Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (1.178-1.220)

Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
180 Μέντης Ἀγχιάλοιο δαΐφρονος εὔχομαι εἶναι
υἱός, ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσω.
νῦν δ᾽ ὧδε ξὺν νηῒ κατήλυθον ἠδ᾽ ἑτάροισι,
πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους,
ἐς Τεμέσην μετὰ χαλκόν, ἄγω δ᾽ αἴθωνα σίδηρον.
185 νηῦς δέ μοι ἥδ᾽ ἕστηκεν ἐπ᾽ ἀγροῦ νόσφι πόληος,
ἐν λιμένι Ῥείθρῳ, ὑπὸ Νηΐῳ ὑλήεντι.
ξεῖνοι δ᾽ ἀλλήλων πατρώϊοι εὐχόμεθ᾽ εἶναι
ἐξ ἀρχῆς, εἴ πέρ τε γέροντ᾽ εἴρηαι ἐπελθὼν
Λαέρτην ἥρωα, τὸν οὐκέτι φασὶ πόλινδε
190 ἔρχεσθ᾽, ἀλλ᾽ ἀπάνευθεν ἐπ᾽ ἀγροῦ πήματα πάσχειν
γρηῒ σὺν ἀμφιπόλῳ, ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε
παρτιθεῖ, εὖτ᾽ ἄν μιν κάματος κατὰ γυῖα λάβῃσιν
ἑρπύζοντ᾽ ἀνὰ γουνὸν ἀλῳῆς οἰνοπέδοιο.
νῦν δ᾽ ἦλθον· δὴ γάρ μιν ἔφαντ᾽ ἐπιδήμιον εἶναι,
195 σὸν πατέρ᾽· ἀλλά νυ τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου.
οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀδυσσεύς,
ἀλλ᾽ ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ,
νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν,
ἄγριοι, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ᾽ ἀέκοντα.
200 αὐτὰρ νῦν τοι ἐγὼ μαντεύσομαι, ὡς ἐνὶ θυμῷ
ἀθάνατοι βάλλουσι καὶ ὡς τελέεσθαι ὀΐω,
οὔτε τι μάντις ἐὼν οὔτ᾽ οἰωνῶν σάφα εἰδώς.
οὔ τοι ἔτι δηρόν γε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης
ἔσσεται, οὐδ᾽ εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ᾽ ἔχῃσι·
205 φράσσεται ὥς κε νέηται, ἐπεὶ πολυμήχανός ἐστιν.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
εἰ δὴ ἐξ αὐτοῖο τόσος πάϊς εἰς Ὀδυσῆος.
αἰνῶς μὲν κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας
κείνῳ, ἐπεὶ θαμὰ τοῖον ἐμισγόμεθ᾽ ἀλλήλοισι,
210 πρίν γε τὸν ἐς Τροίην ἀναβήμεναι, ἔνθα περ ἄλλοι
Ἀργείων οἱ ἄριστοι ἔβαν κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν·
ἐκ τοῦ δ᾽ οὔτ᾽ Ὀδυσῆα ἐγὼν ἴδον οὔτ᾽ ἐμὲ κεῖνος.»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
215 μήτηρ μέν τ᾽ ἐμέ φησι τοῦ ἔμμεναι, αὐτὰρ ἐγώ γε
οὐκ οἶδ᾽· οὐ γάρ πώ τις ἑὸν γόνον αὐτὸς ἀνέγνω.
ὡς δὴ ἐγώ γ᾽ ὄφελον μάκαρός νύ τευ ἔμμεναι υἱὸς
ἀνέρος, ὃν κτεάτεσσιν ἑοῖς ἔπι γῆρας ἔτετμε.
νῦν δ᾽ ὃς ἀποτμότατος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων,
220 τοῦ μ᾽ ἔκ φασι γενέσθαι, ἐπεὶ σύ με τοῦτ᾽ ἐρεείνεις.»

***
Ανταποκρίθηκε, τα μάτια λάμποντας, αμέσως η θεά Αθηνά:
«Πρόθυμα κι ακριβώς, όσα ζητάς να μάθεις, θα σου πω:
180 Μέντης το όνομά μου, γιος του εμπειροπόλεμου Αγχιάλου,
ο ίδιος τους θαλασσινούς Ταφίους κυβερνώ·
εδώ μ᾽ ένα καράβι και συντρόφους έφτασα, έτοιμος
να ανοιχτώ στο μπλάβο πέλαγος, πηγαίνοντας σ᾽ αλλόγλωσσους
ανθρώπους, στην Τεμέσα· γυρεύω ν᾽ ανταλλάξω σίδηρο γυαλιστερό
που φέρνω, με χαλκό· κι όσο για το καράβι μου, με περιμένει
κάπου εκεί στα χτήματα, έξω απ᾽ την πόλη, στο λιμάνι Ρείθρο,
κάτω απ᾽ το δασωμένο Νήιο.
Ναι, καμαρώνουμε πως είμαστε αμοιβαίοι φίλοι, γονικοί κι ανέκαθεν —
πήγαινε, αν θέλεις, να ρωτήσεις τον αντρείο Λαέρτη, γέροντα πια,
που τώρα ακούω δεν κυκλοφορεί σαν άλλοτε στην πόλη·
190 αποτραβήχτηκε στα χτήματα, βαρύς από τα βάσανα
και μόνος, με μια γερόντισσα που τον υπηρετεί· αυτή στο πλάι του
αφήνει φαγητό και το κρασί, όταν ο κάματος του παραλύει τα μέλη —
όλη τη μέρα, λένε, σέρνεται σ᾽ εκείνην την πλαγιά με τα πολλά τ᾽ αμπέλια.
Και νά με τώρα· η φήμη μ᾽ έφερε
πως βρίσκεται ο πατέρας σου κιόλας στην πόλη —
φαίνεται όμως οι θεοί τού φράζουνε τον δρόμο ακόμη.
Ωστόσο ο θείος Οδυσσέας δεν πέθανε, και δεν τον σκέπασε
της γης το χώμα· είναι, πιστεύω, ζωντανός, κι ας εμποδίζεται
στη μέση του ανοιχτού πελάγους, όπου και τον κρατούν,
σ᾽ ένα νησί περίβρεχτο, άνθρωποι απολίτιστοι και βάναυσοι·
αυτοί, χωρίς τη θέλησή του, τον δεσμεύουν.
200 Άκουσε όμως τώρα τη μαντεία μου, όπως μέσα στον νου μου
την ξυπνούν οι αθάνατοι κι όπως νομίζω πως θα γίνει —
δεν ισχυρίζομαι πως είμαι μάντης, μήτε και καλοξέρω να εξηγήσω
τα σημάδια των πουλιών, κι όμως:
πολύν καιρό ακόμη δεν θα μείνει εκείνος μακριά από την πατρίδα του·
έστω κι αν τον κρατούν στα σίδερα,
θα βρει τον τρόπο να γυρίσει, αυτός που είναι πολυμήχανος.
Μα τώρα απάντησε στο ερώτημά μου και μίλησέ μου ειλικρινά:
αν, ένα τέτοιο παλληκάρι, είσαι του Οδυσσέα, ο δικός του γιος·
απίστευτο πώς μοιάζεις στο πρόσωπο και στα όμορφά σου μάτια
εκείνου — βλεπόμαστε συχνά και μεταξύ μας ανταμώναμε,
210 προτού κινήσει να ανεβεί στην Τροία, όπου κι οι άλλοι
Αργείοι, οι γενναιότεροι, πήγαν με τα βαθιά τους πλοία.
Μετά χαθήκαμε· δεν είδα πια τον Οδυσσέα εγώ, μήτε κι αυτός εμένα.»
Της αντιμίλησε ο Τηλέμαχος με φρόνηση και γνώση:
«Δεν θα σου κρύψω, ξένε, τίποτε, τη σκέψη μου θα φανερώσω·
η μάνα μου ισχυρίζεται πως είμαι γέννημα δικό του, όμως
εγώ δεν ξέρω· ποιος τάχα ως τώρα μόνος του αναγνώρισε
εκείνον που τον έσπειρε;
Άμποτε να ᾽μουν ενός άλλου ο γιος, καλόμοιρου,
που τα γεράματα τον βρίσκουν μέσα στ᾽ αγαθά του·
τώρα φαντάσου, ο πιο δυστυχισμένος που γεννήθηκε σ᾽ αυτόν τον κόσμο,
αυτός μου λένε πως με γέννησε — η ερώτησή σου με προκάλεσε
220 κι έδωσα την απόκρισή μου.»

Έριχ Φρομ: Σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ ή Σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι;

Είναι η αγάπη τέχνη; Αν είναι, χρειάζεται γνώση και προσπάθεια. Ή μήπως η αγάπη είναι ένα ευχάριστο συναίσθημα που κατά σύμπτωση το γνωρίζει κανείς, το «συναντά» αν είναι τυχερός;

Αναμφισβήτητα η πλειοψηφία των ανθρώπων πιστεύουν στη δεύτερη αντίληψη.

Αυτή η αντίληψη – ότι τίποτε δεν είναι πιο εύκολο από το ν’ αγαπάς – εξακολουθεί να είναι η πιο διαδεδομένη παρά την αφθονία των αποδείξεων για το αντίθετο. Σχεδόν καμία προσπάθεια, κανένα έργο δεν αρχίζει με τόσο μεγάλες ελπίδες και προσδοκίες όπως αρχίζει η αγάπη, κι ωστόσο τίποτε δεν αποτυχαίνει τόσο συχνά όσο αυτή. Αν αυτό συνέβαινε με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, οι άνθρωποι θα ήταν περισσότερο πρόθυμοι να εξετάσουν τους λόγους της αποτυχίας αυτής και να μάθουν πώς θα μπορούσαν να ενεργήσουν καλύτερα. Ή θα εγκατέλειπαν τη δραστηριότητα αυτή. Και αφού, στην περίπτωση της αγάπης, αυτό είναι αδύνατο, μόνο ένας δρόμος υπάρχει για το ξεπέρασμα της αποτυχίας: να εξετάσουμε τους λόγους της αποτυχίας αυτής και να προχωρήσουμε στην έρευνα της έννοιας της αγάπης.

Το πρώτο βήμα είναι να καταλάβουμε ότι η αγάπη είναι μια τέχνη, ακριβώς όπως μια τέχνη είναι και η ίδια η ζωή. Αν θέλουμε να μάθουμε πώς ν’ αγαπάμε, πρέπει να προχωρήσουμε με τον ίδιο τρόπο που προχωρούμε όταν θέλουμε να μάθουμε μια οποιαδήποτε άλλη τέχνη, π.χ. μουσική, ζωγραφική, ξυλουργική ή την επιστήμη της ιατρικής και της μηχανικής.

Ποια είναι τα απαραίτητα στάδια στην εκμάθηση μιας οποιασδήποτε τέχνης;

Η διαδικασία της εκμάθησης μιας τέχνης μπορεί να διαιρεθεί σε δυο μέρη: Το πρώτο είναι η εκμάθηση της θεωρίας και το δεύτερο η εκμάθηση της πρακτικής. Αν θέλω να μάθω την επιστήμη της ιατρικής, πρέπει πρώτα απ’ όλα να μάθω τα βασικά στοιχεία για το ανθρώπινο σώμα και για τις διάφορες αρρώστιες. Αλλά κι όταν αποκτήσω όλη αυτή τη γνώση, πάλι δε θα είμαι ικανός στην τέχνη της ιατρικής. Μόνο έπειτα από μακριά πρακτική εξάσκηση θα είμαι κύριος της τέχνης, μόνο όταν η θεωρητική γνώση και η πείρα της πρακτικής θα έχουν συγχωνευτεί σ’ ένα πράγμα – στη διαίσθησή μου, που αποτελεί την ουσία της κατοχής μιας τέχνης.

Αλλά εκτός από τη γνώση της θεωρίας και της πρακτικής, ένας τρίτος παράγοντας είναι αναγκαίος για την κατάκτηση κάθε τέχνης – η υπέρτατη σημασία που δίνουμε στην τέχνη αυτή. Τίποτ’ άλλο στον κόσμο δεν πρέπει να είναι πιο σημαντικό από την τέχνη που μας ενδιαφέρει. Αυτό ισχύει για τη μουσική, την ιατρική, την ξυλουργική – και για την αγάπη. Κι ίσως εδώ να βρίσκεται η απάντηση στο ερώτημα: γιατί οι άνθρωποι του πολιτισμού μας προσπαθούν τόσο σπάνια να μάθουν αυτή την τέχνη στο πείσμα των ολοφάνερων αποτυχιών τους; Παρόλο που η λαχτάρα γι’ αγάπη είναι τόσο βαθιά ριζωμένη, σχεδόν όλα τ’ άλλα φαίνονται να είναι πιο σημαντικά από την αγάπη: επιτυχία, γόητρο, χρήματα, δύναμη. Όλη μας σχεδόν η ενεργητικότητα χρησιμοποιείται για να μάθουμε πώς να πετύχουμε σ’ αυτούς τους σκοπούς. Και σχεδόν καθόλου για να μάθουμε την τέχνη της αγάπης.

Θα θεωρήσουμε λοιπόν αξιόλογα και θα μάθουμε μόνο εκείνα τα πράγματα που μπορούν να μας φέρουν χρήματα ή γόητρο; Και η αγάπη που πλουτίζει «μόνο» την ψυχή, αλλά δε φέρνει κανένα άλλο κέρδος, όπως το εννοούν σήμερα, είναι μια πολυτέλεια για την οποία δεν έχουμε το δικαίωμα να ξοδέψουμε αρκετή ενεργητικότητα;

Η παιδαριώδης αγάπη ακολουθεί την αρχή: «Αγαπώ επειδή με αγαπούν». Η ώριμη αγάπη ακολουθεί την αρχή «με αγαπούν επειδή αγαπώ». Η ανώριμη αγάπη λέει: «Σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι». Η ώριμη αγάπη λέει: «Σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ».

Η σεξουαλική επιθυμία μπορεί να διεγερθεί από την αγωνία της μοναξιάς. Καμιά φορά από ματαιοδοξία. Η πηγή της μπορεί να είναι η επιθυμία για κατάκτηση, για εκδίκηση ή για καταστροφή. Η αγάπη είναι μόνο ένα από τα δυνατά συναισθήματα που μπορούν να προκαλέσουν σεξουαλική επιθυμία.

Οι περισσότεροι άνθρωποι εύκολα ξεγελιούνται και πιστεύουν ότι είναι ερωτευμένοι όταν επιθυμούν ο ένας τον άλλον σεξουαλικά. Η αγάπη μπορεί να εμπνεύσει την επιθυμία για σεξουαλική ένωση κι όταν γίνει αυτό, η σωματική σχέση είναι ένα με την τρυφερότητα. Αν η επιθυμία για σωματική ένωση δεν έχει προκληθεί από αγάπη, τότε ποτέ δεν οδηγεί σε κάτι πέρα από μια φευγαλέα ένωση.

Η ώριμη ερωτική αγάπη θα πρέπει να είναι ουσιαστικά μια πράξη θέλησης. Να δεσμεύει κανείς τη ζωή του απόλυτα στη ζωή ενός άλλου προσώπου. Το να αγαπά κανείς κάποιον δεν είναι απλώς ένα δυνατό συναίσθημα -είναι μια απόφαση, μια κρίση, μια υπόσχεση. Η αγάπη δεν είναι αποτέλεσμα σεξουαλικής ικανοποίησης.

Αντίθετα, η σεξουαλική ευτυχία -ακόμα και η γνώση της λεγόμενης σεξουαλικής τεχνικής- είναι αποτέλεσμα της αγάπης. Αν ένα ανίκανο ή ψυχρό πρόσωπο μπορέσει να αναδυθεί από τον φόβο ή το μίσος και να αγαπήσει, τότε τα σεξουαλικά προβλήματά του λύνονται. Αν δεν μπορέσει, τότε καμιά σεξουαλική τεχνική δεν θα το βοηθήσει.

Οι πραγματικές συγκρούσεις δεν είναι καταστρεπτικές. Όταν αντιμετωπιστούν τίμια, οδηγούν σε ένα ξεκαθάρισμα από το οποίο και οι δύο βγαίνουν κερδισμένοι σε δύναμη και γνώση. Η αγάπη είναι εφικτή μόνο αν δύο πρόσωπα επικοινωνούν μεταξύ τους από το κέντρο του είναι τους και αν δεν προσπαθούν να αποφύγουν τα προβλήματά τους.

Μόνον ο άνθρωπος που έχει πιστή στον εαυτό του μπορεί να είναι πιστός στους άλλους. Η αγάπη είναι μια δύναμη που παράγει αγάπη. Η ικανότητα να αγαπά κανείς σαν μια πράξη δοσίματος εξαρτάται από το κατά πόσο ο χαρακτήρας του ανθρώπου έχει εξελιχτεί πέρα από την ανάγκη της εξάρτησης, από την αγάπη του εαυτού του, από την επιθυμία να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται τους άλλους ή να συσσωρεύει.

Αγαπώ σημαίνει εγκαταλείπομαι χωρίς καμία εγγύηση, δίνομαι εντελώς ελπίζοντας ότι η αγάπη μου θα αφυπνίσει την αγάπη στον άλλον.

Αν ένα πρόσωπο αγαπά μονάχα ένα άλλο πρόσωπο και αδιαφορεί για τους άλλους συνανθρώπους του, η αγάπη του δεν είναι αγάπη, αλλά μεγενθυμένος εγωισμός. Αν αγαπώ πραγματικά έναν άνθρωπο, τότε αγαπώ όλους τους ανθρώπους, αγαπώ όλον τον κόσμο, αγαπώ τη ζωή. Αυτή είναι η αδελφική αγάπη και βρίσκεται στη βάση κάθε άλλης αγάπης.

Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει αποξενωθεί από τον εαυτό του, από το συνάνθρωπό του και από τη φύση, έχει μεταβληθεί σε εμπόρευμα και αντιλαμβάνεται τις δυνάμεις της ζωής του σαν μια επένδυση που πρέπει να του αποφέρει το ανώτατο δυνατό κέρδος, στις δοσμένες συνθήκες της αγοράς.

Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ουσιαστικά σχέσεις αλλοτριωμένων αυτομάτων, που το καθένα βασίζει την ασφάλειά του στο να παραμένει κοντά στο κοπάδι, να μη διαφέρει στη σκέψη, στα συναισθήματα ή στην πράξη από τους άλλους. Και ενώ ο καθένας προσπαθεί να παραμείνει όσο κοντύτερα στους άλλους, όλοι παραμένουν ολοκληρωτικά μόνοι, όλοι νιώθουν να τους διαπερνά βαθύ αίσθημα ανασφάλειας και ενοχής, που πάντοτε εμφανίζεται όταν δεν ξεπερνιέται η ανθρώπινη μοναξιά. Ο πολιτισμός μας προσφέρει πολλά καταπραϋντικά που βοηθούν τους ανθρώπους να διατηρούν συνειδητή άγνοια αυτής τους της μοναξιάς.
  • Την αυστηρή ρουτίνα της γραφειοκρατούμενης, μηχανικής εργασίας, που κάνει τα άτομα να μην συναισθάνονται τις πιο βαθιές ανθρώπινες επιθυμίες τους, τη λαχτάρα να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να ενωθούν με τους άλλους.
  • Τη ρουτίνα της ψυχαγωγίας, με την παθητική κατανάλωση ήχων και θεαμάτων που προσφέρει η βιομηχανία της ψυχαγωγίας.
  • Την ικανοποίηση να αγοράζει διαρκώς καινούργια πράγματα και να τα ανανεώνει.
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πράγματι πολύ κοντά στην εικόνα που περιγράφει ο Χάξλευ στο βιβλίο του «Ο θαυμαστός νέος κόσμος»: καλοθρεμένος, καλοντυμένος, ικανοποιημένος σεξουαλικά, ωστόσο χωρίς προσωπικότητα, χωρίς καμία επαφή με τους συνανθρώπους του εκτός από την πιο επιφανειακή, κατευθυνόμενος από συνθήματα που τόσο επιγραμματικά διατυπώνει ο Χάξλευ, όπως «όταν τα ανθρώπινα γρανάζια έχουν αισθήματα, η κοινωνική μηχανή παθαίνει εμπλοκές».

Ο κόσμος όλος είναι ένα μεγάλο αντικείμενο για την όρεξή μας, ένα μεγάλο μήλο, μια μεγάλη μπουκάλα, ένας μεγάλος μαστός, κι εμείς θηλάζουμε, πάντα προσδοκούμε, ελπίζουμε και πάντα απογοητευόμαστε. Ο χαρακτήρας μας είναι ρυθμισμένος να ανταλλάσσει και να παίρνει, να αλλάζει και να καταναλώνει. Το καθετί, πνευματικό ή υλικό, γίνεται αντικείμενο ανταλλαγής και κατανάλωσης.

Τι δίνει αλήθεια ένας άνθρωπος στο συνάνθρωπό του; Δίνει από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, δίνει από τη ζωή του. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θυσιάζει τη ζωή του για τον άλλο, αλλά ότι του δίνει από εκείνο που είναι ζωντανό μέσα του. Του δίνει από τη χαρά του, από το ενδιαφέρον, την κατανόηση, τη γνώση, το χιούμορ, τη θλίψη του- απ’ όλες τις εκφράσεις και εκδηλώσεις της ζωής που κρύβει μέσα του. Και καθώς δίνει μ’ αυτό το τρόπο, εμπλουτίζει το συνάνθρωπο, δυναμώνει το αίσθημα της ζωντάνιας του με το να δυναμώνει τη δική του αίσθηση ύπαρξης. Δε δίνει με σκοπό να πάρει. Η προσφορά είναι από μόνη της μια εξαίσια χαρά. Καθώς όμως δίνει, δεν μπορεί παρά να γεννήσει κάτι καινούργιο μέσα στον άλλο άνθρωπο και αυτό που γεννιέται αντανακλάται πάλι σ’ αυτόν.

Αλλά πέρα από το στοιχείο της προσφοράς, ο ενεργητικός χαρακτήρας της αγάπης γίνεται φανερός στο ότι πάντα περιέχει ορισμένα βασικά στοιχεία που είναι κοινά σε όλες τις μορφές της αγάπης. Αυτά τα στοιχεία είναι: φροντίδα, ευθύνη, σεβασμός και γνώση.

Έριχ Φρομ, Η τέχνη της αγάπης

Αλλάζει ο πόνος τον άνθρωπο

Ο πόνος αλλάζει τον άνθρωπο, κάποιους τους κάνει αγενείς και κάποιους σιωπηλούς.

Είδα ανθρώπους να χάνουν τα πάντα σε μια στιγμή και να γίνονται πιο δοτικοί από ότι πριν.
Είδα ανθρώπους να χάνουν ότι πιο πολύτιμο δημιούργησαν στη ζωή τους, τη ζωή μέσα από τους ίδιους.
Είδα ανθρώπους να δακρύζουν μπροστά σε μια εικόνα.
Ο ψυχικός πόνος τους έκανε να νιώθουν κάθε εκατοστό του σώματος τους να υποφέρει.
Η απελπισία τους τύλιγε κάθε βράδυ και τους ακολουθούσε όλη μέρα κατά πόδας, γιατί δεν έβρισκαν την ελπίδα, είχε για πολύ καιρό συννεφιά γι’ αυτούς.
Κι όμως επέλεξαν να πάρουν τον δρόμο της προσφοράς.
Μάζεψαν τα κομμάτια τους και ξεκίνησαν από την αρχή, με τόση δύναμη που ούτε οι ίδιοι δεν γνώριζαν πως έχουν.
Εκτίμησαν τα μικρά και δεν έψαξαν ποτέ ξανά για τα μεγάλα.
Σταμάτησαν να κρίνουν τους άλλους και διάλεξαν να δίνουν αγάπη χωρίς να περιμένουν τίποτα.
Επέλεξαν τη σιωπή για όλα τα άσχημα που έζησαν, τα άφησαν πίσω τους ξέροντας πως, η ζωή είναι ένα δώρο που δε πρέπει να σπαταλάς τις μέρες της γεμίζοντας κακία και μιζέρια.

Κι άλλοι πάλι επέλεξαν να μείνουν κολλημένοι στο παρελθόν, γεμίζοντας την ψυχή τους με κακία και μιζέρια λιγοψυχώντας και ρίχνοντας το φταίξιμο σε κάποιον άλλον η ακόμη και στην ίδια τη ζωή.
Θαρρείς και υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται με την μοίρα τους προδιαγραμμένη.
Θαρρείς και κάποιος τους έχει βάλει στο μάτι, δε τους συμπαθεί και τους χαλάει τα σχέδια.
Κρίνουν τους γύρω τους με αγένεια και κακία σαν να ήταν θεοί.

Όταν κάποιος περάσει ένα μεγάλο διάστημα πόνου, είτε θα γίνει αγενής και μίζερος, είτε θα τα αφήσει όλα πίσω του και θα συνεχίσει με αξιοπρέπεια και αγάπη.
Κάποιοι θα επιλέξουν να σιωπήσουν για όλα όσα πέρασαν και κάποιοι θα α διατυμπανίζουν πως πέρασαν χειρότερα από όλους όσους γνωρίζουν.

Νίτσε: Το γούστο ως αυτοάμυνα

Σε όλα τα ζητήματα – στην επιλογή της διατροφής, του τόπου και του κλίματος, της αναψυχής – διατάζει ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης, και κερδίζει την πιο αναμφισβήτητη έκφρασή του ως ένστικτο αυτοάμυνας. Να μην βλέπουμε πολλά πράγματα, να μην ακούμε πολλά πράγματα – πρώτη εντολή της φρόνησης, πρώτη απόδειξη πως δεν είμαστε τυχαίοι αλλά αναγκαίοι.

Η κοινή λέξη γι’ αυτό το ένστικτο της αυτοάμυνας είναι το γούστο.

Αυτό μας διατάζει όχι μόνο να λέμε Όχι όταν το Ναι θα ήταν «ανιδιοτελές», αλλά και να λέμε Όχι όσο το δυνατόν λιγότερο.

Να αποσπόμαστε, να χωριζόμαστε από καθετί που θα μας έβαζε αναγκαστικά να λέμε Όχι.

Ο λόγος γι’ αυτό είναι πως όταν οι μικρές ή μεγάλες αμυντικές δαπάνες μας γίνονται κανόνας και συνήθεια, προκαλούν ένα υπερβολικό και εντελώς περιττό φτώχεμα.

Οι μεγάλες δαπάνες μας είναι αθροίσματα μικρών δαπανών.

Το να προσέχουμε, το να μην αφήνουμε τα πράγματα να έρχονται κοντά, συνεπάγεται μια δαπάνη – ας μην ξεγελιέται κανείς πάνω σ’ αυτά – μια ενέργεια που ξοδεύεται για αρνητικούς σκοπούς.

Μέσω της διαρκούς ανάγκης για προφύλαξη μόνο, μπορεί να γίνει κανείς αρκετά αδύναμος ώστε να μην μπορεί πια να υπερασπίζεται τον εαυτό του.

Υποθέστε ότι βγαίνω από το σπίτι μου και βρίσκω, αντί για το ήσυχο αριστοκρατικό Τορίνο, μια μικρή γερμανική πόλη: το ένστικτό μου θα έπρεπε τότε να σηκώσει έναν φράκτη για να απωθήσει καθετί που θα ερχόταν καταπάνω του από εκείνον τον συμπιεσμένο και πλακουτσό, δειλό κόσμο. Ή πως βρίσκω μια μεγάλη γερμανική πόλη – αυτό το κατοικημένο ελάττωμα, όπου τίποτα δεν φυτρώνει, όπου το καθετί καλό ή κακό, εισάγεται απ’ έξω. Θα έπρεπε αυτό να με αναγκάσει να γίνω σκαντζόχοιρος;

Αλλά το να έχεις αγκάθια είναι μια σπατάλη, ακόμη και μια διπλή πολυτέλεια, όταν μπορείς να διαλέξεις να μην έχεις αγκάθια αλλά ανοιχτά χέρια.

Μια άλλη συμβουλή της φρόνησης και της αυτοάμυνας είναι να αντιδρούμε όσο το δυνατόν σπανιότερα, και να αποφεύγουμε καταστάσεις και σχέσεις που θα μας καταδικάζουν να αναστείλουμε την «ελευθερία» μας και την πρωτοβουλία μας, και να γίνουμε απλά αντιδραστήρια.

Ως όρο σύγκρισης παίρνω τις σχέσεις με τα βιβλία.

Οι σοφοί που κατά βάθος δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να φυλλομετρούν βιβλία, στο τέλος χάνουν εντελώς την ικανότητά τους να σκέφτονται από μόνοι τους. Όταν δεν φυλλομετρούν, δεν σκέφτονται.

Οι σοφοί ξοδεύουν όλη την ενέργειά τους λέγοντας Ναι και Όχι, ασκώντας κριτική σ’ αυτό που σκέφτηκαν άλλοι – οι ίδιοι δεν σκέφτονται πια.

Το ένστικτο της αυτοάμυνας έχει αδυνατίσει σ’ αυτούς· αλλιώς θα αντιστέκονταν στα βιβλία. Ο σοφός – ένας παρακμιακός.

Φρειδερίκος Νίτσε, Ίδε ο Άνθρωπος

Οι αργοί ρυθμοί βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής μας

Η Γη διανύει 2.5 εκατομμύρια χιλιόμετρα κάθε μέρα, με ταχύτητα πάνω από 106.000 χιλιόμετρα/ώρα. Μερικές φορές αισθανόμαστε ότι η σύγχρονη ζωή κινείται με την ίδια ταχύτητα. Η πολυπραγμοσύνη είναι η προεπιλογή. Το να συμβαδίζει κανείς με όλο αυτό είναι εξαντλητικό: με τις ωριαίες ειδήσεις, το τελευταίο tweet, τη νεότερη τηλεοπτική εκπομπή, ένα γεμάτο ημερολόγιο κοινωνικών εκδηλώσεων, το φόβο ότι θα χάσουμε κάτι, και όλες τις άλλες απαιτήσεις της καθημερινής ζωής.

Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να τα κάνουμε όλα αυτά. Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για ξεκούραση. Για παιχνίδι. Για να κάτσουμε, να χαζέψουμε και να ονειροπολήσουμε. Ο σκοπός του χρόνου είναι να γεμίζει, και όποιο δοχείο προσφέρει ο χρόνος ξεχειλίζει από πράγματα που πρέπει να κάνουμε. Πριν προλάβουμε να χωνέψουμε αυτό που ήμασταν, είμαστε ήδη ένα βήμα στο μέλλον, και η παρούσα στιγμή μοιάζει με μια συνεχή μετάβαση στο επόμενο πράγμα.

Ενώ η Γη ταξιδεύει με 106.000 χιλ./ώρα, καλύπτοντας όλο αυτή την απόσταση, το κάνει χωρίς ιδιαίτερη φασαρία. Δεν ζητά ρεπό ούτε παραπονιέται ότι είναι απασχολημένη. Απλά κάνει αυτό που κάνει. Και καθώς ταξιδεύετε μέσα στο σύμπαν, αν βγείτε στη φύση, ή έστω κάνετε μια στιγμή παύση, και απλά αναπνεύσετε, κλείσετε τα μάτια σας, θα βρείτε κάτι απίστευτο – την ηρεμία.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, είναι δυνατόν να νιώσετε μια αίσθηση ηρεμίας, ακόμη και μέσα στον υπερταχύτατο πολιτισμό μας. Η λύση; Η βραδύτητα.

Το απαλό ξεπερνά το άκαμπτο.
Το αργό ξεπερνά το γρήγορο.
Ο αδύναμος ξεπερνά τον δυνατό.
Όλοι γνωρίζουν ότι ο υποχωρητικός ξεπερνά τον άκαμπτο,
και το μαλακό ξεπερνά το σκληρό.
Ωστόσο, κανείς δεν εφαρμόζει αυτή τη γνώση
Lao Tzu, Tao Te Ching

Τι είναι η βραδύτητα; Έχω σκεφτεί πολύ αυτή την ερώτηση. Συχνά νιώθω την πίεση του χρόνου. Είμαι ιδιαίτερα δραστήριος, φιλόδοξος, αυτός που παραπονιέται ότι δεν υπάρχουν αρκετές ώρες μέσα στην ημέρα. Κρατώντας την επίγνωσή μου σε αυτό το ερώτημα και εξερευνώντας ποια είναι η αίσθηση της βραδύτητας ως εμπειρία, είχα μερικές ιδέες. Καταλήγω στο εξής: η βραδύτητα δεν έχει να κάνει με το τι κάνεις, αλλά με το πώς το κάνεις.

Ας εξερευνήσουμε πρώτα το αντίθετό της: τη βιασύνη. Θα γνωρίζετε το συναίσθημα. Όταν αισθάνεστε ότι η ζωή είναι ένας διάδρομος σε μέγιστη ταχύτητα. Όπου αυτό που ακολουθεί είναι αισθητό, μια προφητική παρουσία στις παρυφές της συνείδησης που δημιουργεί μια συνεχή πίεση να μην το αφήσουμε, από φόβο μήπως μείνουμε πίσω. Είναι εξαντλητικό. Η βιασύνη είναι το αίσθημα του να ξεπερνάμε κάθε παρούσα στιγμή, να προχωράμε στην επόμενη, να ολοκληρώνουμε την επόμενη εργασία, να τα κάνουμε όλα στην ώρα τους.

Η βραδύτητα και η βιασύνη δεν είναι σωματικές καταστάσεις. Είναι καταστάσεις του νου. Είναι η σχέση σας με ό,τι βρίσκεται μπροστά σας την παρούσα στιγμή και με ό,τι πρόκειται να έρθει. Η πρακτική της ενσυνειδητότητας είναι τόσο ισχυρή, επειδή ενθαρρύνει την πλήρη προσοχή στην παρούσα στιγμή, και από αυτή την προσοχή αποκαλύπτεται ο πλούτος της ζωής, όπως ένα λουλούδι που ανθίζει για να αποκαλύψει την ομορφιά του. Αυτό το λουλούδι ανθίζει στο φως του ήλιου της παρουσίας, όχι στη σκιά αυτού που πρόκειται να έρθει.

Μπορείτε να κινείστε γρήγορα και να είστε αργοί – σκεφτείτε τις στιγμές που ήσασταν σε μια κατάσταση ροής, ίσως παίζοντας σπορ, ή ήσασταν οξυδερκείς εν μέσω μιας συζήτησης, ή κινηθήκατε στην καθημερινή σας εργασία με μια αίσθηση ευκολίας. Κοιτάξτε κάποιον όπως τον Usain Bolt, και υπάρχει ένα σχεδόν υπεράνθρωπο επίπεδο επίγνωσης του παρόντος. Όταν τρέχει το σπριντ των 200 μέτρων, ο Bolt δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τη γραμμή του τερματισμού, είναι εκεί σε κάθε βήμα και αφήνει τη γραμμή του τερματισμού να έρθει σε αυτόν.

Παρόλο που δεν μιλάμε για οργανικές-σωματικές καταστάσεις, το σώμα και το μυαλό αντανακλούν και ανταποκρίνονται πάντα το ένα στο άλλο. Ένας βιαστικός νους οδηγεί σε βιαστικές κινήσεις. Ένας αργός νους οδηγεί σε αργές κινήσεις. Μπορείτε να το αντιστρέψετε αυτό, και σε στιγμές που παρατηρείτε ότι το μυαλό σας τρέχει, επιβραδύνετε τις κινήσεις σας. Αναπνεύστε αργά και βαθιά. Και αφήστε το σώμα σας να σας καθοδηγήσει.

Πώς να έχουμε επίγνωση του «φαινομένου ντόμινο» του νου μας

«Όταν περπατάτε, περπατήστε. Όταν τρώτε, φάτε» -Ζεν παροιμία

Όταν βιαζόμαστε, δεν υπάρχει μετάβαση μεταξύ της μιας εργασίας και της επόμενης. Μόνο μια συνεχής ροή του να πράττουμε, όπου το παρόν γίνεται κάτι που πρέπει να ολοκληρωθεί, επισκιασμένο από μια νοητική προβολή του τι θα ακολουθήσει. Όταν το τι είναι το επόμενο γίνεται τώρα, γίνεται κάτι που πρέπει να ολοκληρωθεί, επισκιασμένο από το επόμενο, και ούτω καθεξής, μέχρι την υπερκόπωση. Το σκέφτομαι αυτό σαν ντόμινο, όπου μια ολόκληρη μέρα ξεκινά σπρώχνοντας ένα ντόμινο, πέφτοντας στο επόμενο, και στο επόμενο, μέχρι να καταρρεύσει το άπιαστο τελευταίο ντόμινο, σηματοδοτώντας μια δουλειά που έγινε καλά.

Στη νευροψυχολογία, αυτό περιγράφεται από την εκτελεστική λειτουργία, τις γνωστικές διεργασίες που ασχολούνται με την οργάνωση, τη διαχείριση του χρόνου, τη λήψη αποφάσεων και την ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πλειοψηφία των ατόμων με ΔΕΠΥ εμφανίζουν εκτελεστική δυσλειτουργία και δυσκολεύονται με τέτοιου είδους εργασίες. Το φαινόμενο ντόμινο είναι μια ψευδαίσθηση. Με την αυτογνωσία, ο ρόλος του νου γίνεται σαφής.

Όπως όλες οι πτυχές του ψυχισμού, η ασθένεια περιέχει τη θεραπεία. Έχοντας επίγνωση του ντόμινο του νου, μπορείτε να παρέμβετε. Αυτό σημαίνει να βλέπετε τη νοητική εικόνα του τι θα ακολουθήσει στην πραγματική της μορφή. Και να επιλέγετε να μην την αποδέχεστε τυφλά. Αυτό σημαίνει να είστε παρόντες στο έργο που έχετε μπροστά σας, να κάνετε παύσεις, να αναπνέετε ανάμεσα σε κάθε ντόμινο και να επιλέγετε πότε να πιέσετε, αντί να σας κυριεύσει η ορμή.

Βρείτε χρόνο και για μεγαλύτερες παύσεις. Μην κάνετε τίποτα. Είναι εκπληκτικά δύσκολο να το κάνετε στην αρχή, αλλά το να καθίσετε και να μην κάνετε τίποτα για πέντε λεπτά προκαλεί μια εκπληκτική «επανεκκίνηση» του νου. Απορροφήστε την εμπειρία σας. Τον ήχο των πουλιών. Το αεράκι στο λαιμό σας. Την άνεση των ρούχων σας πάνω στο δέρμα σας.

Πώς να βάλουμε περισσότερο τον αργό ρυθμό στη ζωή μας

Για να καλλιεργήσουμε περισσότερη βραδύτητα, μπορούμε:

– Να προσπαθούμε να επικεντρωνόμαστε σε ένα πράγμα κάθε φορά. Όταν τρώτε, φάτε με ενσυνειδητότητα. Όταν περπατάτε, περπατήστε. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι πρέπει να κόψετε τη συνήθεια να χρησιμοποιείτε το τηλέφωνό σας για απόσπαση της προσοχής σας ενώ κάνετε άλλες εργασίες.

– Κάντε παύσεις σκόπιμα και συχνά. Μεταξύ των εργασιών. Αυτός είναι ένας παραγωγικός τρόπος για να ενσωματώσετε την ενσυνειδητότητα στην ημέρα σας και σταματά το φαινόμενο ντόμινο.

– Όταν το μυαλό σας παρουσιάζει αυτό που ακολουθεί, δημιουργήστε χώρο. Και πάλι κάνοντας παύση, και απλά να είστε παρόντες στη σκέψη ως σκέψη, όχι ως εντολή που πρέπει να ακολουθήσετε.

– Επιβραδύνετε την εσωτερική σας φωνή. Όταν η εσωτερική σας φωνή βιάζεται ή σας επισημαίνει όλα όσα πρέπει να γίνουν, επιβραδύνετε σκόπιμα τη φωνή σας μιλώντας αργά στο μυαλό σας.

– Επιβραδύνετε το σώμα σας. Να είστε προσεκτικοί με τις κινήσεις σας. Παρατηρήστε τις περιοχές έντασης. Περιοχές που αισθάνεστε άνετα. Όταν περπατάτε, κάντε το συνειδητοποιώντας κάθε βήμα.

Είμαστε τα πάντα και έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τα πάντα

Οτιδήποτε υπάρχει δεν είναι παρα ενα ενεργειακο πεδιο, μια μοναδικη δονηση ενεργειας που δημιουργειται απο τη σκεψη και το συναισθημα.

Τα παντα στο συμπαν αποτελουνται απο την ιδια ενεργεια, αλλα αυτα τα απειρα σχεδια δημιουργουν απειρες μορφες, ακριβως οπως το νερο μπορει να υφισταται ως υγρο, συννεφα, ατμος ή παγος. Εχουν διαφορετικη οψη και αισθηση, αλλα δεν παυουν να ειναι νερο με διαφορετικη μορφη.

Μερικα ενεργειακα προτυπα υλοποιουνται ως ανθρωπινο σωμα, αλλα ως ανθρωπινος νους, και καποια αλλα ως πουλια, δεντρα, εντομα, νερο, ουρανος και αερας. Στο επιπεδο της καθαρης ενεργειας, τα παντα συνδεονται μεταξυ τους.

Δεν υπαρχει εμεις και αυτοι, μονο ενα υπερτατο “Εγω”. Θεωρητικα, εχουμε την δυνατοτητα προσβασης σε καθε ειδους ενεργεια, και καθως ενεργεια και συνειδηση ειναι το ιδιο πραγμα, εχουμε επισης την δυνατοτητα να προσεγγισουμε την απολυτη διανοια, τον απειρο νου που αποκαλουμε “Θεο”. Ο “Θεος” δεν ειναι κατι ξεχωριστο απο εμας, εμεις ειμαστε αυτος και αυτος ειναι εμεις.

Αποτελουμε και εμεις μια εκφανση του απειρου νου, αρα εχουμε τη δυνατοτητα να αντλησουμε δυναμεις απο αυτον τον απειρο νου, επειδη, στην ανωτερη εκφραση μας, αυτο ειμαστε και εμεις.

Ειμαστε τα παντα. Μοιαζουμε με σταγονες σε εναν απεραντο ωκεανο, ανεξαρτητες με ενος σημειου, αλλα ολες μαζι δημιουργουμε το συνολο. Χωρις τις σταγονες, δεν μπορει να υπαρξει ωκεανος. Ωστοσο, το ερωτημα ειναι το εξης: Με ποσο μεγαλο μερος του ωκεανου συνδεομαστε; Αν προκειται για ενα μικροσκοπικο τμημα του, τοτε ζουμε σ’ ενα κουκουλι, ενα τσοφλι αυγου, αν θελετε, χωρισμενοι απο την απειρη δυνατοτητα μας για γνωση, αγαπη, κατανοηση και σοφια. Σ’ αυτην την περιπτωση ζουμε μια προβλεψιμη ζωη στην οποια κυριαρχει η ανησυχια και ο φοβος, ενω πιστευουμε πως ειμαστε κοινοτοποι και ανικανοι να ελεγξουμε το πεπρωμενο μας.

Αν ανοιξουμε το μυαλο μας και την καρδια μας και σπασουμε το κουκουλι, συνδεομαστε ολο και περισσοτερο με το απειρο, και, πετυχαινοντας το, συνειδητοποιουμε πως ειμαστε κατι περισσοτερο απο το υλικο σωμα που ζει μια ανουσια και συντομη ζωη. Ειμαστε μια απειρη συνειδηση που αισθανεται αυτον τον κοσμο ως μερος του αιωνιου ταξιδιου της εξελιξης μεσω της εμπειριας. Ειμαστε τα παντα και εχουμε την δυνατοτητα να γνωρισουμε τα παντα και νακανουμε τα παντα.

Ποια απο αυτες τις δυο καταστασεις υπαρξης ειναι πιο ευκολο να ελεγξει καποιος; Η απαντηση ειναι προφανης, και εξηγει πολλα για τον κοσμο οπως τον εχουμε γνωρισει μεσα απο την ανθρωπινη ιστορια. Γι’ αυτο το λογο η γνωση του ποιοι ειμαστε στ’ αληθεια καταστρεφεται συστηματικα στη δημοσια κονιστρα. Οι ανθρωποι που κατανοουν την πραγματικη τους φυση, ειναι αδυνατον να χειραγωγηθουν!

Το Φάρμακο της Συγχώρεσης

Τα δοκίμασα όλα. Όλους τους τρόπους που βγάζουν στην αληθινή ζωή. Ξέρω και από θυσία και από θυσίες. Γύρεψα το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Πως μπορώ να έχω μια ζωή όπως τη θέλω, με το λιγότερο δυνατό συναισθηματικό κόστος, πλην το κόστος του χρόνου.

Αυτό δεν είναι στη συμφωνία με τους τρόπους, είναι ο χρόνος ανεξάρτητος απ’ την ευτυχία, απ’ τη δυστυχία κι όλα τα ενδιάμεσα.

Χρόνος είναι αυτό που καταφέρνει – όσο κι αν κρατάς τη ζωή γερά με τα δόντια – να σε διασχίζει και να περνάει άνετα από μέσα σου. Σε παίρνει οπωσδήποτε μαζί του, ψευδαίσθηση δεν είναι τίποτα άλλο από χρονοκαθυστέρηση, μόνο απ’ την πλευρά σου όμως.

Όμως εγώ σκέφτηκα πολύ και βαθιά, γύρεψα την αόρατη μέρα – πήρα σφουγγάρι κι έσβηνα, άρχισα να αθωώνω όλες τις μέρες απ’ την απαρχή του χρόνου.

Σκληρό πράγμα η συγχώρεση, πιο σκληρή απ’ την εκδίκηση κι οπωσδήποτε πιο δύσκολη.

Η εκδίκηση είναι εύκολη. Είναι αυτό που ως φυσικό έρχεται, το φέρνει στις πλάτες του το ζώο και το αδειάζει στην ψυχή, έχει δόντια. Τη συγχώρεση τη δίνεις εσύ. Είναι η συμμαχία σου με τον θεό, ή με του εαυτού σου το ιερό βαθούλωμά του, που κατοικείς πάλι εσύ αλλά σε μια πιο ασύλληπτη εκδοχή.

Την συγχώρεση τη στάζεις σαν φάρμακο ανάμεσα στα δύο σημεία της εκδίκησης, ανάμεσα στα δύο σημεία της πληγωμένης καρδιάς, πλαγιασμένος στο προσκεφάλι σου μια στιγμή σιγής. Π’ ανοίγει απ’ τη μία όχθη η έχθρα απ’ την άλλη ο άτακτος διωγμός, από μια θέση που δεν σε χωράει· με τη συγχώρεση επιστρέφεις στην πατρίδα, στη μητέρα γη και στον πατέρα ουρανό, ακριβώς επειδή ανοίγεις το χώρο.

Συγχώρεση είναι αυτή η υγιής κυρία που κλείνει τις υποθέσεις με το ένα χέρι κι ανοίγει άλλες, με καλύτερες δυνατότητες και προοπτικές με το άλλο χέρι. Δίχως το ένα το άλλο δεν το έχεις. Εχεις απλώς το ίδιο με άλλα πρόσωπα· σ’ αυτό που φταίει πρόσωπο βάζεις. Στη ζωή σου αλλάζεις πρόσωπα στην καρδιά σου, μα αν εκείνη δεν σου κάνει κανείς δεν σου κάνει.

Συγχώρεση είναι η συγκολλητική ουσία ανάμεσα στις όχθες, με τη συγχώρεση αποχτάς ενιαία γη κι ουρανό, αποχτάς αυτό που θα λέγαμε έναν εαυτό ικανό να ζει αρκετά απολύτως.

Με την εκδίκηση μοιράζεσαι απ’ τη θέση του «κακού», του σκοτεινού κι αδυνάτου στοιχείου που ενυπάρχει στον άνθρωπο. Σπάζεις. Όλοι όσοι σε δίχασαν πήραν μαζί τους ένα κομμάτι σου, με τη συγχώρεση το παίρνεις πίσω, τους αφήνεις με άδεια χέρια, τους γελάς.

Εκδίκηση είναι ο λάθος τρόπος να παίρνεις πίσω τον εαυτό σου. Εκείνο το μερτικό του που σου ξέφυγε απ΄ τα χέρια, ένα μερτικό που στην ουσία το έδωσες εσύ σε ξένα χέρια γιατί υπήρξε λιγάκι αβάσταχτο.

Δύσκολο να συγχωρείς, όμως είναι ο μόνος τρόπος να μην ζεις με σκιάχτρα. Κι ο μόνος τρόπος να κερδίζεις μια μάχη, που αν κοιτάξεις στον πυρήνα της πάντα έχει λίγη ανοησία κι ένα παρακμιακό έπαθλο.

Ενώ αν μαζέψεις πολλά και κάνεις συλλογή… είναι σαν να γεμίζεις την καρδιά σου μαχαίρια και να κόβεις μ’ αυτά σε φέτες τον αέρα π’ ανασαίνεις.

Η εκδίκηση σε δηλητηριάζει με την υπόσχεση να σε γιατρέψει. Χρειάζεται απλά τη δύναμη να παραιτηθείς από κάτι που φωνάζει κέρδος, ενώ σε ένα πιο βαθύ επίπεδο είναι χάσιμο.

Η εκδίκηση μόνο κρατάει αιχμάλωτη μια ποσότητα χρόνου για μια μελλοντική στιγμή ικανοποίησης, ενώ αυτή την ικανοποίηση μπορείς να την έχεις πολλαπλάσια κι άμεσα με τη συγχώρεση, με μία απλή πλην δυναμική υπέρβαση κι απλώς να ασχοληθείς με κάτι άλλο – με πολλά άλλα.

Συγχωρώντας συγχωρείς τον εαυτό σου, φιλιώνεις μαζί του. Ο αποδέκτης είναι μόνο κάποιος που δεν θέλεις μέσα σου να κουβαλάς. Με τη συγχώρεση τον διαγράφεις, τον σβήνεις, ανοίγεις και καθαρίζεις το χώρο σου που γέμισε εικόνες που δεν είναι αγίων, ανοίγεις το χώρο να δεχθεί υποθέσεις που δεν είναι τρωκτικά.

Τα τρωκτικά της ψυχής απ’ το βλέμμα σου τρώνε, τρέφονται απ’ το γαλάζιο του ουρανού, καταβροχθίζουν την ορατότητα και λυμαίνονται το λευκό. Είναι το γείσο του προσώπου. Όλα μαζί φτιάχνουν μια σκιά προστασίας απ’ τον ήλιο – αλλιώς τη λένε κατάρα.

Θέλησα την αλαφριά διάθεση, την έκανα σημαία. Θέλησα να περπατώ στους αιθέρες με τη φαντασία, δίχως να έχει διαφορά με την πραγματικότητα. Πήρα το δρόμο που βγάζει στο σώμα κοντά, άνοιξα στο κέντρο του σκοταδιού μια οπή, από κει να διαφύγει το φως κι από κει να με πλησιάσει.

Δούλεψα εν μέσω καταστάσεων ανεξάρτητα του κόσμου, πλαγίως όλων των υποθέσεών του ακόμα και των δικών μου. Δούλεψα παράλληλα της ζωής μου. Ενώ ήμουν γινόμουν κατά επιθυμία, κατά γνώση και κατά θέληση.

Θέλησα να πιω νερό απ’ την πηγή, να καθρεφτιστεί η μορφή μου στα καθαρά νερά της. Έσκυψα πάνω της να ακούσω το τραγούδι μέσα απ’ τους θάμνους κι όσα την έκρυψαν. Συνέχισα να προχωρώ με την όσφρηση οσμιζόμενος κάτι που έχασα, καταθέτοντας θρήνο έναντι ζωής.

Τώρα, μετά από καιρό, αναρωτιέμαι αν πράγματι αξίζει η ζωή όλη αυτή τη φασαρία, όλους αυτούς τους εξαγνισμούς και τις δεήσεις, όλον ετούτο τον σιωπηλό αγώνα της, ετούτη τη τιτάνια κατά βάθος προσπάθεια που μπορεί καμιά φορά να ξεφεύγει από το πρόσωπο ως ένα αμυδρό χαμόγελο ή λίγη ένταση, κάποια υπερβολή ή έναν φευγαλέο θυμό, έναν λάθος έρωτα που όμως σωστά φέρθηκε, ή να σωπαίνει ως μια βαθιά λύπη και μελαγχολία·

Αν αξίζουν όλες αυτές οι νύχτες που κοιτάζει κανείς επίμονα το ταβάνι, προσπαθώντας να ανοίξει ένα παράθυρο στην οροφή, για να φτάσει μια στιγμή νωρίτερα σε έναν παράδεισο που του ξεφεύγει.

Κι η απάντηση που δίνω είναι, δεν είχα, δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω.
Εγώ είμαι, ή δεν είμαι το καλύτερό μου και το χειρότερο που θα μπορούσε στη ζωή με την γέννησή μου να μου συμβεί, δεν έχω ανταλλακτικό. Αν συνυπολογίσω και το περίπου γεγονός, πως έστω κι άθελά μου οπωσδήποτε ζω… μόνο με την απόφαση ενός ένστικτου… τότε ναι, βρίσκω νόημα και σημασία να κοιτάζω πίσω απ’ τη φλούδα ενός δέντρου τα οργανικά του στοιχεία.

Είμαι εδώ για να μάθω τι είμαι. Αλλιώς ούτε να πεθάνω θα μπορέσω, ούτε να ζω. Επίσης, ενδιάμεσα, είμαι εδώ για ένα πρωινό τσιγάρο, μια ρακί, έναν απογευματινό περίπατο, να χαίρομαι κάποια παιδιά που παίζουν στο πάρκο, να χαμογελώ μέσα απ’ το χαμόγελο ενός άλλου, και να φτιάχνω κάποιον να χαμογελάει με το χαμόγελό μου.

Επίσης είμαι εδώ για χίλια δύο μικρά όμως πολύ σημαντικά πράγματα και σίγουρα για να γράφω. Στο κάτω κάτω κι όλα να μου τα πάρεις, πάλι εγώ θα απομείνω.

Κάποιους ανθρώπους θα τους δένει πάντα κάτι το ανεξήγητο

Δεν ξέρω αν λέγεται χημεία κι αν εξηγείται επιστημονικά, παραφυσικά, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Για να είμαι ειλικρινής δε με ενδιαφέρει και να μάθω. Όσα αισθανόμαστε δεν εκλογικεύονται. Προσπάθησε να εκλογικεύσεις συναίσθημα και θα είναι σαν να το απειλείς με βέβαιο θάνατο. Εκτός, βέβαια, αν αυτό είναι που θέλεις. Να το σκοτώσεις.

Παρ’ όλα αυτά θα σε απογοητεύσω γιατί ακόμη κι αν κατάφερνες να εκλογικεύσεις για μια στιγμή την καρδούλα σου, δε θα κρατούσε παρά μόνο για τόσο ακριβώς. Για μία στιγμή. Κι έπειτα πάλι θα σε κατέκλυζε η γλυκιά παραλυτική θολούρα του μέσα σου. Γι’ αυτό δε θα προσπαθήσω να εξηγήσω εκείνη τη μυστήρια κι ακατανίκητα δυνατή τόσο σωματική όσο και συναισθηματική έλξη που μπορεί να γεννηθεί ανάμεσα σε δυο ανθρώπους και να τους ξεπεράσει.

Είναι μια κατάσταση πολύ πιο βαθιά κι έντονη απ’ την απλή κάβλα. Δε θέλει να ονομάσει τον εαυτό της έρωτα κι ας ξέρει πως αν αφηνόταν να υπάρξει, θα οδηγούσε πιθανότατα σε αυτόν. Μπορεί να μην παραδεχτεί ποτέ την ύπαρξή της, αλλά η έντασή της με κάθε ευκαιρία ξεμπροστιάζει τους εμπλεκόμενους και τους αφήνει εκτεθειμένους.

Ίσως αυτοί οι δύο άνθρωποι να μην κατάφεραν ως τώρα να είναι μαζί. Ίσως να μην το καταφέρουν ποτέ πόσο μάλλον όταν οι ίδιοι φοβούνται να το ζήσουν. Πάντα θα υπάρχει μεταξύ τους αυτό το «κάτι», όμως, που τους έχει δέσει με μια αόρατη κλωστή για να τραβάει ο ένας τον άλλον με κάθε ευκαιρία ώσπου να χωριστούν ξανά ψάχνοντας να καταλάβουν γιατί δε σκοτώνεται μέσα τους αυτό που τους ενώνει.

Αυτό. Το παράξενο, οικείο, ανεξήγητο, εκνευριστικό «αυτό» που δε μοιάζει με κανένα άλλο και που ακόμη κι αν το παραχώσουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους πιστεύοντας ότι δε θα ξαναβγεί, εκείνο γελάει μαζί τους ως το επόμενο ερέθισμα.

Ως την επόμενη φορά που κάτι θα θυμίσει εκείνον ή εκείνη. Που κάποιος θα αναφέρει το γνωστό όνομα, που θα τύχει να περάσουν ξανά απ’ το γνωστό σημείο, που θα μιλήσει ένας κοινός γνωστός γι’ αυτούς, ή -ακόμη χειρότερα- που θα τρακάρουν στο δρόμο ο ένας τον άλλον.

Ανταλλαγές χαωμένων και καλά χαλαρών βλεμμάτων που αμέσως μετά, αφού χωριστούν, θα μείνουν για λίγο παγωμένα να ζωντανεύουν εικόνες του χτες. Αγκαλιές φιλικές που όταν χωρίζονται τα κορμιά εκείνες αποζητούν κρυφά το κάτι παραπάνω. Οι τυπικές κουβέντες που αραδιάζουν σχεδόν σαν υπνωτισμένοι αναρωτιούνται ακόμη κι οι ίδιες πώς έφτασαν απ’ τα πάντα να μιλούν για το τίποτε.

Αυτοί οι δύο, που σε μια παρελθοντική στιγμή πηδούσαν ανελέητα ο ένας το μυαλό του άλλου και κόντευαν να εκραγούν. Και που αν δεν τρικλοπόδιαζαν τους εαυτούς τους κάποτε θα το έκαναν ακόμη ξανά και ξανά γιατί αυτό το ρημάδι κάτι που τους δένει είναι πάνω απ’ τους ίδιους και πέρα από αυτούς.

Θα βρούνε κι άλλους εκεί έξω για να περάσουν όμορφα. Να ξεχαστούν. Να παθιαστούν. Να γοητευθούν. Θα πιστέψουν με τη βοήθεια κάποιου από αυτούς ότι «το άλλο» έχει μείνει πίσω για τα καλά. Εθελοτυφλούν όμως απέναντι σε ένα πράγμα. Αυτό το άλλο που είχαν την τύχη να μοιραστούν δε μοιάζει με τίποτε απ’ όσα έζησαν ή πρόκειται να ζήσουν. Δεν είναι ότι δε θα μπορέσουν να ερωτευτούν ή ότι δε θα συνεχίσουν τη ζωή τους. Τίποτε όμως δε θα είναι σαν εκείνο το παράξενο συναίσθημα που τους ξεσήκωνε όταν βρίσκονταν μαζί. Ένα συναίσθημα που έπνιξαν και που παράχωσαν όπως-όπως στο σκοτάδι στο όνομα κάποιου «δεν πρέπει» ή ενός και καλά «κακού timing».

Ακόμη κι αν τα επόμενα που θα έρθουν είναι κατακλυσμιαία, ίσως πιο έντονα, ίσως έρωτας πραγματικός και τα συναφή, δε θα καταφέρουν να σκοτώσουν εκείνο που δεν έδωσε στον εαυτό του ευκαιρία να ζήσει. Το τόσο ξεχωριστό, το τόσο περίεργο, το τόσο οικείο που ακόμη και χρόνια μετά θα πιάνουν άθελά τους τους εαυτούς τους μέσα σε κάποια ατμόσφαιρα να το αποζητούν. Να θέλουν να το νιώσουν. Ν’ αναρωτιούνται γιατί ήταν αυτός ο άνθρωπος που κατάφερε να εισχωρήσει στο είναι τους με τρόπο θαρρείς αναγκαίο.

Και κάπως έτσι, δυο ψυχές θα είναι περιέργως πάντα ενωμένες όπου κι αν βρίσκονται, ακόμη κι αν το μυαλό έχει «ξεχάσει». Θα είναι πάντα «αυτοί οι δύο». Μια ιστορία που δε σβήνεται, που δεν εξηγείται, που έστω κι αν ποτέ δε δει το φως, θα τους φέρνει κοντά στα πιο απρόβλεπτα μέρη, με τους πιο απρόβλεπτους τρόπους, τις πιο απρόβλεπτες χρονικές στιγμές. Ίσα, που λες, για να ξαναπάρουν μια γεύση ο ένας απ’ τον άλλον.

Να ενωθούν οι αύρες τους για λίγο μιας κι εκείνες ακόμη θυμούνται και ψάχνουν στα κρυφά η μία την άλλη. Να γίνουν αστραπιαία ξανά «αυτοί οι δύο». Οι δύο που ανέτρεψαν τις σημασίες του μαζί και του χώρια και που αν αποφάσιζαν να αφεθούν οπουδήποτε, οποτεδήποτε για να το ζήσουν ακόμη και για ένα βράδυ, θα ανέτρεπαν ακόμη και τις ισορροπίες του σύμπαντος. Καθώς θα τα έδιναν όλα κι ακόμη περισσότερα σε μια ένωση που προηγούμενή της δε θα είχε υπάρξει.

Γιατί αν δεν το έχεις καταλάβει ως τώρα, αυτό που επέλεξε το μέσα σου ενστικτωδώς και που σου θύμισε κάποτε πανίσχυρο μαγνήτη, είναι αυτό το ένα που ακόμη κι αν το εξορίσεις στα πέρατα του υποσυνείδητου θα είναι δικό σου γιατί θα είναι για σένα. Μη φοβάσαι ό,τι μπορείς να εξηγήσεις και να καταλάβεις, λοιπόν. Μη φοβάσαι τα ξεκάθαρα και τα κατανοητά. Γιατί ακόμη κι αν ερωτευτείς ξεκάθαρα και κατανοητά κάποτε, θα είναι όμορφα μα δε θα είναι το ίδιο.

Να φοβάσαι τα ολέθρια, τ’ ανεξήγητα. Αυτά που δεν μπορείς να ονομάσεις κι όμως σου συνέβησαν και σου ταίριαξαν σχεδόν σαν αρρωστημένα. Να τα φοβάσαι σαν τον διάολο το λιβάνι γιατί αυτά, περισσότερο απ’ το καθετί, θέλεις να τα ζήσεις και θα θέλεις πάντα γι’ αυτό και θα τα διώχνεις. Γιατί δε θα είναι τα ξηγημένα, ακίνδυνα, τακτοποιημένα συναισθήματα. Θα είναι όλα όσα μπορούν να σε ξεπεράσουν μαζεμένα σε ένα μόνο πρόσωπο. Κι αυτό το πρόσωπο θα είναι πάντα κάπου εκεί να σε στοιχειώνει σαν ένα σταυροδρόμι προς το «ζήσε με» ή προς το «σκότωσέ με». Να τα φοβάσαι γιατί όντας τόσο τρομακτικά σε κάνουν συνήθως να επιλέγεις το δεύτερο. Γι’ αυτό να τα φοβάσαι.

LEO TOLSTOY: Ο δίκαιος δικαστής

Ήταν μια φορά ένας βασιλιάς στην Αλγερία που τον λέγανε Μπαουάκα και ήθελε να μάθει αν ζούσε στ’ αλήθεια σε μιαν από τις πολιτείες του, όπως τον είχαν πληροφορήσει οι άνθρωποί του, ένας δίκαιος δικαστής που έβρισκε μεμιάς το δίκιο του καθενός. Κανένας κατεργάρης, λέγανε, δεν μπορούσε να του ξεφύγει. Και καθώς ο βασιλιάς ήξερε καλύτερα από τον καθένα τι σπάνιο πράγμα είναι ένας δίκαιος δικαστής σ’ αυτό τον κόσμο, ντύθηκε έμπορος και τράβηξε για την πολιτεία, όπου ζούσε αυτός ο δικαστής.

Στις πύλες της πόλης πλησίασε τον Μπαουάκα ένας σακάτης και του ζήτησε ελεημοσύνη. Ο Μπαουάκα του ’δωσε και έκανε να φύγει, μα ο ζητιάνος γαντζώθηκε στα ρούχα του.

– Τι θέλεις λοιπόν; ρώτησε ο Μπαουάκα. ∆ε σου ’δωσα ελεημοσύνη;

– Μου έδωσες, του είπε ο ζητιάνος. Αλλά κάνε μου ακόμα μια χάρη. Πήγαινέ με καβάλα στ’ άλογό σου ως την πλατεία, γιατί σακάτης καθώς είμαι, φοβάμαι μη με ποδοπατήσουν οι καμήλες και τ’ άλογα.

Ο Μπαουάκα τον πήρε πίσω στο άλογό του και τον κουβάλησε ως την πλατεία. Εκεί σταμάτησε, μα ο ζητιάνος δεν κατέβηκε από το άλογο. Ο Μπαουάκα του λέει:

– Τι κάθεσαι του λόγου σου; Κατέβα, φτάσαμε.

Μα ο ζητιάνος του απαντάει:

Και γιατί να κατέβω; Το άλογο είναι δικό μου! Κι αν δε θέλεις να μου το δώσεις με το καλό, πάμε στο δικαστή.

Μαζεύτηκε κόσμος γύρω τους και παρακολουθούσε τον μεταξύ τους καβγά. Πολλοί φώναζαν:

– Τραβάτε στο δικαστή να βρείτε το δίκιο σας.

Ο Μπαουάκα με το ζητιάνο πήγανε στο δικαστή. Στο δικαστήριο ήταν πολύς κόσμος κι ο δικαστής καλούσε τον καθένα με τη σειρά του. Πριν έρθει η σειρά του Μπαουάκα, ο δικαστής κάλεσε ένα γραμματικό κι ένα χωριάτη που δικάζονταν για μια γυναίκα. Ο χωριάτης έλεγε πως η γυναίκα ήταν δικιά του, ο γραμματικός έλεγε κι αυτός πως ήταν δικιά του. Ο δικαστής τούς άκουσε και τους δυο, σώπασε για λίγο κι ύστερα είπε:

– Αφήστε τη γυναίκα σ’ εμένα κι ελάτε αύριο να σας πω την απόφασή μου.

Όταν βγήκανε αυτοί οι δυο, μπήκανε ένας χασάπης κι ένας που πουλούσε λάδι. Ο χασάπης ήταν γεμάτος αίματα και ο λαδάς ήταν γεμάτος λάδια. Ο χασάπης κρατούσε στα χέρια του κάτι νομίσματα, ενώ ο λαδάς έσφιγγε το χέρι του χασάπη.

Ο χασάπης είπε:

-Αγόρασα από αυτόν εδώ τον άνθρωπο λάδι, και την ώρα που έβγαλα το πουγκί μου να πληρώσω, μ’ έπιασε από το χέρι και ήθελε να μου πάρει όλα τα λεφτά. Έτσι ήρθαμε σ’ εσένα. Εγώ κρατάω στο χέρι τα νομίσματα κι αυτός κρατάει εμένα από το χέρι. Μα τα λεφτά είναι δικά μου κι αυτός είναι κλέφτης.

Ο λαδάς πάλι είπε:

– Λέει ψέματα. Ο χασάπης ήρθε σ’ εμένα ν’ αγοράσει λάδι. Όταν του γέμισα ένα λαγήνι, με παρακάλεσε να του αλλάξω μια λίρα, για να πληρώσει. Έβγαλα τα χρήματα και τ’ ακούμπησα στον πάγκο. Εκείνος τότε άρπαξε τα χρήματα κι ήθελε να το σκάσει. Τότε εγώ τον έπιασα από το χέρι και τον έφερα εδώ.

Ο δικαστής σώπασε για λίγο κι ύστερα είπε:

– Αφήστε τα λεφτά κι ελάτε αύριο.

Όταν ήρθε η σειρά του Μπαουάκα και του ζητιάνου, ο Μπαουάκα είπε πώς έγιναν τα πράγματα. Ο δικαστής τον άκουσε κι ύστερα ρώτησε το ζητιάνο.

Ο ζητιάνος είπε:

– Όλα αυτά είναι ψέματα. Πήγαινα καβάλα στην πόλη κι αυτός καθόταν στη γη και με παρακάλεσε να τον πάρω στο άλογο. Τον πήρα καβάλα και τον πήγα εκεί που ήθελε. Όμως, αυτός δεν ήθελε να κατέβει από το άλογο και άρχισε να λέει πως το άλογο είναι δικό του. Μα αυτό είναι ψέμα.

Ο δικαστής σκέφτηκε και είπε:

– Αφήστε μου το άλογο κι ελάτε αύριο.

Την άλλη μέρα μαζεύτηκε πολύς κόσμος για ν’ ακούσει ποιανού θα ’δινε δίκιο ο δικαστής. Πρώτοι πλησίασαν ο γραμματικός και ο χωριάτης.

– Πάρε τη γυναίκα σου, είπε στο γραμματικό. Και του χωρικού να του δώσετε πενήντα ραβδιές.

Ο γραμματικός πήρε τη γυναίκα του, ενώ την ίδια ώρα, μπροστά στον κόσμο, άρχισε η τιμωρία του χωρικού.

Μετά ο δικαστής κάλεσε το χασάπη:

– Τα χρήματα είναι δικά σου, είπε.

Μετά έδειξε το λαδά και είπε:

– Αυτουνού δώστε του πενήντα ραβδιές.

Τέλος καλέσανε τον Μπαουάκα και τον ζητιάνο.

– Θα γνωρίσεις το άλογό σου ανάμεσα σ’ άλλα είκοσι; ρώτησε ο δικαστής τον Μπαουάκα.

– Θα το γνωρίσω.

– Κι εσύ;

– Κι εγώ θα το γνωρίσω, είπε ο ζητιάνος.

– Ακολουθήστε με, είπε ο δικαστής στον Μπαουάκα.

Πήγανε στο στάβλο. Ο Μπαουάκα γνώρισε αμέσως το άλογό του ανάμεσα στ’ άλλα είκοσι και το έδειξε στο δικαστή.

Μετά ο δικαστής κάλεσε το ζητιάνο στο στάβλο και είπε και σ’ αυτόν να αναγνωρίσει το άλογό του. Ο ζητιάνος γνώρισε αμέσως το άλογο και το ’δειξε στο δικαστή.

Τότε ο δικαστής γύρισε στη θέση του και είπε στον Μπαουάκα:

– Το άλογο είναι δικό σου. Να το πάρεις. Όσο για το ζητιάνο, δώστε του πενήντα ραβδιές.

Όταν τέλειωσε το δικαστήριο, ο δικαστής τράβηξε στο σπίτι του κι ο Μπαουάκα τον ακολούθησε.

– Τι συμβαίνει λοιπόν; Μήπως δεν είσαι ευχαριστημένος με την απόφασή μου; τον ρώτησε ο δικαστής.

– Όχι, είμαι ευχαριστημένος, είπε ο Μπαουάκα. Θέλω μόνο να μάθω πώς κατάλαβες πως η γυναίκα ήταν του γραμματικού κι όχι του χωρικού, πώς τα χρήματα ήταν του χασάπη κι όχι του λαδά και πώς το άλογο ήταν δικό μου κι όχι του ζητιάνου.

– Να πώς έμαθα για τη γυναίκα. Την κάλεσα το πρωί και της είπα “Βάλε μελάνι στο μελανοδοχείο μου”. Εκείνη πήρε το μελανοδοχείο, το έπλυνε και σβέλτα έβαλε μελάνι. Πάει να πει πως τη δουλειά αυτή την είχε συνηθίσει να την κάνει. Επομένως ο γραμματικός είχε δίκιο.

Για τα χρήματα πάλι, να πώς έμαθα την αλήθεια. Έβαλα αποβραδίς τα νομίσματα σε μια κούπα με νερό και σήμερα το πρωί κοίταξα να δω αν υπήρχε λάδι. Αν τα νομίσματα ήταν του λαδά, θα είχανε λάδι από τα χέρια του τα λαδωμένα. Αλλά στο νερό δε βρέθηκε ίχνος λαδιού. Πάει να πει πως ο χασάπης είχε πει την αλήθεια.

– Για το άλογο ήταν πιο δύσκολο να μάθω την αλήθεια, γιατί ο ζητιάνος, όπως κι εσύ, αναγνώρισε αμέσως το άλογο ανάμεσα στ’ άλλα είκοσι. Μα εγώ δε σας πήγα στο στάβλο, για να δω αν θα γνωρίσετε το άλογο, αλλά για να δω ποιον από τους δυο θα γνωρίσει το άλογο! Όταν το πλησίασες εσύ, γύρισε το κεφάλι του και το τέντωσε προς εσένα, ενώ όταν το άγγιξε ο ζητιάνος, ζάρωσε τ’ αυτιά του και σήκωσε το πόδι του. Απ’ αυτό κατάλαβα πως εσύ είσαι ο πραγματικός ιδιοκτήτης του αλόγου.

Τότε ο Μπαουάκα, γεμάτος θαυμασμό, του είπε:

– ∆εν είμαι έμπορος κύριε δικαστά. Είμαι ο βασιλιάς της χώρας, ο Μπαουάκα. Και ήρθα εδώ, για να δω με τα μάτια μου αν είναι σωστά όσα λένε για σένα. Και είδα πως είσαι στ’ αλήθεια ένας σοφός δικαστής. Ζήτησέ μου ό,τι επιθυμείς και θα το έχεις ως ανταμοιβή.

– Δε χρειάζομαι ανταμοιβή, απάντησε ο δικαστής. Είμαι ευχαριστημένος που με τον έπαίνεσαι ο βασιλιάς μου.

Τολστόι Λέων, Ο δίκαιος δικαστής

Η σχέση γλώσσας και σκέψης

Σήμερα θα μιλήσουμε για τη σχέση γλώσσας και σκέψης. Το θέμα, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι ενδιαφέρον.

Όχι ότι θα δώσουμε απάντηση σ’ αυτό το μεγάλο πρόβλημα που τόσο έχει συζητηθεί και συζητιέται και θα συζητιέται ίσως «ες αεί». Δεν πρόκειται για την απάντηση. Αυτή έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει, αφού δεν έχει δοθεί από τους ειδικούς. Άλλο θα κάνουμε, που νομίζω ότι είναι κι αυτό αρκετά ενδιαφέρον.

Θα αναφερθούμε σ’ εκείνους που ασχολήθηκαν μ’ αυτό το πρόβλημα και θα παρακολουθήσουμε τις απόψεις τους. Θα πάρουμε, έτσι, μιαν ιδέα αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο είδαν τη σχέση γλώσσας και σκέψης φιλόσοφοι, επιστήμονες (γλωσσολόγοι, νευροεπιστήμονες, παιδαγωγοί, ψυχολόγοι, γιατροί) και άλλοι που έσκυψαν πάνω σ’ αυτό το θέμα το τόσο καίριο, τόσο σημαντικό για τη ζωή μας αλλά και τόσο άγνωστο.

Αρχίζουμε, λοιπόν, από τους αρχαίους Έλληνες, διότι, όσο ξέρω, είναι οι πρώτοι στον κόσμο που αντίκρισαν αυτό το θέμα ερευνητικά. Και μάλιστα αρχίζουμε με τον Πλάτωνα. Στο έργο του που φέρει τον τίτλο Σοφιστής, ο Ξένος και ο σοφιστής Θεαίτητος συζητούν ανάμεσα στα άλλα και τη σχέση γλώσσας και σκέψης. Ύστερα μάλιστα από διεξοδική συζήτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα ταυτίζεται με τη σκέψη. Ακούστε τους:

Ξένος: Ούκοΰν, Θεαίτητε, λέει ο Ξένος, διάνοια και λόγος ταύτόν πλήν ό μέν εντός τής ψυχής πρός αυτήν .διάλογος ανευ φωνής γιγνόμενος τούτ’ αυτό ήμΐν έπωνομάσθη διάνοια;

Θεαίτητος: Πάνυ μέν ούν.

Ξένος: Τό δέ γ’ απ’ εκείνης ρεύμα διά τού στόματος ιόν μετά φθόγγου κέκληται λόγος;

Θεαίτητος: ’Αληθή.

Το μεταφέρω στα Νέα Ελληνικά:

Ξένος: Λοιπόν, Θεαίτητε, από όσα συζητήσαμε έως τώρα, συνάγεται ότι η σκέψη και ο λόγος είναι το ίδιο πράγμα. Με μόνη τη διαφορά ότι ονομάστηκε από μας σκέψη ο διάλογος που κάνει μέσα της η ψυχή με τον εαυτό της χωρίς να μετέχει η φωνή;

Θεαίτητος: Βεβαιότατα.

Ξένος: Και από την άλλη μεριά το ρεύμα που βγαίνει απ’ εκείνην και περνάει από το στόμα ενωμένο με τη φωνή, αυτό δεν έχει ονομαστεί λόγος;

Θεαίτητος: Βεβαιότατα,

Επομένως, για τον Πλάτωνα, η σκέψη είναι εσωτερικευμένη γλώσσα, ενώ η γλώσσα είναι εξωτερικευμένη σκέψη. Άλλωστε οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την ίδια λέξη «λόγος», για να δηλώσουν τόσο τη γλώσσα όσο και τη λογική. Σήμερα μιλούμε για ενδόμυχο λόγο και για φωνούμενο λόγο. Είναι αξιοσημείωτο ότι και στις δύο περιπτώσεις μιλούμε για λόγο. Δεν είναι φρόνιμο αυτά να θεωρηθούν τυχαία ή συμπτωματικά.

Λανθάνει η αντίληψη που έχει ο Έλληνας ότι υπάρχει στενός δεσμός ανάμεσα στη γλώσσα και στη σκέψη. Λόγος είναι και η γλώσσα, όπως λόγος είναι και η σκέψη. Μήπως και το ρήμα «συλλογίζομαι» (συνλογίζομαι: σκέφτομαι και κατά τη σκέψη μου χρησιμοποιώ τον λόγο, σκέφτομαι με τον λόγο) δεν σημασιοδοτεί ανάλογη αντίληψη; αντίληψη που δένει άρρηκτα τη γλώσσα με τη σκέψη;

Ανάλογη αντίληψη υποκρύπτουν και τα ρήματα φράζω και φράζομαι στον Όμηρο: φράζω σημαίνει λέγω.

Αυτοί δ’ αΰτε παρά ρόον Ώκεανοΐο ποταμοιο ήομεν οφρα ές τόπον άφικόμεθ’ αν φράσε Κίρκη.

Κι εμείς πάλι πλέαμε στα ρεύματα του Ωκεανού ώσπου φτάσαμε στον τόπο για τον οποίο μας είχε μιλήσει η Κίρκη.

Μιλάει ο Οδυσσέας στο παλάτι του Αλκίνοου, όπου διηγείται στον βασιλιά και στους άλλους άρχοντες τις ατελείωτες περιπέτειές του. Είναι φανερό ότι το ρήμα φράζω σημαίνει εδώ λέγω/μιλώ. Θυμηθείτε και τα νεοελληνικά εκφράζω, παραφράζω, συμφράζω (συμφραζόμενα), φράση, έκφραση, εκφραστικός, εκφραστικότητα κλπ.

Στον Όμηρο, πάλι, συναντούμε το βήμα φράζομαι με τη σημασία του σκέπτομαι:

φράζεο, Τυδεΐδη, και χάξεο μηδέ θεοισιν ισα έθελε φρονέειν.

Σκέψου, γιε του Τυδέα, και σχάσου και μη θέλεις να γίνεις ίδιος με τους θεούς.

Είναι φανερό ότι το φράζομαι στο χωρίο αυτό του Ομήρου έχει ανάλογη χρήση με τη χρήση του ρήματος συλλογίζομαι. Μέσα στο φράζομαι άνετα μπορεί κανείς να αναγνώσει τη φράση (φράζω), λέξη ανάλογη στη σημασία με τη λέξη λόγος. Δηλαδή <φράζομαι=σκέπτομαι χρησιμοποιώντας τη φράση (τον λόγο).

Στον λόγο, λοιπόν, του ελληνικού λαού από τα χρόνια του Ομήρου (και ποιος μπορεί να ξέρει και πόσους αιώνες πριν) έως σήμερα λανθάνει η αντίληψη ότι η σκέψη γίνεται με τον λόγο. Για την επαλήθευση αυτής της αντίληψης, θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί και άλλα χωρία του Ομήρου καθώς και άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Δεν θα το κάμω, όμως. Αν και θα άξιζε τον κόπο. Έχει γοητεία αυτή η έρευνα. 

Θα αναφερθώ, ωστόσο, στον προσωκρατικό φιλόσοφο Ηράκλειτο (6ος αιώνας π.Χ.), σ’ αυτόν τον μεγάλο και σκοτεινό, όπως τον είπαν, εφέσιο φιλόσοφο, από το έργο του οποίου μόνον αποσπάσματα σώζονται στα Fragmenta philosophorum Graecoruin. Γράφει, λοιπόν, σ’ ένα από αυτά τα αποσπάσματα σχετικά με την ψυχή: Πείρατα ψυχής ούκ άν έξεύροιο πάσαν έπιπορευόμενος οδόν οΰτω βαθύν λόγον έχει· έστι ψυχής λόγος έωυτόν αύξων.

Την άκρη της ψυχής δεν μπορεί κανείς να τη βρει όποιον δρόμο και να πάρει- τόσο βαθύς είναι ο λόγος της· υπάρχει λόγος στην ψυχή που αυξάνει τον εαυτό του.

Δεν θα με απασχολήσει εδώ η σημασία της λέξης λόγος. Πολλά έχουν γραφεί και θα γραφούν ακόμη από τους φιλοσόφους και τους φιλολόγους που ερμηνεύουν τον Ηράκλειτο. Θα πω μόνον ότι ο Ηράκλειτος, για να δηλώσει την απεραντοσύνη της ψυχής επέλεξε τη λέξη λόγος, η οποία, βεβαίως, παραπέμπει στη γλώσσα. Βαθύς ο λόγος της ψυχής. Που θα μπορούσε να σημαίνει ότι η ψυχή είναι τρίσβαθη και απέραντη και ανεξερεύνητη, όπως ο λόγος. Μόνον αυτή η λέξη έχει τη δύναμη να αποδώσει την έκταση και το βάθος της ψυχής, η λέξη λόγος.

Βλέπω, δηλαδή, στο απόσπασμα αυτό του Ηράκλειτου να παραλληλίζεται το βάθος και η απεραντοσύνη της ψυχής με το βάθος και την απεραντοσύνη του λόγου. Θα μπορούσα, φυσικά, να τα παρουσιάσω αυτά πιο απλά, χωρίς να αδικήσω τον Ηράκλειτο και χωρίς να βάλω κανέναν σε πειρασμό: τρίσβαθη και απέραντη η ψυχή όπως ο λόγος, που διαρκώς πολλαπλασιάζει τον εαυτό του. Και αντιστρόφως, τρίσβαθη και απέραντη η γλώσσα (λόγος) όπως η ψυχή. Σημασία για την περίπτωσή μας έχει το γεγονός ότι ο φιλόσοφος επιλέγει και χρησιμοποιεί τη λέξη λόγος προκειμένου να μιλήσει για γνωρίσματα/ιδιότητες που σχετίζονται με το βάθος και την απεραντοσύνη της ψυχής.

Με την ίδια λέξη λόγος, λογοκλοπόντας θ’ αρχίσει αργότερα, έξι αιώνες μετά τον Ηράκλειτο, το ευαγγέλιό του ο ευαγγελιστής Ιωάννης:

Έν αρχή ήν ό λόγος, θα πει,καί ό λόγος ήν πρός τόν θεόν καί θεός ήν ό λόγος.

Που σημαίνει ότι κι αυτός, όπως ο Ηράκλειτος, επέλεξε τη λέξη λόγος προκειμένου να τη συσχετίσει με τον Θεό, προκειμένου δηλαδή να μιλήσει για κάτι πολύ πολύ σημαντικό, ό,τι πιο σημαντικό θα μπορούσε να υπάρξει. Και μάλιστα για έναν ευαγγελιστή, τον πιο αξιόλογο ευαγγελιστή από τους μαθητές του Χριστού. Έκρινε, με άλλα λόγια, ο Ιωάννης, ότι αυτή η κλεμμένη λέξη (και έννοια), είναι η λέξη που θα μπορούσε να παραπέμψει καλύτερα από κάθε άλλην στη μεγαλοσύνη και την απεραντοσύνη και την παντοδυναμία κλπ. του Θεού.

Στα νεότερα χρόνια, στις αρχές του αιώνα μας, μιλάει με ανάλογο τρόπο για τη σχέση γλώσσας και σκέψης ο Ferdinand de Saussure, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και πατέρας της νεότερης γλωσσολογίας με τεράστιο έργο και μεγάλη προσφορά στην έρευνα και τη μελέτη της γλώσσας. Το έργο του αποτελεί σταθμό στην επιστήμη της γλωσσολογίας. Αρχίζει μαζί του μια καινούρια περίοδος στη μελέτη των γλωσσών.

Η γλώσσα, λέει ο Saussure, και η σκέψη δένονται μεταξύ τους όπως δένονται οι δύο πλευρές μιας κόλλας χαρτιού. Όπως, παρατηρεί, δεν μπορούμε να εννοήσουμε μια κόλλα χαρτιού με μια μονάχα πλευρά, έτσι δεν μπορούμε να εννοήσουμε γλώσσα χωρίς σκέψη και σκέψη χωρίς γλώσσα. Και όχι μόνον αυτό· προχωρεί και πιο κει: αν, παρατηρεί, τραυματίσουμε τη μια πλευρά του χαρτιού, θα δεχθεί το τραύμα και η άλλη. Έτσι και με τη γλώσσα και τη σκέψη: αν τραυματίσουμε τη σκέψη, θα τραυματίσουμε τη γλώσσα και, αντιστρόφως, αν τραυματίσουμε τη γλώσσα, θα τραυματίσουμε τη σκέψη. Παρένθεση.

Αυτά που είχε συλλάβει και είχε διατυπώσει ο Saussure για τη σχέση γλώσσας και σκέψης χωρίς εμπειρική έρευνα, φαίνεται να τα επαληθεύουν οι σημερινές επιστήμες με την έρευνά τους την εμπειρική. Έχει εντοπιστεί π.χ. στον εγκέφαλο το «τετράπλευρο της γλώσσας», το οποίο αποτελείται από τέσσερα κέντρα, δύο κινητικά και δύο αισθητικά. Κινητικά είναι το κέντρο του Broca και το κέντρο του Exner· αισθητικά είναι τα κέντρα του Wernicke και του Kunsmal. Ονομάστηκαν όλα, όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, από τα ονόματα των επιστημόνων οι οποίοι τα διαπίστωσαν και τα προσδιόρισαν.

Κλινικές παθήσεις έδειξαν ότι, όταν βλάπτονται τα κέντρα αυτά, βλάπτεται η ανθρώπινη γλώσσα και διαταράσσεται η ανθρώπινη επικοινωνία. Έτσι, βλάβες στα κέντρα του Broca και του Εxner συνεπάγονται αντίστοιχα την αφασία και την αγραφία, ενώ βλάβες στα κέντρα του Wernicke και του Kunsmal επιφέρουν αντίστοιχα τη λεξική κώφωση, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται τις λέξεις δια της ακοής, και τη λεξική τύφλωση, κατά την οποία παρουσιάζεται αδυναμία ή δυσκολία να αντιληφθεί κανείς με την όραση τις λέξεις.

Γενικά οι επιστήμες που ασχολούνται σήμερα με τα προβλήματα αυτά (νευροεπιστήμες, ψυχογλωσσολογία, παθογλωσσολογία, νευρογλωσσολογία κλπ.) διαπιστώνουν ότι υπάρχει πολύ στενή σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και τη σκέψη. Κλείνει η παρένθεση.

Πάντως, για τον F. de Saussure, η γλώσσα δεν είναι υπόθεση ονοματοθεσίας· η λέξη (στη γλωσσολογία την ονομάζουμε με τον γλωσσολογικό όρο σημείο) δεν συνδέει, όπως αφελώς μπορεί να νομίσει κάποιος, ένα όνομα με ένα πράγμα. Η λέξη (το σημείο) έχει εσωτερικότητα, είναι μια ψυχική οντότητα: ενώνει μιαν έννοια με μιαν ακουστική εικόνα.

Ακούστε, όμως, και άλλες σκέψεις του Saussure για τη σχέση γλώσσας και σκέψης —και κλείνω μ’ αυτές. Γράφει:

«Η σκέψη, χαώδης από τη φύση της, υποχρεώνεται να αυτοκαθορίζεται αναλυόμενη. Δεν υπάρχει, λοιπόν, ούτε λεξυλοποίηση των σκέψεων, ούτε εκπνευματοποίηση των ήχων, αλλά πρόκειται για το γεγονός, μυστηριακό κατά κάποιον τρόπο, ότι η “σκέψη-ήχος” υπονοεί διαιρέσεις και ότι η γλώσσα επεξεργάζεται τις μονάδες της τοποθετούμενη ανάμεσα σε δύο άμορφες μάζες. Ας φανταστούμε τον αέρα σ’ επαφή με μια μεγάλη έκταση ήρεμου νερού- αν η ατμοσφαιρική πίεση αλλάξει, η επιφάνεια του νερού αναλύεται σε μια σειρά διαιρέσεις, δηλαδή σε κύματα· οι κυματισμοί αυτοί θα δώσουν μιαν ιδέα της ένωσης και, για να το πούμε έτσι, της σύζευξης της σκέψης με τη φωνητική ύλη».

ΤΑ ΑΛΗΘΙΝΑ X-FILES

H ΑΛΗΘΕΙΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΕΚΕΙ ΕΞΩ!

«The phenomenon reported is something real and not visionary or fictitious…» («Το φαινόμενο για το οποίο έχουμε αυτές τις αναφορές, είναι κάτι αληθινό και δεν είναι οπτασίες ή φαντασιώσεις») –Στρατηγός Nathan Twining (Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Η.Π.Α.) για τα UFO, στο Κογκρέσο των Η.Π.Α., 23 Σεπτεμβρίου 1947.

Ο πατέρας του εναλλακτικού στοχασμού, του ερευνητικού Παράξενου αλλά και των Χ-Files, είναι o Charles Fort (1874-1932). Ζούσε σαν ερημίτης στη Νέα Υόρκη, σε έναν δικό του κόσμο. Ο Τσαρλς Φορτ καθόταν κάθε μέρα σ’ ένα τραπεζάκι στη Δημοτική Βιβλιοθήκη για είκοσι επτά χρόνια. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τόνους από αρχεία επιστημονικών περιοδικών και συγγραμμάτων, εφημερίδων, επιθεωρήσεων, ταξιδιωτικών μελετών, και κάθε είδους ερευνητικών βιβλίων. Κάθε μέρα για είκοσι επτά χρόνια! Όταν έβρισκε μια ασυνήθιστη πληροφορία, μια παράξενη είδηση, μια παράξενη ιδέα, οτιδήποτε αλλόκοτο, μυστηριώδες και ανεξήγητο, το σημείωνε.

Είχε πολλές χιλιάδες τέτοιες σημειώσεις, στα θρυλικά αρχεία του, που ήταν καταχωρημένα μέσα σε εκατοντάδες χάρτινα κουτιά παπουτσιών. Πρέπει να είχε διαβάσει πολλές χιλιάδες βιβλία και περιοδικά κι εφημερίδες. Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία αυτά, είχε αρχίσει αργά αλλά σταθερά να συγκεντρώνει το υλικό για τη σύνθεση των καταπληκτικών βιβλίων του.Βιβλία γεμάτα από βροχές βατράχων και ψαριών, βροχές από αίμα, παράξενες πέτρες που πέφτουν από τον ουρανό, καταιγίδες από καβούρια, ξύλινους σταυρούς ή φασόλια. Ζωντανούς κυκλώνες.

Μαρτυρίες για περίεργα ιπτάμενα φωτεινά σκάφη που ταξίδευαν πάνω από τις πόλεις και για άγνωστους ιπτάμενους ταξιδιώτες (τριάντα χρόνια πριν κάποιος μιλήσει για UFO), για ουράνιες πολιτείες, για οράματα και προφητείες. Παράξενες λάμψεις πάνω στο φεγγάρι, αστρονομικές ανωμαλίες, μυστηριώδη ουράνια σώματα, αναφορές για παράξενα ζώα (ήταν ο εμπνευστής της Κρυπτοζωολογίας), και για ανεξήγητες εξαφανίσεις ανθρώπων μπροστά σε μάρτυρες. Τηλεκίνηση, Τηλεπάθεια, Τηλεμεταφορά, Αυτόματη Ανθρώπινη Ανάφλεξη (ήταν ο original επινοητής όλων αυτών των όρων). Παράξενα σημάδια στον ουρανό (είχε στοιχεία από το 1600 ως τις μέρες του), φαντάσματα πολιτειών, τέρατα, άγνωστα όντα, εξωφρενικές συμπτώσεις, αλλόκοτες ιδέες, άνθρωποι με παράξενα ταλέντα, οπτασίες, παράλληλοι κόσμοι, μυστικές αδελφότητες, εξωγήινοι.

Ο Τσαρλς Φορτ είχε κηρύξει τον πόλεμο ενάντια στην εξουσιαστική συμβατική Επιστήμη και στον επιτηδευμένο ορθολογισμό και τις απόλυτες βεβαιότητές του. Στη Φιλοσοφία, ήταν επίσης εκκεντρικός πρωτοπόρος. Στην εποχή του Φορτ, οι πιο εξτρεμιστές της ανθρώπινης σκέψης δήλωναν δειλά ότι ίσως όλα τα πράγματα που κάποιος παρατηρεί γύρω του, να βρίσκονται μονάχα μέσα στη συνείδηση του παρατηρητή. Ο Φορτ πήγαινε πιο πέρα ακόμη κι απ’ αυτούς. Δήλωνε πως όλα τα πράγματα, μαζί και ο παρατηρητής, ίσως είναι κατασκευάσματα της αχαλίνωτης φαντασίας μιας ανώτερης Υπερ-συνείδησης!…

Και όλα μα όλα αυτά, με πολλά πρωτότυπα συμπεράσματα και διασυνδέσεις, οργανωμένα σε λεπτομερή αρχεία. Όλα αυτά τα αρχεία του Τσαρλς Φορτ, ήταν τα πρώτα X–Files. Το 1905, προσπαθώντας να πουλήσει τις εργασίες του, γνωρίζει τον συγγραφέα Θήοντορ Ντράιζερ που τότε ήταν αρχισυντάκτης σε κάποια περιοδικά. Οι δυο τους γίνονται πολύ καλοί φίλοι, κι ο Ντράιζερ παραμένει ο καλύτερος φίλος του Φορτ για όλη του τη ζωή. Το 1906, σε ηλικία 32 χρονών, ο Φορτ βρίσκεται στο ζενίθ της εξερεύνησής του, είναι πλέον ένας ερημίτης στην πολυπληθυσμιακή Νέα Υόρκη, περνώντας όλο τον χρόνο του ανάμεσα στο σπίτι και στη δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης, ενώ επισκέψεις δεχόταν από τους μόνους φίλους του, τους συγγραφείς Ντράιζερ και Θάγιερ.

Από την δεκαετία του 1900, σώζεται μία πολύ παράξενη νουβέλα του Φορτ, με τον τίτλο The Outcast Manufacturers (Οι Απόκληροι Κατασκευαστές), την οποία κατάφερα επιτέλους να αποκτήσω χάρις στην αγαπημένη μου γυναίκα, έπειτα από χρόνια αναζήτησης. Το 1915, σε ηλικία 41 ετών, ο Φορτ γράφει τα δύο πρώτα βιβλία του (αν εξαιρέσουμε την πρώιμη αυτοβιογραφία του και κάποια χαμένα διηγήματα). Μεγάλο μυστήριο καλύπτει αυτά τα δύο σημαντικά χειρόγραφα, τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ.

Το πρώτο είχε τον τίτλο Χ και εξερευνούσε την ιδέα ότι η ζωή στη Γη ρυθμιζόταν και ελεγχόταν από συμβάντα ή όντα στον πλανήτη Άρη. Ο τίτλος Χ που χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα, όπως στα X – Files, οφείλει την ύπαρξή του στην φημολογία που αφορά τα περιεχόμενα αυτού του πρώτου χαμένου χειρόγραφου non–fiction βιβλίου του Τσαρλς Φορτ, όπως αυτή είχε εξελιχθεί αργότερα, κατά τις δεκαετίες του 1930-40, όταν διάφοροι μελετητές προσπαθούσαν άκαρπα να το ανακαλύψουν.

Το δεύτερο απ’ αυτά τα χειρόγραφα βιβλία (επίσης non–fiction), είχε τον τίτλο Y, και παρουσίαζε εμπεριστατωμένα στοιχεία που έδειχναν ότι ένας διαβολικός πολιτισμός υπήρχε στον Νότιο Πόλο. Γνωρίζω ότι ο Φορτ είχε την πρόθεση να γράψει και ένα τρίτο βιβλίο με τον τίτλο Z, σχετικά με τους αντικατοπτρισμούς παράξενων πολιτειών που εμφανίζονταν στον ουρανό σε διάφορες περιοχές της Γης, αλλά μάλλον δεν το έγραψε (αν και το ζήτημα αυτό εμφανίζεται συχνά στα άλλα βιβλία του αργότερα).

Είναι μάλλον προφανές, ότι τα τρία αυτά βιβλία αποτελούσαν κατά τον Φορτ ένα concept, μια νοηματική ενότητα, κι ότι είχε την πρόθεση να τα εκδώσει μαζί σε έναν τόμο με τον τίτλο ΧΥΖ, (τα τρία τελευταία γράμματα της αγγλικής αλφαβήτου), κάτι που όμως δεν έγινε ποτέ. Δυστυχώς –και παραδόξως– η τύχη αυτών των χειρογράφων αγνοείται μέχρι σήμερα… Ο Φορτ είχε στείλει ένα αντίγραφο του X στον Θήοντορ Ντράιζερ με το χιουμοριστικό σχόλιο: «Τουλάχιστον έχεις ένα λόγο για να είσαι ευγνώμων: θα μπορούσα να αρχίσω με το Α…»

Ο Ντράιζερ, σε κάποιο απόσπασμα του με αναμνήσεις από τον φίλο του τον Τσαρλς Φορτ, θυμάται για το Χ: «Ήταν τόσο παράξενο, τόσο δυναμικό, τόσο υπέροχα όμορφο, που ήταν σίγουρα ένα από τα καταπληκτικότερα βιβλία που είχα διαβάσει ποτέ στη ζωή μου» Ο Φορτ αγωνίστηκε πολύ για να εκδοθούν, απέτυχε οικτρά συναντώντας μονάχα την απόρριψη και τον χλευασμό, και τελικά, βαθύτατα απογοητευμένος από την έλλειψη ενδιαφέροντος για τα βιβλία του, έκαψε τα χειρόγραφα του X και του Y. (Γενικά, όποτε έπεφτε σε κατάθλιψη έκαιγε τα έργα του)

Την ίδια εποχή (1915) ο Ντράιζερ προσπαθεί να ενθαρρύνει τον φίλο του και τελικά τον πείθει να αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο που λίγο αργότερα ο Φορτ θα του έδινε τον τίτλο The Book of the Damned (Το Βιβλίο των Καταραμένων), το πρώτο από τα θρυλικά βιβλία του που γνωρίζουμε σήμερα. Ο Ντράιζερ κατάφερε τελικά να το επιβάλει στον εκδότη του σχεδόν με το ζόρι, κι έτσι το περιβόητο αυτό βιβλίο εκδόθηκε το 1918, προκαλώντας πολύ μεγάλη αίσθηση, και αποτελώντας προπομπό για τα τρία άλλα εξίσου καταπληκτικά βιβλία του (New Lands – Lo! – Wild Talents), που οι επιδράσεις τους ταξιδεύουν μέχρι σήμερα –πολύ σημαντικά έργα για όλους εμάς τους Φορτιανούς. Ναι, όλα αυτά τα έργα του ήταν τα αυθεντικά πρώτα X–Files, (αρχής γενομένης από το Χ), τα πρωτότυπα βιβλία των καταραμένων πληροφοριών, της μυστικής γνώσης και των εξόριστων ιδεών, και ο Charles Fort ήταν ο πρώτος μεγάλος ερευνητής του Παράξενου.

Τα τηλεοπτικά X–Files, η διάσημη τηλεοπτική σειρά που δημιούργησε ο Chris Carter στη δεκαετία του 1990, με τους ειδικούς πράκτορες του FBI που ασχολούνταν περιπετειωδώς με όλα αυτά τα μυστήρια και με τα UFO και τους εξωγήινους επισκέπτες ανάμεσά μας, φυσικά δεν αποτελούν απλά μία τηλεοπτική ψυχαγωγική πραγματικότητα. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια είχε εκδηλωθεί η κυβερνητική ανάγκη για τη δημιουργία ανάλογων τέτοιων μυστικών ομάδων και υπηρεσιών, για την διερεύνηση των μυστηρίων που δημιουργούνταν από τα αληθινά X–Files.

Ο Στρατηγός Ντάγκλας Μακ Άρθουρ, δήλωσε στους Νew Υork Τimes, στις 28 Φεβρουαρίου 1960: «Behind the scenes high ranking military officers are soberly concerned about the UFOs…» («Στο παρασκήνιο, οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του στρατού ρεαλιστικά ανησυχούν για τα UFO») Ο Ναύαρχος Roscoe Hillenkoetter, (πρώτος διευθυντής της C.I.A., 1947-1950), δήλωση στο National Investigations Committee on Aerial Phenomena (NICAP, Εθνική Ερευνητική Επιτροπή για τα Αέρια Φαινόμενα), 1960: «Unknown Objects are operating under intelligent control. It is imperative that we learn where UFOS come from and what their purpose is» («Άγνωστα Ιπτάμενα Αντικείμενα διεξάγουν επιχειρήσεις κάτω από νοήμονα έλεγχο. Είναι επιβεβλημένο να μάθουμε από πού έρχονται τα UFO και ποιοι είναι οι σκοποί τους…») Αυτές δεν είναι παρά μόνο δύο τελείως ενδεικτικές επίσημες δηλώσεις, ανάμεσα από εκατοντάδες άλλες αντίστοιχες, από πολλούς υψηλά ιθύνοντες.

Έτσι είχαν δημιουργηθεί τα πρώτα μεταπολεμικά αληθινά X–Files, για τους Ιπταμένους Δίσκους και τους εξωγήινους Ξένους (Aliens). Ο ιδρυτής και διευθυντής του NICAP (της πρώτης UFOλογικής οργάνωσης), ήταν ο Συνταγματάρχης Ντόναλντ Κίχοου, ο πρώτος UFOλόγος. Ήταν ο συγγραφέας του πρώτου βιβλίου για τα UFO στη σύγχρονη εποχή: Το βιβλίο Flying Saucers Are Real (Οι Ιπτάμενοι Δίσκοι Είναι Αληθινοί) του Αμερικανού Συνταγματάρχη των Πεζοναυτών (πιλότου, και μάνατζερ του πρωτοπόρου Charles Lindbergh) και πρωτοπόρου UFOλόγου Donald Keyhoe, ήταν το πρώτο βιβλίο που εκδόθηκε για τα UFOs στην αγγλική γλώσσα, το 1949, (και κυκλοφόρησε μόλις τρεις εβδομάδες πριν από το εξαιρετικό βιβλίο του φημισμένου Βρετανού φιλόσοφου Gerald Heard –ιστορικού, επιστημονικού συγγραφέα, καθηγητή του Cambridge– Is Another World Watching? The Riddle of the Flying Saucers (Μάς Παρακολουθεί Ένας Άλλος Κόσμος; Ο Γρίφος των Ιπτάμενων Δίσκων).

Αυτό το βιβλίο του Συνταγματάρχη Keyhoe (και το ίδιο ισχύει και για τα άλλα επόμενα βιβλία του) περιείχε έναν πρόλογο από τον επικεφαλής της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας, καθώς και την ανακοίνωση ότι δόθηκαν αποκλειστικά στον συγγραφέα όλα τα στοιχεία που ζήτησε από τα απόρρητα αρχεία της Πολεμικής Αεροπορίας για τους Ιπτάμενους Δίσκους. Ο Keyhoe, δηλαδή, είχε clearance και πρόσβαση στα πρώτα X–Files της Αμερικανικής Αεροπορίας, από τα οποία έκανε τις έρευνές του και παρουσίασε τα βιβλία του, τα πρώτα για τους Ιπταμένους Δίσκους.

Λίγο καιρό μετά την πρώτη πολυσυζητημένη θέαση Ιπταμένων Δίσκων από τον πιλότο Kenneth Arnold (που ήταν και ο «νονός» των «Flying Saucers») και από το περιβόητο περιστατικό στο Roswell: Στις 20 Δεκεμβρίου του 1947 δόθηκε η διαταγή να ξεκινήσει το πρώτο Αμερικανικό επίσημο UFO Project έρευνας, το Project Sign, στη στρατιωτική βάση Wright Field (που αργότερα μετονομάστηκε σε Wright Patterson Air Force Base) στο Dayton του Ohio, από την αμερικανική πολεμική αεροπορία. Λίγο αργότερα, στην στρατιωτική βάση του Roswell, ξεκίνησε το Project Grudge, το 1948, επίσης από την αμερικανική πολεμική αεροπορία. Αργότερα, το Project Aurora, και άλλα. Αλλά και το φημισμένο Project Blue Book (την καταγραφή και διαχείριση των θεάσεων UFO και των μαρτυριών από πολίτες) της Αμερικανικής Αεροπορίας σε συνεργασία με πανεπιστήμια, που επίσημα είχε διάρκεια μέχρι το 1969…

Όλα αυτά τα Projects, και ίσως κι άλλα πιο μυστικά από αυτά, συγκεντρωτικά δημιούργησαν τα πρώτα μεταπολεμικά αληθινά X–Files. Τα οποία συνεχίζονται και είναι άκρως απόρρητα και μη-προσβάσιμα μέχρι σήμερα, παρ’ όλες τις προσπάθειες που έχουν γίνει για να απελευθερωθούν στο κοινό (αποτυχημένες προσπάθειες ακόμη και από Προέδρους των Η.Π.Α. όπως π.χ ο Jimmy Carter και ο Bill Clinton). Η μοναδική και περιορισμένη απελευθέρωση απόρρητων αρχείων στις Η.Π.Α. για τα UFO και τις εξωγήινες επαφές, έχει γίνει στο παρελθόν με εξαναγκαστικό δικαστικό τρόπο.

Η UFOλογική οργάνωση Ground Saucer Watch και ο περιβόητος Νεοϋορκέζος μεγαλοδικηγόρος Peter Gersten (με γνωστές UFOλογικές ανησυχίες), πήγανε τη C.I.A. στα δικαστήρια και κέρδισαν την δίκη (στα πλαίσια του γνωστού νόμου Freedom for Information Act), προσπαθώντας να απελευθερωθούν όλα τα άκρως απόρρητα αρχεία για τα UFO που είχε στην κατοχή της η C.I.A.

Το θετικό δικαστικό αποτέλεσμα ήταν να αναγκαστεί η μεγάλη υπηρεσία πληροφοριών να απελευθερώσει –δυστυχώς μόνο– εννιακόσιες σελίδες μυστικών απόρρητων εγγράφων για τα UFO, ως μερική άρση του απορρήτου επί εθνικής ασφάλειας, αρνούμενη να απελευθερώσει περισσότερα. Αλλά η δικαστική υπόθεση αυτή έδειξε πανηγυρικά και πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η C.I.A., που αρνιόταν οποιαδήποτε ανάμιξη με το ζήτημα των UFO, τελικά τα ερευνεί επί πολλά χρόνια και διαθέτει ειδικά X–Files για το μεγάλο αυτό μυστηριώδες ζήτημα.

Ήταν η πρώτη και μόνη φορά που αναγκάστηκε μία Αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών να απελευθερώσει στο κοινό διαβαθμισμένα απόρρητα έγγραφα για τα UFO. (Αργότερα, δικάστηκε με τον ίδιο τρόπο και η NSA, με αρνητικό αποτέλεσμα διότι αρνήθηκε να απελευθερώσει τα σχετικά αρχεία της επικαλούμενη απόρρητο εθνικής ασφάλειας. Αλλά, παραδέχθηκε έτσι ότι έχει τα δικά της επίσης αληθινά X–Files).

The Invisible College

Σχετικά πρόσφατα, το Βρετανικό Υπουργείο Άμυνας και η Γαλλική Κυβέρνηση, απελευθέρωσαν σχεδόν ταυτόχρονα αρκετά από τα απόρρητα αρχεία τους για τα UFOs, (κάτι που πεισματικά αρνούνται ακόμη να κάνουν οι Η.Π.Α. παρά τις μεγάλες εσωτερικές και διεθνείς πιέσεις), φανερώνοντας έτσι ότι ασχολούνταν με απόρρητη μυστικότητα διερευνητικά με το ζήτημα επισταμένα επί δεκαετίες, κατέχοντας τα δικά τους αληθινά X–Files.

Στην Γαλλία, μάλιστα, υπήρχε και υπάρχει μία επίσημη αυθεντική ομάδα που διερευνεί τα αληθινά X–Files των Γαλλικών Υπηρεσιών, η G.E.P.A.N. (Groupe d‘Ιtudes des Phenomenes Aιrospatiaux Non–identifies – Study Group for Unidentified Aerospace Phenomena – Ομάδα Μελέτης για τα Νέα Αγνώστου Ταυτότητος Εναέρια και Διαστημικά Φαινόμενα), και είναι η οργάνωση ερευνών UFO που ίδρυσε η κυβέρνηση της Γαλλίας.

Είναι τμήμα του CNES (Centre National d’Itudes Spatiales – Εθνικό Κέντρο Διαστημικών Μελετών), δηλαδή της Γαλλικής Διαστημικής Υπηρεσίας, από την οποία ενισχύθηκε κυρίως κατά την ίδρυσή της και η γνωστή μας ESA (European Space Agency – Ευρωπαϊκή Διαστημική Υπηρεσία). H κυβερνητική οργάνωση ερευνών G.E.P.A.N. (με αρχικό επικεφαλής τον Dr. Claude Poher, που πρώτος έκανε στατιστική ανάλυση των αρχείων που περιέχουν πολλές χιλιάδες αναφορές περιστατικών παγκοσμίως) παρακολουθείται στενά από αστρονόμους, φυσικούς, νομικούς, ερευνητές, και αξιωματούχους του στρατού και της κυβέρνησης, και στην δραστηριότητά της οφείλεται η σχετικά πρόσφατη μερική απελευθέρωση των γαλλικών αρχείων για τα UFO.

Με το G.E.P.A.N. συνεργαζόταν στενά και ο Γάλλος αστρονόμος, μαθηματικός και επιστήμονας της πληροφορικής, Δρ Ζακ Βαλλέ (ο σκηνοθέτης Φρανσουά Τρυφώ υποδύεται το ρόλο του Ζακ Βαλλέ στη βασισμένη σε κάποια αληθινά γεγονότα ταινία Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου του Στήβεν Σπίλμπεργκ) που είναι ένας από τους πρώτους μεγάλους και σοβαρότατους UFOλόγους (από το 1958 μέχρι σήμερα), ξεκίνησε ουσιαστικά τη διάσημη καριέρα του όταν –μεταναστεύοντας στις Η.Π.Α. αηδιασμένος από το γαλλικό αστρονομικό κατεστημένο που προσπαθούσε να τον αποθαρρύνει στις έρευνές του (καταστρέφοντας καταγραφές παρατηρήσεων αστρονόμων των UFO)– προσελήφθη από τον θρυλικό Δρ Άλλεν Τζ. Χάινεκ ως βοηθός του (ο Χάινεκ ήταν τότε επικεφαλής του περιβόητου ερευνητικού Project Blue-Book της αμερικανικής αεροπορίας, και ο Δρ Βαλλέ έγινε τελικά ο βοηθός του και στενότερος συνεργάτης του εκείνη την εποχή).

Ξέρετε πως; Όταν έστειλε στην αμερικανικές υπηρεσίες και στον Χάινεκ τα συμπεράσματά του για την ενδιαφέρουσα παράξενη ανακάλυψη που είχε κάνει, ότι υπήρχε μία προφανής σχέση μεταξύ της συχνότητας των εμφανίσεων UFO και της εκάστοτε απόστασης του πλανήτη Άρη, ο οποίος προσεγγίζει τη Γη κάθε 26 μήνες… Αμέσως τότε τον κάλεσαν στις Η.Π.Α. και ανέλαβε θέση δίπλα στον Χάινεκ, όπου και τελικά στην Καλιφόρνια ζει μέχρι σήμερα. Αυτό είναι ένα καλό δειγματοληπτικό παράδειγμα ότι οι μεγάλες κυβερνήσεις ερευνούν τέτοια παράξενα πράγματα επίσημα, χρησιμοποιώντας κρατικά κονδύλια, υπηρεσίες και ειδικευμένο προσωπικό από όλον τον κόσμο.

Κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 στις Η.Π.Α. και σε άλλες χώρες, επιστήμονες ερευνητές που για ευνόητους λόγους ήθελαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους και τη μυστικότητα στη συμμετοχή τους, υπό την καθοδήγηση του Δρ. Άλλεν Χάινεκ και του Δρ. Ζακ Βαλλέ, δημιούργησαν μία θρυλική underground ομάδα έρευνας UFO και εξωγήινων, των αληθινών X–Files. Η θρυλική χαμηλού προφίλ underground ομάδα έρευνας UFO και εξωγήινων, που αποτελούνταν από άγνωστο αριθμό επιστημόνων (με, κατά κύριο λόγο, μάλλον άγνωστο έργο), έμεινε γνωστή με το συνθηματικό όνομα The Invisible College (Το Αόρατο Κολέγιο)… Το ίδιο το έργο της αποτελεί άγνωστα μυστικά X–Files μέχρι σήμερα…

Στην Μεγάλη Βρετανία, ήδη από το 1979, ο Λόρδος Sir Brinsley Le Poer Trench (Earl of Clancarty), ένας από τους μεγαλύτερους UFOλόγους και ένας από τους πατέρες της σύγχρονης UFOλογίας (ο οποίος τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα UFO προέρχονται από το εσωτερικό της Γης και έγινε θερμός υποστηρικτής της θεωρίας της Κούφιας Γης, βλέπε και το βιβλίο του The Secret of the Ages: UFOs From Inside the Earth, 1974), μέλος της βρετανικής Βουλής των Λόρδων, κατέθεσε επερώτηση στη Βουλή των Λόρδων για τα UFO, και την πρόταση να οργανωθεί ένα άμεσο και επίσημο κυβερνητικό πρόγραμμα για τη μελέτη των UFO και την έρευνα για το ζήτημα της δράσης των «Ξένων» (Aliens).

Η επερώτηση έγινε αποδεκτή, και η Βουλή των Λόρδων συνεδρίασε επί επτά ώρες για το θέμα, με αποτέλεσμα ένα debate μεταξύ των μελών της. Αυτή η θρυλική σύσκεψη της Βουλής των Λόρδων δεν είναι πολύ γνωστή στο ευρύ κοινό (και τα λεπτομερή πρακτικά της αποτελούν από μόνα τους X–Files). Στη σύσκεψη αυτή, μεταξύ πολλών άλλων ομιλιών των Λόρδων, ενδεικτικά και χαρακτηριστικά αναφέρω ότι ο Lord Rankeillour δήλωσε: «Υποψιάζομαι ότι η Βρετανική Κυβέρνηση έχει όντως ήδη ένα ειδικό Τμήμα που μελετά τις θεάσεις UFO και τους Ξένους, ό,τι και αν είναι αυτοί, αλλιώς γιατί να μπαίνουν οι κυβερνητικοί σε όλο αυτόν τον κόπο να διαψεύδουν δημοσίως τις αναφορές θεάσεων αν δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτές; Επιπλέον, πέρα από το ότι η Κυβέρνηση δεν έχει αποδεχθεί επίσημα την ύπαρξη των UFO, αυτές οι μηχανές είναι προφανώς επικίνδυνες. Εκπέμπουν εκτυφλωτικό φως, εκτοξεύουν ακτίνες που συχνά ακινητοποιούν τους ανθρώπους, βάζουν φωτιές στα δάση, καταστρέφουν τις σοδειές μας, και προκαλούν τρόμο στα ζώα μας, απαγάγουν ανθρώπους, έχουν δημιουργήσει πολύ μεγάλο αληθινό μυστήριο, για το οποίο είμαι βέβαιος ότι γίνεται συγκαλυμμένα πολύ μεγάλη έρευνα»

Αποτελούν αληθινά X–Files, τα πρακτικά (πού βρίσκονται;) του πενθήμερου μεγάλου επίσημου συνεδρίου που οργάνωσε το 1992 το φημισμένο Μ.Ι.Τ. (Massachusets Institute of Technology, ένα από το πιο έγκυρα και τιμημένα επιστημονικά ιδρύματα της Αμερικής), με θέμα τις απαγωγές από εξωγήινους, και προεδρεύοντα του συνεδρίου τον περιβόητο πρωτοπόρο UFOλόγο καθηγητή του Χάρβαρντ, Δρ. Τζων Μακ, με τη συμμετοχή πολλών επιστημόνων, γνωστών δημοσιογράφων, και πολλών θυμάτων απαγωγής και επαφικών…

Το 1991, ο δημοσκοπικός οργανισμός Roper ρώτησε σχεδόν έξι χιλιάδες ενήλικες για να εξακριβώσει πόσοι πίστευαν ότι είχαν ενδεχομένως απαχθεί από εξωγήινους. Οι ερευνητές Bud Hopkins και David Jacobs (υπεύθυνοι, μαζί με τον Dr John Mack, για την δημιουργία του μεγάλου ζητήματος των εξωγήινων απαγωγών) επινόησαν έντεκα ερωτήσεις για να απαντήσουν οι ελεγχόμενοι. Το αποτέλεσμα έδειξε ότι 119 άτομα ήταν πιθανοί απαχθέντες, (το 2% των ερωτηθέντων). Όμως, στατιστικά, η παρέκταση της αναλογίας αυτής στον αμερικανικό πληθυσμό, μεταφράζεται σε περίπου πέντε εκατομμύρια! Αυτό φαντάζει εξωφρενικό. Αλλά αμέτρητες μαρτυρίες από απαχθέντες που ανακρίθηκαν από ειδικούς υπό την επήρεια της ύπνωσης οδηγούν στο εξίσου εξωφρενικό συμπέρασμα πως υπάρχουν οκτώ με δέκα εκατομμύρια «αλλαξοπαίδια» στην Γη, αποτέλεσμα εξωγήινων γενετικών πειραμάτων!

Τα μεγαλύτερα σε όγκο ιδιωτικά αληθινά X–Files, κατά τη γνώμη μου και την εποπτεία μου, στην Αμερική τα έχει δημιουργήσει με τα πολυετή αρχεία του ο μεγάλος UFOλόγος Συνταγματάρχης Wendelle C. Stevens, ο οποίος απεβίωσε πρόσφατα, αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό (R.I.P.). Η άλλη περίπτωση, στη Βρετανία, μεγάλου όγκου ιδιωτικών αληθινών X–Files, (εκτός ίσως από τον Timothy Good), κατά τη γνώμη μου, είναι ο ερευνητής Tony Dodd, πρώην αξιωματικός της Αγγλικής Αστυνομίας.

Μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων του, είναι ο Διευθυντής του Directory of Investigative Services for Quest International (μίας από τις μεγαλύτερες UFOλογικές οργανώσεις), που εκδίδει και το γνωστό περιοδικό μεγάλης επιρροής, UFO Magazine… Ο Dodd είναι αληθινά πολύ παράξενη original περίπτωση περιπετειώδους ερευνητή, όσο και αινιγματικού… Αλλά… Στην σύγχρονη μεταμοντέρνα εποχή, μέσα στην τεράστια Νεομυθολογία που έχει δημιουργηθεί από τα αληθινά X–Files, (και όχι απλά για τα αληθινά X–Files, αλλά από αυτά), αρχής γενομένης από τα μέσα ή τέλη της δεκαετίας του 1980, ο ερευνητής που κυριολεκτικά είναι ο ίδιος η προσωποποίηση των Underground X–Files, είναι ο John Lear.

Πρόκειται για τον «μυστικό» καθοδηγητή της original περιπετειώδους παρέας των εκκεντρικών UFOλόγων που λειτούργησαν και λειτουργούν στην Καλιφόρνια, στην Νεβάδα και στην Αριζόνα, (ενώ μια άλλη ανάλογη συνεκτική ομάδα –και σε στενή επαφή με την άλλη– λειτούργησε και λειτουργεί στη Νέα Υόρκη). Πρόκειται για άτομα που συνδέονται μεταξύ τους, τα οποία έχουν δημιουργήσει σχεδόν τα πάντα σε αυτήν την μυστηριώδη Νεομυθολογία περί εξωγήινων, συνομωσιών, απαγωγών, μυστικών πειραμάτων, μυστικών προγραμμάτων και κυβερνητικών και στρατιωτικών συγκαλύψεων, μυστικών συνεργασιών και μυστικών βάσεων.

Ουσιαστικά, αρχικά με επικεφαλής τον John Lear, η «X–Files» original αυτή παρέα είναι οι περιβόητοι: Bob Lazar, Bill Cooper, Val Valerian, Commander–X, Alex Collier, Paul Bennewitz, Bill Moore, Dr David Adair, Edgar Fouche, Dr Roger Leir, Linda Howe, Lou Baldin, και μερικοί άλλοι, (και θα πρόσθετα μάλλον και τον Jordan Maxwell). (Από αυτούς έχει «επηρεαστεί» σημαντικά και ο David Icke, αλλά και ο Alex Jones). Ενώ η συνδεόμενη αντίστοιχη παρέα ερευνητών στη Νέα Υόρκη ήταν κυρίως οι: Bud Hopkins, Whitley Strieber, Dr John Mack, David Jacobs, κ.ά., που κυρίως εισήγαγαν το ζήτημα των εξωγήινων απαγωγών.

Αυτό το ερευνητικό κύκλωμα της Καλιφόρνια και της Νεβάδα κλπ, υπό τον John Lear, είναι που πρώτο έκανε ευρύτερα γνωστά και προώθησε με ζήλο τα «X–Files» θέματα: Area-51, Majestic-12, Alien New World Order, «Γκρίζοι», «Δρακονιανοί», O.H. KRLL, Ε.Β.Ε.’s, Roswell, μυστική συνεργασία των εξωγήινων με την αμερικανική κυβέρνηση, μυστικές βάσεις, μυστική στρατιωτική έρευνα για την εξωγήινη τεχνολογία και κατοχή εξωγήινων ιπταμένων δίσκων, μυστικές υπηρεσίες που δρουν για να καλύπτουν τα πάντα ή να κάνουν παραπληροφόρηση, κλπ, κλπ.Ο John Lear, είναι μια πάρα πολύ σημαντική και κομβική φιγούρα για την γραμμική ιστορική κατανόηση του όλου σκηνικού της Νεομυθολογίας που έχει δημιουργηθεί σε σχέση με τις εξωγήινες συνωμοσίες και τη νέα εξωγηινο-κεντρική συνωμοσιολογία, αφού βρίσκεται πίσω από όλες σχεδόν τις κινήσεις που την έχουν δημιουργήσει, ή σχετίζεται με αυτές.

Ο εκπληκτικός κύριος John Lear είναι ο γιος του μηχανικού και αεροναυπηγού William P. Lear, σχεδιαστή και εφευρέτη του φημισμένου executive αεροσκάφους Lear Jet, του 8-track stereo, πολλών προωθημένων συστημάτων εναερίου ελέγχου, ιδρυτή της εταιρείας Lear Siegler Corporation, και, φυσικά, εκατομμυριούχου. Ο ίδιος ο John Lear ήταν κυβερνήτης αεροσκαφών μεγάλης αεροπορικής εταιρίας, έχει πετάξει με 160 διαφορετικούς τύπους αεροσκαφών σε 50 διαφορετικές χώρες, και είναι διακεκριμένος πιλότος με πολλά ρεκόρ ταχύτητας και με εντυπωσιακά πολλά διαπιστευτήρια.

Γενικά, είναι ένας πολύ περιπετειώδης τύπος. Έχει πιλοτάρει παγκοσμίως σε απόρρητες αποστολές της C.I.A. και άλλων κυβερνητικών υπηρεσιών, έχοντας διατελέσει ειδικός υπάλληλος της C.I.A. (και ίσως είναι ακόμη και σήμερα κατά καιρούς συνεργάτης της –δεν νομίζω ότι μπορείς να παραιτηθείς από αυτές τις σχέσεις έτσι εύκολα). Επίσης, υπήρξε υποψήφιος κυβερνήτης της πολιτείας της Νεβάδα. Ο ίδιος έχει διηγηθεί ότι άρχισε να ενδιαφέρεται στενά για τα UFO, μερικούς μήνες αφότου συνομίλησε με μέλη του προσωπικού της αμερικανικής αεροπορίας που ήταν αυτόπτες μάρτυρες σε μια προσγείωση UFO στην αεροπορική βάση Bentwaters (στην Αγγλία, κοντά στο Λονδίνο), και είδαν τρεις μικρόσωμους «Ξένους» να αποβιβάζονται από αυτό… Τελικά, αποσύρθηκε από τις επαγγελματικές του ασχολίες και αφοσιώθηκε στην UFOλογία, στην έρευνα, στις περιηγήσεις σε όλη την Αμερική, και στη συγγραφή κειμένων και τις επαφές με ενδιαφέροντες ανθρώπους και κυκλώματα.

Ο John Lear είναι βασικά αυτός που προώθησε στους χώρους αυτούς τις αποκαλύψεις ότι η αμερικανική κυβέρνηση ή κάποια κλιμάκια της, σε συνεργασία με την αεροπορία και τις μυστικές υπηρεσίες, έχει αποκαταστήσει στενές επαφές με τους εξωγήινους που ονομάζουμε «Γκρίζους» και τους συμμάχους τους, και ότι συνεργάζονται μυστικά για την κατάκτηση του κόσμου, ότι οι εξωγήινοι τους δίνουν νέες τεχνολογίες και τεχνογνωσία και επιστημονικά μυστικά με αντάλλαγμα την άδεια να κυκλοφορούν ελεύθερα στον πλανήτη, να κάνουν απαγωγές ανθρώπων και γενετικά πειράματα και εμφυτεύματα, ακόμη και να τρώνε ανθρώπους ή να κατακρεουργούν κοπάδια ζώων.

Γι’ αυτό δεν τους ελέγχει κανείς και δρουν ανενόχλητοι και όλοι συγκαλύπτουν την όλη κατάσταση. Επίσης, ότι έχουν κοινές μυστικές υπόγειες βάσεις, στις οποίες γίνονται οι συνδιαλλαγές αυτές και διάφορα παράξενα πειράματα και άλλα ακατονόμαστα πράγματα. Οι κεντρικές απ’ αυτές τις τιτάνιες υπόγειες βάσεις συνεργασίας είναι οι στρατιωτικές βάσεις στην Area-51 (Dreamland) της Νεβάδα, στο Νιού Μέξικο και αλλού, η Dulce, η Wright–Patterson, η Kirtland, η Holloman, κ.ά.

Επίσης, ότι ουσιαστικά οι εξωγήινοι εξαπατούν την αμερικανική κυβέρνηση για να επιτεύξουν τους δικούς τους σκοπούς, ότι υπάρχουν διαφορετικές φράξιες ανάμεσά τους, ότι πίσω από τις συμφωνίες υπάρχουν μυστικές αδελφότητες που καθοδηγούν τις συνδιαλλαγές για άλλους σκοπούς, κλπ.Όλα αυτά δεν είναι μία σκόρπια Νεομυθολογία, δηλαδή μία σύνθεση στοιχείων που συγκεντρώθηκαν καθοδόν από τις φήμες ή τις έρευνες σε ένα σώμα, όπως πιστεύουν πολλοί ενδιαφερόμενοι για όλα αυτά, αλλά ένα συγκεκριμένο κομβικό πακέτο αποκαλύψεων που εμφάνισε ο John Lear και οι κατά καιρούς συνεργάτες του, είναι δηλαδή τα αληθινά Underground X–Files…

Area-51

Ας ρίξουμε λίγο μια ματιά στο θέμα της Area-51, ένα από τα αληθινά Underground Χ-Files, που δημοσιοποίησε και διέδωσε πρώτος ο John Lear: Ως γνωστόν πλέον, πρόκειται για μία μεγάλη βάση της αμερικανικής αεροπορίας στη μεγάλη έρημο της Νεβάδα (Nellis Air Force Base, στο Groom Lake) σχετικά κοντά στο Λας Βέγκας, σε απόσταση αρκετών ωρών από το Λος Άντζελες.

Η πρόσβαση στην ευρύτερη περιοχή απαγορεύεται αυστηρά (από παλιά, και μέχρι σήμερα), και είναι γνωστό ότι εκεί διεξάγονται διάφορα απόρρητα προγράμματα της αεροπορίας. Ο John Lear άρχισε να βγάζει στη φόρα διάφορες πληροφορίες για παράξενες μυστικές δραστηριότητες εκεί (στην αρχή στο ParaNet BBS), ερευνητές άρχισαν να πηγαίνουν εκεί και να κινηματογραφούν UFO, ώσπου απεκάλυψε ότι ένας πληροφοριοδότης του που κωδικά ονόμαζε Dennis, τού αποκάλυψε ότι στη βάση φιλοξενούνται στο υπόστεγο 18 (Hangar 18) τρεις εξωγήινοι ιπτάμενοι δίσκοι, κι ο Dennis ως εξειδικευμένος μηχανικός καλέστηκε για να συμμετέχει σε μια προσπάθεια για reverse engineering (για να δουν πως λειτουργούν τα σκάφη και να αντιγράψουν το μηχανικό τους σύστημα).

Στην βάση υπήρχαν και ζωντανοί εξωγήινοι αιχμάλωτοι. Τελικά, αποκαλύφθηκε ότι ο πληροφοριοδότης Dennis και συνεργάτης του Lear ήταν ο περιβόητος πλέον Bob Lazar, που κατέληξε να γίνει πολύ γνωστός από τότε (και συνέχισε τις αποκαλύψεις επώνυμα). Οι έρευνες του Lear και οι αποκαλύψεις του σταδιακά άρχισαν να σχηματίζουν την αληθινή εικόνα, ότι κάτω από την τεράστια βάση υπήρχε μία ολόκληρη υπόγεια πολιτεία (οι φήμες λένε ότι έχει το μέγεθος του Μανχάταν!) στην οποία ζούσαν εκατοντάδες εξωγήινοι μαζί με εξειδικευμένο προσωπικό (και έχει τον κωδικό Dreamland), και στην οποία δραστηριοποιούταν η συνεργασία εξωγήινων και αμερικανικών υπηρεσιών. Και όλα τα άλλα που λίγο-πολύ είναι γνωστά…

Πρέπει να προσθέσω ότι –πέρα από όλα αυτά– η Area-51 ήταν (και ακόμη είναι, τελικά) ένα πολύ απόρρητο μέρος, υψηλά απαγορευμένης πρόσβασης και προσέγγισης. Ας καταθέσω κάποια πράγματα που μάλλον δεν είναι ευρύτερα γνωστά: Με το National Security Act τον Σεπτέμβριο του 1947, ο πρόεδρος Χάρυ Τρούμαν ίδρυσε το Central Intelligence Agency (C.I.A.) και το National Security Council (N.S.C.). Μέχρι τότε οι μυστικές αυτές υπηρεσίες πληροφοριών απαντούσαν μονάχα στον πρόεδρο των Η.Π.Α. και η δράση τους ήταν σχετικά ανοιχτή, αλλά το 1949 όλες οι δραστηριότητές της CIA έγιναν άκρως απόρρητες, το ίδιο και τα χρήματα που παίρνει από την κυβέρνηση (κανείς δεν ξέρει πόσα και γιατί), για τον μυστικό λόγο του ότι η κυβέρνηση των Η.Π.Α. πρέπει να μπορεί να αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη για οποιαδήποτε δράση της CIA αν αυτή αποκαλυφθεί.

Σύμφωνα με την νομοθεσία, για να μην είναι παντοδύναμη η CIA, της απαγορεύουν οποιαδήποτε δράση μέσα στην Αμερική αυστηρά (χμ…), αλλά της επιτρέπεται οποιαδήποτε δράση στο εξωτερικό. Της δίνεται όμως μία ολόκληρη περιοχή στην οποία μπορεί να κάνει ό,τι θέλει: η Area-51 (Groom Lake Base, Nellis)!! Όπου εδρεύουν κλιμάκια της αεροπορίας που υπάγονται στην CIA, και για την περιοχή δεν έχει δικαίωμα ούτε ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. να γνωρίζει τίποτε, (είναι «Above Τop Secret)!

Στην ουσία δεν είναι βάση της αεροπορίας αλλά της CIA. Κάποιοι λένε, ότι έχει τον αριθμό 51, γιατί ουσιαστικά είναι η 51η πολιτεία –μυστική– της Αμερικής… Για παράδειγμα, απ’ όσα ξέρουμε, στην Area-51 κατασκευάστηκε και πέταξε για πρώτη φορά εκεί το κατασκοπευτικό αεροσκάφος U2, για το οποίο μέχρι το 1982 η κυβέρνηση αρνούνταν κατηγορηματικά την ύπαρξή του. Επίσης εκεί κατασκευάστηκε το Α-12 Oxcart, το πρωτότυπο του σημερινού «αόρατου» Stealth Fighter…

Όλα αυτά για την Area-51, συνδέθηκαν αμέσως με τις αποκαλύψεις του φυσικού και ηλεκτρονικού Dr Paul Bennewitz, ενός παθιασμένου UFOλόγου που δεν είναι άλλος από αυτόν που πρώτος αποκάλυψε τον ανάλογο ρόλο της ανάλογης τεράστιας υπόγειας βάσης του Dulce, στο New Mexico, (με την οποία ο ίδιος συνεργαζόταν επαγγελματικά), και αργότερα την επιπλέον πληροφορία ότι οι εξωγήινοι τρώνε ανθρώπους, τους απαγάγουν και τους πηγαίνουν εκεί για επεξεργασία και βρώση ή πειράματα. (Το ζήτημα φαίνεται ότι ξεκίνησε από μία γυναίκα που έπεσε θύμα απαγωγής, τα είδε όλα αυτά, και τα αποκάλυψε στον Bennewitz).

Ο John Lear προσέγγισε τον Bennewitz, και αντάλλαξαν πληροφορίες, διαμορφώνοντας με περισσότερες λεπτομέρειες το σενάριο. Στην ιστορία εμπλάκηκαν και υπηρεσίες της Αεροπορίας, προσπαθώντας να παραπλανήσουν τον Bennewitz. Όλα αυτά και πολλά άλλα, ρύθμισαν τη συνείδηση αμέτρητων ενδιαφερόμενων, και τα ενστερνίστηκαν αμέτρητοι ερασιτέχνες UFOλόγοι ανά τον κόσμο… (Ανάμεσά τους ο Alex Collier, που πρέπει να είναι αυτός που πρώτος εισήγαγε το θέμα των «καλών» Ανδρομέδιων, που παρακολουθούν την όλη κατάσταση με τους «κακούς» εξωγήινους από τον Zeta Reticuli και τον Βοώτη στην Γη, και ετοιμάζονται να επέμβουν δυναμικά). Ο John Lear ήταν αυτός που ενίσχυσε, συνεργάστηκε στενά και παρουσίασε τον Bill Cooper, αλλά αργότερα συγκρούστηκαν μεταξύ τους (ο Lear διαφωνούσε με τις τακτικές του –που όντως τελικά οδήγησαν στη δολοφονία του από κυβερνητικούς)

Η Linda Howe, μία πολύ δραστήρια UFOλόγος και τηλεοπτική παραγωγός, στενή συνεργάτης και φίλη του John Lear, ήταν η αυτή που ανακάλυψε και προώθησε το ζήτημα των «Cattle Mutilations» (των ακρωτηριασμών ζώων), συνδέοντάς το με το φαινόμενο των UFO, και τελικά με την όλη Νεομυθολογία. Υποτίθεται ότι οι εξωγήινοι ακρωτηριάζουν τα ζώα με την άδεια της κυβέρνησης, για λόγους που η Νεομυθολογία έχει αφιερωθεί να τους αναλύσει. (Αληθινά, οι παράξενοι ακρωτηριασμοί συμβαίνουν συνεχώς, και έχουν φτάσει στις πολλές δεκάδες χιλιάδες καταγραμμένες περιπτώσεις, ενώ σχεδόν πάντα συνοδεύουν τις θεάσεις UFO και τις εμφανίσεις των Ξένων στην εκάστοτε περιοχή).

Ο Val Valerian είναι ο UFOλόγος που εισήγαγε στο αμερικανικό και έπειτα στο διεθνές underground ταμπλώ τους «Δρακονιανούς». Ο V Valerian, μια δυναμικά μυθοποιημένη φιγούρα του σύγχρονου εκκεντρικού αμερικανικού underground (πολλοί λένε ότι είναι και ο άνθρωπος πίσω από τη θρυλική υπογραφή «Commander–X», και μάλλον αυτός είναι), ευθύνεται για μεγάλο μέρος της Νεομυθολογίας. (Η κυβέρνηση των Η.Π.Α. και της Αγγλίας, έχει ένα «συμβόλαιο» με μια μη-ανθρώπινη ράτσα, ακόμη από το 1933.

Η ράτσα αυτή δεν είναι ανθρώπινη με τα χαρακτηριστικά που ξέρουμε, αλλά έχει την καταγωγή της στην Γη αρκετές χιλιάδες χρόνια πριν. Τους ονομάζουν «Δρακονιανούς», από τον αστερισμό του Δράκοντα, είναι νεο-σαυρικής φύσεως, ερπετόμορφοι, χρώματος γκρίζου και πράσινου. Οι γνωστοί μας «Γκρίζοι» είναι άφυλλα βιολογικά ρομπότς δικής τους γενετικής κατασκευής. Κλιμάκια του στρατού από το ‘60 ξεκίνησαν μιά συνεργασία με αυτά τα όντα μέσω διαφόρων συμφωνιών, αλλά αργότερα έμαθαν ότι ήταν απίστευτα σατανικά από τη φύση τους και απλώς χρησιμοποιούσαν τις συμφωνίες για να κερδίσουν χρόνο, καθώς εγκαθιδρύουν συγκεκριμένους ελέγχους πάνω στην ανθρώπινη φυλή, με τελικό τους στόχο την απόλυτη κυριαρχία στον πλανήτη).

Val Valerian –όπως αποκαλύφθηκε τελικά– είναι το ψευδώνυμο του Captain John Grace, ενός πιλότου της CIA (συναδέλφου του John Lear, ο οποίος γράφει αντίστοιχα βιβλία και με τα τρία ονόματά του, Valerian, Grace, Commander–X), και ειδικού πράκτορα του Counter Intelligence Division of Air Intelligence of the United States Air Force, ο οποίος αποσύρθηκε και τελικά αφοσιώθηκε επίσης στην έρευνα και στην UFOλογία «έπειτα από πολύ παράξενες εμπειρίες που του άλλαξαν τη ζωή».

Ο Captain John Grace, υπογράφοντας με το αληθινό του όνομα, έχει συν-γράψει μαζί με τον John Lear μία σειρά θρυλικών βιβλίων που ξεκίνησε με το –περιβόητο στους underground κύκλους– βιβλίο τους The Matrix (και ακολούθησαν τα Matrix 2, Matrix 3, κλπ), και φυσικά η έννοια «Matrix» είναι επίσης δική τους (και έχει υιοθετηθεί αργότερα από τους πάντες), ενώ o Lear και ο Grace έχουν πληρωθεί από τους παραγωγούς και τους σεναριογράφους των διάσημων ταινιών Matrix, για να τους παραχωρήσουν τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του τίτλου που τα κατείχαν.

Επίσης, ο Lear και ο Grace έχουν στήσει ένα θρυλικό Hoax, γράφοντας τα αινιγματικά κείμενα με την υπογραφή Crill (ή Krill), για τα οποία αργότερα αποκάλυψαν ότι έχουν γραφτεί από έναν αιχμάλωτο εξωγήινο από την αμερικανική αεροπορία, έναν «E.B.E.» («Extraterrestrial Biological Entity», Εξωγήινη Βιολογική Οντότητα, οι ίδιοι έχουν εισάγει αυτόν τον όρο, υποστηρίζοντας ότι έτσι αποκαλούνται σε διαβαθμισμένα επίπεδα οι αιχμαλωτισμένοι «Ξένοι»), τον οποίο ονομάζουν O. H. CRLL, και αργότερα παραδόξως αποκάλυψαν ότι οι ίδιοι είχαν επινοήσει αυτόν τον χαρακτήρα και είχαν συγγράψει αυτά τα κείμενα, ως «πείραμα» με τη φύση της ροής της πληροφορίας.

Λίγο αργότερα, από τούς ίδιους κύκλους, εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο –αμφιλεγόμενος πλέον– UFOλόγος Bill Moore, ο οποίος παρουσίασε υποτιθέμενα αυτούσια κλεμμένα έγγραφα της «Majestic-12» (μιλάμε για το πρώτο κλεμμένο συγκλονιστικό X–File του Underground) –από εκεί έμεινε τελικά και η παράφραση του αρχικού Majesty Twelve στο ευρύ κοινό– και επίσημες αναφορές για όλα αυτά, που με τις λεπτομέρειες τους έχουν επηρεάσει καθοριστικά όλες τις συνωμοσιολογίες περί εξωγήινων και των μυστικών ομάδων της Αμερικανικής κυβέρνησης. O John Lear συνεχίζει μέχρι σήμερα τις έρευνες του, αποτελεί έμπνευση για πολλούς ερευνητές, και χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από όλους τους Underground –και όχι μόνο– ερευνητικούς κύκλους.

Ό,τι κι αν πιστεύετε για όλα αυτά (και πρέπει να τα διερευνήσετε σοβαρά πρώτα για να πιστέψετε σοβαρά κάτι τελικά), όλα αυτά που τελείως εισαγωγικά και ενδεικτικά αναφέρω σε αυτές τις σελίδες, έχουν δημιουργηθεί από τα αληθινά X–Files και έχουν δημιουργήσει τα αληθινά X–Files. Ένα μυστηριώδες δίκτυο από καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες. Ένας αληθινός λαβύρινθος μυστηρίων για τους αληθινούς ερευνητές των αληθινών παράξενων υποθέσεων που αποκρύπτονται από την κοινή αντίληψη.

Κι έτσι, η Αλήθεια ήταν και είναι ακόμη εκεί έξω (ή εκεί μέσα)…

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΤ' ΑΡΙΣΤΟΓΕΙΤΟΝΟΣ Α΄

ΔΗΜ 25.15–19

(ΔΗΜ 25.15–35: Η στάση του Αριστογείτονα απέναντι στους νόμους της πόλεως) 

Φύση και λειτουργία του νόμου – Η περιφρόνηση του Αριστογείτονα προς τους νόμους

Ο Λυκούργος και ο ομιλητής κατηγορούν τον Αριστογείτονα ότι, αν και οφειλέτης προς το κράτος, ασκεί κανονικά τα πολιτικά του δικαιώματα ενώπιον της Εκκλησίας. Στο εκτενές προοίμιον ο ομιλητής επισήμανε την ευθύνη των δικαστών να διατηρήσουν με την απόφασή τους την αξιοπιστία και το κύρος τους, καθώς η ενοχή του κατηγορουμένου είχε αποδειχτεί ήδη από τον Λυκούργο. Στη συνέχεια εκθέτει τη στάση του Αριστογείτονα απέναντι στους νόμους της πόλεως.

[15] Ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κἂν
μεγάλην πόλιν οἰκῶσι κἂν μικράν, φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται.
τούτων δ’ ἡ μὲν φύσις ἐστὶν ἄτακτον καὶ κατ’ ἄνδρ’ ἴδιον
τοῦ ἔχοντος, οἱ δὲ νόμοι κοινὸν καὶ τεταγμένον καὶ ταὐτὸ
πᾶσιν. ἡ μὲν οὖν φύσις, ἂν ᾖ πονηρά, πολλάκις φαῦλα
βούλεται· διόπερ τοὺς τοιούτους ἐξαμαρτάνοντας εὑρήσετε.
[16] οἱ δὲ νόμοι τὸ δίκαιον καὶ τὸ καλὸν καὶ τὸ συμφέρον βού-
λονται, καὶ τοῦτο ζητοῦσιν, καὶ ἐπειδὰν εὑρεθῇ, κοινὸν τοῦτο
πρόσταγμ’ ἀπεδείχθη, πᾶσιν ἴσον καὶ ὅμοιον, καὶ τοῦτ’ ἔστι
νόμος. ᾧ πάντας πείθεσθαι προσήκει διὰ πολλά, καὶ μάλισθ’
ὅτι πᾶς ἐστι νόμος εὕρημα μὲν καὶ δῶρον θεῶν, δόγμα δ’
ἀνθρώπων φρονίμων, ἐπανόρθωμα δὲ τῶν ἑκουσίων καὶ
ἀκουσίων ἁμαρτημάτων, πόλεως δὲ συνθήκη κοινή, καθ’ ἣν
πᾶσι προσήκει ζῆν τοῖς ἐν τῇ πόλει. [17] ἀλλὰ μὴν ὅτι νῦν
Ἀριστογείτων τοῖς μὲν τῆς ἐνδείξεως δικαίοις ἅπασιν ἑάλω-
κεν, ἕτερος δ’ οὐδὲ εἷς ἔστιν ἀνεκτὸς αὐτῷ λόγος, περὶ
τούτων ῥᾴδιον διδάξαι. δυοῖν γὰρ ὄντοιν, ὦ ἄνδρες Ἀθη-
ναῖοι, ὧν ἕνεκα πάντες τίθενται οἱ νόμοι, τοῦ τε μηδένα
μηδὲν ὃ μὴ δίκαιόν ἐστι ποιεῖν, καὶ τοῦ τοὺς παραβαίνοντας
ταῦτα κολαζομένους βελτίους τοὺς ἄλλους ποιεῖν, ἀμφοτέροις
τούτοις οὗτος ἔνοχος ὢν φανήσεται. ἐπὶ μὲν γὰρ οἷς ἐξ
ἀρχῆς παρέβη τοὺς νόμους, τὰ ὀφλήματ’ αὐτῷ γέγονεν· ἐπὶ
δ’ οἷς οὐκ ἐμμένει τούτοις, νῦν ἐπὶ τὴν παρ’ ὑμῶν ἄγεται
τιμωρίαν, ὥστε μηδεμίαν καταλείπεσθαι πρόφασιν δι’ ἣν ἄν
τις αὐτὸν ἀφείη. [18] οὐδὲ γὰρ αὖ τοῦτ’ ἔστιν εἰπεῖν, ὡς ἄρ’
ἐκ τούτων οὐδὲν ἡ πόλις βλάπτεται. ἐγὼ γάρ, ὅτι μὲν
πάντ’ ἀπόλλυται τὰ τῆς πόλεως ὀφλήματα, εἰ τὰ τούτου
σοφίσματα προσδέξεσθε, καὶ ὅτι, εἰ ἄρα δεῖ τινας ἐκ τῶν
ὀφειλόντων ἀφιέναι, τοὺς ἐπιεικεστάτους καὶ βελτίστους καὶ
τοὺς ἐπὶ τοῖς ἥκιστα δεινοῖς ὠφληκότας, τούτους ἀφιέναι
δεῖ, οὐχὶ τὸν πονηρότατον καὶ πλεῖσθ’ ἡμαρτηκότα καὶ
δικαιότατ’ ὠφληκότα καὶ ἐπὶ δεινοτάτοις [19] (τί γὰρ ἂν γένοιτο
συκοφαντίας καὶ παρανομίας δεινότερον, ἐφ’ οἷς ἀμφοτέροις
οὗτος ὤφληκεν;) καὶ ὅτι οὐδ’ εἰ πᾶσι τοῖς ἄλλοις [ἀφίετε],
οὐχὶ τῷ βιαζομένῳ δήπου συγχωρῆσαι προσήκει (ὕβρις γὰρ
δὴ τοῦτό γε), καὶ πάντα τὰ τοιαῦτ’ ἐάσω· ἀλλ’ ὅτι καὶ πᾶς
ὁ τῆς πόλεως καὶ τῶν νόμων κόσμος, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
συνταράττεται καὶ διαφθείρεται <τὸ> κατὰ τοῦτον, καὶ τοῦτ’
οἶμαι σαφῶς ὑμῖν ἐπιδείξειν.

***
[15] Όλος ο βίος των ανθρώπων, άνδρες Αθηναίοι, είτε μεγάλην πόλιν, είτε μικράν κατοικούσι, κανονίζεται από την φύσιν και τους νόμους. Εκ των δύο δε τούτων στοιχείων, η μεν φύσις είναι κάτι ακανόνιστον και δι' έκαστον άτομον ανάλογον προς εκείνον που το έχει, οι δε νόμοι είναι στοιχείον κοινόν, κεκανονισμένον και το ίδιον δι' όλους. Η μεν λοιπόν φύσις, αν είναι κακή, πολλάκις επιδιώκει το κακόν· διά τούτο θα ίδετε, ότι οι άνθρωποι του είδους τούτου διαπράττουν αμαρτήματα. [16] Οι δε νόμοι το δίκαιον και το καλόν και το ωφέλιμον θέλουν και επιδιώκουν και, όταν τούτο ευρεθή, γίνεται κανών γενικός, ίσος και όμοιος δι' όλους και αυτός είναι ο νόμος. Εις τούτον όλοι πρέπει να υπακούουν διά πολλούς λόγους και προ πάντων διότι πας νόμος είναι μεν εύρημα και δώρον των θεών, απόφασις δε σωφρόνων ανθρώπων, επανόρθωσις δε των εκουσίων και ακουσίων αμαρτημάτων, συμφωνία δε κοινή της πόλεως, σύμφωνα προς την οποίαν πρέπει να ζώσι όλοι οι εν τη πόλει. [17] Αλλ' εξ άλλου ότι ήδη ο Αριστογείτων έχει αποδειχθή ότι ηδίκησεν, σύμφωνα προς όλας τας απόψεις του δικαίου, τας οποίας αναφέρει η καταγγελία και ότι δεν του υπολείπεται πλέον κανέν επιχείρημα υποφερτόν, περί τούτου είναι εύκολον να σας διαφωτίσω. Ενώ δηλαδή υπάρχουν δύο σκοποί, διά τους οποίους τίθενται οι νόμοι, δηλαδή να μη πράττη κανείς τίποτε, το οποίον δεν είναι δίκαιον και να γίνωνται καλύτεροι οι άλλοι, όταν βλέπουν να τιμωρώνται οι παραβαίνοντες ταύτα, θα φανή ότι ούτος είναι ένοχος και διά τα δύο ταύτα. Διότι τα (εν λόγω) πρόστιμα επεβλήθησαν εις αυτόν διά τας πράξεις, διά τας οποίας ευθύς εξ αρχής παρέβη τους νόμους· διά την περιφρόνησίν του δε προς τας τιμωρίας ταύτας, τώρα έχει αχθή εις το δικαστήριον διά να τιμωρηθή από σας, ώστε να μη υπάρχη κανείς λόγος, ο οποίος να επιτρέπη την αθώωσίν του. [18] Εξ άλλου ουδέ τούτο δεν δύναται να είπη τις, ότι δηλαδή η πόλις δεν βλάπτεται καθόλου από αυτά. Δι' εμέ, ότι μεν όλα τα πρόστιμα τα επιβληθέντα υπό της πόλεως χάνονται, αν παραδεχθήτε τα σοφίσματα τούτου, ότι, εάν πρέπει να απαλλάξητε ωρισμένους οφειλέτας, ούτοι πρέπει να είναι οι πλέον έντιμοι και καλοί και εκείνοι, των οποίων το πρόστιμον οφείλεται εις πράξεις ελάχιστα σκανδαλώδεις και όχι ο μέγιστος εγκληματίας, ο οποίος διέπραξε τα μεγαλύτερα αδικήματα, και του οποίου το πρόστιμον είναι το πλέον δικαιολογημένον και προελθόν από τας πλέον σκανδαλώδεις πράξεις [19] (διότι τι δύναται να υπάρξη χειρότερον της συκοφαντίας και παρανομίας, διά τα οποία και τα δύο συγχρόνως επεβλήθησαν εις αυτόν τα πρόστιμα;) ότι, και αν ακόμη πρέπη να χορηγήσετε χάριν εις όλους τους άλλους, αλλά δεν αρμόζει να δώσετε ταύτην εις εκείνον που μεταχειρίζεται βίαν (διότι τούτο υπερβαίνει παν μέτρον), αυτά και άλλα παρόμοια επιχειρήματα θα αφήσω κατά μέρος· αλλ' ότι και πάσα τάξις της πόλεως και των νόμων, άνδρες Αθηναίοι, ανατρέπεται και καταστρέφεται εξ αιτίας τούτου και αυτό νομίζω ότι δύναμαι να σας δείξω σαφώς.