μάλα †γάρ τοι τᾶς πολλᾶς† [στρ. β]
ὑγιείας ἀκόρεστον
τέρμα. νόσος γὰρ
γείτων ὁμότοιχος ἐρείδει,
1005 καὶ πότμος εὐθυπορῶν
. . . . . . . . . . . . . .
ἀνδρὸς ἔπαισεν ἄφαντον ἕρμα.
καὶ πρὸ μέν τι χρημάτων
κτησίων ὄκνος βαλὼν
1010 σφενδόνας ἀπ᾽ εὐμέτρου—
οὐκ ἔδυ πρόπας δόμος
πλησμονᾶς γέμων ἄγαν,
οὐδ᾽ ἐπόντισε σκάφος.
πολλά τοι δόσις ἐκ Διὸς ἀμφιλα-
1015 φής τε καὶ ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν
νῆστιν ὤλεσεν νόσον,
τὸ δ᾽ ἐπὶ γᾶν πεσὸν ἅπαξ [ἀντ. β]
θανάσιμον πρόπαρ ἀνδρὸς
1020 μέλαν αἷμα τίς ἂν
πάλιν ἀγκαλέσαιτ᾽ ἐπαείδων;
οὐδὲ τὸν ὀρθοδαῆ
τῶν φθιμένων ἀνάγειν
Ζεὺς ἀπέπαυσεν ἐπ᾽ ἀβλαβείᾳ.
1025 εἰ δὲ μὴ τεταγμένα
μοῖρα μοῖραν ἐκ θεῶν
εἶργε μὴ πλέον φέρειν,
προφθάσασα καρδία
γλῶσσαν ἂν τάδ᾽ ἐξέχει.
1030 νῦν δ᾽ ὑπὸ σκότῳ βρέμει
θυμαλγής τε καὶ οὐδὲν ἐπελπομέ-
να ποτὲ καίριον ἐκτολυπεύσειν
ζωπυρουμένας φρενός.
***
Πολύ ᾽ναι αλήθεια αχόρταστη
μια τέλεια υγεία που θεριεύει,
γιατί κακιά γειτόνισσα
η αρρώστια από ᾽να τοίχο συνορεύει·
και μια ευτυχία π᾽ αρμενίζει ολόπριμα
ξάφνου σε κρυφή ξέρα πάνου πέφτει.
Μ᾽ αν απ᾽ του κέρδους το βαρύ φορτιό
δε ντηρηθεί να κάμει χύση
1010 μ᾽ όση που παίρνει απλοχεριά,
μπορεί να μη χαθεί κι ολάκερο
το παραφορτωμένο σπιτικό
και σύψυχο το πλοίο να μη βυθίσει.
φτάν᾽ η ευλογία να στρέξει τ᾽ ουρανού,
φτάνει κι η γης με την καλόχρονη σοδειά
της πείνας το θεριό να κυνηγήσει.
Όμως μια να χυθεί στη γη
1020 το γαίμ᾽ ανθρώπου που σκοτώσουν,
ποιού θα μπορούσαν γητευτή
ζωή τα ξόρκια να του δώσουν;
Μα ο Δίας και κείνον, που ήξεραν οι τέχνες του
νεκρούς από τους τάφους να σηκώνουν,
δεν του ᾽δωσε να μάθει στα καλά;
Αν δεν είχε όμως ο θεός
μοίρα με μοίρα περιορίσει
τα σύνορά της να μη ξεπερνά,
τη γλώσσα θα προλάβαινε η καρδιά
μ᾽ όσα της μέσα κλει να ξεχειλίσει.
1030 τώρα, η πικρή, στο σκότος φρουμανά,
που δεν ελπίζει από του στήθους τη φωτιά
μια σπίθα, σε καιρό, να ξεπηδήσει.
ὑγιείας ἀκόρεστον
τέρμα. νόσος γὰρ
γείτων ὁμότοιχος ἐρείδει,
1005 καὶ πότμος εὐθυπορῶν
. . . . . . . . . . . . . .
ἀνδρὸς ἔπαισεν ἄφαντον ἕρμα.
καὶ πρὸ μέν τι χρημάτων
κτησίων ὄκνος βαλὼν
1010 σφενδόνας ἀπ᾽ εὐμέτρου—
οὐκ ἔδυ πρόπας δόμος
πλησμονᾶς γέμων ἄγαν,
οὐδ᾽ ἐπόντισε σκάφος.
πολλά τοι δόσις ἐκ Διὸς ἀμφιλα-
1015 φής τε καὶ ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν
νῆστιν ὤλεσεν νόσον,
τὸ δ᾽ ἐπὶ γᾶν πεσὸν ἅπαξ [ἀντ. β]
θανάσιμον πρόπαρ ἀνδρὸς
1020 μέλαν αἷμα τίς ἂν
πάλιν ἀγκαλέσαιτ᾽ ἐπαείδων;
οὐδὲ τὸν ὀρθοδαῆ
τῶν φθιμένων ἀνάγειν
Ζεὺς ἀπέπαυσεν ἐπ᾽ ἀβλαβείᾳ.
1025 εἰ δὲ μὴ τεταγμένα
μοῖρα μοῖραν ἐκ θεῶν
εἶργε μὴ πλέον φέρειν,
προφθάσασα καρδία
γλῶσσαν ἂν τάδ᾽ ἐξέχει.
1030 νῦν δ᾽ ὑπὸ σκότῳ βρέμει
θυμαλγής τε καὶ οὐδὲν ἐπελπομέ-
να ποτὲ καίριον ἐκτολυπεύσειν
ζωπυρουμένας φρενός.
***
Πολύ ᾽ναι αλήθεια αχόρταστη
μια τέλεια υγεία που θεριεύει,
γιατί κακιά γειτόνισσα
η αρρώστια από ᾽να τοίχο συνορεύει·
και μια ευτυχία π᾽ αρμενίζει ολόπριμα
ξάφνου σε κρυφή ξέρα πάνου πέφτει.
Μ᾽ αν απ᾽ του κέρδους το βαρύ φορτιό
δε ντηρηθεί να κάμει χύση
1010 μ᾽ όση που παίρνει απλοχεριά,
μπορεί να μη χαθεί κι ολάκερο
το παραφορτωμένο σπιτικό
και σύψυχο το πλοίο να μη βυθίσει.
φτάν᾽ η ευλογία να στρέξει τ᾽ ουρανού,
φτάνει κι η γης με την καλόχρονη σοδειά
της πείνας το θεριό να κυνηγήσει.
Όμως μια να χυθεί στη γη
1020 το γαίμ᾽ ανθρώπου που σκοτώσουν,
ποιού θα μπορούσαν γητευτή
ζωή τα ξόρκια να του δώσουν;
Μα ο Δίας και κείνον, που ήξεραν οι τέχνες του
νεκρούς από τους τάφους να σηκώνουν,
δεν του ᾽δωσε να μάθει στα καλά;
Αν δεν είχε όμως ο θεός
μοίρα με μοίρα περιορίσει
τα σύνορά της να μη ξεπερνά,
τη γλώσσα θα προλάβαινε η καρδιά
μ᾽ όσα της μέσα κλει να ξεχειλίσει.
1030 τώρα, η πικρή, στο σκότος φρουμανά,
που δεν ελπίζει από του στήθους τη φωτιά
μια σπίθα, σε καιρό, να ξεπηδήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου