις άλλες, ειδικά, στις Γαλλικές, Ισπανικές και Ρωσικές εκδόσεις.

Αναγνώριζε το δικαίωμα «κάθε κράτους στην περιοχή» -επομένως και του Ισραήλ- «να ζει με ειρήνη μέσα σε ασφάλεια και αναγνωρισμένα σύνορα ελεύθερα από απειλές ή πράξεις βίας». Το Ισραήλ επέστρεψε το Σινά στην Αίγυπτο το 1978, μετά τις Συμφωνίες του Camp David, και απαγκιστρώθηκε από την Λωρίδα της Γάζας το καλοκαίρι του 2005, αν και ο στρατός του μπαίνει ξανά συχνά στην Γάζα για στρατιωτικές επιχειρήσεις και ακόμα διατηρεί τον έλεγχο των συνοριακών περασμάτων, των λιμανιών και των αεροδρομίων. Τα επακόλουθα του πολέμου είχαν επίσης και θρησκευτική σημασία. Υπό την Ιορδανική κυριαρχία, οι Εβραίοι απαγορεύονταν να επισκεφθούν το Δυτικό Τείχος (ακόμα κι αν η Συμφωνία Κατάπαυσης του Πυρός έδινε για τους Ισραηλινούς Εβραίους πρόσβαση στο Δυτικό Τείχος).

Οι Εβραϊκοί ιεροί τόποι δεν συντηρούνταν, και τα κοιμητήρια τους είχαν βεβηλωθεί. Μετά την προσάρτηση τους στα Ισραήλ, κάθε θρησκευτική ομάδα πήρε τον έλεγχο των δικών της αγίων τόπων. Παρά την σημασία του Όρους του Ναού στην Εβραϊκή παράδοση, το Τζαμί του al-Aqsa βρίσκεται υπό την αποκλειστική διοίκηση ενός Μουσουλμανικού βακουφιού, και οι Εβραίοι απαγορεύεται να διακινούνται εκεί.


ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ ΑΡΑΒΟ - ΙΣΡΑΗΛΙΝΗΣ ΔΙΕΝΕΞΗΣ

Εισαγωγή

Μετά τις Συµφωνίες του Όσλο (1993), πολλοί αναλυτές έσπευσαν, µε πρόδηλη και ευκόλως κατανοητή ανακούφιση, να συµπεράνουν ότι ένα από τα σηµαντικότερα προβλήµατα του δεύτερου µισού του 20ου αιώνα, το Παλαιστινιακό, είχε βρει επιτέλους τη λύση του. Η ειρηνευτική διαδικασία ναυάγησε πολλάκις και στις αρχές του 21ου αιώνα το πρόβληµα εξακολουθεί να ταλανίζει την πολύπαθη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι πιθανές εξηγήσεις πολλές και όχι απόλυτα ικανοποιητικές. Ορισµένες δε, οδηγούν σε εξόχως απαισιόδοξα συµπεράσµατα για το µέλλον. Κανείς θα µπορούσε να συζητήσει ad infinitum κατά πόσον η δολοφονία του Γιτζάκ Ραµπίν άλλαξε την πορεία των εξελίξεων.

Ίσως ναι, ίσως όχι, αλλά λίγη πρακτική σηµασία έχει πλέον. Το Ισραήλ, θεωρώντας εδώ και µερικά χρόνια ότι η διαπραγµάτευση µε τους Παλαιστινίους είναι µια ανώφελη προσπάθεια (παραβλέποντας το ότι µε την πολιτική που εφάρµοσε υπονόµευσε συστηµατικά τη θέση του Αµπάς και των µετριοπαθών Παλαιστινίων) έχει υιοθετήσει µια «αµυντική» στρατηγική διαχείρισης και όχι επίλυσης του Παλαιστινιακού, που συνίσταται σε:

α) Μονοµερή αποχώρηση από τη Λωρίδα της Γάζας και µεγάλο µέρος της ∆υτικής Όχθης.

β) Ολοκλήρωση του Τείχους Ασφαλείας.

γ) Αποδυνάµωση της Χαµάς (ενώ κάποιοι προωθούν και την ιδέα της ανάληψης ευθύνης για τη Γάζα από την Αίγυπτο και για τµήµα της ∆υτικής Όχθης από την Ιορδανία).

Ωστόσο, η υλοποίηση της ανωτέρω στρατηγικής θα οδηγήσει νοµοτελειακά στη δηµιουργία δυο «µπαντουστάν» στα Παλαιστινιακά εδάφη, την αύξηση της επιρροής των εξτρεµιστικών οργανώσεων και τη διαιώνιση του προβλήµατος. Όσο οι ΗΠΑ δεν αποφασίζουν να ασκήσουν ουσιαστική πίεση στο Ισραήλ και να σύρουν -µε την αµέριστη και ουσιαστική υποστήριξη της ΕΕ και των Αράβων- και τις δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγµατεύσεων, στην ανάγκη επιβάλλοντας µια βιώσιµη λύση, το Παλαιστινιακό πρόβληµα θα εξακολουθήσει να αποτελεί την κεντρική ψηφίδα στο παζλ της βίας στη Μ. Ανατολή.

Επιτρέποντας στους διάφορους Μπιν Λάντεν να δηµαγωγούν ασύστολα και να πυκνώνουν τις τάξεις των υποστηρικτών τους σε ολόκληρο τον Αραβικό κόσµο. Θα συνεχίσει, παράλληλα, να αποτελεί και µια καλή δικαιολογία για να µεταθέτουν οι Αραβικές κυβερνήσεις τις τόσο αναγκαίες πολιτικές, οικονοµικές και κοινωνικές µεταρρυθµίσεις για τις Ελληνικές καλένδες. Ταυτόχρονα, θα κατατρώγει αργά αλλά σταθερά τα θεµέλια του Ισραηλινού δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Το κείµενο που ακολουθεί επιδιώκει τη συνοπτική παρουσίαση -υπό τη µορφή αλφαβηταρίου- των διαφόρων πτυχών της Αραβο-Ισραηλινής διένεξης.

Αίγυπτος

Λόγω ιστορίας και µεγέθους, η Αίγυπτος είναι η σηµαντικότερη, ίσως, χώρα του Αραβικού κόσµου. Η υπογραφή συµφωνίας ειρήνης µε το Ισραήλ το 1979 είχε σηµαντικό κόστος για το ρόλο και επιρροή της στην περιοχή, αν και κατάφερε σε µεγάλο βαθµό να ανακάµψει. Εσωτερικά προβλήµατα έχουν και πάλι περιορίσει το ρόλο της τα τελευταία χρόνια. Σύµµαχος των ΗΠΑ, ανησυχεί για το ρόλο της Χαµάς, αλλά και την αυξανόµενη επιρροή του Ιράν στην περιοχή.

Απόφαση 242 του ΣΑ/ΟΗΕ (1967)

Υιοθετήθηκε οµόφωνα από το Συµβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 22 Νοεµβρίου 1967, λίγο µετά τον Πόλεµο των Έξι Ηµερών. Καλεί για µια «δίκαιη και διαρκή ειρήνη στη Μέση Ανατολή µέσω της εφαρµογής των ακόλουθων αρχών:

1) Αποχώρηση των Ισραηλινών στρατευµάτων από τα εδάφη που κατέλαβε στην πρόσφατη σύγκρουση»

2) Τερµατισµό όλων των εµπόλεµων καταστάσεων και σεβασµό για το δικαίωµα κάθε κράτους της περιοχής να ζει σε κατάσταση ειρήνης εντός ασφαλών και αναγνωρισµένων συνόρων).

Μαζί µε την Απόφαση 338 του 1973, αποτελούν τις βασικές θέσεις του ΟΗΕ για την Αραβο- Ισραηλινή διένεξη.

Αραβο-Ισραηλινοί Πόλεµοι

To 1956, σε συνεργασία µε τη Γαλλία και τη Βρετανία, το Ισραήλ κατέλαβε τη Χερσόνησο του Σινά και το Κανάλι του Σουέζ, για να αποχωρήσει αργότερα υπό Αµερικανική και Σοβιετική πίεση. Στον Πόλεµο των Έξι Ηµερών (Ιούνιος 1967), το Ισραήλ κατέλαβε το Γκολάν, την ∆υτική Όχθη και τη Γάζα, την Ανατολική Ιερουσαλήµ και το Σινά. Στον Πόλεµο του Γιοµ Κιπούρ (Οκτώβριος 1973), το Ισραήλ επεκράτησε µε µεγάλη δυσκολία. Το 1982 το Ισραήλ εισέβαλε στο Λίβανο λόγω του βοµβαρδισµού του εδάφους του από την PLΟ. Βαρύνεται (και προσωπικά ο Αριέλ Σαρόν) µε την ηθική αυτουργία για τη σφαγή στα στρατόπεδα προσφύγων Σάµπρα και Σατίλα από Χριστιανούς Φαλαγγίτες.

Εξεδίωξε την PLΟ και δηµιούργησε ζώνη ασφαλείας στο νότιο Λίβανο έως το 2000, οπότε υπό το βάρος των συνεχιζόµενων απωλειών αποχώρησε, αν και υπάρχει µια ιδιόµορφη εκκρεµότητα που αφορά στα Αγροκτήµατα Σεµπάα τα οποία η Χεζµπολάχ θεωρεί Λιβανέζικο έδαφος, ενώ για το Ισραήλ ανήκουν στη Συρία. Το καλοκαίρι του 2006 το Ισραήλ εισέβαλλε στο Λίβανο για να σταµατήσει τις επιθέσεις της Χεζµπολάχ, σε µια επιχείρηση που θεωρήθηκε αποτυχία για τον Ισραηλινό στρατό.

Βαρβαρότητα

Έννοια που χαρακτηρίζει έντονα τη διένεξη µεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων. Αν για το Ντέιρ Γιασσίν υπάρχει η -αδύναµη- δικαιολογία της πολεµικής σύρραξης για την επιβίωση του νεοσύστατου Εβραϊκού κράτους, θα µπορούσε να δικαιολογήσει π.χ. την ανοχή στη σφαγή αµάχων στα προσφυγικά στρατόπεδα Σάµπρα και Σατίλα στο Λϊβανο το 1992 ή την Επιχείρηση Cast Lead στη Γάζα τον Ιανουάριο 2009. Αλλά και από την άλλη πλευρά, ο πληθυσµός του Ισραήλ έχει υποστεί δεκάδες επιθέσεις αυτοκτονίας, ενώ χαρακτηριστικό της ψυχολογίας των δύο πλευρών είναι, η υποδοχή ως ήρωα -µετά την απελευθέρωσή του από τις Ισραηλινές φυλακές- στο Λίβανο του Σαµίρ Κουντάρ.


Ο οποίος, στο πλαίσιο µιας επιχείρησης του Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης µε στόχο την απαγωγή Ισραηλινών πολιτών το 1979, είχε συλληφθεί για τη δολοφονία δύο αστυνοµικών, ενός πατέρα και της τετράχρονης κόρης του. «Παράπλευρη» απώλεια αποτέλεσε η δίχρονη αδελφούλα του κοριτσιού, στην οποία άθελά της προκάλεσε ασφυξία η µητέρα της για να µην κάνει θόρυβο και τους αντιληφθούν ο Κουντάρ και οι σύντροφοί του. Δυστυχώς ο κατάλογος των θηριωδιών και τραγωδιών και των δύο πλευρών -χωρίς καµία πρόθεση σύγκρισης και συµψηφισµού- είναι εξαιρετικά µακρύς.

Γάζα

Η Λωρίδα της Γάζας, µε έκταση 360 τετρ. χλµ. και πληθυσµό 1,5 εκατοµµύριο Παλαιστινίους αποτελεί ένα από τα δύο εδαφικά τµήµατα της Παλαιστινιακής Αρχής. Από το 2007 ελέγχεται πλήρως από τη Χαµάς. Το Ισραήλ διοικούσε την περιοχή από το 1967 έως το 2005, οπότε και απέσυρε, σε ορισµένες περιπτώσεις δια της βίας, όλους τους Εβραίους εποίκους. Εξακολουθεί να ελέγχει τον εναέριο χώρο, τα χωρικά ύδατα και τα σύνορα. Αυτό επέτρεψε την επιβολή αποκλεισµού σε διάφορα αγαθά σε µια προσπάθεια άσκησης πίεσης επί της Χαµάς. Η άλλη διέξοδος της Γάζας προς τον υπόλοιπο κόσµο είναι µέσω των συνόρων µε την Αίγυπτο (που κυβέρνησε την περιοχή από το 1948 έως το 1967).

Διάσκεψη Αννάπολης

Έλαβε χώρα στις ΗΠΑ, στις 27 Νοεµβρίου 2007, µε τη συµµετοχή περίπου 40 χωρών και οργανισµών, συµπεριλαµβανοµένων των ΗΠΑ, Ισραήλ, Παλαιστινιακής Αρχής, ΕΕ, Ρωσίας, Κίνας, Αραβικού Συνδέσµου και ΟΗΕ (αλλά και της Ελλάδας). Η βασική υπόθεση εργασίας της διάσκεψης ήταν η «λύση των δύο κρατών», αλλά δεν κατάφερε να πετύχει τίποτε περισσότερο από ένα κοινό ανακοινωθέν.

Δηµιουργία Ισραήλ (1948)

Με απόφαση του ΟΗΕ, και ως αποτέλεσµα των συλλογικών «τύψεων» της διεθνούς κοινότητας για το Ολοκαύτωµα των Εβραίων από τους Ναζί, δηµιουργήθηκαν στην Παλαιστίνη ένα Εβραϊκό και ένα Παλαιστινιακό κράτος. Η στρατιωτική αντίδραση επτά Αραβικών κρατών δεν έφερε αποτέλεσµα και έτσι δηµιουργήθηκε το κράτος του Ισραήλ και περισσότεροι από 700.000 Παλαιστίνιοι πήραν το δρόµο της προσφυγιάς.

Δυτική Όχθη

Η ∆υτική Όχθη (έκταση 5.860 τετρ. χλµ., πληθυσµός 2,4 εκατ.) είναι µια περίκλειστη περιοχή στη δυτική όχθη του ποταµού Ιορδάνη. Από το 1948 έως το 1967 βρισκόταν υπό Ιορδανικό έλεγχο, ενώ από το 1967 υπάρχει Ισραηλινή κατοχή. Ελέγχεται από τη Φατάχ και στη Ραµάλλα, κοντά στην Ιερουσαλήµ, βρίσκεται η έδρα της Παλαιστινιακής Αρχής.

Εβραϊκό Λόµπυ (στις ΗΠΑ)

Το 40% των Εβραίων του κόσµου ζει στις ΗΠΑ (ένα άλλο 40% ζει στο Ισραήλ. Στον πυρήνα του λόµπυ βρίσκονται οργανώσεις όπως το American Israel Public Affairs Committee (AIPAC), Washington Institute for Near East Policy, Anti-Defamation League, American Jewish Congress και Christians United for Israel. Οι 51 µεγαλύτερες και πιο σηµαντικές οργανώσεις συνεργάζονται στη Σύνοδο Προέδρων των Μεγαλύτερων Αµερικανο- Εβραϊκών Οργανώσεων, που έχουν ως αποστολή την ενίσχυση των δεσµών µεταξύ Ισραήλ και ΗΠΑ.

Ειρηνευτικές Συµφωνίες Όσλο

Στο πλαίσιο της «νέας τάξης πραγµάτων» µετά τον πόλεµο του Κόλπου, υπεγράφησαν το 1993 οι Συµφωνίες του Οσλο, ως αποτέλεσµα της πρώτης άµεσης διαπραγµάτευσης Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Οι Συµφωνίες αποτελούσαν ένα γενικό πλαίσιο για τις µελλοντικές σχέσεις των δύο πλευρών και προέβλεπαν τη δηµιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής που θα αναλάµβανε τη διοίκηση µεγάλου µέρους των Κατεχοµένων, από τα οποία θα αποχωρούσαν σταδιακά τα ισραηλινά στρατεύµατα.

Προβλεπόταν, επίσης, µια µεταβατική περίοδος πέντε ετών κατά την οποία θα λάµβανε χώρα η τελική διαπραγµάτευση για ζητήµατα όπως η Ιερουσαλήµ, οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες, οι Ισραηλινοί έποικοι, η ασφάλεια και τα σύνορα. Από την πλευρά των Παλαιστινίων υπέγραψε ο Γιάσερ Αραφάτ και από το Ισραήλ ο τότε πρωθυπουργός Γιτζάκ Ραµπίν, που δολοφονήθηκε δύο χρόνια αργότερα από φανατικό Ισραηλινό έποικο.

Εποικισµοί

Κοινότητες / οικισµοί που κατασκεύασαν Ισραηλινοί στα Κατεχόµενα εδάφη. Έχουν εγκαταλειφθεί οι κοινότητες στο Σινά και τη Γάζα, αλλά σηµαντικός αριθµός Ισραηλινών ζουν στη ∆υτική Όχθη (190 - 250.000), το Γκολάν (20.000) και την Ανατολική Ιερουσαλήµ (180 - 200.000) ο συνολικός αριθµός των εποίκων δεν ξεπερνούσε τις 20.000 το 1982. Η στρατηγική αξία των οικισµών οφείλεται στον έλεγχο συγκεκριµένων αξόνων µεταφορών ή περιοχών µε εύφορη γη και υδάτινους πόρους. Το Ισραήλ θεωρεί δεδοµένο ότι θα διατηρήσει ορισµένους σηµαντικούς οικισµούς ακόµη και µετά από µια συµφωνία ειρήνης. Μετά από ένα σχετικό πάγωµα τα τελευταία χρόνια, η νέα κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να συνεχίσει την πολιτική εποικισµών.

Eretz Israel (Μεγάλο Βιβλικό Ισραήλ)

Ιδιαίτερα αµφιλεγόµενος όρος, µε αρκετές διαφορετικές πολιτικές και Βιβλικές ερµηνείες. Ο πλέον σύνηθης ορισµός είναι το έδαφος του κράτους του Ισραήλ µαζί µε τα Παλαιστινιακά εδάφη.

Ευρωπαϊκή Ένωση

Για την περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής υπάρχουν δύο πρωτοβουλίες της Ε.Ε:
  • Η Ευρωµεσογειακή Συνεργασία (Διαδικασία Βαρκελώνης).
  • Η Ένωση για τη Μεσόγειο. 
Θα πρέπει, επίσης, να σηµειωθεί ότι η Ε.Ε προσφέρει σηµαντική οικονοµική βοήθεια προς τους Παλαιστινίους. Δυστυχώς, σχεδόν ότι υποδοµές αναπτύχθηκαν µέσω της βοήθειας αυτής καταστράφηκαν από τις συγκρούσεις των Παλαιστινίων µε το Ισραήλ ή, σε πολύ µικρότερο βαθµό από τις ενδο-παλαιστινιακές διαµάχες. Ο πολιτικός ρόλος της Ε.Ε παραµένει αρκετά περιορισµένος.


Ιερουσαλήµ

Από το 1967, το Ισραήλ θεωρεί ολόκληρη την πόλη της Ιερουσαλήµ ως την πρωτεύουσα του. Οι Παλαιστίνιοι µε τη σειρά τους θεωρούν την ανατολική Ιερουσαλήµ (Al Quds) ως την πρωτεύουσα του µελλοντικού Παλαιστινιακού κράτους. Η θέση του ΟΗΕ και των περισσοτέρων κρατών και διεθνών οργανισµών είναι ότι η πρωτεύουσα του Ισραήλ είναι το Τελ Αβίβ και δεν αναγνωρίζουν την προσάρτηση της ανατολικής Ιερουσαλήµ από το Ισραήλ.

Ιντιφάδα

Η πρώτη ιντιφάδα (1987 - 1993) ήταν µια µαζική εξέγερση των Παλαιστινίων εναντίον της Ισραηλινής κατοχής που ξεκίνησε από ένα προσφυγικό καταυλισµό και γρήγορα εξαπλώθηκε στη Γάζα, τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήµ. Οι Παλαιστινιακές ενέργειες περιλάµβαναν από πολιτική ανυπακοή, γενικές απεργίες και µποϋκοτάζ Ισραηλινών προϊόντων έως οδοφράγµατα, διαδηλώσεις και πετροπόλεµο µε τις Ισραηλινές δυνάµεις ασφαλείας και προκάλεσαν το παγκόσµιο ενδιαφέρον. Κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάδα υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους 1.100 Παλαιστίνιοι από τις Ισραηλινές δυνάµεις ασφαλείας και 160 Ισραηλινοί από τους Παλαιστίνιους.

Επιπρόσθετα, περίπου 1.000 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν από οµοεθνείς τους ως υποτιθέµενοι συνεργάτες των Ισραηλινών αρχών, αν και υπήρχαν στοιχεία για λιγότερους από τους µισούς. Η δεύτερη Ιντιφάδα, γνωστή και ως Ιντιφάδα Αλ-Ακσά (από το όνοµα του σηµαντικού τζαµιού που έχει κατασκευαστεί από τον 7ο αιώνα στο Όρος του Ναού στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήµ) ξεκίνησε το Σεπτέµβριο 2000 (µε αφορµή την επίσκεψη του Αριέλ Σαρόν στο Τείχος των ∆ακρύων). Ο αριθµός των νεκρών, στρατιωτικών και πολιτών, ξεπέρασε τους 5.300 Παλαιστίνιους και τους 1.000 Ισραηλινούς.

Ιράν

Λόγω της στρατηγικής θέσης και του ενεργειακού πλούτου της χώρας, ο Ιρανικός λαός κουβαλά ένα ιστορικό φορτίο εξωτερικών παρεµβάσεων, καθώς για πολλές δεκαετίες η Περσία βρισκόταν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο ξένων δυνάµεων (αρχικά της Βρετανίας και, σε µικρότερο βαθµό, της Ρωσίας, και στη συνέχεια των ΗΠΑ). Η τοποθέτηση του Σάχη στο «Θρόνο των Παγωνιών» και η έντονα φιλοδυτική πολιτική του µετέτρεψαν το Ιράν σε στενό σύµµαχο των ΗΠΑ και σε περιφερειακό «χωροφύλακα». Μάλιστα το πυρηνικό πρόγραµµα του οποίου δεν είναι προϊόν της Ισλαµικής Επανάστασης, αλλά χρονολογείται από την εποχή του Σάχη και της επιθυµίας του Ιράν να αναδειχθεί σε ηγεµονική περιφερειακή δύναµη στον Περσικό Κόλπο.

Σήµερα το Ιράν επιδιώκει την αύξηση της αποτρεπτικής του ικανότητας και της περιφερειακής του επιρροής (καθώς δεν έχει εγκαταλείψει τον πάγιο Περσικό / Ιρανικό στόχο ανάδειξης σε κυρίαρχη περιφερειακή δύναµη στην περιοχή του Κόλπου), µέσω και της απόκτησης πυρηνικών όπλων, ενώ έχει αποκτήσει σηµαντικό ρόλο στο Λίβανο, µέσω της στρατιωτικής και οικονοµικής στήριξης της Χεζµπολάχ (αλλά και της Χαµάς στη Γάζα). Σηµαντικό εµπόδιο στις περιφερειακές φιλοδοξίες του Ιράν αποτελούν ο ιστορικός ανταγωνισµός µε τον αραβικό κόσµο και η έντονη καχυποψία των Αράβων.

Ενώ θα πρέπει να τονιστεί ότι το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό χαρακτηρίζεται από ρευστές πολιτικές ισορροπίες µεταξύ µετριοπαθών και σκληροπυρηνικών κληρικών και, σε δεύτερο επίπεδο, των µεταρρυθµιστικών δυνάµεων. Οι ανησυχίες της Δύσης δεν οφείλονται τόσο στο ενδεχόµενο χρήσης πυρηνικών όπλων από το Ιράν, εάν και όταν τα αποκτήσει -το Ιράν θα πρέπει να θεωρηθεί ως ορθολογικός δρώντας, που κατανοεί τις πιθανές συνέπειες µιας τέτοιας ενέργειας κατά του Ισραήλ ή των ΗΠΑ, αν και οι εµπρηστικές δηλώσεις του Ιρανού προέδρου Αχµαντινεζάντ έχουν προκαλέσει τεράστια ζηµιά στη διεθνή εικόνα της χώρας του- όσο στις συνέπειες της Ιρανικής πυρηνικοποίησης για το διεθνές καθεστώς µη-διασποράς των πυρηνικών όπλων.

Σε πρώτη φάση θα δεχθεί ένα ακόµη σηµαντικό πλήγµα, ενώ σε περίπτωση «αποτελέσµατος ντόµινο», µε πυρηνικοποίηση και άλλων κρατών της περιοχής που θα αισθανθούν απειλούµενα από το Ιράν (υποθετικά αναφέρονται Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος και Τουρκία), το διεθνές καθεστώς µη διασποράς ενδέχεται να καταρρεύσει µε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για τη διεθνή ασφάλεια.

Ισραηλινά Πολιτικά Κόµµατα

Ο ηγέτης του δεξιού κόµµατος Λικούντ (27 έδρες επί συνόλου 120 στην Ισραηλινή Βουλή / Κνεσσέτ) και νυν πρωθυπουργός Βενιαµίν «Μπίµπι» Νετανιάχου, έχει υιοθετήσει εξαιρετικά σκληρές θέσεις. Το κεντρώο Καντίµα (28 έδρες) ιδρύθηκε από τον τότε πρωθυπουργό Αριέλ Σαρόν το Νοέµβριο 2005, ενώ σηµερινή ηγέτης είναι η πρώην υπουργός Εξωτερικών Τζίπι Λίβνι. Είναι υπέρ της µερικής αποχώρησης από τα Κατεχόµενα (µέσω του «Σχεδίου Αναδιάταξης»). Το Ισραήλ Μπεϊτενού (το Ισραήλ Είναι το Σπίτι Μας) (15 έδρες} είναι κοσµικής ιδεολογίας, στηρίζεται κυρίως στους Ρωσικής καταγωγής ψηφοφόρους και συµµετέχει στη σηµερινή κυβέρνηση. Υποστηρίζει τη µερική αποχώρηση από τα Κατεχόµενα µε αντάλλαγµα την προσάρτηση των υπολοίπων εδαφών.

Υποστηρίζει την «εθελοντική» µετακίνηση των Παλαιστινίων και την προσάρτηση της Δυτικής Όχθης. Το κεντρο-αριστερό Εργατικό κόµµα (13 έδρες) συµµετέχει στην κυβέρνηση και παραδοσιακά υποστηρίζει τη διπλωµατική οδό για την επίλυση του Παλαιστινιακού. Το Σας (11 έδρες) είναι θρησκευτικό ακροδεξιό κόµµα που στηρίζεται κυρίως στους Εβραίους µε καταγωγή από τη Βόρεια Αφρική (Mizrachi) και συµµετέχει στην κυβέρνηση συνασπισµού, όπως και o επίσης θρησκευτικός (υπερ-ορθόδοξος) συνασπισµών κοµµάτων United Torah Judaism, µε 5 έδρες. Η Εθνική Ένωση - Εθνικό Θρησκευτικό Κόµµα (4 έδρες) είναι ακροδεξιό κόµµα και στηρίζεται κυρίως στους εποίκους.

Στην Κνεσσέτ εκπροσωπούνται και άλλα πέντε κόµµατα: Hadash (4 έδρες), United Arab List-Ta'al (4 έδρες), The Jewish Home (3 έδρες), Balad (3 έδρες) και New Movement-Meretz (3 έδρες).

HISH (Hezbollah, Iran, Syria, Hamas) alliance

Άτυπη και ενίοτε συγκυριακή συµµαχία του Ιράν και της Συρίας µε τη Χεζµπολάχ και τη Χαµάς. Έχει προκαλέσει την ανησυχία των µετριοπαθών Σουνιτικών κρατών (Αίγυπτος, Σουδική Αραβία, Ιορδανία).

ΗΠΑ

Ο βασικός υποστηρικτής του Ισραήλ, παρέχει ετήσια στρατιωτική και οικονοµική βοήθεια αξίας άνω των $3 δις. Σηµαντικός είναι και ο ρόλος του Εβραϊκού λόµπυ. Η κυβέρνηση Οµπάµα δείχνει να προσπαθεί να ακολουθήσει µια πιο ισορροπηµένη πολιτική και έχει κρατήσει αποστάσεις από ορισµένες ενέργειες του Ισραήλ. Το κόστος «δυναµικής» Αµερικανικής παρέµβασης θα είναι σίγουρα υψηλό, αλλά και το κόστος υποστήριξης του Ισραήλ αυξάνεται για τις ΗΠΑ, που έχουν ανοιχτά τα µέτωπα του Αφγανιστάν και του Ιράκ.


Καµπ Ντέιβιντ (Ιούλιος 2000)

Τον Ιούλιο 2000, πραγµατοποιήθηκαν στο Καµπ Ντέιβιντ διαπραγµατευτικές συνοµιλίες µεταξύ του Αµερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον, του Παλαιστίνιου ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ και του Ισραηλινού πρωθυπουργού Εούντ Μπαράκ. Οι διαφωνίες επικεντρώθηκαν σε τέσσερα θέµατα: Έδαφος, Ιερουσαλήµ, πρόσφυγες και ασφάλεια. Ο Μπάρακ προσέφερε αρχικά το 73% της ∆υτικής Όχθης και το 100% της Γάζας. Σε 10 µε 25 χρόνια, η περιοχή στη Δ. Όχθη θα αυξανόταν στο 90% - 91%. Στο θέµα της Ιερουσαλήµ οι Ισραηλινοί επέµειναν στην προσάρτηση ορισµένων περιοχών και κοινοτήτων στην Ανατολική Ιερουσαλήµ και οι Παλαιστίνιοι στην πλήρη επιστροφή του τµήµατος πόλης και τον ισραηλινό έλεγχο (αλλά όχι κυριαρχία) της Εβραϊκής συνοικίας.

Σχετικά µε την επιστροφή των προσφύγων, οι Παλαιστίνιοι υποσχέθηκαν ότι, ενώ θα είχαν το δικαίωµα, η πλειοψηφία των προσφύγων δεν θα επέστρεφε στο Ισραήλ, ενώ το Ισραήλ (µε πληθυσµό 7,4 εκατ. εκ των οποίων το 1,4 είναι Αραβικής καταγωγής: ρυθµός πληθυσµιακής αύξησης 1.7% και 2.6% αντίστοιχα) δεχόταν ένα περιορισµένο αριθµό προσφύγων για επανένωση οικογενειών ή ανθρωπιστικούς λόγους και οι υπόλοιποι θα εγκαθίσταντο αλλού µε τη στήριξη ενός διεθνούς ταµείου στο οποίο θα συνεισέφερε και το Ισραήλ. Στο θέµα της ασφάλειας, το Ισραήλ πρότεινε την ανάπτυξη µιας διεθνούς δύναµης στην Κοιλάδα του Ιορδάνη και την αποστρατικοποίηση του Παλαιστινιακού κράτους.

Αρκετοί παρατηρητές εκτιµούν ότι ο Αραφάτ έχει µεγαλύτερη ευθύνη για την αποτυχία των διαπραγµατεύσεων. Αποτυχηµένες ήταν και οι διαπραγµατεύσεις µεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων στην Αιγυπτιακή πόλη Τάµπα, στις 21 - 27 Ιανουαρίου 2001, παρά τη σηµαντική σύγκλιση απόψεων που διαπιστώθηκε.

Κουαρτέτο

Δηµιουργήθηκε το 2002 και αποτελείται από τις ΗΠΑ, την Ε.Ε, τη Ρωσία και τον ΟΗΕ µε αποστολή τη διαµεσολάβηση µεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Ο σηµερινός Ειδικός Απεσταλµένος του Κουαρτέτου είναι ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός Τόνυ Μπλερ.

Λίβανος

Μια ιδιαίτερα ταλαιπωρηµένη χώρα λόγω του εµφυλίου πολέµου (1975 - 1990), αλλά και σειράς άλλων πολεµικών συγκρούσεων κυρίως λόγω Παλαιστινιακού. Σήµερα υπάρχουν ευαίσθητες ισορροπίες µεταξύ θρησκευτικών και άλλων οµάδων και πολιτοφυλακών, µε µάλλον ασθενή κεντρική κυβέρνηση. Βασικό ζήτηµα αποτελεί η αδυναµία της κυβέρνησης του Λιβάνου να ελέγξει τις δραστηριότητες της Χεζµπολάχ, µιας οργάνωσης που προσπαθεί να εξελιχθεί σε πολιτικό σχηµατισµό, αλλά φαίνεται να παραµένει κυρίως µια παρα- στρατιωτική οντότητα, υποκινούµενη και υποστηριζόµενη από το Ιράν και τη Συρία, αλλά και µε σηµαντικά λαϊκά ερείσµατα στο Λίβανο.

Παρά τις διεθνείς αντιδράσεις (που κορυφώθηκαν µε αφορµή τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Χαρίρι και άλλων επιφανών Λιβανέζων που αντιτίθενται στην ισχυρή επιρροή της Συρίας), η Συρία εξακολουθεί να θεωρεί το Λίβανο αν όχι πλέον ως δικό της έδαφος ή προτεκτοράτο, τουλάχιστον ως ζώνη υψηλής επιρροής.

Λύση δύο Κρατών

Εσχάτως, η θεωρούµενη ως µονόδροµος λύση των δύο κρατών (Ισραηλινό και Παλαιστινιακό) αµφισβητείται από ορισµένους στο Ισραήλ. Η εναλλακτική λύση που προτείνουν είναι ουσιαστικά η επιστροφή στη δεκαετία του 1960, όταν η Αίγυπτος είχε τον έλεγχο της Γάζας και η Ιορδανία της ∆υτικής Οχθης.

Λύση Παλαιστινιακού Προβλήµατος

Το πρόβληµα είναι σύνθετο, αλλά η µοναδική βιώσιµη λύση είναι γνωστή. Η λύση των δύο κρατών -που εσχάτως αµφισβητείται από κάποιους Ισραηλινούς- έχει σκιαγραφηθεί σε πολλά σχέδια και προτάσεις π.χ. Καµπ Ντέιβιντ 2000), Πρωτοβουλία Γενεύης, Σαουδαραβικό σχέδιο κλπ.. Τα επόµενα βήµατα θα πρέπει να περιλαµβάνουν την υπό όρους έναρξη συνοµιλιών µε τη Χαµάς και ταχεία υλοποίηση µιας διαδικασίας επιστροφής στον Οδικό Χάρτη µε στόχο τη δηµιουργία ενός βιώσιµου και αποστρατιωτικοποιηµένου Παλαιστινιακού κράτους στη Λωρίδα της Γάζας και το σύνολο σχεδόν της Δυτικής Όχθης, µε εγκατάλειψη των περισσοτέρων Ισραηλινών οικισµών, και εδαφική αποζηµίωση των Παλαιστινίων για όσους οικισµούς διατηρηθούν.

Διασφάλιση απρόσκοπτης επικοινωνίας µεταξύ Γάζας και Δυτικής Όχθης, αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ από ολόκληρο τον Αραβικό κόσµο, συνεννόηση για συνδιαχείριση υδάτινων πόρων, µη επιστροφή των Παλαιστινίων προσφύγων και οικονοµική αποζηµίωσή τους, διαίρεση της Ιερουσαλήµ, κατεδάφιση -µε χρονοδιάγραµµα- του Τείχους Ασφαλείας και ανάπτυξη διεθνούς δύναµης (υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, µε Αµερικανική, Ευρωπαϊκή, αλλά και Αραβική / Μουσουλµανική συµµετοχή) για την επίβλεψη της ειρηνευτικής συµφωνίας. Και βεβαίως υπογραφή ειρηνευτικής συµφωνίας µε Συρία µε επιστροφή των υψιπέδων του Γκολάν.

Οδικός Χάρτης ("road map")

Σχέδιο του Κουαρτέτου -το 2002- για την επίλυση του Παλαιστινιακού µέσω της δηµιουργίας δύο κρατών. Σε αντάλλαγµα για την χορήγηση κράτους, η Παλαιστινιακή Αρχή θα προχωρούσε σε δηµοκρατικές µεταρρυθµίσεις και θα εγκατέλειπε τη χρήση βίας, ενώ οι Ισραηλινοί θα σταµατούσαν την κατασκευή εποικισµών. Το Σχέδιο αποτελείτο από τρία στάδια, τα οποία µέσα σε τρια χρόνια θα οδηγούσαν σε επίλυση του προβλήµατος.

Παλαιστίνη  

Η Παλαιστίνη έχει «ενεργό» ιστορία τουλάχιστον 30 αιώνων. Στη σύγχρονη εποχή, το πρώτο Εβραϊκό κύµα µετανάστευσης (aliyah) έλαβε χώρα στα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη και την Υεµένη και αφορούσε 25.000 - 35.000 άτοµα.Η δεύτερη aliyah έλαβε χώρα µετά του 1904 και του 1914, και αφορούσε 40.000 Εβραίους που µετανάστευσαν κυρίως από την Πολωνία και τη Ρωσία και ήταν οι εµπνευστές του κινήµατος των κιµπούτζ. Το 1917 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Άρθουρ Μπάλφουρ υπέγραψε την οµώνυµη Διακήρυξη αναλαµβάνοντας τη δέσµευση δηµιουργίας µιας «πατρίδας» για τους Εβραίους στην Παλαιστίνη.

Το 1914, από τους 700.000 κατοίκους της Παλαιστίνης, οι Εβραίοι ήταν περίπου 85.000. Το 1930, ο αριθµός τους είχε φθάσεις τους 165.000 (έναντι 810.000 Αράβων). Το 1937, οι αριθµοί ήταν 385.000 και 985.000 αντίστοιχα. Το 1947, οι αριθµοί ήταν 600.000 και 1.200.000.

Παλαιστίνιοι Πρόσφυγες

Ιορδανία: 1.930.000, Λίβανος: 416.000, Συρία: 457.000. Εκτός από την Ιορδανία, σε όλες τις άλλες αραβικές χώρες οι Παλαιστίνιοι εγκαταστάθηκαν σε προσφυγικούς καταυλισµούς και δεν τους δόθηκε υπηκοότητα και πλήρη δικαιώµατα. Σε γενικές γραµµές, η µεταχείριση των Παλαιστινίων από τα αραβικά κράτη δεν ήταν και η καλύτερη. Πυρηνικό οπλοστάσιο Ισραήλ και συσχετισµοί στρατιωτικής ισχύος στην περιοχή Αν και δεν το έχει επιβεβαιώσει ποτέ επισήµως, ούτε έχει αναφερθεί ποτέ στο ενδεχόµενο χρήσης τους, θεωρείται ως δεδοµένο ότι το Ισραήλ διαθέτει ένα ισχυρό πυρηνικό οπλοστάσιο της τάξης των 100 - 200 πυρηνικών όπλων.


Η βασική διαφορά µε την περίπτωση του Ιράν είναι ότι το Ισραήλ δεν έχει υπογράψει τη Συνθήκη Μη-∆ιασποράς των Πυρηνικών Όπλων (ΝΡΤ) και δεν έχει αναλάβει καµία σχετική νοµική δέσµευση. Όσον αφορά στα συµβατικά όπλα, οι ειδικοί εκτιµούν ότι το Ισραήλ απολαµβάνει µια σαφέστατη υπεροχή απέναντι σε οποιαδήποτε Αραβική χώρα ή και συνδυασµό χωρών. Αυτή η υπεροχή, βεβαίως, δεν του εξασφάλισε τη νίκη στην «ασύµµετρη» σύγκρουση του 2006 εναντίον της Λιβανέζικης Χεζµπολάχ.

Ρουκέτες

Οι οργανώσεις Χαµάς και Ισλαµική Τζιχάντ έχουν εκτοξεύσει από τη Γάζα χιλιάδες ρουκέτες Κασάµ και επιθέσεις µε όλµους κατά του Ισραήλ. Ο αριθµός των θυµάτων είναι αρκετά µικρός και οι συνέπειες των επιθέσεων (στις οποίες το Ισραήλ απαντά µε στρατιωτικά µέσα) είναι κυρίως ψυχολογικές και οικονοµικές.

Σαουδαραβικό Ειρηνευτικό Σχέδιο

Ο τότε Διάδοχος του Σαουδαραβικού Θρόνου και (νυν Βασιλιάς) Πρίγκιπας Αµπντάλα πρότεινε ένα Αραβικό ειρηνευτικό σχέδιο (στη βάση της παλαιότερης Πρωτοβουλίας της Φεζ) που συζητήθηκε και έλαβε τελική µορφή στη συνάντηση κορυφής του Αραβικού Συνδέσµου στη Βηρυτό το Μάρτιο 2002. Το σχέδιο προβλέπει την αποχώρηση του Ισραήλ από όλα τα εδάφη που κατέλαβε από το 1967 σε αντάλλαγµα µε αναγνώριση του Ισραήλ από τις Αραβικές χώρες και οµαλοποίηση των σχέσεων.

Σιωνισµός (Zionism)

Εβραϊκό πολιτικό κίνηµα εθνικιστικής ιδεολογικής κατεύθυνσης, µε βασική επιδίωξη τη δηµιουργία ενός ανεξάρτητου Εβραϊκού κράτους στην ιστορική γη των Εβραίων, την Παλαιστίνη. Πρωτοεµφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ως αντίδραση στον αντισηµιτισµό και τα αντιεβραϊκά προγκρόµς της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Προσπάθησε, µε επιτυχία, να ενθαρρύνει τη µετανάστευση των Εβραίων στην υπό Οθωµανική κατοχή Παλαιστίνη.

Συµφωνία Γενεύης

Ειρηνευτικό σχέδιο, µη-κυβερνητικής προέλευσης, διατυπώθηκε το ∆εκέµβριο 2003 στη Γενεύη από µια οµάδα Ισραηλινών και Παλαιστινίων, µε γνωστότερους τον Γιόσι Μπέιλιν, εκ των αρχιτεκτόνων των Συµφωνιών του Οσλο, και τον πρώην Παλαιστίνιο υπουργό Γιάσσερ Άµπεντ Ράµπο. Προέβλεπε την επιστροφή της Γάζας, σχεδόν ολόκληρης της Δυτικής Όχθης και τµήµατος της Ιερουσαλήµ, µε αντάλλαγµα την εξαιρετικά «φειδωλή» χρήση του δικαιώµατος επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων στο Ισραήλ, την αναγνώριση του Ισραήλ και την πλήρη οµαλοποίηση των σχέσεων. Το Ισραήλ θα προσαρτούσε ορισµένες πυκνοκατοικηµένες περιοχές της Δυτικής Όχθης (Gush Etzion, Ma'ale Adumim, κ.α.) και σε αντάλλαγµα θα παραχωρούσε αντίστοιχης έκτασης περιοχές που θα συνόρευαν µε τη Γάζα.

Συµφωνίες Καµπ Ντέιβιντ (1978)

Υπογράφηκαν στις 17 Σεπτεµβρίου 1978 από τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μεναχέµ Μπέγκιν, µε Αµερικανική διαµεσολάβηση. Το Ισραήλ επέστρεψε τη Χερσόνησο του Σινά και η Αίγυπτος έγινε η πρώτη Αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ. Το 1981 ο Σαντάτ δολοφονήθηκε ως προδότης του Αραβικού έθνους. Σύνδεσµος Αραβικών Κρατών (Arab League / League of Arab States) Περιφερειακή οργάνωση των Αραβικών κρατών. Ξεκίνησε το 1945 µε έξι µέλη και σήµερα έχει 22 µέλη και 4 παρατηρητές. Η έδρα του είναι στο Κάιρο και ο επίσηµος στόχος του είναι να προωθήσει τα συµφέροντα των αραβικών κρατών.

Έχει παίξει σηµαντικό ρόλο στην προώθηση θεµάτων εκπαίδευσης και οικονοµικής συνεργασίας, καθώς και στην αναβάθµιση της θέσης των γυναικών, αλλά δεν έχει καταφέρει να λειτουργήσει το ίδιο αποτελεσµατικά σε πολιτικά ζητήµατα.

Σχέσεις Τουρκίας - Ισραήλ

Από τα µέσα της δεκαετίας του 1990, το Ισραήλ και η Τουρκία επισηµοποίησαν τη συνεργασία τους υπογράφοντας µια σειρά συµφωνιών (αµυντικής και οικονοµικής συνεργασίας). Ουσιαστικά επρόκειτο για µια διαδικασία επαναχάραξης του γεωστρατηγικού χάρτη της περιοχής και το ζητούµενο ήταν η διαµόρφωση του περιφερειακού συστήµατος ασφαλείας στη Μέση Ανατολή, µε τη συµµετοχή και των ΗΠΑ, της Αιγύπτου και της Ιορδανίας. Σήµερα η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική, καθώς τα συµφέροντα Τουρκίας και Ισραήλ αποκλίνουν όσον αφορά στην αυτόνοµη Κουρδική οντότητα στο Β. Ιράκ.

Έχει υπάρξει ευρεία προσέγγιση Τουρκίας και Συρίας, και Τουρκίας - Ιράν, ο Ισλαµικός χαρακτήρας του ΑΚΡ προβληµατίζει τους Ισραηλινούς, ενώ η κυβέρνηση Ερντογάν έχει επενδύσει σηµαντικά στις σχέσεις της µε το Μουσουλµανικό κόσµο, ασκώντας επανειληµµένα δηµόσια κριτική στις ενέργειες του Ισραήλ στο Παλαιστινιακό. Αυτό έχει προκαλέσει σηµαντική βλάβη στις διµερείς σχέσεις Άγκυρας - Ιερουσαλήµ, ενώ επηρεάζει και τη στάση του Εβραϊκού λόµπυ στις ΗΠΑ. Ακόµη και αν η Τουρκική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή εξυπηρετεί σε ένα βαθµό τα Ισραηλινά συµφέροντα, περιορίζοντας την επιρροή του Ιράν στην κοινή γνώµη του Αραβικού και Μουσουλµανικού κόσµου γενικότερα.

Αφού τα Αραβικά καθεστώτα (π.χ. Αιγύπτου, Σ. Αραβίας, κλπ.) στερούνται της απαραίτητης νοµιµοποίησης και επιρροής, θεωρούµενα ως υποτελή των ΗΠΑ, η ρήξη στις σχέσεις Άγκυρας - Ιερουσαλήµ είναι σηµαντική. Αν και οι δύο χώρες (και ιδιαίτερα οι στρατιωτικοί στην Τουρκία) καταβάλλουν προσπάθειες διαχείρισης της κρίσης, η πρότερη στρατηγική σχέση µεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ δεν υφίσταται πλέον, παρότι εξακολουθούν να υπάρχουν κοινά συµφέροντα τα οποία οι δύο χώρες προσπαθούν να εξυπηρετήσουν. Η πρόσφατη διπλωµατική πρωτοβουλία Τουρκίας και Βραζιλίας ασφαλώς δεν χαροποίησε το Ισραήλ.

Ενώ σοβαρά ερωτηµατικά όσον αφορά στο ενδεχόµενο δυναµικής αντιµετώπισης του Ιρανικού πυρηνικού προγράµµατος προκαλεί και η ετοιµότητα της Ισραηλινής κυβέρνησης να αγνοήσει τις αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας.

Τείχος Ασφαλείας (Δυτική Όχθη)

Δίκτυο τσιµεντένιων τοίχων ύψους έως και 8 µέτρων και τάφρων, µε µια ζώνη ασφαλείας µε µέσο πλάτος 60 µέτρων. Έχει µήκος 703 χλµ. και έχουν ολοκληρωθεί τουλάχιστον τα 2/3. Οι υποστηρικτές του Τείχους ισχυρίζονται ότι έχει συµβάλει σηµαντικά στη µείωση των Παλαιστινιακών επιθέσεων αυτοκτονίας, ενώ οι επικριτές του ότι στοχεύει στην προσάρτηση Παλαιστινιακών εδαφών, ότι αποµονώνει εύφορα Παλαιστινιακά εδάφη και δηµιουργεί σοβαρά προβλήµατα στην ελεύθερη διακίνηση των κατοίκων των γύρω περιοχών. Το 2004 το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έκρινε την κατασκευή του τείχους ως παράνοµη σύµφωνα µε το διεθνές δίκαιο. Υπάρχουν και άλλα δύο τείχη, στα σύνορα του Ισραήλ µε τη Γάζα και στα σύνορα της Γάζας µε την Αίγυπτο.


Υψίπεδα Γκολάν

Στρατηγικής σηµασίας ορεινή περιοχή µεταξύ Συρίας, Ισραήλ, Λιβάνου και Ιορδανίας. Τµήµα του, έκτασης 1.200 τετρ. χλµ. κατελήφθη από το Ισραήλ στον πόλεµο του 1967. ∆ιεξάγονται συνοµιλίες για την επιστροφή του στη Συρία, αλλά το πραγµατικό κώλυµα είναι ο έλεγχος των επιφανειακών και υπόγειων υδάτινων πόρων της περιοχής.

Φατάχ / PLO

Κεντρο-αριστερό κόµµα µε εθνικιστική ιδεολογία που αποτελεί τη µεγαλύτερη φατρία της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Ο βασικός ιδρυτής και ηγέτης µέχρι το θάνατό του το 2004 ήταν ο Γιάσερ Αραφάτ. Μετά τον πόλεµο του 1967 έγινε η σηµαντικότερη παλαιστινιακή οργάνωση ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 παρείχε εκπαίδευση σε µεγάλο αριθµό οργανώσεων από την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Ασία και την Αφρική και οι φενταγίν της -συχνά σε συνεργασία µε οργανώσεις όπως ο Μαύρος Σεπτέµβρης, Abu Nidal's Fatah-Revolutionary Council, PFLP, και PFLP-GC πραγµατοποίησαν µεγάλο αριθµό επιθέσεων (συµπεριλαµβανοµένων και αεροπειρατειών και τροµοκρατικών ενεργειών) εναντίον Ισραηλινών στόχων στη Μέση Ανατολή και τη Δυτική Ευρώπη.

Η πολιτική κυριαρχία της τερµατίστηκε το 2005 και 2006 στις δηµοτικές και βουλευτικές εκλογές, όπου ηττήθηκε από τη Χαµάς λόγω διαφθοράς και ανικανότητας για αποτελεσµατική διακυβέρνηση. Σήµερα η Φατάχ, η οποία ελέγχει τη Δυτική Όχθη, στηρίζει τον Μαχµούντ Αµπάς, πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής.

Χαµάς

Παλαιστινιακή παραστρατιωτική οργάνωση και πολιτικό κόµµα, το Κίνηµα Ισλαµικής Αντίστασης ιδρύθηκε το 1987 ως παρακλάδι της Αιγυπτιακής Μουσουλµανικής Αδελφότητας. Εκτός από τις πολλές επιθέσεις αυτοκτονίας και άλλες ενέργειες κατά του Ισραήλ, έχει υψηλή δηµοφιλία ανάµεσα στους Παλαιστίνιους κυρίως λόγω του κοινωνικού της έργου. Η νίκη στις εκλογές του 2006 οδήγησε σε ένοπλη σύγκρουση µε τη Φατάχ, για να επιτευχθεί µια εύθραυστη συµφωνία συγκυβέρνησης µετά από Αιγυπτιακή διαµεσολάβηση. Θεωρείται τροµοκρατική οργάνωση από πολλές δυτικές χώρες διότι δεν αναγνωρίζει το Ισραήλ δεν αποδέχεται τις Συµφωνίες του Όσλο, και δεν αποκηρύσσει την ένοπλη βία. Στους κύκλους της, πάντως, υπάρχουν και πραγµατιστές µε τους οποίους θα µπορούσε κανείς να διαπραγµατευθεί.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

ΔΕΣ: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ 6 ΗΜΕΡΩΝ ή ΑΡΑΒΟ-ΙΣΡΑΗΛΙΝΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1967

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου