Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ως πολιτικός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο Κρητικό ζήτημα καθώς και στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας από το 1910 μέχρι και τον θάνατό του. Οργάνωσε την επανάσταση στο Θέρισο και το 1910 ανέλαβε την πρωθυπουργία της Κρητικής Πολιτείας, την οποία εγκατέλειψε λίγους μήνες αργότερα για να αναλάβει την πρωθυπουργία στην Ελλάδα κατόπιν προσκλήσεως του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου τάχθηκε υπέρ της Αντάντ διαφωνώντας ανοιχτά με την στάση του Βασιλιά. Λόγω αυτής της διαφωνίας, αν και είχε εκλεγεί πρωθυπουργός εκδιώχθηκε με απόφαση του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α' δημιουργώντας τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού.
Επέστρεψε στην πρωθυπουργία την περίοδο 1917 - 1920 αλλά εγκατέλειψε την Ελλάδα μετά την ήττα του στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920. Επέστρεψε το 1924 για λίγους μήνες και το 1928 εξελέγη πρωθυπουργός. Τον Ιανουάριο του 1935 έγινε για τελευταία φορά πρωθυπουργός και τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου μετά την απόπειρα πραξικοπήματος κατέφυγε στο Παρίσι, όπου και πέθανε. Ως πρωθυπουργός της Ελλάδας επέφερε μεταρρυθμίσεις σχεδόν σε όλους τους τομείς του κράτους με κύριο σκοπό την οργάνωση της χώρας στα πρότυπα αστικού κράτους. Παράλληλα οργάνωσε αξιόμαχο στρατό, τον οποίο εκμεταλλεύθηκε στις πολεμικές συρράξεις, διπλασιάζοντας την εδαφική έκταση της Ελλάδας.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γέννηση
Η καταγωγή του είναι από την οικογένεια Κρεββατά του Μυστρά. Το 1770 η οικογένεια των Κρεββατάδων πρωτοστάτησε στην επανάσταση του Ορλόφ και αργότερα στην επανάσταση του 1821. Ο Μπενιζέλος Κρεββατάς (προπάππους του Ελευθερίου) από την Επίδαυρο Λιμηρά της Λακωνίας όπου είχε καταφύγει, μετέβη στην Κρήτη, όπου και εγκαταστάθηκε στο νησί. Οι ντόπιοι Κρητικοί τον αποκαλούσαν Μπενιζέλο και τα παιδιά του Μπενιζελάκια. Όπως συνέβαινε συχνά, το βαφτιστικό όνομα του πατέρα έγινε το οικογενειακό των παιδιών του. Γιος του Πέτρου Βενιζέλου ήταν ο Κυριάκος, πατέρας του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Στις 18 Νοεμβρίου 1916, το βασιλικό κράτος των Αθηνών, υποταγμένο σε φιλογερμανικά εξτρεμιστικά στοιχεία, θα κτυπήσει με όλες του τις δυνάμεις, Αγγλογαλλικά αγήματα, που είχαν βρεθεί στην Αθήνα με τη συγκατάθεση του Έλληνα βασιλιά. Οι Έλληνες και οι Γάλλοι θρήνησαν πολλούς νεκρούς. Τις επόμενες μέρες το βασιλικό καθεστώς εξαπέλυσε αμείλικτο διωγμό κατά των οπαδών του Βενιζέλου. Τα γεγονότα αυτά συνετέλεσαν στη μεταστροφή των Δυτικών συμμάχων.
Η ισχυροποίηση του κράτους της Θεσσαλονίκης, οι πιέσεις του Βενιζέλου και της κοινής γνώμης στη Βρετανία και στη Γαλλία, οι δεσμεύσεις των συμμάχων για παραχώρηση της Σμύρνης στην Ιταλία σε συνδυασμό με την ανάγκη δημιουργίας ισχυρού Ελληνικού στρατού, ο οποίος θα αντικαθιστούσε τις Βρετανικές δυνάμεις στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης, οδήγησαν στην ανατροπή και την εξορία του Κωνσταντίνου, στην ενοποίηση του κράτους και στην επικράτηση του Βενιζέλου.
Η Ελλάδα Ενωμένη στον Πόλεμο
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επανήλθε στην Αθήνα και ανέλαβε την αρχή τον Ιούνιο του 1917. Κήρυξε αμέσως τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, αλλά βρήκε ένα κράτος εχθρικό προς το νέο καθεστώς. Στρατός, αστυνομία, διοίκηση, δικαιοσύνη, εκκλησία είχαν διαβρωθεί ή προσχωρήσει στο βασιλικό στρατόπεδο και μεταξύ τους επικρατούσε πνεύμα απείθειας και σφοδρής αντίδρασης προς την κυβέρνηση. Ο Κωνσταντίνος από την εξορία πίεζε τους Γερμανούς να επιτεθούν κατά της Ελλάδος και τα όργανά του εξαπέλυαν ανταρτικές ομάδες στη Μακεδονία και σχεδίαζαν λαϊκή εξέγερση.
Βενιζέλος και Κωνσταντίνος
Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1910, στις οποίες η παράταξη του Ελευθέριου Βενιζέλου πήρε 307 από τις 362 έδρες. Εδώ πρέπει να γίνει η διευκρίνιση ότι στις εκλογές εκείνες δεν πήραν μέρος τα παλαιά μεγάλα κόμματα, και ως εκ τούτου τις έδρες τις μοιράστηκε η παράταξη του Βενιζέλου με κάποια μικρά κόμματα, όπως ήταν η ομάδα των Κοινωνιολόγων του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, και διάφορους ανεξάρτητους πολιτικούς. Επιπλέον, ο μεγάλος αριθμός των εδρών εξηγείται από το γεγονός ότι οι εκλογές του 1910 έγιναν για αναθεώρηση του Συντάγματος.
Σύμφωνα με τις τότε επικρατούσες συνταγματικές διατάξεις, ο αριθμός των εδρών σε εκλογές για Αναθεωρητική Βουλή ήταν διπλάσιες από τις έδρες για την ανάδειξη μιας κανονικής Βουλής, οι οποίες ήταν 181. Εκτός από τις σημαντικές εκπαιδευτικές, οικονομικές, εργασιακές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις της νέας κυβέρνησης, κύριο μέλημα του Βενιζέλου ήταν η αναδιοργάνωση και η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, για να καταστεί δυνατή η επίτευξη της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της σταδιακής απελευθέρωσης περιοχών που ακόμη βρίσκονταν κάτω από το ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έχοντας περατώσει το έργο της η Αναθεωρητική Βουλή, τον Μάρτιο του 1912 έγιναν νέες εκλογές, στις οποίες πήραν μέρος και τα παλαιά κόμματα. Το κόμμα των Φιλελευθέρων, που δημιούργησε ο Βενιζέλος, εξασφάλισε συντριπτική πλειοψηφία, με 146 βουλευτές από τους 181 της Βουλής. Έχοντας εξασφαλίσει την λαϊκή ετυμηγορία, ο Βενιζέλος ρίχτηκε ακάθεκτος στην πραγματοποίηση των οραμάτων του για το Ελληνικό έθνος. Τον Φεβρουάριο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία, παρά τις μεταξύ τους εδαφικές διαφορές, υπέγραψαν συμφωνία για κοινό μέτωπο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και την μελλοντική διανομή των Ευρωπαϊκών εδαφών της.
Ο Βενιζέλος, με την οξύνοια και τη διορατικότητα που τον διέκρινε, διαπίστωσε πως αν η Ελλάδα δεν συμμετείχε σε αυτό το μέτωπο, δεν θα ήταν σε θέση να διεκδικήσει τις κατεχόμενες Ελληνικές περιοχές σε περίπτωση απελευθέρωσής τους από τη σύμπραξη της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Με την αποφασιστικότητα που τον χαρακτήριζε για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων, όταν οι περιστάσεις το καλούσαν, και με την διπλωματική δεινότητα που διέθετε, ο Βενιζέλος ενήργησε αστραπιαία, και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα πέτυχε το σχηματισμό της Βαλκανικής Συμμαχίας μεταξύ της Ελλάδας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου.
Οι εχθροπραξίες εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεκίνησαν από το Μαυροβούνιο στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1912, και στη συνέχεια από τις αρχές Οκτωβρίου από την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Μέσα σε λίγους μήνες η Ελλάδα επανέκτησε την Ήπειρο, τις νότιες περιοχές της Μακεδονίας, και τα νησιά Θάσο, Χίο, Λήμνο, Σάμο και Μυτιλήνη. Παρόλο που τα Ελληνικά στρατεύματα είχαν καταλάβει και την Βόρεια Ήπειρο, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου που αναγνωρίστηκε η ίδρυση ανεξάρτητου Αλβανικού κράτους, και στη συνέχεια με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας τον Δεκέμβριο του 1913, στο νεοσύστατο Αλβανικό κράτος επιδικάστηκε η Βόρεια Ήπειρος, παρά την Ελληνικότητά της με τις 120.000 των Ελλήνων κατοίκων της.
Τον Ιούνιο του 1913 η Βουλγαρία στράφηκε εναντίον της Σερβίας και Ελλάδας, και θέλησε να επεκτείνει τις κατακτήσεις της εις βάρος των πρώην συμμάχων της. Η σύμπραξη Ελλάδας και Σερβίας είχε ως αποτέλεσμα την ήττα της Βουλγαρίας, και την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας. Με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους η έκταση του Ελληνικού κράτους αυξήθηκε από 64.786 τετραγωνικά χιλιόμετρα σε 108.606, και ο πληθυσμός της διπλασιάστηκε από 2.666.000 στα 4.363.000.
Αυτό υπήρξε το μεγαλύτερο επίτευγμα του Βενιζέλου. Κανένας άλλος πρωθυπουργός δεν θα είχε την ενόραση, τις διπλωματικές δεξιότητες, την εκτίμηση των Ευρωπαίων και την υποστήριξη του Ελληνικού λαού, για να αξιοποιήσει στο βαθμό που κατόρθωσε ο Βενιζέλος τις ιστορικές συγκυρίες προς όφελος της Ελλάδας. Με την απελευθέρωση της Βορείου Ελλάδας, η μέχρι τότε μικρή χώρα της Βαλκανικής Χερσονήσου είχε εξελιχθεί σε υπολογίσιμο παράγοντα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, που έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στα δύο τελευταία χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 5 Μαρτίου 1913 ο βασιλιάς Γεώργιος Α' δολοφονήθηκε ενώ βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, μετά την απελευθέρωσή της, και στο θρόνο τον διαδέχθηκε ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Α'. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' επανειλημμένα υποχρέωσε τον Βενιζέλο να παραιτηθεί από τη θέση του Πρωθυπουργού, οδηγώντας τη χώρα στον Εθνικό Διχασμό, και μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, ήταν συνυπεύθυνος, με τους εκάστοτε πρωθυπουργούς που διόριζε, για την Μικρασιατική Καταστροφή.
Κατά τη διάρκεια του 1913 - 1914 οι Νεότουρκοι, με τη συμπαράσταση και καθοδήγηση του Γερμανού στρατηγού Liman von Sanders, ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα πιέσεων και εκτοπισμού των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και των Μικρασιατικών παραλίων του Αιγαίου και του Εύξεινου Πόντου, με αποτέλεσμα χιλιάδες Ελληνες να ζητούν τη σωτηρία τους καταφεύγοντας στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Μόλις ένα χρόνο μετά τη λήξη της δεύτερης φάσης του Βαλκανικού Πολέμου ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, μεταξύ των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας) από τη μια, και της Αντάντ ή Τριπλής Συνεννόησης (Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας) από την άλλη.
Δεδομένου ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία, δύο γειτονικές και εχθρικά διακείμενες προς την Ελλάδα χώρες, μπήκαν στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, η Ελλάδα βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση ως προς τη στάση που έπρεπε να κρατήσει. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, λόγω των διαμετρικά αντίθετων αντιλήψεων μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του Πρωθυπουργού Βενιζέλου, ως προς ποια από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις είχε τις περισσότερες προοπτικές νίκης και εξυπηρέτησης των ελληνικών συμφερόντων.
Όταν τον Σεπτέμβριο του 1915 ο Βενιζέλος κήρυξε επιστράτευση, γιατί η Βουλγαρία ήταν έτοιμη να επιτεθεί εναντίον της Σερβίας, με την οποία η Ελλάδα συνδεόταν με αμυντική συμφωνία, ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, αναγκάζοντας έτσι τον Πρωθυπουργό να παραιτηθεί. Τον Οκτώβριο του 1915 οι Αγγλογάλλοι αποβίβασαν στράτευμα στη Θεσσαλονίκη, αφενός για να υποχρεώσουν την Ελλάδα να ενταχθεί στο πλευρό τους, και αφετέρου να εμποδίσουν τις Βουλγαρικές και Γερμανικές δυνάμεις να εισβάλουν στο Ελληνικό έδαφος.
Τον Σεπτέμβριο του 1916 ο Βενιζέλος, σε συνεργασία με το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον Στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, σχημάτισε δεύτερη κυβέρνηση, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης σχημάτισε σώματα ενόπλων δυνάμεων, τα οποία πήραν μέρος στις συμμαχικές επιχειρήσεις μέχρι τη λήξη του πολέμου. Ο Εθνικός Διχασμός, απόρροια των φιλογερμανικών αισθημάτων του βασιλιά Κωνσταντίνου διαίρεσε την Ελλάδα στους μοναρχικούς και στους Βενιζελικούς, με καταστροφικές επιπτώσεις για τη χώρα κατά τα επόμενα χρόνια.
ΗΓΕΤΗΣ ΜΕ ΔΙΕΘΝΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ
Προς το τέλος του πολέμου ο Ελευθέριος Βενιζέλος πέτυχε τη συμμετοχή της Ελλάδας στο σκληρό πυρήνα των νικηφόρων Ευρωπαϊκών δυνάμεων και κέρδισε σταδιακά τη συμμαχική υποστήριξη στους στόχους και τις αλυτρωτικές επιδιώξεις της χώρας. Όλο αυτό το διάστημα, μέχρι τη λήξη του πολέμου, ο Βενιζέλος διατήρησε την πρωτοβουλία των κινήσεων και αξιοποίησε την παρουσία των δυτικών δυνάμεων για τη λύση του εσωτερικού προβλήματος της χώρας και για την επίτευξη των στόχων του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Ήδη είχε κερδίσει την καθολική αναγνώριση και το σεβασμό μεταξύ των ηγετών του δυτικού κόσμου και ήταν το «χαϊδεμένο παιδί» του Τύπου των χωρών αυτών.
Χρειάσθηκαν έντονα διαβήματα του Έλληνα πρωθυπουργού και απόφαση της συμμαχικής συνδιάσκεψης του Ιουλίου 1917, ώστε να υποχρεωθεί η Ρώμη να εκκενώσει τα καταληφθέντα Ελληνικά εδάφη. Γενικά, η έλλειψη κοινής στρατηγικής των συμμάχων και η απουσία πραγματικού ενδιαφέροντος για το θέατρο των επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης, κυρίως από τους Βρετανούς, που επεδίωκαν πάντα την απόσυρση δυνάμεων και την μεταφορά τους στο Δυτικό Μέτωπο και στην Παλαιστίνη, έθετε σε κίνδυνο τις επιλογές του Βενιζέλου, ο οποίος ήθελε το μέτωπο αυτό να αποτελέσει μια από τις επιθετικές αιχμές της συμμαχίας.
Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Δύο μέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για την Ελλάδα, δέχτηκε δολοφονική επίθεση από απότακτους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών, στο Παρίσι. Οι σφαίρες δεν σκότωσαν τον Βενιζέλο, απλώς τον τραυμάτισαν. Τραυμάτισαν όμως θανάσιμα την τελευταία ελπίδα για γεφύρωση του χάσματος, που χώριζε τις δύο μερίδες του Ελληνικού λαού. Η φλόγα, που είχε ανάψει στο Παρίσι, έγινε πυρκαγιά στην Αθήνα. Οι πρώτες ειδήσεις έφερναν τον Βενιζέλο νεκρό. Ο Βενιζελικός κόσμος συγκλονίσθηκε.
Μικρασιατική Καταστροφή
Το ερώτημα αν η αποστολή Ελληνικού στρατεύματος στη Σμύρνη ήταν σωστή ή λαθεμένη απόφαση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ακόμη απασχολεί τους ιστορικούς, 91 χρόνια αργότερα. Αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει, γιατί η απόβαση του Ελληνικού στρατεύματος στην Σμύρνη στις 15 Μαΐου 1919 υπήρξε η πρώτη πράξη ενός δράματος που διήρκεσε κοντά τρεισήμισι χρόνια. Η τελευταία πράξη έκλεισε με την πυρπόληση της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922, και με τον ξεριζωμό ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης από τις προαιώνιες πατρογονικές τους εστίες.
Πίσω τους δεν άφησαν μόνο την ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων, τους προγονικούς τάφους, και τις περιουσίες που απέκτησαν με το μόχθο, την ικανότητα και την εργατικότητά τους. Άφησαν και ένα εκατομμύριο δικούς τους, θύματα της εθνοκάθαρσης, που είχαν θέσει σε εφαρμογή οι Νεότουρκοι από το 1911. Εν όψει αυτών των τραγικών εξελίξεων, ο Βενιζέλος κατηγορήθηκε πως, παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό του για το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, δεν στάθμισε με την πρέπουσα προσοχή τα υπέρ και τα κατά της πρότασης των Συμμάχων για την εσπευσμένη αποστολή του Ελληνικού στρατεύματος στην Σμύρνη.
Αναμφίβολα, η θετική ανταπόκριση στην πρόταση των Συμμάχων αποτελεί την πιο επίμαχη απόφαση του Βενιζέλου καθ’ όλη τη διάρκεια του πολιτικού του βίου. Όμως, όταν εξετάζουμε τα επικριτικά σχόλια των ιστορικών για την απόφαση εκείνη του Βενιζέλου, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι έχουν διατυπωθεί εν όψει του αποτελέσματος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, το οποίο ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Βενιζέλος όμως, ή οποιοσδήποτε άλλος ήταν στη θέση του, δεν μπορούσε να γνωρίζει εκ των προτέρων την έκβαση της απόφασής του.
Ιδιαίτερα δε όταν, όπως στην περίπτωση του Βενιζέλου, το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα είχε αλλάξει ριζικά μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, τις οποίες έχασε ο Βενιζέλος, και οι αποφάσεις για την επέκταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, που οδήγησαν στην Μικρασιατική Καταστροφή, είχαν παρθεί από τους πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι επιπλέον ήταν αντιπαθείς στους Συμμάχους. Εκεί, που κάποιοι ιστορικοί αδικούν τον Βενιζέλο, είναι ότι κρίνουν την απόφασή του να στείλει στράτευμα στην Σμύρνη με μόνο κριτήριο τους γεωστρατηγικούς στόχους της στρατιωτικής εκστρατείας.
Μ' αυτό η κριτική τους επικεντρώνεται στο κατά πόσο η Ελλάδα είχε την στρατιωτική δύναμη να διεκδικήσει μέρος των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, και αν η ένταξή τους στην Ελληνική επικράτεια ήταν βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Οπωσδήποτε τα παραπάνω είναι βασικά κριτήρια για την αξιολόγηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, γιατί πράγματι ο Βενιζέλος είχε εισηγηθεί στους Συμμάχους την προσάρτηση στο Ελληνικό κράτος της εν λόγω περιοχής. Δεν είναι όμως τα μόνα κριτήρια. Υπάρχουν και οι συναισθηματικοί, ανθρωπιστικοί, και πατριωτικοί λόγοι, που στην περίπτωση του Βενιζέλου είχαν μεγάλη βαρύτητα.
Όταν μιλάμε για τον Βενιζέλο ως Εθνάρχη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είχε γεννηθεί στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη το 1864. Το 1866, όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Κρήτη, η οικογένειά του υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το νησί, και να καταφύγει στη Σύρο, επειδή ο πατέρας του μικρού τότε Ελευθέριου είχε πάρει μέρος στην επανάσταση. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Κρήτη το 1872, όταν ο Σουλτάνος έδωσε αμνηστία. Ο ίδιος ο Ελευθέριος ήταν από τους πρωτοστάτες στο κίνημα που ξεκίνησε από το Ακρωτήρι Χανίων το 1897 για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Το 1905 ηγήθηκε της επανάστασης του Θέρισου για τον ίδιο σκοπό.
Τον Μάιο του 1910 εξελέγη πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας, θέση που κράτησε μέχρι τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, όταν μετέβηκε στην Ελλάδα για να αναλάβει την πρωθυπουργία του Ελληνικού κράτους. Η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα ως αποτέλεσμα των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων του 1912 - 1913, παράλληλα με την απελευθέρωση της Βόρειας Ελλάδας και μεγάλων νησιών του Αιγαίου. Αναντίρρητα, αυτό υπήρξε το μεγαλύτερο επίτευγμα του Βενιζέλου. Από τα παραπάνω προκύπτουν τρία κύρια σημεία αναφορικά με τον Βενιζέλο:
Από τα παραπάνω προκύπτει πως ο Βενιζέλος είχε όλα τα βιώματα, αλλά και τα όνειρα, των Μικρασιατών, και ως εκ τούτου ήταν σε καλύτερη θέση από τους άλλους πολιτικούς της Ελλάδας να καταλάβει τους πόθους τους για λυτρωμό, αλλά και να κατανοήσει την έκταση του δράματος από τις εκτοπίσεις και τους διωγμούς που είχαν υποστεί από το 1911 μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 1918. Ως εκ τούτου, σημαντικός συντελεστής για την απόφαση του Βενιζέλου να στείλει Ελληνικό στράτευμα στην Σμύρνη τον Μάιο του 1919 ήταν ο διακαής πόθος του να προστατέψει τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, τη στιγμή που είχε την ενθάρρυνση, μάλλον προτροπή, των Συμμάχων να κινηθεί προς εκείνη την κατεύθυνση.
Η ανθελληνική στάση της Ιταλίας δεν του επέτρεπε περιθώρια για ενδοιασμούς. Θα ήταν άδικο ο Βενιζέλος να θεωρηθεί υπόλογος για τα λάθη που διέπραξαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, υπό την ηγεσία του βασιλιά Κωνσταντίνου, από τον Νοέμβριο του 1920 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1922, όταν ο Βενιζέλος βρισκόταν εκτός Ελλάδας. Οι λόγοι που συνέτειναν στην απόφαση του Βενιζέλου να στείλει Ελληνικό στράτευμα στη Σμύρνη:
1) Οι οργανωμένοι διωγμοί των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, πρώτα από τους Νεότουρκους από το 1911, και στη συνέχεια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914 - 1918), αποτελούσαν για τον Βενιζέλο ένδειξη πως θα συνεχίζονταν και μετά το 1919, από το νέο κράτος της Τουρκίας που θα αναδυόταν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως εκ τούτου, η παρουσία του Ελληνικού στρατεύματος στην Μικρά Ασία κατ’ αρχήν, και στη συνέχεια η ενσωμάτωση στην Ελλάδα μέρους των δυτικών παραλίων, θα παρείχαν την απαραίτητη ασφάλεια στους Έλληνες της Μικράς Ασίας.
2) Δεδομένου ότι οι Σύμμαχοι ήταν αποφασισμένοι να προβούν στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περιοχές της οποίας θα περιέρχονταν υπό τον έλεγχό τους, ο Βενιζέλος ήταν της γνώμης πως η Ελλάδα είχε μεγαλύτερες διεκδικήσεις στην Μικρά Ασία από τους Συμμάχους, λόγω του Ελληνικού στοιχείου που ζούσε στα μέρη εκείνα για περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια.
3) Ο Βενιζέλος δεν είχε αμφιβολίες πως, λόγω του κύρους του μεταξύ των ηγετών των Συμμάχων, θα είχε την οικονομική, και στρατιωτική συμπαράστασή τους, αν οι συνθήκες την απαιτούσαν.
4) Ο Βενιζέλος δεν περίμενε να χάσει τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, ιδίως μετά την επικύρωση της Συνθήκης των Σεβρών από τους Συμμάχους τον Αύγουστο του 1920, με την οποία γινόταν πραγματικότητα «η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Αλλά ούτε, μπορούσε να προβλέψει ο Βενιζέλος πως σε περίπτωση της εκλογικής του ήττας, η νέα κυβέρνηση θα ακολουθούσε εκείνην την αδιανόητη πολιτική για την πορεία προς την Άγκυρα, που οδήγησε στην εξάντληση, και τελική ήττα, του Ελληνικού στρατεύματος. Αν ο ίδιος επανεκλεγόταν πρωθυπουργός τον Νοέμβριο του 1920, και πραγματοποιούσε την ενσωμάτωση της Σμύρνης, με την ενδοχώρα της και τις προσκείμενες περιοχές, στο Ελληνικό κράτος, η ιστορία θα τον έκρινε διαφορετικά.
Η Μεγάλη Ιδέα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος
Ο όρος Μεγάλη Ιδέα αποδίδεται στον Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος σε αγόρευσή του το 1844 στις εργασίες της Α' Εθνοσυνέλευσης, αναφέρθηκε στους αυτόχθονες και ετερόχθονες Έλληνες - Έλληνες που ζούσαν στην επικράτεια του τότε Ελληνικού κράτους, και Έλληνες της υπόλοιπης Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, των Ελληνικών νησιών, της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας. Ο Ιωάννης Κωλέττης (1773 - 1847) ήταν Έλληνας αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 και πολιτικός, ο οποίος επί σειρά ετών είχε υπηρετήσει ως Υπουργός και Πρωθυπουργός του νεοσύστατου τότε Ελληνικού κράτους.
Στην αγόρευσή του κατά τη διάρκεια της Α' Εθνοσυνέλευσης τον Ιανουάριο του 1844 ο Κωλέττης, μεταξύ άλλων, είπε και τα ακόλουθα, σύμφωνα με τον Michael Llewellyn Smith:
«Το Βασίλειο της Ελλάδος δεν είναι η Ελλάς. Αποτελεί έν μέρος μόνον, το πλέον μικρόν και το πλέον πτωχό της Ελλάδος. Υπάρχουν δύο μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού. Αι Αθήναι είναι η πρωτεύουσα του Βασιλείου. Η Κωνσταντινούπολις είναι η μεγάλη πρωτεύουσα, η Πόλις, το όνειρο και η ελπίς όλων των Ελλήνων».
Στη αγόρευσή του ο Κωλέττης δεν χρησιμοποίησε τον όρο «Μεγάλη Ιδέα», αλλά παρεμφερείς εκφράσεις. Οπωσδήποτε, η ερμηνεία της αγόρευσής του έδωσε υπόσταση στην έννοια της Μεγάλης Ιδέας, που όλοι αναζητούσαν για να εκφράσουν τα οράματά τους για μια Μεγάλη Ελλάδα. Η έννοια της Μεγάλης Ιδέας ήταν ουσιαστικά η επιδίωξη της εθνικής ένωσης του υπόδουλου Ελληνισμού και η ανάκτηση των χαμένων εδαφών, και υπήρξε το ισχυρότερο ιδεολόγημα στην Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, που προβλήθηκε κατά καιρούς από διάφορους πολιτικούς, και γιγάντωσε τα όνειρα του Ελληνικού λαού.
Η εμφάνιση του Ελευθέριου Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο της Ελλάδας το 1910, οι ευνοϊκές διεθνείς συγκυρίες και οι επιτυχείς πολεμικές επιχειρήσεις, που έδωσαν στην Ελλάδα νέα εδάφη κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αναβίωσαν την Μεγάλη Ιδέα. Για κοντά 80 χρόνια (1844 - 1922) η πολύσημη, και ενίοτε αντιφατική, Μεγάλη Ιδέα βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής, εσωτερικής και εξωτερικής. Ο Michael Llewellyn Smith, στο βιβλίο του οποίου αναφέρθηκα πιο πάνω, διακρίνει τρεις μορφές της Μεγάλης Ιδέας, όπως διαπιστώνουμε από το ακόλουθο απόσπασμα:
«Έτσι, η Μεγάλη Ιδέα κατέληξε, στα μέσα του 19ου αιώνα, να περικλείει τρεις τουλάχιστον διαφορετικές τάσεις. Στην κυριολεκτική ερμηνεία της ήταν το ρομαντικό όνειρο της ανασύστασης της Ελληνοβυζαντινής Αυτοκρατορίας με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ευρύτερα ήταν η βαθιά φιλοδοξία να εξαπλωθεί η Ελληνική πνευματική και οικονομική κυριαρχία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, προκαλώντας βαθμιαία ανατροπή από μέσα, με μια φυσική διαδικασία που δεν ήταν απαραίτητο να καταλήξει σε βίαιη σύγκρουση των δύο αντίπαλων εθνοτήτων, Ελλήνων και Τούρκων.
Τρίτον, η Μεγάλη Ιδέα θα μπορούσε να ερμηνευτεί μέσα στα πλαίσια του σύγχρονου εθνικού κράτους: προοδευτική λύτρωση των υπόδουλων Ελληνικών περιοχών, με την ενσωμάτωσή τους στο Ελληνικό κράτος, πράγμα που σήμαινε κατά μέτωπο σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρόλο που βρίσκουμε και τις τρεις επιμέρους ιδέες να επιβιώνουν στον 20ό αιώνα, η τρίτη ήταν εκείνη που επικράτησε».
Την δεύτερη μορφή της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή την Ελληνική πνευματική και οικονομική κυριαρχία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την εκπροσωπούσε ο Ίων Δραγούμης, ενώ την τρίτη ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αυτή η διαφορά έφερε αντιμέτωπες δύο από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της πρώτης εικοσαετίας του 20ού αιώνα, και είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του Δραγούμη από ανθρώπους προσκείμενους στον Βενιζέλο, χωρίς όμως τη γνώση και την έγκρισή του.
Με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 - 1913, μεγάλο επίτευγμα του Βενιζέλου, ο Ελληνικός λαός πείσθηκε πως μακροχρόνια η Μεγάλη Ιδέα θα επιτύγχανε, όχι μόνο την απελευθέρωση των υπόδουλων ομογενών, αλλά και την επίτευξη ενός νέου κρατικού μορφώματος, αντίστοιχου σε γενικές γραμμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η απελευθέρωση της Βόρειας Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους, και τα πρώτα επιτεύγματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, όπως επικυρώθηκαν από τη Συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920, φάνηκαν να επιβεβαιώνουν τη ρήση του Ελευθέριου Βενιζέλου -μάλλον κομπασμός ήταν- για μια Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Αν η Συνθήκη των Σεβρών του 1920 χαρακτηρίζεται από πολλούς ιστορικούς ως το μεγαλύτερο επίτευγμα του Βενιζέλου, η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η οποία ήταν η απόρροια της Συνθήκης των Σεβρών, υπήρξε η ταφόπετρα της Μεγάλης Ιδέας, και ο «Επιτάφιος» του Βενιζέλου. Αποτελεί τραγική ειρωνεία ότι ο Βενιζέλος διαπραγματεύθηκε εκ μέρους της Ελλάδας και τις δύο παραπάνω συνθήκες, την πρώτη ως Πρωθυπουργός, και την δεύτερη ως εντεταλμένος της Ελληνικής κυβέρνησης. Στην διαπραγμάτευση της Συνθήκης των Σεβρών τον είχε παρασύρει ο οίστρος της Μεγάλης Ιδέας, ιδιαίτερα μετά από τα επιτεύγματα των Βαλκανικών Πολέμων, αποτέλεσμα των οποίων ήταν ο διπλασιασμός, γεωγραφικός και πληθυσμιακός, της Ελλάδας.
Ευτυχώς για το Ελληνικό έθνος, στην διαπραγμάτευση της Συνθήκη της Λωζάνης ο Βενιζέλος επέδειξε έναν ασυνήθιστο πραγματισμό, αφού ως αντιπρόσωπος της ηττημένης Ελλάδας κατόρθωσε να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής. Σε εκείνη την κρίσιμη ώρα του Ελληνισμού, ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αλυτρωτισμό, με άλλα λόγια την Μεγάλη Ιδέα, και να αγωνιστεί όχι για την επέκταση των Ελληνικών συνόρων, αλλά για τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Βέβαια δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον ξεριζωμό ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων από τις προαιώνιες πατρογονικές τους εστίες.
Σμύρνη – Πολιτική Βενιζέλου
Στόχος του Βενιζέλου ήταν η Ελλάδα να βρεθεί στο πλευρό των χωρών της Αντάντ -Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας- στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, τον οποίο προέβλεπε πως θα κέρδιζαν, για να πάρει μέρος στη συνδιάσκεψη της ειρήνης που θα ακολουθούσε. Βέβαιος πως οι σύμμαχοι θα προέβαιναν στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία στον πόλεμο είχε ενταχθεί στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, ο Βενιζέλος ήθελε η Ελλάδα να διεκδικήσει περιοχές που ιστορικοί και δημογραφικοί λόγοι συνηγορούσαν, κατά την άποψή του, για την ενσωμάτωσή τους στο Ελληνικό κράτος.
Η προκλητική φιλογερμανική πολιτική του Κωνσταντίνου και των φερέφωνων κυβερνήσεών του, ανάγκασε τις δυνάμεις της Αντάντ να προβούν στη λήψη δυναμικών μέτρων. Στις αρχές του Ιουνίου 1917 Γαλλικός στρατός αποβιβάστηκε στην Αθήνα, και εξανάγκασε τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί, και να παραχωρήσει το θρόνο στο γιο του Αλέξανδρο. Τις επόμενες ημέρες η βασιλική οικογένεια αναχώρησε για την Ιταλία, και από εκεί μετέβηκε στην Ελβετία, όπου παρέμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1920.
Τον Ιούλιο του 1917 ο Βενιζέλος, ο οποίος από το Σεπτέμβριο του 1916 ήταν στη Θεσσαλονίκη ως πρωθυπουργός της δεύτερης κυβέρνησης που είχε σχηματίσει, επέστρεψε στην Αθήνα και σχημάτισε εθνική κυβέρνηση, επαναφέροντας τη Βουλή του 1915 που είχε διαλύσει ο βασιλιάς μετά τη διαφωνία του με τον Βενιζέλο. Πρώτη ενέργεια της νέας εθνικής κυβέρνησης ήταν η κήρυξη πολέμου κατά της Γερμανίας και της Βουλγαρίας, στρατιωτικές δυνάμεις των οποίων το 1916 είχαν καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία, με την ενθάρρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο Βενιζέλος, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, για την πρόληψη στασιαστικών κινημάτων, ήταν η εξορία των κύριων συνεργατών του Κωνσταντίνου.
Μετά από γενική επιστράτευση, η κυβέρνηση του Βενιζέλου σχημάτισε στράτευμα 300.000 ανδρών, μεγάλο μέρος του οποίου πήρε μέρος στο μέτωπο της Μακεδονίας, όπου στράτευμα των Αγγλογάλλων πολεμούσε εναντίον των δυνάμεων της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Το Ελληνικό στρατιωτικό σώμα θριάμβευσε στη μάχη του Σκρα το Μάιο του 1918. Λίγους μήνες αργότερα (Σεπτέμβριος 1918) η Βουλγαρία αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει, αποσύροντας τα στρατεύματά της από την Ανατολική Μακεδονία. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και η Τουρκία υπέγραψε την ανακωχή του Μούδρου με τις δυνάμεις της Αντάντ.
Το Νοέμβριο του 1918 ο Αγγλογαλλικός στρατός, και ένα άγημα του Ελληνικού στρατού, μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τα Ελληνικά θωρηκτά «Κιλκίς» και «Αβέρωφ» αγκυροβόλησαν έξω από την Κωνσταντινούπολη, με μονάδες του Γαλλικού και Βρετανικού ναυτικού. Τελικά και η Γερμανία, καταβεβλημένη, απομονωμένη και ηττημένη, υπέγραψε ανακωχή, θέτοντας τέρμα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στις 11 Νοεμβρίου 1918.
Η πρόβλεψη του Βενιζέλου ως προς την τελική έκβαση του πολέμου επαληθεύθηκε, και ο αγώνας του εναντίον της φιλογερμανικής πολιτικής του βασιλιά Κωνσταντίνου δικαιώθηκε απόλυτα. Η λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα, όπως είδαμε, στο πλευρό των νικητριών δυνάμεων της Αντάντ -Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας- και των Η.Π.Α. Στο Συνέδριο Ειρήνης, που άρχισε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919 και κράτησε μέχρι το Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρόβαλε τις Ελληνικές διεκδικήσεις, οι οποίες μεταξύ άλλων περιλάμβαναν περιοχή των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, στα αστικά κέντρα των οποίων το Ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε του Τουρκικού.
Ένα από τα επιχειρήματα του Βενιζέλου, για την ενσωμάτωση στην Ελληνική επικράτεια της περιοχής αυτής της Μικράς Ασίας, ήταν οι εκτοπισμοί από το 1911, και από το 1914 η συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το εθνικιστικό κόμμα των Νεότουρκων, που ονειρεύονταν τον εκτουρκισμό όλων των εθνοτικών μειονοτήτων της Τουρκίας. Για τις απώλειες των άμαχων Ελλήνων στην Μικρά Ασία (συμπεριλαμβανομένου και του Πόντου) από τις διώξεις των Νεότουρκων κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου (1914 - 1918), ο Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει τα ακόλουθα:
«Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου 900.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας εξοντώθηκαν με εκτελέσεις ή εκτοπισμούς, ενώ 450.000 διώχθηκαν ή έφυγαν τρομοκρατημένοι ως πρόσφυγες στην Ελλάδα».
Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου Ειρήνης στο Παρίσι ο Βενιζέλος αναδείχθηκε σε πολιτικό και διπλωμάτη πρώτου μεγέθους. Η ρητορική του δεινότητα και η πειστική επιχειρηματολογία του εντυπωσίασαν τους ηγέτες των άλλων χωρών, και ιδίως τον Λόυντ Τζορτζ της Μεγάλης Βρετανίας, τον Ζωρζ Κλεμανσώ της Γαλλίας και τον Γούντροου Ουίλσον των Η.Π.Α. Για την προσωπικότητα του Βενιζέλου ο Χάρολντ Νίκολσον, σύμβουλος του Λόυντ Τζορτζ, έγραψε τα ακόλουθα σε επιστολή του στον πατέρα του:
«Δεν μπορώ να σου περιγράψω το κύρος που έχει εδώ ο Βενιζέλος. Αυτός και ο Λένιν είναι οι μόνες πραγματικά μεγάλες φυσιογνωμίες της Ευρώπης. Η ομιλία του ήταν ένα περίεργο κράμα από γοητεία, ληστρικό πνεύμα, πολιτική διεθνούς εμβέλειας, πατριωτισμό, θάρρος και φιλολογία – μα πάνω από όλα, ήταν αυτός ο ίδιος, αυτός ο μεγαλόσωμος, γεροδεμένος, χαμογελαστός άνδρας, με μάτια που άστραφταν πίσω από τα γυαλιά του και με ένα τετράγωνο σκούφο από μαύρο μεταξωτό ύφασμα στο κεφάλι».
Οι Ελληνικές Διεκδικήσεις
Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε στα χέρια του ο Βενιζέλος, και που προέρχονταν από την απογραφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1912, η ζώνη που διεκδικούσε η Ελλάδα περιλάμβανε κάτι περισσότερο από 800.000 Έλληνες, έναντι λίγο παραπάνω από ένα εκατομμύριο Τούρκων και 100.000 Αρμενίους, Εβραίους και άλλους. Ο Βενιζέλος παρέκαμψε αυτούς τους ενοχλητικούς αριθμούς συμπεριλαμβάνοντας στη ζώνη, για στατιστικούς σκοπούς, τα γειτονικά νησιά, την Ίμβρο, την Τένεδο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τη Σάμο, την Ικαρία, τη Ρόδο με το Καστελόριζο και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, όπου οι Έλληνες είχαν μεγάλη αριθμητική υπεροχή (περίπου 370.000 έναντι 25.000).
Δικαιολόγησε αυτό τον ελιγμό με το επιχείρημα ότι τα νησιά αυτά ήταν, από οικονομική και γεωγραφική άποψη, μέρος της ηπειρωτικής Τουρκίας, επιχείρημα που είχαν χρησιμοποιήσει οι ίδιοι οι Τούρκοι για να παρεμποδίσουν την παραχώρηση των νησιών του Αιγαίου στην Ελλάδα στους Βαλκανικούς Πολέμους. Σύμφωνα με τον Βενιζέλο, οι Έλληνες που θα έμεναν στις Τουρκικές περιοχές της Μικράς Ασίας ανέρχονταν γύρω στις 800.000. Ο Βενιζέλος ήταν της γνώμης πως οι Έλληνες αυτοί θα προέβαιναν σε εθελοντική ανταλλαγή με το ένα εκατομμύριο Τούρκους που υπήρχαν στην διεκδικούμενη από την Ελλάδα ζώνη της δυτικής Μικράς Ασίας, οδηγώντας έτσι σε μια ομοιογένεια πληθυσμών στο χώρο της Μικράς Ασίας.
Οι διεκδικήσεις του Βενιζέλου βρήκαν σύμφωνες τη Βρετανία και τη Γαλλία, ενώ οι Η.Π.Α. ήταν επιφυλακτικές, γιατί πίστευαν πως μια άθικτη εδαφικά Τουρκία θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα οικονομικά τους συμφέροντα. Η Ιταλία όμως πρόβαλε έντονες αντιδράσεις στις προτάσεις του Βενιζέλου. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, για να δελεάσουν την Ιταλία να προσχωρήσει στην Αντάντ, η Βρετανία και η Γαλλία, με το Σύμφωνο του Λονδίνου τον Απρίλιο του 1915 της υποσχέθηκαν την περιοχή της Αττάλειας στην δυτική Μικρά Ασία.
Αργότερα, σε συνδιάσκεψη στον Άγιο Ιωάννη της Μωριέννης τον Απρίλιο του 1917, οι Αγγλογάλλοι διεύρυναν την περιοχή που είχαν υποσχεθεί στην Ιταλία, ώστε να περιλαμβάνει και την Ελληνικότατη Σμύρνη. Η αποστολή πολεμικών Ιταλικών πλοίων στην Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου Ειρήνης στο Παρίσι, έκανε τους Αγγλογάλλους, αλλά και τους Αμερικανούς που αρχικά ήταν επιφυλακτικοί, να παροτρύνουν τον Βενιζέλο να προβεί σε εσπευσμένες αποφάσεις, οι επιπτώσεις των οποίων θα αποδεικνύονταν τραγικές για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό.
Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Ο ελληνικός λαός είχε πάρει τις αποφάσεις του και ο Ελευθέριος Βενιζέλος την άλλη ημέρα, χωρίς δισταγμό, τις δικές του. Έπρεπε να φύγει από την Ελλάδα. Στις 4 Νοεμβρίου 1920 μαζί με τους δύο γιους του και αρκετούς φίλους του επιβιβάσθηκε στη θαλαμηγό «Νάρκισσος» και εγκατέλειψε την Ελλάδα. Η Πηνελόπη Δέλτα περιέγραψε τις θλιβερές εκείνες στιγμές : «Και έφυγε τω όντι ο Βενιζέλος έτσι, το απόγευμα της Τετάρτης με μόνο τον Πέτρο Βούλγαρη μαζί του και μερικούς φύλακες. Του είχαν ετοιμάσει οι φίλοι του την αναχώρηση από το Φάληρο και από τον Πειραιά.
Απόβλητος και φτωχός ο Βενιζέλος, εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Δεν είχε κανένα προσωπικό εισόδημα. Η θέση του όμως και οι σχέσεις του με κορυφαίους Ευρωπαίους πολιτικούς επέβαλλαν την εξεύρεση πόρων. Ο γάμος με την Έλενα Σκυλίτση, γόνο πλούσιων Ελλήνων της διασποράς, ήταν μια λύση. Είχε την ανάγκη μιας συντρόφου στην εξορία. Η Έλενα ήταν παλιά θαυμάστριά του. Του είχε συμπαρασταθεί ποικιλοτρόπως στην πολιτική και εθνική προσπάθεια του. Παντρεύτηκαν τον Σεπτέμβριο του 1921 και εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. Το γαμήλιο ταξίδι τους έγινε στην Αμερική. Εκεί ο Βενιζέλος γνώρισε αληθινή αποθέωση.
Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΕΝΙΖΕΛΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ανάμεσα σε Συντρίμμια
Μετά την καταστροφή η Ελλάδα αγωνιζόταν να επιβιώσει. Σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές θυμήθηκε πάλι τον άνθρωπο που είχε απομακρύνει δύο χρόνια πριν από την εξουσία. Εν τω μεταξύ, ο στρατός και ο στόλος επαναστάτησαν και ανέτρεψαν τον Κωνσταντίνο. Η νέα κυβέρνηση των Αθηνών απευθύνθηκε στο Βενιζέλο και του ζήτησε να αναλάβει την εκπροσώπηση της χώρας στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν στη Λωζάννη με την Τουρκία.
Στο μεταξύ η κατάσταση στην Αθήνα χειροτέρευε και το δημοκρατικό πολίτευμα αντιμετώπιζε την απειλή ανατροπής, από τους ισχυρούς άνδρες του βασιλικού στρατοπέδου. Ο μετριοπαθής αρχηγός του Κόμματος των Λαϊκών Π. Τσαλδάρης, δεν μπορούσε να επιβληθεί στους νοσταλγούς την μοναρχίας και στους ρεβανσιστές του αντιβενιζελικού κόσμου. Ένας κόσμος που περιλάμβανε από ακραία φασιστικά στοιχεία μέχρι μετριοπαθείς βασιλόφρονες, πριόνιζε το πολίτευμα της χώρας. Το κλίμα, δηλητηριασμένο από τα μίση και την έξαλλη δημαγωγία, οδηγούσε στη σύγκρουση. Σημασία είχε ποιος θα έκανε το μεγαλύτερο λάθος.
Την 1η Μαρτίου 1935, Βενιζελικοί αξιωματικοί πραγματοποιούν ένα επιπόλαιο και κακά προετοιμασμένο κίνημα. Η αποτυχία του σήμανε την απαρχή μεγάλων διώξεων κατά του δημοκρατικού κόσμου. Ο Βενιζέλος αποχαιρέτησε τη Χαλέπα και με το «Αβέρωφ», το θρυλικό θωρηκτό των Βαλκανικών Πολέμων, φεύγει από την Κρήτη, στην οποία δε θα ξαναγύριζε ζωντανός. Σημασία δεν είχε ποια ήταν η έκταση της εμπλοκής του γηραιού ηγέτη στο κίνημα. Είχε, για μια ακόμη φορά, το θάρρος ν’ αναλάβει τις ευθύνες και να δηλώσει παρών. Η ευαίσθητη ψυχή του, δεν του επέτρεψε να λησμονήσει τους κυνηγημένους και φυγόδικους αξιωματικούς, που διώχθηκαν ή κατέφυγαν στο εξωτερικό.
Το Πολιτικό Σκηνικό της Εποχής
Η απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1933 είχε άμεση σχέση με το πολιτικό πλαίσιο της εποχής. Την επομένη των εκλογών της 5ης Μαρτίου του 1933 εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα με πρωταγωνιστή τον Νικόλαο Πλαστήρα, που είχε σκοπό να εμποδίσει το Λαϊκό Κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση. Το κίνημα αυτό απέτυχε, διότι δεν υιοθετήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο κατάφερε, όμως, σοβαρότατο χτύπημα κατά της βενιζελικής παράταξης. Αμέσως, ορίστηκε μεταβατική κυβέρνηση από τον Αλέξανδρο Οθωναίο και στις 10 Μαρτίου 1933 ορκίζεται Πρωθυπουργός ο Παναγής Τσαλδάρης. Μετά την αποτυχία του κινήματος, ο Πλαστήρας πρόλαβε να διαφύγει στο εξωτερικό.
Στις 11 Μαΐου, στη Βουλή, ο Ιωάννης Μεταξάς κατέθεσε πρόταση να διωχθεί ποινικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος για το κίνημα Πλαστήρα. Η συζήτηση ορίστηκε για την 15η Μαΐου 1933. Στην κατάμεστη αίθουσα της Βουλής ο Μεταξάς έλαβε πρώτος το λόγο και εξέθεσε επί δύο ώρες τα γεγονότα της 5ης και 6ης Μαρτίου. Στη συνέχεια μίλησε ο Βενιζέλος, που δεν αναφέρθηκε στην κατηγορία που του προσήπταν, αλλά στο αποτυχημένο πραξικόπημα και τη στάση του απέναντι σ’ αυτό. Η αγόρευση του Βενιζέλου συνεχίστηκε ως τη φράση: «Είχον λοιπόν ένα στρατηγόν επαναστάτην, όπως με κατηγόρησαν, ο οποίος προσέφερε μεγάλας υπηρεσίας εις τον τόπον».
Γ. Εκ των όπισθεν
1) Επί του δευτέρου εκ των κάτω κυκλοτερούς ελάσματος της εσχάρας του αυτοκινήτου και εις το αριστερόν αυτού μέρος οπή διαμέτρου περίπου 7 χιλιοστομέτρων εκ διόδου βλήματος μεγάλης ρώμης. Η κατεύθυνσις του βλήματος τούτου είναι εκ των οπίσω ακριβώς. Το βλήμα τούτο μετά την διάτρησιν του κυκλοτερούς ελάσματος προσέκρουσεν επί του όπισθεν επιπέδου ελάσματος, όπερ και παρεμόρφωσεν κατά το άκρον μεθ’ ό προσκρούσαν κατ’ εφαπτομένην επί τρίτου ελάσματος ευρισκόμενου πρό της αποθήκης βενζίνης, διέτρησε την αποθήκην ταύτην εξελθόν.
2) Επί της οπισθίας επιφανείας του οπίσω – δεξιά αλεξιβορβόρου οπή βλήματος. Το βλήμα τούτο διατρήσαν το έλασμα προσέκρουσεν επί του ελαστικού του τροχού, όπερ και διέτρησεν, μεθ’ ο διατρήσαν το έλασμα του εμπροσθίου μέρους του αλεξιβορβόρου εξήλθεν.
3) Επί του ανωτέρου ελάσματος της εσχάρας και περί το μέσον αυτού εξόγκωμα βλήματος μη διατρήσαντος το έλασμα. Η φορά του βλήματος είναι εκ των οπίσω ακριβώς.
4) Επί της κατωτέρας μοίρας, του οπισθίου τοιχώματος της αμάξης παρατηρούνται 10 αποτυπώματα βλημάτων . Εκ τούτων μόνον εν διέτρησεν την λαμαρίναν εξελθόν του οπισθίου καθίσματος της αμάξης. Το βλήμα τούτο μετά την διάτρησιν της λαμαρίνης προσέκρουσεν επί χαλύβδινης τιράντας πάχους 2 χιλιοστομέτρων του σκελετού του προσκεφαλαίου ην και έθραυσε κατά το άκρον. Το βλήμα τούτο παρουσιάζει δύο διακεκριμμένας εξόδους εκ του ερεισινώτου.
5) Και του αυτού τοιχώματος της αμάξης και ολιγον ανωτέρω μεταξύ των δύο φιλέτων παρατηρούνται αποτυπώματα βλημάτων μη διατρηασάντων την λαμαρίναν. Η φορά των βλημάτων είναι εκ των οπίσω ακριβώς.
6) Επί του αυτού τοιχώματος και άνωθε του δευτέρου φιλέτου παρατηρούνται επί της λαμαρίνας 10 αποτυπώματα βλημάτων: Εκ τούτων τα 5 διέτρησαν το έλασμα. Εκ τούτων πάλιν το τέταρτο εξήλθεν διατρήσαν το ερεισίνωτον του οπισθίου καθίσματος της αμάξης. Το βλήμα τούτο μετά την διάτρησιν της λαμαρίνας διέτρησε ξύλινον διάπηγμα πάχους 50 χιλιοστομέτρων και προσέκρουσεν ακολούθως επί τεμαχίου χαλύβδινου πάχους 4, 5 χιλιοστομέτρων όπερ και παρεμόρφωσε κατά το άκρον. Το βλήμα τούτο παρουσιάζει δύο εξόδους επί του ερεισινώτου.
Ο Βενιζέλος λατρεύτηκε και μισήθηκε όσο κανένας άλλος Έλληνας. Σήμερα ζει στη συνείδηση των Ελλήνων, ως σύμβολο ακατάλυτο και πρότυπο ακατάρριπτο του νέου ελληνισμού. Έκφραση της μυθικής διάστασης, που έχει πάρει μεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων η μορφή του, είναι τα άπειρα μνημεία, προτομές, ανδριάντες, που έχουν στηθεί, πολλές φορές με πρωτοβουλία του λαού, σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Είναι ο ηγέτης που άλλαξε το χάρτη της χώρας του και τη μοίρα του λαού του. Είναι ο πολιτικός, που με ευελιξία και τόλμη, έδωσε πνοή και περιεχόμενο στο ανορθωτικό όραμα του νεώτερου ελληνισμού ύστερα από μια μακρά περίοδο στασιμότητας και ταπεινώσεων.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο μεγαλύτερος πολιτικός της νεότερης Ελλάδας, που συνέδεσε το όνομά του με το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας. Δέσποσε στην πολιτική ζωή της χώρας από το 1910 έως το 1936. Η πολιτική του δράση προκάλεσε εντονότατα πάθη για πολλά χρόνια και αποτυπώνονται στις έννοιες «Βενιζελισμός» και «Αντιβενιζελισμός». Διετέλεσε επτά φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας, συνολικά επί δώδεκα χρόνια και πέντε μήνες. Όταν ξεκίνησε η Επανάσταση του 1897 ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ένας τριαντατριάχρονος δικηγόρος και πολιτικός. Όταν η πολύμηνη επαναστατική περιπέτεια τελείωσε με την εγκαθίδρυση της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, ο Βενιζέλος είχε αναδειχθεί ως ηγετική πολιτική φυσιογνωμία με διεθνές κύρος...
Ως πολιτικός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο Κρητικό ζήτημα καθώς και στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας από το 1910 μέχρι και τον θάνατό του. Οργάνωσε την επανάσταση στο Θέρισο και το 1910 ανέλαβε την πρωθυπουργία της Κρητικής Πολιτείας, την οποία εγκατέλειψε λίγους μήνες αργότερα για να αναλάβει την πρωθυπουργία στην Ελλάδα κατόπιν προσκλήσεως του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου τάχθηκε υπέρ της Αντάντ διαφωνώντας ανοιχτά με την στάση του Βασιλιά. Λόγω αυτής της διαφωνίας, αν και είχε εκλεγεί πρωθυπουργός εκδιώχθηκε με απόφαση του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α' δημιουργώντας τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού.
Επέστρεψε στην πρωθυπουργία την περίοδο 1917 - 1920 αλλά εγκατέλειψε την Ελλάδα μετά την ήττα του στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920. Επέστρεψε το 1924 για λίγους μήνες και το 1928 εξελέγη πρωθυπουργός. Τον Ιανουάριο του 1935 έγινε για τελευταία φορά πρωθυπουργός και τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου μετά την απόπειρα πραξικοπήματος κατέφυγε στο Παρίσι, όπου και πέθανε. Ως πρωθυπουργός της Ελλάδας επέφερε μεταρρυθμίσεις σχεδόν σε όλους τους τομείς του κράτους με κύριο σκοπό την οργάνωση της χώρας στα πρότυπα αστικού κράτους. Παράλληλα οργάνωσε αξιόμαχο στρατό, τον οποίο εκμεταλλεύθηκε στις πολεμικές συρράξεις, διπλασιάζοντας την εδαφική έκταση της Ελλάδας.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γέννηση
Η καταγωγή του είναι από την οικογένεια Κρεββατά του Μυστρά. Το 1770 η οικογένεια των Κρεββατάδων πρωτοστάτησε στην επανάσταση του Ορλόφ και αργότερα στην επανάσταση του 1821. Ο Μπενιζέλος Κρεββατάς (προπάππους του Ελευθερίου) από την Επίδαυρο Λιμηρά της Λακωνίας όπου είχε καταφύγει, μετέβη στην Κρήτη, όπου και εγκαταστάθηκε στο νησί. Οι ντόπιοι Κρητικοί τον αποκαλούσαν Μπενιζέλο και τα παιδιά του Μπενιζελάκια. Όπως συνέβαινε συχνά, το βαφτιστικό όνομα του πατέρα έγινε το οικογενειακό των παιδιών του. Γιος του Πέτρου Βενιζέλου ήταν ο Κυριάκος, πατέρας του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος γεννήθηκε στις 11 ή στις 23 Αυγούστου 1864, στις Μουρνιές, ένα προάστιο των Χανίων, στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη. Ήταν το πέμπτο παιδί του Κυριάκου, Χανιώτη εμπόρου, και της Στυλιανής, το γένος Πλουμιδάκη, από Θερισιανή οικογένεια με συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Μεγαλύτερα αδέλφια του κατά σειρά η Μαρία, η Ελένη, η Αικατερίνη και ο Αγαθοκλής. Ακολούθησε η μικρότερη αδελφή, Ευανθία. Τους χειμερινούς μήνες η οικογένεια κατοικούσε στα Χανιά, στη συνοικία του Τοπανά, πολύ κοντά στο εμπορικό κατάστημα του Κυριάκου και είχε ως θερινή κατοικία το διώροφο σπίτι στις Μουρνιές, όπου γεννήθηκε ο Ελευθέριος, το οποίο σώζεται ως σήμερα.
Δύο χρόνια μετά τη γέννηση του Ελευθέριου, την Κρήτη συντάραξε η μεγάλη Επανάσταση του 1866 - 1869. Παρότι ο Κυριάκος Βενιζέλος είχε αντιταχθεί στην έκρηξη της Επανάστασης, από φόβο μήπως ενοχοποιηθεί για συμμετοχή σε αυτήν, κατέφυγε στα Κύθηρα μαζί με τις οικογένειες φίλων του. Στην αυτοεξορία τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Ο Κυριάκος πήγε από τα Κύθηρα στη Σύρο, όπου παρέμεινε για σχεδόν πέντε χρόνια. Εκεί, στη φιλόξενη εμπορική πρωτεύουσα των Κυκλάδων, την Ερμούπολη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος άρχισε να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του. Και εκεί απέκτησε την Ελληνική υπηκοότητα.
Με την παραχώρηση του Οργανικού Νόμου 1868 και τη λήξη της Επανάστασης 1869 επήλθε ειρήνη και σχετική ανάπτυξη στην Κρήτη. Πολλές οικογένειες, ωστόσο, απέφυγαν να επιστρέψουν αμέσως στην πατρίδα τους.
Τα Πρώτα Χρόνια
Ο Ελευθέριος μεγάλωσε στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη, που τελούσε σε συνεχείς εξεγέρσεις, τις οποίες ακολουθούσε πάντα αιματηρή καταστολή. Το όνομά του ήταν μία ακόμα έκφραση του πόθου των Κρητικών για ελευθερία. Ο νονός του, ηγούμενος της μονής της Χρυσοπηγής, του έδωσε το όνομα Ελευθέριος με την ελπίδα ότι αυτός θα ελευθέρωνε την Κρήτη από τον Τουρκικό ζυγό. Μεγάλη επίδραση στη διαπαιδαγώγηση και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του άσκησε ο πατέρας του Κυριάκος, που ήταν έμπορος και εισαγωγέας. Ο Κυριάκος υπήρξε άνθρωπος ολοκληρωμένος, με οξύνοια, άριστη Ελληνική παιδεία και υψηλό πατριωτικό φρόνημα.
Η πατριωτική του δράση του στοίχισε επανειλημμένες διώξεις, εξορίες και οικονομικές καταστροφές. Η ζωή του κυνηγημένου από τους Τούρκους Κυριάκου ήταν μια ατελείωτη Οδύσσεια. Η οικογένεια άλλαζε συνέχεια τόπο κατοικίας και τα παιδιά του γεννήθηκαν σε διαφορετικούς τόπους: Μουρνιές, Χανιά, Μεσολόγγι, Αθήνα, Σύρο. Το 1861, μετά από μια ακόμα εξορία, επέστρεψε στα Χανιά κοντά στην οικογένειά του και ξεκίνησε μια νέα περίοδο στις εμπορικές του δραστηριότητες. Παράλληλα συνέχισε την πατριωτική του δράση και προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στα εκπαιδευτήρια των Χανίων.
Το 1866 ξέσπασε η μεγάλη Κρητική επανάσταση κατά του Οθωμανικού ζυγού. Ο πατέρας Βενιζέλος, για να αποφύγει τη σύλληψη από τις τουρκικές αρχές των Χανίων, εγκατέλειψε την επιχείρησή του και μαζί με την πολυμελή οικογένειά του κατέφυγε στη Σύρο, νησί που ανήκε στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο μικρός Ελευθέριος, που ήταν μόλις δύο ετών, γεύθηκε τότε, για πρώτη φορά, τους πικρούς καρπούς της προσφυγιάς. Στη διάρκεια της αναγκαστικής παραμονής της οικογένειάς του στη Σύρο, παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα στο Δημοτικό Σχολείο της Ερμούπολης. Ο Ελευθέριος ήταν οκτώ ετών όταν, το 1872, επέστρεψε με την οικογένειά του στα Χανιά.
Ο πατέρας του Κυριάκος επανήλθε με επιτυχία στις εμπορικές του δραστηριότητες. Το κατάστημα υαλικών που διατηρούσε βρισκόταν στη σημερινή οδό Χάληδων, αριθμός 7. Το σπίτι βρισκόταν λίγο πιο πάνω στην οδό Χαληδων αριθμό 56. Εκεί πέρασε ο Ελευθέριος τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Το 1876 ο πατέρας του αγόρασε έκταση 2.200 τετραγωνικών μέτρων στην ανερχόμενη κοινωνικά περιοχή της Χαλέπας, στην οποία ήταν ήδη εγκατεστημένα τα Προξενεία και οι κατοικίες των Προξένων, καθώς και των ευπόρων κατοίκων της πόλης. Και από το 1877 άρχισε την κατασκευή της νέας μεγάλης διώροφης κατοικίας του. Όταν η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1880 η οικογένεια εγκαταστάθηκε εκεί.
ΣΠΟΥΔΕΣ
Τα Σχολικά Χρόνια
Κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας της οικογένειας στη Σύρο ο Ελευθέριος φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο της Ερμούπολης. Το 1872, όταν η οικογένεια επέστρεψε στα Χανιά, ο πατέρας του, που φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια για τη μόρφωσή του, τον ενέγραψε στο δημοτικό σχολείο των Αγίων Αναργύρων. Έπειτα φοίτησε στην Ελληνική Σχολή Χανίων 1874. Ο Ελευθέριος ήταν ένα ζωηρό, κοινωνικό και πρόσχαρο παιδί αλλά και με στοιχεία θράσους και υπεροψίας. Ωστόσο, τα χρόνια της εφηβείας επέδρασαν στην προσωπικότητά του.
Εμφάνισε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα, ξεχώριζε από τους συμμαθητές του και διάβαζε λογοτεχνία με πάθος, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του πατέρα του, που επιθυμούσε να τον κατευθύνει σε πιο πρακτικά ενδιαφέροντα και προς τον εμπορικό κλάδο. Για τα λόγο αυτόν ο πατέρας του τον έστειλε στη Σχολή Αντωνιάδη στην Αθήνα (1877 - 1879). Η παραμονή του στην Αθήνα κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών στη Σχολή Αντωνιάδη διεύρυνε τους πνευματικούς του ορίζοντες, με την καλλιέργεια των ξένων γλωσσών και την επαφή με τα πολιτικά πράγματα της εποχής. Τη χρονιά που ο Ελευθέριος έφυγε στην Αθήνα ο πατέρας του ξεκινούσε την ανέγερση της νέας κατοικίας της οικογένειας στη Χαλέπα, που ήταν τότε προάστιο των Χανίων.
Το σπίτι αυτό, στα κατοπινά χρόνια, συνδέθηκε με τις σημαντικότερες αλλά και δυσκολότερες στιγμές της ζωής του. Οι πολιτικοί ηγέτες της εποχής, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και ο Χαρίλαος Τρικούπης, άσκησαν ουσιαστική επιρροή στην διαμόρφωση της πολιτικής του σκέψης. Για οικονομικούς λόγους ο Κυριάκος αποφάσισε ότι την τελευταία τάξη του γυμνασίου ο γιος του θα φοιτούσε στο δημόσιο γυμνάσιο της Ερμούπολης. Από εκεί πήρε το απολυτήριό του τον Ιούλιο του 1880 ο δεκαεξάχρονος Ελευθέριος. Αν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πρόθεση να συνεχίσει τις σπουδές του, ο πατέρας του επέλεξε να τον τοποθετήσει στο κατάστημά του με σκοπό να το αναλάβει.
Πανεπιστημιακές Σπουδές
Απόφοιτος του Γυμνασίου Σύρου τον Ιούλιο του 1880, επέστρεψε στα Χανιά, για να ακολουθήσει το πατρικό επάγγελμα του εμπόρου. Παρέμεινε στα Χανιά, εργαζόμενος στο κατάστημα του πατέρα του για πάνω από ένα χρόνο. Ωστόσο, στα Χανιά και στο εμπορικό περιβάλλον ο Ελευθέριος ασφυκτιούσε. Πόλος έλξης ήταν για αυτόν, όπως και για κάθε άλλο φιλόδοξο νέο της εποχής που ήθελε να σπουδάσει, η Αθήνα, το Πανεπιστήμιο και ιδιαίτερα η Νομική Σχολή. Πολλοί από τους φίλους του βρίσκονταν ήδη εκεί για να σπουδάσουν Νομικά και Ιατρική. Στο διάστημα της παραμονής του στα Χανιά ο νεαρός Ελευθέριος διάβαζε λογοτεχνία και διεύρυνε τις γνώσεις του στα Γαλλικά και τα Γερμανικά.
Ο Κυριάκος δεν συμφωνούσε και αρνήθηκε πεισματικά να δώσει άδεια για συνέχιση των σπουδών του στην Αθήνα. Δεν είχε άλλωστε άλλο γιο. Mε βαριά καρδιά, δεν αντιτάχθηκε στην απόφαση του πατέρα, όμως δεν υποτάχθηκε. Επί ενάμιση χρόνο πάλεψε να μεταπείσει τον πατέρα του. Οι σχέσεις τους πέρασαν μεγάλη δοκιμασία. Η Στυλιανή, στο ρόλο της αιώνιας μάνας, θα είναι η κρυφή σύμμαχός του. Εν τέλει, χάρη στην επιμονή του Προξένου της Ελλάδας στα Χανιά Γεωργίου Ζυγομαλά, η αντίσταση του πατέρα κάμφθηκε και ο νεαρός Ελευθέριος έφυγε για την Αθήνα τον Οκτώβριο του 1881.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 1881, ο νεαρός Βενιζέλος εγγράφεται, επιτέλους, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι σπουδές του όμως δεν είναι χωρίς δυσκολίες. Ήταν υποχρεωμένος να ταξιδεύει στα Χανιά για να βοηθά στην επιχείρησή του τον ήδη άρρωστο και γέρο πατέρα του. Στην Ελληνική πρωτεύουσα έμεινε αρχικά, μαζί με άλλους Κρήτες φοιτητές που βρίσκονταν ήδη στο δεύτερο έτος των σπουδών τους, στην οδό Πινακωτών (σημερινή Χαριλάου Τρικούπη), ενώ τα επόμενα πέντε χρόνια έμεινε μόνος του στην οδό Ομήρου. Οι σπουδές του νεαρού Βενιζέλου στην Αθήνα ήσαν αποσπασματικές και γεμάτες εμπόδια.
Το 1883 πέθανε ο πατέρας του και αναγκάστηκε να επιστρέψει στα Χανιά για να αναλάβει τις ευθύνες της εμπορικής επιχείρησης και της συντήρησης της οικογένειάς του. Ο πατέρας του, άνθρωπος που είχε ζήσει μια ζωή γεμάτη περιπέτειες. Υπήρξε αυταρχικός, αλλά αγαπούσε με πάθος την οικογένειά του. Οι σχέσεις πατέρα και γιου είχαν περάσει διάφορες κρίσεις. Όμως οι στιγμές τρυφερότητας και αγάπης ήταν αυτές, που τους έδεσαν περισσότερο. Στα 19 του γίνεται προστάτης της οικογένειας, διαχειρίζεται με επιτυχία το εμπορικό κατάστημα, ενώ παράλληλα βρίσκει το χρόνο και μελετά τα συγγράμματα και τις σημειώσεις που του στέλνουν από την Αθήνα οι συμφοιτητές του. Δεν είχε ωστόσο την πρόθεση να εγκαταλείψει τις σπουδές του.
Με σύντομες επισκέψεις στην Αθήνα ανανέωνε την εγγραφή του στο Πανεπιστήμιο από το 1883 ως το 1885 και συμμετείχε στις απαραίτητες εξετάσεις. Μετά από αρκετές δυσκολίες κατόρθωσε να εκκαθαρίσει την πατρική επιχείρηση και να επιστρέψει στην Αθήνα το 1885 για να αφοσιωθεί στις σπουδές του. Πήρε το πτυχίο του το 1887 και επέστρεψε νεαρός νομομαθής στα Χανιά. Στις πτυχιακές εξετάσεις, που έγιναν ενώπιον των καθηγητών της Νομικής Σχολής, ο Βενιζέλος προκαλεί αίσθηση με τις απαντήσεις του και με τόλμη ζηλευτή και επιστημονική πληρότητα αντικρούει τις απόψεις του καθηγητή Κρασά για κάποιο νομικό θέμα.
Οι σπουδές του στην Αθήνα, παρότι αποσπασματικές, άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην εξέλιξη του Βενιζέλου. Το πνευματικό κλίμα της δεκαετίας του 1880, οι συναναστροφές του και τα διαβάσματά του άσκησαν καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ιδιαίτερη σημασία είχε, κατά τη δεύτερη φάση των σπουδών του, η ανάδειξή του στο κέντρο του κοινωνικού του κύκλου, η στενή επαφή με την πολιτική ζωή της Ελληνικής πρωτεύουσας και με τις διεθνείς εξελίξεις του Ανατολικού Ζητήματος. Την εποχή αυτή πρέπει να αποκρυσταλλώθηκε η απόφασή του να αναμειχθεί με τα κοινά.
Κορυφαία στιγμή της δραστηριότητας που ανέπτυξε την περίοδο αυτή ήταν η συνέντευξή του με τον Άγγλο πολιτικό Joseph Chamberlain το Νοέμβριο του 1886. Το γεγονός αυτό ανέδειξε το νεαρό φοιτητή σε ανεπίσημο εκπρόσωπο του πολιτικού κόσμου της Κρήτης.
Η Συνέντευξη του Ελευθερίου Βενιζέλου με τον Joseph Chamberlain
Το Νοέμβριο του 1886, περαστικός από την Αθήνα, ο φιλελεύθερος Άγγλος πολιτικός Joseph Chamberlain έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα "Ακρόπολις", στην οποία δήλωσε ότι κατά πληροφορίες του οι Κρήτες επιθυμούσαν να αποσχισθούν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά ήσαν αντίθετοι στην ένωση με την Ελλάδα. Η δήλωση αυτή εξόργισε τους Κρήτες φοιτητές της Αθήνας, οι οποίοι δημοσίευσαν διαμαρτυρία στη "Νέα Εφημερίδα" και ζήτησαν συνάντηση με τον Chamberlain για να του εκθέσουν το Κρητικό ζήτημα.
Αντιπροσωπεία πέντε φοιτητών με προεξάρχοντα τον Ελευθέριο Βενιζέλο συνάντησε τον Άγγλο πολιτικό, ο οποίος τους έθεσε ερωτήσεις. Το περιεχόμενο της συζήτησης δημοσιεύτηκε στη συνέχεια στη "Νέα Εφημερίδα" και κυκλοφόρησε ευρύτατα στον κύκλο των Κρητών της Αθήνας. Λέγεται μάλιστα ότι ο Chamberlain, εντυπωσιασμένος από την ωριμότητα της σκέψης των συνομιλητών του, είπε την επομένη στο Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Μάρκο Ρενιέρη: "Με άνδρες σαν αυτούς οι οποίοι με επισκέφθηκαν χθες δεν θα έπρεπε να φοβείσθε ότι η Κρήτη δεν θα ελευθερωθεί από τους Τούρκους".
ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Επιστροφή στα Χανιά
Επιστρέφοντας στην Κρήτη είχε αποκτήσει μια στέρεη νομική παιδεία. Ήταν πολύγλωσσος και στο πολυπολιτισμικό περιβάλλον των Χανίων οι ξένες γλώσσες ήταν σπουδαίο εφόδιο. Την περίοδο εκείνη στην Κρήτη συνυπήρχαν Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ευρωπαίοι και άλλοι. Ο Βενιζέλος παρείχε τη νομική συνδρομή του σε όλους, ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνικότητας. Με υψηλή αντίληψη του δικηγορικού λειτουργήματος, σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους δικηγόρους της Κρήτης.
Στις αρχές Μαρτίου του 1887 ο Ελευθέριος Βενιζέλος αφού επέστρεψε στα Χανιά, εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό σπίτι της Χαλέπας και ανέλαβε πλήρως την ευθύνη της οικογένειας.Για προσωπικούς και για οικονομικούς λόγους ματαίωσε την πρόθεσή του να συνεχίσει τις νομικές σπουδές του στο εξωτερικό. Το 1889 αρραβωνιάστηκε την αγαπημένη του Μαρία Ελευθερίου-Κατελούζου, κόρη του Χανιώτη εμπόρου Σοφοκλή Ελευθερίου-Κατελούζου, αλλά ο γάμος έπρεπε να περιμένει. Η Μαρία ήταν πολύ μικρή, ενώ η σταδιοδρομία του Ελευθερίου είχε μόλις αρχίσει. Από την αρχή το εύρος των δραστηριοτήτων του προδίδει προσωπικότητα ενεργητική, πολυάσχολη και φιλόδοξη.
Η επιτυχημένη επαγγελματική του σταδιοδρομία τού επέτρεψε να τακτοποιήσει τις προσωπικές και αισθηματικές του υποθέσεις. Ο γάμος του με την Μαρία Ελευθερίου-Κατελούζου τελέστηκε τον Ιανουάριο του 1891 και αποτέλεσε ξεχωριστό κοινωνικό γεγονός για τη Χανιώτικη κοινωνία της εποχής. Ο νεαρός Βενιζέλος ήταν ήδη ένας φημισμένος δικηγόρος, είχε εκλεγεί το 1889 βουλευτής, είχε εντυπωσιάσει με το δημοσιογραφικό του ταλέντο και είχε προκαλέσει την Τουρκική διοίκηση με την πατριωτική του δράση. Η παρουσία, στο γάμο, των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων στα Χανιά, φανέρωνε το κύρος και τις σχέσεις που είχε αναπτύξει ο εικοσιεπτάχρονος δικηγόρος.
Μετά το γάμο, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο επιβλητικό σπίτι της Χαλέπας και απόκτησε δύο παιδιά. Τον Κυριάκο και τον Σοφοκλή. Η γέννηση όμως του Σοφοκλή έμελλε να είναι μοιραία. Η εικοσιτετράχρονη Μαρία πεθαίνει αναπάντεχα από επιλόχεια μόλυνση. Ο πρόωρος θάνατός της συγκλόνισε τον Βενιζέλο, που βρέθηκε ξαφνικά με δύο βρέφη, χωρίς την αγαπημένη του γυναίκα. Απαρηγόρητος από το τραγικό γεγονός που έπληξε την ευαίσθητη ψυχή του, χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να ξεπεράσει την απώλεια της συντρόφου του. Έκτοτε και για όλη του τη ζωή, διατήρησε τη χαρακτηριστική γενειάδα, σε ένδειξη πένθους.
Σε όλες του τις δραστηριότητες επιδόθηκε με πάθος και επέδειξε την υψηλή του νοημοσύνη, τη στέρεα αναλυτική του λογική, το ρεαλισμό και τις φιλελεύθερες αρχές, που χαρακτήρισαν τη μεταγενέστερη πολιτική του δράση. Από το 1888 μέχρι το 1909 με διακοπές κατά περιόδους, η σταδιοδρομία του στη δικηγορία ήταν εντυπωσιακή. Αρχικά ως βοηθός στο γραφείο του Σπύρου Μοάτσου, και στη συνέχεια ως συνεργάτης του φίλου του Ιωάννη Ηλιάκη χειρίστηκε πληθώρα υποθέσεων, χωρίς να κάνει διακρίσεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, πρακτική για την οποία κατηγορήθηκε ως Τουρκόφιλος. Χάρη στην επιτυχημένη του σταδιοδρομία δεν άργησε να γίνει ένας επιφανής δικηγόρος των Χανίων.
Παράλληλα επιδόθηκε στη δημοσιογραφία και άρχισε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για ανάμειξη στα κοινά. Έθεσε δύο φορές υποψηφιότητα για εφέτης στο Εφετείο Χανίων αλλά εξελέγη ως αναπληρωματικός και παραιτήθηκε. Το 1889, όταν ο γαμβρός του Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εξελέγη εφέτης, του μεταβίβασε την ιδιοκτησία της εφημερίδας "Λευκά Όρη". Σε συνεργασία με τους φίλους του δικηγόρους Κωνσταντίνο Φούμη, Χαράλαμπο Πωλογιώργη και Ιάκωβο Μοάτσο ανέλαβαν την έκδοση της εφημερίδας υπό το ψευδώνυμο "Λευκορείτες". Στο εξής η εφημερίδα αποτέλεσε το βήμα των πολιτικών του πεποιθήσεων.
ΠΡΩΙΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Από αιώνες η Κρήτη ζούσε κάτω από σκληρό ζυγό. Οι συνεχείς και γεμάτοι ένταση απελευθερωτικοί αγώνες κατά του Τούρκου δυνάστη οδήγησαν σε μερική φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Το 1878, με τη λεγόμενη σύμβαση της Χαλέπας, επιβλήθηκε ημιαυτόνομο πολίτευμα. Η Κρητική Συνέλευση (Βουλή) απέκτησε δικαίωμα να ψηφίζει νόμους, οι οποίοι όμως έπρεπε να κυρώνονται από τον Σουλτάνο. Παράλληλα επιτράπηκε η έκδοση εφημερίδων, η δημιουργία και η λειτουργία σχολείων, η σύσταση κομμάτων και ακόμα η Ελληνική γλώσσα έγινε η επίσημη γλώσσα των Δικαστηρίων και της Βουλής. Για πρώτη φορά διορίστηκε Χριστιανός Γενικός Διοικητής Κρήτης.
Τον Απρίλιο του 1889, με βάση τις πρόνοιες του πολιτεύματος του 1878, διενεργήθηκαν εκλογές και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε ηλικία μόλις 25 ετών, εξελέγη βουλευτής της κρητικής Βουλής. Εντάχθηκε στη μετριοπαθή πτέρυγα των Φιλελευθέρων, που ήταν οι νικητές των εκλογών, και ακολούθησε τακτική κατευνασμού και συμφιλίωσης απέναντι στους αντιπάλους του. Την περίοδο αυτή το Ελληνικό στοιχείο ήταν κυριευμένο από πολιτικά πάθη και διχασμένο σε αλληλομισούμενες φατρίες. Οι συντηρητικοί, που δεν μπορούσαν να αποδεχθούν την ήττα τους, για να εκβιάσουν και να φέρουν σε δύσκολη θέση τη φιλελεύθερη πλειοψηφία κατέθεσαν ψήφισμα στη Συνέλευση, στις 6 Μαΐου του 1889, και ζητούσαν την άμεση κήρυξη της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.
Ο Βενιζέλος αντιλήφθηκε αμέσως τους κινδύνους από το δημαγωγικό αυτό διάβημα και το αποδοκίμασε. Ο νεαρός βουλευτής πίστευε ότι η Κρήτη δεν ήταν έτοιμη για νέα επανάσταση, αφού το Ελληνικό κράτος αρνήθηκε να βοηθήσει τους Κρητικούς, γιατί δεν είχε τη δυνατότητα. Ο Βενιζέλος φοβόταν τη βίαιη αντίδραση του Τουρκικού καθεστώτος απέναντι στο, ούτως ή άλλως, επιπόλαιο επαναστατικό κίνημα των συντηρητικών. Τα γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν τους φόβους του. Ο Σουλτάνος επέβαλε δικτατορία και βρήκε την ευκαιρία να αφαιρέσει τα προνόμια που είχε παραχωρήσει το 1878 στον Κρητικό λαό.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος, αν και ήταν αντίθετος προς την επαναστατική κινητοποίηση, για να αποφύγει τη σύλληψη κατέφυγε στην ελεύθερη Ελλάδα. Η ανάκληση των προνομίων και το τυραννικό καθεστώς που επικράτησε οδήγησε τους Κρητικούς στην Μεταπολιτευτική Επανάσταση του 1895 - 1896. Ο Σουλτάνος, έπειτα από τις επιτυχίες των επαναστατών και κάτω από τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, παραχώρησε τότε νέο πολίτευμα, το οποίο έδινε σημαντικά προνόμια στο Χριστιανικό στοιχείο. Το Μουσουλμανικό στοιχείο, με την υποκίνηση της Τουρκικής στρατιωτικής διοίκησης, δεν αποδέχθηκε το νέο καθεστώς και αντέδρασε δυναμικά.
Η Επανάσταση του 1889
Στις 2 Απριλίου 1889 οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Φούμης, Χαράλαμπος Πωλογιώργης και Ιάκωβος Μοάτσος εξελέγησαν για πρώτη φορά πληρεξούσιοι στην Κρητική Συνέλευση. Η παρουσία της ομάδας των Λευκορειτών στη Συνέλευση εισήγαγε στην πολιτική νέο ήθος και νέες ιδέες. Στη Συνέλευση αυτή είχε πλειοψηφήσει η φιλελεύθερη παράταξη με 38 πληρεξουσίους έναντι 11 συντηρητικών. Στην πρώτη του εμφάνιση ο Βενιζέλος πέτυχε να ακυρώσει την πάγια τακτική των προηγούμενων Συνελεύσεων κατά την οποία, το πλειοψηφούν κόμμα χρησιμοποιούσε την αριθμητική του υπεροχή για να αφαιρέσει έδρες από την αντιπολίτευση και την εξοστράκιζε από τις εργασίες της Συνέλευσης.
Με την παρουσία του στη Συνέλευση ο Βενιζέλος προσπάθησε να επιβάλει τη χρήση του επιχειρήματος έναντι της δημαγωγίας και του πολιτικού πάθους, με σκοπό την εξυπηρέτηση όχι προσωπικών σκοπιμοτήτων αλλά του κοινού πολιτικού και εθνικού στόχου. Αλλά στη συνεδρία της 6ης Μαΐου, η συντηρητική αντιπολίτευση, για να τορπιλίσει το έργο της φιλελεύθερης παράταξης, κατέθεσε ψήφισμα για άμεση κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος αποδοκίμασε την πρόταση, αλλά η Οθωμανική διοίκηση αντέδρασε με την επιβολή στρατιωτικού νόμου και την κατάργηση των προνομίων του καθεστώτος της Χαλέπας.
Ο Βενιζέλος είχε ακολουθήσει εξαρχής υπεύθυνη στάση. Πίστευε ότι για το εθνικό θέμα ήταν απαραίτητη η συνεργασία με το Ελληνικό Προξενείο. Αλλά, παρότι αντίθετος στην πρωτοβουλία, αναγκάστηκε να εκπατρισθεί. Η ομάδα των Λευκορειτών φυγαδεύτηκε από τον Πρόξενο της Μεγάλης Βρετανίας Alfred Biliotti και κατέφυγε στην Αθήνα, όπου κατέφυγαν και οι υπεύθυνοι των εξελίξεων. Τριάντα χρόνια αργότερα, με μία τάση να προσδιορίζει αναδρομικά τις επιλογές του στη δημόσια εικόνα που καλλιεργούσε στο εξωτερικό και ειδικά στη διάσκεψη των Παρισίων το 1919, σχολιάζει:
"Μόλις τελείωσα τις σπουδές μου στην Αθήνα, επέστρεψα στην πατρίδα μου και ξεκρέμασα τα φυσεκλίκια μου. Δεν είχα εκδικάσει παρά λίγες υποθέσεις στο δικαστήριο της πατρίδας μου πριν αναγκαστώ να πάρω τα όπλα ενάντια στην Τουρκική Κυβέρνηση. Παρόλο που ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στην Ελλάδα, εγώ εθεωρούμην Οθωμανός υπήκοος -συνεπώς επαναστάτης- επειδή η μητέρα μου είχε γεννηθεί υπό το Τουρκικό καθεστώς. Στο τέλος αυτής της Επανάστασης, επέστρεψα πάλι στην πόλη μου και στη δουλειά μου. Δεν είχα όμως το χρόνο να ασχοληθώ με αυτήν για πολύ, γιατί έπρεπε πάλι να εξεγερθώ και να πάρω τα βουνά.
Σύντομα έφτασα στο σημείο όπου έπρεπε να αποφασίσω αν θα έπρεπε να είμαι επαγγελματίας δικηγόρος και επαναστάτης κατά διαστήματα ή επαγγελματίας επαναστάτης και δικηγόρος κατά διαστήματα. Φυσικά έγινα επαγγελματίας επαναστάτης".
Η Εξορία στην Αθήνα
Για το διάστημα των έξι ετών που ακολούθησε την κατάργηση των προνομίων του καθεστώτος της Χαλέπας διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες. Υπάρχει ωστόσο ένα σημαντικό ατελές χειρόγραφο 146 σελίδων που εκδόθηκε το 1971 με τον τίτλο "Η Κρητική Επανάστασις του 1889. Ένα άγνωστο ιδιόγραφο κείμενο του Εθνάρχου", που εκθέτει τα γεγονότα της Επανάστασης του 1889. Γράφτηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο κατά το διάστημα της αυτοεξορίας του στην Αθήνα ανάμεσα στον Σεπτέμβριο του 1889 και τον Μάιο του 1890. Στο κείμενο αυτό, το μόνο εκτεταμένο κείμενο στο οποίο ο Βενιζέλος εκθέτει με σαφήνεια την υπό διαμόρφωση πολιτική του σκέψη γύρω από το Κρητικό ζήτημα μετά την κατάργηση των προνομίων του καθεστώτος της Χαλέπας.
Είναι σαφής η ταύτισή του με την μετριοπαθή πολιτική της Κυβέρνησης Τρικούπη, ότι δηλαδή ο τελικός σκοπός της ένωσης με την Ελλάδα δεν θα πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο από άκαιρες και απροετοίμαστες ενέργειες. Πέρα από το εθνικό θέμα, ωστόσο, διακρίνονται ήδη οι κατευθυντήριες γραμμές ενός προγράμματος για τη συγκρότηση σύγχρονου κράτους, γραμμές που αποτελούν σταθερές της πολιτικής του σκέψης για τα επόμενα τριάντα χρόνια: αποτελεσματική διοίκηση, οικονομία προσανατολισμένη στην ανάπτυξη, ανεξάρτητη δικαιοσύνη, δημόσια ασφάλεια και δίκαιο φορολογικό σύστημα.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ
Οικογενειακή Τραγωδία
Την άνοιξη του 1890, χωρίς να έχει αμνηστευθεί, ο Βενιζέλος επέστρεψε στα Χανιά, αλλά απέσχε από την πολιτική. Τη σκοτεινή περίοδο που ακολούθησε την επιβολή του στρατιωτικού νόμου και την κατάργηση του καθεστώτος της Χαλέπας και για έξι χρόνια φαίνεται ότι ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δικηγορία.Τον Δεκέμβριο του 1891 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Μαρία Ελευθερίου-Κατελούζου. Κατοίκησαν στον άνω όροφο του σπιτιού της Χαλέπας, ενώ η μητέρα του και τα αδέλφια του έμειναν στο ισόγειο. Το 1892 γεννήθηκε ο πρώτος τους γιος, ο Κυριάκος, και το 1894 ο Σοφοκλής.
Τον Νοέμβριο του 1894 η Μαρία πέθανε από επιλόχειο πυρετό. Απαρηγόρητος ο Ελευθέριος για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν αδύνατο να εργαστεί. Από την εποχή αυτή χρονολογείται και το γνώριμο γενάκι που διατήρησε σε όλη του τη ζωή, σημάδι πένθους. Η ευθύνη της οικογένειας εξακολουθούσε να τον απασχολεί. Κατά τη διάρκεια της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης του 1895-96 έστειλε τη μητέρα και τα αδέλφια του, καθώς και τους δύο γιους του Κυριάκο και Σοφοκλή, στη Μήλο υπό τη φροντίδα του συζύγου της αδελφής του Ελένης Ανδρέα Νοστράκη. Εκεί από επιδημία γρίπης πέθαναν το 1897 ο αδελφός του Αγαθοκλής και λίγες ώρες αργότερα η μητέρα του.
Η Ζωή της Οικογένειας
Το 1906 πέθανε και η μεγαλύτερη αδελφή του Μαριγώ, που μετά το θάνατο της μητέρας τους είχε αναλάβει τη φροντίδα της οικογένειας. Η οικογένεια τότε αντιμετώπιζε όχι μόνο την τραγικότητα του θανάτου αλλά και σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα. Για τις ανάγκες της Επανάστασης του Θερίσου ο Ελευθέριος είχε παραμελήσει τη δικηγορία και είχε υποθηκεύσει το σπίτι της Χαλέπας στην Τράπεζα έναντι 2.000 εικοσοφράγκων. Το 1906 αποφάσισε να ενοικιάσει το σπίτι της Χαλέπας προκειμένου να εξοφλήσει το δάνειο και να σώσει το σπίτι. Ενοικίασε σπίτι στη γωνία των οδών Μόσχων και Θεοφάνους στον Τοπανά και μετέφερε εκεί το σπίτι και το πολιτικό του γραφείο.
Μαζί του έμεινε η μικρότερη αδελφή του Ευανθία, που ανέλαβε τη φροντίδα του σπιτιού. Ο Κυριάκος και ο Σοφοκλής στάλθηκαν ως οικότροφοι στο Λύκειο "Κοραή" στο Ηράκλειο. Το δικηγορικό του γραφείο μεταφέρθηκε και αυτό, στην οδό Εισοδίων 52.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Οι Προκλήσεις για Ανάμειξη στα Κοινά
Με την εμφάνιση των πρώτων αντιδράσεων στο καταπιεστικό καθεστώς της περιόδου μετά το 1889, ο Βενιζέλος άρχισε να δραστηριοποιείται και πάλι πολιτικά. Από το 1887 και ιδιαίτερα από το 1890, όταν επέστρεψε από την εξορία του στην Αθήνα, ως το 1905 άσκησε τη δικηγορία, από το γραφείο του στο Καστέλι στη σημερινή οδό Κανεβάρο, απέναντι από το σπίτι του φίλου του Αθανασίου Βλούμ. Στην πολιτική έκανε την επανεμφάνισή του, μετά από έξι χρόνια απουσίας, το 1896. Η άφιξη του Καραθεοδωρή Πασά ως Γενικού Διοικητή της Κρήτης το 1895 είχε αποτελέσει πηγή γενικευμένης ικανοποίησης. Ο Βενιζέλος συνδέθηκε μαζί του και τον επισκεπτόταν συχνά.
Την περίοδο αυτή, ωστόσο, απείχε από την πολιτική ζωή. Ζούσε στο κοινωνικό περιβάλλον της Χαλέπας, του Γενικού Διοικητή και των Προξένων και της ανερχόμενης αστικής κοινωνίας των Χανίων.Ωστόσο, από τον Σεπτέμβριο του 1895 άρχισε νέος πολιτικός αναβρασμός. Η Μεταπολιτευτική Επιτροπή, με ηγέτη τον Μανούσο Κούνδουρο, ζήτησε αυτονομία από την Πύλη και εξασφάλισε κατά τη διάρκεια της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης (1895 - 1896), το «Νέον Πολίτευμα της Κρήτης». Παρά την αντίθεσή του στην Επανάσταση ο Βενιζέλος, σε μια σύντομη επανεμφάνισή του στην πολιτική σκηνή, τον Αύγουστο του 1896, παρουσιάστηκε στην Επαναστατική Συνέλευση των Κάμπων Κυδωνίας ως πληρεξούσιος της Χαλέπας.
Αλλά αποδοκιμάστηκε και κινδύνευσε από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Όπως είχε προβλέψει, ωστόσο, το νέο καθεστώς κατέρρευσε υπό το βάρος της αντεπανάστασης του Μουσουλμανικού πληθυσμού. Στις αρχές του 1897 οι συγκρούσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων είχαν επεκταθεί με τους Μουσουλμάνους να επιτίθενται στις πόλεις και τους Χριστιανούς στην ύπαιθρο. Αποκορύφωμα οι δολοφονίες Χριστιανών στο Ηράκλειο και το Ρέθυμνο (12 και 18 Ιανουαρίου) και η πυρκαγιά και οι σφαγές Χριστιανών στα Χανιά (23 Ιανουαρίου).
Η Επανάσταση του 1897
Η ώρα για την ουσιαστική και ηγετική παρουσία του στην Κρήτη ήρθε με την κρίση του 1897 και τις δραματικές της συνέπειες για την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος. Χωρίς να έχει συμμετάσχει στην προετοιμασία των επαναστατικών γεγονότων, ο Βενιζέλος φαίνεται να εγκαταλείπει τη μετριοπαθή στάση του στο ζήτημα του χειρισμού του Κρητικού ζητήματος και, όπως άλλωστε και η Ελληνική Κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο Πρόξενός της στα Χανιά Νικόλαος Γεννάδης, συντάσσεται με τους επαναστάτες.
Η ικανότητά του στην ανάληψη πρωτοβουλιών και στη λήψη αποφάσεων, η ευρύτητα των γνώσεών του και η γλωσσομάθειά του τον ανέδειξαν σύντομα όχι μόνο ηγετική φυσιογνωμία του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου, αλλά και προνομιακό συνομιλητή των Προξένων των Δυνάμεων και των Ναυάρχων. Η Επανάσταση έγινε με αίτημα την ένωση με την Ελλάδα. Το αίτημα της ένωσης κινητοποίησε τους Κρήτες επαναστάτες, τον Πρόξενο Γεννάδη και την Εθνική Εταιρεία στην Αθήνα. Αποτέλεσμα η συγκρότηση του στρατοπέδου των επαναστατών στο Ακρωτήρι και η αποστολή από την Ελλάδα εκστρατευτικού σώματος με αρχηγό τον Τιμολέοντα Βάσσο με εντολή να καταλάβει την Κρήτη στο όνομα του Βασιλιά των Ελλήνων.
Ο Βενιζέλος έλαβε μέρος στα επαναστατικά γεγονότα του Ακρωτηρίου, αλλά διακρίθηκε κυρίως στις διαπραγματεύσεις των επαναστατών με τους Ναυάρχους των Δυνάμεων.Αντίθετα από πολλούς πολιτικούς της ελεύθερης Ελλάδας, διακρινόταν για το ρεαλισμό του. Όταν διαπίστωσε, μετά την ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του Απριλίου, ότι η Κρήτη δεν μπορούσε να στηριχθεί στη συνδρομή της Ελλάδας, ότι επομένως ο στόχος της ένωσης ήταν ανέφικτος, είχε την ευελιξία να αποδεχθεί το καθεστώς αυτονομίας.
Τον Ιανουάριο του 1897 έγιναν από τους Μουσουλμάνους φόνοι Ελλήνων στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο. Ιδιαίτερα στα Χανιά, ο Μουσουλμανικός όχλος με τη βοήθεια του τακτικού στρατού, λεηλάτησε καταστήματα, προέβη σε σφαγές και έκαψε τη χριστιανική συνοικία των Χανίων. Οι αιματηρές συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων και το κάψιμο της Χριστιανικής συνοικίας των Χανίων έπεισαν τον Βενιζέλο να λάβει μέρος στην επανάσταση. Άλλωστε αυτή τη φορά και η ελληνική κυβέρνηση ήταν με το μέρος των επαναστατών, γεγονός που επέδρασε στις αποφάσεις του Βενιζέλου, ο οποίος πλέον εγκατέλειψε τη μετριοπαθή διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος και σταδιακά έγινε ο ηγέτης των επαναστατών.
Στις 24 Ιανουαρίου του 1897 κι ενώ τα Χανιά καίγονταν, εκατό περίπου επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στο Ακρωτήρι, με την απόφαση να διεκδικήσουν με κάθε μέσο την ένωση. Μεταξύ αυτών και ο Ελευθέριος Βενιζέλος που, μετά από τα πρώτα γεγονότα, ξεχωρίζει και αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων. Στη συνέχεια, στο Ακρωτήρι προστέθηκαν και άλλοι επαναστάτες, που, με την ενθάρρυνση της Ελληνικής κυβέρνησης, κήρυξαν την ένωση με την Ελλάδα. Τις επόμενες μέρες η Ελληνική κυβέρνηση έστειλε στρατό στην Κρήτη, παρά τη θέληση των Δυνάμεων, οι οποίες έθεσαν τη μεγαλόνησο υπό την προστασία τους.
Στο μεταξύ, οι επαναστάτες είχαν προωθηθεί στις θέσεις Φρούδια και Προφήτης Ηλίας, για να βρίσκονται πιο κοντά στα Χανιά. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, για να αποτρέψουν τη σύγκρουση, δημιούργησαν ουδέτερη ζώνη μεταξύ Κρητικών και Τούρκων. Η τουρκική διοίκηση όμως προκάλεσε έντεχνα συμπλοκή με τους επαναστάτες, τους οποίους παρέσυραν υποχωρώντας οι Τούρκοι στην ουδέτερη ζώνη. Οι ναύαρχοι του αγκυροβολημένου στον κόλπο των Χανίων στόλου των Δυνάμεων απαίτησαν ν’ αποσυρθούν οι επαναστάτες στις προηγούμενες θέσεις τους, πράγμα που εκείνοι αρνήθηκαν.
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1897, στις 3:30 μετά το μεσημέρι, ο Ιταλός Κανεβάρο, επικεφαλής των ναυάρχων, διέταξε το βομβαρδισμό του Επαναστατικού Στρατοπέδου. Μια οβίδα έσπασε τον ιστό της υψωμένης Ελληνικής σημαίας και τότε ο πολεμιστής Σπύρος Καγιαλεδάκης, την ξαναύψωσε κάνοντας το σώμα του ζωντανό κοντάρι. Το γεγονός του βομβαρδισμού προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση και διεθνείς αντιδράσεις. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης έγιναν διαδηλώσεις και ασκήθηκε οξύτατη κριτική για τη στάση των Δυνάμεων. Το επεισόδιο της σημαίας εμψύχωσε το μαχόμενο Κρητικό λαό και έγινε ακατάλυτο σύμβολο της Κρητικής ελευθερίας.
Ο Βενιζέλος συνέταξε έντονη διαμαρτυρία προς τους ναυάρχους, που την υπέγραψαν όλοι οι οπλαρχηγοί, όπου διακήρυττε την αποφασιστικότητα των επαναστατών να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Στο μεταξύ η επανάσταση απλώθηκε σ’ όλη την Κρήτη και οι Μεγάλες Δυνάμεις το Μάρτιο του 1897 κήρυξαν τον αποκλεισμό του νησιού. Τον Απρίλιο ξέσπασε Ελληνοτουρκικός πόλεμος, εξαιτίας του Κρητικού Ζητήματος, και η ήττα της Ελλάδας, όπως ήταν φυσικό, επηρέασε την πορεία του. Οι επαναστάτες ήταν πλέον υποχρεωμένοι να αποδεχθούν την αυτονομία που προσέφεραν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Τα γεγονότα επισπεύσθηκαν έπειτα από τις σφαγές στις οποίες προέβησαν οι Τούρκοι στο Ηράκλειο, τον Αύγουστο του 1898.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις παρενέβησαν δυναμικά και υποχρέωσαν την Τουρκία να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κρήτη, ενώ παράλληλα παραχώρησαν αυτονομία. Η εξέγερση του 1897 ανέδειξε τις ηγετικές και διπλωματικές αρετές του Βενιζέλου. Το 1898, σε ηλικία 34 ετών, είχε περιβληθεί μια αρχηγική αίγλη και ήταν απ’ τα κεντρικά πρόσωπα της κρητικής πολιτικής σκηνής.
Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Το Δεκέμβριο του 1898 αφίχθηκε στην Κρήτη και ανέλαβε τη διακυβέρνησή της ο πρίγκιπας Γεώργιος, γιος του βασιλιά Γεωργίου Α' της Ελλάδας. Ο πρίγκιπας ήλθε ως εντολοδόχος (Ύπατος Αρμοστής) των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες είχαν διατηρήσει σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στις πόλεις της Κρήτης. Το νέο αυτόνομο κράτος, το οποίο τελούσε υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου και την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, είχε αυτόνομη πολιτική στις εσωτερικές υποθέσεις του, στην ουσία όμως δεν είχε δικαίωμα ασκήσεως εξωτερικής πολιτικής. Παρόλα αυτά η άφιξη του Γεωργίου χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τον Κρητικό λαό, σαν το τελευταίο βήμα πριν από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Στο έργο της συγκρότησης του νέου κράτους σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος, τον Απρίλιο του 1899, έγινε σύμβουλος (υπουργός) Δικαιοσύνης στην πρώτη κυβέρνηση του πρίγκιπα. Η σύντομη θητεία του στο Υπουργείο ήταν παραγωγική και δημιουργική. Το νομοθετικό του έργο κάλυψε όλους τους τομείς του αστικού και του ποινικού δικαίου και σε ελάχιστο χρόνο δημιούργησε σύγχρονο και αποτελεσματικό δικαιϊκό σύστημα, το οποίο εμπέδωσε αίσθημα δικαιοσύνης και ασφάλειας μεταξύ των κατοίκων της Κρήτης. Ο Βενιζέλος επέμεινε ιδιαίτερα στη διασφάλιση των δικαιωμάτων της Μουσουλμανικής μειονότητας και εισήγαγε διατάξεις, που παρείχαν ισονομία, πολιτική ισότητα και ανεξιθρησκεία.
Στην αρχή οι σχέσεις του Ύπατου Αρμοστή και του υπουργού του υπήρξαν στενές και η συνεργασία τους καλή. Όμως η διεθνής θέση του νέου καθεστώτος, καθώς και οι μελλοντικοί του προσανατολισμοί, έφεραν τα πρώτα σύννεφα στις σχέσεις των δύο ανδρών. Ο Βενιζέλος πίστευε στη σταδιακή προσέγγιση του σκοπού του, που ήταν η ένωση. Για να φτάσουμε όμως ως εκεί, έπρεπε η Κρήτη να κερδίσει πλήρη αυτονομία. Να απαλλαγεί δηλαδή από τη διεθνή προστασία των Δυνάμεων, να αποχωρήσουν τα ξένα στρατεύματα και να δημιουργηθεί Κρητικός στρατός.
Στον αντίποδα, ο πρίγκιπας είχε την αφέλεια να πιστεύει, ότι οι προσωπικές του σχέσεις και οι συμπάθειες που διατηρούσε στις βασιλικές αυλές της Ευρώπης θα αρκούσαν για να υπερπηδηθούν τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη. Το οξύ πολιτικό αισθητήριο του Βενιζέλου τού επέτρεψε να αντιληφθεί εγκαίρως ότι η εξωτερική πολιτική του πρίγκιπα δεν είχε σοβαρά ερείσματα, κυρίως λόγω της αδυναμίας του Ελληνικού κράτους να στηρίξει στρατιωτικά και διπλωματικά την πολιτική αυτή. Οι διαφορετικές θέσεις μεταξύ των δύο ανδρών στο χειρισμό του Κρητικού Ζητήματος, καθώς και η πολιτική φιλοσοφία του Βενιζέλου που ήταν βασισμένη σε φιλελεύθερες αρχές, διεύρυναν περισσότερο το χάσμα μεταξύ των.
Ο Βενιζέλος από μικρός είχε ζήσει σε ένα περιβάλλον που διασταυρωνόταν οι ιδέες του Ελληνικού αλυτρωτισμού με τις ιδέες του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Η Χαλέπα, την εποχή εκείνη, ήταν το κέντρο της πολιτικής ζωής της Κρήτης, έδρα των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων, τόπος συνάντησης σημαντικών ανδρών, με διάχυτη αντιστασιακή, πολιτική και πνευματική ατμόσφαιρα και με έντονες τις επιρροές από τα σύγχρονα Ευρωπαϊκά ιδεολογικά ρεύματα. Η ατμόσφαιρα αυτή άσκησε σημαντική επίδραση στην ψυχοσύνθεση και σφράγισε την προσωπικότητα του νέου πολιτικού, ο οποίος ήδη την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας είχε σαφείς ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς και ήταν ο κυριότερος εκφραστής του φιλελεύθερου πνεύματος στην Κρήτη.
Ήταν φυσικό επομένως να έλθει σε σύγκρουση με τον πρίγκιπα, που ήταν δεδηλωμένος οπαδός της απόλυτης μοναρχίας και θιασώτης απολυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησης. Οι διαφορές αυτές μεταξύ των δύο ανδρών, προκάλεσαν, το 1901, την αποπομπή του Βενιζέλου από την κυβέρνηση. Έκτοτε ο κρητικός πολιτικός άσκησε οξύτατη αντιπολίτευση κατά του πριγκιπικού καθεστώτος, πάντα όμως στα πλαίσια της νομιμότητας. Ο πρίγκιπας και το περιβάλλον του αντέδρασαν απέναντι στον κρητικό πολιτικό και του προσήψαν τη χειρότερη κατηγορία: Ήταν ένας ανθενωτικός προδότης. Πίστευαν ότι έτσι θα τον εξόντωναν ηθικά και πολιτικά.
Ο Βενιζέλος έπρεπε να αμυνθεί απέναντι σ’ αυτή τη ρυπαρή συκοφαντική εκστρατεία. Όμως ο δεσποτισμός του καθεστώτος δεν άφηνε πολλά περιθώρια, λογοκρισία του Τύπου, διώξεις των οπαδών του Βενιζέλου, φυλάκιση του ίδιου, παρακολούθηση της αλληλογραφίας και των τηλεγραφικών επικοινωνιών ήταν μερικές από τις ενέργειες που απέβλεπαν στην κατάπνιξη της Βενιζελικής αντιπολίτευσης. Η συμπεριφορά αυτή του παλατιού της Χαλέπας αύξησε την οξύτητα και έκανε αγεφύρωτη τη διαίρεση μεταξύ Πριγκιπικών και Βενιζελικών.
Ηγετική Φυσιογνωμία στην Κρητική Πολιτεία
Τα πρώτα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας ο Βενιζέλος βρισκόταν στο απόγειο της δημιουργικότητας αλλά και της δημοτικότητάς του. Ήταν στενός συνεργάτης του σεβάσμιου πολιτικού Ιωάννη Σφακιανάκη, είχε την εύνοια των Προξένων των Δυνάμεων, της αστικής κοινωνίας των Χανίων αλλά και των συναδέλφων του που αναγνώριζαν τις σπάνιες πνευματικές του ικανότητες και τη νομική του κατάρτιση. Ο ρόλος του Βενιζέλου στη σύσταση της νέας αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας ήταν καθοριστικός και απέδειξε τις ηγετικές αλλά και τις καθαρά πολιτικές του ικανότητες. Αν και προσωρινό, το νέο πολίτευμα έπρεπε να διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός πλήρως λειτουργικού πολιτειακού συστήματος:
Συνταγματικό χάρτη, εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία και διοίκηση. Οι σωζόμενες σημειώσεις του τεκμηριώνουν την άποψη ότι ο ρόλος του στη νέα φάση του Κρητικού ζητήματος ήταν καθοριστικός. Ως μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις με τους Ναυάρχους για τη διαμόρφωση του νέου καθεστώτος. Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής μέχρι την άφιξη του Ηγεμόνα, αλλά και του Ηγεμονικού Συμβουλίου που συγκροτήθηκε μετά την άφιξή του, μέλος της επιτροπής που συγκροτήθηκε για τη σύνταξη του Συντάγματος, έθεσε την κρίση, τις γνώσεις και την εργατικότητά του στις υπηρεσίες του νέου Κράτους.
Στις πρώτες εκλογές της 24 Ιανουαρίου 1899 εξελέγη Πληρεξούσιος Χανίων, και στη συνέχεια, στις 17 Απριλίου, διορίστηκε Ηγεμονικός Σύμβουλος επί της Δικαιοσύνης στην πρώτη «Κυβέρνηση» της Κρητικής Πολιτείας. Στη Συνέλευση πρωταγωνίστησε στις συζητήσεις για την ψήφιση του Συντάγματος. Επέμεινε στη φιλελεύθερη αντιμετώπιση απέναντι στους Μουσουλμάνους και στη θέσπιση εγγυήσεων θρησκευτικής ελευθερίας και πολιτικής ισότητας και ατομικής ελευθερίας. Ωστόσο στο ζήτημα της σχέσης μεταξύ των εξουσιών, κατηγορήθηκε αργότερα, ως πρωτεργάτης της διαμόρφωσής του, ότι πολλές από τις διατάξεις του ήσαν υπερβολικά συντηρητικές, κατηγορία που αποδέχθηκε και ο ίδιος.
Ο Σύμβουλος επί της Δικαιοσύνης
Στη θέση του Συμβούλου επί της Δικαιοσύνης ο Βενιζέλος παρέμεινε δύο χρόνια, από τον Απρίλιο του 1899 ως τον Μάρτιο του 1901.
Επιδόθηκε με υπεράνθρωπη εργατικότητα στο τιτάνιο έργο της αναδιοργάνωσης των δικαστηρίων, της εισαγωγής σύγχρονου δικαστικού συστήματος, της οργάνωσης της πολιτοφυλακής και της χωροφυλακής. Κλεισμένος για μέρες στο γραφείο του, συντροφιά με τα βιβλία του, έθεσε όλες του τις δυνάμεις στην υπηρεσία της συγκρότησης ενός σύγχρονου συστήματος δικαιοσύνης και ασφάλειας. Η τροποποίηση της πολιτικής και της ποινικής δικονομίας, καθώς και του αστικού, του ποινικού και του εμπορικού κώδικα και η οργάνωση των δικαστηρίων ήσαν τα θεαματικά αποτελέσματα της διετούς θητείας του, που μεταμόρφωσε ριζικά την απονομή της δικαιοσύνης στην Κρήτη.
Το έργο του ως Συμβούλου επί της Δικαιοσύνης διακόπηκε απότομα με την αποπομπή του από το αξίωμα αυτό με ηγεμονικό διάταγμα στις 18 Μαρτίου 1901. Η διαφωνία υπέβοσκε από καιρό και οφειλόταν στην άρνηση του Γεωργίου να αναγνωρίσει στους Συμβούλους του δικαιώματα ουσιαστικής συμμετοχής στη διαχείριση των κρητικών υποθέσεων. Ειδικότερα, στο εθνικό ζήτημα ο Βενιζέλος διαφωνούσε με τον Γεώργιο, που θεωρούσε ότι το ζήτημα της ένωσης ανήκε στην αποκλειστική του αρμοδιότητα και προέβαινε σε άστοχες και άκαιρες διεθνείς κινήσεις.
Ο ρεαλιστής Βενιζέλος θεωρούσε ότι η ένωση θα ερχόταν ως επακόλουθο της εσωτερικής οργάνωσης της Κρήτης με τη συγκρότηση στρατιωτικής δύναμης και την εξασφάλιση της αποχώρησης των διεθνών στρατευμάτων από το νησί. Υπέβαλε δύο φορές την παραίτησή του επικαλούμενος την πρώτη φορά λόγους υγείας, τη δεύτερη διαφωνία με το Συμβούλιο και τον Ηγεμόνα. Παράλληλα δημοσιοποίησε τις απόψεις του για το κρητικό ζήτημα στον τύπο της Αθήνας. Η δημοσίευση αυτή αποτέλεσε και το πρόσχημα για την απόλυσή του "επειδή όλως αναρμοδίως υπεστήριξε και δημοσίως εξέθηκε γνώμας επί σπουδαιοτάτου ζητήματος του τόπου αντιθέτους προς το φρόνημα και την εντολήν Ημών".
Στο Περιθώριο της Πολιτικής
Την απόλυση του Βενιζέλου ακολούθησε ενορχηστρωμένη επίθεση όχι μόνο του ηγεμονικού περιβάλλοντος, και κυρίως του ιδιαίτερου γραμματέα, διπλωμάτη Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλου αλλά και των ανακτόρων, της πολιτικής ηγεσίας και της πλειονότητας του αθηναϊκού τύπου. Οι εκλογές του Απριλίου 1901 από τις οποίες απείχε ο Βενιζέλος κατέληξαν σε θρίαμβο της φιλοπριγκιπικής παράταξης. Ήταν φανερό ότι ο Πρίγκιπας Γεώργιος, ξεπερνώντας το θεσμικό του ρόλο, είχε αποδυθεί σε έναν αγώνα πολιτικής εξόντωσης του μόνου πολιτικού του αντιπάλου στην Κρήτη και είχε επιτύχει την απομόνωσή του. Για μικρό διάστημα ο Βενιζέλος φάνηκε να εξαφανίζεται από την ενεργό πολιτική.
Αλλά τον Δεκέμβριο του 1901 με μία σειρά πέντε άρθρων στον «Κήρυκα» με γενικό τίτλο "Γενηθήτω φως" εμφανίστηκε απαντώντας στην επίθεση που δεχόταν και υπερασπιζόμενος την πολιτική του. Σε τρεις περιπτώσεις ο Αρμοστής αντέδρασε κλείνοντας την εφημερίδα και επιβάλλοντας χρηματικό πρόστιμο στο Βενιζέλο. Μετά από μήνυση του φιλοπριγκιπικού Μητροπολίτη Κρήτης μάλιστα του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης μιας βδομάδας την οποία εξέτισε στη φυλακή του Ιτζεδίν. Κατά τη διάρκεια του 1902 ο Βενιζέλος πήγε στην Αθήνα και συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη σε μια προσπάθεια να αποτρέψει το αδιέξοδο.
Η περίοδος της αποχής από την ενεργό πολιτική στην Κρήτη δεν σήμαινε βέβαια ούτε την ολοκληρωτική αποχή από την πολιτική, ούτε φυσικά την πλήρη απομόνωσή του. Την περίοδο μετά το 1897 κύκλοι της Αθήνας αναζητούσαν πολιτικές προσωπικότητες που να μη συνδέονται με τα παλαιά και φθαρμένα κόμματα. Η επίσκεψή του στην Αθήνα συνέπεσε με τις κομματικές ζυμώσεις εν όψει των εκλογών της 17/30 Νοεμβρίου του 1902. Ο Υπουργός Οικονομικών της Κυβέρνησης Ζαΐμη Φωκίων Νέγρης, πιθανότατα σε συνεννόηση με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, τον κάλεσε να μετάσχει στο εκλογικό ψηφοδέλτιο που ετοίμαζε.
Ο Βενιζέλος ωστόσο απέρριψε την πρόσκληση. Η πρόσκληση, όσο δελεαστική και αν ήταν, ήταν άκαιρη και χωρίς προοπτικές. Πρόσκληση να συμμετάσχει σε μία αναμέτρηση ως απλός υποψήφιος ενός μικρού κόμματος δεν ανταποκρινόταν στις αρχηγικές φιλοδοξίες του Βενιζέλου. Η ώρα να μεταπηδήσει στην πολιτική σκηνή της Αθήνας δεν είχε έρθει. Χωρίς να αφίσταται από τον τελικό στόχο της Ένωσης, για πολλά χρόνια ακόμα συνέχισε να δικηγορεί στα Χανιά, να δημοσιογραφεί στην εφημερίδα του «Κήρυξ» και να μάχεται για την πλήρη εφαρμογή του καθεστώτος της αυτονομίας.
Επιστροφή στην Ενεργό Πολιτική (1905 - 1910)
Ακολούθησε το επαναστατικό κίνημα στο Θέρισο το 1905 και η αντικατάσταση του Πρίγκιπα Γεωργίου στη θέση του Ύπατου Αρμοστή από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη το 1906. Το 1905, μετά από όσα είχαν προηγηθεί, είχε ωριμάσει πλέον μεταξύ των παραγόντων της αντιπολίτευσης η αναγκαιότητα της επαναστατικής ρήξης. Πριν να φτάσει ως εκεί, ο Βενιζέλος έκανε μία ύστατη προσπάθεια για συνδιαλλαγή με το παλάτι. Ο πρίγκιπας όμως έκλεισε τις πόρτες ερμητικά και απέκλεισε κάθε συνεννόηση. Δεν έμενε πλέον άλλη διέξοδος από την επαναστατική κινητοποίηση.
Πράγματι, στις 10/23 Μαρτίου 1905, ο πρίγκιπας και οι Δυνάμεις θα πληροφορηθούν ότι ο Βενιζέλος ήταν για μία ακόμα φορά αρχηγός μίας ένοπλης επανάστασης, στο Θέρισο, στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, με στενούς συνεργάτες του τους Κωνσταντίνο Μάνο και Κωνσταντίνο Φούμη. Οι επαναστάτες κήρυξαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και αγνόησαν την απειλητική απαίτηση του πρίγκιπα να διαλυθούν. Ο Βενιζέλος φρόντισε ν’ αποφύγει την αντιπαράθεση με τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες άλλωστε ήταν αντίθετες σε κάθε ιδέα ανακίνησης του Κρητικού Ζητήματος. Ο Ύπατος Αρμοστής όμως, στην προσπάθειά του να καταπνίξει την επανάσταση, ζήτησε τη συνδρομή των ξένων στρατευμάτων.
Η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία αρνήθηκαν την ανοικτή επέμβαση. Αντίθετα τα ρωσικά στρατεύματα ενεπλάκησαν σε μάχες με τους επαναστάτες. Μετά από οκτώ μήνες η επανάσταση τερματίστηκε με έναν έντιμο συμβιβασμό. Η Ένωση δεν επιτεύχθηκε, όμως ο δεσποτισμός είχε ηττηθεί και ο δρόμος για μία δημοκρατική διακυβέρνηση στην Κρήτη είχε ανοίξει. Ο Βενιζέλος είχε νικήσει τον αντίπαλό του και ο πρίγκιπας απομονωμένος από τη διεθνή υποστήριξη, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Ύπατη Αρμοστεία και το νησί τον Σεπτέμβριο του 1906. Στο εξής ο Ύπατος Αρμοστής θα διοριζόταν από το βασιλιά της Ελλάδας, με τη σύμφωνη γνώμη των Δυνάμεων, οι οποίες στο τέλος της επανάστασης διαπίστωσαν την αδυναμία τους να επιβάλλουν την πολιτική τους.
Στα πλαίσια αυτά ο πρώην Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης διορίσθηκε Ύπατος Αρμοστής και μία συνταγματική επιτροπή, με επικεφαλής τον Βενιζέλο, κατάρτισε ένα νέο πιο δημοκρατικό Σύνταγμα. Έτσι άρχιζε μία καινούργια περίοδος για την Κρήτη και για τον Βενιζέλο, ο οποίος ήταν πλέον στο επίκεντρο του πανελλήνιου και διεθνούς ενδιαφέροντος. Τα επόμενα χρόνια ο Βενιζέλος επέδειξε σπάνιες ικανότητες στην οικοδόμηση μιας φιλελεύθερης και ευνομούμενης Κρητικής Πολιτείας. Αναδιοργάνωσε το δικαστικό σύστημα, την αστυνομία και δημιούργησε μία αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη, την πολιτοφυλακή, με Κρητικούς υπό τη διοίκηση Ελλήνων αξιωματικών.
Η πολιτική σταθερότητα και η ευνομία, που επικράτησαν έκτοτε, επέτρεψαν στις Δυνάμεις να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από το νησί. Οι εξελίξεις αυτές ήταν μία δικαίωση της πολιτικής διορατικότητας του Βενιζέλου. Στο μεταξύ οι εξελίξεις στο ανατολικό ζήτημα ήταν ραγδαίες. Στην Τουρκία, τον Ιούνιο του 1908, εκδηλώθηκε το επαναστατικό Κίνημα των Νεοτούρκων, το οποίο προς στιγμήν δημιούργησε την ψευδή εντύπωση ότι η απολυταρχία θα έδινε τη θέση της στη συνταγματική μοναρχία και ότι στο εξής Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί θα ζούσαν υπό καθεστώς ελευθερίας και ισότητας. Σύντομα οι ελπίδες διαψεύσθηκαν. Το νέο καθεστώς ακολούθησε τις παλιές μεθόδους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μπολιασμένες με έντονο εθνικισμό.
Όμως η εσωτερική αστάθεια, που προκάλεσε το Κίνημα των Νεοτούρκων, έδωσε την ευκαιρία στην Αυστροουγγαρία να προσαρτήσει τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και στη Βουλγαρία να ανακηρυχθεί σε ανεξάρτητο κράτος. Το Σεπτέμβριο του 1908, χιλιάδες Κρητικοί κατέκλυσαν το Πεδίον του Άρεως στα Χανιά και απαίτησαν την ένωση με την Ελλάδα. Σχηματίστηκε κυβέρνηση, η οποία ανακοίνωσε ότι θα κυβερνούσε στο όνομα του βασιλιά της Ελλάδας. Το Ελληνικό όμως κράτος ήταν ανίσχυρο ακόμα και η Ελληνική κυβέρνηση, με το φόβο ενός νέου Ελληνοτουρκικού πολέμου, δεν τόλμησε να αναγνωρίσει το νέο καθεστώς. Εξ’ άλλου οι Δυνάμεις ήταν αντίθετες προς νέα αναταραχή στον ευαίσθητο χώρο της Εγγύς Ανατολής.
Το επόμενο διάστημα ο Βενιζέλος, ως Υπουργός Εξωτερικών και ως Πρωθυπουργός, πολιτεύθηκε με ευελιξία και αντιτάχθηκε με τόλμη σε εξτρεμιστικά στοιχεία της Κρήτης που επεδίωκαν βίαιες λύσεις στο Κρητικό Ζήτημα. Για δύο χρόνια ο Βενιζέλος συνεργάστηκε απρόσκοπτα με τον Έλληνα πολιτικό, Αλέξανδρο Ζαΐμη, για τη βελτίωση της εσωτερικής κατάστασης στο νησί και για την προώθηση του εθνικού ζητήματος. Τα γεγονότα του Θερίσου είχαν κάνει το Βενιζέλο ακόμα πιο γνωστό στην Αθήνα. Στο εξής οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελληνική πολιτική σκηνή δεν μπορούσαν να αγνοούν την προσωπικότητα του Βενιζέλου.
Διέθετε ένα σπάνιο συνδυασμό προσόντων: εργατικότητα, εξαιρετικές ικανότητες ανάλυσης της κατάστασης και σύλληψης του προβλήματος, ευρύτητα οριζόντων και άριστη γνώση της τοπικής, εθνικής και διεθνούς πολιτικής πραγματικότητας. Κυρίως όμως ήταν προικισμένος με την ικανότητα να θέτει με ρεαλισμό τη φιλελεύθερη ιδεολογία του στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου. Παρά την ένταση της κομματικής αντιπαράθεσης, κύριοι άξονες της πολιτικής του δράσης στην Κρήτη, πέρα από το γενικότερο πλαίσιο της λύσης του εθνικού ζητήματος, παρέμειναν σε όλη τη διάρκεια της Κρητικής Πολιτείας:
Για το λόγο αυτό, όσο και αν η αντιπαράθεσή του με τον Πρίγκιπα Γεώργιο και το περιβάλλον του, καθώς και η σκληρή αρθρογραφία του κατά της μοναρχίας είχαν δημιουργήσει στην Αθήνα αρνητικό κλίμα για τον «επαναστάτη» Κρήτα πολιτικό, οι αρετές του αυτές, σε συνδυασμό με την άριστη συνεργασία του με τον Ζαΐμη, τη μετριοπάθεια και σύνεση με την οποία χειρίστηκε όλες τις μετέπειτα κρίσεις του Κρητικού ζητήματος, την προθυμία του να συνεργάζεται με τον Αρμοστή και με τον γραμματέα της Αρμοστείας Αλέξανδρο Ραγκαβή, συντέλεσαν καθοριστικά στο να αναδειχθεί το 1910 ως ο μοναδικός πολιτικός που θα μπορούσε να σώσει την Ελλάδα από το πολιτικό, κοινωνικό και θεσμικό αδιέξοδο.
Ο Βενιζέλος στην Αθήνα (Δεκέμβριος 1909)
Η ταπείνωση της Ελλάδας μετά την ήττα του 1897, ο διεθνής διασυρμός εξαιτίας του Κρητικού Ζητήματος, οι χρόνιες αδυναμίες του πολιτικού συστήματος και η φθορά των θεσμών έφεραν το στρατό στο προσκήνιο. Τον Αύγουστο του 1909 εκδηλώθηκε στην Αθήνα στρατιωτικό κίνημα, το οποίο είχε ως αίτημα την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος και του στρατού. Σύντομα όμως διαπιστώθηκε ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν είχε πρόγραμμα και σχέδιο για την έξοδο της χώρας από το πολιτικό αδιέξοδο.
Η βασιλική οικογένεια είχε χάσει το κύρος της και τα παλαιά κόμματα ήταν ανυπόληπτα, το κοινοβούλιο δεν μπορούσε να λειτουργήσει και οι στρατιωτικοί βυθίζονταν στο τέλμα της αδυναμίας τους να κυβερνήσουν. Μέσα σ’ αυτό το χάος, η ηγεσία των κινηματιών κατέφυγε στον Βενιζέλο, στην Κρήτη, και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Κρητικός πολιτικός έφτασε στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1909. Με μετριοπάθεια και ευελιξία απέναντι στα Ανάκτορα και τον παλαιό πολιτικό κόσμο, έδωσε πολιτικές λύσεις και άμβλυνε τις διαφορές που είχε δημιουργήσει η επέμβαση του στρατού.
Οι πληροφορίες για την προσωπική ζωή του Βενιζέλου είναι ελάχιστες. Υπάρχουν ενδείξεις, ωστόσο, ότι η μεταπήδηση του Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή της Αθήνας αποτέλεσε ένα σταθμό που άλλαξε και την προσωπική και την πολιτική ζωή του Κρητικού ηγέτη. Η πολιτική προσαρμογή ήταν δύσκολη. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ο Βενιζέλος αποφάσισε να διευρύνει τον πολιτικό του ορίζοντα, με την εμφάνισή του στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Οπωσδήποτε, φιλοδοξούσε ο ρόλος αυτός να είναι ηγετικός. Διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις με πολλούς εκδότες και δημοσιογράφους εφημερίδων της Αθήνας και μέσα στην ατμόσφαιρα απαξίωσης των παλαιών κομμάτων που κυριαρχούσε στην Ελληνική πρωτεύουσα.
Το όνομά του εμφανιζόταν συχνά ως μία πολλά υποσχόμενη εναλλακτική λύση. Εφημερίδες όπως η "Ακρόπολις" του Βλάση Γαβριηλίδη, "αι Αθήναι" του Γεωργίου Πωπ, ο "Χρόνος" του Κωστή Χαιρόπουλου και η "Εστία" του Αδώνιδος Κύρου, όλες έγκυρες εφημερίδες της εποχής, τον υποστήριξαν στην αρχή. Ο Γεώργιος Πωπ ήταν μάλιστα αυτός που έδωσε το όνομα στο κόμμα που ίδρυσε ο Βενιζέλος στην Ελλάδα (Κόμμα Φιλελευθέρων), όταν έλαβε μέρος επίκεφαλής συγκροτημένης παράταξης στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου του 1910. Όταν ανέλαβε την ευθύνη να προτείνει λύση στο πολιτικό αδιέξοδο τον Δεκέμβριο του 1909, έπρεπε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτικών ηγετών και του δύσπιστου θρόνου.
Το κατόρθωσε χάρη σε ένα συνδυασμό ρεαλισμού και σπάνιας διαπραγματευτικής ικανότητας. Όταν έφτασε στην Αθήνα στις 27 Δεκεμβρίου 1909, καλεσμένος από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο για να μελετήσει την πολιτική κατάσταση και να προτείνει λύση στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί από την αδυναμία των στρατιωτικών να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του κυβερνητικού έργου, αντιμετώπισε γενικευμένη εχθρότητα και καχυποψία:
Όταν έφυγε για τα Χανιά είκοσι μέρες αργότερα, ήταν ο κυρίαρχος της Ελληνικής πολιτικής ζωής. Είχε επιβάλει σε όλους, Στρατιωτικό Σύνδεσμο, πολιτικούς αρχηγούς και Θρόνο, μια συμφωνημένη λύση που:
Ο Βενιζέλος Νικητής των Εκλογών της 8 Αυγούστου 1910
Τον Αύγουστο του 1910, εγκατέλειψε την πρωθυπουργία της Κρήτης και εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής Αττικοβοιωτίας. Στις 6 Οκτωβρίου ορκίσθηκε πρωθυπουργός της Ελλάδας. Στις νέες εκλογές της Β' Αναθεωρητικής Βουλής, που διεξήχθησαν στις 28 Νοεμβρίου, το κόμμα των Φιλελευθέρων, το οποίο εν τω μεταξύ ίδρυσε, θα θριαμβεύσει. Ο Βενιζέλος ήταν τότε 46 χρονών. Είχε αποδείξει κιόλας τις ικανότητές του, πολλές φορές. Είχε ψηθεί στο καμίνι της Κρήτης και είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τα δραματικά γεγονότα της νήσου. Όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, βρέθηκε μπροστά σε μια χαοτική κατάσταση.
Η χώρα ήταν συντετριμμένη από το βάρος της ήττας του 1897, διεθνώς απομονωμένη, με ανύπαρκτο κρατικό μηχανισμό, αναξιοποίητες τις παραγωγικές πηγές, υποθηκευμένη στο διεθνές κεφάλαιο και με ένα λαό χωρίς ελπίδα και όραμα. Αντιμέτωπος με την καχυποψία των Ανακτόρων και την αδιαλλαξία των αξιωματικών του Στρατιωτικού Συνδέσμου, κατάφερε να επιβληθεί εσωτερικά και να νομιμοποιηθεί με το λαϊκό χρίσμα. Η εξομάλυνση της εσωτερικής κατάστασης και ο ανώδυνος τερματισμός της επέμβασης του στρατού στην πολιτική, αποτέλεσαν το πρώτο σημαντικό έργο του.
Συνεχίσθηκε με ταχείς ρυθμούς η αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και για το σκοπό αυτό μετακλήθηκαν στρατιωτικές και ναυτικές εκπαιδευτικές αποστολές από τη Γαλλία και τη Βρετανία, γεγονός που προκάλεσε την αντίθεση του διαδόχου Κωνσταντίνου και στρατιωτικών κύκλων, που επιθυμούσαν μετάκληση Γερμανών εκπαιδευτών. Παράλληλα με την εκπαίδευση εντάθηκαν τα εξοπλιστικά προγράμματα και έγιναν νέες παραγγελίες πολεμικού υλικού. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η ενότητα του στρατού και η αξιοποίηση του στελεχικού δυναμικού του, αποτελούσαν πρωταρχικό όρο για την επικείμενη πολεμική προσπάθεια του έθνους.
Γι’ αυτό ανακάλεσε στην υπηρεσία, από τη διαθεσιμότητα που τον είχε θέσει ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, τον διάδοχο Κωνσταντίνο και του ανάθεσε την αρχιστρατηγία, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των αξιωματικών, αλλά και των πολιτικών του αντιπάλων. Η ώρα για τη μεγάλη εξόρμηση πλησίαζε και απ’ αυτήν δεν εξαίρεσε κανένα. Από τον Κωνσταντίνο, μέχρι τους δύο δικούς του γιους, που κατά τη διάρκεια των πολέμων 1912 - 1913 θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Στον αντικειμενικό του στόχο της συναδέλφωσης και της ομοψυχίας ενέταξε τις λαϊκές δυνάμεις, προς τις οποίες έδωσε ελπίδες και οράματα.
Η περίοδος, που άρχισε το 1910, υπήρξε περίοδος ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες καθιέρωσαν στην Ελλάδα το κράτος δικαίου και ανακούφισαν τις λαϊκές τάξεις. Σύγχρονο και προοδευτικό Σύνταγμα, που κατοχύρωνε την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και εισήγαγε διατάξεις για αναγκαστική απαλλοτρίωση των μεγάλων τσιφλικιών. Φιλεργατική πολιτική, που καθιέρωνε το οκτάωρο, την αργία της Κυριακής, την προστασία της γυναίκας και την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, η οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, υποχρεωτική στοιχειώδης εκπαίδευση, υπήρξαν ορισμένες από τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις της περιόδου αυτής.
Ο Βενιζέλος ήταν φιλόδοξο άτομο. Είναι βέβαιο ότι κάποια αδιευκρίνιστη στιγμή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα να επεκτείνει τον ορίζοντα της πολιτικής του σταδιοδρομίας στην Ελληνική πολιτική σκηνή. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε στις αρχές του 1910, όταν διαπίστωσε το πολιτικό κενό που υπήρχε στην Ελληνική πολιτική σκηνή και την επιρροή που απέκτησε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1909 και τον Ιανουάριο του 1910. Στην Ελλάδα οι εκλογές για Διπλή Αναθεωρητική Βουλή προκηρύχθηκαν για τις 8 Αυγούστου. Ο Βενιζέλος, Πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κρήτης από το Μάρτιο, δίσταζε να θέσει υποψηφιότητα. Αλλά το προεκλογικό κλίμα ευνοούσε τις ιδέες του.
Παράλληλα με τα παλαιά κόμματα εμφανίστηκε μεγάλος αριθμός ανεξάρτητων υποψηφίων που στοιχίζονταν γύρω από το σύνθημα «Ανόρθωσις» και που θεωρούσαν τον Βενιζέλο ως το φυσικό τους ηγέτη. Ο Βενιζέλος, μετά από την αναβολή των συνεδριάσεων της Κρητικής Βουλής για τέσσερις μήνες, στις 26 Ιουνίου, έφυγε από την Κρήτη. Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Βενιζέλος παρέμεινε αμφιταλαντευόμενος. Φοβόταν ότι θα εξασφάλιζε τις ψήφους της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά όχι των χωρικών της Αίγινας, της Μεγαρίδας και των Μεσογείων. Αλλά μετά τη διαβεβαίωση του Δημάρχου Αθηναίων Σπυρίδωνα Μερκούρη, ότι εκείνος θα του εξασφάλιζε την υποστήριξη των αγροτικών περιοχών της Αττικής, οι φόβοι του κάμφθηκαν.
Και ενώ εκείνος έφυγε για σύντομο ταξίδι στην Ευρώπη για λόγους υγείας, την υποψηφιότητά του έθεσαν λίγες μέρες πριν από τις εκλογές οι «φίλοι» του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν τότε ο Εμμανουήλ Μπενάκης, ο Γεώργιος Πωπ και ο Σπυρίδων Μερκούρης. Το πολιτικό του πρόγραμμα διοχετεύτηκε στην εφημερίδα του Πωπ Αθήναι. Μετά τη θριαμβευτική του εκλογή ως πρώτου σε ψήφους βουλευτή Αττικοβοιωτίας και αφού παραιτήθηκε από την ηγεσία της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κρήτης, ο Βενιζέλος εμφανίστηκε στην Αθηναϊκή πολιτική σκηνή και συγκεκριμένα στη Βουλή, με στόχο να κυριαρχήσει, στις 3 Σεπτεμβρίου 1910.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος Πρωθυπουργός της Ελλάδας
Από τα Χανιά έφυγε ο Βενιζέλος το απόγευμα της Κυριακής 22 Αυγούστου 1910. Η προοπτική της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον Βενιζέλο είχε γεμίσει προσδοκίες όχι μόνο τους πολιτικούς του φίλους και ψηφοφόρους στην Ελλάδα αλλά και τον υπόδουλο Ελληνισμό, που τη θεωρούσαν ως σημάδι ότι η ώρα της απελευθέρωσης από τους Τούρκους δεν ήταν μακριά. Ανέβηκε στην Αθήνα αφήνοντας στα Χανιά τον επιστήθιο φίλο του Κλέαρχο Μαρκαντωνάκη να χειριστεί τις λεπτομέρειες της μακροχρόνιας, όπως προβλεπόταν, μετεγκατάστασής του. Αρχικά κατέλυσε στο «Μέγα Ξενοδοχείον» της Πλατείας Συντάγματος από την εξώστη του οποίου εκφώνησε το μνημειώδη λόγο του της 5ης Σεπτεμβρίου.
Για μικρά διαστήματα φιλοξενήθηκε σε σπίτια φίλων του: στο σπίτι του Νικολάου Σαλίβερου στη γωνία των οδών Κυδαθηναίων και Θέσπιδος, στη γωνία των οδών Νίκης και Απόλλωνος και, από το 1911 ως το 1914, σε ένα σπίτι στην οδό Ζαλοκώστα πίσω από το Υπουργείο Στρατιωτικών, όπου και περνούσε πολλές ώρες. Το καλοκαίρι του 1914 ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος του παραχώρησε το σπίτι στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Λυκαβηττού στο οποίο έμεινε μέχρι την αναχώρηση από την Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1920.
Αντιμέτωπος με το Κρητικό Ζήτημα
Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεταπήδησε από την Κρητική στην Ελληνική πολιτική σκηνή, η Κρήτη είχε αποκτήσει την ελευθερία της και η ένωση με την Ελλάδα ήταν θέμα χρόνου και ευνοϊκότερων διεθνών συγκυριών. Εν τούτοις το Κρητικό Ζήτημα αποτελούσε το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, σε σημείο τέτοιο ώστε να απειλείται νέος Ελληνοτουρκικός πόλεμος, με αφορμή την επιμονή των Κρητών βουλευτών να εισέλθουν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Οι περιστάσεις όμως δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές, δεδομένου ότι η χώρα και στρατιωτικά ανέτοιμη ήταν «…και εγώ δεν θα ήθελον να έλθω εις σύγκρουσιν με την Τουρκία άνευ συμμάχων…», όπως τόνιζε ο ίδιος ο Βενιζέλος λίγα χρόνια αργότερα στη Βουλή.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός αντιστάθηκε σθεναρά στην καταδημαγώγηση του Κρητικού Ζητήματος και το απέσπασε κυριολεκτικώς από το πεζοδρόμιο και για πρώτη φορά το ενέταξε στο γενικότερο στρατηγικό σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, μαζί με τις υπόλοιπες αλύτρωτες περιοχές του Ελληνισμού. Παρά τις κατηγορίες του Τύπου για προδοσία, τις παραιτήσεις Υπουργών του, τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, απαγόρευσε την είσοδο των Κρητών βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, διέταξε τη σύλληψή τους από το στρατό και αισθάνθηκε, όπως ομολόγησε, «μεγάλο ψυχικόν άλγος» για τα αιματηρά γεγονότα που επακολούθησαν στην οδό Σταδίου, το Μάιο του 1912.
Ο Βενιζέλος, είχε πάντοτε μία εσωτερική πυξίδα με την οποία κατεύθυνε την πολιτική του και ουδέποτε υπέταξε στη δίνη των γεγονότων ή στις απαιτήσεις της κοινής γνώμης τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας. Μισούσε τη δημαγωγία και είχε το θάρρος να πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα. Και με το πνεύμα μιας ψύχραιμης θεώρησης του συνόλου της εξωτερικής πολιτικής, απεύθυνε, το 1911, αυστηρή προειδοποίηση προς τον Κρητικό λαό τονίζοντας «… ότι είναι αδύνατον να αναγνωρισθεί το δικαίωμα εις αυτούς, αποτελούντας το 1/8 ή το 1/9 του πληθυσμού της Ελλάδος, όπως υπαγορεύσωσι και επιβάλωσιν αυτοί εκβιαστικώς την πολιτικήν αυτών εις το ελεύθερον Βασίλειον…».
Αυτά έλεγε τότε προς τους συμπατριώτες του και τους συναγωνιστές του των πρόσφατων Κρητικών επαναστάσεων ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Έπρεπε να κατανοήσουν όλοι, ότι η χώρα δεν ήταν δυνατόν, όπως το 1897, να συρθεί και πάλι από εξτρεμιστικά στοιχεία σε έναν πόλεμο παρά τη θέληση της υπεύθυνης κυβέρνησης.
Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ
Έξοδος από την Απομόνωση
Στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων η διεθνής θέση της χώρας ήταν ιδιαίτερα δυσχερής και η αναζήτηση συμμάχων καθόλου εύκολη υπόθεση. Είχε προηγηθεί ο Μακεδονικός Αγώνας, ο οποίος είχε επιδεινώσει τις σχέσεις της Ελλάδος προς την Τουρκία, Ρουμανία και Βουλγαρία. Οι διαφορές με την Ρουμανία, εξαιτίας του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, είχαν οδηγήσει στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων το 1906, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1911. Εξάλλου, η ισχυροποίηση του Βουλγαρικού παράγοντα και οι βλέψεις του σε ολόκληρη τη Μακεδονία προκαλούσαν πανικό στην Αθήνα, η οποία εξέταζε το ενδεχόμενο της συμμαχίας με την Τουρκία, για την αντιμετώπιση του Βουλγαρικού κινδύνου.
Δύο χρόνια μετά τη γέννηση του Ελευθέριου, την Κρήτη συντάραξε η μεγάλη Επανάσταση του 1866 - 1869. Παρότι ο Κυριάκος Βενιζέλος είχε αντιταχθεί στην έκρηξη της Επανάστασης, από φόβο μήπως ενοχοποιηθεί για συμμετοχή σε αυτήν, κατέφυγε στα Κύθηρα μαζί με τις οικογένειες φίλων του. Στην αυτοεξορία τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Ο Κυριάκος πήγε από τα Κύθηρα στη Σύρο, όπου παρέμεινε για σχεδόν πέντε χρόνια. Εκεί, στη φιλόξενη εμπορική πρωτεύουσα των Κυκλάδων, την Ερμούπολη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος άρχισε να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του. Και εκεί απέκτησε την Ελληνική υπηκοότητα.
Με την παραχώρηση του Οργανικού Νόμου 1868 και τη λήξη της Επανάστασης 1869 επήλθε ειρήνη και σχετική ανάπτυξη στην Κρήτη. Πολλές οικογένειες, ωστόσο, απέφυγαν να επιστρέψουν αμέσως στην πατρίδα τους.
Τα Πρώτα Χρόνια
Ο Ελευθέριος μεγάλωσε στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη, που τελούσε σε συνεχείς εξεγέρσεις, τις οποίες ακολουθούσε πάντα αιματηρή καταστολή. Το όνομά του ήταν μία ακόμα έκφραση του πόθου των Κρητικών για ελευθερία. Ο νονός του, ηγούμενος της μονής της Χρυσοπηγής, του έδωσε το όνομα Ελευθέριος με την ελπίδα ότι αυτός θα ελευθέρωνε την Κρήτη από τον Τουρκικό ζυγό. Μεγάλη επίδραση στη διαπαιδαγώγηση και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του άσκησε ο πατέρας του Κυριάκος, που ήταν έμπορος και εισαγωγέας. Ο Κυριάκος υπήρξε άνθρωπος ολοκληρωμένος, με οξύνοια, άριστη Ελληνική παιδεία και υψηλό πατριωτικό φρόνημα.
Η πατριωτική του δράση του στοίχισε επανειλημμένες διώξεις, εξορίες και οικονομικές καταστροφές. Η ζωή του κυνηγημένου από τους Τούρκους Κυριάκου ήταν μια ατελείωτη Οδύσσεια. Η οικογένεια άλλαζε συνέχεια τόπο κατοικίας και τα παιδιά του γεννήθηκαν σε διαφορετικούς τόπους: Μουρνιές, Χανιά, Μεσολόγγι, Αθήνα, Σύρο. Το 1861, μετά από μια ακόμα εξορία, επέστρεψε στα Χανιά κοντά στην οικογένειά του και ξεκίνησε μια νέα περίοδο στις εμπορικές του δραστηριότητες. Παράλληλα συνέχισε την πατριωτική του δράση και προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στα εκπαιδευτήρια των Χανίων.
Το 1866 ξέσπασε η μεγάλη Κρητική επανάσταση κατά του Οθωμανικού ζυγού. Ο πατέρας Βενιζέλος, για να αποφύγει τη σύλληψη από τις τουρκικές αρχές των Χανίων, εγκατέλειψε την επιχείρησή του και μαζί με την πολυμελή οικογένειά του κατέφυγε στη Σύρο, νησί που ανήκε στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο μικρός Ελευθέριος, που ήταν μόλις δύο ετών, γεύθηκε τότε, για πρώτη φορά, τους πικρούς καρπούς της προσφυγιάς. Στη διάρκεια της αναγκαστικής παραμονής της οικογένειάς του στη Σύρο, παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα στο Δημοτικό Σχολείο της Ερμούπολης. Ο Ελευθέριος ήταν οκτώ ετών όταν, το 1872, επέστρεψε με την οικογένειά του στα Χανιά.
Ο πατέρας του Κυριάκος επανήλθε με επιτυχία στις εμπορικές του δραστηριότητες. Το κατάστημα υαλικών που διατηρούσε βρισκόταν στη σημερινή οδό Χάληδων, αριθμός 7. Το σπίτι βρισκόταν λίγο πιο πάνω στην οδό Χαληδων αριθμό 56. Εκεί πέρασε ο Ελευθέριος τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Το 1876 ο πατέρας του αγόρασε έκταση 2.200 τετραγωνικών μέτρων στην ανερχόμενη κοινωνικά περιοχή της Χαλέπας, στην οποία ήταν ήδη εγκατεστημένα τα Προξενεία και οι κατοικίες των Προξένων, καθώς και των ευπόρων κατοίκων της πόλης. Και από το 1877 άρχισε την κατασκευή της νέας μεγάλης διώροφης κατοικίας του. Όταν η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1880 η οικογένεια εγκαταστάθηκε εκεί.
ΣΠΟΥΔΕΣ
Τα Σχολικά Χρόνια
Κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας της οικογένειας στη Σύρο ο Ελευθέριος φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο της Ερμούπολης. Το 1872, όταν η οικογένεια επέστρεψε στα Χανιά, ο πατέρας του, που φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια για τη μόρφωσή του, τον ενέγραψε στο δημοτικό σχολείο των Αγίων Αναργύρων. Έπειτα φοίτησε στην Ελληνική Σχολή Χανίων 1874. Ο Ελευθέριος ήταν ένα ζωηρό, κοινωνικό και πρόσχαρο παιδί αλλά και με στοιχεία θράσους και υπεροψίας. Ωστόσο, τα χρόνια της εφηβείας επέδρασαν στην προσωπικότητά του.
Εμφάνισε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα, ξεχώριζε από τους συμμαθητές του και διάβαζε λογοτεχνία με πάθος, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του πατέρα του, που επιθυμούσε να τον κατευθύνει σε πιο πρακτικά ενδιαφέροντα και προς τον εμπορικό κλάδο. Για τα λόγο αυτόν ο πατέρας του τον έστειλε στη Σχολή Αντωνιάδη στην Αθήνα (1877 - 1879). Η παραμονή του στην Αθήνα κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών στη Σχολή Αντωνιάδη διεύρυνε τους πνευματικούς του ορίζοντες, με την καλλιέργεια των ξένων γλωσσών και την επαφή με τα πολιτικά πράγματα της εποχής. Τη χρονιά που ο Ελευθέριος έφυγε στην Αθήνα ο πατέρας του ξεκινούσε την ανέγερση της νέας κατοικίας της οικογένειας στη Χαλέπα, που ήταν τότε προάστιο των Χανίων.
Το σπίτι αυτό, στα κατοπινά χρόνια, συνδέθηκε με τις σημαντικότερες αλλά και δυσκολότερες στιγμές της ζωής του. Οι πολιτικοί ηγέτες της εποχής, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και ο Χαρίλαος Τρικούπης, άσκησαν ουσιαστική επιρροή στην διαμόρφωση της πολιτικής του σκέψης. Για οικονομικούς λόγους ο Κυριάκος αποφάσισε ότι την τελευταία τάξη του γυμνασίου ο γιος του θα φοιτούσε στο δημόσιο γυμνάσιο της Ερμούπολης. Από εκεί πήρε το απολυτήριό του τον Ιούλιο του 1880 ο δεκαεξάχρονος Ελευθέριος. Αν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πρόθεση να συνεχίσει τις σπουδές του, ο πατέρας του επέλεξε να τον τοποθετήσει στο κατάστημά του με σκοπό να το αναλάβει.
Πανεπιστημιακές Σπουδές
Απόφοιτος του Γυμνασίου Σύρου τον Ιούλιο του 1880, επέστρεψε στα Χανιά, για να ακολουθήσει το πατρικό επάγγελμα του εμπόρου. Παρέμεινε στα Χανιά, εργαζόμενος στο κατάστημα του πατέρα του για πάνω από ένα χρόνο. Ωστόσο, στα Χανιά και στο εμπορικό περιβάλλον ο Ελευθέριος ασφυκτιούσε. Πόλος έλξης ήταν για αυτόν, όπως και για κάθε άλλο φιλόδοξο νέο της εποχής που ήθελε να σπουδάσει, η Αθήνα, το Πανεπιστήμιο και ιδιαίτερα η Νομική Σχολή. Πολλοί από τους φίλους του βρίσκονταν ήδη εκεί για να σπουδάσουν Νομικά και Ιατρική. Στο διάστημα της παραμονής του στα Χανιά ο νεαρός Ελευθέριος διάβαζε λογοτεχνία και διεύρυνε τις γνώσεις του στα Γαλλικά και τα Γερμανικά.
Ο Κυριάκος δεν συμφωνούσε και αρνήθηκε πεισματικά να δώσει άδεια για συνέχιση των σπουδών του στην Αθήνα. Δεν είχε άλλωστε άλλο γιο. Mε βαριά καρδιά, δεν αντιτάχθηκε στην απόφαση του πατέρα, όμως δεν υποτάχθηκε. Επί ενάμιση χρόνο πάλεψε να μεταπείσει τον πατέρα του. Οι σχέσεις τους πέρασαν μεγάλη δοκιμασία. Η Στυλιανή, στο ρόλο της αιώνιας μάνας, θα είναι η κρυφή σύμμαχός του. Εν τέλει, χάρη στην επιμονή του Προξένου της Ελλάδας στα Χανιά Γεωργίου Ζυγομαλά, η αντίσταση του πατέρα κάμφθηκε και ο νεαρός Ελευθέριος έφυγε για την Αθήνα τον Οκτώβριο του 1881.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 1881, ο νεαρός Βενιζέλος εγγράφεται, επιτέλους, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι σπουδές του όμως δεν είναι χωρίς δυσκολίες. Ήταν υποχρεωμένος να ταξιδεύει στα Χανιά για να βοηθά στην επιχείρησή του τον ήδη άρρωστο και γέρο πατέρα του. Στην Ελληνική πρωτεύουσα έμεινε αρχικά, μαζί με άλλους Κρήτες φοιτητές που βρίσκονταν ήδη στο δεύτερο έτος των σπουδών τους, στην οδό Πινακωτών (σημερινή Χαριλάου Τρικούπη), ενώ τα επόμενα πέντε χρόνια έμεινε μόνος του στην οδό Ομήρου. Οι σπουδές του νεαρού Βενιζέλου στην Αθήνα ήσαν αποσπασματικές και γεμάτες εμπόδια.
Το 1883 πέθανε ο πατέρας του και αναγκάστηκε να επιστρέψει στα Χανιά για να αναλάβει τις ευθύνες της εμπορικής επιχείρησης και της συντήρησης της οικογένειάς του. Ο πατέρας του, άνθρωπος που είχε ζήσει μια ζωή γεμάτη περιπέτειες. Υπήρξε αυταρχικός, αλλά αγαπούσε με πάθος την οικογένειά του. Οι σχέσεις πατέρα και γιου είχαν περάσει διάφορες κρίσεις. Όμως οι στιγμές τρυφερότητας και αγάπης ήταν αυτές, που τους έδεσαν περισσότερο. Στα 19 του γίνεται προστάτης της οικογένειας, διαχειρίζεται με επιτυχία το εμπορικό κατάστημα, ενώ παράλληλα βρίσκει το χρόνο και μελετά τα συγγράμματα και τις σημειώσεις που του στέλνουν από την Αθήνα οι συμφοιτητές του. Δεν είχε ωστόσο την πρόθεση να εγκαταλείψει τις σπουδές του.
Με σύντομες επισκέψεις στην Αθήνα ανανέωνε την εγγραφή του στο Πανεπιστήμιο από το 1883 ως το 1885 και συμμετείχε στις απαραίτητες εξετάσεις. Μετά από αρκετές δυσκολίες κατόρθωσε να εκκαθαρίσει την πατρική επιχείρηση και να επιστρέψει στην Αθήνα το 1885 για να αφοσιωθεί στις σπουδές του. Πήρε το πτυχίο του το 1887 και επέστρεψε νεαρός νομομαθής στα Χανιά. Στις πτυχιακές εξετάσεις, που έγιναν ενώπιον των καθηγητών της Νομικής Σχολής, ο Βενιζέλος προκαλεί αίσθηση με τις απαντήσεις του και με τόλμη ζηλευτή και επιστημονική πληρότητα αντικρούει τις απόψεις του καθηγητή Κρασά για κάποιο νομικό θέμα.
Οι σπουδές του στην Αθήνα, παρότι αποσπασματικές, άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην εξέλιξη του Βενιζέλου. Το πνευματικό κλίμα της δεκαετίας του 1880, οι συναναστροφές του και τα διαβάσματά του άσκησαν καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ιδιαίτερη σημασία είχε, κατά τη δεύτερη φάση των σπουδών του, η ανάδειξή του στο κέντρο του κοινωνικού του κύκλου, η στενή επαφή με την πολιτική ζωή της Ελληνικής πρωτεύουσας και με τις διεθνείς εξελίξεις του Ανατολικού Ζητήματος. Την εποχή αυτή πρέπει να αποκρυσταλλώθηκε η απόφασή του να αναμειχθεί με τα κοινά.
Κορυφαία στιγμή της δραστηριότητας που ανέπτυξε την περίοδο αυτή ήταν η συνέντευξή του με τον Άγγλο πολιτικό Joseph Chamberlain το Νοέμβριο του 1886. Το γεγονός αυτό ανέδειξε το νεαρό φοιτητή σε ανεπίσημο εκπρόσωπο του πολιτικού κόσμου της Κρήτης.
Η Συνέντευξη του Ελευθερίου Βενιζέλου με τον Joseph Chamberlain
Το Νοέμβριο του 1886, περαστικός από την Αθήνα, ο φιλελεύθερος Άγγλος πολιτικός Joseph Chamberlain έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα "Ακρόπολις", στην οποία δήλωσε ότι κατά πληροφορίες του οι Κρήτες επιθυμούσαν να αποσχισθούν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά ήσαν αντίθετοι στην ένωση με την Ελλάδα. Η δήλωση αυτή εξόργισε τους Κρήτες φοιτητές της Αθήνας, οι οποίοι δημοσίευσαν διαμαρτυρία στη "Νέα Εφημερίδα" και ζήτησαν συνάντηση με τον Chamberlain για να του εκθέσουν το Κρητικό ζήτημα.
Αντιπροσωπεία πέντε φοιτητών με προεξάρχοντα τον Ελευθέριο Βενιζέλο συνάντησε τον Άγγλο πολιτικό, ο οποίος τους έθεσε ερωτήσεις. Το περιεχόμενο της συζήτησης δημοσιεύτηκε στη συνέχεια στη "Νέα Εφημερίδα" και κυκλοφόρησε ευρύτατα στον κύκλο των Κρητών της Αθήνας. Λέγεται μάλιστα ότι ο Chamberlain, εντυπωσιασμένος από την ωριμότητα της σκέψης των συνομιλητών του, είπε την επομένη στο Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Μάρκο Ρενιέρη: "Με άνδρες σαν αυτούς οι οποίοι με επισκέφθηκαν χθες δεν θα έπρεπε να φοβείσθε ότι η Κρήτη δεν θα ελευθερωθεί από τους Τούρκους".
ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Επιστροφή στα Χανιά
Επιστρέφοντας στην Κρήτη είχε αποκτήσει μια στέρεη νομική παιδεία. Ήταν πολύγλωσσος και στο πολυπολιτισμικό περιβάλλον των Χανίων οι ξένες γλώσσες ήταν σπουδαίο εφόδιο. Την περίοδο εκείνη στην Κρήτη συνυπήρχαν Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ευρωπαίοι και άλλοι. Ο Βενιζέλος παρείχε τη νομική συνδρομή του σε όλους, ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνικότητας. Με υψηλή αντίληψη του δικηγορικού λειτουργήματος, σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους δικηγόρους της Κρήτης.
Στις αρχές Μαρτίου του 1887 ο Ελευθέριος Βενιζέλος αφού επέστρεψε στα Χανιά, εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό σπίτι της Χαλέπας και ανέλαβε πλήρως την ευθύνη της οικογένειας.Για προσωπικούς και για οικονομικούς λόγους ματαίωσε την πρόθεσή του να συνεχίσει τις νομικές σπουδές του στο εξωτερικό. Το 1889 αρραβωνιάστηκε την αγαπημένη του Μαρία Ελευθερίου-Κατελούζου, κόρη του Χανιώτη εμπόρου Σοφοκλή Ελευθερίου-Κατελούζου, αλλά ο γάμος έπρεπε να περιμένει. Η Μαρία ήταν πολύ μικρή, ενώ η σταδιοδρομία του Ελευθερίου είχε μόλις αρχίσει. Από την αρχή το εύρος των δραστηριοτήτων του προδίδει προσωπικότητα ενεργητική, πολυάσχολη και φιλόδοξη.
Η επιτυχημένη επαγγελματική του σταδιοδρομία τού επέτρεψε να τακτοποιήσει τις προσωπικές και αισθηματικές του υποθέσεις. Ο γάμος του με την Μαρία Ελευθερίου-Κατελούζου τελέστηκε τον Ιανουάριο του 1891 και αποτέλεσε ξεχωριστό κοινωνικό γεγονός για τη Χανιώτικη κοινωνία της εποχής. Ο νεαρός Βενιζέλος ήταν ήδη ένας φημισμένος δικηγόρος, είχε εκλεγεί το 1889 βουλευτής, είχε εντυπωσιάσει με το δημοσιογραφικό του ταλέντο και είχε προκαλέσει την Τουρκική διοίκηση με την πατριωτική του δράση. Η παρουσία, στο γάμο, των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων στα Χανιά, φανέρωνε το κύρος και τις σχέσεις που είχε αναπτύξει ο εικοσιεπτάχρονος δικηγόρος.
Μετά το γάμο, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο επιβλητικό σπίτι της Χαλέπας και απόκτησε δύο παιδιά. Τον Κυριάκο και τον Σοφοκλή. Η γέννηση όμως του Σοφοκλή έμελλε να είναι μοιραία. Η εικοσιτετράχρονη Μαρία πεθαίνει αναπάντεχα από επιλόχεια μόλυνση. Ο πρόωρος θάνατός της συγκλόνισε τον Βενιζέλο, που βρέθηκε ξαφνικά με δύο βρέφη, χωρίς την αγαπημένη του γυναίκα. Απαρηγόρητος από το τραγικό γεγονός που έπληξε την ευαίσθητη ψυχή του, χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να ξεπεράσει την απώλεια της συντρόφου του. Έκτοτε και για όλη του τη ζωή, διατήρησε τη χαρακτηριστική γενειάδα, σε ένδειξη πένθους.
Σε όλες του τις δραστηριότητες επιδόθηκε με πάθος και επέδειξε την υψηλή του νοημοσύνη, τη στέρεα αναλυτική του λογική, το ρεαλισμό και τις φιλελεύθερες αρχές, που χαρακτήρισαν τη μεταγενέστερη πολιτική του δράση. Από το 1888 μέχρι το 1909 με διακοπές κατά περιόδους, η σταδιοδρομία του στη δικηγορία ήταν εντυπωσιακή. Αρχικά ως βοηθός στο γραφείο του Σπύρου Μοάτσου, και στη συνέχεια ως συνεργάτης του φίλου του Ιωάννη Ηλιάκη χειρίστηκε πληθώρα υποθέσεων, χωρίς να κάνει διακρίσεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, πρακτική για την οποία κατηγορήθηκε ως Τουρκόφιλος. Χάρη στην επιτυχημένη του σταδιοδρομία δεν άργησε να γίνει ένας επιφανής δικηγόρος των Χανίων.
Παράλληλα επιδόθηκε στη δημοσιογραφία και άρχισε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για ανάμειξη στα κοινά. Έθεσε δύο φορές υποψηφιότητα για εφέτης στο Εφετείο Χανίων αλλά εξελέγη ως αναπληρωματικός και παραιτήθηκε. Το 1889, όταν ο γαμβρός του Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εξελέγη εφέτης, του μεταβίβασε την ιδιοκτησία της εφημερίδας "Λευκά Όρη". Σε συνεργασία με τους φίλους του δικηγόρους Κωνσταντίνο Φούμη, Χαράλαμπο Πωλογιώργη και Ιάκωβο Μοάτσο ανέλαβαν την έκδοση της εφημερίδας υπό το ψευδώνυμο "Λευκορείτες". Στο εξής η εφημερίδα αποτέλεσε το βήμα των πολιτικών του πεποιθήσεων.
ΠΡΩΙΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Από αιώνες η Κρήτη ζούσε κάτω από σκληρό ζυγό. Οι συνεχείς και γεμάτοι ένταση απελευθερωτικοί αγώνες κατά του Τούρκου δυνάστη οδήγησαν σε μερική φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Το 1878, με τη λεγόμενη σύμβαση της Χαλέπας, επιβλήθηκε ημιαυτόνομο πολίτευμα. Η Κρητική Συνέλευση (Βουλή) απέκτησε δικαίωμα να ψηφίζει νόμους, οι οποίοι όμως έπρεπε να κυρώνονται από τον Σουλτάνο. Παράλληλα επιτράπηκε η έκδοση εφημερίδων, η δημιουργία και η λειτουργία σχολείων, η σύσταση κομμάτων και ακόμα η Ελληνική γλώσσα έγινε η επίσημη γλώσσα των Δικαστηρίων και της Βουλής. Για πρώτη φορά διορίστηκε Χριστιανός Γενικός Διοικητής Κρήτης.
Τον Απρίλιο του 1889, με βάση τις πρόνοιες του πολιτεύματος του 1878, διενεργήθηκαν εκλογές και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε ηλικία μόλις 25 ετών, εξελέγη βουλευτής της κρητικής Βουλής. Εντάχθηκε στη μετριοπαθή πτέρυγα των Φιλελευθέρων, που ήταν οι νικητές των εκλογών, και ακολούθησε τακτική κατευνασμού και συμφιλίωσης απέναντι στους αντιπάλους του. Την περίοδο αυτή το Ελληνικό στοιχείο ήταν κυριευμένο από πολιτικά πάθη και διχασμένο σε αλληλομισούμενες φατρίες. Οι συντηρητικοί, που δεν μπορούσαν να αποδεχθούν την ήττα τους, για να εκβιάσουν και να φέρουν σε δύσκολη θέση τη φιλελεύθερη πλειοψηφία κατέθεσαν ψήφισμα στη Συνέλευση, στις 6 Μαΐου του 1889, και ζητούσαν την άμεση κήρυξη της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.
Ο Βενιζέλος αντιλήφθηκε αμέσως τους κινδύνους από το δημαγωγικό αυτό διάβημα και το αποδοκίμασε. Ο νεαρός βουλευτής πίστευε ότι η Κρήτη δεν ήταν έτοιμη για νέα επανάσταση, αφού το Ελληνικό κράτος αρνήθηκε να βοηθήσει τους Κρητικούς, γιατί δεν είχε τη δυνατότητα. Ο Βενιζέλος φοβόταν τη βίαιη αντίδραση του Τουρκικού καθεστώτος απέναντι στο, ούτως ή άλλως, επιπόλαιο επαναστατικό κίνημα των συντηρητικών. Τα γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν τους φόβους του. Ο Σουλτάνος επέβαλε δικτατορία και βρήκε την ευκαιρία να αφαιρέσει τα προνόμια που είχε παραχωρήσει το 1878 στον Κρητικό λαό.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος, αν και ήταν αντίθετος προς την επαναστατική κινητοποίηση, για να αποφύγει τη σύλληψη κατέφυγε στην ελεύθερη Ελλάδα. Η ανάκληση των προνομίων και το τυραννικό καθεστώς που επικράτησε οδήγησε τους Κρητικούς στην Μεταπολιτευτική Επανάσταση του 1895 - 1896. Ο Σουλτάνος, έπειτα από τις επιτυχίες των επαναστατών και κάτω από τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, παραχώρησε τότε νέο πολίτευμα, το οποίο έδινε σημαντικά προνόμια στο Χριστιανικό στοιχείο. Το Μουσουλμανικό στοιχείο, με την υποκίνηση της Τουρκικής στρατιωτικής διοίκησης, δεν αποδέχθηκε το νέο καθεστώς και αντέδρασε δυναμικά.
Η Επανάσταση του 1889
Στις 2 Απριλίου 1889 οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Φούμης, Χαράλαμπος Πωλογιώργης και Ιάκωβος Μοάτσος εξελέγησαν για πρώτη φορά πληρεξούσιοι στην Κρητική Συνέλευση. Η παρουσία της ομάδας των Λευκορειτών στη Συνέλευση εισήγαγε στην πολιτική νέο ήθος και νέες ιδέες. Στη Συνέλευση αυτή είχε πλειοψηφήσει η φιλελεύθερη παράταξη με 38 πληρεξουσίους έναντι 11 συντηρητικών. Στην πρώτη του εμφάνιση ο Βενιζέλος πέτυχε να ακυρώσει την πάγια τακτική των προηγούμενων Συνελεύσεων κατά την οποία, το πλειοψηφούν κόμμα χρησιμοποιούσε την αριθμητική του υπεροχή για να αφαιρέσει έδρες από την αντιπολίτευση και την εξοστράκιζε από τις εργασίες της Συνέλευσης.
Με την παρουσία του στη Συνέλευση ο Βενιζέλος προσπάθησε να επιβάλει τη χρήση του επιχειρήματος έναντι της δημαγωγίας και του πολιτικού πάθους, με σκοπό την εξυπηρέτηση όχι προσωπικών σκοπιμοτήτων αλλά του κοινού πολιτικού και εθνικού στόχου. Αλλά στη συνεδρία της 6ης Μαΐου, η συντηρητική αντιπολίτευση, για να τορπιλίσει το έργο της φιλελεύθερης παράταξης, κατέθεσε ψήφισμα για άμεση κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος αποδοκίμασε την πρόταση, αλλά η Οθωμανική διοίκηση αντέδρασε με την επιβολή στρατιωτικού νόμου και την κατάργηση των προνομίων του καθεστώτος της Χαλέπας.
Ο Βενιζέλος είχε ακολουθήσει εξαρχής υπεύθυνη στάση. Πίστευε ότι για το εθνικό θέμα ήταν απαραίτητη η συνεργασία με το Ελληνικό Προξενείο. Αλλά, παρότι αντίθετος στην πρωτοβουλία, αναγκάστηκε να εκπατρισθεί. Η ομάδα των Λευκορειτών φυγαδεύτηκε από τον Πρόξενο της Μεγάλης Βρετανίας Alfred Biliotti και κατέφυγε στην Αθήνα, όπου κατέφυγαν και οι υπεύθυνοι των εξελίξεων. Τριάντα χρόνια αργότερα, με μία τάση να προσδιορίζει αναδρομικά τις επιλογές του στη δημόσια εικόνα που καλλιεργούσε στο εξωτερικό και ειδικά στη διάσκεψη των Παρισίων το 1919, σχολιάζει:
"Μόλις τελείωσα τις σπουδές μου στην Αθήνα, επέστρεψα στην πατρίδα μου και ξεκρέμασα τα φυσεκλίκια μου. Δεν είχα εκδικάσει παρά λίγες υποθέσεις στο δικαστήριο της πατρίδας μου πριν αναγκαστώ να πάρω τα όπλα ενάντια στην Τουρκική Κυβέρνηση. Παρόλο που ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στην Ελλάδα, εγώ εθεωρούμην Οθωμανός υπήκοος -συνεπώς επαναστάτης- επειδή η μητέρα μου είχε γεννηθεί υπό το Τουρκικό καθεστώς. Στο τέλος αυτής της Επανάστασης, επέστρεψα πάλι στην πόλη μου και στη δουλειά μου. Δεν είχα όμως το χρόνο να ασχοληθώ με αυτήν για πολύ, γιατί έπρεπε πάλι να εξεγερθώ και να πάρω τα βουνά.
Σύντομα έφτασα στο σημείο όπου έπρεπε να αποφασίσω αν θα έπρεπε να είμαι επαγγελματίας δικηγόρος και επαναστάτης κατά διαστήματα ή επαγγελματίας επαναστάτης και δικηγόρος κατά διαστήματα. Φυσικά έγινα επαγγελματίας επαναστάτης".
Η Εξορία στην Αθήνα
Για το διάστημα των έξι ετών που ακολούθησε την κατάργηση των προνομίων του καθεστώτος της Χαλέπας διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες. Υπάρχει ωστόσο ένα σημαντικό ατελές χειρόγραφο 146 σελίδων που εκδόθηκε το 1971 με τον τίτλο "Η Κρητική Επανάστασις του 1889. Ένα άγνωστο ιδιόγραφο κείμενο του Εθνάρχου", που εκθέτει τα γεγονότα της Επανάστασης του 1889. Γράφτηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο κατά το διάστημα της αυτοεξορίας του στην Αθήνα ανάμεσα στον Σεπτέμβριο του 1889 και τον Μάιο του 1890. Στο κείμενο αυτό, το μόνο εκτεταμένο κείμενο στο οποίο ο Βενιζέλος εκθέτει με σαφήνεια την υπό διαμόρφωση πολιτική του σκέψη γύρω από το Κρητικό ζήτημα μετά την κατάργηση των προνομίων του καθεστώτος της Χαλέπας.
Είναι σαφής η ταύτισή του με την μετριοπαθή πολιτική της Κυβέρνησης Τρικούπη, ότι δηλαδή ο τελικός σκοπός της ένωσης με την Ελλάδα δεν θα πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο από άκαιρες και απροετοίμαστες ενέργειες. Πέρα από το εθνικό θέμα, ωστόσο, διακρίνονται ήδη οι κατευθυντήριες γραμμές ενός προγράμματος για τη συγκρότηση σύγχρονου κράτους, γραμμές που αποτελούν σταθερές της πολιτικής του σκέψης για τα επόμενα τριάντα χρόνια: αποτελεσματική διοίκηση, οικονομία προσανατολισμένη στην ανάπτυξη, ανεξάρτητη δικαιοσύνη, δημόσια ασφάλεια και δίκαιο φορολογικό σύστημα.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ
Οικογενειακή Τραγωδία
Την άνοιξη του 1890, χωρίς να έχει αμνηστευθεί, ο Βενιζέλος επέστρεψε στα Χανιά, αλλά απέσχε από την πολιτική. Τη σκοτεινή περίοδο που ακολούθησε την επιβολή του στρατιωτικού νόμου και την κατάργηση του καθεστώτος της Χαλέπας και για έξι χρόνια φαίνεται ότι ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δικηγορία.Τον Δεκέμβριο του 1891 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Μαρία Ελευθερίου-Κατελούζου. Κατοίκησαν στον άνω όροφο του σπιτιού της Χαλέπας, ενώ η μητέρα του και τα αδέλφια του έμειναν στο ισόγειο. Το 1892 γεννήθηκε ο πρώτος τους γιος, ο Κυριάκος, και το 1894 ο Σοφοκλής.
Τον Νοέμβριο του 1894 η Μαρία πέθανε από επιλόχειο πυρετό. Απαρηγόρητος ο Ελευθέριος για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν αδύνατο να εργαστεί. Από την εποχή αυτή χρονολογείται και το γνώριμο γενάκι που διατήρησε σε όλη του τη ζωή, σημάδι πένθους. Η ευθύνη της οικογένειας εξακολουθούσε να τον απασχολεί. Κατά τη διάρκεια της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης του 1895-96 έστειλε τη μητέρα και τα αδέλφια του, καθώς και τους δύο γιους του Κυριάκο και Σοφοκλή, στη Μήλο υπό τη φροντίδα του συζύγου της αδελφής του Ελένης Ανδρέα Νοστράκη. Εκεί από επιδημία γρίπης πέθαναν το 1897 ο αδελφός του Αγαθοκλής και λίγες ώρες αργότερα η μητέρα του.
Η Ζωή της Οικογένειας
Το 1906 πέθανε και η μεγαλύτερη αδελφή του Μαριγώ, που μετά το θάνατο της μητέρας τους είχε αναλάβει τη φροντίδα της οικογένειας. Η οικογένεια τότε αντιμετώπιζε όχι μόνο την τραγικότητα του θανάτου αλλά και σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα. Για τις ανάγκες της Επανάστασης του Θερίσου ο Ελευθέριος είχε παραμελήσει τη δικηγορία και είχε υποθηκεύσει το σπίτι της Χαλέπας στην Τράπεζα έναντι 2.000 εικοσοφράγκων. Το 1906 αποφάσισε να ενοικιάσει το σπίτι της Χαλέπας προκειμένου να εξοφλήσει το δάνειο και να σώσει το σπίτι. Ενοικίασε σπίτι στη γωνία των οδών Μόσχων και Θεοφάνους στον Τοπανά και μετέφερε εκεί το σπίτι και το πολιτικό του γραφείο.
Μαζί του έμεινε η μικρότερη αδελφή του Ευανθία, που ανέλαβε τη φροντίδα του σπιτιού. Ο Κυριάκος και ο Σοφοκλής στάλθηκαν ως οικότροφοι στο Λύκειο "Κοραή" στο Ηράκλειο. Το δικηγορικό του γραφείο μεταφέρθηκε και αυτό, στην οδό Εισοδίων 52.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Οι Προκλήσεις για Ανάμειξη στα Κοινά
Με την εμφάνιση των πρώτων αντιδράσεων στο καταπιεστικό καθεστώς της περιόδου μετά το 1889, ο Βενιζέλος άρχισε να δραστηριοποιείται και πάλι πολιτικά. Από το 1887 και ιδιαίτερα από το 1890, όταν επέστρεψε από την εξορία του στην Αθήνα, ως το 1905 άσκησε τη δικηγορία, από το γραφείο του στο Καστέλι στη σημερινή οδό Κανεβάρο, απέναντι από το σπίτι του φίλου του Αθανασίου Βλούμ. Στην πολιτική έκανε την επανεμφάνισή του, μετά από έξι χρόνια απουσίας, το 1896. Η άφιξη του Καραθεοδωρή Πασά ως Γενικού Διοικητή της Κρήτης το 1895 είχε αποτελέσει πηγή γενικευμένης ικανοποίησης. Ο Βενιζέλος συνδέθηκε μαζί του και τον επισκεπτόταν συχνά.
Την περίοδο αυτή, ωστόσο, απείχε από την πολιτική ζωή. Ζούσε στο κοινωνικό περιβάλλον της Χαλέπας, του Γενικού Διοικητή και των Προξένων και της ανερχόμενης αστικής κοινωνίας των Χανίων.Ωστόσο, από τον Σεπτέμβριο του 1895 άρχισε νέος πολιτικός αναβρασμός. Η Μεταπολιτευτική Επιτροπή, με ηγέτη τον Μανούσο Κούνδουρο, ζήτησε αυτονομία από την Πύλη και εξασφάλισε κατά τη διάρκεια της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης (1895 - 1896), το «Νέον Πολίτευμα της Κρήτης». Παρά την αντίθεσή του στην Επανάσταση ο Βενιζέλος, σε μια σύντομη επανεμφάνισή του στην πολιτική σκηνή, τον Αύγουστο του 1896, παρουσιάστηκε στην Επαναστατική Συνέλευση των Κάμπων Κυδωνίας ως πληρεξούσιος της Χαλέπας.
Αλλά αποδοκιμάστηκε και κινδύνευσε από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Όπως είχε προβλέψει, ωστόσο, το νέο καθεστώς κατέρρευσε υπό το βάρος της αντεπανάστασης του Μουσουλμανικού πληθυσμού. Στις αρχές του 1897 οι συγκρούσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων είχαν επεκταθεί με τους Μουσουλμάνους να επιτίθενται στις πόλεις και τους Χριστιανούς στην ύπαιθρο. Αποκορύφωμα οι δολοφονίες Χριστιανών στο Ηράκλειο και το Ρέθυμνο (12 και 18 Ιανουαρίου) και η πυρκαγιά και οι σφαγές Χριστιανών στα Χανιά (23 Ιανουαρίου).
Η Επανάσταση του 1897
Η ώρα για την ουσιαστική και ηγετική παρουσία του στην Κρήτη ήρθε με την κρίση του 1897 και τις δραματικές της συνέπειες για την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος. Χωρίς να έχει συμμετάσχει στην προετοιμασία των επαναστατικών γεγονότων, ο Βενιζέλος φαίνεται να εγκαταλείπει τη μετριοπαθή στάση του στο ζήτημα του χειρισμού του Κρητικού ζητήματος και, όπως άλλωστε και η Ελληνική Κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο Πρόξενός της στα Χανιά Νικόλαος Γεννάδης, συντάσσεται με τους επαναστάτες.
Η ικανότητά του στην ανάληψη πρωτοβουλιών και στη λήψη αποφάσεων, η ευρύτητα των γνώσεών του και η γλωσσομάθειά του τον ανέδειξαν σύντομα όχι μόνο ηγετική φυσιογνωμία του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου, αλλά και προνομιακό συνομιλητή των Προξένων των Δυνάμεων και των Ναυάρχων. Η Επανάσταση έγινε με αίτημα την ένωση με την Ελλάδα. Το αίτημα της ένωσης κινητοποίησε τους Κρήτες επαναστάτες, τον Πρόξενο Γεννάδη και την Εθνική Εταιρεία στην Αθήνα. Αποτέλεσμα η συγκρότηση του στρατοπέδου των επαναστατών στο Ακρωτήρι και η αποστολή από την Ελλάδα εκστρατευτικού σώματος με αρχηγό τον Τιμολέοντα Βάσσο με εντολή να καταλάβει την Κρήτη στο όνομα του Βασιλιά των Ελλήνων.
Ο Βενιζέλος έλαβε μέρος στα επαναστατικά γεγονότα του Ακρωτηρίου, αλλά διακρίθηκε κυρίως στις διαπραγματεύσεις των επαναστατών με τους Ναυάρχους των Δυνάμεων.Αντίθετα από πολλούς πολιτικούς της ελεύθερης Ελλάδας, διακρινόταν για το ρεαλισμό του. Όταν διαπίστωσε, μετά την ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του Απριλίου, ότι η Κρήτη δεν μπορούσε να στηριχθεί στη συνδρομή της Ελλάδας, ότι επομένως ο στόχος της ένωσης ήταν ανέφικτος, είχε την ευελιξία να αποδεχθεί το καθεστώς αυτονομίας.
Τον Ιανουάριο του 1897 έγιναν από τους Μουσουλμάνους φόνοι Ελλήνων στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο. Ιδιαίτερα στα Χανιά, ο Μουσουλμανικός όχλος με τη βοήθεια του τακτικού στρατού, λεηλάτησε καταστήματα, προέβη σε σφαγές και έκαψε τη χριστιανική συνοικία των Χανίων. Οι αιματηρές συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων και το κάψιμο της Χριστιανικής συνοικίας των Χανίων έπεισαν τον Βενιζέλο να λάβει μέρος στην επανάσταση. Άλλωστε αυτή τη φορά και η ελληνική κυβέρνηση ήταν με το μέρος των επαναστατών, γεγονός που επέδρασε στις αποφάσεις του Βενιζέλου, ο οποίος πλέον εγκατέλειψε τη μετριοπαθή διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος και σταδιακά έγινε ο ηγέτης των επαναστατών.
Στις 24 Ιανουαρίου του 1897 κι ενώ τα Χανιά καίγονταν, εκατό περίπου επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στο Ακρωτήρι, με την απόφαση να διεκδικήσουν με κάθε μέσο την ένωση. Μεταξύ αυτών και ο Ελευθέριος Βενιζέλος που, μετά από τα πρώτα γεγονότα, ξεχωρίζει και αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων. Στη συνέχεια, στο Ακρωτήρι προστέθηκαν και άλλοι επαναστάτες, που, με την ενθάρρυνση της Ελληνικής κυβέρνησης, κήρυξαν την ένωση με την Ελλάδα. Τις επόμενες μέρες η Ελληνική κυβέρνηση έστειλε στρατό στην Κρήτη, παρά τη θέληση των Δυνάμεων, οι οποίες έθεσαν τη μεγαλόνησο υπό την προστασία τους.
Στο μεταξύ, οι επαναστάτες είχαν προωθηθεί στις θέσεις Φρούδια και Προφήτης Ηλίας, για να βρίσκονται πιο κοντά στα Χανιά. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, για να αποτρέψουν τη σύγκρουση, δημιούργησαν ουδέτερη ζώνη μεταξύ Κρητικών και Τούρκων. Η τουρκική διοίκηση όμως προκάλεσε έντεχνα συμπλοκή με τους επαναστάτες, τους οποίους παρέσυραν υποχωρώντας οι Τούρκοι στην ουδέτερη ζώνη. Οι ναύαρχοι του αγκυροβολημένου στον κόλπο των Χανίων στόλου των Δυνάμεων απαίτησαν ν’ αποσυρθούν οι επαναστάτες στις προηγούμενες θέσεις τους, πράγμα που εκείνοι αρνήθηκαν.
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1897, στις 3:30 μετά το μεσημέρι, ο Ιταλός Κανεβάρο, επικεφαλής των ναυάρχων, διέταξε το βομβαρδισμό του Επαναστατικού Στρατοπέδου. Μια οβίδα έσπασε τον ιστό της υψωμένης Ελληνικής σημαίας και τότε ο πολεμιστής Σπύρος Καγιαλεδάκης, την ξαναύψωσε κάνοντας το σώμα του ζωντανό κοντάρι. Το γεγονός του βομβαρδισμού προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση και διεθνείς αντιδράσεις. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης έγιναν διαδηλώσεις και ασκήθηκε οξύτατη κριτική για τη στάση των Δυνάμεων. Το επεισόδιο της σημαίας εμψύχωσε το μαχόμενο Κρητικό λαό και έγινε ακατάλυτο σύμβολο της Κρητικής ελευθερίας.
Ο Βενιζέλος συνέταξε έντονη διαμαρτυρία προς τους ναυάρχους, που την υπέγραψαν όλοι οι οπλαρχηγοί, όπου διακήρυττε την αποφασιστικότητα των επαναστατών να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Στο μεταξύ η επανάσταση απλώθηκε σ’ όλη την Κρήτη και οι Μεγάλες Δυνάμεις το Μάρτιο του 1897 κήρυξαν τον αποκλεισμό του νησιού. Τον Απρίλιο ξέσπασε Ελληνοτουρκικός πόλεμος, εξαιτίας του Κρητικού Ζητήματος, και η ήττα της Ελλάδας, όπως ήταν φυσικό, επηρέασε την πορεία του. Οι επαναστάτες ήταν πλέον υποχρεωμένοι να αποδεχθούν την αυτονομία που προσέφεραν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Τα γεγονότα επισπεύσθηκαν έπειτα από τις σφαγές στις οποίες προέβησαν οι Τούρκοι στο Ηράκλειο, τον Αύγουστο του 1898.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις παρενέβησαν δυναμικά και υποχρέωσαν την Τουρκία να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κρήτη, ενώ παράλληλα παραχώρησαν αυτονομία. Η εξέγερση του 1897 ανέδειξε τις ηγετικές και διπλωματικές αρετές του Βενιζέλου. Το 1898, σε ηλικία 34 ετών, είχε περιβληθεί μια αρχηγική αίγλη και ήταν απ’ τα κεντρικά πρόσωπα της κρητικής πολιτικής σκηνής.
Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Το Δεκέμβριο του 1898 αφίχθηκε στην Κρήτη και ανέλαβε τη διακυβέρνησή της ο πρίγκιπας Γεώργιος, γιος του βασιλιά Γεωργίου Α' της Ελλάδας. Ο πρίγκιπας ήλθε ως εντολοδόχος (Ύπατος Αρμοστής) των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες είχαν διατηρήσει σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στις πόλεις της Κρήτης. Το νέο αυτόνομο κράτος, το οποίο τελούσε υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου και την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, είχε αυτόνομη πολιτική στις εσωτερικές υποθέσεις του, στην ουσία όμως δεν είχε δικαίωμα ασκήσεως εξωτερικής πολιτικής. Παρόλα αυτά η άφιξη του Γεωργίου χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τον Κρητικό λαό, σαν το τελευταίο βήμα πριν από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Στο έργο της συγκρότησης του νέου κράτους σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος, τον Απρίλιο του 1899, έγινε σύμβουλος (υπουργός) Δικαιοσύνης στην πρώτη κυβέρνηση του πρίγκιπα. Η σύντομη θητεία του στο Υπουργείο ήταν παραγωγική και δημιουργική. Το νομοθετικό του έργο κάλυψε όλους τους τομείς του αστικού και του ποινικού δικαίου και σε ελάχιστο χρόνο δημιούργησε σύγχρονο και αποτελεσματικό δικαιϊκό σύστημα, το οποίο εμπέδωσε αίσθημα δικαιοσύνης και ασφάλειας μεταξύ των κατοίκων της Κρήτης. Ο Βενιζέλος επέμεινε ιδιαίτερα στη διασφάλιση των δικαιωμάτων της Μουσουλμανικής μειονότητας και εισήγαγε διατάξεις, που παρείχαν ισονομία, πολιτική ισότητα και ανεξιθρησκεία.
Στην αρχή οι σχέσεις του Ύπατου Αρμοστή και του υπουργού του υπήρξαν στενές και η συνεργασία τους καλή. Όμως η διεθνής θέση του νέου καθεστώτος, καθώς και οι μελλοντικοί του προσανατολισμοί, έφεραν τα πρώτα σύννεφα στις σχέσεις των δύο ανδρών. Ο Βενιζέλος πίστευε στη σταδιακή προσέγγιση του σκοπού του, που ήταν η ένωση. Για να φτάσουμε όμως ως εκεί, έπρεπε η Κρήτη να κερδίσει πλήρη αυτονομία. Να απαλλαγεί δηλαδή από τη διεθνή προστασία των Δυνάμεων, να αποχωρήσουν τα ξένα στρατεύματα και να δημιουργηθεί Κρητικός στρατός.
Στον αντίποδα, ο πρίγκιπας είχε την αφέλεια να πιστεύει, ότι οι προσωπικές του σχέσεις και οι συμπάθειες που διατηρούσε στις βασιλικές αυλές της Ευρώπης θα αρκούσαν για να υπερπηδηθούν τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη. Το οξύ πολιτικό αισθητήριο του Βενιζέλου τού επέτρεψε να αντιληφθεί εγκαίρως ότι η εξωτερική πολιτική του πρίγκιπα δεν είχε σοβαρά ερείσματα, κυρίως λόγω της αδυναμίας του Ελληνικού κράτους να στηρίξει στρατιωτικά και διπλωματικά την πολιτική αυτή. Οι διαφορετικές θέσεις μεταξύ των δύο ανδρών στο χειρισμό του Κρητικού Ζητήματος, καθώς και η πολιτική φιλοσοφία του Βενιζέλου που ήταν βασισμένη σε φιλελεύθερες αρχές, διεύρυναν περισσότερο το χάσμα μεταξύ των.
Ο Βενιζέλος από μικρός είχε ζήσει σε ένα περιβάλλον που διασταυρωνόταν οι ιδέες του Ελληνικού αλυτρωτισμού με τις ιδέες του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Η Χαλέπα, την εποχή εκείνη, ήταν το κέντρο της πολιτικής ζωής της Κρήτης, έδρα των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων, τόπος συνάντησης σημαντικών ανδρών, με διάχυτη αντιστασιακή, πολιτική και πνευματική ατμόσφαιρα και με έντονες τις επιρροές από τα σύγχρονα Ευρωπαϊκά ιδεολογικά ρεύματα. Η ατμόσφαιρα αυτή άσκησε σημαντική επίδραση στην ψυχοσύνθεση και σφράγισε την προσωπικότητα του νέου πολιτικού, ο οποίος ήδη την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας είχε σαφείς ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς και ήταν ο κυριότερος εκφραστής του φιλελεύθερου πνεύματος στην Κρήτη.
Ήταν φυσικό επομένως να έλθει σε σύγκρουση με τον πρίγκιπα, που ήταν δεδηλωμένος οπαδός της απόλυτης μοναρχίας και θιασώτης απολυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησης. Οι διαφορές αυτές μεταξύ των δύο ανδρών, προκάλεσαν, το 1901, την αποπομπή του Βενιζέλου από την κυβέρνηση. Έκτοτε ο κρητικός πολιτικός άσκησε οξύτατη αντιπολίτευση κατά του πριγκιπικού καθεστώτος, πάντα όμως στα πλαίσια της νομιμότητας. Ο πρίγκιπας και το περιβάλλον του αντέδρασαν απέναντι στον κρητικό πολιτικό και του προσήψαν τη χειρότερη κατηγορία: Ήταν ένας ανθενωτικός προδότης. Πίστευαν ότι έτσι θα τον εξόντωναν ηθικά και πολιτικά.
Ο Βενιζέλος έπρεπε να αμυνθεί απέναντι σ’ αυτή τη ρυπαρή συκοφαντική εκστρατεία. Όμως ο δεσποτισμός του καθεστώτος δεν άφηνε πολλά περιθώρια, λογοκρισία του Τύπου, διώξεις των οπαδών του Βενιζέλου, φυλάκιση του ίδιου, παρακολούθηση της αλληλογραφίας και των τηλεγραφικών επικοινωνιών ήταν μερικές από τις ενέργειες που απέβλεπαν στην κατάπνιξη της Βενιζελικής αντιπολίτευσης. Η συμπεριφορά αυτή του παλατιού της Χαλέπας αύξησε την οξύτητα και έκανε αγεφύρωτη τη διαίρεση μεταξύ Πριγκιπικών και Βενιζελικών.
Ηγετική Φυσιογνωμία στην Κρητική Πολιτεία
Τα πρώτα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας ο Βενιζέλος βρισκόταν στο απόγειο της δημιουργικότητας αλλά και της δημοτικότητάς του. Ήταν στενός συνεργάτης του σεβάσμιου πολιτικού Ιωάννη Σφακιανάκη, είχε την εύνοια των Προξένων των Δυνάμεων, της αστικής κοινωνίας των Χανίων αλλά και των συναδέλφων του που αναγνώριζαν τις σπάνιες πνευματικές του ικανότητες και τη νομική του κατάρτιση. Ο ρόλος του Βενιζέλου στη σύσταση της νέας αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας ήταν καθοριστικός και απέδειξε τις ηγετικές αλλά και τις καθαρά πολιτικές του ικανότητες. Αν και προσωρινό, το νέο πολίτευμα έπρεπε να διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός πλήρως λειτουργικού πολιτειακού συστήματος:
Συνταγματικό χάρτη, εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία και διοίκηση. Οι σωζόμενες σημειώσεις του τεκμηριώνουν την άποψη ότι ο ρόλος του στη νέα φάση του Κρητικού ζητήματος ήταν καθοριστικός. Ως μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις με τους Ναυάρχους για τη διαμόρφωση του νέου καθεστώτος. Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής μέχρι την άφιξη του Ηγεμόνα, αλλά και του Ηγεμονικού Συμβουλίου που συγκροτήθηκε μετά την άφιξή του, μέλος της επιτροπής που συγκροτήθηκε για τη σύνταξη του Συντάγματος, έθεσε την κρίση, τις γνώσεις και την εργατικότητά του στις υπηρεσίες του νέου Κράτους.
Στις πρώτες εκλογές της 24 Ιανουαρίου 1899 εξελέγη Πληρεξούσιος Χανίων, και στη συνέχεια, στις 17 Απριλίου, διορίστηκε Ηγεμονικός Σύμβουλος επί της Δικαιοσύνης στην πρώτη «Κυβέρνηση» της Κρητικής Πολιτείας. Στη Συνέλευση πρωταγωνίστησε στις συζητήσεις για την ψήφιση του Συντάγματος. Επέμεινε στη φιλελεύθερη αντιμετώπιση απέναντι στους Μουσουλμάνους και στη θέσπιση εγγυήσεων θρησκευτικής ελευθερίας και πολιτικής ισότητας και ατομικής ελευθερίας. Ωστόσο στο ζήτημα της σχέσης μεταξύ των εξουσιών, κατηγορήθηκε αργότερα, ως πρωτεργάτης της διαμόρφωσής του, ότι πολλές από τις διατάξεις του ήσαν υπερβολικά συντηρητικές, κατηγορία που αποδέχθηκε και ο ίδιος.
Ο Σύμβουλος επί της Δικαιοσύνης
Στη θέση του Συμβούλου επί της Δικαιοσύνης ο Βενιζέλος παρέμεινε δύο χρόνια, από τον Απρίλιο του 1899 ως τον Μάρτιο του 1901.
Επιδόθηκε με υπεράνθρωπη εργατικότητα στο τιτάνιο έργο της αναδιοργάνωσης των δικαστηρίων, της εισαγωγής σύγχρονου δικαστικού συστήματος, της οργάνωσης της πολιτοφυλακής και της χωροφυλακής. Κλεισμένος για μέρες στο γραφείο του, συντροφιά με τα βιβλία του, έθεσε όλες του τις δυνάμεις στην υπηρεσία της συγκρότησης ενός σύγχρονου συστήματος δικαιοσύνης και ασφάλειας. Η τροποποίηση της πολιτικής και της ποινικής δικονομίας, καθώς και του αστικού, του ποινικού και του εμπορικού κώδικα και η οργάνωση των δικαστηρίων ήσαν τα θεαματικά αποτελέσματα της διετούς θητείας του, που μεταμόρφωσε ριζικά την απονομή της δικαιοσύνης στην Κρήτη.
Το έργο του ως Συμβούλου επί της Δικαιοσύνης διακόπηκε απότομα με την αποπομπή του από το αξίωμα αυτό με ηγεμονικό διάταγμα στις 18 Μαρτίου 1901. Η διαφωνία υπέβοσκε από καιρό και οφειλόταν στην άρνηση του Γεωργίου να αναγνωρίσει στους Συμβούλους του δικαιώματα ουσιαστικής συμμετοχής στη διαχείριση των κρητικών υποθέσεων. Ειδικότερα, στο εθνικό ζήτημα ο Βενιζέλος διαφωνούσε με τον Γεώργιο, που θεωρούσε ότι το ζήτημα της ένωσης ανήκε στην αποκλειστική του αρμοδιότητα και προέβαινε σε άστοχες και άκαιρες διεθνείς κινήσεις.
Ο ρεαλιστής Βενιζέλος θεωρούσε ότι η ένωση θα ερχόταν ως επακόλουθο της εσωτερικής οργάνωσης της Κρήτης με τη συγκρότηση στρατιωτικής δύναμης και την εξασφάλιση της αποχώρησης των διεθνών στρατευμάτων από το νησί. Υπέβαλε δύο φορές την παραίτησή του επικαλούμενος την πρώτη φορά λόγους υγείας, τη δεύτερη διαφωνία με το Συμβούλιο και τον Ηγεμόνα. Παράλληλα δημοσιοποίησε τις απόψεις του για το κρητικό ζήτημα στον τύπο της Αθήνας. Η δημοσίευση αυτή αποτέλεσε και το πρόσχημα για την απόλυσή του "επειδή όλως αναρμοδίως υπεστήριξε και δημοσίως εξέθηκε γνώμας επί σπουδαιοτάτου ζητήματος του τόπου αντιθέτους προς το φρόνημα και την εντολήν Ημών".
Στο Περιθώριο της Πολιτικής
Την απόλυση του Βενιζέλου ακολούθησε ενορχηστρωμένη επίθεση όχι μόνο του ηγεμονικού περιβάλλοντος, και κυρίως του ιδιαίτερου γραμματέα, διπλωμάτη Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλου αλλά και των ανακτόρων, της πολιτικής ηγεσίας και της πλειονότητας του αθηναϊκού τύπου. Οι εκλογές του Απριλίου 1901 από τις οποίες απείχε ο Βενιζέλος κατέληξαν σε θρίαμβο της φιλοπριγκιπικής παράταξης. Ήταν φανερό ότι ο Πρίγκιπας Γεώργιος, ξεπερνώντας το θεσμικό του ρόλο, είχε αποδυθεί σε έναν αγώνα πολιτικής εξόντωσης του μόνου πολιτικού του αντιπάλου στην Κρήτη και είχε επιτύχει την απομόνωσή του. Για μικρό διάστημα ο Βενιζέλος φάνηκε να εξαφανίζεται από την ενεργό πολιτική.
Αλλά τον Δεκέμβριο του 1901 με μία σειρά πέντε άρθρων στον «Κήρυκα» με γενικό τίτλο "Γενηθήτω φως" εμφανίστηκε απαντώντας στην επίθεση που δεχόταν και υπερασπιζόμενος την πολιτική του. Σε τρεις περιπτώσεις ο Αρμοστής αντέδρασε κλείνοντας την εφημερίδα και επιβάλλοντας χρηματικό πρόστιμο στο Βενιζέλο. Μετά από μήνυση του φιλοπριγκιπικού Μητροπολίτη Κρήτης μάλιστα του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης μιας βδομάδας την οποία εξέτισε στη φυλακή του Ιτζεδίν. Κατά τη διάρκεια του 1902 ο Βενιζέλος πήγε στην Αθήνα και συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη σε μια προσπάθεια να αποτρέψει το αδιέξοδο.
Η περίοδος της αποχής από την ενεργό πολιτική στην Κρήτη δεν σήμαινε βέβαια ούτε την ολοκληρωτική αποχή από την πολιτική, ούτε φυσικά την πλήρη απομόνωσή του. Την περίοδο μετά το 1897 κύκλοι της Αθήνας αναζητούσαν πολιτικές προσωπικότητες που να μη συνδέονται με τα παλαιά και φθαρμένα κόμματα. Η επίσκεψή του στην Αθήνα συνέπεσε με τις κομματικές ζυμώσεις εν όψει των εκλογών της 17/30 Νοεμβρίου του 1902. Ο Υπουργός Οικονομικών της Κυβέρνησης Ζαΐμη Φωκίων Νέγρης, πιθανότατα σε συνεννόηση με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, τον κάλεσε να μετάσχει στο εκλογικό ψηφοδέλτιο που ετοίμαζε.
Ο Βενιζέλος ωστόσο απέρριψε την πρόσκληση. Η πρόσκληση, όσο δελεαστική και αν ήταν, ήταν άκαιρη και χωρίς προοπτικές. Πρόσκληση να συμμετάσχει σε μία αναμέτρηση ως απλός υποψήφιος ενός μικρού κόμματος δεν ανταποκρινόταν στις αρχηγικές φιλοδοξίες του Βενιζέλου. Η ώρα να μεταπηδήσει στην πολιτική σκηνή της Αθήνας δεν είχε έρθει. Χωρίς να αφίσταται από τον τελικό στόχο της Ένωσης, για πολλά χρόνια ακόμα συνέχισε να δικηγορεί στα Χανιά, να δημοσιογραφεί στην εφημερίδα του «Κήρυξ» και να μάχεται για την πλήρη εφαρμογή του καθεστώτος της αυτονομίας.
Επιστροφή στην Ενεργό Πολιτική (1905 - 1910)
Ακολούθησε το επαναστατικό κίνημα στο Θέρισο το 1905 και η αντικατάσταση του Πρίγκιπα Γεωργίου στη θέση του Ύπατου Αρμοστή από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη το 1906. Το 1905, μετά από όσα είχαν προηγηθεί, είχε ωριμάσει πλέον μεταξύ των παραγόντων της αντιπολίτευσης η αναγκαιότητα της επαναστατικής ρήξης. Πριν να φτάσει ως εκεί, ο Βενιζέλος έκανε μία ύστατη προσπάθεια για συνδιαλλαγή με το παλάτι. Ο πρίγκιπας όμως έκλεισε τις πόρτες ερμητικά και απέκλεισε κάθε συνεννόηση. Δεν έμενε πλέον άλλη διέξοδος από την επαναστατική κινητοποίηση.
Πράγματι, στις 10/23 Μαρτίου 1905, ο πρίγκιπας και οι Δυνάμεις θα πληροφορηθούν ότι ο Βενιζέλος ήταν για μία ακόμα φορά αρχηγός μίας ένοπλης επανάστασης, στο Θέρισο, στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, με στενούς συνεργάτες του τους Κωνσταντίνο Μάνο και Κωνσταντίνο Φούμη. Οι επαναστάτες κήρυξαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και αγνόησαν την απειλητική απαίτηση του πρίγκιπα να διαλυθούν. Ο Βενιζέλος φρόντισε ν’ αποφύγει την αντιπαράθεση με τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες άλλωστε ήταν αντίθετες σε κάθε ιδέα ανακίνησης του Κρητικού Ζητήματος. Ο Ύπατος Αρμοστής όμως, στην προσπάθειά του να καταπνίξει την επανάσταση, ζήτησε τη συνδρομή των ξένων στρατευμάτων.
Η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία αρνήθηκαν την ανοικτή επέμβαση. Αντίθετα τα ρωσικά στρατεύματα ενεπλάκησαν σε μάχες με τους επαναστάτες. Μετά από οκτώ μήνες η επανάσταση τερματίστηκε με έναν έντιμο συμβιβασμό. Η Ένωση δεν επιτεύχθηκε, όμως ο δεσποτισμός είχε ηττηθεί και ο δρόμος για μία δημοκρατική διακυβέρνηση στην Κρήτη είχε ανοίξει. Ο Βενιζέλος είχε νικήσει τον αντίπαλό του και ο πρίγκιπας απομονωμένος από τη διεθνή υποστήριξη, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Ύπατη Αρμοστεία και το νησί τον Σεπτέμβριο του 1906. Στο εξής ο Ύπατος Αρμοστής θα διοριζόταν από το βασιλιά της Ελλάδας, με τη σύμφωνη γνώμη των Δυνάμεων, οι οποίες στο τέλος της επανάστασης διαπίστωσαν την αδυναμία τους να επιβάλλουν την πολιτική τους.
Στα πλαίσια αυτά ο πρώην Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης διορίσθηκε Ύπατος Αρμοστής και μία συνταγματική επιτροπή, με επικεφαλής τον Βενιζέλο, κατάρτισε ένα νέο πιο δημοκρατικό Σύνταγμα. Έτσι άρχιζε μία καινούργια περίοδος για την Κρήτη και για τον Βενιζέλο, ο οποίος ήταν πλέον στο επίκεντρο του πανελλήνιου και διεθνούς ενδιαφέροντος. Τα επόμενα χρόνια ο Βενιζέλος επέδειξε σπάνιες ικανότητες στην οικοδόμηση μιας φιλελεύθερης και ευνομούμενης Κρητικής Πολιτείας. Αναδιοργάνωσε το δικαστικό σύστημα, την αστυνομία και δημιούργησε μία αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη, την πολιτοφυλακή, με Κρητικούς υπό τη διοίκηση Ελλήνων αξιωματικών.
Η πολιτική σταθερότητα και η ευνομία, που επικράτησαν έκτοτε, επέτρεψαν στις Δυνάμεις να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από το νησί. Οι εξελίξεις αυτές ήταν μία δικαίωση της πολιτικής διορατικότητας του Βενιζέλου. Στο μεταξύ οι εξελίξεις στο ανατολικό ζήτημα ήταν ραγδαίες. Στην Τουρκία, τον Ιούνιο του 1908, εκδηλώθηκε το επαναστατικό Κίνημα των Νεοτούρκων, το οποίο προς στιγμήν δημιούργησε την ψευδή εντύπωση ότι η απολυταρχία θα έδινε τη θέση της στη συνταγματική μοναρχία και ότι στο εξής Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί θα ζούσαν υπό καθεστώς ελευθερίας και ισότητας. Σύντομα οι ελπίδες διαψεύσθηκαν. Το νέο καθεστώς ακολούθησε τις παλιές μεθόδους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μπολιασμένες με έντονο εθνικισμό.
Όμως η εσωτερική αστάθεια, που προκάλεσε το Κίνημα των Νεοτούρκων, έδωσε την ευκαιρία στην Αυστροουγγαρία να προσαρτήσει τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και στη Βουλγαρία να ανακηρυχθεί σε ανεξάρτητο κράτος. Το Σεπτέμβριο του 1908, χιλιάδες Κρητικοί κατέκλυσαν το Πεδίον του Άρεως στα Χανιά και απαίτησαν την ένωση με την Ελλάδα. Σχηματίστηκε κυβέρνηση, η οποία ανακοίνωσε ότι θα κυβερνούσε στο όνομα του βασιλιά της Ελλάδας. Το Ελληνικό όμως κράτος ήταν ανίσχυρο ακόμα και η Ελληνική κυβέρνηση, με το φόβο ενός νέου Ελληνοτουρκικού πολέμου, δεν τόλμησε να αναγνωρίσει το νέο καθεστώς. Εξ’ άλλου οι Δυνάμεις ήταν αντίθετες προς νέα αναταραχή στον ευαίσθητο χώρο της Εγγύς Ανατολής.
Το επόμενο διάστημα ο Βενιζέλος, ως Υπουργός Εξωτερικών και ως Πρωθυπουργός, πολιτεύθηκε με ευελιξία και αντιτάχθηκε με τόλμη σε εξτρεμιστικά στοιχεία της Κρήτης που επεδίωκαν βίαιες λύσεις στο Κρητικό Ζήτημα. Για δύο χρόνια ο Βενιζέλος συνεργάστηκε απρόσκοπτα με τον Έλληνα πολιτικό, Αλέξανδρο Ζαΐμη, για τη βελτίωση της εσωτερικής κατάστασης στο νησί και για την προώθηση του εθνικού ζητήματος. Τα γεγονότα του Θερίσου είχαν κάνει το Βενιζέλο ακόμα πιο γνωστό στην Αθήνα. Στο εξής οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελληνική πολιτική σκηνή δεν μπορούσαν να αγνοούν την προσωπικότητα του Βενιζέλου.
Διέθετε ένα σπάνιο συνδυασμό προσόντων: εργατικότητα, εξαιρετικές ικανότητες ανάλυσης της κατάστασης και σύλληψης του προβλήματος, ευρύτητα οριζόντων και άριστη γνώση της τοπικής, εθνικής και διεθνούς πολιτικής πραγματικότητας. Κυρίως όμως ήταν προικισμένος με την ικανότητα να θέτει με ρεαλισμό τη φιλελεύθερη ιδεολογία του στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου. Παρά την ένταση της κομματικής αντιπαράθεσης, κύριοι άξονες της πολιτικής του δράσης στην Κρήτη, πέρα από το γενικότερο πλαίσιο της λύσης του εθνικού ζητήματος, παρέμειναν σε όλη τη διάρκεια της Κρητικής Πολιτείας:
- Η οργάνωση της διοίκησης
- Ο προσανατολισμός της οικονομίας στην ανάπτυξη
- Η οικοδόμηση ανεξάρτητης δικαιοσύνης
- Η εμπέδωση της δημόσιας ασφάλειας και
- Η εισαγωγή δίκαιου φορολογικού συστήματος
Για το λόγο αυτό, όσο και αν η αντιπαράθεσή του με τον Πρίγκιπα Γεώργιο και το περιβάλλον του, καθώς και η σκληρή αρθρογραφία του κατά της μοναρχίας είχαν δημιουργήσει στην Αθήνα αρνητικό κλίμα για τον «επαναστάτη» Κρήτα πολιτικό, οι αρετές του αυτές, σε συνδυασμό με την άριστη συνεργασία του με τον Ζαΐμη, τη μετριοπάθεια και σύνεση με την οποία χειρίστηκε όλες τις μετέπειτα κρίσεις του Κρητικού ζητήματος, την προθυμία του να συνεργάζεται με τον Αρμοστή και με τον γραμματέα της Αρμοστείας Αλέξανδρο Ραγκαβή, συντέλεσαν καθοριστικά στο να αναδειχθεί το 1910 ως ο μοναδικός πολιτικός που θα μπορούσε να σώσει την Ελλάδα από το πολιτικό, κοινωνικό και θεσμικό αδιέξοδο.
Ο Βενιζέλος στην Αθήνα (Δεκέμβριος 1909)
Η ταπείνωση της Ελλάδας μετά την ήττα του 1897, ο διεθνής διασυρμός εξαιτίας του Κρητικού Ζητήματος, οι χρόνιες αδυναμίες του πολιτικού συστήματος και η φθορά των θεσμών έφεραν το στρατό στο προσκήνιο. Τον Αύγουστο του 1909 εκδηλώθηκε στην Αθήνα στρατιωτικό κίνημα, το οποίο είχε ως αίτημα την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος και του στρατού. Σύντομα όμως διαπιστώθηκε ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν είχε πρόγραμμα και σχέδιο για την έξοδο της χώρας από το πολιτικό αδιέξοδο.
Η βασιλική οικογένεια είχε χάσει το κύρος της και τα παλαιά κόμματα ήταν ανυπόληπτα, το κοινοβούλιο δεν μπορούσε να λειτουργήσει και οι στρατιωτικοί βυθίζονταν στο τέλμα της αδυναμίας τους να κυβερνήσουν. Μέσα σ’ αυτό το χάος, η ηγεσία των κινηματιών κατέφυγε στον Βενιζέλο, στην Κρήτη, και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Κρητικός πολιτικός έφτασε στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1909. Με μετριοπάθεια και ευελιξία απέναντι στα Ανάκτορα και τον παλαιό πολιτικό κόσμο, έδωσε πολιτικές λύσεις και άμβλυνε τις διαφορές που είχε δημιουργήσει η επέμβαση του στρατού.
Οι πληροφορίες για την προσωπική ζωή του Βενιζέλου είναι ελάχιστες. Υπάρχουν ενδείξεις, ωστόσο, ότι η μεταπήδηση του Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή της Αθήνας αποτέλεσε ένα σταθμό που άλλαξε και την προσωπική και την πολιτική ζωή του Κρητικού ηγέτη. Η πολιτική προσαρμογή ήταν δύσκολη. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ο Βενιζέλος αποφάσισε να διευρύνει τον πολιτικό του ορίζοντα, με την εμφάνισή του στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Οπωσδήποτε, φιλοδοξούσε ο ρόλος αυτός να είναι ηγετικός. Διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις με πολλούς εκδότες και δημοσιογράφους εφημερίδων της Αθήνας και μέσα στην ατμόσφαιρα απαξίωσης των παλαιών κομμάτων που κυριαρχούσε στην Ελληνική πρωτεύουσα.
Το όνομά του εμφανιζόταν συχνά ως μία πολλά υποσχόμενη εναλλακτική λύση. Εφημερίδες όπως η "Ακρόπολις" του Βλάση Γαβριηλίδη, "αι Αθήναι" του Γεωργίου Πωπ, ο "Χρόνος" του Κωστή Χαιρόπουλου και η "Εστία" του Αδώνιδος Κύρου, όλες έγκυρες εφημερίδες της εποχής, τον υποστήριξαν στην αρχή. Ο Γεώργιος Πωπ ήταν μάλιστα αυτός που έδωσε το όνομα στο κόμμα που ίδρυσε ο Βενιζέλος στην Ελλάδα (Κόμμα Φιλελευθέρων), όταν έλαβε μέρος επίκεφαλής συγκροτημένης παράταξης στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου του 1910. Όταν ανέλαβε την ευθύνη να προτείνει λύση στο πολιτικό αδιέξοδο τον Δεκέμβριο του 1909, έπρεπε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτικών ηγετών και του δύσπιστου θρόνου.
Το κατόρθωσε χάρη σε ένα συνδυασμό ρεαλισμού και σπάνιας διαπραγματευτικής ικανότητας. Όταν έφτασε στην Αθήνα στις 27 Δεκεμβρίου 1909, καλεσμένος από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο για να μελετήσει την πολιτική κατάσταση και να προτείνει λύση στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί από την αδυναμία των στρατιωτικών να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του κυβερνητικού έργου, αντιμετώπισε γενικευμένη εχθρότητα και καχυποψία:
- Των πολιτικών αρχηγών, που τον θεωρούσαν υπαίτιο του κινήματος του Θερίσου
- Και του Βασιλιά Γεωργίου, που απειλούσε ότι οποιαδήποτε απόπειρα παραβίασης του Συντάγματος θα τον οδηγούσε σε παραίτηση από το θρόνο.
Όταν έφυγε για τα Χανιά είκοσι μέρες αργότερα, ήταν ο κυρίαρχος της Ελληνικής πολιτικής ζωής. Είχε επιβάλει σε όλους, Στρατιωτικό Σύνδεσμο, πολιτικούς αρχηγούς και Θρόνο, μια συμφωνημένη λύση που:
- Εξασφάλιζε πολιτική Κυβέρνηση
- Προωθούσε την επιστροφή στην κοινοβουλευτική ομαλότητα με τη διενέργεια εκλογών για Αναθεωρητική Βουλή και αναθεώρηση του Συντάγματος
- Εξασφάλιζε τη διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου
- Απομάκρυνε τον κίνδυνο νέας έκρηξης του Κρητικού Ζητήματος.
Ο Βενιζέλος Νικητής των Εκλογών της 8 Αυγούστου 1910
Τον Αύγουστο του 1910, εγκατέλειψε την πρωθυπουργία της Κρήτης και εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής Αττικοβοιωτίας. Στις 6 Οκτωβρίου ορκίσθηκε πρωθυπουργός της Ελλάδας. Στις νέες εκλογές της Β' Αναθεωρητικής Βουλής, που διεξήχθησαν στις 28 Νοεμβρίου, το κόμμα των Φιλελευθέρων, το οποίο εν τω μεταξύ ίδρυσε, θα θριαμβεύσει. Ο Βενιζέλος ήταν τότε 46 χρονών. Είχε αποδείξει κιόλας τις ικανότητές του, πολλές φορές. Είχε ψηθεί στο καμίνι της Κρήτης και είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τα δραματικά γεγονότα της νήσου. Όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, βρέθηκε μπροστά σε μια χαοτική κατάσταση.
Η χώρα ήταν συντετριμμένη από το βάρος της ήττας του 1897, διεθνώς απομονωμένη, με ανύπαρκτο κρατικό μηχανισμό, αναξιοποίητες τις παραγωγικές πηγές, υποθηκευμένη στο διεθνές κεφάλαιο και με ένα λαό χωρίς ελπίδα και όραμα. Αντιμέτωπος με την καχυποψία των Ανακτόρων και την αδιαλλαξία των αξιωματικών του Στρατιωτικού Συνδέσμου, κατάφερε να επιβληθεί εσωτερικά και να νομιμοποιηθεί με το λαϊκό χρίσμα. Η εξομάλυνση της εσωτερικής κατάστασης και ο ανώδυνος τερματισμός της επέμβασης του στρατού στην πολιτική, αποτέλεσαν το πρώτο σημαντικό έργο του.
Συνεχίσθηκε με ταχείς ρυθμούς η αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και για το σκοπό αυτό μετακλήθηκαν στρατιωτικές και ναυτικές εκπαιδευτικές αποστολές από τη Γαλλία και τη Βρετανία, γεγονός που προκάλεσε την αντίθεση του διαδόχου Κωνσταντίνου και στρατιωτικών κύκλων, που επιθυμούσαν μετάκληση Γερμανών εκπαιδευτών. Παράλληλα με την εκπαίδευση εντάθηκαν τα εξοπλιστικά προγράμματα και έγιναν νέες παραγγελίες πολεμικού υλικού. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η ενότητα του στρατού και η αξιοποίηση του στελεχικού δυναμικού του, αποτελούσαν πρωταρχικό όρο για την επικείμενη πολεμική προσπάθεια του έθνους.
Γι’ αυτό ανακάλεσε στην υπηρεσία, από τη διαθεσιμότητα που τον είχε θέσει ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, τον διάδοχο Κωνσταντίνο και του ανάθεσε την αρχιστρατηγία, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των αξιωματικών, αλλά και των πολιτικών του αντιπάλων. Η ώρα για τη μεγάλη εξόρμηση πλησίαζε και απ’ αυτήν δεν εξαίρεσε κανένα. Από τον Κωνσταντίνο, μέχρι τους δύο δικούς του γιους, που κατά τη διάρκεια των πολέμων 1912 - 1913 θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Στον αντικειμενικό του στόχο της συναδέλφωσης και της ομοψυχίας ενέταξε τις λαϊκές δυνάμεις, προς τις οποίες έδωσε ελπίδες και οράματα.
Η περίοδος, που άρχισε το 1910, υπήρξε περίοδος ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες καθιέρωσαν στην Ελλάδα το κράτος δικαίου και ανακούφισαν τις λαϊκές τάξεις. Σύγχρονο και προοδευτικό Σύνταγμα, που κατοχύρωνε την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και εισήγαγε διατάξεις για αναγκαστική απαλλοτρίωση των μεγάλων τσιφλικιών. Φιλεργατική πολιτική, που καθιέρωνε το οκτάωρο, την αργία της Κυριακής, την προστασία της γυναίκας και την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, η οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, υποχρεωτική στοιχειώδης εκπαίδευση, υπήρξαν ορισμένες από τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις της περιόδου αυτής.
Ο Βενιζέλος ήταν φιλόδοξο άτομο. Είναι βέβαιο ότι κάποια αδιευκρίνιστη στιγμή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα να επεκτείνει τον ορίζοντα της πολιτικής του σταδιοδρομίας στην Ελληνική πολιτική σκηνή. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε στις αρχές του 1910, όταν διαπίστωσε το πολιτικό κενό που υπήρχε στην Ελληνική πολιτική σκηνή και την επιρροή που απέκτησε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1909 και τον Ιανουάριο του 1910. Στην Ελλάδα οι εκλογές για Διπλή Αναθεωρητική Βουλή προκηρύχθηκαν για τις 8 Αυγούστου. Ο Βενιζέλος, Πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κρήτης από το Μάρτιο, δίσταζε να θέσει υποψηφιότητα. Αλλά το προεκλογικό κλίμα ευνοούσε τις ιδέες του.
Παράλληλα με τα παλαιά κόμματα εμφανίστηκε μεγάλος αριθμός ανεξάρτητων υποψηφίων που στοιχίζονταν γύρω από το σύνθημα «Ανόρθωσις» και που θεωρούσαν τον Βενιζέλο ως το φυσικό τους ηγέτη. Ο Βενιζέλος, μετά από την αναβολή των συνεδριάσεων της Κρητικής Βουλής για τέσσερις μήνες, στις 26 Ιουνίου, έφυγε από την Κρήτη. Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Βενιζέλος παρέμεινε αμφιταλαντευόμενος. Φοβόταν ότι θα εξασφάλιζε τις ψήφους της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά όχι των χωρικών της Αίγινας, της Μεγαρίδας και των Μεσογείων. Αλλά μετά τη διαβεβαίωση του Δημάρχου Αθηναίων Σπυρίδωνα Μερκούρη, ότι εκείνος θα του εξασφάλιζε την υποστήριξη των αγροτικών περιοχών της Αττικής, οι φόβοι του κάμφθηκαν.
Και ενώ εκείνος έφυγε για σύντομο ταξίδι στην Ευρώπη για λόγους υγείας, την υποψηφιότητά του έθεσαν λίγες μέρες πριν από τις εκλογές οι «φίλοι» του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν τότε ο Εμμανουήλ Μπενάκης, ο Γεώργιος Πωπ και ο Σπυρίδων Μερκούρης. Το πολιτικό του πρόγραμμα διοχετεύτηκε στην εφημερίδα του Πωπ Αθήναι. Μετά τη θριαμβευτική του εκλογή ως πρώτου σε ψήφους βουλευτή Αττικοβοιωτίας και αφού παραιτήθηκε από την ηγεσία της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κρήτης, ο Βενιζέλος εμφανίστηκε στην Αθηναϊκή πολιτική σκηνή και συγκεκριμένα στη Βουλή, με στόχο να κυριαρχήσει, στις 3 Σεπτεμβρίου 1910.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος Πρωθυπουργός της Ελλάδας
Από τα Χανιά έφυγε ο Βενιζέλος το απόγευμα της Κυριακής 22 Αυγούστου 1910. Η προοπτική της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον Βενιζέλο είχε γεμίσει προσδοκίες όχι μόνο τους πολιτικούς του φίλους και ψηφοφόρους στην Ελλάδα αλλά και τον υπόδουλο Ελληνισμό, που τη θεωρούσαν ως σημάδι ότι η ώρα της απελευθέρωσης από τους Τούρκους δεν ήταν μακριά. Ανέβηκε στην Αθήνα αφήνοντας στα Χανιά τον επιστήθιο φίλο του Κλέαρχο Μαρκαντωνάκη να χειριστεί τις λεπτομέρειες της μακροχρόνιας, όπως προβλεπόταν, μετεγκατάστασής του. Αρχικά κατέλυσε στο «Μέγα Ξενοδοχείον» της Πλατείας Συντάγματος από την εξώστη του οποίου εκφώνησε το μνημειώδη λόγο του της 5ης Σεπτεμβρίου.
Για μικρά διαστήματα φιλοξενήθηκε σε σπίτια φίλων του: στο σπίτι του Νικολάου Σαλίβερου στη γωνία των οδών Κυδαθηναίων και Θέσπιδος, στη γωνία των οδών Νίκης και Απόλλωνος και, από το 1911 ως το 1914, σε ένα σπίτι στην οδό Ζαλοκώστα πίσω από το Υπουργείο Στρατιωτικών, όπου και περνούσε πολλές ώρες. Το καλοκαίρι του 1914 ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος του παραχώρησε το σπίτι στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Λυκαβηττού στο οποίο έμεινε μέχρι την αναχώρηση από την Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1920.
Αντιμέτωπος με το Κρητικό Ζήτημα
Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεταπήδησε από την Κρητική στην Ελληνική πολιτική σκηνή, η Κρήτη είχε αποκτήσει την ελευθερία της και η ένωση με την Ελλάδα ήταν θέμα χρόνου και ευνοϊκότερων διεθνών συγκυριών. Εν τούτοις το Κρητικό Ζήτημα αποτελούσε το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, σε σημείο τέτοιο ώστε να απειλείται νέος Ελληνοτουρκικός πόλεμος, με αφορμή την επιμονή των Κρητών βουλευτών να εισέλθουν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Οι περιστάσεις όμως δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές, δεδομένου ότι η χώρα και στρατιωτικά ανέτοιμη ήταν «…και εγώ δεν θα ήθελον να έλθω εις σύγκρουσιν με την Τουρκία άνευ συμμάχων…», όπως τόνιζε ο ίδιος ο Βενιζέλος λίγα χρόνια αργότερα στη Βουλή.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός αντιστάθηκε σθεναρά στην καταδημαγώγηση του Κρητικού Ζητήματος και το απέσπασε κυριολεκτικώς από το πεζοδρόμιο και για πρώτη φορά το ενέταξε στο γενικότερο στρατηγικό σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, μαζί με τις υπόλοιπες αλύτρωτες περιοχές του Ελληνισμού. Παρά τις κατηγορίες του Τύπου για προδοσία, τις παραιτήσεις Υπουργών του, τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, απαγόρευσε την είσοδο των Κρητών βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, διέταξε τη σύλληψή τους από το στρατό και αισθάνθηκε, όπως ομολόγησε, «μεγάλο ψυχικόν άλγος» για τα αιματηρά γεγονότα που επακολούθησαν στην οδό Σταδίου, το Μάιο του 1912.
Ο Βενιζέλος, είχε πάντοτε μία εσωτερική πυξίδα με την οποία κατεύθυνε την πολιτική του και ουδέποτε υπέταξε στη δίνη των γεγονότων ή στις απαιτήσεις της κοινής γνώμης τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας. Μισούσε τη δημαγωγία και είχε το θάρρος να πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα. Και με το πνεύμα μιας ψύχραιμης θεώρησης του συνόλου της εξωτερικής πολιτικής, απεύθυνε, το 1911, αυστηρή προειδοποίηση προς τον Κρητικό λαό τονίζοντας «… ότι είναι αδύνατον να αναγνωρισθεί το δικαίωμα εις αυτούς, αποτελούντας το 1/8 ή το 1/9 του πληθυσμού της Ελλάδος, όπως υπαγορεύσωσι και επιβάλωσιν αυτοί εκβιαστικώς την πολιτικήν αυτών εις το ελεύθερον Βασίλειον…».
Αυτά έλεγε τότε προς τους συμπατριώτες του και τους συναγωνιστές του των πρόσφατων Κρητικών επαναστάσεων ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Έπρεπε να κατανοήσουν όλοι, ότι η χώρα δεν ήταν δυνατόν, όπως το 1897, να συρθεί και πάλι από εξτρεμιστικά στοιχεία σε έναν πόλεμο παρά τη θέληση της υπεύθυνης κυβέρνησης.
Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ
Έξοδος από την Απομόνωση
Στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων η διεθνής θέση της χώρας ήταν ιδιαίτερα δυσχερής και η αναζήτηση συμμάχων καθόλου εύκολη υπόθεση. Είχε προηγηθεί ο Μακεδονικός Αγώνας, ο οποίος είχε επιδεινώσει τις σχέσεις της Ελλάδος προς την Τουρκία, Ρουμανία και Βουλγαρία. Οι διαφορές με την Ρουμανία, εξαιτίας του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, είχαν οδηγήσει στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων το 1906, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1911. Εξάλλου, η ισχυροποίηση του Βουλγαρικού παράγοντα και οι βλέψεις του σε ολόκληρη τη Μακεδονία προκαλούσαν πανικό στην Αθήνα, η οποία εξέταζε το ενδεχόμενο της συμμαχίας με την Τουρκία, για την αντιμετώπιση του Βουλγαρικού κινδύνου.
Όμως οι ελπίδες που είχε γεννήσει η νεοτουρκική επανάσταση είχαν διαψευσθεί και κατά συνέπεια η προσέγγιση προς τα σλαβικά έθνη αποτελούσε μονόδρομο. Για τους λόγους αυτούς ο Βενιζέλος καλλιέργησε κλίμα ύφεσης με τη Βουλγαρία και την κρίσιμη στιγμή συνήψε αμυντική συμμαχία με τη χώρα αυτή, χωρίς προηγουμένως να συμφωνήσει τα εδαφικά ανταλλάγματα, πράξη αδιανόητη για όλους τους πολιτικούς αντιπάλους του. Όμως χωρίς αυτήν η Ελλάδα δε θα έμπαινε στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο.
Για την πανίσχυρη τότε Βουλγαρία η μόνη διαπραγμάτευση που θα μπορούσε να γίνει αποδεχτή ήταν αυτή που θα έδινε στους Βούλγαρους τη Θεσσαλονίκη. Ο Βενιζέλος άφησε τη διανομή των εδαφών στα όπλα και δικαιώθηκε. Κατά τον Ι. Μεταξά ο πόλεμος εκείνος ήταν ένα ολέθριο λάθος. Κατά τον επιφανέστερο Ρουμάνο πολιτικό της εποχής, Τ. Ιονέσκου, η συμμαχία της Ελλάδος με τη Βουλγαρία, χωρίς εκ των προτέρων διανομή εδαφών, ήταν πράξη πολιτικής μεγαλοφυΐας.
Οι Απελευθερωτικοί Πόλεμοι
Τον Οκτώβριο του 1912 η Βαλκανική Συμμαχία κήρυττε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι και Μαυροβούνιοι είχαν ενωθεί, για να απελευθερώσουν εκατομμύρια ομοεθνείς τους και για να διώξουν τους Τούρκους από τα Ευρωπαϊκά εδάφη. Ήταν ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος. Κατά τη διάρκεια των πολέμων, ο Ελευθέριος Βενιζέλος παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη των επιχειρήσεων και ως υπεύθυνος κυβερνήτης καθόριζε τους στρατηγικούς στόχους, στους οποίους υπέτασσε τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς του επιτελείου.
Η στροφή του όγκου του Ελληνικού στρατού, από το Μοναστήρι, που ήταν ο αρχικός σχεδιασμός του Γενικού Επιτελείου, προς τη Θεσσαλονίκη, και η έγκαιρη κατάληψη της πόλης στις 26 Οκτωβρίου 1912, αποτέλεσε κορυφαία έκφραση αυτής της πολιτικής. Τα έντονα διαβήματα του πρωθυπουργού, για αλλαγή της πορείας του Ελληνικού στρατού από το βορρά προς την ανατολή, έφεραν τις πρώτες τριβές με τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, έσωσαν όμως την τελευταία στιγμή τη Θεσσαλονίκη από τις επελαύνουσες Βουλγαρικές δυνάμεις.
Για τον Βενιζέλο δεν υπήρχαν όρια μεταξύ πολεμικής στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής, αρκεί έτσι να υπηρετούντο οι εθνικοί στόχοι. Στα πλαίσια αυτά δεν δέχθηκε την ανακωχή που υπέγραψαν οι λοιποί εμπόλεμοι κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Έτσι η Ελλάδα συνέχισε τις επιχειρήσεις κατά της Τουρκίας, παράλληλα όμως συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη, που διεξήγοντο στο Λονδίνο. Στο διάστημα αυτό, απελευθερώθηκαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα Ιωάννινα και έτσι ναυάγησαν τα σχέδια της Ρώμης και της Βιέννης για ένταξη της πόλης στο νέο Αλβανικό κράτος.
Το Μάιο του 1913 υπογράφηκε τελικά, στο Λονδίνο, η συνθήκη ειρήνης μεταξύ της ηττημένης Τουρκίας και των Βαλκανικών κρατών. Η ειρήνη διήρκεσε μόλις ένα μήνα. Όπως αποδείχθηκε η συμμαχία των Βαλκανικών χωρών υπήρξε πρόσκαιρη. Τις είχε ενώσει μόνον το κοινό μίσος για την Τουρκία. Τα συμφέροντά τους είχαν παύσει πλέον να είναι κοινά. Η Βουλγαρία δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένη από τη λεία του πολέμου, διεκδικούσε εδάφη που είχαν καταλάβει στη Μακεδονία ο Ελληνικός και ο Σερβικός στρατός. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπασε μεταξύ των πρώην συμμάχων, έπειτα από αιφνιδιαστική επίθεση της Βουλγαρίας κατά της Ελλάδας και της Σερβίας.
Ο Βενιζέλος, πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων, προσπάθησε να αποφύγει τον πόλεμο και ξεκίνησε συνομιλίες με τη Βουλγαρική κυβέρνηση. Παράλληλα όμως, διεξήγαγε μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Σερβία, οι οποίες, έπειτα από προσωπική παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού, κατέληξαν στην υπογραφή συνθήκης συμμαχίας, παρά τις αντιρρήσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου και του επιτελείου, σε σχέση με τις δεσμεύσεις που αναλάμβανε η Ελλάδα για το μέλλον. Η Βουλγαρία αντιμετωπίζοντας τους δύο συμμάχους αλλά και τη Ρουμανία και την Τουρκία, ηττήθηκε κατά κράτος.
Οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη, που άρχισαν στο Βουκουρέστι, ήταν σκληρές. Οι Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή, όμως ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, που, μετά τη δολοφονία του πατέρα του Γεωργίου Α', είχε ανέλθει στον θρόνο, αρνιόταν να τη δεχθεί. Ήθελε να εκμηδενίσει στρατιωτικά και να ταπεινώσει τη Βουλγαρία. Ένα απειλητικό ρήγμα στο μέτωπο των Ελληνικών δυνάμεων, συνέτισε τον Έλληνα βασιλιά. Πανικόβλητος, στις 16 Ιουλίου 1913, έστειλε τηλεγράφημα στον Βενιζέλο, στο Βουκουρέστι: «Ο στρατός μας έφθασεν εις τα φυσικά και ηθικά όρια της αντοχής του. Υπό τας συνθήκας αυτάς δεν δύναμαι πλέον να επιμένω αρνούμενος ανακωχήν ή εκεχειρίαν».
Ο Βενιζέλος, που ούτως ή άλλως, διαφωνούσε με την αλαζονική πολιτική του βασιλιά, έσπευσε να προσφέρει ανακωχή, την οποία οι Βούλγαροι αμέσως αποδέχτηκαν. Η αντιπροσωπεία της Βουλγαρίας στο Βουκουρέστι δεν είχε πληροφορηθεί ακόμα τις δυσκολίες του Ελληνικού στρατού. Στη συνέχεια ο Βενιζέλος παραμέρισε τις εξωπραγματικές εδαφικές αξιώσεις του Κωνσταντίνου και ταυτόχρονα εξουδετέρωσε την αντίθεση της αυστροουγγρικής, βρετανικής και ρωσικής διπλωματίας στην παραχώρηση της περιοχής Δράμας – Καβάλας στην Ελλάδα. Στις 28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου του 1913 υπογράφηκε η συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Η Ελλάδα, μετά από δύο σκληρούς πολέμους είχε διπλασιαστεί. Η Μακεδονία μέχρι την Καβάλα, η Ήπειρος, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και η Κρήτη είχαν ενσωματωθεί στο Ελληνικό βασίλειο. Ήταν ένας θρίαμβος της πολιτικής του Βενιζέλου. Και ο Κωνσταντίνος, αναγνωρίζοντας την προσφορά του, του τηλεγραφούσε στο Βουκουρέστι ότι αποδείχθηκε αντάξιος της πατρίδας.
Την επαύριον της υπογραφής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, ο Βενιζέλος επιδίωκε την επικράτηση μιας μακράς ειρηνικής περιόδου, η οποία θα επέτρεπε στην Ελλάδα την επούλωση των πληγών του πολέμου, την ομαλή ενσωμάτωση στην εθνική οικονομία των περιοχών που απελευθερώθηκαν και τη συνέχιση της ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της χώρας. Στην εξωτερική πολιτική υπερασπιζόταν τις ισορροπίες που διαμορφώθηκαν στη Βαλκανική μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, ενώ οραματιζόταν ένα ειρηνικό μέλλον για τους λαούς που διασταύρωσαν τα ξίφη τους στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Όμως οι διεθνείς συγκυρίες δεν ευνοούσαν καθόλου αυτή την πολιτική. Η νέα Βαλκανική πραγματικότητα, η οποία προέκυψε από τους δύο πολέμους, ήταν αντίθετη προς τις διεκδικήσεις της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, ενώ έθιγε τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας στην περιοχή. Έτσι, στις παραμονές της έκρηξης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα αντιμετώπιζε την απειλή ενός νέου Ελληνοτουρκικού πολέμου. Οι Τούρκοι διεκδικούσαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και εξαπέλυαν απηνή διωγμό κατά του Ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας και της ανατολικής Θράκης.
Ο ρεβανσισμός της Βουλγαρικής ηγεσίας, η εχθρότητα της Αυστροουγγαρίας, οι αντιθέσεις με την Ιταλία στα θέματα των Δωδεκανήσων και στη χάραξη των συνόρων της Αλβανίας, κυρίως όμως η Τουρκική απειλή, υποχρέωναν τον Βενιζέλο να αναζητήσει ισχυρά διεθνή ερείσματα για την αντιμετώπιση των σοβαρών κινδύνων που απειλούσαν τη χώρα.
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Ο Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 προσέφερε στον Βενιζέλο μοναδική ευκαιρία να αποκτήσει τα ερείσματα που επεδίωκε. Έτσι, λίγες ημέρες μετά την έναρξη του μεγάλου πολέμου και σε διάστημα ενός μηνός, πρότεινε τρεις φορές στους Αγγλογάλλους συμμετοχή της Ελλάδος στον πόλεμο, στα πλαίσια ευρύτερης σύμπραξης των Βαλκανικών κρατών, από την οποία εξαιρούσε την Τουρκία. Η λογική της πρότασης του Βενιζέλου υπηρετούσε ένα στρατηγικό στόχο. Την εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, στα πλαίσια της συμμαχίας της Αντάντ.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός έσπευδε να προλάβει τις εξελίξεις και να εισέλθει πρώτος στην Αντάντ, προκειμένου να εξωθήσει την Τουρκία στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων και να προσεταιριστεί τη Βουλγαρία ή να την υποχρεώσει σε ουδετερότητα. Ο Βενιζέλος ήταν από τους ελάχιστους ηγέτες, που διακήρυττε ότι η Αντάντ ήταν εκείνη, που λόγω της κυριαρχίας της στις θάλασσες, θα κέρδιζε τον πόλεμο. Λόγοι επίσης ιδεολογικοί επέβαλλαν στην Ελλάδα να ταχθεί με το μέρος των Δυτικών Δημοκρατιών, απέναντι στη μιλιταριστική Γερμανία.
Οι πρωτοβουλίες αυτές του Βενιζέλου δε βρήκαν ανταπόκριση μεταξύ των Δυτικών συμμάχων, οι οποίοι μετά την προσχώρηση της Τουρκίας στο στρατόπεδο των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, προκειμένου να προσελκύσουν τη Βουλγαρία προς το μέρος τους, πίεζαν την Ελλάδα και τη Σερβία να προβούν σε εδαφικές παραχωρήσεις υπέρ της χώρας αυτής. Η συμμαχική ηγεσία δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί, ότι ο άξονας Αθηνών - Βελιγραδίου αποτελούσε το μοναδικό σταθερό έρεισμα, το οποίο διέθετε στα Βαλκάνια στην αρχή του πολέμου. Η αξιοποίησή του ήταν δυνατόν, αν μη τι άλλο, να εξασφάλιζε την ουδετερότητα της Βουλγαρίας και να επηρέαζε τις τελικές αποφάσεις της Ρουμανίας.
Η ελάχιστα διορατική αυτή πολιτική των Αγγλογάλλων, εκτός του ότι δεν έφερε τη Βουλγαρία στο στρατόπεδό τους, αποδυνάμωσε εσωτερικά τον Βενιζέλο και ενίσχυσε τη φιλογερμανική ουδετερότητα των Ανακτόρων και του Επιτελείου. Τα γεγονότα που ακολούθησαν δοκίμασαν σκληρά την πολιτική των συμμάχων στο Βαλκανικό χώρο και τους ενέπλεξαν στη δίνη του Ελληνικού δράματος, το οποίο στους Έλληνες κόστισε έναν ολέθριο διχασμό και στους συμμάχους την παράταση του πολέμου. Το σφάλμα τους αυτό οι σύμμαχοι το πλήρωσαν σύντομα με την αποτυχημένη επιχείρηση των Δαρδανελλίων, η οποία με τη συμμετοχή του Ελληνικού παράγοντα πιθανότατα θα είχε αίσια έκβαση με ευνοϊκές συνέπειες για τη διάρκεια του πολέμου.
Η εκστρατεία των Αγγλογάλλων κατά των Δαρδανελλίων, ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1915 και είχε στόχο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης με συνέπεια την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι σύμμαχοι ζήτησαν τη βοήθεια της Ελλάδας, όμως τελικά ο βασιλιάς, παρά την αντίθετη γνώμη του Βενιζέλου, αρνήθηκε να συμφωνήσει. Η διαφωνία αυτή έφερε, την πρώτη ανοικτή σύγκρουση βασιλιά και πρωθυπουργού και ακολούθως την παραίτηση του Βενιζέλου, ο οποίος μετά από εκλογές επανήλθε πανηγυρικά στην εξουσία τον Αύγουστο του 1915. Ένα μήνα μετά την επάνοδό του στην κυβέρνηση, η Βουλγαρία κήρυσσε επιστράτευση και η Ελλάδα απαντούσε με το ίδιο μέτρο.
Εν τω μεταξύ η Σερβία βρισκόταν σε δεινή θέση λόγω της επικείμενης κοινής επίθεσης Γερμανών και Αυστριακών εναντίον της. Η επίθεση αυτή, σε συνδυασμό με τη βέβαιη προσχώρηση της Βουλγαρίας στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων, καθιστούσε αναπόφευκτη τη συντριβή του σερβικού στρατού και την έκλειψη του Σερβικού παράγοντα, από τη Βαλκανική σκακιέρα. Οι παραπάνω εξελίξεις επιβεβαίωναν τους χειρότερους φόβους του Βενιζέλου, ο οποίος εξ αρχής διακήρυττε, ότι ήττα της Σερβίας ισοδυναμούσε με δραματική ανατροπή των στρατηγικών ισορροπιών στη Βαλκανική, που θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας πανίσχυρης Βουλγαρίας, την οποία αργά ή γρήγορα θα εκαλείτο η Ελλάδα να αντιμετωπίσει μόνη της, μετά τον πόλεμο.
Ο Βενιζέλος υπενθύμισε τότε στον Κωνσταντίνο τις συμμαχικές υποχρεώσεις της Ελλάδος έναντι της Σερβίας αλλά τα Ανάκτορα και το Επιτελείο προφασίσθηκαν την αδυναμία της Σερβίας να παρατάξει 150.000 στρατό στην κοιλάδα του Αξιού, όπως προέβλεπε σχετικός όρος της Ελληνοσερβικής συνθήκης. Ο Βενιζέλος, με έναν ευφυή ελιγμό και παρά πάσαν προσδοκία, έπεισε, έστω και για λίγες ώρες, τον Κωνσταντίνο να δεχθεί την αποβίβαση Αγγλογαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, στη θέση των σερβικών, που προέβλεπε η Ελληνοσερβική συνθήκη. Τα επόμενα χρόνια η Θεσσαλονίκη δέχτηκε χιλιάδες στρατό, που συγκρότησε το συμμαχικό μέτωπο της Μακεδονίας.
Μετά τη συγκατάθεση του Βασιλιά, ενήργησε αστραπιαία φοβούμενος υπαναχώρηση του Κωνσταντίνου και ζήτησε από τους συμμάχους την αποστολή των στρατευμάτων αυτών. Πράγματι, οι σύμμαχοι ανταποκρίθηκαν αμέσως και οι δυνάμεις τους, που έδρευαν στην Καλλίπολη, επιβιβάσθηκαν στα πλοία με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. Λίγες ημέρες αργότερα η υποβόσκουσα κρίση στις σχέσεις βασιλιά και Βενιζέλου αναζωπυρώθηκε και οδήγησε στην αποπομπή τού προσφάτως εκλεγμένου πρωθυπουργού. Οι δρόμοι των δύο ανδρών χώρισαν οριστικά και ο διχασμός του ελληνικού έθνους, που ήταν η αιτία όλων των δεινών που επακολούθησαν, άρχιζε.
Οι ανακτορικές κυβερνήσεις, που διαδέχθηκαν τον Βενιζέλο, συνέχισαν να ομιλούν περί ουδέτερης Ελλάδος. Στα πλαίσια αυτής της ουδετερότητας ανέχτηκαν απροκάλυπτες επεμβάσεις και καταλήψεις ελληνικών εδαφών από τους Αγγλογάλλους, ενώ ταυτόχρονα αποδέχθηκαν αδιαμαρτύρητα τον ακρωτηριασμό της χώρας με αποκορύφωμα την κατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας από το Βουλγαρικό και το Γερμανικό στρατό τον Αύγουστο του 1916. Είχαν παραδώσει τη Μακεδονία σε μιαν ανελέητη Βουλγαρική κατοχή. Εδάφη που κερδήθηκαν με αίμα, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που απελευθερώθηκαν στους πρόσφατους πολέμους, παραδίδονταν αμαχητί στους εχθρούς της χώρας.
Θλίψη, οργή και αγανάκτηση απλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Στις 14 Αυγούστου 1916 η μισή Αθήνα συγκεντρώθηκε κάτω από το σπίτι του Ελευθερίου Βενιζέλου, απ’ όπου ο Έλληνας ηγέτης απεύθυνε ύστατη έκκληση στο βασιλιά να εγκαταλείψει τη φιλογερμανική ουδετερότητα. Τρεις μέρες αργότερα, στη Θεσσαλονίκη, ξεσπά το στρατιωτικό κίνημα, της Εθνικής Αμύνης, κατά της πολιτικής των Ανακτόρων. Στην αρχή ο Ελευθέριος Βενιζέλος αρνήθηκε να το υιοθετήσει. Προσπάθησε για τελευταία φορά να δημιουργήσει γέφυρες προς τα Ανάκτορα των Αθηνών. Όμως δεν βρήκε ανταπόκριση.
Ο κύβος είχε πλέον ριφθεί και ο Βενιζέλος είχε πεισθεί ότι οι βασιλικές κυβερνήσεις οδηγούσαν τη χώρα στην καταστροφή. Κάτω από την πίεση των δραματικών εξελίξεων έγινε για μια ακόμα φορά επαναστάτης. Το Σεπτέμβριο του 1916 εγκαταλείπει την Αθήνα και πηγαίνει στα Χανιά, όπου ήδη είχε εκδηλωθεί λαϊκή εξέγερση, η οποία είχε απλωθεί σε όλη την Κρήτη. Εκεί σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση με το ναύαρχο Κουντουριώτη και ακολούθως περιόδευσε στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία προσχώρησαν στην επανάσταση. Αμέσως μετά κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο λαός του επεφύλαξε πάνδημη υποδοχή. Η Θεσσαλονίκη θα ήταν πλέον η έδρα της προσωρινής κυβερνήσεως του δεύτερου Ελληνικού κράτους.
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Αμέσως μετά την εγκατάστασή της στη Θεσσαλονίκη, η επαναστατική κυβέρνηση έθεσε ως πρωταρχικό στόχο της την οργάνωση του στρατού και την άμεση συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να επανακτήσει τα καταληφθέντα εδάφη και να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Παρά τις φοβερές δυσκολίες, την αρχική αδυναμία, την απροθυμία των συμμάχων να συνδράμουν την προσπάθεια με οικονομική και στρατιωτική βοήθεια και την υπονόμευση από το κράτος των Αθηνών, η προσωρινή κυβέρνηση συγκρότησε εντός ολίγων μηνών στρατό, κυρίως από εθελοντές, ο οποίος τον Ιούνιο του 1917 αριθμούσε 52.271 οπλίτες και 1.497 αξιωματικούς.
Οι Απελευθερωτικοί Πόλεμοι
Τον Οκτώβριο του 1912 η Βαλκανική Συμμαχία κήρυττε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι και Μαυροβούνιοι είχαν ενωθεί, για να απελευθερώσουν εκατομμύρια ομοεθνείς τους και για να διώξουν τους Τούρκους από τα Ευρωπαϊκά εδάφη. Ήταν ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος. Κατά τη διάρκεια των πολέμων, ο Ελευθέριος Βενιζέλος παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη των επιχειρήσεων και ως υπεύθυνος κυβερνήτης καθόριζε τους στρατηγικούς στόχους, στους οποίους υπέτασσε τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς του επιτελείου.
Η στροφή του όγκου του Ελληνικού στρατού, από το Μοναστήρι, που ήταν ο αρχικός σχεδιασμός του Γενικού Επιτελείου, προς τη Θεσσαλονίκη, και η έγκαιρη κατάληψη της πόλης στις 26 Οκτωβρίου 1912, αποτέλεσε κορυφαία έκφραση αυτής της πολιτικής. Τα έντονα διαβήματα του πρωθυπουργού, για αλλαγή της πορείας του Ελληνικού στρατού από το βορρά προς την ανατολή, έφεραν τις πρώτες τριβές με τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, έσωσαν όμως την τελευταία στιγμή τη Θεσσαλονίκη από τις επελαύνουσες Βουλγαρικές δυνάμεις.
Για τον Βενιζέλο δεν υπήρχαν όρια μεταξύ πολεμικής στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής, αρκεί έτσι να υπηρετούντο οι εθνικοί στόχοι. Στα πλαίσια αυτά δεν δέχθηκε την ανακωχή που υπέγραψαν οι λοιποί εμπόλεμοι κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Έτσι η Ελλάδα συνέχισε τις επιχειρήσεις κατά της Τουρκίας, παράλληλα όμως συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη, που διεξήγοντο στο Λονδίνο. Στο διάστημα αυτό, απελευθερώθηκαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα Ιωάννινα και έτσι ναυάγησαν τα σχέδια της Ρώμης και της Βιέννης για ένταξη της πόλης στο νέο Αλβανικό κράτος.
Το Μάιο του 1913 υπογράφηκε τελικά, στο Λονδίνο, η συνθήκη ειρήνης μεταξύ της ηττημένης Τουρκίας και των Βαλκανικών κρατών. Η ειρήνη διήρκεσε μόλις ένα μήνα. Όπως αποδείχθηκε η συμμαχία των Βαλκανικών χωρών υπήρξε πρόσκαιρη. Τις είχε ενώσει μόνον το κοινό μίσος για την Τουρκία. Τα συμφέροντά τους είχαν παύσει πλέον να είναι κοινά. Η Βουλγαρία δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένη από τη λεία του πολέμου, διεκδικούσε εδάφη που είχαν καταλάβει στη Μακεδονία ο Ελληνικός και ο Σερβικός στρατός. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπασε μεταξύ των πρώην συμμάχων, έπειτα από αιφνιδιαστική επίθεση της Βουλγαρίας κατά της Ελλάδας και της Σερβίας.
Ο Βενιζέλος, πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων, προσπάθησε να αποφύγει τον πόλεμο και ξεκίνησε συνομιλίες με τη Βουλγαρική κυβέρνηση. Παράλληλα όμως, διεξήγαγε μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Σερβία, οι οποίες, έπειτα από προσωπική παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού, κατέληξαν στην υπογραφή συνθήκης συμμαχίας, παρά τις αντιρρήσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου και του επιτελείου, σε σχέση με τις δεσμεύσεις που αναλάμβανε η Ελλάδα για το μέλλον. Η Βουλγαρία αντιμετωπίζοντας τους δύο συμμάχους αλλά και τη Ρουμανία και την Τουρκία, ηττήθηκε κατά κράτος.
Οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη, που άρχισαν στο Βουκουρέστι, ήταν σκληρές. Οι Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή, όμως ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, που, μετά τη δολοφονία του πατέρα του Γεωργίου Α', είχε ανέλθει στον θρόνο, αρνιόταν να τη δεχθεί. Ήθελε να εκμηδενίσει στρατιωτικά και να ταπεινώσει τη Βουλγαρία. Ένα απειλητικό ρήγμα στο μέτωπο των Ελληνικών δυνάμεων, συνέτισε τον Έλληνα βασιλιά. Πανικόβλητος, στις 16 Ιουλίου 1913, έστειλε τηλεγράφημα στον Βενιζέλο, στο Βουκουρέστι: «Ο στρατός μας έφθασεν εις τα φυσικά και ηθικά όρια της αντοχής του. Υπό τας συνθήκας αυτάς δεν δύναμαι πλέον να επιμένω αρνούμενος ανακωχήν ή εκεχειρίαν».
Ο Βενιζέλος, που ούτως ή άλλως, διαφωνούσε με την αλαζονική πολιτική του βασιλιά, έσπευσε να προσφέρει ανακωχή, την οποία οι Βούλγαροι αμέσως αποδέχτηκαν. Η αντιπροσωπεία της Βουλγαρίας στο Βουκουρέστι δεν είχε πληροφορηθεί ακόμα τις δυσκολίες του Ελληνικού στρατού. Στη συνέχεια ο Βενιζέλος παραμέρισε τις εξωπραγματικές εδαφικές αξιώσεις του Κωνσταντίνου και ταυτόχρονα εξουδετέρωσε την αντίθεση της αυστροουγγρικής, βρετανικής και ρωσικής διπλωματίας στην παραχώρηση της περιοχής Δράμας – Καβάλας στην Ελλάδα. Στις 28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου του 1913 υπογράφηκε η συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Η Ελλάδα, μετά από δύο σκληρούς πολέμους είχε διπλασιαστεί. Η Μακεδονία μέχρι την Καβάλα, η Ήπειρος, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και η Κρήτη είχαν ενσωματωθεί στο Ελληνικό βασίλειο. Ήταν ένας θρίαμβος της πολιτικής του Βενιζέλου. Και ο Κωνσταντίνος, αναγνωρίζοντας την προσφορά του, του τηλεγραφούσε στο Βουκουρέστι ότι αποδείχθηκε αντάξιος της πατρίδας.
Την επαύριον της υπογραφής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, ο Βενιζέλος επιδίωκε την επικράτηση μιας μακράς ειρηνικής περιόδου, η οποία θα επέτρεπε στην Ελλάδα την επούλωση των πληγών του πολέμου, την ομαλή ενσωμάτωση στην εθνική οικονομία των περιοχών που απελευθερώθηκαν και τη συνέχιση της ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της χώρας. Στην εξωτερική πολιτική υπερασπιζόταν τις ισορροπίες που διαμορφώθηκαν στη Βαλκανική μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, ενώ οραματιζόταν ένα ειρηνικό μέλλον για τους λαούς που διασταύρωσαν τα ξίφη τους στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Όμως οι διεθνείς συγκυρίες δεν ευνοούσαν καθόλου αυτή την πολιτική. Η νέα Βαλκανική πραγματικότητα, η οποία προέκυψε από τους δύο πολέμους, ήταν αντίθετη προς τις διεκδικήσεις της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, ενώ έθιγε τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας στην περιοχή. Έτσι, στις παραμονές της έκρηξης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα αντιμετώπιζε την απειλή ενός νέου Ελληνοτουρκικού πολέμου. Οι Τούρκοι διεκδικούσαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και εξαπέλυαν απηνή διωγμό κατά του Ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας και της ανατολικής Θράκης.
Ο ρεβανσισμός της Βουλγαρικής ηγεσίας, η εχθρότητα της Αυστροουγγαρίας, οι αντιθέσεις με την Ιταλία στα θέματα των Δωδεκανήσων και στη χάραξη των συνόρων της Αλβανίας, κυρίως όμως η Τουρκική απειλή, υποχρέωναν τον Βενιζέλο να αναζητήσει ισχυρά διεθνή ερείσματα για την αντιμετώπιση των σοβαρών κινδύνων που απειλούσαν τη χώρα.
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Ο Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 προσέφερε στον Βενιζέλο μοναδική ευκαιρία να αποκτήσει τα ερείσματα που επεδίωκε. Έτσι, λίγες ημέρες μετά την έναρξη του μεγάλου πολέμου και σε διάστημα ενός μηνός, πρότεινε τρεις φορές στους Αγγλογάλλους συμμετοχή της Ελλάδος στον πόλεμο, στα πλαίσια ευρύτερης σύμπραξης των Βαλκανικών κρατών, από την οποία εξαιρούσε την Τουρκία. Η λογική της πρότασης του Βενιζέλου υπηρετούσε ένα στρατηγικό στόχο. Την εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, στα πλαίσια της συμμαχίας της Αντάντ.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός έσπευδε να προλάβει τις εξελίξεις και να εισέλθει πρώτος στην Αντάντ, προκειμένου να εξωθήσει την Τουρκία στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων και να προσεταιριστεί τη Βουλγαρία ή να την υποχρεώσει σε ουδετερότητα. Ο Βενιζέλος ήταν από τους ελάχιστους ηγέτες, που διακήρυττε ότι η Αντάντ ήταν εκείνη, που λόγω της κυριαρχίας της στις θάλασσες, θα κέρδιζε τον πόλεμο. Λόγοι επίσης ιδεολογικοί επέβαλλαν στην Ελλάδα να ταχθεί με το μέρος των Δυτικών Δημοκρατιών, απέναντι στη μιλιταριστική Γερμανία.
Οι πρωτοβουλίες αυτές του Βενιζέλου δε βρήκαν ανταπόκριση μεταξύ των Δυτικών συμμάχων, οι οποίοι μετά την προσχώρηση της Τουρκίας στο στρατόπεδο των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, προκειμένου να προσελκύσουν τη Βουλγαρία προς το μέρος τους, πίεζαν την Ελλάδα και τη Σερβία να προβούν σε εδαφικές παραχωρήσεις υπέρ της χώρας αυτής. Η συμμαχική ηγεσία δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί, ότι ο άξονας Αθηνών - Βελιγραδίου αποτελούσε το μοναδικό σταθερό έρεισμα, το οποίο διέθετε στα Βαλκάνια στην αρχή του πολέμου. Η αξιοποίησή του ήταν δυνατόν, αν μη τι άλλο, να εξασφάλιζε την ουδετερότητα της Βουλγαρίας και να επηρέαζε τις τελικές αποφάσεις της Ρουμανίας.
Η ελάχιστα διορατική αυτή πολιτική των Αγγλογάλλων, εκτός του ότι δεν έφερε τη Βουλγαρία στο στρατόπεδό τους, αποδυνάμωσε εσωτερικά τον Βενιζέλο και ενίσχυσε τη φιλογερμανική ουδετερότητα των Ανακτόρων και του Επιτελείου. Τα γεγονότα που ακολούθησαν δοκίμασαν σκληρά την πολιτική των συμμάχων στο Βαλκανικό χώρο και τους ενέπλεξαν στη δίνη του Ελληνικού δράματος, το οποίο στους Έλληνες κόστισε έναν ολέθριο διχασμό και στους συμμάχους την παράταση του πολέμου. Το σφάλμα τους αυτό οι σύμμαχοι το πλήρωσαν σύντομα με την αποτυχημένη επιχείρηση των Δαρδανελλίων, η οποία με τη συμμετοχή του Ελληνικού παράγοντα πιθανότατα θα είχε αίσια έκβαση με ευνοϊκές συνέπειες για τη διάρκεια του πολέμου.
Η εκστρατεία των Αγγλογάλλων κατά των Δαρδανελλίων, ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1915 και είχε στόχο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης με συνέπεια την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι σύμμαχοι ζήτησαν τη βοήθεια της Ελλάδας, όμως τελικά ο βασιλιάς, παρά την αντίθετη γνώμη του Βενιζέλου, αρνήθηκε να συμφωνήσει. Η διαφωνία αυτή έφερε, την πρώτη ανοικτή σύγκρουση βασιλιά και πρωθυπουργού και ακολούθως την παραίτηση του Βενιζέλου, ο οποίος μετά από εκλογές επανήλθε πανηγυρικά στην εξουσία τον Αύγουστο του 1915. Ένα μήνα μετά την επάνοδό του στην κυβέρνηση, η Βουλγαρία κήρυσσε επιστράτευση και η Ελλάδα απαντούσε με το ίδιο μέτρο.
Εν τω μεταξύ η Σερβία βρισκόταν σε δεινή θέση λόγω της επικείμενης κοινής επίθεσης Γερμανών και Αυστριακών εναντίον της. Η επίθεση αυτή, σε συνδυασμό με τη βέβαιη προσχώρηση της Βουλγαρίας στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων, καθιστούσε αναπόφευκτη τη συντριβή του σερβικού στρατού και την έκλειψη του Σερβικού παράγοντα, από τη Βαλκανική σκακιέρα. Οι παραπάνω εξελίξεις επιβεβαίωναν τους χειρότερους φόβους του Βενιζέλου, ο οποίος εξ αρχής διακήρυττε, ότι ήττα της Σερβίας ισοδυναμούσε με δραματική ανατροπή των στρατηγικών ισορροπιών στη Βαλκανική, που θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας πανίσχυρης Βουλγαρίας, την οποία αργά ή γρήγορα θα εκαλείτο η Ελλάδα να αντιμετωπίσει μόνη της, μετά τον πόλεμο.
Ο Βενιζέλος υπενθύμισε τότε στον Κωνσταντίνο τις συμμαχικές υποχρεώσεις της Ελλάδος έναντι της Σερβίας αλλά τα Ανάκτορα και το Επιτελείο προφασίσθηκαν την αδυναμία της Σερβίας να παρατάξει 150.000 στρατό στην κοιλάδα του Αξιού, όπως προέβλεπε σχετικός όρος της Ελληνοσερβικής συνθήκης. Ο Βενιζέλος, με έναν ευφυή ελιγμό και παρά πάσαν προσδοκία, έπεισε, έστω και για λίγες ώρες, τον Κωνσταντίνο να δεχθεί την αποβίβαση Αγγλογαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, στη θέση των σερβικών, που προέβλεπε η Ελληνοσερβική συνθήκη. Τα επόμενα χρόνια η Θεσσαλονίκη δέχτηκε χιλιάδες στρατό, που συγκρότησε το συμμαχικό μέτωπο της Μακεδονίας.
Μετά τη συγκατάθεση του Βασιλιά, ενήργησε αστραπιαία φοβούμενος υπαναχώρηση του Κωνσταντίνου και ζήτησε από τους συμμάχους την αποστολή των στρατευμάτων αυτών. Πράγματι, οι σύμμαχοι ανταποκρίθηκαν αμέσως και οι δυνάμεις τους, που έδρευαν στην Καλλίπολη, επιβιβάσθηκαν στα πλοία με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. Λίγες ημέρες αργότερα η υποβόσκουσα κρίση στις σχέσεις βασιλιά και Βενιζέλου αναζωπυρώθηκε και οδήγησε στην αποπομπή τού προσφάτως εκλεγμένου πρωθυπουργού. Οι δρόμοι των δύο ανδρών χώρισαν οριστικά και ο διχασμός του ελληνικού έθνους, που ήταν η αιτία όλων των δεινών που επακολούθησαν, άρχιζε.
Οι ανακτορικές κυβερνήσεις, που διαδέχθηκαν τον Βενιζέλο, συνέχισαν να ομιλούν περί ουδέτερης Ελλάδος. Στα πλαίσια αυτής της ουδετερότητας ανέχτηκαν απροκάλυπτες επεμβάσεις και καταλήψεις ελληνικών εδαφών από τους Αγγλογάλλους, ενώ ταυτόχρονα αποδέχθηκαν αδιαμαρτύρητα τον ακρωτηριασμό της χώρας με αποκορύφωμα την κατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας από το Βουλγαρικό και το Γερμανικό στρατό τον Αύγουστο του 1916. Είχαν παραδώσει τη Μακεδονία σε μιαν ανελέητη Βουλγαρική κατοχή. Εδάφη που κερδήθηκαν με αίμα, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που απελευθερώθηκαν στους πρόσφατους πολέμους, παραδίδονταν αμαχητί στους εχθρούς της χώρας.
Θλίψη, οργή και αγανάκτηση απλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Στις 14 Αυγούστου 1916 η μισή Αθήνα συγκεντρώθηκε κάτω από το σπίτι του Ελευθερίου Βενιζέλου, απ’ όπου ο Έλληνας ηγέτης απεύθυνε ύστατη έκκληση στο βασιλιά να εγκαταλείψει τη φιλογερμανική ουδετερότητα. Τρεις μέρες αργότερα, στη Θεσσαλονίκη, ξεσπά το στρατιωτικό κίνημα, της Εθνικής Αμύνης, κατά της πολιτικής των Ανακτόρων. Στην αρχή ο Ελευθέριος Βενιζέλος αρνήθηκε να το υιοθετήσει. Προσπάθησε για τελευταία φορά να δημιουργήσει γέφυρες προς τα Ανάκτορα των Αθηνών. Όμως δεν βρήκε ανταπόκριση.
Ο κύβος είχε πλέον ριφθεί και ο Βενιζέλος είχε πεισθεί ότι οι βασιλικές κυβερνήσεις οδηγούσαν τη χώρα στην καταστροφή. Κάτω από την πίεση των δραματικών εξελίξεων έγινε για μια ακόμα φορά επαναστάτης. Το Σεπτέμβριο του 1916 εγκαταλείπει την Αθήνα και πηγαίνει στα Χανιά, όπου ήδη είχε εκδηλωθεί λαϊκή εξέγερση, η οποία είχε απλωθεί σε όλη την Κρήτη. Εκεί σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση με το ναύαρχο Κουντουριώτη και ακολούθως περιόδευσε στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία προσχώρησαν στην επανάσταση. Αμέσως μετά κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο λαός του επεφύλαξε πάνδημη υποδοχή. Η Θεσσαλονίκη θα ήταν πλέον η έδρα της προσωρινής κυβερνήσεως του δεύτερου Ελληνικού κράτους.
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Αμέσως μετά την εγκατάστασή της στη Θεσσαλονίκη, η επαναστατική κυβέρνηση έθεσε ως πρωταρχικό στόχο της την οργάνωση του στρατού και την άμεση συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να επανακτήσει τα καταληφθέντα εδάφη και να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Παρά τις φοβερές δυσκολίες, την αρχική αδυναμία, την απροθυμία των συμμάχων να συνδράμουν την προσπάθεια με οικονομική και στρατιωτική βοήθεια και την υπονόμευση από το κράτος των Αθηνών, η προσωρινή κυβέρνηση συγκρότησε εντός ολίγων μηνών στρατό, κυρίως από εθελοντές, ο οποίος τον Ιούνιο του 1917 αριθμούσε 52.271 οπλίτες και 1.497 αξιωματικούς.
Ο στρατός αυτός έλαβε μέρος σε σημαντικές μάχες και αποτέλεσε τον κορμό του στρατού, που δημιουργήθηκε μετά την ενοποίηση του κράτους. Οι Σύμμαχοι προχώρησαν στην defacto αναγνώριση της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν στάθηκαν αποφασιστικά στο πλευρό του Βενιζέλου. Έτσι, οι Βρετανοί, που ενδιαφέρονταν για τη διατήρηση της μοναρχίας στην Ελλάδα, ήλπιζαν, μάταια, σε μια συνδιαλλαγή με τον Κωνσταντίνο, ενώ εκείνος την ίδια ώρα απεύθυνε μυστικές εκκλήσεις στον Γερμανό Αυτοκράτορα για επίθεση κατά των συμμάχων στη Μακεδονία.
Εξάλλου, η οποιαδήποτε ιδέα ανατροπής του Κωνσταντίνου συναντούσε την κατηγορηματική άρνηση του Τσάρου της Ρωσίας και αργότερα την αντίθεση των διαδόχων του, οι οποίοι στο πρόσωπο του Βενιζέλου έβλεπαν ένα σοβαρό εμπόδιο στα σχέδιά τους για την Κωνσταντινούπολη και τη Βαλκανική. Ακόμη η Ιταλική κυβέρνηση υπονόμευε το έργο της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης και επεδίωκε με κάθε μέσο την αποτροπή της ενοποίησης του Ελληνικού κράτους με επικεφαλής τον Βενιζέλο, που η Ιταλική ηγεσία τον θεωρούσε πλέον επικίνδυνο αντίπαλο για τα ιμπεριαλιστικά της όνειρα στη Μικρά Ασία, στο χώρο του Αιγαίου και ευρύτερα στη Βαλκανική χερσόνησο.
Στη Γαλλία η κατάσταση ήταν εξαιρετικά περίπλοκη. Ο πρωθυπουργός Α. Μπριάν ήταν θιασώτης του μετώπου της Θεσσαλονίκης αλλά παράλληλα ακολουθούσε πολιτική συνδιαλλαγής με τον Κωνσταντίνο. Η πολιτική αυτή συνετέλεσε στην πτώση της κυβέρνησής του. Την περίοδο αυτή οι Έλληνες ήσαν όσο ποτέ άλλοτε διχασμένοι. Υπήρχε η Ελλάδα του βασιλιά Κωνσταντίνου, κουνιάδου του Κάιζερ της Γερμανίας, απροκάλυπτα πλέον Γερμανόφιλου, και η Ελλάδα του Ελευθερίου Βενιζέλου, αποφασισμένη να ενταχθεί στο πλευρό της Αντάντ.
Στις 18 Νοεμβρίου 1916, το βασιλικό κράτος των Αθηνών, υποταγμένο σε φιλογερμανικά εξτρεμιστικά στοιχεία, θα κτυπήσει με όλες του τις δυνάμεις, Αγγλογαλλικά αγήματα, που είχαν βρεθεί στην Αθήνα με τη συγκατάθεση του Έλληνα βασιλιά. Οι Έλληνες και οι Γάλλοι θρήνησαν πολλούς νεκρούς. Τις επόμενες μέρες το βασιλικό καθεστώς εξαπέλυσε αμείλικτο διωγμό κατά των οπαδών του Βενιζέλου. Τα γεγονότα αυτά συνετέλεσαν στη μεταστροφή των Δυτικών συμμάχων.
Η ισχυροποίηση του κράτους της Θεσσαλονίκης, οι πιέσεις του Βενιζέλου και της κοινής γνώμης στη Βρετανία και στη Γαλλία, οι δεσμεύσεις των συμμάχων για παραχώρηση της Σμύρνης στην Ιταλία σε συνδυασμό με την ανάγκη δημιουργίας ισχυρού Ελληνικού στρατού, ο οποίος θα αντικαθιστούσε τις Βρετανικές δυνάμεις στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης, οδήγησαν στην ανατροπή και την εξορία του Κωνσταντίνου, στην ενοποίηση του κράτους και στην επικράτηση του Βενιζέλου.
Η Ελλάδα Ενωμένη στον Πόλεμο
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επανήλθε στην Αθήνα και ανέλαβε την αρχή τον Ιούνιο του 1917. Κήρυξε αμέσως τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, αλλά βρήκε ένα κράτος εχθρικό προς το νέο καθεστώς. Στρατός, αστυνομία, διοίκηση, δικαιοσύνη, εκκλησία είχαν διαβρωθεί ή προσχωρήσει στο βασιλικό στρατόπεδο και μεταξύ τους επικρατούσε πνεύμα απείθειας και σφοδρής αντίδρασης προς την κυβέρνηση. Ο Κωνσταντίνος από την εξορία πίεζε τους Γερμανούς να επιτεθούν κατά της Ελλάδος και τα όργανά του εξαπέλυαν ανταρτικές ομάδες στη Μακεδονία και σχεδίαζαν λαϊκή εξέγερση.
Τις αντιδράσεις αυτές εξουδετέρωσε η κυβέρνηση με ευρείες εκκαθαρίσεις στο στρατό και στον κρατικό μηχανισμό και με την επιβολή εκτάκτων μέτρων. Δυστυχώς δεν αποφεύχθηκαν οι ακρότητες, που βάθυναν το διχασμό του λαού. Ο Βενιζέλος αρνήθηκε να κηρύξει δικτατορία και επανέφερε την πολιτειακή νομιμότητα αναβιώνοντας τη Βουλή, που είχε προέλθει από τις εκλογές του Μαΐου 1915, την οποία είχε διαλύσει ο βασιλιάς παραβιάζοντας το Σύνταγμα. Παράλληλα με την πολιτειακή νομιμοποίηση του καθεστώτος Βενιζέλου προχωρούσε η οργάνωση του στρατού και η πολεμική προπαρασκευή. Ήδη στο μέτωπο εμάχετο ο στρατός της Εθνικής Αμύνης.
Η γενικότερη όμως κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων καθυστερούσε από έλλειψη εφοδίων, τα οποία, παρά τις υποσχέσεις τους, οι Σύμμαχοι δεν ήταν σε θέση να τα προμηθεύσουν. Εξάλλου ο Κωνσταντίνος από την εξορία στην Ελβετία, επεδίωκε την αποτυχία της επιστράτευσης, ώστε η Ελλάδα να μην μπορέσει να παρατάξει αξιόμαχο στρατό, με συνέπεια την καταρράκωση του κύρους του Βενιζέλου και την πτώση του. Τελικά, το Φθινόπωρο του 1917, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να στηρίξουν οικονομικά και στρατιωτικά την πολεμική προσπάθεια της Ελλάδας. Ο Βενιζέλος τούς είχε πείσει ότι η κυβέρνησή του μπορούσε να δημιουργήσει μια στρατιά 300.000 ανδρών.
Το κέρδος για τον Έλληνα πρωθυπουργό ήταν διπλό. Βοήθεια και διατήρηση του μετώπου. Ο στρατός αυτός δημιουργήθηκε και πέτυχε σπουδαία νίκη στο Σκρα ντι Λέγκεν το Μάιο του 1918, νίκη που συνετέλεσε στην απόφαση της συμμαχικής ηγεσίας για ανάληψη γενικής επίθεσης, που εκδηλώθηκε στις 2/15 Σεπτεμβρίου 1918 και οδήγησε στη διάσπαση του Βουλγαρογερμανικού μετώπου και στην παράδοση της Βουλγαρίας. Ήταν η πρώτη αποφασιστική νίκη της Αντάντ κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Οπωσδήποτε η συμβολή του μετώπου της Θεσσαλονίκης στην έκβαση του πολέμου ήταν σημαντική.
Η νίκη ήρθε σε μια δύσκολη στιγμή για την Αντάντ και είχε ως αποτέλεσμα την ισχυροποίηση του Ελληνικού παράγοντα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε δικαιωθεί στις επιλογές του. Την ίδια εποχή όμως που διεξαγόταν ο αγώνας στο εσωτερικό του κράτους και στο Βαλκανικό μέτωπο, ο Βενιζέλος είχε αποδυθεί σε ένα εξίσου δύσκολο διπλωματικό αγώνα. Οι ενδοσυμμαχικοί ανταγωνισμοί στον ελληνικό χώρο γεννούσαν καχυποψίες και αντιθέσεις, που δυσχέραιναν το έργο του. Ο Βενιζέλος γνώριζε πολύ καλά, ότι η καθυστερημένη εισδοχή της χώρας στον πόλεμο και τα προηγηθέντα δραματικά εσωτερικά γεγονότα περιόριζαν στο ελάχιστο τις διεθνείς δυνατότητες της χώρας.
Έτσι, σ’ αυτή τη φάση, προσπάθησε να εξουδετερώσει τις εχθρικές διεκδικήσεις οι οποίες απειλούσαν την ακεραιότητα της Ελλάδας. Η Βουλγαρία εξακολουθούσε να κατέχει την ανατολική Μακεδονία και υπήρχε ο κίνδυνος σύναψης χωριστής ειρήνης με τους δυτικούς συμμάχους, για να διατηρήσει τα κατεχόμενα Ελληνικά και Σερβικά εδάφη. Κάποιοι από τους συμμάχους αλληθώριζαν προς την πολιτική αυτή, γιατί ήθελαν ν’ αφαιρέσουν τα περιφερειακά στηρίγματα της Γερμανίας, ώστε να την υποχρεώσουν να υποκύψει. Ο Βενιζέλος ζήτησε τη βοήθεια της Γαλλίας και συνεργάστηκε στενά με τη Σερβική και τη Ρουμανική ηγεσία, για να κάμψει τις δόλιες προθέσεις για χωριστή ειρήνη.
Σοβαρά προβλήματα επίσης δημιουργούσε την εποχή αυτή και η εχθρική στάση της «συμμάχου» Ιταλίας, που είχε καταλάβει τη νότιο Ήπειρο και επεδίωκε τη δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας. Χρειάσθηκαν έντονα διαβήματα του Έλληνα πρωθυπουργού και απόφαση της συμμαχικής συνδιάσκεψης του Ιουλίου 1917, ώστε να υποχρεωθεί η Ρώμη να εκκενώσει τα καταληφθέντα Ελληνικά εδάφη.
Γενικά, η έλλειψη κοινής στρατηγικής των συμμάχων και η απουσία πραγματικού ενδιαφέροντος για το θέατρο των επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης, κυρίως από τους Βρετανούς, που επεδίωκαν πάντα την απόσυρση δυνάμεων και την μεταφορά τους στο Δυτικό Μέτωπο και στην Παλαιστίνη, έθετε σε κίνδυνο τις επιλογές του Βενιζέλου, ο οποίος ήθελε το μέτωπο αυτό να αποτελέσει μια από τις επιθετικές αιχμές της συμμαχίας. Τον Απρίλιο του 1918 με προσωπική παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού στη συμμαχική ηγεσία απετράπη, την τελευταία στιγμή, η αποδυνάμωση του μετώπου. Ένα μήνα αργότερα η Ελληνική νίκη στο Σκρα έδωσε νέα πνοή στο μέτωπο και συνέβαλε στη συμμαχική απόφαση για την νικηφόρο επίθεση του Σεπτεμβρίου του 1918.
Βενιζέλος και Κωνσταντίνος
Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1910, στις οποίες η παράταξη του Ελευθέριου Βενιζέλου πήρε 307 από τις 362 έδρες. Εδώ πρέπει να γίνει η διευκρίνιση ότι στις εκλογές εκείνες δεν πήραν μέρος τα παλαιά μεγάλα κόμματα, και ως εκ τούτου τις έδρες τις μοιράστηκε η παράταξη του Βενιζέλου με κάποια μικρά κόμματα, όπως ήταν η ομάδα των Κοινωνιολόγων του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, και διάφορους ανεξάρτητους πολιτικούς. Επιπλέον, ο μεγάλος αριθμός των εδρών εξηγείται από το γεγονός ότι οι εκλογές του 1910 έγιναν για αναθεώρηση του Συντάγματος.
Σύμφωνα με τις τότε επικρατούσες συνταγματικές διατάξεις, ο αριθμός των εδρών σε εκλογές για Αναθεωρητική Βουλή ήταν διπλάσιες από τις έδρες για την ανάδειξη μιας κανονικής Βουλής, οι οποίες ήταν 181. Εκτός από τις σημαντικές εκπαιδευτικές, οικονομικές, εργασιακές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις της νέας κυβέρνησης, κύριο μέλημα του Βενιζέλου ήταν η αναδιοργάνωση και η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, για να καταστεί δυνατή η επίτευξη της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της σταδιακής απελευθέρωσης περιοχών που ακόμη βρίσκονταν κάτω από το ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έχοντας περατώσει το έργο της η Αναθεωρητική Βουλή, τον Μάρτιο του 1912 έγιναν νέες εκλογές, στις οποίες πήραν μέρος και τα παλαιά κόμματα. Το κόμμα των Φιλελευθέρων, που δημιούργησε ο Βενιζέλος, εξασφάλισε συντριπτική πλειοψηφία, με 146 βουλευτές από τους 181 της Βουλής. Έχοντας εξασφαλίσει την λαϊκή ετυμηγορία, ο Βενιζέλος ρίχτηκε ακάθεκτος στην πραγματοποίηση των οραμάτων του για το Ελληνικό έθνος. Τον Φεβρουάριο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία, παρά τις μεταξύ τους εδαφικές διαφορές, υπέγραψαν συμφωνία για κοινό μέτωπο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και την μελλοντική διανομή των Ευρωπαϊκών εδαφών της.
Ο Βενιζέλος, με την οξύνοια και τη διορατικότητα που τον διέκρινε, διαπίστωσε πως αν η Ελλάδα δεν συμμετείχε σε αυτό το μέτωπο, δεν θα ήταν σε θέση να διεκδικήσει τις κατεχόμενες Ελληνικές περιοχές σε περίπτωση απελευθέρωσής τους από τη σύμπραξη της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Με την αποφασιστικότητα που τον χαρακτήριζε για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων, όταν οι περιστάσεις το καλούσαν, και με την διπλωματική δεινότητα που διέθετε, ο Βενιζέλος ενήργησε αστραπιαία, και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα πέτυχε το σχηματισμό της Βαλκανικής Συμμαχίας μεταξύ της Ελλάδας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου.
Οι εχθροπραξίες εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεκίνησαν από το Μαυροβούνιο στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1912, και στη συνέχεια από τις αρχές Οκτωβρίου από την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Μέσα σε λίγους μήνες η Ελλάδα επανέκτησε την Ήπειρο, τις νότιες περιοχές της Μακεδονίας, και τα νησιά Θάσο, Χίο, Λήμνο, Σάμο και Μυτιλήνη. Παρόλο που τα Ελληνικά στρατεύματα είχαν καταλάβει και την Βόρεια Ήπειρο, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου που αναγνωρίστηκε η ίδρυση ανεξάρτητου Αλβανικού κράτους, και στη συνέχεια με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας τον Δεκέμβριο του 1913, στο νεοσύστατο Αλβανικό κράτος επιδικάστηκε η Βόρεια Ήπειρος, παρά την Ελληνικότητά της με τις 120.000 των Ελλήνων κατοίκων της.
Τον Ιούνιο του 1913 η Βουλγαρία στράφηκε εναντίον της Σερβίας και Ελλάδας, και θέλησε να επεκτείνει τις κατακτήσεις της εις βάρος των πρώην συμμάχων της. Η σύμπραξη Ελλάδας και Σερβίας είχε ως αποτέλεσμα την ήττα της Βουλγαρίας, και την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας. Με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους η έκταση του Ελληνικού κράτους αυξήθηκε από 64.786 τετραγωνικά χιλιόμετρα σε 108.606, και ο πληθυσμός της διπλασιάστηκε από 2.666.000 στα 4.363.000.
Αυτό υπήρξε το μεγαλύτερο επίτευγμα του Βενιζέλου. Κανένας άλλος πρωθυπουργός δεν θα είχε την ενόραση, τις διπλωματικές δεξιότητες, την εκτίμηση των Ευρωπαίων και την υποστήριξη του Ελληνικού λαού, για να αξιοποιήσει στο βαθμό που κατόρθωσε ο Βενιζέλος τις ιστορικές συγκυρίες προς όφελος της Ελλάδας. Με την απελευθέρωση της Βορείου Ελλάδας, η μέχρι τότε μικρή χώρα της Βαλκανικής Χερσονήσου είχε εξελιχθεί σε υπολογίσιμο παράγοντα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, που έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στα δύο τελευταία χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 5 Μαρτίου 1913 ο βασιλιάς Γεώργιος Α' δολοφονήθηκε ενώ βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, μετά την απελευθέρωσή της, και στο θρόνο τον διαδέχθηκε ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Α'. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' επανειλημμένα υποχρέωσε τον Βενιζέλο να παραιτηθεί από τη θέση του Πρωθυπουργού, οδηγώντας τη χώρα στον Εθνικό Διχασμό, και μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, ήταν συνυπεύθυνος, με τους εκάστοτε πρωθυπουργούς που διόριζε, για την Μικρασιατική Καταστροφή.
Κατά τη διάρκεια του 1913 - 1914 οι Νεότουρκοι, με τη συμπαράσταση και καθοδήγηση του Γερμανού στρατηγού Liman von Sanders, ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα πιέσεων και εκτοπισμού των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και των Μικρασιατικών παραλίων του Αιγαίου και του Εύξεινου Πόντου, με αποτέλεσμα χιλιάδες Ελληνες να ζητούν τη σωτηρία τους καταφεύγοντας στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Μόλις ένα χρόνο μετά τη λήξη της δεύτερης φάσης του Βαλκανικού Πολέμου ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, μεταξύ των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας) από τη μια, και της Αντάντ ή Τριπλής Συνεννόησης (Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας) από την άλλη.
Δεδομένου ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία, δύο γειτονικές και εχθρικά διακείμενες προς την Ελλάδα χώρες, μπήκαν στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, η Ελλάδα βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση ως προς τη στάση που έπρεπε να κρατήσει. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, λόγω των διαμετρικά αντίθετων αντιλήψεων μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του Πρωθυπουργού Βενιζέλου, ως προς ποια από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις είχε τις περισσότερες προοπτικές νίκης και εξυπηρέτησης των ελληνικών συμφερόντων.
Όταν τον Σεπτέμβριο του 1915 ο Βενιζέλος κήρυξε επιστράτευση, γιατί η Βουλγαρία ήταν έτοιμη να επιτεθεί εναντίον της Σερβίας, με την οποία η Ελλάδα συνδεόταν με αμυντική συμφωνία, ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, αναγκάζοντας έτσι τον Πρωθυπουργό να παραιτηθεί. Τον Οκτώβριο του 1915 οι Αγγλογάλλοι αποβίβασαν στράτευμα στη Θεσσαλονίκη, αφενός για να υποχρεώσουν την Ελλάδα να ενταχθεί στο πλευρό τους, και αφετέρου να εμποδίσουν τις Βουλγαρικές και Γερμανικές δυνάμεις να εισβάλουν στο Ελληνικό έδαφος.
Τον Σεπτέμβριο του 1916 ο Βενιζέλος, σε συνεργασία με το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον Στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, σχημάτισε δεύτερη κυβέρνηση, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης σχημάτισε σώματα ενόπλων δυνάμεων, τα οποία πήραν μέρος στις συμμαχικές επιχειρήσεις μέχρι τη λήξη του πολέμου. Ο Εθνικός Διχασμός, απόρροια των φιλογερμανικών αισθημάτων του βασιλιά Κωνσταντίνου διαίρεσε την Ελλάδα στους μοναρχικούς και στους Βενιζελικούς, με καταστροφικές επιπτώσεις για τη χώρα κατά τα επόμενα χρόνια.
ΗΓΕΤΗΣ ΜΕ ΔΙΕΘΝΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ
Προς το τέλος του πολέμου ο Ελευθέριος Βενιζέλος πέτυχε τη συμμετοχή της Ελλάδας στο σκληρό πυρήνα των νικηφόρων Ευρωπαϊκών δυνάμεων και κέρδισε σταδιακά τη συμμαχική υποστήριξη στους στόχους και τις αλυτρωτικές επιδιώξεις της χώρας. Όλο αυτό το διάστημα, μέχρι τη λήξη του πολέμου, ο Βενιζέλος διατήρησε την πρωτοβουλία των κινήσεων και αξιοποίησε την παρουσία των δυτικών δυνάμεων για τη λύση του εσωτερικού προβλήματος της χώρας και για την επίτευξη των στόχων του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Ήδη είχε κερδίσει την καθολική αναγνώριση και το σεβασμό μεταξύ των ηγετών του δυτικού κόσμου και ήταν το «χαϊδεμένο παιδί» του Τύπου των χωρών αυτών.
Αν και ηγέτης μικρού και βαθιά διχασμένου έθνους, είχε βαρύνοντα λόγο και επηρέαζε σημαντικά τις αποφάσεις των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών της Δύσης. Μετά τον πόλεμο, στη διάρκεια των εργασιών της Διάσκεψης της Ειρήνης, όπως παρατηρεί ο H. A. Gibbons, «ο Έλληνας πρωθυπουργός εξασφάλισε μία θέση στη διάσκεψη, όχι μόνο ενώπιον της κοινής γνώμης αλλά και μεταξύ των συναδέλφων του, που ήταν δυσανάλογη με το μέγεθος και τη σημασία της χώρας του». Ολόκληρος ο Τύπος του αφιέρωνε εγκωμιαστικά σχόλια. Οι «Times» του Λονδίνου έγραψαν πως «ήταν η περίπτωση του προσωπικού θριάμβου».
Οι Σύμμαχοι και η κοινή γνώμη δεν είχαν λησμονήσει ότι ήταν αυτός που πρότεινε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο την πιο δύσκολη ώρα, τον Αύγουστο του 1914, όταν οι Γερμανοί ήταν έξω από το Παρίσι. Ο Τσώρτσιλ, στο βιβλίο του «The World Crisis», τονίζει ότι «οι προσωπικές του ικανότητες, το γόητρό του, οι περίφημες υπηρεσίες που προσέφερε στους Συμμάχους τού εξασφάλισαν μία θέση σχεδόν ισότητας με τους ηγέτες των σπουδαιότερων νικητριών χωρών και μαζί του η χώρα ανέβηκε σε ιλιγγιώδη ύψη και ατένιζε εκθαμβωτικούς ορίζοντες». Ο Βενιζέλος αγωνίστηκε για τους εθνικούς σκοπούς της χώρας του και πραγματοποίησε τους στόχους που είχε θέσει σε σχέση με τις διεκδικήσεις της Ελλάδας.
Παράλληλα όμως, υπερέβη την εθνική σκηνή· πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών και αγωνίσθηκε για την επικράτηση της ιδέας της. Ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Άσκουϊθ τον χαρακτήρισε ως την «κυριότερη αυθεντία στο ζήτημα της Κοινωνίας των Εθνών» και ο Μπάλφουρ τον πρότεινε ως πρώτο πρόεδρό της, πρόταση που δεν αποδέχτηκε ο Βενιζέλος. Στις διαπραγματεύσεις της ειρήνης, με ειλημμένη την απόφαση της ηγεσίας των Συμμάχων να διαλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Βενιζέλος προώθησε τις αλυτρωτικές διεκδικήσεις της χώρας και πέτυχε την ανάληψη από την Ελλάδα της αρμοστείας της Σμύρνης και την ενσωμάτωση της ανατολικής Θράκης.
Η πολιτική αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη προστασίας των Ελληνικών πληθυσμών που ζούσαν στα παράλια της Μικράς Ασίας και που, για μια ακόμη φορά, αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο φυσικής εξόντωσης από τους Τούρκους εθνικιστές. Στις 28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1920 υπογράφηκε στο Παρίσι η Συνθήκη των Σεβρών που αποτέλεσε την κορύφωση των διπλωματικών θριάμβων του Έλληνα πολιτικού. Με τη Συνθήκη αυτή αναγνωριζόταν η προσάρτηση στην Ελλάδα της ανατολικής Θράκης, σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από την Κωνσταντινούπολη και της χερσονήσου της Καλλιπόλεως.
Επίσης αναγνωριζόταν στην Ελλάδα δικαίωμα πολιτικής και στρατιωτικής διακυβέρνησης επί της Σμύρνης και της ενδοχώρας της και δυνατότητα, κατόπιν δημοψηφίσματος μετά από μία πενταετία, να ενσωματωθεί η περιοχή στο Ελληνικό κράτος. ώστε να την υποχρεώσουν να υποκύψει. Ο Βενιζέλος ζήτησε τη βοήθεια της Γαλλίας και συνεργάστηκε στενά με τη Σερβική και τη Ρουμανική ηγεσία, για να κάμψει τις δόλιες προθέσεις για χωριστή ειρήνη. Σοβαρά προβλήματα επίσης δημιουργούσε την εποχή αυτή και η εχθρική στάση της «συμμάχου» Ιταλίας, που είχε καταλάβει τη νότιο Ήπειρο και επεδίωκε τη δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας.
Χρειάσθηκαν έντονα διαβήματα του Έλληνα πρωθυπουργού και απόφαση της συμμαχικής συνδιάσκεψης του Ιουλίου 1917, ώστε να υποχρεωθεί η Ρώμη να εκκενώσει τα καταληφθέντα Ελληνικά εδάφη. Γενικά, η έλλειψη κοινής στρατηγικής των συμμάχων και η απουσία πραγματικού ενδιαφέροντος για το θέατρο των επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης, κυρίως από τους Βρετανούς, που επεδίωκαν πάντα την απόσυρση δυνάμεων και την μεταφορά τους στο Δυτικό Μέτωπο και στην Παλαιστίνη, έθετε σε κίνδυνο τις επιλογές του Βενιζέλου, ο οποίος ήθελε το μέτωπο αυτό να αποτελέσει μια από τις επιθετικές αιχμές της συμμαχίας.
Τον Απρίλιο του 1918 με προσωπική παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού στη συμμαχική ηγεσία απετράπη, την τελευταία στιγμή, η αποδυνάμωση του μετώπου. Ένα μήνα αργότερα η Ελληνική νίκη στο Σκρα έδωσε νέα πνοή στο μέτωπο και συνέβαλε στη συμμαχική απόφαση για την νικηφόρο επίθεση του Σεπτεμβρίου του 1918.
Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Δύο μέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για την Ελλάδα, δέχτηκε δολοφονική επίθεση από απότακτους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών, στο Παρίσι. Οι σφαίρες δεν σκότωσαν τον Βενιζέλο, απλώς τον τραυμάτισαν. Τραυμάτισαν όμως θανάσιμα την τελευταία ελπίδα για γεφύρωση του χάσματος, που χώριζε τις δύο μερίδες του Ελληνικού λαού. Η φλόγα, που είχε ανάψει στο Παρίσι, έγινε πυρκαγιά στην Αθήνα. Οι πρώτες ειδήσεις έφερναν τον Βενιζέλο νεκρό. Ο Βενιζελικός κόσμος συγκλονίσθηκε.
Η κατάσταση ήταν πλέον εκτός ελέγχου. Οι φανατικοί ξεχύθηκαν στους δρόμους και η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να τους τιθασεύσει. Θύμα των δραματικών εκείνων ημερών υπήρξε ο Ίων Δραγούμης, από τα επιφανέστερα στελέχη της αντιπολίτευσης. Δολοφονήθηκε από εξτρεμιστικά στοιχεία της Βενιζελικής παράταξης. Στην αλυσίδα των τραγικών γεγονότων της περιόδου, προστέθηκε και ο θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Κωνσταντίνο στον Ελληνικό θρόνο. Οι εξελίξεις αυτές αναζωπύρωσαν τον Εθνικό Διχασμό. Τα εμφύλια πάθη συγκλόνιζαν την ψυχή του έθνους και δημιουργούσαν πνιγηρή πολιτική ατμόσφαιρα. Ο Βενιζέλος δεν δίστασε να πάρει τις αποφάσεις του.
Η κατάσταση έπρεπε να ξεκαθαριστεί με προσφυγή στο λαό. Οι εκλογές ορίστηκαν για την 1/14 Νοεμβρίου 1920. Η προκήρυξή τους προκάλεσε αναμόχλευση των παθών και νέα έξαψη του φανατισμού. Οι αντίπαλοί του αλώνιζαν την Ελλάδα και μετέδιδαν το μίσος τους στο λαό. Το κύριο σύνθημά τους ήταν: «κάτω ο τύραννος», και επιστροφή του στρατού από το μέτωπο της Μικράς Ασίας. Ο Βενιζέλος είχε την πεπλανημένη εντύπωση ότι οι πολιτικοί θρίαμβοι και το παγκόσμιο κύρος του θα του έδιναν άνετη πλειοψηφία στις εκλογές. Τα αποτελέσματα ήταν αποκαρδιωτικά. Το κόμμα των φιλελευθέρων είχε υποστεί συντριπτική ήττα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν είχε εκλεγεί ούτε βουλευτής.
Μικρασιατική Καταστροφή
Το ερώτημα αν η αποστολή Ελληνικού στρατεύματος στη Σμύρνη ήταν σωστή ή λαθεμένη απόφαση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ακόμη απασχολεί τους ιστορικούς, 91 χρόνια αργότερα. Αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει, γιατί η απόβαση του Ελληνικού στρατεύματος στην Σμύρνη στις 15 Μαΐου 1919 υπήρξε η πρώτη πράξη ενός δράματος που διήρκεσε κοντά τρεισήμισι χρόνια. Η τελευταία πράξη έκλεισε με την πυρπόληση της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922, και με τον ξεριζωμό ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης από τις προαιώνιες πατρογονικές τους εστίες.
Πίσω τους δεν άφησαν μόνο την ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων, τους προγονικούς τάφους, και τις περιουσίες που απέκτησαν με το μόχθο, την ικανότητα και την εργατικότητά τους. Άφησαν και ένα εκατομμύριο δικούς τους, θύματα της εθνοκάθαρσης, που είχαν θέσει σε εφαρμογή οι Νεότουρκοι από το 1911. Εν όψει αυτών των τραγικών εξελίξεων, ο Βενιζέλος κατηγορήθηκε πως, παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό του για το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, δεν στάθμισε με την πρέπουσα προσοχή τα υπέρ και τα κατά της πρότασης των Συμμάχων για την εσπευσμένη αποστολή του Ελληνικού στρατεύματος στην Σμύρνη.
Αναμφίβολα, η θετική ανταπόκριση στην πρόταση των Συμμάχων αποτελεί την πιο επίμαχη απόφαση του Βενιζέλου καθ’ όλη τη διάρκεια του πολιτικού του βίου. Όμως, όταν εξετάζουμε τα επικριτικά σχόλια των ιστορικών για την απόφαση εκείνη του Βενιζέλου, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι έχουν διατυπωθεί εν όψει του αποτελέσματος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, το οποίο ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Βενιζέλος όμως, ή οποιοσδήποτε άλλος ήταν στη θέση του, δεν μπορούσε να γνωρίζει εκ των προτέρων την έκβαση της απόφασής του.
Ιδιαίτερα δε όταν, όπως στην περίπτωση του Βενιζέλου, το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα είχε αλλάξει ριζικά μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, τις οποίες έχασε ο Βενιζέλος, και οι αποφάσεις για την επέκταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, που οδήγησαν στην Μικρασιατική Καταστροφή, είχαν παρθεί από τους πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι επιπλέον ήταν αντιπαθείς στους Συμμάχους. Εκεί, που κάποιοι ιστορικοί αδικούν τον Βενιζέλο, είναι ότι κρίνουν την απόφασή του να στείλει στράτευμα στην Σμύρνη με μόνο κριτήριο τους γεωστρατηγικούς στόχους της στρατιωτικής εκστρατείας.
Μ' αυτό η κριτική τους επικεντρώνεται στο κατά πόσο η Ελλάδα είχε την στρατιωτική δύναμη να διεκδικήσει μέρος των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, και αν η ένταξή τους στην Ελληνική επικράτεια ήταν βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Οπωσδήποτε τα παραπάνω είναι βασικά κριτήρια για την αξιολόγηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, γιατί πράγματι ο Βενιζέλος είχε εισηγηθεί στους Συμμάχους την προσάρτηση στο Ελληνικό κράτος της εν λόγω περιοχής. Δεν είναι όμως τα μόνα κριτήρια. Υπάρχουν και οι συναισθηματικοί, ανθρωπιστικοί, και πατριωτικοί λόγοι, που στην περίπτωση του Βενιζέλου είχαν μεγάλη βαρύτητα.
Όταν μιλάμε για τον Βενιζέλο ως Εθνάρχη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είχε γεννηθεί στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη το 1864. Το 1866, όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Κρήτη, η οικογένειά του υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το νησί, και να καταφύγει στη Σύρο, επειδή ο πατέρας του μικρού τότε Ελευθέριου είχε πάρει μέρος στην επανάσταση. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Κρήτη το 1872, όταν ο Σουλτάνος έδωσε αμνηστία. Ο ίδιος ο Ελευθέριος ήταν από τους πρωτοστάτες στο κίνημα που ξεκίνησε από το Ακρωτήρι Χανίων το 1897 για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Το 1905 ηγήθηκε της επανάστασης του Θέρισου για τον ίδιο σκοπό.
Τον Μάιο του 1910 εξελέγη πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας, θέση που κράτησε μέχρι τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, όταν μετέβηκε στην Ελλάδα για να αναλάβει την πρωθυπουργία του Ελληνικού κράτους. Η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα ως αποτέλεσμα των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων του 1912 - 1913, παράλληλα με την απελευθέρωση της Βόρειας Ελλάδας και μεγάλων νησιών του Αιγαίου. Αναντίρρητα, αυτό υπήρξε το μεγαλύτερο επίτευγμα του Βενιζέλου. Από τα παραπάνω προκύπτουν τρία κύρια σημεία αναφορικά με τον Βενιζέλο:
- Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.
- Δοκίμασε τη γεύση του εκτοπισμού, έστω και σε Ελληνικό νησί, στα νεανικά του χρόνια.
- Διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο σε επαναστατικά κινήματα των Κρητικών κατά των Τούρκων, και υπήρξε ο κύριος συντελεστής για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως ο Βενιζέλος είχε όλα τα βιώματα, αλλά και τα όνειρα, των Μικρασιατών, και ως εκ τούτου ήταν σε καλύτερη θέση από τους άλλους πολιτικούς της Ελλάδας να καταλάβει τους πόθους τους για λυτρωμό, αλλά και να κατανοήσει την έκταση του δράματος από τις εκτοπίσεις και τους διωγμούς που είχαν υποστεί από το 1911 μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 1918. Ως εκ τούτου, σημαντικός συντελεστής για την απόφαση του Βενιζέλου να στείλει Ελληνικό στράτευμα στην Σμύρνη τον Μάιο του 1919 ήταν ο διακαής πόθος του να προστατέψει τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, τη στιγμή που είχε την ενθάρρυνση, μάλλον προτροπή, των Συμμάχων να κινηθεί προς εκείνη την κατεύθυνση.
Η ανθελληνική στάση της Ιταλίας δεν του επέτρεπε περιθώρια για ενδοιασμούς. Θα ήταν άδικο ο Βενιζέλος να θεωρηθεί υπόλογος για τα λάθη που διέπραξαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, υπό την ηγεσία του βασιλιά Κωνσταντίνου, από τον Νοέμβριο του 1920 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1922, όταν ο Βενιζέλος βρισκόταν εκτός Ελλάδας. Οι λόγοι που συνέτειναν στην απόφαση του Βενιζέλου να στείλει Ελληνικό στράτευμα στη Σμύρνη:
1) Οι οργανωμένοι διωγμοί των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, πρώτα από τους Νεότουρκους από το 1911, και στη συνέχεια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914 - 1918), αποτελούσαν για τον Βενιζέλο ένδειξη πως θα συνεχίζονταν και μετά το 1919, από το νέο κράτος της Τουρκίας που θα αναδυόταν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως εκ τούτου, η παρουσία του Ελληνικού στρατεύματος στην Μικρά Ασία κατ’ αρχήν, και στη συνέχεια η ενσωμάτωση στην Ελλάδα μέρους των δυτικών παραλίων, θα παρείχαν την απαραίτητη ασφάλεια στους Έλληνες της Μικράς Ασίας.
2) Δεδομένου ότι οι Σύμμαχοι ήταν αποφασισμένοι να προβούν στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περιοχές της οποίας θα περιέρχονταν υπό τον έλεγχό τους, ο Βενιζέλος ήταν της γνώμης πως η Ελλάδα είχε μεγαλύτερες διεκδικήσεις στην Μικρά Ασία από τους Συμμάχους, λόγω του Ελληνικού στοιχείου που ζούσε στα μέρη εκείνα για περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια.
3) Ο Βενιζέλος δεν είχε αμφιβολίες πως, λόγω του κύρους του μεταξύ των ηγετών των Συμμάχων, θα είχε την οικονομική, και στρατιωτική συμπαράστασή τους, αν οι συνθήκες την απαιτούσαν.
4) Ο Βενιζέλος δεν περίμενε να χάσει τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, ιδίως μετά την επικύρωση της Συνθήκης των Σεβρών από τους Συμμάχους τον Αύγουστο του 1920, με την οποία γινόταν πραγματικότητα «η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Αλλά ούτε, μπορούσε να προβλέψει ο Βενιζέλος πως σε περίπτωση της εκλογικής του ήττας, η νέα κυβέρνηση θα ακολουθούσε εκείνην την αδιανόητη πολιτική για την πορεία προς την Άγκυρα, που οδήγησε στην εξάντληση, και τελική ήττα, του Ελληνικού στρατεύματος. Αν ο ίδιος επανεκλεγόταν πρωθυπουργός τον Νοέμβριο του 1920, και πραγματοποιούσε την ενσωμάτωση της Σμύρνης, με την ενδοχώρα της και τις προσκείμενες περιοχές, στο Ελληνικό κράτος, η ιστορία θα τον έκρινε διαφορετικά.
Η Μεγάλη Ιδέα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος
Ο όρος Μεγάλη Ιδέα αποδίδεται στον Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος σε αγόρευσή του το 1844 στις εργασίες της Α' Εθνοσυνέλευσης, αναφέρθηκε στους αυτόχθονες και ετερόχθονες Έλληνες - Έλληνες που ζούσαν στην επικράτεια του τότε Ελληνικού κράτους, και Έλληνες της υπόλοιπης Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, των Ελληνικών νησιών, της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας. Ο Ιωάννης Κωλέττης (1773 - 1847) ήταν Έλληνας αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 και πολιτικός, ο οποίος επί σειρά ετών είχε υπηρετήσει ως Υπουργός και Πρωθυπουργός του νεοσύστατου τότε Ελληνικού κράτους.
Στην αγόρευσή του κατά τη διάρκεια της Α' Εθνοσυνέλευσης τον Ιανουάριο του 1844 ο Κωλέττης, μεταξύ άλλων, είπε και τα ακόλουθα, σύμφωνα με τον Michael Llewellyn Smith:
«Το Βασίλειο της Ελλάδος δεν είναι η Ελλάς. Αποτελεί έν μέρος μόνον, το πλέον μικρόν και το πλέον πτωχό της Ελλάδος. Υπάρχουν δύο μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού. Αι Αθήναι είναι η πρωτεύουσα του Βασιλείου. Η Κωνσταντινούπολις είναι η μεγάλη πρωτεύουσα, η Πόλις, το όνειρο και η ελπίς όλων των Ελλήνων».
Στη αγόρευσή του ο Κωλέττης δεν χρησιμοποίησε τον όρο «Μεγάλη Ιδέα», αλλά παρεμφερείς εκφράσεις. Οπωσδήποτε, η ερμηνεία της αγόρευσής του έδωσε υπόσταση στην έννοια της Μεγάλης Ιδέας, που όλοι αναζητούσαν για να εκφράσουν τα οράματά τους για μια Μεγάλη Ελλάδα. Η έννοια της Μεγάλης Ιδέας ήταν ουσιαστικά η επιδίωξη της εθνικής ένωσης του υπόδουλου Ελληνισμού και η ανάκτηση των χαμένων εδαφών, και υπήρξε το ισχυρότερο ιδεολόγημα στην Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, που προβλήθηκε κατά καιρούς από διάφορους πολιτικούς, και γιγάντωσε τα όνειρα του Ελληνικού λαού.
Η εμφάνιση του Ελευθέριου Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο της Ελλάδας το 1910, οι ευνοϊκές διεθνείς συγκυρίες και οι επιτυχείς πολεμικές επιχειρήσεις, που έδωσαν στην Ελλάδα νέα εδάφη κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αναβίωσαν την Μεγάλη Ιδέα. Για κοντά 80 χρόνια (1844 - 1922) η πολύσημη, και ενίοτε αντιφατική, Μεγάλη Ιδέα βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής, εσωτερικής και εξωτερικής. Ο Michael Llewellyn Smith, στο βιβλίο του οποίου αναφέρθηκα πιο πάνω, διακρίνει τρεις μορφές της Μεγάλης Ιδέας, όπως διαπιστώνουμε από το ακόλουθο απόσπασμα:
«Έτσι, η Μεγάλη Ιδέα κατέληξε, στα μέσα του 19ου αιώνα, να περικλείει τρεις τουλάχιστον διαφορετικές τάσεις. Στην κυριολεκτική ερμηνεία της ήταν το ρομαντικό όνειρο της ανασύστασης της Ελληνοβυζαντινής Αυτοκρατορίας με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ευρύτερα ήταν η βαθιά φιλοδοξία να εξαπλωθεί η Ελληνική πνευματική και οικονομική κυριαρχία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, προκαλώντας βαθμιαία ανατροπή από μέσα, με μια φυσική διαδικασία που δεν ήταν απαραίτητο να καταλήξει σε βίαιη σύγκρουση των δύο αντίπαλων εθνοτήτων, Ελλήνων και Τούρκων.
Τρίτον, η Μεγάλη Ιδέα θα μπορούσε να ερμηνευτεί μέσα στα πλαίσια του σύγχρονου εθνικού κράτους: προοδευτική λύτρωση των υπόδουλων Ελληνικών περιοχών, με την ενσωμάτωσή τους στο Ελληνικό κράτος, πράγμα που σήμαινε κατά μέτωπο σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρόλο που βρίσκουμε και τις τρεις επιμέρους ιδέες να επιβιώνουν στον 20ό αιώνα, η τρίτη ήταν εκείνη που επικράτησε».
Την δεύτερη μορφή της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή την Ελληνική πνευματική και οικονομική κυριαρχία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την εκπροσωπούσε ο Ίων Δραγούμης, ενώ την τρίτη ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αυτή η διαφορά έφερε αντιμέτωπες δύο από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της πρώτης εικοσαετίας του 20ού αιώνα, και είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του Δραγούμη από ανθρώπους προσκείμενους στον Βενιζέλο, χωρίς όμως τη γνώση και την έγκρισή του.
Με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 - 1913, μεγάλο επίτευγμα του Βενιζέλου, ο Ελληνικός λαός πείσθηκε πως μακροχρόνια η Μεγάλη Ιδέα θα επιτύγχανε, όχι μόνο την απελευθέρωση των υπόδουλων ομογενών, αλλά και την επίτευξη ενός νέου κρατικού μορφώματος, αντίστοιχου σε γενικές γραμμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η απελευθέρωση της Βόρειας Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους, και τα πρώτα επιτεύγματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, όπως επικυρώθηκαν από τη Συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920, φάνηκαν να επιβεβαιώνουν τη ρήση του Ελευθέριου Βενιζέλου -μάλλον κομπασμός ήταν- για μια Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Αν η Συνθήκη των Σεβρών του 1920 χαρακτηρίζεται από πολλούς ιστορικούς ως το μεγαλύτερο επίτευγμα του Βενιζέλου, η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η οποία ήταν η απόρροια της Συνθήκης των Σεβρών, υπήρξε η ταφόπετρα της Μεγάλης Ιδέας, και ο «Επιτάφιος» του Βενιζέλου. Αποτελεί τραγική ειρωνεία ότι ο Βενιζέλος διαπραγματεύθηκε εκ μέρους της Ελλάδας και τις δύο παραπάνω συνθήκες, την πρώτη ως Πρωθυπουργός, και την δεύτερη ως εντεταλμένος της Ελληνικής κυβέρνησης. Στην διαπραγμάτευση της Συνθήκης των Σεβρών τον είχε παρασύρει ο οίστρος της Μεγάλης Ιδέας, ιδιαίτερα μετά από τα επιτεύγματα των Βαλκανικών Πολέμων, αποτέλεσμα των οποίων ήταν ο διπλασιασμός, γεωγραφικός και πληθυσμιακός, της Ελλάδας.
Ευτυχώς για το Ελληνικό έθνος, στην διαπραγμάτευση της Συνθήκη της Λωζάνης ο Βενιζέλος επέδειξε έναν ασυνήθιστο πραγματισμό, αφού ως αντιπρόσωπος της ηττημένης Ελλάδας κατόρθωσε να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής. Σε εκείνη την κρίσιμη ώρα του Ελληνισμού, ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αλυτρωτισμό, με άλλα λόγια την Μεγάλη Ιδέα, και να αγωνιστεί όχι για την επέκταση των Ελληνικών συνόρων, αλλά για τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Βέβαια δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον ξεριζωμό ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων από τις προαιώνιες πατρογονικές τους εστίες.
Σμύρνη – Πολιτική Βενιζέλου
Στόχος του Βενιζέλου ήταν η Ελλάδα να βρεθεί στο πλευρό των χωρών της Αντάντ -Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας- στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, τον οποίο προέβλεπε πως θα κέρδιζαν, για να πάρει μέρος στη συνδιάσκεψη της ειρήνης που θα ακολουθούσε. Βέβαιος πως οι σύμμαχοι θα προέβαιναν στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία στον πόλεμο είχε ενταχθεί στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, ο Βενιζέλος ήθελε η Ελλάδα να διεκδικήσει περιοχές που ιστορικοί και δημογραφικοί λόγοι συνηγορούσαν, κατά την άποψή του, για την ενσωμάτωσή τους στο Ελληνικό κράτος.
Η προκλητική φιλογερμανική πολιτική του Κωνσταντίνου και των φερέφωνων κυβερνήσεών του, ανάγκασε τις δυνάμεις της Αντάντ να προβούν στη λήψη δυναμικών μέτρων. Στις αρχές του Ιουνίου 1917 Γαλλικός στρατός αποβιβάστηκε στην Αθήνα, και εξανάγκασε τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί, και να παραχωρήσει το θρόνο στο γιο του Αλέξανδρο. Τις επόμενες ημέρες η βασιλική οικογένεια αναχώρησε για την Ιταλία, και από εκεί μετέβηκε στην Ελβετία, όπου παρέμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1920.
Τον Ιούλιο του 1917 ο Βενιζέλος, ο οποίος από το Σεπτέμβριο του 1916 ήταν στη Θεσσαλονίκη ως πρωθυπουργός της δεύτερης κυβέρνησης που είχε σχηματίσει, επέστρεψε στην Αθήνα και σχημάτισε εθνική κυβέρνηση, επαναφέροντας τη Βουλή του 1915 που είχε διαλύσει ο βασιλιάς μετά τη διαφωνία του με τον Βενιζέλο. Πρώτη ενέργεια της νέας εθνικής κυβέρνησης ήταν η κήρυξη πολέμου κατά της Γερμανίας και της Βουλγαρίας, στρατιωτικές δυνάμεις των οποίων το 1916 είχαν καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία, με την ενθάρρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο Βενιζέλος, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, για την πρόληψη στασιαστικών κινημάτων, ήταν η εξορία των κύριων συνεργατών του Κωνσταντίνου.
Μετά από γενική επιστράτευση, η κυβέρνηση του Βενιζέλου σχημάτισε στράτευμα 300.000 ανδρών, μεγάλο μέρος του οποίου πήρε μέρος στο μέτωπο της Μακεδονίας, όπου στράτευμα των Αγγλογάλλων πολεμούσε εναντίον των δυνάμεων της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Το Ελληνικό στρατιωτικό σώμα θριάμβευσε στη μάχη του Σκρα το Μάιο του 1918. Λίγους μήνες αργότερα (Σεπτέμβριος 1918) η Βουλγαρία αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει, αποσύροντας τα στρατεύματά της από την Ανατολική Μακεδονία. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και η Τουρκία υπέγραψε την ανακωχή του Μούδρου με τις δυνάμεις της Αντάντ.
Το Νοέμβριο του 1918 ο Αγγλογαλλικός στρατός, και ένα άγημα του Ελληνικού στρατού, μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τα Ελληνικά θωρηκτά «Κιλκίς» και «Αβέρωφ» αγκυροβόλησαν έξω από την Κωνσταντινούπολη, με μονάδες του Γαλλικού και Βρετανικού ναυτικού. Τελικά και η Γερμανία, καταβεβλημένη, απομονωμένη και ηττημένη, υπέγραψε ανακωχή, θέτοντας τέρμα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στις 11 Νοεμβρίου 1918.
Η πρόβλεψη του Βενιζέλου ως προς την τελική έκβαση του πολέμου επαληθεύθηκε, και ο αγώνας του εναντίον της φιλογερμανικής πολιτικής του βασιλιά Κωνσταντίνου δικαιώθηκε απόλυτα. Η λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα, όπως είδαμε, στο πλευρό των νικητριών δυνάμεων της Αντάντ -Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας- και των Η.Π.Α. Στο Συνέδριο Ειρήνης, που άρχισε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919 και κράτησε μέχρι το Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρόβαλε τις Ελληνικές διεκδικήσεις, οι οποίες μεταξύ άλλων περιλάμβαναν περιοχή των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, στα αστικά κέντρα των οποίων το Ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε του Τουρκικού.
Ένα από τα επιχειρήματα του Βενιζέλου, για την ενσωμάτωση στην Ελληνική επικράτεια της περιοχής αυτής της Μικράς Ασίας, ήταν οι εκτοπισμοί από το 1911, και από το 1914 η συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το εθνικιστικό κόμμα των Νεότουρκων, που ονειρεύονταν τον εκτουρκισμό όλων των εθνοτικών μειονοτήτων της Τουρκίας. Για τις απώλειες των άμαχων Ελλήνων στην Μικρά Ασία (συμπεριλαμβανομένου και του Πόντου) από τις διώξεις των Νεότουρκων κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου (1914 - 1918), ο Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει τα ακόλουθα:
«Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου 900.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας εξοντώθηκαν με εκτελέσεις ή εκτοπισμούς, ενώ 450.000 διώχθηκαν ή έφυγαν τρομοκρατημένοι ως πρόσφυγες στην Ελλάδα».
Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου Ειρήνης στο Παρίσι ο Βενιζέλος αναδείχθηκε σε πολιτικό και διπλωμάτη πρώτου μεγέθους. Η ρητορική του δεινότητα και η πειστική επιχειρηματολογία του εντυπωσίασαν τους ηγέτες των άλλων χωρών, και ιδίως τον Λόυντ Τζορτζ της Μεγάλης Βρετανίας, τον Ζωρζ Κλεμανσώ της Γαλλίας και τον Γούντροου Ουίλσον των Η.Π.Α. Για την προσωπικότητα του Βενιζέλου ο Χάρολντ Νίκολσον, σύμβουλος του Λόυντ Τζορτζ, έγραψε τα ακόλουθα σε επιστολή του στον πατέρα του:
«Δεν μπορώ να σου περιγράψω το κύρος που έχει εδώ ο Βενιζέλος. Αυτός και ο Λένιν είναι οι μόνες πραγματικά μεγάλες φυσιογνωμίες της Ευρώπης. Η ομιλία του ήταν ένα περίεργο κράμα από γοητεία, ληστρικό πνεύμα, πολιτική διεθνούς εμβέλειας, πατριωτισμό, θάρρος και φιλολογία – μα πάνω από όλα, ήταν αυτός ο ίδιος, αυτός ο μεγαλόσωμος, γεροδεμένος, χαμογελαστός άνδρας, με μάτια που άστραφταν πίσω από τα γυαλιά του και με ένα τετράγωνο σκούφο από μαύρο μεταξωτό ύφασμα στο κεφάλι».
Οι Ελληνικές Διεκδικήσεις
Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε στα χέρια του ο Βενιζέλος, και που προέρχονταν από την απογραφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1912, η ζώνη που διεκδικούσε η Ελλάδα περιλάμβανε κάτι περισσότερο από 800.000 Έλληνες, έναντι λίγο παραπάνω από ένα εκατομμύριο Τούρκων και 100.000 Αρμενίους, Εβραίους και άλλους. Ο Βενιζέλος παρέκαμψε αυτούς τους ενοχλητικούς αριθμούς συμπεριλαμβάνοντας στη ζώνη, για στατιστικούς σκοπούς, τα γειτονικά νησιά, την Ίμβρο, την Τένεδο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τη Σάμο, την Ικαρία, τη Ρόδο με το Καστελόριζο και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, όπου οι Έλληνες είχαν μεγάλη αριθμητική υπεροχή (περίπου 370.000 έναντι 25.000).
Δικαιολόγησε αυτό τον ελιγμό με το επιχείρημα ότι τα νησιά αυτά ήταν, από οικονομική και γεωγραφική άποψη, μέρος της ηπειρωτικής Τουρκίας, επιχείρημα που είχαν χρησιμοποιήσει οι ίδιοι οι Τούρκοι για να παρεμποδίσουν την παραχώρηση των νησιών του Αιγαίου στην Ελλάδα στους Βαλκανικούς Πολέμους. Σύμφωνα με τον Βενιζέλο, οι Έλληνες που θα έμεναν στις Τουρκικές περιοχές της Μικράς Ασίας ανέρχονταν γύρω στις 800.000. Ο Βενιζέλος ήταν της γνώμης πως οι Έλληνες αυτοί θα προέβαιναν σε εθελοντική ανταλλαγή με το ένα εκατομμύριο Τούρκους που υπήρχαν στην διεκδικούμενη από την Ελλάδα ζώνη της δυτικής Μικράς Ασίας, οδηγώντας έτσι σε μια ομοιογένεια πληθυσμών στο χώρο της Μικράς Ασίας.
Οι διεκδικήσεις του Βενιζέλου βρήκαν σύμφωνες τη Βρετανία και τη Γαλλία, ενώ οι Η.Π.Α. ήταν επιφυλακτικές, γιατί πίστευαν πως μια άθικτη εδαφικά Τουρκία θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα οικονομικά τους συμφέροντα. Η Ιταλία όμως πρόβαλε έντονες αντιδράσεις στις προτάσεις του Βενιζέλου. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, για να δελεάσουν την Ιταλία να προσχωρήσει στην Αντάντ, η Βρετανία και η Γαλλία, με το Σύμφωνο του Λονδίνου τον Απρίλιο του 1915 της υποσχέθηκαν την περιοχή της Αττάλειας στην δυτική Μικρά Ασία.
Αργότερα, σε συνδιάσκεψη στον Άγιο Ιωάννη της Μωριέννης τον Απρίλιο του 1917, οι Αγγλογάλλοι διεύρυναν την περιοχή που είχαν υποσχεθεί στην Ιταλία, ώστε να περιλαμβάνει και την Ελληνικότατη Σμύρνη. Η αποστολή πολεμικών Ιταλικών πλοίων στην Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου Ειρήνης στο Παρίσι, έκανε τους Αγγλογάλλους, αλλά και τους Αμερικανούς που αρχικά ήταν επιφυλακτικοί, να παροτρύνουν τον Βενιζέλο να προβεί σε εσπευσμένες αποφάσεις, οι επιπτώσεις των οποίων θα αποδεικνύονταν τραγικές για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό.
Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Ο ελληνικός λαός είχε πάρει τις αποφάσεις του και ο Ελευθέριος Βενιζέλος την άλλη ημέρα, χωρίς δισταγμό, τις δικές του. Έπρεπε να φύγει από την Ελλάδα. Στις 4 Νοεμβρίου 1920 μαζί με τους δύο γιους του και αρκετούς φίλους του επιβιβάσθηκε στη θαλαμηγό «Νάρκισσος» και εγκατέλειψε την Ελλάδα. Η Πηνελόπη Δέλτα περιέγραψε τις θλιβερές εκείνες στιγμές : «Και έφυγε τω όντι ο Βενιζέλος έτσι, το απόγευμα της Τετάρτης με μόνο τον Πέτρο Βούλγαρη μαζί του και μερικούς φύλακες. Του είχαν ετοιμάσει οι φίλοι του την αναχώρηση από το Φάληρο και από τον Πειραιά.
Στο Φάληρο, βλέποντας λίγο κόσμο, ο Βούλγαρης παρακίνησε το Βενιζέλο να φύγει από κεί, και σταμάτησαν το αυτοκίνητο. Ο μεγάλος πατριώτης, που μας πήγε στη Πόλη, πέρασε εμπρός στους λίγους που έτυχαν εκεί και που σιωπηλοί και ασκεπείς τον χαιρέτησαν, και χαιρετώντας τους και κείνος, πέρασε, μπήκε στην ατμάκατο του διοικητού του Ναυστάθμου, ναυάρχου Γεωργαντά, και πήγε στον Πειραιά, όπου επιβιβάστηκε στο «Νάρκισσο» που σαλπάρησε και έφυγε με τους φίλους του που είχαν επιβιβαστεί πριν». Τα τελευταία του λόγια στο Βούλγαρη, αποχαιρετώντας τον, ήταν : «Σαν κακούργοι φεύγομε».
Απόβλητος και φτωχός ο Βενιζέλος, εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Δεν είχε κανένα προσωπικό εισόδημα. Η θέση του όμως και οι σχέσεις του με κορυφαίους Ευρωπαίους πολιτικούς επέβαλλαν την εξεύρεση πόρων. Ο γάμος με την Έλενα Σκυλίτση, γόνο πλούσιων Ελλήνων της διασποράς, ήταν μια λύση. Είχε την ανάγκη μιας συντρόφου στην εξορία. Η Έλενα ήταν παλιά θαυμάστριά του. Του είχε συμπαρασταθεί ποικιλοτρόπως στην πολιτική και εθνική προσπάθεια του. Παντρεύτηκαν τον Σεπτέμβριο του 1921 και εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. Το γαμήλιο ταξίδι τους έγινε στην Αμερική. Εκεί ο Βενιζέλος γνώρισε αληθινή αποθέωση.
Όταν γύρισαν στη Γαλλία, ο εξόριστος ηγέτης ξεκίνησε τη μετάφραση του πιο δύσκολου αρχαίου Έλληνα συγγραφέα, του Θουκυδίδη. Άλλωστε τα γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου, δε διέφεραν από τις περιπέτειες που περνούσε τότε η Ελλάδα. Η μετάφραση, όπως έγραψε ο Κακλαμάνος, απέδειξε ότι ο Βενιζέλος δεν είχε μόνον πολιτικό ταλέντο, αλλά και λογοτεχνικά χαρίσματα. Η επάνοδός του στην πολιτική, το 1928, δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει τα πολιτικά σχόλια, που συνόδευαν τη μετάφραση.
Απομόνωση και Καταστροφή
Η εκλογική του ήττα αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη για τη διεθνή κοινή γνώμη και την ευρωπαϊκή ηγεσία. «Συνέβη» γράφει ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, «να βρίσκομαι με τον κ. Λ. Τζώρτζ στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου τη στιγμή που έφθασε το τηλεγράφημα που ανήγγειλε το αποτέλεσμα των Ελληνικών εκλογών και την απόφαση του Βενιζέλου να αποχωρήσει από την πολιτική». Ο Λ. Τζώρτζ σοκαρίστηκε πάρα πολύ και ακόμα πιο πολύ μπερδεύτηκε, σχολίασε με ένα μορφασμό: «Τώρα είμαι ο μόνος που έμεινε» (ο Πρόεδρος Ουΐλσον είχε καταβληθεί από την αρρώστια, ο Κλεμανσώ είχε αποσυρθεί και ο Ορλάντο είχε ηττηθεί), και συμπληρώνει ο Τσώρτσιλ ότι «τα εκλογικά αποτελέσματα ήταν μία συνταρακτική έκπληξη για όλους».
Στην εξουσία ανήλθαν οι αντίπαλοι του Βενιζέλου και στο θρόνο επέστρεψε ο Κωνσταντίνος. Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις στην ηγεσία, τον Τύπο και την κοινή γνώμη των συμμαχικών πρωτευουσών. Οι «Times» του Λονδίνου σε μακροσκελές και ιδιαίτερα αιχμηρό άρθρο έγραψαν στις 17 Νοεμβρίου 1920, ότι «οι ψηφοφόροι απέπεμψαν από την εξουσία τον μεγάλο πολιτικό και πατριώτη που τους ανύψωσε από την κατάσταση της αδυναμίας και της διάλυσης, στην οποία τους βρήκε, σχεδόν στη θέση μιας Μεγάλης Δυνάμεως. Δεν μπορούμε να θυμηθούμε από την εποχή του Αριστείδη πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκής αγνωμοσύνης ή λαϊκής αφροσύνης».
Η εκλογική του ήττα αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη για τη διεθνή κοινή γνώμη και την ευρωπαϊκή ηγεσία. «Συνέβη» γράφει ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, «να βρίσκομαι με τον κ. Λ. Τζώρτζ στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου τη στιγμή που έφθασε το τηλεγράφημα που ανήγγειλε το αποτέλεσμα των Ελληνικών εκλογών και την απόφαση του Βενιζέλου να αποχωρήσει από την πολιτική». Ο Λ. Τζώρτζ σοκαρίστηκε πάρα πολύ και ακόμα πιο πολύ μπερδεύτηκε, σχολίασε με ένα μορφασμό: «Τώρα είμαι ο μόνος που έμεινε» (ο Πρόεδρος Ουΐλσον είχε καταβληθεί από την αρρώστια, ο Κλεμανσώ είχε αποσυρθεί και ο Ορλάντο είχε ηττηθεί), και συμπληρώνει ο Τσώρτσιλ ότι «τα εκλογικά αποτελέσματα ήταν μία συνταρακτική έκπληξη για όλους».
Στην εξουσία ανήλθαν οι αντίπαλοι του Βενιζέλου και στο θρόνο επέστρεψε ο Κωνσταντίνος. Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις στην ηγεσία, τον Τύπο και την κοινή γνώμη των συμμαχικών πρωτευουσών. Οι «Times» του Λονδίνου σε μακροσκελές και ιδιαίτερα αιχμηρό άρθρο έγραψαν στις 17 Νοεμβρίου 1920, ότι «οι ψηφοφόροι απέπεμψαν από την εξουσία τον μεγάλο πολιτικό και πατριώτη που τους ανύψωσε από την κατάσταση της αδυναμίας και της διάλυσης, στην οποία τους βρήκε, σχεδόν στη θέση μιας Μεγάλης Δυνάμεως. Δεν μπορούμε να θυμηθούμε από την εποχή του Αριστείδη πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκής αγνωμοσύνης ή λαϊκής αφροσύνης».
Και συνέχιζε η εφημερίδα, τονίζοντας ότι οι Σύμμαχοι θα αρνηθούν την ελάχιστη βοήθεια «στον πράκτορα της Γερμανίας στο θρόνο των Αθηνών» και μεταφέροντας τα δημοσιεύματα του δυτικού Τύπου σημείωνε ότι: «οι σύμμαχοι δεν εκχώρησαν σε ένα τέτοιο ηγεμόνα ή σε ένα τέτοιο λαό τη Θράκη, την Ευρωπαϊκή όχθη των Δαρδανελλίων και τη Σμύρνη». Παράλληλα ο Τσώρτσιλ, εκφράζοντας τις αντιδράσεις της πολιτικής ηγεσίας στη Βρετανία, έγραφε: «Υπήρχε η φιλοσυμμαχική Ελλάδα του Βενιζέλου και η φιλογερμανική του Κωνσταντίνου. Όλη η πίστη των συμμάχων άρχισε και τελείωσε με την Ελλάδα του Βενιζέλου. Όλη η δυσαρέσκεια επικεντρώθηκε επάνω στην Ελλάδα του Κωνσταντίνου».
Οι Γάλλοι, που είχαν αιματηρά προηγούμενα από το Νοέμβριο του 1916 με τον Κωνσταντίνο, αντέδρασαν σφοδρότερα. Η «Figaro» υποστήριζε την ανάγκη αναθεώρησης της Γαλλικής πολιτικής σε σχέση με το Ελληνικό πρόβλημα και τόνιζε ότι «αν οι Δυνάμεις αγνόησαν τις δυσκολίες και (υποστήριζαν την Ελλάδα) για τα όμορφα μάτια του Βενιζέλου, έχουν κάθε λόγο να αποστρέφονται τον επίορκο γαμπρό (του Κάιζερ Γουλιέλμου)». Ο Γάλλος πρωθυπουργός σε δηλώσεις του τόνισε ότι η πολιτική του Κωνσταντίνου «υπήρξε αιτία να παραταθεί ο πόλεμος επί εν έτος, πιθανόν δε δύο έτη».
Οι Γάλλοι, που είχαν αιματηρά προηγούμενα από το Νοέμβριο του 1916 με τον Κωνσταντίνο, αντέδρασαν σφοδρότερα. Η «Figaro» υποστήριζε την ανάγκη αναθεώρησης της Γαλλικής πολιτικής σε σχέση με το Ελληνικό πρόβλημα και τόνιζε ότι «αν οι Δυνάμεις αγνόησαν τις δυσκολίες και (υποστήριζαν την Ελλάδα) για τα όμορφα μάτια του Βενιζέλου, έχουν κάθε λόγο να αποστρέφονται τον επίορκο γαμπρό (του Κάιζερ Γουλιέλμου)». Ο Γάλλος πρωθυπουργός σε δηλώσεις του τόνισε ότι η πολιτική του Κωνσταντίνου «υπήρξε αιτία να παραταθεί ο πόλεμος επί εν έτος, πιθανόν δε δύο έτη».
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ W. Wilson, σε επιστολή του, ευχήθηκε τη γρήγορη επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία και τόνιζε: «Δύναμαι ελευθέρως να εκφράσω τον μέγα θαυμασμόν μου, ότι δεν υπάρχει πολιτικός εις την Ευρώπην ικανώτερος δι’ αρχηγίαν κατά το δυσκολώτατον χρονικόν τούτο σημείον εν τη αναπτύξει των πολιτικών τυχών του κόσμου». Η ήττα του Βενιζέλου και η επάνοδος του Κωνσταντίνου στο θρόνο δημιούργησαν ιδιαίτερα εχθρική ατμόσφαιρα για την Ελλάδα και έδωσαν την ευκαιρία διαφοροποίησης της Γαλλίας και της Ιταλίας σε σχέση με το Ελληνικό ζήτημα. Έτσι η Ελλάδα δεν εθεωρείτο πλέον συμμαχική χώρα.
Οι διάδοχοι του Βενιζέλου, που με τη «φιλειρηνική» δημαγωγία τους κέρδισαν τις εκλογές, αντί να σταματήσουν τον πόλεμο, όπως υπόσχονταν προεκλογικά, οδήγησαν τον Ελληνικό στρατό σε μία καταστροφική εκστρατεία μέχρι τα πρόθυρα της Άγκυρας. Η παράλογη αυτή στρατιωτική επιχείρηση, ο διχασμός του λαού, η εγκατάλειψη της χώρας από τους συμμάχους και, τέλος, η παρουσία στην Τουρκία ενός ηγέτη του διαμετρήματος του Κεμάλ, ο οποίος ενισχύθηκε από τη Σοβιετική Ένωση και αργότερα από τη Γαλλία και την Ιταλία, οδήγησαν μοιραία στη Μικρασιατική Καταστροφή, που εκτός των άλλων κακών έφερε στην Ελλάδα 1.500.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την ανατολική Θράκη.
Οι διάδοχοι του Βενιζέλου, που με τη «φιλειρηνική» δημαγωγία τους κέρδισαν τις εκλογές, αντί να σταματήσουν τον πόλεμο, όπως υπόσχονταν προεκλογικά, οδήγησαν τον Ελληνικό στρατό σε μία καταστροφική εκστρατεία μέχρι τα πρόθυρα της Άγκυρας. Η παράλογη αυτή στρατιωτική επιχείρηση, ο διχασμός του λαού, η εγκατάλειψη της χώρας από τους συμμάχους και, τέλος, η παρουσία στην Τουρκία ενός ηγέτη του διαμετρήματος του Κεμάλ, ο οποίος ενισχύθηκε από τη Σοβιετική Ένωση και αργότερα από τη Γαλλία και την Ιταλία, οδήγησαν μοιραία στη Μικρασιατική Καταστροφή, που εκτός των άλλων κακών έφερε στην Ελλάδα 1.500.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την ανατολική Θράκη.
Ανάμεσα σε Συντρίμμια
Μετά την καταστροφή η Ελλάδα αγωνιζόταν να επιβιώσει. Σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές θυμήθηκε πάλι τον άνθρωπο που είχε απομακρύνει δύο χρόνια πριν από την εξουσία. Εν τω μεταξύ, ο στρατός και ο στόλος επαναστάτησαν και ανέτρεψαν τον Κωνσταντίνο. Η νέα κυβέρνηση των Αθηνών απευθύνθηκε στο Βενιζέλο και του ζήτησε να αναλάβει την εκπροσώπηση της χώρας στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν στη Λωζάννη με την Τουρκία.
Ο Έλληνας ηγέτης, δαμάζοντας την ψυχική του οδύνη από την καταστροφή του έργου του, παραμερίζοντας το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, τις αντιδράσεις των αξιωματικών και τις προσδοκίες των προσφύγων, υπέγραψε τον Ιούλιο του 1923 μια έντιμη ειρήνη, η οποία καθόρισε τα σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία. Την ίδια χρονιά υπέγραψε σύμφωνο για υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών.
Πρωθυπουργός της Ειρήνης
Ο Έλληνας ηγέτης, επιστρέφοντας στην εξουσία το 1928, ανέπτυξε ειρηνικές πρωτοβουλίες προς όλες τις βαλκανικές χώρες και έδωσε έμφαση στην εσωτερική αναδημιουργία της Ελλάδας. Παραλάμβανε τότε μια Ελλάδα που, εκτός από τις χαίνουσες κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές πληγές της Μικρασιατικής Καταστροφής, είχε περιέλθει σε διεθνή απομόνωση και ανυποληψία. Οι σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής ήταν στο χαμηλότερο επίπεδο. Η Ιταλία του Μουσολίνι εφέρετο με ταπεινωτικό τρόπο, ενώ η Γιουγκοσλαβία ήγειρε απαράδεκτες αξιώσεις στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Πρωθυπουργός της Ειρήνης
Ο Έλληνας ηγέτης, επιστρέφοντας στην εξουσία το 1928, ανέπτυξε ειρηνικές πρωτοβουλίες προς όλες τις βαλκανικές χώρες και έδωσε έμφαση στην εσωτερική αναδημιουργία της Ελλάδας. Παραλάμβανε τότε μια Ελλάδα που, εκτός από τις χαίνουσες κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές πληγές της Μικρασιατικής Καταστροφής, είχε περιέλθει σε διεθνή απομόνωση και ανυποληψία. Οι σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής ήταν στο χαμηλότερο επίπεδο. Η Ιταλία του Μουσολίνι εφέρετο με ταπεινωτικό τρόπο, ενώ η Γιουγκοσλαβία ήγειρε απαράδεκτες αξιώσεις στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Με την Τουρκία υπήρχαν τεράστιες εκκρεμότητες, ενώ με τη Βουλγαρία τυπικώς υπήρχε καθεστώς εμπόλεμης κατάστασης. Στα ασφυκτικά αυτά πλαίσια ο Βενιζέλος χάραξε με σαφήνεια εξωτερική πολιτική, με σκοπό την πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων με Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ιταλία, Τουρκία. Παράλληλα προώθησε και πέτυχε εγκάρδιες σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις, που κυριαρχούσαν στη Μεσόγειο. Τον Βενιζέλο διέκρινε μια συμμετρία μεταξύ ιδεαλισμού και ρεαλισμού. Και την πιο δύσκολη ώρα της νεότερης Ελλάδας δεν επέτρεψε στους Έλληνες να καταληφθούν από την ψύχωση της ανταπόδοσης, που σε ανάλογες ιστορικές περιπτώσεις είχε καταλάβει πολλούς λαούς.
Αντίθετα, πρόβαλε την αναγκαιότητα της επίλυσης των Ελληνοτουρκικών διαφορών και, ξεπερνώντας τα παλαιά εθνικιστικά όνειρα και την πικρία των προσφύγων, οι οποίοι στο σύνολό τους ήταν οπαδοί και ψηφοφόροι του, υπέγραψε το 1930 στην Άγκυρα το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας. Δήλωσε τότε προς τους Τούρκους ότι: «Θεωρώ την συνθήκην της Λωζάννης ως οριστικόν διακανονισμόν μεταξύ των δύο κρατών του εδαφικού αυτών καθεστώτος. Δια τους λόγους τούτους ήλθομεν να σας τείνωμεν ειλικρινώς την χείρα, δηλούντες ότι ο προαιώνιος αγών έλαβεν οριστικόν τέλος».
Ο Βενιζέλος προχώρησε περισσότερο και πρότεινε τον Κεμάλ Ατατούρκ ως υποψήφιο για το Νόμπελ Ειρήνης, αναγνωρίζοντας τον ρόλο του στην επίτευξη της Ελληνοτουρκικής συνεννόησης. Αναμφισβήτητα η παρουσία στην πολιτική σκηνή της Άγκυρας του ιδρυτή της νέας Τουρκίας, αλλά και του Ισμέτ Ινονού, διευκόλυναν σημαντικά την προσέγγιση των δύο χωρών. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η πολιτική του αυτή εδραίωνε την ειρήνη στην Εγγύς Ανατολή και αποκαθιστούσε την ελληνοτουρκική φιλία. Μία φιλία για την οποία πολλά χρόνια νωρίτερα, τον Αύγουστο του 1908, έγραψε στην προσωπική του εφημερίδα «Κήρυξ» των Χανίων ότι: «Η συναίσθηση των κοινών συμφερόντων και κινδύνων θα οδηγήσει τους δύο λαούς σε στενή και ειλικρινή συνεργασία».
Παρά το γεγονός ότι οι ηγέτες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν εκλείψει από την Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, εντούτοις ο Βενιζέλος έγινε δεκτός στις μεγάλες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με μεγάλο σεβασμό και εκτίμηση. Σε ηλικία 65 ετών, εμφορούμενος από νέες ιδέες, ύψωσε τη φωνή του για το ειρηνικό μέλλον της Ευρώπης. Τον συγκινούσε ιδιαίτερα η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης και υποστήριζε με το διεθνές του κύρος και με διπλωματικές ενέργειες τις πρωτοβουλίες του Γάλλου πρωθυπουργού Α. Μπριάν για τη δημιουργία της νέας Ευρώπης.
Παρά το γεγονός ότι οι ηγέτες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν εκλείψει από την Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, εντούτοις ο Βενιζέλος έγινε δεκτός στις μεγάλες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με μεγάλο σεβασμό και εκτίμηση. Σε ηλικία 65 ετών, εμφορούμενος από νέες ιδέες, ύψωσε τη φωνή του για το ειρηνικό μέλλον της Ευρώπης. Τον συγκινούσε ιδιαίτερα η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης και υποστήριζε με το διεθνές του κύρος και με διπλωματικές ενέργειες τις πρωτοβουλίες του Γάλλου πρωθυπουργού Α. Μπριάν για τη δημιουργία της νέας Ευρώπης.
Ο Βενιζέλος πίστευε στον ιστορικό ρόλο της Ευρώπης και σε μία από τις συνεντεύξεις του για το θέμα, τον Οκτώβριο του 1929, τόνιζε πως «Ο πόλεμος απέδειξεν ότι οι νικηταί είναι τόσον πτωχοί, όσον και οι ηττημένοι. Νομίζω ότι αι Ηνωμέναι Πολιτείαι της Ευρώπης θα αντιπροσωπεύουν, έστω και άνευ της Ρωσίας, μίαν δύναμιν αρκετά ισχυράν να προαγάγη εις ευχάριστον σημείον την ευημερίαν και των άλλων ηπείρων». Ο Βενιζέλος στο τέλος της πολυκύμαντης σταδιοδρομίας του κατείχετο από το πάθος της επικράτησης της ειρήνης στον ευαίσθητο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και ευρύτερα στην Ευρώπη και προς το σκοπό αυτό έπραξε πολλά.
Οι επιτυχημένες πρωτοβουλίες του για συνεννόηση και ειρηνική επίλυση των διαφορών στα Βαλκάνια αποτελούν γεγονότα μεγάλης ιστορικής σημασίας. Την περίοδο αυτή υπερέβη, για μία ακόμη φορά, τα στενά εθνικά πλαίσια και οι ορίζοντές του αγκάλιασαν ολόκληρη της ευρωπαϊκή ήπειρο. Σε μνημειώδη λόγο του στην Κοινωνία των Εθνών, ενώπιον της Ευρωπαϊκής ηγεσίας, με ανεπιφύλακτη πίστη διακήρυξε:
«Ποιός μπορεί ν’ αμφισβητήσει σήμερα ότι απ’ εδώ κι εμπρός ο πόλεμος είναι για όλο τον κόσμο μια πολύ κακή υπόθεση; Θίγει τους γέρους, τις γυναίκες, τα παιδιά τόσο όσο και τους εμπόλεμους. Και ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους τελευταίους δεν είναι τώρα πια δυνατόν να υπάρχουν νικηταί και ηττημένοι, γιατί, τελικά όλοι θα είναι νικημένοι. Ποιος είναι αυτός, που θα έχει αμφιβολίες μπροστά στις τελειοποιήσεις των μέσων καταστροφής, ιδίως στο χημικό τομέα, ότι κάθε περίπτωση νέου πολέμου δεν θα είναι πράξη φρικτής και εγκληματικής παραφροσύνης;».
Μεγάλες Μεταρρυθμίσεις
Ο Βενιζέλος ταυτίζεται, ως επί το πλείστον, με το μεγάλο του έργο της εθνικής αποκατάστασης. Έτσι όμως επισκιάζεται το λαμπρό του έργο της εσωτερικής ανάπλασης και του εκσυγχρονισμού της χώρας. Οι απελευθερωτικοί πόλεμοι δεν τον εμπόδισαν να προχωρήσει στις μεγάλες αλλαγές, που άλλαξαν τη μοίρα του λαού και οδήγησαν στην ανάπτυξή του. Ο Μεσοπόλεμος ήταν για την Ελλάδα, όπως και για ολόκληρη την Ευρώπη, περίοδος οδυνηρών δοκιμασιών, δεδομένων των οικονομικών - κοινωνικών επιπτώσεων των πολέμων και της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και της πολιτικής αστάθειας και των στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Το 1928, επανέρχεται στην πολιτική δράση και γίνεται ξανά πρωθυπουργός.
Μεγάλες Μεταρρυθμίσεις
Ο Βενιζέλος ταυτίζεται, ως επί το πλείστον, με το μεγάλο του έργο της εθνικής αποκατάστασης. Έτσι όμως επισκιάζεται το λαμπρό του έργο της εσωτερικής ανάπλασης και του εκσυγχρονισμού της χώρας. Οι απελευθερωτικοί πόλεμοι δεν τον εμπόδισαν να προχωρήσει στις μεγάλες αλλαγές, που άλλαξαν τη μοίρα του λαού και οδήγησαν στην ανάπτυξή του. Ο Μεσοπόλεμος ήταν για την Ελλάδα, όπως και για ολόκληρη την Ευρώπη, περίοδος οδυνηρών δοκιμασιών, δεδομένων των οικονομικών - κοινωνικών επιπτώσεων των πολέμων και της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και της πολιτικής αστάθειας και των στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Το 1928, επανέρχεται στην πολιτική δράση και γίνεται ξανά πρωθυπουργός.
Μολονότι οι συνθήκες είναι δυσμενείς και η ηλικία του προχωρημένη, η περίοδος αυτή που αποτελεί και την τελευταία του ως πρωθυπουργού, υπήρξε η πιο δημιουργική φάση της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Η καθιέρωση νέων θεσμών, η εκπαιδευτική και η αγροτική μεταρρύθμιση, η νομοθεσία στους τομείς της εργασίας και της κοινωνικής πρόνοιας, συνέχεια της νομοθεσίας που είχε ξεκινήσει την περίοδο 1910 - 1914, η πολεοδομική και χωροταξική πολιτική και οι παρεμβάσεις στον τομέα της οικονομίας φέρουν την προσωπική εκσυγχρονιστική του σφραγίδα. Άλλες πρωτοπόρες για την εποχή αλλαγές του, που διατηρούνται ακόμη, ήταν η απόσπαση από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας των τομέων της συγκοινωνίας, της γεωργίας και της υγείας.
Το 1929 ίδρυσε ανεξάρτητο Υπουργείο Αεροπορίας, ενώ το 1931 ιδρύθηκε η πρώτη Ελληνική αεροπορική εταιρεία, η Ελληνική Εταιρεία Εναέριων Συγκοινωνιών. Το 1928 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, που έλυσε το ζήτημα του εκδοτικού προνομίου, ενώ συστήθηκαν και οι θεσμοί του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στον αγροτικό τομέα έγινε αναδιοργάνωση του Υπουργείου Γεωργίας, ενισχύθηκε η εκπαίδευση και η έρευνα και αναβαθμίστηκαν τα τεχνικά έργα, ενώ τον Ιούνιο του 1929 ιδρύθηκε και η Αγροτική Τράπεζα.
Επιπλέον, μεγάλη ήταν και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που σημειώθηκε και αφορούσε σε νέα εκπαιδευτικά προγράμματα, κατασκευή σχολικών κτιρίων και αναβάθμιση στον πανεπιστημιακό τομέα. Παρά την πλουσιότατη σε έργο αυτή τετραετία της διακυβέρνησής του, στην οποία επιστράτευσε όλες του τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις, το έργο που επιτεύχθηκε διακόπηκε, τόσο λόγω της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε στο αμερικανικό χρηματιστήριο το 1929 και επεκτάθηκε και στην Ευρώπη, όσο και λόγω της αμφισβήτησης του ίδιου του Βενιζέλου στο εσωτερικό της χώρας.
Η Αναζωπύρωση των Παθών
Τώρα δεν ήταν μόνο οι αντίπαλοί του από το χώρο των αντιβενιζελικών. Είχαν προστεθεί και παλιοί συνεργάτες του και στελέχη, που αναδείχθηκαν υπό την σκέπη του στο κόμμα των φιλελευθέρων. Το 1932, απογοητευμένος από τη συκοφαντία και τη δημαγωγία, παραιτείται. Στις εκλογές του Μαρτίου 1933 η αντιβενιζελική αντιπολίτευση επικράτησε και το ίδιο βράδυ ο Ν. Πλαστήρας επεχείρησε να καταλάβει με στρατιωτικό κίνημα, την εξουσία. Ο Βενιζέλος, δεν συντάχθηκε με τον παλιό του φίλο και το κίνημα απέτυχε. Οι αντιβενιζελικοί ξεκίνησαν μια βίαιη εκστρατεία κατά του ανθρώπου που μισούσαν και που τόσο πολύ ήθελαν όχι μόνο την ηθική αλλά και την φυσική του εξόντωση.
Η Αναζωπύρωση των Παθών
Τώρα δεν ήταν μόνο οι αντίπαλοί του από το χώρο των αντιβενιζελικών. Είχαν προστεθεί και παλιοί συνεργάτες του και στελέχη, που αναδείχθηκαν υπό την σκέπη του στο κόμμα των φιλελευθέρων. Το 1932, απογοητευμένος από τη συκοφαντία και τη δημαγωγία, παραιτείται. Στις εκλογές του Μαρτίου 1933 η αντιβενιζελική αντιπολίτευση επικράτησε και το ίδιο βράδυ ο Ν. Πλαστήρας επεχείρησε να καταλάβει με στρατιωτικό κίνημα, την εξουσία. Ο Βενιζέλος, δεν συντάχθηκε με τον παλιό του φίλο και το κίνημα απέτυχε. Οι αντιβενιζελικοί ξεκίνησαν μια βίαιη εκστρατεία κατά του ανθρώπου που μισούσαν και που τόσο πολύ ήθελαν όχι μόνο την ηθική αλλά και την φυσική του εξόντωση.
Ο κίτρινος τύπος και οι εμπαθείς αντίπαλοι του τον κατηγορούσαν ότι ήταν ο ηθικός αυτουργός του κινήματος. Το κλίμα είχε γίνει βαρύ. Τα πάθη του εθνικού διχασμού είχαν έλθει πάλι στην επιφάνεια. Το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1933, δέχεται δολοφονική επίθεση του παρακράτους της άκρας δεξιάς, που ουσιαστικά είχε αλώσει το κόμμα των Λαϊκών. Η γυναίκα του τραυματίζεται σοβαρά, ένας από τους φρουρούς του σκοτώνεται. Από τον Αύγουστο του 1897, που δέχθηκε την πρώτη δολοφονική επίθεση, στις Αρχάνες, κατά τη διάρκεια της Κρητικής επανάστασης, ήταν η τέταρτη κατά σειρά απόπειρα κατά της ζωής του. Από τη φονική ενέδρα βγήκε ζωντανός.
Όμως στην Αθήνα δεν μπορούσε να παραμείνει πλέον. Αισθανόταν σαν κυνηγημένο θηρίο, χωρίς τη στοιχειώδη προστασία, που του όφειλε η πατρίδα του. Για την ασφάλειά του, ξαναγυρίζει στα Χανιά, στο σπίτι της Χαλέπας, ανάμεσα στους συντρόφους του των παλαιών αγώνων. Εκεί ανάπνεε ελεύθερα. Ακοίμητος φρουρός του η αγάπη των Κρητικών. Η χαρά του ήταν να ζει με τους απλούς ανθρώπους του λαού, που πολλές φορές ξεκινούσαν από την άλλη άκρη της Κρήτης για να τον συναντήσουν. Κατ’ εξοχήν άνθρωπος της δράσεως συμμετέχει σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις της πόλης του. Το Δεκέμβριο του 1934 οργανώνει ο ίδιος μια τέτοια εκδήλωση.
Στο σπίτι της Χαλέπας φιλοξενεί έκθεση ζωγραφικής του διάσημου Χανιώτη ζωγράφου Δημήτρη Κοκότση. Ο Βενιζέλος, όταν ήταν πρωθυπουργός, προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον πολιτισμό. Η κοινωνική και πολιτική αλλαγή που έφερε στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα, συνετέλεσε στη μεγάλη καλλιτεχνική άνθηση της εποχής. Η νεοελληνική τέχνη έγινε αποδεκτή από την προοδευτική μερίδα της κοινωνίας που εξέφραζε ο Βενιζέλος. Ο ίδιος συχνά εγκαινίαζε εκθέσεις ζωγραφικής και έδιδε εντολές για αγορά έργων από το Υπουργείο Παιδείας και τη Λέσχη Φιλελευθέρων.
Στο μεταξύ η κατάσταση στην Αθήνα χειροτέρευε και το δημοκρατικό πολίτευμα αντιμετώπιζε την απειλή ανατροπής, από τους ισχυρούς άνδρες του βασιλικού στρατοπέδου. Ο μετριοπαθής αρχηγός του Κόμματος των Λαϊκών Π. Τσαλδάρης, δεν μπορούσε να επιβληθεί στους νοσταλγούς την μοναρχίας και στους ρεβανσιστές του αντιβενιζελικού κόσμου. Ένας κόσμος που περιλάμβανε από ακραία φασιστικά στοιχεία μέχρι μετριοπαθείς βασιλόφρονες, πριόνιζε το πολίτευμα της χώρας. Το κλίμα, δηλητηριασμένο από τα μίση και την έξαλλη δημαγωγία, οδηγούσε στη σύγκρουση. Σημασία είχε ποιος θα έκανε το μεγαλύτερο λάθος.
Την 1η Μαρτίου 1935, Βενιζελικοί αξιωματικοί πραγματοποιούν ένα επιπόλαιο και κακά προετοιμασμένο κίνημα. Η αποτυχία του σήμανε την απαρχή μεγάλων διώξεων κατά του δημοκρατικού κόσμου. Ο Βενιζέλος αποχαιρέτησε τη Χαλέπα και με το «Αβέρωφ», το θρυλικό θωρηκτό των Βαλκανικών Πολέμων, φεύγει από την Κρήτη, στην οποία δε θα ξαναγύριζε ζωντανός. Σημασία δεν είχε ποια ήταν η έκταση της εμπλοκής του γηραιού ηγέτη στο κίνημα. Είχε, για μια ακόμη φορά, το θάρρος ν’ αναλάβει τις ευθύνες και να δηλώσει παρών. Η ευαίσθητη ψυχή του, δεν του επέτρεψε να λησμονήσει τους κυνηγημένους και φυγόδικους αξιωματικούς, που διώχθηκαν ή κατέφυγαν στο εξωτερικό.
Τα εισοδήματα της Έλενας του έδωσαν τη δυνατότητα να συντηρήσει εκατοντάδες από αυτούς. Ήταν το πικρό πολιτικό τέλος, μιας μεγάλης σταδιοδρομίας. Στην Ελλάδα οι εξελίξεις απλώς είχαν επισπευσθεί. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β' ξαναγύρισε, η μοναρχία αποκαταστάθηκε και σε ενάμιση χρόνο αυτό που ήθελε να αποτρέψει το κίνημα θα γίνει πιο εύκολα. Στις 4 Αυγούστου 1936, πέντε μήνες από το θάνατο του Βενιζέλου, κηρύχθηκε δικτατορία, που είχε πρότυπο τα φασιστικά καθεστώτα της Ευρώπης.
Το Τέλος
Εξόριστος στο Παρίσι, μένει και πάλι στο σπίτι της οδού Μποζόν 22, που μαζί με την Έλενα είχαν αγοράσει στη διάρκεια της προηγούμενης εξορίας. Οι δημοσιογράφοι της εποχής τον περιγράφουν ακούραστο και αεικίνητο. Διάβασμα πολύ, ακροάσεις, συνομιλίες, αλληλογραφία και μελέτη του ελληνικού και ξένου τύπου. Τον κατείχε αγωνία για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη: Θα διαφυλαχτεί η ειρήνη στην Ευρώπη; Θα επιζήσει η ελευθερία; Θα αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες στην Ελλάδα; Προβλήματα που τον απασχολούσαν στις συχνές συναντήσεις του με τους δημοσιογράφους.
Το Τέλος
Εξόριστος στο Παρίσι, μένει και πάλι στο σπίτι της οδού Μποζόν 22, που μαζί με την Έλενα είχαν αγοράσει στη διάρκεια της προηγούμενης εξορίας. Οι δημοσιογράφοι της εποχής τον περιγράφουν ακούραστο και αεικίνητο. Διάβασμα πολύ, ακροάσεις, συνομιλίες, αλληλογραφία και μελέτη του ελληνικού και ξένου τύπου. Τον κατείχε αγωνία για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη: Θα διαφυλαχτεί η ειρήνη στην Ευρώπη; Θα επιζήσει η ελευθερία; Θα αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες στην Ελλάδα; Προβλήματα που τον απασχολούσαν στις συχνές συναντήσεις του με τους δημοσιογράφους.
Οι σκέψεις και τα συναισθήματά του ήταν: Αγωνία για το μέλλον της Ελλάδας, της Ευρώπης αλλά και νοσταλγία για την Κρήτη και το πατρικό σπίτι. Το λάτρευε το σπίτι της Χαλέπας. Όπως έλεγε ο ίδιος σε νεαρό δημοσιογράφο, εύρισκε παρηγοριά και ξεκούραση να κάθεται στην τραπεζαρία και να βλέπει από το παράθυρό της να απλώνεται απέραντο το Κρητικό Πέλαγος. Νοσταλγούσε, τον ήλιο, τον αέρα, την ακρογιαλιά της Ελλάδας και της Κρήτης. Τα πάντα. Ακόμα και τα χόρτα της. Μια μέρα ξέσπασε. - ''Ας είχα λίγες αβρονιές ή λίγες Κρητικές βρούβες''. Σχεδίαζε την επιστροφή του στην Κρήτη, στη Χαλέπα. Στην Ελλάδα είχε δοθεί αμνηστεία και ανυπομονούσε να επιστρέψει.
Τα σχέδιά του ανέτρεψε μια βαριά εγκεφαλική συμφόρηση. Στις 18 Μαρτίου του 1936 άφηνε την τελευταία του πνοή στο ιστορικό διαμέρισμα της οδού Μποζόν 22. Έφευγε από τη ζωή, με το πικρό αίσθημα του εξοστρακισμού από το Δήμο, όπως μεγάλοι άνδρες της αρχαίας Ελλάδας. Στην ψυχή των περισσοτέρων Ελλήνων είχε πάρει τις διαστάσεις ενός μαρτυρικού ήρωα του Ελληνικού Γολγοθά. Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε ρίγη συγκίνησης. Μεγάλη Αθηναϊκή εφημερίδα, έγραψε για τη «Μεγάλη Παρασκευή της Ελλάδος» και συμπλήρωνε: «Θα γίνομε πάλι μικροί. Όλα τα εθνικά μας κεφάλαια, φίλοι και εχθροί, τα έχουμε καταθέσει στην ανάμνησή του».
Η επίσημη Γαλλία και το παρισινό πλήθος τον αποχαιρέτησαν με σεβασμό και θλίψη. Η σορός του δεν πέρασε από την Αθήνα, για τον φόβο ταραχών από τους παλιούς του εχθρούς. Από το Μπρίντεζι της Ιταλίας το πολύτιμο φορτίο, τοποθετημένο σε πολεμικό πλοίο, ήλθε κατευθείαν στα Χανιά. Προηγουμένως πέρασε από τον Ισθμό της Κορίνθου. Στις δύο όχθες του χιλιάδες Έλληνες, κυρίως πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την ανατολική Θράκη, τον αποχαιρέτησαν με αναμμένα κεριά. Στα Χανιά, η κηδεία πήρε μορφή μυθικής θεϊκής λατρείας, όπως έγραψαν οι εφημερίδες. Η πόλη, ντυμένη στα μαύρα, φαινόταν σαν ένας πελώριος μαύρος όγκος.
Η επίσημη Γαλλία και το παρισινό πλήθος τον αποχαιρέτησαν με σεβασμό και θλίψη. Η σορός του δεν πέρασε από την Αθήνα, για τον φόβο ταραχών από τους παλιούς του εχθρούς. Από το Μπρίντεζι της Ιταλίας το πολύτιμο φορτίο, τοποθετημένο σε πολεμικό πλοίο, ήλθε κατευθείαν στα Χανιά. Προηγουμένως πέρασε από τον Ισθμό της Κορίνθου. Στις δύο όχθες του χιλιάδες Έλληνες, κυρίως πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την ανατολική Θράκη, τον αποχαιρέτησαν με αναμμένα κεριά. Στα Χανιά, η κηδεία πήρε μορφή μυθικής θεϊκής λατρείας, όπως έγραψαν οι εφημερίδες. Η πόλη, ντυμένη στα μαύρα, φαινόταν σαν ένας πελώριος μαύρος όγκος.
Χιλιάδες προσκυνητές, από όλη την Ελλάδα, ήλθαν για να αποχαιρετήσουν τον άνθρωπο που άλλαξε τη μοίρα και το χάρτη της πατρίδας τους. Στις 29 Μαρτίου, η Κρητική γη τον δέχτηκε στα σπλάχνα της. Στο Ακρωτήρι, εκεί που το 1897 ύψωσε τη σημαία της κρητικής ελευθερίας και έγραψε την πρώτη μεγάλη σελίδα μιας τρικυμιώδους πολιτικής σταδιοδρομίας. Ο θάνατός του προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον. Κορυφαίοι πολιτικοί, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, ιστορικοί ασχολήθηκαν και πάλι μαζί του. Ο Έμιλ Λούντβιχ, βιογράφος του Ναπολέοντα, του Βίσμαρκ και άλλων έγραψε:
«Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο μεγαλύτερος πολιτικός της Ελλάδας από την εποχή του Περικλή, ένας από τους διαπρεπεστέρους πολιτικούς της Ευρώπης, εφάμιλλος του Βίσμαρκ και του Μέττερνιχ, δεν υπάρχει πια. Βάσκανος μοίρα εστέρησε την Ελλάδα από τον σπουδαιότερο πολιτικό άνδρα της και δημιουργό του μεγαλείου της. Ο Βενιζέλος, εισήλθε εις το Πάνθεο των αθανάτων ηρώων, πεθαίνοντας και αυτός, όπως οι περισσότεροι από τους μεγάλους άνδρες, στην εξορία, στην οποία εστάλθηκε την ώρα που επρόκειτο να δοξάσει για μια ακόμα φορά την Ελλάδα και να τη σώσει από το βάραθρο προς το οποίο την οδήγησαν οι αντίπαλοί του.
Ο Βενιζέλος υπήρξε από τους ολίγους εκείνους πολιτικούς άνδρες της σύγχρονης εποχής που τις αρετές του και το πνεύμα του εκτιμούσε και θαύμαζε ολόκληρη η υφήλιος. Δυστυχώς η πατρίδα του, που την μεγάλωσε και τη δόξασε στάθηκε αχάριστη απέναντι του. Το έργο του Βενιζέλου θα αναγραφεί με χρυσά γράμματα στην παγκόσμια Ιστορία, που θα μιλήσει μια μέρα γι’ αυτόν και θα εκτιμήσει τον μεγάλο νεκρό, που τόσο αδίκησε η πατρίδα του».
ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ (1910 - 1920)
Στις συνθήκες της δομικής σύγκρουσης και της αναδιάταξης του διεθνούς συστήματος των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατόρθωσε να αναδείξει την κομβική στρατηγική σημασία της Ελλάδας και να μετασχηματίσει τη χώρα σε σημαντική Βαλκανική και Μεσογειακή δύναμη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ο μεγάλος Κρητικός, Έλληνας, Βαλκάνιος και Ευρωπαίος πολιτικός ο σημαντικότερος πολιτικός άνδρας που ανέδειξε ο σύγχρονος Ελληνισμός, βρέθηκε στο μεταίχμιο δύο εποχών.
Με την αντιδογματική του σκέψη και την πολιτική ιδιοφυΐα του, με το σπάνιο πολιτικό του χάρισμα, με την ανθρώπινη γοητεία που ασκούσε ακόμη και στους πολιτικούς και θεσμικούς του αντιπάλους, κατάφερε να συγκεράσει δημιουργικά την αριστοκρατική αντίληψη της πολιτικής του 19ου αιώνα με το πνεύμα των νέων καιρών. Κατάφερε να συναρμόσει την κλασική του παιδεία, τη φιλοσοφική και ιστορική του στοχαστικότητα και την ικανότητα ορθής πρόγνωσης των επερχομένων διεθνών εξελίξεων, με τον πολιτικό πραγματισμό, τη διπλωματική επιδεξιότητα, την αποφασιστική ανάληψη δράσεων «σταθμισμένου κινδύνου», τη διαρκή επίγνωση των αναγκαίων συμβιβασμών που θα έπρεπε να γίνουν για την επίτευξη του εφικτού, αλλά και για τη μεθοδική πραγμάτωση του ιδεώδους.
Το Μεγάλο Επίτευγμα
Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Ελευθερίου Βενιζέλου είναι το γεγονός ότι κατόρθωσε να κινητοποιήσει το σύνολο σχεδόν του Ελληνικού πληθυσμού στον αγώνα για την πραγμάτωση των Ελληνικών αλυτρωτικών οραμάτων. Αυτό έγινε κατορθωτό όχι με την επίκληση στείρων προγονόπληκτων ιδεολογημάτων, αλλά με τη δημιουργία ενός αρραγούς και ενιαίου εσωτερικού μετώπου, με τη συντονισμένη προσπάθεια για τη δημιουργία στιβαρών οικονομικών υποδομών και την ενεργοποίηση των διαδικασιών, που θα οδηγούσαν στη συγκρότηση ενός σύγχρονου και ευνομούμενου κράτους δικαίου, βασισμένου στις αρχές του πολιτικού πλουραλισμού, του σεβασμού των ατομικών ελευθεριών και της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.
Η εθνική ολοκλήρωση για τον Βενιζέλο δεν θα γινόταν δυνατή ούτε μόνο με την επίκληση των εθνικών δικαίων ούτε μόνο με τις νίκες στα πεδία των μαχών, αλλά ούτε αποκλειστικά και μόνο με την εκμετάλλευση της ιστορικής συγκυρίας και την αξιοποίηση των «οριακών δυνατοτήτων» που πρόσφερε το ρευστό διπλωματικό περιβάλλον της εποχής και ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη διεθνή σκηνή.
Χρειαζόταν η συμμετοχή του λαού, ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής, η συντονισμένη κοινή προσπάθεια στο εσωτερικό της χώρας, η δημιουργία προοδευτικών πολιτικών και κοινωνικών μετώπων, η εμβάθυνση του θεσμικού εκσυγχρονισμού, η εδραίωση της πίστης στις δυνατότητες του μαχόμενου Ελληνισμού, η μέριμνα για την επίλυση των οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων, που αφορούσαν το βιοτικό επίπεδο, την εργασία και την εκπαίδευση. Η αυτοπεποίθηση του Ελληνικού λαού και η πίστη στις δυνατότητές του, κάτω από τη δυναμική, σταθερή, αισιόδοξη και φωτισμένη ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, ήταν, σε τελευταία ανάλυση, ο παράγοντας που ανάγκασε τους δυτικούς συμμάχους να αντιληφθούν ότι είχε συντελεστεί μια σημαντική ποιοτική μεταβολή.
Η οποία είχε γκρεμίσει τον κλοιό της διεθνούς απομόνωσης που ταλάνιζε το Ελληνικό κράτος μετά την ήττα του 1897. Στις συνθήκες της δομικής σύγκρουσης και της αναδιάταξης του διεθνούς συστήματος των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατόρθωσε να αναδείξει την κομβική στρατηγική σημασία της Ελλάδας και να μετασχηματίσει τη χώρα σε σημαντική Βαλκανική και Μεσογειακή δύναμη. Αντιλήφθηκε εγκαίρως και εξέφρασε τις σύνθετες μεταβολές που συντελούνταν στην Ελληνική κοινωνία στις αρχές του 20ού αιώνα: τη δυναμική ανάδειξη της αστικής επιχειρηματικής τάξης, την ηγεμονία των φιλελεύθερων ιδεών, τη δημιουργία της εργατικής τάξης, την αναγκαιότητα της αγροτικής και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Το πολιτικό κίνημα του Βενιζελισμού, που έφερε στο πολιτικό προσκήνιο μια νέα γενιά πολιτικών και δημιούργησε ικανά κυβερνητικά στελέχη, υπήρξε ο κύριος φορέας του θεσμικού και του συνταγματικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, το 1911, λειτούργησε στο πλαίσιο του οράματος της συνολικής εσωτερικής ανασυγκρότησης της χώρας. Το κράτος αντιμετωπίστηκε ως βασικός μηχανισμός για την εδραίωση του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού, με τη δημιουργία νομοθετικού πλαισίου και κανόνων ανταγωνισμού.
Το κράτος όφειλε να παρεμβαίνει για την άμβλυνση των ταξικών συγκρούσεων, που προέκυπταν από την ανάπτυξη της Ελληνικής εργατικής τάξης και την ανυπαρξία ρυθμίσεων για τα κοινωνικά προβλήματα και τις συνθήκες εργασίας.
Η Κοινωνική Πολιτική
Η επιρροή του Βενιζέλου σε όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου υπήρξε, από την αρχή κιόλας, μεγάλη. Ήταν ο πολιτικός που, παρά την ακραία σύγκρουση που επέφερε ο Εθνικός Διχασμός, έθραυσε τα πολιτικά στεγανά και δημιούργησε ευρεία συναίνεση αναφορικά με το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η υποστήριξη και η συνδρομή που είχε από τους σοσιαλιστές Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Νίκο Γιαννιό και Δημήτριο Γληνό, οι οποίοι ενστερνίστηκαν το πρόγραμμά του για την εθνική κινητοποίηση στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, της φιλεργατικής νομοθεσίας, της συνδικαλιστικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, της ενοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής για την επιτυχή εσωτερική ανασυγκρότηση και την εθνική ολοκλήρωση αλλά παράλληλα και για τον προσεταιρισμό της διεθνούς κοινής γνώμης και του ευρωπαϊκού συνδικαλιστικού και σοσιαλιστικού κινήματος, έγινε δυνατή με τη λήψη καινοτόμων μέτρων προστασίας των εργαζομένων και με την υπογραφή των διεθνών συμβάσεων για τις εργασιακές σχέσεις.
Βαλκανική Συνεργασία
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία των πολιτικών αντιλήψεων του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν η οργανική συσχέτιση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Η ευνομία στο εσωτερικό των κρατών, η εγγύηση των ατομικών ελευθεριών και η εναρμόνιση των κοινωνικών αντιπαραθέσεων αποτελούσαν το πρότυπο για την προσέγγιση των διεθνών σχέσεων. Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Βενιζέλος σχημάτισε την πεποίθηση ότι η διασφάλιση της ειρήνης και ο σεβασμός των διεθνών συνθηκών ήταν ζητήματα απόλυτης προτεραιότητας για τα καθημαγμένα Βαλκάνια και την ερειπωμένη Ευρώπη.
Προσέβλεπε, λοιπόν, αφενός στη συγκρότηση ενός «πολυμερούς διαβαλκανικού σχήματος» συνεργασίας, στη βάση του μη αποκλεισμού κανενός κράτους, και αφετέρου στη σταδιακή δημιουργία δεσμών διακυβερνητικής συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών, αλλά ενδεχομένως και συνομοσπονδιακών δομών που δεν θα έθιγαν την εδαφική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών - μελών.
Στο πλαίσιο αυτό ο Ελευθέριος Βενιζέλος χαιρέτισε και υποστήριξε το Μνημόνιο του Αριστείδη Μπριάν, τέως πρωθυπουργού και τότε υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας, που αποσκοπούσε στην πολιτική και οικονομική σύγκλιση των Ευρωπαϊκών κρατών, ενώ αντιμετώπισε με θετική επιφυλακτικότητα και τις πρωτοβουλίες του Γκούντενοβ - Καλλέργη, που παρουσίαζε ως αναγκαιότητα τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού Ευρωπαϊκού κράτους για την αναβάθμιση του ρόλου της Ευρώπης στη διεθνή σκηνή. Ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο καινοφανές αυτό ιστορικό πείραμα, ο Βενιζέλος προέβαλε την πλήρη συμμετοχή της Τουρκίας αλλά και των ηττημένων στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο κρατών ώστε να διασφαλιστεί η επιτυχία του.
Δυστυχώς, η προέλαση των αυταρχικών καθεστώτων και των φασιστικών κινημάτων στη μεσοπολεμική Ευρώπη ανέκοψε τις ρηξικέλευθες αυτές πρωτοβουλίες που, παρά τον ιδεαλισμό τους, μπορούσαν να σώσουν τους Ευρωπαϊκούς λαούς από την ακατάσχετη αιμορραγία των επερχόμενων αδελφοκτόνων συγκρούσεων. Από την αδρή αυτή παρουσίαση και αξιολόγηση χαρακτηριστικών όψεων του πολιτικού προγράμματος του Ελευθερίου Βενιζέλου αναδεικνύεται ανάγλυφα η σημασία που εξακολουθεί να έχει για μας σήμερα.
Δεν έχουν μόνο ιστορικό ενδιαφέρον το έργο και οι πολιτικές υποθήκες του αλλά λειτουργούν ως αφετηρία προβληματισμού για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας. Σε καιρούς μεταβατικούς, σε καιρούς κλυδωνισμού, ο δυναμισμός, η τόλμη, η ευστροφία και η αισιοδοξία του μεγάλου Κρητικού ηγέτη, της σημαντικότερης προσωπικότητας που ανέδειξε ο Ελληνισμός στη διάρκεια του 20ού αιώνα, είναι πηγή έμπνευσης, παραμυθίας και ελπίδας.
Ένας Εκσυγχρονιστής - Μεταρρυθμιστής της Ελλάδας (1910 - 1920)
Στη νεοελληνική ιστορία, ο Βενιζελισμός αντιπροσωπεύει την πιο φιλόδοξη δυναμική και ολοκληρωμένη προσπάθεια του αστικού εκσυγχρονισμού. O Αστικός εκσυγχρονισμός: όρος ταυτόσημος με τον εξευρωπαϊσμό ή τον εκσυγχρονισμό κατά το δυτικό πρότυπο, στα πλαίσια του καπιταλισμού και της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας. Οι αστοί είναι η τάξη που προωθεί τον εκσυγχρονισμό στην κοινωνία, ακόμη και στην περίπτωση της Ελλάδας. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων ήταν ο κατεξοχήν εκφραστής του Ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, το Ελληνικό αντίστοιχο των φιλελευθέρων κομμάτων άλλων χωρών της Δύσης.
Ηγέτης και κύριος εκφραστής του ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, του οποίου τα πολιτικά οράματα ανταποκρίνονταν στις τότε ανάγκες της νεοελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο 1910 - 1920. Η προσωπικότητα του Βενιζέλου και η ιδεολογία του συνετέλεσαν στην πρακτική εφαρμογή του «αστικού» και κατ’ επέκταση του κρατικού εκσυγχρονισμού. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο κρατικός εκσυγχρονισμός επηρεάζει τον τρόπο ζωής, την έκφραση και τη σκέψη της νεοελληνικής κοινωνίας. Η επίδραση αυτή εντοπίστηκε εξίσου στον δημόσιο και στον ιδιωτικό βίο των Ελλήνων.
Από το 1910 (έτος ανόδου του Βενιζέλου στην εξουσία) ως το 1920 (ήττα των Βενιζελικών στις εκλογές - επιστροφή του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα), ο εκσυγχρονισμός συνδέθηκε και με την ενοποίηση της χώρας μας, πιο συγκεκριμένα με την επέκταση των ορίων της Ελληνικής επικράτειας και την απελευθέρωση των κατεχομένων από άλλες δυνάμεις εδαφών. Η ενοποίηση προσέφερε στον αναδυόμενο εκσυγχρονισμό την απαραίτητη και έκτοτε αναντικατάστατη πολιτική και ιδεολογική νομιμοποίησή του. Η ιδεολογία του Βενιζελισμού εξετάζεται σε δύο φάσεις, στην πρώτη πρωθυπουργία, της περιόδου 1910 - 1920, και στη δεύτερη, της περιόδου 1928 - 1932.
Κατά την περίοδο 1910 - 1920, ο αστικός εκσυγχρονισμός συνυπήρχε με τον αλυτρωτισμό, ο οποίος επικεντρώθηκε στην εφαρμογή της «Μεγάλης Ιδέας». Κατά την περίοδο 1928 - 1932, η «Μικρασιατική Καταστροφή», με όλα τα παρεπόμενά της, άσκησε επίδραση στην τότε Ελληνική πολιτική και κοινωνία, ώστε να αλλάξει και το περιεχόμενο του Βενιζελισμού. Ο αστικός εκσυγχρονισμός της δεύτερης περιόδου συνδέθηκε με την «οικοδόμηση ενιαίου κράτους», με ιδεολογικό επιστέγασμα την «αβασίλευτη δημοκρατία», στην οποία ο Βενιζελισμός επιχείρησε να προσδώσει ευρύτερο ιδεολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο.
Θεσμικές Μεταρρυθμίσεις (1910 - 1920)
Το σχέδιο της κυβέρνησης του Βενιζέλου για τον αστικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδας εφαρμόστηκε αρχικά στην οργάνωση του κράτους. Στην καθολικότητά του συμπεριέλαβε συγχρόνως και την οργάνωση της ίδιας της κοινωνίας. Στο κείμενο του Συντάγματος του 1911 γίνεται λόγος για την ανακαίνιση των ήδη ισχυόντων συνταγματικών θεσμών. Η συνταγματική αναθεώρηση του 1911 συνδέθηκε με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, θέσπισε νέες διατάξεις και επέτρεψε να υλοποιηθεί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Βενιζέλου. Έτσι τέθηκαν οι βάσεις και τα πλαίσια για τη θέσπιση και την κατοχύρωση εκσυγχρονιστικής νομοθεσίας.
Στο συνταγματικό κείμενο του 1911 καθοριστικός παράγοντας στις όποιες μεταρρυθμίσεις είναι η θεσμοθέτηση του «κράτους Δικαίου», ώστε οι φορείς και τα όργανα της κρατικής εξουσίας να ενεργούν πάντοτε σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους - περιλαμβάνεται η συνταγματική τόνωση των φιλελευθέρων και δημοκρατικών στοιχείων του τότε ισχύοντος πολιτεύματος. O εκσυγχρονισμός του Βενιζέλου, όσον αφορά στον πολιτικό βίο της Ελλάδας του 1910, περιελάμβανε τις ακόλουθες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις:
Υπό την αιγίδα του ψηφίστηκαν το 1914 οι βασικοί νόμοι για τα εμποροβιομηχανικά επιμελητήρια (Ν.184), τα γεωργικά επιμελητήρια (Ν.280), τα σωματεία (Ν.181) και τους γεωργικούς συνεταιρισμούς (Ν.602). Με τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του 1911, δημιουργήθηκε, για πρώτη φορά στα ελληνικά πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα, ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο για την ορθολογική οργάνωση και έγκυρη εκπροσώπηση όλων των βασικών ταξικών συμφερόντων, με τη μορφή νομικών προσώπων τόσο του δημοσίου (επιμελητηρίου) όσο και ιδιωτικού δικαίου (συνεταιρισμών) για τους αγρότες και επαγγελματικών σωματείων για όλους τους άλλους εργαζόμενους.
Μεταρρυθμίσεις στην Ελληνική Οικονομία (1910 - 1920)
O Βενιζέλος προσπάθησε να θέσει τα «θεμέλια» για την οικονομική πολιτική της Ελλάδας κατά την περίοδο 1910 - 1920. Το δείγμα της πολιτικής της Βενιζελικής παράταξης στον τομέα της οικονομίας φαίνεται με τη δημιουργία εξειδικευμένων οικονομικών υπηρεσιών (μεταξύ αυτών και του συντονιστικού τους οργάνου, του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας). Αρκετά ιδιόμορφη ήταν η στάση του Βενιζέλου και των στελεχών της κυβέρνησής του απέναντι στη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, την οποία δικαιολογούσαν ως εξής: η Μεγάλη Ελλάδα, όταν θα επανερχόταν η ειρήνη, δεν επρόκειτο να ασχοληθεί με τη βιομηχανία, για την ανάπτυξη της οποίας δεν είχε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, το σχετικό συγκριτικό πλεονέκτημα.
Αντιθέτως, η ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας θα συνδεόταν με την απόδοση ανάλογης βαρύτητας στη γεωργία, στο εμπόριο και στη ναυτιλία. Εντούτοις, ο κρατικός παρεμβατισμός εντοπιζόταν και στον τομέα της βιομηχανίας με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Υπήρχε τότε (και ακόμη ισχύει «εν μέρει») η άποψη ότι η Ελλάδα δεν ήταν χώρα κατάλληλη για την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Αντίθετα, το εμπόριο, και ιδιαίτερα το εξαγωγικό, προσέφερε πιο ευνοϊκές ευκαιρίες για βραχυπρόθεσμες ευκίνητες επενδύσεις. Το Ελληνικό κράτος, κατά την περίοδο 1910 - 1920, προσπάθησε να βελτιώσει, από άποψη εξοικονόμησης πόρων, τη δύσκολη θέση της εγχώριας βιομηχανίας, αλλά ασκούσε «βιομηχανική προστασία», χωρίς συγχρόνως να ασκεί ή να έχει βιομηχανική πολιτική. Επιπλέον, η βιομηχανική ανάπτυξη συνδέθηκε με τον εμπορευματικό χαρακτήρα της Ελληνικής οικονομίας.
Αποδόθηκε μια μερική και παραπλανητική, ως έναν βαθμό, εκδοχή της ευκαιριακής και οπισθοδρομικής ανάπτυξης της Ελληνικής βιομηχανίας (σχετικά με τον προσανατολισμό, το μέγεθος, την τεχνολογία και την παραγωγικότητα των μονάδων της) στον ανύπαρκτο ορθολογισμό της κρατικής δασμολογικής πολιτικής. Αντίθετα, η μη αξιοποίηση εγχωρίων πηγών ενέργειας, η ανυπαρξία κεφαλαίων και τεχνικής εκπαίδευσης, ήταν παράγοντες που έθεταν αντικειμενικά όρια στη βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο βιομηχανικός τομέας απορροφούσε περιορισμένα κεφάλαια.
Ενώ οι Ελληνικές επιχειρήσεις είχαν ως κύριο είδος τα καταναλωτικά αγαθά, οι ξένες επενδύσεις επικεντρώνονταν στον κλάδο των μεταλλείων. Η Ελλάδα των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα εξήγε τη μεταλλευτική παραγωγή της σε ακατέργαστη κυρίως μορφή (και ένα τμήμα της μετά από στοιχειώδη καθαρισμό), εισάγοντας από το εξωτερικό τα αντίστοιχα έτοιμα μέταλλα.
Η Αγροτική Οικονομία (1910 - 1920)
Η αγροτική μεταρρύθμιση της περιόδου 1910 - 1920 ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τον τομέα της αγροτικής οικονομίας. Μπορεί να μην υπήρξε άμεση, αλληλένδετη σχέση μεταξύ του «αστικού εκσυγχρονισμού» και της αγροτικής μεταρρύθμισης του Βενιζέλου, εντούτοις έγινε η πρώτη απόπειρα για την εφαρμογή αγροτικής πολιτικής και την άμεση / έμμεση σύνδεσή της με τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας (δηλ. με την εκβιομηχάνιση και την εκμηχάνιση ενός μέρους της αγροτικής παραγωγής). Η αγροτική μεταρρύθμιση περιελάμβανε τη διανομή της γης, την αναδιάρθρωση και εκμηχάνιση των καλλιεργειών και την εισαγωγή θεσμών «γεωργικής πίστης» (π.χ. αγροτικές τράπεζες).
Πολλοί εκπρόσωποι της Βενιζελικής παράταξης υποστήριζαν τη σημασία που είχε η διανομή των κτημάτων για την ανάπτυξη της Ελληνικής βιομηχανίας. Ο ίδιος ο Βενιζέλος στο νομοθετικό έργο του 1910 προσπάθησε να είναι μετριοπαθής και επιλεκτικός σχετικά με το ποια μεγάλα κτήματα θα διανέμονταν στους καλλιεργητές τους. Η κρατική παρέμβαση στις οικονομικές δραστηριότητες του πληθυσμού της υπαίθρου αποσκοπούσε στη δημιουργία της αναγκαίας τεχνικής υποδομής για την ανάπτυξή της, με αποτέλεσμα την κινητικότητα του κεφαλαίου και της εργατικής δύναμης. Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις επίσης προέβλεπαν έργα εξυγίανσης της υπαίθρου.
Παράλληλα εμφανίστηκαν πολλά νέα αγροτικά κέντρα με τον εποικισμό της Ελληνικής υπαίθρου. Ήταν, όμως, πραγματικά επιτυχημένες και αποτελεσματικές οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις του Βενιζέλου κατά την περίοδο της πρώτης πρωθυπουργίας του (1910 - 1920); Είναι γεγονός ότι αυξήθηκε η καλλιεργήσιμη γη, αλλά επήλθε μείωση του εισοδήματος των κτηνοτρόφων. Η «ευαίσθητη οικονομία» των ορεινών περιοχών δέχθηκε πλήγμα εξαιτίας αυτού του γεγονότος και οι κάτοικοι αναγκάζονταν να στραφούν σε καλλιέργειες χαμηλής απόδοσης, προκειμένου να εξασφαλίσουν το εισόδημά τους.
Επιπλέον, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις ήταν τελείως ακατάλληλες και είχαν χαμηλή απόδοση, με συνέπεια την άσκηση πίεσης στους αγρότες, ενώ μειώθηκε η συνολική απόδοση των καλλιεργειών σε πανελλαδικό επίπεδο. Επομένως, οι επαγγελθείσες αγροτικές μεταρρυθμίσεις δεν αποτέλεσαν τον παράγοντα που ώθησε ή δεν παρεμπόδισε, εντελώς, την οικονομική ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών της χώρας. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις, οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις ήταν αναποτελεσματικές, εφόσον δεν μπόρεσαν να δώσουν στην αγροτική οικονομία τα ερεθίσματα που οδηγούσαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Άλλοτε, πάλι, με τη διάσπαση των παραδοσιακών ισορροπιών του αγροτικού χώρου, οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις της Βενιζελικής παράταξης, στις περισσότερες περιπτώσεις, οδήγησαν μεγάλες ομάδες του ελληνικού αγροτικού πληθυσμού σε σημαντική εισοδηματική συρρίκνωση. Τέλος, η απόκτηση ιδιόκτητης γης (από τα πρώην τσιφλίκια) μετέβαλε τις μέχρι τότε ισχύουσες δομές της εγγείου ιδιοκτησίας, αλλά δεν ανανέωσε τις δομές της αγροτικής παραγωγής προς μία κατεύθυνση, η οποία θα ευνοούσε την όποια «καπιταλιστική ανάπτυξη».
Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις (1910 - 1920)
Η κυβέρνηση Βενιζέλου και το εξειδικευμένο επιτελείο της επέφεραν, κατά την περίοδο 1910 - 1920, μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση. Υπήρχαν πρόσωπα της Βενιζελικής παράταξης, τα οποία χάραζαν την εκπαιδευτική πολιτική της χώρας, έστω και αν ήταν φορείς του δημοτικισμού στη δημόσια εκπαίδευση και είχαν ως συλλογικό όργανο έκφρασής τους, τον «Εκπαιδευτικό Όμιλο». Η εκπαίδευση της περιόδου 1910 - 1920 είχε σαφή «φιλελεύθερο προσανατολισμό», ο οποίος ερχόταν σε ρήξη με την απίθανη νοοτροπία του παρελθόντος. Κατά την κρίση του τότε νομοθέτη, η αντιστοιχία των εκπαιδευτικών βαθμίδων, έπρεπε να ήταν ανάλογη με έναν απόλυτα διακριτό κοινωνικό προσανατολισμό.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1913 είχε την ακόλουθη επιδίωξη: «εις εκάστην κοινωνικήν τάξιν η εις αυτήν αναγκαιούσα γενική μόρφωσις». Η συγκεκριμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αύξανε τη φοίτηση στο Δημοτικό σχολείο (από 4 σε 6 έτη) και την απεξάρτησή του από τις απαιτήσεις της μέσης βαθμίδας. Εντούτοις, υπήρξαν αντιδράσεις από στελέχη των Φιλελευθέρων και των αντιπάλων τους. Το 1916 η επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου επικράτησε στη Θεσσαλονίκη και μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Τότε λοιπόν ευνοήθηκαν και επήλθαν ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις στα εκπαιδευτικά ζητήματα. Τα διδακτικά βιβλία του Δημοτικού άλλαξαν μορφή και περιεχόμενο.
Με τις δεδομένες μεταρρυθμίσεις, τα νέα βιβλία «οφείλουσι να είναι γεγραμμένα εις την κοινήν ομιλουμένην (δημοτικήν) γλώσσαν απηλλαγμένην παντός αρχαϊσμού». Τότε προωθήθηκαν και είχαν πολύχρονη και αδιατάρακτη χρήση τα πρότυπα αναγνωστικά, το «Αλφαβητάρι με τον ήλιο» και το αναγνωστικό της Γ' Δημοτικού «Σαν τα ψηλά βουνά». Ο λογοτέχνης Παύλος Νιρβάνας αναφέρει ότι ο Βενιζέλος θεωρούσε τα συγκεκριμένα βιβλία ως τη μεγαλύτερη προσφορά του στις νεώτερες γενιές της Ελλάδας για τους ακόλουθους λόγους:
Το Ελληνικό διδακτικό βιβλίο είχε ευχάριστη εικονογράφηση και ζωηρή διήγηση, απεικόνιζε την πραγματικότητα.Ο διδακτισμός, ο στόμφος και ο αρχαϊσμός, εγκαταλείφθηκαν. Σε αντίθεση με τη δημοτική, η μέση εκπαίδευση δεν ήταν τόσο ευέλικτη, ούτε ανταποκρινόταν στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της εποχής, οι οποίες απαιτούσαν «γενική μόρφωση». Κατά την περίοδο 1915 - 1919 νομοθετήθηκε η ίδρυση τριών ειδικών διδασκαλείων της Τεχνικής Εκπαίδευσης, της Γυμναστικής και των καθηγητών Γαλλικής. Τα μεταρρυθμιστικά σχέδια έδιναν βαρύτητα στη σωματική αγωγή, στα μη θεωρητικά μαθήματα και στην τεχνική εκπαίδευση, στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών.
Η Βενιζελική παράταξη, αναφορικά με τα εκπαιδευτικά ζητήματα της Ελλάδας κατά την περίοδο 1910 - 1920, έδωσε έμφαση σε νέες πιο πρακτικές κατευθύνσεις σπουδών και όχι τόσο στις παραδοσιακές θεωρητικές σπουδές. Με δύο βασικούς νόμους των ετών 1914 και 1917, το «Σχολείον Τεχνών» αναδιοργανώθηκε, μετονομάστηκε σε «Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον» και κυρίως έγινε ισότιμο με το Πανεπιστήμιο. Το 1919 ιδρύθηκε το Χημικό Τμήμα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1920 ιδρύθηκαν δύο νέες πανεπιστημιακές μονάδες: η «Ανωτέρα Γεωπονική Σχολή» και η «Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών Σπουδών».
Με βάση τα αναφερόμενα στοιχεία, αυτή ήταν η ισχύουσα κατάσταση στα εκπαιδευτικά πράγματα της Ελλάδας ως τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Oι πόλεμοι, οι κοινωνικοοικονομικές αναδιαρθρώσεις και οι πολιτικές εξελίξεις υπογράμμισαν ακόμη περισσότερο την ανάγκη για ριζική αλλαγή του τότε εκπαιδευτικού συστήματος. Κατά τη δεκαετία του 1920 και του 1930 επικράτησαν, τόσο στον Ελλαδικό χώρο όσο και εκτός αυτού, εκείνες οι (κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές) δυνάμεις, οι οποίες δεν επιθυμούσαν τις όποιες αλλαγές μπροστά στον κίνδυνο της μεταρρύθμισης και ανατροπής της καθιερωμένης, για ευνόητους λόγους, ισορροπίας.
O Αντίκτυπος των Μεταρρυθμίσεων του Βενιζέλου στην Ελληνική Κοινωνία (1910 - 1920)
«O Ελευθέριος Βενιζέλος. Η προσωποποίησις της δυνάμεως του λαού. Ο πέλεκυς της βουλήσεως του Έθνους, όστις κατέρριψε τα είδωλα και εστερέωσε νέους θεούς, την Ισότητα, την Αξίαν, την Εργασίαν, την Ηθικήν, το Σθένος. Ο ανήρ αυτός ανηύρε γρανιτώδη και ασάλευτα θεμέλια ίνα στερεώση την νέαν Ελλάδα», γράφει η εφημερίδα «Έθνος» στις 4 / 9 / 1915. Άλλη άποψη για την προσωπικότητα του Κρητικού πρωθυπουργού της Ελλάδας είναι η εξής: «Είναι επίσης εκτός από μεγάλος Έλλην, μεγάλος Ευρωπαίος, η ''Αχίλλειος πτέρνα'' της Ευρώπης». (Έθνος 14 / 4 / 1915).
Σχετικά με την εσωτερική πολιτική του, χαρακτηρίζεται ως «ο ηγέτης του αστικού εκσυγχρονισμού». Σε θέματα εσωτερικής πολιτικής, επί Βενιζελικής διακυβέρνησης, εμφανίστηκαν και εισήχθησαν νέοι θεσμοί και κρατικοί μηχανισμοί. Εντάχθηκαν στον ελληνικό πολιτικό λόγο και προωθήθηκαν οι αρχές της ισότητας, της ισονομίας και της ελεύθερης έκφρασης. Προστατεύθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα και κατοχυρώθηκαν τα αντίστοιχα ατομικά, έστω και στα έγγραφα της Βουλής των Ελλήνων. Ο Βενιζέλος έκανε πράξη, όσο ήταν δυνατόν, τις θεωρίες της φιλελεύθερης ιδεολογίας. O Κρητικός πρωθυπουργός συνδύασε τον «αστικό εκσυγχρονισμό» με την υπόθεση της εθνικής ενοποίησης της Ελλάδας.
Φυσικά υποβοηθήθηκε από τις διεθνείς συγκυρίες της περιόδου 1910 - 1920, οι οποίες προσέφεραν και κάποιες καλές ευκαιρίες για την προώθηση των όποιων Ελληνικών αιτημάτων προς τη Δύση (συγκεκριμένα τις Δυνάμεις της Αντάντ). Κατά την περίοδο 1910 - 1920, τα συμφέροντα του Βρετανικού ιμπεριαλισμού συνέπιπταν σε κάποια σημεία, με τις Ελληνικές εθνικές επιδιώξεις, συνδυάζοντας το μέχρι τότε ασυμβίβαστο μεταξύ του αλυτρωτισμού και του εκσυγχρονισμού, κατά το αγγλικό κυρίως πρότυπο, και στο πλαίσιο της αγγλόφιλης πολιτικής, παράγοντα που αποτέλεσε αφορμή για το ξέσπασμα του «Εθνικού Διχασμού».
Στο πεδίο του αστικού εκσυγχρονισμού, ο Βενιζελισμός ήταν η μοναδική και ακαταμάχητη διαταξική συμμαχία, με επικεφαλής την αστική επιχειρηματική τάξη και κατόπιν τα φιλικά προς την αναφερόμενη «συμμαχία» μικροαστικά στρώματα. Σ’ αυτό τον ιδιόμορφο συνασπισμό εντάσσονταν και οι ακτήμονες αγρότες, οι νέοι μικροϊδιοκτήτες της Ελληνικής υπαίθρου μετά τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις της περιόδου 1910 - 1920. Η αντιβενιζελική παράταξη διεξήγαγε άγριο πόλεμο στον Βενιζελισμό, προκειμένου να πλήξει τον ηγέτη του ποικιλοτρόπως. Εξαιτίας της αντιπαλότητάς της προς αυτόν και την ιδεολογία του, προέκυψε ο «Εθνικός Διχασμός», ο οποίος χώρισε τη χώρα σε δύο αυτοδιοικούμενα τμήματα για δύο έτη.
Τελικά, για μικρό διάστημα, επικράτησε ο Βενιζέλος, ο οποίος όμως δέχθηκε μεγαλύτερο πλήγμα με την απώλεια των εκλογών τον Νοέμβριο του 1920 και την επάνοδο της δυναστείας των Γλύξμπουργκ στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά, ο Βενιζέλος εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αποτελεί πρότυπο πολιτικού ηγέτη για τις νεώτερες γενιές και σημείο αναφοράς για τον εκσυγχρονισμό του Ελληνικού πολιτικού συστήματος και του κοινωνικοοικονομικού βίου της Ελλάδας. Επιπλέον, ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις του εξακολουθούν να είναι ενταγμένες στο σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας.
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑ (1928 – 1932)
“Η πραγματοποίησις των εθνικών μας πόθων δεν εξαρτάται τόσον εκ των ιδικών μας πράξεων, όσον από την συνδρομήν των διεθνών περιστάσεων, αίτινες διαφεύγουν της ιδικής μας επιρροής.”
Η επόμενη μέρα της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης, βρίσκει μια Ελλάδα με νέα εδαφικά όρια που καλείται να καθορίσει τις θέσεις τις στη νέα διεθνή πραγματικότητα. Οι συνθήκες για την πραγματοποίηση της πολυπόθητης εθνικής ανασύνταξης δεν υπήρξαν καθόλου ευνοϊκές. Η Ελλάδα του μεσοπολέμου ταλανιζόταν από την ιδεολογική κρίση που ακολούθησε μετά την διάψευση του ονείρου της «Μεγάλης Ιδέας», την οικονομική δυσπραγία που ακολουθούσε τις τάσεις της διεθνούς κρίσης, τα κοινωνικά προβλήματα που επέφεραν τα νέα δημογραφικά δεδομένα και την επιβίωση του εθνικού διχασμού στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο.
Η ανάγκη λοιπόν, της προσαρμογής στα νέα δεδομένα καθίσταται τόσο έντονη, που η Οικονομική ανάπτυξη, η κοινωνική αποκατάσταση και η εθνική ανασύνταξη είναι η μόνη οδός. Η Ελληνική εξωτερική πολιτική την περίοδο αυτή κινείται στους άξονες της πλήρωσης των βασικών εθνικών επιδιώξεων, δηλαδή τη διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας και την κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας σε συνάρτηση με την μακροπρόθεσμη προβολή των εθνικών διεκδικήσεων, καθώς επίσης και την ενεργή συμμετοχή στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις. Λίγο πριν την ανάληψη της εξουσίας από το Βενιζέλο, η Ελλάδα προσπαθεί να εξαιρεθεί από τη διπλωματική απομόνωση και να εφαρμόσει μια ενιαία εξωτερική πολιτική που θα εξασφαλίσει σταθερότητα και ισχυροποίηση της θέσης της στο διεθνές στερέωμα.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επανερχόμενος στην εξουσία μετά από μακρόχρονη αποχή από την ενεργό πολιτική ζωή, καλείται να αντιμετωπίσει τις πολιτικές και διπλωματικές δυσχέρειες, υλοποιώντας «το όραμα της Τετραετίας», δηλαδή την υιοθέτηση μιας ταχέως αναπτυσσόμενης, καπιταλιστικής οικονομίας, τη δημιουργία μιας σύγχρονης αστικής δημοκρατίας, την κοινωνική αναδιάρθρωση μέσω μιας καινοτόμου εκπαιδευτικής πολιτικής και τέλος, την ειρηνική συνεργασία με της γειτονικές χώρες σε συνδυασμό με την απαγκίστρωση από τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων. Στα πλαίσια μιας δυναμικής προσέγγισης στο σύστημα της διεθνούς συνεργασίας, η κυβερνητική εξωτερική πολιτική οδήγησε σε προσέγγιση με τη Γιουγκοσλαβία, την Τουρκία και την Ιταλία.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος περιγράφει τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της τετραετίας 1928 - 1934, στην αγόρευσή του ενώπιον του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών το 1934. «Η πολιτική αυτή συνίστατο:
Οι συνθήκες υπό τις οποίες ο Βενιζέλος σχεδίασε και εφάρμοσε την εξωτερική πολιτική στρατηγική της περιόδου 1928 - 1932 είναι οι εξής:
Από αυτές τις πολιτικές και διπλωματικές συνθήκες, η κυβέρνηση του Βενιζέλου, μετά το συντριπτικό και απροσδόκητο ποσοστό του 61%και τη θριαμβευτική νίκη στις εκλογές του Αυγούστου του 1928, ξεκινά την εκσυγχρονιστική αποκατάσταση της χώρας και ακολουθεί μια τολμηρή εξωτερική πολιτική, η οποία και αναλύεται στα παρακάτω κεφάλαια.
Η Προσέγγιση της Ιταλίας
Η διαπιστωμένη αδυναμία της Κοινωνίας των Εθνών να στηρίξει τους μηχανισμούς συλλογικής ασφάλειας, προσανατόλισε την Ελληνική κυβέρνηση σε νέους στρατηγικούς στόχους και κυρίως στη σύναψη φιλικότερων σχέσεων με το διεθνή περίγυρο και δη τις γειτονικές χώρες. Υπό αυτήν την έννοια, τα βασικά γεγονότα της εποχής συνίσταντο κυρίως σε διπλωματικά σύμφωνα και συνθήκες με ποικίλο περιεχόμενο, αλλά με σταθερή παράμετρο τη διασφάλιση των συμφερόντων της χώρας. Τα διπλωματικά αδιέξοδα στα οποία είχε περιέλθει η Ελληνική εξωτερική πολιτική, ήταν συνυφασμένα με τη γενικότερη διπλωματική θέση της χώρας στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Με αυτά τα δεδομένα, η Ελλάδα δια του υπουργού εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, ανταποκρίθηκε θετικά σε ιταλική προσέγγιση που επιζητούσε στενότερη οικονομική και πολιτική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Οι Ελληνοϊταλικές σχέσεις τονώθηκαν από μια σειρά αμοιβαίες επισκέψεις κρατικών αξιωματούχων. Η ανάπτυξη του περιεχομένου των διμερών σχέσεων αποτέλεσε τη βασική προτεραιότητα της πολιτικής της κυβέρνησης Βενιζέλου. Κύριοι στόχοι της σύσφιξης των πολιτικών δεσμών ήταν η ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας, η μεσολάβηση για την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Βουλγαρία και την Αλβανία και η βελτίωση της θέσης του Ελληνισμού των Δωδεκανήσων και της Βορείου Ηπείρου.
Αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου και την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, η χώρα αναζητούσε τρόπο επίλυσης των προβληματικών διμερών σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα με την Ιταλία υπήρχε, εκτός των άλλων, το προηγούμενο του επεισοδίου της Κέρκυρας το 1923, κατά το οποίο το νησί βομβαρδίστηκε και καταλήφθηκε από μονάδα του Ιταλικού ναυτικού. Η Ελληνική αντίδραση, ήπια όσο και συγκεχυμένη, επιβεβαίωσε την αδυναμία της χώρας να πράξει οτιδήποτε θα μπορούσε να εναντιώνεται στη βούληση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η αναζήτηση από τον Βενιζέλο της κατοχύρωσης της εδαφικής ακεραιότητας στο παλιό σύστημα της ισορροπίας των δυνάμεων, ενίσχυε την ανάγκη για πολιτική συνεννόηση των δύο χωρών, κυρίως γιατί διέβλεπε τις επεκτατικές τάσεις του Μουσολίνι στα Βαλκάνια. Ελλείψει ερεισμάτων λοιπόν, επεδίωξε να τονώσει τις όποιες φιλικές διαθέσεις υπήρχαν μεταξύ των δύο χωρών. Στο δρόμο που είχε ήδη χαράξει η Ελληνοϊταλική εμπορική συμφωνία του 1926, η Ελληνική κυβέρνηση, αν και επιφυλακτική αρχικά λόγω των Βρετανικών και Γαλλικών αντιρρήσεων, προχωρά σε βαθμιαία σύσφιξη των οικονομικών και διπλωματικών σχέσεων με την Ιταλία, με αποτέλεσμα τη βελτίωση του μεταξύ τους πολιτικού κλίματος.
Οι επαφές προς αυτή την κατεύθυνση ξεκινούν τον Ιούλιο του 1927 με την επίσκεψη του υπουργού εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλου στη Ρώμη, μετά από προσπάθειες προσέγγισης από Ιταλικής πλευράς, όταν δηλώνεται η αμφίπλευρη διάθεση συνεργασίας κυρίως στον οικονομικό τομέα. Ο Ελληνοϊταλικός διάλογος ενισχύεται με συναντήσεις του ιδίου με το Μουσολίνι λίγους μήνες αργότερα, στην προσπάθειά του να αποσπάσει την Ιταλική συμπαράσταση στις διαφαινόμενες διπλωματικές εξελίξεις στο χώρο της Μεσογείου.
Ο Βενιζέλος, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η Ρώμη αναζητούσε τρόπο ισχυροποίησης της επιρροής της στην ανατολική Μεσόγειο, προχωρά σε σύναψη με την Ιταλία «Συμφώνου φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού», στις 23 Σεπτεμβρίου του 1928 στη Ρώμη. Οι συμβαλλόμενες πλευρές δήλωναν την προσήλωσή τους στις αρχές της Κοινωνίας των Εθνών και τόνιζαν την επιθυμία τους να συνεργαστούν στον πολιτιστικό και οικονομικό τομέα. Παράλληλα, επισημαινόταν η αμοιβαία παροχή πολιτικής και διπλωματικής υποστήριξης σε περίπτωση εξωτερικής απειλής μιας εκ των δύο χωρών. Η διάρκεια της συνθήκης προβλεπόταν πενταετής, με δυνατότητα ανανέωσης για πέντε ακόμα χρόνια.
Οι ημέρες του επεισοδίου της Κέρκυρας είχαν ξεχαστεί, όπως επίσης και η τύχη των Δωδεκανήσων, για τα οποία η Ρώμη αρνούνταν πεισματικά κάθε αναφορά σχετική με Ελληνικό ενδιαφέρον για την περιοχή. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωνε ότι η Ελλάδα δε θα ασχοληθεί με την τύχη των Ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων, παρά το γεγονός ότι την περίοδο αυτή εφαρμόζεται πολιτική εξιταλισμού των Δωδεκανησίων μέσω της υποχρεωτικής διδασκαλίας της Ιταλικής γλώσσας και της διευκόλυνσης της εγκατάστασης Ιταλών στα νησιά. Η κυβέρνηση, υπό την πίεση των συνθηκών, περιορίστηκε στον πιο ρεαλιστικό, για τη δεδομένη χρονική στιγμή, στόχο, αυτόν της επιδίωξης διασφάλισης και ενίσχυσης του Ελληνικού στοιχείου στα Δωδεκάνησα
Η φαινομενική παραίτηση της Ελλάδας από τις διεκδικήσεις τις σχετικές με τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο, αποτελούσε μέρος μιας διπλωματικής εφεκτικής πολιτικής αναμονής. Πιο συγκεκριμένα, σχετικά με την Αγγλία και το Κυπριακό, ο Βενιζέλος τόνιζε τόσο στους Άγγλους επισήμους όσο και στο Ελληνικό κοινοβούλιο ότι η Ελλάδα δεν εμπλέκεται στο Κυπριακό συστήνοντας μάλιστα στους Ελληνοκύπριους «να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο μέσα στο υφιστάμενο καθεστώς». Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξέφρασε την λύπη του και την αποδοκιμασία του για τα επεισόδια τόσο στον Άγγλο πρέσβη όσο και στο Ελληνικό κοινοβούλιο.
Ακόμα και στην Κυπριακή εξέγερση τον Οκτώβριο του 1931, ο Βενιζέλος, πιστός στην τακτική της αποφυγής μιας διπλωματικής εμπλοκής της χώρας, υιοθετεί μια ξεκάθαρα αρνητική στάση που επιφέρει, όπως είναι επόμενο, την αντίδραση της κοινής γνώμης. Ασφαλώς αυτό το γεγονός συνέβαλε στη μετέπειτα εσωτερική πολιτική εξέλιξη που εκδηλώθηκε με την επανεγκατάσταση της αντιβενιζελικής μοναρχίας στην εξουσία. Σε μια πρώτη φάση, η προσέγγιση με την Ιταλία αναδεικνύεται σε σημαντική διπλωματική πράξη καθώς ανέστειλε τις Ιταλικές πιέσεις, δίνοντας το πλεονέκτημα της Ιταλικής στήριξης της Ελλάδας σε περίπτωση διπλωματικής και στρατιωτικής ανάγκης.
Οι σχετικές επαφές είχαν άμεσα θετικές επιπτώσεις και στην εξέλιξη των διαπραγματεύσεων Ελλάδας - Ρουμανίας, αλλά η επιθυμητή βελτίωση των σχέσεων με άλλους βόρειους γείτονες δεν επιτεύχθηκε. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, η Ελλάδα εγκατέλειπε την Κύπρο και τα Δωδεκάνησα με όλο το κόστος που αυτό συνεπάγεται. Η αποτίμηση πάντως του ειδικού βάρους του άξονα Αθήνας - Ρώμης μπορεί να γίνει σε συνάρτηση με την έκβαση της πορείας των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία, που πραγματοποιήθηκε με επαφές και συμφωνίες, λίγα χρόνια αργότερα.
Η Εξέλιξη των Σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία
Η υπογραφή του Ελληνοϊταλικού συμφώνου είχε αντίκτυπο στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβίας, οι οποίες μετά την πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου είχαν οξυνθεί. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου (1925 - 1926), ικανοποιήθηκε προσωρινά μια σειρά από πάγιες επιδιώξεις του Βελιγραδίου αναφορικά με την έξοδο στο Αιγαίο. Μεταξύ άλλων και η διεύρυνση της ζώνης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης καθώς και ο χαρακτηρισμός των Σλαβόφωνων ως Γιουγκοσλαβική μειονότητα. H ανάκληση από Ελληνικής πλευράς των σχετικών δεσμεύσεων, μετά την πτώση του Πάγκαλου, σε μια προσπάθεια υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, αναζωπύρωσε τις τριβές.
Στις προσκλήσεις της Ελλάδας για επανάληψη του διαλόγου, το Βελιγράδι απάντησε με παρελκυστική τακτική. Ωστόσο, ο διάλογος κατέστη εποικοδομητικός κατά την τετραετία του Βενιζέλου. Oι εκκρεμείς Ελληνογιουγκοσλαβικές διαφορές αμβλύνθηκαν μετά τη νέα διαρρύθμιση των σχέσεων της Ελλάδας με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Μετά από Γαλλική παρέμβαση, επήλθε σύγκλιση των δύο πλευρών, που οδήγησαν στην οριστική ευόδωση των διαπραγματεύσεων επισφραγισμένη με το σύμφωνο φιλίας του 1929.
Η πορεία προς την υπογραφή του συμφώνου ξεκίνησε από την υπογραφή του Ελληνοϊταλικού συμφώνου φιλίας, καθώς το Βελιγράδι διέβλεπε τον κίνδυνο της αποκοπής του από την πολύ σημαντική Θεσσαλονίκη. Εκμεταλλευόμενος ο Βενιζέλος τις έμμεσες διπλωματικές πιέσεις και εφαρμόζοντας τους κανόνες της ανοιχτής διπλωματίας, κατάφερε να επιτύχει την άμεση αποκατάσταση των φιλικών σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία.
Πιο συγκεκριμένα, χωρίς να προσβάλει τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας για έξοδο στο Αιγαίο μέσω της Θεσσαλονίκης αλλά ταυτόχρονα, χωρίς να θέτει σε αμφισβήτηση την αρχή της διμερούς συνεργασίας των δύο χωρών, ακολουθούσε μια μετριοπαθή πολιτική μέσω της οποίας αποκόμιζε σημαντικά οφέλη για την Ελλάδα. Το κυριότερο από αυτά ήταν το ότι, έχοντας εξασφαλίσει την Ιταλική υποστήριξη σε περίπτωση που η Γιουγκοσλαβία εξακολουθούσε να εγείρει αξιώσεις επί Ελληνικών εδαφών, ισχυροποιούσε τη διαπραγματευτική της θέση στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η εξωτερική πολιτική της περιόδου αυτής αποτέλεσε στο σύνολό της «προσωπική υπόθεση» του Βενιζέλου, γεγονός που καταδεικνύεται και από τους χειρισμούς του στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας. Οι επαφές του με τον Γάλλο υπουργό εξωτερικών Α. Briand το φθινόπωρο του 1928, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Ο Βενιζέλος εφιστούσε την προσοχή του Γάλλου στο ενδεχόμενο συνέχισης των γιουγκοσλαβικών πιέσεων για την περιοχή της Θεσσαλονίκης, λέγοντάς του ότι λόγω των συνθηκών, θα κατέφευγε πιθανότατα στην Ιταλική βοήθεια.
Για τη Γαλλία που είχε σχέσεις συνεργασίας με τους Σέρβους, η πιθανότητα ανατροπής των εύθραυστων ισορροπιών στα Βαλκάνια θα επέφερε διπλωματικό και πολιτικό πλήγμα στη θέση ισχύος που κατείχε. Το αποτέλεσμα των επαφών αυτών ήταν η διαμεσολάβηση της Γαλλίας προς το Βελιγράδι ώστε να υπογραφεί το Πρωτόκολλο του Βελιγραδίου, στις 11 Οκτωβρίου του 1928, με το οποίο δεσμεύονταν οι δύο πλευρές σε επίλυση των διαφορών και σύσφιξη των σχέσεων φιλίας με υπογραφή συμφώνου ανάλογου με το Ελληνοϊταλικό. Τελικά, στις 27 Μαρτίου του 1929 στο Βελιγράδι, υπογράφηκε Ελληνογιουγκοσλαβικό σύμφωνο φιλίας, συμβιβασμού και διαιτησίας με στόχο τον ειρηνικό διακανονισμό των διαφορών.
Το περιεχόμενο περιελάμβανε τους γενικούς όρους που περιείχε και το Ελληνοϊταλικό, χωρίς όμως τη ρήτρα που προέβλεπε διπλωματική και πολιτική συνεργασία των δύο χωρών σε περίπτωση εξωτερικής απειλής· ήταν συνεπώς πολύ περιορισμένο. Ως προς την εμπορική ζώνη της Θεσσαλονίκης, το Βελιγράδι παραχωρούσε τον έλεγχο στο Ελληνικό κράτος, διατηρώντας το ελεύθερο να την χρησιμοποιεί για το διαμετακομιστικό εμπόριο χωρίς όμως κανένα κυριαρχικό δικαίωμα στην περιοχή. Η υπογραφή του συμφώνου αποτέλεσε το μέσο για την αποκατάσταση των φιλικών σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.
Το γεγονός ότι η Γιουγκοσλαβία εξαναγκάστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις σε αναδίπλωση από την ασύμφορη για την Ελλάδα, οικονομική συμφωνία του 1926 μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πιο άμεσο και «χειροπιαστό» όφελος που προέκυπτε από το σύμφωνο φιλίας.
Η Ελληνοτουρκική Συνεννόηση
Στα τέλη της δεκαετίας του '20 και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ξεκίνησε η διαδικασία προσέγγισης μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας. H συμβολή του Έλληνα πρωθυπουργού υπήρξε καθοριστική στο σύνθετο όσο και λεπτό ζήτημα του διακανονισμού των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Ο Βενιζέλος ακολούθησε μια «επίθεση φιλίας» που οδήγησε στην ταχεία εξομάλυνση των σχέσεων των δύο κρατών με αποκορύφωμα την υπογραφή της Σύμβασης της Άγκυρας, το 1930. Η Ελληνοτουρκική προσέγγιση θεωρήθηκε από πολλούς ένα μεγάλο επίτευγμα της Ελλάδας και του Βενιζέλου προσωπικά.
Οι αντιδράσεις που προκάλεσε όμως, ακόμα και στους κόλπους των υποστηρικτών του υπήρξαν θυελλώδεις. Για να πετύχει την ομαλοποίηση των σχέσεων ο Βενιζέλος όχι μόνο δέχτηκε τον αμοιβαίο συμψηφισμό των αποζημιώσεων των Ελλήνων προσφύγων με αυτές των Τούρκων προσφύγων αλλά δέχτηκε να πληρώσει η Ελλάδα και ένα σημαντικό ποσό στους Τούρκους ως πολεμική αποζημίωση. Από το 1832 και μετά, αρχικά με πρωτοβουλία του Χαρίλαου Τρικούπη, άρχισε να διαφαίνεται η δυνατότητα μιας φιλικής συμβίωσης και μιας συνεννόησης που δε θα απέβλεπε σε πολεμικούς σκοπούς πλέον.
Ο Βενιζέλος ήταν επίσης υπέρμαχος της ιδέας ότι η συναίσθηση των κοινών συμφερόντων και κινδύνων θα οδηγούσε σε μια στενή συνεργασία. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει τις δύο χώρες αντιμέτωπες· η Συνθήκη της Λωζάννης ξεκαθαρίζει μεν το εδαφικό και πληθυσμιακό τοπίο, περιορίζει δε και με βαρύ τίμημα, τις Ελληνικές διεκδικήσεις. Με την ανάληψη της εξουσίας από το Βενιζέλο, δηλώνεται η έντονη διάθεση προσέγγισης σε διπλωματικό επίπεδο· η Τουρκία υπό τον Κεμάλ δείχνει θερμή ανταπόκριση, καθώς βρίσκεται στην ίδια περίπου κατάσταση. Αμφότερες οι γειτονικές χώρες επιχειρούν εσωτερική αστικοδημοκρατική ανασυγκρότηση και επιθυμούν να είναι απαλλαγμένες από εξωτερικούς αντιπερισπασμούς και ανταγωνισμούς.
Κάτω από το πρίσμα της εξασφάλισης του απαραίτητου αυτού όρου, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για την επίλυση του προβλήματος των αποζημιώσεως των μη ανταλλάξιμων πληθυσμών, όπως προέβλεπε η συνθήκη της Λωζάννης. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό η πολιτική στρατηγική που ακολουθούσε ο Βενιζέλος σχετικά με τις αποζημιώσεις: η Ελληνική πλευρά υιοθέτησε την αρχή της συνολικής εκτίμησης των αποζημιώσεων, δηλαδή του συμψηφισμού των περιουσιών, θυσιάζοντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος των διεκδικήσεών της, προκειμένου να εξασφαλίσει την κατοχύρωση της θέσης των μειονοτήτων στην Κωνσταντινούπολη.
Η οριστική επίλυση των προβλημάτων επιτεύχθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1930, όταν και υπογράφηκε η Σύμβαση της Άγκυρας η οποία περιελάμβανε την υπογραφή συμφώνου φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας, εμπορική και προξενική σύμβαση, και τέλος, ναυτικό πρωτόκολλο. Με το σύμφωνο τα δύο κράτη δεσμεύονταν να μη λάβουν μέρος σε οποιονδήποτε συνασπισμό που θα στρεφόταν εναντίον του άλλου μέλους του συμφώνου· με την εμπορική σύμβαση λαμβάνονταν μέτρα τόνωσης του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών· με το ναυτικό πρωτόκολλο έπαυε ο ανταγωνισμός για την κυριαρχία στο Αιγαίο μέσω της ενημέρωσης αμφοτέρων για τον ναυτικό εξοπλισμό τους.
Η συζήτηση για την κύρωση της συμφωνίας έγινε σε βαρύ κλίμα. Οι αντιδράσεις των προσφύγων που έβλεπαν την κατάφορη αδικία και τις περιουσίες τους να χάνονται, ήταν έντονες. Είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τον Βενιζέλο και το Κόμμα του, καθώς οι πρόσφυγες αποτελούσαν μεγάλο μέρος των υποστηρικτών του. Η φιλία όμως με την Τουρκία είχε επιτευχθεί. Η πλειοψηφία των πολιτικών αναγνώριζε την ιστορική ανάγκη που επέβαλε την κατάπαυση των της διαμάχης των δύο λαών· ήταν μια πράξη απόλυτα σύμφωνη με τις επιταγές του πολιτικού ρεαλισμού που δήλωνε την ελεύθερη βούληση των δύο χωρών να ξεπεράσουν τις αντιθέσεις του παρελθόντος.
Το ''Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννοήσεως''
Παρά το γεγονός ότι ο Βενιζέλος κατά την υπογραφή του συμφώνου το 1934 βρισκόταν στην αντιπολίτευση, αξίζει να αναφερθούν λίγα στοιχεία σχετικά με την εξωτερική πολιτική στην οποία ήταν ανεπιφύλακτα αντίθετος, προκειμένου να σχηματιστεί μια πλήρης εικόνα για τη διπλωματική του αντίληψη. Η ένταση των ενδοευρωπαϊκών αντιθέσεων και η μεταβολή των εσωτερικών ισορροπιών ώθησε τις βαλκανικές χώρες στην ένταξή τους σε ευρύτερα συλλογικά ή διακρατικά όργανα. Την αρχική πρωτοβουλία για την προπαρασκευή μιας πολυμερούς Βαλκανικής συμμαχίας πήραν η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία.
Η Ελλάδα και η Τουρκία ανταποκρίθηκαν άμεσα και θετικά. Πλήθος λόγων συνέβαλαν στην ταύτιση της γραμμής πλεύσης των επιμέρους χωρών, κοινός παρονομαστής της οποίας ήταν η ενίσχυση της ενδοβαλκανικής αλληλεγγύης προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις των γενικότερων Ευρωπαϊκών ανακατατάξεων. Μεταξύ των ετών 1930 - 1934 επιτεύχθηκε η σύγκλιση τεσσάρων Βαλκανικών συνδιασκέψεων. Η επικοινωνία των χωρών που συμμετείχαν επιβεβαιώθηκε πολλαπλώς στο πεδίο των εμπορικών και πολιτιστικών σχέσεων, δεν κατέστη ικανή όμως να ανατρέψει τις μείζονες πολιτικές διαφωνίες.
Η νέα κυβέρνηση του Π. Τσαλδάρη δεν έτεινε στο να ανατρέψει την πολιτική που είχε ακολουθήσει ο Βενιζέλος· εισήγαγε όμως την απόκλιση από ορισμένες αρχές της διπλωματικής του στρατηγικής, όπως η συμμετοχή στο Βαλκανικό Σύμφωνο. Ο ίδιος ο Βενιζέλος από το 1931 ήδη και μετά από εκτίμηση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στην Ευρώπη, δήλωνε ότι η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη στην περίπτωση νέας παγκόσμιας σύρραξης. Σχετικά με την υπογραφή του συμφώνου έγραφε σε εφημερίδα της εποχής:
«Τα υφιστάμενα ήδη σύμφωνα αρκούν· μια βαλκανική προσέγγισις δεν είναι αδύνατος αλλά δεν πρέπει εν τούτοις να σπεύσωμεν! Διατί να εμπλακεί η Ελλάς εις τας γενικοτέρας αντιθέσεις περί την κεντρικήν και ανατολικήν Ευρώπην;»
Η παρέμβαση του Ελευθέριου Βενιζέλου ήταν αρκετή για να επανεξεταστεί η επίσημη στάση της κυβέρνησης και τελικά να τεθεί το περιεχόμενο του συμφώνου υπό αμφισβήτηση. Οι μετέπειτα εξελίξεις στον Βαλκανικό χώρο και ακόμα περισσότερο στον ευρωπαϊκό, οδήγησαν τη "Βαλκανική ιδέα" σε μαρασμό. Επικουρικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η απροσδόκητη οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30, που συνέβαλε δραματικά στην αποσταθεροποίηση της διεθνούς ζωής, πλήττοντας τη βιωσιμότητα του καθεστώτος της ειρήνης.
Στα χρόνια 1934 - 1939, η αποσύνθεση του καθεστώτος της ειρήνης και η επιδείνωση της διεθνούς κρίσης υπέβαλαν σε σκληρή δοκιμασία το σύστημα των ενδοβαλκανικών εγγυήσεων και τελικά οδήγησαν σε αδιέξοδο. Οι φυγόκεντρες και διασπαστικές ενδοβαλκανικές τάσεις με την πάροδο του χρόνου και μπροστά στην απειλή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, απαξίωσαν το Βαλκανικό Σύμφωνο, επιβεβαιώνοντας εν μέρει το σκεπτικό του έμπειρου πολιτικού.
Εν Κατακλείδι Μερικές Σκέψεις
Προσηλωμένος στο πνεύμα της κοινωνίας των Εθνών, ο Βενιζέλος απέβλεπε στην ενίσχυση των συλλογικών διαδικασιών, αλλά κατανοούσε την ανάγκη ένταξης της χώρας στα διεθνή δίκτυα. H τετραετία διακυβέρνησής του όμως χαρακτηρίστηκε κυρίως από την ιεράρχηση προτεραιοτήτων της εσωτερικής πολιτικής έναντι της εξωτερικής. H τήρηση του καθεστώτος της ισορροπίας με τις Μεγάλες Δυνάμεις που επιτεύχθηκε χάρη στην προσωπική του ευελιξία, και η αναζήτηση ευρύτερων διακρατικών οργανισμών για την προαγωγή της ειρήνης, υπονομεύτηκαν από τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις.
Ο Βενιζέλος ως εναλλακτική λύση στη χαμένη Μεγάλη Ιδέα διατύπωσε ένα περισσότερο ρεαλιστικό, αλλά όχι λιγότερο φιλόδοξο πρόγραμμα εσωτερικής ανοικοδόμησης και ανάληψης από την Ελλάδα ηγετικού ρόλου στα Βαλκάνια, μέσω της οικονομικής και πνευματικής υπεροχής. Η κυβέρνηση Βενιζέλου είναι η πρώτη που υιοθέτησε το διπλωματικό δόγμα του κατευνασμού της Τουρκίας, μια πολιτική τακτική που θα εφαρμοστεί κατά κόρον από τις μελλοντικές κυβερνήσεις. Οι προσπάθειές για πλήρη κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας δεν μπόρεσαν να ευοδωθούν εν μέσω της επιτεινόμενης ευρωπαϊκής κρίσης· επιτεύχθηκε όμως η εξασφάλιση σημαντικών εγγυήσεων, ικανών να εξουδετερώσουν γειτονικές και μη, απειλές.
Οι επικριτές του υποστήριξαν ότι δέχτηκε ακριβοπληρωμένους συμβιβασμούς προκειμένου να βελτιώσει τις σχέσεις της Ελλάδος με τους γείτονες της· ότι η πολιτική που ασκήθηκε ήταν μια πολιτική οδυνηρών παραχωρήσεων σε όλα τα μέτωπα, ώστε σε κλίμα ειρήνης να προχωρήσει στην εσωτερική της ανασυγκρότηση. Ομολογουμένως οι διεθνείς οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής υπήρξαν το λιγότερο, δύσκολες. Μπορούν όμως με βεβαιότητα να αναγνωριστούν στον Βενιζέλο καλές προθέσεις, διπλωματική ευελιξία, πολιτική ευστροφία και μεγάλη προσωπική προσπάθεια.
Ίσως τα αποτελέσματα της πολιτικής του μέσα από το πλεονέκτημα της γνώσης της μετέπειτα ιστορικής συνέχειας να χαρακτηρίζονται κατά κανόνα επιφανειακά και χωρίς ιστορικό βάθος. Εύλογο είναι όμως ότι και η πλήρης εγκατάλειψη μεγάλων τμημάτων του Ελληνισμού ή άλλων κυριαρχικών μας δικαιωμάτων αναγνωρισμένα από Διεθνείς Συνθήκες, έναντι συμφώνων Φιλίας και αναπτυξιακών δανείων, δεν είναι η πολιτική που αρμόζει σε ένα ανεξάρτητο κράτος που αγωνίζεται για την εσωτερική του ανασυγκρότηση και την ισχυροποίηση της θέσης του στο διεθνές πολιτικό και διπλωματικό στερέωμα.
ΟΙ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Και τι δεν έκανε αυτός ο άνθρωπος στην πολυτάραχη, των 72 χρόνων, ζωή του. Διετέλεσε πρωθυπουργός (6 Οκτωβρίου 1910 - 25 Φεβρουαρίου 1915, 10 Αυγούστου - 24 Σεπτεμβρίου 1915, 14 Ιουνίου 1917 - 4 Νοεμβρίου 1920, 11 Ιανουαρίου - 6 Φεβρουαρίου 1924, 4 Ιουλίου 1928 - 26 Μαΐου 1932, 5 Ιουνίου - 4 Νοεμβρίου 1932 και 16 Ιανουαρίου - 6 Μαρτίου 1933).
Η Πρώτη Δολοφονική Απόπειρα Εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 5 Αυγούστου 1897
Ηλικίας μόλις 25 ετών (το 1889) είχε εκλεγεί βουλευτής Κυδωνιών στην Κρήτη, γεγονός που αποδεικνύει ότι το μικρόβιο του αγώνα και της πολιτικής είχε μπει νωρίς μέσα του. Οκτώ χρόνια αργότερα (3 Αυγούστου 1897) βρέθηκε στις Αρχάνες του Ηρακλείου μαζί με πληρεξούσιους από ολόκληρη την Κρήτη για τη δεύτερη επαναστατική συνέλευση. Από την πρώτη που είχε πραγματοποιηθεί στους Αρμένους των Χανίων (26 Ιουνίου του ιδίου έτους) είχε αναδειχθεί πρόεδρος του Σώματος. Στις τάξεις των Κρητών που διψούσαν για την ελευθερία τους είχαν διαμορφωθεί δύο κυρίαρχες απόψεις.
Η πρώτη που ήθελε την κήρυξη της άμεσης αυτονόμησης της Μεγαλονήσου και η δεύτερη που ζητούσε εγγυήσεις και φυσικά την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων. Υπέρμαχος της δεύτερης ήταν κι ο πρόεδρος της συνέλευσης, ο οποίος στεκόμενος στο γεγονός ότι δεν υπήρχε απαρτία επιχείρησε να τη λύσει. «Αυτονομία χωρίς συγκεκριμένας εγγυήσεις των μεγάλων δυνάμεων δύναται να ερμηνευθεί ως συμφορά και να είμεθα πιο σκλάβοι υπό καθεστώς αυτονομίας, απ' ό,τι είμεθα σήμερα στον Σουλτάνο» ήταν το επιχείρημά του.
Με το που ξεστόμισε τα λόγια αυτά ένας θερμόαιμος Ηρακλειώτης όρμηξε εναντίον του με μαχαίρι, αλλά ο 17χρονος Χανιώτης Σταθής Περουλής (μετέπειτα δήμαρχος Βάμου), μ' ένα αστραπιαίο χτύπημα στο χέρι του επιτιθέμενου, γλίτωσε τον Βενιζέλο την τελευταία στιγμή.
Η Δεύτερη Δολοφονική Απόπειρα Εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι το 1920
Τον βρήκε εν ενεργεία πρωθυπουργό στη Γαλλία (30 Ιουλίου 1920) και μπορεί να θεωρηθεί ως θλιβερό επακόλουθο του Εθνικού Διχασμού ανάμεσα σε Βενιζελικούς και βασιλικούς. Ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδωσαν την επόμενη ημέρα: «Καθ' ην στιγμήν χθες εσπέραν ο κ. Βενιζέλος ανεχώρει διά την Μασσαλίαν, δύο Έλληνες αξιωματικοί επυροβόλησαν και ετραυμάτισαν τον κ. Βενιζέλον. Ο κ. Βενιζέλος, συνοδευόμενος υπό του κ. Ρωμάνου, κατέφθανεν εις τον σταθμόν της Λυών όπως μεταβή εις την Μασσαλίαν. Την στιγμήν καθ' ην διέσχιζε την οδό Μπιζέ, οι δολοφόνοι, δύο απότακτοι Έλληνες αξιωματικοί, εισελθόντες και αυτοί διά του διαδρόμου του σταθμού, επυροβόλησαν κατά του κ. Βενιζέλου οκτάκις επανειλημμένως.
Ο κ. Βενιζέλος έπεσε τραυματισθείς εις τον αριστερόν βραχίονα και εις το δεξιόν πλευρόν. Οι δράσται συνελήφθησαν αμέσως και ονομάζονται Τσερέπης και Κυριάκης. Οι συλληφθέντες, υποβληθέντες αμέσως εις ανάκρισιν είπον ότι προέβησαν εις την απόπειραν όπως αποδώσουν την ελευθερίαν εις την Ελλάδα. Ο Τσερέπης ανακρινόμενος εδήλωσεν εις την ανάκρισιν, ότι ήτο αξιωματικός του ναυτικού επί Κωνσταντίνου, καταδικασθείς και εξορισθείς επί Βενιζέλου και εν τέλει απολυθείς μετέβη εις το Βερολίνον και κατόπιν εις το Στετίνον, όπου συνήντησε τον Κυριάκην.
Από μακρού χρόνου, είπαν οι Έλληνες αξιωματικοί του Κωνσταντινικού καθεστώτος, απεφάσισαν να φονεύσουν τον Βενιζέλον διότι εθυσίαζε τα συμφέροντα της Ελλάδος. Χθες ο Τσερέπης προσεκάλεσε τον Κυριάκην να εφοδιασθή με δύο περίστροφα. Την νύκτα εισέδυασν εις τον σταθμόν απαρατήρητοι. Ο Κυριάκης, κατά την αφήγηση του Τσερέπη, ευρισκόμενος παρά τον Βενιζέλον, επυροβόλησεν, αυτός δε όχι. Εν τούτοις το περίστροφόν του ευρέθη τελείως κενόν σφραιρών».
Αρχικά στην Αθήνα έφτασε η είδηση ότι «δολοφονήθηκε ο πρωθυπουργός» κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο σωρεία επεισοδίων από Βενιζελικούς σε σπίτια πολιτικών της αντιπολίτευσης (όπως του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη), σε γραφεία εφημερίδων (όπως η «Καθημερινή»), σε θέατρα («Κοτοπούλη»), αλλά και τη δολοφονία του φερέλπιδος πολιτικού της αντιπολίτευσης Ίωνος Δραγούμη (31 Ιουλίου). Ακολούθησαν ή ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Επανάσταση του 1922, η θριαμβευτική επιστροφή του την τετραετία 1928 - 1932 και η οριστική ήττα του στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 και το αποτυχημένο κίνημα του Νικολάου Πλαστήρα το ίδιο βράδυ.
Η Τρίτη Δολοφονική Απόπειρα Εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου 6 Ιουνίου 1933
Σύντομο Ιστορικό
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αν και υπήρξε ο σημαντικότερος πολιτικός της σύγχρονης Ελλάδας, δέχθηκε πολλές δολοφονικές απόπειρες κατά της ζωής του. Εκτός από τις γνωστές απόπειρες στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυόν, στο Παρίσι το 1920 και στη λεωφόρο Κηφισίας το 1933, έγιναν δύο ακόμη, στις Αρχάνες Ηρακλείου στις 5 Αυγούστου 1897 και στη Θεσσαλία το 1912. Βέβαια υπήρξαν και άλλες προσπάθειες από τους πολιτικούς του εχθρούς να του αφαιρέσουν τη ζωή, οι οποίες παρέμειναν στο στάδιο του σχεδιασμού, καθώς για διάφορους λόγους ματαιώθηκαν χωρίς να τεθούν σε εφαρμογή.
Στις συνθήκες της δομικής σύγκρουσης και της αναδιάταξης του διεθνούς συστήματος των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατόρθωσε να αναδείξει την κομβική στρατηγική σημασία της Ελλάδας και να μετασχηματίσει τη χώρα σε σημαντική Βαλκανική και Μεσογειακή δύναμη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ο μεγάλος Κρητικός, Έλληνας, Βαλκάνιος και Ευρωπαίος πολιτικός ο σημαντικότερος πολιτικός άνδρας που ανέδειξε ο σύγχρονος Ελληνισμός, βρέθηκε στο μεταίχμιο δύο εποχών.
Με την αντιδογματική του σκέψη και την πολιτική ιδιοφυΐα του, με το σπάνιο πολιτικό του χάρισμα, με την ανθρώπινη γοητεία που ασκούσε ακόμη και στους πολιτικούς και θεσμικούς του αντιπάλους, κατάφερε να συγκεράσει δημιουργικά την αριστοκρατική αντίληψη της πολιτικής του 19ου αιώνα με το πνεύμα των νέων καιρών. Κατάφερε να συναρμόσει την κλασική του παιδεία, τη φιλοσοφική και ιστορική του στοχαστικότητα και την ικανότητα ορθής πρόγνωσης των επερχομένων διεθνών εξελίξεων, με τον πολιτικό πραγματισμό, τη διπλωματική επιδεξιότητα, την αποφασιστική ανάληψη δράσεων «σταθμισμένου κινδύνου», τη διαρκή επίγνωση των αναγκαίων συμβιβασμών που θα έπρεπε να γίνουν για την επίτευξη του εφικτού, αλλά και για τη μεθοδική πραγμάτωση του ιδεώδους.
Το Μεγάλο Επίτευγμα
Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Ελευθερίου Βενιζέλου είναι το γεγονός ότι κατόρθωσε να κινητοποιήσει το σύνολο σχεδόν του Ελληνικού πληθυσμού στον αγώνα για την πραγμάτωση των Ελληνικών αλυτρωτικών οραμάτων. Αυτό έγινε κατορθωτό όχι με την επίκληση στείρων προγονόπληκτων ιδεολογημάτων, αλλά με τη δημιουργία ενός αρραγούς και ενιαίου εσωτερικού μετώπου, με τη συντονισμένη προσπάθεια για τη δημιουργία στιβαρών οικονομικών υποδομών και την ενεργοποίηση των διαδικασιών, που θα οδηγούσαν στη συγκρότηση ενός σύγχρονου και ευνομούμενου κράτους δικαίου, βασισμένου στις αρχές του πολιτικού πλουραλισμού, του σεβασμού των ατομικών ελευθεριών και της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.
Η εθνική ολοκλήρωση για τον Βενιζέλο δεν θα γινόταν δυνατή ούτε μόνο με την επίκληση των εθνικών δικαίων ούτε μόνο με τις νίκες στα πεδία των μαχών, αλλά ούτε αποκλειστικά και μόνο με την εκμετάλλευση της ιστορικής συγκυρίας και την αξιοποίηση των «οριακών δυνατοτήτων» που πρόσφερε το ρευστό διπλωματικό περιβάλλον της εποχής και ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη διεθνή σκηνή.
Χρειαζόταν η συμμετοχή του λαού, ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής, η συντονισμένη κοινή προσπάθεια στο εσωτερικό της χώρας, η δημιουργία προοδευτικών πολιτικών και κοινωνικών μετώπων, η εμβάθυνση του θεσμικού εκσυγχρονισμού, η εδραίωση της πίστης στις δυνατότητες του μαχόμενου Ελληνισμού, η μέριμνα για την επίλυση των οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων, που αφορούσαν το βιοτικό επίπεδο, την εργασία και την εκπαίδευση. Η αυτοπεποίθηση του Ελληνικού λαού και η πίστη στις δυνατότητές του, κάτω από τη δυναμική, σταθερή, αισιόδοξη και φωτισμένη ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, ήταν, σε τελευταία ανάλυση, ο παράγοντας που ανάγκασε τους δυτικούς συμμάχους να αντιληφθούν ότι είχε συντελεστεί μια σημαντική ποιοτική μεταβολή.
Η οποία είχε γκρεμίσει τον κλοιό της διεθνούς απομόνωσης που ταλάνιζε το Ελληνικό κράτος μετά την ήττα του 1897. Στις συνθήκες της δομικής σύγκρουσης και της αναδιάταξης του διεθνούς συστήματος των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατόρθωσε να αναδείξει την κομβική στρατηγική σημασία της Ελλάδας και να μετασχηματίσει τη χώρα σε σημαντική Βαλκανική και Μεσογειακή δύναμη. Αντιλήφθηκε εγκαίρως και εξέφρασε τις σύνθετες μεταβολές που συντελούνταν στην Ελληνική κοινωνία στις αρχές του 20ού αιώνα: τη δυναμική ανάδειξη της αστικής επιχειρηματικής τάξης, την ηγεμονία των φιλελεύθερων ιδεών, τη δημιουργία της εργατικής τάξης, την αναγκαιότητα της αγροτικής και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Το πολιτικό κίνημα του Βενιζελισμού, που έφερε στο πολιτικό προσκήνιο μια νέα γενιά πολιτικών και δημιούργησε ικανά κυβερνητικά στελέχη, υπήρξε ο κύριος φορέας του θεσμικού και του συνταγματικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, το 1911, λειτούργησε στο πλαίσιο του οράματος της συνολικής εσωτερικής ανασυγκρότησης της χώρας. Το κράτος αντιμετωπίστηκε ως βασικός μηχανισμός για την εδραίωση του πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού, με τη δημιουργία νομοθετικού πλαισίου και κανόνων ανταγωνισμού.
Το κράτος όφειλε να παρεμβαίνει για την άμβλυνση των ταξικών συγκρούσεων, που προέκυπταν από την ανάπτυξη της Ελληνικής εργατικής τάξης και την ανυπαρξία ρυθμίσεων για τα κοινωνικά προβλήματα και τις συνθήκες εργασίας.
Η Κοινωνική Πολιτική
Η επιρροή του Βενιζέλου σε όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου υπήρξε, από την αρχή κιόλας, μεγάλη. Ήταν ο πολιτικός που, παρά την ακραία σύγκρουση που επέφερε ο Εθνικός Διχασμός, έθραυσε τα πολιτικά στεγανά και δημιούργησε ευρεία συναίνεση αναφορικά με το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η υποστήριξη και η συνδρομή που είχε από τους σοσιαλιστές Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Νίκο Γιαννιό και Δημήτριο Γληνό, οι οποίοι ενστερνίστηκαν το πρόγραμμά του για την εθνική κινητοποίηση στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, της φιλεργατικής νομοθεσίας, της συνδικαλιστικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, της ενοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής για την επιτυχή εσωτερική ανασυγκρότηση και την εθνική ολοκλήρωση αλλά παράλληλα και για τον προσεταιρισμό της διεθνούς κοινής γνώμης και του ευρωπαϊκού συνδικαλιστικού και σοσιαλιστικού κινήματος, έγινε δυνατή με τη λήψη καινοτόμων μέτρων προστασίας των εργαζομένων και με την υπογραφή των διεθνών συμβάσεων για τις εργασιακές σχέσεις.
Βαλκανική Συνεργασία
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία των πολιτικών αντιλήψεων του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν η οργανική συσχέτιση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Η ευνομία στο εσωτερικό των κρατών, η εγγύηση των ατομικών ελευθεριών και η εναρμόνιση των κοινωνικών αντιπαραθέσεων αποτελούσαν το πρότυπο για την προσέγγιση των διεθνών σχέσεων. Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Βενιζέλος σχημάτισε την πεποίθηση ότι η διασφάλιση της ειρήνης και ο σεβασμός των διεθνών συνθηκών ήταν ζητήματα απόλυτης προτεραιότητας για τα καθημαγμένα Βαλκάνια και την ερειπωμένη Ευρώπη.
Προσέβλεπε, λοιπόν, αφενός στη συγκρότηση ενός «πολυμερούς διαβαλκανικού σχήματος» συνεργασίας, στη βάση του μη αποκλεισμού κανενός κράτους, και αφετέρου στη σταδιακή δημιουργία δεσμών διακυβερνητικής συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών, αλλά ενδεχομένως και συνομοσπονδιακών δομών που δεν θα έθιγαν την εδαφική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών - μελών.
Στο πλαίσιο αυτό ο Ελευθέριος Βενιζέλος χαιρέτισε και υποστήριξε το Μνημόνιο του Αριστείδη Μπριάν, τέως πρωθυπουργού και τότε υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας, που αποσκοπούσε στην πολιτική και οικονομική σύγκλιση των Ευρωπαϊκών κρατών, ενώ αντιμετώπισε με θετική επιφυλακτικότητα και τις πρωτοβουλίες του Γκούντενοβ - Καλλέργη, που παρουσίαζε ως αναγκαιότητα τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού Ευρωπαϊκού κράτους για την αναβάθμιση του ρόλου της Ευρώπης στη διεθνή σκηνή. Ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο καινοφανές αυτό ιστορικό πείραμα, ο Βενιζέλος προέβαλε την πλήρη συμμετοχή της Τουρκίας αλλά και των ηττημένων στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο κρατών ώστε να διασφαλιστεί η επιτυχία του.
Δυστυχώς, η προέλαση των αυταρχικών καθεστώτων και των φασιστικών κινημάτων στη μεσοπολεμική Ευρώπη ανέκοψε τις ρηξικέλευθες αυτές πρωτοβουλίες που, παρά τον ιδεαλισμό τους, μπορούσαν να σώσουν τους Ευρωπαϊκούς λαούς από την ακατάσχετη αιμορραγία των επερχόμενων αδελφοκτόνων συγκρούσεων. Από την αδρή αυτή παρουσίαση και αξιολόγηση χαρακτηριστικών όψεων του πολιτικού προγράμματος του Ελευθερίου Βενιζέλου αναδεικνύεται ανάγλυφα η σημασία που εξακολουθεί να έχει για μας σήμερα.
Δεν έχουν μόνο ιστορικό ενδιαφέρον το έργο και οι πολιτικές υποθήκες του αλλά λειτουργούν ως αφετηρία προβληματισμού για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας. Σε καιρούς μεταβατικούς, σε καιρούς κλυδωνισμού, ο δυναμισμός, η τόλμη, η ευστροφία και η αισιοδοξία του μεγάλου Κρητικού ηγέτη, της σημαντικότερης προσωπικότητας που ανέδειξε ο Ελληνισμός στη διάρκεια του 20ού αιώνα, είναι πηγή έμπνευσης, παραμυθίας και ελπίδας.
Ένας Εκσυγχρονιστής - Μεταρρυθμιστής της Ελλάδας (1910 - 1920)
Στη νεοελληνική ιστορία, ο Βενιζελισμός αντιπροσωπεύει την πιο φιλόδοξη δυναμική και ολοκληρωμένη προσπάθεια του αστικού εκσυγχρονισμού. O Αστικός εκσυγχρονισμός: όρος ταυτόσημος με τον εξευρωπαϊσμό ή τον εκσυγχρονισμό κατά το δυτικό πρότυπο, στα πλαίσια του καπιταλισμού και της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας. Οι αστοί είναι η τάξη που προωθεί τον εκσυγχρονισμό στην κοινωνία, ακόμη και στην περίπτωση της Ελλάδας. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων ήταν ο κατεξοχήν εκφραστής του Ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, το Ελληνικό αντίστοιχο των φιλελευθέρων κομμάτων άλλων χωρών της Δύσης.
Ηγέτης και κύριος εκφραστής του ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, του οποίου τα πολιτικά οράματα ανταποκρίνονταν στις τότε ανάγκες της νεοελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο 1910 - 1920. Η προσωπικότητα του Βενιζέλου και η ιδεολογία του συνετέλεσαν στην πρακτική εφαρμογή του «αστικού» και κατ’ επέκταση του κρατικού εκσυγχρονισμού. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο κρατικός εκσυγχρονισμός επηρεάζει τον τρόπο ζωής, την έκφραση και τη σκέψη της νεοελληνικής κοινωνίας. Η επίδραση αυτή εντοπίστηκε εξίσου στον δημόσιο και στον ιδιωτικό βίο των Ελλήνων.
Από το 1910 (έτος ανόδου του Βενιζέλου στην εξουσία) ως το 1920 (ήττα των Βενιζελικών στις εκλογές - επιστροφή του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα), ο εκσυγχρονισμός συνδέθηκε και με την ενοποίηση της χώρας μας, πιο συγκεκριμένα με την επέκταση των ορίων της Ελληνικής επικράτειας και την απελευθέρωση των κατεχομένων από άλλες δυνάμεις εδαφών. Η ενοποίηση προσέφερε στον αναδυόμενο εκσυγχρονισμό την απαραίτητη και έκτοτε αναντικατάστατη πολιτική και ιδεολογική νομιμοποίησή του. Η ιδεολογία του Βενιζελισμού εξετάζεται σε δύο φάσεις, στην πρώτη πρωθυπουργία, της περιόδου 1910 - 1920, και στη δεύτερη, της περιόδου 1928 - 1932.
Κατά την περίοδο 1910 - 1920, ο αστικός εκσυγχρονισμός συνυπήρχε με τον αλυτρωτισμό, ο οποίος επικεντρώθηκε στην εφαρμογή της «Μεγάλης Ιδέας». Κατά την περίοδο 1928 - 1932, η «Μικρασιατική Καταστροφή», με όλα τα παρεπόμενά της, άσκησε επίδραση στην τότε Ελληνική πολιτική και κοινωνία, ώστε να αλλάξει και το περιεχόμενο του Βενιζελισμού. Ο αστικός εκσυγχρονισμός της δεύτερης περιόδου συνδέθηκε με την «οικοδόμηση ενιαίου κράτους», με ιδεολογικό επιστέγασμα την «αβασίλευτη δημοκρατία», στην οποία ο Βενιζελισμός επιχείρησε να προσδώσει ευρύτερο ιδεολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο.
Θεσμικές Μεταρρυθμίσεις (1910 - 1920)
Το σχέδιο της κυβέρνησης του Βενιζέλου για τον αστικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδας εφαρμόστηκε αρχικά στην οργάνωση του κράτους. Στην καθολικότητά του συμπεριέλαβε συγχρόνως και την οργάνωση της ίδιας της κοινωνίας. Στο κείμενο του Συντάγματος του 1911 γίνεται λόγος για την ανακαίνιση των ήδη ισχυόντων συνταγματικών θεσμών. Η συνταγματική αναθεώρηση του 1911 συνδέθηκε με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, θέσπισε νέες διατάξεις και επέτρεψε να υλοποιηθεί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Βενιζέλου. Έτσι τέθηκαν οι βάσεις και τα πλαίσια για τη θέσπιση και την κατοχύρωση εκσυγχρονιστικής νομοθεσίας.
Στο συνταγματικό κείμενο του 1911 καθοριστικός παράγοντας στις όποιες μεταρρυθμίσεις είναι η θεσμοθέτηση του «κράτους Δικαίου», ώστε οι φορείς και τα όργανα της κρατικής εξουσίας να ενεργούν πάντοτε σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους - περιλαμβάνεται η συνταγματική τόνωση των φιλελευθέρων και δημοκρατικών στοιχείων του τότε ισχύοντος πολιτεύματος. O εκσυγχρονισμός του Βενιζέλου, όσον αφορά στον πολιτικό βίο της Ελλάδας του 1910, περιελάμβανε τις ακόλουθες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις:
- Μείωση της απαιτούμενης ηλικίας των εκλογίμων ως βουλευτών από το 30ό στο 25ο έτος.
- Αποκλεισμό των «εν ενεργεία» στρατιωτικών από το βουλευτικό αξίωμα.
- Καθιέρωση του «ασυμβίβαστου» της ιδιότητας του βουλευτή προς ορισμένες ιδιωτικές θέσεις προνομιούχων εταιρειών ή επιχειρήσεων.
- Καθιέρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων.
- Ανάθεση του ελέγχου του κύρους των βουλευτικών εκλογών σε ειδικό δικαστήριο (εκλογοδικείο), αποτελούμενο από τακτικούς δικαστές - μέχρι το 1911 την αρμοδιότητα αυτή είχε η Βουλή των Ελλήνων.
- Καλύτερη κατοχύρωση της «δικαστικής ανεξαρτησίας» με την καθιέρωση της μονιμότητας των δικαστών. Γι’ αυτό τον σκοπό, ανατέθηκε η αρμοδιότητα τοποθετήσεων, μεταθέσεων και προαγωγής των δικαστικών σε «Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο».
- Βελτιωμένη προστασία ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων (ιδίως της «προσωπικής ελευθερίας» και του «ασύλου της κατοικίας»).
- Καθιέρωση της υποχρεωτικής και δωρεάν στοιχειώδους εκπαίδευσης.
- Στο θεσμικό πλαίσιο του αστικού εκσυγχρονισμού, περιλαμβανόταν και η ίδρυση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Υπό την αιγίδα του ψηφίστηκαν το 1914 οι βασικοί νόμοι για τα εμποροβιομηχανικά επιμελητήρια (Ν.184), τα γεωργικά επιμελητήρια (Ν.280), τα σωματεία (Ν.181) και τους γεωργικούς συνεταιρισμούς (Ν.602). Με τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του 1911, δημιουργήθηκε, για πρώτη φορά στα ελληνικά πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα, ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο για την ορθολογική οργάνωση και έγκυρη εκπροσώπηση όλων των βασικών ταξικών συμφερόντων, με τη μορφή νομικών προσώπων τόσο του δημοσίου (επιμελητηρίου) όσο και ιδιωτικού δικαίου (συνεταιρισμών) για τους αγρότες και επαγγελματικών σωματείων για όλους τους άλλους εργαζόμενους.
Μεταρρυθμίσεις στην Ελληνική Οικονομία (1910 - 1920)
O Βενιζέλος προσπάθησε να θέσει τα «θεμέλια» για την οικονομική πολιτική της Ελλάδας κατά την περίοδο 1910 - 1920. Το δείγμα της πολιτικής της Βενιζελικής παράταξης στον τομέα της οικονομίας φαίνεται με τη δημιουργία εξειδικευμένων οικονομικών υπηρεσιών (μεταξύ αυτών και του συντονιστικού τους οργάνου, του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας). Αρκετά ιδιόμορφη ήταν η στάση του Βενιζέλου και των στελεχών της κυβέρνησής του απέναντι στη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, την οποία δικαιολογούσαν ως εξής: η Μεγάλη Ελλάδα, όταν θα επανερχόταν η ειρήνη, δεν επρόκειτο να ασχοληθεί με τη βιομηχανία, για την ανάπτυξη της οποίας δεν είχε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, το σχετικό συγκριτικό πλεονέκτημα.
Αντιθέτως, η ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας θα συνδεόταν με την απόδοση ανάλογης βαρύτητας στη γεωργία, στο εμπόριο και στη ναυτιλία. Εντούτοις, ο κρατικός παρεμβατισμός εντοπιζόταν και στον τομέα της βιομηχανίας με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
- O «δεδομένος» προστατευτισμός της εμπόλεμης περιόδου (1912 - 1918) αντικαταστάθηκε μετά το 1918, με την κρατική δασμολογική προστασία. Οι υψηλοί εισαγωγικοί δασμοί για όλα τα ξένα βιομηχανικά προϊόντα δεν αποτελούσαν τμήμα κάποιας συγκεκριμένης στρατηγικής σχετικά με τη βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδας, αλλά ήταν μέσο αύξησης των κρατικών εσόδων.
- Το κράτος δεν ακολουθούσε πολιτική ενίσχυσης των επενδύσεων στον βιομηχανικό τομέα, ενώ οι τράπεζες (μεταξύ αυτών και η «Εθνική Τράπεζα Ελλάδος») και οι πιστωτές ιδιώτες είχαν αποκλείσει τον αναφερόμενο τομέα από τον κύκλο της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.
Υπήρχε τότε (και ακόμη ισχύει «εν μέρει») η άποψη ότι η Ελλάδα δεν ήταν χώρα κατάλληλη για την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Αντίθετα, το εμπόριο, και ιδιαίτερα το εξαγωγικό, προσέφερε πιο ευνοϊκές ευκαιρίες για βραχυπρόθεσμες ευκίνητες επενδύσεις. Το Ελληνικό κράτος, κατά την περίοδο 1910 - 1920, προσπάθησε να βελτιώσει, από άποψη εξοικονόμησης πόρων, τη δύσκολη θέση της εγχώριας βιομηχανίας, αλλά ασκούσε «βιομηχανική προστασία», χωρίς συγχρόνως να ασκεί ή να έχει βιομηχανική πολιτική. Επιπλέον, η βιομηχανική ανάπτυξη συνδέθηκε με τον εμπορευματικό χαρακτήρα της Ελληνικής οικονομίας.
Αποδόθηκε μια μερική και παραπλανητική, ως έναν βαθμό, εκδοχή της ευκαιριακής και οπισθοδρομικής ανάπτυξης της Ελληνικής βιομηχανίας (σχετικά με τον προσανατολισμό, το μέγεθος, την τεχνολογία και την παραγωγικότητα των μονάδων της) στον ανύπαρκτο ορθολογισμό της κρατικής δασμολογικής πολιτικής. Αντίθετα, η μη αξιοποίηση εγχωρίων πηγών ενέργειας, η ανυπαρξία κεφαλαίων και τεχνικής εκπαίδευσης, ήταν παράγοντες που έθεταν αντικειμενικά όρια στη βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο βιομηχανικός τομέας απορροφούσε περιορισμένα κεφάλαια.
Ενώ οι Ελληνικές επιχειρήσεις είχαν ως κύριο είδος τα καταναλωτικά αγαθά, οι ξένες επενδύσεις επικεντρώνονταν στον κλάδο των μεταλλείων. Η Ελλάδα των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα εξήγε τη μεταλλευτική παραγωγή της σε ακατέργαστη κυρίως μορφή (και ένα τμήμα της μετά από στοιχειώδη καθαρισμό), εισάγοντας από το εξωτερικό τα αντίστοιχα έτοιμα μέταλλα.
Η Αγροτική Οικονομία (1910 - 1920)
Η αγροτική μεταρρύθμιση της περιόδου 1910 - 1920 ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τον τομέα της αγροτικής οικονομίας. Μπορεί να μην υπήρξε άμεση, αλληλένδετη σχέση μεταξύ του «αστικού εκσυγχρονισμού» και της αγροτικής μεταρρύθμισης του Βενιζέλου, εντούτοις έγινε η πρώτη απόπειρα για την εφαρμογή αγροτικής πολιτικής και την άμεση / έμμεση σύνδεσή της με τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας (δηλ. με την εκβιομηχάνιση και την εκμηχάνιση ενός μέρους της αγροτικής παραγωγής). Η αγροτική μεταρρύθμιση περιελάμβανε τη διανομή της γης, την αναδιάρθρωση και εκμηχάνιση των καλλιεργειών και την εισαγωγή θεσμών «γεωργικής πίστης» (π.χ. αγροτικές τράπεζες).
Πολλοί εκπρόσωποι της Βενιζελικής παράταξης υποστήριζαν τη σημασία που είχε η διανομή των κτημάτων για την ανάπτυξη της Ελληνικής βιομηχανίας. Ο ίδιος ο Βενιζέλος στο νομοθετικό έργο του 1910 προσπάθησε να είναι μετριοπαθής και επιλεκτικός σχετικά με το ποια μεγάλα κτήματα θα διανέμονταν στους καλλιεργητές τους. Η κρατική παρέμβαση στις οικονομικές δραστηριότητες του πληθυσμού της υπαίθρου αποσκοπούσε στη δημιουργία της αναγκαίας τεχνικής υποδομής για την ανάπτυξή της, με αποτέλεσμα την κινητικότητα του κεφαλαίου και της εργατικής δύναμης. Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις επίσης προέβλεπαν έργα εξυγίανσης της υπαίθρου.
Παράλληλα εμφανίστηκαν πολλά νέα αγροτικά κέντρα με τον εποικισμό της Ελληνικής υπαίθρου. Ήταν, όμως, πραγματικά επιτυχημένες και αποτελεσματικές οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις του Βενιζέλου κατά την περίοδο της πρώτης πρωθυπουργίας του (1910 - 1920); Είναι γεγονός ότι αυξήθηκε η καλλιεργήσιμη γη, αλλά επήλθε μείωση του εισοδήματος των κτηνοτρόφων. Η «ευαίσθητη οικονομία» των ορεινών περιοχών δέχθηκε πλήγμα εξαιτίας αυτού του γεγονότος και οι κάτοικοι αναγκάζονταν να στραφούν σε καλλιέργειες χαμηλής απόδοσης, προκειμένου να εξασφαλίσουν το εισόδημά τους.
Επιπλέον, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις ήταν τελείως ακατάλληλες και είχαν χαμηλή απόδοση, με συνέπεια την άσκηση πίεσης στους αγρότες, ενώ μειώθηκε η συνολική απόδοση των καλλιεργειών σε πανελλαδικό επίπεδο. Επομένως, οι επαγγελθείσες αγροτικές μεταρρυθμίσεις δεν αποτέλεσαν τον παράγοντα που ώθησε ή δεν παρεμπόδισε, εντελώς, την οικονομική ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών της χώρας. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις, οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις ήταν αναποτελεσματικές, εφόσον δεν μπόρεσαν να δώσουν στην αγροτική οικονομία τα ερεθίσματα που οδηγούσαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Άλλοτε, πάλι, με τη διάσπαση των παραδοσιακών ισορροπιών του αγροτικού χώρου, οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις της Βενιζελικής παράταξης, στις περισσότερες περιπτώσεις, οδήγησαν μεγάλες ομάδες του ελληνικού αγροτικού πληθυσμού σε σημαντική εισοδηματική συρρίκνωση. Τέλος, η απόκτηση ιδιόκτητης γης (από τα πρώην τσιφλίκια) μετέβαλε τις μέχρι τότε ισχύουσες δομές της εγγείου ιδιοκτησίας, αλλά δεν ανανέωσε τις δομές της αγροτικής παραγωγής προς μία κατεύθυνση, η οποία θα ευνοούσε την όποια «καπιταλιστική ανάπτυξη».
Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις (1910 - 1920)
Η κυβέρνηση Βενιζέλου και το εξειδικευμένο επιτελείο της επέφεραν, κατά την περίοδο 1910 - 1920, μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση. Υπήρχαν πρόσωπα της Βενιζελικής παράταξης, τα οποία χάραζαν την εκπαιδευτική πολιτική της χώρας, έστω και αν ήταν φορείς του δημοτικισμού στη δημόσια εκπαίδευση και είχαν ως συλλογικό όργανο έκφρασής τους, τον «Εκπαιδευτικό Όμιλο». Η εκπαίδευση της περιόδου 1910 - 1920 είχε σαφή «φιλελεύθερο προσανατολισμό», ο οποίος ερχόταν σε ρήξη με την απίθανη νοοτροπία του παρελθόντος. Κατά την κρίση του τότε νομοθέτη, η αντιστοιχία των εκπαιδευτικών βαθμίδων, έπρεπε να ήταν ανάλογη με έναν απόλυτα διακριτό κοινωνικό προσανατολισμό.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1913 είχε την ακόλουθη επιδίωξη: «εις εκάστην κοινωνικήν τάξιν η εις αυτήν αναγκαιούσα γενική μόρφωσις». Η συγκεκριμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αύξανε τη φοίτηση στο Δημοτικό σχολείο (από 4 σε 6 έτη) και την απεξάρτησή του από τις απαιτήσεις της μέσης βαθμίδας. Εντούτοις, υπήρξαν αντιδράσεις από στελέχη των Φιλελευθέρων και των αντιπάλων τους. Το 1916 η επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου επικράτησε στη Θεσσαλονίκη και μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Τότε λοιπόν ευνοήθηκαν και επήλθαν ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις στα εκπαιδευτικά ζητήματα. Τα διδακτικά βιβλία του Δημοτικού άλλαξαν μορφή και περιεχόμενο.
Με τις δεδομένες μεταρρυθμίσεις, τα νέα βιβλία «οφείλουσι να είναι γεγραμμένα εις την κοινήν ομιλουμένην (δημοτικήν) γλώσσαν απηλλαγμένην παντός αρχαϊσμού». Τότε προωθήθηκαν και είχαν πολύχρονη και αδιατάρακτη χρήση τα πρότυπα αναγνωστικά, το «Αλφαβητάρι με τον ήλιο» και το αναγνωστικό της Γ' Δημοτικού «Σαν τα ψηλά βουνά». Ο λογοτέχνης Παύλος Νιρβάνας αναφέρει ότι ο Βενιζέλος θεωρούσε τα συγκεκριμένα βιβλία ως τη μεγαλύτερη προσφορά του στις νεώτερες γενιές της Ελλάδας για τους ακόλουθους λόγους:
- Εξαίρουν τη γνώση, την επιστήμη, τη λογική.
- Προέβαλαν «την τιμιότητα, τη φιλαλήθεια, την εργατικότητα, την εφευρετικότητα και κυρίως το συλλογικό πνεύμα και την κοινωνική αλληλεγγύη.
Το Ελληνικό διδακτικό βιβλίο είχε ευχάριστη εικονογράφηση και ζωηρή διήγηση, απεικόνιζε την πραγματικότητα.Ο διδακτισμός, ο στόμφος και ο αρχαϊσμός, εγκαταλείφθηκαν. Σε αντίθεση με τη δημοτική, η μέση εκπαίδευση δεν ήταν τόσο ευέλικτη, ούτε ανταποκρινόταν στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της εποχής, οι οποίες απαιτούσαν «γενική μόρφωση». Κατά την περίοδο 1915 - 1919 νομοθετήθηκε η ίδρυση τριών ειδικών διδασκαλείων της Τεχνικής Εκπαίδευσης, της Γυμναστικής και των καθηγητών Γαλλικής. Τα μεταρρυθμιστικά σχέδια έδιναν βαρύτητα στη σωματική αγωγή, στα μη θεωρητικά μαθήματα και στην τεχνική εκπαίδευση, στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών.
Η Βενιζελική παράταξη, αναφορικά με τα εκπαιδευτικά ζητήματα της Ελλάδας κατά την περίοδο 1910 - 1920, έδωσε έμφαση σε νέες πιο πρακτικές κατευθύνσεις σπουδών και όχι τόσο στις παραδοσιακές θεωρητικές σπουδές. Με δύο βασικούς νόμους των ετών 1914 και 1917, το «Σχολείον Τεχνών» αναδιοργανώθηκε, μετονομάστηκε σε «Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον» και κυρίως έγινε ισότιμο με το Πανεπιστήμιο. Το 1919 ιδρύθηκε το Χημικό Τμήμα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1920 ιδρύθηκαν δύο νέες πανεπιστημιακές μονάδες: η «Ανωτέρα Γεωπονική Σχολή» και η «Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών Σπουδών».
Με βάση τα αναφερόμενα στοιχεία, αυτή ήταν η ισχύουσα κατάσταση στα εκπαιδευτικά πράγματα της Ελλάδας ως τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Oι πόλεμοι, οι κοινωνικοοικονομικές αναδιαρθρώσεις και οι πολιτικές εξελίξεις υπογράμμισαν ακόμη περισσότερο την ανάγκη για ριζική αλλαγή του τότε εκπαιδευτικού συστήματος. Κατά τη δεκαετία του 1920 και του 1930 επικράτησαν, τόσο στον Ελλαδικό χώρο όσο και εκτός αυτού, εκείνες οι (κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές) δυνάμεις, οι οποίες δεν επιθυμούσαν τις όποιες αλλαγές μπροστά στον κίνδυνο της μεταρρύθμισης και ανατροπής της καθιερωμένης, για ευνόητους λόγους, ισορροπίας.
O Αντίκτυπος των Μεταρρυθμίσεων του Βενιζέλου στην Ελληνική Κοινωνία (1910 - 1920)
«O Ελευθέριος Βενιζέλος. Η προσωποποίησις της δυνάμεως του λαού. Ο πέλεκυς της βουλήσεως του Έθνους, όστις κατέρριψε τα είδωλα και εστερέωσε νέους θεούς, την Ισότητα, την Αξίαν, την Εργασίαν, την Ηθικήν, το Σθένος. Ο ανήρ αυτός ανηύρε γρανιτώδη και ασάλευτα θεμέλια ίνα στερεώση την νέαν Ελλάδα», γράφει η εφημερίδα «Έθνος» στις 4 / 9 / 1915. Άλλη άποψη για την προσωπικότητα του Κρητικού πρωθυπουργού της Ελλάδας είναι η εξής: «Είναι επίσης εκτός από μεγάλος Έλλην, μεγάλος Ευρωπαίος, η ''Αχίλλειος πτέρνα'' της Ευρώπης». (Έθνος 14 / 4 / 1915).
Σχετικά με την εσωτερική πολιτική του, χαρακτηρίζεται ως «ο ηγέτης του αστικού εκσυγχρονισμού». Σε θέματα εσωτερικής πολιτικής, επί Βενιζελικής διακυβέρνησης, εμφανίστηκαν και εισήχθησαν νέοι θεσμοί και κρατικοί μηχανισμοί. Εντάχθηκαν στον ελληνικό πολιτικό λόγο και προωθήθηκαν οι αρχές της ισότητας, της ισονομίας και της ελεύθερης έκφρασης. Προστατεύθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα και κατοχυρώθηκαν τα αντίστοιχα ατομικά, έστω και στα έγγραφα της Βουλής των Ελλήνων. Ο Βενιζέλος έκανε πράξη, όσο ήταν δυνατόν, τις θεωρίες της φιλελεύθερης ιδεολογίας. O Κρητικός πρωθυπουργός συνδύασε τον «αστικό εκσυγχρονισμό» με την υπόθεση της εθνικής ενοποίησης της Ελλάδας.
Φυσικά υποβοηθήθηκε από τις διεθνείς συγκυρίες της περιόδου 1910 - 1920, οι οποίες προσέφεραν και κάποιες καλές ευκαιρίες για την προώθηση των όποιων Ελληνικών αιτημάτων προς τη Δύση (συγκεκριμένα τις Δυνάμεις της Αντάντ). Κατά την περίοδο 1910 - 1920, τα συμφέροντα του Βρετανικού ιμπεριαλισμού συνέπιπταν σε κάποια σημεία, με τις Ελληνικές εθνικές επιδιώξεις, συνδυάζοντας το μέχρι τότε ασυμβίβαστο μεταξύ του αλυτρωτισμού και του εκσυγχρονισμού, κατά το αγγλικό κυρίως πρότυπο, και στο πλαίσιο της αγγλόφιλης πολιτικής, παράγοντα που αποτέλεσε αφορμή για το ξέσπασμα του «Εθνικού Διχασμού».
Στο πεδίο του αστικού εκσυγχρονισμού, ο Βενιζελισμός ήταν η μοναδική και ακαταμάχητη διαταξική συμμαχία, με επικεφαλής την αστική επιχειρηματική τάξη και κατόπιν τα φιλικά προς την αναφερόμενη «συμμαχία» μικροαστικά στρώματα. Σ’ αυτό τον ιδιόμορφο συνασπισμό εντάσσονταν και οι ακτήμονες αγρότες, οι νέοι μικροϊδιοκτήτες της Ελληνικής υπαίθρου μετά τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις της περιόδου 1910 - 1920. Η αντιβενιζελική παράταξη διεξήγαγε άγριο πόλεμο στον Βενιζελισμό, προκειμένου να πλήξει τον ηγέτη του ποικιλοτρόπως. Εξαιτίας της αντιπαλότητάς της προς αυτόν και την ιδεολογία του, προέκυψε ο «Εθνικός Διχασμός», ο οποίος χώρισε τη χώρα σε δύο αυτοδιοικούμενα τμήματα για δύο έτη.
Τελικά, για μικρό διάστημα, επικράτησε ο Βενιζέλος, ο οποίος όμως δέχθηκε μεγαλύτερο πλήγμα με την απώλεια των εκλογών τον Νοέμβριο του 1920 και την επάνοδο της δυναστείας των Γλύξμπουργκ στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά, ο Βενιζέλος εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αποτελεί πρότυπο πολιτικού ηγέτη για τις νεώτερες γενιές και σημείο αναφοράς για τον εκσυγχρονισμό του Ελληνικού πολιτικού συστήματος και του κοινωνικοοικονομικού βίου της Ελλάδας. Επιπλέον, ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις του εξακολουθούν να είναι ενταγμένες στο σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας.
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑ (1928 – 1932)
“Η πραγματοποίησις των εθνικών μας πόθων δεν εξαρτάται τόσον εκ των ιδικών μας πράξεων, όσον από την συνδρομήν των διεθνών περιστάσεων, αίτινες διαφεύγουν της ιδικής μας επιρροής.”
Ελ. Βενιζέλος
Η επόμενη μέρα της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης, βρίσκει μια Ελλάδα με νέα εδαφικά όρια που καλείται να καθορίσει τις θέσεις τις στη νέα διεθνή πραγματικότητα. Οι συνθήκες για την πραγματοποίηση της πολυπόθητης εθνικής ανασύνταξης δεν υπήρξαν καθόλου ευνοϊκές. Η Ελλάδα του μεσοπολέμου ταλανιζόταν από την ιδεολογική κρίση που ακολούθησε μετά την διάψευση του ονείρου της «Μεγάλης Ιδέας», την οικονομική δυσπραγία που ακολουθούσε τις τάσεις της διεθνούς κρίσης, τα κοινωνικά προβλήματα που επέφεραν τα νέα δημογραφικά δεδομένα και την επιβίωση του εθνικού διχασμού στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο.
Η ανάγκη λοιπόν, της προσαρμογής στα νέα δεδομένα καθίσταται τόσο έντονη, που η Οικονομική ανάπτυξη, η κοινωνική αποκατάσταση και η εθνική ανασύνταξη είναι η μόνη οδός. Η Ελληνική εξωτερική πολιτική την περίοδο αυτή κινείται στους άξονες της πλήρωσης των βασικών εθνικών επιδιώξεων, δηλαδή τη διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας και την κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας σε συνάρτηση με την μακροπρόθεσμη προβολή των εθνικών διεκδικήσεων, καθώς επίσης και την ενεργή συμμετοχή στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις. Λίγο πριν την ανάληψη της εξουσίας από το Βενιζέλο, η Ελλάδα προσπαθεί να εξαιρεθεί από τη διπλωματική απομόνωση και να εφαρμόσει μια ενιαία εξωτερική πολιτική που θα εξασφαλίσει σταθερότητα και ισχυροποίηση της θέσης της στο διεθνές στερέωμα.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επανερχόμενος στην εξουσία μετά από μακρόχρονη αποχή από την ενεργό πολιτική ζωή, καλείται να αντιμετωπίσει τις πολιτικές και διπλωματικές δυσχέρειες, υλοποιώντας «το όραμα της Τετραετίας», δηλαδή την υιοθέτηση μιας ταχέως αναπτυσσόμενης, καπιταλιστικής οικονομίας, τη δημιουργία μιας σύγχρονης αστικής δημοκρατίας, την κοινωνική αναδιάρθρωση μέσω μιας καινοτόμου εκπαιδευτικής πολιτικής και τέλος, την ειρηνική συνεργασία με της γειτονικές χώρες σε συνδυασμό με την απαγκίστρωση από τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων. Στα πλαίσια μιας δυναμικής προσέγγισης στο σύστημα της διεθνούς συνεργασίας, η κυβερνητική εξωτερική πολιτική οδήγησε σε προσέγγιση με τη Γιουγκοσλαβία, την Τουρκία και την Ιταλία.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος περιγράφει τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της τετραετίας 1928 - 1934, στην αγόρευσή του ενώπιον του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών το 1934. «Η πολιτική αυτή συνίστατο:
- Πρώτον εις την αποκατάστασιν σχέσεων με την Μεγάλην Μεσογειακήν Δύναμιν, την γείτονά μας Ιταλίαν, σχέσεων όσον είναι δυνατόν εγκαρδίων και αναλόγων με εκείνας, τας οποίας έχει η Ελλάς επί έναν όλον αιώνα με τη Γαλλίαν και την Αγγλίαν.
- Δευτέρα βάσις της εξωτερικής μας πολιτικής ήτο να εκκαθαρίσωμεν τας διαφοράς μας ου μόνον με την Γιουγκοσλαβίαν εξ αφορμής της Σερβικής Ζώνης της Θεσσαλονίκης, αλλά και με την Τουρκίαν και μετά ταύτην με την Βουλγαρίαν και την Αλβανίαν, διότι συμφέρον ημών ήτο να φθάσωμεν, αν ήτο δυνατόν, και με αυτά τα κράτη εις μίαν πλήρη εκκαθάρισην του παρελθόντος και την ίδρυση στενών σχέσεων φιλίας.
- Τρίτη βάσις ήτο η επιμελής αποφυγή της εξαρτήσεως μας από οιονδηποτε εκ των συνδυασμών των μεγάλων δυνάμεωνκαι δη εκείνων αίτινες εζήτουν να ασκούν επιρροήν εις τα Βαλκάνια».
Οι συνθήκες υπό τις οποίες ο Βενιζέλος σχεδίασε και εφάρμοσε την εξωτερική πολιτική στρατηγική της περιόδου 1928 - 1932 είναι οι εξής:
- Οι σχέσεις με την Αγγλία βρίσκονταν σε δοκιμασία λόγω του αντιαποικιακού - ενωτικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων και λόγω των επιφυλάξεων των Βρετανών για την πιθανή υποστήριξη της ένωσης από τον Βενιζέλο.
- Με την Ιταλία του Μουσολίνι υπήρχαν προστριβές για τις συνθήκες υπό τις οποίες διοικούνται τα Δωδεκάνησα.
- Ως προς τις σχέσεις με την Τουρκία, ζητήματα όπως η καθυστέρηση της καταβολής των προσφυγικών αποζημιώσεων εκ μέρους της Τουρκίας και οι τουρκικές αξιώσεις για πολεμικές αποζημιώσεις για τον Μικρασιατικό Πόλεμο έχουν ως άμεσες επιπτώσεις την Τουρκική «πολεμική» εις βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης.
- Οι σχέσεις με τη Βουλγαρία, μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, βρίσκονται σε κρίση λόγω της Βουλγαρικής απαίτησης για αποζημίωση των Βούλγαρων πολιτών που εκδιώχθηκαν από την Μακεδονία το 1920 και κυρίως εξαιτίας της ανακίνηση του ζητήματος της ύπαρξης "Μακεδονικής μειονότητας" στην Ελληνική Μακεδονία.
- Σχετικά με τη Γιουγκοσλαβία, υπήρχαν αντιρρήσεις από Ελληνικής πλευράς για την οικονομική συμφωνία του 1926, που προέβλεπε ελεύθερη οικονομική και εμπορική ζώνη στη Θεσσαλονίκη για τους Σέρβους.
- Τέλος, με την Αλβανία οι διμερείς σχέσεις ήταν σε οριακό σημείο λόγω του Αλβανικού αλυτρωτισμού, της καταπίεσης της Ελληνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου και της Αλβανικής απαίτησης αποζημιώσεων για τους εκδιωχθέντες Αλβανούς Τσάμηδες της Ηπείρου.
Από αυτές τις πολιτικές και διπλωματικές συνθήκες, η κυβέρνηση του Βενιζέλου, μετά το συντριπτικό και απροσδόκητο ποσοστό του 61%και τη θριαμβευτική νίκη στις εκλογές του Αυγούστου του 1928, ξεκινά την εκσυγχρονιστική αποκατάσταση της χώρας και ακολουθεί μια τολμηρή εξωτερική πολιτική, η οποία και αναλύεται στα παρακάτω κεφάλαια.
Η Προσέγγιση της Ιταλίας
Η διαπιστωμένη αδυναμία της Κοινωνίας των Εθνών να στηρίξει τους μηχανισμούς συλλογικής ασφάλειας, προσανατόλισε την Ελληνική κυβέρνηση σε νέους στρατηγικούς στόχους και κυρίως στη σύναψη φιλικότερων σχέσεων με το διεθνή περίγυρο και δη τις γειτονικές χώρες. Υπό αυτήν την έννοια, τα βασικά γεγονότα της εποχής συνίσταντο κυρίως σε διπλωματικά σύμφωνα και συνθήκες με ποικίλο περιεχόμενο, αλλά με σταθερή παράμετρο τη διασφάλιση των συμφερόντων της χώρας. Τα διπλωματικά αδιέξοδα στα οποία είχε περιέλθει η Ελληνική εξωτερική πολιτική, ήταν συνυφασμένα με τη γενικότερη διπλωματική θέση της χώρας στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Με αυτά τα δεδομένα, η Ελλάδα δια του υπουργού εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, ανταποκρίθηκε θετικά σε ιταλική προσέγγιση που επιζητούσε στενότερη οικονομική και πολιτική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Οι Ελληνοϊταλικές σχέσεις τονώθηκαν από μια σειρά αμοιβαίες επισκέψεις κρατικών αξιωματούχων. Η ανάπτυξη του περιεχομένου των διμερών σχέσεων αποτέλεσε τη βασική προτεραιότητα της πολιτικής της κυβέρνησης Βενιζέλου. Κύριοι στόχοι της σύσφιξης των πολιτικών δεσμών ήταν η ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας, η μεσολάβηση για την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Βουλγαρία και την Αλβανία και η βελτίωση της θέσης του Ελληνισμού των Δωδεκανήσων και της Βορείου Ηπείρου.
Αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου και την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, η χώρα αναζητούσε τρόπο επίλυσης των προβληματικών διμερών σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα με την Ιταλία υπήρχε, εκτός των άλλων, το προηγούμενο του επεισοδίου της Κέρκυρας το 1923, κατά το οποίο το νησί βομβαρδίστηκε και καταλήφθηκε από μονάδα του Ιταλικού ναυτικού. Η Ελληνική αντίδραση, ήπια όσο και συγκεχυμένη, επιβεβαίωσε την αδυναμία της χώρας να πράξει οτιδήποτε θα μπορούσε να εναντιώνεται στη βούληση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η αναζήτηση από τον Βενιζέλο της κατοχύρωσης της εδαφικής ακεραιότητας στο παλιό σύστημα της ισορροπίας των δυνάμεων, ενίσχυε την ανάγκη για πολιτική συνεννόηση των δύο χωρών, κυρίως γιατί διέβλεπε τις επεκτατικές τάσεις του Μουσολίνι στα Βαλκάνια. Ελλείψει ερεισμάτων λοιπόν, επεδίωξε να τονώσει τις όποιες φιλικές διαθέσεις υπήρχαν μεταξύ των δύο χωρών. Στο δρόμο που είχε ήδη χαράξει η Ελληνοϊταλική εμπορική συμφωνία του 1926, η Ελληνική κυβέρνηση, αν και επιφυλακτική αρχικά λόγω των Βρετανικών και Γαλλικών αντιρρήσεων, προχωρά σε βαθμιαία σύσφιξη των οικονομικών και διπλωματικών σχέσεων με την Ιταλία, με αποτέλεσμα τη βελτίωση του μεταξύ τους πολιτικού κλίματος.
Οι επαφές προς αυτή την κατεύθυνση ξεκινούν τον Ιούλιο του 1927 με την επίσκεψη του υπουργού εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλου στη Ρώμη, μετά από προσπάθειες προσέγγισης από Ιταλικής πλευράς, όταν δηλώνεται η αμφίπλευρη διάθεση συνεργασίας κυρίως στον οικονομικό τομέα. Ο Ελληνοϊταλικός διάλογος ενισχύεται με συναντήσεις του ιδίου με το Μουσολίνι λίγους μήνες αργότερα, στην προσπάθειά του να αποσπάσει την Ιταλική συμπαράσταση στις διαφαινόμενες διπλωματικές εξελίξεις στο χώρο της Μεσογείου.
Ο Βενιζέλος, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η Ρώμη αναζητούσε τρόπο ισχυροποίησης της επιρροής της στην ανατολική Μεσόγειο, προχωρά σε σύναψη με την Ιταλία «Συμφώνου φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού», στις 23 Σεπτεμβρίου του 1928 στη Ρώμη. Οι συμβαλλόμενες πλευρές δήλωναν την προσήλωσή τους στις αρχές της Κοινωνίας των Εθνών και τόνιζαν την επιθυμία τους να συνεργαστούν στον πολιτιστικό και οικονομικό τομέα. Παράλληλα, επισημαινόταν η αμοιβαία παροχή πολιτικής και διπλωματικής υποστήριξης σε περίπτωση εξωτερικής απειλής μιας εκ των δύο χωρών. Η διάρκεια της συνθήκης προβλεπόταν πενταετής, με δυνατότητα ανανέωσης για πέντε ακόμα χρόνια.
Οι ημέρες του επεισοδίου της Κέρκυρας είχαν ξεχαστεί, όπως επίσης και η τύχη των Δωδεκανήσων, για τα οποία η Ρώμη αρνούνταν πεισματικά κάθε αναφορά σχετική με Ελληνικό ενδιαφέρον για την περιοχή. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωνε ότι η Ελλάδα δε θα ασχοληθεί με την τύχη των Ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων, παρά το γεγονός ότι την περίοδο αυτή εφαρμόζεται πολιτική εξιταλισμού των Δωδεκανησίων μέσω της υποχρεωτικής διδασκαλίας της Ιταλικής γλώσσας και της διευκόλυνσης της εγκατάστασης Ιταλών στα νησιά. Η κυβέρνηση, υπό την πίεση των συνθηκών, περιορίστηκε στον πιο ρεαλιστικό, για τη δεδομένη χρονική στιγμή, στόχο, αυτόν της επιδίωξης διασφάλισης και ενίσχυσης του Ελληνικού στοιχείου στα Δωδεκάνησα
Η φαινομενική παραίτηση της Ελλάδας από τις διεκδικήσεις τις σχετικές με τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο, αποτελούσε μέρος μιας διπλωματικής εφεκτικής πολιτικής αναμονής. Πιο συγκεκριμένα, σχετικά με την Αγγλία και το Κυπριακό, ο Βενιζέλος τόνιζε τόσο στους Άγγλους επισήμους όσο και στο Ελληνικό κοινοβούλιο ότι η Ελλάδα δεν εμπλέκεται στο Κυπριακό συστήνοντας μάλιστα στους Ελληνοκύπριους «να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο μέσα στο υφιστάμενο καθεστώς». Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξέφρασε την λύπη του και την αποδοκιμασία του για τα επεισόδια τόσο στον Άγγλο πρέσβη όσο και στο Ελληνικό κοινοβούλιο.
Ακόμα και στην Κυπριακή εξέγερση τον Οκτώβριο του 1931, ο Βενιζέλος, πιστός στην τακτική της αποφυγής μιας διπλωματικής εμπλοκής της χώρας, υιοθετεί μια ξεκάθαρα αρνητική στάση που επιφέρει, όπως είναι επόμενο, την αντίδραση της κοινής γνώμης. Ασφαλώς αυτό το γεγονός συνέβαλε στη μετέπειτα εσωτερική πολιτική εξέλιξη που εκδηλώθηκε με την επανεγκατάσταση της αντιβενιζελικής μοναρχίας στην εξουσία. Σε μια πρώτη φάση, η προσέγγιση με την Ιταλία αναδεικνύεται σε σημαντική διπλωματική πράξη καθώς ανέστειλε τις Ιταλικές πιέσεις, δίνοντας το πλεονέκτημα της Ιταλικής στήριξης της Ελλάδας σε περίπτωση διπλωματικής και στρατιωτικής ανάγκης.
Οι σχετικές επαφές είχαν άμεσα θετικές επιπτώσεις και στην εξέλιξη των διαπραγματεύσεων Ελλάδας - Ρουμανίας, αλλά η επιθυμητή βελτίωση των σχέσεων με άλλους βόρειους γείτονες δεν επιτεύχθηκε. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, η Ελλάδα εγκατέλειπε την Κύπρο και τα Δωδεκάνησα με όλο το κόστος που αυτό συνεπάγεται. Η αποτίμηση πάντως του ειδικού βάρους του άξονα Αθήνας - Ρώμης μπορεί να γίνει σε συνάρτηση με την έκβαση της πορείας των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία, που πραγματοποιήθηκε με επαφές και συμφωνίες, λίγα χρόνια αργότερα.
Η Εξέλιξη των Σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία
Η υπογραφή του Ελληνοϊταλικού συμφώνου είχε αντίκτυπο στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβίας, οι οποίες μετά την πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου είχαν οξυνθεί. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου (1925 - 1926), ικανοποιήθηκε προσωρινά μια σειρά από πάγιες επιδιώξεις του Βελιγραδίου αναφορικά με την έξοδο στο Αιγαίο. Μεταξύ άλλων και η διεύρυνση της ζώνης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης καθώς και ο χαρακτηρισμός των Σλαβόφωνων ως Γιουγκοσλαβική μειονότητα. H ανάκληση από Ελληνικής πλευράς των σχετικών δεσμεύσεων, μετά την πτώση του Πάγκαλου, σε μια προσπάθεια υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, αναζωπύρωσε τις τριβές.
Στις προσκλήσεις της Ελλάδας για επανάληψη του διαλόγου, το Βελιγράδι απάντησε με παρελκυστική τακτική. Ωστόσο, ο διάλογος κατέστη εποικοδομητικός κατά την τετραετία του Βενιζέλου. Oι εκκρεμείς Ελληνογιουγκοσλαβικές διαφορές αμβλύνθηκαν μετά τη νέα διαρρύθμιση των σχέσεων της Ελλάδας με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Μετά από Γαλλική παρέμβαση, επήλθε σύγκλιση των δύο πλευρών, που οδήγησαν στην οριστική ευόδωση των διαπραγματεύσεων επισφραγισμένη με το σύμφωνο φιλίας του 1929.
Η πορεία προς την υπογραφή του συμφώνου ξεκίνησε από την υπογραφή του Ελληνοϊταλικού συμφώνου φιλίας, καθώς το Βελιγράδι διέβλεπε τον κίνδυνο της αποκοπής του από την πολύ σημαντική Θεσσαλονίκη. Εκμεταλλευόμενος ο Βενιζέλος τις έμμεσες διπλωματικές πιέσεις και εφαρμόζοντας τους κανόνες της ανοιχτής διπλωματίας, κατάφερε να επιτύχει την άμεση αποκατάσταση των φιλικών σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία.
Πιο συγκεκριμένα, χωρίς να προσβάλει τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας για έξοδο στο Αιγαίο μέσω της Θεσσαλονίκης αλλά ταυτόχρονα, χωρίς να θέτει σε αμφισβήτηση την αρχή της διμερούς συνεργασίας των δύο χωρών, ακολουθούσε μια μετριοπαθή πολιτική μέσω της οποίας αποκόμιζε σημαντικά οφέλη για την Ελλάδα. Το κυριότερο από αυτά ήταν το ότι, έχοντας εξασφαλίσει την Ιταλική υποστήριξη σε περίπτωση που η Γιουγκοσλαβία εξακολουθούσε να εγείρει αξιώσεις επί Ελληνικών εδαφών, ισχυροποιούσε τη διαπραγματευτική της θέση στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η εξωτερική πολιτική της περιόδου αυτής αποτέλεσε στο σύνολό της «προσωπική υπόθεση» του Βενιζέλου, γεγονός που καταδεικνύεται και από τους χειρισμούς του στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας. Οι επαφές του με τον Γάλλο υπουργό εξωτερικών Α. Briand το φθινόπωρο του 1928, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Ο Βενιζέλος εφιστούσε την προσοχή του Γάλλου στο ενδεχόμενο συνέχισης των γιουγκοσλαβικών πιέσεων για την περιοχή της Θεσσαλονίκης, λέγοντάς του ότι λόγω των συνθηκών, θα κατέφευγε πιθανότατα στην Ιταλική βοήθεια.
Για τη Γαλλία που είχε σχέσεις συνεργασίας με τους Σέρβους, η πιθανότητα ανατροπής των εύθραυστων ισορροπιών στα Βαλκάνια θα επέφερε διπλωματικό και πολιτικό πλήγμα στη θέση ισχύος που κατείχε. Το αποτέλεσμα των επαφών αυτών ήταν η διαμεσολάβηση της Γαλλίας προς το Βελιγράδι ώστε να υπογραφεί το Πρωτόκολλο του Βελιγραδίου, στις 11 Οκτωβρίου του 1928, με το οποίο δεσμεύονταν οι δύο πλευρές σε επίλυση των διαφορών και σύσφιξη των σχέσεων φιλίας με υπογραφή συμφώνου ανάλογου με το Ελληνοϊταλικό. Τελικά, στις 27 Μαρτίου του 1929 στο Βελιγράδι, υπογράφηκε Ελληνογιουγκοσλαβικό σύμφωνο φιλίας, συμβιβασμού και διαιτησίας με στόχο τον ειρηνικό διακανονισμό των διαφορών.
Το περιεχόμενο περιελάμβανε τους γενικούς όρους που περιείχε και το Ελληνοϊταλικό, χωρίς όμως τη ρήτρα που προέβλεπε διπλωματική και πολιτική συνεργασία των δύο χωρών σε περίπτωση εξωτερικής απειλής· ήταν συνεπώς πολύ περιορισμένο. Ως προς την εμπορική ζώνη της Θεσσαλονίκης, το Βελιγράδι παραχωρούσε τον έλεγχο στο Ελληνικό κράτος, διατηρώντας το ελεύθερο να την χρησιμοποιεί για το διαμετακομιστικό εμπόριο χωρίς όμως κανένα κυριαρχικό δικαίωμα στην περιοχή. Η υπογραφή του συμφώνου αποτέλεσε το μέσο για την αποκατάσταση των φιλικών σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.
Το γεγονός ότι η Γιουγκοσλαβία εξαναγκάστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις σε αναδίπλωση από την ασύμφορη για την Ελλάδα, οικονομική συμφωνία του 1926 μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πιο άμεσο και «χειροπιαστό» όφελος που προέκυπτε από το σύμφωνο φιλίας.
Η Ελληνοτουρκική Συνεννόηση
Στα τέλη της δεκαετίας του '20 και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ξεκίνησε η διαδικασία προσέγγισης μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας. H συμβολή του Έλληνα πρωθυπουργού υπήρξε καθοριστική στο σύνθετο όσο και λεπτό ζήτημα του διακανονισμού των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Ο Βενιζέλος ακολούθησε μια «επίθεση φιλίας» που οδήγησε στην ταχεία εξομάλυνση των σχέσεων των δύο κρατών με αποκορύφωμα την υπογραφή της Σύμβασης της Άγκυρας, το 1930. Η Ελληνοτουρκική προσέγγιση θεωρήθηκε από πολλούς ένα μεγάλο επίτευγμα της Ελλάδας και του Βενιζέλου προσωπικά.
Οι αντιδράσεις που προκάλεσε όμως, ακόμα και στους κόλπους των υποστηρικτών του υπήρξαν θυελλώδεις. Για να πετύχει την ομαλοποίηση των σχέσεων ο Βενιζέλος όχι μόνο δέχτηκε τον αμοιβαίο συμψηφισμό των αποζημιώσεων των Ελλήνων προσφύγων με αυτές των Τούρκων προσφύγων αλλά δέχτηκε να πληρώσει η Ελλάδα και ένα σημαντικό ποσό στους Τούρκους ως πολεμική αποζημίωση. Από το 1832 και μετά, αρχικά με πρωτοβουλία του Χαρίλαου Τρικούπη, άρχισε να διαφαίνεται η δυνατότητα μιας φιλικής συμβίωσης και μιας συνεννόησης που δε θα απέβλεπε σε πολεμικούς σκοπούς πλέον.
Ο Βενιζέλος ήταν επίσης υπέρμαχος της ιδέας ότι η συναίσθηση των κοινών συμφερόντων και κινδύνων θα οδηγούσε σε μια στενή συνεργασία. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει τις δύο χώρες αντιμέτωπες· η Συνθήκη της Λωζάννης ξεκαθαρίζει μεν το εδαφικό και πληθυσμιακό τοπίο, περιορίζει δε και με βαρύ τίμημα, τις Ελληνικές διεκδικήσεις. Με την ανάληψη της εξουσίας από το Βενιζέλο, δηλώνεται η έντονη διάθεση προσέγγισης σε διπλωματικό επίπεδο· η Τουρκία υπό τον Κεμάλ δείχνει θερμή ανταπόκριση, καθώς βρίσκεται στην ίδια περίπου κατάσταση. Αμφότερες οι γειτονικές χώρες επιχειρούν εσωτερική αστικοδημοκρατική ανασυγκρότηση και επιθυμούν να είναι απαλλαγμένες από εξωτερικούς αντιπερισπασμούς και ανταγωνισμούς.
Κάτω από το πρίσμα της εξασφάλισης του απαραίτητου αυτού όρου, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για την επίλυση του προβλήματος των αποζημιώσεως των μη ανταλλάξιμων πληθυσμών, όπως προέβλεπε η συνθήκη της Λωζάννης. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό η πολιτική στρατηγική που ακολουθούσε ο Βενιζέλος σχετικά με τις αποζημιώσεις: η Ελληνική πλευρά υιοθέτησε την αρχή της συνολικής εκτίμησης των αποζημιώσεων, δηλαδή του συμψηφισμού των περιουσιών, θυσιάζοντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος των διεκδικήσεών της, προκειμένου να εξασφαλίσει την κατοχύρωση της θέσης των μειονοτήτων στην Κωνσταντινούπολη.
Η οριστική επίλυση των προβλημάτων επιτεύχθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1930, όταν και υπογράφηκε η Σύμβαση της Άγκυρας η οποία περιελάμβανε την υπογραφή συμφώνου φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας, εμπορική και προξενική σύμβαση, και τέλος, ναυτικό πρωτόκολλο. Με το σύμφωνο τα δύο κράτη δεσμεύονταν να μη λάβουν μέρος σε οποιονδήποτε συνασπισμό που θα στρεφόταν εναντίον του άλλου μέλους του συμφώνου· με την εμπορική σύμβαση λαμβάνονταν μέτρα τόνωσης του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών· με το ναυτικό πρωτόκολλο έπαυε ο ανταγωνισμός για την κυριαρχία στο Αιγαίο μέσω της ενημέρωσης αμφοτέρων για τον ναυτικό εξοπλισμό τους.
Η συζήτηση για την κύρωση της συμφωνίας έγινε σε βαρύ κλίμα. Οι αντιδράσεις των προσφύγων που έβλεπαν την κατάφορη αδικία και τις περιουσίες τους να χάνονται, ήταν έντονες. Είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τον Βενιζέλο και το Κόμμα του, καθώς οι πρόσφυγες αποτελούσαν μεγάλο μέρος των υποστηρικτών του. Η φιλία όμως με την Τουρκία είχε επιτευχθεί. Η πλειοψηφία των πολιτικών αναγνώριζε την ιστορική ανάγκη που επέβαλε την κατάπαυση των της διαμάχης των δύο λαών· ήταν μια πράξη απόλυτα σύμφωνη με τις επιταγές του πολιτικού ρεαλισμού που δήλωνε την ελεύθερη βούληση των δύο χωρών να ξεπεράσουν τις αντιθέσεις του παρελθόντος.
Το ''Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννοήσεως''
Παρά το γεγονός ότι ο Βενιζέλος κατά την υπογραφή του συμφώνου το 1934 βρισκόταν στην αντιπολίτευση, αξίζει να αναφερθούν λίγα στοιχεία σχετικά με την εξωτερική πολιτική στην οποία ήταν ανεπιφύλακτα αντίθετος, προκειμένου να σχηματιστεί μια πλήρης εικόνα για τη διπλωματική του αντίληψη. Η ένταση των ενδοευρωπαϊκών αντιθέσεων και η μεταβολή των εσωτερικών ισορροπιών ώθησε τις βαλκανικές χώρες στην ένταξή τους σε ευρύτερα συλλογικά ή διακρατικά όργανα. Την αρχική πρωτοβουλία για την προπαρασκευή μιας πολυμερούς Βαλκανικής συμμαχίας πήραν η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία.
Η Ελλάδα και η Τουρκία ανταποκρίθηκαν άμεσα και θετικά. Πλήθος λόγων συνέβαλαν στην ταύτιση της γραμμής πλεύσης των επιμέρους χωρών, κοινός παρονομαστής της οποίας ήταν η ενίσχυση της ενδοβαλκανικής αλληλεγγύης προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις των γενικότερων Ευρωπαϊκών ανακατατάξεων. Μεταξύ των ετών 1930 - 1934 επιτεύχθηκε η σύγκλιση τεσσάρων Βαλκανικών συνδιασκέψεων. Η επικοινωνία των χωρών που συμμετείχαν επιβεβαιώθηκε πολλαπλώς στο πεδίο των εμπορικών και πολιτιστικών σχέσεων, δεν κατέστη ικανή όμως να ανατρέψει τις μείζονες πολιτικές διαφωνίες.
Η νέα κυβέρνηση του Π. Τσαλδάρη δεν έτεινε στο να ανατρέψει την πολιτική που είχε ακολουθήσει ο Βενιζέλος· εισήγαγε όμως την απόκλιση από ορισμένες αρχές της διπλωματικής του στρατηγικής, όπως η συμμετοχή στο Βαλκανικό Σύμφωνο. Ο ίδιος ο Βενιζέλος από το 1931 ήδη και μετά από εκτίμηση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στην Ευρώπη, δήλωνε ότι η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη στην περίπτωση νέας παγκόσμιας σύρραξης. Σχετικά με την υπογραφή του συμφώνου έγραφε σε εφημερίδα της εποχής:
«Τα υφιστάμενα ήδη σύμφωνα αρκούν· μια βαλκανική προσέγγισις δεν είναι αδύνατος αλλά δεν πρέπει εν τούτοις να σπεύσωμεν! Διατί να εμπλακεί η Ελλάς εις τας γενικοτέρας αντιθέσεις περί την κεντρικήν και ανατολικήν Ευρώπην;»
Η παρέμβαση του Ελευθέριου Βενιζέλου ήταν αρκετή για να επανεξεταστεί η επίσημη στάση της κυβέρνησης και τελικά να τεθεί το περιεχόμενο του συμφώνου υπό αμφισβήτηση. Οι μετέπειτα εξελίξεις στον Βαλκανικό χώρο και ακόμα περισσότερο στον ευρωπαϊκό, οδήγησαν τη "Βαλκανική ιδέα" σε μαρασμό. Επικουρικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η απροσδόκητη οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30, που συνέβαλε δραματικά στην αποσταθεροποίηση της διεθνούς ζωής, πλήττοντας τη βιωσιμότητα του καθεστώτος της ειρήνης.
Στα χρόνια 1934 - 1939, η αποσύνθεση του καθεστώτος της ειρήνης και η επιδείνωση της διεθνούς κρίσης υπέβαλαν σε σκληρή δοκιμασία το σύστημα των ενδοβαλκανικών εγγυήσεων και τελικά οδήγησαν σε αδιέξοδο. Οι φυγόκεντρες και διασπαστικές ενδοβαλκανικές τάσεις με την πάροδο του χρόνου και μπροστά στην απειλή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, απαξίωσαν το Βαλκανικό Σύμφωνο, επιβεβαιώνοντας εν μέρει το σκεπτικό του έμπειρου πολιτικού.
Εν Κατακλείδι Μερικές Σκέψεις
Προσηλωμένος στο πνεύμα της κοινωνίας των Εθνών, ο Βενιζέλος απέβλεπε στην ενίσχυση των συλλογικών διαδικασιών, αλλά κατανοούσε την ανάγκη ένταξης της χώρας στα διεθνή δίκτυα. H τετραετία διακυβέρνησής του όμως χαρακτηρίστηκε κυρίως από την ιεράρχηση προτεραιοτήτων της εσωτερικής πολιτικής έναντι της εξωτερικής. H τήρηση του καθεστώτος της ισορροπίας με τις Μεγάλες Δυνάμεις που επιτεύχθηκε χάρη στην προσωπική του ευελιξία, και η αναζήτηση ευρύτερων διακρατικών οργανισμών για την προαγωγή της ειρήνης, υπονομεύτηκαν από τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις.
Ο Βενιζέλος ως εναλλακτική λύση στη χαμένη Μεγάλη Ιδέα διατύπωσε ένα περισσότερο ρεαλιστικό, αλλά όχι λιγότερο φιλόδοξο πρόγραμμα εσωτερικής ανοικοδόμησης και ανάληψης από την Ελλάδα ηγετικού ρόλου στα Βαλκάνια, μέσω της οικονομικής και πνευματικής υπεροχής. Η κυβέρνηση Βενιζέλου είναι η πρώτη που υιοθέτησε το διπλωματικό δόγμα του κατευνασμού της Τουρκίας, μια πολιτική τακτική που θα εφαρμοστεί κατά κόρον από τις μελλοντικές κυβερνήσεις. Οι προσπάθειές για πλήρη κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας δεν μπόρεσαν να ευοδωθούν εν μέσω της επιτεινόμενης ευρωπαϊκής κρίσης· επιτεύχθηκε όμως η εξασφάλιση σημαντικών εγγυήσεων, ικανών να εξουδετερώσουν γειτονικές και μη, απειλές.
Οι επικριτές του υποστήριξαν ότι δέχτηκε ακριβοπληρωμένους συμβιβασμούς προκειμένου να βελτιώσει τις σχέσεις της Ελλάδος με τους γείτονες της· ότι η πολιτική που ασκήθηκε ήταν μια πολιτική οδυνηρών παραχωρήσεων σε όλα τα μέτωπα, ώστε σε κλίμα ειρήνης να προχωρήσει στην εσωτερική της ανασυγκρότηση. Ομολογουμένως οι διεθνείς οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής υπήρξαν το λιγότερο, δύσκολες. Μπορούν όμως με βεβαιότητα να αναγνωριστούν στον Βενιζέλο καλές προθέσεις, διπλωματική ευελιξία, πολιτική ευστροφία και μεγάλη προσωπική προσπάθεια.
Ίσως τα αποτελέσματα της πολιτικής του μέσα από το πλεονέκτημα της γνώσης της μετέπειτα ιστορικής συνέχειας να χαρακτηρίζονται κατά κανόνα επιφανειακά και χωρίς ιστορικό βάθος. Εύλογο είναι όμως ότι και η πλήρης εγκατάλειψη μεγάλων τμημάτων του Ελληνισμού ή άλλων κυριαρχικών μας δικαιωμάτων αναγνωρισμένα από Διεθνείς Συνθήκες, έναντι συμφώνων Φιλίας και αναπτυξιακών δανείων, δεν είναι η πολιτική που αρμόζει σε ένα ανεξάρτητο κράτος που αγωνίζεται για την εσωτερική του ανασυγκρότηση και την ισχυροποίηση της θέσης του στο διεθνές πολιτικό και διπλωματικό στερέωμα.
ΟΙ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Και τι δεν έκανε αυτός ο άνθρωπος στην πολυτάραχη, των 72 χρόνων, ζωή του. Διετέλεσε πρωθυπουργός (6 Οκτωβρίου 1910 - 25 Φεβρουαρίου 1915, 10 Αυγούστου - 24 Σεπτεμβρίου 1915, 14 Ιουνίου 1917 - 4 Νοεμβρίου 1920, 11 Ιανουαρίου - 6 Φεβρουαρίου 1924, 4 Ιουλίου 1928 - 26 Μαΐου 1932, 5 Ιουνίου - 4 Νοεμβρίου 1932 και 16 Ιανουαρίου - 6 Μαρτίου 1933).
Η Πρώτη Δολοφονική Απόπειρα Εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 5 Αυγούστου 1897
Ηλικίας μόλις 25 ετών (το 1889) είχε εκλεγεί βουλευτής Κυδωνιών στην Κρήτη, γεγονός που αποδεικνύει ότι το μικρόβιο του αγώνα και της πολιτικής είχε μπει νωρίς μέσα του. Οκτώ χρόνια αργότερα (3 Αυγούστου 1897) βρέθηκε στις Αρχάνες του Ηρακλείου μαζί με πληρεξούσιους από ολόκληρη την Κρήτη για τη δεύτερη επαναστατική συνέλευση. Από την πρώτη που είχε πραγματοποιηθεί στους Αρμένους των Χανίων (26 Ιουνίου του ιδίου έτους) είχε αναδειχθεί πρόεδρος του Σώματος. Στις τάξεις των Κρητών που διψούσαν για την ελευθερία τους είχαν διαμορφωθεί δύο κυρίαρχες απόψεις.
Η πρώτη που ήθελε την κήρυξη της άμεσης αυτονόμησης της Μεγαλονήσου και η δεύτερη που ζητούσε εγγυήσεις και φυσικά την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων. Υπέρμαχος της δεύτερης ήταν κι ο πρόεδρος της συνέλευσης, ο οποίος στεκόμενος στο γεγονός ότι δεν υπήρχε απαρτία επιχείρησε να τη λύσει. «Αυτονομία χωρίς συγκεκριμένας εγγυήσεις των μεγάλων δυνάμεων δύναται να ερμηνευθεί ως συμφορά και να είμεθα πιο σκλάβοι υπό καθεστώς αυτονομίας, απ' ό,τι είμεθα σήμερα στον Σουλτάνο» ήταν το επιχείρημά του.
Με το που ξεστόμισε τα λόγια αυτά ένας θερμόαιμος Ηρακλειώτης όρμηξε εναντίον του με μαχαίρι, αλλά ο 17χρονος Χανιώτης Σταθής Περουλής (μετέπειτα δήμαρχος Βάμου), μ' ένα αστραπιαίο χτύπημα στο χέρι του επιτιθέμενου, γλίτωσε τον Βενιζέλο την τελευταία στιγμή.
Η Δεύτερη Δολοφονική Απόπειρα Εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι το 1920
Τον βρήκε εν ενεργεία πρωθυπουργό στη Γαλλία (30 Ιουλίου 1920) και μπορεί να θεωρηθεί ως θλιβερό επακόλουθο του Εθνικού Διχασμού ανάμεσα σε Βενιζελικούς και βασιλικούς. Ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδωσαν την επόμενη ημέρα: «Καθ' ην στιγμήν χθες εσπέραν ο κ. Βενιζέλος ανεχώρει διά την Μασσαλίαν, δύο Έλληνες αξιωματικοί επυροβόλησαν και ετραυμάτισαν τον κ. Βενιζέλον. Ο κ. Βενιζέλος, συνοδευόμενος υπό του κ. Ρωμάνου, κατέφθανεν εις τον σταθμόν της Λυών όπως μεταβή εις την Μασσαλίαν. Την στιγμήν καθ' ην διέσχιζε την οδό Μπιζέ, οι δολοφόνοι, δύο απότακτοι Έλληνες αξιωματικοί, εισελθόντες και αυτοί διά του διαδρόμου του σταθμού, επυροβόλησαν κατά του κ. Βενιζέλου οκτάκις επανειλημμένως.
Ο κ. Βενιζέλος έπεσε τραυματισθείς εις τον αριστερόν βραχίονα και εις το δεξιόν πλευρόν. Οι δράσται συνελήφθησαν αμέσως και ονομάζονται Τσερέπης και Κυριάκης. Οι συλληφθέντες, υποβληθέντες αμέσως εις ανάκρισιν είπον ότι προέβησαν εις την απόπειραν όπως αποδώσουν την ελευθερίαν εις την Ελλάδα. Ο Τσερέπης ανακρινόμενος εδήλωσεν εις την ανάκρισιν, ότι ήτο αξιωματικός του ναυτικού επί Κωνσταντίνου, καταδικασθείς και εξορισθείς επί Βενιζέλου και εν τέλει απολυθείς μετέβη εις το Βερολίνον και κατόπιν εις το Στετίνον, όπου συνήντησε τον Κυριάκην.
Από μακρού χρόνου, είπαν οι Έλληνες αξιωματικοί του Κωνσταντινικού καθεστώτος, απεφάσισαν να φονεύσουν τον Βενιζέλον διότι εθυσίαζε τα συμφέροντα της Ελλάδος. Χθες ο Τσερέπης προσεκάλεσε τον Κυριάκην να εφοδιασθή με δύο περίστροφα. Την νύκτα εισέδυασν εις τον σταθμόν απαρατήρητοι. Ο Κυριάκης, κατά την αφήγηση του Τσερέπη, ευρισκόμενος παρά τον Βενιζέλον, επυροβόλησεν, αυτός δε όχι. Εν τούτοις το περίστροφόν του ευρέθη τελείως κενόν σφραιρών».
Αρχικά στην Αθήνα έφτασε η είδηση ότι «δολοφονήθηκε ο πρωθυπουργός» κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο σωρεία επεισοδίων από Βενιζελικούς σε σπίτια πολιτικών της αντιπολίτευσης (όπως του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη), σε γραφεία εφημερίδων (όπως η «Καθημερινή»), σε θέατρα («Κοτοπούλη»), αλλά και τη δολοφονία του φερέλπιδος πολιτικού της αντιπολίτευσης Ίωνος Δραγούμη (31 Ιουλίου). Ακολούθησαν ή ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Επανάσταση του 1922, η θριαμβευτική επιστροφή του την τετραετία 1928 - 1932 και η οριστική ήττα του στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 και το αποτυχημένο κίνημα του Νικολάου Πλαστήρα το ίδιο βράδυ.
Η Τρίτη Δολοφονική Απόπειρα Εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου 6 Ιουνίου 1933
Σύντομο Ιστορικό
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αν και υπήρξε ο σημαντικότερος πολιτικός της σύγχρονης Ελλάδας, δέχθηκε πολλές δολοφονικές απόπειρες κατά της ζωής του. Εκτός από τις γνωστές απόπειρες στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυόν, στο Παρίσι το 1920 και στη λεωφόρο Κηφισίας το 1933, έγιναν δύο ακόμη, στις Αρχάνες Ηρακλείου στις 5 Αυγούστου 1897 και στη Θεσσαλία το 1912. Βέβαια υπήρξαν και άλλες προσπάθειες από τους πολιτικούς του εχθρούς να του αφαιρέσουν τη ζωή, οι οποίες παρέμειναν στο στάδιο του σχεδιασμού, καθώς για διάφορους λόγους ματαιώθηκαν χωρίς να τεθούν σε εφαρμογή.
Συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη το 1917, στην Αθήνα το Μάρτιο του 1918 και πάλι λίγο αργότερα τον ίδιο χρόνο, το καλοκαίρι του 1932 στη Λαμία, στην αίθουσα της Βουλής την 5η Μαΐου του 1933, στο σπίτι του απέναντι από το Βυζαντινό Μουσείο το 1933 και τέλος στο Φάληρο το ίδιο έτος.
Το Πολιτικό Σκηνικό της Εποχής
Η απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1933 είχε άμεση σχέση με το πολιτικό πλαίσιο της εποχής. Την επομένη των εκλογών της 5ης Μαρτίου του 1933 εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα με πρωταγωνιστή τον Νικόλαο Πλαστήρα, που είχε σκοπό να εμποδίσει το Λαϊκό Κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση. Το κίνημα αυτό απέτυχε, διότι δεν υιοθετήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο κατάφερε, όμως, σοβαρότατο χτύπημα κατά της βενιζελικής παράταξης. Αμέσως, ορίστηκε μεταβατική κυβέρνηση από τον Αλέξανδρο Οθωναίο και στις 10 Μαρτίου 1933 ορκίζεται Πρωθυπουργός ο Παναγής Τσαλδάρης. Μετά την αποτυχία του κινήματος, ο Πλαστήρας πρόλαβε να διαφύγει στο εξωτερικό.
Στις 11 Μαΐου, στη Βουλή, ο Ιωάννης Μεταξάς κατέθεσε πρόταση να διωχθεί ποινικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος για το κίνημα Πλαστήρα. Η συζήτηση ορίστηκε για την 15η Μαΐου 1933. Στην κατάμεστη αίθουσα της Βουλής ο Μεταξάς έλαβε πρώτος το λόγο και εξέθεσε επί δύο ώρες τα γεγονότα της 5ης και 6ης Μαρτίου. Στη συνέχεια μίλησε ο Βενιζέλος, που δεν αναφέρθηκε στην κατηγορία που του προσήπταν, αλλά στο αποτυχημένο πραξικόπημα και τη στάση του απέναντι σ’ αυτό. Η αγόρευση του Βενιζέλου συνεχίστηκε ως τη φράση: «Είχον λοιπόν ένα στρατηγόν επαναστάτην, όπως με κατηγόρησαν, ο οποίος προσέφερε μεγάλας υπηρεσίας εις τον τόπον».
Με το άκουσμα της φράσης αυτής οι κυβερνητικοί βουλευτές ξεσηκώθηκαν και ακολούθησε πανδαιμόνιο· ο Βενιζέλος διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατο να διατηρηθεί η τάξη και κατέβηκε από το βήμα φανερά εκνευρισμένος. Μετά από λίγο επέστρεψε, αλλά επανέλαβε την αναφορά του στον Πλαστήρα. Ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης, για να προλάβει πιθανή σύρραξη μεταξύ των βουλευτών των δύο παρατάξεων, δήλωσε ότι έληξε η συνεδρίαση. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, ήταν και η τελευταία αγόρευση του Βενιζέλου στη Βουλή (15 Μαΐου 1933).
Η πολιτική ζωή της χώρας παρέμενε ταραγμένη μέχρι και την 6η Ιουνίου 1933, ακριβώς τρεις μήνες μετά το κίνημα Πλαστήρα. Το γεγονός ότι ο Βενιζέλος δεν ήταν πια στην εξουσία δεν περιόρισε τις εναντίον του εχθρικές διαθέσεις – ήταν άλλωστε επικεφαλής μιας εξαιρετικά μαχητικής αντιπολίτευσης. Η εξόντωσή του εξακολουθούσε να αποτελεί στόχο.
Η Απόπειρα Δολοφονίας της 6ης Ιουνίου 1933
Το βράδυ της Τρίτης, 6ης Ιουνίου του 1933, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα δεχθεί μία ακόμη εναντίον του δολοφονική απόπειρα. Εκείνο το βράδυ μαζί με τη σύζυγό του Έλενα γευμάτιζαν στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφισιά. Η γενική ατμόσφαιρα της εποχής ήταν δυσάρεστη, φήμες για επικείμενη δολοφονία του Βενιζέλου ακούγονταν συνεχώς – μάλιστα, όπως αναφέρει η Δέλτα στα Ημερολόγιά της συζητήθηκαν και εκείνο το βράδυ. Ο ίδιος ο Βενιζέλος ψυχραιμότατος απαντούσε: «Ce sons les risques du métier» (Αυτοί είναι οι κίνδυνοι του επαγγέλματος) και γελούσε αδιάφορος. Παρέμειναν εκεί μέχρι τις 10:55 μ.μ., οπότε και αναχώρησαν για να επιστρέψουν στην Αθήνα.
Η Απόπειρα Δολοφονίας της 6ης Ιουνίου 1933
Το βράδυ της Τρίτης, 6ης Ιουνίου του 1933, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα δεχθεί μία ακόμη εναντίον του δολοφονική απόπειρα. Εκείνο το βράδυ μαζί με τη σύζυγό του Έλενα γευμάτιζαν στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφισιά. Η γενική ατμόσφαιρα της εποχής ήταν δυσάρεστη, φήμες για επικείμενη δολοφονία του Βενιζέλου ακούγονταν συνεχώς – μάλιστα, όπως αναφέρει η Δέλτα στα Ημερολόγιά της συζητήθηκαν και εκείνο το βράδυ. Ο ίδιος ο Βενιζέλος ψυχραιμότατος απαντούσε: «Ce sons les risques du métier» (Αυτοί είναι οι κίνδυνοι του επαγγέλματος) και γελούσε αδιάφορος. Παρέμειναν εκεί μέχρι τις 10:55 μ.μ., οπότε και αναχώρησαν για να επιστρέψουν στην Αθήνα.
Στο αυτοκίνητο επιβιβάστηκε ο Βενιζέλος με την Έλενα και δίπλα στον οδηγό Ιωάννη Νικολάου, κάθισε ο υπομοίραρχος Ιωάννης Κουφογιαννάκης. Το αυτοκίνητο του προέδρου ακολουθούσε το αυτοκίνητο της ασφάλειάς του, στο οποίο επέβαιναν οι Ανδρέας Γυπαράκης, Ανδρέας Λεμπιδάκης και Ιωάννης Μαρκάκης. Οδηγός του δεύτερου αυτοκινήτου ήταν ο Φιλ. Μιχαλόπουλος. Το αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε το ζεύγος Βενιζέλου ήταν τύπου «Πακάρ» ενώ των συνοδών τύπου «Φόρντ». Το δεύτερο ήταν πιο αργό από άποψη ταχύτητας, ενώ είχε δύο πόρτες, γεγονός που δυσκόλευε την έξοδο αυτών που επέβαιναν στα πίσω καθίσματα.
Τα δύο αυτοκίνητα, με μέση ταχύτητα 50 χλμ. περίπου, έφτασαν στο Μαρούσι και πλησίασαν στο κέντρο «Παράδεισος». Στο σημείο αυτό οι άνδρες της ασφάλειας είδαν ένα αυτοκίνητο με σβησμένα φώτα να τους προσπερνά και να μένει μεταξύ του αυτοκινήτου του Βενιζέλου και του δικού τους. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, επρόκειτο για την «Κάντιλακ» των δολοφόνων. Ταυτόχρονα, ακούστηκαν και οι πρώτοι πυροβολισμοί, που είχαν ως στόχο το αυτοκίνητο της ασφάλειας. Ένα από τα λάστιχα έσκασε και ο Ιωάννης Μαρκάκης τραυματίστηκε στο κεφάλι θανάσιμα. Οι δράστες αμέσως άρχισαν να πυροβολούν κατά του αυτοκινήτου του Βενιζέλου.
Εκείνος έσπρωξε την Έλενα στο δάπεδο του αυτοκινήτου και την ακολούθησε, ούτως ώστε να προσφέρουν τον μικρότερο δυνατό στόχο. Ο Κουφογιαννάκης εν τω μεταξύ είχε δώσει εντολή στον οδηγό να σταματήσει για να κατέβει από το αυτοκίνητο και να αντεπιτεθεί με το πιστόλι του. Σταμάτησε και το αυτοκίνητο των δολοφόνων, οι οποίοι συνέχισαν να τους πυροβολούν. Ο Βενιζέλος κατάλαβε ότι το σταμάτημα του αυτοκινήτου ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο και φώναξε στον οδηγό να φύγει γρήγορα. Η κίνηση αυτή του Κουφογιαννάκη αν και εξαιρετικά ριψοκίνδυνη υπήρξε σωτήρια, γιατί η «Κάντιλακ» αναγκάστηκε να σταματήσει, με αποτέλεσμα να μην προφτάσει έπειτα το αυτοκίνητο του Βενιζέλου, που κατάφερε να διαφύγει με μεγάλη ταχύτητα.
Στο ύψος της Φιλοθέης, ο Νικολάου, οδηγός του αυτοκινήτου του Ελευθερίου Βενιζέλου, κατάλαβε ότι είχε σκάσει ένα από τα λάστιχα των πίσω τροχών. Αυτό μείωσε την ταχύτητά τους με αποτέλεσμα οι δολοφόνοι να τους προσεγγίσουν πάλι και να ξαναρχίσουν οι πυροβολισμοί. Ωστόσο, ο οδηγός μετά και από παρότρυνση του Βενιζέλου κατάφερε για μία ακόμη φορά να διαφύγει των δολοφόνων. Η κατεύθυνση που υπέδειξε ο Βενιζέλος στον οδηγό του ήταν ο «Ερυθρός Σταυρός», καθώς η Έλενα είχε τραυματιστεί. Ευτυχώς ο Νικολάου κατευθύνθηκε προς τον «Ευαγγελισμό», γεγονός που έσωσε τη ζωή όλων, καθώς σύμφωνα με τις καταθέσεις μαρτύρων οι δολοφόνοι είχαν προβλέψει να τους στήσουν ενέδρα στον «Ερυθρό Σταυρό» σε περίπτωση που διέφευγαν.
Η είδηση της δολοφονικής απόπειρας έγινε αμέσως γνωστή. Όλος σχεδόν ο πολιτικός κόσμος αλλά και πλήθος πολιτών έσπευσαν στον «Ευαγγελισμό» για να εκδηλώσουν τη συμπάθειά τους προς τον Βενιζέλο και τους τραυματίες. Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση απουσίασε από τις εκδηλώσεις αυτές. Με δήλωσή της, βέβαια, καταδίκασε τη δολοφονική πράξη, πλην όμως έμειναν πολλές σκιές για τις ευθύνες της ή την ανάμειξη μελών της στην απόπειρα. Στις 10 Ιουνίου 1933 ο ανακριτής Τζωρτζάκης διατάσσει τη σύλληψη του Διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, Ιωάννη Πολυχρονόπουλου, του αδελφού τού Νικόλαου, των αστυνόμων Μαρκάκου και Τζαμαλούκα και του λήσταρχου Καραθανάση. Η δίκη των κατηγορουμένων θα ξεκινήσει στις 22 Φεβρουαρίου 1935.
Κατηγορούνται συνολικά 18 άτομα, μεταξύ αυτών και δύο υψηλόβαθμοι αστυνομικοί, ο Ιωάννης Πολυχρονόπουλος και ο Αθανάσιος Δικαίος, που κατηγορούνταν ως ηθικοί αυτουργοί, με επικεφαλής τον λήσταρχο Καραθανάση, ο οποίος -ας σημειωθεί- είχε συλληφθεί από απόστρατους Βενιζελικούς αξιωματικούς. Η δίκη δεν τελείωσε ποτέ. Αναβλήθηκε «επ’ αόριστον», καθώς μεσολάβησε το κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935. Έτσι, δυόμιση χρόνια μετά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου οι κατηγορούμενοι απλά αποφυλακίστηκαν.
Απόσπασμα της Έκθεσης Πραγματογνωμοσύνης για τη Δολοφονική Απόπειρα Εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου
Στις 7 Ιουνίου 1933, μία μέρα μετά τη δολοφονική απόπειρα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου και της συζύγου του Έλενας, ο Υπ. Zωρζάκης, ανακριτής του 4ου τμήματος ανέθεσε στους Γ. Γκαγκούρη και Αλ. Παππά, ταγματάρχες, και στον Σ. Λοκρέστη, λοχαγό, την πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την κατάσταση των αυτοκινήτων του Βενιζέλου. Αφού μετέβησαν στην οικία του Βενιζέλου έκαναν την αυτοψία στα αυτοκίνητα, ενός κλειστού τύπου «Πακάρ» υπ’ αριθμόν 24000 και ενός ανοικτού τύπου «Λίνκολν – Φόρντ» υπ’ αριθμόν 27579, τα οποία χρησιμοποιούνταν κατά την ώρα της δολοφονικής απόπειρας.
«Αυτοψία υπ’αριθ. 24000 αυτοκινήτου του κ. Βενιζέλου»:
Απόσπασμα της Έκθεσης Πραγματογνωμοσύνης για τη Δολοφονική Απόπειρα Εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου
Στις 7 Ιουνίου 1933, μία μέρα μετά τη δολοφονική απόπειρα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου και της συζύγου του Έλενας, ο Υπ. Zωρζάκης, ανακριτής του 4ου τμήματος ανέθεσε στους Γ. Γκαγκούρη και Αλ. Παππά, ταγματάρχες, και στον Σ. Λοκρέστη, λοχαγό, την πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την κατάσταση των αυτοκινήτων του Βενιζέλου. Αφού μετέβησαν στην οικία του Βενιζέλου έκαναν την αυτοψία στα αυτοκίνητα, ενός κλειστού τύπου «Πακάρ» υπ’ αριθμόν 24000 και ενός ανοικτού τύπου «Λίνκολν – Φόρντ» υπ’ αριθμόν 27579, τα οποία χρησιμοποιούνταν κατά την ώρα της δολοφονικής απόπειρας.
«Αυτοψία υπ’αριθ. 24000 αυτοκινήτου του κ. Βενιζέλου»:
Το αυτοκίνητο τούτο καινουργές, λίαν πολυτελές τύπου (Πακάρ) αποτελείται εκ της κυρίας αμάξης φερούσης και δύο πτυσσομένας θύρας και της θέσεως του οδηγού χωριζομένης εκ της κυρίας αμάξης δια του προσθίου τοιχώματος της αμάξης, όπερ χρησιμεύει και ως ερεισίνωτον του οδηγού και δια πολυτελούς υαλόφρακτου διαφράγματος.
Α. Εκ των έμπροσθεν
1) Αποτύπωμα βλήματος εξοστρακισθέντος και μη διατρήσαντος το έλασμα επί της στέγης του αυτοκινήτου ολίγον άνωθεν του γεισώματος του αλεξινέμου (pare brise). Η φορά του βλήματος τούτου είναι εκ των εμπρός προς τα πίσω.
2) Αποτύπωμα βλήματος επί του αριστερού μέρους της νικέλινης ζώνης της καταληγούσης εις τους φανοστάτας των μικρών φανών. Η κατεύθυνση του βλήματος είναι λοξή ως προς τον διαμήκη άξονα του αυτοκινήτου και εκ των εμπρός – αριστέρα προς τα πίσω – δεξιά. Το βλήμα δεν διέτρησε την στεφάνην.
3) Αποτύπωμα βλήματος επί της λαμαρίνης της ευρισκομένης προ της εμπρόσθιας αριστεράς θύρας. Η κατεύθυνσις του βλήματος είναι κάθετος επί την επιφάνειαν ταύτην και λοξή ως προς τον κατά μήκος άξονα του αυτοκινήτου (εμπρός-αριστερά προς πίσω- δεξιά). Το βλήμα τούτο δεν διέτρησε την λαμαρίνα.
4) Η κρυσταλλίνη ύαλος του αλεξινέμου κατεθρυματισμένη.
Β. Εκ του αριστερού πλευρού
1) Επί της οπισθίας κάτω γωνίας του πλαισίου του παραθύρου της εμπρός αριστεράς θύρας συγκέντρωσις 10 αποτυπωμάτων βλημάτων. Η διεύθυνσις των βλημάτων τούτων είναι εκ των οπίσω -αριστερά προς τα εμπρός- δεξιά. Η γωνία της διευθύνσεως ταύτης με τον διαμήκη άξονα του αυτοκινήτου είναι περίπου 50 μοίρες. Εκ των βλημάτων τούτων τα δύο διέτρησαν την λαμαρίναν άνευ εξόδου, τα υπόλοιπα εξοστρακίσθησαν.
2) Ολίγον δεξιά της συγκεντρώσεως αποτύπωμα βλήματος επί του μεταξύ των δύο θυρών ορθοστάτου. Το βλήμα τούτο αποτελεί προφανώς μέρος της συγκεντρώσεως. Τούτο διέτρησε την λαμαρίναν αλλ’ άνευ εξόδου. Η έξοδος εσχηματίσθη δι’ εργαλείου υπό της Επιτροπής προς διευκόλυνσιν της εξαγωγής του ενσφηνωθέντος βλήματος, και κατά συνέπειαν η μορφή του αποτυπώματος ως έχει ήδη δεν είναι η αρχική.
3) Δεξιά του αποτυπώματος βλήμα έθραυσε την ύαλον της αριστερά – οπίσω θύρας σχηματίσαν ελαφρόν αποτύπωμα επί του πλαισίου της υάλου.
4) Επί της λαμαρίνος του αριστερά – εμπρός θύρας και κάτωθεν του πλαισίου του παραθύρου αυτής δύο αποτυπώματα βλημάτων. Τούτων το μεν ένα έχει κατεύθυνσιν εκ των οπίσω -αριστερά προς τα εμπρός- δεξιά και διέτρησε την λαμαρίναν άνευ εξόδου. Το άλλο έχει κατεύθυνσιν κάθετον επί την επιφανείαν της λαμαρίνης και διέτρησεν αυτήν μετά εξόδου.
5) Το κρύσταλλον της αριστεράς – εμπρός θύρας εθρυματίσθη εκ των διατρησάντων την λαμαρίναν βλημάτων λόγω του ότι τούτο ήτο καταβιβασμένον κατά την ώρα της αποπείρας.
6) Το κρύσταλλον της αριστεράς – οπίσω πλευράς της αμάξης εθρυματίσθη. Επ’ αυτού φέρονται τα ίχνη τριών προσκρούσεων βλημάτων. Εφ’ όσον επί του έναντι ακριβώς παραθύρου, όπερ ήτο κλειστόν δεν σημειούται πρόσκρουσις η έξοδος των βλημάτων τούτων, ενδέχεται τα βλήματα ταύτα να εξήλθον εκ του παραθύρου της δεξιάς – οπίσω θύρας, της το κρύσταλλο ήτο καταβιβασμένο. Εν τοιαύτη περιπτώσει η κατεύθυνσις των βλημάτων τούτων είναι εκ των οπίσω - αριστερά προς τα εμπρός - δεξιά.
Α. Εκ των έμπροσθεν
1) Αποτύπωμα βλήματος εξοστρακισθέντος και μη διατρήσαντος το έλασμα επί της στέγης του αυτοκινήτου ολίγον άνωθεν του γεισώματος του αλεξινέμου (pare brise). Η φορά του βλήματος τούτου είναι εκ των εμπρός προς τα πίσω.
2) Αποτύπωμα βλήματος επί του αριστερού μέρους της νικέλινης ζώνης της καταληγούσης εις τους φανοστάτας των μικρών φανών. Η κατεύθυνση του βλήματος είναι λοξή ως προς τον διαμήκη άξονα του αυτοκινήτου και εκ των εμπρός – αριστέρα προς τα πίσω – δεξιά. Το βλήμα δεν διέτρησε την στεφάνην.
3) Αποτύπωμα βλήματος επί της λαμαρίνης της ευρισκομένης προ της εμπρόσθιας αριστεράς θύρας. Η κατεύθυνσις του βλήματος είναι κάθετος επί την επιφάνειαν ταύτην και λοξή ως προς τον κατά μήκος άξονα του αυτοκινήτου (εμπρός-αριστερά προς πίσω- δεξιά). Το βλήμα τούτο δεν διέτρησε την λαμαρίνα.
4) Η κρυσταλλίνη ύαλος του αλεξινέμου κατεθρυματισμένη.
Β. Εκ του αριστερού πλευρού
1) Επί της οπισθίας κάτω γωνίας του πλαισίου του παραθύρου της εμπρός αριστεράς θύρας συγκέντρωσις 10 αποτυπωμάτων βλημάτων. Η διεύθυνσις των βλημάτων τούτων είναι εκ των οπίσω -αριστερά προς τα εμπρός- δεξιά. Η γωνία της διευθύνσεως ταύτης με τον διαμήκη άξονα του αυτοκινήτου είναι περίπου 50 μοίρες. Εκ των βλημάτων τούτων τα δύο διέτρησαν την λαμαρίναν άνευ εξόδου, τα υπόλοιπα εξοστρακίσθησαν.
2) Ολίγον δεξιά της συγκεντρώσεως αποτύπωμα βλήματος επί του μεταξύ των δύο θυρών ορθοστάτου. Το βλήμα τούτο αποτελεί προφανώς μέρος της συγκεντρώσεως. Τούτο διέτρησε την λαμαρίναν αλλ’ άνευ εξόδου. Η έξοδος εσχηματίσθη δι’ εργαλείου υπό της Επιτροπής προς διευκόλυνσιν της εξαγωγής του ενσφηνωθέντος βλήματος, και κατά συνέπειαν η μορφή του αποτυπώματος ως έχει ήδη δεν είναι η αρχική.
3) Δεξιά του αποτυπώματος βλήμα έθραυσε την ύαλον της αριστερά – οπίσω θύρας σχηματίσαν ελαφρόν αποτύπωμα επί του πλαισίου της υάλου.
4) Επί της λαμαρίνος του αριστερά – εμπρός θύρας και κάτωθεν του πλαισίου του παραθύρου αυτής δύο αποτυπώματα βλημάτων. Τούτων το μεν ένα έχει κατεύθυνσιν εκ των οπίσω -αριστερά προς τα εμπρός- δεξιά και διέτρησε την λαμαρίναν άνευ εξόδου. Το άλλο έχει κατεύθυνσιν κάθετον επί την επιφανείαν της λαμαρίνης και διέτρησεν αυτήν μετά εξόδου.
5) Το κρύσταλλον της αριστεράς – εμπρός θύρας εθρυματίσθη εκ των διατρησάντων την λαμαρίναν βλημάτων λόγω του ότι τούτο ήτο καταβιβασμένον κατά την ώρα της αποπείρας.
6) Το κρύσταλλον της αριστεράς – οπίσω πλευράς της αμάξης εθρυματίσθη. Επ’ αυτού φέρονται τα ίχνη τριών προσκρούσεων βλημάτων. Εφ’ όσον επί του έναντι ακριβώς παραθύρου, όπερ ήτο κλειστόν δεν σημειούται πρόσκρουσις η έξοδος των βλημάτων τούτων, ενδέχεται τα βλήματα ταύτα να εξήλθον εκ του παραθύρου της δεξιάς – οπίσω θύρας, της το κρύσταλλο ήτο καταβιβασμένο. Εν τοιαύτη περιπτώσει η κατεύθυνσις των βλημάτων τούτων είναι εκ των οπίσω - αριστερά προς τα εμπρός - δεξιά.
Γ. Εκ των όπισθεν
1) Επί του δευτέρου εκ των κάτω κυκλοτερούς ελάσματος της εσχάρας του αυτοκινήτου και εις το αριστερόν αυτού μέρος οπή διαμέτρου περίπου 7 χιλιοστομέτρων εκ διόδου βλήματος μεγάλης ρώμης. Η κατεύθυνσις του βλήματος τούτου είναι εκ των οπίσω ακριβώς. Το βλήμα τούτο μετά την διάτρησιν του κυκλοτερούς ελάσματος προσέκρουσεν επί του όπισθεν επιπέδου ελάσματος, όπερ και παρεμόρφωσεν κατά το άκρον μεθ’ ό προσκρούσαν κατ’ εφαπτομένην επί τρίτου ελάσματος ευρισκόμενου πρό της αποθήκης βενζίνης, διέτρησε την αποθήκην ταύτην εξελθόν.
2) Επί της οπισθίας επιφανείας του οπίσω – δεξιά αλεξιβορβόρου οπή βλήματος. Το βλήμα τούτο διατρήσαν το έλασμα προσέκρουσεν επί του ελαστικού του τροχού, όπερ και διέτρησεν, μεθ’ ο διατρήσαν το έλασμα του εμπροσθίου μέρους του αλεξιβορβόρου εξήλθεν.
3) Επί του ανωτέρου ελάσματος της εσχάρας και περί το μέσον αυτού εξόγκωμα βλήματος μη διατρήσαντος το έλασμα. Η φορά του βλήματος είναι εκ των οπίσω ακριβώς.
4) Επί της κατωτέρας μοίρας, του οπισθίου τοιχώματος της αμάξης παρατηρούνται 10 αποτυπώματα βλημάτων . Εκ τούτων μόνον εν διέτρησεν την λαμαρίναν εξελθόν του οπισθίου καθίσματος της αμάξης. Το βλήμα τούτο μετά την διάτρησιν της λαμαρίνης προσέκρουσεν επί χαλύβδινης τιράντας πάχους 2 χιλιοστομέτρων του σκελετού του προσκεφαλαίου ην και έθραυσε κατά το άκρον. Το βλήμα τούτο παρουσιάζει δύο διακεκριμμένας εξόδους εκ του ερεισινώτου.
5) Και του αυτού τοιχώματος της αμάξης και ολιγον ανωτέρω μεταξύ των δύο φιλέτων παρατηρούνται αποτυπώματα βλημάτων μη διατρηασάντων την λαμαρίναν. Η φορά των βλημάτων είναι εκ των οπίσω ακριβώς.
6) Επί του αυτού τοιχώματος και άνωθε του δευτέρου φιλέτου παρατηρούνται επί της λαμαρίνας 10 αποτυπώματα βλημάτων: Εκ τούτων τα 5 διέτρησαν το έλασμα. Εκ τούτων πάλιν το τέταρτο εξήλθεν διατρήσαν το ερεισίνωτον του οπισθίου καθίσματος της αμάξης. Το βλήμα τούτο μετά την διάτρησιν της λαμαρίνας διέτρησε ξύλινον διάπηγμα πάχους 50 χιλιοστομέτρων και προσέκρουσεν ακολούθως επί τεμαχίου χαλύβδινου πάχους 4, 5 χιλιοστομέτρων όπερ και παρεμόρφωσε κατά το άκρον. Το βλήμα τούτο παρουσιάζει δύο εξόδους επί του ερεισινώτου.
Εις το μεταξύ της λαμαρίνας και του ερεισινώτου διάστημα και κάτωθεν της οπής του βλήματος τούτου ανευρέθησαν τεμάχια μολύβδου και περιβλήματος μάλινχερ των 5,5. Το έκτο μετά την διάτρησιν της λαμαρίνος εισήλθεν εντός του ερεισινώτου όπου και παρέμεινεν ανευρεθέν εντός του βάμβακος του προσκεφαλαίου. Η φθορά όλων των βλημάτων επί της επιφανείας ταύτης είναι εκ των οπίσω ακριβώς.
7) Τέλος το κρύσταλλον της οπισθίας θυρίδος της αμάξης είναι κατεθρυμματισμένον. Επί του μικρού παραπετάσματος της θυρίδος ταύτης, όπερ ήτο καταβιβασμένον κατά την ώραν της αποπείρας παρατηρούνται εξ οπαί σχηματισθήσαι υπό των διατρησάντων το κρύσταλλον τούτο βλήματων. Επί του κρυστάλλου τούτου ως και επί του παραπετάσματος συνελέγησαν ψίγματα κόνεως, άτινα εξετασθέντα χημικώς διά των αντιδράσεων κρυκίνης και διφαινιλαμίνης απεδείχθη ότι ήταν κόκκοι ακάπνου πυρίτιδος ατελώς κατακαέντες.
Δ. Εντός της αμάξης
1) Το δεξιά κυκλοτερές κρύσταλλον του ερεισινώτου του καθίσματος του οδηγού είναι τεθραυσμένον από βλήμα, όπερ εβλήθη πιθανώς εκ των εμπρός – αριστερά προς τα οπίσω – δεξιά. Τούτο θα εξήλθεν εκ του παραθύρου, της δεξιά-οπίσω θύρας, ης το κρύσταλλον ήτο καταβιβασμένον.
2) Το επί του ερεισινώτου του καθίσματος του οδηγού κρύσταλλον κατεθριματισμένον.
3) Επί της προς το εσωτερικόν της αμάξης επιφανείας του ερει- σινώτου του καθίσματος του οδηγού παρατηρούνται οπαί εκ προσκρούσεως των βλημάτων των διατρησάντων το οπίσθιον τοίχωμα της αμάξης. Επί των οπών τούτων ευρέθησαν ενσφηνωμένα τεμάχια μολύβδου ακανονίστου μορφής.
4) Επί του βολάν παρατηρούνται αποσπάσεις τμημάτων ευονίτου εκ προσκρούσεως βλημάτων. Τα βλήματα ταύτα αποτελούσι μέρος της συγκεντρώσεως, εκ της οποίας εν βλήμα εθρυμάτισε την ύαλον του ταχυτητομέτρου. Επί του αυτοκινήτου τούτου και εις το αριστερόν τοίχωμα της θέσεως του οδηγού παρετηρήθησαν κηλίδες αίματος προερχόμεναι εξ αίματος ανθρώπου, ως απεδείχθη υπό των γενομένων ακολούθως βιολογικών αντιδράσεων».
7) Τέλος το κρύσταλλον της οπισθίας θυρίδος της αμάξης είναι κατεθρυμματισμένον. Επί του μικρού παραπετάσματος της θυρίδος ταύτης, όπερ ήτο καταβιβασμένον κατά την ώραν της αποπείρας παρατηρούνται εξ οπαί σχηματισθήσαι υπό των διατρησάντων το κρύσταλλον τούτο βλήματων. Επί του κρυστάλλου τούτου ως και επί του παραπετάσματος συνελέγησαν ψίγματα κόνεως, άτινα εξετασθέντα χημικώς διά των αντιδράσεων κρυκίνης και διφαινιλαμίνης απεδείχθη ότι ήταν κόκκοι ακάπνου πυρίτιδος ατελώς κατακαέντες.
Δ. Εντός της αμάξης
1) Το δεξιά κυκλοτερές κρύσταλλον του ερεισινώτου του καθίσματος του οδηγού είναι τεθραυσμένον από βλήμα, όπερ εβλήθη πιθανώς εκ των εμπρός – αριστερά προς τα οπίσω – δεξιά. Τούτο θα εξήλθεν εκ του παραθύρου, της δεξιά-οπίσω θύρας, ης το κρύσταλλον ήτο καταβιβασμένον.
2) Το επί του ερεισινώτου του καθίσματος του οδηγού κρύσταλλον κατεθριματισμένον.
3) Επί της προς το εσωτερικόν της αμάξης επιφανείας του ερει- σινώτου του καθίσματος του οδηγού παρατηρούνται οπαί εκ προσκρούσεως των βλημάτων των διατρησάντων το οπίσθιον τοίχωμα της αμάξης. Επί των οπών τούτων ευρέθησαν ενσφηνωμένα τεμάχια μολύβδου ακανονίστου μορφής.
4) Επί του βολάν παρατηρούνται αποσπάσεις τμημάτων ευονίτου εκ προσκρούσεως βλημάτων. Τα βλήματα ταύτα αποτελούσι μέρος της συγκεντρώσεως, εκ της οποίας εν βλήμα εθρυμάτισε την ύαλον του ταχυτητομέτρου. Επί του αυτοκινήτου τούτου και εις το αριστερόν τοίχωμα της θέσεως του οδηγού παρετηρήθησαν κηλίδες αίματος προερχόμεναι εξ αίματος ανθρώπου, ως απεδείχθη υπό των γενομένων ακολούθως βιολογικών αντιδράσεων».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Βενιζέλος λατρεύτηκε και μισήθηκε όσο κανένας άλλος Έλληνας. Σήμερα ζει στη συνείδηση των Ελλήνων, ως σύμβολο ακατάλυτο και πρότυπο ακατάρριπτο του νέου ελληνισμού. Έκφραση της μυθικής διάστασης, που έχει πάρει μεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων η μορφή του, είναι τα άπειρα μνημεία, προτομές, ανδριάντες, που έχουν στηθεί, πολλές φορές με πρωτοβουλία του λαού, σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Είναι ο ηγέτης που άλλαξε το χάρτη της χώρας του και τη μοίρα του λαού του. Είναι ο πολιτικός, που με ευελιξία και τόλμη, έδωσε πνοή και περιεχόμενο στο ανορθωτικό όραμα του νεώτερου ελληνισμού ύστερα από μια μακρά περίοδο στασιμότητας και ταπεινώσεων.
Υπήρξε ο φυσικός ηγέτης ενός μεγάλου δημοκρατικού και μεταρρυθμιστικού λαϊκού ρεύματος και στα πλαίσια αυτά οικοδόμησε κρατικούς και κοινωνικούς θεσμούς, που διαρκούν μέχρι σήμερα. Πολιτικός με παγκόσμια ακτινοβολία κέρδισε την αναγνώριση από τους σύγχρονούς του ηγέτες. Υπήρξε από τους ελάχιστους πολιτικούς ηγέτες, που στην εποχή του διείδε τη σημασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αγωνίστηκε γι’ αυτήν. Σήμερα το έργο του, οι λόγοι του, το όραμά του εξακολουθούν να είναι πάντα επίκαιρα. Η συστηματική έρευνα και μελέτη της προσωπικότητας, της ζωής, του έργου και της εποχής του Ελευθερίου Βενιζέλου, αποτελεί και σήμερα μια μεγάλη πρόκληση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου