Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (18.541-18.617)

Ἐν δ᾽ ἐτίθει νειὸν μαλακήν, πίειραν ἄρουραν,
εὐρεῖαν τρίπολον· πολλοὶ δ᾽ ἀροτῆρες ἐν αὐτῇ
ζεύγεα δινεύοντες ἐλάστρεον ἔνθα καὶ ἔνθα.
οἱ δ᾽ ὁπότε στρέψαντες ἱκοίατο τέλσον ἀρούρης,
545 τοῖσι δ᾽ ἔπειτ᾽ ἐν χερσὶ δέπας μελιηδέος οἴνου
δόσκεν ἀνὴρ ἐπιών· τοὶ δὲ στρέψασκον ἀν᾽ ὄγμους,
ἱέμενοι νειοῖο βαθείης τέλσον ἱκέσθαι.
ἡ δὲ μελαίνετ᾽ ὄπισθεν, ἀρηρομένῃ δὲ ἐῴκει,
χρυσείη περ ἐοῦσα· τὸ δὴ περὶ θαῦμα τέτυκτο.
550 Ἐν δ᾽ ἐτίθει τέμενος βασιλήϊον· ἔνθα δ᾽ ἔριθοι
ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες.
δράγματα δ᾽ ἄλλα μετ᾽ ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε,
ἄλλα δ᾽ ἀμαλλοδετῆρες ἐν ἐλλεδανοῖσι δέοντο.
τρεῖς δ᾽ ἄρ᾽ ἀμαλλοδετῆρες ἐφέστασαν· αὐτὰρ ὄπισθε
555 παῖδες δραγμεύοντες, ἐν ἀγκαλίδεσσι φέροντες,
ἀσπερχὲς πάρεχον· βασιλεὺς δ᾽ ἐν τοῖσι σιωπῇ
σκῆπτρον ἔχων ἑστήκει ἐπ᾽ ὄγμου γηθόσυνος κῆρ.
κήρυκες δ᾽ ἀπάνευθεν ὑπὸ δρυῒ δαῖτα πένοντο,
βοῦν δ᾽ ἱερεύσαντες μέγαν ἄμφεπον· αἱ δὲ γυναῖκες
560 δεῖπνον ἐρίθοισιν λεύκ᾽ ἄλφιτα πολλὰ πάλυνον.
Ἐν δὲ τίθει σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωὴν
καλὴν χρυσείην· μέλανες δ᾽ ἀνὰ βότρυες ἦσαν,
ἑστήκει δὲ κάμαξι διαμπερὲς ἀργυρέῃσιν.
ἀμφὶ δὲ κυανέην κάπετον, περὶ δ᾽ ἕρκος ἔλασσε
565 κασσιτέρου· μία δ᾽ οἴη ἀταρπιτὸς ἦεν ἐπ᾽ αὐτήν,
τῇ νίσοντο φορῆες, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν.
παρθενικαὶ δὲ καὶ ἠΐθεοι ἀταλὰ φρονέοντες
πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν.
τοῖσιν δ᾽ ἐν μέσσοισι πάϊς φόρμιγγι λιγείῃ
570 ἱμερόεν κιθάριζε, λίνον δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄειδε
λεπταλέῃ φωνῇ· τοὶ δὲ ῥήσσοντες ἁμαρτῇ
μολπῇ τ᾽ ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο.
Ἐν δ᾽ ἀγέλην ποίησε βοῶν ὀρθοκραιράων·
αἱ δὲ βόες χρυσοῖο τετεύχατο κασσιτέρου τε,
575 μυκηθμῷ δ᾽ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε
πὰρ ποταμὸν κελάδοντα, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα.
χρύσειοι δὲ νομῆες ἅμ᾽ ἐστιχόωντο βόεσσι
τέσσαρες, ἐννέα δέ σφι κύνες πόδας ἀργοὶ ἕποντο.
σμερδαλέω δὲ λέοντε δύ᾽ ἐν πρώτῃσι βόεσσι
580 ταῦρον ἐρύγμηλον ἐχέτην· ὁ δὲ μακρὰ μεμυκὼς
ἕλκετο· τὸν δὲ κύνες μετεκίαθον ἠδ᾽ αἰζηοί.
τὼ μὲν ἀναρρήξαντε βοὸς μεγάλοιο βοείην
ἔγκατα καὶ μέλαν αἷμα λαφύσσετον· οἱ δὲ νομῆες
αὔτως ἐνδίεσαν ταχέας κύνας ὀτρύνοντες.
585 οἱ δ᾽ ἤτοι δακέειν μὲν ἀπετρωπῶντο λεόντων,
ἱστάμενοι δὲ μάλ᾽ ἐγγὺς ὑλάκτεον ἔκ τ᾽ ἀλέοντο.
Ἐν δὲ νομὸν ποίησε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις
ἐν καλῇ βήσσῃ μέγαν οἰῶν ἀργεννάων,
σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς.
590 Ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις,
τῷ ἴκελον οἷόν ποτ᾽ ἐνὶ Κνωσῷ εὐρείῃ
Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ.
ἔνθα μὲν ἠΐθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι
ὠρχεῦντ᾽, ἀλλήλων ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔχοντες.
595 τῶν δ᾽ αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, οἱ δὲ χιτῶνας
εἵατ᾽ ἐϋννήτους, ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ·
καί ῥ᾽ αἱ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον, οἱ δὲ μαχαίρας
εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων.
οἱ δ᾽ ὁτὲ μὲν θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι
600 ῥεῖα μάλ᾽, ὡς ὅτε τις τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν
ἑζόμενος κεραμεὺς πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν·
ἄλλοτε δ᾽ αὖ θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι.
πολλὸς δ᾽ ἱμερόεντα χορὸν περιίσταθ᾽ ὅμιλος
τερπόμενοι· μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖος ἀοιδὸς
605 φορμίζων· δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ᾽ αὐτοὺς
μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους.
Ἐν δὲ τίθει ποταμοῖο μέγα σθένος Ὠκεανοῖο
ἄντυγα πὰρ πυμάτην σάκεος πύκα ποιητοῖο.
Αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῦξε σάκος μέγα τε στιβαρόν τε,
610 τεῦξ᾽ ἄρα οἱ θώρηκα φαεινότερον πυρὸς αὐγῆς,
τεῦξε δέ οἱ κόρυθα βριαρὴν κροτάφοις ἀραρυῖαν,
καλὴν δαιδαλέην, ἐπὶ δὲ χρύσεον λόφον ἧκε,
τεῦξε δέ οἱ κνημῖδας ἑανοῦ κασσιτέροιο.
Αὐτὰρ ἐπεὶ πάνθ᾽ ὅπλα κάμε κλυτὸς ἀμφιγυήεις,
615 μητρὸς Ἀχιλλῆος θῆκε προπάροιθεν ἀείρας.
ἡ δ᾽ ἴρηξ ὣς ἆλτο κατ᾽ Οὐλύμπου νιφόεντος,
τεύχεα μαρμαίροντα παρ᾽ Ἡφαίστοιο φέρουσα.

***
Έβαλε αλλού τριόργητο και μαλακό χωράφι
εκτεταμένον, κάρπιμο και μέσα ζευγολάτες
πολλοί με τα ζευγάρια τους το εσχίζαν άνω κάτω.
Και όταν γυρίζαν κι έφθαναν στου χωραφιού την άκρην,
545 άνθρωπος τους επρόσφερνε ποτήρι όλο γεμάτο
γλυκό κρασί, κι εγύριζαν στες αυλακιές εκείνοι
πρόθυμοι του μεγάλου αγρού να φθάσουν εις την άκρην.
Μαυρίζει όπισθεν η γη και δείχνει αλετρεμένη
μ᾽ όλον οπού ᾽ναι ολόχρυση, της τέχνης μέγα θάμα.
550 Φραγμένο κτήμα θέτει αλλού που ᾽χε υψηλά τα στάχια
και μέσα εργάτες θέριζαν με κοφτερά δρεπάνια.
Και άλλες χεριές επανωτές στες αυλακιές επέφταν,
και άλλες με καλαμόσχοινα τες δέναν επιστάτες
τρεις διορισμένοι, ενώ παιδιά κατόπι τους σηκώναν
555 χερόβολα στες αγκαλιές και αδιάκοπα τα εδέναν·
και ο κύριος στην αυλακιά με σκήπτρον εις το χέρι
σιωπηλός εστέκονταν κι εχαίρετο η ψυχή του.
Παρέκει κάτω από ᾽να δρυ σφακτό μεγάλο βόδι
για το τραπέζι ετοίμαζαν· και ωστόσον οι γυναίκες
560 πλήθος αλεύρια μούσκευαν φαγί για τους εργάτες.
Αμπέλι μέγα έβαλαν αλλού καρπόν γεμάτο,
καλό, χρυσό κι εμαύριζαν ολούθε τα σταφύλια·
τα κλήματ᾽ ήσαν σ᾽ αργυρά σταλίκια στυλωμένα.
Και λάκκον από χάλυβα και κασσιτέρου φράκτην
565 έσυρε γύρω και άνοιξε στην άκρην μονοπάτι
για να περνούν, όταν τρυγάν το αμπέλι, οι καρποφόροι.
Και αγόρια, κόρες λιγερές, αμέριμνα στην γνώμην
εφέρναν τον γλυκύν καρπόν μέσα εις τα καλάθια.
Γλυκιάν κιθάραν έπαιζε στην μέσην τους αγόρι
570 και με την λυγερή λαλιά τον λίνον τραγουδούσε
μελωδικά, και όλοι μαζί τριγύρω του εσκιρτούσαν
και τες φωνές τους έσμιγαν με το γλυκό τραγούδι.
Αγέλην έκαμεν αλλού ταύρων ορθοκεράτων,
και οι ταύροι επλάσθηκαν χρυσού και κασσιτέρου ακόμη·
575 και απ᾽ την αυλήν μουγκρίζοντας προς την βοσκήν κινούσαν
εις το ποτάμι, οπού βροντά στα τρυφερά καλάμια.
Χρυσοί βαδίζαν τέσσεροι μ᾽ εκείνους βοδηλάτες,
κι εννέα σκύλοι φύλακες γοργόποδες τριγύρω.
Και από τους πρώτους της κοπής δυο τρομερά λιοντάρια
580 βαρβάτον ταύρον άρπαξαν που εμούγκρα ενώ τον σέρναν.
Και οι σκύλοι επάνω εχούμησαν και ομού τα παλικάρια.
Και αφού του ταύρου έκοψαν το δέρμα τα θηρία
αίμα του ερούφαν κι άντερα· του κάκου οι βοδηλάτες
επάνω τα γοργόποδα σκυλιά παρακινούσαν.
585 Δεν εκοτούσαν δάγκαμα να δώσουν στα λεοντάρια,
αλύχταν μόνο από σιμά και πάλι αναμερίζαν.
Κι έναν πλατύν βοσκότοπον λευκόμαλλων προβάτων
έκαμ᾽ ο ένδοξος χωλός μέσα εις καλό λαγκάδι,
στάνες, καλύβες σκεπαστές, και μανδριά μεγάλα.
590 Κι έναν χορόν ιστόρησεν ο μέγας ζαβοπόδης,
όμοιον μ᾽ αυτόν που ο Δαίδαλος είχε φιλοτεχνήσει
της Αριάδνης της λαμπρής εις της Κνωσού τα μέρη.
Αγόρια εκεί, πολύπροικες παρθένες εχορεύαν
κι εγύριζαν χεροπιαστοί· και οι κόρες εφορούσαν
595 λινά ενδύματα λεπτά, κι είχαν τα παλικάρια
από το λάδι λαμπερούς καλόγνεστους χιτώνες.
Λαμπρά στεφάνια είχαν αυτές, είχαν χρυσά εκείνοι
μαχαίρια που απ᾽ αργυρούς κρεμιόνταν τελαμώνες·
και πότ᾽ ετρέχαν κυλητά με πόδια μαθημένα,
600 ωσάν σταμνάς, οπού τροχόν αρμόδιον στην παλάμην
την τριγυρνά καθήμενος να δοκιμάσει αν τρέχει,
και πότε αράδα έτρεχαν αντίκρυ στην αράδα.
Και τον ασύγκριτον χορόν τριγύρω εδιασκεδάζαν
πολύς λαός και ανάμεσα ο αοιδός ο θείος
605 κιθάριζε· και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι
δυο χορευτές στη μέση τους πηδούσαν κι εγυρίζαν.
Τον ποταμόν Ωκεανόν και δυνατόν και μέγαν
γύρω στον κύκλον έθεσε της στερεής ασπίδος.
Και την τρανήν ως του ᾽καμεν ασύντριφτην ασπίδα,
610 θώρακα κάμνει π᾽ άστραφτεν όσο η φωτιά δεν λάμπει,
κράνος κατόπι στερεόν αρμόδιον στο κεφάλι,
καλότεχνο με ολόχρυσο στην κορυφήν του λόφον,
και από λεπτόν κασσίτερον μορφώνει τες κνημίδες.
Και όλα τα όπλα ως έκαμε τα σήκωσε ο τεχνίτης
615 και του Αχιλλέως τα ᾽βαλεν εμπρός εις την μητέρα.
Και αυτή με τ᾽ όπλα π᾽ άστραφταν, του Ηφαίστου δώρο, εχύθη
ωσάν νεράκι απ᾽ την κορφήν του χιονισμένου Ολύμπου.

Διαταραχή Μετατροπής - Υστερία

Ο Αμερικανικός Ψυχιατρικός Σύλλογος αποκαλεί σήμερα διαταραχή μετατροπής μια κατάσταση που για χρόνια ήταν γνωστή ως υστερία ή υστερική μετατροπή.

Διαγνωστικά κριτήρια Διαταραχής Μετατροπής

Σύμφωνα με το DSM-IV-TR (APA, 2000), προκειμένου να δοθεί η διάγνωση της διαταραχής μετατροπής, θα πρέπει να πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

Ένα ή περισσότερα συμπτώματα ή ελλείμματα που επηρεάζουν την εκούσια κινητική ή αισθητηριακή λειτουργία και υποδηλώνουν την ύπαρξη νευρολογικής ή άλλης γενικής σωματικής κατάστασης.

Κρίνεται ότι με το σύμπτωμα ή το έλλειμμα συνδέονται ψυχολογικοί παράγοντες επειδή προηγούνται συγκρούσεις ή άλλοι στρεσογόνοι παράγοντες πριν από τηνέναρξη ή την όξυνση του συμπτώματος ή του ελλείμματος.

Το σύμπτωμα ή το έλλειμμα δεν μπορεί να ερμηνευθεί πλήρως, μετά την κατάλληλη διερεύνηση, από μια γνωστή γενική σωματική κατάσταση ή από τις άμεσες δράσεις μιας ουσίας ή ως πολιτισμικά παγιωμένη συμπεριφορά ή εμπειρία -το παραπάνω αποκλείει κάποιες από τις σωματόμορφες εκδηλώσεις άλλων ψυχολογικών διαταραχών, όπως η κατάθλιψη.

Οι άνθρωποι με διαταραχή μετατροπής εμφανίζουν συχνά εντυπωσιακά νευρολογικά συμπτώματα, όπως αδυναμία, έλλειψη συντονισμού, τρέμουλο, παράλυση, διαταραχές στην αισθητηριακή λειτουργία ή απώλεια μνήμης, χωρίς να υπάρχει κάποια παθολογία που θα μπορούσε να ευθύνεται γι' αυτά.

Λιγότερο σύνηθη συμπτώματα είναι οι σωματοαισθητικές διαταραχές και οι αλλαγές στο δέρμα. Πολλοί άνθρωποι με διαταραχή μετατροπής μοιάζουν να μην ενδιαφέρονται για τα συμπτώματά τους - χαρακτηριστικό που ορισμένες φορές αποκαλείται μακάρια αδιαφορία.

Στατιστικά στοιχεία για την υστερία

Ο Perkin (1989) εκτιμά ότι από διαταραχή μετατροπής πάσχει ποσοστό μεγαλύτερο του 4% των ασθενών που επισκέπτονται εξωτερικά νευρολογικά ιατρεία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι Bendadis & Allen Hauser (2000) υπολόγισαν ότι 10% με 20% των ασθενών που παραπέμπονται για θεραπεία επιληψίας στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν «μη επιληπτικές ψυχογενείς κρίσεις».

Η επικράτηση της διαταραχής μετατροπής στον γενικό πληθυσμό είναι πολύ πιο δύσκολο να εκτιμηθεί από ό,τι σε ειδικούς ιατρικούς πληθυσμούς.

Οι Faravelli και συνεργάτες (1997) πάντως αναφέρουν ποσοστό 0,3% σε ένα μικρό δείγμα 673 ατόμων. Η συγκεκριμένη κατάσταση εμφανίζεται συνήθως μαζί με άλλες διαταραχές.

Οι Crimlisk & Ron (1997) εκτιμούν ότι στο 50% και πλέον των ατόμων με διαταραχή μετατροπής θα μπορούσε να δοθεί επίσης η διάγνωση της κατάθλιψης και στο 16% και πλέον θα μπορούσε να δοθεί επίσης η διάγνωση του άγχους. Η πρόγνωση δεν είναι καλή. Οι Crimlisk και συνεργάτες (1998) παρακολούθησαν για 6 χρόνια 73 ανθρώπους με κινητικά συμπτώματα τα οποία δεν μπορούσαν να εξηγηθούν ιατρικά.

Εκείνη την περίοδο μόνο σε τρία άτομα δόθηκε κάποια διάγνωση και αυτό λόγω λανθασμένης αρχικής εκτίμησης. Στο 75% δόθηκε η διάγνωση της «ψυχιατρικής διαταραχής», ενώ το 45% διαγνώστηκε με διαταραχή προσωπικότητας. Στο 14% των ατόμων τα συμπτώματα παρέμειναν σταθερά, ενώ στο 38% επιδεινώθηκαν.

Προέλευση του όρου υστερία

Ο όρος «υστερία» έχει μακρά ιστορία. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη υστέρα, που σημαίνει μήτρα. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει μια κατάσταση όπου η μήτρα κυριολεκτικά περιπλανιόταν μέσα στο σώμα, προκαλώντας ποικίλα συμπτώματα, όπως αίσθημα πνιγμού, βηχά, εκρήξεις θυμού, παράλυση των άκρων, μπερδεμένο λόγο, ξαφνική αδυναμία ομιλίας, επίμονους εμετούς και αδυναμία πρόσληψης τροφής.

Η θεραπεία συνίστατο στην «ενθάρρυνση της μήτρας μέσω της άσκησης πίεσης σε διάφορες περιοχές του σώματός της ασθενούς ώστε να επιστρέψει στην αρχική της θέση».

Σοκ βομβαρδισμού

Η διαταραχή κατέλαβε εξέχουσα θέση, ειδικά κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, όταν πολλοί στρατιώτες που είχαν βρεθεί στα χαρακώματα εμφάνιζαν μια κατάσταση γνωστή ως σοκ βομβαρδισμού. Τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα αυτής της κατάστασης ήταν τύφλωση, παράλυση, μυϊκοί σπασμοί, αφωνία, αναισθησια και πλήρης αμνησία.

Η αρχική εξηγήση που δόθηκε ήταν ότι τα συμπτώματα οφείλονται σε αιμορραγία του εγκεφάλου λόγω του ωστικού κύματος από την έκρηξη των οβίδων -εξ ου και ο όρος «σοκ βομβαρδισμού». Στη συνέχεια όμως οι ιατροί παρατήρησαν ότι οι περισσότεροι από τους στρατιώτες που ήταν σε αυτή την κατάσταση δεν είχαν βρεθεί κοντά σε βομβαρδισμούς.

Επιπλέον, δεν υπήρχαν ενδείξεις για αιμορραγία του εγκεφάλου στους στρατιώτες που πέθαναν και υποβλήθηκαν σε νεκροψία, Τέλος, η κατάσταση αυτή μπορούσε να εμφανιστεί ακόμη και σε νεοσύλλεκτους που δεν είχαν βρεθεί ποτέ στο πεδίο της μάχης.

Όλα αυτά οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη κατάσταση συνδέεται περισσότερο με ψυχολογικούς παρά με σωματικούς παράγοντες.

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι τη διάγνωση και την πορεία του προβλήματος μετά τον εντοπισμό του φαίνεται να επηρεάζουν κοινωνικοί παράγοντες.

Οι αξιωματούχοι είχαν λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν τέτοια προβλήματα συγκριτικά με τους στρατιώτες. Εάν όμως εκδήλωναν, ήταν πιο πιθανό να απομακρυνθούν από τα χαρακώματα και να υποβληθούν σε πολύ πιο μακροχόνια θεραπεία συγκριτικά με τους στρατιώτες, ακόμη και όταν τα συμπτώματά τους ήταν σχετικά ήπια.

Το παράδοξο μονοπάτι προς το νόημα της ζωής

Συχνά αναρωτιόμαστε ποιο είναι το αληθινό νόημα της ζωής. Συνηθίζουμε, μάλιστα, να τοποθετούμε την ανακάλυψή του σε έναν μελλοντικό και αόριστο χρόνο. Όταν βρούμε την ιδανική εργασία και τον καταπληκτικό σύντροφο, θα λυθούν όλες μας οι εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις και εμείς θα απολαύσουμε επιτέλους την καθημερινότητα που ονειρευόμαστε. Είναι πράγματι έτσι όμως; Υπάρχει ένα καλό τζίνι που στρώνει με ροδοπέταλα τον δρόμο μας προς την ευτυχία;

Το μόνο τζίνι που μπορούμε να εμπιστευτούμε: Tον εαυτό μας.

«Γιατί όμως δε νιώθω γεμάτος;» αναρωτιέται.

Εγκέφαλος: Μια πολύπλοκη μηχανή δημιουργίας νοήματος

Ποιος είναι λοιπόν ο κόσμος; Υπάρχει άραγε μια αντικειμενική και απόλυτη θεώρησή του; Στην πραγματικότητα ο εγκέφαλός μας συνιστά μια πολύπλοκη μηχανή δημιουργίας νοήματος, καθώς η αλήθεια που βιώνουμε είναι απόρροια του τρόπου που εκπαιδευτήκαμε να ερμηνεύουμε τα οπτικά σήματα. Συνεπώς, στη λεωφόρο της ζωής βλέπουμε τα φανάρια πράσινα, κόκκινα ή πορτοκαλί αναλόγως των προσωπικών εμπειριών μας και των δεδομένων συνθηκών. Έφτασε όμως η στιγμή να αναρωτηθούμε: Το φανάρι είναι όντως κόκκινο; Τα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά μας υπάρχουν ή απλώς τρέμουμε την ταχύτητα που συνεπάγεται ένα πράσινο φανάρι;

Και αν ο εγκέφαλός μας ισοδυναμεί με την ουσιαστική όρασή, πως ακριβώς ερμηνεύονται τα συναισθήματα; Είναι αυτά που νιώθουμε ή εκείνα που δημιουργούμε; Ας υποθέσουμε ότι ταλαιπωρούμαστε από μια κρίση πανικού. Τα χέρια μας ιδρώνουν, τα πόδια μας τρέμουν, η αναπνοή μας κόβεται και η καρδιά μας πάει να σπάσει. Είμαστε πεπεισμένοι ότι πεθαίνουμε, παρόλο που κανένας υπαρκτός κίνδυνος δεν μας απειλεί. Η πραγματικότητα δεν μας καθησυχάζει, αφού στην ουσία το πώς νιώθουμε έρχεται σε πλήρη συνάρτηση με το τι νομίζουμε ότι σημαίνουν οι σωματικές μας ενοχλήσεις.

Όταν συνηθίζουμε να κατηγοριοποιούμε τις αισθήσεις μας μονάχα σε καλές η κακές, τότε πιθανότατα να ακροβατούμε συνεχώς ανάμεσα στην ευφορία και την απόγνωση. Τι θα γινόταν, όμως, αν δοκιμάζαμε να εμπλουτίσουμε το συναισθηματικό μας λεξιλόγιο διαχωρίζοντας, για παράδειγμα, τη λύπη από την απελπισία; Τότε ο εγκέφαλος μας θα εκπαιδευόταν στην κατασκευή νέων εννοιών ερμηνείας των σωματικών αισθήσεων, προσφέροντάς μας αποτελεσματικότερες οδηγίες για τη διαχείρισή τους.

Το άγχος ως πηγή δύναμης

Η κατανόηση των σωματικών αισθήσεων δεν θα μας απαλλάξει οριστικά από το άγχος. Όσο και αν τα εγχειρίδια αυτογνωσίας και οι γκουρού της εποχής επιμένουν να προτείνουν μαγικές λύσεις για την εξαφάνισή του, εκείνο θα εξακολουθεί να υφίσταται, αποτελώντας τη φυσική συνέπεια της ανάμειξής μας με καταστάσεις σημαντικές για εμάς.

Αφού λοιπόν μοιραία συμπορευόμαστε μαζί του, γιατί δε δοκιμάζουμε να το μετατρέψουμε από εχθρό σε σύμμαχό μας, καθιστώντας το πηγή δύναμης; Όταν η κατάσταση φαντάζει απειλητική, έχουμε πάντα τη δυνατότητα να επιλέξουμε την απόκρισή μας σε αυτήν. Ένας συγγραφέας που βυθίζεται στο έργο του βιώνει τη θετική επίδραση του άγχους στον οργανισμό του, νιώθοντας ενθουσιασμό και ενεργοποίηση, αφού στην ουσία περισσότερο από το άγχος μας επηρεάζει ο τρόπος που το νοηματοδοτούμε.

Είναι όμως εφικτό να εξουδετερώσουμε τις αρνητικές σκέψεις, που μας εγκλωβίζουν συχνά στον φαύλο κύκλο της αυτο-αμφισβήτησης; Παλεύουμε διαρκώς μαζί τους, επιδιώκοντας να λάβουμε τον έλεγχο και ξεχνάμε το σημαντικότερο: Ο εγκέφαλος μας δεν στοχεύει στην ευτυχία αλλά στην επιβίωσή μας και, συνεπώς, τείνει να εστιάζει στον εντοπισμό των πιθανών απειλών, προκειμένου να μας προστατεύσει.

Είναι ανέφικτο να ανατρέψουμε τον τρόπο λειτουργίας του νου μας, εντούτοις αν σταματήσουμε να τρέφουμε με συναισθήματα τις αρνητικές σκέψεις τότε εκείνες θα πάψουν να μας φοβίζουν, σαν μια ταινία θρίλερ που παίζει στην κινηματογραφική αίθουσα δίχως να κερδίζει την προσοχή του κοινού. Εξάλλου, το 90% των φόβων μας αντιστοιχούν σε παρελθόντα απειλητικά μοντέλα και συνιστούν απόρροια των συναισθηματικών φίλτρων που υποσυνείδητα κατασκευάσαμε από την παιδική ακόμη ηλικία.
Δημιουργώντας το νόημα της ζωής μας

Το Παράδοξο Μονοπάτι προς το νόημα της ζωής μας ξεναγεί στο πολύχρωμο σύμπαν της αυτογνωσίας. Και εμείς στο τέλος της περιπλάνησης, δεν είμαστε πια οι ίδιοι. Καταρρίπτει διαδεδομένες θεωρίες και στερεότυπα περπατώντας θαρραλέα συντροφιά μας έναν άλλον δρόμο, λιγότερο ταξιδεμένο αλλά ολοκληρωτικά μεταμορφωτικό. Έχουμε τελικά πράγματι ανάγκη από κάποια μαγική συνταγή αυτοπεποίθησης προκειμένου να κατακτήσουμε τους στόχους μας;

Καθώς εκπαιδευόμαστε στο αναπτυξιακό πλαίσιο της σκέψης αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε πως με την κατάλληλη υποστήριξη, στρατηγική και προσπάθεια μπορούμε να δημιουργήσουμε τον εαυτό που επιθυμούμε. Αν, για παράδειγμα, είμαστε πολύ ντροπαλοί για να μιλήσουμε σε εκείνον τον συνάδερφο από τη δουλειά που μας ενδιαφέρει, ίσως το μόνο που χρειαζόμαστε να είναι λίγη περισσότερη εξάσκηση. Στο τέλος της ημέρας, σημασία έχει το να αναλάβουμε την ευθύνη του πεπρωμένου μας, κατανοώντας πως η ελευθερία δεν ισοδυναμεί μόνο με τα χαρίσματά μας αλλά και με τη γνώση των περιορισμών μας.

Συνδυάζοντας τις τελευταίες έρευνες της νευροεπιστήμης, της νέας επιστήμης του άγχους και της επιστήμης της κινητοποίησης με την Ψυχολογία και την Υπαρξιακή Φιλοσοφία που εξερευνά την ίδια του την αλήθεια της ανθρώπινης φύσης, καθιστώντας μας κοινωνούς μιας μεταμορφωτικής εμπειρίας. Και επιτέλους αντιλαμβανόμαστε πως το νόημα της ζωής δεν θα το ανακαλύψουμε αλλά θα το επινοήσουμε, με πυξίδα τις σημαντικές μας αξίες. Ένα μόνο βήμα εσωτερικής απελευθέρωσης για όσους τολμούν να αναθεωρήσουν την ιστορία τους, μια τρυφερή διαδρομή προς την αυτοσυμπόνοια και μια λυτρωτική υπενθύμιση πως ο κόσμος μας αλλάζει ακριβώς τη στιγμή που αποκτάμε επίγνωση του παραμορφωτικού φακού μέσα από τον οποίο τον αντικρίζουμε.

Η Αναζήτηση

Αν πιάναμε τη ζωή από την αρχή της τότε ποιο θα ήταν το νόημα της; Το βρήκες; Τώρα που ξεκίνησες από τη μέση; Το γνωρίζεις έτσι; Η ημιμάθεια είναι η φθορά της μονάδος και προς επέκταση του συνόλου. Στη ζωή σου, στη καθημερινότητά σου, στο σπίτι σου, στη δουλειά σου, στις σχέσεις σου με την οικογένειά σου και με τους γύρω σου. Το νόημα της ζωής δε κρύβεται ούτε στην αρχή, ούτε στη μέση, ούτε στο τέλος. Είναι μέσα μας, χωρίς τη ζωτική ενέργεια, το θάνατο, τη γέννηση, τη δημιουργία. Δε θα υπήρχε αρχή και τέλος. Ξέρεις αν με ρωτούσες εσύ, δε θα σου απαντούσα ολοκληρωμένα γιατί θα έλειπε το δικό σου σκέλος της απάντησης.

Όλοι είμαστε τόσο γεμάτοι μα και τόσο κενοί ταυτόχρονα. Τι σημαίνει όμως γεμάτος και τι κενός; Τι σημαίνει η φράση νιώθω πλούσιος; Τι σημαίνει η φράση νιώθω μόνος; Η κοινωνικότητα και η μοναχικότητα πόσο σε βοηθάνε και πόσο σε φθείρουνε ταυτόχρονα; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ; Έχεις κάτσει να ζυγίσεις πόσες φορές ξεπέρασες τον εαυτό σου και αν αυτό άξιζε; Έμαθες κάτι ή έμεινες αποσβολωμένος μπροστά στο κενό σου; Το κενό που προσπαθούσε ένα κομμάτι σου να σε αποτραβήξει, όμως ένα άλλο σου έλεγε να συνεχίσεις. Το γιατί το αναρωτήθηκες; Γιατί; Να συνεχίσεις;

Πως ένιωσες όταν άνοιξες τα μάτια σου για πρώτη φορά; Τα άνοιξες; Τότε; Τι είδες; Πότε ένιωσες πραγματικά εσύ; Έχεις καθίσει να σκεφτείς; Ποιος έχει τον έλεγχο; Κανείς; Η κάποιος;

Πόσες φορές ένιωσες να περνάνε στιγμές δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες και μέρες και συ να μένεις στάσιμος στο ίδιο σημείο. Απλά να κινείσαι σαν εκκρεμές δεξία, αριστερά, δεξία και αριστερά. Ζαλισμένος από τα πρέπει, από φωνές και γυρνάς στο τέλος που; Σε ένα ζεστό στρώμα; Η μια ψυχρή αγκαλιά; Προσπαθείς να ξεφύγεις να αποδράσεις, μα δε ξέρεις από που και από τι; Ποιος είναι ο εχθρός σου; Ποιος σε κυνηγάει; Θέλεις το τίποτα γιατί τα 'χεις όλα; Η τα θέλεις όλα γιατί νομίζεις πως δεν έχεις τίποτα;

Προσπαθείς να σκεφτείς και να ζυγίσεις πράγματα και καταστάσεις. Να δώσεις ορισμούς στη χαοτική τάξη των ενεργειών που πάνε και έρχονται όμως κλείσε τα χέρια σου, τα μάτια σου άνοιξε το μυαλό σου. Χάος εκεί μέσα ε;

Επικεντρώσου στο τίποτα και τότε θα βρεις τα πάντα.

Α. Καμύ: Έχουμε χάσει το φως, τα πρωινά, την αθωότητα εκείνου που συγχωρεί μόνος του τον εαυτό του

Πρόκειται για τον συγκλονιστικό μονόλογο του Γάλλου δικηγόρου Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, ευχαριστημένου του ίδιου από τον εαυτό του, από τη ζωή και την επιφανειακή ηθική του θωράκιση απέναντι στην ανελέητη ρουτίνα της καθημερινότητας, που συνθλίβει ψυχές και κορμιά άλλων…

Όχι εκείνου, διότι εκείνος έχει αναπτύξει μια θεατρινίστικη προσαρμοστικότητα, που ξεπερνώντας τα όρια του ηθικοφανούς και παθητικού χαμαιλεοντισμού, τον οποίο εκπαιδεύεται ο τυπικός σύγχρονος μέσος δυτικός, καταφεύγει, για να επιβιώσει στο να τρέφει την (μικρο)αστική ματαιοδοξία του με τις συμφορές των άλλων… αυτά ώσπου μια νύχτα, ο τέλειος αυτός τύπος, το πρότυπο έξυπνου, δραστήριου, κυρίως μη ανέντιμου λευκού και χορτασμένου, αφήνει μια γυναίκα να πέσει στα νερά του ποταμού, χωρίς να κάνει τίποτα, αυτός ο μέχρι πρότινος τόσο σπλαχνικός!

Γιατί, πώς, τί του συνέβη; Τί ψυχή είχε χτίσει όλα αυτά τα χρόνια της μεγαλοστομίας του ο κίβδηλος φιλάνθρωπος; Από πού ξεπήδησαν και ποιά εμπόδια στην κρίσιμη στιγμή και δείλιασε; Δείλιασε;

«Ξέρετε τι είναι η γοητεία; Ένας τρόπος να ακούς να σου απαντούν ναι, χωρίς να ‘χεις κάνει καμιά συγκεκριμένη ερώτηση»

«Μόνο που, να, η επιβεβαίωση δεν είναι ποτέ οριστική, πρέπει να την κάνεις πάλι από την αρχή με κάθε πλάσμα. Κάνοντάς την πάλι από την αρχή, σου γίνεται συνήθεια. Σύντομα σου ‘ρχονται τα λόγια χωρίς να τα σκεφτείς, κι ακολουθεί η κίνηση αντανακλαστικά: μια μέρα βρίσκεσαι να παίρνεις, δίχως να ποθείς πραγματικά. Πίστεψε με, για μερικά τουλάχιστον πλάσματα, το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να μην παίρνεις ό,τι δεν ποθείς»

«Να λοιπόν τι δε μπορεί ν’ ανεχτεί κανείς (εκτός από αυτούς που δεν ζουν, θέλω να πω: τους εγκρατείς). Η μόνη άμυνα βρίσκεται στην κακεντρέχεια. Οι άνθρωποι λοιπόν σπεύδουν να κρίνουν για να μην κριθούν οι ίδιοι. Τι τα θέλετε; Η πλέον φυσική ιδέα στον άνθρωπο, αυτή που του έρχεται αυθόρμητα, σαν από τα βάθη της φύσης του, είναι η ιδέα της αθωότητάς του….

Το ουσιώδες είναι να μείνουν αθώοι, να μην μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτησιν οι έμφυτες αρετές τους, και τα σφάλματά τους, αποκυήματα μιας παροδικής δυστυχίας, να είναι πάντοτε προσωρινά. Σας το ‘πα, το ζήτημα είναι να γλιτώσεις απ’ την κρίση. Επειδή είναι δύσκολο να της γλιτώσεις και απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα να καταφέρεις να θαυμάζουν και να συγχωρούν ταυτόχρονα τη φύση σου, επιδιώκουν όλοι να’ ναι πλούσιοι.

Γιατί; Αναρωτιέστε; Για τη δύναμη, φυσικά. Κυρίως όμως γιατί ο πλούτος απαλλάσσει από την άμεση κρίση, σε τραβάει από το πλήθος του μετρό για να σε κλείσει σ ένα νικέλινο αμάξι, σε απομονώνει σε απέραντα φυλαγμένα πάρκα, σε βαγκόνλι, σε καμπίνες πολυτελείας. Ο πλούτος, αγαπητέ μου φίλε, δεν είναι ακόμα η αθώωση, αλλά η αναστολή που ‘ναι πάντα καλό να παίρνεις…»

«Καμιά φορά τα χάνεις, αμφιβάλλεις για το ολοφάνερο, ακόμα κι όταν έχεις ανακαλύψει το μυστικό μιας καλής ζωής. Η λύση μου, φυσικά, δεν είναι η ιδανική. Όταν όμως δεν αγαπάς τη ζωή σου, όταν ξέρεις πως πρέπει να αλλάξεις ζωή, δεν έχεις περιθώρια επιλογής, δεν είναι; Τι να κάνεις για να ‘σαι ένας άλλος; Αδύνατο. Θα ‘πρεπε να μην είσαι πια κανένας, να ξεχάσεις τον εαυτό σου για κάποιον, έστω και για μια φορά. Πώς όμως; Μη με παραφορτώνετε. Είμαι σαν εκείνον το γερό-ζητιάνο που δεν ήθελε ν αφήσει το χέρι μου, μια μέρα έξω σ ένα καφενείο:

«Αχ κύριε» έλεγε, «δεν είναι που ‘σαι κακός, είναι που χάνεις το φως σου».

Ναι, έχουμε χάσει το φως, τα πρωινά, την άγια αθωότητα εκείνου που συγχωρεί μόνος του τον εαυτό του.»

Αλμπέρ Καμί, Πτώση

Το πιο όμορφο τοπίο είναι η ψυχή σας, όπως και οι άνθρωποι που αγαπάτε

Αν οι πληγές σας παραμένουν ανοιχτές, ένα κομμάτι του εαυτού σας πιστεύει ότι αυτό που σας αξίζει είναι να πληγώνεστε.

Πλησιάζετε τους ανθρώπους όχι με αίτημα να συνδεθείτε εκφράζοντας την επιθυμία σας για εκείνους, αλλά με αίτημα να μην σας πληγώσουν. Ή μπορεί να εκφράζετε αυτό που θέλετε, αλλά τους κοιτάτε με τρόμο, στέλνοντας μη λεκτικό μήνυμα «θα με πληγώσεις κι εσύ;».

Αυτό το κομμάτι του εαυτού σας σας υποβάλλει σε απαξίωση και κάθε διαφοροποίηση που σας φέρνει σε επαφή με την αξία σας σας φοβίζει.

Πλησιάζετε τους ανθρώπους με αίτημα «να μην σας πληγώσουν» γιατί στην πραγματικότητα διστάζετε να ανοιχτείτε στις ελεύθερες πλευρές του εαυτού σας. Ο άνθρωπος που θα κάνει τα πάντα για σας, άρα «δεν θα σας πληγώσει», θα γίνει εκείνος που θα εξυπηρετήσει τις προσδοκίες σας να ζήσετε εκ νέου το παρελθόν σας, εκ νέου την παιδική σας ηλικία.

Αυτό που σας πληγώνει δεν είναι αυτό που φαντάζεστε. Αυτό που θα μπορούσε να σας πληγώσει πραγματικά είναι να μην έρθετε σε επαφή με την αλήθεια σας, με αυτό που είστε που είστε, με αυτό που αξίζετε.

Επηρεάζεστε συναισθηματικά από συμπεριφορές άλλων, εξαρτάστε από τις επιπτώσεις που έχουν οι συμπεριφορές τους στα συναισθήματά σας, για να μην εκθέσετε τον εαυτό σας στις βαθύτερες επιθυμίες σας. Να ξεδιπλώσετε την αλήθεια σας. Να εμπιστευτείτε τις δυνατότητες σας. Να αναλάβετε την ευθύνη σας. Να δεσμευτείτε με τον μοναδικό εαυτό σας.

Εγκλωβίζετε τον εαυτό σας σε εξαρτητικές καταστάσεις, σε καταστάσεις που δεν υποστηρίζετε την αξία σας, όπου ανακυκλώνετε αυτό που αισθάνεστε για σας και δεν ελευθερώνεστε.

Δεν βλέπετε τους άλλους ανθρώπους όπως είναι, αλλά παρατηρείτε αν μπορούν να ανταποκριθούν στο αίτημά σας «να μην πληγωθείτε». Αναζητάτε όμως τελικά την «ασφάλεια» σε περιβάλλοντα όπου η αξία σας δεν αναγνωρίζεται και φυσικά δεν υποστηρίζεται. Παραμένετε έτσι νοσταλγός μιας παιδικής ηλικίας που δεν ζήσατε. Δεν ωριμάζετε, δεν κατακτάτε τα ύψη των δυνατοτήτων σας. Φαντασιώνεστε, ονειροπολείτε ταξιδεύοντας, δεν οργανώνεστε όμως στα ταξίδια σας ώστε να τα χαίρεστε αληθινά.

Επουλώνετε τις πληγές σας αγαπώντας τις. Εκτιμώντας τον εαυτό σας, δίνετε σε όλα αυτά που ζήσατε την αξία που έχουν. Νιώθετε σημαντική τη ζωή που ζήσατε. Χαίρεστε γιατί διαπιστώνετε πως το καθετί που ζήσατε είχε το νόημά του, σας έφερε πιο κοντά στην προσωπική σας αλήθεια, πιο βαθιά στην αξία σας.

Όταν επουλώνετε τις πληγές σας, έρχεστε σε επαφή με τον εαυτό σας. Με αυτό που αληθινά είστε. Δεν μπορεί κανείς να επηρεάσει τα συναισθήματά σας γιατί τίποτα δεν μπορεί να επηρεάσει την εικόνα που έχετε για τον εαυτό σας, την εκτίμηση που αισθάνεστε για σας. Δεν νιώθετε την ανάγκη να προβάλετε αλλού αυτό που νιώθετε για τον εαυτό σας γιατί δεν φοβάστε να είστε εσείς. Δεν φοβάστε μη χάσετε ανθρώπους αν είστε ο εαυτός σας, γιατί νιώθετε βέβαιοι πως οι άνθρωποι που επιλέγετε σας αγαπούν με τις πληγές σας.

Είστε ειλικρινείς με τους ανθρώπους, εκφράζετε αυτό που θέλετε χωρίς το φόβο πως θα σας απορρίψουν, ακούτε τις ανησυχίες, τους φόβους τους, σέβεστε αυτό που οι ίδιοι θέλουν, όπως και αυτό που είναι. Ανακαλύπτετε πως το πιο όμορφο τοπίο είναι η ψυχή σας, όπως και το πιο όμορφο τοπίο είναι οι άνθρωποι που αγαπάτε.

Επομένως η αυτοεκτίμησις μας εις τον κόσμο αυτόν εξαρτάται απολύτως από το τι ωθούμε τον εαυτό μας να είναι και να πράττει

Για να είμαστε ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας, σύμφωνα με τον Τζέιμς, δεν είναι απαραίτητο να πετυχαίνουμε επί παντός επιστητού. Οι δε αποτυχίες μας δεν είναι πάντα ταπεινωτικές- ταπείνωση νιώθουμε μόνο όταν αδυνατούμε να κατορθώσουμε τα επιτεύγματα εκείνα, στα οποία προηγουμένως έχουμε επενδύσει όλη την περηφάνια και την αξιοσύνη μας. Οι στόχοι μας, λοιπόν, καθορίζουν τι ερμηνεύουμε ως θρίαμβο και τι αναγκαζόμαστε να θεωρήσουμε αποτυχία. Ο Τζέιμς, καθηγητής ψυχολογίας στο Χάρβαρντ, αντλούσε περηφάνια από το ότι ήταν διακεκριμένος ψυχολόγος. Επομένως, αν μάθαινε ότι κάποιοι γνώριζαν για την ψυχολογία περισσότερα απ’ όσα εκείνος, ομολογούσε ότι θα αισθανόταν φθόνο και ντροπή.

Επειδή όμως του ήταν αδιάφορα τα αρχαία Ελληνικά, δεν τον πείραζε ότι άλλοι μπορούσαν να μεταφράζουν ολόκληρο το Συμπόσίον, ενώ αυτός δεν καταλάβαινε ούτε την πρώτη αράδα.

«Άνευ εγχειρήματος δεν υφίσταται αποτυχία, άνευ δε αποτυχίας δεν υφίσταται ταπείνωσις. Επομένως η αυτοεκτίμησις μας εις τον κόσμο αυτόν εξαρτάται απολύτως από το τι ωθούμε τον εαυτό μας να είναι και να πράττει. Προκύπτει από τον λόγον του τι είμεθα επί του παρόντος ως προς αυτά που δυνητικά είμεθα:

Αυτοεκτίμησις = Επιτυχία / Φιλοδοξίες

Η εξίσωση του Τζέιμς δείχνει καθαρά πώς με κάθε αύξηση των προσδοκιών μας επαυξάνεται ο κίνδυνος που διατρέχουμε να ταπεινωθούμε. Επομένως, η ευτυχία μας επηρεάζεται σε κρίσιμο βαθμό από το τι έχουμε φτάσει να θεωρούμε “φυσικό” κι αναμενόμενο. Γι’ αυτό , εξάλλου, ελάχιστα βάσανα είναι εφάμιλλα με το μαρτύριο της ξεπεσμένης ντίβας, του πολιτικού που δεν έχει πέραση ή, όπως θα μπορούσε να είχε σχολιάσει ο Τοκβίλ, του αποτυχημένου Αμερικανού.

Η εξίσωση αυτή, ωστόσο, υπαινίσσεται και δύο ελιγμούς με τους οποίους μπορούμε να αυξήσουμε την αυτοεκτίμησή μας. Από τη μια πλευρά, να προσπαθήσουμε για περισσοότερες επιτυχίες κι από την άλλη, να μειώσουμε το πλήθος αυτών που θέλουμε να επιτύχουμε. Ο Τζέιμς μίλησε αναλυτικά για τα πλεονεκτήματα της δεύτερης προσέγγισης:

“Η παραίτησις από τις φιλοδοξίες μάς παρέχει πλήρη ανακούφισιν όσο και η εκπλήρωσίς του. Είναι παράξενο πόσο αλαφρώνει η καρδία μας όταν αποδεχόμεθα καλή τη πίστη ότι ουδέν είμεθα σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Πόσο ευχάριστη η ημέρα κατά την οποία παύουμε να πασχίζουμε να διατηρηθούμε νέοι και λυγεροί. “Δόξα τω Θεώ!¨- αναφωνούμε – “χάθηκαν αυτές οι ψευδαισθήσεις”. Οιαδήποτε προσθήκη εις τον εαυτόν είναι και άχθος εκτός από καύχος”.

Δυστυχώς όμως για την αυτοεκτίμησή μας οι δυτικές κοινωνίες δε φημίζονται ως αρωγοί μιας στάσης παραίτησης από τις βλέψεις μας – δεν επιτρέπουν να δεχτούμε “καλή τη πίστη” ότι γεράσαμε, ότι παχύναμε, πόσο μάλλον ότι είμαστε φτωχοί και αφανείς. Η διάθεση που επικρατεί σε αυτές μας ωθεί να επενδύουμε όλο μας το είναι σε δραστηριότητες και σε αποκτήματα που δε θα περνούσαν καν από το νου των προγόνων μας. Σύμφωνα με την εξίσωση του Τζέιμς, οι δυτικές κοινωνίες πολλαπλασιάζοντας τις φιλοδοξίες μας, το καθιστούν σχεδόν ανέφικτο να διατηρούμε σε ικανοποιητικό βαθμό την αυτοεκτίμησή μας.

ECKHART TOLLE: Αν τα ασήμαντα πράγματα έχουν τη δύναμη να με ενοχλούν, τότε είμαι ασήμαντος

Γνῶθι σ'αὐτόν
Αυτή η φράση ήταν γραμμένη επάνω από την είσοδο του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου βρισκόταν το ιερό μαντείο. Στην αρχαία Ελλάδα, οι άνθρωποι επισκέπτονταν το μαντείο προσδοκώντας να μάθουν τι τους επιφύλασσε η μοίρα ή τι έπρεπε να κάνουν σε μια συγκεκριμένη περίσταση. Είναι πιθανό οι περισσότεροι επισκέπτες μπαίνοντας στο οίκημα να διάβαζαν αυτά τα λόγια, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι τους υποδείκνυαν μια αλήθεια πολύ πιο βαθιά από οτιδήποτε μπορούσε να τους πει το μαντείο. Εξίσου πιθανό είναι να μη συνειδητοποιούσαν ότι, ανεξάρτητα από το πόσο σπουδαία θα ήταν η αποκάλυψη ή πόσο ακριβής θα ήταν η πληροφορία που θα έπαιρναν, αυτή δεν θα τους χρησίμευε σε τίποτα, δεν θα απέτρεπε τη δυστυχία και την αυτοπροκαλούμενη οδύνη, αν δεν κατόρθωναν να ανακαλύψουν την αλήθεια που υπήρχε κρυμμένη σε αυτή την οδηγία – Γνῶθι σ'αὐτόν. Η φράση αυτή υπαινίσσεται ότι προτού θέσουμε οποιαδήποτε άλλη ερώτηση, πρέπει πρώτα να απευθύνουμε στον εαυτό μας το πιο θεμελιώδες ερώτημα της ζωής μας: Ποιος είμαι;

Οι μη συνειδητοί άνθρωποι και πολλοί παραμένουν μη συνειδητοί, δέσμιοι στο εγώ τους για ολόκληρη τη ζωή τους θα απαντήσουν αμέσως ποιοι είναι. Θα πουν το όνομα, το επάγγελμα, την προσωπική τους ιστορία, τον σωματότυπο ή την κατάσταση της υγείας τους και καθετί άλλο με το οποίο ταυτίζονται. Άλλοι μπορεί να φαίνονται πιο εξελιγμένοι, καθώς αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως αθάνατη ψυχή ή θεϊκό πνεύμα. Γνωρίζουν όμως στ’ αλήθεια τον εαυτό τους ή έχουν μόνο προσθέσει στο περιεχόμενο του νου τους μερικές έννοιες που απηχούν κάποια πνευματικότητα;

Το να γνωρίζουμε τον εαυτό μας είναι κάτι πολύ βαθύτερο από την υιοθέτηση μιας κοσμοθεωρίας. Οι πνευματικές ιδέες και πεποιθήσεις μπορεί να αποτελούν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, χρήσιμους δείκτες, από μόνες τους όμως σπάνια αποδεικνύονται ικανές να κλονίσουν τις σταθερά εδραιωμένες πυρηνικές αντιλήψεις για τον εαυτό μας, οι οποίες αποτελούν μέρος της επίκτητης γνώσης του ανθρώπινου νου. Το να γνωρίζουμε βαθιά τον εαυτό μας δεν έχει καμιά σχέση με οποιεσδήποτε ιδέες περιδιαβαίνουν άσκοπα στο μυαλό μας. Το να γνωρίζουμε τον εαυτό μας σημαίνει να έχουμε σταθερά θεμέλια στο Υπάρχειν, αντί να πελαγοδρομούμε μέσα στον νου μας.

Το προσωπικό αίσθημα του ποιοι είμαστε καθορίζει όσα αντιλαμβανόμαστε ως προσωπικές μας ανάγκες και ως σημαντικά στη ζωή μας — και οτιδήποτε έχει σημασία για εμάς θα έχει τη δύναμη να μας αναστατώνει και να μας ενοχλεί. Το παραπάνω μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε ως κριτήριο για να διαπιστώσουμε πόσο βαθιά γνωρίζουμε τον εαυτό μας. Αυτό που έχει σημασία για εμάς δεν είναι κατ’ ανάγκην αυτό που λέμε ή πιστεύουμε, αλλά αυτό που οι πράξεις και οι αντιδράσεις μας αποκαλύπτουν ως σημαντικό και σοβαρό για εμάς. Ίσως λοιπόν θελήσουμε να θέσουμε στον εαυτό μας το ερώτημα: Ποια είναι τα πράγμα τα που με αναστατώνουν και με ενοχλούν; Αν τα ασήμαντα πράγματα έχουν τη δύναμη να με ενοχλούν, τότε αυτός που πιστεύω ότι είμαι είναι ακριβώς τούτο: ασήμαντος. Αυτή θα είναι η μη συνειδητή πεποίθησή μου. Και ποια είναι τα ασήμαντα πράγματα; Σε τελική ανάλυση, όλα τα πράγματα είναι ασήμαντα, γιατί όλα τα πράγματα είναι προσωρινά.

Μπορεί να πούμε: «Ξέρω ότι είμαι μια αθάνατη ψυχή» ή «Κουράστηκα από τον παλιόκοσμο, θέλω μόνο να ηρεμήσω» – μέχρι να χτυπήσει το τηλέφωνο. Άσχημα νέα; το χρηματιστήριο κατέρρευσε η συμφωνία μπορεί να μην κλείσει· μου έκλεψαν το αυτοκίνητο κατέφθασε η επικριτική πεθερά μου· το ταξίδι ακυρώθηκε το συμβόλαιο λύθηκε ο σύντροφός μου με χώρισε· μου ζητούν περισσότερα χρήματα· λένε ότι φταίω εγώ. Ξαφνικά ο θυμός και το άγχος μάς κατακλύζουν. Η φωνή μας γίνεται σκληρή: «Δεν αντέχω άλλο». Κατηγορούμε και καταγγέλλουμε, περνάμε στην επίθεση, υπερασπιζόμαστε ή δικαιολογούμε τον εαυτό μας, τα πάντα συμβαίνουν σαν να βρισκόμαστε στον αυτόματο πιλότο. Προφανώς, τώρα υπάρχει κάτι που για εμάς είναι πολύ πιο σημαντικό από την ψυχική μας ηρεμία, που πριν λίγο ισχυριζόμασταν ότι είναι το μόνο που θέλουμε, και δεν είμαστε πλέον μια αθάνατη ψυχή. Η συμφωνία, τα χρήματα, το συμβόλαιο, η απώλεια, ακόμα και η επαπειλούμενη απώλεια είναι πιο σημαντικά. Για ποιον; Για το αθάνατο πνεύμα που δηλώσαμε ότι είμαστε; Όχι, για εμάς προσωπικά. Εμάς τους ασήμαντους, που αναζητούμε ασφάλεια ή ολοκλήρωση μέσα σε πράγματα που είναι προσωρινά, και αγχωνόμαστε ή θυμώνουμε γιατί δεν κατορθώνουμε να τα βρούμε. Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε ποιοι πραγματικά είμαστε.

ECKHART TOLLE, ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ

Σε τι χρειάζονται τα συναισθήματα;

Όλα τα συναισθήματα είναι, ουσιαστικά, προτροπές για δράση, στιγμιαία σχέδια για την αντιμετώπιση της ζωής που η εξέλιξη έχει σταλάξει μέσα μας. Η ίδια η ρίζα της λέξης «συναίσθημα» (emotion, όπως αντίστοιχα στα λατινικά είναι το ρήμα motere κινώ) υπονοεί ότι η ενυπάρχει τάση για κίνηση, για δράση.

Το ότι τα συναισθήματα οδηγούν σε πράξεις γίνεται σαφές αν παρατηρήσουμε τα παιδιά ή τα ζώα. Μονάχα στους «πολιτισμένους» ενήλικες, απ’ όλο το ζωικό βασίλειο, μπορεί να συναντήσουμε αυτή τη χτυπητή «ανωμαλία», να δούμε δηλαδή συναισθήματα (θεμελιώδεις παραινέσεις για δράση) αποκομμένα από τη φυσιολογική τους αντίδραση.

Στο συναισθηματικό μας ρεπερτόριο κάθε συναίσθημα παίζει ένα μοναδικό ρόλο, όπως αποκαλύπτεται από τη διακεκριμένη βιολογική τους σύσταση. Με νέες μεθόδους διείσδυσης στο σώμα και στον εγκέφαλο, οι ερευνητές ανακαλύπτουν περισσότερες ψυχολογικές λεπτομέρειες σχετικά με το πώς κάθε συναίσθημα προετοιμάζει το σώμα για ένα εντελώς διαφορετικό είδος αντίδρασης.

• Με το θυμό το αίμα κυλάει προς τα χέρια και μας διευκολύνει να πιάσουμε ένα όπλο ή να επιτεθούμε σε κάποιον εχθρό. Οι παλμοί της καρδιάς αυξάνονται και μια έκρηξη ορμονών (όπως η αδρεναλίνη) προκαλεί μια ενέργεια τόσο έντονη που να οδηγεί σε κάποια ενεργό δραστηριότητα.

• Με το φόβο το αίμα οδεύει προς τους μεγάλους σκελετικούς μύες, για παράδειγμα στα πόδια, κάνοντας πιο εύκολο το τρέξιμο. ως εκ τούτου, το πρόσωπο «πανιάζει», καθώς το αίμα στραγγίζει απ’ αυτό (έτσι δημιουργείται η αίσθηση ότι «παγώνει το αίμα».) Ταυτόχρονα το σώμα ψύχεται, έστω και στιγμιαία, αφήνοντας πιθανώς στο άτομο το χρόνο να εκτιμήσει κατά πόσο η φυγή θα ήταν η ενδεδειγμένη αντίδραση. Τα κυκλώματα στα συγκινησιακά κέντρα του εγκεφάλου προκαλούν μια έκκριση ορμονών που θέτουν το σώμα σε γενική επιφυλακή, κάνοντας το ευερέθιστο και έτοιμο για δράση, ενώ η προσοχή συγκεντρώνεται στην άμεση απειλή, για να εκτιμηθεί καλύτερα η προτιμητέα αντίδραση.

• Μια από τις βασικές βιολογικές μεταβολές στην ευτυχία είναι η αυξημένη δραστηριότητα σε κάποιο εγκεφαλικό κέντρο που αναχαιτίζει τα αρνητικά συναισθήματα, αυξάνοντας τη διαθέσιμη ενεργητικότητα, και που κατευνάζει αυτά που προκαλούν ανήσυχες σκέψεις. Ωστόσο δεν υπάρχει ιδιαίτερη μεταβολή στη βιοσωματική κατάσταση του ανθρώπου, εκτός από μια γενική ηρεμία, η οποία κάνει το σώμα να συνέρχεται γοργά από τη βιολογική αναστάτωση των ανησυχητικών συγκινήσεων. Αυτή η κατάσταση προσφέρει στο σώμα τις προϋποθέσεις για να ξεκουραστεί γενικά, αλλά και να οπλιστεί με την ετοιμότητα και τον ενθουσιασμό για οποιαδήποτε δραστηριότητα καθώς και να πολεμήσει για την επίτευξη μιας μεγάλης ποικιλίας στόχων.

• Η αγάπη, τα τρυφερά συναισθήματα και η σεξουαλική ικανοποίηση συνεπάγονται τη διέγερση του παρασυμπαθητικού, του βιοσωματικού αντίποδα της δραστηριοποίησης που υποκινείται από το φόβο και το θυμό και είναι γνωστή ως αντίδραση «μάχης ή φυγής». Το παρασυμπαθητικό πρότυπο, που αποκαλείται «αντίδραση της χαλάρωσης», είναι ένα σύνολο σωματικών αντιδράσεων που προκαλεί μια γενική κατάσταση ηρεμίας και ικανοποίησης, διευκολύνοντας τη συνεργασία.

• Το ανασήκωμα των φρυδιών από έκπληξη επιτρέπει να αποκτήσουμε μια ευρύτερη οπτική ακτίνα και αφήνει να πέσει περισσότερο φως πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού. Αυτό συμβάλλει στην ευρύτερη πληροφόρηση γύρω από το αναπάντεχο γεγονός, διευκολύνοντας μας να συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει και να αποφασίσουμε το πιο ενδεδειγμένο σχέδιο δράσης.

• Σ’ όλο τον κόσμο μια έκφραση αηδίας φαίνεται ίδια και μεταδίδει το ίδιο ακριβώς μήνυμα. κάτι επιτίθεται στη γεύση ή στην όσφρηση μας, κυριολεκτικά ή και μεταφορικά. Η έκφραση του προσώπου που υποδηλώνει αηδία —το πάνω χείλος στραβώνει προς τα πλάγια και η μύτη ρυτιδιάζει ελαφρά— υπαινίσσεται μια αρχέγονη απόπειρα, όπως παρατήρησε ο Δαρβίνος, να κλείσουμε τα ρουθούνια αποφεύγοντας μια ενοχλητική οσμή, ή να φτύσουμε ένα δηλητηριώδες φαγητό.

• Μια βασική λειτουργία της λύπης είναι ότι μας βοηθάει να προσαρμοζόμαστε σε μια σημαντική απώλεια, όπως το θάνατο κάποιου πολύ κοντινού μας προσώπου, ή σε μια άλλη μεγάλη απογοήτευση. Η λύπη προκαλεί ελάττωση της ενέργειας και του ενθουσιασμού μας για τις δραστηριότητες της ζωής, ιδιαίτερα για διασκέδαση και απολαύσεις, και όσο βαθαίνει και πλησιάζει την κατάθλιψη, Σε τι χρειάζονται τα συναισθήματα; επιβραδύνει τη διαδικασία του μεταβολισμού του σώματος. Αυτή η εσωστρεφής απομόνωση μας δίνει την ευκαιρία να θρηνήσουμε μιαν απώλεια ή μια χαμένη ελπίδα, να συλλάβουμε τις συνέπειες της στη ζωή μας και, καθώς επανέρχεται η ενεργητικότητα μας, να σχεδιάσουμε ένα νέο ξεκίνημα. Αυτή η απώλεια ενέργειας πιθανότατα κράτησε τους θλιμμένους —και κατά συνέπεια ευάλωτους — προγόνους μας κοντά στις σπηλιές τους, όπου σίγουρα ήταν πιο ασφαλείς. Αυτές οι βιολογικές τάσεις για δράση διαμορφώνονται περαιτέρω από την εμπειρία μας στη ζωή και την κουλτούρα μας. Για παράδειγμα, σε όλο τον κόσμο η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου προξενεί λύπη και πόνο. Ο τρόπος όμως που εξωτερικεύουμε τη θλίψη μας και εκδηλώνουμε τα συναισθήματα μας -ή το πώς τα κρύβουμε από τους άλλους για να τα βιώσουμε μόνοι— διαμορφώνεται από την παιδεία, όπως συμβαίνει με τα άτομα που εμπίπτουν στην κατηγορία των «αγαπημένων προσώπων», για τα οποία πενθούμε.

Η παρατεταμένη περίοδος της εξέλιξης, κατά τη διάρκεια της οποίας σφυρηλατήθηκαν αυτές οι συναισθηματικές αντιδράσεις, υπήρξε σίγουρα μια πραγματικότητα πιο σκληρή από οποιαδήποτε έζησε ποτέ η φυλή των ανθρώπων από την αυγή της καταγεγραμμένης ιστορίας. Υπήρξε μια εποχή όπου πολύ λίγα νήπια αξιώνονταν να φθάσουν στην παιδική ηλικία και πολύ λίγοι ενήλικες ξεπερνούσαν τα τριάντα τους χρόνια. Ήταν η εποχή που οι εισβολείς μπορούσαν να επιτεθούν κάθε στιγμή, τότε που τα καπρίτσια της ξηρασίας ή της πλημμύρας σήμαιναν άμεσα λιμό ή επιβίωση. Αλλά, με την εμφάνιση της γεωργίας και τη δημιουργία των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών, οι πιθανότητες υπέρ της επιβίωσης άρχισαν να αυξάνονται σημαντικά. Κατά τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια, όσο προόδευε το ανθρώπινο γένος, τόσο οι άγριες πιέσεις που εξασκούνταν πάνω στον πληθυσμό χαλάρωναν σταθερά. Αυτές οι ίδιες πιέσεις είχαν κάνει τις συναισθηματικές αντιδράσεις μας τόσο ανεκτίμητες για την επιβίωση μας. Όσο αυτές εξασθενούσαν, τόσο εξασθενούσε και η αποτελεσματικότητα του συναισθηματικού μας ρεπερτορίου. Ενώ στα πολύ πολύ παλιά χρόνια, ο θυμός που προκαλούσε μια έντονη αντίδραση συχνά άφηνε και ευκαιρίες ή περιθώρια επιβίωσης, σήμερα ο θυμός μαζί μ’ ένα αυτόματο όπλο στα χέρια ενός δεκατριάχρονου φέρνει πολύ συχνά την καταστροφή.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

7.7.2. Διάσημοι καλλιτέχνες και προσωπικές τεχνοτροπίες στη γλυπτική του 4ου αιώνα


Οι αρχαίοι συγγραφείς μάς παραδίδουν αρκετά ονόματα γλυπτών που έζησαν τον 4ο αιώνα π.Χ. και απέκτησαν μεγάλη φήμη. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται ο Ευφράνωρ (που ήταν και ζωγράφος), ο Λύσιππος, ο Λεωχάρης, ο Πραξιτέλης και ο Σκόπας. Μαθαίνουμε επίσης ποια ήταν τα σημαντικότερα έργα τους. Παρ᾽ όλα αυτά δεν είναι καθόλου εύκολο να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για την τέχνη των περίφημων αυτών καλλιτεχνών, γιατί τα περισσότερα έργα τους έχουν χαθεί· από όσα σώζονται άλλα είναι πολύ αποσπασματικά και άλλα μόνον υποθετικά μπορούν να τους αποδοθούν. Σε ορισμένες περιπτώσεις διαθέτουμε αντίγραφα των χαμένων γλυπτών, που μας παραδίδουν, έστω και με ατέλειες, τη μορφή τους. Είναι αλήθεια ότι η ταύτιση των αντιγράφων δεν είναι πάντοτε ασφαλής και έτσι η σχέση τους με το έργο συγκεκριμένων επωνύμων γλυπτών είναι σε αρκετές περιπτώσεις προβληματική. Υπάρχουν, ωστόσο, παραδείγματα βεβαιωμένων ταυτίσεων, τα οποία, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που αντλούμε από τις γραμματειακές πηγές, μας επιτρέπουν να καταλήξουμε σε αξιόπιστα συμπεράσματα και να ξανακερδίσουμε έτσι κάποια από τα χαμένα αριστουργήματα.

Ενδιαφέρουσες είναι οι μαρτυρίες σχετικά με τον Αθηναίο γλύπτη Πραξιτέλη και την οικογένειά του· τόσο ο πατέρας του ο Κηφισόδοτος όσο και οι γιοι του Τίμαρχος και Κηφισόδοτος ήταν επίσης γλύπτες. Η ενασχόληση με την τέχνη ήταν επομένως στην περίπτωση αυτή οικογενειακή παράδοση. Μαθαίνουμε ακόμη ότι ο Πραξιτέλης ήταν ευκατάστατος και είχε υψηλή εκτίμηση στην αθηναϊκή κοινωνία. Το ίδιο ίσχυε πιθανότατα και για τον πατέρα του και τα παιδιά του. Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε κάποια από τα έργα αυτής της σημαντικής οικογένειας γλυπτών.

Από τα έργα του Κηφισοδότου, του πατέρα του Πραξιτέλη, το πιο γνωστό είναι το σύμπλεγμα της Ειρήνης με τον μικρό Πλούτο, το οποίο, όπως μας πληροφορεί ο περιηγητής Παυσανίας, ήταν στημένο στην Αγορά της Αθήνας. Σώζονται αρκετά αντίγραφα της γλυπτής αυτής σύνθεσης, η οποία ταυτίζεται χωρίς καμιάν αμφιβολία. Το πληρέστερα σωζόμενο αντίγραφο βρίσκεται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Σημαντική για την αναπαράσταση του συμπλέγματος είναι η απεικόνισή του σε παναθηναϊκούς αμφορείς του έτους 360/359 π.Χ. Το νόημα της παράστασης είναι συμβολικό: η Ειρήνη είναι μια θεά-βασίλισσα (αυτή είναι η σημασία του σκήπτρου που κρατάει στο δεξί της χέρι), η οποία γεννά και χαρίζει στον κόσμο τον Πλούτο και την αφθονία, που δηλώνεται με το κέρας της Αμαλθείας. Σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι βρίσκονταν σχεδόν μόνιμα αντιμέτωποι με τα δεινά και τις καταστροφές του πολέμου, η Ειρήνη μπορούσε να παρουσιαστεί ως δημιουργός του πλούτου και της ευημερίας. Αυτό το δείχνει πολύ καθαρά η ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη. Είναι πολύ πιθανόν ότι οι Αθηναίοι παρήγγειλαν και έστησαν το σύμπλεγμα της Ειρήνης και του Πλούτου στην Αγορά ανάμεσα στο 374 και το 371 π.Χ. Μετά τη δημιουργία της Β' Αθηναϊκής Συμμαχίας το 377 π.Χ., η οποία ξαναέδωσε στην Αθήνα ευρύτερη πολιτική και στρατιωτική επιρροή, η κατάληψη της Κέρκυρας από τον Τιμόθεο το 375 π.Χ. και η συνθήκη ειρήνης με τους Κερκυραίους που ακολούθησε δημιούργησαν στους Αθηναίους την ελπίδα ότι ήταν δυνατή μια συνεννόηση με τους Λακεδαιμονίους, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα μια «κοινή ειρήνη» για όλους τους Έλληνες. Ο ρήτορας Ισοκράτης (Αντίδοσις 110) λέει ότι από τότε που ο Τιμόθεος κατέλαβε την Κέρκυρα «προσφέρουμε κάθε χρόνο μια θυσία για να τιμήσουμε αυτή την ειρήνη, την πιο συμφέρουσα που συνομολόγησε ποτέ η πόλη μας.» Τη θυσία αυτή δεν αποκλείεται να την προσέφεραν οι Αθηναίοι στην Αγορά, μπροστά στο σύμπλεγμα της Ειρήνης και του Πλούτου. Η ελπίδα για μόνιμη ειρήνη εξανεμίστηκε μετά τη νίκη των Θηβαίων εναντίον των Λακεδαιμονίων στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Το έργο του Κηφισοδότου εντάσσεται στην παράδοση της αττικής τέχνης του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα π.Χ., όπως την είδαμε στα γλυπτά της Ακρόπολης: η απόδοση του πέπλου με τις πλούσιες και πυκνές πτυχές θυμίζει τις καρυάτιδες του Ερεχθείου. Η σύνθεση όμως είναι διαφορετική, καθώς η στροφή του κορμού και η κλίση του κεφαλιού της Ειρήνης, σε συνδυασμό με τη λοξή τοποθέτηση του Πλούτου στον αριστερό της βραχίονα, δημιουργούν μια αίσθηση βάθους.

Ο Πραξιτέλης, γιος του Κηφισοδότου, ήταν ένας από τους πιο διάσημους γλύπτες της Αρχαιότητας και θεωρούνταν ιδιαίτερα ικανός στην κατεργασία του μαρμάρου. Τα πιο γνωστά έργα του ήταν το άγαλμα της Αφροδίτης στην Κνίδο της Μικράς Ασίας και το άγαλμα του Έρωτα στις Θεσπιές της Βοιωτίας. Η Αφροδίτη της Κνίδου ήταν το πρώτο τελείως γυμνό άγαλμα της θεάς στην αρχαία ελληνική τέχνη και γι᾽ αυτό έλεγαν ότι πρώτος ο Πραξιτέλης γύμνωσε την Αφροδίτη. Η αντιγραφική παράδοση μας προσφέρει δύο παραλλαγές του έργου. Και στις δύο δίπλα στην Αφροδίτη εικονίζεται μια υδρία, αγγείο που χρησίμευε για το λουτρό. Πιο κοντά στο πρωτότυπο μοιάζει να είναι η παραλλαγή που δείχνει τη θεά να αφήνει το ένδυμά της καθώς ετοιμάζεται να λουστεί, ενώ στην άλλη η λουόμενη Αφροδίτη φαίνεται σαν να παίρνει το ρούχο της για να καλυφθεί από το βλέμμα ενός απρόσμενου θεατή. Ο Πραξιτέλης θεωρήθηκε ως ο γλύπτης που αποτύπωσε επιτυχέστερα τον ερωτισμό στην τέχνη. Δεν είναι τυχαίο ότι κυκλοφορούσαν στην Αρχαιότητα ιστορίες για τη σχέση του γλύπτη με την περίφημη εταίρα Φρύνη από τις Θεσπιές (όπου είχε κατασκευάσει το άγαλμα του Έρωτα), την οποία κάποιοι πίστευαν ότι είχε επιλέξει ως πρότυπο για την Αφροδίτη της Κνίδου. Έργο του Πραξιτέλη ήταν άλλωστε ένα επίχρυσο χάλκινο άγαλμα της Φρύνης, που είχε αφιερώσει η ίδια στους Δελφούς.

Ένα άλλο περίφημο έργο του Πραξιτέλη, γνωστό από πολλά αντίγραφα, είναι ο Απόλλων Σαυροκτόνος, που εικονίζει τον νεαρό γυμνό Απόλλωνα καθώς ετοιμάζεται να σκοτώσει μια μεγάλη σαύρα επάνω σε έναν κορμό δέντρου. Δεν ξέρουμε πού βρισκόταν το πρωτότυπο ούτε ποια είναι η σημασία της πράξης. Ίσως η σαύρα είναι ένα από τα βλαβερά ζώα που εξολοθρεύει ο Απόλλων, ο οποίος ως Σμινθεύς σκοτώνει τους αρουραίους και ως Παρνόπιος σώζει τη σοδειά από τις ακρίδες.

Ένα γλυπτό, που ήρθε στο φως το 1877 στο Ηραίο της Ολυμπίας και το οποίο σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία (ο οποίος το είδε στο σημείο όπου βρέθηκε) ήταν έργο του Πραξιτέλη, σώζεται σχεδόν ακέραιο: είναι ένα σύμπλεγμα του Ερμή που μεταφέρει τον μικρό Διόνυσο στις Νύμφες για να τον αναθρέψουν και έχει σταθεί για να παίξει μαζί του δείχνοντας του ένα τσαμπί σταφύλια, το δώρο του Διονύσου στους ανθρώπους. Η διατήρηση του γλυπτού είναι γενικά καλή, αν και λείπουν ο δεξιός βραχίονας του Ερμή με το τσαμπί των σταφυλιών, το δεξιό άκρο πόδι του και το κηρύκειο που κρατούσε στο αριστερό χέρι. Η σύνθεση του Ερμή με τον Διόνυσο θυμίζει το σύμπλεγμα της Ειρήνης με τον Πλούτο, έργο, όπως είδαμε, του πατέρα του Πραξιτέλη Κηφισοδότου. Τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του Ερμή δείχνουν όμως ότι πρέπει να χρονολογηθεί γύρω στο 330 π.Χ.· έχει επιπλέον όλα τα στοιχεία των νεανικών ανδρικών μορφών του Πραξιτέλη: την κλίση του κορμού, το έντονο λύγισμα των γοφών, το μαλακό πλάσιμο, το ωοειδές πρόσωπο με τα σαρκώδη χείλη και τα αμυγδαλωτά μάτια. Παρ᾽ όλα αυτά η τεχνική της κατασκευής έκανε αρκετούς μελετητές να αμφιβάλλουν αν ο Ερμής της Ολυμπίας με τον μικρό Διόνυσο είναι πρωτότυπο έργο του Πραξιτέλη: το έντονο γυάλισμα της πρόσθιας όψης, η χρήση τρυπανιού στα μαλλιά και τα ορατά ίχνη εργαλείων στην πίσω όψη (που μοιάζει ημιτελής) οδήγησαν στη σκέψη ότι ίσως είναι αντίγραφο ή μια όψιμη δημιουργία που μιμείται έργο του Πραξιτέλη. Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι το γλυπτό να έχει υποστεί επεμβάσεις σε μεταγενέστερη εποχή.

Ο Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 8.9.1) μας πληροφορεί ότι σε έναν ναό στη Μαντίνεια της Αρκαδίας ήταν στημένα σε κοινή βάση τα αγάλματα του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της μητέρας τους της Λητούς, έργα του Πραξιτέλη. Στη βάση εικονίζονταν «οι Μούσες και ο Μαρσύας που παίζει τον αυλό». Από αυτήν προέρχονται χωρίς αμφιβολία τρεις ανάγλυφες μαρμάρινες πλάκες που ανακαλύφθηκαν το 1887 στη Μαντίνεια και βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το θέμα της παράστασης είναι ο μουσικός αγώνας ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα με κριτές τις Μούσες, για τον οποίο έχουμε ήδη μιλήσει. Στη μία από τις πλάκες βλέπουμε τον Απόλλωνα καθισμένο σε βράχο με την κιθάρα δίπλα του, τον Μαρσύα που παίζει τον διπλό αυλό βηματίζοντας βιαστικά, και στη μέση τον Σκύθη με το μαχαίρι στο δεξί χέρι, έτοιμο να επιβάλει στον Μαρσύα τη σκληρή τιμωρία που αποφάσισε ο Απόλλωνας. Στις δύο άλλες πλάκες έξι Μούσες (τρεις στην καθεμία) κρατούν μουσικά όργανα και βιβλία. Τα ανάγλυφα, που χρονολογούνται γύρω στο 330 π.Χ., πρέπει να είναι έργα βοηθών του Πραξιτέλη, δεν αποκλείεται όμως τις μορφές να τις σχεδίασε ο ίδιος.

Δημιουργίες του Πραξιτέλη ή κάποιου μαθητή του είναι δύο αγαλματικοί τύποι ντυμένων γυναικών που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα στα ρωμαϊκά χρόνια για γυναικεία πορτρέτα και για τον λόγο αυτό είναι γνωστοί από αναρίθμητα αντίγραφα, ελάχιστα από τα οποία μας παραδίδουν τα κεφάλια των πρωτοτύπων. Οι δύο αγαλματικοί τύποι ονομάζονται συμβατικά Μεγάλη Ηρακλειώτισσα και Μικρή Ηρακλειώτισσα, επειδή τα πιο γνωστά αντίγραφά τους, σήμερα στο Μουσείο Albertinum της Δρέσδης, βρέθηκαν στις αρχές του 18ου αιώνα στο θέατρο του Ηρακλείου (Herculaneum), μιας από τις πόλεις που σκέπασε η λάβα του Βεζούβιου το 79 μ.Χ., κοντά στη Νεάπολη. Παρά το διαφορετικό τους μέγεθος (η Μεγάλη Ηρακλειώτισσα έχει ύψος1,95 m και η Μικρή1,70 m) και τον ανόμοιο τρόπο με τον οποίο φορούν το ιμάτιο, οι δύο μορφές έχουν κοινά εικονογραφικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά· πρέπει συνεπώς να είναι σύγχρονες μεταξύ τους (330-320 π.Χ.), και πιθανόν έργα του ίδιου καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης αυτός, αν δεν ήταν ο ίδιος ο Πραξιτέλης, ανήκε οπωσδήποτε στον στενό κύκλο του, όπως φαίνεται από τη σύγκριση της Μικρής Ηρακλειώτισσας με τη μεσαία Μούσα της δεύτερης πλάκας από τη βάση της Μαντινείας. Είναι λογικό να δεχθούμε ότι τα πρωτότυπα ήταν στημένα μαζί ως μητέρα και κόρη· δεν γνωρίζουμε όμως αν εικόνιζαν μυθολογικά πρόσωπα ή θνητές γυναίκες.

Στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. τοποθετείται η δράση ενός άλλου γλύπτη, του Τιμοθέου, που είδαμε ότι εργάστηκε στον ναό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο και στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού. Στον Τιμόθεο έχει αποδοθεί πειστικά μια ενδιαφέρουσα σύνθεση, που δεν μνημονεύεται από κανέναν αρχαίο συγγραφέα, πρέπει όμως να ήταν πολύ γνωστή, γιατί μας παραδίδεται από αρκετά αντίγραφα. Θέμα του γλυπτού είναι η Λήδα, η μητέρα της Ελένης και των Διοσκούρων, η οποία εικονίζεται τη στιγμή που συνευρίσκεται με τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο. Το επιχείρημα στο οποίο στηρίζεται η απόδοση της σύνθεσης αυτής στον Τιμόθεο είναι η εξαιρετικά στενή ομοιότητά της με ένα αγαλμάτιο της Υγιείας από την Επίδαυρο, έργο αναμφίβολα του Τιμοθέου, του γλύπτη που κατασκεύασε τα ακρωτήρια της δυτικής πλευράς του ναού του Ασκληπιού, όπως προκύπτει από τις οικοδομικές επιγραφές.

Οι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν με θαυμασμό για τον Σκόπα από την Πάρο (που τον συναντήσαμε ως γλύπτη στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού και ως αρχιτέκτονα στον ναό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα) και επαινούν την ικανότητά του να αποτυπώνει στα γλυπτά του την ορμή και το συναίσθημα. Ιδιαίτερα μνημονεύεται μια Μαινάδα, που ο γλύπτης είχε καταφέρει να την εικονίσει πραγματικά μανιασμένη. Ωστόσο, παρά τις πολλές προσπάθειες και τις εκτεταμένες μελέτες, τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για την τέχνη του Σκόπα. Στο εργαστήριο του καλλιτέχνη αποδίδονται τα αποσπασματικά σωζόμενα αρχιτεκτονικά γλυπτά του ναού της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα, του οποίου ο Σκόπας ήταν, όπως είδαμε πιο πάνω, ο αρχιτέκτονας. Τα γλυπτά αυτά σώζονται δυστυχώς πολύ αποσπασματικά. Κάποια ανδρικά κεφάλια από το δυτικό αέτωμα, όπου εικονιζόταν η μάχη του Τηλέφου με τον Αχιλλέα, με το κυβικό τους σχήμα και τα βαθιά χωμένα στις κόγχες τους μάτια, μοιάζει να δικαιολογούν τις μαρτυρίες ότι οι μορφές του Σκόπα αποτύπωναν την ορμή και το πάθος.

Ακόμη λιγότερα γνωρίζουμε για τους δύο Αθηναίους γλύπτες που εργάστηκαν μαζί με τον Τιμόθεο και τον Σκόπα στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, τον Λεωχάρη και τον Βρύαξη. Ο πρώτος δούλεψε εκτός των άλλων και για Μακεδόνες βασιλείς και ευγενείς: δικά του έργα ήταν τα χρυσελεφάντινα (σύμφωνα με τον Παυσανία) αγάλματα των μελών της βασιλικής οικογένειας της Μακεδονίας στο Φιλιππείο της Ολυμπίας, ενώ είχε συνεργαστεί με τον Λύσιππο για την κατασκευή του μνημειακού αναθήματος που είχε αφιερώσει ο Κράτερος, ένας από τους στρατηγούς και διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στους Δελφούς και που στήθηκε λίγο μετά το 320 π.Χ. Το ανάθημα αποτελούνταν από χάλκινα αγάλματα και εικόνιζε ένα κυνήγι λιονταριού στην Ασία, στο οποίο είχαν συμμετάσχει ο Αλέξανδρος και ο Κράτερος. Για τον Βρύαξη οι πληροφορίες μας είναι εξαιρετικά περιορισμένες και δεν επιτρέπουν ούτε υποθετικές ταυτίσεις έργων του.

Καλλιτέχνης με πολλές ικανότητες, ζωγράφος και γλύπτης ταυτόχρονα, ήταν ο Αθηναίος Ευφράνωρ, όπως μας πληροφορεί ο Ρωμαίος ρήτορας Κοϊντιλιανός (institutio oratoria 12.10.6):

«Τον Ευφράνορα τον κάνει αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι σε όλες τις άλλες σημαντικές τέχνες ήταν ανάμεσα στους άριστους και επίσης το ότι ήταν θαυμαστός καλλιτέχνης στη ζωγραφική όσο και στη γλυπτική.»

Από τον Παυσανία μαθαίνουμε ότι ο Ευφράνωρ είχε ζωγραφίσει στην Ποικίλη Στοά, στην Αγορά της Αθήνας, τις μορφές του Θησέα, της Δημοκρατίας και του Δήμου (της προσωποποίησης του αθηναϊκού λαού) καθώς και δύο μάχες, η μία από τις οποίες ήταν εκείνη της Μαντινείας το 362 π.Χ., στην οποία οι Αθηναίοι πολέμησαν μαζί με τους Λακεδαιμονίους εναντίον των Θηβαίων του Επαμεινώνδα και των συμμάχων τους· είχε επίσης κατασκευάσει το άγαλμα του Απόλλωνος Πατρώου για τον ναό του στην Αγορά. Το έργο αυτό ταυτίζεται πιθανότατα με ένα υπερφυσικού μεγέθους άγαλμα από πεντελικό μάρμαρο που βρέθηκε το 1907 στο Μητρώον, κοντά στον ναό του Απόλλωνος Πατρώου, και, παρόλο που λείπουν οι βραχίονες, οι ώμοι και το κεφάλι του, είναι βέβαιο ότι εικονίζει τον Απόλλωνα κιθαρωδό. Το άγαλμα μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στο 330 π.Χ. Δύο μεγάλα χάλκινα αγάλματα, ένα της Αθηνάς και ένα της Άρτεμης, που βρέθηκαν τυχαία το 1959 μαζί με άλλα γλυπτά κοντά στο λιμάνι του Πειραιά, εμφανίζουν ομοιότητες ως προς το ένδυμα και τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά με το άγαλμα του Απόλλωνος Πατρώου και για τον λόγο αυτό ορισμένοι, μελετητές τα αποδίδουν στον Ευφράνορα. Το συμπέρασμα δεν είναι βέβαιο, αλλά τα δύο χάλκινα γυναικεία αγάλματα είναι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, περίπου σύγχρονα με αυτό του Απόλλωνος Πατρώου.

Από όλους τους αρχαίους Έλληνες γλύπτες εκείνος για τον οποίο η γραμματειακή παράδοση μας δίνει τις περισσότερες πληροφορίες είναι ο Λύσιππος από τη Σικυώνα, το όνομα του οποίου συνδέθηκε επιπλέον στενά με τον Μέγα Αλέξανδρο, αφού, σύμφωνα με την παράδοση, ο Μακεδόνας βασιλιάς είχε αναθέσει αποκλειστικά σε αυτόν την κατασκευή γλυπτών πορτρέτων του. Έργο του Λυσίππου ήταν επομένως το πρωτότυπο που αναπαράγει το κεφάλι μιας ερμαϊκής στήλης στο Μουσείο του Λούβρου από το Tivoli της Ιταλίας, αφού, σύμφωνα με την επιγραφή, ο εικονιζόμενος είναι ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο Λύσιππος ήταν επίσης περίφημος για τη μακροβιότητά του (η ζωή του καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον 4ο αιώνα π.Χ.), για το μεγάλο πλήθος των έργων του (περίπου 1.500) και για το ότι συνέχισε να εργάζεται ως τα βαθιά του γεράματα. Την πιο διεξοδική μαρτυρία για τη ζωή και το έργο του Λυσίππου μάς την παρέχει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Naturalis historia 34.61-65):

«Ο Δούρις υποστηρίζει ότι ο Λύσιππος ο Σικυώνιος δεν ήταν μαθητής κανενός, αλλά ότι ήταν αρχικά ένας απλός χαλκοχύτης που πήρε το θάρρος να τολμήσει από μιαν απάντηση του ζωγράφου Ευπόμπου: όταν κάποτε τον ρώτησαν ποιον από τους παλιότερους είχε ως πρότυπο, είπε, δείχνοντας το πλήθος των ανθρώπων, ότι πρέπει κανείς να μιμείται την ίδια τη φύση και όχι έναν καλλιτέχνη. Ο Λύσιππος, όντας γονιμότατος καλλιτέχνης, έκανε τα περισσότερα αγάλματα από όλους, ανάμεσα στα οποία και έναν Αποξυόμενο, που ο Μάρκος Αγρίππας το αφιέρωσε μπροστά στις θέρμες του και που άρεσε πολύ στον αυτοκράτορα Τιβέριο. Ο τελευταίος δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί στην περίπτωση αυτή, αν και ήλεγχε τον εαυτό του στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, και μετέφερε τον Αποξυόμενο στο υπνοδωμάτιο του, αντικαθιστώντας τον με ένα άλλο άγαλμα. Αλλά ο ρωμαϊκός λαός θύμωσε τόσο πολύ, ώστε απαιτούσε φωνάζοντας στο θέατρο να ξανατοποθετηθεί ο Αποξυόμενος στη θέση του και ο αυτοκράτορας, αν και τον υπεραγαπούσε, τον επανέφερε. Ο Λύσιππος φημίζεται και για τη μεθυσμένη αυλήτρια και για τα σκυλιά και το κυνήγι, πρώτα από όλα όμως για το τέθριππο άρμα με τον Ήλιο των Ροδίων. Απεικόνισε και τον Μέγα Αλέξανδρο σε πολλά έργα, αρχίζοντας από τα παιδικά του χρόνια. Το άγαλμα αυτό ο Νέρων, επειδή του άρεσε, διέταξε να το επιχρυσώσουν. Έπειτα, επειδή η πολυτέλεια είχε εξαλείψει τη χάρη της τέχνης, αφαίρεσαν τον χρυσό και θεωρούνταν πολυτιμότερο έτσι, παρ᾽ όλες τις εγχαράξεις και τις εντομές για τη στερέωση του χρυσού που παρέμεναν. Ο ίδιος έκανε και τον Ηφαιστίωνα, τον φίλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που μερικοί τον αποδίδουν στον Πολύκλειτο, αν και αυτός έζησε κάπου 100 χρόνια νωρίτερα. Έκανε επίσης το κυνήγι του Αλεξάνδρου, που είναι αφιερωμένο στους Δελφούς, και έναν Σάτυρο που βρίσκεται στην Αθήνα, όπως και την ίλη του Αλεξάνδρου, στην οποία απέδωσε τα πορτρέτα όλων των φίλων του βασιλιά με εξαιρετική ομοιότητα. Αυτή την ίλη ο Μέτελλος, όταν υπέταξε τη Μακεδονία, τη μετέφερε στη Ρώμη. Ο Λύσιππος έκανε και πολλών ειδών τέθριππα άρματα. Λέγεται ότι συνέβαλε πολύ στην πρόοδο της γλυπτικής, αποδίδοντας πιστά τα μαλλιά, κάνοντας κεφάλια πιο μικρά από ό,τι οι παλιοί, τα σώματα πιο λεπτά και πιο στεγνά, ώστε τα αγάλματα του να φαίνονται περισσότερο ραδινά. Δεν υπάρχει λατινική λέξη για τη συμμετρία, την οποία ακολούθησε με μεγάλη επιμέλεια, αντικαθιστώντας με ένα εντελώς καινούργιο σύστημα αναλογιών το «τετράγωνο» στήσιμο των παλιότερων έργων. Συνήθιζε να λέει ότι εκείνοι (οι παλιοί) παρίσταναν τους ανθρώπους όπως είναι, ενώ ο ίδιος όπως φαίνονται. Η ιδιομορφία των έργων του φαίνεται ότι είναι η επιμονή του στη λεπτομέρεια, ακόμη και στα πιο μικρά πράγματα.»

Μια εικόνα για τις αναλογίες και την όψη των ανδρικών μορφών του Λυσίππου μάς δίνει ένα καλής ποιότητας μαρμάρινο αντίγραφο του Αποξυομένου τον οποίο αναφέρει ο Πλίνιος, που βρέθηκε στη Ρώμη το 1849 και φυλάσσεται στο Μουσείο του Βατικανού. Εικονίζεται ένας νέος και αγένειος αθλητής που καθαρίζεται μετά την άθληση, ξύνοντας το δέρμα του με τη στλεγγίδα για να βγάλει από πάνω του τον ιδρώτα και τη σκόνη. Το θέμα είναι αρκετά συνηθισμένο στην τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ. Η μορφή είναι πράγματι ραδινή, με σχετικά μικρό κεφάλι, και η ανατομία του σώματος αποδίδεται με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια. Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το στήσιμο της μορφής και συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίο ισοζυγίζονται το στάσιμο και το άνετο σκέλος, δίνοντας την εντύπωση μιας στιγμιαίας κίνησης, καθώς και το άπλωμα των χεριών στον χώρο. Το έργο είναι πραγματικά περίοπτο και ο θεατής δεν μπορεί εύκολα να βρει μία κύρια όψη, όπως συμβαίνει συνήθως στα γλυπτά της κλασικής εποχής. Από την άποψη αυτή ο Λύσιππος είναι πρωτοπόρος και ανοίγει τον δρόμο για την τέχνη της ελληνιστικής εποχής. Το χάλκινο πρωτότυπο του Αποξυομένου του Βατικανού πρέπει να ήταν ένα από τα όψιμα έργα του Λυσίππου· μπορούμε να το χρονολογήσουμε στη δεκαετία 330-320 π.Χ.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα την πρωτοτυπία του Αποξυομένου του Λυσίππου μπορούμε να τον συγκρίνουμε με ένα πρωτότυπο χάλκινο έργο των ίδιων περίπου χρόνων (πιθανότατα λίγο παλαιότερο) που βρέθηκε σε ένα αρχαίο ναυάγιο ανοιχτά των Αντικυθήρων και εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Σε σχέση με τον Αποξυόμενο του Λυσίππου ο «έφηβος των Αντικυθήρων» είναι πολύ πιο στενά δεμένος με την παράδοση και με το σύστημα αναλογιών του Πολυκλείτου και της σχολής του, παρόλο που τα χαρακτηριστικά της κεφαλής και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται η ανατομία του σώματος τον τοποθετούν στο τρίτο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ.

Ένα άλλο έργο της ίδιας εποχής, το οποίο μπορούμε να συγκρίνουμε με τον Αποξυόμενο για να κατανοήσουμε πόσο ρηξικέλευθο έργο ήταν, είναι ο λεγόμενος Απόλλων του Belvedere, ένα μαρμάρινο αντίγραφο χάλκινου πρωτοτύπου των χρόνων 330-320 π.Χ. Δεν είναι βέβαιο αν το μεγάλο ιμάτιο που πέφτει στην πλάτη του θεού και τυλίγεται γύρω από το αριστερό του χέρι, που κρατούσε τόξο, υπήρχε και στο πρωτότυπο. Εντύπωση προκαλεί ο προσεκτικός σχεδιασμός της μορφής με βάση μία κύρια όψη, και το μαλακό πλάσιμο της σάρκας. Έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι ο Απόλλων Belvedere προκάλεσε τον ανεπιφύλακτο θαυμασμό των κλασικιστών του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα και θεωρήθηκε από πολλούς ως το πρότυπο της κλασικής ελληνικής ομορφιάς.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΑΙΣΧΙΝΗΣ, ΚΑΤΑ ΤΙΜΑΡΧΟΥ

ΑΙΣΧΙΝ 1.26–32

Η αναισχυντία του Τίμαρχου – Τι προβλέπει ο νόμος "περὶ δοκιμασίας ῥητόρων"

Συνεχίζοντας το εκτενές προοίμιόν του (βλ. και ΑΙΣΧΙΝ 1.1–7) ο Αισχίνης αναφέρθηκε διεξοδικά στους νόμους που καθόριζαν την πρέπουσα διαγωγή των πολιτών και τη δημόσια εὐκοσμίαν , ενώ στη συνέχεια επικαλέστηκε την κοσμιότητα εμβληματικών μορφών του αθηναϊκού παρελθόντος. Κάλεσε, μάλιστα, τους ακροατές του να θυμηθούν έναν ανδριάντα, που αναπαριστούσε τον Σόλωνα με τα χέρια κρυμμένα κάτω από τον μανδύα, στάση με την οποία ο νομοθέτης μιλούσε προς τον λαό. Και συνεχίζει:

[26] Σκέψασθε δή, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅσον διαφέρει ὁ
Σόλων Τιμάρχου καὶ οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι ὧν ὀλίγῳ πρότερον
ἐπεμνήσθην. ἐκεῖνοι μέν γε ᾐσχύνοντο ἔξω τὴν χεῖρα
ἔχοντες λέγειν, οὑτοσὶ δὲ οὐ πάλαι, ἀλλὰ πρώην ποτὲ
ῥίψας θοἰμάτιον γυμνὸς ἐπαγκρατίαζεν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ,
οὕτω κακῶς καὶ αἰσχρῶς διακείμενος τὸ σῶμα ὑπὸ μέθης
καὶ βδελυρίας, ὥστε τούς γε εὖ φρονοῦντας ἐγκαλύψασθαι,
αἰσχυνθέντας ὑπὲρ τῆς πόλεως, εἰ τοιούτοις συμβούλοις
χρώμεθα. 

[27] ἃ συνιδὼν ὁ νομοθέτης διαρρήδην ἀπέδειξεν οὓς
χρὴ δημηγορεῖν καὶ οὓς οὐ δεῖ λέγειν ἐν τῷ δήμῳ. καὶ οὐκ
ἀπελαύνει ἀπὸ τοῦ βήματος, εἴ τις μὴ προγόνων ἐστὶν
ἐστρατηγηκότων, οὐδέ γε εἰ τέχνην τινὰ ἐργάζεται ἐπικου-
ρῶν τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ, ἀλλὰ τούτους καὶ μάλιστα ἀσπάζε-
ται, καὶ διὰ τοῦτο πολλάκις ἐπερωτᾷ, τίς ἀγορεύειν βούλεται.

[28] Τίνας δ’ οὐκ ᾤετο δεῖν λέγειν; τοὺς αἰσχρῶς βεβιωκότας·
τούτους οὐκ ἐᾷ δημηγορεῖν. καὶ ποῦ τοῦτο δηλοῖ; «Δοκιμασία»,
φησί, «ῥητόρων· ἐάν τις λέγῃ ἐν τῷ δήμῳ τὸν πατέρα τύπτων
ἢ τὴν μητέρα, ἢ μὴ τρέφων, ἢ μὴ παρέχων οἴκησιν·» τοῦτον
οὐκ ἐᾷ λέγειν. νὴ Δία καλῶς γε, ὡς ἔγωγέ φημι. διὰ τί; ὅτι
εἴ τις, οὓς ἐξ ἴσου δεῖ τιμᾶν τοῖς θεοῖς, εἰς τούτους ἐστὶ φαῦ-
λος, τί ποτε, φησίν, ὑπ’ αὐτοῦ πείσονται οἱ ἀλλότριοι καὶ ἡ
πόλις ὅλη; καὶ τίσι δεύτερον ἀπεῖπε μὴ λέγειν; 

[29] «Ἢ τὰς στρατείας»,
φησί, «μὴ ἐστρατευμένος, ὅσαι ἂν αὐτῷ προσταχθῶ-
σιν, ἢ τὴν ἀσπίδα ἀποβεβληκώς», δίκαια λέγων. τί δή ποτε;
ἄνθρωπε, τῇ πόλει, ὑπὲρ ἧς τὰ ὅπλα μὴ τίθεσαι ἢ διὰ δειλίαν
μὴ δυνατὸς εἶ ἐπαμῦναι, μηδὲ συμβουλεύειν ἀξίου. τρίτον
τίσι διαλέγεται; «Ἢ πεπορνευμένος», φησίν, «ἢ ἡταιρηκώς»·
τὸν γὰρ τὸ σῶμα τὸ ἑαυτοῦ ἐφ’ ὕβρει πεπρακότα, καὶ τὰ
κοινὰ τῆς πόλεως ῥᾳδίως ἡγήσατο ἀποδώσεσθαι. 

[30] τέταρτον
τίσι διαλέγεται; «Ἢ τὰ πατρῷα», φησί, «κατεδηδοκώς, ἢ ὧν
ἂν κληρονόμος γένηται»· τὸν γὰρ τὴν ἰδίαν οἰκίαν κακῶς
οἰκήσαντα, καὶ τὰ κοινὰ τῆς πόλεως παραπλησίως ἡγήσατο
διαθήσειν, καὶ οὐκ ἐδόκει οἷόν τ’ εἶναι τῷ νομοθέτῃ τὸν
αὐτὸν ἄνθρωπον ἰδίᾳ μὲν εἶναι πονηρόν, δημοσίᾳ δὲ χρη-
στόν, οὐδ’ ᾤετο δεῖν τὸν ῥήτορα ἥκειν ἐπὶ τὸ βῆμα τῶν
λόγων ἐπιμεληθέντα πρότερον, ἀλλ’ οὐ τοῦ βίου. 

[31] καὶ παρὰ
μὲν ἀνδρὸς καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ, κἂν πάνυ κακῶς καὶ ἁπλῶς
ῥηθῇ, χρήσιμα τὰ λεγόμενα ἡγήσατο εἶναι τοῖς ἀκούουσι·
παρὰ δὲ ἀνθρώπου βδελυροῦ, καὶ καταγελάστως μὲν κε-
χρημένου τῷ ἑαυτοῦ σώματι, αἰσχρῶς δὲ τὴν πατρῴαν
οὐσίαν κατεδηδοκότος, οὐδ’ ἂν εὖ πάνυ λεχθῇ συνοίσειν
ἡγήσατο τοῖς ἀκούουσι. 

[32] τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῦ βήματος,
τούτους ἀπαγορεύει μὴ δημηγορεῖν. ἐὰν δέ τις παρὰ
ταῦτα μὴ μόνον λέγῃ, ἀλλὰ καὶ συκοφαντῇ καὶ ἀσελγαίνῃ,
καὶ μηκέτι τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον δύνηται φέρειν ἡ πόλις,
«Δοκιμασίαν μέν», φησίν, «ἐπαγγειλάτω Ἀθηναίων ὁ βου-
λόμενος, οἷς ἔξεστιν», ὑμᾶς δ’ ἤδη κελεύει περὶ τούτων ἐν
τῷ δικαστηρίῳ διαγιγνώσκειν· καὶ νῦν ἐγὼ κατὰ τοῦτον τὸν
νόμον ἥκω πρὸς ὑμᾶς.