Ο Σίγκμουντ Φρόιντ γεννήθηκε το 1856 στη μικρή Αυστροουγγρική πόλη του Φράιμπεργκ. Κατά έναν πολύ ασυνήθιστο τρόπο γεννήθηκε μέσα σε μια μπόλια -ένα είδος μεμβράνης- και η μητέρα του το εξέλαβε ως καλό οιωνό που προοιωνιζόταν το μελλοντικό μεγαλείο του.
Τον ονόμασε «mein goldener Sigi» (ο χρυσός μου Ζίγκι) και στη διάρκεια των παιδικών και των εφηβικών του χρόνων στη Βιέννη, περιβαλλόταν από τις στοργικές κολακείες των γονέων του καθώς και από τις πιεστικές προσδοκίες τους απέναντι του, οι οποίες είχαν να κάνουν με το αναμενόμενο λαμπρό μέλλον του.
Ο Φρόιντ ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως γιατρός, πράγμα το οποίο τον οδήγησε στη μελέτη του εντελώς νέου πεδίου της νευρολογίας κι έτσι οι προσδοκίες των γονιών φαίνεται ότι γίνονταν ολοένα και πιο πιεστικές. Παρά το γεγονός ότι ήταν τουλάχιστον φαινομενικά επιτυχημένος, φαίνεται πως είχε αρχίσει να μετανιώνει που του είχε δοθεί εκείνο το είδος κοσμικής λυτρωτικής αποκάλυψης το οποίο ένιωθε ενδόμυχα υποχρεωμένος να αναζητά.
Η παλαιότερη ανεπιτυχής εμπλοκή του Φρόιντ με τη δόξα, έλαβε χώρα το 1885 όταν, καθώς πειραματίστηκε παίρνοντας κοκαΐνη, προσπάθησε να αποκτήσει φήμη δημοσιεύοντας μια εργασία σχετικά με το ναρκωτικό αυτό ως θαυματουργή θεραπεία. Παρ' όλα αυτά όμως, κατά τη διάρκεια της συγγραφής της εργασίας αυτής, δεν κατάφερε να εντοπίσει τις πιο σημαντικές ιδιότητες του ναρκωτικού ως τοπικό αναισθητικό. ενώ συγχρόνως παρέλειψε να προειδοποιήσει σχετικό με τον εθισμό που δημιουργεί η κοκαΐνη. Ο Φρόιντ δεν απογοητεύτηκε από το ατυχές αυτό επεισόδιο στην προσπάθεια του να διακριθεί ως γιατρός. Σχεδόν αμέσως, παράτησε τη Βιέννη για να πάει στο Παρίσι όπου, από τον Οκτώβριο του 1885 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 1886, μελέτησε πλάι στον περίφημο νευρολόγο Σαρκό.
Ο Σαρκό είχε ειδικευτεί στη θεραπεία ασθενών οι οποίοι έπασχαν από ποικιλία ανεξήγητων σωματικών συμπτωμάτων στα οποία συμπεριλαμβανόταν η παράλυση, μυϊκές συστολές (μυς οι οποίοι συσπώνται και δεν μπορούν να χαλαρώσουν) και κρίσεις επιληψίας. Κάποιοι απ' αυτούς τους ασθενείς σποραδικά και από συνήθεια υιοθέτησαν μια παράδοξη στάση (που ονομαζόταν zrc-de-cerde δηλαδή «τόξο κύκλου» ) κατά την οποία ξάπλωναν κάτω και κύρτωναν το σώμα τους προς τα πίσω μέχρι να στηρίζονται αποκλειστικά στο κεφάλι και στις φτέρνες τους. Ο Σαρκό κατέληξε τελικά στο συμπέρασμα ότι πολλοί από τους ασθενείς του υπέφεραν από μια μορφή υστερίας η οποία προκλήθηκε από τη συναισθηματική απάντηση τους σε κάποιο τραυματικό γεγονός του παρελθόντος - όπως για παράδειγμα, το πέσιμο από μια σκαλωσιά ή ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα. Κατά την άποψη του, υπέφεραν, όχι από τα σωματικά αποτελέσματα του δυστυχήματος, αλλά από την ιδέα που είχαν διαμορφώσει σχετικά με αυτό.
Ο Φρόιντ είχε εντυπωσιαστεί ιδιαιτέρως από το έργο του Σαρκό για την τραυματική υστερία και του δημιουργήθηκε η αντίληψη ότι μία από τις βασικές μορφές νεύρωσης προκύπτει όταν μια τραυματική εμπειρία οδηγεί σε μια διαδικασία ασυνείδητης διαμόρφωσης συμπτωμάτων. Τώρα λοιπόν, άρχιζε να αναπτύσσει την ιδέα αυτή και το έκανε κατά ένα μέρος αναφερόμενος στο έργο ενός συναδέλφου του ιατρού, του Γιόσεφ Μπρόιερ. Ο Φρόιντ ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την πιο παράξενη από όλους τους ασθενείς τού συναδέλφου του, για την περίφημη «Άννα Ο» την οποία ο Μπρόιερ είχε αρχίσει να κουράρει το 1880.
Η Άννα Ο., ήταν μια γυναίκα είκοσι ενός ετών η οποία είχε αρρωστήσει ενώ επεριποιείτο τον πατέρα της ο οποίος τελικά πέθανε από φυματιώδες απόστημα. Η ασθένεια της ξεκίνησε με έντονο βήχα. Στη συνέχεια, ανέπτυξε μια ολόκληρη σειρά από άλλα σωματικά συμπτώματα, μεταξύ των οποίων και παράλυση των άκρων της δεξιάς πλευράς του σώματος της, μυϊκούς σπασμούς και διαταραχές της όρασης, της ακοής και της γλώσσας. Άρχισε επίσης να παρουσιάζει διαλείψεις όσον αφορά στη συνείδηση της και επίσης να έχει παραισθήσεις.
Ο Μπρόιερ διέγνωσε την ασθένεια της Άννας Ο., ως μια περίπτωση υστερίας και σταδιακά ανέπτυξε ένα είδος θεραπείας η οποία πίστευε πως ήταν αποτελεσματική όσον αφορά στην ανακούφιση των συμπτωμάτων της. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως όταν μπορούσε να την πείσει να του διηγηθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας το περιεχόμενο των ημερήσιων παραισθήσεων της, εκείνη ηρεμούσε και ησύχαζε. Ο Μπρόιερ το αντιμετώπισε ως έναν τρόπο «διευθέτησης» των «δημιουργημάτων του κακού εαυτού» της Άννας Ο., και το αντιλαμβανόταν ως μια διαδικασία συναισθηματικής κάθαρσης. Η ίδια η ασθενής το περιέγραφε σαν «καθάρισμα καμινάδας» και ως μια «θεραπεία μέσω συνομιλίας».
Ο Μπρόιερ συνέχισε να επεκτείνει τη θεραπεία του. Σε κάποιο σημείο της ασθένειας της. για μια περίοδο εβδομάδων, η Άννα Ο. αρνήθηκε να πιει νερό και έσβηνε τη δίψα της με φρούτα και πεπόνια. Ένα βράδυ, σε κατάσταση ηθελημένης ύπνωσης, περιέγραψε μια περίπτωση κατά την οποία ένιωσε αηδία όταν είδε να πίνει ένας σκύλος από ένα ποτήρι. Λίγο αργότερα, ζήτησε να πιει κάτι και στη συνέχεια ξύπνησε από την ύπνωση της με ένα ποτήρι στα χείλη της.
Στη δημοσιευμένη αφήγηση της περίπτωσης αυτής την οποία ο Μπρόιερ έγραψε δώδεκα χρόνια αργότερα, αντιμετώπισε την ιστορία που η Άννα Ο. είχε διηγηθεί καθώς βρισκόταν σε υπνωτική καταλήψια ως μια αληθινή εξιστόρηση ενός γεγονότος το οποίο της είχε προκαλέσει αποστροφή προς το να πίνει. Είπε πως είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος για να θεραπευτεί ένα συγκεκριμένο σύμπτωμα «υστερίας» ήταν η αναβίωση της ανάμνησης του γεγονότος που κατ’ αρχήν είχε οδηγήσει σε αυτό, και η πρόκληση συναισθηματικής κάθαρσης η οποία επιτυγχάνεται μέσα από την ώθηση του ασθενούς να εκφράσει οποιοδήποτε συναίσθημα μπορεί να σχετίζεται με αυτό.
Ως εκ τούτου, η ξαφνική εξαφάνιση ενός από τα πολλά συμπτώματα της Άννας Ο., αποτέλεσε τη βάση γι’ αυτό που στη συνέχεια ο Μπρόιερ περιέγραψε ως «τεχνική θεραπευτική διαδικασία». Σύμφωνα τόσο με τον Φρόιντ. όσο και με τον Μπρόιερ, η μέθοδος αυτή είχε εφαρμοστεί συστηματικά σε καθένα από τα συμπτώματα της Άννας και είχε ως αποτέλεσμα να θεραπευτεί η κοπέλα εντελώς από την υστερία της.
Η περίπτωση της Άννας Ο., έπαιξε βασικό ρόλο στην εξέλιξη της σκέψης του Φρόιντ. Συχνά, περιγραφόταν ως η πρώτη ασθενής που υποβλήθηκε σε ψυχανάλυση, άποψη την οποία ο ίδιος ο Φρόιντ, όταν κάποτε έδινε διάλεξη στο πανεπιστήμιο Κλαρκ των ΗΠΑ, επιβεβαίωσε:
Αν η δημιουργία της ψυχανάλυσης αποτελεί τιμή, η τιμή αυτή δεν ανήκει σ’ εμένα. Δεν έχω μερτικό στις απαρχές της. Ήμουν φοιτητής και μελετούσα για τις τελικές εξετάσεις μου τον καιρό που ένας άλλος γιατρός από την Βιέννη, ο δόκτωρ Γιόζεφ Μπρόιερ εφήρμοσε για πρώτη φορά (1880-1882) τη διαδικασία αυτή σε ένα κορίτσι το οποίο υπέφερε από υστερία.’
Ο Φρόιντ όμως, υποβάθμιζε τον ρόλο του. Η ψυχανάλυση δεν θα αποκτούσε ποτέ υπόσταση αν δεν είχε μεταμορφώσει τη «θεραπεία μέσω συνομιλίας» παντρεύοντας τη με τις απόψεις του Σαρκό όσον αφορά στην τραυματική υστερία, και με τη δική του εξεζητημένη τεχνική για την ανακατασκευή των καταπιεσμένων αναμνήσεων μέσα από την ερμηνεία και τον ελεύθερο συσχετισμό.
Οι ασθενείς τους οποίους ο Φρόιντ προσπάθησε να ψυχαναλύσει σε αυτό το πρώιμο στάδιο της σταδιοδρομίας του, έμοιαζαν σχεδόν όλοι με την Αννα Ο., τουλάχιστον από μία άποψη: προσέρχονταν στον Φρόιντ όχι γιατί βίωναν συναισθηματική κόπωση αλλά γιατί υπέφεραν από σωματικά συμπτώματα. Για παράδειγμα. ο πρώτος ασθενής του Φρόιντ, η κυρία Έμι φον Ν., υπέφερε από δυσκολία στην ομιλία την οποία ο Φρόιντ περιέγραψε ως «σπαστικές διακοπές που κατέληγαν σε τραύλισμα». Μαστιζόταν επίσης από «συχνές κινήσεις τύπου τικ (μυϊκός σπασμός) του προσώπου και των μυών του λαιμού της» και συνήθιζε να βγάζει επαναληπτικά επιφωνήματα και συνεχείς ήχους πλαταγίσματος. Μια άλλη ασθενής, η Ελίζαμπεθ φον Ρ., πήγε στον Φρόιντ επειδή υπέφερε για περισσότερο απο δύο χρόνια από πόνους στα πόδια της.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν, ο Φρόιντ ερμήνευσε την αρρώστια των ασθενών του ως υστερία και προσπάθησε να αποκαλύψει το τραυματικό επεισόδιο το οποίο πιθανόν να αποτέλεσε το έναυσμα για τα συμπτώματα που είχαν. Προκειμένου να βοηθήσει τη διαδικασία της ψυχανάλυσης, ανέπτυξε αυτό που ο ίδιος ονόμασε «τεχνική πίεσης». Η τεχνική αυτή, είχε να κάνει με την εφαρμογή πίεσης πάνω στα μέτωπα των ασθενών με τη βοήθεια των χεριών του και με την καθοδήγηση του ώστε να αναφέρουν όσο πιο πιστά γινόταν «οτιδήποτε εμφανιζόταν μπροστά στο εσωτερικό μάτι τους ή περνούσε από τη μνήμη τους τη στιγμή της πίεσης». Ο Φρόιντ ανέπτυξε σύντομα τόση εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης μεθόδου όσον αφορά στην ανάκληση εικόνων, ιδεών ή ασυνείδητων «αναμνήσεων» που κατέληξε να τη θεωρεί αλάνθαστη, υποστηρίζοντας πως αν δεν παράγονταν εικόνες ή αναμνήσεις από την πρώτη κιόλας εφαρμογή της πίεσης, τότε η επαναλαμβανόμενη πίεση σίγουρα θα ήταν αποτελεσματική. Όταν λοιπόν, στην πορεία της θεραπείας της Ελίζαμπεθ φον Ρ. για την αναπηρία της στα πόδια υποπτεύθηκε ότι του απέκρυπτε σκέψεις, αποφάσισε να ενισχύσει τη φυσική πίεση με πνευματική πίεση:
Δεν δέχομαι πλέον τη δήλωση της πως τίποτε δεν της ήρθε στο μυαλό, αφού είμαι σίγουρος ότι κάτι πρέπει να της ήλθε. Είπα ότι μπορεί να μην είχε δώσει την πρέπουσα σημασία και τότε λοιπόν θα ήθελα πολύ να επαναλάβω την πίεση μου. Ή ίσως να σκέφτηκε πως η ιδέα που της ήρθε να μην ήταν η σωστή. Της είπα πως κάτι τέτοιο δεν ήταν δική της δουλειά- είχε την υποχρέωση να παραμείνει απολύτως αντικειμενική και να μου πει ότι της είχε έρθει στο μυαλό, είτε ήταν κατάλληλο είτε όχι. Τελικά, δήλωσα πως ήξερα πολύ καλά ότι σίγουρα είχε σκεφτεί κάτι και ότι μου το έκρυβε- δεν θα ελευθερωνόταν όμως ποτέ από τους πόνους της όσο θα συνέχιζε να κρύβει το παραμικρό. Επιμένοντας λοιπόν κατ' αυτόν τον τρόπο, κατάφερα από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα η πίεση μου στο μέτωπο της να μη στερείται ποτέ αποτελέσματος.
Κατά την περίοδο αυτή, ο Φρόιντ πίστευε ότι στα τελικά στάδια της θεραπείας, θα ήταν βοηθητικό «αν μπορούσαμε να μαντέψουμε τους τρόπους με τους οποίους τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους και να πληροφορήσουμε τον ασθενή πριν να την αποκαλύψουμε».
Όταν όμως, παρουσίασε στην Ελίζαμπεθ φον Ρ. τα συμπεράσματα του, δηλαδή πως η ασθένεια της επιταχύνθηκε από το γεγονός ότι ερωτεύθηκε τον κουνιάδο της. εκείνη πρόβαλε αντιρρήσεις, λέγοντας πως κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Ο Φρόιντ επέμεινε στην εξήγηση του, και τελικά δήλωσε ότι η ασθενής του είχε θεραπευτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου