Ήταν πολύ περήφανοι που μπορούσαν να βρουν κάποια χωρία σε πατερικά κείμενα που ευνοούσαν μια εξελικτική κατανόηση της δημιουργίας (και να τα παντρέψουν). Ήταν τόσο σημαντικό γι' αυτούς να παρουσιάζονται σύγχρονοι, ώστε αυτό από μόνο του τους αρκούσε και ποτέ δεν προβληματίστηκαν αν αυτό δημιουργούσε παράπλευρα θεολογικά προβλήματα.
Μάλλον κανένας από αυτούς δεν ασχολήθηκε σοβαρά με την εξέλιξη και τη φανταζόταν σαν μια χαρωπή διαδικασία, στην οποία ξεδιπλωνόταν το μεγαλόπνοο σχέδιο του Θεού, ο οποίος εποίησε τα πάντα εν σοφία.
Κανένας από αυτούς δεν θέλησε -και πιστεύω ότι σκοπίμως δεν θέλησε- να δει την καταστροφικότητα, τη βαρβαρότητα και βιαιότητα αυτής της διαδικασίας, που αν την αποδώσει κάποιος στο Θεό, τότε συνομολογεί δημοσίως ότι πιστεύει σ ένα τερατώδη Θεό.
Και αυτό τη στιγμή, κατά την οποία πλείστα θεολογικά πατερικά κείμενα περιγράφουν γλαφυρά ότι ο Θεός δεν κάνει ατελή όντα και ότι τον εμπνέει η αγαθότητα και η σοφία, μια αγαθότητα και μια σοφία που καταπατούνται με τον πλέον βίαιο τρόπο από τις διαδικασίες της εξέλιξης.
Μια διαδικασία η οποία διατηρεί τη σκληρότητα της μέχρι σήμερα. Σήμερα όμως κατά τους θεολόγους αυτή η σκληρότητα δικαιολογείται καθότι είναι... μεταπτωτική.
Και ο αγαθός Θεός των θεολόγων κάθεται αφ’ υψηλού και την παρατηρεί απαθώς, καθότι δεν φταίει Αυτός, αλλά ο Αδάμ και η ελευθερία του (sic).
Νομίζω όπως έχω ξαναπεί ότι, δεν βάζουν απλά το κεφάλι στην άμμο, αλλά ρίχνουν και τσιμέντο γύρω γύρω για να μην ακούν, να μη βλέπουν και να μην καταλαβαίνουν· δεν είναι υπερβολή.
Αντί να υπάρξει μια σύγκλιση ανάμεσα στην πραγματικότητα της ζωής και των θεολογικών διδασκαλιών και αναλύσεων, υπάρχει μια πιο ολοκληρωμένη και γενικευμένη απόκλιση.
Ο λόγος που αυτός ο διαχωρισμός είναι δημοφιλής, είναι εύλογος. Μπορεί κανείς να λέει εντυπωσιακά λόγια, λόγια εύηχα, περί αγάπης, ελευθερίας, σχέσης και άλλων συναφών χωρίς να κινδυνεύει να τον ελέγξει κάποιος, γιατί, βέβαια, στον χώρο της φαντασίας μπορεί να δώσει στις λέξεις ό,τι νόημα θέλει, αλλά και να το αλλάζει κατά βούληση. Ταυτόχρονα, έχει έτοιμη την απάντηση για οποιαδήποτε κριτική προκύψει σχετικά με την ιστορική ύπαρξη της Εκκλησίας. Αν πρόκειται για σκάνδαλα, η απάντηση είναι ότι οι κακοί χριστιανοί δεν εφαρμόζουν την καλή χριστιανική διδασκαλία. Αν πάλι πρόκειται για απόψεις που διατυπώνουν άνθρωποι της πραγματικής - ιστορικής Εκκλησίας και είναι εξόφθαλμα παράλογες, η απάντηση είναι ότι αυτοί δεν είναι η όντως πραγματική Εκκλησία.
Σύμφωνα λοιπόν με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την Εκκλησία οι απολογητές, αυτή αποτελείται από δύο τμήματα: ένα υλικό, ορατό, ψηλαφητό και απίστευτα κακό· και ένα άλλο, το οποίο έχει όλα τα χαρακτηριστικά του άυλου, δεν φαίνεται, δεν πιάνεται, δεν μετριέται, κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται και ταυτόχρονα είναι η πραγματοποίηση, η υλοποίηση της χριστιανικής τελειότητας. Αυτή η τελευταία βέβαια νοείται σύμφωνα με τις προτιμήσεις του εκάστοτε απολογητή· άλλοτε ως μη μεταφυσική αλλά ως εμπειρική πραγματικότητα, άλλοτε ως χώρος σχέσης, άλλοτε ως χώρος θεοφάνειας και ούτω καθεξής. Αυτός ο δυαλισμός όμως δεν θα πρέπει να νομισθεί ότι άπτεται μόνο του ηθικού χώρου. Όχι, άπτεται και της διδασκαλίας. Για πολλούς απολογητές οι δύο Εκκλησίες δεν διαφέρουν μόνον ηθικά, αλλά και ως προς τα πιστεύω τους.
Η διδασκαλία της κακιάς Εκκλησίας είναι νομικιστική, ηθικιστική, πλατωνίζουσα, εκκοσμικευμένη και ό,τι άλλο, ενώ η καλή Εκκλησία είναι πιστή στην αληθινή διδασκαλία. Ποια είναι αυτή η αληθινή διδασκαλία; Για χρόνια ήταν η πατερική διδασκαλία.
Τώρα που οι Πατέρες φαίνεται ότι παρεξήγησαν την αλήθεια και ότι θεολόγησαν με τη δημιουργική φαντασία τους, την αληθινή διδασκαλία την εκφράζει πια μόνον ο Χριστός, και τα Ευαγγέλια. Πάντα όμως μένω με την απορία: Έχουν άραγε το θάρρος και την ειλικρίνεια να πούνε ότι ένα μεγάλο μέρος της μεσαιωνικής θεολογικής παραγωγής είναι προϊόν φαντασίας και χρήζει δραστικής αναθεώρησης; Όχι, αυτό το κρίσιμο ερώτημα το θάβουν άλλοτε εντέχνως και άλλοτε ατέχνως, γιατί βέβαια δεν μπορούν να διαχειρισθούν το άλλο ερώτημα που ακολουθεί: Αυτοί με τίνος τη φαντασία θεολογούν;
Αυτός ο δυαλισμός προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα στους απολογητές. Τους δίνει έναν σάκο του μποξ, στον οποίο μπορούν να εκτονώσουν την απογοήτευση και τον προβληματισμό που προκαλεί η εκκλησιαστική πραγματικότητα, ικανοποιώντας τόσο τον δικό τους ψυχισμό όσο και των ακροατών τους. Ταυτόχρονα τους ενδύει με τον μανδύα της ειλικρίνειας και της γνησιότητας, γιατί εκφράζουν με αυθεντικό τρόπο το δημόσιο αίσθημα. Αλλά, όπως ξέρουμε και από την ψυχολογία, τέτοιες δημόσιες αυτοκριτικές συνήθως χρησιμεύουν για να σκεπάζουν τα πραγματικά προβλήματα. Στρέφουν την προσοχή στις συνέπειες, με σκοπό να αφήσουν στο σκοτάδι τις αιτίες που παράγουν τα προβλήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου